20.08.2013 Views

20084

20084

20084

SHOW MORE
SHOW LESS

You also want an ePaper? Increase the reach of your titles

YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.

Θα θέλαμε να πούμε ένα θερμό ευχαριστώ στην καθηγήτριά μας, κα<br />

Σπυροσλάβα Βοντενιτσάροβα-Αρβανιτοπούλου, για τις κατευθύνσεις της<br />

και την πολύτιμη βοήθειά της.<br />

Με εκτίμηση<br />

Δρακωνάκη Θεώνη<br />

Γκουνή Βασιλεία<br />

2


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ<br />

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΕΛ.<br />

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ…………………………………………………...2<br />

2. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΑΣ<br />

ΟΥΡΩΝ……………………………………………………......3<br />

3. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΝΑΤΟΜΙΑΣ-ΕΜΒΡΥΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ<br />

ΙΣΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ<br />

ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ……………....……...5<br />

4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ<br />

ΟΥΡΩΝ.……………………………………………….……….7<br />

5. ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΚΑΙ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ<br />

ΟΥΡΩΝ…………………………………………………….….10<br />

6. ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΑ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ<br />

ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ….……………………...……………………13<br />

7. ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΑ ΜΗ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΙΚΩΝ<br />

ΑΛΛΟΙΩΣΕΩΝ…….………………………………………....19<br />

8. ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΕΣ ΣΕ<br />

ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ…….…………………………………...………..27<br />

9. ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ<br />

A. ΤΟΥ ΚΑΤΩΤΕΡΟΥ<br />

ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ…………………………………....30<br />

B. ΤΟΥ ΑΝΩΤΕΡΟΥ<br />

ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ……………………………………43<br />

10. ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΤΑΤΗ ΚΑΙ ΣΠΕΡΜΑΤΟΔΟΧΩΝ<br />

ΚΥΣΤΕΩΝ………...…………………………………...……....44<br />

11. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ DNA ΚΑΙ ΜΟΡΦΟΜΕΤΡΙΑ ΣΕ<br />

ΚΑΡΚΙΝΩΜΑΤΑ ΟΥΡΟΔΟΧΟΥ ΚΥΣΤΕΩΣ……….....…. 46<br />

12. ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ ΚΑΙ ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΤΗΣ<br />

ΟΥΡΟΔΟΧΟΥ ΚΥΣΤΕΩΣ………………………………..…..53<br />

13. ΕΠΙΛΟΓΟΣ……..…………………………………………..….55<br />

3


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Ακόμα και σήμερα το λεγόμενο «matula», μια φιάλη για την εξέταση<br />

των ούρων, απεικονίζεται στα επίσημα εμβλήματα της Αμερικανικής<br />

Ουρολογικής Ένωσης, της Γερμανικής Κοινωνίας Ουρολογίας, και των<br />

Επαγγελματικών Γερμανικών Συνδέσμων Ουρολόγων. Συμβολίζει την<br />

κεντρική σημασία της ανάλυσης των ούρων ως ιατρική και ειδικά ως μια<br />

ουρολογική μέθοδο έρευνας. Το χρώμα και η μυρωδιά των ούρων<br />

παρουσίασαν έντονο διαγνωστικό ενδιαφέρον για τους παθολόγους του<br />

Μεσσαίωνα. Αλλά λόγω έλλειψης εναλλακτικών διαγνωστικών μεθόδων,<br />

η ουροσκοπία εξελίχθηκε σύντομα σε ένα μυστικό τρόπο διάγνωσης των<br />

ούρων, στον οποίο το χρώμα του δείγματος ούρων αποτέλεσε<br />

αντικείμενο ποικίλων ερμηνειών. Η ανάλυση των ούρων δεν<br />

αντιμετωπίστηκε σοβαρά ως διαγνωστικό εργαλείο μέχρι το δέκατο<br />

ένατο αιώνα, όταν εφαρμόστηκαν και επιστημονικά πλέον οι χημικές και<br />

μικροσκοπικές τεχνικές στην εξέταση των ούρων.<br />

Οι στατιστικές καρκίνου καταδεικνύουν μία σαφώς αυξανόμενη<br />

επίπτωση των ουροθηλιακών όγκων, ειδικά στις βιομηχανοποιημένες<br />

περιοχές. Ενώ ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης μεταξύ των ανδρών<br />

ταξινομήθηκε ως ο έκτος στη σειρά το 1977 με 6100 νέες υποθέσεις,<br />

ανήλθε στην τρίτη θέση το 1986 με 10000 αναφερόμενα αρχικά<br />

περιστατικά.<br />

Η αποτελεσματική θεραπεία αυτών των καρκίνων δεν είναι δυνατή<br />

χωρίς έγκαιρη διάγνωση τόσο του αρχικού όγκου όσο και της<br />

υποτροπιάζουσας ασθένειας. Η κυτταρολογία των ούρων είναι υψίστης<br />

σημασίας σε αυτό το στάδιο ως μόνη μη εγχειρητική διαθέσιμη μέθοδος.<br />

Η γνώση σχετικά με την αιτιολογία και την επιδημιολογία των<br />

ουροθηλιακών όγκων παρέχει μια λογική για την εκλεκτική χρήση της<br />

κυτταρολογίας των ούρων στη διαλογή των υψηλού κινδύνου ατόμων ή<br />

και ομάδων.<br />

Η αιτιολογική σχέση μεταξύ της έκθεσης στους επιβλαβείς<br />

παράγοντες και της κακοήθους νεοπλασίας σημειώθηκε το 1775 από τον<br />

Pevical Pott, ο οποίος περιέγραψε τους οσχεϊκούς όγκους και οι οποίοι<br />

προκλήθηκαν από σκούπισμα καπνοδόχων. Από τότε, αμέτρητες μελέτες<br />

έχουν δημοσιευθεί αναφερόμενες στον αυξανόμενο κίνδυνο ανάπτυξης<br />

κακοήθους ασθένειας που συνδέεται με την έκθεση στους<br />

περιβαλλοντικούς παράγοντες.<br />

Όπως ο Ludwig Rehn, που πρώτος έθεσε ως αίτημα τις αρωματικές<br />

αμίνες ως αιτία του καρκινώματος των ουροδόχων κύστεων το 1895, έτσι<br />

και οι κλινικοί γιατροί αναγνώρισαν την συνήθη σχέση μεταξύ του<br />

παράγοντα και του όγκου όταν σημείωσαν τις κατ' ασυνήθιστο τρόπο<br />

υψηλές συχνότητες περιστατικών ασθενειών σε ορισμένες πληθυσμιακές<br />

ομάδες.<br />

4


Σήμερα, οι επιδημιολογικές μελέτες έχουν γίνει τόσο σύνθετες που<br />

διεξάγονται μόνο από τους επιδημιολόγους. Εντούτοις, υπάρχουν<br />

διάφοροι λόγοι για τους οποίους η αιτιολογία είναι ακόμα ένα θέμα που<br />

απασχολεί τους νοσοκομειακούς γιατρούς:<br />

1. για την ανακάλυψη και την αναφορά των περιπτώσεων<br />

όγκων που προκαλούνται από την επαγγελματική έκθεση<br />

στις γνωστές καρκινογόνες ουσίες.<br />

2. για την εκπαίδευση ασθενών.<br />

3. για τον προσδιορισμό των νέων καρκινογόνων ουσιών.<br />

4. για τον προσδιορισμό των αιτιολογικών παραγόντων που<br />

επηρεάζουν την περαιτέρω πορεία της ασθένειας.<br />

5


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΑΣ<br />

ΤΩΝ ΟΥΡΩΝ (6, 8, 14, 19)<br />

Η γενική αποδοχή και εξέλιξη των κυττάρων των ούρων όπως και<br />

πολλά άλλα παραδείγματα διαγνωστικής μεθοδολογίας έλαβαν χώρα για<br />

μεγάλο χρονικό διάστημα (Rathert 1986). Σχεδόν έναν αιώνα πριν η<br />

κυτταρολογία των ούρων καθιερώθηκε ως διαγνωστική τεχνική. Το<br />

1843 ο δρ. Julius Vogel πρώτος ανέφερε μια μέθοδο η οποία έγινε<br />

δημοφιλής έναν αιώνα πιο μετά ως αποφολιδωτική κυτταρολογία. Αυτή η<br />

μέθοδος, η οποία περιείχε μια ιστολογική εξέταση, περιείχε και τη<br />

μικροσκοπική εξέταση των κυττάρων που έχουν αποκολληθεί από<br />

επιφάνειες ιστών. Σε έναν ασθενή όπου έγινε ψηλάφηση όγκου στην<br />

περιοχή της γωνίας της κάτω γνάθου και της οδού του έξω ωτός, η<br />

κυτταρολογική εξέταση αποφολιδωμένων κυττάρων στο δείγμα<br />

αυξήθηκε με την υποψία κακοήθειας, η οποία είχε επιβεβαιωθεί από την<br />

μέχρι τώρα πορεία της ασθένειας.<br />

Ο V.D. Lambl ήταν ο πρώτος, το 1856, ο οποίος καθιέρωσε την<br />

τεχνική εντόπισης καρκινικών κυττάρων στα ούρα. Πρέπει να σημειωθεί<br />

ότι ο Grunze και ο Spriggs (1983) αναγνώρισαν τον V.D. Lambl ως τον<br />

θεμελιωτή της ογκολογικής κυτταρολογίας των ούρων. Πιο πριν<br />

θεωρείτο, ότι ο Sanders (1864) ήταν ο πρώτος που εντόπισε<br />

μικροσκοπικά στα ούρα καρκινικά κύτταρα της ουροδόχου κύστεως. Ο<br />

Lambl έγινε γνωστός από ένα είδος μολυσματικού πρωτοζώου που<br />

ανακάλυψε και πήρε στη συνεχεία το όνομα του από αυτόν: Giardia<br />

Lamblia γνωστή και ως Lamblia intestinalis. Η ιστορική του παρέμβαση<br />

στην κυτταρολογική του διάγνωση του καρκίνου της ουροδόχου κύστεως<br />

παραμένει αυτούσια καθ’ ότι δεν επηρεάστηκε από άλλους ερευνητές.<br />

Αυτό οφείλεται πιθανώς στην έλλειψη θεραπευτικών επιλογών εκείνης<br />

της περιόδου σε ασθενείς που διεγνώσθη καρκίνος της ουροδόχου<br />

κύστης. Σημειώνει επίσης, μεθόδους συλλογής δειγμάτων πιο γνωστές<br />

από τις οποίες είναι η έκπλυση της ουροδόχου κύστεως και τα<br />

επιχρίσματα με ψήκτρα.<br />

Το 1869 ο Dickinson είδε περιοχή καρκίνου διαμέσου της ουρήθρας<br />

σε άτομο τελείως ασυμπτωματικό. Ο Ferguson το 1892 είπε ότι η<br />

κυτταρολογική εξέταση των ούρων είναι η δεύτερη σε σημασία εξέταση<br />

μετά την κυστεοσκόπιση για την διάγνωση όγκων της κύστεως. Για τον<br />

λόγο αυτό είχε θεωρηθεί αν και λανθασμένα ως ο ιδρυτής της<br />

κυτταρολογίας των ούρων. Το 1895 ο Rovsing αναγνώρισε κύτταρα από<br />

υπερνέφρωμα στα ούρα ενώ το 1928 ο Zemansky είπε ότι τα ούρα είναι<br />

ακατάλληλο υλικό για την μελέτη των κυττάρων.<br />

6


Οι Παπανικολάου και Marshal αφύπνισαν το ενδιαφέρον της<br />

κυτταρολογικής εξέτασης των ούρων ως διαγνωστικού μέσου,<br />

βασιζόμενοι σε μια προσεκτική μελέτη καταλλήλως ληφθέντων και<br />

επεξεργασθέντων δειγμάτων ούρων. Οι ίδιοι το 1947 ανακοίνωσαν τα<br />

αποτελέσματά τους όπου και αναφέρεται το 90% των διαγνώσεων είχαν<br />

επιβεβαιωθεί κλινικά ή με βιοψία. Σε μια άλλη μελέτη το ποσοστό ήταν<br />

95%. Τέλος ο Παπανικολάου το 1949 δημοσίευσε την ανακοίνωσή του «<br />

Early renal carcinoma», η οποία επιβεβαίωσε την διαγνωστική σημασία<br />

της μεθόδου.<br />

Μετά από αυτές τις ανακοινώσεις έγινε αποδεκτή η κυτταρολογική<br />

εξέταση και φυσικά αυτό οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στον καθορισμό<br />

συγκεκριμένων των κυτταρολογικών κριτηρίων. Έκτοτε ακολούθησαν<br />

πολυάριθμες μελέτες με διάφορα ποσοστά ακριβείας, ψευδώς θετικών<br />

και ψευδώς αρνητικών διαγνώσεων.<br />

Πάντως σήμερα η κυτταρολογική εξέταση των ούρων αποτελεί μια<br />

αξιόπιστη εξέταση για:<br />

Τη διάγνωση νεοπλασμάτων του ουροποιητικού συστήματος<br />

Την παρακολούθηση ασθενών με προηγούμενο ιστορικό καρκίνου<br />

Τον προληπτικό έλεγχο ασυμπτωματικών ατόμων υψηλού κινδύνου,<br />

όπως εργάτες εκτεθειμένοι σε καρκινογόνες ουσίες (π.χ.<br />

αρωματικές αμίνες, κάδμιο και άλλα μέταλλα).<br />

7


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΝΑΤΟΜΙΑΣ- ΕΜΒΡΥΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ<br />

ΙΣΤΟΛΟΓΙΑΣ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ (3, 5, 9, 15)<br />

Το ουροποιητικό σύστημα αποτελείται από τους νεφρούς, τους<br />

ουρητήρες, την ουροδόχο κύστη και την ουρήθρα. Κατά τη διαδρομή<br />

τους προς την ουροδόχο κύστη οι ουρητήρες διασχίζουν το πυελικό<br />

χείλος και εισέρχονται στην πύελο. Στη γυναίκα οι ουρητήρες περνούν<br />

κοντά στο κατώτερο τμήμα της μήτρας. Αυτή η σχέση είναι σημαντική<br />

γιατί καρκίνοι του τραχήλου της μήτρας που επεκτείνονται στην πύελο<br />

μπορεί να διηθήσουν τους ουρητήρες.<br />

Η ουροδόχος έχει ένα εξαιρετικά ελαστικό μυϊκό τοίχωμα που<br />

επιτρέπει την επέκταση και συρρικνώνεται όταν είναι άδεια. Ο ουραχός<br />

συνδέει την κύστη με τον ομφαλό. Η εμβρυολογική προέλευση της<br />

ουροδόχου είναι από το πρόσθιο τμήμα της κλοάκης, που είναι το τελικό<br />

τμήμα του εντερικού σωλήνα. Αυτή η προέλευση ευθύνεται για την<br />

ποικιλία των επιθηλίων που μπορεί να υπάρχουν στην ουροδόχο. Το<br />

βασικό τμήμα της ουροδόχου περιέχει το τρίγωνο, μία τριγωνική περιοχή<br />

με την κορυφή προς τα εμπρός.<br />

Οι δύο ουρητήρες εισέρχονται στην ουροδόχο κύστη στις δύο<br />

οπίσθιες γωνίες του τριγώνου. Η ουρήθρα ξεκινά από την ουροδόχο στην<br />

κορυφή του τριγώνου. Στη γυναίκα το τρίγωνο επικαλύπτει το<br />

κυστεοσκοπικό διάφραγμα και τον κόλπο, ενώ στον άνδρα το υποκείμενο<br />

όργανο είναι ο προστάτης. Η ουρήθρα της γυναίκας έχει μικρή πορεία<br />

και ανοίγει στο άνω τμήμα του ουρογεννητικού κόλπου πίσω και κάτω<br />

από την κλειτορίδα. Στους άνδρες η ουρήθρα διατρέχει κατά μήκος του<br />

προστάτη και εισέρχεται τελικά στο πέος.<br />

Ιστολογικά το ουροποιητικό σύστημα, που όπως αναφέρθηκε<br />

ανωτέρω αποτελείται από τους νεφρούς, τους ουρητήρες, την ουροδόχο<br />

κύστη και την ουρήθρα, έχει ως εξής:<br />

1. Οι νεφροί αποτελούνται από:<br />

Τα ουροφόρα σωληνάρια<br />

Διάμεσο (χαλαρό) συνδετικό ιστό και,<br />

Αγγεία και νεύρα.<br />

2. Η νεφρική πύελος αποτελείται από:<br />

Ινομυώδη χιτώνα εξωτερικά και,<br />

Βλεννογόνο με μεταβατικό επιθήλιο εσωτερικά.<br />

8


3. Ο ουρητήρας αποτελείται από:<br />

Ινώδη χιτώνα από συνδετικό ιστό<br />

Μυϊκό χιτώνα από λείες μυϊκές ίνες και,<br />

Βλεννογόνιο χιτώνα από μεταβατικό επιθήλιο και χόριο.<br />

4. Η ουροδόχος κύστη αποτελείται από:<br />

Μυϊκό χιτώνα από λείες μυϊκές<br />

ίνες<br />

Λεπτό υποβλεννογόνιο χιτώνα<br />

από χαλαρό συνδετικό ιστό και<br />

Βλεννογόνο από μεταβατικό<br />

επιθήλιο και χόριο.<br />

Εικόνα 1.Ουροδόχος κύστη(τρίχρωμη χρώσηMasson).<br />

5. Η γυναικεία ουρήθρα αποτελείται από:<br />

Μυϊκό χιτώνα και<br />

Βλεννογόνο.<br />

6. η ανδρική ουρήθρα αποτελείται από:<br />

βλεννογόνο με επιθήλιο, χόριο και αδένες και,<br />

μυϊκό χιτώνα όμοιο με αυτό της γυναικείας ουρήθρας.<br />

ΤΟ ΟΥΡΟΘΗΛΙΟ<br />

Το ουροθήλιο ή μεταβατικό επιθήλιο απαντάται μόνο στην<br />

αποχετευτική μοίρα του ουροποιητικού συστήματος, είναι πολύστιβο και<br />

αποτελείται συνήθως από τρεις έως έξι στιβάδες. Ο αριθμός αυτός των<br />

στιβάδων ποικίλει ανάλογα με τη φάση του τοιχώματος της ουροδόχου<br />

κύστεως. Για παράδειγμα όταν το τοίχωμα της ουροδόχου βρίσκεται σε<br />

χάλαση, πάντα κατά τη στιγμή της μονιμοποίησης του ιστοτεμαχίου, ο<br />

αριθμός των στιβάδων είναι μεγαλύτερος.<br />

Στη βασική στιβάδα του ουροθηλίου τα κύτταρα είναι συμπαγή,<br />

κυβοειδή ή κυλινδρικά. Στις ενδιάμεσες στιβάδες είναι περισσότερο<br />

πολυγωνικά και τέλος, τα κύτταρα της επιφανειακής στιβάδας είναι<br />

υψηλά κυλινδρικά και φέρουν ευμεγέθεις στρογγυλούς πυρήνες με<br />

εμφανές πυρήνιο. Ορισμένα από τα επιθηλιακά κύτταρα της επιπολής<br />

στιβάδας του ουροθηλίου είναι διπύρηνα. Το περίγραμμα της επιφάνειας<br />

του ουροθηλίου, αυτό δεν είναι ομαλό, ενώ όσον αφορά το ανώτερο<br />

τμήμα του κυτταροπλάσματος των επιπολής κυττάρων, αυτό είναι<br />

θολερό και πολύ πιο βαθυχρωματικό σε σχέση με το υπόλοιπο<br />

κυτταρόπλασμα.<br />

9


Με βάση τη μελέτη της υπερμικροσκοπικής δομής έχει αποκαλυφθεί<br />

ότι ένα μεγάλο τμήμα της προσαύλιας κυτταροπλασματικής μεμβράνης<br />

αποτελείται από παχυσμένες και δύσκαμπτες πλάκες ανάμεσα στις οποίες<br />

παρεμβάλλονται τμήματα φυσιολογικής μεμβράνης τα οποία και<br />

λειτουργούν με τέτοιο τρόπο ώστε επιτρέπουν το σχηματισμό βαθέων<br />

σχισμών και αποπλατυσμένων ατρακτοειδών κυστιδίων. Κατ’ αυτόν τον<br />

τρόπο το ουροθήλιο καθίσταται αδιαπέραστο στα δυνητικώς τοξικά<br />

ούρα, και ταυτόχρονα παρεμποδίζει την μεταφορά νερού από το επιθήλιο<br />

προς τα υπέρτονα ούρα.<br />

Το ουροθήλιο βρίσκεται σε μία βασική μεμβράνη η οποία είναι<br />

συνήθως τόσο λεπτή που καθίσταται δύσκολη η διάκρισή της με τη<br />

χρήση φωτομικροσκοπίου, κάτι το οποίο στο παρελθόν είχε οδηγήσει<br />

στην πεποίθηση πως η μεμβράνη δεν υφίστατο. Η βασική στιβάδα του<br />

ουροθηλίου είναι ανώμαλου σχήματος και είναι δυνατό να έχει<br />

Οδοντωτή παρυφή λόγω των θηλών του υποκείμενου χορίου, οι οποίες<br />

περιέχουν τριχοειδή. Το ασύνηθες αυτό χαρακτηριστικό οδήγησε<br />

αρκετούς από τους πρώτους παθολογοανατόμους στη διατύπωση της<br />

εσφαλμένης άποψης ότι το ουροθήλιο αποτελεί την εξαίρεση στην αρχή<br />

ότι το επιθήλιο δεν φέρει αιμοφόρα αγγεία.<br />

Εικόνα 2. Το ουροθήλιο(χρώση Α-Η).<br />

10


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ<br />

ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ ΟΥΡΩΝ (5, 9, 10, 17, 23)<br />

ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΟΓΚΟΥΣ ΣΤΗΝ ΟΥΡΟΔΟΧΟ<br />

ΚΥΣΤΗ<br />

Μία πλήρης εκτίμηση των ασθενών με όγκους στην ουροδόχο απαιτεί<br />

όχι μόνο βιοψία της ορατής αλλοίωσης αλλά και εκτίμηση του<br />

υπολειπόμενου ουροθηλίου με κυτταρολογική εξέταση αποβαλλόμενου<br />

ούρου και πολλαπλές επιφανειακές βιοψίες της ουροδόχου.<br />

Για τις επιφανειακές βιοψίες πρέπει να γίνεται λήψη από:<br />

ορατούς όγκους<br />

το τρίγωνο<br />

τα πρόσθιο, οπίσθιο και πλάγια τοιχώματα<br />

το θόλο.<br />

Σε ασθενείς με Ca in situ στη βιοψία το μέγεθος και η εντόπιση της<br />

αλλοίωσης πρέπει να καθοριστεί με επιπλέον πολλαπλές βιοψίες οι<br />

οποίες πρέπει να συμπεριλαμβάνουν τον πρόσθιο λοβό του προστάτη, με<br />

σκοπό να αποκλειστεί το ενδεχόμενο επέκτασης της κακοήθειας στους<br />

προστατικούς πόρους ή στο σώμα του προστάτη.<br />

ΑΣΥΜΠΤΩΜΑΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΙΚΟΙ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΟΥ<br />

ΕΚΤΙΘΕΝΤΑΙ ΣΕ ΓΝΩΣΤΑ ΚΑΡΚΙΝΟΓΟΝΑ<br />

Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο χειρισμού πρωτοπαθών νεοπλασματικών<br />

αλλοιώσεων της ουροδόχου όσον αφορά τους ασυμπτωματικούς ασθενείς<br />

πρέπει να ακολουθούνται τα παρακάτω:<br />

έλεγχος για αιματουρία<br />

εξέταση τριών δειγμάτων ούρων κάθε έξι μήνες<br />

κυστεοσκόπιση και πολλαπλές βιοψίες ουροδόχου εάν ενδείκνυνται.<br />

Αντίστοιχα για τους συμπτωματικούς ασθενείς (αιματουρία,<br />

συχνοουρία, νυκτουρία, πόνος, βλεννώδες έκκριμα) ισχύουν τα εξής:<br />

εξέταση τριπλών δειγμάτων ούρων<br />

κυστεοσκόπιση<br />

πολλαπλές βιοψίες αν η κυτταρολογική είναι θετική.<br />

11


ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΤΗΣ ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ<br />

