06.08.2019 Views

Μαργαρίται

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

ΚΟΙΝΩΦΕΛΕΣ ΙΔΡΥΜΑ «ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΝΗ»<br />

ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΙΕΡΑΠΥΤΝΗΣ ΚΑΙ ΣΗΤΕΙΑΣ<br />

<strong>Μαργαρίται</strong><br />

Επιμέλεια<br />

Μανόλης Σ. Πατεδάκης - Kώστας Δ. Γιαπιτσόγλου<br />

ΣΗΤΕΙΑ 2016


ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΙ<br />

ΜΕΛΕΤΕΣ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ<br />

ΤΟΥ ΜΑΝΟΛΗ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗ


Η έκδοση πραγματοποιήθηκε με τη χρηματοδότηση<br />

του Κοινωφελούς Ιδρύματος «Παναγία η Ακρωτηριανή»<br />

της Ιεράς Μητροπόλεως Ιεραπύτνης και Σητείας.<br />

<strong>Μαργαρίται</strong>. Μελέτες στη Μνήμη του Μανόλη Μπορμπουδάκη<br />

EΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ<br />

Μανόλης Σ. Πατεδάκης - Kώστας Δ. Γιαπιτσόγλου<br />

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΕΚΔΟΣΗΣ<br />

Μιχάλης Γ. Ανδριανάκης, Αρχιμ. Κύριλλος Διαμαντάκης<br />

ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ<br />

Ελευθερία Μαυρογιάννη<br />

ΣΧΕΔΙΑΣΗ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ<br />

Νίκος Ντρετάκης<br />

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Χριστός Παντοκράτωρ, λεπτομέρεια (14ος αι.).<br />

Ναός Αγίου Γεωργίου στη Λούτρα, Μάλλες.<br />

ΕΚΤΥΠΩΣΗ-ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ<br />

ΤΥΠΟΚΡΕΤΑ Γ. Καζανάκης ΑΒΕ<br />

τηλ. 2810 382800, www.kazanakis.gr<br />

ISBN: 978-960-86769-6-1<br />

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις<br />

της ελληνικής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και<br />

ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας.<br />

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή ολόκληρου του κειμένου χωρίς<br />

την έγγραφη συναίνεση από τους συγγραφείς και τον εκδότη.


ΚΟΙΝΩΦΕΛΕΣ ΙΔΡΥΜΑ «ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΝΗ»<br />

ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΙΕΡΑΠΥΤΝΗΣ ΚΑΙ ΣΗΤΕΙΑΣ<br />

<strong>Μαργαρίται</strong><br />

Μ Ε Λ Ε Τ Ε Σ<br />

στη Μνήμη του<br />

Μανόλη Μπορμπουδάκη<br />

Επιμέλεια<br />

Μανόλης Σ. Πατεδάκης - Kώστας Δ. Γιαπιτσόγλου<br />

<br />

ΣΗΤΕΙΑ 2016


{ }<br />

Μαργαρίτης (πρβλ. ευαγγ. Ματθαίου 13.45-46) ονομάζεται<br />

το ελάχιστο ψίχουλο από το μελιζόμενο Σώμα του Χριστού-<br />

Αμνού, όπως «διαμερίζεται» κατά τη Θεία Λειτουργία για<br />

την Κοινωνία των πιστών: «Μελίζεται καὶ διαμερίζεται ὁ<br />

Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ μελιζόμενος καὶ μὴ διαιρούμενος, ὁ πάντοτε<br />

ἐσθιόμενος καὶ μηδέποτε δαπανώμενος, ἀλλὰ τοὺς μετέχοντας<br />

ἁγιάζων.» (Θεία Λειτουργία Ιωάννου Χρυσοστόμου)


ΜΑΝΟΛΗΣ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗΣ<br />

[ 1932-2010 ]


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ<br />

Πρόλογος Μητροπολίτου Ιεραπύτνης και Σητείας .................. 11<br />

Πρόλογος ............................................................................... 14<br />

Μανόλης Μπορμπουδάκης: Ο πολύπλευρος συναρπαστικός<br />

άνθρωπος (Αθ. Κάντα, Ν. Σταμπολίδης) .................................. 19<br />

Δημοσιεύματα Μανόλη Μπορμπουδάκη ετών 1966-2011 .... 25<br />

Βραχυγραφίες ......................................................................... 29<br />

Μελέτες .................................................................................. 31<br />

◗ † Αntonino Di Vita, Un mausoleo-martyrion a Gortina ........ 32<br />

◗ Μaria Ricciardi, The Measure Unit on the Βaptistery Wall<br />

of Mitropolis, Gortys, Crete ................................................... 40<br />

◗ Λιάνα Σταρίδα, Αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στο Ηράκλειο<br />

από την περιόδο της αραβοκρατίας ........................................ 56<br />

◗ Μιχάλης Γ. Ανδριανάκης, Ο καθεδρικός ναός της Παναγίας<br />

Επισκοπής Αγιάς (Κυδωνίας) ................................................ 78<br />

◗ Αικατερίνη Κ. Μυλοποταμιτάκη- Σταυρινή Δρίτσα, Ο ναός<br />

των Αγίων Αποστόλων στα Άνω Μούλια Δήμου Γόρτυνας... 112<br />

◗ Κωνσταντίνος Κ. Σκαμπαβίας, Ένδεκα ανάγλυφα<br />

μεταλλικά εικονίδια βυζαντινών χρόνων του Μουσείου<br />

Κανελλοπούλου.................................................................... 122<br />

◗ Δημήτριος Εμμ. Καλομοιράκης, «Πρωτάτου Ἱστόρησις».<br />

Εἰκόνα ἀρχέτυπη καὶ ὁμολογιακὴ τῆς καθολικότητας τῆς<br />

ὀρθοδόξου χριστιανικῆς ἱεροκοσμικῆς ἀνθρωπολογίας καὶ<br />

πολιτογραφίας ...................................................................... 138<br />

◗ Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης, Ο ναός της Αγίας Μαρίνας στον<br />

οικισμό της Παναγιάς Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου ........ 190<br />

◗ Μαρία Μπορμπουδάκη, Ο άγιος Πέτρος της Βερόνας στον<br />

Άγιο Γεώργιο στους Αποστόλους Πεδιάδος και το τάγμα των<br />

Δομηνικανών στην Κρήτη .................................................... 238<br />

◗ Κώστας Ψαράκης, Ο τοιχογραφικός διάκοσμος του ναού<br />

του Αγίου Παντελεήμονα στα Ζυμβραγού Κισάμου, νομού<br />

Χανίων................................................................................. 258<br />

◗ Μιχαήλ Ι. Τρουλλινός, Συντήρηση των τοιχογραφιών<br />

καθολικού της Ιεράς Μονής Οδηγητρίας.............................. 278


◗<br />

◗<br />

◗<br />

◗<br />

◗<br />

◗<br />

◗<br />

◗<br />

◗<br />

◗<br />

◗<br />

◗<br />

Βασιλική Συθιακάκη-Κριτσιμάλλη, Παρατηρήσεις για την<br />

ιστορία και την αρχιτεκτονική του καθολικού της Μονής<br />

Βαλσαμονέρου...................................................................... 290<br />

Μανόλης Σ. Πατεδάκης, Μία επιγραφή με ηγεμονική<br />

διάσταση: Eπίγραμμα του Θεοδώρου Προδρόμου στο<br />

Βίβλος γενέσεως (ευαγγ. Ματθαίου 1.1) από την Παναγία<br />

στον Μέρωνα ....................................................................... 328<br />

Tζένη Αλμπάνη, Εἰ δὲ κακὰ ἐργάζῃ, φοβήθητι τὸν Κριτήν.<br />

Σχόλια σε τοιχογραφία με ποινές αμαρτωλών στον Άγιο<br />

Ιωάννη της Αξού Μυλοποτάμου, Κρήτη ............................... 360<br />

Γεώργιος Φουστέρης, Ο ναός του Σωτήρος στη θέση<br />

Μέσα Παντέλι Χαντρά Σητείας: Παρατηρήσεις<br />

στο εικονογραφικό πρόγραμμα ............................................. 382<br />

Xαράλαμπος Γάσπαρης, Ο λοιμός και το τάμα: Οι εκκλησίες<br />

του Αγίου Αθανασίου στο μεσαιωνικό Χάνδακα .................. 410<br />

Μυρτάλη Aχειμάστου-Ποταμιάνου, Επιλεγόμενα σε μία<br />

εικόνα της Γέννησης στη συλλογή Λοβέρδου........................ 428<br />

Ευθύμιος Ν. Τσιγαρίδας, Δύο εικόνες κρητικής σχολής<br />

της Μονής Καρακάλλου στο Άγιον Όρος ............................. 442<br />

Παναγιώτης Λ. Βοκοτόπουλος, Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου<br />

Ἀντωνίου στὴ Μονὴ Ἀπεζανῶν ........................................... 454<br />

† Αθανάσιος Δ. Παλιούρας, Το κύκνειο άσμα της κρητικής<br />

ζωγραφικής. Η περίπτωση των χάρτινων εικόνων που<br />

αντικαθιστούν τις φορητές τον 18ο και 19ο αι..................... 484<br />

Κώστας Γ. Τσικνάκης, Φροντίδες γιὰ τὴ συντήρηση τῶν<br />

ἐκκλησιῶν τῆς βενετικῆς περιόδου τῆς Κρήτης στὶς ἀρχὲς<br />

τοῦ 20οῦ αἰώνα: Ἡ ἐκκλησία τοῦ Προφήτη Ἠλία Περιβολίων<br />

Κυδωνίας ............................................................................. 500<br />

Πρωτοπρεσβ. Περίανδρος Ι. Επιτροπάκης, Λατρευτικός<br />

προορισμός και μνημειακός χαρακτήρας του χριστιανικού<br />

ναού: Dicatio ad patriam versus deputationem ad cultum ... 516<br />

Αναστασία Τζιγκουνάκη, Προστασία, διαχείριση, και<br />

ανάδειξη βυζαντινών μνημείων - Η διεθνής σύμβαση 1972... 536


ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΙΕΡΑΠΥΤΝΗΣ ΚΑΙ ΣΗΤΕΙΑΣ<br />

Πάντα αἰσθάνεται ἀμηχανία ὅποιος ἐπιθυμεῖ νὰ σκιαγραφήσει μιὰ δυναμική<br />

προσωπικότητα, ἕναν ὑπεύθυνο πρωτεργάτη, ἕναν πολυεδρικὸ<br />

μελετητὴ καὶ σκαπανέα τῆς ἱστορίας καὶ τῆς παράδοσης· καὶ ὅλα αὐτὰ<br />

σ’ ἕνα πρόσωπο συγκεντρωμένα καὶ διακριτά, ὅπως στὸ πρόσωπο τοῦ<br />

ἀειμνήστου Μανόλη Μπορμπουδάκη, σημαίνουν ἱκανότητες καὶ δεξιότητες<br />

ποὺ μὲ κόπο πολὺ συναντᾶ κανεὶς στὴν ἀνεικονικὴ ἐποχή μας.<br />

Δύσκολα θὰ δεχόταν νὰ ἀκούσει ἢ νὰ γράψει κάποιος γιὰ τὸ πρόσωπο<br />

καὶ τὴν προσφορά του, ὅταν ἦταν ἐν ζωῇ, ὡς Ἔφορος τῆς 13ης Ἐφορείας<br />

Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων Κρήτης, μὲ ἕδρα τὸ Ἡράκλειο.<br />

Ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὸν Ἐκκλησιαστὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, «Τοῖς<br />

πᾶσι χρόνος καὶ καιρὸς τῷ παντὶ πράγματι ὑπὸ τὸν οὐρανὸν ... καὶ καιρὸς<br />

τοῦ σιγᾶν καὶ καιρὸς τοῦ λαλεῖν» (Ἐκκλ. 3,1-7).<br />

Ἀφορμὴ λοιπὸν καὶ μνημόσυνο αὐτὰ τὰ λόγια γιὰ τὸ καταξιωμένο<br />

ἔργο του, τὴν ἀδιαμφισβήτητη μεγάλη προσφορά του καὶ τὸ σεμνό,<br />

λιτὸ καὶ ἀρχοντικὸ συνάμα ἦθος του. Αὐτὴ ἡ πηγαία ἁπλότητα –ποὺ<br />

εἶναι καὶ πνευματικότητα– ἐξασφαλίζει προσωπικὲς σχέσεις καὶ φιλίες<br />

δυνατὲς καὶ πολυχρόνιες. Καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ ὑπογραμμίσουμε.<br />

Ἦταν προϊστάμενος, ὁ ἐπώνυμος καὶ παλαιὸς Ἔφορος στὸν τομέα<br />

τῆς Βυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας, ἀλλὰ καὶ ἔμπιστος φίλος, διδάσκαλος<br />

καὶ συνεργάτης. Γιὰ ὅ,τι ἔπραττε ἢ σχεδίαζε εἶχε στόχους χρήσιμους<br />

καὶ ὑψηλούς.<br />

Στὴ δύσκολη μετακατοχικὴ ἐποχὴ καὶ γιὰ πολλὰ χρόνια, ἀπ’ τὸ ἴδιο<br />

μετερίζι διηύθυνε τὸ προσωπικὸ καὶ διαχειριζόταν τὰ μνημεῖα σοφὰ<br />

καὶ πρακτικά, μὲ γνώμονα τὸ κοινὸ συμφέρον ἀλλὰ καὶ τὴ διάσωσή<br />

τους. Τὰ ἀγαποῦσε καὶ τὰ φρόντιζε σὰν νὰ ἦταν παιδιά του. Πρωτοστατοῦσε<br />

καὶ ἐνεργοῦσε μὲ ἡρωισμὸ καὶ προσωπικὸ κόστος, ἀλλὰ πάντα<br />

μὲ γνώμονα τὴν ἐνσυνείδητη ἐργασία καὶ τὴ διαλλακτικὴ καὶ διαλογικὴ<br />

στάση. Αὐτὴ ἡ στάση του ἐξασφάλιζε τὴν ἐμπιστοσύνη, τὴν ἀξιοπιστία,<br />

τὴν ἀποτελεσματικότητα καὶ τὴν σταθερότητα. Γιατὶ τελικὰ πρέπει νὰ<br />

παραδεχθοῦμε ὅτι τὸ μυστικὸ τῆς ἐπιτυχίας, γιὰ ἁπλὲς ἢ ἡρωϊκὲς πράξεις,<br />

εἶναι πρῶτα ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό μας, στὰ ἔργα καὶ τὶς ἐπιλογές<br />

μας. Τότε καὶ οἱ ἄλλοι ἀκολουθοῦν, γιατὶ ἐμπιστεύονται ἐμᾶς.


12<br />

Αὐτὴ ἡ συμπεριφορὰ τοῦ μακαριστοῦ Μανόλη Μπορμπουδάκη<br />

ἦταν ἀπόσταγμα πολυετοῦς πείρας, κατάρτισης καὶ ἁρμονίας λόγων καὶ<br />

ἔργων, ἀρχῶν καὶ ἀξιῶν, συνοχῆς καὶ συμφωνίας, ἀλληλοεκτίμησης<br />

καὶ ἀμοιβαιότητας. Τὰ ἀποτελέσματα ἦταν πάντοτε ὁρατά. Παρέμεινε<br />

στὴν ἴδια θέση κατὰ τὴν ἐπαγγελματικὴ σταδιοδρομία του, παρ’ ὅλες<br />

τὶς πολιτικὲς ἀλλαγὲς καὶ τὴν ἐναλλαγὴ τῶν Κυβερνήσεων στὴν πολιτικὴ<br />

ἐξουσία.<br />

Συνεργάστηκε μὲ ὅλους τοὺς Μητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης,<br />

ὅπως καὶ μὲ Μοναχοὺς καὶ Ἱερεῖς· ἀνέπτυξε καὶ διατηροῦσε δυνατὲς<br />

φιλίες, ποὺ ἄντεξαν στὸν χρόνο· σεβάστηκε τὸ ἔργο τους, τὶς θέσεις<br />

καὶ ἀπόψεις τους, τοὺς προβληματισμοὺς καὶ τὶς προτεραιότητες στὶς<br />

ἐπιλογές τους. Ἀνέσυρε ἀπὸ τὴ λήθη πολλὰ καὶ σπουδαῖα μνημεῖα καὶ<br />

ἀνακαίνισε ὁλόκληρα Μοναστηριακὰ συγκροτήματα.<br />

Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρομε τὴν ἐπισταμένη ἐνασχόλησή του μὲ τὴ συντήρηση<br />

καὶ ἀνάδειξη τοῦ ὀχυρωματικοῦ κτηριακοῦ συγκροτήματος τῆς<br />

γεραρᾶς καὶ ἱστορικῆς Ἱερᾶς Σταυροπηγιακῆς καὶ Πατριαρχικῆς Μονῆς<br />

Τοπλοῦ Σητείας τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἱεραπύτνης καὶ Σητείας, τὴν<br />

πολύχρονη φιλία του μὲ τὸν Ἡγούμενο αὐτῆς Ἀρχιμ. Φιλόθεο Σπανουδάκη,<br />

καὶ τὴν καθοριστικὴ συμβολή του στὴν ὀργάνωση τοῦ σύγχρονου<br />

Μουσείου Ἐκκλησιαστικῆς Τέχνης τοῦ μοναστηριοῦ, στὸ ὁποῖο<br />

ἐκτίθενται μοναδικὲς εἰκόνες τῆς Κρητικῆς Σχολῆς Ἁγιογραφίας, ἱερὰ<br />

σκεύη καὶ ἄλλα κειμήλια καὶ μία σπάνια συλλογὴ χαρακτικῶν, ὅπως<br />

ἐπιστημονικὰ περιγράφονται στὸ σπουδαῖο σύγγραμμά του «Ἡ Ἱερά<br />

Σταυροπηγιακή Μονή τῆς Κυρίας Ἀκρωτηριανῆς Τοπλοῦ (ὁδηγὸς σκευοφυλακίου<br />

καὶ τοῦ Καθολικοῦ)», ποὺ ἐξέδωσε ἡ Μονὴ τὸ ἔτος 2004.<br />

Ὅλα τὰ παραπάνω ἀποτελοῦν σήμερα μαρτυρίες καὶ μαρτύρια τῆς<br />

ὀγκώδους ἐργασίας καὶ μεγαλόπνοης διορατικότητας καὶ ἐπιτυχίας του.<br />

Ὅλοι ἐμεῖς ἔστω καὶ γιὰ λίγο τὸν ζήσαμε κοντὰ στὸν μακαριστὸ καὶ<br />

σπουδαῖο Πρωθιεράρχη Ἀρχιεπίσκοπο Κρήτης Εὐγένιο, ὁ ὁποῖος στὰ<br />

χρόνια τῆς μακρᾶς ἀρχιερατείας του πάντοτε τὸν ἀναζητοῦσε καὶ τοῦ<br />

ἀνέθετε δύσκολες ἀποστολές. Καὶ ἐκεῖνος πάλι μὲ ταπείνωση καὶ σεβασμὸ<br />

ἀποδεχόταν ὑπάκουα, προτείνοντας τὴν καλύτερη δυνατὴ λύση.<br />

Δὲν εἶχε κενὰ στὶς σχέσεις του, τὶς φιλίες του, ὅπως καὶ στὰ ἔργα του.<br />

Ἡ ἰδιότητα τοῦ θεολόγου ἐπιστήμονα σὲ μιὰ διευθυντικὴ θέση τοῦ<br />

χάριζε αὐτὴ τὴν ἀμεσότητα, τὴν κοινωνία τῶν προσωπικῶν σχέσεων,<br />

ὡς κοινωνία σχέσεων καὶ προσώπων, ποὺ εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς<br />

Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.<br />

Ἡ πατροπαράδοτη εὐσέβειά του καὶ ἡ γνώση τῆς θείας λατρείας<br />

τὸν ὁδήγησαν συνειδητὰ καὶ ὑπεύθυνα μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις του, ὥστε<br />

οἱ πολλοὶ Ἱεροὶ Ναοί, οἱ ἐγκαταλελειμμένες Μονὲς καὶ τὰ μνημεῖα τῆς


13<br />

Μεγαλονήσου νὰ τύχουν πλήρους ἀνασύστασης καὶ ἀνακαίνισης καὶ<br />

νὰ τελεῖται ξανὰ κάτω ἀπὸ τοὺς θόλους τους, ὅπως στὴν ἐποχή τους,<br />

ἔτσι καὶ σήμερα, ἡ θεία λατρεία, νὰ ὑμνεῖται ὁ ἐν Τριάδι ἀληθινὸς Θεὸς<br />

καὶ νὰ ἱερουργεῖται τὸ Μυστήριο τῆς ζωῆς καὶ τῆς πανανθρώπινης σωτηρίας.<br />

Πιστεύομε καὶ ποθοῦμε ὅτι αὐτὴ ἡ οὐράνια Θεία Λειτουργία ποὺ<br />

ἀναπέμπεται ἀπὸ τὴν ἐπίγεια θεία ἱερουργία στὸν Θρόνο τῆς Δόξης τοῦ<br />

Κυρίου, αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ μεγαλύτερη δόξα τοῦ ἔργου του, ἡ καταξίωση<br />

τῆς προσφορᾶς του καὶ ἡ αἰώνια ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς του. Γιατὶ πάντα<br />

στὴ Θεία Λειτουργία «τὰ ἄνω τοῖς κάτω συνεορτάζει, καὶ τὰ κάτω τοῖς ἄνω<br />

συνομιλεῖ» (Εὐχὴ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ).<br />

Ὡς ἔνδειξη ἱεροῦ μνημοσύνου, σεβασμοῦ καὶ ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης<br />

στὴ μνήμη τοῦ μακαριστοῦ Μανόλη Μπορμπουδάκη, τὸ Δ.Σ. τοῦ<br />

Κοινωφελοῦς Ἱδρύματος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας «Παναγία ἡ<br />

Ἀκρωτηριανή» ἀποφάσισε νὰ συμπεριλάβει στὶς ἐκδόσεις του τὸν παρόντα<br />

τιμητικὸ καὶ ἀφιερωματικὸ Τόμο μὲ τίτλο «<strong>Μαργαρίται</strong>», μὲ τὴν<br />

εὐχὴ ἡ ἐπὶ γῆς ζωὴ καὶ βιοτὴ τοῦ τιμωμένου νὰ ἀποτελέσει παράδειγμα<br />

πρὸς μίμηση γιὰ ὅλους τοὺς μεταγενεστέρους, καθὼς καὶ ἀπάντηση καὶ<br />

διέξοδο στὴν ἐπικρατοῦσα παραφιλολογία καὶ γραφειοκρατία τῆς<br />

ἐποχῆς μας.<br />

Σητεία, 8 Σεπτεμβρίου 2016,<br />

ἑορτὴ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου<br />

Ὁ Μητροπολίτης καὶ Πρόεδρος τοῦ Δ.Σ.<br />

τοῦ Κοινωφελοῦς Ἱδρύματος «Παναγία ἡ Ακρωτηριανή»<br />

† Ὁ Ἱεραπύτνης & Σητείας ΕΥΓΕΝΙΟΣ


ΠΡΟΛΟΓΟΣ<br />

Οι μελέτες στο παρόν βιβλίο αφιερώνονται ως λίγα ψιχία στη μνήμη<br />

του Μανόλη Μπορμπουδάκη, πάνω από έξι χρόνια μετά τον θάνατό<br />

του, τον Νοέμβρη του 2010. Όπως κατά την προσκομιδή των «μερίδων»<br />

στην πρόθεση του ναού και την προσφορά στο θυσιαστήριο για<br />

την ανάπαυση των αγαπημένων που έφυγαν, πολλοί αισθάνονταν την<br />

υποχρέωση να κάνουν και αυτό εδώ το μνημόσυνο. Για μια ψυχή που<br />

εργάστηκε μέσα στα ανθρώπινα στην Κρήτη, για περισσότερες από<br />

τέσσερις δεκαετίες, ως πραγματικός «επιμελητής» των αρχαιοτήτων<br />

και των μνημείων, κινητών και ακίνητων, από την πρωτοχριστιανική<br />

περίοδο έως και τους νεότερους χρόνους. Τα περιεχόμενα του τόμου<br />

αντιπροσωπεύουν την ευρύτητα του αρχαιολογικού έργου του, από<br />

τις ανασκαφές σε θέσεις των πρωτοβυζαντινών χρόνων, τον αραβοκρατούμενο<br />

Χάνδακα, τα μνημεία της πρώτης και της δεύτερης βυζαντινής<br />

περιόδου, τη βυζαντινή τέχνη εν γένει και την ερμηνεία της,<br />

τους τοιχογραφημένους ναούς της «βυζαντινής Κρήτης» κατά τη βενετοκρατία,<br />

τα βενετσιάνικα μνημεία των πόλεων, τις εικόνες της μεταβυζαντινής<br />

κρητικής ζωγραφικής, μέχρι και το σήμερα, ιδιαίτερα<br />

σε σχέση με τις αρχές συντήρησης, διαχείρισης και διάσωσης της<br />

πολιτισμικής κληρονομιάς.<br />

O Μανόλης Μπορμπουδάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1932,<br />

όπου και τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές. Σπούδασε θεολογία<br />

και αρχαιολογία στη Θεολογική και τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου<br />

Αθηνών. Από το 1965 υπηρέτησε ως επιμελητής στο<br />

Υπουργείο Πολιτισμού και ακολούθως ως Έφορος της 13ης Εφορείας<br />

Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων Κρήτης, θέση στην<br />

όποια παρέμεινε μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 1999.<br />

Κατά τη μακρόχρονη θητεία του ως Έφορος Αρχαιοτήτων ασχολήθηκε<br />

συστηματικά με την αποκατάσταση και την αναστήλωση πλήθους<br />

μνημείων σε ολόκληρη την Κρήτη, καθώς και τη συντήρηση<br />

τοιχογραφημένων συνόλων και εικόνων. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον<br />

Άγιο Νικόλαο στα Κυριακοσέλια στον Νομό Χανίων, το καθολικό της


Μονής της Παναγίας Αντιφωνήτριας στα Μυριοκέφαλα, τη Μονή Αρκαδίου<br />

και το Φρούριο Φορτέτζα στον Νομό Ρεθύμνου, τον ναό της<br />

Παναγίας Κεράς-Λημνιώτισσας στην Επισκοπή Πεδιάδος, την Παναγία<br />

στα Καπετανιανά, το καθολικό της Μονής του Αγίου Φανουρίου<br />

στο Βαλσαμόνερο και τον Άγιο Ματθαίο των Σιναϊτών στον Νομό<br />

Ηρακλείου, την Παναγία Κερά στην Κριτσά και τη Μονή Τοπλού στον<br />

Νομό Λασιθίου. Παράλληλα πραγματοποίησε σημαντικές ανασκαφές<br />

στη βασιλική της Αλμυρίδας Αποκορώνου, τη βασιλική της Κολοκύθας<br />

κοντά στην Ελούντα Μεραμπέλλου, τον τρίκογχο παλαιοχριστιανικό<br />

ναό της Μητρόπολης Μεσαράς, ενώ από το 1991 έως τον<br />

θάνατό του, σε συνεργασία με την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών,<br />

ανέσκαπτε στην Αρχαία Γόρτυνα την πεντάκλιτη Βασιλική του<br />

Αγίου Τίτου, τη μεγαλύτερη που έχει ανακαλυφθεί στην Κρήτη. Η<br />

γνώση του για την πολιτιστική κληρονομιά της Κρήτης υπήρξε απαράμιλλη,<br />

προϊόν πολύχρονης επιτόπιας έρευνας, –θυμόταν μία-μία<br />

τις παραστάσεις από το εικονογραφικό πρόγραμμα των εκατοντάδων<br />

ναών της Κρήτης–, ενώ ο δυναμικός χαρακτήρας του αποτελούσε εγγύηση<br />

για την προστασία της. Το αγωνιστικό του φρόνημα για τη διάσωση<br />

του μνημειακού πλούτου της Κρήτης είχε εκδηλωθεί ήδη στα<br />

χρόνια της δικτατορίας, όταν ως νεοδιόριστος ακόμη υπάλληλος δε<br />

δίστασε να εκφράσει την αντίθεσή του στην κατεδάφιση του Ναού<br />

του Σωτήρος στο Ηράκλειο.<br />

Ο Μανόλης Μπορμπουδάκης συνέβαλλε σημαντικά ως κεντρικός<br />

μελετητής της κρητικής ζωγραφικής, με την έρευνα, τη διεισδυτική<br />

του ματιά και τις δημοσιεύσεις του, στην ανάδειξη και την<br />

παρουσίαση –σε ένα ευρύτερο κοινό– της τέχνης των τοιχογραφημένων<br />

ναών της Κρήτης. Μάλιστα με αφορμή τη μελέτη των τοιχο -<br />

γραφιών στην Παναγία στον Μέρωνα Αμαρίου, έκανε λόγο για ένα<br />

ιδιαίτερα δραστήριο εργαστήριο ζωγράφων, με πιθανή προέλευση<br />

από την Κωνσταντινούπολη, ενώ συνέδεσε την περίοδο ακμής του<br />

με τη σημαντική κρητική οικογένεια των Καλλεργών. Ανάλογα και σε<br />

άλλα τοιχογραφημένα σύνολα, όπως την Παναγία στο Σκλαβεροχώρι<br />

αλλά και τον Άγιο Φανούριο στο Βαλσαμόνερο, η χαρισματική του<br />

ματιά αναδείκνυε τη διείσδυση της κωνσταντινουπολίτικης παράδοσης<br />

στην Κρήτη και τη σχέση της με τη ζωγραφική της νήσου κατά τη<br />

βενετοκρατία.<br />

Η σπουδαία και μεγάλη έκθεση για τις εικόνες της Κρητικής Τέχνης,<br />

που διοργάνωσε το 1993 στο Ηράκλειο, σε συνεργασία με τη<br />

Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη αλλά και Εφορείες Αρχαιοτήτων και<br />

15


16<br />

μουσεία από την Ελλάδα και τη Ρωσία, και οι συνακόλουθες εκθέσεις<br />

στην Αθήνα, είχαν διεθνή απήχηση, παρουσιάζοντας για πρώτη<br />

φορά στο ευρύ κοινό μεγάλο αριθμό εικόνων, ως αντιπροσωπευτικά<br />

έργα μεγάλων ζωγράφων της Κρητικής Σχολής. Εξίσου καθοριστική<br />

υπήρξε η συμβολή του και στις επίσης σημαντικές εκθέσεις που οργανώθηκαν<br />

στο Ηράκλειο, για τα 450 χρόνια από τη γέννηση του Δομήνικου<br />

Θεοτοκόπουλου, το 1990, και τα πορτραίτα του Φαγιούμ, το<br />

1998, σε αγαστή συνεργασία με προσωπικότητες που επίσης λείπουν<br />

σήμερα στην πόλη του Ηρακλείου, όπως τον δήμαρχο Μανόλη Καρέλλη<br />

και τον αείμνηστο διευθυντή της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης<br />

Νίκο Γιανναδάκη. Αξίζει επίσης να μνημονευθούν τα<br />

αισθήματα αλληλεκτίμησης που έτρεφε ο Μανόλης Μπορμπουδάκης<br />

με τη Μελίνα Μερκούρη, τον Νίκολαο Μ. Παναγιωτάκη, τον Στυλιανό<br />

Αλεξίου.<br />

Δίδαξε επί σειρά ετών Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Αρχαιολογία<br />

και Τέχνη στη σχολή Ξεναγών Κρήτης, ενώ υπήρξε μέλος της Αρχαιολογικής<br />

Εταιρείας Αθηνών, της Χριστιανικής Αρχαιολογικής<br />

Εταιρείας, της Εταιρείας Κρητικών Ιστορικών Μελετών, καθώς και<br />

της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Δυτικής Κρήτης. Για την<br />

ξεχωριστή του μέριμνα και την προσφορά του στην πόλη του Ρεθύμνου<br />

–κυρίως τη συμβολή του στη διάσωση της παλιάς πόλης– τού<br />

απονεμήθηκε, το 1999, ο τίτλος του επίτιμου δημότη της πόλης, ενώ<br />

για την πολύτιμη προσφορά του στα εκκλησιαστικά μνημεία της Κρήτης<br />

η Α. Θ. Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος<br />

τού απένειμε το οφίκιο του Άρχοντα Ιερομνήμονα το 1993. Το<br />

πλήθος των ανακοινώσεών του και η συναφής λίστα των δημοσιευμάτων<br />

του φανερώνουν τη γνώση του σε βάθος για τη βυζαντινή<br />

τέχνη και την καθαρή ματιά και εποπτεία του στα κρητολογικά γράμματα.<br />

Η ευρυμάθεια και το φάσμα των ερευνητικών του ενδιαφερό -<br />

ντων, διακρίνονται και μέσα από τη μεγάλη προσωπική συλλογή<br />

βιβλίων που είχε καταρτίσει ο ίδιος, μέρος της οποίας δωρήθηκε από<br />

τα παιδιά του Μαρία Μπορμπουδάκη και Αλέξη-Λάμπρο Μπορμπουδάκη<br />

στη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου.<br />

Αποκαλύπτοντας το όραμα της ζωής του, που πάντοτε αγωνιζόταν<br />

για να το πραγματοποιήσει, σε ένα από τα τελευταία κείμενά του, προλογίζοντας<br />

το βιβλίο της Λ. Σταρίδα, Η λέσχη των ευγενών του Χάνδακα,<br />

ο Μανόλης Μπορμπουδάκης έγραφε: «... Ο αρχαιολογικός και ιστορικός<br />

πλούτος του Ηρακλείου δεν περιορίζεται μόνο στα μνημεία που σώζονται<br />

και τα βλέπομε καθημερινά, αλλά επεκτείνεται σε όλη την εντός των τειχών


17<br />

διατηρημένη πόλη, πίσω, μέσα και κάτω από αυτήν, όπως έχει διαπιστωθεί<br />

από όλες τις ανασκαφικές έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί τις τελευταίες<br />

δεκαετίες. Ο ενετικός οχυρωματικός περίβολος, το πιο μεγαλειώδες δημιούργημα<br />

της ενετικής στρατιωτικής τέχνης, με τις Πύλες, τους Προμαχώνες,<br />

την τάφρο και τα εξωτερικά αναχώματά του, οριοθετεί την πόλη που διατηρεί<br />

ακόμα την ατμόσφαιρα της μεσαιωνικής ζωής. Το σχέδιο πόλεως του<br />

1936 στάθηκε αρνητικός συντελεστής στην πολεοδομική εξέλιξη της πόλης,<br />

αφού προκάλεσε έναν οικοδομικό οργασμό σε συνοικίες και γειτονιές που<br />

διατηρούν μέχρι και σήμερα τις χαράξεις της ενετοκρατίας, αλλά με άμορφα<br />

και άναρχα δομημένα πολυώροφα κτίρια από μπετόν. Και στις εκτός των<br />

τειχών περιοχές της πόλης, κτίστηκαν παράνομα, αυθαίρετα και χωρίς πολεοδομικό<br />

σχεδιασμό, συνήθως ακαλαίσθητα κτίρια, αλλοιώνοντας έτσι<br />

πλήρως τη συνολική εικόνα του Ηρακλείου. Αντίθετα, οι Ευρωπαίοι διατήρησαν<br />

ακέραιους τους μεσαιωνικούς και αναγεννησιακούς οικισμούς τους,<br />

με πλήρη σεβασμό στο μνημειακό τους πλούτο και την ατμόσφαιρα της<br />

εποχής που κάθε πόλη αντιπροσώπευε. Η Υπηρεσία φρόντισε έγκαιρα να<br />

διασώσει την ατμόσφαιρα των μεσαιωνικών (πόλεων) Ρεθύμνου και Χανίων,<br />

κάτι που, αντίθετα, στάθηκε αδύνατο να εφαρμοστεί στη μεσαιωνική πόλη<br />

του Ηρακλείου. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που έζησα την αυτούσια μεσαιωνική<br />

πόλη του Ηρακλείου, την ατμόσφαιρα και τον ρομαντισμό στα<br />

πλακόστρωτα σοκάκια και τις γειτονιές με τα όμορφα και καλαίσθητα παλαιά<br />

κτίρια, πριν αρχίσει η τσιμεντένια ανοικοδόμηση ακαλαίσθητων κτιρίων<br />

στα ίδια αυτά ρομαντικά στενά...»<br />

Αυτήν «την ατμόσφαιρα εντός των τειχών» του παρελθόντος, κόντρα<br />

στους εχθρούς πολιορκητές από τη σημερινή εποχή, αγωνιζόταν<br />

να διασώσει ο Μανόλης Μπορμπουδάκης και σε μεγάλο βαθμό το<br />

πέτυχε. Υπήρξε ακούραστος και εμπνευσμένος ερευνητής, επιστήμονας<br />

και επιμελητής των μνημείων, των υλικών καταλοίπων και έργων<br />

τέχνης που είχαν παραχθεί στην Κρήτη κατά την πρωτοχριστιανική,<br />

την αραβική, τη βυζαντινή –ένθεν και ένθεν της αραβικής–, τη βενετική<br />

και μεταβυζαντινή περίοδο. Άνοιξε νέους δρόμους στο νησί για<br />

την αρχαιολογία, την ιστορία της τέχνης, την ιστορία κατά τον τελευταίο<br />

μισό αιώνα, που ευχόμαστε και με τη συμβολή του παρόντος<br />

τόμου να παραμένουν ανοιχτοί.<br />

Μ. Ανδριανάκης - Κ. Γιαπιτσόγλου - Μ. Πατεδάκης


ΜΑΝΟΛΗΣ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗΣ:<br />

Ο ΠΟΛΥΠΛΕΥΡΟΣ ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ<br />

Τον Μανόλη Μπορμπουδάκη θα τον θυμόμαστε πάντα ως πραγματικό<br />

φίλο, ικανότατο γοητευτικό άνθρωπο, εξαιρετικό διαχειριστή της<br />

πολιτιστικής κληρονομιάς της Κρήτης και πολύπλευρο αρχαιολόγο.<br />

Είχε βαθειά γνώση των αρχαίων και χριστιανικών κειμένων και παράλληλα<br />

με την ειδίκευσή του στη θεολογία και τη βυζαντινή αρχαιολογία,<br />

ιδιαίτερα την αρχιτεκτονική και τις εικόνες, γνώριζε καλά το<br />

Μινωικό πολιτισμό και τις τοιχογραφίες του. Το πάθος του για τα βιβλία<br />

ήταν μεγάλο. Διάβαζε ακατάπαυστα μέχρι το τέλος της ζωής του,<br />

ακόμη και όταν η υγεία του είχε κλονισθεί ανεπανόρθωτα. Μεγάλο<br />

επίσης υπήρξε το πάθος του για την κλασική μουσική, ιδιαίτερα για<br />

τους Ρώσους συνθέτες. Η βιβλιοθήκη του που αριθμούσε χιλιάδες<br />

τόμους, σφραγισμένους και αριθμημένους από τον ίδιο, δωρήθηκε<br />

από τα παιδιά του στη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου,<br />

ενώ η μεγάλη συλλογή του, με πάνω από χίλιους δίσκους βινυλίου<br />

κλασικής μουσικής, παραχωρήθηκε στην Ελληνική Ραδιοφωνία,<br />

ώστε να αποτελέσει τμήμα του αρχείου της. Η πλούσια συλλογή του<br />

από δίσκους ακτίνας (cd) αποτελεί πλέον τμήμα του υλικού που διαθέτει<br />

το Μουσικό Σχολείο Ηρακλείου για την επιμόρφωση των μαθητών<br />

του. Ο Μανόλης είχε μεγάλη αγάπη για έπιπλα εποχής και το<br />

σπίτι του ήταν γεμάτο από αυτά. Σειρά από τέτοια έπιπλα, γραφεία<br />

και βιβλιοθήκες του, παραχωρήθηκαν από τα παιδιά του στο παραδοσιακό<br />

κτήριο του Κέντρου Μελέτης του Μινωικού Πολιτισμού στο<br />

Μοναστηράκι Αμαρίου, για χρήση των μελετητών.<br />

Ο Μανόλης σε όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής του ζωής<br />

υπηρέτησε με αυταπάρνηση την αρχαιολογία, από το 1965 που διορίσθηκε<br />

στην αρχαιολογική υπηρεσία μέχρι την αφυπηρέτησή του το<br />

1999. Κατά τα έτη αυτά η Κρήτη αποτελούσε μια ενιαία Εφορεία<br />

Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και ο Μανόλης ως επιμελητής και αργότερα<br />

Έφορος Αρχαιοτήτων γύριζε ακατάπαυστα όλο το νησί, για τη διάσω -<br />

ση, μελέτη και ανάδειξη των βυζαντινών, μεταβυζαντινών και ενετι-


20<br />

κών μνημείων. Ως βαθύς γνώστης της Κρητικής Σχολής ζωγραφικής<br />

του 14ου και 15ου αιώνα, συντήρησε μεγάλο αριθμό εκκλησιών,<br />

καθώς και άλλων μνημείων της Κρήτης, τοιχογραφιών αλλά και φορητών<br />

εικόνων, ενώ περπάτησε ακούραστα μέχρι τα πιο απομακρυσμένα<br />

σημεία της, σε ξωκλήσια και σε εγκαταλειμμένα μοναστήρια τα<br />

οποία ανακαινίσθηκαν και λειτούργησαν εκ νέου. Αγωνίστηκε με<br />

πολύ προσωπικό κόπο, σε καιρούς δύσκολους, έχοντας στη διάθεσή<br />

του ελάχιστα μέσα, αλλά αστείρευτη αγάπη, σε συνδυασμό με γνώση<br />

για τα μνημεία, και διαρκή έγνοια για τη διάσωση, συντήρηση και<br />

αναγέννησή τους. Είναι γνωστή η αντίστασή του, ως νεοδιόριστου<br />

τότε αρχαιολόγου, για να αποτρέψει την απόφασή της Χούντας για<br />

την κατεδάφιση του ναού του Σωτήρος (Βαλιντέ Τζαμί), στη σημερινή<br />

πλατεία Κορνάρου στο Ηράκλειο. Ο Μανόλης που τυχαία γλύτωσε<br />

πολύ σοβαρές συνέπειες γι’ αυτήν την πράξη αντίστασής του, διηγείτο<br />

πάντα την ιστορία με γλαφυρό τρόπο.<br />

Κατά τη διάρκεια της θητείας του στην Αρχαιολογική Υπηρεσία,<br />

εκτός από τα εκατοντάδες τοιχογραφικά σύνολα, τις εικόνες και τα<br />

λατρευτικά –και μη– άλλα αντικείμενα που συντηρήθηκαν και αναδείχθηκαν,<br />

διενεργήθηκαν εκτεταμένες σωστικές επεμβάσεις σε<br />

πολλά μνημεία αλλά και τμήματα παραδοσιακών οικισμών και πόλεων<br />

σε ολόκληρη την Κρήτη. Στο επιστημονικό και ερευνητικό του<br />

έργο συγκαταλέγεται η ανασκαφή, μελέτη και αναστήλωση κορυφαίων<br />

μνημείων. Πολύ σημαντική ήταν από κοινού ανασκαφή σε συνεργασία<br />

με την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή και τον φίλο του Antonino<br />

Di Vita στη Γόρτυνα, της μεγαλύτερης βασιλικής της Κρήτης και από<br />

τις μεγαλύτερες στην Ελλάδα, την οποία ταύτισε με τον αυθεντικό μεγάλο<br />

μητροπολιτικό πρωτοβυζαντινό ναό του Αγίου Τίτου. Ο Μανόλης<br />

είχε πάντα μεγάλο ενδιαφέρον και πραγματική γνώση για την<br />

παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Κρήτης και τις λιθοδομές των κτηρίων<br />

της με λάσπη, μικρές πέτρες και χωρίς κονίαμα. Τέτοιες λιθοδομές<br />

αφθονούσαν στο νησί από τα Μινωικά χρόνια και εξής,<br />

συνεχίζονταν δε στους Ελληνορωμαϊκούς χρόνους. Είχε επίσης προχωρήσει<br />

σε έρευνα των πρωτογενών κονιαμάτων, όπου διατηρούνταν,<br />

σε λιθόκτιστα κτήρια, με σκοπό τη χρήση τους στην αναστήλωση,<br />

σε αντίθεση με τα δευτερογενή που προστέθηκαν εκ των υστέρων σε<br />

λιθόκτιστες παραδοσιακές κατασκευές, ως αποτέλεσμα αλλαγών ή<br />

επισκευών στα κτήρια αυτά.<br />

Μια άλλη πολύ σημαντική, αλλά ελάχιστα γνωστή ανασκαφή, σε<br />

συνεργασία με τον διάσημο νομισματολόγο George C. Miles, διενερ-


γήθηκε το 1967 στον χώρο μεταξύ της εκκλησίας του Αγίου Πέτρου<br />

και του θαλασσίου μετώπου της πόλης του Ηρακλείου. Αποκαλύφθηκαν<br />

λίγα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, αλλά άφθονη κεραμική όλων των<br />

εποχών από τους τουρκικούς, ενετικούς, βυζαντινούς, αραβικούς,<br />

ρωμαϊκούς, μέχρι και τους πρωτογεωμετρικούς χρόνους. Ο Miles<br />

ασχολήθηκε με τη μελέτη των αραβικών νομισμάτων από την ανασκαφή<br />

και τα δεδομένα που αυτά παρέχουν για την περίοδο αραβικής<br />

κατοχής της Κρήτης. Τα ημερολόγια και άλλα στοιχεία από την πολύ<br />

σημαντική αυτή ανασκαφή έχουν πλέον κατατεθεί στο αρχείο της<br />

Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα.<br />

Σημαντικό και πρωτοποριακό τμήμα του έργου του Μανόλη<br />

Μπορμπουδάκη αποτέλεσε η διοργάνωση μεγάλων εκθέσεων και η<br />

δημοσίευση σημαντικών καταλόγων που μέχρι σήμερα έχουν καταξιωθεί<br />

ως πολύ βασικό βοήθημα για την έρευνα. Οι εκθέσεις που<br />

κυριολεκτικά άφησαν εποχή ήταν:<br />

- Η μεγάλη έκθεση στο Ηράκλειο το 1993 και ο κατάλογος «Εικόνες<br />

της Κρητικής Τέχνης από τον Χάνδακα ως τη Μόσχα και την Αγία<br />

Πετρούπολη», η οποία οργανώθηκε από τον Δήμο Ηρακλείου, από τη<br />

Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη και την Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων<br />

Κρήτης. Η έκθεση αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως μία από τις<br />

δράσεις-σταθμούς της καριέρας του. Ο Μανόλης Μπορμπουδάκης<br />

είχε την επιμέλεια της έκθεσης και της έκδοσης του ομώνυμου καταλόγου.<br />

Η έκθεση περιελάμβανε περισσότερα από διακόσια έργα που<br />

προέρχονταν από την Κρήτη, το Άγιον Όρος και μουσεία της Ελλάδας<br />

και της Ρωσίας, μέσα από τα οποία φωτίστηκαν δύο αιώνες ιστορικής<br />

και καλλιτεχνικής πορείας από την εποχή που γέννησε ζωγράφους<br />

όπως τον Μιχαήλ Δαμασκηνό και τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. Η<br />

εξαιρετικά επιτυχημένη και σημαντική αυτή έκθεση μεταφέρθηκε στη<br />

συνέχεια στην Εθνική Πινακοθήκη· εκτός από τον κατάλογό της γυρίστηκε<br />

και ομώνυμο ντοκιμαντέρ σε δύο μέρη –συνολικής διάρκειας<br />

πάνω από 100 λεπτά, στο ψηφιακό αρχείο της ΕΡΤ–, όπου ο Μανόλης<br />

ξεναγεί στις σχετικές εικόνες.<br />

- Η έκθεση «Θεοφάνης ο Κρης. Εικόνες από τον ιερό ναό του Πρωτάτου»<br />

και ο σχετικός κατάλογος, όπου για πρώτη φορά το 1993 εικόνες<br />

του Αγίου Όρους ταξίδευσαν εκτός της Αθωνικής Πολιτείας<br />

και παρουσιάσθηκαν σε έκθεση στο ευρύτερο και επιστημονικό<br />

κοινό.<br />

- Η έκθεση «Οι Πύλες του Μυστηρίου. Θησαυροί της Ορθοδοξίας<br />

από την Αγία Ρωσία και την Ελλάδα», το 1994 στην Εθνική Πινακο-<br />

21


22<br />

θήκη-Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου, όπου επίσης ο σχετικός κατάλογος<br />

δημοσιεύθηκε με την επιμέλεια του Μανόλη Μπορμπουδάκη.<br />

- Άλλη έκθεση στην οποία μετείχε, εκ μέρους του Υπουργείου<br />

Πολιτισμού το 1990, ήταν στο Richmond της Virginia των Ηνωμένων<br />

Πολιτειών της Αμερικής, με τίτλο «Holy Image, Holy Space. Icons and<br />

Frescoes from Greece».<br />

Θα πρέπει να γίνει ιδιαίτερη μνεία για τη συμβολή του, με καθοριστικές<br />

δημοσιεύσεις στο χώρο της Κρητικής Τέχνης, όπως στο συλλογικό<br />

έργο «Κρήτη: Ιστορία-Πολιτισμός», για τη «βυζαντινή τέχνη (ως<br />

την πρώιμη βενετοκρατία)» και την «τέχνη κατά τη βενετοκρατία», μελέτες<br />

που έκτοτε αποτελούν βασική αναφορά για τους ενασχολούμενους<br />

με ανάλογα θέματα. Ο κατάλογος πολλών σημαντικών μελετών<br />

του, όσον αφορά τη βυζαντινή αρχαιολογία και τέχνη, δε χρειάζεται<br />

να αναφερθεί αναλυτικά από εμάς, αφού υπάρχουν άλλοι αρμοδιότεροι<br />

ειδικοί μελετητές. Ας μην παραλειφθεί ότι για πολλά χρόνια δίδαξε<br />

το αντικείμενο της Βυζαντινής Αρχαιολογίας, με έμφαση στην<br />

Κρήτη, στη Σχολή Ξεναγών Ηρακλείου.<br />

Εκτός από τα παραπάνω, θα θέλαμε να αφιερώσουμε μερικές<br />

γραμμές στο μεγάλο διοικητικό έργο του Μανόλη Μπορμπουδάκη,<br />

στο πλαίσιο του οποίου στελεχώθηκε και δραστηριοποιήθηκε περαιτέρω<br />

η 13η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, την οποία ως επικεφαλής<br />

κατέστησε τη μεγαλύτερη μονάδα του Υπουργείου Πολιτισμού<br />

στην Κρήτη, με πολλά έργα στα οποία απασχολήθηκαν δεκάδες αρχαιολόγοι,<br />

αρχιτέκτονες, μηχανικοί, συντηρητές, τεχνίτες και διοικητικοί<br />

υπάλληλοι. Ο Μανόλης έδειχνε πάντα ιδιαίτερο ανθρώπινο<br />

ενδιαφέρον για τους υφισταμένους του. Παρά τον ευέξαπτο χαρακτήρα<br />

του, δεν κράτησε ποτέ κακία σε κανέναν, είχε δε την ικανότητα<br />

της διαχείρισης όχι μόνο των υφισταμένων αλλά και των προϊσταμένων<br />

του, προς όφελος της υπηρεσίας και των μνημείων της Κρήτης.<br />

Είναι χαρακτηριστικό ότι μεταξύ των πολλών Υπουργών Πολιτισμού<br />

κατά τη διάρκεια της καριέρας του, θαύμαζε ιδιαίτερα την Μελίνα<br />

Μερκούρη την οποία και θεωρούσε ως την καλύτερη Υπουργό Πολιτισμού<br />

που είχε γνωρίσει. Ο έντονος τρόπος με τον οποίο εξέφραζε<br />

τη γνώμη του για τη σύγχρονη Ελλάδα και τα πολιτικά πράγματα, πολλές<br />

φορές ξένιζε τους ακροατές του. Ωστόσο, τα γεγονότα απέδειξαν<br />

ότι οι απόψεις του ήταν προφητικές, ενδεικτικές του καθαρού μυαλού<br />

και της ευθυκρισίας του.<br />

Το πολύπλευρο του χαρακτήρα του και των δραστηριοτήτων του<br />

κατέστη προφανές μεταξύ άλλων από τη συμμετοχή του ως επόπτη


εκ μέρους του Υπουργείου Πολιτισμού στις θαλάσσιες έρευνες του<br />

Ζακ Υβ Κουστώ, στα παράλια της Κρήτης, όπου μεταξύ Ντίας και<br />

Ηρακλείου εντοπίσθηκαν πολλά σημαντικά ναυάγια. Μια άγνωστη<br />

πτυχή της καριέρας του ήταν η αίτηση μετάθεσής του στο Αρχαιολογικό<br />

Ινστιτούτο Κρήτης (17-2-1992), ώστε να μπορέσει να προωθήσει<br />

καλύτερα το επιστημονικό του έργο, ελεύθερος από τη<br />

γραφειοκρατία στις Εφορείες Αρχαιοτήτων. Το Υπουργείο ωστόσο<br />

δεν δέχθηκε να χάσει έναν τόσο ικανό διευθυντικό στέλεχος και έτσι<br />

ο Μανόλης παρέμεινε ως προϊστάμενος της 13ης Εφορείας Βυζαντινών<br />

Αρχαιοτήτων. Αναπλήρωσε επίσης κατά καιρούς με προθυμία<br />

όλους τους προϊσταμένους των Εφορειών, καθώς και του Αρχαιολογικού<br />

Ινστιτούτου Κρήτης. Παρά την πληθώρα των υποχρεώσεών<br />

του ως προϊστάμενος της Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, διετέλεσε<br />

προϊστάμενος της ΚΓ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών<br />

Αρχαιοτήτων Νομού Ηρακλείου, τα έτη 1979 και 1980, στο διάστημα<br />

από την αποχώρηση του Γιάννη Τζεδάκη μέχρι την ανάληψη καθηκόντων<br />

από τον Γιάννη Σακελλαράκη. Κατά τη διάρκεια αυτής της<br />

σύντομης θητείας του, έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις μινωικές<br />

αρχαιότητες, με έμπρακτο αποτέλεσμα τη συνέχιση από την Αθανασία<br />

Κάντα της ανασκαφής Τυλίσου το 1979, την οποία είχε αρχίσει το<br />

1971 με παρότρυνση του Στυλιανού Αλεξίου. Η ανασκαφή αυτή<br />

έδωσε σημαντικότατα αποτελέσματα για τους τελευταίους αιώνες της<br />

Εποχής του Χαλκού.<br />

Ο Μανόλης είχε πάντα την ικανότητα να διαβλέπει το σημαντικό,<br />

ακόμη και πριν γίνει κοινό κτήμα. Έτσι στις 15 Νοεμβρίου του 1990<br />

η ομάδα του πήρε το 3ο βραβείο σε πανελλήνιο διαγωνισμό του<br />

Υπουργείου Προεδρίας (επί υπουργίας Μ. Έβερτ) για δράσεις για τη<br />

βελτίωση της δημόσιας διοίκησης. Την ομάδα μελέτης «CANDIA,<br />

πρόγραμμα ηλεκτρονικής διαχείρισης μητρώου μνημείων 13ης Εφορείας<br />

Βυζαντινών Αρχαιοτήτων» αποτελούσαν οι Μ. Μπορμπου -<br />

δάκης, Δ. Καλομοιράκης, Αν. Μπενετάκη, Ι. Γεωργουδάκης. Το<br />

πρόγραμμα αφορούσε στην ηλεκτρονική καταχώρηση στοιχείων για<br />

τα αρχιτεκτονικά μνημεία της Κρήτης από τους πρώτους χριστιανικούς<br />

αιώνες έως και τον 20ο.<br />

Ανάμεσα στις λιγότερο γνωστές δραστηριότητές του, ο Μ.<br />

Μπορμπουδάκης υπήρξε ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος του Διοικητικού<br />

Συμβουλίου της σημαντικής σήμερα Μεσογειακής Αρχαιολογικής<br />

Εταιρείας (ΜΑΕ), από την ίδρυσή της το 1996 έως τον θάνατό<br />

του. Κομβικής σημασίας ήταν η συνεισφορά του στη μέριμνα αναπα-<br />

23


24<br />

λαίωσης του κτηρίου που στεγάζεται η Εταιρεία στην οδό Β. Χάλη στο<br />

Ρέθυμνο, με παραχώρηση της Μητρόπολης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου,<br />

γεγονός που της επέτρεψε να οργανώνει και να εκτελεί τις δράσεις<br />

της, αλλά και να φιλοξενεί μελετητές και επιστήμονες που<br />

μετέχουν σε αυτές. Η ΜΑΕ, πολιτιστικός μη κερδοσκοπικός οργανισμός<br />

με έδρα το Ρέθυμνο, έχει ως σκοπό της τη μελέτη και την προβολή<br />

του ελληνικού πολιτισμού από τις απαρχές του μέχρι τους<br />

χριστιανικούς και νεότερους χρόνους. Σκοπός της επίσης, είναι η μελέτη<br />

των σχέσεων με τον ρωμαϊκό κόσμο και άλλους πολιτισμούς, η<br />

προβολή της πνευματικής ακτινοβολίας της Κρήτης στη Μεσόγειο και<br />

τις αραβικές χώρες, όπως επίσης η προστασία του περιβάλλοντος και<br />

η ανάπτυξη υποβαθμισμένων περιοχών μέσω της πολιτιστικής κληρονομιάς<br />

τους. Για την επίτευξη των στόχων της προγραμματίζονται<br />

και υλοποιούνται ερευνητικά προγράμματα, δημιουργούνται συνεργασίες<br />

με ιδρύματα της ημεδαπής και αλλοδαπής, πανεπιστήμια, μουσεία,<br />

φορείς και ειδικούς από τον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, ενώ<br />

πραγματοποιούνται έρευνες, συνέδρια, σεμινάρια, διαλέξεις, μελέτες<br />

και εκδόσεις. Ανασκαφές στην Κύπρο και στην Ελεύθερνα, συμμετοχή<br />

και υποστήριξη συμποσίων και των αντίστοιχων εκδόσεων<br />

υπήρξαν μερικές μόνο από τις δραστηριότητες της ΜΑΕ, που υποστήριξε<br />

σθεναρά ο Μανόλης Μπορμπουδάκης.<br />

Ο Μανόλης Μπορμπουδάκης έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 78<br />

ετών, έχοντας τιμηθεί το 1993, για τη μεγάλη προσφορά του στην<br />

αρχαιολογία, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με τον τίτλο του «Άρχοντος<br />

Μεγάλου Ιερομνήμονα». Η μεγάλη καρδιά και το ανοιχτό<br />

μυαλό του μάς λείπουν πολύ.<br />

Αθανασία Κάντα - Νίκος Σταμπολίδης


ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΜΑΝΟΛΗ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗ<br />

ΕΤΩΝ 1966-2011<br />

Σ. Αλεξίου, Γ. Τζεδάκης, Ε. Μπορμπουδάκης, Η αρχαιολογική<br />

κίνησις εν Κρήτη κατά το έτος 1966, Κρητ. Χρον. Κ΄ (1966), σ. 319-<br />

345<br />

Μεσαιωνικά μνημεία Κρήτης, Κρ. Χρ. Κ΄ (1966), σ. 331-345<br />

Μεσαιωνικά μνημεία Κρήτης, ΑΔ 22 (1967), Χρονικά Β2, σ. 507-<br />

513<br />

Βυζαντινά και Μεσαιωνικά μνημεία Κρήτης, ΑΔ 23 (1968),<br />

Χρονικά Β2, σ. 421-431<br />

Δοκιμαστική ανασκαφή Αγίου Πέτρου των Ενετών Ηρακλείου, ΑΔ<br />

23 (1968), σ. 427-429<br />

Ανασκαφή Μητροπόλεως Μεσαράς Κρήτης, Πρακτικά της εν<br />

Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 123 (1968), σ. 139-148<br />

Μεσαιωνικά μνημεία Κρήτης, ΑΔ 24 (1969), Χρονικά Β2, σ. 437-<br />

450<br />

Αποκατάστασις δύο ναΐσκων επαρχίας Μυλοποτάμου, Κρητ. Χρον.<br />

ΚΑ΄ (1969), σ. 544-550<br />

Βυζαντινά και Μεσαιωνικά μνημεία Κρήτης, Κρητ. Χρον. ΚΒ΄<br />

(1970), σ. 521-528<br />

Μεσαιωνικά μνημεία Κρήτης, ΑΔ 25 (1970), Χρονικά Β2, σ. 479-<br />

499<br />

Βυζαντινά και μεσαιωνικά μνημεία Κρήτης, Κρητ. Χρον. ΚΓ΄<br />

(1971), σ. 499-507<br />

Η Βυζαντινή τέχνη εις τον νομόν Ηρακλείου, Το Ηράκλειον και ο<br />

Νομός του, Ηράκλειο 1971, σ. 95-130<br />

Μεσαιωνικά μνημεία Κρήτης, ΑΔ 26 (1971), Χρονικά Β2, σ. 520-<br />

533<br />

Βυζαντινά και μεσαιωνικά μνημεία Κρήτης, Κρητ. Χρον. ΚΔ΄<br />

(1972), σ. 494-504<br />

Μεσαιωνικά μνημεία Κρήτης, ΑΔ 27 (1972), Χρονικά Β2, σ. 655-<br />

674<br />

Βυζαντινά και μεσαιωνικά μνημεία Κρήτης, Κρητ. Χρον. ΚΕ΄<br />

(1973), σ. 478-511<br />

Μεσαιωνικά μνημεία Κρήτης, ΑΔ 28 (1973), Χρονικά Β2, σ. 597-<br />

607


26<br />

Βυζαντινά και Μεσαιωνικά Μνημεία Κρήτης, ΑΔ 29 (1973-1974),<br />

Χρονικά Β2, σ. 935-945<br />

Βυζαντινά και μεσαιωνικά μνημεία Κρήτης, ΑΔ 30 (1970), Β2<br />

Χρονικά, 352-360, πίν. 255-364<br />

Ο ναός του Αγίου Γεωργίου Απάνω Σύμης Βιάννου, Πεπραγμένα του<br />

Γ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Ρέθυμνο 1971), Αθήνα 1974, τ. Β΄,<br />

σ. 222-231<br />

Εικόνες του Νομού Χανίων, στο Αφιέρωμα στα 75 χρόνια (1899-<br />

1974) από την ίδρυση του Φιλολογικού Συλλόγου Χανίων «ο Χρυσόστομος»,<br />

Αθήνα 1975<br />

Παναγία Κερά: Βυζαντινές τοιχογραφίες στην Κριτσά, Αθήνα χ.χ. = Panaghia<br />

Kera: Byzantine Wallpaintings at Kritsa, Aθήνα 1980 = Panhagia<br />

Kera Byzantinische Fresken in Kritsa, Aθήνα 1980<br />

M. Borboudakis, Kl. Gallas, Kl. Wessel, Byzantinishes Kreta,<br />

München 1983<br />

Ημερολόγιο 1985, κοσμημένο με φορητές εικόνες, Ηράκλειο: Δήμος<br />

Ηρακλείου 1985<br />

Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Τέχνη. Παλαιό Πανεπιστήμιο, 26 Ιουλίου<br />

1985-6 Ιανουαρίου 1986, Αθήνα: ΥΠ. ΠΟ. 1985, τα λήμματα 49, 53-<br />

55, 59, 64, 92-94, 101, 104-107, 138, 141-142, 161, 173, 176, 183-<br />

190, 192, 218<br />

16 Κρητικές Φορητές εικόνες, Ηράκλειο 1985<br />

Οι τοιχογραφίες της Παναγίας του Μέρωνα και μια συγκεκριμένη<br />

τάση της Κρητικής ζωγραφικής, Πεπραγμένα Ε΄ Διεθνούς Κρητολογικού<br />

Συνεδρίου, τ. Β΄, Ηράκλειο 1985, σ. 396-412<br />

Ημερολόγιο 1986, κοσμημένο με λεπτομέρειες από Κρητικές φορητές<br />

εικόνες, Ηράκλειο: Δήμος Ηρακλείου 1986<br />

Affreschi e icone dalla Grecia (X-XVII secolo). Atene e Firenze, Palazzo<br />

Strozzi, 16 Σεπτεμβρίου-16 Νοεμβρίου 1986, Αθήνα 1986, τα λήμματα<br />

20, 21, 22, 47, 48, 93, 96, 97<br />

Ημερολόγιο 1988: κοσμημένο με Κρητικές τοιχογραφίες, Ηράκλειο:<br />

Δήμος Ηρακλείου 1988<br />

Η βυζαντινή τέχνη (ως την πρώιμη βενετοκρατία), Κρήτη. Ιστορία<br />

και πολιτισμός, Ν. Μ. Παναγιωτάκης (επιμ.), Ηράκλειο: Σ.Τ.Ε.Δ.Κ.Κ.<br />

1988, τ. Β΄, σ. 9-103<br />

Η τέχνη κατά την βενετοκρατία, Κρήτη Ιστορία και Πολιτισμός, Ν.<br />

Μ. Παναγιωτάκης (επιμ.), Ηράκλειο 1988: Σ.Τ.Ε.Δ.Κ.Κ., τ. Β΄, σ. 231-<br />

288<br />

Holy Image, Holy Space: icons and frescoes from Greece, editor of<br />

the catalogue, Myrtali Acheimastou-Potamianou, Athens: Greek Min-


istry of Culture: Byzantine Museum of Athens, 1988, τα λήμματα 76-<br />

77, σ. 234<br />

Εργασίες σε Μνημεία και Οικιστικά Σύνολα της Κρήτης, Επεμβάσεις<br />

σε Αρχιτεκτονικά Μνημεία και Παραδοσιακά Οικιστικά Σύνολα, Ε. Β. Ε.,<br />

Ηράκλειο 1989, σ. 63-64<br />

Εικόνες από το μετόχι της Μονής στο Ηράκλειο Κρήτης, Σινά: οι<br />

θησαυροί της Μονής Αγίας Αικατερίνης, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών 1990,<br />

σ. 132-134<br />

Παρατηρήσεις στη ζωγραφική του Σκλαβεροχωρίου, Πεπραγμένα<br />

του ΣΤ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. Β΄, Χανιά 1991, σ. 355-<br />

363, πίν. 127-137<br />

Παρατηρήσεις στη ζωγραφική του Σκλαβεροχωρίου, στο<br />

Ευφρόσυνον. Αφιέρωμα στον Μανόλη Χατζηδάκη, Αθήνα 1992, τ. 1, σ.<br />

375-398, πίν. 186-208<br />

Οι τοιχογραφίες της Παναγίας Βόρων, Δωδέκατο συμπόσιο<br />

Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής αρχαιολογίας και τέχνης. Πρόγραμμα και<br />

περιλήψεις εισηγήσεων και ανακοινώσεων. Αθήνα 15, 16, και 17 Μαΐου<br />

1992, Αθήνα 1992, σ. 39<br />

Εικόνες της Κρητικής Τέχνης. Από τον Χάνδακα ως τη Μόσχα και την<br />

Αγία Πετρούπολη. Κατάλογος Έκθεσης, Μ. Μπορμπουδάκης (επιμ.),<br />

Ηράκλειο 1993, σ. 445-449, 461-491, 493-527<br />

Η Κρητική Σχολή Ζωγραφικής. Εικόνες της Κρητικής Τέχνης από τον<br />

Χάνδακα ως την Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη, Αθήνα: Εθνική<br />

Πινακοθήκη και Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου 1993<br />

Θεοφάνης ο Κρης: εικόνες από τον Ιερό Ναό του Πρωτάτου, Άγιον Όρος,<br />

Μ. Μπορμπουδάκης (επιμ.), Αθήνα: Εθνική Πινακοθήκη, 1993<br />

Οι πύλες του Μυστηρίου: Θησαυροί της ορθοδοξίας από την Ελλάδα,<br />

Μ. Μπορμπουδάκης (επιμ), Αθήνα: Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο<br />

Αλέξανδρου Σούτζου 1994, σ. 40-51<br />

Ρωσική τέχνη, εικονογραφία, στην εφημ. Καθημερινή. «Επτά ημέρες»<br />

–αφιέρωμα: Ρωσικοί θησαυροί της Ορθοδοξίας. 8 Μαΐου 1994, σ. 4-9<br />

Η διείσδυση της παλαιολόγειας ζωγραφικής στην Κρήτη, Πεπρα -<br />

γμένα Ζ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Ρέθυμνο 1991) = Νέα Χριστια -<br />

νική Κρήτη ΣΤ΄-Ζ΄ (1994-1995), τ. Β2, Ρέθυμνο 1995, σ. 569-580<br />

Main trends of thirteenth century wall painting in Crete,<br />

Drevneruskkoe Iskusstvo Rus, Vizantiia, Balkany XIII vek (30), Saint<br />

Petersburg 1997, σ. 9-33<br />

13η εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Το έργο του Υπουργείου<br />

Πολιτισμού στον τομέα της πολιτιστικής κληρονομιάς 1 (1997), σ. 183-185<br />

Από τα πορτρέτα του Φαγιούμ στις απαρχές της τέχνης των Βυζαντινών<br />

27


28<br />

εικόνων: (μια συμβολή για άλλη προσέγγιση), πρόλ.-σχόλ. Μ. Μπορμπου -<br />

δάκης, Ηράκλειο 1998<br />

13η εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, ΑΔ 53 (1998), Χρονικά<br />

Β3, σ. 889-912<br />

Ο Χάνδακας των μεγάλων εικονογράφων, εφημερίδα Καθημερινή.<br />

Επτά ημέρες (ένθετο) ΚΔ΄ (1998), σ. 22-26<br />

13η εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, ΑΔ 54 (1999), Χρονικά<br />

Β2, σ. 881-890, 898-900, 903-904<br />

13η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, ΑΔ 54 (1999), Χρονικά<br />

Β2, σ.<br />

13η εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Το έργο του Υπουργείου<br />

Πολιτισμού στον τομέα της πολιτιστικής κληρονομιάς 3 (1999), σ. 234-<br />

236<br />

Η βυζαντινή τέχνη στο νομό Ηρακλείου, Το Ηράκλειο και η περιοχή<br />

του: Διαδρομή στο χρόνο. Ιστορία, αρχαιολογία, λογοτεχνία, κοινωνία, Ν.<br />

Γιγουρτάκης (επιμ.), Ηράκλειο 2004, σ. 127-184<br />

Η ιερά σταυροπηγιακή μονή της Κυρίας Ακρωτηριανής Τοπλού,<br />

Ηράκλειο 2004<br />

Παναγία Καρδιώτισσα Βόρων, Πεπραγμένα του Θ΄ Διεθνούς Κρητο -<br />

λογικού Συνεδρίου (Ελούντα 2001), τ. Β2, Ηράκλειο 2004, σ. 107-118<br />

Ο ναός του Αγίου Γεωργίου στον Καλαμά Μυλοποτάμου, Ο<br />

Μυλοπόταμος από την Αρχαιότητα ως σήμερα: Βυζαντινοί χρόνοι, τ. 5,<br />

Ειρήνη Γαβριλάκη, Γ. Τζιφόπουλος (επιμ.), Ρέθυμνο 2006, σ. 93-119<br />

Θυρώματα και παράθυρα σε εκκλησίες της Κρήτης (τέλος 14ουμέσα<br />

15ου αι.), Γλυπτική και λιθοξοϊκή στη Λατινική Ανατολή, 13ος-17ος<br />

αι., Όλγα Γκράτζιου (επιμ.) Ηράκλειο 2007, σ. 60-88<br />

Πρόλογος στο βιβλίο, Λιάνα Σταρίδα, Η λέσχη των ευγενών του<br />

Χάνδακα, Ηράκλειο 2008<br />

Το Σιναϊτικο Μετόχι του Αγίου Ματθαίου: εργασίες αποκαταστά -<br />

σεώς του και εικόνες, στο Σιναϊτικά μετόχια στην Κρήτη και Κύπρο, Αθήνα<br />

χ.χ. [2009], σ. 51-62<br />

Χεὶρ Ἀγγέλου. Ένας ζωγράφος εικόνων στη Βενετοκρατούμενη Κρήτη =<br />

The Hand of Angelos, Μαρία Βασιλάκη (επιμ.), Αθήνα 2010, αρ. 20-<br />

22 σ. 142-147, αρ. 25 σ. 152-153, αρ. 28-29 σ. 158-161, αρ. 34 σ.<br />

170-171<br />

Ο ναός του Αγίου Νικολάου στα Κυριακοσέλια Αποκορώνου,<br />

Πεπραγμένα Ι΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Χανιά 2006), τ. Β2, Χα -<br />

νιά 2011, σ. 273-316


ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ<br />

ΑΑΑ Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών<br />

ABME Αρχείον των Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος<br />

ΑΔ Αρχαιολογικόν Δελτίον<br />

ΑΕ Αρχαιολογική Εφημερίς<br />

ASAtene Annuario della Scuola Archeologica di Atene e delle<br />

Missioni Italiane in Oriente<br />

ASV Archivio di Stato di Venezia<br />

BCH Bulletin de Correspondence Hellénique<br />

BEFAR Bibliothèque des Ecoles Françaises d'Athènes et de<br />

Rome<br />

ΒF Byzantinische Forschungen<br />

ΒΗG F. Halkin (εκδ.), Βibliotheca hagiographica graeca, τ. 1-3,<br />

Bρυξέλλες 3 1957<br />

BollGrott Βollettino della Badia Greca di Grottaferrata<br />

CArch Cahiers Archéologiques<br />

ΔΧΑΕ Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας<br />

ΕΕΒΣ Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών<br />

ÉO Échos d’Orient<br />

JÖB Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik<br />

JRA Journal of Roman Archaeology<br />

ΘΗΕ Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια<br />

IC<br />

Inscriptiones Creticae<br />

IstMitt Ιstanbuler Mitteilungen<br />

Κρ. Χρ. Κρητικά Χρονικά<br />

LCI Lexikon der christlichen Ikonographie<br />

MOPH Monumenta Ordinis FF. Praedicatorum Ηistorica<br />

ODB A. P. Kazhdan (εκδ.), Τhe Oxford Dictionary of Byzantium,<br />

τ. 1-3, Nέα Υόρκη-Oξφόρδη 1991<br />

PG Patrologia Graeca<br />

PL Patrologia Latina<br />

QAL Quademi di Archeologia della Libia<br />

RBK Reallexikon zur byzantinischen Kunst<br />

Rev. Bibl. Revue Biblique<br />

StudMisc Studi miscellanei


Μ Ε Λ Ε Τ Ε Σ


† Antonino Di Vita<br />

Un mausoleo-martyrion<br />

a Gortina<br />

Conobbi Manolis Borboudakis il primo anno stesso del mio arrivo<br />

in Grecia come direttore della Scuola Archeologica Italiana di<br />

Atene, nel 1977.<br />

Egli era l’eforo unico, in tutta Creta, per le antichità bizantine,<br />

vale a dire era a capo di una Istituzione la cui giurisdizione si<br />

estende dal IV sec. d.C. al 1830.<br />

Una carica di enorme responsabilità ed impegno, cui Manolis<br />

attendeva con competenza ed energia. L’eforo Borboudakis mi ricevette<br />

con la spontaneità amichevole propria dei Greci, e dei<br />

Cretesi in modo speciale, e con la signorilità propria dell’uomo,<br />

sicché l’intesa scientifica e la simpatia che sorse tra noi da subito<br />

si sono trasformate con gli anni in un’amicizia duratura e senza<br />

ombre.<br />

I nostri rapporti divennero più stretti quando nel 1978-1980<br />

potei identificare a Gortina, poco a Nord del triconco cristiano<br />

scoperto pochi anni prima ed illustrato proprio dal Borboudakis<br />

quella basilica che, forse già dal V secolo, dovette essere la chiesa<br />

metropolitana di Gortina, e che certo lo fu sotto Giustiniano e,<br />

dopo il terremoto del 618 circa, anche sotto Eraclio.<br />

Benché la specializzazione dell’amico Manolis lo portasse naturalmente<br />

ad interessarsi di affreschi, e specialmente di pittura<br />

cretese dei secoli in cui Creta fu veneziana, egli intese subito l’eccezionale<br />

importanza della scoperta. Mi appoggiò in ogni modo<br />

nel tentativo di acquisire alla Scuola, e quindi allo Stato greco, il<br />

terreno in cui ricadeva la grande basilica a cinque navate da noi<br />

scoperta e quando a me tale acquisto non fu possibile per l’altissima<br />

richiesta dal signor Katzanevas che il terreno possedeva, egli si<br />

sostituì alla Scuola, e con l’autorevolezza propria e l’autorità<br />

dell’Ufficio cui soprintendeva riuscì ad acquisire al demanio<br />

greco non solo l’area in cui ricadeva gran parte della basilica ma<br />

anche l’area tra essa e la Rotonda. Quest’ultima, un bell’esempio


34 ANTONINO DI VITA<br />

Fig. 1<br />

Figg. 1-2. Gortina.<br />

Mausoleo di Haghia Limni,<br />

poi martyrion:<br />

planimetria e sezioni<br />

(arch. A. Ortega, 1991).<br />

di architettura tardo-antica in cui fu collocato il sontuoso battistero<br />

della più imponente basilica di tutta Creta, senza dubbio la primitiva<br />

basilica dedicata a San Tito.<br />

Dopo l’acquisto organizzammo con Manolis uno scavo congiunto<br />

greco-italiano che ha avuto un successo insperato e che ha<br />

portato alla scoperta anche del più ampio pavimento musivo di<br />

Creta, circa 250 mq di mosaici che coprivano la navata centrale<br />

della basilica giustinianea e che ci hanno conservato il nome dei<br />

due arcivescovi che quei mosaici, alla metà del VI secolo e alla<br />

fine dello stesso, fecero l’uno, eseguire, e l’altro, riparare: Theodoros<br />

e Vetranios. E quest’ultimo fu anche il costruttore di quella<br />

che, dopo il terremoto del 670 circa, il quale pose fine alla lunga<br />

vita della città, ereditò forse le reliquie, certamente il titolo di<br />

San Tito, titolo che ha conservato attraverso i secoli fino ad oggi.