ΤΩΝ ΟΥΡΩΝ<br />

Η ευαισθησία της κυτταρολογικής εξέτασης κυμαίνεται από 47,7%<br />

έως 93,7%, με μέση τιμή 73,8%.<br />

Η κυτταρολογική εξέταση δεν είναι αποτελεσματική για τη διάγνωση<br />

των θηλωδών όγκων του ουροθηλίου χαμηλού βαθμού κακοήθειας<br />

(θηλωμάτων-θηλωδών Ca Grade I).στην περίπτωση που υπάρχουν<br />

τεμάχια όγκου χρησιμοποιούνται cell blocks.<br />

Κατά τους Rathert, Bayer και Boon η ακρίβεια της διάγνωσης των<br />

όγκων χαμηλού βαθμού κακοήθειας από το ίζημα των ούρων αυξάνει<br />

από 34% εάν εξετασθεί ένα δείγμα, σε 79% εάν εξετασθούν τρία<br />

δείγματα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι προτιμότερο δείγμα ούρων<br />

κατόπιν εκπλύσεως της ουροδόχου κύστεως, το οποίο χαρακτηρίζεται<br />

από μεγαλύτερη κυτταροβρίθεια.<br />

Αντίθετα για τους θηλώδεις όγκους υψηλού βαθμού κακοήθειας<br />

(θηλώδη Ca Grade II και III), η ακρίβεια της κυτταρολογικής διάγνωσης<br />

είναι πολύ υψηλή και φτάνει το 90%.Όσον αφορά τα μη θηλώδη<br />

καρκινώματα (διηθητικά και in situ) η ακρίβεια μπορεί να φτάσει ακόμα<br />

και το 100%.<br />

Ψευδώς θετικά αποτελέσματα είναι δυνατόν να έχουμε σε μια<br />

ποικιλία καταστάσεων όπου καλοήθη κύτταρα παρερμηνεύονται ως<br />

κακοήθη. Τα κυριότερα αίτια ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων είναι τα<br />

εξής:<br />

χρόνια φλεγμονή<br />

υπερτροφία προστάτου<br />

λιθίαση<br />

επεμβατικές διαγνωστικές τεχνικές<br />

προηγηθείσα χειρουργική επέμβαση<br />

χημειοθεραπεία<br />

ακτινοθεραπεία<br />

προσβολή από τον Polyoma Virus.<br />

Οι κυτταρολόγοι πρέπει να γνωρίζουν τις ατυπίες των ουροθηλιακών<br />

κυττάρων σε αυτές τις καταστάσεις, ώστε να αποφεύγονται διαγνωστικά<br />

λάθη. Το ποσοστό των ψευδώς θετικών διαγνώσεων κυμαίνεται σε<br />

διάφορες μελέτες από 1,3% έως 11,9%.<br />

12


Ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα είναι δυνατόν να έχουμε στις εξής<br />

περιπτώσεις:<br />

κακή επεξεργασία δείγματος (μονιμοποίηση, χρώση κτλ.)<br />

υποκυτταρικό δείγμα<br />

εκφυλιστικές αλλοιώσεις κυττάρων<br />

έντονη φλεγμονή<br />

έντονη αιματουρία.<br />

Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις η παρουσία άφθονων φλεγμονωδών<br />

κυττάρων και ερυθροκυττάρων καλύπτει τα διαγνωστικά κύτταρα, οπότε<br />

πρέπει απαραιτήτως να επαναληφθεί κυτταρολογική εξέταση.<br />

Το ποσοστό ψευδώς αρνητικών διαγνώσεων σε δείγματα<br />

αποβαλλόμενων ούρων, όταν υπάρχει νεόπλασμα του ανώτερου<br />

ουροποιητικού συστήματος κυμαίνεται από 6% έως 22%. Με τις<br />

νεότερες απεικονιστικές και συλλογής δειγμάτων με καθετηριασμό έχει<br />

βελτιωθεί σημαντικά η ακρίβεια στη διάγνωση των νεοπλασμάτων των<br />

νεφρικών πυέλων και ουρητήρων.<br />

13


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΚΑΙ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ<br />

ΤΩΝ ΟΥΡΩΝ (4, 5, 9, 20, 22)<br />

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΤΩΝ ΟΥΡΩΝ<br />

1. ΟΥΡΑ ΑΠΟΒΑΛΛΟΜΕΝΑ:<br />

αυτομάτως<br />

μετά από άσκηση ή λήψη νερού<br />

μετά από μάλαξη του προστάτου ή της ουρήθρας.<br />

2. ΟΥΡΑ ΚΑΤΟΠΙΝ<br />

ΚΑΘΕΤΗΡΙΑΣΜΟΥ:<br />

Ουροδόχου κύστεως<br />

Ουρητήρων<br />

Νεφρικών πυέλων<br />

3. ΟΥΡΑ ΚΑΤΟΠΙΝ ΕΚΠΛΥΣΕΩΣ:<br />

ουροδόχου κύστεως<br />

ουρητήρων<br />

νεφρικών πυέλων<br />

4. ΟΥΡΑ ΑΠΟ ΕΙΛΕΟΚΥΣΤΗ<br />

5. ΕΔΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ:<br />

Επιχρίσματα με ψήκτρα<br />

Παρακέντηση με λεπτή βελόνα (FNA)<br />

ΟΥΡΑ ΑΠΟΒΑΛΛΟΜΕΝΑ<br />

15<br />

Εικόνα 1. Δείγμα κατευθείαν από την κύστη<br />

2. Δείγμα από καθετηριασμό<br />

3.Δείγμα από έκπλυση ουρητήρα.<br />

Τουλάχιστον το 50% των νεοπλασμάτων της ουροδόχου κύστεως<br />

διαγιγνώσκονται με την εξέταση ενός απλού δείγματος αποβαλλόμενων<br />

ούρων, ενώ αυξάνεται η διαγνωστική αξία της μεθόδου με την εξέταση<br />

τριών τουλάχιστον δειγμάτων. Για το λόγο αυτό δεν πρέπει να<br />

αποκλείεται η κακοήθεια, μέχρις ότου τουλάχιστον τρία δείγματα<br />

αποβούν αρνητικά.


Κατάλληλο δείγμα ούρων είναι το 1ο πρωινό. Αυτό έχει το<br />

πλεονέκτημα της μεγαλύτερης κυτταροβρίθειας και το μειονέκτημα της<br />

σημαντικής εκφύλισης των κυττάρων λόγω μακράς παραμονής των<br />

ούρων στην κύστη. Το 2ο πρωινό δείγμα είναι το πλέον κατάλληλο για<br />

κυτταρολογική εξέταση. Από μερικούς ερευνητές συνίσταται ενυδάτωση<br />

των ασθενών για την αύξηση της απόδοσης των αποφολιδωμένων<br />

ουροθηλιακών κυττάρων. Γενικότερα συνίσταται η συλλογή του 2ου<br />

πρωινού δείγματος ούρων επί τρεις συνεχείς ημέρες. Στην περίπτωση που<br />

τα ούρα δεν επεξεργαστούν γρήγορα πρέπει να γίνει προσθήκη<br />

μονιμοποιητικού 2% polyethylene glycol διάλυμα σε 70 % αιθανόλη.<br />

Τα αποβαλλόμενα ούρα δεν είναι επιλεκτικά και επομένως ένα<br />

νεόπλασμα που βρίσκεται στις νεφρικές πυέλους μπορεί να μη δώσει<br />

διαγνωστικά κύτταρα, διότι όσο μεγαλύτερη είναι η απόσταση που<br />

διανύουν τα αποφολιδωμένα κύτταρα, τόσο μικρότερη είναι η<br />

πιθανότητα θετικής διάγνωσης.<br />

ΟΥΡΑ ΚΑΤΟΠΙΝ ΚΑΘΕΤΗΡΙΑΣΜΟΥ<br />

Τα ούρα που συλλέγονται μετά από καθετηριασμό της ουροδόχου<br />

κύστεως, των ουρητήρων και των νεφρικών πυέλων αποτελούν το πιο<br />

πολύτιμο υλικό για την εκτίμηση του ουροποιητικού συστήματος.<br />

ΟΥΡΑ ΚΑΤΟΠΙΝ ΕΚΠΛΥΣΕΩΣ<br />

Συγκρίνοντας την επάρκεια του δείγματος των αποβαλλόμενων ούρων<br />

και του εκπλύματος από τον ίδιο πάντα ασθενή, βλέπουμε ότι η<br />

κυτταροβρίθεια του εκπλύματος υπερέχει σημαντικά από εκείνη των<br />

αποβαλλόμενων ούρων.<br />

Η δυσκολία βρίσκεται στη διάκριση ενός θηλώδους Ca του<br />

μεταβατικού επιθηλίου χαμηλού βαθμού κακοήθειας από τα<br />

υπερπλαστικά τμήματα επιθηλίου που αποσπώνται λόγω τραυματισμού.<br />

Η διαγνωστική αξία της μεθόδου αυτής φτάνει το 80,5% σύμφωνα με<br />

τους Nagel και Leistenneider.<br />

ΟΥΡΑ ΑΠΟ ΕΙΛΕΟΚΥΣΤΗ<br />

Χρησιμοποιούνται κυρίως για την παρακολούθηση ασθενών μετά από<br />

κυστεκτομή για Ca του μεταβατικού επιθηλίου. Χρειάζεται προσοχή<br />

στην εξέταση αυτών των δειγμάτων, γιατί συχνά περιέχουν βλέννη που<br />

αιχμαλωτίζει τα κύτταρα.<br />

Σε αυτής της προελεύσεως δείγματα παρατηρούνται συνήθως τα<br />

παρακάτω:<br />

16


Κύτταρα εντερικής προέλευσης μεμονωμένα και σε αθροίσεις<br />

Κύτταρα στρογγυλά, οβάλ ή ακανόνιστα(σπάνια διατηρούν την<br />

κυλινδρική δομή τους)<br />

Κενοτοπιώδες κυτταρόπλασμα<br />

Υπερχρωματικοί πυρήνες με μονότονο μέγεθος και τέλος,<br />

Εκφύλιση, καρυόρηξη, πύκνωση και ροζ-κόκκινα έγκλειστα στο<br />

κυτταρόπλασμα.<br />

ΕΙΔΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ<br />

Για την εντόπιση των όγκων των νεφρών χρησιμοποιείται η<br />

παρακέντηση με λεπτή βελόνα ( FNA), κάτω από ακτινολογικό έλεγχο.<br />

Η μέθοδος της ψήκτρας συνιστάται για τη διάγνωση αλλοιώσεων των<br />

νεφρικών πυέλων και των ουρητήρων. Η ψήκτρα κινείται κάτω από<br />

ακτινολογικό έλεγχο και αποσπά κύτταρα για εξέταση.<br />

Τα δείγματα της ψήκτρας περιέχουν μεγάλο αριθμό κυττάρων με<br />

μεγάλη μορφολογική ποικιλία, σε σχέση με αυτά που υπάρχουν στα<br />

δείγματα της κύστεως και γι’ αυτό πρέπει να ερμηνεύονται συντηρητικά.<br />

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΟΥΡΩΝ<br />

Μόλις γίνει η παραλαβή ενός δείγματος από το εργαστήριο, πρέπει<br />

αμέσως να γίνει μονιμοποίησή του έτσι ώστε να αποφευχθεί η εκφύλιση<br />

των κυττάρων.<br />

Ως μονιμοποιητικά υλικά χρησιμοποιούνται τα εξής:<br />

Οινόπνευμα 50%<br />

Διάλυμα 2% πολυαιθυλικής γλυκόλης (carbowax) σε οινόπνευμα<br />

70%<br />

Διάλυμα Husain<br />

Διάλυμα Esposti<br />

Στη συνέχεια, αφού μονιμοποιηθεί το δείγμα, γίνεται επεξεργασία<br />

αυτού ή φυλάσσεται σε θερμοκρασία 4 ο C.<br />

Η επεξεργασία μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους όπως:<br />

Διήθηση με μεμβράνη φίλτρου<br />

Φυγοκέντριση σε 1500 στροφές για 5-10 λεπτά<br />

Κυτταροφυγοκέντριση (cytospin)<br />

Κυτταρικό block (cell block)<br />

17


Σκοπός της επεξεργασίας των ούρων είναι η καλή διατήρηση των<br />

κυττάρων και η αποφυγή απώλειας αυτών, η οποία μπορεί να κυμανθεί<br />

από 74-98%.<br />

Με την τεχνική της κυτταροφυγοκέντρου έχουμε ένα πλούσιο ίζημα<br />

ούρων εξαιρετικής μορφολογικής ποιότητας. Συνιστάται επίσης η<br />

μέθοδος της διήθησης σε μεμβράνη φίλτρου κυτταρίνης, γιατί το δείγμα<br />

που παράγεται έχει ικανοποιητική κυτταροβρίθεια και τα κύτταρα<br />

παρουσιάζουν καλές μορφολογικές λεπτομέρειες.<br />

Στη συνέχεια τα επιχρίσματα χρωματίζονται με χρώση Παπανικολάου<br />

ή με ταχεία χρώση τολουιδίνης ή κυανού του μεθυλενίου. Τα<br />

επιχρίσματα των ούρων μπορεί επίσης να εξετασθούν νωπά σε<br />

μικροσκόπιο αντιθέτου φάσεως (FCM).<br />

a. b.<br />

Εικόνα a.Μπλε του μεθυλενίου<br />

b.Χρώση Παπανικολάου<br />

18


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΑ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟΥ<br />

ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ (3, 5, 9)<br />

ΕΠΙΘΗΛΙΑ ΑΠΟΧΕΤΕΥΤΙΚΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ<br />

ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ<br />

Οι νεφρικές πύελοι, οι ουρητήρες, η ουροδόχος κύστη και η εγγύς<br />

μοίρα της ουρήθρας καλύπτονται από ένα ειδικευμένο πολύστιβο<br />

επιθήλιο, το μεταβατικό επιθήλιο ή ουροθήλιο, το οποίο ενεργεί ως<br />

φράγμα μεταξύ των τοξικών ούρων και του αίματος.<br />

Ο αριθμός των στιβάδων ποικίλλει από 7 στην ουροδόχο κύστη, 5<br />

στους ουρητήρες και 2-3 στις νεφρικές πυέλους.<br />

1. Κύτταρα του μεταβατικού επιθηλίου.<br />

Οι βαθύτερες στιβάδες του επιθηλίου αποτελούνται από κυβοειδή<br />

κύτταρα με στρογγυλό ή ωοειδή πυρήνα, ενώνονται μεταξύ τους με<br />

δεσμοσώματα και προς τη βασική μεμβράνη με ημιδεσμοσώματα.<br />

Τα επιπολής κύτταρα αναφέρονται ως umbrella cells, καθώς<br />

καλύπτουν σαν ομπρέλα αρκετά κύτταρα των βαθύτερων στιβάδων. Τα<br />

επιπολής κύτταρα ποικίλουν σε σχήμα ανάλογα με το βαθμό διάτασης<br />

της ουροδόχου κύστεως. Έτσι στην εν συστολή κύστη είναι πολυγωνικά,<br />

ενώ στην πλήρως διατεταμένη κύστη επίπεδα. Κοντά στην επιφάνεια τα<br />

umbrella cells συνδέονται με αποφρακτικές συνάψεις. Άφθονα δε είναι<br />

τα δεσμοσώματα που συνδέουν τα επιθήλια.<br />

Η προς τον αυλό της ουροδόχου κύστεως επιφάνεια των επιπολής<br />

κυττάρων καλύπτεται από μια μεμβράνη, η οποία αποτελείται από<br />

άκαμπτα τμήματα ή πλάκες με ενδιάμεσα εύκαμπτα τμήματα. Οι πλάκες<br />

αυτές έχουν πάχος 13 nm και αποτελούνται από 3 στρώματα:<br />

Τα δυο εξωτερικά έχουν διαφορετικό πάχος και είναι μη διαπερατά στα<br />

ηλεκτρόνια. Μεταξύ αυτών παρεμβάλλεται ένα ενδιάμεσο στρώμα<br />

διαπερατό στα ηλεκτρόνια. Η μεμβράνη αυτή ονομάζεται ασύμμετρος<br />

μονάς μεμβράνης (AUM), λόγω της διαφοράς στο πάχος, και<br />

παρασκευάζεται από την συσκευή Golgi των επιπολής ουροθηλιακών<br />

κυττάρων.<br />

Εικόνα 2.Μορφολογική ποικιλία των φυσιολογικών ουροθηλιακών κυττάρων.(πολλά umbrella<br />

cells και μικρότερα κύτταρα του ουροποιητικού συστήματος).<br />

19


Η ακριβής λειτουργία της μεμβράνης δεν έχει ξεκαθαριστεί πλήρως,<br />

φαίνεται όμως ότι εμποδίζει την είσοδο των τοξικών ούρων στο αίμα.<br />

Θεωρείται ότι οι πλάκες παίζουν ρόλο στο φραγμό ούρα-αίμα ενώ οι<br />

ενδιάμεσες εύκαμπτες μεμβράνες δρουν σαν άξονες προσδίδοντας<br />

ευκαμψία στις πλάκες, επιβεβαιώνοντας έτσι ότι τα umbrella cells<br />

μπορούν να προσαρμοστούν σε αλλαγές του όγκου των ούρων.<br />

Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι η καταστροφή των επιφανειακών<br />

κυττάρων αυξάνει τη διαπερατότητα σε Li + , όμως ο φραγμός αίμα-ούρα<br />

παραμένει ακόμη και σε απουσία των umbrella cells ή αν οι ασύμμετρες<br />

πλάκες δεν υπάρχουν όπως συμβαίνει για παράδειγμα σε ηλικιωμένους.<br />

Έτσι, αυτή η λειτουργία της ουροδόχου κύστεως ανήκει και σε άλλα<br />

στοιχεία του επιθηλίου, πιθανά στη βασική μεμβράνη. Ο Yu περιέγραψε<br />

μια ειδική πρωτεΐνη, την ουροπλακίνη σαν χαρακτηριστικό στοιχείο της<br />

ασύμμετρης μονάδας μεμβράνης. Ουροθηλιακά κύτταρα μπορούν να<br />

καλλιεργηθούν από το ίζημα αυτόματης ούρησης.<br />

2. Επιθηλιακές ποικιλίες κυττάρων του κατώτερου ουροποιητικού<br />

συστήματος.<br />

Αν και το κύριο επιθήλιο της αποχετευτικής μοίρας του<br />

ουροποιητικού συστήματος είναι το μεταβατικό, βλέπουμε εστίες<br />

πλακώδους ή αδενικού επιθηλίου.<br />

2.1 Πλακώδες επιθήλιο κολπικού τύπου.<br />

Παρατηρείται φυσιολογικά στην περιοχή του τριγώνου της ουροδόχου<br />

κύστεως στο 50% των γυναικών και σ’ ένα μικρό ποσοστό στους άντρες.<br />

Το επιθήλιο αυτό υπόκειται στην επίδραση των γεννητικών ορμονών.<br />

Παρ’ ότι είναι μόνο μια ανατομική ποικιλία του επιθηλίου της<br />

ουροδόχου κύστης, έχει αναφερθεί κλινικά ως “ουρηθροτριγωνίτις”<br />

“επιδερμοποίηση” παρ’ ότι δεν υπάρχει φλεγμονή.<br />

Επίσης το εξωτερικό στόμιο της ουρήθρας ανδρών και γυναικών<br />

καλύπτεται από πλακώδες επιθήλιο.<br />

2.2 Εντερικού τύπου επιθήλιο.<br />

Παρατηρείται στις νεφρικές πυέλους, τους ουρητήρες και την<br />

ουροδόχο κύστη, υποδηλώνοντας την εμβρυική προέλευσή τους.<br />

20


2.3 Φωλιές του Brunn.<br />

Παρατηρούνται στο 80% των φυσιολογικών ουροδόχων κύστεων και<br />

σχηματίζονται από καταδύσεις του ουροθηλίου μέσα στον<br />

υποβλεννογόνο, μέχρι το μυϊκό. Στο κέντρο των καταδύσεων αυτών είναι<br />

δυνατόν να δημιουργηθούν κύστεις που επαλείφονται από<br />

βλεννοπαραγωγό κυλινδρικό επιθήλιο σαν αποτέλεσμα εντερικής<br />

μετάπλασης. Η διάταση των κύστεων αυτών από συσσώρευση βλέννης<br />

προκαλεί την κυστική κυστίτιδα.<br />

Μερικές εστίες σ’ αυτές τις δομές εκφράζουν PSA. Οι φωλιές του<br />

Brunn και η κυστική κυστίτιδα πρέπει να θεωρούνται μόνο ανατομικές<br />

ποικιλίες του ουροθηλίου.<br />

Εικόνα 3.Φυσιολογικά ουροθηλιακά κύτταρα με φαινομενικά φυσιολογικό πυρήνα.<br />

ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΑ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΟΥΡΩΝ.<br />

Το ούρο είναι ένα ακυτταρικό υγρό προϊόν. Καθώς περνά από τα<br />

νεφρικά σωληνάρια, νεφρική πύελο, ουρητήρες, ουροδόχο κύστη και<br />

ουρήθρα μαζεύει αποφολιδωμένα κύτταρα από τα επιθήλια αυτών των<br />

οργάνων. Έτσι τα κύρια κύτταρα της φυσιολογικής αυτόματης ούρησης<br />

είναι τα νεφρικά σωληναριακά κύτταρα και τα κύτταρα του ουροθηλίου.<br />

Τα κύτταρα αυτά είναι κακώς διατηρημένα<br />

και αρκετά δύσκολο να αξιολογηθούν, καθ’ ότι το ph είναι όξινο και η<br />

ουρία ανεβασμένη, πράγμα που σημαίνει πως τα ούρα δεν είναι ισότονα<br />

και άρα δεν αποτελούν καλό μέσο για αποφολιδωμένα κύτταρα.<br />

21


Εικόνα 4.Normal urothelial cells together with segmented leukocytes and erythrocytes. all the<br />

urothelial cells have finely granular nuclear chromatin with good nuclear transparency.<br />

ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ<br />

ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΤΩΝ ΟΥΡΩΝ<br />

I. ΟΥΡΑ ΑΠΟΒΑΛΛΟΜΕΝΑ<br />

1. Κύτταρα επιπολής (umbrella cells)<br />

Πολύ μεγάλα και πολυπύρηνα (σπάνια απαντώνται<br />

σε αυτόματη ούρηση. Το μέσο επιφανειακό κύτταρο<br />

έχει περίπου ίσο μέγεθος με ένα μεγάλο διάμεσο<br />

κύτταρο.)<br />

Επίπεδα<br />

Πολυγωνικά μεγέθους 30-50 μm,ανάλογα με τον<br />

αριθμό των πυρήνων.<br />

Κοκκιώδες κυτταρόπλασμα<br />

Πυρήνες 1-2 ή περισσότεροι, στρογγυλοί ή ωοειδείς<br />

μεγέθους 10 μm<br />

Λεπτοκοκκιώδης χρωματίνη ή χρωμόκεντρα<br />

Διαφάνεια πυρήνα<br />

Μια επίπεδη λεία επιφάνεια που ανταποκρίνεται<br />

στον αυλό της ουροδόχου.<br />

2. Κύτταρα ενδιάμεσα<br />

Μικρού μεγέθους<br />

Επιμήκη<br />

22


3. Κύτταρα εν τω βάθει στιβάδων<br />

Στρογγυλά μεγέθους 20-25 μm<br />

Βασεόφιλο κυτταρόπλασμα<br />

Στρογγυλός ή ωοειδής πυρήνας διαμέτρου 10 μm<br />

Μικρό στρογγυλό πυρήνιο: τα πυρήνια είναι<br />

φυσιολογικά ακόμη και στα επιφανειακά κύτταρα.<br />

4. Κύτταρα πλακώδη κολπικού τύπου<br />

Αποτελούν φυσιολογικό εύρημα στα ούρα γυναικών<br />

και προέρχονται από το αιδοίο, τον κόλπο και το<br />

τρίγωνο της ουροδόχου κύστεως, εάν έχει γίνει<br />

πλακώδης μετάπλαση. Το πλακώδες επιθήλιο του<br />

τριγώνου φαίνεται ότι βρίσκεται κάτω από την ίδια<br />

ορμονική επίδραση όπως το κολπικό επιθήλιο.<br />

Επίσης πλακώδη κύτταρα είναι δυνατόν να<br />

παρατηρηθούν και στα ούρα ανδρών, προερχόμενα από<br />

την περιφερική μοίρα της ουρήθρας.<br />

5. Κύτταρα από φωλιές του Brunn<br />

Είναι επίπεδα, κυβοειδή και μοιάζουν με τα<br />

ουροθηλιακά κύτταρα. Μπορεί να μεταπλασθούν σε<br />

βλεννοπαραγωγά κύτταρα εντερικού τύπου, οπότε η<br />

αλλοίωση αυτή αναφέρεται σαν κυστική ή αδενική<br />

κυστίτις.<br />

6. Κύτταρα προστάτου, σπερματοζωάρια και κύτταρα<br />

σπερματοδόχων κύστεων<br />

Είναι σπάνια και παρατηρούνται στα ούρα σε<br />

περιπτώσεις προστατικής μάλαξης.<br />

7. Κύλινδροι και κύτταρα από τα νεφρικά σωληνάρια<br />

Αποφολιδώνονται στα ούρα ασθενών που έχουν<br />

υποστεί μεταμόσχευση νεφρού και είναι ενδεικτικά<br />

απόρριψης του μοσχεύματος.<br />

23


II. ΟΥΡΑ ΚΑΤΟΠΙΝ ΚΑΘΕΤΗΡΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΚΠΛΥΣΕΩΣ<br />

Με τις μεθόδους αυτές γίνεται βίαιη απόσπαση ουροθηλιακών<br />

κυττάρων, οπότε αυτά εμφανίζονται σε μεγάλες, σφαιρικές ή θηλώδεις<br />

ομάδες ή φύλλα, που νομίζει κανείς ότι προέρχονται από χαμηλού<br />

βαθμού κακοήθειας θηλώδη όγκο.<br />

Η προέλευση των αθροίσεων είναι από την περιοχή του ουρητήρα που<br />

υφίσταται ξέση με την εφαρμογή του καθετήρα και έτσι μεγάλα τμήματα<br />

του ουρητήρα παραμένουν τελείως γυμνά.<br />

Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο των δειγμάτων αυτών είναι η παρουσία<br />

πολυάριθμων επιπολής ουροθηλιακών κυττάρων (umbrella cells), τα<br />

οποία είναι μεγάλα σε μέγεθος (10-40 μm), πολυπύρηνα (2-50 πυρήνες<br />

ποικίλου μεγέθους) και με διαφανές κυτταρόπλασμα. Λόγω του<br />

υπερβολικού μεγέθους τους δημιουργούν διαγνωστικό πρόβλημα σε μη<br />

πεπειραμένους κυτταρολόγους. Οι πυρήνες φαίνονται υπερβολικά<br />

μεγάλοι με έντονα χρωμόκεντρα, ενώ η πυρηνική μεμβράνη είναι έντονη.<br />

Ενίοτε δε, οι πυρήνες είναι εκφυλισμένοι.<br />

Επίσης, τα umbrella cells συνήθως προέρχονται από το ουροθήλιο της<br />

ουροδόχου. Όταν όμως προέρχονται από τους ουρητήρες είναι ιδιαίτερα<br />

μεγάλα και μπορεί να περιέχουν πολλούς πυρήνες. Ο λόγος δεν είναι<br />

γνωστός αλλά μπορεί να οφείλεται στην ελαττωμένη αντικατάσταση του<br />

επιθηλίου στους ουρητήρες, σχηματίζοντας έτσι μεγαλύτερα και<br />

γηραιότερα κύτταρα με περισσότερους πυρήνες. Τα κύτταρα αυτά<br />

παρατηρούνται πιο συχνά σε ούρα μετά από καθετηριασμό ή χειρισμούς<br />

και δεν είναι τόσο συχνά σε αυτόματη ούρηση. Παρ’ ότι οι πυρήνες<br />

μπορεί να φαίνονται μεγάλοι και να ποικίλουν σε μέγεθος, συνήθως<br />

έχουν την “salt and pepper” εμφάνιση των κοκκίων της χρωματίνης<br />

κατανεμημένοι σ’ ένα διαυγές υπόστρωμα που επιτρέπουν την<br />

αναγνώριση των κυττάρων ως καλοήθη.<br />

Έκπλυση Ουροδόχου<br />

Χρησιμοποιείται για DNA ανάλυση με κυτταρομετρία ροής σε Ca<br />

ουροδόχου. Ανακινούμε 50-100 ml διάλυμα Ringer, αναρροφούμε και<br />

ανακινούμε ξανά αρκετές φορές. Η διαδικασία γίνεται κατά την<br />

κυστεοσκόπιση ή με καθετήρα. Σε απουσία Ca τα δείγματα προσφέρουν<br />

μια καλή εικόνα των κυττάρων του ουροθηλίου .μια μεγάλη ποικιλία<br />

umbrella cells και βαθύτερων ουροθηλιακών κυττάρων μπορεί να<br />

παρατηρηθεί, όπως επίσης και πολυάριθμες αθροίσεις.<br />

24


III. ΑΛΛΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΣΤΑ ΟΥΡΑ<br />

1. Λευκά αιμοσφαίρια<br />

2. Ερυθρά αιμοσφαίρια<br />

3. Κύλινδροι<br />

Σχηματίζονται στους νεφρώνες και αποτελούνται από οργανικά<br />

στοιχεία που λαμβάνουν το σχήμα των ουροφόρων σωληναρίων.<br />

Οι τύποι των κυλίνδρων είναι οι εξής:<br />

Υαλώδεις άμορφο ηωσινόφιλο πρωτεϊνικό υλικό PAS (+)<br />

Επιθηλιακοί κύτταρα νεφρικών σωληναρίων<br />

Κοκκιώδεις κυτταρικά συγκρίματα<br />

Κηρώδεις σχετίζονται με φλεγμονή και εκφύλιση<br />

4. Κρύσταλλοι<br />

Οι τύποι των κρυστάλλων είναι οι εξής:<br />

Φωσφορικοί<br />

Ουρικού οξέος (πιο συχνοί)<br />

Άλλοι (π.χ. χοληστερινικοί, κυστίνης, οξαλικοί)<br />

5. Μικροοργανισμοί<br />

i. Βακτηρίδια<br />

Κολοβακτηρίδιο (Ε. coli)<br />

Πρωτέας<br />

Ψευδομονάς<br />

Κλεμπσιέλα<br />

ii. Κόκκοι<br />

Στρεπτόκοκκος ομάδας D<br />

iii. Μυκοβακτηρίδιο φυματίωσης<br />

25


iv. Μύκητες<br />

Candida albicans<br />

Βλαστομύκης<br />

v. Ιοί<br />

vi. Παράσιτα<br />

Τριχομονάδα<br />

Schistosoma hematobium (Bilharzia)<br />

Wuchereria bancrofti (φιλαρίαση)<br />

26


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7:ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΑ ΜΗ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΙΚΩΝ<br />

ΑΛΛΟΙΩΣΕΩΝ (3, 20)<br />

ΦΛΕΓΜΟΝΩΔΕΙΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΤΩΤΕΡΟΥ<br />

ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ<br />

Διακρίνονται σε πρωτοπαθείς και δευτεροπαθείς.<br />

Τα αίτια των πρωτοπαθών φλεγμονών είναι τα εξής:<br />

Βακτηρίδια (π.χ. κολποβακτηρίδιο, ψευδομονάς. Η απώλεια της<br />

στιβάδας βλέννης ευνοεί την είσοδο βακτηριδίων.)<br />

Κόκκοι<br />

Ως αίτια των δευτεροπαθών φλεγμονών θεωρούνται οι παθολογικές<br />

καταστάσεις, όπως:<br />

i. Αποφρακτικές επεξεργασίες<br />

ii. Στενώσεις<br />

iii. Λιθίαση<br />

iv. Εκκολπώματα ουροδόχου κύστεως<br />

v. Υπερτροφία προστάτου<br />

Οι οποίες εμποδίζουν την ελεύθερη ροή των ούρων είτε σε μέρος είτε<br />

σε ολόκληρο το κατώτερο ουροποιητικό σύστημα, διευκολύνουν την<br />

ανάπτυξη φλεγμονής.<br />

Ο καρκίνος επίσης μπορεί να δημιουργήσει ένα ευνοϊκό έδαφος για<br />

λοίμωξη ή μπορεί να προκαλέσει απόφραξη με τα ίδια αποτελέσματα.<br />

Το μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης στην ουροδόχο αποτελεί το<br />

κυριότερο αίτιο δευτεροπαθούς φλεγμονής, σαν συνέπεια φυματιώσεως<br />

του νεφρού. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της ειδικής αυτής φλεγμονής<br />

είναι τα πολυπύρηνα κύτταρα τύπου Langhans στο ίζημα των ούρων.<br />

27


Εικόνα 5. 1.Ουροδόχος κύστη. Απλή ποσοτική υπερπλασία του ουροθηλίου σε άνδρα 52 ετών.<br />

2.Ουροδόχος κύστη. Απλή εναλλαγή της ουροδόχου λόγω καθετηριασμού 79χρονου<br />

άνδρα.<br />

3.Ουροδόχος κύστη. Σε 20χρονη γυναίκα με κυστίτιδα του Hunner<br />

Ανεξάρτητα από την αιτιολογία τα κυτταρολογικά χαρακτηριστικά<br />

της κυστίτιδας είναι τα εξής:<br />

Αφθονία πολυμορφοπύρηνων λευκοκυττάρων(τα κύτταρα ενίοτε<br />

καλύπτονται από ΡΜΝ)<br />

Ιστιοκύτταρα μονοπύρηνα ή πολυπύρηνα (σε χρόνιες φλεγμονές)<br />

Πλασματοκύτταρα<br />

Ηωσινόφιλα λευκοκύτταρα (ηωσινοφιλική κυστίτιδα)<br />

Ερυθροκύτταρα (αν υπάρχουν πρέπει να ερευνηθούν πολύ καλά τα<br />

αίτια και να εξακριβωθεί η προέλευσή τους για πιθανή σοβαρή<br />

νόσο στα νεφρά, καλοήθη ή κακοήθη νεοπλασία.)<br />

Νέκρωση κυττάρων<br />

Υπερπλασία ουροθηλιακών κυττάρων(αθροίσεις ποικίλου<br />

μεγέθους)<br />

Εκφυλιστικές αλλοιώσεις ουροθηλιακών κυττάρων (αποσύνθεση<br />

κυτταροπλάσματος, πύκνωση πυρήνα, καρυορήξη)<br />

Ατυπία ουροθηλιακών κυττάρων.<br />

28


Η ατυπία συνιστάται σε:<br />

Ελαφρά ανισοκυττάρωση<br />

Κενοτοπιώδες κυτταρόπλασμα<br />

Φαγοκυττάρωση πολυμορφοπύρηνων λευκοκυττάρων<br />

Ασαφής περιφέρεια κυττάρων<br />

Μέτρια διόγκωση πυρήνων (ποικίλου μεγέθους και ακανόνιστο<br />

περίγραμμα, αλλά συνήθως έχουν ένα διαυγές κέντρο που<br />

περιβάλλεται από χρωματίνη.)<br />

Μέτρια υπερχρωμασία<br />

Μικρά πυρήνια<br />

Επομένως ουροθηλιακά κύτταρα υπερπλαστικά ή εκφυλισμένα, χωρίς<br />

πυρηνικές ανωμαλίες ενδεικτικές κακοήθειας ή σοβαρής δυσπλασίας,<br />

είναι φλεγμονώδους προελεύσεως.<br />

ΦΛΕΓΜΟΝΕΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΔΙΟΥΡΗΘΡΙΚΗ ΑΦΑΙΡΕΣΗ<br />

ΠΡΟΣΤΑΤΟΥ Ή ΑΛΛΕΣ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ<br />

Οι κυτταρικές αλλοιώσεις είναι όμοιες με τις προαναφερθείσες και<br />

μπορεί να επιμείνουν για αρκετές ημέρες μετά την επέμβαση. Συνήθως<br />

δε διαρκούν περισσότερο από 6 εβδομάδες μετά την επέμβαση. Εάν<br />

επιμένουν, τότε η πιθανότητα μίας κακοήθειας του ουροποιητικού<br />

συστήματος δεν πρέπει να αποκλειστεί.<br />

ΙΟΙ<br />

Παρατηρούνται σε άτομα με μειωμένη αντίσταση, όπως δέκτες<br />

νεφρικών μοσχευμάτων, ασθενείς με AIDS, και ασθενείς που λαμβάνουν<br />

χημειοθεραπεία.<br />

Οι κυριότεροι ιοί που αναγνωρίζονται στα ούρα είναι οι εξής:<br />

1. Κυτταρομεγαλοϊός (CMV)<br />

2. Ιός του απλού έρπητος (HSV)<br />

3. Human Polyoma Virus (HPV)<br />

4. Human papilloma Virus (HPV)<br />

29


1. Κυτταρομεγαλοϊός (CMV)<br />

Είναι ένας DNA ιός μεγέθους 120 nm και ανήκει στην ομάδα των ιών<br />

του έρπητος.<br />

Υπάρχουν αρκετοί ασυμπτωματικοί υγιείς φορείς του ιού. Η νόσος<br />

είναι σπάνια και συχνά θανατηφόρα, ιδίως σε μικρά παιδιά και ασθενείς<br />

με AIDS. Η διάγνωσή της μπορεί να γίνει από την κυτταρολογική<br />

εξέταση των ούρων ή άλλων εκκριμάτων, όπως πτυέλων ή εκπλύσεων<br />

στομάχου. Σε υποψία της νόσου πρέπει να εξετάζονται πολυάριθμα<br />

δείγματα ούρων, γιατί λίγα μόνο κύτταρα προσβάλλονται από τον ιό.<br />

Η πρωτοπαθής λοίμωξη από CMV σε εγκύους έχει σοβαρές συνέπειες<br />

για το έμβρυο. Η μετάδοση του ιού από τη μητέρα στο έμβρυο μέσω του<br />

πλακούντος είναι συχνά θανατηφόρος. Εάν το παιδί επιζήσει, τότε είναι<br />

πιθανόν να παρουσιάσει σοβαρή διανοητική και φυσική καθυστέρηση.<br />

Μορφολογία κυττάρων.<br />

Τα προσβεβλημένα από τον ιό ουροθηλιακά κύτταρα είναι μεγάλα (το<br />

μέγεθός τους είναι 25-35 nm) και περιέχουν ένα μεγάλο βασεόφιλο<br />

ενδοπυρηνικό έγκλειστο, που<br />

περιβάλλεται από μία διαυγή ζώνη (Halo), δίκην οφθαλμού πουλιού. Η<br />

χρωματίνη συμπυκνώνεται στην περιφέρεια του πυρήνα. Στα<br />

προχωρημένα στάδια προσβολής από τον ιό παρατηρούνται επίσης και<br />

κυτταροπλασματικά έγκλειστα, αλλά λιγότερο συχνά.<br />

Η αναγνώριση του ιού σε κατά τ’ άλλα υγιείς ενήλικες δεν έχει τη<br />

δυσοίωνη εμφάνιση που έχει στα παιδιά. Ο ιός έχει βρεθεί σε ασθενείς με<br />

λοιμώδη μονοπυρήνωση, κάτι που σημαίνει πως ο ιός επιβιώνει σε<br />

σπέρμα και σπερματοζωάρια. Αντιστοίχως έχει αναφερθεί σεξουαλική<br />

μετάδοση του CMV.<br />

2. Ιός απλού έρπητος (HSV)<br />

Τα προσβεβλημένα από τον ιό ουροθηλιακά κύτταρα είναι μεγάλα και<br />

πολυπύρηνα, με χαρακτηριστικούς υαλοειδόμορφους πυρήνες.<br />

Στα προχωρημένα στάδια προσβολής από τον ιό παρατηρούνται<br />

ηωσινόφιλα ενδοπυρηνικά έγκλειστα.<br />

3. Human Polyoma Virus (HPV)<br />

Είναι ένας DNA ιός, μεγέθους 45 nm και ανήκει στην ομάδα των ιών<br />

Papova. Hη αρχική λοίμωξη με αυτόν τον ιό συμβαίνει ως επί το<br />

πλείστον με στην παιδική ηλικία. Στη συνέχεια ο ιός παραμένει σε<br />

λανθάνουσα κατάσταση και ενεργοποιείται όταν κατασταλεί το<br />

ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού, δηλαδή είναι ενεργοποίηση ή<br />

super λοίμωξη με ιό. Ο ιός Polyoma virus έχει δύο στελέχη τα οποία<br />

30


διαφέρουν ως προς το μέγεθος των σωματιδίων των ιών καθώς και σε<br />

ορολογικά χαρακτηριστικά.<br />

Η ενεργός νόσος εντοπίζεται στον εγκέφαλο και το ουροποιητικό<br />

σύστημα και μπορεί να προκαλέσει ουρητηρική στένωση και απόφραξη<br />

στους δέκτες μοσχευμάτων νεφρού.<br />

Τα προσβεβλημένα από τον ιό ουροθηλιακά κύτταρα (μεγάλοι,<br />

ομοιογενείς, υπερχωματισμένοι πυρήνες), περιέχουν ένα πυκνό<br />

βασεόφιλο ενδοπυρηνικό έγκλειστο, που περιβάλλεται από μία<br />

μεμβράνη, η οποία δεν είναι πάντοτε ορατή.<br />

Μετά το πέρας της ιογενούς προσβολής, οι πυρήνες των κυττάρων<br />

που είχαν προσβληθεί χάνουν το έγκλειστο και εμφανίζονται «κενοί». Η<br />

χρωματίνη τους είναι λεπτοκοκκιώδης και σχηματίζει χρωμόκεντρα.<br />

Τα κύτταρα αυτά αναφέρονται ως κύτταρα decoy(Παπανικολάου) και<br />

μπορεί να εκληφθούν ως καρκινωματώδη. Η ομαλή πυρηνική μεμβράνη,<br />

η εκφύλιση του κυτταροπλάσματος και ο μικρός αριθμός αυτών των<br />

κυττάρων σε ένα υποκυτταρικό δείγμα ούρων αποτρέπουν μία ψευδώς<br />

θετική διάγνωση.<br />

4. Human Papilloma Virus (HPV)<br />

Οι τύποι 6, 11 και οι 16, 18 του ιού αυτού είναι υπεύθυνοι για τα<br />

κονδυλώματα του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος, τα οποία<br />

εντοπίζονται συχνότερα στην ουρήθρα. Χαρακτηριστικά της λοίμωξης<br />

αυτής είναι τα κοιλοκύτταρα και τα δυσκερατωσικά κύτταρα. Πρέπει να<br />

σημειωθεί ότι τα κοιλοκύτταρα στα ούρα των γυναικών μπορεί να<br />

προκύψουν ως αποτέλεσμα «απόπτωσης» από το γεννητικό σύστημα. Σ’<br />

αυτές τις περιπτώσεις συνιστάται διερεύνηση των γεννητικών οργάνων<br />

πριν γίνει διερεύνηση του ουροποιητικού.<br />

Διαφορές Papilloma virus και Polyoma virus<br />

Παρ’ ότι ο H. Papilloma virus ενοχοποιείται για νεοπλασίες στο<br />

δέρμα, το γεννητικό σύστημα, το λάρυγγα, και ίσως τον οισοφάγο και<br />

τον βρόγχο, δεν υπάρχει ένδειξη ότι ο H.Polyoma virus έχει παρόμοιο<br />

ρόλο στους ανθρώπους. Επίσης, ο αριθμός των προσβεβλημένων<br />

κυττάρων ποικίλει από λίγα κύτταρα έως μαζική προσβολή κυττάρων.<br />

Τέλος, στην εξέλιξη του ιού διακρίνουμε δύο στάδια: το στάδιο των<br />

εγκλείστων και το στάδιο μετά τα έγκλειστα.<br />

i. Στάδιο εγκλείστων: τα κύτταρα ποικίλουν σε μέγεθος και είναι<br />

ιδιαιτέρως<br />

διογκωμένα. Απαντώνται πυκνά βασεόφιλα ομοιογενή και θολά<br />

ενδοπυρηνικά έγκλειστα που γεμίζουν σχεδόν τελείως τον πυρήνα. Μια<br />

στενή διαυγής άλω παρατηρείται μεταξύ του χείλους του εγκλείστου και<br />

του περιφερικού χείλους της χρωματίνης.<br />

31


Και οι δύο ιοί σχηματίζουν κρυσστάλλους arrans από ιογενή<br />

σωματίδια. τα σωματίδια του polyoma virus είναι μικρότερα. Ο CMV και<br />

ο HSV είναι ενθυλακωμένοι και δεν κάνουν τις παρατάξεις κρυστάλλων.<br />

Παρ’ ότι οι ομοιότητες με τον CMV είναι λίγες καθώς ο polyoma virus<br />

δεν κάνει μεγάλη άλω και δεν συνοδεύεται από δορυφόρα έγκλειστα,<br />

μερικές φορές η διαφοροποίησή τους δεν είναι εφικτή. Για το λόγο αυτό<br />

χρησιμοποιούνται ορολογικές ή ιικές μέθοδοι ή ακόμα και in situ<br />

υβριδισμός.<br />

ii. Στάδιο μετά τα έγκλειστα: οι διογκωμένοι πυρήνες που έχασαν τα<br />

έγκλειστά<br />

τους έχουν μία «κενή» εμφάνιση με ένα διακριτό δίκτυο χρωματίνης<br />

όπου διάσπαρτα χρωμόκεντρα παρατηρούνται. Μπορεί να παρατηρηθούν<br />

και μεταβατικές μορφές κυττάρων με έγκλειστα καθώς και «κενά»<br />

κύτταρα. Το λιγοστό κυτταρόπλασμα και το μεγάλο μέγεθος των<br />

«γυμνών» πυρήνων πρέπει επίσης να σημειωθεί για τη σύγκριση με<br />

φυσιολογικά ουροθηλιακά κύτταρα.<br />

Ο ξενιστής δεν προσβάλλεται από τον ιό στις περισσότερες<br />

περιπτώσεις: κύτταρα προσβεβλημένα από τον ιό παρατηρούνται στα<br />

ούρα πολλών ασθενών αλλά και φυσιολογικών ατόμων για πολλούς<br />

μήνες ή ακόμη και χρόνια. Η απόπτωση των προσβεβλημένων κυττάρων<br />

μπορεί να είναι διαλείπουσα.<br />

Δυστυχώς ο polyoma virus μπορεί επίσης να προκύψει σε ασθενείς με<br />

ουροθηλιακό Ca. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις τα κύτταρα με τον ιό είναι<br />

δίπλα με τα καρκινικά κύτταρα. Τα χαρακτηριστικά των ουροθηλιακών<br />

κυττάρων δεν περιλαμβάνουν λεία ομοιογενή εμφάνιση του πυρήνα ή<br />

την χαρακτηριστική νηματοειδή χρωματίνη των κενών κυττάρων.<br />

ΛΙΘΙΑΣΗ<br />

Οι λίθοι προκαλούν ατυπία των ουροθηλιακών κυττάρων και γίνονται<br />

αιτία ψευδώς θετικών κυτταρολογικών διαγνώσεων.<br />

Κυτταρολογική εικόνα<br />

κύτταρα μεμονωμένα ή σε αθροίσεις<br />

θηλώδεις ομάδες κυττάρων του μεταβατικού επιθηλίου<br />

5 – 150 κύτταρα ανά ομάδα<br />

κεντρική θέση πυρήνων<br />

φυσιολογικό σχήμα και μέγεθος πυρήνων<br />

μέτρια υπερχρωμασία πυρήνων(σε απουσία άλλων πυρηνικών<br />

αλλαγών πρέπει να ερμηνευθεί με προσοχή)<br />

πολυάριθμα umbrella cells.<br />

32


Επειδή σε μερικές περιπτώσεις λιθίασης τα ουροθηλιακά κύτταρα<br />

παρουσιάζουν σημαντική ατυπία, το ιστορικό και η ακτινολογική εικόνα<br />

παίζουν σημαντικό ρόλο στη διάγνωση.<br />

ΚΥΤΤΑΡΟΠΛΑΣΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΥΡΗΝΙΚΑ ΕΓΚΛΕΙΣΤΑ<br />