UN MAUSOLEO-MARTYRION A GORTINA<br />

35<br />

La pubblicazione di questo eccezionale complesso di Mitropolis<br />

è compito dell’équipe greco-italiana che dal 1992 lavora ad<br />

esso, diretto da Manolis Borboudakis e dalla prof. Raffaella Farioli<br />

Campanati.<br />

In questa sede, in segno della stima profonda e dell’amicizia<br />

che mi lega al festeggiato, mi è gradito anticipare qui una breve<br />

nota su quello che io ritengo sia il solo vero martyrion finora scoperto<br />

a Gortina.<br />

Il mausoleo in oggetto fu scoperto nel 1982 durante uno<br />

scavo di emergenza da parte della KΓ΄ Eforia classica di Iraklion;<br />

Fig. 2


36 ANTONINO DI VITA<br />

il complesso cui apparteneva è rimasto purtroppo largamente inesplorato<br />

e i resti portati alla luce sono tuttora inediti con l’eccezione<br />

dei sarcofagi rinvenutivi 1 (figg. 1-4). Il mausoleo ricade nell’area<br />

in cui le necropoli di età imperiale che da Settentrione e da Oriente<br />

limitano l’abitato si fondono, circa 100 metri a Nord della chiesetta<br />

di Haghia Limni, costruita dal vescovo Basilio Markakis all’inizio<br />

del XX secolo su un ipogeo romano con formae. Si tratta di un’area<br />

ricca di mausolei di una certa importanza che vanno da quello di<br />

fronte al Philakion ad Ovest, ancora stante ma utilizzato per usi<br />

agricoli, a quello di cui facevano parte le formae attribuite dalla<br />

pietà popolare ai Santi Dieci, sotto la chiesetta di Haghia Limni,<br />

ad un gruppo di camere con arcosoli in opera cementizia e mattoni<br />

di II-III sec. d.C., aperte verso la pianura, costruite alle spalle di<br />

quello di cui trattiamo, là dove il pendio verso Nord si fa più<br />

acclive e che con la loro copertura a volta estradossata hanno<br />

finito col costituire una terrazza artificiale poco a Sud della via<br />

per Mires quasi all’ingresso occidentale del moderno Haghii Deka.<br />

Il nostro mausoleo era al limite meridionale di questo gruppo<br />

di camere e verosimilmente si addossava e sosteneva la spinta di<br />

altre costruzioni con cui faceva corpo sul lato nord (ed anche ad<br />

Est è possibile che le strutture continuassero), come sembra mostrare<br />

il rinforzo largo m 0.65 che partendo dall’angolo sud-ovest,<br />

portava lo spessore del muro meridionale da m 1.40 a m 2.05 almeno<br />

fino all’altezza oggi conservata (figg. 1-2).<br />

I resti messi in luce formano un ampio rettangolo in senso<br />

est-ovest diviso in due vani tra loro non comunicanti e senza ingressi<br />

apparenti: uno assai ampio quasi quadrato di m 4.80 Nord-<br />

Sud x m 5.40 (misure interne) e l’altro, addossato alla parete<br />

orientale del primo, largo solo m 1.85, ma lungo quasi 1 metro<br />

più dell’altro (m 5.80). La muratura assai curata è fatta, all’interno,<br />

di blocchetti alti m 0.20/0.25 ricoperti da intonaco, ma sulla<br />

1<br />

Lo scavo fu diretto dalla dott. Irini Antonakaki, la quale mi ha gentilmente<br />

riferito che “nei sarcofagi furono trovate monete, una brocca<br />

acroma e lucerne, al più tardi della seconda metà del II sec. d.C.”, ma la<br />

Ghisellini propenderebbe per una datazione dei sarcofagi nel III secolo<br />

(E. Ghisellini, Sarcofagi romani di Gortina, Annuario S.A.I.A. LXIII<br />

(1985), pp. 331-334, nn. 37-39). Nella fossa praticata all’angolo nordest<br />

dell’aula grande non fu trovato nulla (buca di clandestini?), ed in<br />

quella lunga ed irregolare a ridosso del muro est furono recuperate<br />

delle lucerne.


UN MAUSOLEO-MARTYRION A GORTINA<br />

37<br />

fronte esterna ovest -l’unica portata alla luce- affiora un filare del<br />

paramento in mattoni spessi cm 3 e lunghi cm 25 che presentano<br />

all’esterno la faccia intera. Si tratta di una tecnica databile a<br />

Gortina in età antonino-severiana e la copertura dell’edificio è da<br />

supporre che fosse a botte almeno nel vano principale, con spiccato<br />

dalle pareti nord e sud data l’assai maggiore larghezza del muro<br />

meridionale (il settentrionale non è stato scoperto), m 1.40 (oltre<br />

il rincalzo), rispetto a quella di m 0.72 dei lati corti (fig. 3).<br />

Dei tre sarcofagi rinvenuti nell’area, uno (Ghisellini n. 37)<br />

era addossato al centro della parete nord del vano grande mentre<br />

gli altri due (nn. 38-39) erano disposti l’uno presso l’altro nel<br />

vano più piccolo (figg. 1-3). Anche se del n. 37 si vede solo a parte<br />

più alta della cassa ed il coperchio -ed ora diremo perché- ed<br />

anche se la Ghisellini a ragione ne nota la lavorazione “più modesta<br />

e sommaria”, i tre sarcofagi sono da considerare di una medesima<br />

officina locale, sono tutti e tre in poros, e il 37 ed il 38 hanno dimensioni<br />

addirittura identiche. Unica differenza: il n. 39 presenta<br />

il coperchio con spiovente posteriore orizzontale privo di acroteri,<br />

ma il fatto non si rileva essendo il sarcofago addossato al muro<br />

che separa i due vani; fatto salvo questo particolare tutti e tre ap-<br />

Fig. 3. Gortina.<br />

Mausoleo-martyrion<br />

di Haghia Limni:<br />

veduta d’insieme da Est;<br />

in primo piano<br />

i sarcophagi.<br />

Ghisellini,<br />

Sarcofagi romani ...,<br />

nn. 39 e 38 solo<br />

in parte visibile.


38 ANTONINO DI VITA<br />

Fig. 4. Gortina.<br />

Mausoleo-martyrion<br />

di Haghia Limni:<br />

sul coperchio e a ridosso<br />

del sarcofago n. 39<br />

passavano due muretti<br />

tardi relativi ad<br />

una scala che saliva<br />

verosimilmente<br />

ad una fenestella<br />

confessionis.<br />

paiono “trarre ispirazione” da quelli prodotti nel Proconneso, decorati<br />

sulla fronte da caratteristiche grandi tabulae ansate. In conclusione<br />

tra II e III secolo questo complesso, del quale peraltro<br />

non si riesce ad indovinare l’accesso, ospitò delle inumazioni importanti<br />

di cui i tre sarcofagi rimasti danno testimonianza.<br />

Molti decenni forse addirittura qualche secolo dopo, quando<br />

il mausoleo era praticamente res nullius, esso subì una trasformazione<br />

del più alto interesse. Il vano maggiore fu riutilizzato mentre<br />

in quello minore, abbandonato ed interrato fino al livello dei coperchi<br />

dei due sarcofagi, fu costruito, in parte sul coperchio del<br />

sarcofago 39 ed in parte nello spazio tra esso e il sarcofago 38, un<br />

muretto a doppio paramento riempito di terra, pietre e pezzame<br />

di blocchi, largo circa m 1.25, che, a mio parere, va interpretato<br />

come la base di una scala lunga circa m 2.5 che si addossava alla<br />

parete orientale del salone (fig. 4).<br />

Contemporaneamente nel salone vediamo una massa di terra<br />

e ciottoli rialzare di ben 60 centimetri il suolo precedente seppellendo<br />

per più di 2/3 il sarcofago 37 addossato alla parete nord, e


UN MAUSOLEO-MARTYRION A GORTINA<br />

39<br />

proprio al centro di questo nuovo piano fu aperta una buca quadrata<br />

di cm 50 di lato bordata in alto da frammenti di tegole ben<br />

sistemate e foderata da quattro grandi tegoli piani, solenes, del<br />

tipo utilizzato già nelle fortificazioni gortinie tardo-ellenistiche,<br />

perfettamente giuntati.<br />

Insomma il vano fu colmato, con un lavoro faticoso e dispendioso,<br />

per ottenere un piano entro il quale racchiudere una teca<br />

atta a conservare qualcosa di prezioso e la quale non poté essere<br />

altro, dato che siamo nel bel mezzo di una necropoli, che un’osteoteca.<br />

Tenendo presente il fatto che sia il vano maggiore sia il<br />

minore non presentano traccia di ingresso, ritengo verosimile l’ipotesi<br />

che questo mausoleo -probabilmente più ampio di quanto<br />

portato alla luce- avesse due livelli 2 e che, dopo una distruzione<br />

sia stato riutilizzato il livello inferiore del salone per accogliere<br />

l’osteoteca visibile dai fedeli dalla parete orientale (o dalla copertura?)<br />

del vano ricostruito attraverso una fenestella confessionis cui<br />

si arrivava dalla scala i cui avanzi rimangono evidenti sul sarcofago<br />

39 ed a fianco di esso. Attraverso questa era possibile pregare il<br />

santo (nella teca furono rinvenuti solo un teschio e poche ossa) o<br />

i santi le cui ossa erano custodite nella osteoteca che si era realizzata<br />

nell’antico mausoleo. È questo il motivo per il quale ritengo<br />

che ci si trovi davanti ad un martyrion, e se ciò fosse vero, sarebbe<br />

il solo finora identificabile nelle aree cimiteriali di Gortina 3 . E allora<br />

il sarcofago al centro della parete settentrionale in asse con la<br />

teca potrebbe essere stato riadoperato per contenere la salma del<br />

vescovo (?) che istituì il martyrion.<br />

2<br />

Uno studio dell’architettura di questo mausoleo (e dei due seguenti nn.<br />

30-31) è in M. Ricchiardi, Chandax 1979. Il Settore C. Appendice. Nota<br />

per la copertura del mausoleo C, in A. Di Vita (a cura di), Gortina VI. Scavi<br />

1979-1982 (Mon. S.A.I.A. XIV), Padova 2004, pp. 108-115. Anche ella<br />

avanza l’ipotesi (p. 114) che questo mausoleo potesse avere “un secondo<br />

livello sotto la volta a botte estradossata”: nel livello inferiore sarebbero<br />

stati sarcofagi ed arcosoli ed in quello superiore nicchie.<br />

3<br />

E ciò a prescindere dal fatto che vi avrebbero trovato posto le ossa di<br />

uno o di più di uno dei Santi Dieci come provocatoriamente proponevo<br />

in A. Di Vita, L’anfiteatro e il grande teatro romano di Gortina, in Annuario<br />

S.A.I.A. LXIV-LXV (1986-87), p. 345.


Fig. 1. Gortys. (Mitropolis) General plan (section from the archaeological plan, Ricciardi, 2008).


Maria Ricciardi<br />

The Μeasure Unit<br />

on the Baptistery Wall<br />

of Mitropolis, Gortys, Crete<br />

It is with great affection that I want to thank the Ephorus M. Borboudakis<br />

for his kindness and availability and who from the very beginning has<br />

made my work easier at Gortys particularly in the discovery and study<br />

of the great baptistery.<br />

Introduction<br />

The finding of the metric measure unit engraved in the wall of<br />

room A of the baptistery at Mitropolis, gives me the opportunity<br />

to focus on a subject of which so far little has been studied: the<br />

dimensional and metrological investigation of Late Antique and<br />

proto-Byzantine age found in Gortys. We will start with a<br />

preliminary analysis on the recently excavated buildings –the<br />

baptistery and the basilica–, which together form the proto-Byzantine<br />

monumental Episcopal complex (fig. 1).<br />

The exhaustive excavation and graphic reliefs together with<br />

my direct knowledge of the two buildings have provided sufficient<br />

data for a metrological examination. Very clear layouts of the two<br />

buildings –still being excavated–, have been brought to light; due<br />

to no over-laying strata, the Basilica has a readable outline, and<br />

detailed dimensional examination has been possible also for the<br />

Baptistery, even though only the central core of the whole plan<br />

has been found 1 .<br />

1<br />

The annual reports on the excavations of the Basilica have been published<br />

by A. Di Vita (1991 to 2000) and R. Farioli (since 2001). For a summary<br />

of the emergency excavations and the first campaign see, A. Di Vita,<br />

Atti della Scuola, AsAtene 78-79 (1990-1991), pp. 481-486; M. Borboudakis,<br />

Aνασκαφή Μητρόπολης, in Atti del Convegno Creta Romana e<br />

protobizantina. Iraklion, September 2000, Padova 2004 (from now on Atti<br />

del Convegno), pp. 617-626; R. Farioli, La basilica di Mitropolis a Gortina:


42 MARIA RICCIARDI<br />

The excavations have been conducted with the valuable collaboration<br />

of the Italian Archaeological School of Athens and the<br />

13th Ephorate of Byzantine Antiquities, who since 1991, have focused<br />

their investigations on a vast area of Mitropolis, expropriated<br />

by the Ephorate. This area after many years of excavations has<br />

brought to light the great basilica with five naves and the imposing<br />

circular baptistery located in a short distance North from the<br />

church. They are buildings belonging to an extensive proto-Byzantine<br />

complex, probably the Episcopal district, as in the same area<br />

in earlier years many other ruins of imposing structures had come<br />

to light 2 .<br />

The architectural quality of the two monuments has given<br />

new and important evidence on the city’s urban development and<br />

of its architectural culture during the early Christian era in Gortys 3 .<br />

tipologia e articolazione degli spazi liturgici, in Atti del Convegno, pp.<br />

637-650; ead., Per la lista episcopale di Gortyna in età protobizantina<br />

nella documentazione archeologica. Precisazioni e nuovi dati da iscrizioni<br />

musive, in Νέα Ρώμη Rivista di ricerche bizantinistiche III (2006), pp.<br />

115-121; R. Farioli, Creta, scavi della basilica scoperta a Gortyna,<br />

località Mitropolis, e la committenza episcopale in età giustinianea, in<br />

Atti del Convegno Internazionale: Ideologia e Cultura artistica tra Adriatico<br />

e Mediterraneo orientale (IV-X sec). Bologna-Ravenna, November 2007, Bologna<br />

2009, pp. 45-54; and lastly, R. Farioli, Archeologia cristiana e<br />

protobizantina a Gortina: la fase giustinianea della cattedrale, AsAtene<br />

87, III, 9, t. I (2009-2010), pp. 681-697. For a first notice on the Rotunda,<br />

see A. Di Vita, La cattedrale del primate di Creta la basilica di<br />

Giustiniano e di Eraclio a Gortina, in Miscellanea in onore di A. Nestori =<br />

Studi di Antichità Cristiana LIII, Città del Vaticano 1998, pp. 283-293;<br />

M. Ricciardi, La basilica e la rotonda di Mitropolis: primi saggi di restituzione,<br />

in Atti del Convegno, pp. 651-658; M. Ricciardi-M.<br />

Mπορμπουδάκης, Scavi alla Rotonda di Mitropolis: notizie preliminari,<br />

ASAtene 84, III, 6, t. II (2006), pp. 925-938; I. Hλ. Βολανάκης, Τα<br />

Βαπτιστήρια της Κρήτης, in Atti del Convegno, p. 846. M. Ricciardi, Materiali<br />

per il restauro del Battistero di Mitropolis, AsAtene 87, III, 9, t. I<br />

(2009-2010), pp. 739-754.<br />

2<br />

The excavations of these two buildings on the left bank of the Mitropolianὸs<br />

river filled the space left between the surrounding emerging monumental<br />

buildings: the Byzantine road I, a few metres east from the Rotunda,<br />

the small baths, the quadriconch of the Agricultural School and<br />

S.Titus to the North, the Triconch-Martyrium, parts of mausolea and of<br />

an unknown building to the South.<br />

3<br />

See note 1.


THE MEASURE UNIT ON THE BAPTISTERY WALL OF MITROPOLIS, GORTYS<br />

43<br />

In a previous article, in which some preliminary thoughts on<br />

the architecture of the two buildings were presented, I had already<br />

hypothesized which was the base of the basilica’s geometry; then<br />

there was no indication of the Rotunda, as the excavation was<br />

still under way and its function was not too clear. 4 Now, in light<br />

of the finding of the measuring tool unit on the baptistery wall,<br />

we also will try to define precisely the hypothesis of the previous<br />

study.<br />

The finding<br />

The metric standard was found during the excavations of June<br />

2006, when clearing the destruction levels accumulated inside<br />

the round room A. 5 The length unity is engraved on the north side<br />

of niche 5 (second row), 16 cm from the edge of a big limestone<br />

block 6 (fig. 2).<br />

The engraving of the metric sample, pous, is quite coarse with<br />

a V shaped incision 0.4/5 cm wide, irregular, probably due to the<br />

quite friable quality of the stone. It is incised vertically and does<br />

not present any intermediate division for submultiples. The width<br />

of the segment which forms the measuring unit is 2.5 cm thick.<br />

The top extremity is marked by a sharp point, better and more<br />

4<br />

For a first proportional investigation on the measurements of the basilica,<br />

Ricciardi, La basilica e la rotonda, op. cit., p. 652, note 8. In the basilica<br />

of the Nativity at Bethléem both a foot of 30.8 and one of 32 cm have<br />

been found, the second one attributed to Justinian’s times. For the Rotunda<br />

only a proportion for the elevation had been hypothesized.<br />

5<br />

For the excavation description see Ricciardi, La basilica e la rotonda,<br />

pp. 660-668; Ead., I nuovi scavi a Mitropolis: la Rotonda, Πεπραγμένα<br />

του Θ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, v. B΄2, Iraklio 2004, pp. 77-89;<br />

Ead., La rotonda di Mitropolis. Campagne di scavo 2003-2006,<br />

Πεπραγμένα του Ι΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, v. B΄2, Chania 2011,<br />

pp. 69-85; Ricciardi-Mπορμπουδάκης, Scavi alla Rotonda, op. cit., pp.<br />

925-938; M. Ricciardi, Le scoperte alla rotonda di Mitropolis a Gortina,<br />

in Raffaella Farioli Campanati (ed.), Ideologia e cultura artistica tra Adriatico<br />

e mediterraneo orientale (IV-X) secolo: il ruolo dell’autorità ecclesiastica<br />

alla luce di nuovi scavi e ricerche. Atti del convegno internazionale Bologna-<br />

Ravenna, November 2007, Bologna 2009, pp. 55-69.<br />

6<br />

The two concave sides form the walls of the adjoining niches, separated<br />

with slightly angled septum of dihedral shape. The dimensions are 0.80<br />

m. width, 0.62 m. height and 0.48m depth. The pous is engraved on the<br />

north side of niche 5.


44 MARIA RICCIARDI<br />

accurately defined of the inferior one,<br />

where the apex is not too clear and is<br />

poorly preserved. The inaccuracy seems to<br />

be accentuated by the slight chip which<br />

the stone shows in that spot but it probably<br />

was not accurate even at the time of the<br />

carving 7 . The coarseness of the incision<br />

and the slight chip of the inferior tip make<br />

us proceed with due caution in the reading<br />

of the dimension of the found metric<br />

model. As the apexes of the two tips which<br />

define the length are not precise for its<br />

assessment, the distance between the two<br />

external borders of the incision was chosen<br />

as a final reference (fig. 3).<br />

In this way the total distance between<br />

the two extremities of the incision is 32<br />

cm 8 ; but due to the small previously described<br />

uncertainty present on the inferior<br />

tip, we could disprove the reading in<br />

favour of others with different results. In<br />

particular, if we exclude from the length<br />

the measuring of the groove’s thickness<br />

that has outlined the foot’s drawing and<br />

we only measure the interior part of the<br />

relief, the total length is 30.2 or 31.5<br />

cm 9 . It seems appropriate to cite at this<br />

Fig. 2. Gortys. The engraved metric unit.<br />

Fig. 4. The Bethléem foot<br />

(from Abel, Inscription grecque, p. 283, tav.5).<br />

7<br />

Note the difference of the carving at the<br />

two extremities; the one below is thicker,<br />

with a downwards inclination.<br />

8<br />

The repeated measurement between the two<br />

corners at the extremity of the model’s base<br />

confirms the reading of 32 cm.<br />

9<br />

Measurements close to the dimensional oscillation<br />

of the Byzantine foot are confirmed<br />

by numerous studies amongst which the<br />

most relevant are: P. Lemerle, Philippes et<br />

la Macédonie Orientale à’l’époque chrétienne<br />

et byzantine, in BEFAR 158 (1945),


THE MEASURE UNIT ON THE BAPTISTERY WALL OF MITROPOLIS, GORTYS<br />

45<br />

point P.A. Underwood’s observation on the<br />

reading of 0.3089 m. for the pous found at Bethlèem<br />

where he argues that the measurements<br />

are excessively precise, a “minute accuracy” for<br />

a stone incision, and it is a relevant consideration<br />

for our case 10 . We will try to explain further<br />

why -amongst the possible readings- the most<br />

acceptable seems to be 32 cm.<br />

The measuring unit on the Rotunda-baptistery<br />

wall, both for its position on the rough<br />

wall and for the coarse and sketchy incision of<br />

the model with no further subdivisions, seems<br />

to be probably a metric reference for the<br />

builders, on a not too detailed work; thus not<br />

really a unit that was intended as a metric mould<br />

to calibrate or check the length measurements<br />

like those that can be found in public places,<br />

for example the mensae mensurariae of Leptis<br />

Magna and Thibilis 11 . The above mentioned<br />

Byzantine pous of Bethlèem, engraved below<br />

the inscription in Greek, prescribing a 15 foot<br />

long respect area, was used as a unit reference<br />

to measure the length of the ground multiple<br />

of the sample 12 . The model dates to Justinian<br />

times (fig. 4).<br />

pp. 326-346; P. A. Underwood, Some principles<br />

of Measure in the Architecture of the Period of<br />

Justinian, CArch III (1948), pp. 64-74; R. Schillbach,<br />

Byzantinische Metrologie, München 1970; N.<br />

Spremo-Petrovic, Proportions architecturales dans les<br />

plans des basiliques de la Préfecture de l’Illyricum, Beograd 1971, pp. 121-<br />

132; Th. Thieme, Metrology and planning in the basilica of Johannes<br />

Stoudios, in Les Dessin de l’Architecture dans les sociétés antiques, Strasburg<br />

1984-85, pp. 291-308; ib., B. Dufaÿ, Du Monument tel qu’l est on<br />

monument idéal: basiliques paléochrètiennes, pp. 309-324.<br />

10<br />

Underwood, Some principles, op.cit., p. 65.<br />

11<br />

Dated between the 2nd and 3rd cent. A.D. For Leptis Magna, see G.<br />

Ioppolo, La tavola delle unità di misura nel mercato augusteo di Leptis<br />

Magna, QAL 5 (1967), pp. 89-98, and for Thibilis, S. Gsell-A. Joly, Announa,<br />

Paris 1918, p. 78.<br />

12<br />

Of Justinean times, it was a Greek inscription which gave the safety<br />

Fig. 3. Gortys.<br />

The metric unity<br />

mould.


46 MARIA RICCIARDI<br />

Fig. 5. Gortys.<br />

The two rows of holes<br />

in niche 5.<br />

Amongst the Byzantine-dated examples of engraved metric<br />

samples is the bipedales of the IV Basilica of Kanytella 13 . Amongst<br />

the examples of Roman times we have both bronze originals, samples<br />

and measuring units used by the artisans which have been<br />

found in excavations, as reproductions sculpted on marble funerary<br />

stelae, all marked by divisions into submultiples 14 . In Gortys, in<br />

the Mavrὸpapa area a few metres North-East of the Rotunda-<br />

Baptistery a metric sample was found: it is a pous 29.6 cm long,<br />

engraved vertically on a marble column shaft, subdivided into 16<br />

digits, 4 palms and half foot; the column-belonging to a building<br />

distance for an aqueduct, equal to 15 feet. See F. M. Abel, Inscription<br />

grecque de l’acqueduct de Jérusalem avec la figure du pied byzantine,<br />

Rev.Bibl. XXXV (1926), pp. 283-288, tab. 5.<br />

13<br />

The Byzantine bipedals 58.6 cm long, engraved on limestone with a foot<br />

of 29,4 cm. H. Hellenkemper, Ein Byzantinische Baumass, IstMitt 39<br />

(1989), pp. 181-190, tab. 20, 2. In Late Roman and Byzantine mosaics<br />

the same measuring tool appears held in the hands of the personification<br />

of KTISIS, as at Kourion, Cyprus and Antioch. This relation and connection<br />

is stimulating for further investigation.<br />

14<br />

We can cite the examples of bronze bipedals found in Pompeii and those<br />

engraved on some artisans’ funerary stelae. J. P. Adam, L’arte di costruire<br />

presso i romani, Milano 1989, pp. 43-44.


THE MEASURE UNIT ON THE BAPTISTERY WALL OF MITROPOLIS, GORTYS<br />

47<br />

of Imperial date, was probably re-used in<br />

the Christian basilica of Mavrὸpapa of<br />

which there is now no trace preserved, although<br />

the column fragment can still be<br />

found in the field where the building used<br />

to be 15 . To this example now we can add<br />

the one engraved on the Baptistery wall<br />

which is of more difficult reading.<br />

The none univocal length definition<br />

of the Byzantine foot, its variation ranging<br />

between 30.8 and 32 cm, has resulted<br />

from numerous studies on the most famous<br />

Byzantine dated buildings in which<br />

often there are measurements similar to<br />

the Roman foot. Together with the scant<br />

definition of the metric model engraved<br />

on the Rotunda wall it does not help us<br />

reduce the margin of uncertainty in the<br />

reading of our example. Partial confirmation<br />

for the correct interpretation of the<br />

Mitropolis’ foot is to be attributed to the<br />

finding of the 32 cm measure on the wall<br />

decoration of the Rotunda.<br />

Half way down its length 16 our foot<br />

has an almost square hole, approximately<br />

7x5 cm wide, which is filled with very pure<br />

lime mortar, compressed inside the hole by<br />

a stone (fig. 2-3). This closes an iron cramp<br />

from which only the square heart comes<br />

out, with a section of 1.3x1 cm. The hole<br />

belongs to one of the two rows of horizontal<br />

holes found on the walls of all eight<br />

niches, at more or less regular distances<br />

15<br />

Published by M. Guarducci, IC IV, 411, pp.<br />

384-385; recently cited in I. Baldini Lippolis,<br />

Architettura protobizantina a Gortina: la basilica<br />

di Mavrὸpapa, Creta Antica 3 (2002),<br />

p. 305, p. 316, fig. 8.<br />

16<br />

The square hole begins at 15 cm.<br />

Fig. 6. Gortys. Detail of the cramps in the holes.<br />

Fig. 7. Gortys. The “formelle” preserved in niche 8.


48 MARIA RICCIARDI<br />

Fig. 8.<br />

Gortys. The wall of niche 2.<br />

one corner from the next (fig. 5). The two rows of holes, 32 cm<br />

distant, from one another, fix to the walls the metal cramps which<br />

held in place both low and high tiles (formelle) of refined lime<br />

mortar decorated with opus sectile (fig. 6-7).<br />

Where this revetment layer is preserved, we have had the opportunity<br />

to document the setting technique and to measure the<br />

position of the two rows of cramps. Where the tiles are preserved<br />

in situ and only the marble revetment is lost, metal cramps can be<br />

found at a 32 cm distance one from the other (fig. 7). The same<br />

distance has been measured on the wall of niche 2 on which a big<br />

portion of plaster for the placing of opus sectile has been preserved;<br />

here the imprints and some parts of the ceramic fragments which<br />

formed its base, can also still be seen 17 (fig. 8).<br />

17<br />

This type of cramps, closed in square holes, are very commonly used<br />

and are documented for attaching both the marble slabs and the prefabricated<br />

tiles (formelle) in opus sectile. For a description on how to fix<br />

the revetment on the walls see F. Guidobaldi, Pavimenti di opus sectile<br />

di Roma e dell’area romana, StudMisc 26 (1981-83), pp. 171-233; F.<br />

Guidobaldi-A. Guiglia Guidobaldi, Pavimenti marmorei di Roma dal IV al


THE MEASURE UNIT ON THE BAPTISTERY WALL OF MITROPOLIS, GORTYS<br />

49<br />

The pous length was used to regulate the distance between<br />

the decorated formelle. The dimensional examination to verify the<br />

use of the 32 cm foot or any of the other accepted length found in<br />

the Rotunda-Baptistery, has been done only in the central nucleus<br />

that is well characterised and is a coherent architectural structure<br />

of simple geometrical shape: the external circumference is regular<br />

with a diameter of 15.10 m.; the separating walls defining the<br />

circumference have a diameter of 10.25 m. The eight niches form<br />

an octagonal shape with sides of variable length between 3 and<br />

3.38 m. 18 The minor circumference –which corresponds to the<br />

position of the arches– suggests the width of the cupola 19 .<br />

In the round building the diameters are full multiples of the<br />

following measuring units: For the diameter of 15.10 m = 0.32x47<br />

cm, 30.2x50 cm, 29.6x51 cm; diameter of 10.25 m = 32x32 cm,<br />

30.2x34 cm; diameter of 8.32 m = 32x26 cm.<br />

Diameters in metres<br />

M e a s u r e u n i t<br />

32 31.5 31.23 31 30.2 29.6<br />

External ∅ 15.10 47 48 (15) 48 (14) 48 (14) 50 51<br />

Internal ∅ 10.25 32 32 (10) 32 (9) 33 34 (1) 34.5<br />

∅ of width of cupola 8.32 26 26 (8 26 (8 27 (8 28 (23 28<br />

* In brackets the margin<br />

The measuring units which we have tested on the diameter<br />

lengths, are all documented in many other buildings. Now, with<br />

the data of building A in our possession, we know that all of the<br />

three measurements present in the list could have been used 20 . If<br />

three circumferences can be obtained with the 32 cm foot full<br />

IX secolo [Studi di Antichità cristiana, 36], Città del Vaticano 1983, pp.<br />

327-342; A. Guiglia Guidobaldi, La decorazione marmorea dell’edificio<br />

di S. Maria Antiqua fra tarda antichità e medioevo, in Santa Maria Antiqua<br />

al Foro Romano, cento anni dopo, Roma 2004, pp. 49-65.<br />

18<br />

The recurring measurements are 3.00, 3.03, 3.09, 3.10, 3.11, 3.24,<br />

3.26, 3.38 m., with a variation of approximately 40 cm between the<br />

smallest and the biggest.<br />

19<br />

In continuing with the reconstruction of the walls at the arch springers<br />

level, we have reached a circumference with a diameter of 8.32 m.<br />

which comes from a graphic reconstruction.<br />

20<br />

See note 12. Lemerle, Philippes et la Macédonie, op. cit., p. 346, note<br />

2, reports the case of the Basilica of the Nativity at Bethléem where the


Fig. 9. Gortys.<br />

Axonometry of the Mitropolis basilica<br />

(Ricciardi, 2000).


52 MARIA RICCIARDI<br />

multiples, also with the other two units the main diameters can<br />

be reached. In other words the 30.2 cm unit reaches a full multiple<br />

of 50 feet which is a critical and revealing measurement, under<br />

certain conditions, of the correctness of the chosen measure unit 21 .<br />

More indications could be obtained from the column height<br />

and interaxes width. Sadly the cipollino marble fragments of the<br />

shafts are still in the ground, not restored and broken in big pieces,<br />

caused by their collapse. These relief measurements have proved<br />

to be of a total height of 3.20-5.0 m., too inaccurate for an eva -<br />

luation of the foot multiple. One similar uncertainty can be<br />

obtained in measuring the columns inter-axis which have different<br />

measurements as the width of the niches.<br />

In my opinion, the foot engraved into the wall was most<br />

probably to only be referred to arrange the cramp holes for the<br />

application of the decorative fascia on the wall and had no connection<br />

with the round wall structure.<br />

A clear example of planning, using the 32 cm measure, can<br />

be seen in the five naves and trussed roof great basilica (fig. 9),<br />

where it is attested by the regular inter-axis of the side and central<br />

naves colonnades, at a distance of 3.20 m. 22 so it is a 10 time<br />

multiple of the unity which regulated the general planning of the<br />

church.<br />

The basilica has been planned and sized on the multiples of<br />

the 32 cm pous. The width-measured, excluding the wall thickness,<br />

is 32 m., which corresponds to 100 Byzantine feet. The length of<br />

the church is also a multiple of the 32 cm pous and is a ratio of<br />

1:2 with the width 23 .<br />

The slight shift of the walls, especially in the north perimeter,<br />

is caused by the numerous changes made in that wall, and other<br />

part rebuilt in Justinian’s age used the 30.8 cm foot together with the<br />

32 cm one. P. Lemerle, A propos des basiliques paléochrétiennes de<br />

Grèce, BCH 70 (1946), pp. 319-328.<br />

21<br />

Multiples of 10/ 50/ 100 the unity are interesting critical measurements,<br />

according to Underwood, op. cit., pp. 64-74. For example, if with the<br />

chosen unit you get a multiple of 50 and the margin is inferior to half a<br />

foot, it is possibly the right one.<br />

22<br />

General reference bibliography, see note 1.<br />

23<br />

See Ricciardi, La basilica e la rotonda, op. cit., pp. 651-660. There are<br />

no bases left but the spaces, once occupied by the columns, are still<br />

clearly visible.


THE MEASURE UNIT ON THE BAPTISTERY WALL OF MITROPOLIS, GORTYS<br />

53<br />

quite noticeable irregularities and deviations can be seen on the<br />

presbytery side, East of the road which cut off a part of it.<br />

The basilica’s width is devided into three equal parts and the<br />

central nave occupies 1/3 of the width of the basilica; but it is<br />

wider as the thickness of the stylobates has been obtained cutting<br />

it from the wide of the side naves. Giving the thickness of the<br />

stylobates to the side naves, it then measures 10.90 m. (cor -<br />

responding to 34 multiples of the unit 0.32 m.). The side aisles<br />

have in turn been divided in two by the colonnades forming thus<br />

the five naves. A peculiarity of the side naves’ width is that whilst<br />

for the south ones it does not vary, for the north ones, the northern<br />

one is 1 m. less. This minor width could be an indicative anomaly<br />

perhaps following pre-existing elements defining the north<br />

boundary.<br />

At this point of our research we can confirm the use of the 32<br />

cm pous measure unit in the building of the basilica of Mitropolis;<br />

so after the Basilica A of Philippi that is known to have been planned<br />

with the same unit, we can now add the example of Mitropolis. 24<br />

We have not been able at this moment to find with the same<br />

precision the measure unit used in the building of the circular nucleus<br />

of the Rotunda-baptistery 25 ; in addition the baptistery’s<br />

planimetric characteristics makes the research of a project and<br />

building module difficult, as it seems to have formed by successive<br />

joining of different rooms, similarly to the baptistery complex of<br />

Bir Ftouha where there are many similarities with Mitropolis 26 .<br />

In conclusion: If in the Mitropolis five naved basilica, with<br />

the great mosaic carpet attributed to Justinian date, no great<br />

changes were brought of the plans in its reconstruction in Heraclius’<br />

times after the earthquake of 618-620, and the only struc-<br />

24<br />

The basilica of Mitropolis is planned based on its width, Spremo-<br />

Petrovic, Proportions architecturales, op. cit., p. 126 and the proportion<br />

between width and length is 1:2; the total length, including the apse<br />

and excluding the atrium is 64.50 m. not considering the wall thickness.<br />

The width varies slightly in the total length, from 32 m. to 32.5 m., due<br />

to the wall irregularity in some sections.<br />

25<br />

Lemerle, Philippes et la Macédonie, op. cit., pp. 325, 345-46; Lemerle,<br />

A propos, op. cit., pp. 319-328.<br />

26<br />

Various works, construction and restoration phases have been recognised<br />

in the building but they still have not been chronologically defined.


54 MARIA RICCIARDI<br />

tural work done was the closing of the interculumnia to reinforce<br />

the structure itself, we can conclude that the use of the 32 cm<br />

foot should be dated to the planning of the basilica of Justinianic<br />

age 27 .<br />

As for the building of the Rotunda-baptistery, it is not possible<br />

at the moment to define the measure unit, as the plan is still in a<br />

preliminary-definition phase. We can affirm that the 32 cm foot<br />

engraved on the wall and used for the tile fascia of opus sectile<br />

decoration can be attributed to the restoration and monu -<br />

mentalizing phase (Justinian?) also maintained in the last restoration<br />

or in that already used in the basilica after the earthquake of<br />

618 28 . Only with a chronological definition of the baptistery’s<br />

building phases we will understand better to which of these phases<br />

the metric unit belongs to.<br />

In this first partial investigation on the linear measuring units<br />

used in the early Byzantine times in Gortys, we have documented<br />

the use of linear unit of 32 cm in the basilica of Mitropolis. There<br />

is another linear unit of 31 cm, recognised in the reconstruction of<br />

the New Pretorium under Heraclius 29 . So now we have evidence of<br />

two different units in two distinct chronological phases.<br />

The resumption of the metrological study of the principal<br />

monuments of Byzantine Gortys in the light of what has been<br />

found, seems to us to need to be taken into account, as it can provide<br />

new interesting data for a better comprehension of the architectural<br />

and town planning development of the Byzantine city.<br />

27<br />

For the basilica’s phases see note 1. The round plan with a diameter of<br />

15 m, the basin with the same shape are a good base for a comparison.<br />

In the baptistery of Bir Ftouha a different measure unity has been used,<br />

slightly smaller compared to the original one used in the complex: 31<br />

cm instead of 31.7 cm as verified in the columns height and in their inter-axis:<br />

S.T. Stevens et alii, Bir Ftouha: a Pilgrimage church complex at<br />

Carthage, = JRA, Suppl. 59 (2005), pp. 267, 545.<br />

28<br />

See example in Lemerle, note 20.<br />

29<br />

Ricciardi, La basilica e la rotonda, op. cit, note 3 pp. 64-65; A. Di Vita, Archeologia<br />

e storia di una città antica, in Atti del Convegno, II, pp. 472-474.<br />

30<br />

G. De Tommaso, Settore B, in Gortina V.1*, pp. 359, 363; A. Di Vita, Appunti<br />

per un’ipotesi di restituzione, in Gortina V.1**, p. 797.


Εικ. 1. Χάρτης του αρχαίου πυρήνα του Ηρακλείου.<br />

Ανασκαφικές έρευνες με ευρήματα της aραβικής περιόδου.


Λιάνα Σταρίδα<br />

Αρχαιολόγος<br />

Αρχιτεκτονικά κατάλοιπα<br />

στο Ηράκλειο από την περιόδο<br />

της αραβοκρατίας<br />

Πέρα από κάθε αμφιβολία, το Φρούριο της Τάφρου, η πρωτεύουσα<br />

του Αραβικού Εμιράτου της Κρήτης, διατηρείται σε αρκετά μεγάλη<br />

κλίμακα παρά τις αντιλήψεις περασμένων χρόνων ότι μετά την ανακατάληψη<br />

της πόλης από τον Νικηφόρο Φωκά το 961, καταστράφηκε<br />

κάθε αραβικό στοιχείο 1 (εικ. 1). Οι Άραβες, μετά την κατάκτηση της<br />

Κρήτης το 828, ίδρυσαν την πρωτεύουσα του Εμιράτου τους στον<br />

ημιερειπωμένο και εγκαταλειμμένο, λόγω των πειρατικών επιδρομών<br />

του 7ου και 8ου αιώνα, πρωτοβυζαντινό οικισμό. Την τείχισαν με<br />

ισχυρότατο τείχος και δημιούργησαν ένα ιδιότυπο πολιτισμό 2 .<br />

1<br />

Βλ ενδεικτικά για την περίοδο της αραβοκρατίας στην Κρήτη στις μελέτες,<br />

Στ.Ξανθουδίδης, Χάνδαξ–Ηράκλειον, Ηράκλειο 1927 (επανέκδ. 1964, επιμ.<br />

Στ. Αλεξίου)· Γ. Σήφακας, Η υπό των Αράβων κατάκτησις της Κρήτης, ΕΕΚΣ<br />

Β (1939), σ. 20-80· Ν. Πλάτων, Τα τείχη του Χάνδακος κατά τη β΄ βυζαντινή<br />

περίοδο, Κρ. Χρ. Α΄ (1947), σ. 239-248· Ι. Παπαδόπουλος, Η Κρήτη<br />

υπό τους Σαρακηνούς, Αθήνα 1948· Ν. Πλάτων, Και πάλιν περί των βυζαντινών<br />

τειχών του Χάνδακος, Κρ. Χρ. Δ΄ (1950), σ. 353-360· Ν. Πλάτων,<br />

Νέα στοιχεία δια την μελέτην των Βυζαντινών τειχών του Χάνδακος, Κρ.<br />

Χρ. ΣΤ΄ (1952), σ. 439-459· Ν. Τωμαδάκης, Προβλήματα της εν Κρήτη<br />

Αραβοκρατίας (826-961), ΕΕΒΣ 30 (1960), σ. 1-38· Ν. Μ. Παναγιωτάκης,<br />

Θεοδόσιος ο Διάκονος και το ποίημα αυτού «Άλωσις της Κρήτης», Ηράκλειο<br />

1960· G. Miles, Byzantium and the Arabs: Relations in Crete and the<br />

Aegean area, DOP 18 (1964), σ. 1-32· Ν. Σταυρινίδης, Ειδήσεις Αράβων<br />

Ιστορικών περί της Αραβοκρατίας εν Κρήτη, Κρ. Χρ. ΙΕ΄-ΙΣΤ΄ (1961-1962)<br />

= Πεπραγμένα Α΄ διεθνούς κρητολογικού συνεδρίου, τ. 2, σ. 74-83· Ν. Τωμαδάκης,<br />

Η Εκκλησία της Κρήτης κατά την Αραβοκρατίαν, Κρ. Χρ. ΙΕ΄-ΙΣΤ<br />

(1961-1962) = Πεπραγμένα Α΄ διεθνούς κρητολογικού συνεδρίου, τ. 2, σ. 193-<br />

212· Ν. Μ. Παναγιωτάκης, Ζητήματα τινά της κατακτήσεως της Κρήτης υπό<br />

των Αράβων, Κρ. Χρ. ΙΕ΄-ΙΣΤ΄ (1961-1962), τ. 2, σ. 9-38· Ι. Αλεξάκης, Η<br />

απόβασις του υπό τον Νικηφόρον Φωκάν στρατού εις Κρήτην και η πρώτη<br />

νικηφόρος μάχη (τέλη Ιουλίου 960 μ.Χ.), Κρ. Χρ. ΙΕ΄-ΙΣΤ΄ (1963), σ. 42-<br />

46· Θ. Δετοράκης, Αι αραβικαί επιδρομαί και η εν Κρήτη Αραβοκρατία,<br />

Κρ. Χρ. ΚΑ΄ (1969), σ. 119-129· Β. Καλαϊτζάκης, Η Κρήτη και οι Σαρακηνοί<br />

(827-961 μ.Χ.), Αθήνα 1984.<br />

2<br />

D. Tsougarakis, Byzantine Crete. From the 5th Century to the Venetian Conquest,


58 ΛΙΑΝΑ ΣΤΑΡΙΔΑ<br />

Εικ. 2.<br />

Ανασκαφή οικοπέδου<br />

«Καστέλλας»<br />

στον περιβάλλοντα χώρο<br />

του Αγίου Πέτρου<br />

των Δομηνικανών.<br />

Το πλακόστρωτο αίθριο.<br />

Στα μεγάλα ιδιωτικά οικόπεδα που έχουν ανασκαφεί τις τελευταίες<br />

δεκαετίες στο σημερινό Ηράκλειο, μέσα στον αρχαίο πυρήνα<br />

της πόλης που ορίζεται από τα αραβικά-βυζαντινά-παλαιοενετικά<br />

τείχη, τα αραβικά οικιστικά ή βιοτεχνικά συγκροτήματα σώζονται σε<br />

μεγάλη έκταση, ενώ η δόμηση της κοσμικής αρχιτεκτονικής και τοιχοδομίας<br />

είναι σαφώς διακριτή: μεγάλοι δόμοι, επιμελημένες τοιχοποιίες,<br />

πλακόστρωτα δάπεδα, ισχυρές θεμελιώσεις, σχετικά μικρά<br />

αλλά άνετα δωμάτια, κυρίως υπόλευκα και κόκκινα κονιάματα.<br />

Μέχρι το 1988 οι πληροφορίες μας για τους Άραβες της Κρήτης<br />

και ειδικότερα για την πρωτεύουσά τους ήταν τόσο ελάχιστες, που<br />

δικαίωναν τις μέχρι τότε κρατούσες αντιλήψεις για τον ρόλο της ως<br />

πειρατικό ορμητήριο. Αντίστοιχα τα μοναδικά μέχρι τότε ευρήματα<br />

ήταν πολύ λίγα.<br />

Συγκεκριμένα, το 1971 ανασκάφηκε από τους G. Miles και P. Warren,<br />

σε αγρό στον Μακρυτείχο Κνωσού, ένα ορθογώνιο κτίριο μικρών<br />

Αθήνα 1988· V. Christides, The Conquest of Crete by the Arabs (ca. 824). A<br />

turning point in the struggle between Byzantium and Islam, Athens 1984.


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΑΡΑΒΟΚΡΑΤΙΑΣ<br />

59<br />

διαστάσεων, με άτεχνα κτισμένους τοίχους, πορτοκαλόχρωμα κονιάματα<br />

και δάπεδο φτιαγμένο από μεγάλες αδρές πέτρες πακτωμένες στο<br />

χώμα. Βρέθηκαν 7 νομίσματα αραβικών χρόνων, μεγάλη ποσότητα σιδερένιων<br />

καρφιών και θραύσματα από δύο μυλόπετρες. Οι μυλόπετρες<br />

αυτές, όπως και το δάπεδο, είχαν υφή πολύ υγρή, σκούρα και κολλώδη,<br />

ένδειξη ότι στον χώρο λειτουργούσε ελαιοτριβείο 3 .<br />

Το 1967 πραγματοποιήθηκε στον περίβολο της καθολικής μονής<br />

του Αγίου Πέτρου των Δομινικανών, ανασκαφική έρευνα από τους<br />

George Miles και Εμμανουήλ Μπορμπουδάκη, μέχρι το βάθος των<br />

6 μέτρων, περίπου ένα μέτρο πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας<br />

(εικ. 2). Κάτω από την ενετική οικοδομική φάση, βρέθηκαν ίχνη τοίχων<br />

βυζαντινής ή αραβικής περιόδου, καθώς και αποχετευτικός αγωγός,<br />

σκαμμένος μέσα στο φυσικό έδαφος. Από την ανασκαφή αυτή<br />

προήλθαν 53 νομίσματα, από τα οποία τα 5 ήταν αραβικά και τα υπόλοιπα<br />

άλλων ιστορικών περιόδων της πόλης 4 .<br />

3<br />

P. Warren-G.Miles, An Arab building at Cnossos, BSA 67 (1972), σ. 285-<br />

296, πίν. 55-60.<br />

4<br />

Μ. Μπορμπουδάκης, Δοκιμαστική ανασκαφή Αγίου Πέτρου των Ενετών<br />

Εικ. 3.<br />

Τμήμα της κρηπίδας<br />

του αραβικού τείχους.<br />

Αποκαλύφθηκε<br />

σε ανασκαφική έρευνα<br />

στην πλατεία Ελευθερίας<br />

το 1966.


60 ΛΙΑΝΑ ΣΤΑΡΙΔΑ<br />

Εικ. 4.<br />

Αποτύπωση ανασκαφής<br />

οικοπέδου Ζουράρη<br />

στην οδό Δαιδάλου.<br />

Στα παραπάνω προστίθεται η ανεύρεση αραβικών νομισμάτων<br />

από τον Νικόλαο Πλάτωνα στην εκσκαφή για την ανέγερση του ξενοδοχείου<br />

Αστήρ (μετέπειτα Εθνική Τράπεζα) στην οδό 25ης Αυγούστου 5 .<br />

Επίσης τη δεκαετία του 1960, κατά τις εργασίες ανέγερσης νέας<br />

οικοδομής στην οδό Δαιδάλου, βρέθηκαν τμήματα της κρηπίδας του<br />

αραβικού τείχους. Η κρηπίδα αυτή ήταν ισχυρή κατασκευή από μεγάλους<br />

μονόλιθους δόμους που διατηρούντο σε δύο στρώσεις. Το<br />

1966, κατά τις εργασίες ανέγερσης του ξενοδοχείου Αστόρια στην πλατεία<br />

Ελευθερίας, αποκαλύφθηκε επίσης τμήμα του αραβικού τείχους<br />

κτισμένου με μεγάλους ημικατεργασμένους πωρόλιθους (εικ. 3).<br />

Κατά την ανασκαφική έρευνα στο οικόπεδο Ζουράρη το 1986,<br />

πάλι στην οδό Δαιδάλου (εικ. 4), βρέθηκε, σε βάθος 4,30 μ., θεμελίωση<br />

τείχους πάχους 2,03 μ., δομημένη με αρχιτεκτονικά μέλη κλασικής<br />

εποχής, σε δεύτερη χρήση, και παχύ ασβεστοκονίαμα 6 .<br />

Ηρακλείου, ΑΔ 23 (1968), σ. 427-429· G. Miles, Coins from the excavations<br />

at Ag. Petros, Herakleion, Crete, American Numismatic Society Museum<br />

Notes 17 (1971), p. 163-172· G. Miles, Excavations at Ag. Petros, Herakleion<br />

1967, Πεπραγμένα Γ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. ΙΙ, Αθήνα<br />

1974, σ. 225-230.<br />

5<br />

Ν. Πλάτων, Η Αρχαιολογική κίνησις εν Κρήτη κατά το έτος 1959, Κρ. Χρ.<br />

ΙΓ΄ (1959), σ. 471-481.


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΑΡΑΒΟΚΡΑΤΙΑΣ<br />

61<br />

Τα παραπάνω, λιγοστά μέχρι τότε ευρήματα, ωστόσο, δεν μπορούσαν<br />

να στοιχειοθετήσουν κάποιο στέρεο συμπέρασμα για τα 135<br />

χρόνια παρουσίας των Αράβων στην Κρήτη, και ειδικότερα την πρωτεύουσά<br />

τους, το σημερινό Ηράκλειο.<br />

Όπως προαναφέρθηκε, από το 1988 και εξής, οι ανασκαφικές<br />

έρευνες που διενεργήθηκαν με συστηματικό τρόπο στην εντός των<br />

ενετικών τειχών πόλη και ιδιαίτερα στον αρχαίο πυρήνα της, στη<br />

μικρή περίμετρο που οριοθετείται από τις οδούς Δαιδάλου, Χάνδακος,<br />

θαλάσσιο μέτωπο, Επιμενίδου, Μποφώρ, έχουν αποκαλύψει<br />

πολύ σημαντικά στοιχεία για τον Αραβικό Χάνδακα 7 .<br />

Οι πρώτες ενδείξεις για κτίρια σε χρήση κατά την αραβική περίοδο<br />

προέκυψαν κατά την ανασκαφή οικοπέδου στη γωνία των<br />

οδών Κορωναίου και Αρκολέοντος (εικ. 5), όπου αποκαλύφθηκε<br />

λουτρό της β΄ βυζαντινής περιόδου, πλαισιωμένο από σύστημα δεξαμενών<br />

8 . Στη δυτική πλευρά του οικοπέδου βρέθηκε συγκρότημα<br />

Εικ. 5.<br />

Αποτύπωση ανασκαφής<br />

στη συμβολή των οδών<br />

Κορωναίου & Αρκολέοντος.<br />

6<br />

Δ. Βαλλιάνου, Οδός Δαιδάλου 30-32 (οικόπεδο Ζουράρη). Ανασκαφικές εργασίες<br />

της ΚΓ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, ΑΔ<br />

45 (1987), σ. 521-528.<br />

7<br />

Ξανθουδίδης, Χάνδαξ–Ηράκλειον, ό.π.<br />

8<br />

Λ. Σταρίδα, Το αραβικό φρούριο της τάφρου όπως αποκαλύπτεται από τις<br />

ανασκαφικές έρευνες, Graeco-Arabica XI = Αφιέρωμα στην Κρήτη. Ad Cretam


62 ΛΙΑΝΑ ΣΤΑΡΙΔΑ<br />

Εικ. 6.<br />

Ανασκαφή στη συμβολή<br />

των οδών Κορωναίου<br />

& Αρκολέοντος.<br />

Οικιστικό συγκρότημα<br />

σε χρήση κατά<br />

την αραβική περίοδο.<br />

πιθανόν αραβικών χρόνων που αποτελείται από ορθογώνια δωμάτια<br />

με μικρές θυρίδες φωτισμού θεμελιωμένα στο φυσικό έδαφος (εικ.<br />

6). Οι τοιχοποιίες του είναι κατασκευασμένες από πολύ πυκνή λιθοδομή.<br />

Οι αρμοί φέρουν μικρά βότσαλα, πέτρες και πλίνθους. Η γενική<br />

εικόνα των τοίχων είναι μία λεία και ομαλή επιφάνεια. Σε λίγα<br />

σημεία διακρίνονται ίχνη υπόλευκου κονιάματος. Διακρίνονται επίσης<br />

ίχνη δαπέδων σε δύο επάλληλα στρώματα, κατασκευασμένα από<br />

μικρά βότσαλα και άργιλο. Δεν βρέθηκαν είσοδοι ούτε θύρες επικοινωνίας<br />

μεταξύ των δωματίων, καθώς τα κτίσματα επεκτείνονται δυτικά<br />

κάτω από την οδό Αρκολέοντος. Στο εσωτερικό των δωματίων<br />

βρέθηκαν νομίσματα, μία υάλινη σφραγίδα και κεραμική, όλα αραβικών<br />

χρόνων. Ενδιαφέρουσα είναι η ανεύρεση χάλκινου νομίσματος<br />

του Λέοντος ΣΤ΄ (886-912) μέσα στα αραβικά στρώματα, σε<br />

βάθος περίπου 5,5 μ. Αποτελεί ένδειξη για τις σχέσεις των Αράβων<br />

της Κρήτης με το Βυζάντιο, όπως αποδείχθηκε και στην ανασκαφή<br />

του οικοπέδου του Αρχαιολογικού Μουσείου, στη γωνία των οδών<br />

Χατζηδάκη και Ξανθουδίδου, όπου στα αραβικά στρώματα βρέθηκε<br />

solidus του Θεόφιλου με χρονολογία κοπής στα 830-840 9 .<br />

Κατά την ανασκαφή στην «Καστέλλα», στον περιβάλλοντα χώρο<br />

του Αγίου Πέτρου των Δομηνικανών, το 1992-93, ανασκάφηκε εκτεdedicata,<br />

Ηράκλειο 2011, σ. 105-118.<br />

9<br />

Β. Πέννα, Νομίσματα από το χώρο της βόρειας επέκτασης του Αρχαιολογικού<br />

Μουσείου Ηρακλείου, στο Α. Καρέτσου (επιμ.), Ηράκλειο. Η άγνωστη ιστορία<br />

της αρχαίας πόλης, Ηράκλειο 2008, σ. 207.


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΑΡΑΒΟΚΡΑΤΙΑΣ<br />

63<br />

ταμένο οικιστικό συγκρότημα με αναμφισβήτητη αραβική χρήση 10<br />

(εικ. 7). Αποτελείται από μία σειρά μικρών δωματίων. Στο κέντρο<br />

του χώρου υπάρχει τετράγωνο πλακόστρωτο αίθριο με περιμετρικά<br />

χαμηλά στηθαία, μικρό επιχρισμένο φρεάτιο και μεγάλος, επίσης επιχρισμένος,<br />

υδαταγωγός. Πάνω στο πλακόστρωτο υπήρχε πυκνό και<br />

αδιατάραχτο στρώμα καταστροφής από κεραμίδες οροφής, λεπίδα<br />

και σπαράγματα λευκών και έγχρωμων κονιαμάτων. Μετά την αφαίρεση<br />

του στρώματος και πάνω στο δάπεδο του αίθριου, όπως και<br />

πάνω στα άλλα δάπεδα του συγκροτήματος, βρέθηκε πλήθος αντικειμένων:<br />

αγγεία και λύχνοι, θραύσματα υάλινων αγγείων, χάλκινα νομίσματα<br />

αραβικών χρόνων, οστέινα σφονδύλια με εγχάρακτο<br />

γεωμετρικό και ζωικό διάκοσμο του 10ου αι. και ένα σιδερένιο διακοσμητικό<br />

κάλυμμα ξύλινου κιβωτίου. Οι τοίχοι των κτιρίων είναι<br />

κτισμένοι με επιμελημένη αργολιθοδομή και ίχνη κονιαμάτων. Η<br />

διάρθρωση των δωματίων που επικοινωνούν μεταξύ τους με χαμηλές<br />

θύρες, δημιουργούν την εντύπωση βαθμιδωτού κτιρίου. Σε ένα<br />

από τα δωμάτια βρέθηκε μικρή ορθογώνια γούρνα που επικοινωνεί<br />

με μεγάλο κεντρικό αγωγό (εικ. 8). Στο εσωτερικό της γούρνας βρέθηκαν<br />

όστρακα ακόσμητων αγγείων, ένα χάλκινο δακτυλίδι και ένα<br />

θραυσμένο αγγείο με πράσινη εφυάλωση και εγχάρακτο γεωμετρικό<br />

Εικ. 7.<br />

Αποτύπωση ανασκαφής<br />

οικοπέδου «Καστέλλας»<br />

στον περιβάλλοντα χώρο<br />

του Αγίου Πέτρου<br />

των Δομηνικανών.<br />

10<br />

Λ. Σταρίδα, Το αραβικό φρούριο της τάφρου, ό.π.


64 ΛΙΑΝΑ ΣΤΑΡΙΔΑ<br />

Εικ. 8.<br />

Ανασκαφή οικοπέδου «Καστέλλας».<br />

Η μαρμάρινη γούρνα.<br />

Εικ. 9. Ανασκαφή οικοπέδου «Καστέλλας».<br />

Αμφορέας αραβικών χρόνων<br />

με πράσινη εφυάλωση και εγχαράξεις.<br />

διάκοσμο. Όμοιο αγγείο σχεδόν ακέραιο,<br />

βρέθηκε στο εσωτερικό ενός δωματίου<br />

(εικ. 9). Σε όλη την έκταση του ανασκαφικού<br />

χώρου, πάνω από το στρώμα<br />

καταστροφής, βρέθηκε μεσοβυζαντινό<br />

νεκροταφείο, όπως μαρτυρούν τα ευρήματα<br />

από το εσωτερικό των τά φων που<br />

χρονολογούνται στον 11ο αι.<br />

Το 2003 η ανασκαφική έρευνα συνεχίστηκε<br />

στη βορειοανατολική πλευρά<br />

του οικοπέδου. Κάτω από το εκτεταμένο<br />

νεκροταφείο της μεσοβυζαντινής περιόδου<br />

βρέθηκε η αραβική οικο δομική<br />

φάση που απέδωσε πλήθος νομισμάτων,<br />

κεραμικής και μικροαντικειμένων. Από<br />

όλο τον χώρο περισυλλέγησαν 120 αραβικά<br />

νομίσματα 11 .<br />

Σε τρεις ακόμη μεγάλες ανασκαφές,<br />

στην οδό Αλμυρού, στην οδό Βύρωνος<br />

και στη συμβολή των οδών Παπαγιάμαλη<br />

και Κορωναίου, οι τοιχοποιίες των<br />

κτιρίων που βρέθηκαν στα αραβικά<br />

στρώματα έχουν ανάλογα χαρακτηριστι -<br />

κά (εικ. 10). Σημαντικό στοιχείο για τη<br />

χρονολόγηση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων<br />

της οδού Αλμυρού, στάθηκε η<br />

ανεύρεση μεγάλου πλήθους νομισμάτων<br />

και κεραμικής, από την ίδια περίοδο, στο<br />

μεγαλύτερο μέρος των αδιατάρακτων<br />

στρωμάτων. Συνεχής κατοίκηση αποκαλύπτεται<br />

σε πολλές και επάλληλες φάσεις<br />

(εικ. 11-12). Επιπλέον αποκαλύφθηκε<br />

ένα περίπλοκο σύστημα αγωγών ύδρευσης<br />

και αποχέτευσης. Βρέθηκαν πολλά<br />

αρχιτεκτονικά μέλη παλαιότερων εποχών<br />

σε δεύτερη χρήση, όπως για παρά-<br />

11<br />

Λ. Σταρίδα, Το αραβικό φρούριο της τάφρου,<br />

ό.π.