Εκτός από τα οφειλόμενα σε ιούς έγκλειστα, παρατηρούνται συχνά<br />

ηωσινόφιλα κυτταροπλασματικά έγκλειστα (μονήρη ή πολλαπλά), τα<br />

οποία δεν σχετίζονται με καμία ειδική νόσο, αλλά αποτελούν ένα<br />

εκφυλιστικό φαινόμενο. Παρόμοια έγκλειστα παρατηρούνται σε κύτταρα<br />

από ειλεοκύστη και στη νόσο Kawasaki. Τα έγκλειστα αυτά περιέχουν<br />

βλεννοπολυσακχαρίτες.<br />

Μελέτες έδειξαν ότι κυτταροπλασματικά και ενδοπυρηνικά έγκλειστα<br />

παρατηρούνται στα ουροθηλιακά κύτταρα και σχετίζονται είτε με<br />

σοβαρή τοξικότητα που οφείλεται σε μέταλλα και χημειοθεραπευτικά,<br />

είτε σε μεταβολικές ή ανοσολογικές διαταραχές. Επίσης ενδοπυρηνικά<br />

έγκλειστα παρατηρούνται στα κύτταρα των νεφρικών σωληναρίων σε<br />

άτομα που εκτίθενται σε μόλυβδο.<br />

ΜΑΛΑΚΟΠΛΑΚΙΑ<br />

Είναι μια σπάνια φλεγμονώδης διαταραχή που προσβάλλει το τοίχωμα<br />

της ουροδόχου κύστεως και σχηματίζει κίτρινες πλάκες, οι οποίες<br />

καλύπτονται από φυσιολογικό ουροθήλιο. Έχει αποδειχθεί ότι η<br />

μαλακοπλακία αποτελεί μια ενζυματική ανεπάρκεια των μακροφάγων, τα<br />

οποία αδυνατούν να φαγοκυτταρώσουν βακτηρίδια, κυρίως<br />

κολοβακτηρίδια. Ιστολογικά η αλλοίωση αποτελείται από ομάδες<br />

μονοπύρηνων μακροφάγων που μοιάζουν με επιθηλιοειδή. Το<br />

κυτταρόπλασμα αυτών των κυττάρων περιέχει σφαιρικά, συγκεντρικά<br />

και συχνά αποτιτανωμένα έγκλειστα. Αυτά είναι γνωστά ως σωμάτια<br />

Michaelis – Gutmann ή calcospherites (κυτταροπλασματικά λυσοσώματα<br />

που φαγοκυτταρώνουν τα βακτήρια και ασβεστοποιούνται).<br />

Η κυτταρολογική διάγνωση της μαλακοπλακίας δεν είναι δυνατή,<br />

γιατί οι αλλοιώσεις καλύπτονται από φυσιολογικό ουροθήλιο. Μόνο όταν<br />

το ουροθήλιο εξελκωθεί, μπορεί να υπάρξει αποφολίδωση μακροφάγων<br />

με σωμάτια Michaelis – Gutmann.<br />

33


ΛΕΥΚΟΠΛΑΚΙΑ<br />

Η χρόνια φλεγμονή της ουροδόχου που συχνά σχετίζεται με λιθίαση ή<br />

με σχιστόσωμα στην Αφρική, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα το<br />

σχηματισμό ενός καλά διαφοροποιημένου πλακώδους επιθηλίου ή<br />

πλακώδη μετάπλαση, που μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε σημείο της<br />

ουροδόχου ή της νεφρικής πυέλου.<br />

Η διαδικασία μπορεί να προχωρήσει σε υπέρμετρη κερατινοποίηση<br />

δημιουργώντας λευκές πλάκες ή αλλιώς λευκοπλακία. Κερατινοποιημένο<br />

πλακώδες Ca της ουροδόχου μπορεί να ακολουθήσει αυτή τη διαταραχή.<br />

Στη λευκοπλακία παρατηρούνται πολυάριθμα ώριμα πλακώδη<br />

κύτταρα στα ούρα. Μερικά πιθανόν να είναι πλήρως κερατινοποιημένα<br />

κάτι που συνεπάγεται απώλεια του πυρήνα (απύρηνα λέπια), ενώ έχουν<br />

κίτρινο κυτταρόπλασμα. Η διαγνωστική σημασία αυτών των ευρημάτων<br />

ποικίλλει.<br />

Σε αυτόματο ούρο από γυναίκα δεν έχει διαγνωστική αξία, ενώ για<br />

τον άνδρα πιθανώς υποδεικνύεται πλακώδης μετάπλαση.<br />

Σε ούρα μετά από καθετηριασμό για τη γυναίκα τα ευρήματα αυτά<br />

ενδεχομένως<br />

προέρχονται κολπικά από το πλακώδες τρίγωνο, αλλά σπάνια είναι<br />

κερατοποιημένα. Στον άνδρα η πιθανότητα λευκοπλακίας είναι<br />

μεγαλύτερη.<br />

Σε ούρο με καθετήρα εάν και εφ’ όσον υπάρχουν απύρηνες πλάκες, η<br />

παρουσία λευκοπλακίας στο ουροποιητικό σύστημα είναι πλέον σίγουρη.<br />

Τέλος, η λευκοπλακία θεωρείται ως δυνητικά επικίνδυνη αλλοίωση που<br />

μπορεί να μεταβεί σε πλακώδες Ca.<br />

ΠΑΡΑΣΙΤΑ<br />

Σχιστόσωμα Hematobium: Αφρική.<br />

Μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο μέσω ενός ενδιάμεσου<br />

ξενιστή. Ο ώριμος<br />

σκώληκας φτάνει στις φλέβες της πυέλου, ιδιαίτερα της ουροδόχου όπου<br />

ζευγαρώνει. Τα ωάρια εναποτίθενται στον υποβλεννογόνο των άπω<br />

ουρητήρων και στην ουροδόχο, παρ’ ότι το ορθό μπορεί επίσης να<br />

προσβληθεί.<br />

Η μεγάλη σημασία αυτού του παρασίτου έγκειται στη συχνή<br />

συσχέτισή του με Ca της ουροδόχου. Μπορεί να σχετίζεται με την έντονη<br />

φλεγμονώδη αντίδραση και ίνωση του τοιχώματος της ουροδόχου που<br />

προκαλείται από τα ωάρια. Πλακώδης μετάπλαση του επιθηλίου<br />

παρατηρείται συχνά.<br />

34


Ούρα: - έντονη φλεγμονή των επιθηλιακών κυττάρων<br />

- πυώδες εξίδρωμα<br />

- πλακώδης μετάπλαση.<br />

Φιλαρίαση.<br />

Εικόνα 6.Σχιστοσωμίαση ουροδόχου κύστεως.<br />

Διάμεση κυστίτις (έλκος Ηunner).<br />

Σπάνια μορφή ελκωτικής χρόνιας κυστίτιδας αγνώστου αιτιολογίας. Η<br />

κυτταρολογική εικόνα δεν είναι πλήρως εξακριβωμένη. Το μη θηλώδες<br />

Ca in situ μπορεί να υποδυθεί κλινικά διάμεση κυστίτιδα.<br />

Ηωσινοφιλική κυστίτις: μετά από καυτηρίαση γίνεται διήθηση του<br />

τοιχώματος της ουροδόχου από ηωσινόφιλα.<br />

Ενίοτε πυκνό ηωσινόφιλο διήθημα παρατηρείται σε άσθμα και άλλες<br />

αλλεργικές διαταραχές. Ένα πραγματικό ηωσινόφιλο κοκκίωμα με<br />

ταυτόχρονη αύξηση ηωσινόφιλων και μακροφάγων μπορεί επίσης να<br />

υπάρξει. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις τα ούρα μπορεί να περιέχουν<br />

πολυάριθμα ηωσινόφιλα.<br />

ΑΝΩΜΑΛΙΕΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΟΥΡΟΔΟΧΟΥ ΚΥΣΤΕΩΣ<br />

1. Εκστροφή (συγγενής)<br />

2. Εκκολπωμάτωση (συγγενής – επίκτητη)<br />

Η κυτταρολογική εξέταση των ούρων δεν είναι διαγνωστική για καμία<br />

από αυτές τις δύο ανωμαλίες.<br />

Σε εκκολπωμάτωση της κύστεως παρατηρείται φλεγμονή και<br />

πλακώδης μετάπλαση. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος ανάπτυξης<br />

ουροθηλιακού ή πλακώδους Ca μέσα σ’ ένα εκκόλπωμα, γι’ αυτό στις<br />

περιπτώσεις αυτές πρέπει να γίνεται ενδελεχής έλεγχος της ουροδόχου<br />

κύστεως.<br />

35


ΕΝΔΟΜΗΤΡΙΩΣΗ<br />

Η ενδομητρίωση είναι λιγότερο συνηθισμένη στο ουροποιητικό<br />

σύστημα. Παρατηρείται σε γυναίκες στην αναπαραγωγική περίοδο και<br />

εντοπίζεται συνήθως στην ουροδόχο κύστη.<br />

Τα συμπτώματα είναι τα εξής:<br />

Αιματουρία (μπορεί να είναι κυκλική)<br />

Δυσουρία<br />

Πόνος χαμηλά στο εφηβαίο.<br />

Στα ούρα παρατηρούνται ενδομήτρια κύτταρα, όμοια με τα<br />

παρατηρούμενα στα κολπικά επιχρίσματα. Τα κύτταρα είναι μικρά,<br />

αδενικά, με υψηλή πυρηνοκυτταροπλασματική αναλογία, που δίνει την<br />

εντύπωση ότι πρόκειται για ένα αδιαφοροποίητο ουροθηλιακό Ca ή<br />

λέμφωμα.<br />

Η ομοιομορφία των κυττάρων και η εμφάνισή τους, όπως π.χ. στη<br />

«φάση εξόδου» του ενδομητρίου, μας κατευθύνουν στη διάγνωση της<br />

ενδομητρίωσης της ουροδόχου κύστεως.<br />

36


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8: ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ<br />

ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΕΣ ΣΕ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ (15, 22)<br />

ΙΑΤΡΟΓΕΝΕΙΣ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ ΟΥΡΟΘΗΛΙΑΚΩΝ ΚΥΤΤΑΡΩΝ<br />

Η χρήση οργάνων και ιδιαίτερα ο καθετηριασμός των ουρητήρων και<br />

των νεφρικών πυέλων προκαλεί τη βίαιη απόσπαση κυττάρων από το<br />

ουροθήλιο, με αποτέλεσμα την παρουσία μεγάλου αριθμού επιπολής<br />

άτυπων κυττάρων, που μπορεί να εκληφθούν ως δυσπλαστικά ή και<br />

κακοήθη.<br />

Οι πιο σημαντικές όμως ιατρογενείς αλλοιώσεις είναι εκείνες που<br />

ακολουθούν μετά την χημειοθεραπεία και την ακτινοθεραπεία.<br />

ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ<br />

Η συστηματική χορήγηση κυτταροτοξικών φαρμάκων έχει σημαντική<br />

επίδραση στο ουροθήλιο. Ιδιαίτερα η κυκλοφωσφαμίδη<br />

(ENDOXAN:χορηγείται στην αιμορραγική κυστίτιδα και έχει<br />

παρατηρηθεί αύξηση της συχνότητας Ca ουροδόχου και άλλων Ca μετά<br />

από χορήγηση φαρμάκου για λεμφικές ή άλλες νόσους). Και το<br />

BUSULPHAN προκαλούν:<br />

διόγκωση κυττάρων (πυρήνας και κυτταρόπλασμα)<br />

κενοτοπίωση κυτταροπλάσματος (διήθηση PMN)<br />

διόγκωση πυρήνα (μεγάλος, έκκεντρος, ελαφρά ακανόνιστος)<br />

υπερχρωμασία πυρήνα(χρωματίνη αδρή, μορφή salt & pepper,<br />

χρωμόκεντρο ή πυρήνιο)<br />

καρυόρηξη<br />

υπόστρωμα (ερυθρά, debris, λευκοκύτταρα)<br />

Μπορεί να προσβληθούν τα υποεπιθηλιακά αγγεία και ο λείος μυς της<br />

ουροδόχου κύστης. Στα παιδιά προκαλείται ίνωση του τοιχώματος της<br />

ουροδόχου.<br />

Από τις αλλοιώσεις αυτές, η υπερχρωμασία των πυρήνων είναι τόσο<br />

έντονη, ώστε μπορεί να μιμηθεί ουροθηλιακό Ca. Το ιστορικό του<br />

ασθενούς σε αυτές τις περιπτώσεις είναι σημαντικής αξίας.<br />

37


Εικόνα 7.Υποτροπή διηθητικού καρκίνου της ουροδόχου κύστεως μετά από συστηματική<br />

χημειοθεραπεία(CISCA).<br />

ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ<br />

Αυτή χρησιμοποιείται για τη θεραπεία μεταβατικού Ca. Η επίδραση<br />

της ακτινοβολίας στα ουροθηλιακά κύτταρα προκαλεί:<br />

Έντονο οίδημα του τοιχώματος της ουροδόχου<br />

Αύξηση του μεγέθους των κυττάρων (το πλέον σημαντικό)<br />

Κενοτοπίωση κυτταροπλάσματος<br />

Πολυπυρήνωση<br />

Υπερχρωμασία πυρήνα(πύκνωση και καρυόρηξη)<br />

Εικόνα 8.Εκφυλισμένα ουροθηλιακά κύτταρα συνέπεια ραδιοθεραπείας.<br />

Η διαφορική διάγνωση μεταξύ κακοηθών αλλοιώσεων και<br />

αλλοιώσεων οφειλόμενες στην ακτινοβολία είναι δυνατή καθ’ όσον<br />

πυρηνοκυτταροπλασματική αναλογία δεν αλλάζει με την θεραπεία και η<br />

χρωματίνη του πυρήνα παραμένει φυσιολογική.<br />

38


ΛΙΘΙΑΣΗ<br />

Οι λίθοι προκαλούν δύο ανωμαλίες στα ουροθηλιακά κύτταρα: το<br />

φαινόμενο της απόξεσης και την ατυπία.<br />

Απόξεση: Ένας λίθος ιδιαίτερα όταν εντοπίζεται στη νεφρική πύελο ή<br />

στους ουρητήρες ή όταν μετακινείται στο στενό αυλό του ουρητήρα<br />

μπορεί να δράσει σαν αποξεστικό όργανο. Έτσι προκαλούνται:<br />

-έντονη και ενίοτε μαζική απόπτωση ουροθηλιακών κυττάρων<br />

μεμονωμένα ή σε αθροίσεις<br />

-πολυάριθμα πολυπύρηνα umbrella cells<br />

-οι αθροίσεις πιθανώς σχηματίζουν συμπαγείς μπάλες ή θηλώδεις<br />

αθροίσεις που μπορεί να εκληφθούν σαν κύτταρα από low-grade θηλώδη<br />

όγκο.<br />

Εικόνα 9.Δυσπλασία οφειλόμενη σε ουρολιθίαση.<br />

Πρέπει να τονισθεί η κυτταρολογική διαγνωστική σημασία ενός lowgrade<br />

θηλώδους όγκου, ειδικά όταν αυτός εντοπίζεται στη νεφρική πύελο<br />

ή τον ουρητήρα. Δείγματα ούρων μετά από καθετηριασμό δεν βοηθούν<br />

σ’ αυτές τις περιπτώσεις και μπερδεύουν περισσότερο την εικόνα, γιατί<br />

το ουροθήλιο δείχνει εικόνα αναγέννησης 3-nd μετά τον καθετηριασμό<br />

και η μιτωτική δραστηριότητα και ατυπία μπορεί να ερμηνευθούν ως<br />

νεόπλασμα.<br />

Η διαφοροποίηση της λιθίασης από low-grade όγκους δεν μπορεί να<br />

γίνει κυτταρολογικά και βασίζεται σε κλινικά και ακτινολογικά<br />

ευρήματα(π.χ. ιστορικό κολικού ισοδυναμεί με λιθίαση).Από την άλλη<br />

πλευρά high-grade όγκοι είναι συνήθως εφικτό να αναγνωρισθούν<br />

κυτταρολογικά σε αυτόματη ούρηση.<br />

Πρέπει εντούτοις να σημειωθεί ότι Ca του ουροθηλίου και λιθίαση<br />

μπορεί να συνυπάρχουν. Έτσι παρουσία κυτταρολογικών ευρημάτων που<br />

υποδεικνύουν Ca, είναι απαραίτητη περαιτέρω διερεύνηση του ασθενούς<br />

είται σχετίζεται είται όχι με λιθίαση.<br />

39


ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΑΠΟΡΡΙΨΗΣ ΝΕΦΡΙΚΟΥ ΜΟΣΧΕΥΜΑΤΟΣ<br />

Για να διαγνωσθεί αντίδραση απόρριψης μοσχεύματος από την<br />

κυτταρολογική εξέταση των αποβαλλόμενων ούρων, είναι απαραίτητο να<br />

υπάρχουν τουλάχιστον πέντε από τα εφτά ακόλουθα στοιχεία:<br />

Ερυθροκύτταρα<br />

Λεμφοκύτταρα<br />

Κύτταρα νεφρικών σωληναρίων<br />

Κύλινδροι<br />

«βρώμικο» υπόστρωμα<br />

μερικές αθροίσεις επιθηλιακών κυττάρων με πολυμορφοπύρηνα<br />

λευκοκύτταρα.<br />

Εικόνα 10.Κυτταροτοξικός πυρηνικός εκφυλισμός ωσ επακόλουθο BCG θεραπείας.<br />

Εικόνα 11. Ύποπτο εύρημα σε ασθενή που λαμβάνει θεραπεία με μιτομυκίνη(mitomycin).<br />

40


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9: ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ<br />

A. ΤΟΥ ΚΑΤΩΤΕΡΟΥ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ<br />

ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ<br />

B. ΤΟΥ ΑΝΩΤΕΡΟΥ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ<br />

ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ<br />

(2, 3, 5, 9, 15, 16, 18, 20, 23)<br />

A. ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΤΩΤΕΡΟΥ<br />

ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ<br />

ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟΧΕΤΕΥΤΙΚΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ<br />

ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ<br />

1. ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΑ ΝΕΦΡΙΚΩΝ ΠΥΕΛΩΝ<br />

Τα πρωτοπαθή καρκινώματα των νεφρικών πυέλων σχετίζονται με<br />

την κατάχρηση αναλγητικών ουσιών, κυρίως της φαινακετίνης. Τα<br />

περισσότερα από τα καρκινώματα αυτά προέρχονται από το ουροθήλιο<br />

και εμφανίζονται ταυτόχρονα ή μεταγενέστερα με ουροθηλιακούς όγκους<br />

στην ουροδόχο κύστη ή στους ουρητήρες. Είναι συχνά αμφοτερόπλευρα<br />

και το πιο συχνό σύμπτωμα είναι η αιματουρία και η νεφρική<br />

ανεπάρκεια.<br />

Τα ουροθηλιακά καρκινώματα των νεφρικών πυέλων ακολουθούν την<br />

ίδια φυσική ιστορία με τα αντίστοιχα καρκινώματα της ουροδόχου<br />

κύστεως και υπόκεινται στην ίδια ταξινόμηση. Η πρόγνωση των όγκων<br />

αυτών εξαρτάται από το μέγεθος του όγκου, το βαθμό κακοήθειας και το<br />

κλινικό στάδιο, αν υπάρχει δηλαδή διήθηση των γύρω ιστών και<br />

παρουσία μεταστάσεων.<br />

Η κυτταρολογική διάγνωση των καρκινωμάτων των νεφρικών πυέλων<br />

γίνεται κυρίως από δείγμα ούρων κατόπιν καθετηριασμού ή εκπλύσεως<br />

αυτών και σπανιότερα από δείγμα αποβαλλόμενων ούρων.<br />

Τα κυτταρολογικά χαρακτηριστικά των ουροθηλιακών καρκινωμάτων<br />

των νεφρικών πυέλων είναι παρόμοια με εκείνα των αντιστοίχων όγκων<br />

της ουροδόχου κύστεως. Σπάνια παρατηρούνται πρωτοπαθή πλακώδη<br />

καρκινώματα και αδενοκαρκινώματα στις νεφρικές πυέλους.<br />

41


Εικόνα 12.Σχηματική αναπαράσταση των κύριων μορφολογικών κριτηρίων κακοήθειας.Στο<br />