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΑΡΑΒΟΚΡΑΤΙΑΣ<br />

65<br />

Εικ. 10.<br />

Αραβικά βιοτεχνικά<br />

και οικιστικά σύνολα.<br />

Εικ. 11.<br />

Αποτύπωση ανασκαφής<br />

στην οδό Αλμυρού.<br />

δειγμα ένας ρωμαϊκός ραβδωτός κιονίσκος από λευκό μάρμαρο και<br />

άλλοι σπόνδυλοι κιόνων που χρησιμοποιήθηκαν είτε ως παραστάδες<br />

είτε για να θεμελιώσουν πασσάλους που στήριζαν οροφές.<br />

Κάτω από επάλληλα πυκνά στρώματα καταστροφής βρέθηκε η<br />

αραβική οικοδομική φάση με ισχυρότατες κατασκευές που θεμελιώνονται<br />

σε βάθος 7,30 μ. Το τελευταίο στρώμα καταστροφής από πεσμένους<br />

στρωτήρες και θραύσματα ακόσμητης χρηστικής κεραμικής<br />

βρέθηκε περίπου 20 εκ. πάνω από το φυσικό έδαφος. Ανάμεσα στο


66 ΛΙΑΝΑ ΣΤΑΡΙΔΑ<br />

Εικ. 12.<br />

Ανασκαφική έρευνα<br />

στην οδό Αλμυρού. Γενική άποψη.<br />

Εικ. 13. Ανασκαφική έρευνα<br />

στην οδό Αλμυρού.<br />

Το εντοιχισμένο καμαρωτό πηγάδι.<br />

πλήθος της κεραμικής, στα κατώτερα στρώματα<br />

βρέθηκαν μονόμυξοι λύχνοι, στάμνες<br />

παλαιστινιακού τύπου και μεγάλο θραύσμα<br />

αγγείου, με πράσινη εφυάλωση και εγχαράξεις,<br />

όμοιο με το αγγείο που βρέθηκε στην Καστέλα.<br />

Το πιο σημαντικό εύρημα είναι ένα<br />

εντοιχισμένο καμαρωτό πηγάδι, η στέψη του<br />

οποίου βρέθηκε σε βάθος 4,65 μ. (εικ. 13).<br />

Αποτελεί μοναδικό για την πόλη δείγμα κοσμικής<br />

αρχιτεκτονικής της αραβοκρατίας,<br />

όπως τεκμηριώνεται από τα νομίσματα και την<br />

κεραμική που βρέθηκαν πάνω στο μαρμάρινο<br />

πλακόστρωτο δάπεδο. Η ανωδομή του αποτελείται<br />

από αργούς λίθους, συνδεμένους με<br />

ισχυρό ασβεστοκονίαμα, ενώ μία αψιδωτή<br />

κόγχη καλύπτει την κυκλική οπή. Η αψίδα<br />

έχει κατασκευαστεί από λαξευμένους δόμους<br />

με μικρά κεραμικά διακοσμητικά βότσαλα σε<br />

κυκλική διάταξη. Όλη η κατασκευή φέρει ίχνη<br />

επίσης από ισχυρό κόκκινο ασβεστοκονίαμα.<br />

Δυτικά της κρήνης, ένας μεγάλος τοίχος<br />

που διασχίζει εγκάρσια το οικόπεδο, είναι κτισμένος<br />

με σειρές μονόλιθων δόμων μεγάλων<br />

διαστάσεων, σε τέσσερις στρώσεις, σχηματίζοντας<br />

ψευδοϊσόδομη τοιχοποιία. Τα κτίρια<br />

που βρίσκονται σε επαφή με τον τοίχο, θεμελιωμένα<br />

πάνω στο φυσικό έδαφος και πυκνά<br />

δομημένα, φέρουν μονόλιθα κατώφλια και<br />

ίχνη από παραστάδες. Πιθανόν η είσοδος<br />

προς το κτιριακό αυτό συγκρότημα να ήταν<br />

στη νότια πλευρά του οικοπέδου, σε επαφή με<br />

μεταγενέστερη ενετική κατασκευή. Αποτελείται<br />

από μονόλιθο μαρμάρινο κατώφλι, δύο βάσεις<br />

κιόνων σε δεύτερη χρήση εκατέρωθεν<br />

του κατωφλίου, ενώ είναι θεμελιωμένη πάνω<br />

σε δύο στρώσεις μονόλιθων δόμων.<br />

Κάτω από τα στρώματα καταστροφής περισυλλέξαμε<br />

100 αραβικά νομίσματα, λύχνους<br />

και κούπες ίδιας τυπολογίας με τα


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΑΡΑΒΟΚΡΑΤΙΑΣ<br />

67<br />

αντίστοιχα της Καστέλας. Πάνω από το στρώμα καταστροφής υπήρχαν<br />

κατάλοιπα κτιρίων μεσοβυζαντινών χρόνων και πλήθος οστράκων<br />

από λεπτεγχάρακτα, αδρεγχάρακτα και επιπεδόγλυφα πινάκια<br />

και κούπες 11ου και 12ου αιώνα 12 .<br />

Η ίδια ψευδοϊσόδομη τοιχοποιία βρέθηκε στο οικόπεδο μεταξύ<br />

των οδών Βύρωνος και Θαλήτα (εικ. 14-15), βόρεια και σε μικρή<br />

απόσταση από την οδό Αλμυρού, όπου αποκαλύφθηκε ένα εκτεταμένο<br />

βιοτεχνικό συγκρότημα που σώζεται σε ικανό ύψος (1,5-2 μ.).<br />

Στο κέντρο του συγκροτήματος βρέθηκε βαθύ φρέαρ με λίθινο περιστόμιο<br />

και καλυπτήρια πλάκα πάνω σε υπερυψωμένο βάθρο που περιβαλλόταν<br />

από τέσσερις κίονες. Η βάση και τμήμα ενός κίονα,<br />

καθώς και η βάση του δεύτερου κίονα, βρέθηκαν in situ. Στις θέσεις<br />

των δύο άλλων κιόνων βρέθηκαν μόνο τα ίχνη των βάσεών τους. Τα<br />

12<br />

Λ. Σταρίδα-Ε.Κανάκη, Ανασκαφές στην πόλη του Ηρακλείου ως το 2008,<br />

στο Μ. Ανδριανάκης-Ι. Τζαχίλη (επιμ.), Αρχαιολογικό Έργο Κρήτης 1. Πρακτικά,<br />

Ρέθυμνο 2010, σ. 402-413.<br />

Εικ. 14.<br />

Αποτύπωση της ανασκαφής<br />

στην οδό Βύρωνος<br />

και Θαλήτα.


68 ΛΙΑΝΑ ΣΤΑΡΙΔΑ<br />

Εικ. 15.<br />

Ανασκαφή στην οδό<br />

Βύρωνος και Θαλήτα.<br />

δάπεδα είναι πλακόστρωτα και σε ορισμένα σημεία με επιμελημένο<br />

και καλά τοποθετημένο αστρακάσβεστο. Η επικοινωνία μεταξύ των<br />

δωματίων γίνεται μέσω εισόδων με κατώφλια και τεράστιες μονόλιθες<br />

παραστάδες, ενώ σε κάποια σημεία έχουν χρησιμοποιηθεί αρχαιότερα<br />

αρχιτεκτονικά μέλη. Εκτός από τα κτίρια, βρέθηκε σύστημα<br />

κτιστών και πήλινων αγωγών, δύο κυκλικές δεξαμενές λαξευμένες<br />

στον βράχο σε βάθος 8-8,5 μ., και πλήθος κινητών ευρημάτων, μεταξύ<br />

των οποίων 10 αραβικά νομίσματα (πάνω στο δάπεδο και τους<br />

αγωγούς), μαζί με 15 μονόμυξους λύχνους και 5 πήλινα bowls σε<br />

βάθος που κυμαίνεται από 5,5-7 μ. 13 .<br />

Σε οικόπεδο στην οδό λοχαγού Μαρινέλλη, στην περιοχή του<br />

λιμένος, βρέθηκαν τμήματα κτιρίου άγνωστης χρήσης με όμοια πυκνή<br />

τοιχοποιία. Κάτω από στρώμα καταστροφής, σε βάθος 3,90 μ., βρέθηκε<br />

κεραμική και νομίσματα των αραβικών χρόνων.<br />

Στο πιο πρόσφατα ανεσκαμμένο οικόπεδο, στη γωνία των οδών<br />

Κορωναίου και Παπαγιάμαλη (εικ. 16-17), το συγκρότημα που αποκαλύφθηκε<br />

είχε βιοτεχνική χρήση, όπως μαρτυρεί το πυκνό σύστημα<br />

πήλινων και κτιστών αγωγών και ο μεγάλος κλίβανος. Τα δωμάτια εδώ<br />

αναπτύσσονται κατά μήκος στενού δρόμου και οι είσοδοι είναι διαμορφωμένες<br />

με μονόλιθα κατώφλια και παραστάδες. Οι τοιχοποιίες<br />

13<br />

Λ. Σταρίδα-Ε.Κανάκη, Ανασκαφές στην πόλη του Ηρακλείου ως το 2008,<br />

ό.π. και Ι. Βολανάκης, Το αρχαιολογικό έργο της 13ης Εφορείας Βυζαντινών<br />

Αρχαιοτήτων κατά την περίοδο 2004-2008, στο Αρχαιολογικό Έργο<br />

Κρήτης 1, ό.π., σ. 55-73.


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΑΡΑΒΟΚΡΑΤΙΑΣ<br />

69<br />

αποτελούνται από πυκνή αργολιθοδομή και σημειακά ψευδοϊσόδομη<br />

τοιχοποιία. Το συγκρότημα εδράζεται στο φυσικό έδαφος, ενώ στο βορειοδυτικό<br />

τμήμα του οικοπέδου, κάτω από την αραβική εγκατάσταση,<br />

βρέθηκαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα τοιχοποιιών α΄ βυζαντι νής περιόδου,<br />

από απλή αργολιθοδομή, σε κακή κατάσταση διατήρησης. Σε όλο<br />

τον χώρο εντοπίστηκαν διάσπαρτα και εντοιχισμένα μαρμάρινα αρχιτεκτονικά<br />

μέλη (κορμοί κιόνων, επίκρανα, βάσεις κιόνων, βάθρα και<br />

κιονόκρανα) σε καλή κατάσταση, τα οποία χρονολογούνται στη ρωμαϊκή<br />

και πρωτοβυζαντινή περίοδο (εικ. 18-19).<br />

Τα κινητά ευρήματα συνίστανται σε ακόσμητη κεραμική καθημερινής<br />

χρήσης (πινάκια, χυτροειδή αγγεία, πώματα με εμπίεστη<br />

διακόσμηση, κούπες, λυχνάρια, όστρακα αραβοκρατίας), πολλά αδιάγνωστα<br />

χάλκινα οξειδωμένα νομίσματα και θραύσματα γυαλιού<br />

καθώς και 20 διαγνωσμένα αραβικά νομίσματα. Δύο όστρακα ανήκουν<br />

σε αγγείο όμοιο με τα αγγεία της Καστέλας και με τα θραύσματα<br />

του αγγείου της οδού Αλμυρού 14 .<br />

Εικ. 16.<br />

Αποτύπωση ανασκαφής<br />

στη συμβολή των οδών<br />

Κορωναίου & Παπαγιάμαλη.<br />

14<br />

Λ. Σταρίδα-Ε.Κανάκη, Ανασκαφές στην πόλη του Ηρακλείου ως το 2008,<br />

ό.π.· Ι. Βολανάκης, Το αρχαιολογικό έργο της 13ης Εφορείας Βυζαντινών<br />

Αρχαιοτήτων, ό.π. και 13η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Ηράκλειο,<br />

2000-2010, Από το ανασκαφικό έργο των Εφορειών, Αθήνα 2012, σ. 331-332.


70 ΛΙΑΝΑ ΣΤΑΡΙΔΑ<br />

17<br />

18<br />

Σε ανασκαφική έρευνα που πραγματοποιήθηκε<br />

στην επίχωση του παράκτιου<br />

ενετικού τείχους στην περιοχή<br />

«Μπεντενάκι», εκτός από το εξαιρετικά<br />

σημαντικό και άγνωστο εκκλησιαστικό<br />

μνημείο που αποκαλύφθηκε και ταυτίζεται<br />

με την Santa Catarina «ruinata» 15 ,<br />

ήλθε στο φως ισχυρότατος πύργος μεγάλων<br />

διαστάσεων, με μεγάλους λαξευμένους<br />

δόμους, ανάμεσα σε νεότερες<br />

κατασκευές (εικ. 20). Γνωρίζοντας ότι ο<br />

ρωμαϊκός, παλαιοχριστιανικός και πρωτοβυζαντινός<br />

οικισμός εκτεινόταν σε<br />

πολύ περιορισμένο τμήμα της περιοχής<br />

αυτής και με βάση τον τρόπο κατασκευής<br />

των μεσοβυζαντινών πύργων (στο οικόπεδο<br />

Λιναρδάκη στην οδό Δαιδάλου και<br />

στο οικόπεδο Περίδη στη βορειοδυτική<br />

κατάληξη της οδού Χάνδακος), υποθέτουμε<br />

ότι ο πύργος αυτός κατασκευάστηκε<br />

πιθανόν μεταξύ του 6ου και του<br />

10ου αιώνα 16 .<br />

19<br />

Εικ. 17. Ανασκαφή στη συμβολή των οδών Κορωναίου<br />

& Παπαγιάμαλη στην παλιά πόλη του Ηρακλείου.<br />

Εικ. 18. Οικόπεδο επί των οδών Παπαγιάμαλη και<br />

Κο ρω ναίου. Επιγραφή α΄ βυζαντινής περιόδου<br />

σε δεύτερη χρήση.<br />

Εικ. 19. Οικόπεδο επί των οδών Παπαγιάμαλη<br />

και Κορωναίου. Κιονόκρανο α΄ βυζαντινής περιόδου.<br />

15<br />

Ε. Κανάκη-Ευ. Παπαγιαννάκης, Ανασκα -<br />

φικές έρευνες στην περιοχή του παράκτιου<br />

τείχους του Ηρακλείου, στο Μ. Ανδρια -<br />

νάκης-Π. Βαρθαλίτου-Ι. Τζαχίλη (επιμ.),<br />

Αρχαιολογικό Έργο Κρήτης 2. Πρακτικά, Ρέθυμνο<br />

2012, σ. 361.<br />

16<br />

Λ. Σταρίδα-Ε.Κανάκη, Ανασκαφές στην πό -<br />

λη του Ηρακλείου ως το 2008, ό.π.· Ι. Βολανάκης,<br />

Το αρχαιολογικό έργο της 13ης<br />

Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, ό.π.<br />

και 13η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.<br />

Ηράκλειο, 2000-2010, Από το ανασκαφικό<br />

έργο, ό.π., σ. 328· Ν. Πλάτων, Τα τείχη του<br />

Χάνδακος, ό.π.· Ν. Πλάτων, Νέα στοιχεία<br />

δια την μελέτην των Βυζα ντινών τειχών του<br />

Χάνδακος· Ν. Πλάτων, Και πάλιν περί των<br />

βυζαντινών τειχών του Χάνδακος· Χ. Τζομπανάκη,<br />

Ο Χάνδακας. Η πόλη και τα τείχη,<br />

Ηράκλειο 1996, σ. 123-124.


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΑΡΑΒΟΚΡΑΤΙΑΣ<br />

71<br />

Στην ανασκαφή για την επέκταση<br />

του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου,<br />

μεταξύ των οδών Ξανθουδίδου,<br />

Χατζηδάκη και Μεραμβέλλου (εικ. 21),<br />

όπου, σύμφωνα με την ανασκαφέα κ.<br />

Αλεξάνδρα Καρέτσου, η στρωματογραφία<br />

ήταν διακριτή, δεν αναφέρονται κτίσματα<br />

της περιόδου της αραβοκρατίας,<br />

παρ’ όλο που η αραβική περίοδος εκεί<br />

αντιπροσωπεύεται μέσα από την ανεύρεση<br />

60 νομισμάτων. Τα κτίρια με τη<br />

χαρακτηριστική πυκνή λιθοδομή αποδίδονται<br />

στη β΄ βυζαντινή περίοδο, πιθανόν<br />

λόγω της ύπαρξης μεσοβυζαντινής<br />

κεραμικής του 11ου και 12ου αι., παρόλο<br />

που η δόμησή τους προσομοιάζει<br />

στην αντίστοιχη των κτιρίων από τα αραβικά<br />

συγκροτήματα 17 .<br />

Σε άλλα οικόπεδα που έχουν ανασκαφεί,<br />

παρόλο που δεν έχουν βρεθεί<br />

αρκετά στοιχεία λόγω της μικρής τους<br />

έκτασης,εκτός από τα αραβικά νομίσματα,<br />

αποκαλύφθηκαν τμήματα ανάλογης<br />

τοιχοποιίας με τις παραπάνω. Η<br />

συνολική μέχρι στιγμής εικόνα των οικοπέδων<br />

που έχουν ανασκαφεί, παραπέμπει<br />

σε παρόμοιο τρόπο δόμησης των<br />

κτισμάτων που μπορούν να χρονολογηθούν<br />

με ασφάλεια, λόγω των αδιατάρακτων<br />

στρωμάτων, στον 9ο και 10ο αι.<br />

Η συνύπαρξη, μαζί με τα αραβικά,<br />

κινητών ευρημάτων, κυρίως κεραμικής<br />

εισηγμένης από την Κωνσταντινούπολη,<br />

νομισμάτων και λίγων οστέινων σφονδυλίων,<br />

χρονολογούμενων ανάμεσα<br />

στον 10ο και τον 12ο αι., είναι αναμενό-<br />

17<br />

Α. Καρέτσου, Ηράκλειο. Η άγνωστη ιστορία,<br />

ό.π., σ. 29-105.<br />

Εικ. 20. Ανασκαφή στο «Μπεντενάκι».<br />

Τμήμα του ισχυρού πύργου.<br />

Εικ. 21. Ανασκαφή στη βόρεια επέκταση<br />

του Αρχαιολογικού Μουσείου.<br />

Εικ. 22. Η πύλη που αποκαλύφθηκε,<br />

κατά τις εργασίες τοποθέτησης αποχετευτικών αγωγών<br />

στην οδό 25ης Αυγούστου, το 1992.<br />

20<br />

21<br />

22


72 ΛΙΑΝΑ ΣΤΑΡΙΔΑ<br />

Εικ. 23.<br />

Η κάτοψη του<br />

παλαιοενετικού τείχους,<br />

όπως διαμορφώθηκε μετά<br />

την προσθήκη του<br />

λιθεπενδυμένου πρανούς.<br />

(Σχέδιο Χρ. Τζομπανάκη)<br />

μενη και ερμηνεύσιμη 18 . Οι Βυζαντινοί, μετά την άλωση της πόλης<br />

του Χάνδακα και την αποτυχημένη απόπειρα του Νικηφόρου Φωκά<br />

να μεταφέρει την πρωτεύουσα στο φρούριο Τέμενος που ύψωσε νότια<br />

της πόλης, στην ενδοχώρα, χρησιμοποίησαν τις αραβικές εγκαταστάσεις<br />

που είχαν διασωθεί, για τις δικές τους ανάγκες, όπως διακρίνουμε<br />

σε αρκετές ανασκαφικές έρευνες. Η στρωματογραφία μάς δίνει<br />

μία σαφή εικόνα για τις καταστροφές που υπέστησαν τα αραβικά κτίρια<br />

κατά την άλωση της πόλης, όπως και για την επαναχρησιμοποίηση<br />

του χώρου, είτε με επισκευές και προσαρμογές των διασωθέντων<br />

κτισμάτων, είτε με νέες κατασκευές πάνω στα κατεστραμμένα αραβικά.<br />

Δυστυχώς το συγκριτικό υλικό που έχουμε στη διάθεσή μας για<br />

τον τρόπο ανοικοδόμησης και τις συνήθειες των Αράβων της Κρήτης,<br />

είναι ελάχιστο έως ανύπαρκτο. Κάποιες ομοιότητες μπορεί να διακρίνει<br />

κανείς ανάμεσα στα ευρήματα στον Χάνδακα και σε τοιχοποιίες<br />

κατοικιών στις αραβικές χώρες, με βασικά χαρακτηριστικά τους μεγάλους<br />

δόμους, τις παραστάδες και την εξαιρετικά επιμελημένη λιθοδομή.<br />

Εξίσου σημαντική είναι η αποκάλυψη αρχαίων από την προγενέστερη<br />

της αραβοκρατίας πόλη. Τα αποσπασματικά και μεμονωμένα<br />

σωζόμενα παλαιοχριστιανικά αρχιτεκτονικά μέλη, μαζί με υπολείμ-<br />

18<br />

Λ. Σταρίδα, Μεσοβυζαντινή εφυαλωμένη κεραμική από το Ηράκλειο, στο<br />

Χ. Μπακιρτζής (επιμ.), 7ο Συνέδριο μεσαιωνικής κεραμικής της Μεσογείου.<br />

Θεσσαλονίκη 11-16 Οκτωβρίου 1999, Αθήνα 2003, σ. 713-724.


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΑΡΑΒΟΚΡΑΤΙΑΣ<br />

73<br />

ματα της ρωμαϊκής πόλης, βρίσκονται σχεδόν στα ίδια ανασκαφικά<br />

επίπεδα με εκείνα της αραβοκρατίας. Ενώ δεν έχουν βρεθεί κτίρια,<br />

χρονολογούμενα με ασφάλεια στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους,<br />

έχουν αποκαλυφθεί άφθονα αρχιτεκτονικά μέλη και κινητά ευρήματα<br />

(νομίσματα, επιγραφές, κεραμική κλπ.), καθώς και αποσπασματικές<br />

τοιχοποιίες που αποτελούν σοβαρές ενδείξεις για την κατοίκηση της<br />

περιοχής στους παλαιοχριστιανικούς και τους χρόνους της α΄ βυζαντινής<br />

περιόδου, στον ίδιο χώρο μ’ αυτόν που καταλάμβανε η ρωμαϊκή<br />

πόλη. Όπως προαναφέρθηκε, η β΄ βυζαντινή περίοδος,<br />

κυρίως στα χρόνια μετά την ανακατάληψη της Κρήτης από το Βυζάντιο,<br />

συχνά συγχέεται με την αραβική, λόγω της επανάχρησης από<br />

τους Βυζαντινούς των κατεστραμμένων αραβικών εγκαταστάσεων και<br />

οικοδομημάτων, η οποία είναι φανερή μέσα από τα κινητά ευρήματα<br />

που συνυπάρχουν με προγενέστερα, ιδιαίτερα κατά τον 10ο και τις<br />

αρχές του 11ου αι. Δεν υπάρχει το ίδιο ζήτημα με τις υπερκείμενες<br />

μεταγενέστερες ιστορικές περιόδους (ενετική και οθωμανική), καθώς<br />

η στρωματογραφία είναι περισσότερο διακριτή.<br />

Κατά την ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε το 2009, στον περιβάλλοντα<br />

χώρο δυτικά του κτιρίου της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης,<br />

στα λεγόμενα «Αχτάρικα», αποκαλύφθηκε η συνέχεια του<br />

τοίχου του πύργου, που όριζε την ανατολική πλευρά της πύλης<br />

Voltone, καθώς και το πρανές του τείχους σε μήκος 2 μ., ύψος 5 μ.<br />

και πλάτος 3 μ. Η επιφάνεια του είναι εξαιρετικά ισχυρή και απαρτίζεται<br />

από ισόδομους πωρόλιθους. Το τείχος εδράζεται μέσα στον<br />

λαξευμένο βράχο σε βάθος 5 μ. 19 . Οι στάθμες του, όπως και οι αντίστοιχες<br />

του μετέπειτα βυζαντινού και του παλαιοενετικού, δεν ταυτίζονται<br />

σε καμία περίπτωση με το τμήμα της πύλης που βρέθηκε κατά<br />

τις εργασίες εκσκαφών για τη διέλευση των αποχετευτικών αγωγών<br />

το 1992, και το οποίο εδράζεται σε πολύ χαμηλότερη στάθμη (εικ.<br />

22). Τα λίθινα λαξευτά φουρούσια και η δόμηση της πύλης παραπέμπουν<br />

σε ισλαμικά πρότυπα που συναντάμε στις αραβικές κτήσεις.<br />

Υπάρχει σοβαρή πιθανότητα, η πύλη αυτή να είναι η κεντρική πύλη<br />

της αραβικής οχύρωσης και να μη σχετίζεται με τις μεταγενέστερες<br />

πύλες της β΄ βυζαντινής και της πρώιμης ενετικής περιόδου, που<br />

βρίσκονταν σε πολύ ψηλότερο επίπεδο, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε<br />

από τα σωζόμενα υπολείμματα της μεσοβυζαντινής-παλαιοενετικής<br />

οχύρωσης (εικ. 23).<br />

19<br />

13η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Ηράκλειο, 2000-2010, Από το ανασκαφικό<br />

έργο, ό.π., σ. 329.


74 ΛΙΑΝΑ ΣΤΑΡΙΔΑ<br />

Εικ. 24.<br />

Ανασκαφή στην οδό<br />

Ερωτοκρίτου.<br />

Γενική άποψη του λουτρού.<br />

Μέχρι σήμερα, κάποια βασικά συμπεράσματα που θα μπορούσαν<br />

να εξαχθούν, είναι τα εξής:<br />

Επιβεβαιώνεται η συνεχής εποίκηση της πόλης από τους αρχαϊκούς<br />

χρόνους μέχρι σήμερα, όπως αποδεικνύεται από τα ευρήματα<br />

στην περιοχή μέσα στην αρχαία οχύρωση.<br />

Διαπιστώνεται η εξαιρετική ποιότητα των μαρμάρινων, γρανιτένιων<br />

ή πωρολίθινων αρχιτεκτονικών μελών που έχουν βρεθεί σε μεγάλο<br />

αριθμό, σε δεύτερη χρήση, κυρίως στις αραβικές κατασκευές,<br />

αλλά και σε πρώιμες ενετικές (όπως τη δεξαμενή στο κτήριο της Ένωσης<br />

Γεωργικών Συνεταιρισμών Ηρακλείου, στην οδό Αγίου Τίτου)·<br />

κίονες, επιστύλια, βάθρα κιόνων, θωράκια, κιονόκρανα, επιγραφές<br />

κλπ., από τη ρωμαϊκή, παλαιοχριστιανική και α΄ βυζαντινή περίοδο,<br />

χρησιμοποιήθηκαν από τους Άραβες ως οικοδομικό υλικό για τις<br />

δικές τους κατασκευές.<br />

Στοιχειοθετείται η σοβαρή πιθανότητα ύπαρξης κεραμικού εργαστηρίου,<br />

λαμβάνοντας υπόψη τον μεγάλο πλούτο του Εμιράτου της<br />

Κρήτης, το γεγονός ότι διέθετε νομισματοκοπείο, αλλά κυρίως την<br />

ανεύρεση κεραμικής που δεν αναφέρεται πουθενά στην ισλαμική τυπολογία,<br />

όπως πολύ μεγάλο αριθμό όμοιων ακόσμητων λύχνων ή<br />

με ελαφρά καστανή ή πράσινη εφυάλωση, καθώς και μεγάλο αριθμό<br />

μικρών ακόσμητων bowls που δεν απαντώνται σε άλλες περιοχές του<br />

Ισλάμ. Τα τέσσερα όμοια ευρήματα από αγγεία, σε διαφορετικές ανασκαφές<br />

που απέχουν μάλιστα αρκετή απόσταση μεταξύ τους, πιθα-


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΑΡΑΒΟΚΡΑΤΙΑΣ<br />

75<br />

νότατα κατασκευάστηκαν στον Χάνδακα. Οι μικροί λύχνοι με την<br />

οξεία μύξα (ακόσμητοι ή με πρασινωπή εφυάλωση) και οι μικρές<br />

κούπες που έχουν ανευρεθεί κατά δεκάδες στο αραβικό στρώμα, σε<br />

όλα τα οικόπεδα, και στο ίδιο ανασκαφικό επίπεδο με τους αραβικούς<br />

νομισματικούς θησαυρούς, φαίνεται επίσης να έχουν προέλθει από<br />

τοπική παραγωγή.<br />

Μέσα από βυζαντινά νομίσματα των αυτοκρατόρων Θεοφίλου<br />

(813-842) και Λέοντος ΣΤ΄, που έχουν βρεθεί μαζί με αραβικά σε<br />

αδιατάρακτα στρώματα, αποδεικνύεται η συνέχιση των επαφών και<br />

οι εμπορικές συναλλαγές των Αράβων με την Κωνσταντινούπολη.<br />

Αναπάντητο μέχρι στιγμής παραμένει το ερώτημα αν οι τεράστιοι<br />

μονόλιθοι (παραστάδες, κατώφλια, τοιχοποιίες) στα αραβικά κτίρια<br />

είχαν τοποθετηθεί σε δεύτερη χρήση ή είχαν κατασκευασθεί από τους<br />

Άραβες· βέβαιο είναι ότι είχαν χρησιμοποιηθεί στην ανακατασκευή<br />

της κατεστραμμένης πόλης από τους Βυζαντινούς, κατά τη β΄ βυζαντινή<br />

περίοδο.<br />

Είναι εμφανής η σχέση που είχαν οι Άραβες με το νερό. Παντού<br />

σε όλες τις αραβικές εγκαταστάσεις είναι πανταχού παρόν το στοιχείο<br />

του νερού: αγωγοί κτιστοί και πήλινοι σε μεγάλη πυκνότητα, κρήνες,<br />

πηγάδια, δεξαμενές.<br />

Στα μεγάλα οικόπεδα που είναι πιθανή η αυτοτέλεια των ευρημάτων,<br />

παρατηρείται ότι πρόκειται για μεγάλα αραβικά συγκροτήματα,<br />

κάποια από τα οποία φαίνεται να ήταν δημόσια ή βιοτεχνικά<br />

κτίρια και στα οποία είναι πλέον σαφής η δόμηση της κοσμικής<br />

Εικ. 25.<br />

Ανασκαφή<br />

στην οδό Χορτατσών.<br />

Τα ογκώδη υπόκαυστα<br />

του λουτρού.


76 ΛΙΑΝΑ ΣΤΑΡΙΔΑ<br />

αρχιτεκτονικής και τοιχοδομίας: μεγάλοι δόμοι, επιμελημένες τοιχοποιίες,<br />

πλακόστρωτα δάπεδα, ισχυρές θεμελιώσεις, σχετικά μικρά<br />

αλλά άνετα δωμάτια, χρωματιστά -κυρίως κόκκινα- κονιάματα.<br />

Υπάρχει πιθανότητα, παρά την περί αντιθέτου περιγραφή του Λέοντος<br />

Διακόνου (βιβλίο Α΄, κεφ. ε΄), να υπήρχε οχύρωση στη θαλάσσια<br />

πλευρά της πόλης του Χάνδακα, είτε προϋφιστάμενη της<br />

αραβικής, είτε κατασκευασμένη από εκείνους, η οποία καταστράφηκε<br />

στο μεγαλύτερο μέρος της από τα μεταγενέστερα ενετικά οχυρωματικά<br />

έργα.<br />

Εδώ είναι δυνατόν να τεθεί ένα ακόμα ερώτημα: Πόσο σωστά<br />

έχουν χρονολογηθεί μέχρι στιγμής άλλες εγκαταστάσεις που έχουν<br />

βρεθεί στον αρχαίο πυρήνα της πόλης και έχουν αποδοθεί στη β΄<br />

βυζαντινή περίοδο; Το λουτρό που βρέθηκε σε οικόπεδο της οδού<br />

Ερωτοκρίτου (εικ. 24), δυτικά και σε πολύ μικρή απόσταση από την<br />

οδό Αλμυρού, ανήκει πράγματι στη β΄ βυζαντινή περίοδο ή χρησιμοποιήθηκε<br />

πριν την ανακατάληψη της πόλης; Η ομοιότητα του λουτρού,<br />

ως προς τις τοιχοποιίες και τις κατασκευαστικές λεπτομέρειες,<br />

παραπέμπει περισσότερο σε ισλαμικό λουτρό (χαρακτηριστικές οπές<br />

στην οροφή, χαμηλή πόρτα εισόδου, μεγάλα λίθινα υπόκαυστα κτλ).<br />

Το λουτρό στην οδό Χορτατσών που ανασκάφηκε το 1996, έχει επίσης<br />

τεράστια λίθινα υπόκαυστα από μονόλιθους δόμους (εικ. 25), σε<br />

αντίθεση με τα λουτρά της οδού Κορωναίου και ενός πρόσφατα ανεσκαμμένου<br />

οικοπέδου στην οδό Χάνδακος, τα οποία έχουν μικρά ορθογώνια<br />

πήλινα υπόκαυστα με διαγώνιες χαράξεις. Επιπρόσθετα, στα<br />

δύο τελευταία αυτά λουτρά βρέθηκαν κινητά ευρήματα που μπορούν<br />

να χρονολογηθούν μόνο στον 11ο και 12ο αι.<br />

Ελπίζω, μετά τη συντήρηση των ευρημάτων που είναι πλέον χιλιάδες,<br />

να είμαστε σε θέση να απαντήσουμε σε όλα τα ερωτήματα που<br />

μας θέτουν οι συνεχείς και απίστευτα ενδιαφέρουσες ανασκαφικές<br />

έρευνες στον αρχαίο πυρήνα της πόλης του Ηρακλείου.


Εικ. 1. Ναός Παναγίας Επισκοπής Αγιάς, κάτοψη<br />

(αποτύπωση, Μ. Αγγελάκη, Χ. Σκαραντωνάκης, Κ. Κουκουτσάκης).


Μιχάλης Γ. Ανδριανάκης<br />

Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων<br />

Ο καθεδρικός ναός<br />

της Παναγίας Επισκοπής<br />

Αγιάς (Κυδωνίας)<br />

Στο χώρο της σημερινής πόλης των Χανίων (αρχαία Κυδωνία) εντοπίζεται<br />

συνεχώς κατοίκηση ήδη από τη μέση Νεολιθική Περίοδο 1 .<br />

Κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο υπήρξε έδρα της ομώνυμης<br />

Επισκοπής, η οποία περιλαμβάνεται σε αυτές που θεωρείται ότι<br />

ίδρυσε ο πρώτος ιεράρχης της Κρήτης απόστολος Τίτος 2 . Οι λίγες<br />

πληροφορίες των πηγών αναφέρουν τον Βασιλείδη από την Κυδωνία,<br />

έναν από τους αγίους Δέκα που μαρτύρησαν επί Δεκίου 3 , καθώς<br />

και τα ονόματα των επισκόπων Κυδωνίου, Νικήτα και Μελίτωνος,<br />

που έλαβαν μέρος στις Συνόδους της Σαρδικής (342/3), την Πενθέκτη<br />

(691/2) και την Έβδομη (787) Οικουμενική αντίστοιχα 4 . Σε<br />

αυτά μπορεί να προστεθεί το όνομα ενός ακόμη επισκόπου, του Επιφανίου,<br />

που βρέθηκε σε κτητορική επιγραφή του 6ου αι. στο χωριό<br />

Βαφές 5 . Οι μέχρι σήμερα αρχαιολογικές ενδείξεις περιορίζονται<br />

στην ανακάλυψη επιτύμβιων επιγραφών στις αρχές του 20ού αι.<br />

στην περιοχή Άγιος Ιωάννης, στα νοτιοανατολικά της πόλης 6 και σε<br />

1<br />

Μ. Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη, Το παλίμψηστον της αρχαίας Κυδωνίας, Πεπραγμένα<br />

Ι' Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Χανιά 2006), τ. Α', Χανιά<br />

2014, σ. 85-151, ιδ. σ. 90 και Μ. Ανδριανάκης, Η παλιά πόλη των Χανίων,<br />

Αθήνα 1997.<br />

2<br />

G. Gerola, Monumenti Veneti nell isola di Creta, τ. II, Venezia 1908, σ. 44-<br />

53· Γ. Κονιδάρης, Αι επισκοπαί της Κρήτης μέχρι και του Ι' αιώνος, Κρ.<br />

Χρ. Ζ΄ (1953), σ. 464· Ν. Β. Τωμαδάκης, Επισκοπή και επίσκοποι Κυδωνίας,<br />

Κρ. Χρ. ΙΑ' (1957), σ. 1-42· D. Tsougarakis, Byzantine Crete. From<br />

the 5th century to the Venetian conguest, Athens 1988, σ. 197-199.<br />

3<br />

Θ. Δετοράκης, Οι άγιοι της πρώτης βυζαντινής περιόδου της Κρήτης και η σχετική<br />

προς αυτούς φιλολογία, Αθήνα 1970, σ. 53-94.<br />

4<br />

Τωμαδάκης, Επισκοπή και επίσκοποι, ό.π., σ. 4.<br />

5<br />

Μ. Ανδριανάκης, Βαφές, Ναός Αγίων Ασωμάτων, ΑΔ 55 (2000), Β2, σ.<br />

1070.<br />

6<br />

A. C. Bandy, The Greek Christian Inscriptions of Crete, Αθήνα 1970, σ. 119-<br />

123.


80 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ<br />

ευρήματα από σωστικές ανασκαφές σε διάφορα σημεία. Σημαντική<br />

είναι η αποκάλυψη των λειψάνων παλαιοχριστιανικής βασιλικής<br />

με εγκάρσιο κλίτος σε σχήμα Τ κεφαλαίο 7 , κάτω από τα υπολείμματα<br />

του βενετσιάνικου καθεδρικού ναού της Παναγίας (Duomo) 8 . Λόγω<br />

της θέσης της στο πιο επίκαιρο σημείο του διαχρονικού διοικητικού<br />

κέντρου της πόλης από τη μινωϊκή περίοδο 9 και της ενσωμάτωσης<br />

των λειψάνων του στο βενετσιάνικο Duomo, θεωρούμε πολύ πιθανή<br />

την υπόθεση ότι πρόκειται για τον καθεδρικό ναό της επισκοπής<br />

Κυδωνίας κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο 10 .<br />

Η ύπαρξη της Κυδωνίας και κατά τα επόμενα χρόνια, μέχρι την<br />

αραβοκρατία, επιβεβαιώνεται από την ανοικοδόμηση του τείχους<br />

γύρω από την ακρόπολη της πόλης στο λόφο Καστέλι, κατά τον 7ο<br />

αι., για την προστασία της πόλης από τις επιθέσεις των Αράβων,<br />

με ενσωματωμένο υλικό από τις προγενέστερες οχυρώσεις και spolia<br />

από ερειπωμένα κτήρια της περιοχής 11 . Η οχύρωση της πόλης,<br />

σε μια εποχή κατά την οποία άλλες παραλιακές πόλεις της Κρήτης<br />

παρακμάζουν ή εγκαταλείπονται, με αποτέλεσμα την αλλαγή του οικιστικού<br />

χάρτη, οφείλεται πιθανώς σε κεντρικό σχεδιασμό για την<br />

εξασφάλιση θαλάσσιας επικοινωνίας με τις άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας<br />

12 . Το ότι η Κυδωνία βρίσκεται σε ακμή επιβεβαιώνεται<br />

από τον βίο του αγίου Νικολάου του Ομολογητή, μιας σημαντικής<br />

προσωπικότητας του 9ου αι., που καταγόταν από την Κυδωνία και<br />

7<br />

E. Hallager-B. P. Hallager (επιμ.), The Greek-Swedish excavations at the<br />

Aghia Aikaterini square Kasteli, Khania 1970-1987, τ. Ι.1, Stockholm 1997,<br />

σ. 200· Ανδριανάκης, Η παλιά πόλη, σ. 14. Ευχαριστώ τον κ. Hallager<br />

για τις πληροφορίες σχετικά με τη βασιλική.<br />

8<br />

Gerola, Monumenti Veneti, τ. ΙΙ, σ. 100-105· Ανδριανάκης, Η παλιά πόλη,<br />

σ. 99-100.<br />

9<br />

Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη, Το παλίμψηστον, σ. 90.<br />

10<br />

Από τη μοναδική φωτογραφία του εσωτερικού, που σώζεται, και τα στοιχεία<br />

της ανασκαφής, προκύπτει ότι η ημικυλινδρική αψίδα με το τρίλοβο<br />

παράθυρό της ανήκε πιθανώς στην παλαιοχριστιανική βασιλική. Βλ. Μ.<br />

Ανδριανάκης, Η πρωτοβυζαντινή ακρόπολη των Χανίων, Πρακτικά Διεθνούς<br />

Συνεδρίου 2008 «Η Οχυρωματική Αρχιτεκτονική στο Αιγαίο και ο μεσαιωνικός<br />

Οικισμός Αναβάτου Χίου», Χίος 2012, σ. 76.<br />

11<br />

Ανδριανάκης, Η πρωτοβυζαντινή ακρόπολη, σ. 77.<br />

12<br />

Ανδριανάκης, Η πρωτοβυζαντινή ακρόπολη, σ. 86-87· Δ. Τσουγκαράκης,<br />

Rites of passage. Από την υστερορρωμαϊκή στη βυζαντινή Κρήτη: οικιστική<br />

εξέλιξη και κοινωνικοί μετασχηματισμοί, Πεπραγμένα Ι΄ Διεθνούς Κρητολογικού<br />

Συνεδρίου, τ. Α', Χανιά 2011, σ. 289-292. Υπό ανάλογες συνθήκες<br />

φαίνεται ότι έγινε τότε και η οχύρωση του Χάνδακα. M. Andrianakis,


Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΓΙΑΣ (ΚΥΔΩΝΙΑΣ)<br />

81<br />

υπήρξε αντιγραφέας χειρογράφων και ηγούμενος της Μονής Στουδίου<br />

13 . Από την ίδια πηγή πληροφορούμαστε για τη σκληρή πολιορκία<br />

και άλωση της πόλης από τους Σαρακηνούς Άραβες, κατά<br />

την κατάκτηση της Κρήτης 14 . Οι πληροφορίες των πηγών και οι αρχαιολογικές<br />

ενδείξεις για την περίοδο της αραβοκρατίας περιορίζονται<br />

προς το παρόν στην πόλη του Χάνδακα, με αποτέλεσμα να<br />

αγνοούμε τι ακριβώς συνέβαινε στην υπόλοιπη Κρήτη και ποια ήταν<br />

η τύχη της πόλης και της επισκοπής Κυδωνίας.<br />

Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Άραβες, η Κυδωνία<br />

φαίνεται ότι παρακμάζει, όπως συνέβη και με άλλες παράλιες πόλεις<br />

της Κρήτης 15 . Η πόλη δεν αναφέρεται πλέον στις πηγές 16 , ενώ<br />

από τις ανασκαφικές έρευνες που έχουν διεξαχθεί κυρίως στην περιοχή<br />

της ακρόπολης, δεν έχουν εντοπιστεί αρχιτεκτονικά ή άλλα ευρήματα<br />

από τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο μέχρι τα μέσα του 13ου<br />

αι. 17 . Την ίδια εποχή οικοδομείται στην ενδοχώρα, σε οχυρή θέση<br />

νοτιοανατολικά της Κυδωνίας, το μεγάλο φρούριο Κάστελος Βαρυπέτρου<br />

18 , στο οποίο πιστεύουμε ότι, κατά πάσα πιθανότητα, επιχειρήθηκε<br />

η μεταφορά της πόλης στο πλαίσιο ενός νέου εσωστρεφούς<br />

στρατηγικού σχεδιασμού για την Κρήτη 19 , όπως συνέβη και με την<br />

ανεπιτυχή απόπειρα μεταφοράς της πόλης του Χάνδακα από τον Νι-<br />

Herakleion in Crete, στο J. Albani-Eu. Chalkia (επιμ.), Heaven and Earth.<br />

Cities and countryside in Byzantine Greece, τ. 2, Athens 2013, σ. 252-263.<br />

13<br />

Στον Βίο ωστόσο αναφέρεται ως χωρίον Κυδωνία. Για τον Νικόλαο, βλ. Α.<br />

Ι. Φυτράκης, Άγιος Νικόλαος ο Κυδωνιεύς, Πεπραγμένα Β΄ Διεθνούς Κρητολογικού<br />

Συνεδρίου, τ. Γ΄, Αθήνα 1968, σ. 286-303 και Δετοράκης, Οι<br />

άγιοι της πρώτης βυζαντινής περιόδου, σ. 219-233.<br />

14<br />

Δετοράκης, Οι άγιοι της πρώτης βυζαντινής περιόδου, σ. 224-225.<br />

15<br />

Tsougarakis, Byzantine Crete, σ. 270-271· Δ. Τσουγκαράκης, Η Βυζαντινή<br />

Κρήτη, στο Ν. Μ. Παναγιωτάκης (επιμ), Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισμός, τ.<br />

Α΄, Hράκλειο 1987, σ. 341-342.<br />

16<br />

Γ. Σήφακας, Παραχώρησις υπό της Ενετικής Συγκλήτου του Διαμερίσματος των<br />

Χανίων ως φεούδου εις Ενετούς ευγενείς εν έτει 1252, Αθήναι 1940, σ. 58-69.<br />

Εξαίρεση η αναφορά από τον Άραβα γεωγράφο Al Sarif Al Edrisi, κατά τον<br />

12ο αι., πόλης με το όνομα Rabdn El Djobn (Πόλη του Τυριού), η οποία<br />

ταυτίζεται με την Κυδωνία. Αυτή ωστόσο οφείλεται πιθανώς στην αντιγραφή<br />

παλιότερων πληροφοριών και όχι σε προσωπική γνώση του χώρου.<br />

17<br />

Hallager-Hallager, The Greek-Swedish excavations, σ. 200-201.<br />

18<br />

Gerola, Monumenti Veneti, τ. Ι, Venezia 1905, σ. 83-86· Ν. Γιγουρτάκης,<br />

Βυζαντινές οχυρώσεις στην Κρήτη κατά τη Β΄ βυζαντινή περίοδο (961-1204),<br />

Ρέθυμνο: διπλωμ. εργασία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης 2004, σ. 112-118.<br />

19<br />

Ανδριανάκης, Η πρωτοβυζαντινή ακρόπολη, σ. 77-78· Andrianakis, Herakleion<br />

in Crete, σ. 256.


82 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ<br />

κηφόρο Φωκά στο νεόκτιστο φρούριο του Τεμένους στην ενδοχώρα.<br />

Στην εύφορη πεδιάδα, βορειοδυτικά του νέου φρουρίου, στη<br />

θέση Αγιά, μεταφέρθηκε και η έδρα της επισκοπής, η οποία μετονομάστηκε<br />

σε Επισκοπή Αγιάς, όνομα το οποίο διατηρεί μέχρι σήμερα<br />

ο γειτονικός μικρός οικισμός, όπως συμβαίνει και με άλλους<br />

εννέα οικισμούς της Κρήτης 20 . Ως καθεδρικός ναός χρησιμοποιήθηκε<br />

η ερειπωμένη ξυλόστεγη βασιλική της Κοιμήσεως της Θεοτόκου,<br />

μετά από εκτεταμένη ανακατασκευή. Ο ερειπωμένος και πάλι,<br />

πιθανώς από το σεισμό του 1246 21 , ναός της Αγιάς ανακατασκευάστηκε<br />

για μια ακόμη φορά σε ξυλόστεγο. Με την κατάκτηση και διανομή<br />

της περιοχής της δυτικής Κρήτης το 1252 από τους Βενετούς<br />

αποφασίζεται η «επανίδρυση» της πόλης Canea στη θέση της ερειπωμένης<br />

Κυδωνίας 22 . Αν και στην πόλη κτίζεται νέος καθεδρικός<br />

ναός της Παναγίας (Duomo), η έδρα της επισκοπής Agiensis παραμένει<br />

για ένα μεγάλο διάστημα στην Αγιά μέχρι να μεταφερθεί και<br />

πάλι στην πόλη και να επανέλθει ο αρχαίος τίτλος της. Στην Αγιά<br />

αναφέρεται η ύπαρξη της Λατινικής επισκοπής Κυδωνίας το 1415 23 .<br />

Στη συνέχεια ο ναός ερειπώθηκε και πάλι και ανακατασκευάστηκε<br />

πρόχειρα, πολύ μικρότερος στο ανατολικό μέρος του. Τέλος σήμερα<br />

χρησιμοποιείται ως ναός το βόρειο διαμέρισμα του νάρθηκα και του<br />

συνεχόμενου εξωνάρθηκα, ενώ κατά την ημέρα της πανήγυρης χρησιμοποιείται<br />

κανονικά με πρόχειρη στέγαση ο κυρίως ναός. Στο παρελθόν<br />

πραγματοποιήθηκαν από τη 13η ΕΒΑ εκτεταμένες εργασίες<br />

καθαρισμού 24 και στη συνέχεια από την 28η ΕΒΑ εργασίες ανασκαφής<br />

εξωτερικά της βόρειας πλευράς. Εντελώς πρόσφατα κατέρρευσε<br />

η σωζόμενη σε μεγάλο ύψος βορειοδυτική γωνία του ναού. Η συ-<br />

20<br />

Gerola, Monumenti Veneti, τ. II, σ. 62-63· Tsougarakis, Byzantine Crete, σ.<br />

231· Μ. Ανδριανάκης, Η μνημειακή αρχιτεκτονική στην Κρήτη της Β΄<br />

Βυζαντινής περιόδου, Πεπραγμένα Ι΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ.<br />

Α΄, Χανιά 2011, σ. 320-324. Στους οικισμούς αυτούς επιβεβαιώνεται και<br />

αρχαιολογικά η μεταφορά των εδρών επισκοπών.<br />

21<br />

Ο σεισμός εντάσεως 6,2 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, προκάλεσε μεγάλες<br />

καταστροφές, ιδιαίτερα στην περιοχή των Χανίων, όπου αναφέρεται ότι<br />

κατέρρευσαν τα παλιά τείχη της πόλης. Βλ. G. Papadopoulos, A Seismic<br />

History of Crete. The Hellenic Arch and Trench, Athens 2011, σ. 116-117.<br />

22<br />

Gerola, Monumenti Veneti, τ. I, σ. 186· Σήφακας, Παραχώρησις υπό της Ενετικής,<br />

ό.π.· Ανδριανάκης, Η πρωτοβυζαντινή ακρόπολη, σ. 78-79.<br />

23<br />

Marie-Anne Van Spitael (εκδ.), Cristoforo Buondelmondi. Descriptio Insule<br />

Crete et liber Insularum, cap. XI: Creta, Ηράκλειο 1981, σ. 124 και σημ. 82.<br />

24<br />

Μ. Ανδριανάκης, Ο νομός Χανίων κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο. Κατάλογος<br />

μνημείων. Ετήσιο Λεύκωμα, Χανιά 1982, σ. 22-49.


Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΓΙΑΣ (ΚΥΔΩΝΙΑΣ)<br />

83<br />

νέχιση της έρευνας του πολύ ενδιαφέροντος μνημείου 25 θα επιβεβαιώσει,<br />

ή όχι ορισμένες θεμιτές υποθέσεις, που ακολουθούν στην<br />

προκαταρκτική αυτή παρουσίαση, 26 ενώ το θέμα της διάσωσής του<br />

είναι εξαιρετικά επείγον.<br />

Ο ναός της Παναγίας (εικ. 1) σώζεται σε μεγάλη έκταση μέσα<br />

στους πορτοκαλεώνες, κοντά στο μικρό οικισμό Επισκοπή Αγιάς<br />

και εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο μεγάλου σεβασμού από<br />

τους κατοίκους, γεγονός που έχει προκαλέσει κάποιες ασυμβίβαστες<br />

επεμβάσεις 27 . Η πυκνή φύτευση δεν επιτρέπει τον εντοπισμό άλλων<br />

αρχαιολογικών ενδείξεων στην γύρω περιοχή, που να συνδέονται<br />

με το ναό. Αρχικά κτίστηκε ως τρίκλιτη βασιλική με εγκάρσιο κλίτος<br />

σε σχήμα Τ 28 . Στα σημεία όπου αρχίζει το εγκάρσιο κλίτος, σώζονται<br />

τα δυτικά επίκρανα γένεσης των τόξων, που το συνέδεαν με τον<br />

25<br />

Για τον ναό βλέπε Gerola, Monumenti Veneti, τ. ΙΙ, σ. 51 και 72-76· Ν.<br />

Πλάτων, Αι ξυλόστεγοι παλαιοχριστιανικαί βασιλικαί της Κρήτης, Πεπραγμένα<br />

Θ΄ Διεθνούς Συνεδρίου Βυζαντινών Σπουδών, τ. 1, Θεσσαλονίκη 1955,<br />

σ. 421-422· Ανδριανάκης, Ο νομός Χανίων, σ. 24-25· K. Gallas-K. Wessel-E.<br />

Borboudakis, Byzantinisches Kreta, München 1983, σ. 190-191· S.<br />

A. Curuni-L. Donati, Creta Bizantina: rilievi e note critiche su ventisei<br />

edifici di culto in relazione all’opera di Giuseppe Gerola, Roma 1987,<br />

αριθμός μνημείου 7· Ι. Βολανάκης, Τα παλαιοχριστιανικά μνημεία της<br />

Κρήτης, Κρ. Χρ. 27 (1987), σ. 239· I. Volanakis, Kreta (λήμμα), RBK 4<br />

(1990), στ. 814-906, σ. 889· Ι. Βαραλής, Παρατηρήσεις στην παλαιοχριστιανική<br />

ναοδομία της Κρήτης, M. Livadiotti-Ι. Simiakaki (επιμ.), Creta<br />

Romana e Protobizantina. Αtti del congresso internazionale (Iraklion, 23-30<br />

settembre 2000), Padova 2004, τ. ΙΙΙ.1, σ. 813-838 (σποραδικά) και Μ.<br />

Γ. Ανδριανάκης, Ο καθεδρικός ναός της Επισκοπής Αγιάς (Κυδωνίας),<br />

Τριακοστό τρίτο συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής αρχαιολογίας και τέχνης.<br />

Πρόγραμμα και περιλήψεις εισηγήσεων και ανακοινώσεων. Αθήνα 17, 18<br />

και 19 Μαΐου 2013, Αθήνα 2013, σ. 21-22.<br />

26<br />

Ευχαριστώ θερμά την πρώην αρχιτέκτονα της 28ης ΕΒΑ Μαριάννα Αγγελάκη,<br />

το σχεδιαστή Κώστα Κουκουτσάκη και τον τοπογράφο Χαράλαμπο<br />

Σκαραντωνάκη για την εκπόνηση των σχεδίων αποτύπωσης του μνημείου.<br />

Η αποτύπωση αυτή θα αποτελέσει τη βάση για τη μελέτη ανάδειξης<br />

του ναού, την οποία και θα προσφέρουμε στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Χανίων.<br />

Επίσης ευχαριστώ την προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων<br />

Ηρακλείου, αρχαιολόγο Βάσω Συθιακάκη και τον αρχαιολόγο της Εφορείας<br />

Αρχαιοτήτων Χανίων Θανάση Μαΐλη για τις εξαιρετικά χρήσιμες<br />

συζητήσεις, που είχαμε, γύρω από το μνημείο.<br />

27<br />

Κατασκευάστηκε πλάκα και υπόστεγο από οπλισμένο σκυρόδεμα στο σωζόμενο<br />

βορειοδυτικό τμήμα του ναού και πρόχειρο στέγαστρο στο ιερό<br />

και τον κυρίως ναό.<br />

28<br />

Όμοιο με εγκάρσιο κλίτος υπάρχει στις βασιλικές της Αλμυρίδας Αποκορώνου,<br />

Πανόρμου (Πλάτων, Αι ξυλόστεγοι παλαιοχριστιανικαί, ό.π., σ.


84 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ<br />

Εικ. 2.<br />

Άποψη του<br />

βόρειου τοίχου<br />

από ανατολικά.<br />

υπόλοιπο ναό. Εξαιτίας της ελαφράς κλίσης του εδάφους προς<br />

βορά, η νότια πλευρά είναι θεμελιωμένη σε υψηλότερο επίπεδο,<br />

ενώ ο βόρειος τοίχος μέχρι το ύψος του δαπέδου λειτουργεί ως αναλημματικός<br />

και συγκρατεί την επιχωμάτωση. Στο νότιο κλίτος, όπου<br />

ολοκληρώθηκε ο καθαρισμός, δεν εντοπίστηκαν ίχνη δαπέδου, το<br />

οποίο θα πρέπει να υπήρχε πάνω από το επίπεδο των λακκοειδών<br />

τάφων, που αποκαλύφθηκαν. Η ακριβής μορφή του νάρθηκα και<br />

του εξωνάρθηκα επίσης θα πρέπει να διευκρινιστούν μετά από ανασκαφή.<br />

Ο ναός δεν είχε αίθριο, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες<br />

βασιλικές της Κρήτης.<br />

Οι τοίχοι του αρχικού ναού σώζονται σε μεγάλο ύψος από τη<br />

βόρεια, ανατολική και νότια πλευρά, ενώ έχει καταρρεύσει στη μεγαλύτερη<br />

έκτασή του ο δυτικός. Στα ανατολικά της βόρειας και νότιας<br />

πλευράς διακρίνονται σαφώς τα λείψανα των προεξεχόντων<br />

424), Παναγίας και Αγίου Κηρύκου Λισσού Σελίνου (υποτυπώδες· βλ. Ανδριανάκης,<br />

Ο νομός Χανίων σ. 23), της νησίδας Ελούντας (Μ. Μπορμπουδάκης,<br />

Μεσαιωνικά μνημεία Κρήτης, ΑΔ 26 (1971), Χρονικά Β2, σ.<br />

529-533), καθώς και στον καθεδρικό ναό της Κυδωνίας στο Καστέλι<br />

Χανίων.


Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΓΙΑΣ (ΚΥΔΩΝΙΑΣ)<br />

85<br />

τοίχων του εγκάρσιου κλίτους, του οποίου τα κατώτερα μέρη αποκαλύφθηκαν<br />

κατά τις πρόσφατες εργασίες (εικ. 2). Η διάκριση των<br />

οικοδομικών φάσεων είναι ευχερής. Η τοιχοποιία αποτελείται κυρίως<br />

από αργούς ποτάμιους λίθους (κροκάλες) της περιοχής με<br />

άφθονο ασβεστοκονίαμα και βοηθητική χρήση χαλικιών και λιγότερο<br />

τμημάτων πλίνθων. Ακολουθείται η μέθοδος της οικοδόμησης<br />

σε ζώνες («ντουζένια»), ύψους περίπου 0,50 μ., οι οποίες ευθυγραμμίζονται<br />

στην απόληξή τους με στρώση από χαλίκια και κονίαμα.<br />

Στην ανατολική πλευρά οι ζώνες τονίζονται με ταινίες από δύο πλίνθους,<br />

από τις οποίες σώζονται οι τρεις.<br />

Το συνολικό εξωτερικό μήκος της βασιλικής είναι 21,887 μ.,<br />

το πλάτος 16,80 μ. και στο εγκάρσιο κλίτος 20,67 μ. (εικ. 3). Το<br />

πλάτος του κεντρικού κλίτους είναι 7,42 μ., του βόρειου 3,40 και<br />

του νότιου 3,24 μ. Ο ναός χωρίζεται σε κλίτη από κιονοστοιχίες<br />

τριών κιόνων σε δεύτερη χρήση, από ερυθρό μάρμαρο Προκονήσου<br />

(διαμέτρου βάσης 0,52 μ.) και γρανίτη (διαμέτρου βάσης 0,52<br />

μ.). Ο πρώτος από δυτικά κίονας της βόρειας κιονοστοιχίας στηρίζεται<br />

σε ιωνική βάση από λευκό μάρμαρο. Μέχρι στιγμής δεν έχουν<br />

βρεθεί κιονόκρανα ή επιθήματα κιόνων. Αν και δεν έχει εντοπιστεί<br />

Εικ. 3.<br />

Γενική άποψη<br />

του εσωτερικού<br />

του ναού.


86 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ<br />

Εικ. 4.<br />

Η κεντρική αψίδα<br />

το 1987.<br />

ο στυλοβάτης του φράγματος του πρεσβυτερίου, θεωρούμε πιθανό<br />

ότι το ιερό βήμα επεκτεινόταν στο κεντρικό κλίτος μέχρι τον δεύτερο<br />

από ανατολικά κίονα, στον χώρο που καταλαμβάνει η τελευταία ανακατασκευή<br />

του ναού.<br />

Ο ναός καταλήγει ανατολικά σε μεγάλη, ελαφρώς πεταλόσχημη<br />

αψίδα, διαμέτρου 5,37 μ., η οποία σώζεται μέχρι του ύψους των<br />

υφαψιδίων, στη γένεση του τόξου του τεταρτοσφαιρίου (εικ. 4). Στο<br />

κέντρο της σώζονται οι σταθμοί του αρχικά τρίλοβου παραθύρου,<br />

πλάτους 3 μ., από το οποίο διατηρούνται επιτόπου τα λοξότμητα<br />

επίκρανα σε ύψος 1,23 μ. και δύο πλίνθοι από τη γένεση του νότιου<br />

λοβού 29 . Από το τρίλοβο παράθυρο σώζονται επίσης οι δύο αμφικιονίσκοι,<br />

ύψους 0,76 μ., από γκρίζο μάρμαρο επεξεργασμένο αδρά<br />

(εικ. 5). Οι άνω και κάτω επιφάνειες τονίζονται από έξεργη ταινία.<br />

Έξεργη ταινία με δύο τόρμους σε κάθε όψη για τη στερέωση των<br />

29<br />

Φαίνονται σε παλιότερες φωτογραφίες. Καθαιρέθηκαν σχετικά πρόσφατα<br />

από τους κατοίκους.


Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΓΙΑΣ (ΚΥΔΩΝΙΑΣ)<br />

87<br />

παραθυροφύλλων, διαχωρίζει τις πλάγιες<br />

επιφάνειες των αμφικιονίσκων 30 . Τα δυο<br />

αμφικιονόκρανα 31 , ύψους 0,22 μ. και διαστάσεων<br />

άνω επιφάνειας 0,82 x 0,43μ.,<br />

κοσμούνται στις στενές πλευρές με ται -<br />

νιωτούς, μονογραμ ματικούς σταυρούς. Οι<br />

σταυροί έχουν πλατειές κεραίες με πεπλατυσμένα<br />

άκρα. Οι κάτω κεραίες είναι μικρότερες<br />

από τις άνω. Οι εξωτερικές<br />

ταινίες των κεραιών περιβάλλουν ορθογώνια,<br />

που ενώνονται στο κέντρο με τετράγωνα.<br />

Με ανάλογο τρόπο τονίζονται τα<br />

ορθογώνια στις κεραίες. Στη μία περίπτωση<br />

στα πλαίσια των κεραιών περιβάλλουν<br />

τμήματα αστραγάλου, ενώ στο<br />

κεντρικό τετράφυλλα (εικ. 6). Σε άλλη, το R<br />

του σταυρού είναι ανεστραμμένο, τα πλαίσια<br />

είναι ακόσμητα και το τετράγωνο του<br />

κέντρου κοσμείται από τετράφυλλα (εικ. 7)·<br />

στην τρίτη οι κεραίες είναι ακόσμητες και<br />

το κέντρο τονίζεται με χαράξεις (εικ. 8). Η<br />

Χριστίνα Τσιγωνάκη χρονολογεί τα γλυπτά<br />

στους 5ο-6ο αι. Στην άνω επιφάνεια του<br />

ενός αμφικιονοκράνου σώζεται τμήμα επιγραφής,<br />

... ΔΙΟΝΥ ..., γεγονός που δείχνει<br />

προηγούμενη χρήση του μεγαλυτέρων διαστάσεων<br />

λίθου ο οποίος προσαρμόστηκε<br />

στο νέο του ρόλο 32 .<br />

30<br />

Chr. Tsigonaki, La sculpture architecturale en<br />

Crète à l’époque protobyzantine (IVe-VIIe siècles),<br />

vol. II. Catalogue, Paris: διδακτ.<br />

διατριβή 2002, σ. 106, πίν. 280 a-c.<br />

31<br />

Gerola, Monumenti Veneti, τ. II, ό.π.· Ανδριανάκης,<br />

Ο νομός Χανίων, σ. 24-25· Tsigonaki,<br />

La sculpture architecturale, ό.π.<br />

32<br />

Ο Gerola, Monumenti Veneti, τ. II, σ. 74, αναφέρει<br />

απλώς την ύπαρξη της επιγραφής.<br />

Εικ. 5. Αμφικίονας τριλόβου παραθύρου αψίδας.<br />

Εικ. 6-7. Μονογραμματικός σταυρός αμφικιονοκράνου α'.


88 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ<br />

Ένα τμήμα πεσσίσκου τέμπλου, από<br />

λευκό μάρμαρο αρίστης ποιότητας (εικ. 9),<br />

είναι εντοιχισμένο στην εσωτερική πλευρά<br />

του μεσοβυζαντινού τοίχου που αποκόπτει<br />

το βόρειο εγκάρσιο κλίτος. Φέρει διάκοσμο<br />

μέσα σε πλαίσιο, από τεμνόμενους κύκλους<br />

και ημικύκλια που σχηματίζουν τετράφυλλα<br />

και σταυρούς, με καμπύλη απόληξη των<br />

κεραιών. Με τετράφυλλα και σταυρούς σε<br />

διαφορετική διάταξη κοσμείται πεσσίσκος<br />

από τη δεύτερη ομάδα γλυπτών της βασιλικής<br />

του Πανόρμου, τα οποία χρονολογούνται<br />

από τον Ν. Πλάτωνα στους 5ο-6ο<br />

αι. 33 . Το θέμα είναι προσφιλές από την παλαιοχριστιανική<br />

μέχρι τη μεσοβυζαντινή<br />

περίοδο και συνηθίζεται στα ψηφιδωτά δάπεδα<br />

των ναών της Κρήτης (ενδεικτικά<br />

στην περιοχή των Χανίων, στις βασιλικές<br />

Αλμυρίδας, Μεσκλών, Α΄ Σούγιας, Β΄Λισ-<br />

Πρβλ. M. Guarducci, Inscriptiones Creticae,<br />

Roma 1935-1950, τ. 2, σ. 104-106. Ο<br />

Bandy, The Greek Christian insriptions, σ. 118<br />

συμπληρώνει την επιγραφή ... Διονυ(σίου)<br />

..., τον οποίο θεωρεί επίσκοπο Αγιάς ή αφιερωτή<br />

κάποιου τμήματος ή της «ανανέωσης»<br />

της βασιλικής. Η επιγραφή ωστόσο στη μη<br />

ορατή άνω επιφάνεια του αμφικιονοκράνου,<br />

κομμένη κατά το ανώτερο μέρος της, είναι<br />

σαφώς παλαιότερη της οικοδόμησης της βασιλικής.<br />

Το πιθανότερο είναι να αποτελεί<br />

τμήμα βάσης ανδριάντος. Βλ. Ανδριανάκης,<br />

Ο νομός Χανίων, σ. 25.<br />

33<br />

Πλάτων, Αι ξυλόστεγοι παλαιοχριστιανικαί,<br />

σ. 428-430, πίν.100. Ο Πλάτων επισημαίνει<br />

τη σχέση του με ανάλογα θέματα, σε ψηφιδωτά<br />

δάπεδα της Κρήτης. Η Τσιγωνάκη το<br />

χρονολογεί στο α΄ μισό του 6ου αι. (ό.π., σ.<br />

209, πίν. 556).<br />

Εικ. 8. Μονογραμματικός σταυρός αμφικιονοκράνου β΄.<br />

Εικ. 9. Εντοιχισμένο τμήμα πεσσίσκου τέμπλου.<br />

Εικ. 10. Επιτύμβια επιγραφή.


Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΓΙΑΣ (ΚΥΔΩΝΙΑΣ)<br />

89<br />

σού, Αγίας Ρουμέλης) 34 . Ένα ακόμη τμήμα πεσσίσκου με ελισσόμενο<br />

βλαστό βρέθηκε στον χώρο του ναού. Ένα άλλο μαρμάρινο<br />

γλυπτό, πιθανώς πεσσίσκος, είναι εντοιχισμένο ψηλά από την εξωτερική<br />

πλευρά του ίδιου τοίχου. Φέρει διάκοσμο από λατινικό ταινιωτό<br />

σταυρό, με πεπλατυσμένες κεραίες, που πατεί σε βάθρο από<br />

αλλεπάλληλα ορθογώνια. Τα γλυπτά προέρχονται από τέμπλο, προγενέστερο<br />

της μεσοβυζαντινής φάσης του ναού.<br />

Σε αναμοχλευμένη ταφή, νοτιοανατολικά και σε επαφή με τον<br />

τοίχο, βρέθηκε κατά τον καθαρισμό μαρμάρινη, επιτύμβια επιγραφή<br />

(εικ. 10), διαστάσεων 0,34 x 0,22 μ.<br />

ΧΜΓ 35 .<br />

+CABBATIΩΝΠΡΕΣΒ[ΥΤΕΡΟ]S<br />

KAΛΩCΠΟΛΙΤΕΥCΑ<br />

ΜΕΝΟCENK[YPI]ΩΕ[Ν]ΘΑΔΕ<br />

Κ[Ε]ΙΤΕΜΗΝΙΟΚΤΩΒΡ[ΙΟ]S ΔΙ<br />

ΙΝΔ[ΙΚΤΥΩΝΟ]S A HM[EPA]S KYPIAKH +<br />

(+Χριστέ Μεθ’ ημών Γενού. Σαββατίων πρεσβύτερος, καλώς πολιτευσάμενος<br />

εν Κυρίω, ενθάδε κείται. Μηνί Οκτώβριος ΔΙ΄ (ΙΔ΄ ;),<br />

Ινδικτυώνος Α΄, ημέρας Κυριακή+). Η πλήρης αναγραφή των χρονικών<br />

δεδομένων, μας επιτρέπει τη χρονολόγηση της επιγραφής στο<br />

έτος 613, όπως προκύπτει από την αναγωγή στους χρονολογικούς<br />

πίνακες 36 και από τον τύπο των γραμμάτων 37 .<br />

Ο ναός ερειπώθηκε σταδιακά σε μεγάλη έκταση, στα επόμενα<br />

χρόνια, όπως φαίνεται από το κυμαινόμενο ύψος διατήρησης των<br />

αρχικών τοίχων του και εγκαταλείφθηκε, όπως έγινε και με αρκετές<br />

34<br />

Ε. Μηλίτση, Τμήματα μεσοβυζαντινών τέμπλων από την Κω, στο Ch. Pennas-C.<br />

Vanderheyde (επιμ.), La sculpture byzantine: VIIe - XIIe siècles. Αctes<br />

du colloque international organisé par la 2e Éphorie des antiquités byzantines<br />

et l’École francaise d’Athènes (6-8 septembre 2000), Athènes 2008, σ. 436-<br />

437, εικ. 5· Ανδριανάκης, Ο νομός Χανίων, ό.π.<br />

35<br />

Η συντομογραφία ΧΜΓ απαντάται σε δύο ακόμη επιγραφές από τη δυτική<br />

Κρήτη. Βλ. Bandy, The Greek Christian insriptions, σ. 133 και 137. Η<br />

Guarducci, Inscriptiones Creticae, ό.π., προτείνει την ερμηνεία Χ[ριστ]έ<br />

Μ[εθ’ ημών]) Γ[ενού] (Bandy, ό.π., σ. 137).<br />

36<br />

V. Grumel, La chronologie, Paris 1958, σ. 239-264, ιδ. 244-248, 314,<br />

316. Οι άλλες χρονολογίες που συμπίπτουν με τα δεδομένα της επιγραφής<br />

είναι το 568 και το 658.<br />

37<br />

Η πλησιέστερη ως προς τον τύπο των γραμμάτων κρητική επιγραφή από<br />

το Αρχαιολογικό Μουσείο Ρεθύμνου, άγνωστης προέλευσης, χρονολογείται<br />

το 605 ή το 650 (Bandy, The Greek Christian insriptions, σ. 105-106).


90 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ<br />

Εικ. 11.<br />

Ναός Παναγίας<br />

Επισκοπης Αγιάς.<br />

Κάτοψη του ναού,<br />

οικοδομικές φάσεις<br />

(Μ. Ανδριανάκης,<br />

Μ. Αγγελάκη,<br />

Κ. Κουκουτσάκης).<br />

από τις παλαιοχριστιανικές βασιλικές της Κρήτης, μετά τον 7o αι. 38 ,<br />

γεγονός το οποίο έχει συνδεθεί με το γενικότερο κλίμα της εποχής<br />

και τις αραβικές επιδρομές που οδήγησαν στην αλλαγή του οικιστικού<br />

χάρτη του νησιού 39 . Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από<br />

τον Νικηφόρο Φωκά το 961, ανακατασκευάστηκε σε μεγάλη έκταση<br />

στο ίδιο με το αρχικό μέγεθος, γεγονός που συνδέεται με τη μετακίνηση<br />

της έδρας της επισκοπής στην Αγιά και τη μετονομασία της,<br />

όπως ήδη αναφέρθηκε (εικ. 11). Στη φάση αυτή ανήκει η συμπλή-<br />

38<br />

Οι παλαιοχριστιανικές βασιλικές Αγίου Νικήτα, Αγίου Αστράτηγου Φραγκοκαστέλου<br />

και Αγίας Ρουμέλης Σφακίων, Παναγίας και Αγίου Κηρύκου<br />

Λισσού Σελίνου. Βλ. σχετικά Ανδριανάκης, Ο νομός Χανίων, ό.π., σ. 22·<br />

Tsougarakis, Byzantine Crete, σ. 138 κ.ε. Η μακρά εγκατάλειψη και σταδιακή<br />

ερείπωση των ναών είναι οφθαλμοφανής από την κατάσταση<br />

διατήρησης των ερειπίων. Κατά το 14ο αι. παρατηρείται έντονη δραστηριότητα<br />

οικοδόμησης μικρών ναών στον χώρο του ιερού βήματος των<br />

ερειπωμένων ναών.<br />

39<br />

Τσουγκαράκης, Η Βυζαντινή Κρήτη, σ. 392-394.


Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΓΙΑΣ (ΚΥΔΩΝΙΑΣ)<br />

91<br />

Εικ. 12α. Ο βόρειος τοίχος.<br />

Εικ. 12β. Ναός Παναγίας Επισκοπής Αγιάς.<br />

Βόρεια όψη, οικοδομικές φάσεις (Μ. Ανδριανάκης, Μ. Αγγελάκη, Κ. Κουκουτσάκης).


92 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ<br />

Εικ. 13.<br />

Άποψη του ναού<br />

από ανατολικά.<br />

ρωση της εξωτερικής τοιχοποιίας (εικ. 12α) η οποία σώζεται από τη<br />

βόρεια πλευρά σχεδόν ακέραιη (εικ. 12β) και λιγότερο από τις<br />

υπόλοιπες, η προσθήκη δύο μικρότερων ημικυλινδρικών αψίδων<br />

εκατέρωθεν της αρχικής (εικ. 13), η αλλαγή της στέγασης, η διαμόρφωση<br />

του νάρθηκα και του εξωνάρθηκα και η ενίσχυση των κιόνων,<br />

με ενσωμάτωση του κατώτερου μέρους σε κτιστή κατασκευή (εικ.<br />

14). Κατά την ανακατασκευή αποκόπηκαν οι προεξοχές του εγκάρσιου<br />

κλίτους με την προέκταση των πλάγιων τοίχων προς τα ανατολικά.<br />

Στο ανώτερο μέρος, στο μέσο περίπου του τοίχου, η ανατολική<br />

παραστάδα του τρίτου παραθύρου το οποίο είναι και μικρότερων διαστάσεων<br />

από τα υπόλοιπα, είναι σε προεξοχή, δίδοντας την εντύπωση<br />

διαφορετικής οικοδομικής φάσης 40 (εικ. 15). Από τη βόρεια,<br />

δευτερεύουσα πλευρά, όπου υπήρχε και κλίση του εδάφους, ο τοίχος<br />

ο οποίος σωζόταν σε μεγάλο ύψος, συμπληρώθηκε εντελώς επίπεδος,<br />

όπως ο αρχικός. Τα σωζόμενα τμήματα της τοιχοποιίας έχουν<br />

40<br />

Αυτό οφείλεται στη διαφορά πάχους της τοιχοποιίας η οποία στο δυτικό<br />

μέρος είναι ισοπαχής με την αρχική, ενώ από ανατολικά, στον χώρο του


Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΓΙΑΣ (ΚΥΔΩΝΙΑΣ)<br />

93<br />

ενσωματωθεί και συμπληρωθεί κατά την ανακατασκευή του ναού. Η<br />

προσθήκη της νέας τοιχοποιίας από τη βόρεια πλευρά περιορίζεται<br />

στον κυρίως ναό και καταλήγει στον νάρθηκα. Η εκ των υστέρων<br />

προσθήκη του ανώτερου τμήματος του νάρθηκα προκύπτει από την<br />

ύπαρξη κάθετου αρμού στο σημείο αυτό (εικ. 16) και τη διαφορά<br />

τόσο της εξωτερικής του τοιχοποιίας, όσο και αυτής των σταυροθολίων<br />

(εικ. 17). Μια υπόθεση που χρήζει περαιτέρω διερεύνησης,<br />

είναι αν ο χαμηλότερος νάρθηκας παρέμεινε και αυτός αρχικά ξυλόστεγος<br />

και τροποποιήθηκε στη συνέχεια. Ένα θέμα ακόμη είναι ο<br />

ρόλος του τοίχου σε δεύτερο όροφο (εικ. 18), πιθανώς δωματίου, ο<br />

οποίος στηρίζεται πάνω στο νότιο τόξο του βόρειου σταυροθολίου<br />

και εφάπτεται εκ των υστέρων με τον ανατολικό τοίχο του νάρθηκα 41 .<br />

Εικ. 14.<br />

Ο βόρειος τοίχος από νότια.<br />

Διακρίνονται<br />

τα λείψανα<br />

των σταυροθολίων.<br />

εγκάρσιου κλίτους, κτίστηκε εκ θεμελίων κατά 0,05 μ. περίπου στενότερη,<br />

τονίζοντας έτσι το σημείο συνάντησης που συμπίπτει με το παράθυρο.<br />

Ίσως στο σημείο αυτό να «συναντήθηκαν» τα δύο συνεργεία που έκτιζαν<br />

τον τοίχο από ανατολικά και δυτικά.<br />

41<br />

Σχηματίζει καθαρό αρμό περίπου 3 εκατοστών με τον τοίχο του νάρθηκα<br />

σε όλο το ύψος του.


94 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ<br />

Από τη νότια πλευρά, από την οποία<br />

υπάρχει και η κύρια πρόσβαση στον ναό<br />

και όπου είναι θεμελιωμένος σε υψηλότερο<br />

επίπεδο, ο τοίχος ενισχύθηκε και συμπληρώθηκε<br />

με ενσωματωμένους στην τοιχοποιία<br />

πεσσούς (εικ. 19) που ενώνονται με<br />

τυφλά αψιδώματα, από τα οποία σώζονται<br />

τα τέσσερα. Δύο ακόμη τυφλά αψιδώματα<br />

θα πρέπει να υπήρχαν στο κατεστραμμένο<br />

τμήμα του τοίχου, σε αντιστοιχία με το νάρθηκα<br />

και τον εξωνάρθηκα. Η χρήση τυφλών<br />

αψιδωμάτων στη διαμόρφωση των<br />

όψεων των ναών, στοιχείο που συνδέεται<br />

με την παράδοση της Κωνσταντινούπολης,<br />

είναι συχνή στη μεσοβυζαντινή Κρήτη 42 .<br />

Στη νότια όψη σώζονται τμήματα κονιάματος<br />

με εγχαράξεις ψευοϊσόδομης τοιχοποιίας<br />

και ρομβοειδείς χαράξεις, γεγονός που<br />

δείχνει ότι αρχικά η πλευρά αυτή ήταν καλυμμένη<br />

από υπόλευκο επίχρισμα 43 (εικ.<br />

Εικ. 15. Βόρειος τοίχος.<br />

Λεπτομέρεια των δύο φάσεων της τοιχοποιίας.<br />

Εικ. 16. Το σημείο ένωσης<br />

κυρίως ναού και νάρθηκα.<br />

42<br />

Με ανάλογο τρόπο είναι διαμορφωμένη η<br />

πλάγια όψη σε δύο ακόμη αρχικά ξυλόστεγες<br />

βασιλικές, του Αγίου Παντελεήμονα στο Μπιζαριανώ<br />

Ηρακλείου (νότια όψη. Β΄ μισό<br />

11ου αι.), του Αγίου Γεωργίου στον Κουρνά<br />

Χανίων (βόρεια όψη. Τέλη 12ου αι.). Στην<br />

περίπτωση μάλιστα του Αγίου Παντελεήμονα,<br />

ο βόρειος τοίχος ανακατασκευάστηκε (13ος<br />

αι.) εντελώς επίπεδος, όπως και στην Αγιά.<br />

Με τυφλά αψιδώματα, τα οποία κατά τον 11ο<br />

αι. αντιστοιχούν στη δομή των κτηρίων, είναι<br />

διαμορφωμένες οι όψεις του συνόλου των<br />

σωζόμενων σταυροειδών με τρούλο ναών,<br />

καθώς και ορισμένων μονόχωρων με τρούλο,<br />

ή ξυλόστεγων (Ανδριανάκης, Η μνημειακή<br />

αρχιτεκτονική, σ. 329-330).<br />

43<br />

Η τεχνική που συνδέεται με την παράδοση<br />

της Κωνσταντινούπολης, απαντάται και σε άλλους<br />

ναούς της Κρήτης από τον 11ο μέχρι τον<br />

13ο αι. (Ανδριανάκης, Η μνημειακή αρχιτεκτονική,<br />

σ. 353-355).


Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΓΙΑΣ (ΚΥΔΩΝΙΑΣ)<br />

95<br />

20). Ανάλογες χαράξεις, αλλά και ανάλογης σύνθεσης κονίαμα εντοπίζονται<br />

στον κοντινό ναό της Ζωοδόχου Πηγής (Άι Κυρ Γιάννης)<br />

στον Αλικιανό, που κτίστηκε γύρω στα 1030 από τον όσιο Ιωάννη<br />

τον Ξένο. 44 Δυτικά κατασκευάστηκε ο σωζόμενος διαχωριστικός τοίχος<br />

μεταξύ του νάρθηκα και του κυρίως ναού, ο οποίος εφάπτεται<br />

στον βόρειο αρχικό, χωρίς να συνδέεται οργανικά με αυτόν στο κατώτερο<br />

τμήμα του (εικ. 21). Αυτό, αλλά και η στήριξη των σταυροθολίων,<br />

είχε ως συνέπεια την ανακατασκευή των τόξων του ναού<br />

πάνω στους ενισχυμένους χαμηλά κίονες, ενώ στα δυτικά στηρίζονται<br />

στις ενσωματωμένες στον τοίχο παραστάδες. Στη βόρεια παραστάδα<br />

έχει χρησιμοποιηθεί σε δεύτερη χρήση επίκρανο από τον<br />

αρχικό ναό 45 . Ακολουθεί ο νάρθηκας και ο ξυλόστεγος εξωνάρθη-<br />

Εικ. 17.<br />

Το βόρειο τμήμα<br />

του νάρθηκα.<br />

44<br />

Μ. Γ. Ανδριανάκης, Νέα στοιχεία και απόψεις για τη μνημειακή τέχνη της<br />

Κρήτης κατά τη β΄ βυζαντινή περίοδο, Πεπραγμένα ΣΤ΄ Διεθνούς Κρητολογικού<br />

Συνεδρίου, Χανιά 1986, τ. Β΄, Χανιά 1991, σ. 14-15.<br />

45<br />

Φέρει εγκοπή για πάκτωση θωρακίου και είναι κατά το ήμισυ ανεπεξέργαστο.


96 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ<br />

Εικ. 18.<br />

Το βόρειο τμήμα<br />

του νάρθηκα το 1987.<br />

κας του οποίου ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος έχει καταρρεύσει. Ο<br />

ανατολικός τοίχος των πλαγίων κλιτών αποκόπηκε μερικώς για την<br />

προσθήκη ημικυλινδρικών αψίδων, διαμέτρου 2 μ. η βόρεια και<br />

2,13 μ. η νότια, στο κέντρο των οποίων ανοίγονται μονόλοβα παράθυρα<br />

με λίθινους σταθμούς και τόξα από πλίνθους. Στη χορδή<br />

της νότιας αψίδας αποκαλύφθηκαν τα υπολείμματα του αρχικού<br />

ανατολικού τοίχου. Τα ελαφρώς οξυκόρυφα τόξα των παραθύρων,<br />

η σαφής διαφορά τους από τα υπόλοιπα και κάποια διατάραξη της<br />

τοιχοποίας στα σημεία αυτά, κάνουν πιθανή την υπόθεση ότι αποτελούν<br />

επέμβαση της περιόδου της βενετοκρατίας. Λόγω της δια -<br />

φοράς επιπέδου, η βόρεια αψίδα στηρίζεται σε ημικυλινδρική<br />

θεμελίωση από αμελή τοιχοποιία, ύψους περίπου 1,50 μ.<br />

Κατά την εκτεταμένη επέμβαση ανακατασκευής του ναού διατηρήθηκε<br />

ο βασικός αρχιτεκτονικός τύπος της τρίκλιτης βασιλικής με<br />

νάρθηκα και εξωνάρθηκα και πιθανώς το κεντρικό κλίτος παρέμεινε<br />

ξυλόστεγο 46 . Ο ναός επικοινωνεί με τον νάρθηκα με τρεις θύρες,<br />

46<br />

Η διατήρηση των κιονοστοιχιών, το μεγάλο πλάτος του κεντρικού κλίτους,


Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΓΙΑΣ (ΚΥΔΩΝΙΑΣ)<br />

97<br />

από τις οποίες σώζεται η βόρεια, διαστάσεων 1,15 x 2,27 μ., και<br />

το κατώτερο μέρος της κεντρικής, πλάτους 1,75 μ. Η βόρεια θύρα,<br />

κλεισμένη σήμερα 47 , έφερε από την εσωτερική πλευρά ξύλινο υπέρθυρο<br />

και επιστέφεται από ανακουφιστικό τόξο από λαξευτούς ψαμμίτες.<br />

Στο μέσο του βορειοδυτικού τόξου ανοίγεται μονόλοβο<br />

παράθυρο το οποίο κλείστηκε με τοίχο κατά την επόμενη επέμβαση<br />

48 . Δύο ακόμη ανοίγματα των οποίων σώζεται το κατώτερο<br />

μέρος, σε επαφή με τον ανατολικό τοίχο, συνδέουν το κεντρικό ιερό<br />

Εικ. 19.<br />

Άποψη του ναού<br />

από νοτιοανατολικά.<br />

η απουσία κάποιων ενισχυτικών στοιχείων στήριξης αλλά και οικοδομικού<br />

υλικού επιτόπου από την κατάρρευση της στέγης, επιτρέπουν την υπόθεση<br />

ότι διατηρήθηκε ο αρχικός τρόπος στέγασης. Η ενίσχυση των<br />

κιόνων, με εγκιβωτισμό τους σε τοιχοποιία, είχε σχέση με την υποδοχή<br />

των νέων φορτίων, που προστέθηκε στα πλάγια κλίτη.<br />

47<br />

Από την πλευρά του ναού με επιμελημένη ξερολιθιά, από την πλευρά του<br />

νάρθηκα με κτιστή τοιχοποιία, στο πάχος της οποίας μάλιστα έχει διανοιχτεί<br />

με πρόχειρο τρόπο η μικρή κόγχη του νεότερου ναού.<br />

48<br />

Κλείστηκε εξαιτίας της προσθήκης ορόφου πάνω από το βόρειο διαμέρισμα<br />

του νάρθηκα.


98 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ<br />

Εικ. 20.<br />

Νότιος τοίχος.<br />

Εγχαράξεις στο κονίαμα.<br />

βήμα με τα πλάγια. Στη διαμόρφωση των σταθμών τους έχουν χρησιμοποιηθεί<br />

σε δεύτερη χρήση κολουροειδή επιθήματα και σε<br />

μικρή έκταση η τεχνική της κρυμμένης πλίνθου 49 . Στο ύψος των δυτικών<br />

παραστάδων των ανοιγμάτων επικοινωνίας διακρίνεται ο<br />

στυλοβάτης του τέμπλου από δόμους ψαμμίτη, που μετακινήθηκε<br />

ανατολικότερα από την αρχική του θέση. Η τοιχοποιία και της δεύτερης<br />

οικοδομικής φάσης είναι κοινή με περισσότερο ισχυρό,<br />

γκρίζο κονίαμα και ποτάμιους ακατέργαστους λίθους στη βόρεια<br />

πλευρά, καθώς και κατεργασμένους από ψαμμίτη, με πυκνότερη<br />

χρήση τμημάτων πλίνθου, οστράκων και χαλικιών στις υπόλοιπες.<br />

Στον βόρειο τοίχο χρησιμοποιήθηκε για εξομάλυνση της επιφά-<br />

49<br />

Η τεχνική της κρυμμένης πλίνθου, συνήθως σε περιορισμένη έκταση, συνηθίζεται<br />

με διακοσμητικό τρόπο σε μια σειρά μεσοβυζαντινών ναών της<br />

Κρήτης κατά τον 11ο αι. (Ανδριανάκης, Η μνημειακή αρχιτεκτονική, σ.<br />

352-353).


Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΓΙΑΣ (ΚΥΔΩΝΙΑΣ)<br />

99<br />

νειάς του το κονίαμα δόμησης, ενώ στον νότιο (πιθανώς και στους<br />

υπόλοιπους), επίχρισμα με διακοσμητικό τρόπο. Σε δεύτερη χρήση<br />

υπάρχουν ενσωματωμένα spolia από τον αρχικό ναό 50 . Η σαφής<br />

διαφορά της τοιχοποιίας στις όψεις του ναού θα πρέπει να οφείλεται<br />

σε διαφορετικό οικοδομικό συνεργείο, το οποίο ασχολήθηκε λιγότερο<br />

με το αισθητικό μέρος, λόγω και της αθέατης θέσης της πλευράς<br />

αυτής και περισσότερο με τη στατική επάρκεια του τοίχου 51 . Η<br />

στέγαση των πλαγίων κλιτών και του νάρθηκα έγινε με σταυροθόλια,<br />

μέσων διαστάσεων 3,50 x 3,41 μ., τα οποία στηρίζονται στους<br />

εξωτερικούς τοίχους, στους κίονες και ανατολικά και δυτικά σε παραστάδες,<br />

ενσωματωμένες στην τοιχοποιία. Τα σταυροθόλια είναι<br />

Εικ. 21.<br />

Το βόρειο τμήμα<br />

του δυτικού τοίχου.<br />

50<br />

Βλ. παραπάνω.<br />

51<br />

Λόγω του μεγάλου του ύψους, εξαιτίας της κλίσης του εδάφους. Η διατήρηση<br />

του τοίχου για αιώνες μέχρι την εντελώς πρόσφατη κατάρρευση μικρού<br />

μέρους του, δείχνει την ορθότητα της επιλογής.


100 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ<br />

κτισμένα από πλίνθους με ισχυρό ασβεστοκονίαμα, όπως και όλα<br />

τα τόξα του ναού. Η ύπαρξή τους προκύπτει από την παρουσία των<br />

τεσσάρων τόξων στην εσωτερική όψη του δυτικού και των πλάγιων<br />

τοίχων, καθώς και των ακμών τους οι οποίες δεν καθαιρέθηκαν εντελώς<br />

και προεξέχουν ακόμη στις τρεις γωνίες. Λόγω των μεγάλων<br />

διαστάσεων των σταυροθολίων θεωρήθηκε αναγκαία η ενίσχυση της<br />

ευστάθειας των κιόνων με εγκιβωτισμό του κατώτερου μέρους τους<br />

σε κτιστή, τετράπλευρη κατασκευή από λαξευτούς λίθους. Με πέντε<br />

σταυροθόλια, διαστάσεων 2,69 x 2,67 μ., σε χαμηλότερο επίπεδο<br />

από αυτά των κλιτών, στεγαζόταν και ο νάρθηκας, από τα οποία σώζεται<br />

ακέραιο το βόρειο και μέρος του νότιου. Η ύπαρξη σαφούς<br />

αρμού στην τοιχοποιία βόρεια, μεταξύ του κυρίως ναού, η ανόργανη<br />

σύνδεση του ανατολικού τόξου με το δυτικό τοίχο του ναού και η<br />

χρήση λίθων αντί πλίνθων στο κτίσιμο των σταυροθολίων του νάρθηκα<br />

δείχνει ότι η ανωδομή του προστέθηκε στην τοιχοποιία της<br />

παλαιοχριστιανικής βασιλικής, σε επόμενη από την ανακατασκευή<br />

του υπόλοιπου ναού φάση. Η απουσία καμπύλωσης στον τοίχο του<br />

σωζόμενου βόρειου τμήματος του εξωνάρθηκα, του οποίου ο εξωτερικός<br />

τοίχος ανήκει κατά μεγάλο μέρος στον αρχικό ναό, κάνει πιθανή<br />

την υπόθεση ότι στεγαζόταν από μονόρρυτη στέγη.<br />

Ο ναός στη φάση αυτή ήταν τοιχογραφημένος, ελάχιστα όμως<br />

εξίτηλα τμήματα από τον διάκοσμο έχουν σωθεί από τη μακροχρόνια<br />

έκθεσή τους στις καιρικές συνθήκες. Σε ορισμένα σημεία, πάνω από<br />

το οικοδομικό κονίαμα, διακρίνονται δύο ακόμη στρώματα πάχους<br />

περίπου ενός εκατοστού. Το κονίαμα έχει μεγάλη περιεκτικότητα σε<br />

ασβέστη και σε μικρά τμήματα αχύρου. Από τα λίγα αυτά λείψανα του<br />

διακόσμου, αναγνωρίζονται μετωπικές μορφές ιεραρχών στη νότια<br />

κόγχη του ιερού, από τις οποίες διακρίνεται το κατώτερο μέρος των<br />

αμφίων, μορφή διακόνου στη βόρεια παραστάδα της βόρειας αψίδας,<br />

δύο μορφές μαρτύρων στο βορειοδυτικό τοίχο προς το νάρθηκα και<br />

συνεχόμενη μορφή σε στηθάριο στο ανακουφιστικό τόξο της θύρας<br />

προς το νάρθηκα. Ίχνη τοιχογραφικού διακόσμου, σε δύο στρώματα,<br />

διακρίνονται επίσης στο κατώτερο μέρος της δυτικής παραστάδας της<br />

βόρειας τοξοστοιχίας. Από τα ελάχιστα σωζόμενα λείψανα αναγνωρίζεται<br />

η μορφή ενός μάρτυρα (εικ. 22), γέροντος στρογγυλογένη, του<br />

οποίου τα χαρακτηριστικά προσομοιάζουν στον άγιο Μηνά 52 . Φορεί<br />

52<br />

Ν. Μουρίκη, Τα ψηφιδωτά της Νέας Μονής Χίου, τ. 1, Αθήνα 1985, σ. 186-<br />

187.


Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΓΙΑΣ (ΚΥΔΩΝΙΑΣ)<br />

101<br />

χιτώνα και καστανή χλαμύδα. Με το δεξί χέρι κρατούσε το σταυρό<br />

του μάρτυρα, ενώ τείνει σε δέηση το ανοικτό δεξί. Αν και τα χρώματα<br />

δεν διατηρούνται πλήρως, τα σαρκώδη μέρη πλάθονται επίπεδα σε<br />

κοκκινωπή ώχρα, τα χέρια αποδίδονται εντελώς γραμμικά πάνω στον<br />

προπλασμό με καστανό χρώμα, το μάτι έχει αποδοθεί με έντονη,<br />

διπλή γραμμή. Αποχρώσεις του ανοικτού πράσινου εντοπίζονται στη<br />

στηθαία μορφή και τη στολή των ιεραρχών στην κόγχη.<br />

Από όσα επισημάναμε παραπάνω, προκύπτει η αποκατάσταση<br />

μέρους του εικονογραφικού προγράμματος, όσον αφορά στην κατώτερη<br />

ζώνη, που φαίνεται ότι περιελάμβανε μετωπικούς αγίους,<br />

σύμφωνα με τα όσα επικρατούσαν γενικότερα κατά τη μεσοβυζαν-<br />

Εικ. 22.<br />

Παράσταση μάρτυρα<br />

(11ος αι.).<br />

Άγιος Μηνάς (;).


102 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ<br />

τινή περίοδο και εντοπίζονται και σε ναούς της Κρήτης. Αρχαιότερο<br />

παράδειγμα είναι το πρώτο στρώμα ζωγραφικής στο καθολικό της<br />

Μονής Μυριοκεφάλων, κατά το πρώτο τέταρτο του 11ου αι., όπου<br />

κυριαρχούν οι μετωπικές μορφές και η γραμμική σχεδίαση των χαρακτηριστικών<br />

πάνω στον προπλασμό 53 . Ανάλογα ισχύουν κατά τον<br />

ίδιο αιώνα και για τον διάκοσμο των ναών της Ζωοδόχου Πηγής<br />

στον Αλικιανό 54 , το πρώτο στρώμα ζωγραφικής της Παναγίας στο<br />

Φόδελε, της Αγίας Βαρβάρας στα Λατζιανά Κισάμου, το πρώτο<br />

στρώμα ζωγραφικής του Αγίου Παντελεήμονα στο Μπιζαριανώ 55 , το<br />

δεύτερο στρώμα της Αγίας Κυριακής στην Αργυρούπολη 56 , καθώς<br />

και τις λαϊκότερες τοιχογραφίες στον Άγιο Ευτύχιο στο Χρωμοναστήρι<br />

57 . Χωρίς να είναι δυνατή η ακριβής χρονολόγηση του τοιχογραφικού<br />

διακόσμου, τα λίγα αυτά στοιχεία επιτρέπουν την ένταξή<br />

του στη δραστηριότητα που αναπτύχθηκε στη μετά την απελευθέρωση<br />

της Κρήτης από τους Άραβες περίοδο, και τη χρήση του ναού<br />

ως επισκοπικού, μετατροπή που θα πρέπει να συνδεθεί με τη νέα<br />

πολιτική της κεντρικής εξουσίας.<br />

Με τον εποικισμό των Χανιών από τους Βενετούς το 1252, ο<br />

ναός της Αγιάς περιήλθε στην Καθολική Εκκλησία και φαίνεται ότι<br />

εξακολουθούσε να λειτουργεί για ένα διάστημα ως καθεδρικός, αν<br />

και στην πόλη των Χανίων κτίστηκε ο νέος, μεγαλοπρεπής καθεδρικός<br />

ναός της Παναγίας (Duomo). Η μεταφορά της επισκοπής στην<br />

πόλη και η επαναφορά του αρχαίου ονόματος δεν φαίνεται να έγιναν<br />

53<br />

Κτίστηκε μαζί με μια σειρά από άλλες μονές από τον τοπικό όσιο Ιωάννη<br />

τον Ξένο. Βλ. Μ. Μπορμπουδάκης, Η Βυζαντινή τέχνη ως την πρώιμη Βενετοκρατία,<br />

στο Παναγιωτάκης, Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισμός, τ. Β΄, σ. 26-<br />

28 και D. Mouriki, Stylistic Τrends in Μonumental Painting of Greece<br />

during the Eleventh and Twelfth Centuries, DOP 34-35 (1980-81), σ. 87.<br />

54<br />

Ανδριανάκης, Νέα στοιχεία, σ. 14-15. Τμήματά του αποκαλύφθηκαν πρόσφατα.<br />

55<br />

Για τη ζωγραφική του 11ου αι. στην Κρήτη βλ. Ανδριανάκης, Νέα στοιχεία,<br />

σ. 12-19, Μπορμπουδάκης, Η Βυζαντινή τέχνη, σ. 26-31 και Μ. Μπορμπουδάκης,<br />

Η Βυζαντινή τέχνη στο νομό Ηρακλείου, στο Ν. Γιγουρτάκης<br />

(επιμ.), Το Ηράκλειο και η περιοχή του. Διαδρομή στο χρόνο, Ηράκλειο 2004,<br />

σ. 148-150.<br />

56<br />

Μ. Ανδριανάκης, Η μνημειακή ζωγραφική στη μεσοβυζαντινή Κρήτη, στο<br />

Β. Συθιακάκη (επιμ.), Μουσείο Αγίας Αικατερίνης Ηρακλείου. Κατάλογος,<br />

Ηράκλειο 2014, σ. 51.<br />

57<br />

Ν. Β. Δρανδάκης, Αι τοιχογραφίαι του Αγίου Ευτυχίου, Κρ. Χρ. Ι΄ (1956),<br />

σ. 215-236. Κ. Γιαπιτσόγλου, Ανασκαφικά δεδομένα και παρατηρήσεις<br />

στην οικοδομική ιστορία του Αγίου Ευτυχίου στο Χρωμοναστήρι Ρεθύ-


Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΓΙΑΣ (ΚΥΔΩΝΙΑΣ)<br />

103<br />

νωρίτερα από τον 14ο αι. 58 . Προηγουμένως φαίνεται ότι είχε συμβεί<br />

μία ακόμη μερική κατάρρευση και ανακατασκευή του ναού, καθώς<br />

τα μεγάλα σταυροθόλια του κυρίως ναού, φαίνεται ότι τελικά δεν<br />

άντ εξαν και καταστράφηκαν. Ως πιθανή αιτία κατάρρευσης θεωρούμε<br />

το μεγάλο σεισμό του 1246, που είχε το επίκεντρό του κοντά<br />

στην περιοχή των Χανίων 59 . Αντίθετα τα σταυροθόλια του νάρθηκα,<br />

που κατασκευάστηκαν εξαρχής ως ενιαία κατασκευή, φαίνεται ότι<br />

άντεξαν και εντάχθηκαν στη νέα μορφή του ναού, αν και θα πρέπει<br />

να διευκρινιστεί η ακριβής σχέση τους με τη μεσοβυζαντινή φάση 60 .<br />

Έτσι χρειάστηκε να γίνει μία ακόμη επέμβαση ανακατασκευής<br />

του ναού σε απλή, τρίκλιτη, ξυλόστεγη βασιλική. Συγκεκριμένα καθαιρέθηκαν<br />

στους πλάγιους τοίχους τα υπολείμματα των ακμών των<br />

σταυροθολίων, εκτός από αυτά που υπήρχαν στις γωνίες, ευθυγραμμίστηκαν<br />

οι τοίχοι και υπερυψώθηκαν ελαφρά, ώστε να δεχτούν τη<br />

νέα μονόρρυτη κεραμοσκεπή. Από την επέμβαση αυτή σώζεται στο<br />

βόρειο κλίτος τμήμα τοιχοποιίας με λοξή απόληξη, ως προσθήκη<br />

πάνω στο δυτικό τόξο του βορειοδυτικού σταυροθολίου. Η τοιχοποιία<br />

στο τμήμα αυτό διαφέρει από την υπόλοιπη με την πυκνότερη<br />

χρήση θραυσμάτων πλίνθων και κεραμίδων σε διάταξη ζωνών. Επίσης<br />

διπλασιάστηκαν κατά μήκος οι δυτικές παραστάδες των τόξων<br />

των τοξοστοιχιών με μείωση του πλάτους των τόξων. Πιθανώς τότε<br />

έγινε και η μερική ανακατασκευή των μονόλοβων παραθύρων στις<br />

πλάγιες κόγχες με τα οξυκόρυφα τόξα. Δεν είναι βέβαιο αν τα λείψανα<br />

τοιχογραφικού διακόσμου, που εντοπίζονται στη βάση του δυτικού<br />

πεσσού του βόρειου κλίτους, ανήκουν σε αυτή τη φάση. Ως<br />

τρίκλιτη, ξυλόστεγη βασιλική, χωρίς άλλες επεμβάσεις, χρησιμοποιήθηκε<br />

ο ναός ως επισκοπικός από τον Λατίνο επίσκοπο Αγιάς.<br />

Είναι άγνωστο πότε κατέρρευσε για μία ακόμη φορά η στέγη του<br />

ναού. Είναι πιθανό να συνέβη στα χρόνια της όψιμης Βενετοκρατίας,<br />

όταν γενικότερα παρατηρείται μια εγκατάλειψη των καθολικών ναών<br />

μνου: Προκαταρκτική παρουσίαση, Ευμάθιος Φιλοκάλης,. Ανάδειξη βυζαντινών<br />

μνημείων Κρήτης και Κύπρου, Ρέθυμνο 2014, σ. 25-41, ιδ. σ. 39.<br />

58<br />

Gerola, Monumenti Veneti, τ. ΙΙ, σ. 100-105.<br />

59<br />

Βλ. παραπάνω σημείωση 21. Τα πολύ μεγάλα σταυροθόλια, με την ασταθή<br />

στήριξη σε ογκώδεις κίονες προγενέστερου κτίσματος (αν και είχε επιχειρηθεί<br />

η σταθεροποίησή τους με τον εγκιβωτισμό της βάσης), φαίνεται<br />

ότι καταστράφηκαν από το σεισμό.<br />

60<br />

Διατηρείται ακέραιο το βόρειο και μέρος του συνεχόμενου. Η κατάρρευση<br />

των υπολοίπων, όπως και όλου του ναού, θα πρέπει να έγινε σταδιακά<br />

σε μεταγενέστερο χρόνο, όταν εγκαταλείφθηκε.


104 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ<br />

της υπαίθρου από έλλειψη ποιμνίου, καθώς αυτοί περιορίζονται κυρίως<br />

στα αστικά κέντρα 61 . Η επόμενη οικοδομική φάση, η οποία θα<br />

πρέπει να αποδοθεί στον σεβασμό των ορθοδόξων της περιοχής<br />

στον παλαιό ναό, περιορίζεται στο τμήμα του κεντρικού κλίτους<br />

μπροστά από το ιερό βήμα. Συμπληρώθηκαν με κοινή τοιχοποιία τα<br />

κενά μεταξύ των δύο ανατολικών κιόνων και του ανατολικού τοίχου,<br />

στην οποία ενσωματώθηκαν και οι μεταγενέστερες ενισχύσεις της<br />

βάσης των κιόνων, ενώ δυτικά κτίστηκε τοίχος με θύρα, που περιόριζε<br />

τις διαστάσεις του μεσαίου κλίτους. Η ύπαρξη υπολείμματος κάθετου<br />

τοίχου στο νότιο κλίτος και ανοίγματος επικοινωνίας των δυο<br />

κλιτών στο νεότερο τοίχο, κάνει πιθανή την υπόθεση ότι στη φάση<br />

αυτή ο ναός ήταν δίκλιτος. Η απλότητα της κατασκευής κάνει πιθανή<br />

την υπόθεση ότι η στέγαση του ναού ήταν και πάλι με κεραμοσκεπή,<br />

ή με απλό επίπεδο δώμα πάνω σε δοκάρια.<br />

Η αρχική οικοδόμηση της βασιλικής στο κέντρο μίας εξαιρετικά<br />

εύφορης περιοχής, το μέγεθος και η ποιότητα της αρχιτεκτονικής,<br />

σε σύγκριση με άλλους ναούς της δυτικής Κρήτης, σε συνδυασμό με<br />

την απουσία άλλων αρχαιολογικών ενδείξεων, υποδεικνύει την πιθανή<br />

ύπαρξη σημαντικού οικισμού στον ευρύτερο χώρο. Από τον<br />

οικισμό αυτό θα πρέπει να προέρχονται και τα σε δεύτερη χρήση<br />

στοιχεία 62 . Ενδιαφέρον θέμα αποτελεί το γεγονός ότι στη δυτική<br />

Κρήτη απαντάται εντονότερη η χρήση του εγκάρσιου κλίτους, όπως<br />

ήδη επισημάνθηκε 63 . Η έκταση διατήρησης των ερειπίων του παλαιοχριστιανικού<br />

ναού δίνει μία αρκετά πλήρη εικόνα για την αρχιτεκτονική<br />

της περιόδου, την οποία η συνέχιση της ανασκαφικής<br />

έρευνας απομένει να διευκρινίσει και να προσθέσει αρκετά στοιχεία.<br />

Η επιλογή του αρχιτεκτονικού τύπου της τρίκλιτης βασιλικής<br />

για τη μεταστέγαση του επισκοπικού ναού της επισκοπής Κυδωνίας<br />

(Αγιάς), με αξιοποίηση των ερειπίων μίας προγενέστερης, αποτελεί<br />

συνήθης πρακτική η οποία συνδέεται με τις γενικότερες τάσεις και<br />

κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, ενώ<br />

έχει σχέση με την καταλληλότητα του αρχιτεκτονικού τύπου για το<br />

σκοπό αυτό 64 . Ανάλογα ισχύουν και στην περίπτωση της Κρήτης,<br />

61<br />

Χ. Μαλτέζου, Η Κρήτη κατά τη Βενετοκρατία, στο Παναγιωτάκης, Κρήτη:<br />

Ιστορία και Πολιτισμός, τ. Β΄, σ. 151-153.<br />

62<br />

Οι μεγάλοι κίονες και η βάση από λευκό μάρμαρο, καθώς και το τμήμα<br />

μαρμάρου με επιγραφή, που χρησιμοποιήθηκε ως αμφικιονόκρανο.<br />

63<br />

Βλ. παραπάνω, σημ. 28.<br />

64<br />

Π. Βοκοτόπουλος, Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική εις την Δυτικήν Στερεάν Ελ-


Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΓΙΑΣ (ΚΥΔΩΝΙΑΣ)<br />

105<br />

όπου στον αρχιτεκτονικό τύπο της ξυλόστεγης ή καμαροσκέπαστης<br />

βασιλικής ανήκαν τουλάχιστον τρεις επισκοπικοί ναοί, του Αρίου<br />

στη Βιράν Επισκοπή Μυλοποτάμου, που αντικατέστησε την παλαιοχριστιανική<br />

επισκοπή Συβρίτου 65 , του Μυλοποτάμου στον οικισμό<br />

Επισκοπή Μυλοποτάμου, που αντικατέστησε την παλαιοχριστιανική<br />

επισκοπή Ελευθέρνης 66 , και της Σητείας στην Απάνω Επισκοπή Σητείας<br />

67 . Στις περιπτώσεις της Αγιάς και της Βιράν Επισκοπής ήταν<br />

δεσμευτική η ύπαρξη των ερειπίων παλαιοχριστιανικής βασιλικής,<br />

τα οποία αξιοποιήθηκαν 68 . Στους επισκοπικούς ναούς θα πρέπει να<br />

προστεθούν ακόμη μία σειρά από απλούς, στον αρχιτεκτονικό τύπο<br />

λάδα και την Ήπειρον, από του τέλους του 7ου μέχρι του τέλους του 10ου αιώνος,<br />

Θεσσαλονίκη 1975, σ. 95-105· Ν. Νικονάνος, Βυζαντινοί ναοί της<br />

Θεσσαλίας από τον 10ο αιώνα ως την κατάκτηση της περιοχής από τους Τούρκους,<br />

Αθήναι 1979, σ. 143-146· Χ. Μπούρας, Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή<br />

αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Αθήνα 2001, σ. 86-87· Χ. Μπούρας-Λ.<br />

Μπούρα, Η Ελλαδική ναοδομία κατά τον 12ο αιώνα, Αθήνα 2002, σ. 344-<br />

345· Φλ. Γ. Καραγιάννη, Επισκοπικοί ναοί της Μέσης Βυζαντινής Περιόδου.<br />

Το παράδειγμα της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη (Διδακτ. διατριβή) 2006, σ.<br />

157-159.<br />

65<br />

Κ. Δ. Καλοκύρης, Ανασκαφή βυζαντινής βασιλικής εις Βεράν Επισκοπήν<br />

Κρήτης, Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας (1959), σ. 230-<br />

239. Η ανακατασκευή της καμαροσκέπαστης βασιλικής στη θέση παλαιοχριστιανικής<br />

κατά τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους, καθώς και η<br />

ονομασία του οικισμού, καθιστούν ισχυρή την άποψη του ανασκαφέα για<br />

μεταφορά της επισκοπής, η οποία πιθανώς έγινε πριν από την Αραβοκρατία<br />

(Ανδριανάκης, Η μνημειακή αρχιτεκτονική, σ. 320).<br />

66<br />

Ο ναός του Αγίου Ιωάννη στην Επισκοπή Μυλοποτάμου ανακατασκευάστηκε<br />

από τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική σε σταυροειδή με τρούλο στις<br />

αρχές του 14ου αι., πιθανώς από τον Αλέξιο Καλλέργη (Μ. Ανδριανάκης,<br />

Χριστιανικά μνημεία επαρχίας Μυλοποτάμου, στο Ειρ. Γαβριλάκη-Γ. Τζιφόπουλος<br />

(επιμ.), Ο Μυλοπόταμος από την αρχαιότητα ως σήμερα. Βυζαντινοί<br />

χρόνοι. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου. Παράρτημα, Ρέθυμνο 2006, σ. 63-65).<br />

67<br />

Ο ναός του Αγίου Ιωάννη στην Απάνω Επισκοπή Σητείας ανακατασκευάστηκε<br />

στον τύπο της τρίκλιτης, καμαροσκέπαστης βασιλικής, στη θέση ξυλόστεγης,<br />

με σωζόμενα υπολείμματα τυφλών αψιδωμάτων στα δυτικά, τα<br />

οποία διαμόρφωναν πλαστικά τις όψεις. Τόσο οι αναλογίες του ναού, όσο<br />

και η απουσία κάποιου άλλου στοιχείου δεν επιτρέπουν την υπόθεση ότι<br />

ο μεσοβυζαντινός ναός ήταν τρουλαίος, υπόθεση την οποία διατύπωσε ο<br />

Gerola (Monumenti Veneti, τ. ΙΙ, σ. 83-85), και αποδέχεται η Ό. Γκράτζιου<br />

(Ο. Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή. Η μαρτυρία της εκκλησιαστικής<br />

αρχιτεκτονικής, Ηράκλειο 2010, σ. 199-200). Για τους επισκοπικούς<br />

ναούς της Κρήτης, βλ. Ανδριανάκης, σ. 320-324.<br />

68<br />

Καλοκύρης, Ανασκαφή βυζαντινής βασιλικής εις Βεράν, σ. 230-231.


106 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ<br />

της βασιλικής, που χρονολογούνται στους μεσοβυζαντινούς χρόνους,<br />

οι οποίοι όμως δεν διασώζουν την αρχική τους στέγαση 69 . Η<br />

χρήση της στη συνέχεια ως επισκοπικού των Λατίνων, έγινε χωρίς<br />

αλλαγές, εκτός πιθανώς από κάποιες παρεμβάσεις, που εξυπηρετούσαν<br />

τις λειτουργικές ανάγκες του νέου δόγματος. Αν και στην περίπτωση<br />

της επισκοπής Αγιάς δεν υπάρχουν πληροφορίες για<br />

κοινή χρήση του ναού από τους Ορθοδόξους, όπως στις αντίστοιχες<br />

περιπτώσεις των καθεδρικών ναών των επισκοπών Ιεράπετρας 70 ,<br />

Σητείας 71 , Αρκαδίας 72 και Μυλοποτάμου 73 , είναι αρκετά πιθανό με<br />

βάση τα δεδομένα της εποχής, να υπήρχε κάποια χρήση του ιδιαίτερα<br />

σεβαστού για τους ντόπιους ναού 74 και από αυτούς. Η αδιαφορία<br />

για τη χρήση του συγκεκριμένου αρχιτεκτονικού τύπου, χωρίς<br />

ριζικές επεμβάσεις από τους Λατίνους, δεν επιβεβαιώνει την άποψη<br />

ότι σε κάποιες περιπτώσεις οι επεμβάσεις σε πρώην ορθόδοξους<br />

ναούς είχαν κάποιο δογματικό ή πολιτικό κίνητρο 75 . Αντιθέτως η<br />

69<br />

Ανδριανάκης, Η μνημειακή αρχιτεκτονική, σ. 328-331.<br />

70<br />

Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 143 σημ. 47, σ. 243-<br />

244, σ. 252-253· Μ. Μονδέλου, Όψεις της Καθολικής Εκκλησίας στη Σητεία<br />

και στην Ιεράπετρα μέσα από την έκθεση του επισκόπου Pietro Pisani<br />

(1630), Πεπραγμένα του Θ΄Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Ελούντα 2001),<br />

τ. Β1΄, Ηράκλειο 2004, σ. 307.<br />

71<br />

Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 218, 254.<br />

72<br />

Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 241-243, 259.<br />

73<br />

Η περίπτωση της επισκοπής Μυλοποτάμου είναι ιδιόρρυθμη, αφού αν<br />

και είχε Λατίνο επίσκοπο, είχε ενοικιαστεί από τον Αλέξιο Καλλέργη, σύμφωνα<br />

με τη Συνθήκη του με τους Βενετούς, ο οποίος φρόντισε για την<br />

ανοικοδόμηση του καθεδρικού ναού από τρίκλιτη βασιλική σε σταυροειδή<br />

με τρούλο, την τοιχογράφησή του με υψηλής ποιότητας τοιχογραφίες, έργα<br />

Έλληνα ζωγράφου, και για την ταφή του μέσα σε αυτόν, όπως πληροφορούμαστε<br />

από τη διαθήκη της κόρης του Αγνής. (Γκράτζιου, Η Κρήτη στην<br />

ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 237-241, 244-246 και Μ. Ανδριανάκης, Ο<br />

ναός της Παναγίας στην Πατσώ Αμαρίου, Ευμάθιος Φιλοκάλης. Ανάδειξη<br />

βυζαντινών μνημείων Κρήτης και Κύπρου, Ρέθυμνο 2014, σ. 71-73, ιδ. σημ.<br />

61-64).<br />

74<br />

Όσον αφορά στο παρελθόν του και τη χρήση του από την αποχώρηση<br />

των Βενετών μέχρι και σήμερα.<br />

75<br />

Το θέμα ανακινήθηκε από την Γκράτζιου (Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική<br />

εποχή, σε πολλά σημεία) είτε όσον αφορά στην εξάπλωση των μονόχωρων<br />

ναών, στη χρήση δίκλιτων και τρίκλιτων ναών και από τα δυο δόγματα,<br />

είτε στην αποφυγή χρήσης βυζαντινών αρχιτεκτονικών στοιχείων, όπως<br />

ο τρούλος. Από την εξέταση όμως αρκετών περιπτώσεων, προκύπτει ότι<br />

όσον αφορά στην επιλογή του αρχιτεκτονικού τύπου δεν τίθεται θέμα δόγματος,<br />

ή πολιτικής, όπως έχει ήδη επισημάνει ο Gerola από τις αρχές του


Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΓΙΑΣ (ΚΥΔΩΝΙΑΣ)<br />

107<br />

διαχρονική παρουσία κάποιων αρχιτεκτονικών τύπων πριν και μετά<br />

τη Βενετοκρατία (μονόχωροι, δίκλιτοι, τρίκλιτοι) και η ποικιλία των<br />

διαδοχικών επεμβάσεων σε ναούς κατά τον μετασχηματισμό τους<br />

μετά από κάποια καταστροφή, ανάλογα με τα σωζόμενα στοιχεία,<br />

δείχνουν περισσότερο προς πρακτικές κατευθύνσεις. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική<br />

μάλιστα είναι η περίπτωση της Αγιάς, ενός επισκο -<br />

πικού για ένα διάστημα ναού, όπου τόσο οι παλαιότερες της<br />

βενετοκρατίας επεμβάσεις, όσο και αυτές που συνεχίστηκαν μέχρι<br />

σήμερα υπαγορεύονται από το ίδιο πρακτικό πνεύμα και εξαρτώνται<br />

από τις εκάστοτε ιστορικές, καλλιτεχνικές και οικονομικές καταστάσεις.<br />

Οπωσδήποτε οι διαστάσεις του ζητήματος είναι πολύ μεγάλες<br />

και η σε βάθος διερεύνησή του με μεγαλύτερη αξιοποίηση των<br />

πηγών είναι επιβεβλημένη.<br />

Το θέμα της προέλευσης των τρίκλιτων βασιλικών της Κρήτης<br />

έχει απασχολήσει την έρευνα στο παρελθόν 76 , καθώς και πρόσφατα<br />

η εξέλιξη του τύπου κατά τους υστεροβυζαντινούς χρόνους 77 . Από<br />

τον Millet υποστηρίχθηκε ότι οι θολωτές βασιλικές της Κρήτης έφτασαν<br />

στο νησί κατά τον 10ο αι. από τη Μικρά Ασία μέσω Λακωνίας 78 .<br />

Στην ίδια ομάδα, όσον αφορά στην προέλευση του τύπου, εντάσσει<br />

και τους μονόχωρους καμαροσκέπαστους ναούς που σώζονται σε<br />

20ού αι. (βλ. παρακάτω σημ. 80). Κατά τις ανακατασκευές-συνήθως μετά<br />

από μερική κατάρρευση- καταλυτικό ρόλο παίζουν τα ερειπωμένα κτίσματα<br />

(χαρακτηριστική η περίπτωση της Αγιάς). Όσον αφορά στο θέμα των<br />

τρούλων, η χρήση τους είναι αρκετά συχνή σε όλη τη διάρκεια της βενετοκρατίας,<br />

όχι μόνο στην Κρήτη, αλλά και στην ίδια τη Βενετία, χωρίς να<br />

τίθενται δογματικές παράμετροι (βλ. ένα πλήθος σχετικά παραδείγματα<br />

στο έργο του Gerola). Η αποδοχή δυτικών επιμέρους στοιχείων είναι μία<br />

άλλη υπόθεση που επίσης δεν έχει πάντα σχέση με τα δόγματα.<br />

76<br />

G. Milet, L’École Greque dans l’architecture Byzantine, Paris 1916, σ. 40·<br />

Α. Κ. Ορλάνδος, Ανατολίζουσαι βασιλικαί της Λακωνίας, ΕΕΒΣ Δ΄ (1927),<br />

σ. 346· Γ. Σωτηρίου, Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία, τ. Α΄, Αθήνα<br />

1942, σ. 319-322· Βοκοτόπουλος, Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, σ. 95-<br />

103. Ο Millet στηρίχθηκε στις κατόψεις και τις λίγες φωτογραφίες των<br />

ναών που είχε δημοσιεύσει ο Gerola, ενώ αναφέρεται στις θολοσκέπαστες<br />

βασιλικές του Αγίου Παντελεήμονα στο Μπιζαριανώ, του Αγίου Ιωάννη<br />

στο Λιλιανώ, το καθολικό της Μονής Παλιανής, καθώς και στους μονόχωρους<br />

ναούς γενικότερα. Την άποψη επαναλαμβάνει ο Ορλάνδος, αναφερόμενος<br />

σε παραδείγματα από τη Λακωνία και αποδέχεται γενικότερα<br />

ο Σωτηρίου (ό.π., σ. 446).<br />

77<br />

Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 213-222.<br />

78<br />

Millet, L’École Greque, σ. 46-47.


108 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ<br />

ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό στο νησί, ιδίως από το 13ο αι. και εξής 79 .<br />

Η έρευνα ωστόσο απέδειξε την αδιάκοπη παρουσία του αρχιτεκτονικού<br />

τύπου της τρίκλιτης βασιλικής στον ελλαδικό χώρο, σε συνέχεια<br />

από την παλαιοχριστιανική περίοδο 80 . Όπως επίσης έχουμε<br />

επισημάνει, τρίκλιτες βασιλικές (ξυλόστεγες ή θολοσκέπαστες) προϋπήρχαν<br />

της αραβοκρατίας 81 , ενώ κανείς από τους ναούς, στους<br />

οποίους αναφέρεται ο Millet δεν σώζει την αρχική του στέγαση 82 .<br />

Ο ναός του Αγίου Παντελεήμονα στο Μπιζαριανώ ήταν αρχικά τρίκλιτη<br />

ξυλόστεγη βασιλική με νάρθηκα 83 , η στέγαση του ναού του<br />

79<br />

Μονόχωροι ναοί (ξυλόστεγοι ή καμαροσκέπαστοι) εντοπίζονται και στην<br />

Κρήτη, όπως και αλλού ήδη από την παλαιοχριστιανική περίοδο (Μπούρας-Μπούρα,<br />

Η Ελλαδική ναοδομία, σ. 344-345), συνηθίζονται κατά τη<br />

μεσοβυζαντινή (Μ. Ανδριανάκης, Ο ναός της Παναγίας Γαλακτούσας Απομαρμά,<br />

Κ. Τσικνάκης (επιμ.), Πρακτικά του επιστημονικού Συνεδρίου Ρούβας<br />

… Ιστορία Πολιτισμός, Γέργερη 10-11 Αυγούστου 2007, Γέργερη 2009, σ.<br />

106-108 και Ανδριανάκης, Η μνημειακή αρχιτεκτονική, σ. 324-328) και<br />

κυριαρχούν συντριπτικά κατά την περίοδο της βενετοκρατίας (Γκράτζιου,<br />

Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 94-107). Η διαρκής παρουσία<br />

του αρχιτεκτονικού τύπου από αρκετά ενωρίς, αναιρεί πλήρως την υπόθεση<br />

του Millet. Όσον αφορά στην κυριαρχία των μονόχωρων ναών κατά<br />

τη βενετοκρατία, ιδίως από τον 14o αι. και εξής, αυτό οφείλεται στην<br />

απλότητα του τύπου και τις οικονομικές δυνατότητες των κτητόρων, την<br />

ανθεκτικότητα της κατασκευής, ιδίως μετά τις καταστρεπτικές συνέπειες<br />

του σεισμού του 1303, και την περιοριστική πολιτική των Βενετών απέναντι<br />

στην Ορθόδοξη Εκκλησία (Gerola, Monumenti Veneti, τ. ΙΙ, σ. 194-<br />

195· Μπορμπουδάκης, Η Βυζαντινή τέχνη, σ. 24-25· Ανδριανάκης, Η<br />

μνημειακή αρχιτεκτονική, σ. 325). Αντίθετα η Γκράτζιου (ό.π., σ. 93-125<br />

και αλλού) δίδει ιδιαίτερη έμφαση σε δογματικά θέματα ως προς την επιλογή<br />

του αρχιτεκτονικού τύπου.<br />

80<br />

Σωτηρίου, Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία, σ. 319-322· Βοκοτόπουλος,<br />

Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, σ. 95-103.<br />

81<br />

Ανδριανάκης, Νέα στοιχεία, σ. 16-17 και Ανδριανάκης, Μνημειακή αρχιτεκτονική,<br />

σ. 331-332. Οι θολοσκέπαστες βασιλικές της Βιράν Επισκοπής<br />

Ρεθύμνου και Παναγίας Κεράς Καλυβών Χανίων, καθώς και η<br />

ξυλόστεγη Βυζαρίου Ρεθύμνου, προϋπήρχαν της Αραβοκρατίας (ό.π.).<br />

82<br />

Οι μεσοβυζαντινές βασιλικές του Αγίου Παντελεήμονα στο Μπιζαριανώ<br />

(11ος αι.), Αγίου Ιωάννη στο Λιλιανώ και Αγίου Γεωργίου στον Κουρνά<br />

(τέλη 12ου αι.) ήταν αρχικά ξυλόστεγες.<br />

83<br />

Ο Gallas υποστήριξε ότι ο ναός στο Μπιζαριανώ ήταν αρχικά σταυροειδής<br />

με τρούλο (Gallas-Wessel-Borboudakis, Byzantinisches Kreta, σ. 402-407),<br />

άποψη που δέχεται και η Γκράτζιου (Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική<br />

εποχή, σ. 187-189), υπόθεση όμως η οποία προϋποθέτει τη θέση<br />

του τρούλου στο τρίτο από τα τέσσερα και όχι στο δεύτερο από ανατολικά<br />

αψίδωμα. Είναι φανερό ότι το δυτικό τμήμα του νότιου τοίχου της αρχικά


Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΓΙΑΣ (ΚΥΔΩΝΙΑΣ)<br />

109<br />

Αγίου Ιωάννη στο Λιλιανώ δεν είναι αρχική 84 , όπως και του καθολικού<br />

της Μονής Παλιανής 85 , καθώς και του ναού των Αγίων Δέκα<br />

στο ομώνυμο χωριό, ο οποίος ανακατασκευάστηκε σε μεγάλη έκταση<br />

κατά τον 14ο και 19ο αι. 86 . Χωρίς καμιά αμφιβολία ξυλόστεγη ήταν<br />

η τρίκλιτη βασιλική του Αγίου Γεωργίου στον Κουρνά Χανίων (τέλη<br />

12ου αι.), καθώς και το κλίτος του Χριστού που προστέθηκε στη<br />

νότια πλευρά της κατά το πρώτο μισό του 13ου αι. 87 . Ο ναός της<br />

ξυλόστεγης βασιλικής, κατέρρευσε και ανακατασκευάστηκε με αμελέστερο<br />

τρόπο από ό,τι το σωζόμενο. Η χρονολόγηση της οικοδόμησης (β΄ μισό<br />

11ου αι.) και της ανακατασκευής (τέλη 12ου αι.) προκύπτει από τα διαφορετικά<br />

στρώματα τοιχογράφησης, που σώζονται αντίστοιχα (Ανδριανάκης,<br />

Νέα στοιχεία, σ. 18-19).<br />

84<br />

Ο Gallas υποστηρίζει και για τον ναό του Αγίου Ιωάννη στο Λιλιανώ ότι<br />

ήταν αρχικά σταυροειδής με τρούλο (Gallas-Wessel-Borboudakis, Byzantinisches<br />

Kreta, σ. 400-401), άποψη την οποία επίσης αποδέχεται η Γκράτζιου<br />

(Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 189-191), ενώ<br />

οι ενδείξεις είναι ακόμη ασθενέστερες. Εδώ οι τοίχοι παρουσιάζουν κατασκευαστική<br />

ενότητα σε όλο το ύψος, χωρίς καμία ένδειξη διαφοροποίησης<br />

και οι οξυκόρυφες καμάρες των κλιτών (o Gallas σχεδιάζει τις<br />

καμάρες ημικυλινδρικές) στηρίζονται σε τοξοστοιχίες από τρία επίσης<br />

οξυκόρυφα τόξα, χαρακτηριστικά στοιχεία που εμφανίζονται στην Κρήτη<br />

από το δεύτερο μισό του 13ου αι.<br />

85<br />

Το κεντρικό κλίτος στεγάζεται από οξυκόρυφη καμάρα και τα πλάγια από<br />

μισές οξυκόρυφες. Η λύση αυτή που απαντάται σε δίκλιτους και τρίκλιτους<br />

ναούς, επιχωριάζει στην ευρύτερη περιοχή δυτικά του Ηρακλείου, όπου<br />

βρίσκονται τα φέουδα της μεγάλης βυζαντινής οικογένειας Καλλέργη (βλ.<br />

Ανδριανάκης, Χριστιανικά μνημεία επαρχίας Μυλοποτάμου, σ. 66, ενώ<br />

με τον ναό ασχολήθηκε και η Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική<br />

εποχή, σ. 191-193). Κατά την άποψη μας γνώρισε σχεδόν πλήρη ανακατασκευή<br />

κατά τον 14ο αι., όπως συμπεραίνουμε από τον βόρειο τοίχο,<br />

την τοξοστοιχία και τον τρόπο στέγασης, ενώ ο νότιος τοίχος φαίνεται ότι<br />

ανακατασκευάστηκε μετά τον σεισμό του 1856 (προσωπικές παρατηρήσεις<br />

μετά τις εργασίες της 13ης ΕΒΑ).<br />

86<br />

Gerola, Monumenti Veneti, τ. ΙΙ, σ. 188-191 και Γκράτζιου, Η Κρήτη στην<br />

ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 193-195. Από τον αρχικό ναό σώζονται μέρος<br />

της εξωτερικής τοιχοποιίας, καθώς και οι κιονοστοιχίες, στα εσωράχια<br />

των οποίων σώζονται παραστάσεις αγίων, που μπορούν να χρονολογηθούν<br />

στο α΄ μισό του 13ου αι. (Ανδριανάκης, Νέα στοιχεία, σ. 21 κ.ε.).<br />

Η στέγαση του κεντρικού κλίτους με οξυκόρυφη καμάρα και των πλαγίων<br />

με μισές οξυκόρυφες, αποτελούν επέμβαση του 14ου αι. Στις αρχές του<br />

20ού αι. επεμβάσεις στις εξωτερικές όψεις, προκάλεσαν ακόμη μεγαλύτερη<br />

αλλοίωση του ναού.<br />

87<br />

Ανδριανάκης, Νέα Στοιχεία, σ. 21 και Ανδριανάκης, Η μνημειακή αρχιτεκτονική,<br />

σ. 329, σημ. 67.


110 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ<br />

Παναγίας στην Αγιά με τις διαδοχικές ανακατασκευές του, αποτελεί<br />

το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της διαχρονικής παρουσίας του<br />

αρχιτεκτονικού τύπου της βασιλικής στην Κρήτη. Οι παραπάνω επισημάνσεις<br />

δεν επιτρέπουν υποθέσεις για κάποια ιδιαιτερότητα της<br />

Κρήτης σε σχέση με τη γενικότερη δραστηριότητα της εποχής.<br />

Αν και η τρίτη επέμβαση πραγματοποιήθηκε σε μια εποχή κατά<br />

την οποία η διαδικασία εδραίωσης της κυριαρχίας των Βενετών<br />

στην Κρήτη ήταν σε εξέλιξη, απουσιάζουν εντελώς οι δυτικές επιδράσεις,<br />

οι οποίες εντοπίζονται στους καθολικούς ναούς που κτίζονται<br />

στις πόλεις και επεκτείνονται σταδιακά και στην ύπαιθρο.<br />

Αυτό πιθανώς επιβεβαιώνει την υπόθεση ότι η παρέμβασή τους στο<br />

διαμέρισμα των Χανίων, όπου ήταν σε εξέλιξη επαναστατικά κινήματα<br />

μέχρι τα μέσα του 13ου αι. 88 , ήταν περιορισμένη και ότι η ανακατασκευή<br />

ήταν υπόθεση των ντόπιων. Η τύχη του ναού σε μία<br />

συνεχή πορεία υποβάθμισης μετά τη μεταφορά της επισκοπικής<br />

έδρας στα Χανιά και αργότερα την αποχώρηση των Βενετών, συνδέεται<br />

πλέον και μέχρι σήμερα, με την ύπαρξη και τις δυνατότητες<br />

της μικρής αγροτικής κοινότητας. Η συνέχιση της έρευνας, αλλά και<br />

η ανάγκη επέμβασης για τη σωτηρία του μνημείου 89 , θα συμβάλουν<br />

περαιτέρω στη διευκρίνιση θεμάτων που δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν<br />

στην προκαταρκτική αυτή παρουσίαση.<br />

88<br />

Στ. Ξανθουδίδης, Η Ενετοκρατία εν Κρήτη και οι κατά των Ενετών αγώνες των<br />

Κρητών, Αθήναι 1939. Οι έντονες αντιδράσεις συνεχίστηκαν και μετά την<br />

κατάληψη της δυτικής Κρήτης κατά τον 14ο αι.<br />

89<br />

Για τη σωτηρία του μνημείου σκοπεύουμε να προχωρήσουμε στην ολοκλήρωση<br />

της μελέτης αποκατάστασης και συντήρησης, την οποία και θα<br />

δωρίσουμε στην αρμόδια εφορεία Αρχαιοτήτων Χανίων στη μνήμη του<br />

αειμνήστου επίτιμου εφόρου αρχαιοτήτων Κρήτης και φίλου Μανόλη<br />

Μπορμπουδάκη ο οποίος ανάλωσε τη ζωή του στην προστασία των μνημείων<br />

του νησιού.


Εικ. 1. Άνω Μούλια. Άγιοι Απόστολοι.<br />

Ο ναός από τη βόρεια είσοδο του χωριού.


Αικατερίνη Κ. Μυλοποταμιτάκη, Αρχαιολόγος<br />

Σταυρινή Δρίτσα, Αρχιτέκτων Μηχανικός<br />

Ο ναός<br />

των Αγίων Αποστόλων<br />

στα Άνω Μούλια<br />

Δήμου Γόρτυνας *<br />

Ο οικισμός Άνω Μούλια βρίσκεται στην επαρχία Καινουργίου, σε<br />

μικρή απόσταση από τον Άγιο Θωμά και την Αγία Βαρβάρα, χωριά<br />

της επαρχίας Μονοφατσίου· κτισμένος αμφιθεατρικά στην πλαγιά<br />

υψώματος, με θέα στην πεδιάδα της Μεσαράς, διατηρεί έναν ενδια -<br />

φέροντα πυρήνα κρητικής αρχιτεκτονικής. Η ονομασία του οικισμού<br />

προέρχεται σύμφωνα με τον Ξανθουδίδη από το ρήμα «μύλ λω»,<br />

«μουλλώνω» σε μεταγενέστερη μορφή, που σημαίνει σκύβω 1 , και<br />

οφείλεται στην έντονη φυσική κατωφέρεια της πλαγιάς και του υψώματος,<br />

στην οποία οικοδομήθηκε το χωριό.<br />

Τα Μούλια μαρτυρούνται ήδη από τη Β΄ Βυζαντινή Περίοδο,<br />

όπως προκύπτει από βενετικό έγγραφο του 1248 2 , και μαζί με την<br />

ευρύτερη περιοχή, εκτός της αυτοκρατορικής Μονής Παλιανής που<br />

υπαγόταν απευθείας στον αυτοκράτορα (στη συνέχεια στη βενετική<br />

Πολιτεία), ανήκε στη βυζαντινή Αρχιεπισκοπή Κρήτης, η οποία κατέβαλε<br />

στον αυτοκράτορα έγγειο φόρο, το λεγόμενο «ακρόστιχο» 3 .<br />

Μετά τη βενετική κατάκτηση, το 1211, η περιουσία της βυζαντινής<br />

* Για την αρχιτεκτονική μελέτη του μνημείου συνεργάστηκαν: Αικ. Μυλοποταμιτάκη,<br />

Αρχαιολόγος· Σταυρινή Δρίτσα, Αρχιτέκτων Μηχανικός 13ης<br />

Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων· Αικατερίνη Αυγέρη, Μηχανικός ΤΕ<br />

13ης Ε.Β.Α.· Σταύρος Καψάλης, Σχεδιαστής 13ης Ε.Β.Α.<br />

1<br />

Στ. Ξανθουδίδης, Μελετήματα, Ηράκλειο 1980, σ. 290-291.<br />

2<br />

S. Borsari, Il Dominio Veneziano a Creta nel XIII secolo, Napoli 1963,<br />

σ.15. Στ. Σπανάκης, Πόλεις και χωριά της Κρήτης στο πέρασμα των αιώνων,<br />

τ. Β΄, Ηράκλειον 1991, σ. 554.<br />

3<br />

Ζ. Τσιρπανλής, Κατάστιχο εκκλησιών και μοναστηρίων του Κοινού (1248-<br />

1548). Συμβολή στη μελέτη των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας στη βενετοκρατούμενη<br />

Κρήτη, Ιωάννινα 1985, σ. 39, 42-43.


114 ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΙΤΑΚΗ - ΣΤΑΥΡΙΝΗ ΔΡΙΤΣΑ<br />

Εικ. 2.<br />

Πίν. Α. σχ. α.<br />

Άγιοι Απόστολοι.<br />

Κάτοψη.<br />

Αρχιεπισκοπής στην συγκεκριμένη περιοχή, που περιελάμβανε<br />

τριάντα δύο, συνολικά, χωριά, παραχωρήθηκε από τη βενετική<br />

αρχή της Κρήτης στη λατινική Αρχιεπισκοπή, με εξαίρεση δεκαέξι<br />

χωριά, μεταξύ των οποίων και τα Μούλια. Τα χωριά που εξαιρέθηκαν,<br />

είτε τα κράτησε η βενετική Πολιτεία, ή δόθηκαν ως φέουδα σε<br />

βενετούς αποίκους 4 .<br />

Στο «Κατάστιχο εκκλησιών και μοναστηρίων του Κοινού (1248-<br />

1548)» το χωριό μαρτυρείται ως Μούλια 5· την ίδια ονομασία έχει<br />

σε βενετικά έγγραφα του 1379 και του 1394, ενώ ως Μούλια, ή<br />

Απάνω Μούλια, μαρτυρείται σε απόφαση της βενετικής Διοίκησης,<br />

του 1394 6 . Ως το 1394, τα Μούλια υπάγονταν διοικητικά στο κάστρο<br />

Μπονιφάτσιο (Bonifacio) –δυτικά του χωριού Τσιφούτ Καστέλι, ή<br />

Καστέλι Μονοφατσίου–, όταν, εξαιτίας της μεγάλης απόστασης από<br />

την έδρα της καστελανίας και μετά από πίεση των κατοίκων, η Διοίκηση<br />

αποφάσισε να εξαρτήσει το χωριό από το κοντινότερο Castro<br />

Nuovo, το Καινούργιο Καστέλι, που βρίσκεται στο χωριό Καστέλι<br />

Καινουργίου, για να διευκολύνει τους κατοίκους στη διεκπεραίωση<br />

των υποθέσεών τους 7 .<br />

4<br />

Τσιρπανλής, Κατάστιχο εκκλησιών και μοναστηρίων, σ. 39-41.<br />

5<br />

Ό.π., σ. 41.<br />

6<br />

E. Santschi, Régestes des arrêts civils et des mémoriaux (1363-1399) des archives<br />

du duc de Crète, Venise 1976, σ. 88, 211, 327.<br />

7<br />

Ό.π., σ. 88.


Ο ΝΑΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΣΤΑ ΑΝΩ ΜΟΥΛΙΑ ΔΗΜΟΥ ΓΟΡΤΥΝΑΣ<br />

115<br />

Ο ναός των Αγίων Αποστόλων βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο<br />

του χωριού (εικ. 1). Το κτήριο αποτελείται από δύο διακριτά<br />

μέρη: τον αρχικό ναό στα ανατολικά και τη νεότερη προσθήκη στα<br />

δυτικά, που αποκλίνει προς τα βόρεια (εικ. 2, πίν. Α. σχ. α).<br />

α) Ο αρχικός ναός (εικ. 2, πίν. Α. σχ. β-γ), συνολικού μήκους<br />

8,10 μ. και μέγιστου πλάτους 7,30 μ., ανήκει στον αρχιτεκτονικό<br />

τύπο των μονόχωρων σταυρεπιστέγων και αποτελείται: από το διαμέρισμα<br />

του ιερού, στην ανατολική πλευρά του οποίου βρίσκεται<br />

ημικυκλική αψίδα, και από τον κυρίως ναό, στο ανατολικό μέρος<br />

του οποίου και μπροστά από το ιερό, διαμορφώνεται εγκάρσιο υπερυψωμένο<br />

κλίτος, με εξέχουσες κεραίες, στη βόρεια και νότια όψη<br />

των οποίων, σχηματίζονται χαμηλές κόγχες.<br />

Η αψίδα του ιερού και οι κόγχες του εγκάρσιου κλίτους στεγάζονται<br />

με τεταρτοσφαίρια, το ιερό και ο κυρίως ναός με ημικυκλικές<br />

καμάρες, όπως και το εγκάρσιο υπερυψωμένο κλίτος που προσμετράται<br />

στον κυρίως ναό, και του οποίου η γένεση της καμάρας αρχίζει<br />

από υψηλότερο σημείο σε σχέση με τις αντίστοιχες του ιερού<br />

και του δυτικού μέρους του κυρίως ναού, με αποτέλεσμα την υπερύψωσή<br />

του. Με τον τρόπο αυτόν, σχηματίζεται στη στέγη ισοσκελής<br />

ελληνικός σταυρός, ο οποίος αποτυπώνεται και στην κάτοψη.<br />

Η είσοδος του αρχικού ναού, όπως προκύπτει από την κάτοψη<br />

του Gerola (εικ. 3), των αρχών του 20ού αι., πριν από τις μεταγενέστερες<br />

καταστροφικές επεμβάσεις 8 , βρισκόταν στον δυτικό τοίχο.<br />

Ο ναός των Αγίων Αποστόλων ήταν κατάγραφος αρχικά. Από<br />

τον τοιχογραφικό του διάκοσμο, διατηρείται στη βόρεια κόγχη η<br />

παράσταση της Φλεγομένης και μη Κατακαιομένης Βάτου, ως προεικόνισης<br />

της Θεοτόκου, στην οποία απεικονίζεται ο Μωϋσής με το κοπάδι<br />

του πεθερού του Ιοθώρ, κοντά στο όρος Χωρήβ, να ακούει την<br />

φωνή του Θεού μέσα από τη βάτο, που τον διατάζει να οδηγήσει τον<br />

λαό του Ισραήλ έξω από την Αίγυπτο (εικ. 4). Αδιάγνωστες παραστάσεις,<br />

καλυμμένες από αιθάλη διατηρούνται στην κατά μήκος καμάρα<br />

του δυτικού διαμερίσματος του κυρίως ναού, καθώς και νησίδες<br />

στην καμάρα του εγκάρσιου κλίτους και στο ιερό, καλυμμένες, επίσης<br />

από αιθάλη. Από την παράσταση της φλεγόμενης βάτου η ζωγραφική<br />

θα μπορούσε να χρονολογηθεί, στα μέσα περίπου του 13ου αι.<br />

Στις εξωτερικές όψεις του ναού –βορειοανατολικός τοίχος, βόρεια<br />

και νότια κόγχη– διακρίνονται υπολείμματα τοιχοποιίας, που<br />

8<br />

G. Gerola, Βενετικά μνημεία της Κρήτης (Εκκλησίες), Μτφ. Στ. Σπανάκης,<br />

Ηράκλειο 1993, σ. 208, εικ. 177, σημ. 424.