κέντρο βρίσκεται ένα φυσιολογικό ουροθηλιακό κύτταρο.<br />

2. ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΑ ΟΥΡΗΤΗΡΩΝ<br />

Προέρχονται από το ουροθήλιο και δεν διαφέρουν από τα αντίστοιχα<br />

καρκινώματα της ουροδόχου κύστεως και των νεφρικών πυέλων. Είναι<br />

αξιοσημείωτο ότι σε παρουσία διηθητικού Ca στην ουροδόχο κύστη<br />

παρατηρείται συχνά Ca in situ στον παρακείμενο όγκο του ουρητήρα.<br />

Η κυτταρολογική διάγνωση των καρκινωμάτων των ουρητήρων<br />

γίνεται από δείγμα αποβαλλόμενων ούρων. Τα ουροθηλιακά<br />

καρκινώματα των ουρητήρων μπορεί να αναπτύξουν μία επίπεδη<br />

επιφάνεια, πιθανώς για ανατομικούς λόγους, και να μιμούνται κατά<br />

κάποιο τρόπο inverted θήλωμα.<br />

Επί παρουσίας κακοήθων ουροθηλιακών κυττάρων σε αποβαλλόμενα<br />

ούρα και επί απουσίας κυστεοσκοπικών ευρημάτων στην ουροδόχο<br />

κύστη συνιστάται αμφοτερόπλευρος καθετηριασμός ουρητήρων.<br />

Τα κυτταρολογικά χαρακτηριστικά των ουροθηλιακών όγκων των<br />

ουρητήρων είναι παρόμοια με εκείνα των αντίστοιχων όγκων της<br />

ουροδόχου κύστεως. Σπάνια δε, παρατηρούνται πρωτοπαθή πλακώδη Ca<br />

και αδενοCa στους ουρητήρες.<br />

42


3. ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΑ ΟΥΡΗΘΡΑΣ<br />

A. ΚΑΛΟΗΘΗ<br />

Αυτά συνδυάζονται συχνά με τα κονδυλώματα των έξω γεννητικών<br />

οργάνων. Για τη δημιουργία τους ευθύνονται συνήθως οι τύποι 6 και 11<br />

του HPV, αλλά επίσης και οι τύποι 16 και 18.<br />

Στις γυναίκες η βλάβη είναι συνήθως εμφανής κλινικά, στη<br />

μεμβρανώδη ουρήθρα, ενώ στους άντρες μπορεί να είναι είτε εμφανής,<br />

στο στόμιο της ουρήθρας, είτε υποκλινική και διαπιστώνεται με<br />

πεοσκόπιση.<br />

Ιστολογικά η αλλοίωση μοιάζει με τα κονδυλώματα των έξω<br />

γεννητικών οργάνων. Τα κυτταρολογικά χαρακτηριστικά σε δείγμα<br />

αποβαλλόμενων ούρων είναι τα κοιλοκύτταρα με ή χωρίς πυρηνική<br />

ατυπία.<br />

Στις γυναίκες παρουσιάζεται τραχηλική ή κολπική αλλοίωση ενώ<br />

στους άντρες αλλοίωση στην ουρήθρα ή την ουροδόχο.<br />

B. ΚΑΚΟΗΘΗ<br />

Τα συνηθέστερα κακοήθη νεοπλάσματα της ουρήθρας είναι τα εξής:<br />

ουροθηλιακό καρκίνωμα<br />

πλακώδες καρκίνωμα<br />

αδενο καρκίνωμα<br />

μελάνωμα<br />

Στις γυναίκες τα πρωτοπαθή καρκινώματα είναι ασύνηθη. Ενίοτε οι<br />

αλλοιώσεις προκύπτουν σε εγκολπώματα και είναι στατιστικά:<br />

80% ουροθηλιακά ή επιδερμοειδείς<br />

20% αδενοκαρκινώματα<br />

κακόηθες μελάνωμα.<br />

Σε πλήρως ανεπτυγμένο Ca το αποβαλλόμενο ούρο μπορεί μερικές<br />

φορές να περιέχει καρκινικά κύτταρα. Ξεκινά από in situ το οποίο είναι<br />

παρόμοιο με Ca in situ τραχήλου ή κόλπου παρά της ουροδόχου. Αυτό<br />

συμβαδίζει με το επιθήλιο προέλευσης το οποίο στην άπω ουρήθρα είναι<br />

πολύστιβο και πλακώδες.<br />

Στους άντρες τα πρωτοπαθή καρκινώματα στην περιοχή της<br />

ουρήθρας είναι εξαιρετικά σπάνια χωρίς να προηγούνται από<br />

καρκινώματα της ουροδόχου. Παρά ταύτα ουροθηλιακό καρκίνωμα<br />

μπορεί να προκύψει σε περίπου 10% των ασθενών μετά από Τx για<br />

καρκίνο ουροδόχου κύστης και σπάνια ως επακόλουθο καρκινώματος<br />

προστατικών πόρων. Πιθανώς να παρατηρηθεί έκκριμα βλεννώδες,<br />

πυώδες ή αιμορραγικό.<br />

43


Με εκπλύματα ουρήθρας μπορεί να παρατηρηθούν καρκινικά<br />

κύτταρα ουροθηλίου, Ca in situ και Ca in situ με επιφανειακή διήθηση.<br />

Τέλος, αν και πολύ σπάνια, μπορεί να παρατηρηθεί αδενοκαρκίνωμα<br />

ενδομητριοειδούς τύπου στον προστατικό κόλπο με κλινική εμφάνιση<br />

όγκου ουρήθρας.<br />

I.ΟΥΡΟΘΗΛΙΑΚΟΙ ΟΓΚΟΙ<br />

(εκ του μεταβατικού επιθηλίου της ουροδόχου κύστεως)<br />

Διακρίνονται σε δύο ομάδες:<br />

1. θηλώδεις όγκοι<br />

2. μη θηλώδεις όγκοι<br />

1. ΘΗΛΩΔΕΙΣ ΟΓΚΟΙ<br />

Οι θηλώδεις όγκοι είναι οι πλέον συχνοί όγκοι και αποτελούν το 90%<br />

των πρωτοπαθών νεοπλασμάτων του ουροθηλίου. Εντοπίζονται κυρίως<br />

στην ουροδόχο κύστη, στους ουρητήρες και στις νεφρικές πυέλους.<br />

Διακρίνονται σχετικά εύκολα διότι σχηματίζουν μία προέκταση σαν<br />

κουνουπίδι μέσα στον αυλό του οργάνου.<br />

Μακροσκοπικά αποτελούνται από διακλαδιζόμενους μίσχους<br />

αγγειοβριθούς συνδετικού ιστού που επαλείφονται από ουροθήλιο με<br />

ποικίλου βαθμού ατυπία. Οι θηλώδεις όγκοι μπορεί να έχουν ένα λεπτό<br />

άξονα συνδετικού ιστού συνήθως Lowgrade ή άμισχοι, όπου η ευρεία<br />

βάση προέρχεται από μεγαλύτερο τμήμα ουροθηλίου.<br />

Κύριο σύμπτωμα των όγκων αυτών είναι η αιματουρία, καθ’ ότι οι<br />

λεπτές διακλαδώσεις των θηλώδων όγκων κόβονται εύκολα. Η<br />

αιματουρία μπορεί να είναι συνεχής ή διαλείπουσα, μικροσκοπική ή<br />

μακροσκοπική. Λιγότερο συχνά συμπτώματα είναι η δυσουρία και<br />

συχνουρία.<br />

Η βιολογική συμπεριφορά και επομένως η πρόγνωση αυτών των<br />

όγκων εξαρτάται από το κλινικό στάδιο και το βαθμό κακοήθειας. Ο<br />

βαθμός κακοήθειας των θηλωδών όγκων εξαρτάται από τον αριθμό των<br />

στιβάδων του ουροθηλίου και την κυτταρική ατυπία.<br />

44


Με βάση τον βαθμό κακοήθειας, οι θηλώδεις όγκοι κατατάσσονται<br />

στις εξής κατηγορίες:<br />

Θηλώματα (θηλώδη Ca Grade 0) που αποτελούνται από ουροθήλιο,<br />

το οποίο παρουσιάζει ελάχιστη απόκλιση από το φυσιολογικό, έτσι<br />

ώστε να είναι αμφίβολο εάν πρέπει να χρησιμοποιείται ο όρος<br />

«καρκίνωμα» για τα νεοπλάσματα αυτά.<br />

Θηλώδη Ca Grade I που αποτελούνται από υπερπλαστικό<br />

ουροθήλιο με ελαφρά ατυπία.<br />

Θηλώδη CaGrade II που συνιστούν ενδιάμεση οντότητα και<br />

αποτελούνται από κύτταρα με μέτρια ατυπία.<br />

Θηλώδη CaGrade III που αποτελούνται από κύτταρα με σαφή<br />

χαρακτηριστικά κακοήθειας.<br />

GRADING ΤΩΝ ΘΗΛΩΔΩΝ ΟΓΚΩΝ ΤΗΣ ΟΥΡΟΔΟΧΟΥ ΚΥΣΤΕΩΣ<br />

Αριθμός<br />

επιθηλιακών<br />

στιβάδων<br />

Θήλωμα Όχι πάνω<br />

Θηλώδεις όγκοι<br />

Grade I<br />

Θηλώδες Ca<br />

Grade II<br />

Θηλώδες Ca<br />

Grade III<br />

από 7<br />

Επιφανειακά<br />

κύτταρα<br />

45<br />

Διόγκωση<br />

πυρήνα<br />

Υπερχρωμασία<br />

Μικρά Όχι έντονη _<br />

>7 Μικρά Ελαφρά-μέτρια Ελαφρά σε<br />

μερικά<br />

κύτταρα<br />

>7 έντονη ↑ Ποικίλα Μέτρια-έντονη Ελαφρά-μέτρια<br />

25-50% των<br />

>7 έντονη ↑↑ _ Έντονη<br />

ποικιλία στο<br />

μέγεθος<br />

κυττάρων<br />

Έντονη ≥50%<br />

των κυττάρων<br />

Οι θηλώδεις όγκοι της κύστεως υποτροπιάζουν με μεγάλη συχνότητα,<br />

δηλαδή σε ποσοστό 80% σε περίοδο δέκα ετών. Οι περισσότεροι όμως<br />

όγκοι που υποτροπιάζουν είναι στην πραγματικότητα καινούριοι όγκοι<br />

που προέρχονται από άτυπο ουροθήλιο άλλης περιοχής της ουροδόχου<br />

κύστης. Η υποτροπή είναι πιθανότερη αν η αρχική εντόπιση είναι<br />

πολυκεντρική και ο βαθμός κακοήθειας υψηλός.<br />

Εικόνα 13.Καλά διαφοροποιημένα ουροθηλιακά καρκινώματα (grade I).


Εικόνα 14. Σχετικά διαφοροποιημένο ουροθηλιακό καρκίνωμα(grade II).<br />

Εικόνα 15.Ελαφρώς διαφοροποιημένο ουροθηλιακό καρκίνωμα(grade III).<br />

Προδιαθεσικοί παράγοντες για τέτοιου είδους όγκους θεωρούνται<br />

μεταξύ άλλων και οι παρακάτω:<br />

Ξενυλαμίνη<br />

Βενζιδίνη<br />

Χλωροναφαλίνη<br />

MBOCA<br />

Φαινακετίνη<br />

Ελαστικά και καλώδια<br />

Δέρματα<br />

Επιδιορθώσεις υποδημάτων<br />

Κάπνισμα<br />

Βιομηχανική ρύπανση.<br />

Οι ουροθηλιακοί όγκοι της ουροδόχου, των ουρητήρων ή των<br />

νεφρικών πυέλων, ανεξάρτητα από το μηχανισμό προέλευσης έχουν<br />

κοινά χαρακτηριστικά. Οι περισσότεροι είναι αρχικά τουλάχιστον<br />

θηλώδεις. Δεν είναι φυσικά ασύνηθες να βρεθούν ασθενείς που και οι<br />

τρεις περιοχές είναι προσβεβλημένες από σύγχρονους ή μετάχρονους<br />

όγκους.<br />

46


Η κλινική εικόνα των θηλωδών όγκων εξαρτάται από το βαθμό της<br />

αλλοίωσης αλλά επίσης και από το επίπεδο της ιστολογικής ανωμαλίας<br />

του ουροθηλίου περιφερικά της ορατής αλλοίωσης.<br />

Όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, η συμπεριφορά των θηλώδων όγκων<br />

της ουροδόχου εξαρτάται από το βαθμό κακοήθειας(grade). Το grade<br />

βασίζεται στο βαθμό της επιθηλιακής ανωμαλίας.<br />

Τα θηλώματα και οι θηλώδεις όγκοι grade I έχουν ουροθηλιακή<br />

επένδυση που έχει μικρή ή καθόλου απόκλιση από το φυσιολογικό<br />

ουροθήλιο. Αναφορικά με τους grade I όγκους ο όρος «καρκίνωμα» δεν<br />

πρέπει να χρησιμοποιείται. Οι θηλώδεις όγκοι αυξημένου βαθμού<br />

κακοήθειας που είναι συνήθως άμισχοι αναφέρονται ως θηλώδη<br />

καρκινώματα.<br />

Οι θηλώδεις όγκοι grade III χαρακτηρίζονται από πολύ ανώμαλα<br />

κύτταρα με μεγάλες πυρηνικές ανωμαλίες. Αναγνωρίζονται εύκολα ως<br />

καρκινικά κύτταρα.<br />

Οι θηλώδεις όγκοι grade II είναι διάμεσοι μεταξύ των δύο: ενώ<br />

διατηρούν τη βασική δομή του ουροθηλίου, έχουν ποικίλου βαθμού<br />

πυρηνική ανωμαλία και μπορεί να είναι δύσκολο να ταξινομηθούν με<br />

ακρίβεια. Δεν είναι ασύνηθες παρατηρηθούν όγκοι ανάμικτοι. Έτσι<br />

υπάρχει η δυνατότητα χρήσης ενδιάμεσων βαθμίδων: grade I-II, II-III.<br />

Όσον αφορά τη βιολογική συμπεριφορά των θηλωδών όγκων,<br />

διακρίνουμε 2 κατηγορίες:<br />

Θηλώδεις όγκοι χαμηλού βαθμού κακοήθειας, που<br />

περιλαμβάνουν:<br />

i. Θηλώματα<br />

ii. θηλώδη Ca Grade I και<br />

iii. ορισμένα θηλώδη Ca Grade II(με διπλοειδικό DNA)<br />

και εξελίσσονται πολύ σπάνια σε διηθητικό καρκίνο.<br />

Θηλώδεις όγκοι υψηλού βαθμού κακοήθειας, που<br />

περιλαμβάνουν:<br />

i. Ορισμένα θηλώδη CaGrade II (με ανευπλοειδικό<br />

DNA) και<br />

ii.θηλώδη Ca Grade III<br />

και εξελίσσονται συχνά σε διηθητικό καρκίνο.<br />

47


ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΘΗΛΩΔΩΝ ΟΓΚΩΝ<br />

A. ΘΗΛΩΔΕΙΣ ΟΓΚΟΙ ΧΑΜΗΛΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΚΑΚΟΗΘΕΙΑΣ<br />

(θήλωμα και θηλώδες Ca Grade I)<br />

Χαρακτηρίζονται από:<br />

i. μικρές θηλώδεις ομάδων ουροθηλιακών κυττάρων<br />

χωρίς ατυπία<br />

ii. ενίοτε πασαλοειδή διάταξη ή διάταξη τύπου ροζέτας<br />

iii. σπανίως παρουσία κεντρικού τριχοειδούς μέσα σε<br />

θηλώδη ομάδα, κάτι που υποδεικνύει ότι η άθροιση<br />

αντιπροσωπεύει ένα σπασμένο τμήμα θηλώδους<br />

όγκου.<br />

Η κυτταρολογική εικόνα των θηλωδών όγκων χαμηλού βαθμού<br />

κακοήθειας είναι μη ειδική, καθ’ ότι παρόμοια ευρήματα μπορεί να<br />

παρατηρηθούν σε λιθίαση, φλεγμονή και μετά από καθετηριασμό της<br />

ουροδόχου κύστεως.<br />

Αν τα ευρήματα αυτά παρατηρηθούν σε αυτομάτως αποβαλλόμενα<br />

ούρα, χωρίς να υπάρχει λιθίαση ή φλεγμονή και χωρίς να έχει προηγηθεί<br />

καθετηριασμός ή οποιαδήποτε άλλη επέμβαση στην κύστη, η πιθανότητα<br />

ύπαρξης ενός θηλώδους όγκου χαμηλού βαθμού κακοήθειας είναι αρκετά<br />

μεγάλη.<br />

Η κυτταρολογία των ούρων δεν προσφέρεται για τη διάγνωση<br />

θηλωδών όγκων low-grade. Αν το ούρο έχει εμφανώς καρκινικά κύτταρα<br />

και η βιοψία δείχνει low-grade αλλοίωση, τότε το εύρημα είναι πολύ πιο<br />

σημαντικό. Αυτό ισχύει διότι έτσι υποδεικνύεται έντονα ότι μια highgrade<br />

αλλοίωση υπάρχει στο ουροποιητικό. Αυτή μπορεί να είναι<br />

θηλώδης αλλοίωση high-grade αλλοίωση ή πιο συχνά μη θηλώδες Ca in<br />

situ ή διηθητικό, εντοπισμένο στην ουροδόχο, τον ουρητήρα, την πύελο,<br />

τους προστατικούς πόρους ή την ουρήθρα.<br />

Οι θηλώδεις όγκοι όταν παρατηρούνται αρχικά από τον ουρολόγο<br />

είναι είτε μονήρεις είτε πολλαπλοί αλλά συνήθως επιφανειακοί, δηλαδή<br />

είναι περιορισμένοι στο ουροθήλιο ή εκτείνονται μέχρι τη lamina propria.<br />

Μετά από χειρουργική εξαίρεση και με την πάροδο του χρόνου, νέοι<br />

όγκοι μπορεί να παρατηρηθούν, συνήθως σε άλλες περιοχές του<br />

ουροθηλίου και όχι απαραίτητα μέσα στο ίδιο το όργανο. Έτσι, ασθενής<br />

με αρχικό όγκο στην ουροδόχο μπορεί να αναπτύξει νέους όγκους στους<br />

ουρητήρες ή στη νεφρική πύελο. Οι νέοι όγκοι μπορεί να είναι μονήρεις<br />

ή πολλαπλοί. Ο όρος υποτροπή δεν είναι ακριβής, καθώς οι αρχικοί όγκοι<br />

εάν εξαιρεθούν προσεκτικά δεν υποτροπιάζουν. Οι νεοσχηματισμένοι<br />

όγκοι πιθανώς να μοιάζουν με τον αρχικό θηλώδη όγκο ή να έχουν<br />

διαφορετικό βαθμό ανωμαλίας.<br />

Οι low-grade όγκοι όπως τα θηλώματα ή grade I όγκοι δεν<br />

υποτροπιάζουν συνήθως, όπως γίνεται με τους grade IΙ ή IIΙ.<br />

48


Οι low-grade όγκοι(θηλώματα, όγκοι grade I και μερικά CA grade II<br />

κυρίως εκείνα με διπλοειδικό DNA) πολύ σπάνια εξελίσσονται σε<br />

διηθητικό καρκίνωμα.<br />

Οι high grade όγκοι(μερικά Cagrade II κυρίως εκείνα με<br />

ανευπλοειδικό DNA,και όλα τα Ca grade III) συχνά οδηγούν σε<br />

διηθητικό και μεταστατικό καρκίνωμα.<br />

Διηθητικό Ca μπορεί να αναπτυχθεί κατ’ ευθείαν από high grade<br />

θηλώδεις όγκους, αλλά συχνά προκύπτει και από παρακείμενες θέσεις μη<br />

ορατής ανωμαλίας του ουροθηλίου όπως το Ca in situ και σχετιζόμενες<br />

αλλοιώσεις.<br />

B. ΘΗΛΩΔΕΙΣ ΟΓΚΟΙ ΥΨΗΛΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΚΑΚΟΗΘΕΙΑΣ<br />

(θηλώδες Ca Grade II και ΙΙΙ)<br />

Χαρακτηρίζονται από:<br />

i.Θηλώδεις ομάδες ουροθηλιακών κυττάρων<br />

ii.Μεμονωμένα νεοπλασματικά κύτταρα, ο αριθμός των<br />

οποίων αυξάνει με το βαθμό κακοήθειας του όγκου<br />

iii.Πολυμορφία σχήματος και μεγέθους των<br />

νεοπλασματικών κυττάρων<br />

iv.Ανισοπυρήνωση<br />

v.Υπερχρωμασία των πυρήνων<br />

vi.Αδρή κοκκίωση της χρωματίνης<br />

vii.Φλεγμονή και νέκρωση του υποστρώματος<br />

Κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατον να καθορίσουμε αν ο<br />

όγκος είναι διηθητικός ή μη, ιδιαίτερα λόγω της ποικιλομορφίας των<br />

κυττάρων. Γεγονός είναι ότι παρουσία θηλωδών όγκων ιδιαίτερα high<br />

grade, το περιφερικό επιθήλιο της ουροδόχου μπορεί να είναι ανώμαλο<br />

και να έχει άτυπη υπερπλασία ή μη θηλώδες Ca in situ όπου λανθάνουσα<br />

διήθηση μπορεί να συμβεί. Επομένως, συνιστάται προσεκτική<br />

διερεύνηση της περιφέρειας της ουροδόχου με πολλαπλές βιοψίες επί<br />

θετικής κυτταρολογικής εξέτασης.<br />

2. ΜΗ ΘΗΛΩΔΕΙΣ ΟΓΚΟΙ<br />

Όλοι οι όγκοι αποτελούνται από εμφανή καρκινικά κύτταρα. Αυτές οι<br />

αλλοιώσεις και ιδιαίτερα οι in situ είναι ο κύριος στόχος της<br />

κυτταρολογικής μελέτης του ουροποιητικού συστήματος. Πιο<br />

συγκεκριμένα ερευνώνται τα εξής:<br />

i.Ca in situ<br />

ii.Διηθητικό Ca<br />

49


i. Ca IN SITU<br />

Το Ca in situ είναι η κυριότερη πρόδρομη αλλοίωση του διηθητικού<br />

Ca, γεγονός που αποδείχθηκε από μια μακρόχρονη μελέτη follow up<br />

εργατών εκτεθειμένων στο γνωστό καρκινογόνο παρα-αμινοδιφαινύλιο.<br />

Ο ρυθμός εξέλιξης του μη θεραπευθέντος Ca in situ σε διηθητικό<br />

καρκίνωμα είναι περίπου 60% σε μία πενταετία. Μπορεί να παρατηρηθεί<br />

είτε σαν μοναδική αλλοίωση του ουροθηλίου, είτε στην περιφέρεια<br />

θηλωδών όγκων, κάτι που είναι σαφώς λιγότερο πιθανό για διηθητικό Ca.<br />

Συχνά παρουσιάζει πολυκεντρική εντόπιση και εκτός από την ουροδόχο<br />

κύστη μπορεί να εντοπίζεται στους ουρητήρες, την ουρήθρα και τους<br />

προστατικούς πόρους. Επέκταση του Ca in situ στις φωλιές του Brunn<br />

δεν πρέπει να θεωρείται ένδειξη διήθησης. Οι περισσότεροι δε ασθενείς<br />

είναι ασυμπτωματικοί.<br />

Κυστεοσκοπικά εμφανίζεται σαν βελούδινη ερυθρότητα του<br />

βλεννογόνου της ουροδόχου κύστεως, η οποία οφείλεται στη διάταση<br />

των αγγείων και στη φλεγμονή του στρώματος. Εντούτοις σε αρκετές<br />

περιπτώσεις το Ca in situ δεν δίνει κανένα κυστεοσκοπικό εύρημα. Άλλες<br />

αλλαγές μπορεί να μιμηθούν φλεγμονή, βλεννογόνο ως λιθόστρωτο,<br />

διάμεση κυστίτιδα κλπ.. η διάγνωση εξαρτάται από την αναγνώριση του<br />

Ca in situ στα ούρα ή σε τυχαία βιοψία του επιθηλίου.<br />

Εικόνα 16. Καρκίνωμα in situ.<br />

Ιστολογικά πρόκειται για μια επίπεδη κυρίως αλλοίωση, κατά την<br />

οποία παρατηρείται αύξηση των στιβάδων του ουροθηλίου, όλο το πάχος<br />

του οποίου καταλαμβάνεται από νεοπλασματικά κύτταρα. Ενίοτε το<br />

επιθήλιο μπορεί να δείχνει επίπεδη επιφάνεια ή διαφοροποίηση. Μία<br />

άλλη σπάνια μορφή Ca in situ μπορεί να μιμείται V. Paget,<br />

σχηματίζοντας μεγάλα διαυγή κύτταρα. Ένας μάλλον μονότονος<br />

πληθυσμός καρκινικών κυττάρων ουροθηλιακού τύπου χαρακτηρίζει τα<br />

περισσότερα Ca in situ της ουροδόχου, τα οποία δίνουν μικρά κακοήθη<br />

κύτταρα. Τέλος, λόγω του ότι το Ca in situ προκύπτει από τις βαθύτερες<br />

στιβάδες του επιθηλίου μπορεί εύκολα να μη γίνει αντιληπτό από τον<br />

ουρολόγο.<br />

50


Μετά από βιοψία ή καυτηρίαση, υπάρχει έντονη διαταραχή στην όψη<br />

του επιχρίσματος που συνήθως εμφανίζεται μέσα σε 24h μετά τη<br />

διαδικασία και διαρκεί 4 εβδομάδες περίπου. Μία γενική αύξηση στον<br />

αριθμό και των καλοηθών αλλά και των κακοηθών κυττάρων και ενίοτε<br />

bizzare αλλαγές παρατηρούνται. Όταν συμβαίνει αυτό δεν μπορεί πλέον<br />

να γίνει διαχωρισμός από τον διηθητικό Ca.<br />

Κυτταρολογική εικόνα Ca in situ:<br />

μεμονωμένα νεοπλασματικά κύτταρα, ενίοτε σε αθροίσεις<br />

ομοιόμορφα, μικρού ή μεγάλου μεγέθους<br />

αύξηση πυρηνοκυτταροπλασματικής αναλογίας<br />

υπερχρωμασία πυρήνων (σκούροι και ακανόνιστοι)<br />

αδρή κοκκίωση της χρωματίνης<br />

ενίοτε εμφανές πυρήνιο<br />

καθαρό υπόστρωμα (περιέχει λίγα φλεγμονώδη κύτταρα και<br />

συνήθως λίγη ένδειξη νέκρωσης σε αντίθεση με το<br />

διηθητικό Ca)<br />

Εικόνα 2.Καρκίνωμα in situ(χρώση Παπανικολάου).<br />

Συνοπτικά τα γενικά χαρακτηριστικά του μη θηλώδους Ca in situ είναι:<br />

Η αλλοίωση δεν αναγνωρίζεται κυστεοσκοπικά ως όγκος<br />

Οι κυστεοσκοπικές ανωμαλίες μπορεί να μιμούνται<br />

φλεγμονή, «βελούδινη ερυθρότητα», «λιθόστρωτο»<br />

επιθήλιο ή διάμεση κυστίτιδα. Μπορεί να μην υπάρχουν<br />

κυστεοσκοπικά ευρήματα.<br />

Η αλλοίωση μπορεί να επεκταθεί στους ουρητήρες.<br />

Στους άντρες μπορεί να επεκταθεί και στους προστατικούς<br />

πόρους.<br />

Επειδή η αλλοίωση προκαλεί μόνο μη ειδικά συμπτώματα<br />

ή μπορεί να είναι ασυμπτωματική, η διάγνωση βασίζεται<br />

είτε στην κυτταρολογική εξέταση αυτόματης ούρησης, είτε<br />

σε τυχαίες βιοψίες του επιθηλίου της ουροδόχου.<br />

51


Αν δεν δοθεί προσοχή και θεραπεία το Ca in situ θα<br />

προχωρήσει σε διηθητικό καρκίνωμα για το 60% των<br />

ασθενών μέσα σε περίπου πέντε χρόνια.<br />

ii. ΔΙΗΘΗΤΙΚΟ Ca<br />

Οποιαδήποτε διείσδυση των νεοπλασματικών κυττάρων πέρα από τη<br />

βασική μεμβράνη συνιστά ένδειξη διήθησης. Μελέτες έδειξαν ότι<br />

διηθητικό Ca αναπτύσσεται όχι μόνο από τους θηλώδεις όγκους υψηλού<br />

βαθμού κακοήθειας, αλλά κυρίως από παρακείμενες περιοχές ανώμαλου<br />

ουροθηλίου, όπως είναι το Ca in situ και οι λοιπές προδιηθητικές<br />

αλλοιώσεις του ουροθηλίου.<br />

Το διηθητικό Ca χαρακτηρίζεται από τα παρακάτω:<br />

μεμονωμένα νεοπλασματικά κύτταρα<br />

πολυμορφία σχήματος και μεγέθους των νεοπλασματικών<br />

κυττάρων<br />

ελάχιστο βασεόφιλο κυτταρόπλασμα<br />

ανισοπυρήνωση<br />

σημαντική αύξηση πυρηνοκυτταροπλασματικής αναλογίας<br />

υπερχρωμασία πυρήνων-αδιαφανής πυρήνας<br />

αδρή κοκκίωση χρωματίνης<br />

πολλαπλά και ευμεγέθη πυρήνια<br />

κερατινοποιημένα πλακώδη νεοπλασματικά κύτταρα<br />

(ενίοτε)<br />

έντονη φλεγμονή και νέκρωση του υποστρώματος<br />

Γεγονός είναι ότι ο βαθμός της κυτταρικής ανωμαλίας και η τεράστια<br />

ποικιλία στην εμφάνιση των κυττάρων υποδεικνύουν διηθητικό Ca.<br />

Εικόνα 17.Διαφοροποιημένα διηθητικά καρκινικά κύτταρα(χρώση Παπανικολάου).<br />

52


3. ΕΝΔΟΟΥΡΟΘΗΛΙΑΚΗ ΝΕΟΠΛΑΣΙΑ (UIN)<br />

Πειραματικά δεδομένα και η εμπειρία μακρόχρονης παρακολούθησης<br />

ατόμων εκτεθειμένων σε γνωστές καρκινογόνες ουσίες δείχνουν ότι, πριν<br />

τη δημιουργία των ουροθηλιακών όγκων, παρατηρούνται σημαντικές<br />

ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις, χωρίς διήθηση της βασικής μεμβράνης. Οι<br />