116 ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΙΤΑΚΗ - ΣΤΑΥΡΙΝΗ ΔΡΙΤΣΑ<br />

Εικ. 2.<br />

Πίν. Α. σχ. β.<br />

Άγιοι Απόστολοι.<br />

Ανατολική όψη,<br />

βόρεια όψη.<br />

παραπέμπουν σε παλαιότερο κτίριο του τύπου των τρικόγχων 9 (εικ.<br />

5-6). Το σχήμα της αψίδας του ιερού, σε σχήμα κόλουρου κώνου,<br />

είναι πιθανότατα μία ακόμη ένδειξη της εμβαλωματικής ενσωμάτωσης<br />

των ερειπίων του τρικόγχου στον βυζαντινό ναό. Η τοιχοποιία<br />

του βυζαντινού ναού έχει μικρότερο πάχος από το αντίστοιχο της<br />

9<br />

Ποια ήταν η χρήση του παλαιότερου κτηρίου, θα διευκρινιστεί μόνον με<br />

ανασκαφική έρευνα· ας σημειωθεί ότι οι αρχιτεκτονικοί τύποι του τρικόγχου<br />

και του τετρακόγχου ήταν γνωστοί στην ευρύτερη περιοχή, γύρω<br />

από την πόλη της Γόρτυνας.


Ο ΝΑΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΣΤΑ ΑΝΩ ΜΟΥΛΙΑ ΔΗΜΟΥ ΓΟΡΤΥΝΑΣ<br />

117<br />

τοιχοποιίας του τρικόγχου, όπως φαίνεται με σαφήνεια από τα χαμηλά<br />

τμήματα που διασώθηκαν.<br />

Μεταγενέστερες καταστροφικές διανοίξεις παραθύρων στο ανατολικό<br />

τμήμα του ναού και στη νότια κόγχη του εγκάρσιου κλίτους<br />

–η βόρεια είναι τυφλή–, το παχύ στρώμα τσιμεντοκονίας στις εξωτερικές<br />

όψεις, οι κεραμώσεις και το αντιαισθητικό κωδωνοστάσιο<br />

κατέστρεψαν μερικώς και αλλοίωσαν σημαντικά τη μορφή, και τις<br />

αναλογίες του ο οποίος, ας σημειωθεί, δεν έχει αρχιτεκτονικό παράλληλο<br />

στην Κρήτη, καθώς είναι ο μοναδικός τρίκογχος σταυρε-<br />

Εικ. 2.<br />

Πίν. Α. σχ. γ.<br />

Άγιοι Απόστολοι.<br />

Δυτική όψη,<br />

νότια όψη.


118 ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΙΤΑΚΗ - ΣΤΑΥΡΙΝΗ ΔΡΙΤΣΑ<br />

3<br />

4<br />

πίστεγος στο νησί, παρά το γεγονός ότι ο τρίκογχος<br />

σταυρεπίστεγος προέκυψε, χάρη στην<br />

ενσωμάτωση των τριών ερειπωμένων αψίδων,<br />

στη βυζαντινή φάση του κτιρίου.<br />

β) Στα μέσα περίπου του 20ού αι., στα δυτικά<br />

του τρίκογχου σταυρεπίστεγου προστέθηκε<br />

τετράγωνος, λιθόκτιστος χώρος 5,5 x 5,5 μ.,<br />

καταστρέφοντας τον αντίστοιχο δυτικό τοίχο<br />

του κυρίως ναού. Η στέγη της προσθήκης είναι<br />

ισοϋψής με αυτήν του εγκάρσιου κλίτους, με<br />

συνέπεια την αλλοίωση του αρχιτεκτονικού τύπου·<br />

η αρχική είσοδος της προσθήκης βρισκόταν<br />

στο δυτικό μέρος του νοτίου τοίχου, ενώ<br />

μία δεύτερη, κατά πολύ μεταγενέστερη, ανοίχτηκε<br />

στον αντίστοιχο δυτικό. Το δάπεδο είναι<br />

σήμερα στρωμένο με πλακίδια των μέσων του<br />

20ου αι. Η στάθμη του δαπέδου είναι ανυψωμένη,<br />

όπως άλλωστε και του περιβάλλοντος<br />

εξωτερικού χώρου, με συνέπεια την περαιτέρω<br />

αλλοίωση των αναλογιών του ναού.<br />

Η πρώτη αναφορά στον ναό των Αγίων<br />

Αποστόλων, καθώς και η πρώτη κάτοψή του,<br />

οφείλονται, όπως προαναφέρθηκε, στον G.<br />

Gerola ο οποίος επισκέφτηκε το χωριό στις αρχές<br />

του 20ού αι., πολύ πριν από τη νεότερη<br />

προσθήκη 10 . Ο Gerοla θεωρεί τον σταυρεπίστεγο<br />

τύπο, παραλλαγή του ελεύθερου σταυρού<br />

με τρούλλο, ενώ και τους δύο τύπους τους εξετάζει,<br />

με κριτήριο κυρίως τη σχέση σύνδεσης<br />

των κλιτών –παράλληλα, ή τεμνόμενα– τα οποία<br />

10<br />

Gerola, Βενετικά μνημεία της Κρήτης, ό.π., σ. 208,<br />

εικ. 177.<br />

5<br />

Εικ. 3. Κάτοψη από τον G. Gerola.<br />

Eικ. 4. Εγκάρσιο κλίτος. Νότια κόγχη και θόλος. Υπολείμματα<br />

τοιχογραφιών.<br />

Εικ. 5-6. Βόρεια όψη. Υπόλειμμα αρχικής τοιχοποιίας του<br />

τρικόγχου. – Ανατολική όψη. Διακρίνεται δεξιά, στη βόρεια<br />

πλευρά της αψίδας, υπόλειμμα της αρχικής τοιχοποιίας<br />

του τρικόγχου.


Ο ΝΑΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΣΤΑ ΑΝΩ ΜΟΥΛΙΑ ΔΗΜΟΥ ΓΟΡΤΥΝΑΣ<br />

119<br />

6<br />

στη δεύτερη περίπτωση του ελεύθερου σταυρού σχηματίζουν, κατά<br />

κανόνα, ισοσκελή ελληνικό σταυρό 11 .<br />

Ο σταυρεπίστεγος αρχιτεκτονικός τύπος, στη διαμόρφωσή του<br />

οποίου, αναγνωρίζονται επιδράσεις από τις δυτικές βασιλικές με<br />

εγκάρσιο κλίτος 12 , προέκυψε, σύμφωνα με τον Ορλάνδο, από την<br />

απλοποίηση του τρουλλαίου σταυροειδούς 13 , κατασκευής δαπανηρής<br />

και ασύμφορης σε οικονομικά χαλεπούς καιρούς. Η καταγωγή του<br />

σταυρεπιστέγου που εμφανίζεται τον 13ο αι. σε ορισμένες περιοχές<br />

της Ελλάδας, αναζητήθηκε παλαιότερα στην Ανατολή, από την οποία<br />

θεωρήθηκε ότι, με ενδιάμεσο σταθμό την Κρήτη, διαδόθηκε στην<br />

ηπειρωτική Ελλάδα 14 . Σύμφωνα εντούτοις με τη νεότερη έρευνα, ο<br />

τύπος είναι εντελώς άγνωστος στη Μικρά Ασία, η οποία θεωρούνταν<br />

11<br />

Ό.π., σ. 207-213.<br />

12<br />

Χ. Μπούρας, Βυζαντινή και μεταβυζαντινή αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Αθήνα<br />

2001, σ. 168.<br />

13<br />

Α. Ορλάνδος, Οι σταυρεπίστεγοι ναοί της Ελλάδος, στο Αρχείον των βυζαντινών<br />

μνημείων της Ελλάδος, τ. Α΄, Αθήνα 1935· ανατ. 1999, σ. 41.<br />

14<br />

G. Μillet, L’École grecque dans l’architecture Byzantine, Paris 1916, σ. 47.<br />

Ορλάνδος, Οι σταυρεπίστεγοι ναοί, ό.π.


120 ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΙΤΑΚΗ - ΣΤΑΥΡΙΝΗ ΔΡΙΤΣΑ<br />

Εικ. 7.<br />

Νότια άποψη του ναού.<br />

Οι Τρουλλοκαμάρες.<br />

παλαιότερα ως η πηγή των επιδράσεων της βυζαντινής τέχνης στην<br />

Κρήτη 15 , καθώς και τη Μακεδονία, τη Θράκη, το Αιγαίο και την<br />

Κωνταντινούπολη.<br />

Ο Μ. Χατζηδάκης, από την άλλη πλευρά, υποστήριξε ότι ο<br />

τύπος δεν έχει σχέση με την Ανατολή και δεν αποτελεί απλοποίηση<br />

του σταυροειδούς, αλλά σχετίζεται με τους δικιόνιους σταυροειδείς<br />

της Ελλαδικής Σχολής 16 , που κυριαρχούν στην Ελλάδα 17 , στις περιοχές,<br />

στις οποίες αργότερα εμφανίστηκε ο σταυρεπίστεγος.<br />

Ο Α. Ορλάνδος που ασχολήθηκε, μετά τον Gerola με τον ναό,<br />

στο πλαίσιο της μελέτης του για την τυπολογία των σταυρεπιστέγων<br />

18 , τον εντάσσει στην κατηγορία των μονόκλιτων τρικόγχων με<br />

τρουλοκαμάρα 19 .<br />

15<br />

Μπούρας, Βυζαντινή και μεταβυζαντινή αρχιτεκτονική, σ. 167-168.<br />

16<br />

Μ. Χατζηδάκης, Η ύστερη βυζαντινή τέχνη: 1204-1453, Ιστορία του ελληνικού<br />

έθνους, τ. Θ΄, Αθήνα 1979, σ. 425.<br />

17<br />

Ν. Γκιολές, Βυζαντινή ναοδομία (600-1204), Αθήνα 1992, σ. 118.<br />

18<br />

Ορλάνδος, Οι σταυρεπίστεγοι ναοί της Ελλάδος, σ. 41-52<br />

19<br />

Ό.π., σ. 51.


Ο ΝΑΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΣΤΑ ΑΝΩ ΜΟΥΛΙΑ ΔΗΜΟΥ ΓΟΡΤΥΝΑΣ<br />

121<br />

Η τρουλλοκαμάρα (εικ. 7), τετράγωνη, ως γνωστόν, κατασκευή<br />

που υποκαθιστούσε τον τρούλλο και υψωνόταν, όπως και ο τρούλλος,<br />

στην τομή των κεραιών του σταυρού, δεν αναγνωρίζεται στην<br />

περίπτωση του ναού των Αγίων Αποστόλων, καθώς η καμαρωτή<br />

στέγη του εγκαρσίου κλίτους, μήκους 6,20 μ. και πλάτους 2 μ., συνεχής<br />

και αδιάσπαστη καταλήγει στους εξωτερικούς τοίχους, καλύπτοντας<br />

το κλίτος. Ας σημειωθεί ότι η κορυφή του τεταρτοσφαιρίου<br />

των χαμηλών κογχών βρίσκεται τρία μέτρα κάτω από το αέτωμα<br />

της εγκάρσιας στέγης.<br />

Ο ναός, συνεπώς, των Αγίων Αποστόλων, το εγκάρσιο κλίτος<br />

του οποίου προεξέχει των μακρών τοίχων κατά 60 εκ. περίπου,<br />

όσο δηλαδή το πάχος της τοιχοποιίας του 20 , όπως συμβαίνει στον<br />

τύπο Β1 της κατάταξης του Ορλάνδου, μπορεί να προστεθεί, εξαιτίας<br />

των κογχών, ως 3η παραλλαγή της κατηγορίας Β και να χρονολογηθεί<br />

στον 13ο αι. στον οποίο τοποθετείται η τοιχογράφησή του.<br />

20<br />

Ό.π., σ. 47.


Εικ. 1. Χ1072: Άγιος Γεώργιος.


Κωνσταντίνος Κ. Σκαμπαβίας<br />

Ένδεκα ανάγλυφα<br />

μεταλλικά εικονίδια<br />

βυζαντινών χρόνων του<br />

Μουσείου Κανελλοπούλου<br />

Με το άρθρο αυτό ολοκληρώνεται η παρουσίαση του συνόλου των<br />

ανάγλυφων βυζαντινών μεταλλικών εικονιδίων που φυλάσσονται<br />

στο Μουσείο Π. και Α. Κανελλοπούλου. Τμήμα αυτού του συνόλου<br />

δημοσιεύθηκε από τον γράφοντα στον τιμητικό τόμο για τον ακαδη -<br />

μαϊκό Π. Βοκοτόπουλο. 1 Με τα δύο αυτά άρθρα ο ενδιαφερόμενος<br />

θα μπορεί να έχει προ οφθαλμών όλα τα αντικείμενα που απαρτί -<br />

ζουν την μικρή αυτή ενότητα από τις συλλογές του Μουσείου. Το<br />

υλικό κατασκευής των εικονιδίων είναι κράμα χαλκού, εκτός και<br />

εάν ρητώς δηλώνεται άλλο. Οι αριθμοί που προηγούνται κάθε αντι -<br />

κειμένου, είναι αριθμοί ευρετηρίου του Μουσείου.<br />

1) Χ 1072: Στρογγυλό χυτό εικονίδιο με τον άγιο Γεώργιο<br />

(εικ. 1).<br />

Διάμ. 0,038, πάχ. 0,003 μ.<br />

Διατήρηση μέτρια. Έχουν αποστρογγυλευθεί τα εξέχοντα<br />

σημεία, ιδίως η μύτη και τα μάτια της μορφής, αλλοιώ -<br />

νοντας έτσι την έκφρασή της.<br />

ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ: Εκατέρωθεν της κεφαλής «Ο αγ(ιος) ΓΕ -<br />

(ώρ)ΓΙ(ος)».<br />

Ο άγιος εικονίζεται ημίτομος και μετωπικός. Το πρόσωπό του<br />

είναι αγένειο και έχει πλούσια σγουρά κοντά μαλλιά. Φέρει τα δύο<br />

του χέρια προ του στήθους· με το δεξιό κρατεί τον σταυρό του<br />

1<br />

Β. Κατσαρός-Α. Τούρτα (επιμ.), Αφιέρωμα στον ακαδημαϊκό Παναγιώτη<br />

Λ. Βοκοτόπουλο, Αθήνα 2015, σ. 205-212.


124 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Κ. ΣΚΑΜΠΑΒΙΑΣ<br />

Εικ. 2. Χ1387:<br />

Αδιάγνωστος γεννειοφόρος άγιος.<br />

μάρτυρος και με το αριστερό σεβίζει με την<br />

παλάμη προς τα έξω. Το φωτοστέφανό του<br />

ορίζεται από σειρά εμπίεστων στιγμών.<br />

Με εμπίεστες στιγμές αποδίδεται και ο<br />

διάκοσμος των ενδυμάτων του. Την παρά -<br />

σταση πλαισιώνει διπλή σειρά σχηματο -<br />

ποιημένων φύλλων (;). Η όλη τεχνοτροπία<br />

του ανάγλυφου είναι αφελής και λαϊκό -<br />

τροπη· υπάρχουν μεγάλες δυσαναλογίες<br />

ιδίως στην απόδοση των χεριών (πολύ μι -<br />

κρά) και του λαιμού (πολύ λεπτός), καθώς<br />

και ασάφειες στην απόδοση της πτυχολο -<br />

γίας η οποία μάλλον διακοσμητικό ρόλο<br />

παίζει. Τα μάτια επίσης είναι σε έξεργο<br />

ανάγλυφο, ενώ το στόμα σχηματίζεται από<br />

μία γραμμή μόνον. Θα μπορούσε να χρονο -<br />

λογηθεί στον 11ο αι.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Αδημοσίευτο<br />

2) Χ 1387: Σφυρήλατο στρογγυλό εικονίδιο με γενειοφόρο<br />

φωτοστεφανωμένη μορφή (εικ. 2).<br />

Διάμ. 0,028, πάχ. 0,001 μ.<br />

Διατήρηση μέτρια. Μερικές απώλειες υλικού στην<br />

περιφέρεια, ιδίως δεξιά (για τον θεατή) και άνω.<br />

Σε πολλά σημεία πράσινα ιζήματα οξειδώσεως.<br />

Στο μετάλλιο παριστάνεται ημίτομη ανδρική μορφή με φωτοστέφανο,<br />

σε μετωπική στάση. Έχει υψηλό μέτωπο με οριζόντια ρυτίδα,<br />

πλούσια αλλά κοντά μαλλιά και σχετικά κοντό υπογένειο.<br />

Φορεί μανδύα ο οποίος πορπώνεται στον δεξιό του ώμο. Με το<br />

δεξιό του χέρι κρατεί λοξά προ του στήθους σκήπτρο και με το αριστερό,<br />

τα δάκτυλα του οποίου δεν φαίνονται, ένσταυρο σφαίρα.<br />

Λεπτό απλό κυμάτιο πλαισιώνει την παράσταση.<br />

Στον κάμπο του μεταλλίου, δεξιά για τον θεατή, διακρίνεται ευκρινώς<br />

το γράμμα Μ και από κάτω του το γράμμα Η. Στο αριστερό<br />

τμήμα του κάμπου, εκεί που ήταν η αρχή του ονόματος, δεν διακρίνεται<br />

σήμερα τίποτε, λόγω των ιζημάτων της οξειδώσεως και απω-


ΕΝΔΕΚΑ ΑΝΑΓΛΥΦΑ ΜΕΤΑΛΛΙΚΑ ΕΙΚΟΝΙΔΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ<br />

ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ<br />

125<br />

λείας μικρού τμήματος υλικού. Αν και λείπει το άνω μέρος του μεταλλίου<br />

με τμήμα της κεφαλής, όμως από τα λοιπά σωζόμενα στοιχεία<br />

δεν φαίνεται να έφερε η μορφή στέμμα.<br />

Παρ’ όλες τις μικρές διαστάσεις του μεταλλίου, οι αναλογίες της<br />

μορφής είναι ορθές, τα χαρακτηριστικά του προσώπου ωραία και η<br />

πτυχολογία αρκετά φυσιο κρα τική. Τα στοιχεία αυτά τοποθετούν το<br />

με τάλλιο στον 11ο αιώνα κατά πάσα πιθα νότητα. Θα εχρησίμευε ως<br />

στοιχείο διακό σμου σε «πουκάμισο» εικόνας ή σε στάχωση βιβλίου.<br />

Εικ. 3. Χ1631:<br />

Παντοκράτωρ.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Αδημοσίευτο<br />

3) Χ 1631: Ορθογώνιο χυτό εικονίδιο με ένθρονο ευλογού -<br />

ντα Παντοκράτορα (εικ. 3).<br />

Ύψ. 0,071, πλάτ. 0,062, πάχ. 0,006 μ.<br />

Διατήρηση κακή· έχουν αποστρογγυλευθεί όλα τα προεξέχοντα<br />

σημεία του αναγλύφου, σε σημείο ώστε τα χαρακτηριστικά<br />

του προσώπου του Χριστού, να μη διακρίνονται<br />

σχεδόν.<br />

ΕΠΙΓΡΑΦΗ: Εκατέρωθεν του φωτοστεφάνου, «ΙC XC».


126 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Κ. ΣΚΑΜΠΑΒΙΑΣ<br />

Εικ. 4. Χ1071: Στρατιωτικός άγιος.<br />

Η παράσταση περιβάλλεται από ελα -<br />

φρά υπερυψωμένο ταινιό σχημο πλαίσιο<br />

που κοσμείται με οκτώ μετάλλια (τέσσερα<br />

στις γωνίες και τέσσερα στο μέσον των<br />

πλευρών) και βλαστόσπειρα ανάμεσά τους.<br />

Ο διάκοσμος του πλαισίου θυμίζει την<br />

επιπεδόγλυφη τεχνική στο μάρμαρο.<br />

Ο Χριστός εικονίζεται ολόσωμος, με -<br />

τωπικός, στον τύπο του Παντοκράτορος.<br />

Κάθεται σε θρόνο χωρίς ερεισίνωτο και<br />

πατάει σε ορθογώνιο υποπόδιο. Φορεί<br />

χιτώνα και ιμάτιο που αφήνει ελεύθερο το<br />

δεξιό τμήμα του στήθους και το εκτεταμένο<br />

δεξιό χέρι με το οποίο ευλογεί. Με το<br />

αριστερό, κρατεί μπροστά στο στήθος κλει -<br />

στό ευαγγέλιο που στηρίζεται και στον<br />

αριστερό μηρό. Το δεξιό χέρι είναι δυσα -<br />

νάλογα μεγάλο. Δυσανάλογα μεγάλος είναι<br />

και ο θρόνος, με πολύ υψηλά και χονδρά<br />

πόδια που αποτελούνται από στρογγυλά<br />

και ορθογώνια στοιχεία εναλλάξ. Επάνω<br />

στο κάθισμα υπάρχει κυλινδρικό μαξιλάρι<br />

που απολήγει σε κόμβους με θυσάνους.<br />

Η μεγάλη φθορά της επιφανείας με<br />

την συνεπακόλουθη απώλεια των λεπτο -<br />

μερειών, δεν επιτρέπει τεχνοτροπικές πα -<br />

ρα τη ρήσεις. Με βάση τον εικονογραφικό<br />

τύπο και τον διάκοσμο του πλαισίου, το<br />

εικονίδιο θα μπορούσε να χρονολογηθεί<br />

στους ύστερους κομνήνειους χρόνους,<br />

πριν από την λατινική κατάκτηση του<br />

1204. Ιδιαίτερα, το όλο στήσιμο της μορ -<br />

φής του Χριστού, με το έντονα προτεταμένο<br />

προς τα έξω δεξιό χέρι που ευλογεί, το<br />

συναντούμε ήδη από τα μέσα του 11ου αι.<br />

στην Ανάληψη της Αγίας Σοφίας Αχρίδος<br />

(1037-1056) και, με περισσότερες ομοιό -<br />

τητες, στην Ανάληψη της Παναγίας του Α -<br />

ράκου στα Λαγουδερά της Κύπρου (1192).


ΕΝΔΕΚΑ ΑΝΑΓΛΥΦΑ ΜΕΤΑΛΛΙΚΑ ΕΙΚΟΝΙΔΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ<br />

ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ<br />

127<br />

Κοντά στην τελευταία χρονολογία θα πρέ πει να τοποθετηθεί και το<br />

εικονίδιο αυτό.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Κ. Σκαμπαβίας-Ν. Χατζηδάκη (επιμ.), Μουσείο<br />

Παύλου και Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου. Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή<br />

Τέχνη, Αθήνα 2007 (Λεύκωμα), αρ. 95 (με λάθος αρ. ευρετ.), σ.<br />

102 (Κ. Σκαμπαβίας)<br />

4) Χ 1071: Ορθογώνιο χυτό εικονίδιο με στρατιωτικό άγιο<br />

(εικ. 4).<br />

Ύψ. 0, 98, πλάτ. 0,054, πάχ. 0,002- 0,009μ.<br />

Διατήρηση αρκετά καλή. Τα ιδιαιτέρως εξέχοντα σημεία<br />

του αναγλύφου έχουν αποστρογγυλευθεί. Λείπει η κάτω<br />

δεξιά για τον θεατή γωνία, καθώς και όλη η προς τα άνω<br />

απόληξη του εικονιδίου, όπου πιθανώτατα ανεγράφετο το<br />

αγιωνύμιο. Στην πίσω όψη παρουσιάζονται μερικές<br />

ακανόνιστες κοιλότητες που οφείλονται στην κακή χύτευση.<br />

Ο άγιος παρίσταται όρθιος, μετωπικός, με φωτοστέφανο. Με<br />

το υψωμένο δεξιό χέρι κρατεί δόρυ και με το κατεβασμένο αριστερό<br />

συγκρατεί ελλειψοειδή ασπίδα που ακουμπά στο έδαφος και έχει<br />

φυτόμορφο (;) επίσημα στο κέντρο της. Φορεί πανοπλία και χλα -<br />

μύδα πίσω σε κομψές πτυχές. Οι φολίδες του θώρακα αποδίδονται<br />

με κάθετες μικρές εγχαράξεις. Επάνω από αυτόν και κάτω ακριβώς<br />

από το στήθος είναι δεμένο το cingulum, δηλαδή η πλατιά<br />

υφασμάτινη ταινία που δηλώνει το αξίωμά του στο στράτευμα. Τα<br />

πτερύγια του θώρακα είναι κοντά και στρογγυλά στην περιοχή της<br />

κοιλιάς και μακρόστενα ορθογώνια στους ώμους. Στο δεξιό πλευρό<br />

της μορφής, στο ύψος της μέσης, προβάλλει από πίσω η άκρη της<br />

θήκης του ξίφους. Ο άγιος πατεί σε οκτώσχημο υποπόδιο. Το<br />

τριγωνικό αγένειο πρόσωπο και τα κοντά αλλά πλούσια σγουρά<br />

μαλλιά κάνουν πολύ πιθανή την ταύτισή του με τον άγιο Γεώργιο.<br />

Οι κάπως εξεζητημένες πτυχώσεις της χλαμύδας φέρουν ακόμη<br />

απόηχους της κομνήνειας τέχνης ο τρόπος όμως με τον οποίο ο<br />

χιτωνίσκος που φορεί ο άγιος κάτω από τον θώρακα, προσκολλάται<br />

στους μηρούς, τοποθετεί το ανάγλυφο μετά το 1200, ενώ ο τύπος<br />

του θώρακος πριν από τον 14ο αι. Μία χρονολόγηση μέσα στον<br />

13ο αι. φαίνεται πολύ πιθανή.


128 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Κ. ΣΚΑΜΠΑΒΙΑΣ<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: 1) Splendeur de Byzance: 2 octobre-2<br />

décembre 1982, Musées royaux d’Art et d’Histoire,<br />

Bruxelles 1982 (Κατάλογος Εκθέσεως), αρ.<br />

Br. 28, σ. 185· 2) Μαρία Σ. Μπρούσκαρη, Το<br />

Μουσείο Παύλου και Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου,<br />

Αθήνα 1985, σ. 197· 3) Σκαμπαβίας-Χατζηδάκη,<br />

Μουσείο Παύλου και Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου, αρ.<br />

96, σ. 103 (Κ. Σκαμπαβίας)<br />

5) Χ1274: Αμφίγλυφο χυτό ορθογώνιο πλακίδιο<br />

με παράσταση αγένειου<br />

αγίου στην μία όψη και λατινικού<br />

σταυρού επί βάσεως στην άλλη<br />

(πλαϊνό φύλλο χάλκινου τριπτύχου;)<br />

(εικ. 5, 6).<br />

Ύψ. 0,042, πλάτ. 0,018, πάχ. 0,002 μ.<br />

Διατήρηση αρκετά καλή. Τα πιο εξέ -<br />

χοντα σημεία, ιδίως στο πρόσωπο του<br />

αγίου, έχουν αποτριβεί. Στο κέντρο,<br />

άνω, έχει ανοιχθεί κυκλική οπή.<br />

Εικ. 5. Χ1274: Αμφίγλυφο πλακίδιο.<br />

Όψη α': αγένειος άγιος.<br />

Σε όλο το μήκος της δεξιάς κάθετης πλευράς<br />

της πίσω όψεως σχηματίζεται ένα ευθύγραμμο<br />

«δόντι». Τούτο, σε συνδυασμό με την ύπαρξη δύο<br />

αβαθών οπών, στο άνω και στο κάτω μέρος της<br />

αριστερής πλευράς, κάνουν πιθανή την ταύτιση<br />

του πλακιδίου με πλαϊνό (αριστερό για τον θεατή)<br />

φύλλο μικρού χάλκινου τριπτύχου.<br />

Στην κύρια όψη, μέσα σε ορθογώνιο πλαίσιο<br />

που σχηματίζεται από ένα επίπεδο κυμάτιο, εικο -<br />

νίζεται όρθια και μετωπική μία φωτοστε φανωμένη<br />

μορφή. Φορεί στέμμα (καμελαύχιον) στην κεφαλή,<br />

ποδήρη χιτώνα και μακρυά χλαμύδα η οποία<br />

πορπώνεται στον δεξιό ώμο. Το αριστερό χέρι<br />

καλύ πτεται από την χλαμύδα, ενώ το δεξιό<br />

κάμπτεται προ του στήθους, με την παλάμη να<br />

τείνει προς το (υποθετικό) κεντρικό φύλλο του<br />

τριπτύχου, σε δέηση. Η κεφαλή και η παλάμη είναι


ΕΝΔΕΚΑ ΑΝΑΓΛΥΦΑ ΜΕΤΑΛΛΙΚΑ ΕΙΚΟΝΙΔΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ<br />

ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ<br />

129<br />

δυσαναλόγως μεγάλες, σε σχέση με τον κορμό.<br />

Το γεγονός ότι η μορφή είναι αγένεια και ότι<br />

δεν υπάρχει αγιωνύμιο, δυσχεραίνει κατά πολύ<br />

την ταύτισή της ακόμη και τον καθορισμό του<br />

φύλου της. Στην πίσω όψη εικονίζεται μεγάλος<br />

λατινικός σταυρός επάνω σε δίβαθμη βάση.<br />

Από τεχνοτροπικά στοιχεία, θα μπορούσε να<br />

χρονολογηθεί στον 13ο αι.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Αδημοσίευτο<br />

6) Χ1170: Στρογγυλό χυτό εικονίδιο με την<br />

Παναγία Αγιοσορίτισσα (εικ. 7).<br />

Διάμ. 0,032, πάχ. 0,007μ.<br />

Διατήρηση σχετικά καλή. Έχουν<br />

αποστρογγυλευθεί τα εξέχοντα σημεία<br />

της μορφής, ιδίως στο πρόσωπο.<br />

ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ: Εκατέρωθεν της κεφαλής,<br />

τα συμπιλήματα «ΜΡ ΘV», εγχάρακτα.<br />

Στην κύρια όψη εικονίζεται η Παναγία ημίτομη,<br />

στραμμένη κατά τα τρία τέταρτα προς τα δεξιά για<br />

τον θεατή, τείνοντας και τα δύο της χέρια σε χειρονομία<br />

δεήσεως. Ο εικονογραφικός αυτός τύπος<br />

προέρχεται από την εικόνα του περίφημου προσκυνήματος<br />

της Αγίας Σορού στην Κωνσταντινούπολη<br />

που σύμφωνα με την παράδοση είχε ζωγραφίσει<br />

ο ευαγγελιστής Λουκάς. Το φωτοστέφανο που<br />

ορίζεται από διπλή γραμμή είναι ελαφρότατα υπερυψωμένο.<br />

Οι πτυχές του μαφορίου εκτός από<br />

ανάγλυφες είναι και εγχάρακτες. Την όλη παράσταση<br />

πλαισιώνει σειρά μικρών «μαργαριταριών».<br />

Αξιοσημείωτο είναι το σχετικά πολύ μεγάλο<br />

πάχος του εικονιδίου, το οποίο αποκλείει την<br />

χρήση του είτε ως περιάπτου είτε ως στοιχείου<br />

διακοσμήσεως σε μία μεγαλύτερη μεταλλική κατασκευή,<br />

όπως το «πουκάμισο» μίας εικόνας ή τη<br />

στάχωση ενός βιβλίου. Η επιφάνεια επίσης του<br />

Εικ. 6. Χ1274: Αμφίγλυφο πλακίδιο.<br />

Όψη β': «λατινικός σταυρός».


130 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Κ. ΣΚΑΜΠΑΒΙΑΣ<br />

Εικ. 7.<br />

Χ1170:<br />

Παναγία Αγιοσορίτισσα.<br />

πάχους είναι ακανόνιστη, σα να μην ενδιέφερε η εμφάνισή της, η<br />

δε διάμετρος της κάτω όψεως είναι κατά τι μεγαλύτερη από εκείνην<br />

της άνω, γεγονός που προσδίδει στο αντικείμενο την μορφή κολούρου<br />

κώνου. Τα στοιχεία αυτά οδήγησαν την πρώτη δημοσιεύσασα<br />

το αντικείμενο να διατυπώσει την θεωρία ότι τούτο χρησίμευε<br />

σαν μήτρα για την αναπαραγωγή εμπιέστων εικονιδίων, όπως αυτά<br />

που χρησιμοποιούσαν στις αργυρές επενδύσεις των εικονιδίων. Η<br />

άποψη αυτή φαίνεται ότι ευσταθεί. Τα μορφολογικά στοιχεία του<br />

αναγλύφου κάνουν μία χρονολόγηση στον 13ο αι, πολύ πιθανή.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1986<br />

(Κατάλογος Εκθέσεως),<br />

αρ. 211, σ. 194 (Λ. Μπούρα)<br />

7) Χ 1044: Αμφίγλυφο χυτό μετάλλιο με προτομές του<br />

Χριστού και της Παναγίας (εικ. 8, 9).<br />

Διάμ. 0,026, πάχ. 0,002 μ.<br />

Διατήρηση μέτρια. Τα προεξέχοντα σημεία του αναγλύφου<br />

έχουν αποστρογγυλευθεί από τη χρήση, ιδίως στην μορφή<br />

της Παναγίας.<br />

ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ: Εκατέρωθεν των κεφαλών των μορφών, τα<br />

συμπιλήματα «IC XC» και «MΡ ΘV» αντιστοίχως.


ΕΝΔΕΚΑ ΑΝΑΓΛΥΦΑ ΜΕΤΑΛΛΙΚΑ ΕΙΚΟΝΙΔΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ<br />

ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ<br />

131<br />

Στην μία όψη εικονίζεται ο Χριστός ημίτομος και μετωπικός με<br />

ένσταυρο φωτοστέφανο. Με το δεξιό του χέρι ευλογεί και με το<br />

αριστερό (που δεν φαίνεται στην παράσταση) κρατεί κλειστό Ευ -<br />

αγγέλιο. Έχει σχετικά μακρύ, οξύληκτο γένι και τα μαλλιά που πέ -<br />

φτουν πίσω από τον αριστερό του ώμο. Την παράσταση περιβάλλει<br />

ελαφρά υπερυψωμένο πλαίσιο, με σειρά από ανάγλυφες στιγμές.<br />

Στην άλλη όψη εικονίζεται η Παναγία, επίσης ημίτομη και<br />

μετωπική. Έχει τα χέρια προ του στήθους της και σεβίζει με τις<br />

παλάμες προς τα έξω. Το πλαίσιό της αποτελείται από κυματοειδή<br />

γραμμή, ανάμεσα σε δύο λεπτές ταινίες. Οι μορφές είναι τοπο -<br />

θετημένες στις δύο όψεις, αντίστροφα η μία από την άλλη.<br />

Όσο μπορούμε να κρίνουμε από την πτυχολογία των ενδυμά -<br />

των, καθώς και από τον εικονογραφικό τύπο του Χριστού, το μετάλ -<br />

λιο θα μπορούσε να χρονολογηθεί στον 13ο αι.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Αδημοσίευτο<br />

Εικ. 8-9.<br />

Χ1044:<br />

Αμφίγλυφο μετάλλιο.<br />

Όψη α': Χριστός.<br />

Όψη β': Παναγία.<br />

8) Χ 2077: Χυτό εικονίδιο ακανονίστου ορθογωνίου σχήματος<br />

με στρατιωτικό άγιο (εικ. 10).<br />

Ύψ. 0,078, πλάτ. 0,03, πάχ. 0,004 μ.<br />

Διατήρηση κακή. Το μεγαλύτερο μέρος του αναγλύφου έχει<br />

αποστρογγυλευθεί, σε σημείο που να μη διακρίνονται σχε -<br />

δόν τα χαρακτηριστικά του προσώπου.


132 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Κ. ΣΚΑΜΠΑΒΙΑΣ<br />

Η προς τα άνω απόληξη του πλακιδίου<br />

έχει αποκοπεί εκεί όπου ευρίσκεται η<br />

περιφέρεια του φωτοστεφάνου, σχηματίζο -<br />

ντας ένα ακανόνιστο τρίγωνο. Δε σώζονται<br />

επιγραφές. Η προς τα δεξιά (για τον θεατή)<br />

μακρά πλευρά του εικονιδίου παρουσιάζει<br />

μία τριγωνοειδή ελαφρά διαπλάτυνση, για<br />

να χωρέσει το αριστερό χέρι του αγίου που<br />

κρατεί το ξίφος. Οι δύο κάθετες πλευρές,<br />

καθώς και η κάτω, είναι ελαφρώς λοξό τμη -<br />

τες. Ο άγιος εικονίζεται όρθιος, μετωπι κός,<br />

με ασκεπή κεφαλή, φορώντας πανοπλία.<br />

Τα χέρια του είναι προς τα κάτω· με το<br />

εντονώτερα ανακεκαμμένο δεξιό κρατεί<br />

δόρυ και με το αριστερό ξίφος που στηρί -<br />

ζεται στο έδαφος. Ο θώρακάς του είναι<br />

φολιδωτός (οι φολίδες αποδίδονται σχη -<br />

μα τικά, με διπλές μικρές εγχάρακτες γραμ -<br />

μές), με κοντά πτερύγια. Στο ύψος του<br />

στήθους είναι περιδεμένος με cingulum.<br />

Φορεί μακρυά χλαμύδα η οποία πορπώ -<br />

νεται στο κέντρο του λαιμού και πέφτει<br />

πίσω. Από όσο μπορούμε να διακρίνουμε,<br />

το πρόσωπό του είναι αγένειο, τριγωνικό,<br />

με πλούσια αλλά κοντά σγουρά μαλλιά. Ο<br />

εικονογραφικός αυτός τύπος ταιριάζει ιδι -<br />

αιτέρως στον άγιο Γεώργιο. Η κακή κατά -<br />

στα ση διατήρησης δεν επιτρέπει ακριβείς<br />

χρονολογικές παρατηρήσεις, από όσα δια -<br />

κρίνονται όμως, καθώς και από την εικο -<br />

νο γραφία, μία τοποθέτηση στους 13ο-14ο<br />

αι. δεν είναι απίθανη.<br />

Εικ. 10. Χ2077: Στρατιωτικός άγιος.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Αδημοσίευτο


ΕΝΔΕΚΑ ΑΝΑΓΛΥΦΑ ΜΕΤΑΛΛΙΚΑ ΕΙΚΟΝΙΔΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ<br />

ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ<br />

133<br />

9) Χ 1688: Ορθογώνιο χυτό εικονίδιο με τον άγιο Νικόλαο<br />

(εικ. 11).<br />

Ύψ. 0,077, πλάτ. 0,0055, πάχ. 0,007 μ.<br />

Διατήρηση κακή. Έντονη αποστρογγύλευση των προεξέ -<br />

χοντων τμημάτων της μορφής (ιδίως στο πρόσωπο και στα<br />

χέρια). Στην πίσω όψη, στις άνω και κάτω αριστερές (για<br />

τον θεατή) γωνίες, ανά ένας εμπίεστος ρόδακας, διαφο -<br />

ρετικού μεταξύ των σχήματος.<br />

ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ: Εκατέρωθεν της μορφής, «Ο | Α|ΓΙ|Ο|C<br />

ΝΙ|ΚΟ|ΛΑ|Ο|C».<br />

Το εικονίδιο έχει ελαφρώς έξεργο ταινιωτό πλαίσιο με οκτώ<br />

μετάλλια (ανά τέσσερα στις γωνίες και στα κέντρα των πλευρών) και<br />

σειρά ρόμβων με σταυρούς, στο μεταξύ διάστημα. Τα μετάλλια των<br />

γωνιών έχουν φυλλόμορφο κόσμημα, ενώ τα λοιπά τέσσερα έναν<br />

ρόδακα. Τα κενά μεταξύ των ρόμβων καλύπτονται με μισούς ραβδό -<br />

Εικ. 11. Χ1688:<br />

Άγιος Νικόλαος.


134 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Κ. ΣΚΑΜΠΑΒΙΑΣ<br />

σχημους σταυρούς. Ο διάκοσμος του<br />

πλαισίου γενικά ενθυμίζει την επιπεδό -<br />

γλυφη τεχνική στο μάρμαρο.<br />

Ο άγιος εικονίζεται όρθιος, μετω -<br />

πικός, με τα δύο χέρια προ του στήθους.<br />

Με το δεξιό ευλογεί και με το αριστερό<br />

που καλύπτεται από το φαιλόνιο, κρατεί<br />

κλει στό ευαγγέλιο. Φορεί αρχιερατικά άμ -<br />

φια με ένσταυρο ωμοφόριο το οποίο<br />

εμπρός, αναδιπλώνεται και πέφτει από το<br />

αριστερό χέρι.<br />

Στο δυσανάλογα μεγάλο κεφάλι, πα -<br />

ρόλη τη μεγάλη φθορά, διακρίνονται τα<br />

καθιερωμένα εικονογραφικά χαρακτηρι -<br />

στικά του αγίου: φαρδύ μέτωπο, κρανίο<br />

σχεδόν φαλακρό με μικρή τούφα μαλλιών<br />

στο κέντρο, κοντό στρογγυλό γένειο.<br />

Αν και η μεγάλη φθορά της επιφα -<br />

νείας δεν επιτρέπει τεχνο τροπικές παρατη -<br />

ρήσεις, τα εικονογραφικά χαρακτη ριστικά<br />

της μορφής και τα διακοσμητικά σχέδια<br />

του πλαισίου χρονολογούν το εικονίδιο<br />

στους ύστερους αιώνες της αυτοκρατορίας.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Σκαμπαβίας-Χατζηδά -<br />

κη, Μουσείο Παύλου και Αλεξάνδρας Κανελ -<br />

λοπούλου, αρ. 100 (με λάθος αρ. ευρετ.),<br />

σ. 107 (Κ. Σκαμπαβίας)<br />

Εικ. 12. Χ1064: Αρχάγγελος.<br />

10) Χ 1064:Ορθογώνιο χυτό εικονίδιο<br />

με Αρχάγγελο (εικ. 12).<br />

Ύψ. 0,084, πλάτ. 0,036, πάχ.<br />

0,002 μ.<br />

Διατήρηση σχετικά καλή. Έχουν<br />

αποσπασθεί οι προς τα άνω δύο<br />

γωνίες του πλακιδίου, προσδί -<br />

δοντας στο ανώτερο τμή μα του<br />

τη μορφή ακανό νιστου τριγώνου.


ΕΝΔΕΚΑ ΑΝΑΓΛΥΦΑ ΜΕΤΑΛΛΙΚΑ ΕΙΚΟΝΙΔΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ<br />

ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ<br />

135<br />

Επίσης, έχουν ελαφρώς αποστρο γγυ λευθεί τα προ εξέχοντα<br />

ση μεία. Δεν σώζεται επιγραφή για την ταύτιση της μορφής.<br />

Ο Αρχάγγελος εικονίζεται όρθιος και μετωπικός, με ανοικτές<br />

προς τα κάτω φτε ρού γες. Με το δεξιό χέρι, στο ύψος της μέ σης του,<br />

κρατεί λοξά μία μακριά ράβδο με ανθεμωτή προς τα άνω απόληξη<br />

και με το αριστερό, κρατεί προ του στήθους του σφαί ρα με εγχά -<br />

ρακτο σταυρό. Έχει μακριά μέχρι τους ώμους μαλλιά που πέφτουν<br />

και στις δυο πλευρές της φωτοστεφανωμένης κεφα λής του και πατεί<br />

σε ορθογώνιο υποπόδιο αποδομένο σε σχεδόν ορθή προοπτική.<br />

Φορεί αυτοκρατορική ενδυμασία με λώρο ο οποίος όμως δεν<br />

αναδιπλώνεται στην κλείδωση του αριστερού πήχεως, ό πως θα<br />

ήταν αναμενόμενο· επίσης, η προς τα κάτω απόληξη της άλλης<br />

άκρης του είναι τριγωνική και όχι ορθογώνια. Η παρυφή του<br />

ενδύματός του, το οποίο φθάνει αρκετά επάνω από τα σφυρά,<br />

κοσμείται με φαρδύ «κέντημα» με τρεις προς τα άνω απολήξεις. Με<br />

ιδιαίτερη επιμέλεια έχουν αποδοθεί τα επί μέρους φτερά στις<br />

φτερούγες του. Η άγνοια του τρόπου με τον οποίο φοριέται ο λώρος<br />

(πράγμα που σημαίνει ότι την επο χή κατασκευής του εικονιδίου είχε<br />

αλλάξει η μορφή και ο τρόπος ενδύσεώς του), η σχεδόν ορθή<br />

προοπτική απόδοση του υπο ποδίου, καθώς και οι σωστές και<br />

ραδινές αναλογίες της μορφής, μάς οδηγούν σε μία χρονολόγηση<br />

στην πε ρίοδο των Παλαιο λόγων, πιθανόν στα τέλη του 14ου-αρχές<br />

του 15ου αι.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Αδημοσίευτο<br />

11) Χ 1129:Χυτό πλαϊνό ορθογώνιο φύλλο τριπτύχου με έξι<br />

μορφές (εικ. 13).<br />

Ύψ. 0,054, πλάτ. 0,025, πάχ. 0,001μ.<br />

Διατήρηση κακή. Τα εξέχοντα σημεία έχουν τόσο απο -<br />

τριβεί, ώστε να μη διακρίνονται τα χαρακτηριστικά των<br />

μορφών και τα γράμματα των περισσότερων επιγραφών.<br />

ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ: Στις τρεις οριζόντιες ταινίες που χωρίζουν τις<br />

μορφές, στην άνω ταινία, το πρώτο όνομα μπορεί να<br />

διαβαστεί με σχετική βεβαιότητα ως «ΓΑΒΡΙΗΛ»· τα λοιπά<br />

αγιωνύμια είναι δυσδιάκριτα.


136 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Κ. ΣΚΑΜΠΑΒΙΑΣ<br />

Το πλακίδιο χωρίζεται με οριζόντιες<br />

ταινίες σε τρία ισομεγέθη διάχωρα· μέσα<br />

σε κάθε διάχωρο, ανά δύο ημίτομες μορ -<br />

φές, στραμμένες ελαφρά προς τα αριστερά<br />

του θεατή, δηλ. προς το κεντρικό φύλλο<br />

του τριπτύχου. Η πρώτη στο άνω διάχωρο<br />

αγένεια μορφή, είναι άγγελος (αναγνω -<br />

ρίζεται από τα φτερά και την επιγραφή)<br />

που κρατεί σφαίρα με το δεξιό του χέρι και<br />

σταυροφόρο ράβδο με το αριστερό. Οι<br />

λοιπές μορφές είναι γενειοφόρες, πλην της<br />

δεύτερης του μεσαίου διαχώρου. Όλες οι<br />

μορφές είναι φωτοστεφανωμένες. Οι κά -<br />

θετες πλευρές του πλακιδίου κοσμούνται<br />

με επίπεδο κυμάτιο, ισοπλατές περίπου με<br />

τις οριζόντιες ταινίες με τις οποίες σχημα -<br />

τίζει και τα πλαίσια των διαχώρων.<br />

Το προς τα αριστερά για τον θεατή<br />

κάθετο κυμάτιο απολήγει σε δύο «έμβολα»<br />

για την έμπηξή του σε στρογγυλές υποδο -<br />

χές, πράγμα από το οποίο τεκμαίρεται ότι<br />

το πλακίδιο ήταν το δεξιό φύλλο χαλκίνου<br />

τριπτύχου. Η κατάσταση διατήρησής του<br />

δεν επιτρέπει απόπειρα χρονολογήσεως.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Αδημοσίευτο<br />

Εικ. 13. Χ1129:<br />

Πλαϊνό φύλλο τριπτύχου<br />

με έξι μορφές.<br />

ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:<br />

Βυζαντινή Τέχνη–Τέχνη Ευρωπαϊκή, Α -<br />

θή να 1964 (Κατάλογος Εκθέσεως)· Μ.<br />

Μπορμπουδάκης (επιμ.), Οι Πύλες του<br />

Μυστηρίου: Θησαυροί της Ορθοδοξίας από<br />

την Ελλάδα. Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών,<br />

Μουσείο Μπενάκη, Μουσείο Κανελλοπούλου.<br />

Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου<br />

Σούτζου, 13 Απριλίου-30 Ιουνίου 1994, Αθή -<br />

να 1994 (Κατάλογος Εκθέσεως)· Δ. Παπα -


ΕΝΔΕΚΑ ΑΝΑΓΛΥΦΑ ΜΕΤΑΛΛΙΚΑ ΕΙΚΟΝΙΔΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ<br />

ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ<br />

137<br />

νικόλα-Μπακιρτζή (επιμ.), Καθημερινή Ζωή στο Βυζάντιο. Θεσσα -<br />

λονίκη, Λευκός Πύργος, Οκτώβριος 2001- Ιανουάριος 2002, Αθήνα<br />

2002 (Κατάλογος Εκθέσεως)· R. Cormack-M. Vassilaki (επιμ.),<br />

Byzantium 330- 1453. Royal Academy of Arts, London, 25 October<br />

2008- 22 March 2009, London 2008 (Κατάλογος Εκθέσεως)· L.<br />

Wamser (επιμ.), Die Welt von Byzanz-Europas östliches Erbe. Glanz,<br />

Krisen und Fortleben einer tausendjähringen Kultur, Archäologische<br />

Staatsammlung München-Museum für Vor- und Frühgeschichte, München<br />

22/10/2004-3/4/2005, Stuttgart 2004 (Κατάλογος Εκθέσεως)·<br />

G. Zampieri-B. Lavarone (επιμ.), Bronzi Antichi del Museo Archeologico<br />

di Padova. Padova 17 dicembre 2008-28 febbraio 2001, Padova<br />

2001 (Κατάλογος Εκθέσεως)· Chr. Stiegemann (επιμ.), Byzanz, das<br />

Licht aus dem Osten. Kult und Altag im Byzantinischen Reich vom 4.<br />

Bis 15. Jahrhundert. Katalog der Ausstellung im Erzibischöflichen Diözesan<br />

museum Paderborn, Paderborn 2001, Mainz am Rhein 2001<br />

(Κατάλογος Εκθέσεως).


Εἰκ. 1. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς Παντοκράτωρ ἔνθρονος, λεπτομέρεια. «Μανουὴλ Πανσέληνος»,<br />

Καρυές, Πρωτᾶτο. Ἡ εἰκόνα εὑρίσκεται στὸν νότιο πεσσὸ τοῦ φράγματος τοῦ Ἁγίου Βήματος.<br />

Ἡ προδημοσιευόμενη λεπτομέρεια δὲν εἶναι κατὰ τὴν σημερινὴ κατάσταση τῆς<br />

διατηρήσεως ἀλλὰ μὲ ψηφιακὰ συμπληρωμένα τὰ ἀνάλογα φθαρμένα της τμήματα. Τὸ<br />

ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ ὅλες τὶς προδημοσιευόμενες στὴν συνέχεια εἰκόνες τῆς ἱστορήσεως,<br />

οἱ ὁποῖες δίνονται ψηφιακὰ συμπληρωμένες.


Δημήτριος Ἐμμ. Καλομοιράκης<br />

«Πρωτάτου Ἱστόρησις»:<br />

Εἰκόνα ἀρχέτυπη καὶ<br />

ὁμολογιακὴ τῆς καθολικότητας<br />

τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς<br />

ἱεροκοσμικῆς ἀνθρωπολογίας<br />

καὶ πολιτογραφίας<br />

Εἰσαγωγή 1<br />

«Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν»,<br />

Ἀρίσταρχος Σαμοθρὰξ ὁ Γραμματικός. (~220 - ~143 π.Χ.)<br />

Ἡ μελέτη γιὰ τὶς εἰκόνες τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου, τοῦ καθεδρικοῦ<br />

ναοῦ τῆς μοναχικῆς πολιτείας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, δὲν παρουσιάζεται<br />

σὲ μορφὴ καθόλα συστηματικῆς καὶ σχολαστικῆς διατριβῆς·<br />

δίδεται ὡς ἕνα πλαίσιο ἐρευνητικῆς προτάσεως, ἢ ἐν εἴδει ὑποτί -<br />

τλου, σὲ μορφὴ «κριτικοῦ δοκιμίου μεθοδολογίας, ἐπὶ χρήσεως τῶν ὀνομάτων<br />

καὶ ἐπὶ δεδομένων τεχνοτροπικῶν, ἱστορικῶν, πολιτιστικῶν». Ἡ<br />

1<br />

Τὰ ἀποτελέσματα τοῦ δοκιμίου δὲν θὰ εἶχαν προσφέρει ὅποιους καρποὺς<br />

ἔχουν δώσει, ἂν σὲ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ ποικίλα ἐπὶ μέρους θέματα ποὺ περιέχει,<br />

δὲν εἶχε ὑπάρξει οὐσιαστικὴ ἐξηγητικὴ βοήθεια ἀπὸ κατὰ περίπτωση<br />

ἔμπειρους, εἴτε στὸν ἀκαδημαϊκὸ εἴτε στὸν ὀρθόδοξο χριστιανικὸ<br />

πνευματικὸ χῶρο. Ἀπὸ αὐτοὺς ὁρισμένοι σήμερα σὺν Θεῷ ἀναπαύονται<br />

στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ἄλλοι εὑρίσκονται ἐν ζωῇ. Οἱ ἀστοχίες<br />

ὡστόσο ὀφείλονται στὸν ὑπογράφοντα, παρὰ τὶς σχετικὲς ἐξηγήσεις ὅσων<br />

συνέβαλαν οὐσιαστικά. Λόγω στενότητος χώρου, γιὰ ὅλους ἐπιφυλάσσομαι<br />

νὰ ἀναφερθῶ ἀναλυτικὰ κατὰ τὴν δημοσίευση τοῦ δοκιμίου· παρὰ<br />

ταῦτα ἐδῶ δὲν μπορῶ νὰ μὴν μνημονεύσω τὴν συμβολὴ τοῦ ἀείμνηστου<br />

Μανόλη Μπορμπουδάκη τὸν ὁποῖο εἶχα προϊστάμενό μου, ὅπου πάντα<br />

ἡ ἐμπιστοσύνη του μὲ τιμοῦσε. Μὲ ἀφετηρία τὴν θεολογικὴ ἀκαδημαϊκή<br />

του καὶ εὐρύτερη ἀρχαιολογικὴ παιδεία καὶ ἐμπειρία, ὑπῆρξε ὁ πρῶτος<br />

ποὺ ἔμαθε γιὰ τὴν περὶ τὴν ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου μελέτη· αὐτὴν παρακολούθησε<br />

ἐξελισσόμενη μὲ συζητήσεις καὶ ὑποδείξεις γιὰ μιὰ δεκαπενταετία<br />

πολλαπλῶς, ἀδιάλειπτα καὶ ἐνθαρρυντικά.


140 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />

δοκιμιακὴ μορφή προτιμήθηκε, διότι τὰ παράγωγα ἀποτελέσματα<br />

στὸ δοκίμιο συνιστοῦν μία ἑρμηνευτικὴ θεώρηση καὶ μεθοδολογία,<br />

τμήματα τῆς ὁποίας ἀφοροῦν σὲ μία περισσότερο πολυεπίπεδη<br />

ἐπιστημονικὴ διαδικασία· τοῦτο συμβαίνει διότι ἡ ὅλη προσέγγιση<br />

ποὺ ἀκολουθήθηκε, ἔφθασε σὲ ἕνα εὐρύτερο σύνολο μελετητικῶν<br />

θεμάτων καὶ ἐπὶ μέρους θέσεων καὶ παρατηρήσεων, ὅλων κινούμενων<br />

πέραν τῶν συνηθισμένων ὁρίων τῆς πρωτογενοῦς τεχνοτροπικῆς<br />

καὶ εἰκονογραφικῆς μελέτης, καὶ μετὰ ταῦτα ἱστορικῆς<br />

ἀντι στοιχήσεως καὶ πολιτιστικῆς ἐξηγήσεως. Πρὸς ὅλα αὐτά, παράλληλα<br />

ἀνακεφαλαιώνεται καὶ ὡς ἕνα βαθμὸ ὁλοκληρώνεται μία<br />

μελέτη ἡ ὁποία στὶς μέρες μας συμπληρώνει συνολικὴ περίοδο<br />

πέραν τῶν σαράντα τεσσάρων ἐτῶν (1972-2016), ἀσχέτως ἂν κάποιες<br />

ἀπὸ τὶς θέσεις τῶν ἐπὶ μέρους ἀποτελεσμάτων της ἀπαιτοῦν<br />

περαιτέρω τεκμηρίωση.<br />

Μία ἀπὸ τὶς κύριες μεθοδολογικὲς ἀρχὲς ποὺ ἀκολούθησε ἡ μελέτη,<br />

εἶναι ἡ διασταύρωση δεδομένων ἀπὸ τὶς εἰκόνες τῆς ἱστορήσεως<br />

τοῦ Πρωτάτου πρὸς τὰ κείμενα ποὺ ἀποτελοῦν πηγὲς γιὰ τὴν<br />

ἱστορία τῆς ἐποχῆς. Τοιουτοτρόπως ἀξιοποιήθηκε μία ἀρχὴ τὴν<br />

ὁποία ὁ ἱστορικός, πανεπιστήμων καὶ λόγιος θεολόγος, Νικηφόρος<br />

Γρηγορᾶς (1295-1360) θὰ ἀποκαλοῦσε «παράζευξι», τὴν ὁποία καὶ<br />

μνημονεύει ὅτι ἐφάρμοσε στὸ ἔργο του «Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία» 2 . Ἡ ἐφαρμογὴ<br />

τῆς ἀρχῆς τῆς «παραζεύξεως» ὁδήγησε σὲ μία σχολαστικὰ ἀκριβῆ<br />

σύγκριση καὶ χρήση «ὅρων» ἢ «ὀνομάτων» κατὰ τὴν πρωτογενῆ καταγραφὴ<br />

τῶν δεδομένων τῆς τοπογραφικῆς διατάξεως, τῆς θεματογραφίας<br />

καὶ τῆς εἰκονογραφίας τῶν ἀπεικονίσεων τῆς ἱστορήσεως τοῦ<br />

Πρωτάτου, σὲ «παράζευξη» μὲ τὴν ὁρολογία τῶν κειμένων τῆς τότε<br />

ἐποχῆς. Ὅσον ἀφορᾶ στὰ κείμενα ποὺ ἐλέγχθηκαν, ἀπὸ αὐτὰ ἡ κύρια<br />

ὁμάδα περιλαμβάνει ἕνα πυρῆνα ἔργων, χρονολογούμενων καταρχὴν<br />

σὲ διάστημα περίπου τριάντα ἐτῶν 1279-1309, κατὰ δεύτερον<br />

σὲ ἕνα διευρυμένο διάστημα ἑκατὸ περίπου ἐτῶν (1210-1310)<br />

καὶ κατὰ τρίτον σὲ μία εὐρύτερη κύρια ἱστορικὴ περίοδο ἐκτάσεως<br />

περίπου ἑξακοσίων ἐτῶν (787-1392). Ὅλα τὰ προαναφερόμενα κεί-<br />

2<br />

«Δεῖν γὰρ ὡς τὰ πολλὰ καὶ πράξεσι λόγους καὶ λόγοις πράξεις πανταχῆ παρεζεῦχθαι·<br />

μὴ μόνον ὅτι ψυχῆς εἰκόνες ἀμφότερα καὶ τῆς ἐν αὐτῇ κατοικούσης<br />

γνώμης καὶ γνώσεως αὐτάγγελοι κήρυκες, κἀντεῦθεν χρῆναι σαφεστέραν τὴν<br />

τῶν ἱστορουμένων προσώπων καὶ πραγμάτων γίνεσθαι δήλωσιν διὰ τῶν<br />

τοιούτων· ἀλλὰ καὶ ὅτι σκιαγραφία τίς ἐστι τῶν πράξεων ὁ λόγος· καὶ τούτων<br />

μὲν οὗτος ἡγεῖται· τούτου δ’ αὗται κατόπιν ἒρχονται.» Νικηφόρος Γρηγορᾶς,<br />

῾Ρωμαϊκὴ ἱστορία, τ. 2, σ. 641.12-19. (ἔκδ. Bekker-Schopen).


«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />

ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />

141<br />

μενα ἀνακεφαλαιώνουν τὸ τρέχον τότε περὶ τὸν ἄνθρωπο καταγραμμένο<br />

ὀρθόδοξο χριστιανικὸ πολίτευμα, τὸ διαμορφωμένο ἤδη κατὰ<br />

τὴν 1η μ.Χ. χιλιετία.<br />

Ἡ ἀρχὴ τῆς παραζεύξεως εἶχε γνωρίσει μεγάλη ἐπικαιρότητα,<br />

ἰδιαίτερα περὶ τὰ ἔτη 1275-1290, κατὰ μία παρεμφερῆ διατύπωση<br />

ὡς «λόγῳ καὶ ἒργῳ ἀκρίβεια», ἢ ἀπόρριψη τῶν «ψιλῶν γραμμάτων»,<br />

ὅπως θὰ λέγαμε καὶ σήμερα, κάθε ἡγεμονικῆς διγλωσσίας. Ἡ ἀρχὴ<br />

αὐτὴ ἐντοπίσθηκε ὅτι διέπει καθοριστικὰ μία «ὁμολογιακὴ» ἐπιστολὴ<br />

ἁγιορειτῶν πατέρων πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η΄, ὅπως ἐπίσης<br />

καὶ κείμενα ποὺ συνέγραψαν δύο πρώην Ἐσφιγμενίτες μοναχοὶ<br />

καὶ πνευματικὰ τέκνα τοῦ ἐκ Νοτίου Ἰταλίας ἁγιορείτη ὁσίου Νικηφόρου<br />

τοῦ Ἡσυχαστῆ (†1295-1300) 3 . Ὁ ἕνας εἶναι ὁ μὴ λόγιος<br />

ἅγιος Ἀθανάσιος Α΄, ὁ «Νέος Χρυσόστομος», Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως,<br />

Νέας Ῥώμης καὶ Οἰκουμενικὸς πατριάρχης» (1η<br />

πατρ. 1289-1293, 2η πατριαρχεία 1304-1309, βίος περ. 1245-<br />

1311) 4· ὁ δεύτερος, ὁ λόγιος ἅγιος Θεόληπτος, μητροπολίτης Φιλαδελφείας<br />

(1283-1322, βίος 1250-1322).<br />

3<br />

Ὁ Meyendorff, μολονότι ἀναφέρει ἀπὸ κοινοῦ τοὺς ἁγίους Νικηφόρο,<br />

Ἀθανάσιο A ́ καὶ Θεόληπτο, δὲν σημείωσε καμία πνευματικὴ σχέση τῶν<br />

δύο πρὸς τὸν ὅσιο Νικηφόρο, ἐνῶ μνημονεύει τὴν ἀντίστοιχη πνευματικὴ<br />

σχέση τους πρὸς τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ. (J. Meyendorff, Spiritual<br />

Trends in Byzantium in the Late Thirteenth and Early Fourteenth centuries,<br />

Art et société à Byzance sous les Paléologues, Colloque par l’Association<br />

internationale des études byzantines 1968, Βενετία, Βενετία 1971 καὶ ἀνατ.<br />

Kariye Djami 1976, σ. 8) Γιὰ τὴν σχετικὴ ταύτιση βλ. Δ. Καλομοιράκης,<br />

Ἑρμηνευτικὲς παρατηρήσεις στὸ εἰκονογραφικὸ πρόγραμμα τοῦ Πρωτάτου,<br />

ΔΧΑΕ 15 (1989-1990), σ. 197-199, σημ. 6, καὶ ἀνεξάρτητα τούτου,<br />

Ι. Κ. Γρηγορόπουλος, Θεολήπτου Φιλαδελφείας τοῦ Ὁμολογητοῦ (1250-1322<br />

μ.Χ.) βίος καὶ ἔργα, Κατερίνη 1996, τ. Α΄, σ. 41-43. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ<br />

Παλαμᾶς, ἀρχιεπίσκοπος τῆς Θεσσαλονίκης (1347-1359, βίος 1296-<br />

1359), κατὰ δική του ὁμολογία εὐτύχησε νὰ ἔχει ὑπάρξει πνευματικὸ<br />

τέκνο τόσο τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Α΄ ὅσο καὶ τοῦ ἁγίου Θεολήπτου.<br />

4<br />

Ὡς πρὸς τὸν ἀναθεωρημένο πιθανὸ χρόνο τῆς γεννήσεως τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου<br />

Α΄ περὶ τὸ 1245 μ.Χ. καὶ ὄχι περὶ τὸ 1230-1235 μ.Χ., βλ. Γρηγορόπουλος,<br />

Θεολήπτου Φιλαδελφείας τοῦ Ὁμολογητοῦ, τ. Α΄, σ. 43, σημ. 30.<br />

Μὲ βάση τὰ προαναφερόμενα δείχνει νὰ προκύπτει ὅτι ὁ ἅγιος Ἀθανασιος<br />

Α΄ τὸ πολὺ νὰ ἦταν κατὰ πέντε ἔτη μεγαλύτερος τοῦ ἁγίου Θεολήπτου, γεγονὸς<br />

ποὺ ἐξηγεῖ τὴν κοινὴ ἄσκησή τους, τόσο ὡς συμμονάζοντες στὴν Ἱ.<br />

Μ. Ξηροποτάμου, ὅσο καὶ ἀσκούμενοι στὴν ἡσυχία ὑπό τὴν πνευματικὴ<br />

καθοδήγηση τοῦ ὁσίου Νικηφόρου τοῦ Ἡσυχαστῆ. Γιὰ τὰ δημοσιευμένα<br />

ἔργα τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Α΄, βλ. A. M. Talbot, The Correspondence of<br />

Athanasios I Patriarch of Constantinople. Letters to the Emperor Andronikos


142 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />

Ἡ διευρυμένη μεθοδολογικὰ καὶ ἀναπροσανατολισμένη μελετητικὰ<br />

προοπτική τοῦ δοκιμίου δὲν ἔχει ἀρκεσθεῖ στὰ κοινὰ τεχνοτροπικὰ<br />

ἐρωτήματα ποὺ συνηθίζουν νὰ ἐξηγοῦν τὸν λόγον τῆς<br />

δημιουργίας τοῦ ἀποδιδομένου ζωγραφικοῦ ἔργου στὸν «ἐκ Θεσσαλονίκης<br />

δίκην σελήνης λάμψαντα κὺρ Μανουὴλ Πανσέληνο» 5 κατὰ<br />

κάποιον τρόπο ἐντάσσοντάς το στὴν πορεία τῆς ἰδεολογίας τῆς «ἱστορικῆς<br />

ἐξελίξεως» καὶ «προόδου» ποὺ συνηθίζει νὰ ἐφαρμόζει ἡ σύγχρονη<br />

σκέψη, ὅταν θεωρεῖ ἱστορικὰ γεγονότα ἀπὸ τὸν «Μεσαίωνα»<br />

II, members of the imperial family and officials, CFHB VII, Washington D.C.<br />

1975· Δ. Καλομοιράκης, Ὁ Oἰκουμενικὸς πατριάρχης ἅγιος Ἀθανάσιος<br />

A΄ καὶ ἡ διδασκαλία του πρὸς τοὺς κατοίκους τῆς Mικρᾶς Ἀσίας κατὰ τὸ<br />

1303, Δελτίον Kέντρου Mικρασιατικῶν Σπουδῶν 8 (1991), σ. 23-45· M.<br />

Patedakis, Athanasios I Patriarch of Constantinople (1289-1293, 1303-<br />

1309): A critical edition with introduction and commentary of selected<br />

unpublished works, Oxford (D.Phil. Thesis) 2004· Μ. Πατεδάκης, Η<br />

διαμάχη του πατριάρχη Αθανασίου Α΄ (1289-1293, 1303-1309) με τον<br />

κλήρο της Αγίας Σοφίας (1306-1307) μέσα από ένδεκα ανέκδοτες επιστολές,<br />

Ελληνικά 56.2 (2006), σ. 279-319· M. S. Patedakis, Athanasios’<br />

I Patriarch of Constantinople Anti-Latin Views and Related Theological<br />

Writings, στὸ Byzantine Theologians. The systematization of their own doctrine<br />

and their perception of foreign doctrines, A. Rigo-P. Ermilov (επιμ.),<br />

Rome 2009, σ. 125, σημ. 6· M. S. Patedakis, Τhe Testament of the Patriarch<br />

Athanasios I of Constantinople (1289-93, 1303-09), στὸ D. Sullivan-Elizabeth<br />

Fisher-Str. Papaioannou (ἐπιμ.), Byzantine Religious<br />

Culture: Studies in Honor of Alice-Mary Talbot, Leiden-Boston 2012, σ.<br />

439-463.<br />

5<br />

A. Παπαδόπουλος-Kεραμεύς, Διονύσιος ὁ ἐκ Φουρνᾶ Ἑρμηνεία τῆς Ζωγραφικῆς<br />

Τέχνης, St Petersburg 1909, σ. ια΄, σημ. 3· σ. ιβ΄, σημ.3· σ. ια΄-ιβ΄, σημ.<br />

3· σ. ια΄, σημ. 1· σ. ι΄-ιβ΄, σημ. 3· σ. ι΄, σημ. 3· σ. θ΄, σημ. 4, σημ. 3· σ.<br />

ιβ΄, σημ. 4. Σχετικὰ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ «Πανσελήνου», βλ. M. Βασιλάκη,<br />

Υπήρξε Μανουήλ Πανσέληνος;, στο 3ο Συμπόσιο Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών<br />

/ Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών, (στὸ ἐξῆς ΣΕΙΕ/ΙΒΕ), Ἀθήνα 1999, σ. 39-<br />

51 και M. J. Milliner, Man or Metaphor? Manuel Panselinos and the Protaton<br />

Frescoes, στὸ M. J. Johnson, R. Ousterhout, Α. Papalexandrou<br />

(επιμ.), Approaches to Byzantine Architecture and its Decoration. Studies in<br />

Honor of Slobodan Curcic, Farnham 2012, σ. 228. Στὸ δοκίμιο ἐπιλέχθηκε<br />

ὡς συμβατικὴ ἡ χρήση διατυπώσεων ὅπως «τὸ ἔργο τοῦ Πανσελήνου», «ἡ<br />

τέχνη τοῦ Πανσελήνου», ἢ γενικώτερα «Πανσέληνος» -μολονότι εἶναι δεδομένο<br />

ὅτι τουλάχιστον ἄλλοι δύο ἁγιογράφοι συνεργάσθηκαν-, συνδυαζόμενες μὲ<br />

ἄλλες διατυπώσεις ὅπως, «τὸ ἐργαστήριο» ποὺ ἱστόρησε τὸ Πρωτᾶτο. Καθὼς<br />

ἡ προσωπικότητα τοῦ πρωτομάστορα χαρακτηρίζει καὶ τὸ ἔργο τῶν βοηθῶν<br />

ποὺ ἐργάσθηκαν μαζί μὲ τὸν πρωτομάστορα, κρίθηκε ὅτι μὲ τὴν χρήση τοῦ<br />

ὀνόματος τοῦ «Πανσελήνου» διευκολύνεται ἡ κατανόηση τῆς κύριας ὑψηλῆς<br />

εἰκαστικῆς ἀντιλήψεως ποὺ διέπει τὴν ἱστόρηση.


«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />

ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />

143<br />

πρὸς τοὺς «Νέους» χρόνους. Γιὰ τὴν τέχνη μάλιστα τοῦ «Πανσελήνου»<br />

ἡ τρέχουσα ἐπιστημονικὴ θεώρηση δέχεται ὅτι προαναγγέλλει τάσεις<br />

ρήξεως μὲ τὸν «Μεσαίωνα», προσανατολισμένες στὸν «Ἀνθρωπισμὸ<br />

τῆς Ἀναγεννήσεως», ἢ διάφορες «ἐθνογενετικὲς» τάσεις. Ὡς βασικὴ ἀφετηρία<br />

τῆς ἐδῶ μελέτης ἔχει σταθεῖ ἕνα ἐρώτημα προσανατολισμένο<br />

στὴν ἀνίχνευση τοῦ «οἴκοθεν» λόγου -στὸ πλαίσιο τῆς ἴδιας τῆς<br />

ἐποχῆς του- τῆς δημιουργίας τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου, καὶ ὄχι<br />

σὲ σχέση πρὸς τὴν ἱστορικὰ ἐξελικτικὴ πορεία τοῦ δυτικοῦ κόσμου<br />

ἀπὸ τὸν «Μεσαίωνα» καὶ μετά. Τοιουτοτρόπως ἀπὸ τὸ ἐρώτημα αὐτὸ<br />

προέκυψε ἕνας μεθοδολογικὸς ἀναπροσανατολισμὸς καὶ μία διευρυμένη<br />

θεωρητικὴ προσέγγιση, πέραν τῶν ὁρίων ποὺ ἐφαρμόζει ἡ<br />

τρέχουσα λογικὴ τῆς ἐπιστημονικῆς παραδόσεως περὶ τὴν ἱστορία<br />

τῆς τέχνης καὶ κυρίως τοῦ πολιτισμοῦ.<br />

Ἡ ὅλη διεύρυνση ἀσχολήθηκε κυρίως μὲ τὴν συστηματικὴ μελέτη<br />

τῶν δεδομένων τῆς ἱστορήσεως ποὺ δὲν ἀφοροῦν τόσο στὴν<br />

«τέχνη τοῦ ζωγράφου», ἀλλὰ κυρίως μὲ τὴν τοπογραφικὴ διάταξη τῆς<br />

θεματογραφίας τῶν εἰκόνων τῆς ἱστορήσεως, συνιστῶντας τὴν βάση<br />

τῆς μελέτης τοῦ δοκιμίου 6 . Στὸ σύνολό της ἡ διαδικασία αὐτὴ ἐπε-<br />

6<br />

Τὸ πλῆρες δοκίμιο, ὡς προδημοσίευση τοῦ ὁποίου ἡ Εἰσαγωγή, τὰ Προλεγόμενα<br />

καὶ τὰ ἐπιλεγόμενα ὑπάρχουν στὸ παρὸν κείμενο, θὰ ἀποτελεῖται<br />

ἀπὸ πέντε κεφάλαια, ὅσα καὶ τὰ ἐπάλληλα ἐπίπεδα, τῶν δεδομένων τῆς<br />

μελέτης, κατανεμημένα σὲ τρεῖς τόμους. Ὁ Α΄ τόμος διαιρεῖται σὲ Πρόλογο,<br />

Πίνακα Περιεχομένων, Προλεγόμενα, Α΄ κεφάλαιο: «Ἡ τεχνοτροπία καὶ ἡ διάταξις<br />

τῶν εἰκόνων τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου», σὲ τρεῖς ἑνότητες, 1. Ἡ ἱστορικὴ<br />

ἐπισκόπησις τῆς τεχνοτροπικῆς ἀποτιμήσεως καὶ χρονικῆς τοποθετήσεως<br />

τῆς τέχνης τοῦ «Πανσελήνου», 2. Ἡ ἀποκατάστασις τῆς ἱστορήσεως, 3. Ἡ<br />

μυσταγωγικὴ εἰκόνα τῆς ἱστορήσεως. Ὁ Β΄ τόμος διαιρεῖται σὲ Β΄ κεφάλαιο:<br />

«Τὸ ἱεροκοσμικὸ ἐκκλησιαστικὸ ἒπος τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου», σὲ τέσσερεις<br />

ἑνότητες, Γ΄ κεφάλαιο: «Ἡ εἰκόνα τῆς ἱστορήσεως ὡς εἰκαστικὴ κιβωτὸς<br />

τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς ἱεροκοσμικῆς πολιτογραφίας», σὲ πέντε ἑνότητες,<br />

Δ΄ κεφάλαιο: «Ἡ εἰκόνα τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου συσχετιζόμενη μὲ ἐπιστημονικὴ<br />

μεθοδολογία καὶ τὸν κόσμο τῆς «καινῆς» οἰκουμένης τῆς Νέας Ρώμης»,<br />

σὲ τρεῖς ἑνότητες, Ε΄ κεφάλαιο: «Ἡ εἰκόνα τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου σὲ<br />

παράζευξη πρὸς «καινὰ» ὀνόματα καὶ ρήματα», σὲ δύο ἑνότητες. Ἐπιλεγόμενα.<br />

Ὁ Γ΄ τόμος διαιρεῖται σὲ «Παραρτήματα»: Κατάλογοι: Α΄ τῆς βιβλιογραφίας,<br />

Β΄ τῶν ἀπεικονίσεων, Γ΄ Ὅρων, Δ΄ Ὀνομάτων, Ε΄ Ψηφιακὴ ἀποκατάσταση<br />

ἐπιλεγμένων ἀπεικονίσεων, ΣΤ΄ Σχεδιαστικὰ τοπογραφικὰ ἀναπτύγματα,<br />

Πίνακες: Ζ΄ Καταστάσεως διατηρήσεως τῶν ἀπεικονίσεων, Η΄ Συγκεντρωτικῶν<br />

δεδομένων τῶν ἀπεικονίσεων, Θ΄ Πλήρη κείμενα ἱστορικῶν πηγῶν,<br />

Ι΄ Ἀποσπάσματα κειμένων ἱστορικῶν πηγῶν, ΙΑ΄ Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ<br />

ἔργο τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Α΄, ΙΒ΄ Ἀποσπάσματα νεωτέρων κειμένων, ΙΓ΄<br />

Ἀποσπάσματα ἀδημοσίευτα νεωτέρων κειμένων, ΙΔ΄ Ψηφιακὸς δίσκος μὲ


144 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />

κτάθηκε σὲ πέντε κύριες παραμέτρους: α΄ τὶς ἀρχὲς τῆς πρωτογενοῦς<br />

ἀρχαιολογικῆς καταγραφῆς, β΄ τὴν ἀναζήτηση κειμένων δημοσιευμένων<br />

ἢ μή, ὅπως ἐπίσης καὶ τὴν ἀξιοποίηση κειμένων δημοσιευμένων<br />

μέν, ἀλλὰ παραθεωρημένων, γ΄ τὶς παραμετροποιήσεις ποὺ<br />

ἐφαρμόζονται στὴν σύγχρονη πολιτισμικὴ πληροφορική, δ΄ τὶς<br />

πολλαπλοῦ χαρακτῆρος ἀπαριθμήσεις, στατιστικὲς ἀναλύσεις, ἐπιμετρήσεις<br />

πρὸς ἔλεγχο τῆς διαψευσιμότητας τῶν συμπερασμάτων<br />

σὲ σχέση πρὸς τὴν ἀποκατάσταση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἀπεικονίσεων<br />

ποὺ ἀρχικὰ σχεδιάσθηκε νὰ περιλαμβάνει ἡ ἱστόρηση, ἕως καὶ συμπερασμάτων<br />

ἱστορικῶν, καὶ ε΄ τὴν σύγκριση τῶν ἀποτελεσμάτων<br />

τῶν προαναφερομένων τεσσάρων παραμέτρων πρώτιστα πρὸς τὰ<br />

κείμενα τῶν πηγῶν τῆς περιόδου καὶ κατὰ δεύτερον πρὸς τὰ συμπεράσματα<br />

ποὺ ἔχουν οἰκοδομηθεῖ βασισμένα στὴν τρέχουσα ἐπιστημονικὴ<br />

λογική.<br />

Ἀπὸ ὅσα ἐπὶ μέρους μεθοδολογικὰ θέματα ἀκολουθήθηκαν καὶ<br />

μελετητικὰ προέκυψαν, ἕξι ἀπὸ αὐτά ἴσως παρουσιάζουν ἕνα εὐρύτερο<br />

ἐνδιαφέρον 7 : α΄. Ἡ διάκριση σὲ πέντε ἐπίπεδα-κεφάλαια τῶν<br />

δεδομένων τόσο τῆς προγενέστερης μελέτης τοῦ μνημείου ὅσο καὶ<br />

τοῦ δοκιμίου τῆς ἱστορήσεως. Τὸ 1ο ἐπίπεδο ἀφορᾶ στὴν πρωτογενῆ<br />

καταγραφὴ καὶ χρονικὴ τοποθέτηση δεδομένων, τὸ 2ο στὴν<br />

τὰ δεδομένα τῶν παραρτημάτων τοῦ Γ΄τόμου καὶ στατιστικὰ γραφήματα<br />

ἀπὸ τὰ δεδομένα τῶν εἰκόνων τῆς ἱστορήσεως.<br />

7<br />

Στὸ δοκίμιο περιέχεται συστηματικὰ ἡ προσπάθεια παραμετροποιήσεως<br />

τῶν διαφόρων δεδομένων τῆς ἱστορήσεως, ὄχι ὡς τὶς μόνες δυνατὲς σχέσεις<br />

πρὸς τὰ διάφορα χαρακτηριστικά, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνεται εὐκολότερη ἡ<br />

κατὰ περίπτωση διαδικασία ἐλέγχου ἕως διαψεύσεως, ὅπως ἐπίσης νὰ<br />

εἶναι δυνατὸς κάθε ἐμπλουτισμὸς -ἕως καὶ πιθανὸς ἀναπροσανατολισμόςτῆς<br />

κατὰ περίπτωση παραμετροποιήσεως, κατὰ τρόπο ὥστε τὰ δεδομένα<br />

σὲ μία εὐρύτερη ψηφιακὴ βάση νὰ μποροῦν νὰ συγκρίνονται πρὸς ἄλλα,<br />

ἐπίσης ψηφιοποιημένα, δεδομένα μνημείων. Στὸ πλαίσιο τοῦ δοκιμίου ὁ<br />

προσανατολισμὸς αὐτὸς ἔχει δειγματοληπτικὰ ὑλοποιηθεῖ σὲ σχέση πρὸς<br />

τὴν κατὰσταση διατηρήσεως ἕως ἀποκαταστάσεως τοῦ ἀρχικοῦ ἀριθμοῦ<br />

τῶν ἀπεικονίσεων, ἕως καὶ σὲ σχέση μὲ τὴν τοπογραφικὴ διάταξη τῆς θεματογραφίας<br />

τῆς ἱστορήσεως. Δὲν περιέχεται ἡ σὲ ἐξέλιξη εὑρισκόμενη<br />

εἰκονογραφικὴ παραμετροποίηση τῶν εἰκαστικῶν δεδομένων τῶν μεμονωμένων<br />

μορφῶν, ἐνῶ τὸ ἴδιο μένει νὰ γίνει καὶ γιὰ τὶς ἀφηγηματικὲς<br />

ἀπεικονίσεις. Πρόσθετη σημαντικὴ βοήθεια προέκυψε καὶ ἀπὸ τὴν χρήση<br />

μιᾶς ὁρολογίας ποὺ ἐπιλέχθηκε, οἰκείας κατὰ τὸ δυνατὸν τόσο πρὸς τὴν<br />

ἐποχή τῆς ἱστορήσεως, καὶ πάντα σὲ ἀντιπαραβολὴ μὲ τὴν τρέχουσα ἐπιστημονικὴ<br />

ὁρολογία, ὅσο καὶ σὲ σχέση πρὸς τὰ πρότυπα ποὺ ἐφαρμόζει<br />

ἡ πολιτισμικὴ πληροφορική· τοιουτοτρόπως ὅσα προέκυψαν εἶναι διατυπωμένα<br />

κατὰ τρόπο συμβατὸ σὲ κάθε ἠλεκτρονικὴ διαχείριση.


«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />

ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />

145<br />

ἱστορική τους ἔνταξη, τὸ 3ο στὴν εὐρύτερη πολιτιστική τους θεώρηση,<br />

τὸ 4ο στὴν κοσμοθεωρητικὴ λογικὴ στὸ πλαίσιο τῆς ὁποίας<br />

δημιουργήθηκε ἡ ἱστόρηση, συγκρινόμενη μὲ τὴν ἀντίστοιχη κοσμοθεώρηση<br />

τῆς ἐπιστημονικῆς λογικῆς μὲ τὴν ὁποία αὐτὴ μελετᾶται<br />

ἕως σήμερα, καὶ τὸ 5ο στὸν τρόπο τῆς χρήσεως τῶν<br />

ὀνομάτων καὶ τῶν ρημάτων, τόσο κατὰ τοὺς χρόνους τῆς δημιουργίας<br />

τῆς ἱστορήσεως ὅσο καὶ σήμερα. β΄. Ἡ μεθοδολογία ποὺ ἀναπτύχθηκε,<br />

μὲ βάση τὴν ὁποία προέκυψε ἡ ἀποκατάσταση τοῦ<br />

ἀρχικοῦ ἀριθμοῦ τῶν εἰκόνων τῆς ἱστορήσεως. γ΄. Ἡ διεύρυνση<br />

τῆς χρησιμοποιούμενης σχετικῆς ὁρολογίας ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο τῆς<br />

πρωτογενοῦς καταγραφῆς ἕως τῆς πολιτιστικῆς θεωρήσεως τῶν δεδομένων.<br />

δ΄. Τὰ κριτήρια γιὰ τὴν ἀκριβέστερη ἀποτίμηση τῶν δυνατοτήτων<br />

τῆς ἕως σήμερα ἀκολουθούμενης θεωρητικῆς<br />

μεθοδολογίας, μὲ τὴν ὁποία συνήθως οἱ πρωτογενεῖς τεχνοτροπικὲς<br />

καὶ εἰκονογραφικὲς ἐκτιμήσεις ἑρμηνεύονται ἢ παρερμηνεύονται<br />

ἱστορικῶς ἕως πολιτιστικῶς. ε΄. Ἡ μεθοδολογία καταγραφῆς μὲ<br />

ἀκριβέστερη ὁρολογία ἐπὶ εἰκαστικῶν θεμάτων, ὥστε νὰ καταγράφεται<br />

ἐπαρκέστερα ἡ «εἰκαστικὴ ἀποφατικότητα» ποὺ διέπει τὴν τέχνη<br />

καὶ τὴν διάταξη τῶν εἰκόνων τῆς ἱστορήσεως. ς΄. Ὁ τρόπος τῆς ἀποφυγῆς<br />

λαθῶν προσλήψεως ἀπὸ τὴν τρέχουσα χρήση τοῦ κόσμου<br />

τῆς ἐπιστημονικῆς λογικῆς περὶ τὴν φιλοσοφία τῆς ἱστορίας περὶ<br />

ἐξελίξεως, διὰ τῆς πληρέστερης κατανοήσεως τοῦ διαφορετικοῦ κόσμου<br />

τῆς ἀντίστοιχης ἀνθρωπολογίας καὶ φιλοσοφίας τῆς ἱστορίας,<br />

ἀνάμεσα στῆν 1η καὶ 2η παρουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴν γῆ, στὸ<br />

πλαίσιο τῆς ὁποίας δημιουργήθηκε ἡ ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου.<br />

Ἀπαιτεῖται ἐργασία περισσότερη τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου ἢ μιᾶς γενιᾶς<br />

γιὰ τὴν ἀκριβέστερη καταγραφή, κατανόηση καὶ πλήρη τεκμηριωμένη<br />

ἀποτίμηση, κατηγοριοποίηση ἕως ἐπιμέτρηση ἑνὸς<br />

μνημείου μὲ «ἀξία ἀρχετύπου» 8 ὅπως αὐτὸ τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου,<br />

ποὺ διέπεται ἀπὸ ἕνα ἐκπλήσσοντα εἰκαστικὸ δυναμισμὸ ὑψηλοῦ<br />

ἐπιπέδου τέχνης καὶ μία ποικιλία ἐκφραστικῶν διατυπώσεων<br />

ἀντίστοιχης ποιότητας. Εὐλογία θὰ ἦταν ἐάν, συνεργαζόμενη μὲ τοὺς<br />

νεωτέρους της, ἡ ἐν ζωῇ γενιὰ τῶν μελετητῶν, παρέδιδε μία κατὰ<br />

τὸ δυνατὸν λεπτομερῆ ψηφιοποιημένη ἀποδελτίωση, ἀνοικτὴ σὲ<br />

διαπιστευμένες ἐνημερώσεις διαδικτυακὴ βάση τῶν παραμέτρων<br />

ποὺ ἀφοροῦν τόσο στὰ δεδομένα τῆς ἱστορήσεως, ὅσο καὶ στὴν ἕως<br />

8<br />

Μ. Χατζηδάκης, Βυζαντινὴ Τέχνη στὸ Ἅγιον Ὄρος, στο Θησαυροὶ τοῦ Ἁγίου<br />

Ὄρους. Κατάλογος ἔκθεσης, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 24.


146 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />

σήμερα τρέχουσα σχετικὴ μελετητικὴ παράδοση, ὅπως ἐπίσης καὶ<br />

τὶς ἐκκρεμοῦσες παρατηρήσεις πρὸς τεκμηρίωση 9 μὲ παράλληλη<br />

ἀκριβῆ σήμανση τῶν παραμέτρων ποὺ ἔχουν οἰκοδομήσει ὅλη τὴν<br />

ἀναπροσανατολισμένη προσέγγιση, ὥστε νὰ εἶναι εὔκολη κάθε νέα<br />

ἐνημέρωση, διεύρυνση, ἐμπλουτισμός, ἀναθεώρηση ἕως καὶ ὅποια<br />

διάψευσή της.<br />

Ἡ ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου καὶ ἡ μελετητικὴ<br />

διερεύνηση τῆς περὶ τὸ 1280-1290 ἐπικαιρότητας<br />

Ἀπὸ ἱστορικῆς πλευρᾶς ὅλο τὸ δοκίμιο εὑρίσκεται προασανατολισμένο<br />

κυρίως στὴν πολιτικὴ καὶ τὴν λόγια καὶ νηπτικὴ πνευματικὴ<br />

ἐπικαιρότητα τοῦ τέλους τῆς 1ης δεκαετίας ἀπὸ τὴν βασιλεία<br />

τοῦ αὐτοκράτορος Ἀνδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου (βασιλεία 1282-<br />

1328, βίος περ. 1259-1332). Ἀνάμεσα στὰ ἔτη 1282-1289 ὁ υἱὸς<br />

καὶ διάδοχος τοῦ Μιχαὴλ Η΄, Ἀνδρόνικος Β΄, κινούμενος παράλληλα<br />

πρὸς τὸ «δημοτικὸ» αἴσθημα ἐπανέφερε τὴν προγενέστερη<br />

«οἴκοθεν» 10 πολιτικὴ τῶν προκατόχων τους Λασκαριδῶν.<br />

9<br />

Θὰ ἦταν ἰδιαίτερα χρήσιμο ἂν ἀναπτυσσόταν μία διαδικτυακὴ ἐφαρμογή<br />

ἀρχείου ψηφιοποιημένων δεδομένων, ὅπου διὰ ἐξουσιοδοτήσεως οἱ μελετητὲς<br />

θὰ εἶχαν τὴν δυνατότητα ἐνημερώσεως, εὔκολης προσθήκης νεώτερων<br />

πληροφοριῶν ποὺ ἐπαληθεύουν, διαψεύδουν ἢ διευρύνουν<br />

διάφορα παραμετροποιημένα θέματα περὶ τὴν μελέτη τῆς ἱστορήσεως τοῦ<br />

Πρωτάτου. Τοιουτοτρόπως τὸ διαδικτυακὸ αὐτὸ ἀρχεῖο θὰ μποροῦσε νὰ<br />

φιλοξενεῖ καταχωρημένες ὅλες τὶς σχετικὲς τοποθετήσεις καὶ διαφορετικὲς<br />

προσεγγίσεις τῶν μελετητῶν, μὲ τρόπο ὥστε ἡ σχετικὴ μελετητικὴ διαδικασία<br />

καὶ παραγωγὴ νὰ προσφέρεται ἄμεσα ἐνημερωμένη μὲ βιβλιογραφικὲς<br />

παραπομπές καὶ σχόλια.<br />

10<br />

«Ἄγρυπνοῦμεν εὐχαριστοῦντες Θεῷ, καὶ μάλιστα ὅτε φροντίζειν ἀκράτως· καὶ<br />

τοῦτο κατὰ δίκαιον, ὅτι γε μὴ ἀξίους ὄντας ἡμᾶς πολλῶν κατέστησε φροντιστάς.<br />

Ταῦτα ποιοῦντες καὶ αὔριον ἄλλας ἐγείρει μερίμνας. Κινεῖται γὰρ ἡ ἔχθρα τῷ<br />

πλήθει καὶ τὰ ἒθνη μάχεται καθ’ ἡμῶν· καὶ τίς ὁ βοηθήσων ἡμῖν; Πέρσης πῶς<br />

βοηθήσει τῷ Ἕλληνι; Ἰταλὸς καὶ μάλιστα μαίνεται, Βούλγαρος προφανέστατα,<br />

Σέρβος τῇ βίᾳ βιαζόμενος καὶ συστέλλεται· ὁ δ’ ἡμέτερος τάχα, τάχα δὴ οὐ τῶν<br />

ἡμετέρων κατὰ ἀλήθειαν· μόνον δὲ τὸ Ἑλληνικὸν αὐτὸ βοηθεῖ ἑαυτῷ οἴκοθεν<br />

λαμβάνον τὰς ἀφορμᾶς. Τὸν στρατὸν ὁριζόμεθα κολοβῶσαι, ἢ τὰ χρήματα, δι’<br />

ὧν συνέστηκεν ὁ στρατός; εἰ μὲν οὖν πρῶτον, βοηθοῦμεν τοῖς ἐναντίοις· εἰ δέ<br />

γε τὸ δεύτερον, ἐπὶ τὸ βοηθοῦν τὸν στρατόν, τὰ χρήματα καταβάλλομεν, καταβάλλομεν<br />

τὸν στρατόν, καὶ πάλιν βοηθοῦμεν τοῖς ἐναντίοις. Οὐ σόφισμα τοῦτο,<br />

ἀλλ’ ἀληθείας πάσης διαφανέστερον. Μία γὰρ ἐμὴ ἡ ἀληθεια, εἷς ὁ σκοπὸς, ἓν<br />

δὲ μοι καθέστηκε καὶ τὸ σπούδασμα, τὸ συνιστᾶν ἀεὶ τὴν ποίμνην τοῦ Θεοῦ καὶ


«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />

ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />

147<br />

Ἀπὸ πλευρᾶς τοῦ δοκιμίου, ἡ υἱοθέτηση μιᾶς ἀντίστοιχης «οἴκοθεν»<br />

προοπτικῆς μελετητικῆς προσεγγίσεως δὲν ἀπέβλεπε σὲ μία<br />

«βυζαντινοκεντρικὴ» ἢ «ὀρθοδοξοκεντρικὴ» θεώρηση τῆς ἱστορήσεως,<br />

οὔτε σὲ μία θεώρηση ποὺ ὡς πλαίσιό της ἔχει τὴν γνωστὴ διάκριση<br />

ἀνάμεσα στὴν «Λατινικὴ Δύση» πρὸς τὴν «Ἑλληνικὴ Ἀνατολή»· βεβαίως<br />

ἡ χρήση τῆς κάθε μιᾶς ἀπὸ τὶς δὺο συνημμένες πρὸς αὐτὲς<br />

γλῶσσες καὶ τὶς ἀντίστοιχες παραδόσεις, τὴν Ἑλληνορωμαϊκὴ καὶ<br />

τὴν Φραγκορωμαϊκή, προκαθορίζει πολλά· πρὸς αὐτὲς ἄλλωστε τοποθετούμενος<br />

ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος Α ́ ἀναφέρεται στὸ «στενὸν τῆς<br />

(λατινικῆς) διαλέκτου τὸ ὁποῖο παρέχει αἰτίας βλασφημίας». Παράλληλα<br />

ἡ προαναφερόμενη «οἴκοθεν» προσέγγιση προέκυψε κατὰ τὴν ροὴ<br />

τῆς μελέτης, ἐνῶ στὴν πράξη ὑποστηρίχθηκε ἀπὸ μία σχολαστικὴ<br />

πρωτογενῆ ἀρχαιολογικὴ καταγραφὴ τῶν δεδομένων τῶν εἰκόνων<br />

τῆς ἱστορήσεως, ὅπως αὐτὲς εὑρίσκονται διαταγμένες τοπογραφικά,<br />

θεματογραφικὰ καὶ εἰκονογραφικά, σὲ συσχετισμὸ μὲ μία ἐξ ἴσου<br />

σχολαστικὴ πρωτογενῆ φιλολογικὴ ἀποδελτίωση σχετικῶν πρὸς<br />

αὐτὰ ὀνομάτων ἀπὸ κείμενα. Ὅλα τὰ προαναφερόμενα ἀπὸ ἕνα σημεῖο<br />

καὶ μετὰ ἄρχισαν νὰ ἀποκαλύπτουν τὴν κοινὴ ἐντελέχεια ποὺ<br />

συνέχει ἀμφότερα, κατὰ κάποιο τρόπο παραπέμποντας ταυτόχρονα<br />

τόσο στὸν ἐν ἀρχῇ λόγο τῆς δημιουργίας τῆς ἱστορήσεως, ὅσο καὶ<br />

σὲ λανθάνουσες ἕως σήμερα κύριες παραμέτρους τοῦ -ἀπὸ τὸ 1289<br />

καὶ μετά- συστηματικὰ ἐφαρμοζόμενου πολιτικοῦ δόγματος, μιᾶς<br />

κρατικῆς καὶ ἀνθρωπολογικῆς «ἀνανεώσεως» ποὺ μέσα ἀπὸ πολλὲς<br />

ἀντιρρήσεις καὶ ἱερατικὲς «ἀρρητουργίες» εἶχε δρομολογήσει ὁ<br />

Ἀνδρόνικος Β΄, πρὸς τοῦτο βοηθούμενος ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀθανάσιο<br />

Α΄ καὶ Θεόληπτο καὶ τὸν νεαρὸ τότε Θεόδωρο Μετοχίτη. Τὰ<br />

ἀποτελέσματα τοῦ δόγματος ἐκείνου μέχρι σήμερα μελετητικὰ δὲν<br />

ἔχουν πάψει νὰ θεωροῦνται ἀπὸ πολλοὺς ὡς ἀποτέλεσμα ἑνὸς παράδοξου<br />

φαινομένου, μιᾶς κατ’ ἐπιστημονικὴν οἰκονομίαν ἀποκαλούμενης<br />

«Παλαιολόγειας Ἀναγεννήσεως» ποὺ συνόδευσε μὲ μεγάλα<br />

μνημεῖα τὴν βασιλεία τοῦ Ἀνδρονίκου Β΄, σὲ χρόνους ποὺ θεωροῦνται<br />

ὡς πολιτικὴ παρακμή.<br />

φυλάττειν ἐκ τῶν ἐναντίων λύκων αὐτήν.» Βλ. σχετικά τὴν ἔκδοση τῶν ἐπιστολῶν<br />

τοῦ Θεοδώρου Β΄ Δούκα Λάσκαρι (βασιλεία 1254-1258 μ.Χ.,<br />

βίος περ. 1222-1258 μ.Χ.), N. Festa, Theodori Ducae Laskaris Epistulæ<br />

CCXVII, Firenze 1898, σ. 58-59. Πρβλ. ἐπίσης τὸ ἀπόσπασμα «ἡδύτερον<br />

γὰρ ἐστί τινι ἐξ οἰκείου ἀγροῦ ἐλαίας κλάδους ἀναλαμβάνειν καὶ στέφεσθαι, ἢ<br />

ἐξ ἑτέρου τοῦ τὸν κόπον καὶ τὴν καταβολὴν τοῦ σπέρματος κεκτημένου παρ’<br />

ἄλλο.» (ἔκδ. Festa, σ. 271-276).


148 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />

Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος Α΄, σὲ κρίσιμες στιγμὲς τῶν δύο πατριαρχειῶν<br />

του, τόνιζε ὅτι ὡς πρότυπό του ἀκολουθοῦσε τὸ κείμενο τοῦ<br />

Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας· ὅταν ἤθελε νὰ κάνει συνοπτικὴ ἀναφορὰ<br />

στὴν παράδοση ποὺ εἶχε διακονήσει, μὲ συνείδηση ἀρχιποιμένος,<br />

χρησιμοποιοῦσε τὸ ὄνομα «πολιτογραφία». Μὲ τὸν ὅρο αὐτὸ<br />

ἐν πρώτοις δήλωνε ὅτι δὲν βασιζόταν σὲ θεωρητικὲς ἢ ἰδεολογικὲς<br />

καὶ ἀτομικὲς ἀπόψεις ἀλλὰ στὴν ἱερατικὴ πεῖρα του, παράλληλα<br />

πρὸς τὴν συνοδικὰ κεκτημένη καὶ δημόσια καταγραμμένη κατὰ τὴν<br />

1η μ.Χ. χιλιετία ὀρθόδοξη χριστιανική καὶ ρωμαϊκὴ πολιτεία. Κατὰ<br />

δεύτερον ἔμμεσα ὑπενθύμιζε, ὅπως καὶ σὲ ἄλλες σχετικὲς περιπτώσεις,<br />

ὅτι στηριζόταν στὰ πρακτικὰ τῆς ἑνωτικῆς ἐν Ἁγίᾳ Σοφίᾳ Η΄<br />

Οἰκουμενικῆς Συνόδου (879-880 μ.Χ.), ὅπου ἀνακεφαλαιώνονται<br />

ὅσα «ἡ ἁγία καὶ μεγάλη ἐν Νικαίᾳ σύνοδος ἐθεμελίωσε, καὶ αἱ ἄλλαι<br />

ἅγιαι καὶ οἰκουμενικαὶ σύνοδοι συνεπῳκοδόμησάν τε καὶ συνεκρότησαν»,<br />

καὶ γιὰ τὰ ὁποῖα οἱ συνυπογράψαντες τὰ πρακτικὰ ἅγιοι πατέρες καὶ<br />

ὁ αὐτοκράτωρ ἐπιγράφουν ἑαυτοὺς ὡς «συγκλήρους τῆς πολιτογραφίας»<br />

ὅλης τῆς χριστιανικῆς περιόδου τῆς «τῶν Ῥωμαίων ἀρχῆς».<br />

Ἡ κύρια τριακονταετία (1280-1310) ποὺ καλύπτει τὶς περισσότερες<br />

-μεταξύ τους ἀντικρουόμενες- προτάσεις περὶ τὴν χρονικὴ τοποθέτηση<br />

τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου, συμβαίνει νὰ ἀντιστοιχεῖ<br />

πρὸς τὸ πρῶτο τέταρτο τοῦ βίου τοῦ λόγιου ποιητῆ Μανουὴλ Φιλῆ<br />

(1275-1345)· αὐτὸς σὲ ποίημά του ἔγραφε τὰ ἑξῆς γιὰ τὴν τέχνη<br />

τῶν εἰκόνων: «Εἰ σωμάτων μίμησιν ἡ τέχνη γράφει, | τοῦτο γραφική,<br />

τοῦτο καὶ φύσιν ἒχον· | καινὸν γὰρ οὐδὲν ζωγραφεῖν ὕλην ὕλῃ· | ὅταν δὲ<br />

καὶ νοῦν καὶ πυρὸς φλόγα γράφῃ | καὶ πνεῦμα καὶ φῶς ἐν βραχεῖ περιγράφῃ,<br />

| τέρας βλέπων θαύμαζε τὴν τέχνην, ξένε» 11 . Κατὰ τὸν Φιλὴ ὁ<br />

εἰκαστικὸς λόγος τῆς τέχνης τῶν εἰκόνων δὲν μιμεῖται μόνο τὴν<br />

φύση, ἀποδίδοντάς την κατὰ «φυσικό» τρόπο, ἀλλὰ «περιγράφει ἐν<br />

βραχεῖ», κατὰ τρόπο «καινὸ» τὴν «φλόγα πυρὸς», τὸ «πνεῦμα» καὶ τὸ<br />

«φῶς» ποὺ δὲν προέρχονται ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Τὸ φῶς αὺτὸ ὁ<br />

ἅγιος Ἀθανάσιος Α ́ χαρακτήριζε «ἀνείδεο» συσχετίζοντάς το μὲ τὴν<br />

«δόξα τῆς μακαρίας Ἁγίας Τριάδος, τοῦ ἡλίου τῆς Δικαιοσύνης, τῆς βασιλείας<br />

τῶν οὐρανῶν» ἡ ὁποία «καὶ ἐντὸς ἡμῶν εἶναι» 12 . Εἶναι ἰδιαίτερα<br />

11<br />

Ε. Braounou-Pietsch, Beseelte Bilder. Epigramme des Manuel Philes auf bildliche<br />

Darstellungen, Wien 2010, αρ. 6, σ. 66-68.<br />

12<br />

Ἀνάλογα ὁ Θεόδωρος Μετοχίτης παρατηροῦσε, στὸ ἐγκώμιό του γιὰ τὸν<br />

Ἀνδρόνικο Β΄, «τὸν σὸν τῆς φύσεως καὶ τῆς ψυχῆς κόσμον, ἀπαράμιλλον οἷον<br />

καὶ πρᾶγμα σχεδὸν ἀμίμητον, ὅσοι καὶ μάλιστ’ ἐν λόγῳ ἢὃτῶν γραφικῶν χεῖρες<br />

δύνανται, τὸ σωματικὸν μόνον κάλλος τῷ μέλλοντι χρόνῳ παραπέμπουσαι καὶ


«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />

ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />

149<br />

σημαντικὸ ὅτι κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους τόσο ὁ προφορικὸς καὶ<br />

φιλολογικὸς λόγος, ὅσο καὶ ὁ εἰκαστικός, ἀντιμετωπίζονταν ὡς ἰσότιμοι,<br />

ὅπως καὶ στὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ<br />

ποὺ ἔβλεπε τὶς ἱερὲς εἰκόνες ὡς «μιμήματα καὶ ὁμοιώματα καὶ βίβλους<br />

τῶν ἀγραμμάτων» 13 στὴν εἰκονολογία τοῦ ὁποίου κυρίως εἶχε βασισθεῖ<br />

ὁ δογματισμὸς τῆς ἐν Νικαίᾳ Ζ΄ οἰκουμενικῆς συνόδου (787).<br />

Στὸ κείμενο τοῦ Μανουὴλ Φιλῆ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐνδιαφέρουσα<br />

χρήση τῶν ρημάτων «γράφω» καὶ «περιγράφω», διὰ τῶν ὁποίων σημαίνεται<br />

ἡ ἁγιογραφία, ὅπως καὶ στον Μετοχίτη, προβάλλεται καὶ ἡ<br />

χρήση τοῦ ἐπιθέτου «καινός», ποὺ σημαίνει μία κατάσταση ἡ ὁποία<br />

δὲν διέπεται μόνο ἀπὸ τὴν αἰτιοκρατία τοῦ κατὰ κόσμον πλαισίου<br />

τῆς ἱστορίας. Ταυτόχρονα, θὰ λέγαμε, σημαίνει μία κατὰ κόσμον μεταβολὴ<br />

«ἱεροκοσμικῆς καὶ καθολικῆς» διαστάσεως τῆς ἐπὶ γῆς ἱστορίας<br />

τοῦ ἀνθρώπου, καθὼς συμπεριέχει καὶ τὴν εὐαγγελικὴ καὶ ἀποστολικὴ<br />

συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο 14 . Ὅμως στὸ σύνθετο ὄνομα<br />

χαριζόμεναι ...»· βλ. Γ. Δ. Πολέμης, Θεόδωρος Μετοχίτης: Οἱ δύο βασιλικοὶ<br />

λόγοι, Ἀθήνα 2007, σ. 278.5-10, πρβλ. καὶ μὲ χωρίο ἀπὸ ἀνέκδοτο λόγο<br />

τοῦ ἰδίου, «τὸ τῆς γραφικῆς ἐργασίας ὡς ἒχον τινὰ τοῖς τοῦ λόγου πράγμασιν<br />

ὡς ἀληθῶς συγγένειαν» (ὅ.π., σ. 281, ὑποσ. 151). Ἐπίσης ὁ Ἱερομόναχος<br />

Ἱερόθεος (13ος αἰώνας) διατεινόταν ὅτι: «Ἅπερ γοῦν ἀκοῇ παρειλήφαμεν,<br />

ταῦτα δι’ ἀπεικονισμάτων καὶ σχηματίζομεν ... οὐδὲ γὰρ πᾶσα εἰκὼν ἑαυτὴν τοῦ<br />

ἐκεῖθεν εἶναι παρίστησι, ἀλλὰ κατ΄ οὐσίαν μόνην, ὡς εἴρηται, τοῦ εἰκονιζομένου<br />

παρεμφερῆ»· ἀρχιμ. Ν. Χ. Ἰωαννίδης, Ὁ Ἱερομόναχος Ἱερόθεος (ΙΓ΄ αι.) καὶ<br />

τὸ ἀνέκδοτο συγγραφικό του ἒργο, Ἀθήνα 2007, σ. 121.683-84, 123.739-<br />

742.<br />

13<br />

«Οὕτως καὶ ἐν τῷ πράγματι τῶν εἰκόνων χρὴ ἐρευνᾶν τήν τε ἀλήθειαν καὶ τὸν<br />

σκοπὸν τῶν ποιούντων καί, εἰ μὲν ἀληθὴς καὶ ὀρθὸς καὶ πρὸς δόξαν θεοῦ καὶ<br />

τῶν ἁγίων αὐτοῦ καὶ πρὸς ζῆλον ἀρετῆς καὶ ἀποφυγὴν κακίας καὶ σωτηρίαν<br />

ψυχῶν γίνονται, ἀποδέχεσθαι καὶ τιμᾶν ὡς εἰκόνας καὶ μιμήματα καὶ ὁμοιώματα<br />

καὶ βίβλους τῶν ἀγραμμάτων καὶ προσκυνεῖν καὶ καταφιλεῖν καὶ ὀφθαλμοῖς καὶ<br />

χείλεσι καὶ καρδίᾳ ἀσπάζεσθαι ὡς σεσαρκωμένου θεοῦ ὁμοίωμα ἢ τῆς τούτου<br />

μητρὸς ἢ τῶν ἁγίων τῶν κοινωνῶν τῶν παθημάτων καὶ τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ<br />

...». (ἔκδ. Κotter, τ. 3, 2,10, στ. 48-69)<br />

14<br />

Ὁ πατριάρχης Ἀθανάσιος Α΄, κατηγοριοποιοῦσε τὸ ἀντίστοιχο σύνολο<br />

τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως σὲ τρεῖς κύριες περιόδους: α΄ τὴν «προφητική»,<br />

β΄τὴν «εὐαγγελικὴ» καὶ γ΄ τὴν «ἀποστολική»· τὴν τελευταία περίοδο<br />

ποὺ ταύτιζε μὲ τὴν περίοδο τοῦ «νέου ἀνθρώπου» -σὲ ἀντίθεση πρὸς τὴν<br />

«προφητικὴ», ποὺ τὴν κατηγοριοποιοῦσε ὡς τὴν περίοδο τοῦ «παλαιοῦ»,<br />

«κατὰ κόσμον φυσικοῦ ἀνθρώπου»-, τὴν θεωροῦσε ὡς τὴν ἐνδιάμεση περίοδο<br />

ἀπὸ τὴν 1η πρὸς τὴν 2α παρουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴν γῆ.<br />

Βλ.Talbot, The Correspondence, επ. 55.12-13: «πρὸς τὸ δράξασθαι θείας παιδείας,<br />

προφητικῆς, ἀποστολικῆς, εὐαγγελικῆς, ὡς ὀρθοδόξοις ἐξόν». Ἡ ἴδια<br />

τριπλὴ ἱστορικὴ περιοδολόγηση τῆς χριστιανικῆς ἐκκλησίας ἐντοπίσθηκε


150 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />

«ἱεροκοσμικός», τοῦ ὁποίου ἡ «καθολικὴ» διάσταση (secular καὶ divine)<br />

σημαίνεται μὲ τὸ ὄνομα «καινὸς», συμπεριέχεται μία διαφορετικὴ λογικὴ<br />

ἀπὸ ἐκείνη τοῦ ἀριστοτελικοῦ ἀξιώματος τῆς «μὴ ἀντιφάσεως» 15 .<br />

Τὸ ὄνομα «καινὸς» παραπέμπει σὲ κάτι ποὺ δὲν ἐξηγεῖται «λογικά»,<br />

σὲ μία πορεία καθάρσεως τοῦ ἀνθρώπου σὲ σχέση μὲ τὴν ἱερότητα<br />

τοῦ χρόνου τῆς παρὰ Θεῷ αἰωνιότητας, ἱερότητα ποὺ ἀπηχεῖ μία<br />

αἰτιότητα μυσταγωγικὴ καὶ ὑπερβαίνει τὰ ὅρια τῆς αἰτιοκρατίας τῆς<br />

ἱστορίας. Κατ’ οὐσίαν μὲ τὰ ἐπίθετα «καινὸς» καὶ «καθολικὸς» δηλώνεται<br />

ὅτι στὴν πραγματικότητα τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πολιτογραφίας<br />

καὶ ἀνθρωπολογίας συμβίωναν δύο νομοτέλειες, ἡ κοσμική<br />

(secular), τοῦ χρόνου τῆς ἱστορικῆς αἰτιοκρατικῆς ἐξελίξεως, καὶ ἡ<br />

ἱερή (divine), τοῦ χρόνου τῆς θεϊκῆς αἰωνιότητας.<br />

Ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὸ ποίημα τοῦ Φιλῆ, ὁ ἴδιος, εἶχε πλήρη<br />

συνείδηση γιὰ τὴν παράδοση αὐτὴ τῆς παραδοξότητας σὲ σχέση μὲ<br />

τὴν λογικὴ τοῦ φυσικοῦ κόσμου τούτου, παραδοξότητα ποὺ συντελέσθηκε<br />

μὲ τὴ γέννηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐκπόρευση τοῦ<br />

Ἁγίου Πνεύματος· τοῦτο ἐκφράζει ὁ Φιλὴς μὲ τὸ ἐπίθετο «καινός», τὸ<br />

ὁποῖο χρησιμοποιεῖ μὲ τρόπο μαχητικό, ἀδιαφορῶντας γιὰ τὴν ἀ -<br />

ντίδραση κάθε «ξένου», ὁ ὁποῖος στέκεται σκεπτικά ἀπέναντι στὸ<br />

«θαῦμα» καὶ τὸ «τέρας», ἀπορρίπτοντας κατ’ οὐσίαν ὁλόκληρη τὴν<br />

ὀρθόδοξη πολιτογραφία. Προφανῶς ὁ Φιλῆς βασιζόταν σὲ ὅλο τὸν<br />

δογματισμὸ τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων καὶ ὑπερασπιζόταν τὴν,<br />

κατὰ τὴν ἀνθρώπινη λογική, παραδοξότητα τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ<br />

Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνευματος, δηλαδὴ τὴν<br />

ἀπόλυτη διπλὴ νομοτέλεια ποὺ δηλώνεται ὅτι διέπει τὴν ὀρθόδοξη<br />

χριστιανικὴ ζωὴ ἡ ὁποία ἔτσι μονίμως ὑμνεῖται καὶ λειτουργικά.<br />

Στὴν πράξη, ἡ ἀνακριβὴς κατανόηση τοῦ τρόπου τῆς λειτουργίας<br />

τῆς καταστάσεως τῆς «καινότητας» ποὺ χαρακτηρίζει ἀνθρωπολογικὰ<br />

τὸν ὀρθόδοξο βίο, καθιστᾶ ἀδύνατη τὴν ἐπαρκῆ ἀποδοχὴ καὶ τὴν<br />

ὅτι διέπει καὶ τὴν ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου, ὅπου διὰ μιᾶς εἰκαστικῆς ἀποφατικότητας,<br />

ἐπιπρόσθετα προβάλλεται τόσο ἡ περίοδος τῶν χρόνων τῆς<br />

ἱδρύσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅσο καὶ τῆς 1ης περιόδου τῶν Μακεδόνων<br />

αὐτοκρατόρων.<br />

15<br />

Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὰ σύνθετα ἐπίθετα «θεανδρικὸς» καὶ «θεομητορικός»,<br />

τὰ ὁποῖα χρησιμοποιοῦσε ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος Α΄· τὰ δύο συνθετικά<br />

τους ἀντιφάσκουν στὴν κοινὴ λογική, κάνοντάς τα νὰ μοιάζουν «παράδοξα»·<br />

τὸ «θεανδρικὸς» παραπέμπει στὴν κτιστὴ ἰδιότητα κάθε ἀνδρὸς καὶ<br />

μαζὶ στὴν ἄκτιστη ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ· τὸ «θεομητορικός» ἀντίστοιχα περιέχει<br />

δύο ὀνόματα, ταυτόχρονα γιὰ τὴν κτιστὴ οὐσία τῆς Παναγίας καὶ τὴν ἄκτιστη<br />

τοῦ ὑπερούσιου Θεοῦ.


«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />

ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />

151<br />

ἀκριβῆ κατανόηση κάθε ἐκδηλώσεώς του, ὅπως ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν<br />

καινότητα ποὺ διέπει καὶ τὴν ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου. Ἐξηγῶντας<br />

ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος Α΄ τὴν «καινότητα» τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανικοῦ<br />

βίου σημείωνε ὅτι ὁ «καινὸς ἄνθρωπος» «κτίζεται» ὡς «καταξίωσι» μιᾶς<br />

πορείας βίου «ἐπιστροφῆς» καὶ «μετανοίας», κυρίως δὲ «ἀκριβείας<br />

λόγου καὶ ἔργων», καὶ μακρὰν κάθε «ἀλλοτριώσεως τῶν ὀνομάτων», δηλαδὴ<br />

ὅποιας «κατ΄ οἰκονομίαν» στάσεως ἢ ἰδεολογικῆς χρήσεως τῶν<br />

ὀνομάτων, τὴν ὁποία ἀποκαλοῦσε «τερθρεία». Χρησιμοποιοῦσε τὸ<br />

ὄνομα «πολιτογραφία» στὶς περιπτώσεις ποὺ ἤθελε νὰ κάνει μία συνοπτικὴ<br />

ἀναφορὰ στὴν «ἐν καινότητι ζωή», τονίζοντας ὅτι ἡ χριστιανικὴ<br />

ζωὴ δὲν εἶναι θεωρητικὴ ἢ ἰδεολογικὴ, ἀλλὰ στόχος μιᾶς ἐν<br />

τοῖς πράγμασιν ἀρετῆς, ὅπως αὐτὴ καθοριζόταν ὡς κατακλεῖδα ἀπὸ<br />

ὅσα σχετικὰ εὑρίσκονταν διατυπωμένα καὶ δογματισμένα στὰ πρακτικὰ<br />

τῆς Η΄ οἰκουμενικῆς συνόδου (879-880), ὅρους τὴς ὁποίας<br />

συχνὰ μνημονεύει. Ἀντίστοιχα ἔκρινε ὡς «νομίμων ἀθέτησιν», διαπραττόμενη<br />

ἀπὸ συνειδήσεις «βυθισμένες σὲ ἀπόνοια», κατὰ πα -<br />

ρέκκλιση πρὸς ὅσα καταγραμμένα συνιστοῦσαν τὴν «προφητική»,<br />

«εὐ αγγελική», «ἀποστολικὴ» ἕως καὶ «συνοδικὴ» παράδοση τῆς Ἐκκλησίας,<br />

τὴν ὁποία ὀνοματίζει καὶ «θεία παιδεία ὡς ὀρθοδόξοις ἐξόν».<br />

Σειρὰ ὀνομάτων, ὅπως τὰ προαναφερόμενα, τὰ ὁποῖα ἐντοπίσθηκαν<br />

συσχετιζόμενα μὲ τὰ δεδομένα τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου,<br />

δείχνουν νὰ αὐτοπροσδιορίζουν τὴν «ἀνακεφαλαιούμενη» καὶ<br />

«ὡς πρὶν συγκροτούμενη» καὶ «ἀνανεούμενη», περὶ τὸ 1290, ὀρθόδοξη<br />

χριστιανικὴ ἱεροκοσμικὴ ἀνθρωπολογία καὶ πολιτογραφία. Ὅλα τὰ<br />

παράπανω ὀνόματα βοήθησαν, ὄχι μόνο στὴν κατανόηση τῆς τότε<br />

ἐποχῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀκρίβειας τῆς μυσταγωγικῆς διατάξεως τῶν<br />

εἰκόνων τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου, ὅπως ἀκόμη καὶ τὶς ἐλάχιστες<br />

παρεκκλίσεις ἀπὸ αὐτήν. Ἀκόμη ὁδήγησαν σὲ μία τεκμηρίωση<br />

τοῦ ἀντικρίσματός τους στὴν τότε ἐποχή, δείχνοντας πόσο τὸ εὐρύτερο<br />

αἴτημα τῆς «λόγῳ καὶ ἔργῳ» ἀκριβείας διεδραμάτισε πρωτεύοντα<br />

ἱστορικὸ ρόλο σὲ σχέση πρὸς τὸν λόγο καὶ τὸν τρόπο τῆς δημιουργίας<br />

τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου 16 .<br />

16<br />

Ὀνόματα ποὺ διακρίθηκαν ὡς πλέον σημαντικὰ στὴν κατανόηση τῆς παραδοξότητας,<br />

ποὺ ἐκπροσωποῦν τὸ «καινό», διεπόμενο ἀπὸ πνεῦμα καὶ<br />

φῶς ἐκ Θεοῦ, τῆς ἱστορήσεως εἶναι τὰ ἀκόλουθα: «πνεῦμα-πνευματικός»,<br />

«ἐπίνοια», «ὑπόνοια», «ἀπόνοια», «οἰκονομία», «καινοτομία», «οἴκοθεν», «ὑποκρι -<br />

σία», «σκηνή-σκηνικός», «παίγνιο», «ἀλλοτρίωσις ὀνομάτων», «ψιλὰ γρἀμματα»,<br />

«κομψεία», «τερθρεία», «ἐπιστροφή», «συντήρησις», «ἀνανέωσις», «φύσις», «μετάνοια»,<br />

«μεταβολή», καὶ γιὰ τὸ «ἄνθρωπος», τὰ «ἀρχαῖος», «παλαιός», «νέος»,


152 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />

Γενικὰ Προλεγόμενα<br />

1. Ἡ συνοπτικὴ ἱστορικὴ ἀνασκόπηση τῆς μελέτης τοῦ ἔργου<br />

τοῦ Πανσέληνου<br />

«Ὅταν μὴ ὡς ἒστιν ὁ Θεὸς φαίνηται, ἀλλ΄ ὡς ὁ δυνάμενος αὐτὸν θεωρεῖν οἷός<br />

τε ἐστιν, οὕτως ἑαυτὸν δεικνύῃ, ἐπιμετρῶν τῇ τῶν ὁρώντων ἀσθενείᾳ τῆς ὄψεως τὴν<br />

ἐπίδειξιν.» (ἔκδ. Malingrey, ὁμιλία 3, στ. 163-166)<br />

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως,<br />

Νέας Ῥώμης καὶ Πατριάρχης. (398-404 περ.βίου: 347-407)<br />

(εἰκ. 2)<br />

Τὰ δημοσιεύματα τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν στὴν ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου,<br />

συμπληρώνουν στὶς ἡμέρες μας μία περίοδο διαρκείας τρια-<br />

«καινός». Προκειμένου νὰ ἀποφεύγονται ἀνυπόστατα μελετητικὰ συμπεράσματα,<br />

κατὰ περίπτωση τοῦ κάθε ὀνόματος, θὰ δίνεται ἡ ἀκριβὴς σημασία<br />

του, κατὰ κανόνα πλήρως διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν τρέχουσα<br />

σύγχρονη. Ἐπίσης ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ μία σημαντικὴ διασαφήνιση σὲ<br />

σχέση μὲ τὴν χρήση τῆς προθέσεως «μετὰ» κατὰ τὴν σύνθεση τῶν λέξεων.<br />

Ὀνόματα ὅπως «μετά-νοια», «μετα-βολή», «μετά-ληψις», «μετα-μόρφωσις» παραπέμπουν<br />

σὲ μία ἀλλαγὴ τῆς ὁποίας ἡ νομοτέλεια προϋποθέτει συνέργεια<br />

στὸ πλαίσιο μιᾶς θείας φιλάνθρωπης, κατ’ οἰκονομίαν συγκαταβάσεως<br />

πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ποὺ παραδόξως ἀνατρέπει τὴν κατὰ κόσμον ἐξελικτικὴ<br />

νομοτέλεια, τὴν καὶ ὑμνολογικὰ ἀποκαλούμενη «κατάρα τοῦ νόμου»,<br />

στὸ πλαίσιο τῆς ἐπὶ γῆς ἱστορίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ διασάφηση αὐτὴ βοήθησε<br />

στὴν περαιτέρω κατανόηση τῆς διπλῆς νομοτέλειας ποὺ ὁρίζεται ἀπὸ<br />

τὴν κατὰ κόσμον ἐξελίξη τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν καθ’ ὑπέρβαση αὐτῆς μεταβολὴ<br />

τοῦ «παλαιοῦ» ἀνθρώπου σὲ «νέο-καινό», μὲ τὴν συνέργεια τοῦ Θεοῦ<br />

μὲ στόχο μία ἀνθρώπινη ἐλευθερία καὶ βασιλεία ὄχι ἐπίγεια ἀλλὰ οὐράνια,<br />

ἡ ὁποία «καὶ ἐντὸς ἡμῶν ἐστί». Στὸ ἀνθρωπολογικὸ αὐτὸ πλαίσιο, ἡ<br />

μόνη κατὰ κόσμον ἐξέλιξη ποὺ θεωρεῖται δυνατὴ καὶ σύμφυτη μὲ τὴν<br />

ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου –ὅπως ὁρίζεται τόσο στὸν δογματισμὸ τῆς Η΄<br />

Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅσο καὶ στά κείμενα τοῦ τέλους τοῦ 13ου αἰῶνος,<br />

ὅπως καὶ τὰ ἱστορικὰ ποὺ παραπέμπουν σὲ αὐτόν–, ἀφορᾶ τὴν παράγωγη<br />

ἤθους «διακρίσεως» μὲ βάση τὴν «ἀκρίβεια διανοίας» ἢ τὴν «μὴ ἀντίφαση<br />

λόγων καὶ ἔργων»· ὡς ἀντίθετο της δηλώνεται τὸ ἦθος τῆς φαρισαϊκῆς «ὑποκρίσεως»<br />

ποὺ χειρίζεται τὴν «ἀλλοτρίωσι τῶν ὀνομάτων» (ἀσυνέπεια-ἀντίφαση<br />

λόγων καὶ πράξεων), καταλήγοντας στὴν «ἀπόνοια» καὶ συνιστῶντας<br />

τὴν κατὰ κόσμον «ὕβρι» σὲ βάρος τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ὕβρις αὐτὴ, ἰσότιμη<br />

τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, χρησιμοποιεῖ «σκηνικὰ παιχνίδια», ὑποκαθιστῶντας<br />

ἐπὶ γῆς τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπιφέροντας νομοτελειακὰ<br />

τὴν ἀναστολὴ κάθε κατὰ κόσμον «μεταβολῆς» ἀπὸ Θεοῦ καὶ ἐν τέλει «δολιευομένη»<br />

τὴν κατὰ κόσμον ἑνότητα τοῦ σώματος τῆς ἐκκλησίας καὶ ὅλης<br />

τῆς οἰκοδομημένης ἐν Χριστῷ ὀρθόδοξης ρωμαϊκῆς πολιτογραφίας τῆς<br />

1ης μ.Χ. χιλιετίας.


«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />

ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />

153<br />

κοσίων δεκαοκτὼ ἐτῶν (1698- 2016)·<br />

ἀπὸ αὐτά, ἂν τὰ συνταγμένα κατὰ τὰ πρῶτα<br />

ἑκατὸν σαράντα ἑπτὰ ἔτη (1698-1845)<br />

ἔχουν ὡς ἀφετηρία τὴν συμβολὴ τοῦ<br />

Ἄγγλου διπλωμάτη καὶ ἱστορικοῦ Sir Paul<br />

Rycaut (1628-1700) 17 τὰ ὑπόλοιπα τῆς<br />

ἑπιστημονικῆς περιόδου, ἔχουν γιὰ δική<br />

τους ἀφετηρία ὅσα πρῶτος κατέγραψε ὁ<br />

ἱστορικὸς τῆς τέχνης Adolphe Napoléon<br />

Didron (1806-1867) 18 . Ἕνας ὑφέρπων<br />

ἀτέρμων διάλογος μονολόγων ἐντοπίζεται<br />

στὸ σύνολο τῶν ἑκατὸν ἑβδομῆντα ἑνὸς<br />

ἐτῶν ποὺ ἀφοροῦν στὶς περὶ τὸ Πρωτᾶτο<br />

17<br />

Ἀφορᾶ στὴν μαρτυρία σύμφωνα μὲ τὴν<br />

ὁποία: «Outre cela, il y a une Maison ou<br />

Halle commune, dans laquelle ils tiennent<br />

leur Synode, ou leur assemblée générale, au<br />

sujet des intérests de tous les Couvents. Ce<br />

Synode est appelé l’Assemblée des Anciens.<br />

Prés de-là est une fortbelle Eglise, bastie par<br />

Constantin le Grand, & dédiée à l’assomption<br />

de Nôtre Dame, qu’ils appelent le dormir de<br />

la S. Vierge. Cette Eglise, qui est trés-ancienne,<br />

fut réparée, il y a environ cent-soixante<br />

& quatre ans, comme on le voit par<br />

une inscription, qui se trouve sur l’une ce<br />

murailles»· Sir P. Rycaut, Histoire de l’état<br />

présent de l’église Grecque et de l’église<br />

Arménienne, Amsterdam 1698, σ. 256. Γιὰ<br />

τὴν ἐπιγραφὴ αὐτὴ ποὺ συνδέεται ἴσως μὲ<br />

ἐργασίες στὸν Νάρθηκα, σὲ περίοδο κατὰ τὴν<br />

ὁποία Πρῶτος ἦταν ὁ Σεραφείμ, βλ. Καλομοιράκης,<br />

Ἑρμηνευτικὲς παρατηρήσεις, σ. 198,<br />

σημ. 13.<br />

18<br />

«Un seul excepté, le plus ancien, le plus illustre,<br />

le maître dont on allait étudier les<br />

oeuvres au Prôtaton de Karès ou au Catholicon<br />

(la grande église) de Vatopédi, tous étaient<br />

complétement oubliés; même on ne se<br />

souvenait que vaguement des peintres du<br />

XVIII e siècle. Quant au chef, au patriarche<br />

de l’école athonite ou aghiorite, il s’appelle<br />

Pansélinos, et vivait au XI e siècle. On verra<br />

son nom glorifié dans l’ouvrage qui suit;<br />

Εἰκ. 2.<br />

Ὁ Θεοπάτωρ Ἰσαάκ.«Μανουὴλ Πανσέληνος», Καρυές,<br />

Πρωτᾶτο. Ὡς ἡ 16η μορφὴ τῆς σειρᾶς τῶν<br />

Θεοπατόρων· εὑρισκεται στὴν ἐκ τῶν κάτω πρὸς<br />

τὰ ἄνω 4η ζώνη τοῦ νοτίου τοίχου τοῦ κεντρικοῦ<br />

κλίτους τοῦ ναοῦ τοῦ Πρωτάτου, περιβαλλόμενος<br />

δεξιά του καὶ ἀνατολικὰ ἀπὸ τὴν μορφὴ τοῦ<br />

Ἀβραὰμ καὶ ἀριστερά του καὶ δυτικὰ ἀπὸ τὴν<br />

μορφὴ τοῦ Ἰακώβ.


154 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />

μελέτες τῆς ἐπιστημονικῆς περιόδου (1845-2016). Ὁ διάλογος<br />

αὐτὸς καταγράφεται πορευόμενος μέσω διαφόρων δοξογραφικῶν<br />

παραλλήλων ἀτομικῶν ἐπιστημονικῶν τοποθετήσεων ἤ, πολλὲς<br />

φορές, ἰδιαίτερης ἀντικειμενικῆς ἀξίας ἀποφθεγματικῶν τοποθετήσεων,<br />

ὅπου δὲν ἀποφεύγονται γρῖφοι, ἀντιφάσεις ἢ μύθοι, καθὼς<br />

δὲν ὑφίσταται μία κοινὰ ἀκολουθούμενη μεθοδολογία, ποὺ νὰ οἰκοδομεῖ<br />

σταθερὴ γνώση. Παρὰ ταῦτα, πρέπει νὰ τονισθεῖ ὅτι οἱ προαναφερόμενες<br />

ἀποτιμήσεις δὲν ἀφοροῦν στὸ πρωτογενὲς μελετητικὸ<br />

ἐπίπεδο. Στὸν μέγιστο βαθμό τους οἱ πρωτογενῶς διατυπωμένες τεχνοτροπικὲς<br />

καὶ εἰκονογραφικὲς ἐκτιμήσεις δὲν ἐντοπίζεται ὅτι περιέχουν<br />

μεγάλα σφάλματα, ἀντίθετα ἀπὸ ὅ,τι συμβαίνει, σχεδὸν<br />

κατὰ κανόνα, στὶς δευτερογενεῖς ἱστορικὲς καὶ τριτογενεῖς εὐρύτερες<br />

πολιτιστικὲς καὶ περαιτέρω θεωρητικὲς ἐξηγήσεις.<br />

Ἡ ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου συνθεωρούμενη ἀπὸ ὅλες τὶς περὶ<br />

αὐτὴν μελέτες, κυρίως τεχνοτροπικά, σήμερα διεθνῶς φθάνει, ἐν<br />

ἀμφιγνωμίαις τοποθετούμενη, σὲ ἕνα χρονικὸ διάστημα πενῆντα<br />

ἐτῶν (~1262 - ~1312). Τέσσερεις εἶναι οἱ σταθερὰ χρονολογημένες<br />

ἱστορήσεις ὅπου κυρίως παραπέμπουν οἱ σχετικὲς πρωτογενεῖς<br />

τεχνοτροπικὲς ἀναφορές: α. τῆς Ἁγίας Τριάδος στὴν Sopoćani<br />

(1260-1265) τῆς Σερβίας 19· β. τῆς Περιβλέπτου στὴν Ἀχρίδα, σήμερα<br />

ἅγιος Κλήμης, παρὰ τὶς λίμνες τῶν Πρεσπῶν (1294-1295) 20·<br />

γ. τοῦ Παρεκκλησίου τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου στὴν Βασιλικὴ τοῦ ἁγίου<br />

Δημητρίου τῆς Θεσσαλονίκης (1303) 21· καὶ δ. τοῦ ἐξωνάρθηκα τοῦ<br />

καθολικοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπεδίου (1312) στὸ Ἅγιον Ὄρος 22 .<br />

Ἐν πολλοῖς τὸ πλαίσιο τῆς τρέχουσας χρονικῆς τοποθετήσεως, ποὺ<br />

συμβαίνει νὰ ἀντιστοιχεῖ σὲ ἕνα πενηνταετὲς χρονικὸ διάστημα ἀνάμεσα<br />

στὸν «13ο ἓως τὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰώνα», εἶναι τὸ αὐτὸ ἀκριβῶς<br />

c’est de lui et de ses oeuvres vénérable que relève toute la peinture byzantine»<br />

καὶ «Pansélinos est ce peintre du XII e siècle, le Raphael ou plutôt<br />

le Giotto de l’école byzantine, dont on montre des fresques dans la principale<br />

église de Karès, au mont Athos.»· M. Didron, Manuel d’iconographie<br />

chrétienne grecque et latine, avec une introduction et des notes, Paris 1845,<br />

εἰσαγωγή, σ. XX καὶ σ. 7, ὑποσ. 1.<br />

19<br />

B. Djurić, Sopoćani, Beograd 1963, σ. 127.<br />

20<br />

P. Milijković-Pepek, L’oeuvre des peintres Michel et Eutych, Skopje 1967,<br />

σ. 169-177.<br />

21<br />

Γ. Α. καὶ Μ. Γ. Σωτηρίου, Ἡ Βασιλικὴ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τῆς Θεσσαλονίκης,<br />

Ἀθήνα 1952, τ. 1, σ. 214 καὶ Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Οἱ τοιχογραφίες τοῦ παρεκκλησίου<br />

τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου (1302/3), ἒργο τοῦ Μανουὴλ Πανσέληνου στὴν<br />

Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 237-270.<br />

22<br />

O. Demus, The Style of the Kariye Djami and its Place in the Develop-


«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />

ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />

155<br />

ποὺ ἐδῶ καὶ ἑκατὸ τριάντα τρία ἔτη, ἀπὸ τὸ 1883, εἶχε πρῶτος προτείνει<br />

ὁ Ch. Bayet (περ. βίου: 1849-1918).<br />

Ἀναλύοντας κριτικὰ τὴν τρέχουσα εὐρύτερη πολιτιστική, τριτογενῆ<br />

θεώρηση τοῦ ἔργου τῆς τέχνης τοῦ «Πανσελήνου», προκύπτει<br />

ὅτι αὐτὸ διεθνῶς ἐξηγεῖται ὡς ἕνας τοιχογραφημένος διάκοσμος «ἐν<br />

τοῖς διαγεγραμμένοις ὁρίοις τῆς θρησκευτικῆς ἰδέας» 23 μὲ προοπτικὴ<br />

προσέγγιση ἀπόλυτα παράλληλη πρὸς τὸ ἰδεολογικὸ δόγμα τοῦ<br />

«ἐκκοσμικευμένου ἀνθρωπισμοῦ / secular humanism» 24 θεϊστικοῦ ἢ<br />

ἀθεϊστικοῦ. Ὅλη ἡ εὐρύτερη θεωρητικὴ ἀποτίμηση τῆς τέχνης τοῦ<br />

«Πανσελήνου» ἔχει φθάσει νὰ εἶναι μελετητικὰ οἰκοδομημένη στὸ<br />

πλαίσιο τῆς προοπτικῆς αὐτῆς. Πρωτογενῶς ἐκτιμούμενη ἡ τέχνη<br />

τῆς ἱστορήσεως, ἔχει πιστοποιηθεῖ μὲ ἀρκετὴ βεβαιότητα ὅτι διέπεται<br />

ἀπὸ μία τεχνοτροπικὴ «μεταβατικότητα» 25 σὲ σχέση πρὸς τὴν μεταβολὴ<br />

τῆς μνημειακότητας καὶ πλαστικότητας τοῦ 13ου, πρὸς τὴν<br />

ἀφηγηματικότητα καὶ ζωγραφικότητα τοῦ 14ου αἰῶνος. Ἡ τέχνη τοῦ<br />

ment of Palaeοlogan Art, στο P. A. Underwood, The Kariye Djami, Princeton<br />

1975, σ. 155.<br />

23<br />

Κ. Βλάχος, Ἡ Χερσόνησος τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω καὶ αἱ ἐν Αὐτῇ Μοναὶ καὶ οἱ<br />

Μοναχοὶ Πάλαι τε καὶ Νῦν, Βόλος 1903· Φωτ. Ἀνατ., Θεσσαλονίκη 2005,<br />

σ. 164-165.<br />

24<br />

Γιὰ τὴν σημασία, τὴν χρήση καὶ τὴν βιβλιογραφία τῶν ὅρων «Secularism»<br />

καὶ «Secular Humanism», βλ.: τ. Γ΄. π. Γ΄. Πρόκειται γιὰ ἕνα διεθνὲς ἰδεολογικὸ<br />

κίνημα, μὲ πλαίσιο ἀναφορᾶς ἐκκοσμικευμένες ἀξίες περὶ τὸν<br />

ἄνθρωπο, ἀδιακρίτως ἐθνικῶν, θρησκευτικῶν ἢ ἀθεϊστικῶν πεποιθήσεων,<br />

κινούμενο περὶ τὸ ἐρώτημα κατὰ πόσον ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ<br />

εἶναι ἠθικὸς καὶ ἀθεϊστής, μὲ θεωρήσεις καὶ προσλήψεις θεϊστικὲς ἕως<br />

ἀθεϊστικές καὶ παράγωγες τούτων ἐξηγήσεις. Ἂν καὶ κανεὶς ἐξ ὅσων ἔχουν<br />

μελετήσει τὴν τέχνη τοῦ «Πανσελήνου» δὲν ἀναφέρεται στὸν «ἐκκοσμικευμένο<br />

ἀνθρωπισμό», ὅλες οἱ σχετικὲς τοποθετησεις «ἒργῳ» κινοῦνται σὲ ἀπολύτως<br />

παράλληλη ἰδεολογικὴ κατεύθυνση πρὸς τὶς θέσεις τῆς «’Eκκοσμικεύσεως»<br />

(secularism), ὅπως αὐτὴ πρωτοδιατυπώθηκε τὸ 1851 ἀπὸ τὸν G. J. Holyoake<br />

(1817-1906), ἢ τοῦ «’Eκκοσμικευμένου Ἀνθρωπισμοῦ / secular humanism»,<br />

τὸ 1933 ἀπὸ τοὺς R. W. Sellars (1880-1973) καὶ R. B. Bragg<br />

(1902-1979), σὲ σχέση πρὸς τὴν ἐξέλιξη ποὺ ἔχει ἕως τὶς ἡμέρες μας τὸ<br />

κίνημα αὐτὸ καὶ ἀδιακρίτως πρὸς τὶς ὅποιες θεϊστικὲς ἢ ἀθεϊστικὲς θέσεις<br />

ἔχουν ὑποστηριχθεῖ περὶ αὐτόν.<br />

25<br />

Δ. Καλομοιράκης, Παρατηρήσεις ἐπάνω στὸ Volume Style καὶ στὶς τοιχογραφίες<br />

τοῦ Πρωτάτου, Συμπόσιο Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας<br />

(στὸ ἑξῆς: ΣΧΑΕ) 2 (1982), σ. 38-39· τοῦ ἰδίου, Παρατηρήσεις ἐπάνω<br />

στὶς τοιχογραφίες τοῦ Πρωτάτου καὶ τὸ Volume Style, Μυριόβιβλος 7<br />

(1985), σ. 3-7, ὅπου καὶ τὸ πλῆρες κείμενο τῆς ἀνακοινώσεως τοῦ 1982·<br />

τοῦ ἰδίου, Ἡ Ἐμπειρία τῆς Ἐσωτερικῆς Ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας μας στὶς<br />

τοιχογραφίες τοῦ Πρωτάτου, Σύναξη 12 (1984), σ. 18-32· τοῦ ἰδίου,


156 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />

«Πανσελήνου» στὸ πλαίσιο τῆς συνολικῆς τρέχουσας ἄποψης γιὰ τὴν<br />

προαναφερόμενη «μεταβολή», ἐντάσσεται σχεδὸν μὲ πρωτοπόρο<br />

τρόπο θεωρούμενη ὡς μία εὐρύτερη λόγια «πρώιμη προσπάθεια ἀπεγκλωβισμοῦ<br />

ἀπὸ τὸν Μεσαίωνα ποὺ ξεκίνησε τὸ πρῶτο τέταρτο τοῦ 13ου<br />

αἰώνα» 26 στὸ πλαίσιο «μιᾶς ἀναγεννήσεως ποὺ διακόπηκε» 27 «ματαιωμέ-<br />

Ἑρμηνευτικὲς παρατηρήσεις, σ. 197-220· τοῦ ἰδίου, Πρωτᾶτο, ἡ Ἔρευνα,<br />

τὸ Mνημεῖο καὶ οὶ Πάτρωνές του, Kληρονομία 22 (1990), σ. 73-104· τοῦ<br />

ἰδίου, Ὁ Oἰκουμενικὸς πατριάρχης ἅγιος Ἀθανάσιος A΄ καὶ ἡ διδασκαλία<br />

του, σ. 33· τοῦ ἰδίου, Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἀθανάσιος καὶ ἡ Ἱστόρηση<br />

τοῦ Πρωτάτου. Παλαιολόγειος Ἀναγέννηση ἢ Ἀνακαίνιση; «Ἐπιστολὴ»<br />

τοῦ ἐν Ἁγίοις Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθανασίου πρὸς τὸν<br />

Αὐτοκράτορα Ἀνδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο, Θεσσαλονίκη 2004, Χριστιανικὴ<br />

Θεσσαλονίκη 3 (2011), σ. 125-176· τοῦ ἰδίου, Ἡ Ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου.<br />

Σύντομο χρονικὸ τῆς χρονολόγησης καὶ ἑρμηνείας, Το μεγαλείο του Πρωτάτου<br />

2006. Πρακτικά Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 21-24 Οκτωβρίου 2006 (ὑπὸ<br />

ἐκτύπωσι)· τοῦ ἰδίου, Πρόοδος καὶ Ἀνανέωση κατὰ τὸν οἰκουμενικὸ πατριάρχη<br />

ἅγιο Ἀθανάσιο Α΄ κατὰ τοὺς τελευταίους χρόνους πρὸ τοῦ 1300,<br />

στὸ 7η ΣΕΚΒ, Πανεπιστήμιο Θράκης, Κομοτηνὴ 2007, Κομοτηνὴ 2011, σ.<br />

383-384. Γιὰ τὶς παράλληλες διαφορετικὲς τεχνοτροπικὲς διατυπώσεις<br />

ποὺ ἔχουν προταθεῖ, ὥστε νὰ σημειωθεῖ ἡ τεχνοτροπικὴ μεταβολὴ ἀπὸ<br />

τὸν 13ο στὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰῶνος, βλ. A. Vasilakeris, Les fresques du<br />

Protâton au Mont Athos, Analyse du processus créateur dans un atelier de<br />

peintres byzantins du XIIIe siècle, Paris (thèse de doctorat), 2007, σ. 34-<br />

35, σημ. 58-62· σ. 234-235, σημ. 335-337. Σὲ σχέση μὲ τὴν περὶ τὴν<br />

ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου λοιπὴ ἐργογραφία τοῦ ἰδίου, βλ. Α. Vasilakeris,<br />

Distinguishing the painters that participated in the Protaton frescoes, 2η<br />

Συνάντηση Ἑλλήνων καὶ Κυπρίων Βυζαντινολόγων (στὸ ἑξῆς: ΣΕΚΒ), Πανεπιστήμιο<br />

Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1999· τοῦ ἰδίου, A Spectator on Stage: Action and<br />

Narration in the Protaton Frescoes, στο 39th Spring Symposium of Byzantine<br />

Studies, Μπέλφαστ 2005· τοῦ ἰδίου, The Protaton frescoes: a display of<br />

the new emperor’s orthodoxy?, στο 21ο Διεθνὲς Συνέδριο Βυζαντινῶν<br />

Σπουδῶν, Πεπραγμένα (στὸ ἑξῆς: ΔΣΒΣ) 2006, London 2006· τοῦ ἰδίου, Intellectual<br />

Painters: A Phenomenon Related to the Palaiologan Court?,<br />

στο International Sevgi Gönül Byzantine Studies Symposium, Κωνσταντινούπολη<br />

2010· Α. Βασιλακέρης, Σχετικά με το σπάραγμα τοιχογραφίας ποὺ<br />

φυλάσσεται στη Λαύρα και αποδίδεται στο ζωγράφο του Πρωτάτου, ΣΧΑΕ<br />

20 (2000)· τοῦ ἰδίου, Χρήση σχεδιαστικών υποδειγμάτων από το συνεργείο<br />

του Πρωτάτου, ΣΧΑΕ 21 (2001)· τοῦ ἰδίου, Η τεχνοτροπία που εμπνέεται<br />

από τεχνική στην Παλαιολόγεια ζωγραφική, ΣΧΑΕ 22 (2002)· τοῦ<br />

ἰδίου, Οι τοιχογραφίες του Πρωτάτου και το πρόσωπο του Αυτοκράτορα,<br />

στο Το μεγαλείο του Πρωτάτου. Η διαχρονική συμβολή των Καρυών. Πρακτικά<br />

Α΄ Επιστημονικού Συνεδρίου (Αγιορειτική Εστία) Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος<br />

2006 (υπό δημοσίευση)· τοῦ ἰδίου, Λόγιοι ζωγράφοι στην παλαιολόγεια<br />

καλλιτεχνική παραγωγή. Η μαρτυρία των έργων, ΣΧΑΕ 30 (2010).<br />

26<br />

T. Velmans, La fabuleuse histoire de l’icône, Monaco 2005 = Ἡ συναρπαστικὴ<br />

ἱστορία τῶν εἰκόνων, μτφ. Μ. Κοσμοπούλου, Ἀθήνα 2006, σ. 296-297.