αλλοιώσεις αυτές αποτελούν ένα ενιαίο φάσμα με τον όρο<br />

ενδοουροθηλιακή νεοπλασία (UIN), ανάλογο με εκείνο των<br />

ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων του πλακώδους επιθηλίου του τραχήλου<br />

της μήτρας (CIN).<br />

Οι ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις χωρίζονται σε τρεις μεγάλες<br />

κατηγορίες:<br />

1. Απλή ουροθηλιακή υπερπλασία (UIN I)<br />

2. Άτυπη ουροθηλιακή υπερπλασία (UIN II)<br />

3. Εντόνως άτυπη ουροθηλιακή υπερπλασία (UIN III) όπου<br />

συνδυάζονται δυσπλασία και Ca in situ<br />

1. Απλή ουροθηλιακή υπερπλασία (UIN I)<br />

Χαρακτηρίζεται από:<br />

αύξηση του αριθμού των στιβάδων του ουροθηλίου<br />

χωρίς κυτταρική ατυπία<br />

και διακρίνεται σε:<br />

αντιδραστική υπερπλασία → χρόνια φλεγμονή<br />

νεοπλασματική υπερπλασία →θηλώδες Ca Grade I<br />

Μορφολογικά οι δύο τύποι υπερπλασίας είναι ίδιοι. Η κυτταρολογική<br />

διάγνωση της απλής ουροθηλιακής υπερπλασίας δεν είναι δυνατή.<br />

2. Άτυπη ουροθηλιακή υπερπλασία (UIN II)<br />

Χαρακτηρίζεται από:<br />

αύξηση του αριθμού των στιβάδων του ουροθηλίου<br />

μέτρια διόγκωση των πυρήνων των ουροθηλιακών κυττάρων<br />

χωρίς υπερχρωμασία(ή τουλάχιστον όχι έντονη)<br />

σ’ αυτήν την αλλοίωση παρατηρείται κυτταρολογική ατυπία και<br />

προηγείται πιθανόν του θηλώδους Ca Grade II.<br />

53


3. Εντόνως άτυπη ουροθηλιακή υπερπλασία (UIN III)<br />

Χαρακτηρίζεται από:<br />

αύξηση του αριθμού των στιβάδων του ουροθηλίου<br />

αύξηση της πυρηνοκυτταροπλασματικής αναλογίας<br />

έντονη υπερχρωμασία των πυρήνων<br />

παρόμοια κυτταρολογική εικόνα και βιολογική συμπεριφορά<br />

με το Ca in situ<br />

μεγάλη πιθανότητα εξέλιξης σε διηθητικό Ca.<br />

Η παρουσία ή μη των ενδοουροθηλιακών αλλοιώσεων αυτών στην<br />

ουροδόχο κύστη είναι ο πιο σημαντικός προγνωστικός παράγοντας των<br />

θηλωδών όγκων. Για παράδειγμα η κακή πρόγνωση του θηλώδους Ca<br />

Grade III βασίζεται στο γεγονός ότι αυτοί οι όγκοι συνοδεύονται<br />

συνήθως από εκτεταμένο UIN III ή Ca in situ σε άλλες περιοχές της<br />

ουροδόχου κύστεως , τα οποία εξελίσσονται σε ένα σημαντικό ποσοστό<br />

σε διηθητικό Ca.<br />

Όταν η κυτταρολογική εξέταση είναι θετική ως προς μεμονωμένα<br />

κύτταρα και η βιοψία δείχνει μόνο θηλώδες Ca χαμηλού βαθμού<br />

κακοήθειας, τότε αυτό υποδηλώνει την ύπαρξη UIN III ή Ca in situ. Γι’<br />

αυτό το λόγο συνιστάται χαρτογράφηση της ουροδόχου κύστεως με<br />

πολλαπλές βιοψίες, όταν η κυτταρολογική εξέταση είναι θετική.<br />

Εάν ο έλεγχος της ουροδόχου κύστεως με πολλαπλές βιοψίες αποβεί<br />

αρνητικός, τότε η αλλοίωση μπορεί να εντοπίζεται στους ουρητήρες, τις<br />

νεφρικές πυέλους και την ουρήθρα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να<br />

εξαντλείται κάθε διαγνωστικό μέσο για τον εντοπισμό και τη διάγνωση<br />

αυτής της αλλοίωσης.<br />

Μορφολογικά τα ουροθηλιακά καρκινικά κύτταρα είναι μικρότερα ή<br />

μεγαλύτερα αυτών του φυσιολογικού ουροθηλίου ενώ η διαμόρφωσή<br />

τους ποικίλει. Έχουν κυανόφιλο κυτταρόπλασμα και πυρήνες μεγάλους,<br />

σφαιρικούς, οβάλ, με μικρές περιφερικές προσεκβολές. Ως προς τη<br />

χρωματίνη όπου εμφανίζεται υπερχρωμασία, διαπιστώνεται ανώμαλη<br />

πυρηνική δομή. Πιο συγκεκριμένα, μεγάλα αδρά κοκκία σφιχτά<br />

κατανεμημένα ή το ένα πάνω στο άλλο, σκούρος και μη διαφανής<br />

πυρήνας. Τέλος, παρουσιάζονται πολλαπλά και μεγάλα πυρήνια.<br />

54


II. ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΟΥΡΟΘΗΛΙΑΚΟΥ Ca<br />

1. ΠΛΑΚΩΔΕΣ ΚΑΡΚΙΝΩΜΑ<br />

Συχνό εύρημα στα ουροθηλιακά Ca είναι η παρουσία άτυπων<br />

πλακωδών κυττάρων. Το πρωτοπαθές πλακώδες καρκίνωμα της<br />

ουροδόχου κύστεως συναντάται σε μεγάλη συχνότητα στην Αίγυπτο και<br />

άλλες περιοχές της Αφρικής, όπου ενδημεί το Schistosoma hematobium<br />

(Bilharzia).<br />

Το καρκίνωμα αυτό προέρχεται από περιοχές πλακώδους μετάπλασης<br />

ή λευκοπλακίας της ουροδόχου κύστεως και ταξινομείται σε δύο τύπους,<br />

ανάλογα με το βαθμό διαφοροποίησης:<br />

στα πλακώδη καρκινώματα καλής διαφοροποίησης, τα οποία<br />

επεκτείνονται κατά συνέχεια ιστού, ενώ δίνουν πολύ αργά<br />

μεταστάσεις. Συνήθως οι ασθενείς καταλήγουν από ουραιμία λόγω<br />

της απόφραξης της ουροδόχου από τον όγκο.<br />

στα πλακώδη καρκινώματα χαμηλής διαφοροποίησης, τα οποία<br />

δίνουν μεταστάσεις και εντοπίζονται όχι μόνο στην κύστη, αλλά<br />

και στους ουρητήρες και στις νεφρικές πυέλους.<br />

Τα νεοπλασματικά κύτταρα χαρακτηρίζονται από:<br />

ηωσινόφιλο και συχνά κερατινοποιημένο κυτταρόπλασμα<br />

υπερχρωμασία πυρήνων<br />

αδρή κοκκίωση χρωματίνης<br />

πέρλες από πλακώδη κύτταρα<br />

ghost cells<br />

Στις γυναίκες η παρουσία νεοπλασματικών κυττάρων εκ του<br />

πλακώδους επιθηλίου σε δείγμα αποβαλλόμενων ούρων μπορεί να<br />

σημαίνει την παρουσία καρκινώματος τραχήλου, κόλπου ή αιδοίου.<br />

Εικόνα 18.Πλακώδες διηθητικό καρκίνωμα(χρώση Παπανικολάου).<br />

55


2. ΑΔΕΝΟΚΑΡΚΙΝΩΜΑ<br />

Ενίοτε παρατηρούνται εστίες αδενικής διαφοροποίησης στα<br />

ουροθηλιακά Ca. Το πρωτοπαθές αδενοκαρκίνωμα της ουροδόχου<br />

κύστεως είναι συνήθως εντερικού τύπου, ενώ δεν αποκλείεται και ο<br />

διαυγοκυτταρικός τύπος που μοιάζει με τα αντίστοιχα καρκινώματα του<br />

κόλπου ή του ενδομητρίου.<br />

Το αδενοκαρκίνωμα προέρχεται από περιοχές εντερικής μετάπλασης<br />

του ουροθηλίου και σπανιότερα από περιοχές εντερικής μετάπλασης του<br />

ουροθηλίου και σπανιότερα από περιοχές αδενικής κυστίτιδος.<br />

Εντοπίζονται συχνότερα στην ουροδόχο κύστη, αλλά μπορεί επίσης να<br />

παρατηρηθεί στις νεφρικές πυέλους ή στους ουρητήρες. Η πρόγνωση<br />

είναι φτωχή και δίνει γρήγορα μεταστάσεις.<br />

Αδενοκαρκινώματα που προέρχονται από τα υπολείματα του<br />

ομφαλοεντερικού πόρου (ουραχού) μπορεί να παρατηρηθούν στο θόλο<br />

της κύστεως και κατά τη διαδρομή του πόρου μέχρι τον ομφαλό. Δεν<br />

έχουν ειδικά ιστολογικά χαρακτηριστικά που να τα διαχωρίζουν από<br />

άλλες αλλοιώσεις του ουροποιητικού συστήματος.<br />

Εικόνα 19. Αδενοκαρκινώματα.<br />

Τα νεοπλασματικά κύτταρα μοιάζουν με αυτά του<br />

αδενοκαρκινώματος του παχέος εντέρου και χαρακτηρίζονται από:<br />

κυλινδρικό σχήμα<br />

κενοτοπιώδες κυτταρόπλασμα<br />

έκκεντρους ευμεγέθεις υπερχρωματικούς πυρήνες<br />

κύτταρα εν είδει σφραγιστήρα δακτυλίου (signet ring)<br />

Στις σπάνιες περιπτώσεις του διαυγοκυτταρικού καρκινώματος<br />

παρατηρούνται θηλώδεις ομάδες κακοηθών αδενικών κυττάρων με<br />

ευμεγέθεις αραιοχρωματικούς πυρήνες, έντονο πυρήνιο και διαυγές<br />

κυτταρόπλασμα.<br />

56


III. ΣΠΑΝΙΑ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΑ ΟΥΡΟΔΟΧΟΥ ΚΥΣΤΕΩΣ<br />

1. ΚΑΛΟΗΘΗ<br />

i. Κονδυλώματα<br />

Αυτά συνδυάζονται συχνά με τα κονδυλώματα των έξω γεννητικών<br />

οργάνων, αλλά μπορεί να παρατηρηθούν και ως ανεξάρτητοι όγκοι. Στη<br />

δημιουργία τους ενέχονται συνήθως οι τύποι 6 και 11 του HPV. Η<br />

θεραπεία τους είναι πολύ δύσκολη και έχουν μεγάλη πιθανότητα<br />

υποτροπής. Ιστολογικά η αλλοίωση μοιάζει με τα κονδυλώματα των έξω<br />

γεννητικών οργάνων. Τα κυτταρολογικά χαρακτηριστικά σε δείγμα<br />

αποβαλλόμενων ούρων είναι τα κοιλοκύτταρα με ή χωρίς πυρηνική<br />

ατυπία και το DNA είναι ανευπλοϊδικό. Για να έχει διαγνωστική αξία<br />

αυτό το εύρημα, θα πρέπει να αποκλεισθεί η πιθανότητα προέλευσης των<br />

κοιλοκυττάρων από τον τράχηλο, τον κόλπο, το αιδοίο ή την ουρήθρα<br />

στις γυναίκες και από την ουρήθρα στους άνδρες. Οι όγκοι αυτοί<br />

δύσκολα θεραπεύονται και έχουν αυξημένη τάση για υποτροπή.<br />

Εικόνα 20.Οξεία ουροθηλιακά κονδυλώματα.<br />

ii. Ενδοφυτικό θήλωμα<br />

Πρόκειται για ένα ασυνήθιστο νεόπλασμα της ουροδόχου κύστεως,<br />

που αποτελείται από αναστομούμενες λωρίδες φυσιολογικού<br />

ουροθηλίου. Αναγνωρίζεται ως καλοήθης όγκος και δεν υπάρχει<br />

κυτταρολογική εικόνα.<br />

iii. Ηωσινόφιλο κοκκίωμα<br />

Είναι σπάνιο. Μπορεί να παρατηρηθεί στην ουροδόχο κύστη και<br />

στους ουρητήρες και δεν έχει ειδικά κυτταρολογικά χαρακτηριστικά.<br />

57


iv. Νεφρογενές αδένωμα (αδένωση της κύστεως)<br />

Είναι σπάνιο, αποτελείται από σωλήνια και πόρους, πιθανότατα<br />

εντερικής προέλευσης και δεν έχει ειδικά χαρακτηριστικά. Δεν<br />

αποκλείεται η ανάπτυξη αδενοκαρκινώματος σε προϋπάρχουσα<br />

αλλοίωση τέτοιου τύπου.<br />

v. Λαχνωτό αδένωμα<br />

Είναι σπάνιος όγκος εντερικής προέλευσης που μοιάζει με<br />

παρόμοιους όγκους του παχέος εντέρου.<br />

2. ΚΑΚΟΗΘΗ<br />

i. Ατρακτοκυτταρικό Ca<br />

ii. Γιγαντοκυτταρικό Ca<br />

iii. Μεικτός όγκος (καρκινοσάρκωμα)<br />

iv. Ραβδομυοσάρκωμα<br />

v. Λειομυοσάρκωμα<br />

vi. Λέμφωμα<br />

vii. Μελάνωμα<br />

viii. Ca από μικρά κύτταρα.<br />

Γενικά τα κύτταρα των όγκων αυτών διαγιγνώσκονται ως κακοήθη,<br />

αλλά δεν είναι δυνατόν να αναγνωριστούν επακριβώς, εάν δεν υπάρχει<br />

προηγούμενη ιστολογική διάγνωση ή κλινικό ιστορικό.<br />

IV. ΜΕΤΑΣΤΑΤΙΚΑ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΑ<br />

1. Πλακώδες Ca → από τράχηλο της μήτρας<br />

2. ΑδενοCa → από ενδομήτριο<br />

→ από παχύ έντερο<br />

3. Μελάνωμα<br />

4. Λέμφωμα<br />

5. Λευχαιμίες(οξεία λευχαιμία μπορεί ενίοτε να ξεκινήσει με<br />

αιματουρία και βλάστες στο ούρο)<br />

6. Ca πνεύμονα.<br />

Συχνά δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί κυτταρολογικά εάν ο όγκος<br />

είναι πρωτοπαθής ή μεταστατικός. Εξαίρεση αυτού αποτελεί το<br />

μελάνωμα.<br />

58


B. ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΕΡΟΥ<br />

ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ<br />

ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΩΝ ΣΕ ΚΑΚΟΗΘΕΙΣ ΟΓΚΟΥΣ ΤΟΥ<br />

ΝΕΦΡΙΚΟΥ ΠΑΡΕΓΧΥΜΑΤΟΣ<br />

Οι όγκοι του νεφρού και ιδιαίτερα εκείνοι που προέρχονται από το<br />

νεφρικό παρέγχυμα μακριά από την πύελο, έχουν πολύ μικρή πιθανότητα<br />

να ανιχνευθούν με κυτταρολογική εξέταση των ούρων σε πρώιμα στάδια.<br />

ΑΔΕΝΟCa ΝΕΦΡΟΥ<br />

Προέρχεται από το φλοιό του νεφρού. Ο θετικός κοινός τύπος είναι ο<br />

διαυγοκυτταρικός ή υπερνεφροειδής τύπος που μοιάζει λόγω των<br />

μεγάλων διαυγών κυττάρων με φλοιό επινεφρίου, απ’ όπου και το όνομα<br />

υπερνέφρωμα. Τα κύτταρα του όγκου έχουν κοκκιώδες ή διαυγές<br />

κυτταρόπλασμα και περιέχουν γλυκογόνο και λιπίδια. Όλοι οι τύποι Ca<br />

νεφρού έχουν την τάση να διηθούν τη νεφρική πύελο και τα νεφρικά<br />

αγγεία. Η διήθηση της πυέλου προκαλεί αιματουρία, που μπορεί να<br />

θεωρηθεί και ως η πρώτη ένδειξη του όγκου.<br />

Κυτταρολογική ανίχνευση του όγκου δεν είναι δυνατή στα ούρα<br />

μέχρις ότου τα κύτταρα να αποφολιδωθούν στο ούρο. Ταυτόχρονη<br />

αιματουρία κάνει τη διάγνωση ακόμη πιο δύσκολη. Επίσης τα κύτταρα<br />

από το Ca νεφρού παρουσιάζουν εκφυλιστικές αλλαγές έτσι ώστε ακόμα<br />

και σε απουσία αιματουρίας είναι σπάνιο να υπάρχουν κύτταρα καλά<br />

διατηρημένα για μία αδιαμφισβήτητη διάγνωση.<br />

Μορφολογικά τα κύτταρα από Ca του νεφρού χαρακτηρίζονται από:<br />

Μεγάλο μέγεθος με λεπτό κενοτοπιώδες ή κοκκιώδες<br />

κυτταρόπλασμα (ηωσινόφιλο ή βεσεόφιλο)<br />

Ανώμαλος υπερχρωματισμένος πυρήνας<br />

Πιθανώς να προκύψουν κύτταρα spindle.<br />

59


Εικόνα 21.καρκινώματα του νεφρού.(χρώση Παπανικολάου).<br />

Στη διάγνωση Ca νεφρού πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι οι πυρηνικές<br />

ανωμαλίες είναι εμφανείς, αφού κυτταροπλασματική κοκκίωση και<br />

κενοτοπίωση μπορεί επίσης να παρατηρηθεί σε καλοήθη κύτταρα<br />

ουροθηλιακής προέλευσης, ιδιαίτερα σε ανάστροφο καθετηριασμό. Από<br />

μερικούς θεωρείται ότι το ούρο έχει αμφίβολη αξία στη διάγνωση<br />

πρωταρχικού Ca νεφρικού παρεγχύματος. Μόνο σε κάποιες περιπτώσεις<br />

υπήρχαν κύτταρα νεφρικού Ca και στις περισσότερες η αναγνώριση της<br />

θέσης προέλευσης δεν ήταν δυνατή.<br />

Σήμερα τα περισσότερα Ca νεφρού διαγιγνώσκονται με CT ή με<br />

αγγειογραφία.<br />

60


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10: ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΤΑΤΗ ΚΑΙ<br />

ΣΠΕΡΜΑΤΟΔΟΧΩΝ ΚΥΣΤΕΩΝ (9, 10, 18)<br />

ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΑ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΡΟΣΤΑΤΗ<br />

1. αραιές, επίπεδες, honeycomb αθροίσεις<br />

2. πυρήνες στρογγυλοί, μικροί και με μικρά χρωμόκεντρα<br />

3. λεπτό, κοκκιώδες ή διαυγές κυτταρόπλασμα που περιέχει PAP και<br />

PSA<br />

4. κύτταρα κυβοειδή ή κυλινδρικά στην περιφέρεια των αθροίσεων<br />

5. ενίοτε 1-2 στρογγυλά πλακώδη κύτταρα με γλυκογόνο<br />

6. μικρά, συγκεντρικά, κίτρινα, ενίοτε ασβεστοποιημένα (λόγω<br />

προστατικών εκκρίσεων) αμυλοειδή σωμάτια<br />

7. κύτταρα από τις κυψελίδες σπάνια παρατηρούνται<br />

8. σπερματοζωάρια-σπερματογόνια (μικρά κύτταρα σαν<br />

λεμφοκύτταρα ή ελαφρώς μεγαλύτερα με κάπως επιμηκυσμένο<br />

κυτταρόπλασμα και περιφερικούς σχετικά μεγάλους σκούρους<br />

πυρήνες.)<br />

9. κύτταρα από σπερματοδόχες κύστεις (σχετικά ασύνηθη κοκκία<br />

κίτρινης χρωστικής στο κυτταρόπλασμα)<br />

Εικόνα 22. Κυτταρολογία φυσιολογικού προστάτη(χρώση Παπανικολάου).<br />

Οι πυρήνες είναι συνήθως μεγάλοι σε μέγεθος και σκούροι ως προς το<br />

χρωματισμό τους. Σχεδόν σε κάθε δείγμα προστάτη θα περιέχονται λίγα<br />

κύτταρα που είναι δύσκολο να ταξινομηθούν λόγω του ότι συμμετέχουν<br />

πολλά επιθήλια.<br />

Κύτταρα από τον προστάτη και τις σπερματοδόχους κύστεις είναι<br />

ασύνηθη σε αυτόματη ούρηση. Μπορεί να βγουν από τον προστάτη με<br />

μασάζ και ενίοτε υπάρχουν σε εκσπερμάτιση. Μπορεί να παρατηρηθούν<br />

και σε κολπικά επιχρίσματα.<br />

61


ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΑΛΑΞΗ<br />

Προστατική μάλαξη χρησιμοποιείται συχνά από τους ουρολόγους με<br />

σκοπό τη λήψη δειγμάτων προστατικών εκκρίσεων για γρήγορη<br />

μικροσκοπική ανάλυση. Ο θετικός συχνός λόγος είναι η αναγνώριση<br />

λευκοκυττάρων σε προστατίτιδα.<br />

Η κυτταρολογική εξέταση προστατικού υγρού και ούρου μετά από<br />

μάλαξη απέτυχε να ανακαλύψει λανθάνων Ca. Τα κύτταρα προέρχονται<br />

από τις παρακάτω τέσσερις θέσεις:<br />

προστάτη<br />

σπερματοδόχες κύστεις<br />

ουροδόχος, ουρήθρα<br />

σπέρμα.<br />

ΚΑΛΟΗΘΗΣ ΥΠΕΡΤΡΟΦΙΑ ΠΡΟΣΤΑΤΗ<br />

Σε αυτές τις περιπτώσεις συναντώνται κύτταρα όμοια με του<br />

φυσιολογικού προστάτη. Σημειώνεται επίσης αυξημένη κυτταροβρίθεια<br />

των αδενικών κυττάρων τα οποία βρίσκονται είτε μεμονωμένα είτε σε<br />

αθροίσεις.<br />

Ca ΠΡΟΣΤΑΤΗ<br />

Ιστολογικά παρατηρούνται καλά διαφοροποιημένα ή και μέσης<br />

διαφοροποίησης αδενοκαρκινώματα. Συχνά μπορεί να παρατηρηθεί<br />

ακόμη και ελάχιστη διαφοροποίηση, σαν σεντόνι ή στενές λωρίδες από<br />

μικρά κύτταρα.<br />

Ο όγκος προέρχεται από τον οπίσθιο λοβό του προστάτη και έχει την<br />

τάση να διηθεί τους περινευρικούς χώρους.<br />

Κύτταρα από Ca προστάτη σε αυτόματη ούρηση παρατηρούνται<br />

ενίοτε, αλλά κατά κανόνα αυτό υποδεικνύει εξάπλωση του όγκου. Όταν<br />

το αδενοCa περιορίζεται στον οπίσθιο λοβό δεν δίνει κύτταρα. Μετά από<br />

προστατικό μασάζ υπάρχει είτε μείωση της διαφοροποίησης όπου και<br />

παρατηρούνται μεγάλοι πυρήνες που ποικίλουν σε μέγεθος, και με<br />

χαρακτηριστικά μεγάλα ροζ πυρήνια, είτε καλά διαφοροποιημένα<br />

κύτταρα σε σφιχτές θηλώδεις αθροίσεις ή κυλινδρικά κύτταρα με πυρήνα<br />

διαυγή, μέτρια υπερχρωμασία και μεγάλα ακανόνιστα πυρήνια. Αυτά τα<br />

καλά διαφοροποιημένα αδενοCa μπορεί να προκύψουν στους πρόσθιους<br />

λοβούς του προστάτη και μπορεί να σχετίζονται με καρκίνωμα της<br />

ουροδόχου.<br />

62


Το υλικό από προστατικό μασάζ δεν συγκρίνεται με την FNA. Η<br />

μέθοδος είναι ένα υποκατάστατο που βοηθά να αναγνωρίσουμε Ca<br />

προστάτη σ’ έναν ασθενή με διόγκωση προστάτη.<br />

Με βάση τη συμπεριφορά των καρκινωμάτων, αυτά υποδιαιρούνται<br />

σε:<br />

Διηθητικά τα οποία επεκτείνονται τοπικά και δίνουν μεταστάσεις.<br />

Λανθάνοντα αποτελούν συνήθως τυχαίο εύρημα και παραμένουν<br />

περιορισμένα στον προστάτη στην πρωτοπαθή τους εστία, αλλά<br />

έχουν δώσει ήδη μεταστάσεις (μεταστάσεις: σε οστά, λεμφαδένες,<br />

διήθηση βάσης ουροδόχου κύστης).<br />

PAP-PSA:<br />

Αύξηση του PSA(ειδικό προστατικό αντιγόνο), του ΡΑΡ(προστατική<br />

όξινη φωσφατάση) στο αίμα συνήθως υποδεικνύει εξάπλωση του όγκου<br />

πέραν του προστάτη. Το καρκίνωμα του προστάτη μπορεί να είναι<br />

ορμονοεξαρτώμενο. Τα οιστρογόνα ως ορμόνες, μπορούν με τη δράση<br />

τους να σταματήσουν παροδικά την εξάπλωση του όγκου.<br />

ΝΕΟΠΛΑΣΙΑ ΠΡΟΣΤΑΤΗ ΚΑΙ Ca ΟΥΡΟΔΟΧΟΥ:<br />

Η συσχέτιση της διόγκωσης του προστάτη που οφείλεται σε<br />

υπερπλασία ή καρκίνο, με καρκίνο της ουροδόχου είναι συχνή. Όλοι οι<br />

ασθενείς με προστατική νόσο καλοήθη ή κακοήθη, πρέπει να εξετάζονται<br />

με κυτταρολογική εξέταση ούρων. Σε παρουσία συμπαγούς Ca των<br />

προστατικών πόρων επιβάλλεται η διερεύνηση για Ca in situ της<br />

ουροδόχου κύστεως.<br />

Εικόνα 23. Αδενοκαρκινώματα Προστάτη (χρώση Παπανικολάου).<br />

63


Εικόνα 24. Φυσιολογικό σπέρμα.<br />

Εικόνα 25.Σπέρμα με ακροσωμική διαφοροποίηση.<br />

64


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11: ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ DNA ΚΑΙ ΜΟΡΦΟΜΕΤΡΙΑ ΣΕ<br />

ΚΑΡΚΙΝΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΟΥΡΟΔΟΧΟΥ ΚΥΣΤΕΩΣ (7, 11, 12)<br />

ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ<br />

Το καρκίνωμα του ουροθηλίου δεν θεωρείται ότι είναι μία<br />

κληρονομική ασθένεια. Παρ’ όλα αυτά σε πολλές έρευνες έχουν<br />

καταγραφεί οικογένειες με παρόμοιες περιπτώσεις μεταξύ των μελών<br />

τους. Μια αδιάσειστη απόδειξη της αυξημένης επικινδυνότητας των<br />

καρκινωμάτων των ουρητήρων και των νεφρικών πυέλων, αλλά όχι και<br />

της ουροδόχου κύστεως, βρίσκεται σε οικογένειες με κληρονομικό<br />

καρκίνο στο κόλον του εντέρου, χωρίς να προϋπάρχει πολύποδας.<br />

Επιπρόσθετα, αρκετές επιδημιολογικές μελέτες έδειξαν ότι τα<br />

καρκινώματα του ουροθηλίου έχουν άμεση σχέση με την αυξημένη<br />

επικινδυνότητα μεταξύ συγγενών πρώτου βαθμού των ασθενών. Η μόνη<br />

γενική γενετική ανωμαλία έχει παρατηρηθεί ως τώρα σε μια οικογένεια<br />

με καρκίνο του ουροθηλίου για δυο συναπτές γενεές και ήταν της τάξεως<br />

t(5:20)(p15:q11) εξισορροπημένης μετατόπισης. Καμία εναλλαγή<br />

χρωμοσωμάτων δεν βρέθηκε σε 30 ακόμη οικογένειες με τουλάχιστον<br />

δύο επηρεασμένες μονάδες. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ασθενείς<br />

με σποραδικά καρκινώματα του ουροθηλίου αποκάλυψαν μία υψηλότερη<br />

ευαισθησία για μετάλλαξη από ασθενείς με ελεγχόμενους σχετικά<br />

καρκίνους της ουροδόχου κύστεως και στους οποίους δεν παρατηρήθηκε<br />

αύξηση της ευαισθησίας για μετάλλαξη. Μια μικρή αύξηση της<br />

επικινδυνότητας του καρκίνου της ουροδόχου αναδείχτηκε για τις<br />

πολυμορφικές ποικιλίες μερικών αποτοξικών ενζύμων όπως το ΝΑΤ2 και<br />

το GSTM1.<br />

ΣΩΜΑΤΙΚΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΑ ΚΥΤΤΑΡΑ<br />

Γενετικές μελέτες έως και σήμερα έχουν χρησιμοποιήσει όγκους οι<br />

οποίοι έχουν κατηγοριοποιηθεί σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό<br />

Υγείας(ΠΟΥ) και επιπλέον μελέτες στοχεύουν στη σύνδεση διαθέσιμης<br />

γενετικής πληροφορίας με τις έως τώρα κατηγοριοποιήσεις. Υποθέτεται<br />

ότι η μετάσταση καρκινωμάτων του ουροθηλίου προέρχεται κυρίως είτε<br />

από μη μεταστατικούς υψηλής κακοήθειας ουροθηλιακούς<br />

όγκους(pTaG3) είτε από Ca in situ του ουροθηλίου.<br />

65


Εικόνα 26.Καρυότυπος αντιπροσωπευτικού καρκινικού κυττάρου από ανθρώπινο ουροθηλιακό<br />

καρκίνωμα grade I.<br />

Χρωμοσωμικές ανωμαλίες<br />

Η αύξηση της εξάπλωσης καρκίνου της ουροδόχου κύστεως<br />

χαρακτηρίζεται από την παρουσία μεγάλου αριθμού γενετικών αλλαγών<br />

περιλαμβανομένων πολλαπλών διαφοροποιήσεων χρωμοσωμικών<br />

θέσεων. Μελέτες όπου χρησιμοποιείται συγκριτικός γονιδιωματικός<br />

υβριδισμός(CGH) έχουν κατά καιρούς περιγράψει ένα μέσο όρο 7-10<br />

διαφοροποιήσεων σε μεταστατικό καρκίνο της ουροδόχου. Οι πιο συχνές<br />

θετικές και αρνητικές παρατηρήσεις στις χρωμοσωμικές περιοχές είναι<br />

ξεχωριστές αθροίσεις για την κυτταρογενετική, CGH και LOH(απώλεια<br />

του ετεροζυγώτη). Παίρνοντας ως δεδομένο την αυξημένη απώλεια των<br />

2q, 5q, 8p, 9p, 9q, 10q, 11p, 18q και του Υ χρωμοσώματος όπως επίσης<br />

την απόκτηση των 1q, 5p, 8q και 17q ως τις πιο βασικές<br />

κυτταρογενετικές αλλαγές σε αυτούς τους όγκους.<br />

Το μεγάλο μέγεθος των περισσότερων ανωμαλιών που ανιχνεύονται<br />

από τον CGH ή την κυτταρογενετική κάνουν δύσκολη την αναγνώριση<br />

των γονιδίων οδηγώντας σε μία επιλεκτική και προχωρημένη ανάπτυξη.<br />

Τα πιο σημαντικά γονίδια για την ανάπτυξη και την πρόοδο του καρκίνου<br />

της ουροδόχου κύστης παραμένουν ακόμα άγνωστα. Αξίζει να αναφερθεί<br />

ότι η διόγκωση και η ταυτόχρονη υπερέκφραση διαφόρων παρακείμενων<br />

όγκων είναι συχνό φαινόμενο. Για παράδειγμα η αύξηση του CCND1<br />

στο 11q13 μπορεί να συνοδευτεί από την αύξηση του FGF4/GF3 σε<br />

ποσοστό 88%, η αύξηση του MDM2 στο 12q15 συνοδεύεται από την<br />

αύξηση τουCDK4 και η αύξηση του HER2 στο17q23 περιλαμβάνει την<br />

ταυτόχρονη υπερέκφραση του TOP2A κατά 15%. Δύο ή περισσότερα<br />

παρακείμενα έχουν γονίδια μπορούν να παρέχουν στα κύτταρα ένα<br />

σημαντικό πλεονέκτημα αύξησης.<br />

66


ΟΓΚΟΓΕΝΕΣΗ<br />

Το Her/neu είναι μια οσμωτική μεμβράνη δεκτική σε τυροσίνη<br />

κινάση. Η ενεργοποίηση της εμφανίζεται μέσω της αλληλεπίδρασης με<br />

άλλα μέλη της οικογένειας γονιδίων EGFR. Το HER2 αυξάνεται σε 10-<br />

20% και παρατηρείται σε ποσοστό 10-50% στους καρκίνους της<br />

ουροδόχου κύστεως. Αυτό καθιστά τον καρκίνο της ουροδόχου κύστης<br />

ως τον όγκο με την υψηλότερη έκφραση του HER2. Σε αντίθεση με τον<br />

καρκίνο του μαστού, όπου η έκφραση του HER2 οφείλεται στην<br />

ενίσχυση των γονιδίων, η πλειοψηφία του HER2 των θετικών καρκίνων<br />

της ουροδόχου δεν ενισχύεται. Ο λόγος της έκφρασης του HER2 είναι<br />

άγνωστος σε αυτούς τους όγκους. Η αύξηση ή η ελάττωση της<br />

παρακείμενης αλφα2-τροποισομεράσης (TOP2A) έχει παρατηρηθεί σε<br />

ποσοστό περίπου 23% των περιπτώσεων αύξησης του HER2. Το TOP2A<br />

είναι ο στόχος των ανθρακυκλινών. Κατά συνέπεια η ανατομία του<br />

17q23 μπορεί επίσης να επηρεάσει την απάντηση στις κυτταροτοξικές<br />

θεραπευτικές αγωγές.<br />

Το H-ras είναι το μόνο μέλος της οικογένειας γονιδίων ras με γνωστή<br />

τη σημασία του σε καρκινώματα της ουροδόχου κύστης. Οι μεταλλάξεις<br />

του Η-ras είναι σχεδόν πάντα περιορισμένες σε συγκεκριμένες αλλαγές<br />

μέσα στα κωδώνια 12, 13 και 61. Ανάλογα με τη μέθοδο ανίχνευσης, οι<br />

μεταλλάξεις του Η-ras έχουν αναφερθεί σε ποσοστό μέχρι και 45% των<br />

καρκίνων της ουροδόχου κύστης, χωρίς ευδιάκριτες ενώσεις στο στάδιο<br />

ανάπτυξης ή το βαθμό κακοήθειας των όγκων.<br />

Το EGFR είναι ένα άλλο μέλος της κατηγορίας ΙΙ της οικογένειας των<br />

δεκτών. Το EGFR είναι μια ωσμωτική μεμβράνη τυροσίνης κινάσης<br />

που ενεργεί ως δέκτης για διάφορα συστατικά συμπεριλαμβανομένου του<br />

επιδερμικού παράγοντα αύξησης (EGF) και που μετασχηματίζει τον<br />

παράγοντα αύξησης άλφα. Το EGFR χρησιμεύει επίσης ως ένας<br />

θεραπευτικός στόχος για διάφορα φάρμακα συμπεριλαμβανομένων των<br />

μικρών ανασταλτικών μορίων και των αντισωμάτων. Το EGFR<br />

παρουσιάζει αύξηση σε ποσοστό 3-5% και επιθετική έκφραση σε<br />

περίπου 30-50% των περιπτώσεων καρκίνου της ουροδόχου κύστης.<br />

Οι κυκλινοεξαρτώμενες κινάσες (CDKs) και οι ρυθμιστικές<br />

υπομονάδες τους, τα cyclins, είναι σημαντικοί παράγοντες για την ορθή<br />

λειτουργία του κυτταρικού κύκλου. Το γονίδιο cyclin D1 (CCND1) που<br />

βρίσκεται στη θέση 11q13 είναι ένα από τα πιο διαδεδομένα ως προς την<br />

εξάπλωση και την έκφραση ογκογονιδίων σε καρκίνους της ουροδόχου<br />

κύστης. Περίπου 10-20% των καρκίνων της ουροδόχου κύστης<br />

παρουσιάζουν ενίσχυση των γονιδίων, ενώ αντίστοιχα η υπερέκφρασή<br />

τους έχει αναφερθεί σε περίπου 30-50% του συνόλου των όγκων.<br />

Μερικοί ερευνητές παρατήρησαν συσχέτιση μεταξύ της έκφρασης του<br />

CCND1 και της συχνότητας και προόδου των όγκων, ή ακόμα και της<br />

βιωσιμότητας των ασθενών, αλλά αυτά τα στοιχεία δεν έχουν<br />

επιβεβαιωθεί από άλλους ερευνητές.<br />

67


Το γονίδιο MDM2, που βρίσκεται στη θέση 12q14.3q15,<br />

κωδικοποιείται για περισσότερες από 40 διαφορετικές παραλλαγές<br />

συνδυασμών, μόνο δύο από τις οποίες αλληλεπιδρούν με το TP53 και με<br />

αυτόν τον τρόπο εμποδίζουν τη δυνατότητά ενεργοποίησης της<br />

μεταγραφής. Αντιθέτως, η μεταγραφή MDM2 προκαλείται από τον<br />

«άγριο» τύπο TP53. Στα φυσιολογικά κύτταρα που υπάρχει αυτή η<br />

αυτόματη ρύθμιση του συστήματος ανατροφοδότησης πληροφοριών,<br />

ρυθμίζεται η δραστηριότητα του ΤΡ53 και η έκφραση του MDM2. Το<br />

MdM2 προάγει επίσης την πρωτεϊνική υποβάθμιση του ΤΡ53, που κάνει<br />

την υπερέκφραση του ΜDM2 έναν εναλλακτικό μηχανισμό για την<br />

αδρανοποίηση του ΤΡ53. Η ενίσχυση του MDM2 είναι συχνή στα<br />

ανθρώπινα σαρκώματα, αλλά εμφανίζεται σε μόνο 4-6% της επιθετικής<br />

αύξησης των καρκίνων της ουροδόχου κύστης. Η αύξηση του MDM2<br />

ήταν ανεξάρτητη από την πρόγνωση για ασθενή σε μια μελέτη. Η<br />

ανιχνεύσιμη MDM2 πρωτεϊνική έκφραση έχει αναφερθεί σε 10-40% των<br />

καρκίνων της ουροδόχου κύστης, αλλά υπάρχει διαφωνία ανάμεσα στις<br />

μελέτες ως προς τη συσχέτιση μεταξύ σταδίου ανάπτυξης και βαθμού<br />

κακοήθειας των όγκων.<br />

ΓΟΝΙΔΙΑ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΓΚΟΥΣ<br />

Τα γονίδια που βοηθούν στην ανάπτυξη των επηρεασθέντων<br />

κυττάρων σε περίπτωση μειωμένης έκφρασης ή αδρανοποίησης<br />

συνοψίζονται κατωτέρω.<br />

Το TP53 γονίδιο, που βρίσκεται σε 17q23 και κωδικοποιεί μια 53kDa<br />

πρωτεΐνης η οποία συμμετέχει ενεργά σε διάφορες κυτταρικές<br />

διαδικασίες συμπεριλαμβανομένου και του κυτταρικού κύκλου, απαντά<br />

στην καταστροφή του DNA, στον κυτταρικό θάνατο. Το γονιδιακό<br />

προϊόν του ρυθμίζει την έκφραση πολλών διαφορετικών γονιδίων. Οι<br />

μεταλλάξεις του TP53 γονιδίου, που βρίσκονται συνήθως στο κεντρικό<br />

δεσμευτικό τμήμα του DNA του γονιδίου, είναι μια σφραγίδα των<br />

επιθετικά αναπτυσσόμενων καρκίνων της ουροδόχου κύστεως. Μια on<br />

line ερώτηση μέσω internet στη Διεθνή Επιτροπή Αντικαρκινικού Αγώνα<br />

(IARC) αποκάλυψε μεταλλάξεις του TP53 σε ποσοστό 40-60% των<br />

επιθετικών καρκίνων της ουροδόχου κύστης. Αν και δεν υπάρχει καμία<br />

συγκεκριμένη ζώνη η οποία να ευνοεί τις μεταλλάξεις, περισσότερο από<br />

90% των μεταλλάξεων έχουν βρεθεί στα εξόνια 4-9. Συχνά οι<br />

μεταλλάξεις του TP53 μπορούν να ανιχνευθούν ανοσοϊστοχημικά<br />

δεδομένου ότι πολλές απ’ αυτές τις μεταλλάξεις οδηγούν στην<br />

πρωτεϊνική σταθεροποίηση με συνέπεια την πυρηνική συσσώρευση του<br />

ΤΡ53. Η ανοσοϊστοχημική ανάλυση του TP53 είναι ιδιαιτέρως χρήσιμη<br />

στην παθολογική χειρουργική. Εκτός από έναν ήδη αναφερθέντα ρόλο ως<br />

προγνωστικό δείκτη, η ανοσοϊστοχημεία του ΤΡ53 είναι και ένα ισχυρό<br />

επιχείρημα για την παρουσία γενετικά ασταθούς νεοπλασίας σε<br />

περιπτώσεις με αμφισβητήσιμη μορφολογία.<br />

68


Το ΡΤΕΝ γονίδιο (phosphatase και tensin) γνωστό επίσης ως<br />

MMAC1 (μεταλλάξιμο σε πολλούς προχωρημένους καρκίνους) και<br />

TEP1 (ρυθμισμένο TGFbeta και επιθηλιακό κύτταρο εμπλουτισμένο με<br />

φωσφατάση) είναι ένα γονίδιο ανασταλτικό για υποψήφιους όγκους το<br />

οποίο βρίσκεται στο χρωμόσωμα 10q23. Η σχετική υψηλή<br />

συχνότητα(20-30%) LOH στο 10q23 σε καρκίνο των μυών της<br />

ουροδόχου κύστης θα βοηθούσε στο να γίνει το ΡΤΕΝ ένας καλός<br />

ανασταλτικός παράγοντας. Εντούτοις, η συχνότητα των μεταλλάξεων του<br />

PTEN δεν είναι σαφής αυτή τη στιγμή. Σε τρεις καλά διεξαγμένες<br />

μελέτες όπου συμπεριλήφθηκαν 35,63 και 345 δείγματα όγκων, οι<br />

μεταλλάξεις ανιχνεύθηκαν σε 0%, 0,6%, και 17% των περιπτώσεων<br />

αντίστοιχα. Αυτά τα αποτελέσματα αφήνουν ερωτήσεις για τον κύριο<br />

μηχανισμό της αδρανοποίησης του δεύτερου αλληλόμορφου γονιδίου, ή<br />

δείχνουν ότι το PTEN δεν είναι το (μόνο) γονίδιο στόχος στο 10q23.<br />

Το RB1 γονιδιακό προϊόν ήταν το πρώτο ανασταλτικό γονίδιο που<br />

προσδιορίστηκε στον ανθρώπινο καρκίνο.<br />

Το RB1 που έχει εντοπισθεί στο 13q14, διαδραματίζει έναν κρίσιμο ρόλο<br />

στη ροή του κυτταρικού κύκλου. Η αδρανοποίηση του RB1 εμφανίζεται<br />

σε 30-80% των εξαπλούμενων στους μύες καρκίνων της ουροδόχου<br />

κύστης, τις περισσότερες φορές ως συνέπεια ετεροζυγωτικών διαγραφών<br />

του 13q σε συνδυασμό με τη μετάλλαξη του υπόλοιπου αλληλόμορφου<br />

γονιδίου. Μια στενή συσχέτιση έχει βρεθεί μεταξύ της αδρανοποίησης<br />

του RB1 και της εξάπλωσης του καρκίνου στους μύες. Μερικοί<br />

ερευνητές έχουν αναφέρει άμεση συσχέτιση ανάμεσα στην έκφραση<br />

μεταλλαγμένου RB και της βιωσιμότητας των ασθενών.<br />

Οι εναλλαγές των DNA «επισκευαστικών» γονιδίων είναι σημαντικές<br />

για πολλούς τύπους καρκίνου. Στον εξαπλούμενο καρκίνο της ουροδόχου<br />

κύστης, οι αλλαγές κακώς συνδυασμένων τέτοιων γονιδίων<br />

(μεταλλακτικός φαινότυπος) είναι σπάνιες. Μια μετέπειτα ανάλυση 7<br />

μελετών αποκάλυψε ότι μικρή παρακείμενη αστάθεια (MSI) βρέθηκε<br />

μόνο σε 12 από τις 524 (2.2%) των περιπτώσεων που σημαίνει ότι η MSI<br />

δεν συμβάλλει σημαντικά στην ανάπτυξη καρκίνου της ουροδόχου<br />

κύστης.<br />

Τα γονίδια τα οποία κωδικοποιούν τα p16 (CDKN2A) και p15<br />

(CDNK2B) αποτελούν τη βάση του 9p21 χρωμοσώματος. Οι αλλαγές<br />

9p21 και p15/p16 ανήκουν στις λίγες γενετικές αλλαγές που είναι εξίσου<br />

συχνές ή ακόμα και συχνότερες στο μη επιθετικό νεόπλασμα χαμηλού<br />

βαθμού κακοήθειας απ' ότι στους επιθετικούς και υψηλού βαθμού<br />

κακοήθειας όγκων.<br />

69


ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ<br />

Κλινικοί παράγοντες<br />

Γενικά, η μεμονωμένη πρόγνωση διηθητικών όγκων ουροδόχων<br />

κύστεων μπορεί πολύ δύσκολα να προβλεφθεί αν βασίζεται μόνο σε<br />

κλινικούς παράγοντες. Η πολυεστιακότητα των όγκων, με το μέγεθός<br />

τους ακόμη και >3cm, και το ταυτόχρονο καρκίνωμα in situ έχουν<br />

αναγνωριστεί και προσδιοριστεί ως παράγοντες κινδύνου για την<br />

επαναληψιμότητα και την πορεία. Η επέκταση όγκων πέρα από την<br />

κύστη στην εξέταση με ψηλάφηση, η διήθηση του στομίου των<br />

ουρητήρων, οι μεταστάσεις των λεμφαδένων και η παρουσία<br />

συστηματικής εξάπλωσης συνδέονται με μια ανεπαρκή πρόγνωση.<br />

Μορφολογικοί παράγοντες<br />

Οι μορφολογικοί προγνωστικοί παράγοντες περιλαμβάνουν το βαθμό<br />

κακοήθειας, το στάδιο, καθώς επίσης και άλλα συγκεκριμένα<br />

μορφολογικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα.<br />

Ο ιστολογικός βαθμός έχει πιθανώς προγνωστική σημασία για τους<br />

όγκους pT1. Δεδομένου ότι οι περισσότεροι pT2 και οι μεγαλύτεροι σε<br />

στάδιο όγκοι είναι υψηλού βαθμού κακοήθειας, η αξία τους ως ένας<br />

ανεξάρτητος προγνωστικός δείκτης παραμένει αμφισβητήσιμη.<br />

Το βάθος της εισβολής και εξάπλωσης, που αποτελεί τη βάση της<br />

κατηγοριοποίησης των pT όγκων είναι ο σημαντικότερος προγνωστικός<br />

παράγοντας. Οι όγκοι που διεισδύουν πέρα από τον μυϊκό χιτώνα έχουν<br />

ένα υψηλότερο ποσοστό ανάπτυξης. Το στάδιο T1 βρίσκεται συχνά<br />

στους όγκους υψηλού βαθμού κακοήθειας, και οι όγκοι σταδίου T1 που<br />

είναι υψηλού βαθμού έχουν ένα ποσοστό επαναληψιμότητας προόδου<br />

80%, 60%, και ποσοστού 35% δεκαετούς βιωσιμότητας.<br />

Το Ca in situ είναι συχνότερο με την αύξηση του βαθμού και του<br />

σταδίου του σχετικού όγκου, και το καρκίνωμα in situ με μικροεξάπλωση<br />

φαίνεται να αυξάνει την πιθανότητα μιας επιθετικής συμπεριφοράς. Η<br />

λεμφική και/ ή αγγειακή εξάπλωση σχετίζεται με την αύξηση της<br />

θνησιμότητας των ασθενών με pT1 όγκους(κατά 44% δίνονται μόνο 5<br />

χρόνια ζωής). Επειδή η αγγειακή εξάπλωση είναι συχνά παραπλανητική,<br />

η προγνωστική σημασία του παράγοντα αυτού παραμένει αβέβαια.<br />

Συγκεκριμένες υποκατηγορίες ή οι ιστολογικές παραλλαγές των<br />

ουροθηλιακών καρκινωμάτων όπως το καρκίνωμα μικρών κυττάρων, το<br />

σαρκοματοειδές καρκίνωμα, το micropapillary καρκίνωμα, και το<br />

καρκίνωμα που μοιάζει με λεμφοεπιθηλίωμα μπορεί να είναι κλινικά<br />

σχετικά με την πρόγνωση του ασθενή.<br />

Ο τρόπος ανάπτυξης των όγκων παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο, σε<br />