«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />

ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />

157<br />

νης» ἢ «ματωμένης» 28· διατυπώθηκε ὅτι τότε «ἡ βυζαντινὴ ζωγραφικὴ<br />

γνώρισε μία τόσο τολμηρὴ ἀναγέννησι, ποὺ ἒθεσε σὲ κίνδυνο τὰ ἴδια τὰ<br />

θεμέλια τῆς αἰσθητικῆς της, ἀλλὰ ὁ“θαυμάσιος” αὐτὸς κίνδυνος ξορκίστηκε<br />

ἒγκαιρα» 29 καθὼς ἡ «προοδευτικὴ» ἐκείνη μετάβαση «διακόπηκε»,<br />

ἀπὸ τὴν «ἡσυχαστική»-«συντηρητικὴ» παράδοση τῆς Ορθόδοξης Χριστανικῆς<br />

Ἐκκλησίας· μία παράδοση ἡ ὁποία, στὰ μέσα τοῦ 14ου<br />

αἰῶνος, ὑπερίσχυσε πλήρως, «ἐνάντια στὸ [ἀναγεννησιακό] ρεῦμα» 30 .<br />

Ὁ ἀρχιεπίσκοπος τῆς Θεσσαλονίκης ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς θεωρεῖται<br />

ὑπεύθυνος γιὰ τὴν «συντηρητικὴ» διακοπὴ τῆς «ἀναγεννήσεως»<br />

ἐκείνης, καθὼς ἡ πνευματική του διδασκαλία στάθηκε ἡ βάση γιὰ<br />

τὶς ἀποφάσεις τῶν συνόδων τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1341, 1347,<br />

1351, 1368), συνολικὰ συνιστώντων τὴν Θ΄ οἰκουμενικὴ σύνοδο.<br />

Ὡς πρὸς τὰ ἐπὶ μέρους της, ἡ τότε τεχνοτροπικὴ «μεταβολὴμεταβατικότητα»<br />

κρίνεται ὅτι συνοδευόταν ἀπὸ ἕναν ἰδιότυπο «ρεαλισμό»<br />

31 ὡς ἕνα προϊόν «οὐμανιστικό», «κλασικιστικό» 32 ,«ἀναγεν νησιακὸ»<br />

33 ἢ «μεταρρυθμίσεως τῆς ὀρθοδοξίας / reformation of Orthodoxy» 34<br />

ἀκόμη δὲ καὶ κατὰ κάποιο τρόπο, ἡ ἴδια τέχνη ὑπάρχουσα ὡς ἀπο-<br />

27<br />

Velmans, La fabuleuse histoire, σ. 294-297.<br />

28<br />

Μ. Στεφανίδης, Ἑλληνομουσεῖον, ἑπτὰ αἰῶνες Ἑλληνικῆς Ζωγραφικῆς, τ. 1,<br />

Ἀθήνα 2 2009, σ. 33.<br />

29<br />

Velmans, La fabuleuse histoire, σ. 294.<br />

30<br />

Velmans, La fabuleuse histoire, σ. 321-331.<br />

31<br />

Γιὰ τὴν κύρια βιβλιογραφία σὲ σχέση πρὸς τὸν «ρεαλισμὸ» ποὺ μεταξὺ<br />

ἄλλων χαρακτηρίζει τὴν ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου βλ. Καλομοιράκης,<br />

Πρωτᾶτο, ἡ Ἔρευνα, τὸ Mνημεῖο, σ. 80-82, σημ. 35-36, 44· βλ. ἐπίσης τ.<br />

Γ΄, π. Γ΄, «Κατάλογοι Ὀνομάτων».<br />

32<br />

Γιὰ τὴν κύρια βιβλιογραφία σὲ σχέση πρὸς τὸν «οὑμανισμὸ» καὶ «κλασσικισμὸ»<br />

ποὺ μεταξὺ ἄλλων χαρακτηρίζει τὴν ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου, βλ.<br />

Καλομοιράκης, Πρωτᾶτο, ἡ Ἔρευνα, τὸ Mνημεῖο, σ. 82, σημ. 41-42· P.<br />

Muratoff, La peinture byzantine, Paris 1928, σ. 117, 127, 146· L. Bréhier,<br />

La renovation artistique sous les Paleologues et le movement des idees,<br />

στὸ Melanges Charles Diehl, τ. 2, Paris 1930, σ. 1-10· E. Kitzinger, The<br />

Hellenistic Heritage in Byzantine Art, DOP 17 (1963), σ. 95-115· τοῦ<br />

ἰδίου, The Byzantine Contribution to Western Art of the Twelfth and Thirteenth<br />

centuries, DOP 20 (1966), σ. 32· τοῦ ἰδίου, The Hellenistic Heritage<br />

in Byzantine Art Reconsidered, JÖB 31.2 (1981), σ. 637-675· τοῦ<br />

ἰδίου, Reflections on the Feast Cycle in Byzantine Art, CArch 36 (1988),<br />

σ. 51-73· βλ. ἐπίσης τ. Γ΄, π. Γ΄, «Κατάλογοι Ὀνομάτων».<br />

33<br />

Καλομοιράκης, Ἀναγέννησι ἢ Ἀνακαίνισι, σ. 125-176.<br />

34<br />

J. L. Boojamra, Church Reform in the Late Byzantine Empire. A Study for the<br />

Patriarchate of Athanasios of Constantinople, Θεσσαλονίκη 1982, σ. 84–<br />

87· τοῦ ἰδίου, Social thought and reforms of the Patriarch Athanasios of


158 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />

τέλεσμα «ἐθνογενετικό», ὅσον ἀφορᾷ στοὺς λαοὺς τοῦ νότιου χώρου<br />

τῆς χερσονήσου τοῦ Αἵμου, Ἕλληνες 35 ἢ Σλαύους 36 παράλληλα καὶ<br />

πρὸς μία ποικίλη σχέση πρὸς ἀπροσδιόριστες «λαϊκὲς τάσεις» 37 .<br />

Στὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἔχει προσωποποιηθεῖ τόσο<br />

ἡ δογματικὴ ὑπεράσπιση τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς ἐμπειρίας ποὺ δίδασκαν<br />

πνευματικῶς οἱ τότε «ἱερῶς ἡσυχάζοντες», ὅσο καὶ ἡ ἐκτιμώμενη<br />

«ὀπισθοδρομικὴ» κατεύθυνση ποὺ ἔκτοτε ἀκολούθησε ἡ<br />

ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πνευματικότητα καὶ πολιτογραφία. Κατὰ τὴν<br />

ὁμολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου 38 ὁ ἴδιος εἶχε διατελέσει πνευματικὸ<br />

τέκνο τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Α΄, τότε προσαγορευομένου ὡς «Νέου<br />

Χρυσοστόμου» 39 ὅπως ἐπίσης καὶ τοῦ ἐκ Νικαίας ἐπίσης πρώην<br />

Constantinople (1289-1293; 1303-1309), Byzantion 55 (1985), σ. 332-<br />

82· τοῦ ἰδίου, The Church and the Social Reform. The Policies of the Patriarch<br />

Athanasios of Constantinople, New York 1993· S. Kalopissi-Verti, Aspects<br />

of Byzantine Art after the Recapture of Constantinople (1261-c.1300):<br />

Reflections of Imperial Policy, Reactions, Confrontation with the Latins,<br />

στὸ Orient et Occident méditeranées au XIIIe siècle. Les programmes picturaux,<br />

Paris 2012, σ. 55.<br />

35<br />

Γιὰ τὴν κύρια βιβλιογραφία σὲ σχέση πρὸς τους Ἕλληνες καὶ τὴν ἱστόρηση<br />

τοῦ Πρωτάτου, Καλομοιράκης, Πρωτᾶτο, ἡ Ἔρευνα, τὸ Mνημεῖο, σ. 82-<br />

83, σημ. 38, 40, 42.<br />

36<br />

Γιὰ τὴν κύρια βιβλιογραφία σὲ σχέση πρὸς τὸν «Σλαυικὸ λαὸ» ποὺ μεταξὺ<br />

ἄλλων ἀποδίδεται στὴν ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου, βλ. Καλομοιράκης,<br />

Πρωτᾶτο, ἡ Ἔρευνα, τὸ Mνημεῖο, σ. 82-84, σημ. 39, 45-46.<br />

37<br />

M. Chatzidakis, Classicisme et tendances populaires au XIVe siècle, Actes<br />

du XIVe Congrès international des études Byzantines, Bucharest 1974-1976,<br />

τ. 1, σ. 105, σημ. 31/31.<br />

38<br />

«Συμεῶνος γὰρ τοῦ νέου Θεολόγου τὸν βίον οἶσθα ... καὶ Νικηφόρον δὲ τὸν ὅσιον<br />

ἐκεῖνον ὅς, πολυετῆ χρόνον ἐν ἠρεμίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ διενεγκών, ἒπειτα τοῖς ἐρημικωτέροις<br />

μέρεσι τοῦ ἁγίου ὄρους ἐμφιλοχωρήσας καὶ ἀπασχολήσας ἑαυτόν, ἐκ<br />

πασῶν τῶν πατερικῶν φωνῶν συνειλοχώς, τὴν νηπτικὴν ἡμῖν παρέδωκεν πρᾶξιν<br />

... Καὶ τί λέγω τοὺς παλαιοὺς τῶν ἁγίων; Ἄνδρες γὰρ μικρῷ πρὸ ἡμῶν μεμαρτυρημένοι<br />

καὶ ἀποδεδειγμένοι ἐν δυνάμει πνεύματος τοῦ ἁγίου ταῦθ’ ἡμῖν διὰ στόματος<br />

οἰκείου παρέδωκαν, τόν τε Θεολόγον τοῦτον, ὡς ἀληθῶς θεολόγον καὶ τῆς<br />

ἀληθείας τῶν θεοῦ μυστηρίων ἐπόπτην ἀσφαλέστατον ἐφ’ ἡμῶν ἀνεκήρυττον,<br />

τὸν φερωνύμως Θεόληπτον ἐκεῖνον ἀκούεις, τὸν Φιλαδελφείας πρόεδρον, μᾶλλον<br />

δ’ ἀπὸ ταύτης ὡς ἀπὸ λυχνίας τὸν κόσμον φωτίσαντα, τὸν Ἀθανάσιον ἐκεῖνον,<br />

ὃς ἐπ’ ἐνιαυτοὺς οὐκ ὀλίγους τὸν πατριαρχικὸν ἐκόσμησε θρόνον, οὗ καὶ τὴν<br />

σορὸν ὁ Θεὸς ἐτίμησε ... Τούτους πάντως ἀκούεις παραινοῦντας ... κατέχειν τοὺς<br />

βουλομένους τὴν παράδοσιν ταύτην ... Ἡμεῖς δὲ καὶ τῶν ἁγίων ἐκείνων ἔστιν οἷς<br />

αὐτοπροσώπως ὡμιλήσαμεν καὶ διδασκάλοις ἐχρησάμεθα» (ἐκδ. J. Meyendorff<br />

Grégoire Palamas. Défense des saints hésychastes, Louvain 1973, Triad 1,<br />

1,2, 12.1-33)· Καλομοιράκης, Ἡ Ἐμπειρία τῆς Ἐσωτερικῆς, σ. 23· J.<br />

Meyendorff, Spiritual Trends, σ. 58.


«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />

ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />

159<br />

Ἐσφιγμενίτη, ὁμολογητῆ, λόγιου καὶ νηπτικοῦ ἁγίου Θεολήπτου<br />

Μητροπολίτη Φιλαδελφείας. Ὅπως ἔδειξε ἡ νεώτερη ἔρευνα, ἀμφότεροι<br />

οἱ πνευματικοὶ γέροντες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, εἶχαν ὡς δικό<br />

τους πνευματικὸ καθοδηγητὴ καὶ γέροντα, τὸν ἐκ Νοτίου Ἰταλίας<br />

ἁγιορείτη ὅσιο Νικηφόρο τὸν Ἡσυχαστῆ. Ὅταν τὸ 1337 ὁ ἐκ Καλαβρίας<br />

τῆς Νοτίου Ἰταλίας λόγιος μοναχὸς Βαρλαάμ (1290-1348) 40<br />

πρῶτος εἶχε ἐλέγξει ἀπαξιωτικὰ ὡς «καινοτομία», σημεῖα ἀπὸ τὶς<br />

πνευματικὲς καθοδηγήσεις τοῦ ὁσίου Νικηφόρου, γίνεται πλέον<br />

39<br />

«Ἀνδρόνικος ἦν ἐκεῖνος ὁ μέγας ἐν βασιλεῦσιν ὁ Παλαιολόγος, ... καὶ πατριάρχης,<br />

ὁ ἐν ἁγίοις Ἀθανάσιος ὁ οἰκουμενικὸς καὶ θαυμάσιος … Πρὸς δὲ τὸν πατριάρχην<br />

τὸν ἅγιον συνήθης γενόμενος, ἀεὶ εἰσελύληθεν, καὶ αὐτοῦ τοῖς γλυκυτάτοις λόγοις<br />

κατετρύφα καὶ ἐπευφραίνετο, νέον Χρυσόστομον λέγων αὐτόν. Πολλὰ δ’ ὁ πατριάρχης<br />

κατηγωνίσατο εἰσάξαι αὐτὸν ἐν τοῖς κοινοβίοις, οἷς ἀνήγειρεν καὶ ἐκτίσατο<br />

ἐν τῇ Κωνσταντινουπόλει μονύδρια, ἀλλ’ οὐ κατένευσεν οὗτος ὁ ὅσιος», F.<br />

Halkin, Δύο βίοι τοῦ Ἁγίου Μαξίμου Καυσοκαλύβη τοῦ Ὄρους Ἄθως τοῦ<br />

14ου αἰῶνος, ΑΒ 54 (1936) = Saints d’ orient, Paris 1973, (Var. Repr.),<br />

XVII, σ. 71-72· Meyendorff, Spiritual Trends, σ. 60, σημ.12· Καλομοιράκης,<br />

Ὁ Oἰκουμενικὸς πατριάρχης ἅγιος Ἀθανάσιος A΄ καὶ ἡ διδασκαλία<br />

του, σ. 32, σημ. 31· Patedakis, Athanasios I Patriarch of Constantinople<br />

(1289-1293, 1303-1309), κεφ. A. i. Sources and Literature about Athanasios<br />

Revisited, σ. 14, σημ. 120. Βλ. ἐπίσης «Ἀλλ’ ἐκεῖσε ἐπάνειμι. διαδέχεται<br />

μέντοι τὸν πατριαρχικὸν θρόνον μοναχός τις Ἀθανάσιος ὄνομα, ἐκ παιδὸς<br />

τοῖς ἀσκητικοῖς ἐγγυμνασάμενος πόνοις καὶ τὸν ἡσύχιον βίον ἤδη διάγων ἐν<br />

ὄρεσι τοῖς τοῦ Γάνου. ἦν δὲ ὁ ἀνὴρ ἀδαὴς μὲν τῆς τῶν γραμμάτων παιδείας καὶ<br />

τῶν πολιτικῶν ἠθῶν, τἄλλα δὲ ἀγαθὸς καὶ θαυμάσιος, ὅσα τὸν μοναδικὸν<br />

ἀπεργάζεται βίον, ἐγκράτειάν φημι καὶ στάσεις παννύχους· χαμαιεύνης καὶ<br />

ἀνιπτόπους καὶ πεζοπορῶν ἀεὶ καὶ τρόπον ἔχων μάλα προσήκοντα τοῖς διαιτωμένοις<br />

καθ’ αὑτοὺς ἐν ὄρεσι καὶ σπηλαίοις. καὶ ἦν ἂν διὰ βίου μακαριστὸς ὁ<br />

ἀνὴρ, εἰ καθ’ αὑτὸν ἀεὶ διῆγεν· ἀλλ’ ἐχρῆν ὡς ἒοικε παθεῖν κακῶς τούς τε ἄλλους<br />

τῶν ἀρχιερέων καὶ ὅσοι τοῦ κλήρου ἐλλόγιμοι, καὶ ἀντίσταθμα τὰ δεινὰ τῆς σφῶν<br />

εὑρηκέναι κακίας, τῆς τε προτέρας ἐκείνης καὶ ἣν κατὰ τοῦ πατριάρχου ἐνεδείξαντο<br />

Γρηγορίου. πρὸς γὰρ τὸν πατριαρχικὸν ἀναβεβηκὼς θρόνον αὐτοῖς<br />

πρώτοις εὐθὺς βλοσυρόν τε ἐπέῤῥιψεν ὄμμα καὶ ζήλου θείου καὶ πικρίας μεστόν·<br />

ὡς μὲν ἐντεῦθεν τοὺς μὲν συνετωτέρους ἀπὸ πρώτης ὅ φασι γραμμῆς στοχασαμένους<br />

τοῦ μέλλοντος τὴν κατ’ οἶκον ἑκόντας ἑλέσθαι κεκρυμμένην διαγωγὴν,<br />

πρὶν ἄκοντας παθεῖν τι τῶν ἃ μὴ πρὸς βουλήσεως ἦν· τοὺς δ’ ἀναγκασθέντας<br />

μετὰ βραχὺ τῆς βασιλευούσης ὥσπερ φυγάδας γενέσθαι». Νικηφόρος Γρηγορᾶς,<br />

Ῥωμαϊκὴ ἱστορία, τ. 1, σ. 180.15-181.12. (ἔκδ. Bekker-Schopen).<br />

40<br />

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἄρχισε ἀπὸ τὸ 1337 καὶ μετὰ νὰ ἀντιπαρατίθεται<br />

στὸν ἐκ Καλαβρίας τῆς Νοτίου Ἰταλίας λόγιο μοναχὸ Βαρλάαμ, σὲ<br />

σχέση πρὸς ὅσα ἐκεῖνος λογίως θεολογικὰ ἀπέρριπτε, καταφερόμενος<br />

κατὰ τοῦ ὁσίου Νικηφόρου, ὡς «καινοτομία» περὶ τὴν «νηπτικὴ ἄσκησι» καὶ<br />

τὴν ἐξ αὐτῆς δυνατότητα «νηπτικῆς θέας» τοῦ «Θαβωρίου Φωτός». Ἐν τέλει<br />

τὴν θεολογικὴ ἐκείνη λόγια ἀπόρριψη ποὺ εἶχε ἀμφισβητήσει τὸ σύνολο<br />

τῆς ὀρθόδοξης ἐμπειρικῆς θεολογικῆς νηπτικῆς παραδόσεως ἀνέλαβαν


160 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />

εὔκολα κατανοητό, γιατὶ προκάλεσε τὴν ὑπερασπιστικὴ ἀπάντηση<br />

τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ 41· στηρίζοντάς τον, ἐπιβεβαίωνε<br />

καὶ ὅλη τὴν παράδοση στὴν ὁποία καὶ ὁ ἴδιος μετεῖχε, κατὰ τὴν<br />

ἄμεση πνευματικὴ διαδοχὴ ἀπὸ τὸν ἅγιο Νικηφόρο, στοὺς ἁγίους<br />

Ἀθανάσιο Α΄ καὶ Θεόληπτο καὶ μετὰ στὸν ἴδιο.<br />

Ὅταν κατὰ πρῶτον τὸ 1982 διατυπώθηκε ἀπὸ τὸν ὑπογράφοντα<br />

μία πρόταση συνοδευόμενη ἀπὸ σειρὰ παρατηρήσεων, οἱ ὁποῖες συσχέτιζαν<br />

τὴν δημιουργία τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου μὲ τὴν περὶ<br />

τὸ 1290 πολιτεία τῶν πνευματικῶν καθοδηγητῶν τοῦ ἁγίου Γρηγορίου<br />

τοῦ Παλαμᾶ, ἁγίων Ἀθανασίου Α΄ καὶ Θεολήπτου, εἶχαν κυρίως<br />

ἀξιοποιηθεῖ δύο πληροφορίες: α. Ἀπὸ τὸ 1968 εἶχε ἀναδείξει<br />

ὁ αἰδ. J. Meyendorff, τὸν τονισμὸ τῆς «μυσταγωγικῆς πραγματικότητας<br />

/ sacramental realism» 42 τὴν ὁποία κατὰ τὸ τέλος τοῦ 13ου αἰώνα<br />

ἐκπροσωποῦσαν μὲ τὴν πολιτεία τους οἱ ἅγιοι Ἀθανάσιος Α ́ καὶ<br />

Θεόληπτος. Κατὰ κύριο λόγο τὸ 1982 συσχετίσθηκε ἱστορικὰ μὲ τὴν<br />

ἰδιότυπη εἰκαστικὴ τεχνοτροπικὴ ἀπόδοση τῆς «πραγματικότητας»<br />

οἱ ἁγιορεῖτες πατέρες διὰ τῆς κατὰ τὸ 1341 συντάξεως τοῦ «Ἁγιορειτικοῦ<br />

Τόμου». Ἀμέσως μετὰ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὑπῆρξε ὁ κύριος<br />

ἐμπειρικὸς θεολόγος στὶς διατυπώσεις τοῦ ὁποίου στηρίχθηκαν οἱ σχετικὲς<br />

ἀποφάσεις τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Θ΄ οἰκουμενικῆς Συνόδου<br />

(1341-1351) ποὺ συνεκάλεσε ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης ΣΤ΄ ὁ Καντακουζηνὸς<br />

(1347-1354, περ. βίου 1292-1383). Γιὰ τὴν σχετικὴ βιβλιογραφία<br />

βλ. τ. Β΄, κεφ. Β΄, ἑνότητα α΄: Τὰ ἒτη 1258-1290· σχ. βλ. καὶ τ. Β΄,<br />

κεφ. Πρόλογος.<br />

41<br />

J. Meyendorff, Les débuts de la controverse hésychaste, Βυζάντιο 23<br />

(1953), σ. 87-120· τοῦ ἰδίου, L’origine de la controverse Palamite: La<br />

premiere lettre de Palamas à Akindynos, Θεολογία 25 (1954), σ. 602-<br />

630 καὶ 26 (1955), σ. 77-90· τοῦ ἰδίου, Humanisme nominaliste et mystique<br />

chrétienne à Byzance au XIV siècle, Nouvelle Revue Théologique 79<br />

(1957), σ. 905-914· τοῦ ἰδίου, Introduction à l’étude de Grégoire Palamas,<br />

Paris 1959, σ. 31, 70, 210-211, 349, 404, 414.<br />

42<br />

«Wealthy dignitaries and humanists, and not the Hesychast ascetics, had both<br />

the necessary means, the necessary interest, and the taste to become the promoters<br />

of what is called the Palaeologan «renaissance». From examining the<br />

figures of Theoleptus and Athanasius, to whom Palamas refers explicitly as<br />

the main leaders of the Hesychast movement, we already have gained some<br />

idea of the main trends of spirituality among the byzantine monks of that<br />

time: sacramental realism, with a correlative interest in the affairs and structure<br />

of the visible historical church, individual perfection being unthinkable<br />

unless belonging to the visible society where the sacraments are performed,<br />

and austere Puritanism, reflecting the eremitic origins of the movement, its<br />

lack of interest in material wealth, and its ascetical approach to life.» Meyendorff,<br />

Spiritual Trends, σ. 62.


«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />

ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />

161<br />

(realism) –ποὺ μεταξὺ ἄλλων χαρακτηρίζει τὴν τέχνη τοῦ «Πανσελήνου»–<br />

ἡ παράμετρος τῆς «μυσταγωγικῆς πραγματικότητας». Τὸν συσχετισμὸ<br />

αὐτὸ εἶχε ἰδιαίτερα ἐνισχύσει ὁ ἀντίστοιχος τὸν ὁποίο εἶχε<br />

κάνει ἡ Θάλεια Γκούμα-Peterson, σὲ σχέση μὲ τὴν θεματογραφία τῶν<br />

εἰκόνων τῆς ἱστορήσεως τοῦ Παρεκκλησίου τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου,<br />

στὴν Βασιλικὴ τοῦ ἁγίου Δημητρίου τῆς Θεσσαλονίκης (1303), ὅπου<br />

εἶχε ἐντοπίσει κοινούς τόπους μὲ τὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Θεολήπτου 43 .<br />

β. Ἀπὸ τὸ 1969 ἡ Μαρία Σωτηρίου, ἂν καὶ παραθεωρημένη στὶς<br />

ἀναφορὲς τῆς ἐπιστημονικῆς κοινότητας, εἶχε προτείνει μὲ ἰδιαίτερα<br />

προσεκτικὸ τρόπο μία χρονικὴ τοποθέτηση τοῦ ἔργου τοῦ Πανσελήνου<br />

ἀνάμεσα στὰ ἔτη 1290-1294, στηριζόμενη σὲ αἰσθητικὲς καὶ<br />

εἰκονογραφικὲς παρατηρήσεις 44 , χωρὶς ὅμως νὰ διαγράφει πλήρως<br />

καὶ μία τοποθέτηση περὶ τὸ 1300 45 . Ἀπὸ κοινοῦ ὅλα τὰ προαναφερόμενα<br />

ἐν συνόλῳ εἶχαν ἱστορικὰ ὁδηγήσει σὲ μία χρονολόγηση στὸ<br />

τέλος τῆς 1ης δεκαετίας τῆς βασιλείας τοῦ λόγιου καὶ νηπτικοῦ αὐτοκράτορος<br />

Ἀνδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου, καὶ συγκεκριμένα κατὰ τὴν<br />

1η πατριαρχεία τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Α ́ (1289-1293) 46 .<br />

Στὴν τοποθέτηση αὐτή, ὅσον ἀφορᾷ ἐπὶ μέρους τεχνοτροπικὰ<br />

κριτήρια, εἶχε τότε συνηγορήσει ἡ ἀναφορὰ στὴν τέχνη δύο σταθερὰ<br />

χρονολογημένων μνημείων· αὐτὰ ὅμως ἀπέχουν μεταξύ τους κατὰ<br />

εἴκοσι ἐννέα ἔτη (1265-1294), τὸ ἕνα τῆς Sopoćani (1260-1265)<br />

καὶ τὸ ἄλλο τῆς Περιβλέπτου (1294-1295). Σύμφωνα μὲ τὶς τότε<br />

παρατηρήσεις, ἡ ὅποια ἀπορία, σὲ σχέση μὲ τὴν χρονικὴ ἀπόσταση<br />

τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου ἀπὸ ἐκείνη τῆς Sopoćani, δὲν μποροῦσε<br />

νὰ ἐπιλυθεῖ μόνο μέσα ἀπὸ τεχνοτροπικὲς παρατηρήσεις καὶ<br />

συσχετισμούς. Ἀντίθετα, οἱ παρατηρήσεις τῆς Σωτηρίου ποὺ ἀφο-<br />

43<br />

Th. Gouma-Peterson, The Parecclesion of St. Euthymios in Thessalonica:<br />

Art and Monastic Policy under Andronicus II, The Art Bulletin 58 (1976),<br />

σ. 168-183.<br />

44<br />

«Ἡ χρονολογία τῆς Περιβλέπτου στὰ 1295 δὲν ἀποτελεῖ ἐμπόδιο, γιὰ τὴν ἐξάρτησή<br />

της ἀπὸ τὸ Πρωτᾶτο, ἀπεναντίας μπορεῖ νὰ χρησιμεύσῃ ὡς βάση, γιὰ νὰ<br />

χρονολογηθῇ τὸ Πρωτᾶτο πρὶν ἀπὸ τὸ 1295, ὅπως ἁρμόζει στὸν κλασσικὸ χαρακτῆρα<br />

τῆς τέχνης τοῦ Πανσελήνου, ποὺ τὸν τοποθετεῖ στὴν ἀρχὴ τῆς Μακεδονικῆς<br />

Σχολῆς καὶ σὰν πρωτοπόρο τῆς γενιᾶς 1290-1320». Μ. Σωτηρίου, Ἡ<br />

μακεδονικὴ σχολὴ καὶ ἡ λεγόμενη σχολὴ Μιλούτιν, ΔΧΑΕ 5 (1969), σ. 20.<br />

45<br />

«Στὸ Ἅγιον Ὄρος ἔχουμε τὰ τρία Καθολικά, τοῦ Πρωτάτου (γύρω στὰ 1300),<br />

τοῦ Βατοπεδίου (1312), καὶ τοῦ Χιλανδαρίου (μεταξὺ 1299-1320) -τὰ δύο τελευταῖα<br />

ἐπιζωγραφισμένα- καὶ ἓνα μικρὸ δεῖγμα ἀπό τις τοιχογραφίες τοῦ Καθολικοῦ<br />

τῆς Λαύρας.» Βλ. Σωτηρίου, Ἡ μακεδονικὴ σχολή, σ. 3.<br />

46<br />

Καλομοιράκης, Παρατηρήσεις ἐπάνω στὸ Volume Style, σ. 38-39· ὁμοίως<br />

τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνευτικὲς παρατηρήσεις, σ. 3-7.


162 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />

ροῦσαν στὴν ξαφνικὴ εἰσαγωγὴ «ἀρχαϊκῶν», περὶ τὸν 9ο μὲ 10ο<br />

αἰώνα, εἰκονογραφικῶν ἰδιομορφιῶν, ἀπὸ κοινοῦ νεοεμφανιζόμενων<br />

στὶς ἱστορήσεις τοῦ Πρωτάτου καὶ τῆς Περιβλέπτου, ἔδειχναν<br />

ὅτι συντρέχει μία πλησιέστερη χρονικὴ μεταξύ τους συγγένεια. Τότε<br />

τὶς παρατηρήσεις αὐτὲς εἶχε ἐνισχύσει τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἀρχόμενη<br />

ἀφηγηματικότητα ποὺ διέπει τὴν ἱστόρηση τῆς Περιβλέπτου ἐκτιμήθηκε<br />

ὅτι κατεῖχε ἕνα μικρὸ βῆμα μεθύστερο σὲ σχέση πρὸς τὴν πρωθύστερη<br />

μνημειακότητα τοῦ 13ου αἰῶνος, ποὺ χαρακτηρίζει τὴν<br />

τέχνη του «Πανσελήνου», παρέχοντας ἔτσι τὴν αἴσθηση ὅτι τὸ ἔργο<br />

του ἀποτελεῖ «τὸ ζητούμενο “μνημεῖο κλειδὶ” στὴν μελέτη τῶν θεωρητικῶν<br />

καὶ εἰκαστικῶν προϋποθέσεων ποὺ διεμόρφωσαν τὸ στὺλ στὸ ὁποῖο κατατάσσεται»<br />

47 . Τὴν παρατήρηση αὐτὴ τὸ 2007 ὁΑ. Βασιλακέρης τεκμηρίωσε<br />

ἀναλυτικά, μελετῶντας τὴν μεταβατικότητα τῆς δομῆς τῆς<br />

συνθέσεως τῆς θεματογραφίας τῶν εἰκόνων τοῦ Πρωτάτου 48 . Ἐπί-<br />

47<br />

«Ἐὰν εἶναι ὀρθὲς ὅλες οἱ παρατηρήσεις ποὺ ἒχουν μέχρι τώρα ἀναφερθῇ, πρέπει<br />

ἴσως νὰ ἐξετασθῇ πλέον σοβαρὰ ἡ περίπτωσις μήπως στὸ Πρωτᾶτο μὲ χρονολόγησι<br />

τῶν τοιχογραφιῶν του στὰ 1289-1293, ἒχουμε τὸ μνημεῖο ἀφετηρία<br />

ὅπου, γιὰ πρώτη φορὰ τὴν ἐποχὴ αὐτή, διατυπώθηκαν μὲ εἰκαστικὸ τρόπο οἱ<br />

ἀπόψεις τῶν “Ἡσυχαστῶν”∙ μία ἄποψι σὰν αὐτὴ θὰ μᾶς ὁδηγοῦσε ἴσως καὶ στὶς<br />

ἀκόλουθες σκέψεις: τὸ μνημεῖο ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ νὰ εἶναι τὸ ζητούμενο “μνημεῖο<br />

κλειδὶ” στὴν μελέτη τῶν θεωρητικῶν καὶ εἰκαστικῶν προϋποθέσεων ποὺ<br />

διεμόρφωσαν τὸ στὺλ στὸ ὁποῖο κατατάσσεται∙ εἶναι δυνατὸν πλέον νὰ δοῦμε<br />

ἀπὸ διαφορετικὴ σκοπιὰ τὸ πρόβλημα τῆς ἐπιλεγόμενης “σχολῆς Μιλοὺτιν” καὶ<br />

τῆς “Σερβικῆς” τέχνης∙ θὰ ἐξηγηθῇ πιὸ ἱκανοποιητικὰ ἡ διηγηματικότητα τῶν<br />

παραστάσεων καὶ ἡ αὔξησι τῶν εἰκονογραφικῶν κύκλων τῶν τοιχογραφιῶν τῶν<br />

ἀρχῶν του 14ου αἰώνα∙ θὰ γίνῃ πιὸ κατανοητὸ γιατὶ στὸ τελευταῖο τέταρτο τοῦ<br />

14ου αἰώνα ἐπανέρχεται τὸ μνημειακὸ στὺλ σὲ ἐποχὴ ποὺ εἶναι γνωστὴ ἡ κυριαρχία<br />

τοῦ Ἡσυχασμοῦ∙ τέλος δὲ ἴσως διαχωρισθῇ τὶ σήμανε ἡ “Ἡσυχαστικὴ”<br />

ἀπὸ τὴν “Οὐμανιστικὴ” ἐπίδρασι σὲ συγκεκριμένα μνημεῖα καὶ περιόδους παράλληλα<br />

μὲ τὴν ἐξέτασι τοῦ προβλήματος τῆς προσωπικῆς συμβολῆς τοῦ<br />

Γρηγορίου Παλαμᾶ στὴν θεωρητικὴ διαμόρφωσι τοῦ “Ἡσυχασμοῦ”». Καλομοιράκης,<br />

Παρατηρήσεις ἐπάνω στὸ Volume Style, σ. 38-39· ὁμοίως τοῦ<br />

ἰδίου, Παρατηρήσεις 2, σ. 6-7.<br />

48<br />

Vasilakeris, Les fresques du Protâton, σ. 94-196, σ. 247-256. Ὁ Βασιλακέρης,<br />

βασιζόμενος στὶς διάσπαρτες ἀπεικονίσεις ἱεραρχῶν ὑπὸ τὸ ὄνομα<br />

Γρηγόριος ἔχει προτείνει ἕνα συσχετισμὸ τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου<br />

μὲ τὴν προγενέστερη τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Α΄ πατριαρχεία τοῦ Γρηγορίου<br />

Β΄ τοῦ Κυπρίου (1283-1289, περ. βίου 1241-1290). Τόσο στὰ κείμενα<br />

τοῦ Γρηγορίου ὅσο καὶ στὸ πλαίσιο τῆς πολιτικῆς ὅπου κινήθηκε, δὲν περιέχεται<br />

κανένα στοιχεῖο συμβατὸ μὲ τὸν τονισμὸ τῆς «μυσταγωγικῆς» καὶ<br />

«ἡσυχαστικῆς» πνευματικότητας ποὺ πολλαπλῶς ἐντοπίζονται σημαινόμενες<br />

στὴν ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου.<br />

49<br />

Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Οἱ τοιχογραφίες τοῦ ἐξωνάρθηκα τοῦ Καθολικοῦ τῆς Ἱερᾶς


«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />

ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />

163<br />

σης, ἀπὸ τὸ 1995 καὶ μετά, ὁ Ε. Ν. Τσιγαρίδας κινήθηκε μὲ σειρὰ<br />

ἀνασκοπήσεων καὶ τεκμηριώσεων περὶ τὸ 1290 49 .<br />

Συγκρινόμενη ἡ πρόταση τοῦ γράφοντος, τὸ 1982 (ποὺ περιόριζε<br />

σὲ τέσσερα ἔτη τὴν τοποθέτηση τοῦ ἔργου τοῦ «Πανσελήνου»),<br />

πρὸς τὶς ὑπόλοιπες τρέχουσες ἕως σήμερα μελετητικὲς τοποθετήσεις<br />

(1982-2016) 50 προκύπτουν οἱ ἀκόλουθες διαπιστώσεις: 1. Στὸ<br />

Μονῆς Βατοπεδίου. Ἡμερολόγιο 1995, Ι. Μ. Βατοπεδίου 1995· τοῦ ἰδίου,<br />

Διάγραμμα της μνημειακής ζωγραφικής κατά την βυζαντινή περίοδο (963-<br />

1453), στο Τάσεις του Ορθοδόξου Μοναχισμού, 9ος-20ος αιώνες. Πρακτικά<br />

του Διεθνοὺς Συμποσίου με θέμα, που διοργανώθηκε στα πλαίσια του Προγράμματος<br />

«Οι δρόμοι του Ορθόδοξου Μοναχισμού», Ἀθήνα: Ε.Ι.Ε. 1996· τοῦ<br />

ἰδίου, Παλαιολόγειες εικόνες της Μονής Βατοπεδίου, Το Άγιον Όρος: χθεςσήμερα-αύριο,<br />

Θεσσαλονίκη 1996, σ. 255-273· τοῦ ίδίου, Τὰ ψηφιδωτὰ<br />

καὶ οἱ Βυζαντινὲς τοιχογραφίες, Ἱερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου: Παράδοση-<br />

Ἱστορία-Τέχνη, τ. 1, Ἅγιον Ὄρος 1996, σ. 259-279· τοῦ ίδίου, Πρωτᾶτο. Ὁ<br />

Κυρ Μανουὴλ Πανσέληνος, Ἡμερολόγιο-Λεύκωμα, Θεσσαλονίκη 1996· τοῦ<br />

ἰδίου, Τοιχογραφίες της Περιόδου των Παλαιολόγων σε Ναούς της Μακεδονίας,<br />

Θεσσαλονίκη 1999· τοῦ ἰδίου, Ὁ κὺρ Μανουὴλ Πανσέληνος, Καθημερινή-<br />

Ἑπτὰ Ἡμέρες, 29-30 Ἀπριλίου 2000· τοῦ ἰδίου, Οἱ τοιχογραφίες τοῦ παρεκκλησίου<br />

τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου· τοῦ ἰδίου, L’art au Mont Athos à<br />

l’époque byzantine à la lumière de nouvelles trouvailles. Le rôle de Constantinople<br />

et de Thessalonique, στο XXe Congrès international des études<br />

byzantines. Pré-Actes, vol. I: Séances plénières, Paris 2001, σ. 123-131· τοῦ<br />

ἰδίου, L’activité artistique de peintres thessaloniciens Manuel Panselinos<br />

et Georges Kalliergis, Ἀνακοίνωση στὸ Διεθνὲς Συμπόσιο μὲ θέμα Late<br />

Byzantine Thessalonike, στὸ Dumbarton Oaks. Washington D.C. (4-6<br />

Μαΐου 2001)· τοῦ ἰδίου, Μανουήλ Πανσέληνος: ὁ κορυφαῖος ζωγράφος<br />

τῆς ἐποχῆς τῶν Παλαιολόγων, Μανουήλ Πανσέληνος: ἐκ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ<br />

Πρωτάτου, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 17-65· τοῦ ἰδίου, Les fresques de l’église<br />

Sainte-Catherine de Thessalonique, στο Sur les pas de Vojislav J. Djurí.<br />

Reçu à la séance de la classe des sciences historiques le 31 Mars 2010, Beograd<br />

2011, σ. 157-165.<br />

50<br />

Καλομοιράκης, Παρατηρήσεις ἐπάνω στὸ Volume Style· Μ. Χατζηδάκης,<br />

Ἡ τέχνη κατὰ τὴν ὕστερη Βυζαντινὴ ἐποχή, στὸ Μακεδονία: 4000 χρόνια<br />

ἑλληνικῆς ἱστορίας καὶ πολιτισμοῦ, Ἀθήνα 1982, σ. 348· τοῦ ἰδίου, Βυζαντινὴ<br />

Τέχνη στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὸ Θησαυροὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Κατάλογος<br />

ἒκθεσης, σ. 24· St. Philips, The Church of Protaton and the Art of Panselinos,<br />

Greek Accent 3 (1982), σ. 25· Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Πανσέληνος<br />

καὶ Πρωτᾶτο: Μερικὰ ἐρωτήματα, Σύναξη 14 (1985), σ. 68-71· τοῦ ἰδίου,<br />

Τέχνη καὶ Λατρεία. Κείμενα γιὰ τὴ Ζωγραφικὴ στὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησία, Ἀθήνα<br />

2001, σ. 39-47· Π. Φουντάς, Ἡ τυπολογία τῆς πρώτης φάσης τοῦ Πρωτάτου,<br />

ΣΧΑΕ 5 (1985)· T. Παπαμαστοράκης, Οἱ Προεικονίσεις τῆς Θεοτόκου<br />

στὸν Ἅγιο Γεώργιο Βιάννου, ΔΧΑΕ 14 (1987-1988), σ. 315-328·<br />

τοῦ ἰδίου, Ένα εικαστικό εγκώμιο του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου: οι εξωτερικές<br />

τοιχογραφίες στο καθολικό της μονής της Μαυριώτισσας στην Κα-


164 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />

1982 ἀντιλέγονταν τέσσερεις κύριες χρονικὲς πρωτογενεῖς τεχνοτροπικὲς<br />

τοποθετήσεις μέγιστου χρονικοῦ διαστήματος εἴκοσι τριῶν<br />

ἐτῶν (1289 - ~1312), κατὰ χρονικὴ σειρὰ τὰ ἔτη: α. 1289-1293 51·<br />

β. 1295-1303 52· γ. 1300-1313 53· δ. 1295 - ~1312 54 . Σήμερα<br />

στοριά, ΔΧΑΕ 15 (1989-90), σ. 221-240· S. Kalopissi-Verti, Painters in<br />

Late Byzantine Society. The Evidence of Church Inscriptions, CArch 42<br />

(1994), σ. 139-158· τῆς ἰδίας, Τάσεις της μνημειακής ζωγραφικής περί<br />

το 1300 στον ελλαδικό και νησιωτικό χώρο (εκτός από τη Μακεδονία),<br />

3 ο ΣΕΙΕ/ΙΒΕ 1999, σ. 63-100· καὶ Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Οἱ τοιχογραφίες τοῦ<br />

ἐξωνάρθηκα, ὅ.π. σημ. 57· τοῦ ἰδίου, Διάγραμμα, σ. 147-160· τοῦ ἰδίου,<br />

Παλαιολόγειες εικόνες· τοῦ ἰδίου, Τὰ ψηφιδωτά καὶ οἱ Βυζαντινὲς τοιχογραφίες·<br />

τοῦ ἰδίου, Τοιχογραφίες της Περιόδου των Παλαιολόγων· τοῦ<br />

ἰδίου, Ὁ κὺρ Μανουὴλ Πανσέληνος· τοῦ ἰδίου, L’art au Mont Athos à<br />

l’epoque byzantine· τοῦ ἰδίου, Μανουήλ Πανσέληνος ὁ κορυφαῖος ζωγράφος·<br />

τοῦ ἰδίου, Οἱ τοιχογραφίες τοῦ παρεκκλησίου τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου<br />

(1303/3) στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ἒργο τοῦ Μανουὴλ Πανσέληνου στὴν<br />

Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονικη 2008, σ. 247-248, σημ. 266· Γρηγορόπουλος,<br />

Θεολήπτου Φιλαδελφείας τοῦ Ὁμολογητοῦ, τ. Α΄, σ. 153, σημ. 496· Ε. Constantinides,<br />

The Wall Paintings of the Panagia Olympiotissa at Elasson in<br />

Northern Thessaly, τ. Α΄-Β΄, Ἀθήνα 1992, σ. 285· Μ. Ἀχειμάστου-Ποταμιάνου,<br />

Ἑλληνικὴ Τέχνη. Βυζαντινὲς Τοιχογραφίες, Ἀθήνα 1994, σ. 25-26,<br />

237· Ι. Μ. Χατζηφώτης, Μακεδονική Σχολή. Ἡ Σχολὴ τοῦ Πανσέληνου (1290-<br />

1320), Ἀθήνα 1995, σ. 348· Μ. Panayotidi, Les tendances de la peinture<br />

de Thessalonique en comparaison avec celles de Constantinople, comme<br />

expression de la situation politico-économique de ces villes pendant le<br />

XIVe siècle, στο Βυζάντιο και Σερβία κατὰ τον ΙΔ΄ αιώνα, Αθήνα: ΕΙΕ 1996,<br />

σ. 351-362· G. Subotić, L’art médiéval du Kossovo, Paris 1997· H. J. Gerstel,<br />

Beholding the Sacred Mysteries: Programs of the Byzantine Sanctuary,<br />

Seattle 1999· τῆς ἰδίας, Civic and Monastic Influences on Church Decoration<br />

in Late Byzantine Thessalonike, DOP 57 (2003), σ. 225-239·<br />

Βασιλάκη, Υπήρξε Μανουήλ Πανσέληνος;· Δ. Ἀμπόνης, Στοιχεῖα Οἰκοδομικῆς<br />

Ἱστορίας τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Πρωτάτου, Μανουήλ Πανσέληνος ἐκ<br />

τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Πρωτάτου, σ. 70-81· Ν. Παζαράς, Εἰκονογραφικοὶ<br />

τύποι, Ὁ ἅγιος Δημήτριος στὴν τέχνη τοῦ Ἅγίου Ὄρους, Θεσσαλονίκη 2005,<br />

σ. 43· Γ. Καραμπελιάς, 1204. Η Διαμόρφωση του Νεώτερου Ελληνισμού,<br />

Ἀθήνα 2006, σ. 257-259· Γ. Φουστέρης, Εικονογραφικά προγράμματα σε<br />

βυζαντινούς σταυρεπίστεγους ναούς, Θεσσαλονίκη: Διδ. Διατρ. Α.Π.Θ.,<br />

2006, σ. 23, σημ. 57· Ι. Ταβλάκης, Ν. Μίνως, Ἱερὸς Ναὸς Πρωτάτου 2007-<br />

2008, Πολύγυρος 2008, v, πίν. 1-361· G. Kakavas, Dionysios of Fourna.<br />

Artistic Creation and Literary Description, Leiden 2008, σ. 117-118· Ν.<br />

Τοῦτος-Γ. Φουστέρης, Εὑρετήριον τῆς Μνημειακῆς Ζωγραφικῆς τοῦ Ἁγίου<br />

Ὄρους, 10ος-17ος αἰώνας, Ἀθήνα 2010.<br />

51<br />

Vasilakeris, Les Fresques du Protâton, σ. 258-260.<br />

52<br />

Γ. καὶ Μ. Σωτηρίου, Ἡ Βασιλική τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, τ. 1, σ. 214.<br />

53<br />

A. Ξυγγόπουλος, Οἱ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ζωγράφοι οἱ μιμηθέντες τὸν Μ. Παν-


«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />

ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />

165<br />

ἀντιλέγονται πρόσθετες ἄλλες δύο, προεκτείνοντας τὸ σχετικὸ διάστημα<br />

στὰ πενῆντα ἔτη (1262 ― ~1312) 55· 2. τότε ἦταν σὲ συζήτηση<br />

δύο διαφορετικὲς πολιτικο-ἱστορικὲς δευτερογενεῖς<br />

ἀντιστοιχήσεις: α. τῶν χρόνων τῆς βασιλείας τοῦ Ἀνδρονίκου Β΄<br />

Παλαιολόγου 56 καὶ β. τῶν χρόνων τῆς βασιλείας τῶν Σέρβων κράλεων<br />

Στέφανου ΣΤ΄, Οὔρεση Β΄, Μιλούτιν (1282-1321, περ.βίου<br />

~1253-1321) 57 . Σήμερα, ὅπως προαναφέρθηκε, ἔχουν προστεθεῖ<br />

καὶ ἄλλες δύο: α. ἐπὶ τοῦ Μιχαὴλ Η΄ Παλαιολόγου (1261-1282,<br />

περ.βίου: 1223-1282), στὸ πλαίσιο τῶν ἐτῶν 1262-1270 μ.Χ. 58·<br />

β. ἐπὶ τοῦ Ἀνδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου, στὸ πλαίσιο τῶν ἐτῶν<br />

1282-1289 59 : Ἐν τέλει σήμερα τέσσερεις ἱστορικὲς τοποθετήσεις.<br />

3. Ἐπίσης, τότε ὑπῆρχαν τέσσερεις κύριες τριτογενεῖς εὐρύτερες<br />

ἑρμηνευτικὲς πολιτιστικὲς θεωρήσεις: α. «προ-ἀναγεννησιακή, προοὐμανιστική»<br />

60· β. «προ-ἀναγεννησιακή, προ-ρεαλιστική» 61· γ. «προ-ἡσυ-<br />

σέληνον, ΕΕΒΣ 11 (1935), σ. 531-532· V. J. Djurić, L΄Art des Paléologues<br />

et l’État Serbe. Rôle de la Cour et de l’Église serbes dans la première<br />

moitié du XIVe siècle, στὸ Art et société a Byzance sous les Paléologues: actes<br />

du colloque organisé par l’Association Internationale des Études Byzantines<br />

a Venise en septembre 1968, Venise 1971, σ. 177-191.<br />

54<br />

R. Hamann-Maclean, H. Hallensleben, Die Monumentalmalerei in Serbien<br />

und Makedonien vom 11. bis zum frühen 14. Jahrhundert, Giessen 1963, σ.<br />

148-152.<br />

55<br />

α. 1262-1270: A. Καρακατσάνη, Μία τυχαία συνάντηση μὲ τὸν Διονύσιο ἐκ<br />

Φουρνᾶ ποὺ καταλήγει σὲ περιδιάβαση στὸν 13ο αἰώνα καὶ τὸν Μανουὴλ Πανσέληνο,<br />

Ἀθήνα 2008, σ. 66-69· β. 1282-1289: Vasilakeris, Les fresques<br />

du Protâton, σ. 258-260.<br />

56<br />

Μὲ τρεῖς ἐπιμέρους διαφοροποιήσεις ποὺ ἀντιστοιχοῦν στὴν 1η τριακονταετία<br />

τῆς 46 χρόνων βασιλείας τοῦ Ἀνδρονίκου Β΄: α. 1289-1293: Καλομοιράκης,<br />

Παρατηρήσεις ἐπάνω στὸ Volume Style, σ. 38-39·<br />

Τσιγαρίδας, Διάγραμμα της μνημειακής ζωγραφικής, σ. 147-160· β.<br />

1295-1303: Γ. καὶ Μ. Σωτηρίου, Ἡ Βασιλική τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, τ. 1, σ.<br />

214· γ. 1300-1313: Hamann-Maclean, Hallensleben, Die Monumentalmalerei,<br />

σ. 148-152.<br />

57<br />

Ἀνάμεσα στὰ ἔτη: α. 1295-1312: Hamann-Maclean, Hallensleben, Die<br />

Monumentalmalerei, σ. 148-152 καὶ S. Djurić, The Painter Manuel Panselinos:<br />

Towards a Reconstruction of the Opus (ca.1295-1312), Byzantine<br />

Studies 25 (1999), σ. 78-80· β. 1295-1305: Milliner, Man or Metaphor?,<br />

σ. 228.<br />

58<br />

Καρακατσάνη, Μία τυχαία συνάντηση, σ. 64.<br />

59<br />

Vasilakeris, Les fresques du Protâton, σ. 258-260.<br />

60<br />

Ξυγγόπουλος, Οἱ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ζωγράφοι.<br />

61<br />

G. Millet, L’Art des Balkans et Italie au XIII siècle, στο Atti del V Congresso<br />

internazionale di studi bizantini, Roma 1940, τ. 2, σ. 240.


166 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />

χαστική» 62 καὶ δ. διαφόρως «προ-ἐθνογενετική» 63 . Σήμερα ὑπάρχουν<br />

πρόσθετες ἄλλες δύο: α. «ἀντικαθολικῆς ὀρθοδοξίας» 64· β. «Μεταρρυθμίσεως<br />

τῆς Ὀρθοδοξίας / Reformation of Orthodoxy» 65· δηλαδή συνολικὰ<br />

ἕξι. 4. Τέλος, ἀπὸ τὸ 1982, στὴν ἐξ ἀρχῆς ἐπικρατοῦσα «δυτικὴ»<br />

μεθοδολογικὴ προοπτικὴ καὶ κοσμοθεωρητικὴ προσέγγιση ἔχει<br />

προστεθεῖ καὶ ἡ «οἴκοθεν» προοπτικὴ «ἡσυχαστικὴ» προσέγγιση.<br />

Ἤδη ἀνάμεσα στὰ ἔτη 1984-1991 εἶχε ἐπισημανθεῖ ὡς παραθεωρημένος<br />

ἕνας ἰσχυρὸς σκεπτικισμός, προσανατολισμένος στὴν<br />

ἀνάγκη μιᾶς μεθοδολογικῆς ἐπαναξιολογήσεως ὅλης τῆς περὶ τὸ<br />

Πρωτᾶτο τρέχουσας οἰκοδομημένης θεωρητικῆς γνώσεως 66 . Πρὸς<br />

ἐνίσχυση τοῦ τότε διατυπωμένου σκεπτικισμοῦ εἶχαν συμπεριληφθεῖ<br />

προγενέστερες σχετικὲς ἀπορίες, διατυπωμένες σὲ μία ἔκταση<br />

εἴκοσι ἑνὸς ἐτῶν (1969-1980) ἀπὸ τὴν Μ. Σωτηρίου (1969) 67 τὸν<br />

Μ. Χατζηδάκη (1974) 68 καὶ τὸν C. Mango (1980) 69 . Ἡ τότε ἐπισή-<br />

62<br />

Καλομοιράκης, Παρατηρήσεις ἐπάνω στὸ Volume Style· τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνευτικὲς<br />

παρατηρήσεις.<br />

63<br />

Σωτηρίου, Ἡ μακεδονικὴ σχολή· A. Προκοπίου, Το μακεδονικό ζήτημα στη<br />

βυζαντινή ζωγραφική, Ἀθήνα 1962· K. Καλοκύρης, Προέλευσις τῶν Βυζαντινῶν<br />

μνημείων τοῦ γεωγραφικοῦ χώρου τῆς Μακεδονίας, Σερβίας καὶ τῆς Βουλγαρίας,<br />

Θεσσαλονίκη 1970.<br />

64<br />

Χατζηδάκης, Βυζαντινὴ Τέχνη στὸ Ἅγιον Ὄρος, σ. 23.<br />

65<br />

Kalopissi-Verti, Aspects of Byzantine Art, σ. 55.<br />

66<br />

«Ἐὰν τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἒρευνας (δηλαδὴ ὅτι πρωτεύοντα καὶ πρωτοποριακὸ<br />

ρόλο στὴν κατεύθυνση ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸ 1290 μ.Χ. καὶ μετὰ ἡ τέχνη, δὲν ἒπαιξε<br />

μόνο ἡ ἀρχαιοελληνικὴ κλασσικὴ παράδοση, ἀλλὰ ἐξ ἴσου καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς<br />

μυστικῆς θεολογίας), βγῆκε νὰ εἶναι τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀπὸ τὸν ἀρχικό μου<br />

προσανατολισμὸ καὶ ἀπὸ τὶς προκαταλήψεις ποὺ εἶχα, συνεπῶς δὲ ἀντίθετο καὶ<br />

ἀπὸ ὅσα σχεδὸν μέχρι τώρα εἶναι σὲ γενικὲς γραμμὲς ἀποδεκτά, ἦταν ἓνα γεγονὸς<br />

ποὺ μὲ ξάφνιασε ἒντονα. Γιὰ ἓνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα μὲ εἶχε κάνει νὰ ἀμφιβάλλω<br />

καὶ νὰ ἐπανεξετάζω ὅλη τὴν πορεία τῆς ἒρευνάς μου. Μιὰ κατάληξη αὐτῆς<br />

τῆς μορφῆς ἀνέτρεπε τὴν βαθειὰ ριζωμένη μέσα μου πεποίθηση γιὰ τὴν «συντηρητικότητα»,<br />

ὅπως εἶχα διδαχθεῖ σὲ σχολεῖο καὶ πανεπιστήμιο, καὶ τὴν «ἀνεδαφικὴ»<br />

τοποθέτηση καὶ στάση τῶν μοναστικῶν κύκλων, μπροστὰ στὰ γεγονότα τῆς<br />

ἐποχῆς ἐκείνης»: Καλομοιράκης, Ἡ Ἐμπειρία τῆς Ἐσωτερικῆς, σ. 19.<br />

67<br />

«Διαφορὲς γνωμῶν ἀπὸ ἒλλειψη ἀκριβολόγου συγκριτικῆς μεθόδου, προκαταλήψεις<br />

ἐθνικοῦ εἴδους, ἐπαναλήψεις λανθασμένων ἀπόψεων δυσκολεύουν τὴν<br />

ἀντικειμενικὴ ἒρευνα. Τελευταῖα ὑποστηρίζεται ἐντονώτερα ἡ ἄποψη, ὅτι τὰ σερβικά<br />

μνημεῖα τῆς ἐποχῆς αὐτῆς ἀποτελοῦν μία ἰδιαίτερη σχολή, τὴν λεγόμενη<br />

«Σχολή Μιλούτιν» πού περιλαμβάνει καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἒχει ἀκαθόριστες<br />

σχέσεις μὲ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν Θεσσαλονίκη»: Σωτηρίου, Ἡ μακεδονικὴ<br />

σχολή, σ. 2· Καλομοιράκης, Ὁ Oἰκουμενικὸς πατριάρχης ἅγιος<br />

Ἀθανάσιος A΄ καὶ ἡ διδασκαλία του, σ. 73-74, σημ. 2.<br />

68<br />

«Ὑπάρχει ἀρκετὴ σύγχυση καὶ ἀσάφεια ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἐπίσημη ζωγραφικὴ


«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />

ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />

167<br />

μανση εἶχε πραγματοποιηθεῖ στὸ πλαίσιο τῆς διευρυμένης μελετητικῆς<br />

καὶ μεθοδολογικῆς διεργασίας ποὺ εἶχε ἀρχίσει νὰ δρομολογεῖται,<br />

προκειμένου νὰ ἐντοπισθοῦν οἱ πραγματικοὶ λόγοι ποὺ εἶχαν<br />

προκαλέσει ὅλη αὐτὴ τὴν μεθοδολογικὴ τρέχουσα ἀταξία. Ἡ ἔκτοτε<br />

δρομολογημένη διεύρυνση, καθὼς περιέλαβε τὴν ἀναλυτικὴ μελέτη<br />

τῆς πολιτικῆς καὶ πολιτιστικῆς καταστάσεως τῆς ἐποχῆς διὰ κειμένων<br />

συγγραφέων οἱ ὁποῖοι τότε πρωταγωνίστησαν, στὸ πέρασμα<br />

τοῦ χρόνου ὄχι μόνο ἐπιβεβαίωσε τὴν ἐνδελεχῆ σχέση τῆς ἱστορήσεως<br />

τοῦ Πρωτάτου μὲ τὰ ἔτη τῆς 1ης πατριαρχείας τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου<br />

Α΄ (1289-1293), ἀλλὰ ἐπίσης ἔδειξε πόσο τὰ ἱστορικὰ<br />

γεγονότα τῆς ἐποχῆς διαψεύδουν καταλυτικὰ τὶς δύο πρωϊμότερες<br />

χρονικὲς τοποθετήσεις τοῦ μνημείου, ὅπως ὑποστήριξαν ἡ Καρακατσάνη,<br />

ἡ ὁποία πρότεινε μία τοποθέτηση ἀνάμεσα στὰ ἔτη 1262-<br />

1270, κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Μιχαὴλ Η΄<br />

Παλαιολόγου, καὶ ὁ Βασιλακέρης σὲ συσχετισμὸ μὲ τὴν πατριαρχεία<br />

τοῦ λόγιου οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Κυπρίου, ἐπίσης<br />

ἐπὶ βασιλείας Ἀνδρονίκου Β΄.<br />

Ἔκτοτε, στὸ σύνολό του, ὁ περὶ τὴν ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου διάλογος,<br />

μὲ ἐξαίρεση τὴν πρὸ τοῦ 1294 τεκμηρίωση ἀπὸ τὸν Βασιλακέρη,<br />

ἐντοπίζεται μᾶλλον πορευόμενος μέσω διάφορων δοξο γραφικῶν<br />

παραλλήλων, ἐπαναλαμβανόμενων ἐπιστημονικῶν μονολόγων,<br />

ἢ μὲ ἐπιγραμματικὲς τοποθετήσεις, ἀκόμη καὶ διὰ τῆς ρητορικῆς<br />

ἀναφορᾶς στὶς ὑφιστάμενες ἀμφιγνωμίες ποὺ συνεχίζουν<br />

τοῦ 14ου αἰώνα δὲν ἒχει μέχρι τώρα ἀντιμετωπισθεῖ ὡς ἓνα ὁμοιογενὲς σύνολο,<br />

ἀνεξάρτητο ἀπὸ γεωγραφικὰ καὶ πολιτικὰ πλαίσια, ἒξω ἀπὸ «ἐθνικὲς» ἢ «τοπικὲς»<br />

σχολές.»: Μ. Χατζηδάκης, Ἡ Ὕστερη Βυζαντινὴ Τέχνη. Μνημειακὴ Ζωγραφικὴ<br />

(1204–1300), Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τ. 9, Ἀθήνα 1974,<br />

σ. 440· ἐπίσης Καλομοιράκης, Ὁ Oἰκουμενικὸς πατριάρχης ἅγιος Ἀθανάσιος<br />

A΄ καὶ ἡ διδασκαλία του, σ. 73, σημ. 1.<br />

69<br />

«Τὴν τελευταία δημιουργικὴ προσπάθεια τῆς βυζαντινῆς τέχνης τὴν ἀντιπροσωπεύει<br />

ἡ παλαιολόγεια ζωγραφικὴ ... Ἡ ἀκτινοβολία τῆς τεχνοτροπίας αὐτῆς ...<br />

ἦταν ... σημαντική: τὴ συναντᾶμε σὲ ὅλα τὰ Βαλκάνια, σὲ ὁρισμένες περιοχὲς<br />

τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, καὶ κάπως ἀργότερα στὴ Ρωσία. Αὐτὸ ἀποδεικνύει ξεκάθαρα<br />

τὸ πνευματικὸ κῦρος τοῦ Βυζαντίου, ἀκόμη καὶ σὲ μιὰ ἐποχὴ μεγάλης πολιτικῆς<br />

ἀδυναμίας.»· «Τὸ νὰ μιλᾶμε λοιπὸν γιὰ παλαιολόγεια ἀναγέννηση εἶναι κάπως<br />

παραπλανητικό, καθὼς ὁ ὅρος «ἀναγέννηση» ὑπονοεῖ μιὰ διεύρυνση τῶν ὁριζόντων<br />

καὶ μιὰ ἀπελευθέρωση τοῦ πνεύματος, ἐνῶ ἡ παλαιολόγεια τέχνη φανερώνει<br />

μία ἀρχαϊκὴ ἐσωστρέφεια.»: C. Mango, Βυζάντιο, ἡ αὐτοκρατορία τῆς<br />

Νέας Ρώμης, ἑλλ. μτφ. Δ. Τσουγκαράκης, Ἀθήνα 1988, σ. 326, 328· ἐπίσης<br />

Καλομοιράκης, Ἑρμηνευτικὲς παρατηρήσεις, σ. 217, σημ. 175· τοῦ ἰδίου,<br />

Πρωτᾶτο, ἡ Ἔρευνα, τὸ Mνημεῖο, σ. 79, σημ. 26.