μερικές μελέτες μία κατευθείαν εξάπλωση είχε περισσότερο ευνοϊκή<br />

πρόγνωση από την πλοκαμοειδή εξάπλωση.<br />

70


Γενετικοί παράγοντες<br />

Παρά τις προαναφερθείσες διαφορές στην πρόγνωση pT1 και pΤ2-4<br />

καρκίνων, αυτοί οι όγκοι είναι ιδιαίτερα όμοιοι σε γενετικό επίπεδο. Θα<br />

μπορούσε επομένως να αναμένεται, ότι οι παρόμοιες γενετικές αλλαγές<br />

θα ήταν προγνωστικά σχετικές σε όλα τα στάδια. Ένα πλήθος μοριακών<br />

χαρακτηριστικών γνωρισμάτων έχει αναλυθεί για έναν πιθανό<br />

προγνωστικό ρόλο στους επιθετικά αναπτυσσόμενους καρκίνους της<br />

ουροδόχου κύστης. Παρά όλη αυτή την εκτενή έρευνα, δεν υπάρχει<br />

αυτήν την περίοδο καμία μοριακή παράμετρος που να επικυρώνεται<br />

επαρκώς και να έχει ικανοποιητική «προφητική» δύναμη ώστε να<br />

αποδέχεται την κλινική αξία αυτών των όγκων.<br />

Οι μεταλλάξεις του ανασταλτικού για τους όγκους γονιδίου TP53<br />

αποτελούν μακράν τον πιο εντατικά μελετημένο πιθανό προγνωστικό<br />

δείκτη. Παλαιότερες μελέτες ανέφεραν τη μεγάλη σημασία της<br />

ανοσοϊστοχημικής ανίχνευσης της συσσωρευμένης TP53 πυρηνικής<br />

πρωτεΐνης σε pT1 και σε pΤ2-4 καρκίνους, και η ανάλυση της TP53 ήταν<br />

κοντά στη στερεότυπη εφαρμογή στον ουρικό καρκίνο της ουροδόχου<br />

κύστης. Εντούτοις, πολλές επόμενες μελέτες δεν μπόρεσαν να<br />

επιβεβαιώσουν αυτά τα στοιχεία. Είναι πιθανό μέρος αυτών των<br />

αποκλίσεων οφείλεται στα διαφορετικά ποσοστά απάντησης σε<br />

συγκεκριμένες θεραπευτικές αγωγές για τους όγκους με και χωρίς<br />

μεταλλάξεις του TP53. Μια πρόσφατη επανεξέταση περισσότερων από<br />

3700 όγκων εντόπισε μια αδύνατη αλλά σημαντική συσχέτιση μεταξύ<br />

θετικού TP53 και της ανεπαρκούς πρόγνωσης. Ένας ανεξάρτητος<br />

προγνωστικός ρόλος των TP53 μεταλλάξεων βρέθηκε μόνο σε 2 από τις<br />

7 δοκιμές που ερευνούν τον καρκίνο pΤ2-4. Οι TP53 μεταλλάξεις<br />

μπορούν να είναι κλινικά σημαντικότερες στον καρκίνο pT1, αφού<br />

περισσότερο από το 50% αυτών των μελετών βρήκαν ανεξάρτητη<br />

προγνωστική σημασία. Εντούτοις, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι ένα<br />

μέρος TP53 αρνητικών pTa όγκων με καλή πρόγνωση έχει συμβάλει σε<br />

μερικά από αυτά τα αποτελέσματα.<br />

Κανονισμός κυτταρικών κύκλων Τα p21 και p27 εμποδίζουν ή<br />

υποκινούν τις κυκλινοεξαρτώμενες κινάσες. Ο Stein παρουσίασε<br />

επέδειξε σε μια σειρά από 242 επιθετικούς καρκίνους που θεραπεύτηκαν<br />

με κυστεκτομή, ότι οι TP53+/p21- όγκοι ήταν άμεσα συσχετισμένοι με<br />

κακή πρόγνωση συγκριτικά με αυτούς με φαινότυπο ΤΡ53+/p21-. Ένα<br />

παρόμοιο αποτέλεσμα επιτεύχθηκε από τον Qureshi σε μια σειρά 68<br />

διηθητικών των μυών μη-μεταστατικών όγκων που αντιμετωπίστηκαν με<br />

ριζική ακτινοθεραπεία. Η έκφραση της p27 πρωτεΐνης ήταν<br />

εντυπωσιακός προάγγελος της πρόγνωσης σε ένα σύνολο ασθενών που<br />

θεραπεύθηκε με κυστεκτομή και βοηθητική χημειοθεραπεία. Μια κατά<br />

60% μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα παρατηρήθηκε σε 25 ασθενείς με<br />

p27+ όγκους σε σύγκριση με 0% των ασθενών με p27- όγκους. Καμία<br />

διαφορά βιωσιμότητας μεταξύ p27 θετικών και αρνητικών όγκων δεν<br />

71


παρατηρήθηκε στην ίδια μελέτη στους ασθενείς που όμως δεν είχαν<br />

λάβει τη βοηθητική χημειοθεραπεία. Η αδρανοποίηση του<br />

ρετινοπλασματικού (RB) γονιδίου εμφανίζεται σε ποσοστό 30-80% των<br />

καρκίνων της ουροδόχου κύστης, πολύ συχνά ως συνεπεία των<br />

ετερογυζυγωτικών 13q διαγραφών σε συνδυασμό με τη μετάλλαξη του<br />

υπόλοιπου αλληλόμορφου γονιδίου. Διάφοροι ερευνητές εξέθεσαν μια<br />

σχέση μεταξύ της έκφρασης της μεταλλαγμένης rb και της μειωμένης<br />

βιωσιμότητας των ασθενών με διηθητικό καρκίνο των μυών, και της<br />

ανάπτυξης όγκων σε pT1 καρκινώματα.<br />

HER2 η υπερβολική του έκφραση εμφανίζεται σε περίπου 30-70%<br />

των διηθητικών καρκίνων. Μερικές μελέτες έδειξαν ότι η έκφραση του<br />

Her2 είναι προάγγελος της βιωσιμότητας των ασθενών ή της<br />

μεταστατικής ανάπτυξης, αλλά αυτές οι δηλώσεις δεν επιβεβαιώθηκαν<br />

από άλλους. Ο Gandour- Edwards περιέγραψε πρόσφατα μια<br />

ραδιουργείσα σύνδεση μεταξύ της έκφρασης Her2 και της βελτιωμένης<br />

βιωσιμότητας των ασθενών μετά από χημειοθεραπεία βασισμένη σε<br />

paclitaxel. Η ταυτόχρονη ενίσχυση και έκφραση της παρακείμενης<br />

τοποϊσομεράσης 2alpha (TOP2Α) μπορούν επίσης να διαδραματίσουν<br />

έναν ρόλο για μια εναλλακτική χημειοευαισθησία σε ενισχυμένους με<br />

Her2 όγκους.<br />

EGFR εκφράζεται σε 30-50% των επιθετικά αναπτυσσόμενων όγκων<br />

των καρκίνων της ουροδόχου κύστεως. Οι πρώτες έρευνες συνέδεσαν<br />

την έκφραση του EGFR με έναν αυξημένο κίνδυνο επαναληψιμότητας<br />

και ανάπτυξης των όγκων, καθώς επίσης και με μειωμένη βιωσιμότητα.<br />

Σε μια μελέτη με 212 ασθενείς, η έκφραση του EGFR βρέθηκε να είναι<br />

ακόμη, ανεξάρτητος προάγγελος της ανάπτυξης και της βιωσιμότητας,<br />

αλλά πιο πρόσφατες μελέτες δεν μπόρεσαν να επιβεβαιώσουν αυτά τα<br />

αποτελέσματα.<br />

Αγγειογένεσις η έκταση της αγγειογένεσης μπορεί να υπολογιστεί με<br />

την ανοσοποίηση των μικροαγγείων χρησιμοποιώντας αντισώματα<br />

ενάντια στον παράγοντα VIII ή CD34. Τουλάχιστον μια μελέτη έχει<br />

προτείνει την πυκνότητα των μικροαγγείων ως ανεξάρτητο προγνωστικό<br />

παράγοντα στον διηθητικό καρκίνο των μυών της ουροδόχου κύστης.<br />

Εντούτοις, αυτό το εύρημα δεν επιβεβαιώθηκε σε κάποια επόμενη<br />

μελέτη. Η θρομβοσπονδίνη (TSP-1) είναι ένας ανασταλτικός παράγοντας<br />

της αγγειογένειας που ενισχύεται από την αλληλεπίδραση με την<br />

πρωτεΐνης ΤΡ53. Σε μια μελέτη, μια μειωμένη έκφραση TSP-1<br />

συνδέθηκε σημαντικά με την επαναληψιμότητα των ασθενειών και τη<br />

μειωμένη γενική βιωσιμότητα.<br />

72


Κυκλοοξυγενάση (COX) είναι ένα ένζυμο που μετατρέπει το<br />

αραχιδονικό οξύ σε προσταγλαδίνη H2. COX-2 είναι μια ενζυμική<br />

υποκατηγορία που προκαλείται από τα διάφορα ερεθίσματα<br />

συμπεριλαμβανομένης της ανάφλεξης και εμφανίζεται σε μεγάλα επίπεδα<br />

σε πολλούς τύπους όγκων. Μια υψηλή έκφραση COX-2 αφορούσε την<br />

καλή πρόγνωση σε μία σειρά 172 ασθενών που αντιμετωπίστηκε με<br />

ριζική κυστεκτομή. Σε μια άλλη μελέτη, εντούτοις, η χαμηλή έκφραση<br />

COX-2 συνδέθηκε σημαντικά με την καλή πρόγνωση στους καρκίνους<br />

pT1.<br />

73


ΑΝΑΛΥΣΗ DNA<br />

74


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12: ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ ΚΑΙ ΚΑΡΚΙΝΟ ΤΗΣ<br />

ΟΥΡΟΔΟΧΟΥ ΚΥΣΤΕΩΣ (1, 11, 12, 13, 17, 21)<br />

ΑΝΟΣΟΚΥΤΤΑΡΟΧΗΜΙΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ ΟΥΡΟΘΗΛΙΑΚΟΥ Ca<br />

1. Επιθηλιακοί Δείκτες<br />

Οι κυριότεροι δείκτες επιθηλιακής διαφοροποίησης, οι οποίοι<br />

εκφράζονται από τα νεοπλασματικά ουροθηλιακά κύτταρα είναι οι εξής:<br />

Cytokeratin 7<br />

EMA (Epithelial Membrane Antigen)<br />

EGFR (Epidermal Growth Factor)<br />

CEA (Carcinoebryonic Antigen)<br />

Σε μια πρόσφατη μελέτη η Cytokeratin 7 ανιχνεύθηκε σε ποσοστό<br />

83,5% των ουροθηλιακών όγκων, το EMA σε ποσοστό 62%, το EGFR<br />

σε ποσοστό 50% και το CEA σε ποσοστό 70%.<br />

Η έκφραση των αντιγόνων αυτών αυξάνει ανάλογα με τον βαθμό<br />

κακοήθειας και το στάδιο του όγκου. Συγκεκριμένα, αυτή είναι η<br />

μεγαλύτερη στους όγκους υψηλού βαθμού κακοήθειας και<br />

προχωρημένου κλινικού σταδίου, γεγονός που την καθιστά αξιόλογο<br />

προγνωστικό παράγοντα.<br />

2. Δείκτες κυτταρικού πολλαπλασιασμού<br />

Οι κυριότεροι δείκτες κυτταρικού πολλαπλασιασμού είναι οι εξής:<br />

AgNORs (Argyrophillic Nucleolar Organizer Regions)<br />

PCNA (Proliferating Cell Nuclear Regions)<br />

KI67<br />

Η ανοσοκυτταροχημική έκφραση των δεικτών αυτών είναι σημαντικά<br />

μεγαλύτερη στο νεοπλασματικό ουροθήλιο, σε σχέση με το φυσιολογικό.<br />

Μελέτες έδειξαν ότι τα θηλώδη Ca Grade III χαρακτηρίζονται από<br />

εντονότερη έκφραση των δεικτών κυτταρικού πολλαπλασιασμού απ’ ότι<br />

τα θηλώδη Ca Grade II. Αντίστοιχα οι ίδιοι δείκτες εκφράζονται<br />

εντονότερα στα θηλώδη Ca Grade II απ’ ότι στα θηλώδη Ca Grade I.<br />

Ειδικότερα τα θηλώδη Ca Grade II παρουσιάζουν ετερογένεια όσον<br />

αφορά την έκφραση των δεικτών κυτταρικού πολλαπλασιασμού, γεγονός<br />

το οποίο εξηγεί τη διαφορά στη βιολογική συμπεριφορά τους.<br />

Υπάρχει επίσης θετική συσχέτιση της έκφρασης των δεικτών αυτών<br />

με τη διηθητικότητα των ουροθηλιακών όγκων. Ειδικότερα, το Ki67<br />

είναι χρήσιμο για την διάκριση των διηθητικών από τους μη διηθητικούς<br />

όγκους και επομένως έχει μεγάλη προγνωστική αξία.<br />

75


3. Ογκογονίδια<br />

Τα κυριότερα ογκογονίδια είναι τα εξής:<br />

mdm-2<br />

c-erbB-2<br />

p53<br />

c-jun<br />

Είναι γνωστό ότι η ενίσχυση των ογκογονιδίων mdm-2 και c-erbB-2<br />

και η μετάλλαξη του ανασταλτικού p53 γονιδίου σχετίζονται με την<br />

καρκινογένεση στο ουροθήλιο.<br />

Οι αλλαγές αυτές στη δομή των ογκογονιδίων οδηγούν στην<br />

υπερέκφραση των αντίστοιχων ογκοπρωτεϊνών mdm-2, c-erbB-2 και p53<br />

στα νεοπλασματικά ουροθηλιακά κύτταρα. Η υπερέκφραση των<br />

ογκοπρωτεϊνών αυτών, η οποία ανιχνεύεται ανοσοκυτταροχημικά,<br />

σχετίζεται με πτωχή πρόγνωση των νεοπλασμάτων.<br />

Η ογκοπρωτεϊνη c-jun εκφράζεται από τους περισσότερους θηλώδεις<br />

όγκους και έχει παρατηρηθεί συσχέτιση της έντασης της αντίδρασης των<br />

νεοπλασματικών κυττάρων στην ογκοπρωτεϊνη αυτή με τη<br />

διηθητικότητα του όγκου.<br />

76


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13: ΕΠΙΛΟΓΟΣ<br />

Η επιτυχία της κυτταρολογίας των ούρων εξαρτάται από διάφορους<br />

παράγοντες. Το απαραίτητο στοιχείο της κυτταρολογικής εξέτασης, το<br />

ίδιο και όσον αφορά την κυτταρολογική διάγνωση, εξαρτάται όπως έχει<br />

ήδη αναφερθεί, αρχικά από την προετοιμασία των καλής ποιότητας και<br />

αναγνώσιμων δειγμάτων και έπειτα από τη χρήση ειδικών τεχνικών και<br />

συστημάτων.<br />

Έτσι, στη συμβατική κυτταρολογία όπως και στις περισσότερες<br />

ιατρικές έρευνες, ο ερευνητής εργάζεται περιγραφικά με τις κατ'<br />

εκτίμηση φυσιολογικές τιμές που επηρεάζονται υποκειμενικά και είναι<br />

υπολογισμένες με βάση την προσωπική γνώση και εμπειρία. Μια<br />

αντικειμενικότερη ανάλυση μπορεί να επιτευχθεί μέσω της χρήσης<br />

συστημάτων ανάλυσης εικόνας που αξιολογούν αυτόματα συγκεκριμένες<br />

και ποσοτικά προσδιορίσιμες ιδιότητες των συλλεχθέντων κυττάρων.<br />

Αντίθετα από την ιστοπαθολογία, στην οποία μια ημιαυτόματη ανάλυση<br />

του εμβαδού εκτελείται χειροκίνητα με τη χρήση στειλεού, η<br />

κυτταρολογία των ούρων έχει εστιάσει στην ανάπτυξη πλήρως<br />

αυτοματοποιημένων συστημάτων που καταγράφουν αυτόματα ποσοτικά<br />

την περιεκτικότητα σε DNA των κυττάρων με βάση την αρχή μέτρησης<br />

της πυκνότητας.<br />

Επομένως, είναι γεγονός ότι στο πέρασμα του χρόνου οι τεχνικές και<br />

τα μέσα επεξεργασίας των ούρων είτε βελτιώθηκαν είτε αναπτύχθηκαν<br />

εκ νέου, με στόχο τη διευκόλυνση των ερευνητών ως προς τα<br />

χρησιμοποιούμενα συστήματα αλλά κυρίως την ανάπτυξη της<br />

κυτταρολογικής επιστήμης για την αναγνώριση και εν συνέχεια θεραπεία<br />

οποιουδήποτε τύπου καρκίνου ή άλλης παθολογικής κατάστασης.<br />

Εικόνα 27. Ενεργοποιημένο μόνιτορ του MIAMED TV σύστημα ανάλυσης εικόνας.<br />

77


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Barbareschi M., Girlando S., Fellin G., Graffer U., Luciani<br />

L., Dalla-Palma P.: Expression of mdm-2 and p53 protein in<br />

transitional cell carcinoma. Urol. Res., 1995.<br />

2. Bian Y., Ehya H., Bagley D.H.: Cytologic diagnisis of upper<br />

urinary tract neoplasms by ureteroscopic sampling. Acta<br />

Cytol., 1995.<br />

3. Bibbo M.: Urinary tract. In Comprehensive Cytopathology.<br />

First edition. Philadelphia, W.B. Saunders, 1991.<br />

4. Boon M.E., Drijver J.S.: Routine Cytological Staining<br />

Techniques. First edition. U.K., Macmillan, 1986.<br />

5. Coleman D.V., Chapman P.A.: The urinary tract in Clinical<br />

Cytotechnology. First edition. Butterworths, 1989.<br />

6. Dickinson W.H.: Portions of cancerous growth passed by<br />

urethra. Trans. Pathol. Soc. Lond., 1869.<br />

7. Epstein Jonathan I. & A.Sesterhenn Isabell: Tumors of the<br />

Urinary System and Male Genitac Organs. IARC PRESS,<br />

Lyon, 2004.<br />

8. Ferguson F.: The diagnosis of tumor of the bladder by<br />

microscopical examination. Proc. N.Y. Path. Soc. Meeting<br />

of April,1892.<br />

9. Koss L.G.: The urinary tract in the absence of cancer. In<br />

diagnostic Cytology and its Histopathologic Basis. Fourth<br />

edition. Philadelphia, J.B. Lippincott, 1992.<br />

10. Koss L.G., Deitch D., Ramanathan R., Sherman A.B.:<br />

Diagnostic value of cytology of voided urine. Acta Cytol.,<br />

1985.<br />

11. Kruger S., Kahl M., Fabian T., Horlin A, Hermann G.,<br />

Müller H., Schneider M.: Morphometric, cytochemical and<br />

immunohistochemical studies on the proliferative activity of<br />

urinary bladder carcinomas. Verh. Dtsch. Ges. Pathol., 1993.<br />

78


12. Lipponen P.K.: Interrelationship between expression of p53,<br />

proliferating cell nuclear antigen and c-erB-2 in bladder<br />

cancer. Pathology, 1993.<br />

13. Nakopoulou L., Zervas A., Constantinides C., Stefanaki K.,<br />

Dimopoulos C.: Epithelial differentiation antigens and<br />

epidermal growth factor receptors in transitional cell bladder<br />

carcinoma. Urol. Int., 1995.<br />

14. Papanicolaou G.N. and Marshall V.F.: Urine sediment<br />

smears as a diagnostic procedure in cancers of the urinary<br />

tract. Science, 1945.<br />

15. Rathert P., Roth St., Soloway M.S.: Urinary Cytology.<br />

Manual and Atlas. Second edition. Berlin. Springer-Verlag,<br />

1991.<br />

16. Ro J.Y., Stärkel G.A., Ayala A.G. Cytologic and histologic<br />

features of superficial bladder cancer. Urol. Clin. North Am.,<br />

1992.<br />

17. Ruschoff J., Faucer G., Knuchel R., Hofstadter F.: AgNOR<br />

quantification with special reference to staining patterns.<br />

Zentralbl. Pathol., 1994.<br />

18. Sack M.J., Artymyshyn R.L., Tomaszewski J.E., Gupta P.K.:<br />

Diagnostic value of bladder wash cytology with special<br />

reference to low grade urothelial neoplasms. Acta Cytol.,<br />

1995.<br />

19. Sanders W.R.: Cancer of the bladder. Fragments forming<br />

urothelal plugs discharged in the urine. Concentric colloid<br />

bodies. Edinb. Med. J., 1864.<br />

20. Schumann G.B., Schumann J.L., Marcussen N.:<br />

Cytodiagnostic Urinalysis of Renal and Lower Urinary Tract<br />

Disorders. First edition. N.Y., Igaku-Shoin, 1995.<br />

21. Stavropoulos N.E., Ioackim-Velogianni E., Hastazeris K.,<br />

Kitsiou E., Stefanaki S., Agnantis N.: Growth fractions in<br />

bladder cancer defined by Ki67: association with cancer<br />

grade, category and recurrence rate of superficial lesions.<br />

Br.J. Urol., 1993.<br />

79


22. Tweenddale D.N. Urinary Cytology. In Series in Laboratory<br />

Medicine. First edition. Boston, Little, Brown and Company,<br />

1978.<br />

23. Wiener H.G., Vooijs G.P., van’t Hof-Grootenboer B.<br />

Accuracy of urinary cytology in the diagnosis of primary and<br />

recurrent bladder cancer. Acta Cytol., 1995.<br />

24. www.brown.edu<br />

25. www.ebi.com<br />

26. www.focus.gr<br />

27. www.iarc.fr/who_bluebooks<br />

28. www.inhealth.gr<br />

29. www.medhealth.com<br />

30. www.ncbi.nlm.gov<br />

31. www.pasteur.gr<br />

32. www.washigton.edu<br />

33. www.webmd.com<br />

80

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!