168 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />

διεθνῶς νὰ τοποθετοῦν τὸ μνημεῖο αὐτὸ ἀκόμη, ὅπως ἀπὸ τὸ 1883<br />

ὁ Bayet «au ΧΙΙΙe ou au commencement du ΧIVe siècle», κυρίως ἀνάμεσα<br />

στο 1290 μὲ 1310 70 ἢ περιφραστικὰ καὶ μὲ πολλὲς συμπεριεχόμενες<br />

ἀμφιγνωμίες, νὰ καταλήγουν στὴν ἀμφιλεγόμενη συμφωνία,<br />

«seven art historians to the stand: Soteriou, Xyngopoylos, Chatzidakis,<br />

Mouriki, Kalomirakis, and Djurić largely agreed that Panselinos<br />

flourished in the late thirteenth and early fourteenth century» 71 .<br />

Σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις, κατὰ κανόνα ἱσχύουν αὐτά, κατ’ ἀκολουθίαν<br />

πρὸς τὰ ἀτομικὰ ἐνδιαφέροντα καὶ κριτήρια τῶν μελετητῶν<br />

οἱ ὁποῖοι κατὰ τρόπο ἀντιστοίχως ἐπιλεκτικὸ μνημονεύουν ἢ παραθεωροῦν<br />

προγενέστερες τοποθετήσεις. Εἰδικὰ ὅσον ἀφορᾷ στὶς ἐπιμέρους<br />

ἀποτιμήσεις τῆς τέχνης τοῦ «Πανσελήνου», αὐτὲς συμβαίνει,<br />

ὁμολογουμένως ἢ ὄχι, νὰ ἀποτελοῦν ἀμφιγνωμίες οἱ ὁποῖες ἄλλοτε<br />

εἶναι ἀτομικές, καὶ ἄλλοτε ἐκπροσωποῦν τάσεις κυρίως ἐθνικῶν μελετητικῶν<br />

παραδόσεων. Στὸ σύνολό τους οἱ πραγματοποιημένες τοποθετήσεις,<br />

καθὼς δὲν ἔχουν μία παγιωμένη παρουσία καὶ κοινὸ<br />

ἄξονα ἀναφορᾶς, δὲν ἔχουν βοηθήσει πρὸς μία ἐπαγωγικὴ σύνθεση<br />

θέσεων ποὺ θὰ διαμόρφωνε ἕνα συνεπῆ, μὴ αὐτοδιαψευδόμενο<br />

γνωσιακὸ κόσμο, ἔστω μὲ ἐντοπισμένα ἀπορούμενα ἢ ἐκκρεμῆ θέματα,<br />

«desiderata». Συνήθως ὅσες θέσεις ἐπικρατοῦν, εὑρίσκονται<br />

βιβλιογραφικὰ σὲ μία σχετικὴ ἐπικαιρότητα, ὅσο εἶναι στὴν ζωὴ οἱ<br />

εἰσηγητές τους, ἕως καὶ οἱ ἄμεσοι μαθητές τους, καὶ στὴν συνέχεια<br />

περιπίπτουν σὲ λήθη, ἀσχέτως πρὸς τὴν πολλὲς φορὲς πραγματικὴ<br />

ἢ γόνιμη ἀξία ποὺ περιέχουν.<br />

Ἀντίθετα πρὸς τὶς ἀμφιγνωμίες ποὺ χαρακτηρίζουν τὶς ἐπὶ μέρους<br />

τεχνοτροπικὲς ἐκτιμήσεις περὶ την τέχνη τοῦ «Πανσελήνου», μία<br />

χαρακτηριστικὴ ὁμογνωμία ἐντοπίζεται σὲ σχέση πρὸς τὴν εὐρύτερη<br />

πολιτιστική ἀποτίμηση καὶ θεώρησή της, ποὺ μὲ ἀφετηρία τὸ 1845<br />

ἔχει προσεγγισθεῖ μὲ βάση μία πάγια «δυτικὴ» θεωρητικὴ προοπτική.<br />

Ἡ «δυτικὴ» αὐτὴ προοπτικὴ μελετητικὰ ὑπάρχει ἀδιαπραγμάτευτη,<br />

παρὰ μία μεγάλη διάψευση ποὺ γνώρισε: Ἀρχικὰ καὶ γιὰ<br />

ἑξῆντα ἔτη (1867-1927) γινόταν ἀποδεκτὴ ἡ τοποθέτηση τῆς τέχνης<br />

τοῦ «Πανσελήνου», περὶ τὸ 1536, δηλαδὴ περίπου ὀγδόντα ἔτη μετὰ<br />

τὴν ὀθωμανικὴ ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1453 72· ἀντί-<br />

70<br />

E. C. Ryder, Micromosaic Icons of the Late Byzantine Period, New York University<br />

2007, σ. 101, σημ. 204.<br />

71<br />

Milliner, Man or Metaphor?, σ. 228.<br />

72<br />

Α. Παπαδόπουλος-Kεραμεύς, Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ, σ. θ΄, σημ. 4, ὅπου<br />

καὶ ἡ ὑπόλοιπη ἕως τὸ 1909 περὶ τὸν 16ο αἰώνα βιβλιογραφία, καὶ σ. ι΄-


«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />

ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />

169<br />

θετα τούτου ἕως σήμερα, ὑπερίσχυσε μία τοποθέτηση κατὰ τὸν 13ο<br />

ἕως τὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰώνα, ὀγδόντα περίπου ἔτη, ἕως καὶ λίγο<br />

ἀργότερα, ἀπὸ τὴν σταυροφορικὴ ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως<br />

τοῦ 1204. Κατὰ τὸ 1883 ὁ Ch. Bayet εἶχε πρῶτος προτείνει τεχνοτροπικά,<br />

προσεγγίζοντας τὴν τέχνη τοῦ «Πανσελήνου», μία τοποθέτηση<br />

κατὰ «τὸν 13ο ἢτὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰῶνος» 73· ἡ πρότασή του<br />

ἦταν ἀποδεκτὴ ἀπὸ ἐλαχίστους 74 ἐνῶ ἀπὸ τὸ 1927 ἕως τὶς ἡμέρες<br />

μας εἶναι ἡ πλέον εὐρύτερα ἀποδεκτή, ἀσχέτως ἂν τὸ ὄνομα τοῦ<br />

Bayet δὲν μνημονεύεται 75 .<br />

ιβ΄, σημ. 3-4, γιὰ τὴν σύνοψη τῆς σχετικῆς ρωσικῆς βιβλιογραφίας· E.<br />

Mutafov, Περί Πανσελήνου και του τέλους της αληθινής τέχνης, στὸ Ο<br />

Μανουήλ Πανσέλινος και η εποχή του, Ἀθήνα 1999, σ. 55-61· V. G. Barskij,<br />

Voyage aux lieux Saints d’Europe, d’Asie et d’Afrique (στὰ Ρωσικά), St. Petersburg<br />

1780· V. G. Barskij, L. Duchesne, Votorje poseščenie svjatoj Athonskoj<br />

gori, St. Petersburg 1887, σ. 171· Μ. Τριγώνης, Προσκυνητάριον<br />

τῆς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας τῆς ἐν τῷ Ἄθῳ, Βενετία 1780, σ. 30 και Βενετία<br />

1792, σ. 23· K. Σάθας, Νεοελληνικὴ Φιλολογία, Ἀθήνα 1868, σ. 99-100·<br />

K. Σάθας, Παράρτημα Νεοελληνικῆς Φιλολογίας, Ἀθήνα 1870, σ. 10· L. Duchesne,<br />

Ch. Bayet, Memoire sur une Mission au Mont Athos, Paris 1876, σ.<br />

35· R. Nikolai, Geschichte der Neugriechischen Litteratur, Leipzig 1876, σ.<br />

6· P. Uspenskij, Vtoroe putéestvie po svatoj gore Athosnskoj, II.2, Mόσχα<br />

1880, σ. 272· Ch. Diehl, Manuel d’art byzantin, Paris 1910, σ. 762-776,<br />

ἰδ. σ. 766· V. Georgievskij, Freski Panselina u Protate na Afone, St. Petersburg<br />

1913· Γ. Σωτηρίου, Τὸ Ἅγιον Ὄρος, Ἀθήνα 1915, σ. 12, 123-124·<br />

G. Millet, Recherches sur l’iconographie de l’évangile aux XIVe, XVe et XVIe<br />

siècles d’après les monuments de Mistra, de la Macédoine et du Μont Athos,<br />

Paris 1916, σ. 2, 630, 656-658· A. Ξυγγόπουλος, Ἡ Ἑρμηνεία τῆς Ζωγραφικῆς<br />

Τέχνης καὶ ὁ Μανουὴλ Πανσέληνος, Πινακοθήκη Ζ, τεῦχ. 193-<br />

195 (1917), σ. 20-21.<br />

73<br />

Ch. Bayet, L’art byzantin, Paris 1883 και 3 1904, σ. 263.<br />

74<br />

H. Brockhaus, Die Kunst in den Athos-Klöstern, Leipzig 1891, σ. 24-25,<br />

60, 271· Γ. Λαμπάκης, Βυζαντινὴ Πινακοθήκη, Ἀθήνα 1891· Βλάχος, Ἡ<br />

Χερσόνησος τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω, σ. 164-165· Χ. Κωνσταντινίδη, Μελισμός.<br />

Οἱ συλλειτουργοῦντες ἱεράρχες καὶ οἱ ἄγγελοι-διάκονοι μπροστὰ στὴν<br />

Ἁγία Τράπεζα μὲ τὰ τίμια δῶρα ἢ τὸν εὐχαριστιακὸ Χριστό, Ἀθήνα 2008.<br />

75<br />

Ἀναφέρονται, κατὰ χρονικὴ σειρά, ὁρισμένα βασικὰ δημοσιεύματα ποὺ<br />

διαμόρφωσαν τὴν μελετητικὴ παράδοση τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου,<br />

ὅπως τὰ Bayet, L’art byzantin, καὶ Ch. Bayet, Notes sur le peintre byzantin<br />

Manuel Pansélinos et sur le guide de la peinture du moine Denys, Revue<br />

archéologique 3 (1884), σ. 325-334· Brockhaus, Die Kunst in den Athos-<br />

Klöstern· Παπαδόπουλος-Kεραμεύς, Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ· Ξυγγόπουλος,<br />

Περὶ τὸ πρόβλημα τοῦ Πανσελήνου, Μακεδονικὸ Ἡμερολόγιο 1933, μὲ<br />

πολλαπλὲς δημοσιεύσεις ἕως τὸ 1981· Σωτηρίου, Ἡ μακεδονικὴ σχολὴ<br />

καὶ ἡ λεγόμενη σχολὴ Μιλούτιν· Καλομοιράκης, Παρατηρήσεις ἐπάνω


170 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />

Ἐνῶ γιὰ σαράντα τέσσερα ἔτη (1883-1927) συνυπῆρχαν οἱ δύο<br />

διαφορετικὲς τοποθετήσεις, στάθηκε ἀρκετὴ μία ἄνευ τεκμηριώσεως<br />

ἐπιγραμματικὴ τοποθέτηση τοῦ G. Millet 76 προκειμένου ἡ ἀκαδημαϊκὴ<br />

κοινότητα νὰ ἀρχίσει νὰ ἐγκαταλείπει σταδιακὰ τὸν 16ο αἰώνα<br />

καὶ τὴν μεταβυζαντινὴ τοποθέτηση τοῦ ἔργου τοῦ «Πανσελήνου».<br />

Παρὰ ταῦτα, ἀπαιτήθηκε νὰ παρέλθει ἕνα πρόσθετο διάστημα ἑξῆντα<br />

ἐννέα ἐτῶν (1927-1996), ἕως ὅτου ἡ ὅποια ἀποδοχή, ἢἡρητορική<br />

της μνημόνευση, σταματήσει βιβλιογραφικὰ πλήρως 77 . Ἔκτοτε, κατὰ<br />

τὸ ἕνα της σκέλος, ἡ κύρια κατεύθυνση τῶν σχετικῶν μελετῶν γιὰ<br />

τὴν εὐρύτερη ἱστορικὴ ἢ πολιτιστικὴ δημιουργία τῆς ἱστορήσεως,<br />

διὰ τοῦ Millet εἶναι προσανατολισμένη στοὺς χρόνους τῆς διοικήσεως<br />

τῶν Σέρβων βασιλέων Στέφανου ΣΤ΄, Οὔρεση Β΄, Μιλούτιν.<br />

Κατὰ τὸ δεύτερο σκέλος της, τὸ ἴδιο μνημεῖο εὑρίσκεται ἱστορικὰ<br />

ἀντιστοιχούμενο μὲ τὴν περίοδο τῶν πρώτων Παλαιολόγων, ἀρχῆς<br />

γενομένης ἀπὸ τὸ 1881, ὅταν ὁ Σ. Λάμπρος (1851-1919) θεώρησε<br />

«γνώμη ἀπιθανοτάτη» τὴν ἀξία τῶν μαρτυριῶν περὶ τὸν 16ο αἰώνα,<br />

στὸ Volume Style· Ν. Ζάρρας, Ὁ Χριστὸς ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ, ΣΧΑΕ 22<br />

(2002), σ. 34-35· τοῦ ἰδίου, Ὁ Χριστὸς ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ, ΔΧΑΕ 28 (2007),<br />

σ. 213-224· τοῦ ἰδίου, The Iconographical Cycle of the Eothina Gospel<br />

pericopes in churches from the reign of King Milutin, Ζograf 31 (2006-<br />

2007), σ. 98· Βασιλάκη, Υπήρξε Μανουήλ Πανσέληνος;· Vasilakeris, διάφορες<br />

δημοσιεύσεις ἀνάμεσα στὰ 1999 καὶ 2010· Καρακατσάνη, Μία<br />

τυχαία συνάντηση μὲ τὸν Διονύσιο· Milliner, Man or Metaphor? Ἐπίσης οἱ<br />

κύριες φωτογραφικὲς παρουσιάσεις τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου, Σπ.<br />

Λάμπρος, Ὁ Ἰησοῦς τοῦ Πανσελήνου μετὰ μιᾶς χρωματολιθογραφίας,<br />

Παρνασσὸς 5.5 (1881), σ. 445-452· Georgievskij, Freski Panselina u Protate<br />

na Afone· G. Millet, Monuments de l’Athos, Paris 1927, πίν. 5-58· Γ.<br />

Τσίμας- Π. Παπαχατζηδάκης, Τοιχογραφίαι Πρωτάτου Ἁγίου Ὄρους, Ἀθήνα<br />

1931, τ. Ι-IV· Π. Μυλωνᾶς, Τὸ Πρωτάτο τῶν Καρυών καὶ ὁ ζωγράφος<br />

Μανουὴλ Πανσέληνος, Ημερολόγιο 1973 (ἔκδ. Εμπορικής Τράπεζας Ελλάδος)·<br />

Ν. Νικονάνος, Μανουὴλ Πανσέληνος. Ἡμερολόγιον τῆς Γενικῆς<br />

Τραπέζης τῆς Ἑλλάδος τοῦ 1981· Τσιγαρίδας, Μανουήλ Πανσέληνος: ὁ κορυφαῖος<br />

ζωγράφος· Ταβλάκης, Μίνως, Ἱερὸς Ναὸς Πρωτάτου 2007-2008.<br />

76<br />

Millet, Monuments de l’Athos· τοῦ ἰδίου, Les peintures de l’Athos, Revue<br />

Archeologique 26/5 (1927), σ. 274-278· τοῦ ἰδίου, L’art des Balkans et<br />

Italie au XIII siècle, σ. 274-278, καὶ μὲ ἄλλες δημοσιεύσεις ἕως τὸ 1954.<br />

77<br />

F. Fichter, Wandmalereien der Athos-Klöster. Grundsätzliches zu den Planungen<br />

der Bildfolgen des 14-17. Jahrhunderts Berlin 1931, σ. 52· S. Bettini, La<br />

pittura bizantina, Firenze 1938, σ. 43· E. Wiegand, F. Dölger, Mönchsland<br />

Athos, Munich 1943, σ. 25· A. M. Gravgaard, Inscriptions of Old Testament<br />

Prophesies in Byzantine Churches, Copenhagen 1979, σ. 100· Ε. Aragonés,<br />

La imagen del mal en el Roḿnico Navarro, Pamblona 1996, σ. 42.


«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />

ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />

171<br />

καὶ ἀπὸ τότε πρότεινε μία γενικὴ χρονικὴ τοποθέτηση στὸν 14ο<br />

αἰώνα 78 . Τὸν ἴδιο χρόνο τὴν τοποθέτηση αὐτὴ εἶχε ἀποδεχθεῖ ὁ Th.<br />

Davidson 79 τὸ 1884 ὁ Ch. Βayet 80 τὸ 1891 ὁ Γ. Λαμπάκης 81 καὶ ὁ<br />

H. Brockhaus –βάσει ἱστορικῶν μαρτυριῶν τὰ ἔτη μετὰ τὸ 1310 82 –,<br />

καὶ τὸ 1903 ὁ Κ. Βλάχος 83 . Τέλος, ἀπὸ τὸ 2008, ἀπὸ τὴν Α. Καρακατσάνη,<br />

ἔχει προκύψει ὁ νέος συσχετισμὸς μὲ τοὺς χρόνους τῆς<br />

βασιλείας τοῦ Μιχαὴλ Η΄ Παλαιολόγου. Πολιτιστικὰ θεωρούμενες<br />

καὶ οἱ τρεῖς προαναφερόμενες ἱστορικὲς ἀντιστοιχήσεις -πρὸς τὶς<br />

βασιλεῖες τῶν Μιχαὴλ Η΄, Ἀνδρονίκου Β΄ καὶ Μιλούτιν-, κινοῦνται<br />

σὲ ἕνα ποικίλο προ-ἀναγεννησιακὸ ἰδεολογικὸ πλαίσιο «δυτικῆς»<br />

προοδευτικῆς προοπτικῆς, ἀσχέτως ἐὰν ἡ περὶ «Ἀναγεννήσεως» καὶ<br />

οἱ περισσότερες καίριες ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες ἐκτίμησεις δὲν παύουν<br />

διαφόρως νὰ ἀμφιγνωμοῦνται ἀπὸ ἕνα κριτικὸ σκεπτικισμό, ὅπως<br />

ἀπὸ τὸ 1968 τοῦ Meyendorff 84 τὸ 1969 τῆς Σωτηρίου 85 τὸ 1974 τοῦ<br />

78<br />

Λάμπρος, Ὁ Ἰησοῦς τοῦ Πανσελήνου, ὅ.π.<br />

79<br />

Th. Davidson, Reviews and book notices, Journal of Philology 2/8 (1881),<br />

σ. 507.<br />

80<br />

Bayet, Notes sur le peintre byzantin Manuel Pansélinos, ὅ.π.<br />

81<br />

Λαμπάκης, Βυζαντινὴ Πινακοθήκη.<br />

82<br />

Brockhaus, Die Kunst in den Athos-Klöstern.<br />

83<br />

Βλάχος, Ἡ Χερσόνησος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, σ. 167-168.<br />

84<br />

Meyendorff, Spiritual Trends in Byzantium, σ.62: «Wealthy dignitaries<br />

and humanists, and not the Hesychastes ascetics, had both the necessary<br />

means, the necessary interest, and the necessary taste to become the promoters<br />

of what is called the Palaeologan “renaissance”»· σ. 63-64: «This is true as<br />

least of Byzantine society taken as a whole. A few individuals appeared from<br />

time who had some feeling of nostalgia for ancient «Hellas», but they could<br />

never break through the walls of the Christian medieval, theocratic fortress of<br />

Byzantine civilization. The result of this situation was an obvious lack of creative<br />

vigor and organic outburst in what is called «Byzantine humanism». Artificially<br />

imitating the language of Plato or of Demosthenes ordering very<br />

costly copies of their writings, repeating their cosmological and methodological<br />

ideas, these individuals were, at the same time, fervent followers of the unchangeable<br />

rites of the church under the same ancient writers were anathematized<br />

and occasionally were not reluctant to write very classical and orthodox theological<br />

treatises, which had no direct connection with their humanistic interests.<br />

These different and contradictory elements of Byzantine culture, put side<br />

by side as in an encyclopedia without any real interested synthesis, could not<br />

give birth to a cultural revolution similar to the Italian Renaissance. The Byzantine<br />

«renaissance» provoked slight changes in taste and in outlook. But the<br />

medieval patterns of mind were never really abandoned.»<br />

85<br />

Σωτηρίου, Ἡ μακεδονικὴ σχολή, σ. 2.


172 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />

Χατζηδάκη 86 τὸ 1980 τοῦ C. Mango 87 τὸ 1984 καὶ 1990 τοῦ ὑπογράφοντος<br />

88 τὸ 2000 τοῦ R. Cormack 89 τὸ 2007 τοῦ Ε. C. Ryder 90<br />

καὶ τὸ 2012 τοῦ M. J. Milliner 91 .<br />

Ἡ ἀφετηρία τοῦ συνόλου τῆς μελέτης τοῦ δοκιμίου, ὅπως προαναφέρθηκε,<br />

ἀνάγεται στὸ ἔτος 1972 92 , ἐνῶ κατὰ τὸ 1982 ἔγινε ἡ<br />

πρώτη διατύπωση τῶν ἀρχικῶν σχετικῶν συμπερασμάτων μέσα<br />

ἀπὸ μία σειρὰ παρατηρήσεων 93· σὲ ἕνα βαθμὸ οἱ παρατηρήσεις<br />

αὐτὲς τεκμηριώθηκαν ἀποσπασματικὰ στὸ διάστημα τῶν ἐτῶν<br />

1984-1991 94 ἀλλὰ καὶ ἕως τὸ 2011 95 , μὲ κύριο προσανατολισμὸ<br />

παρατηρήσεις στὸ εἰκονογραφικὸ πρόγραμμα τῆς ἱστορήσεως τοῦ<br />

Πρωτάτου καὶ διερευνήσεις περὶ τὸν λόγο τῆς δημιουργίας του σὲ<br />

συνάρτηση μὲ τὴν ἱστορία τῆς ἐποχῆς, στὸ πλαίσιο τῆς ὁποίας δημιουργήθηκε.<br />

86<br />

Χατζηδάκης, Ἡ Ὕστερη Βυζαντινὴ Τέχνη, σ. 440<br />

87<br />

Mango, Βυζάντιο, ἡ αὐτοκρατορία, σ. 326-328.<br />

88<br />

Καλομοιράκης, Ἡ Ἐμπειρία τῆς Ἐσωτερικῆς, σ. 19· Καλομοιράκης,<br />

Πρωτᾶτο, ἡ Ἔρευνα, τὸ Mνημεῖο, σ. 73-74, σημ. 1-2.<br />

89<br />

R. Cormack, Byzantine Art, Oxford 2000, σ. 131.<br />

90<br />

Ryder, Micromosaic Ιcons, σ. 101, σημ. 204.<br />

91<br />

«In a similar way the Manuel Panselinos tradition has infiltrated byzantine art<br />

history with Renaissance ideals (yet again) a dependence that has since required<br />

art historians to erect the awkward scaffolding of Panselinos΄s historicity, despite<br />

strong evidence to the contrary.»: Milliner, Man or Metaphor?, σ. 231.<br />

92<br />

Ἡ μελέτη ἄρχισε ὡς φροντιστηριακὴ ἐργασία στὸ μάθημα τῆς Βυζαντινῆς<br />

Ἀρχαιολογίας στὸ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο τῆς Θεσσαλονίκης. Ἡ σχετικὴ<br />

ἀνάθεση εἶχε δοθεῖ τὸ Φθινόπωρο τοῦ 1972 ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο καθηγητὴ<br />

Στυλιανὸ Πελεκανίδη, σὲ περίοδο κατὰ τὴν ὁποία εἶχε ὡς βοηθοὺς<br />

τοὺς μετέπειτα καθηγητὲς κ.κ. Ἄννα Τσιτουρίδου καὶ Γ. Γούναρη. Ἡ πρώτη<br />

καταγραφὴ στὸ μνημεῖο ἔγινε στὶς 24 Δεκεμβρίου τοῦ 1972 (κατὰ τὸ παλαιὸ<br />

ἡμερολόγιο), ὅταν Πρωτοεπιστάτης ἦταν ὁ μακαριστὸς σήμερα<br />

γέρων Κλεόνικος ὁ Ἰβηρίτης, ὅπως ἐπίσης ἐπιστάτες, ὁ γέρων Παρθένιος<br />

Παντοκρατορινός, ὁ προηγούμενος Εὐγένιος Φιλοθεΐτης καὶ ὁ ἱερομόναχος<br />

Χρυσόστομος Σιμωνοπετρίτης. Τότε τὸ διακόνημα τῆς λειτουργίας τοῦ<br />

ναοῦ τοῦ Πρωτάτου εἶχε ὁ μακαριστὸς γέρων Ἱερόθεος.<br />

93<br />

Καλομοιράκης, Παρατηρήσεις ἐπάνω στὸ Volume Style, σ. 38-39· τοῦ<br />

ἰδίου, Παρατηρήσεις ἐπάνω στὶς τοιχογραφίες, σ. 3-7, ὅπου τὸ πλῆρες<br />

κείμενο τῆς ἀνακοινώσεως τοῦ 1982.<br />

94<br />

Καλομοιράκης, Ἡ Ἐμπειρία τῆς Ἐσωτερικῆς, σ. 19-32· τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνευτικὲς<br />

παρατηρήσεις, σ. 197-220· τοῦ ἰδίου, Πρωτᾶτο, ἡ Ἔρευνα, τὸ<br />

Μνημεῖο, σ. 73-104· τοῦ ἰδίου, Ὁ Oἰκουμενικὸς πατριάρχης ἅγιος Ἀθανάσιος<br />

A΄ καὶ ἡ διδασκαλία του, σ. 22-50.<br />

95<br />

Καλομοιράκης, Ἀναγέννησι ἢ Ἀνακαίνισι, σ. 125-176· τοῦ ἰδίου, Ἡ Ἱστόρηση<br />

τοῦ Πρωτάτου· τοῦ ἰδίου, Πρόοδος καὶ Ἀνανέωση.


«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />

ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />

173<br />

Καθὼς δὲν ἔχουν ἀκόμη ὁλοκληρωθεῖ οἱ ἀπαραίτητες ἐργασίες<br />

συντηρήσεως, αἰσθητικῆς ἀποκαταστάσεως καὶ τελικῆς φωτογραφήσεως<br />

τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου, πρὸς τὸ παρὸν δὲν συμπεριλαμβάνεται<br />

ἐδῶ μία νέα συνθετικὴ μελέτη τῆς τεχνοτροπίας καὶ τῆς<br />

εἰκονογραφίας τῶν ἀπεικονίσεων μὲ ἀναλυτικὴ ἀναφορὰ καὶ κριτικὴ<br />

ὅσων δεδομένων ἔχουν ἐκτιμηθεῖ· παρὰ ταῦτα, περιέχεται μία πρώτη<br />

παραμετροποίηση τοῦ ἀντικειμένου τους. Ἡ μελλοντικὴ δημοσίευση<br />

τῆς μελέτης αὐτῆς θὰ συσχετισθεῖ καὶ μὲ τὸ ἀδημοσίευτο ἀρχεῖο τῆς<br />

Μ. Σωτηρίου, κάτω ἀπὸ τὸν εὐρύτερο συντονισμὸ τοῦ ἐπὶ τιμῇ ἐφόρου<br />

ἀρχαιοτήτων Ἰ. Ταβλάκη, μὲ τὴν συμμετοχὴ τοῦ ὑπογράφοντος<br />

καὶ ὁμάδας μελετητῶν μὲ ἐμπειρία στὴν τέχνη τοῦ Πρωτάτου.<br />

Κατὰ τοὺς χρόνους περὶ τὸ 1982 ἡ παράδοση τῆς μυσταγωγικῆς<br />

ἐμπειρίας τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πνευματικότητας εἶχε προταθεῖ,<br />

ὅπως προαναφέρθηκε στὴν Εἰσαγωγή, ὡς ἕνας κύριος λόγος<br />

γιὰ τὸ ἱστορικὸ πλαίσιο ποὺ ὁδήγησε στὴν δημιουργία τῆς ἱστορήσεως<br />

τοῦ Πρωτάτου. Ὁ λόγος αὐτὸς εἶχε τότε ἀντιστοιχηθεῖ: α. τεχνοτροπικά,<br />

μὲ τὸν ἰδιότυπο πραγματισμὸ που χαρακτηρίζει<br />

πλευρὲς τῆς τέχνης τῆς ἱστορήσεως· β. πολιτικά, μὲ τὸ τέλος τῆς 1ης<br />

δεκαετίας τῆς βασιλείας τοῦ λόγιου καὶ νηπτικοῦ αὐτοκράτορα<br />

Ἀνδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου, προσαγορευομένου τὸν καιρὸ ἐκεῖνο<br />

ὡς «Νέου Κωνσταντίνου»· γ. ἐκκλησιαστικά, μὲ τὴν 1η πατριαρχεία<br />

τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Α΄ (1289-1293)· δ. μὲ τὸ πολιτικὸ καὶ πνευματικὸ<br />

δόγμα τῆς ἀνασυγκροτήσεως ποὺ ἀπὸ κοινοῦ Ἀνδρόνικος<br />

Β΄ καὶ ἅγιος Ἀθανάσιος Α΄ ἄρχισαν νὰ ἐφαρμόζουν, δόγμα «τῆς τῶν<br />

Ρωμαίων πραγμάτων μεταβολῆς» ποὺ χαρακτήρισε ὅλη τὴν μετέπειτα<br />

ἰδιαίτερα μακρόχρονη βασιλεία τοῦ Ἀνδρονίκου Β΄· μία «μεταβολὴ»<br />

ἡ ὁποία κυρίως ἐπέτυχε σὲ ἐπίπεδο πολιτιστικῆς παραδόσεως, λόγιας<br />

μυσταγωγικῆς, παρὰ πολιτικῆς, μὲ καταγράψιμους τοὺς λόγους<br />

τῆς ἐπιτυχίας ἕως καὶ τῆς ἀποτυχίας, μέχρι καὶ μιᾶς συνολικης ἀποτιμήσεως.<br />

Ὅπως, ἐπίσης προαναφέρθηκε στὴν Εἰσαγωγή, ἀπὸ τὸ<br />

1968 ὁ J. Meyendorff εἶχε σημειώσει ὅτι μία ἀπὸ τὶς βασικὲς<br />

πλευρὲς τῆς ἀρχιερατείας τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Α΄ ἦταν ἑστιασμένη<br />

στὴν «μυσταγωγικὴ πραγματικότητα» (Sacramental realism) 96 τῆς ὀρθόδοξης<br />

χριστιανικῆς «πνευματικότητας» 97 .<br />

Ἤδη ἀπὸ τὰ ἔτη 1982-1984 εἶχε κατασταλάξει μία συνειδητοποίηση<br />

ὅτι εἶχαν πλέον ἐξαντληθεῖ οἱ ὅποιες τεχνοτροπικὲς συσχετί-<br />

96<br />

Meyendorff, Spiritual Trends, σ. 58.<br />

97<br />

Καλομοιράκης, Ἡ Ἐμπειρία τῆς Ἐσωτερικῆς.


174 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />

σεις μὲ βάση τὰ ἀνάμεσα στὰ ἔτη 1260-<br />

1294 διαθέσιμα σταθερά χρονολογημένα<br />

μνημεῖα. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ἀπὸ τότε προέκυψε<br />

ἕνας προσανατολισμός, σύμφωνα<br />

μὲ τὸν ὁποῖο ἡ ὅποια μελετητικὴ πρόοδος<br />

ἔδειχνε ὅτι ἔπρεπε νὰ περάσει μέσα ἀπὸ<br />

μία μελετητικὴ διεύρυνση πρὸς ἄλλα δεδομένα<br />

τοῦ ἴδιου τοῦ μνημείου, καὶ κυρίως<br />

τῆς τοπογραφικῆς διατάξεως τῆς<br />

θεματογραφίας τῶν εἰκόνων του 98 . Ἐν<br />

γένει ἀπὸ τὰ ἔτη 1984-1989 εἶχε παρατηρηθεῖ<br />

ἀπὸ τὸν γράφοντα ὅτι εἰκαστικὰ δὲν<br />

προβάλλουν ἔντονα τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ<br />

τοῦ μνημείου, ὥστε νὰ γίνωνται<br />

ἀμέσως κατανοητά· τότε εἶχε διαπιστωθεῖ<br />

ὅτι αὐτὰ διέπονται ἀπὸ μία «εἰκαστικὴ ἀποφατικότητα»<br />

99 ἄμεσα βασιζόμενη στὴν «ἐμ -<br />

πειρία» τῆς «μυσταγωγικῆς πραγματικότητας».<br />

2. Ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἱστορήσεως<br />

τοῦ Πρωτάτου<br />

Εἰκ. 3.<br />

Ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας, λεπτομέρεια.<br />

«Μανουὴλ Πανσέληνος», Καρυές, Πρωτᾶτο. Ὁ<br />

ἅγιος εἰκονίζεται στηθαῖος· εὑρίσκεται στὴν 1η<br />

ἀπὸ κάτω πρὸς τὰ ἄνω ζώνη τοῦ ἀνατολικοῦ<br />

ἐσωραχίου τοῦ διαβατικοῦ πρὸς τὸ ΒΔ διάχωρο<br />

τοῦ ναοῦ. Ἡ εἰκόνα εἶναι ἀμέσως ὁρατὴ γιὰ τὸν<br />

εἰσερχόμενο στὸν ναὸ ἀπό τὴν βασίλειο πύλη<br />

τοῦ δυτικοῦ τοίχου τοῦ κεντρικοῦ κλίτους. Ἔχει<br />

συσχετισθῇ μὲ τὸν Ἀνδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο<br />

καὶ τὴν πιθανὴ προσωπογραφία του, ὅταν ἦταν<br />

σὲ ἡλικία περίπου τριάντα ἐτῶν.<br />

«Οὐ ζωγράφων ἐφεύρεσις ἡ τῶν εἰκόνων ποίησις,<br />

ἀλλὰ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἒγκριτος θεσμοθεσία<br />

καὶ παράδοσις ... μαρτυρεῖ δὲ αὐτὴ τῶν<br />

πραγμάτων ἡ ἀρχαιότης, καὶ ἡ τῶν πνευματοφόρων<br />

πατέρων ἡμῶν διδασκαλία, ὅτι ὁρῶντες ταύτας ἐν<br />

τοῖς σεπτοῖς ναοῖς ἠσμενίσαντο· καὶ αὐτοὶ σεπτοὺς<br />

98<br />

Ἀναλυτικὰ βλ. τ. Α΄, κεφ. Α΄, β. Ἡ ἀποκατάστασις<br />

τῆς ἱστορήσεως καὶ γ. Ἡ μυσταγωγικὴ<br />

εἰκόνα τῆς ἱστορήσεως.<br />

99<br />

«Τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ τοῦ μνημείου<br />

δὲν προβάλλουν ἒντονα ὅπως εἶναι ὑπαγορευμένα<br />

ἀπὸ τὴν ἀποφατικότητα τῆς μυσταγωγικῆς<br />

ἐμπειρίας τῆς λειτουργικῆς ζωῆς καὶ νηπτικῆς<br />

παραδόσεως· τὸ περιεχόμενό τους ἀποκαλύπτεται<br />

ὅσο δίνεται ἰδιαίτερη προσοχὴ καὶ ὑπάρχει<br />

ἀπορία γιὰ τὴν θέση, τὴν θεματογραφία καὶ<br />

τὴν εἰκονογραφία τῶν παραστάσεων.» Καλομοιράκης,<br />

Ἑρμηνευτικὲς παρατηρήσεις, σ.<br />

214-215.


«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />

ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />

175<br />

ναοὺς δειμάμενοι, ταύτας ἐστηλογράφησαν ... τοῦ γὰρ ζωγράφου ἡ τέχνη μόνον· ἡ<br />

δὲ διάταξις πρόδηλον τῶν δειμαμένων ἁγίων πατέρων ...»<br />

Πρακτικὰ τῆς ἐν Νικαίᾳ<br />

Ζ΄ οἰκουμενικῆς συνόδου 787 μ.Χ. 100<br />

Ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἱστορήσεως 101 βασίσθηκε κυρίως στὴν<br />

ἀνάπτυξη μιᾶς προτυποποιημένης μεθοδολογίας, ἡ ὁποία καθόρισε<br />

τὴν ἀκριβῆ ὁρολογία ποὺ χρησιμοποιήθηκε γιὰ τὴν πρωτογενῆ<br />

ἀρχαιολογικὴ καταγραφὴ ἕως τὴν ἀποκατάσταση τῶν δεδομένων<br />

τῶν «ἀπεικονίσεων» 102 . Κυρίως ἡ μεθοδολογία αὐτὴ ἀξιοποίησε<br />

100<br />

Τὴν Ζ΄ οἰκουμενικὴ συνοδο εἶχαν συγκαλέσει ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος<br />

Δ΄ (780-797, περ. βίου: 771-802) καὶ ἡ μητέρα του αὐτοκράτειρα<br />

Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία (797-802, περ. βίου: 752-803). Ἡ συνέχεια τοῦ<br />

ἀποσπάσματος ἔχει ὡς ἑξῆς: «τὸ δὲ Χριστός, ὄνομα σημαντικόν ἐστι θεότητος<br />

καὶ ἀνθρωπότητος, τῶν δύο τελείων τοῦ σωτῆρος φύσεων· καὶ καθ’ ἣν ὡράθη<br />

φύσιν, τὴν εἰκόνα αὐτοῦ οἱ Χριστιανοὶ ἀναζωγραφεῖν ἐδιδάχθησαν, ἀλλ’ οὐ καθ’<br />

ἥν ἀόρατος ἦν· αὐτὴ γὰρ ἀπερίγραπτος· Θεὸν γὰρ οὐδεὶς ἐώρακε πώποτε, εὐαγγελικῶς<br />

ἠκούσαμεν· τῇ ἀνθρωπίνῃ οὖν φύσει τοῦ Χριστοῦ ἀναζωγραφομένου<br />

δῆλον ὅτι καθὼς ἡ ἀλήθεια ἒδειξε, κατὰ τὸ ὄνομα μόνον ὁμολογοῦσιν οἱ Χριστιανοῖ<br />

κοινωνεῖν τὴν ὁρωμένην εἰκόνα τῷ ἀρχετύπῳ καὶ οὐ κατὰ τὴν οὐσίαν.» Mansi,<br />

13, 252b-d. Γιὰ τὴν σχετικὴ βιβλιογραφία βλ.: Τριανταφυλλόπουλος, Τέχνη<br />

καὶ Λατρεία, σ. 30.<br />

101<br />

Βλ. τ. Α΄, κεφ. Α΄, ἑνότητα β. «Ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἱστορήσεως». Ἡ μελετητικὴ<br />

ἀποκατάσταση τοῦ ἀρχικοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἀπεικονίσεων τῆς ἱστορήσεως<br />

ἔγινε δυνατὴ μετὰ τὴν δημοσίευση τοῦ Ἰ. Ταβλάκη, Ἱερὸς Ναὸς<br />

Πρωτάτου 2007-2008. Ὁ Ἰ. Ταβλάκης ὡς Ἔφορος τῆς 10ης Ἐφορείας Βυζαντινῶν<br />

καὶ Μεταβυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων τοῦ Ἑλληνικοῦ Ὑπουργείου<br />

Πολιτισμοῦ καὶ Τουρισμοῦ, ὅπου ὑπάγεται ἡ προστασία καὶ τῶν χριστιανικῶν<br />

μνημείων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐξέδωσε τὸν σχετικὸ τόμο μὲ τὴ συνεργασία<br />

τοῦ Ν. Μίνου, Διευθυντῆ Συντήρησης Ἀρχαίων καὶ Νεωτέρων<br />

Μνημείων τοῦ προαναφερόμενου Ὑπουργείου, καὶ τοῦ Χ. Λιονῆ τοῦ Τμήματος<br />

Συντήρησης Βυζαντινῶν καὶ Μεταβυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων καὶ μὲ<br />

τὴν ὅλη ἐπίβλεψη τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους διὰ τοῦ Προέδρου<br />

τῆς Ἐπιτροπῆς Πρωτάτου, Γέροντα Βασιλείου Ἰβηρίτη.<br />

102<br />

Στὸ δοκίμιο ὁ ὅρος δηλώνει κάθε εἰκαστικὴ σύνθεση ἡ ὁποία παριστᾷ<br />

ἕνα πλῆρες θέμα. Μία ἀπεικόνιση μπορεῖ νὰ ὁλοκληρώνεται σὲ μία παραστατικὴ<br />

ἑνότητα στὸν χῶρο ἢ σὲ περισσότερες, ἀλλά πάντα στὸ ἴδιο ἐπίπεδο<br />

ζώνης ἑνὸς τοίχου. Ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο της κάθε ἀπεικόνισης<br />

ἐντάσσεται σὲ μία ἀπὸ τὶς ἑξῆς 3 κατηγορίες κατὰ τὸ περιεχόμενό τους: α.<br />

τὴν ἀφηγηματική, β. τὴν προσωπογραφικὴ καὶ γ. τὴν διακοσμητική. Κάθε<br />

ἀφηγηματικὴ καὶ προσωπογραφικὴ ἀπεικόνιση πάντοτε συνιστᾷ μία κατ’<br />

ἔτος ἑορταζόμενη ἐκκλησιαστικὰ εἰκαστικὴ ἱστορία γεγονότος ἢ προσώπου.<br />

Σχετικὰ βλ. τ. Α΄, κεφ. Α΄, Α2 ἡ ἀποκατάστασις τῆς ἱστορήσεως, ἡ<br />

μεθοδολογία τῆς ἀποκαταστάσεως, ἡ τυποποίησις τῆς ὁρολογίας, καὶ τ.<br />

Γ΄, π. Γ΄: λῆμμα «ἀπεικόνισις».


176 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />

Eἰκ. 4. Ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἱστορήσεως τοῦ<br />

Πρωτάτου.<br />

Eἰκ. 5. Ἱστορικὲς ἀπεικονίσεις-εἰκόνες.<br />

Eἰκ. 6. Ἡ θεματογραφία τῶν ἀπεικονίσεων.<br />

Εἰκ. 7. Ἡ ταύτιση τῶν ἀπεικονίσεων.<br />

σειρὰ δεδομένων τῶν ἀπεικονίσεων ἀπὸ τὴν<br />

«ἀρχιτεκτονικὴ» καὶ «τοπογραφική» τους θέση 103<br />

συσχετίζοντάς τα πρὸς δεδομένα τῆς «εἰκονογραφίας»<br />

καὶ τῆς «θεματογραφίας» τους. 104<br />

Πέρα ἀπὸ τὴν προκαθορισμένη ὁρολογία,<br />

στὴν ὁποία ἐφαρμόσθηκαν οἱ ἀρχὲς τῆς<br />

πολιτισμικῆς πληροφορικῆς γιὰ τὴν σύνταξη<br />

ἠλεκτρονικῶν θησαυρῶν ὅρων 105 ἀξιοποι-<br />

103<br />

Ἡ «ἀρχιτεκτονικὴ θέση» παραπέμπει σὲ ἑνότη τες<br />

χώρων τοῦ ναοῦ, ἐνῶ ἡ «τοπογραφικὴ θέση» σὲ<br />

ἐπιφάνειες τῆς τοιχοποιίας ὅλων τῶν πλευρῶν<br />

κάθε χώρου, ὅπως αὐτὸς εἶναι διαχωρισμένος<br />

σὲ ἐπάλληλες ζῶνες. Βλ. ὁμοίως καὶ τ. Γ ́,<br />

π. Γ ́: λήμματα, «ἀρχιτεκτονικὴ θέσις», «τοπογραφικὴ<br />

θέσις».<br />

104<br />

Κρίθηκε ἀπαραίτητη ἡ διάκριση τῆς θεματο -<br />

γραφίας ἀπὸ τὴν εἰκονογραφία, ἐπειδὴ σὲ περιπτώσεις<br />

σωζόμενων ἀπεικονίσεων ἡ μὲν<br />

εἰ κο νογραφία σώζεται πλήρως, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ<br />

νὰ ταυτισθεῖ θεματογραφικὰ τὸ ἱστορούμενο<br />

γεγονὸς ἢ πρόσωπο, π.χ. ἑνὸς εἰκονιζομένου<br />

ἁγίου, γιὰ τὸν ὁποῖο ὅμως κατὰ τὰ ἐνδυματολογικά<br />

του δεδομένα τεκμηριώνεται ὅτι πρόκειται<br />

γιὰ Μάρτυρα ἢ Ἱεράρχη. Ἐπίσης συμβαίνει σὲ<br />

ἄλλες περιπτώσεις ἀπεικονίσεων ποὺ δὲν σώζονται,<br />

νὰ εἶναι δυνατὴ ἡ ταύτιση τῆς εἰκονογραφίας<br />

ἢ καὶ τῆς θεματογραφίας. Περιπτώσεις<br />

ταυτίσεως θεματογραφίας καὶ εἰκονογραφίας μὴ<br />

σωζόμενων εἰκόνων ἀποτελεῖ ἡ εἰκόνα τοῦ<br />

Ἀδάμ πρὸ τῆς Εὔας ἀνάμεσα στοὺς θεοπάτορες<br />

ἢ ἀπὸ τὸν κύκλο τοῦ Δωδεκαόρτου οἱ εἰκόνες<br />

τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τῆς Ἐγέρσεως του Λαζάρου<br />

καὶ τῆς Βαϊοφόρου, χωρὶς βεβαίως νὰ εἶναι καὶ<br />

γνωστὴ ἡ ἐπὶ μέρους τυπολογία τῆς εἰκονογραφίας<br />

κάθε μιᾶς ἀπὸ τὶς μὴ σωζόμενες εἰκόνες.<br />

105<br />

Γιὰ τὴν ἀποκατάσταση ἐφαρμόσθηκε μεθοδολογία<br />

βασιζόμενη στὶς ἀρχὲς τῆς πολιτισμικῆς<br />

πληροφορικῆς μὲ προκαθορισμένη τὴν κατὰ<br />

περίπτωση σημασιολογία τῶν χρησιμοποιουμένων<br />

ὅρων. Παράλληλα προκαθορίσθηκαν γιὰ<br />

τὴν ἀποτίμηση κάθε «ἀπεικονίσεως», τρεῖς «παράμετροι<br />

ταυτοποιήσεως θέματος καὶ εἰκονογραφίας»,<br />

ἑπτὰ «κριτήρια ταυτοποιήσεως» θέματος καὶ<br />

εἰκονογραφίας καὶ δέκα «δεῖκτες ἐπιμετρήσεως».


«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />

ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />

177<br />

ήθηκε ἰδιαιτέρως ἡ ἐφαρμογὴ διαφόρων ἐπιμετρήσεων ἐπὶ τῶν<br />

δεδομένων τῶν ἀπεικονίσεων, ὅπως ἐπίσης καὶ πολλαπλῶν στατιστικῶν<br />

ὑπολογισμῶν, τόσο γιὰ τὴν διαμόρφωση μετρήσιμων συμπερασμάτων<br />

ἐξ αὐτῶν, ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἐπαλήθευση τῆς ἐγκυρότητός<br />

τους, καθὼς ἀπὸ τὸν τεκμηριούμενο ἀρχικὸ ἀριθμὸ τῶν ἀπεικονίσεων<br />

δὲν σώζεται σήμερα τὸ σύνολό τους.<br />

Ἀπὸ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς προαναφερομένης μεθοδολογίας προέκυψε<br />

ὅτι ἡ ἱστόρηση πρέπει νὰ περιλάμβανε κατὰ τὸν ἀρχικό της<br />

σχεδιασμὸ ἕνα συνολικὸ ἀριθμὸ τετρακοσίων εἴκοσι δύο (422)<br />

ἀπεικονίσεων, ἀπὸ τὶς ὁποῖες σήμερα σώζονται οἱ τριακόσιες ἑξῆντα<br />

(360) (τὸ 85% ὅλων), ἐνῶ δὲν σώζονται ἑξῆντα δύο (62) ἀπὸ τὶς<br />

ἀρχικὲς (τὸ 15%) (εἰκ. 4). Παράλληλα ἔχει προκύψει ὅτι ἀπὸ τὸν<br />

συνολικὸ ἀρχικὸ ἀριθμὸ (422), μία ἑνότητα, σωζομένων ἢ μή, τριακοσίων<br />

ἐνενῆντα μιᾶς ἀπεικονίσεων (391) (τὸ 93%) ἦταν «εἰκόνες»<br />

μὲ ἱστορικό, «ἀφηγηματικὸ» ἢ «προσωπογραφικὸ» θεματολόγιο, βασισμένο<br />

στὴν Βίβλο καὶ τὸ Συναξάριο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἀπὸ<br />

τὸν ἴδιο συνολικὸ ἀρχικὸ ἀριθμό (422), ὁ ὑπολοιπόμενος ἀριθμὸς<br />

τῶν τριάντα μιᾶς ἀπεικονίσεων (31) ἀφορᾶ σὲ «ἀπεικονίσεις διακοσμητικές»<br />

(τὸ 7%) (εἰκ. 5). Ὡς πρὸς τὰ ἐπὶ μέρους τους, ἀποδελτιώνοντας<br />

τὰ δεδομένα τοῦ συνολικοῦ ἀριθμοῦ τῶν τετρακοσίων εἴκοσι<br />

δύο ἀπεικονίσεων (422), ἐκτὸς ἀπὸ τὶς τριάντα μία (31) «διακοσμη-<br />

Οἱ τρεῖς «παράμετροι» εἶναι οἱ ἑξῆς: α. «ἑορτολογική», β. «τοπογραφική», γ.<br />

«ἀρχιτεκτονική». Τὰ ἑπτὰ «κριτήρια» εἶναι τὰ ἑξῆς: α. «εἰκονογραφικῆς συνάφειας<br />

ζώνης», β. «εἰκονογραφικῆς ἀναγνώρισης», γ. «ἁρμονικῆς ἀντιστοιχίας<br />

εἰκονογραφίας χώρων», δ. «τοπικῆς εἰκονογραφίας χώρου», ε. «ἁγιολογικῆς<br />

ἐντάξεως», ς. «ἀμφίβολης ταυτίσεως», ζ. «λειτουργικῆς συνάφειας χώρου». Μετὰ<br />

τὴν ἀναγραφὴ τοῦ θέματος ἀκολουθεῖ σὲ παρένθεση ἡ μία ἀπὸ τὶς πέντε<br />

διαφορετικὲς ἐνδείξεις ποὺ δηλώνουν τὴν ποιότητα τῆς ταυτίσεως τοῦ<br />

θέματος ἢ τῆς εἰκονογραφίας τῶν ἀπεικονίσεων, γιὰ τὶς σωζόμενες (1),<br />

(1α), (1β), (1γ) καὶ γιὰ τὶς μὴ σωζόμενες (2), (2α), (2β), (2γ), μὲ προκαθορισμένη<br />

τὴν σημασιολογία ἑκάστης· ὅταν δὲν ταυτίζεται ἡ θεματογραφία<br />

δινεται ἡ εἰκονογραφικὴ ταύτιση· ἡ περίπτωση αὐτὴ ἀφορᾶ ὄχι μόνο<br />

μὴ σωζόμενες ἀπεικονίσεις, ἀλλὰ καὶ σωζόμενες. Οἱ δέκα «Δεῖκτες» εἶναι<br />

οἱ ἑξῆς: α. «διατηρήσεως», β. «ἐντάξεως Χώρου», γ. «ἐντάξεως Ζώνης», δ.<br />

«Ἐκκλησιολογικῆς Ἀναφορᾶς», ε. «Εἰκονογραφικοῦ Κύκλου», ς. «Παρεκκλίσεως<br />

Κύκλου», ζ. «Θεματογραφίας», η. «Ἱστορικῆς Ἀναφορᾶς», θ. «Γεωγραφικῆς Περιοχῆς»,<br />

ι. «Εἰκονογραφικῆς Ἀναφορᾶς». Παράλληλα καταρτίσθηκαν κατάλογοι<br />

καὶ πίνακες δεδομένων τῶν ἀπεικονίσεων ποὺ παρουσιάζουν τὶς<br />

ἀριθμήσεις, τὶς στατιστικὲς καὶ τὶς ἐπιμετρήσεις τῶν δεδομένων τῶν ἀπεικονίσεων.<br />

Ὁ ἀριθμὸς τῶν καταρτισμένων διαφόρων πινάκων ὑπερβαίνει<br />

τὸν ἀριθμὸ τῶν χιλίων περιπτώσεων. Ὅλα τὰ παραπάνω δεδομένα θὰ<br />

περιέχονται σὲ συνημμένο ψηφιακὸ δίσκο.


178 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />

τικὲς» ἀπεικονίσεις, ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν ὑπολειπόμενων<br />

τριακοσίων ἐνενῆντα μία (391)<br />

«ἱστορικῶν ἀπεικονίσεων-εἰκόνων», οἱ πενῆντα<br />

πέντε (55) σχεδιάσθηκαν ὡς «ἀφηγηματικὲς»<br />

(14%) καὶ τριακόσιες τριάντα ἕξι (336) ὡς<br />

«προσωπογραφικὲς» (τὸ 86%) (εἰκ. 6), ὅλες σὲ<br />

θεματογραφικὸ συσχετισμὸ μὲ τὶς κατ’ ἔτος τιμώμενες<br />

ἑορτὲς κατὰ τὸ συναξάριο τῆς<br />

Εἰκ. 8. Ἡ Μυσταγωγικὴ διάταξη τῶν<br />

εἰκόνων καὶ οἱ παρεκκλίσεις ἀπὸ αὐτή. Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καὶ σὲ<br />

σχέση μὲ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν Βίβλο, Παλαιὰ<br />

καὶ Καινή Διαθήκη. Μὲ ἰσχυρὴ βεβαιότητα ἔχει τεκμηριωθεῖ<br />

τὸ 100% τῆς εἰκονογραφίας καὶ τὸ 83% τῆς θεματογραφίας ἀπὸ τὶς<br />

τετρακόσιες εἴκοσι δύο ἀρχικὲς ἀπεικονίσεις· τοῦτο σημαίνει ὅτι<br />

ἀπὸ τὶς ἀρχικὲς ἀπεικονίσεις, μόνο γιὰ τὶς τριακόσιες σαράντα ἐννέα<br />

(349) ταυτίζεται ἡ θεματογραφία τους (εἰκ. 7). Τὸ μέγιστο ποσοστὸ<br />

τοῦ θεματογραφικοῦ χάσματος ἐντοπίζεται στὶς παρὰ τὴν στέγη, ὑψηλότερες<br />

ζῶνες τῆς ἱστορήσεως. Ἐλεγχόμενα στατιστικά, τὰ ὑφιστάμενα<br />

θεματογραφικὰ χάσματα δὲν εἶναι ἱκανὰ στὸν ἀριθμό, ὥστε νὰ<br />

ἀνατρέψουν διάφορα γενικὰ εἰκονογραφικά, ἱστορικὰ ἢ γεωγραφικὰ<br />

συμπεράσματα ποὺ ἔχουν ἐξαχθεῖ.<br />

Κρίνοντας ἀπὸ τοὺς ἐπὶ μέρους θεματικοὺς κύκλους ποὺ διαμορφώνει<br />

ἡ τοπο γραφικὴ διάταξη τῆς θεματογραφίας τῶν ἀπει -<br />

κονίσεων-εἰκόνων, ὁ μέγιστος ἀριθμὸς τῶν τριακοσίων ἑβδομῆντα<br />

ἕξι (376) εἰκόνων (τὸ 96%) δὲν ἔχει τοποθετηθεῖ κατὰ χρονικὴ διαδοχή,<br />

ἀλλὰ ἡ διάταξή τους διαμορφώνει ὀκτὼ εὐρύτερους θεματικοὺς<br />

τοπογραφικοὺς κύκλους, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν σειρά τους συνιστοῦν<br />

ἕνα διαχρονικὸ εἰκαστικὸ μυσταγωγικὸ «κανόνα». Οἱ ὑπολειπόμενες<br />

δεκαπέντε εἰκόνες (15) (τὸ 4% τῶν 391) ἐντοπίσθηκε ὅτι κατὰ τὴν<br />

θεματογραφία τους παρεκκλίνουν τῆς τοπογραφικῆς ἐντάξεως, σὲ<br />

σχέση πρὸς τὸν προαναφερόμενο «κανόνα» ὅπου εἶναι ἐνταγμένες οἱ<br />

ὑπόλοιπες (οἱ 376 τῶν 391) (εἰκ. 8). Κατὰ τὴν μελέτη τῶν χαρακτηριστικῶν<br />

ποὺ διαχωρίζουν τὶς δύο αὐτὲς ὁμάδες τῶν εἰκόνων, ἡ<br />

μεγαλύτερη ὁμάδα τῶν 376 εἰκόνων συνδέεται μὲ ἄξονα τὸν<br />

μυσταγωγικό τους ἀκριβῆ συσχετισμὸ πρὸς τὴν διαχρονικότητα τῆς<br />

τελέσεως τῆς Θείας Λειτουργίας. Οἱ ὀκτὼ εἰκονογραφικοὶ κύκλοι ποὺ<br />

συναπαρτίζουν τὴν ὁμάδα τῶν εἰκόνων αὐτῶν, βρέθηκε ἐπακριβῶς<br />

συναρμοζόμενη πρὸς τὶς τρεῖς διαδοχικὲς ἑνότητες διὰ τῶν ὁποίων<br />

ἐξελίσσεται ὅλη ἡ τελούμενη Μυσταγωγία. Ἀντίστοιχα ἡ μικρότερη<br />

ὁμάδα τῶν δέκα πέντε εικόνων ἔχει ἐντοπισθεῖ ὅτι κατὰ ἕναν ἀπο-


«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />

ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />

179<br />

φατικὸ εἰκαστικὸ τρόπο ἔχει τοποθετηθεῖ ἔτσι ὥστε νὰ ἱστορεῖ τὴν<br />

ἐπικαιρότητα τῶν χρόνων τῆς δεκαετίας 1280-1290, ἀπὸ τὸ ὁλοκαύτωμα<br />

τοῦ Πρωτάτου ἕως τὸ δόγμα τῆς «ὡς πρὶν συγκροτήσεως» τοῦ<br />

Ἀνδρονίκου Β΄, ὑποστηριζόμενο ἀπὸ τὴν «μυσταγωγικὴ πραγματικότητα»<br />

ποὺ τότε τόνιζαν οἱ ἅγιοι Νικηφόρος, Ἀθανάσιος Α΄ καὶ Θεόληπτος.<br />

Συνοπτικὰ ἐπισκοποῦντες τὴν «παράζευξη» τῆς τοπογραφικῆς<br />

διατάξεως τοῦ μυσταγωγικοῦ κανόνα που ἐκπροσωπεῖ ἡ προαναφερόμενη<br />

εὐρύτερη ὁμάδα τῶν εἰκόνων (376) πρὸς τὴν ἐξέλιξη τῆς<br />

Θείας Λειτουργίας 106 διακρίνονται οἱ ἀκόλουθοι ὀκτὼ τοπογραφικοὶ<br />

κύκλοι: α. τῶν Προεικονίσεων μὲ τρεῖς εἰκόνες 107 β. ὁ Δογματικός<br />

μὲ τέσσερεις εἰκόνες 108 γ. τῶν Προσωπογραφικῶν μὲ τριακόσιες<br />

τριάντα ἐννέα εἰκόνες 109 δ. τοῦ Βίου τῆς Θεοτόκου μὲ δύο εἰκόνες 110<br />

ε. τοῦ Δωδεκαόρτου μὲ δώδεκα εἰκόνες 111 ς. τῶν Δεσποτικῶν Πα -<br />

θῶν μὲ δεκατρεῖς εἰκόνες 112 ζ. τῆς Πεντηκοστῆς μὲ ἐννέα εἰκόνες 113<br />

106<br />

Βλ. τ. Α΄, κεφ. Α΄, ἑνότητα β, «Ἡ ἀποκατάστασις τῆς ἱστορήσεως».<br />

107<br />

Α. Ἡ Βάτος, β. Ἡ Κλῖμαξ τοῦ Ἰακώβ,γ. Ἡ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου.<br />

108<br />

Α. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, Ἔνθρονος Παντοκράτωρ, β. Τὸ Ἅγιον Μανδήλιον,<br />

γ. Ἡ Θεοτόκος Ἔνθρονη Βρεφοκρατοῦσα, δ. Ἡ Πλατυτέρα.<br />

109<br />

Α. Τῶν Ἀρχαγγέλων (2), β. τοῦ τιμίου Προδρόμου καὶ πάντων τῶν ἁγίων<br />

Προφητῶν καὶ Προπατόρων (69), γ. τῶν ἁγίων Ἀποστόλων (12)· δ. τῶν<br />

μεγάλων Ἱεραρχῶν καὶ οἰκουμενικῶν Διδασκάλων (60), ε. τῶν Διακόνων,<br />

Μαρτύρων καὶ Μεγαλομαρτύρων (156), ϛ. τῶν Ὁσίων καὶ θεοφόρων Πατέρων<br />

(29), ζ. τῶν ἁγίων Ἀναργύρων καὶ Θαυματουργῶν (10), η. Πάντων<br />

τῶν Ἁγίων (1)· θ. τῶν συγγραψάντων τὴν Θεία Λειτουργία, κυρίως ἁγίων<br />

Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ Μεγάλου Βασιλείου (μνημονευομένων καὶ<br />

στοὺς μεγάλους Ἱεράρχες). Ἂν καὶ ὁ ναὸς τοῦ Πρωτάτου ἱστορήθηκε ὡς ὁ<br />

καθεδρικὸς τῆς μοναχικῆς Ἁγιορειτικῆς Πολιτείας, ἐκ τῶν διακοσίων<br />

πενῆντα ἕξι ἀπεικονίσεων τῶν ἁγίων τῆς ἀποστολικῆς περιόδου, οἱ εἴκοσι<br />

ἑννέα ἱστορούμενοι Ὅσιοι ἐκπροσωποῦν μόνο τὸ 11% τοῦ συνόλου, μὲ<br />

τὸν ἀριθμὸ τῶν Ὁσίων στὸ ἱστορούμενο ἁγιολόγιο, ἀσχέτως τῆς προβεβλημένης<br />

θέσεώς τους, νὰ μὴν ἀλλοιώνει τὴν γενική του οἰκονομία.<br />

110<br />

Τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου καὶ τὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου.<br />

111<br />

Α. Ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου, β. ἡ Γέννησις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γ. ἡ<br />

Ὑπαπαντή, δ. ἡ Βάπτισις, ε. ἡ Μεταμόρφωσις, ϛ. ἡ Ἔγερσις τοῦ Λαζάρου,<br />

ζ. ἡ Βαϊοφόρος, η. ἡ Σταύρωσις, θ. ἡ Κάθοδος στὸν Ἅδη, ι. ἡ Ἀνάληψις,<br />

ι. ἡ Πεντηκοστή, ιβ. ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου.<br />

112<br />

Α. Ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος, β. ὁ Νιπτήρ, γ. ἡ Διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ<br />

μετὰ τὸν Νιπτῆρα, δ. ἡ Ἱερὰ Προσευχὴ στὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν, ε. ἡ Προδοσία<br />

τοῦ Ἰούδα, ς. ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πρὸ τοῦ Ἄννα καὶ τοῦ Καϊάφα, ζ. ἡ<br />

Ἀπόνιψις τοῦ Πιλάτου, η. ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς Ἑλκόμενος, θ. ἡ Ἀνάβασις τοῦ<br />

Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν Σταυρό, ι. ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας στὸν Πιλᾶτο,<br />

ια. ἡ Ἀποκαθήλωσις, ιβ. ὁ Ἐπιτάφιος Θρῆνος, ιγ. Ἡ Ψηλάφησις τοῦ Θωμᾶ.


180 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />

καὶ η. τῆς Λογικῆς Θυσίας ἕως τῆς Θείας Εὐχαριστίας μὲ δύο εἰκόνες,<br />

τοῦ Μελισμοῦ καὶ τῆς Θείας Μεταλήψεως 114 .<br />

Σε σχέση μὲ τὴ Θεία Λειτουργία ἀντιστοιχοῦν:<br />

1. Στὴν Ἀκολουθία τῆς Ἁγίας Προθέσεως: α. ὁ κύκλος τῶν<br />

Προεικονίσεων, β. ὁ δογματικὸς κύκλος περὶ τὴν «θεανδρικότητα»<br />

τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν «Θεομητορικότα» τῆς Παρθένου<br />

Μαρίας, γ. ὁ κύκλος τῶν προσωπογραφικῶν ἀπεικονίσεων,<br />

σὲ πλήρη ἀντιστοιχία πρὸς τὶς μερίδες τῶν ἐννέα ἀγγελικῶν ταγμάτων<br />

ποὺ μνημονεύονται στὴν ἀκολουθία τῆς Ἁγίας Προσκομιδῆς.<br />

2. Στὴν Θεία Λειτουργία τῶν Κατηχουμένων παραπέμπουν: α. ὁ κύκλος<br />

τοῦ Βίου τῆς Θεοτόκου Μαρίας, β. ὁ κύκλος τοῦ Δωδεκαόρτου<br />

115 ποὺ ἀμφότεροι ἀντιστοιχοῦν στὴν ἑνότητα τῆς Μικρᾶς<br />

Εἰσόδου, συνιστῶντας ἕνα εἰκαστικὸ συνοπτικὸ Εὐαγγέλιο ἀπὸ<br />

ἀρχῆς ἕως τέλους τῆς Εὐαγγελικῆς περιόδου ποὺ ἀρχίζει καὶ ὁλοκληροῦται<br />

διὰ τοῦ βίου τῆς Θεοτόκου (Γέννηση, Κοίμηση), ἀντιστοιχῶντας<br />

εἰκαστικὰ πρὸς τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ ὁ ἱερεὺς ἀνακρατᾶ<br />

κατὰ τὴν Μικρὰ Εἴσοδο. 3. Στὴν Θεία Λειτουργία τῶν Πιστῶν ἀντιστοιχοῦν<br />

οἱ ἀκόλουθοι κύκλοι κατὰ τὴν ἐξέλιξή της: α. στὴν Μεγάλη<br />

Εἴσοδο παραπέμπει ὁ κύκλος τῶν Δεσποτικῶν Παθῶν· β. στὴν Μυσταγωγία<br />

τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς ὡς Λειτουργικῆς Πεντηκοστῆς ἀντιστοιχεῖ<br />

ὁ κύκλος τῆς Πεντηκοστῆς· γ. στὴν ἑνότητα τῆς Λογικῆς<br />

Θυσίας ἕως τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἀντιστοιχοῦν οἱ εἰκόνες τοῦ «Μελισμοῦ»<br />

καὶ τῆς «Θείας Μεταλήψεως». Ἀνάμεσα στοὺς κύκλους ποὺ<br />

ἱστοροῦν τὴν εὐαγγελικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, παρατηρεῖται<br />

ὅτι συγκεκριμένες ἀπεικονίσεις ὑπάρχουν ὡς «γέφυρες» ἱστορικῆς<br />

καὶ λειτουργικῆς μεταβάσεως ἀπὸ κύκλο σὲ κύκλο, ὡς εἰκαστικὸ πα-<br />

113<br />

Α. Τὸ Χαίρετε τῶν Μυροφόρων, β. ἡ Ἴασις τοῦ Παραλυτικοῦ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ<br />

Χριστό, γ. ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς στὸν Ναό, δ. ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ Σαμαρείτιδα,<br />

ε. ἡ Ἴασις τοῦ Τυφλοῦ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ς. ἡἐκδίωξις τῶν Ἐμπόρων<br />

ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ζ. ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐν Ἑτέρᾳ Μορφῇ, η. τὸ<br />

Δεῖπνο στοὺς Ἐμμαούς, θ. ἡ Ἴασις τοῦ Ξηρὰν Ἔχοντος τὴν Χεῖρα.<br />

114<br />

Ἀντί τοῦ καθιερωμένου ὅρου «Θεία Κοινωνία» χρησιμοποιεῖται ὁ ὁρος «Θεία<br />

Μετάληψις» ὡς ἀκριβέστερη διατύπωση, καθὼς στὸ συγκεκριμένο λειτουργικὸ<br />

γεγονὸς προηγεῖται καὶ ἕπεται ἀντίστοιχη ἀκολουθία τῆς «Θείας Μεταλήψεως».<br />

115<br />

Ὅπως βάσει ὑμνογραφικῶν καὶ εἰκονογραφικῶν δεδομένων στὸ δοκίμιο<br />

τεκμηριώνεται, ὁ κατὰ τὰ ἄλλα ἀμφισβητούμενος στὶς ἡμέρες μας κύκλος<br />

τοῦ Δωδεκαόρτου, κατὰ τὸν συγκεκριμενο κανόνα τοῦ Πρωτάτου, πρέπει<br />

νὰ διαμορφώθηκε ἀνάμεσα στὰ τέλη τοῦ 10ου μὲ ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνος.<br />

Βλ τ. Α΄, κεφ. Α΄, ἑνότητα Α.2.2.β. Ἡ εὐαγγελικὴ περίοδος καὶ παράδοση<br />

τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ κύκλος τῶν Δώδεκα ἑορτῶν.


«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />

ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />

181<br />

ράλληλο πρὸς τὴν ἐκκλησιαστικὴ ὑμνογραφία, ὅπου στὸ τέλος κάθε<br />

ἑορτῆς προαναγγέλεται ἡ ἀντίστοιχη ἑπόμενή της.<br />

Ἐν τέλει ἡ διάταξη τῶν εἰκόνων στὴν ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου,<br />

φθάνει γιὰ πρώτη φορὰ μὲ περισσὴ ἀκρίβεια νὰ ἐπεξηγεῖ σὲ ὅ,τι<br />

παρέπεμπε ὁ σχετικὸς δογματισμὸς τῆς ἐν Νικαίᾳ Ζ΄ οἰκουμενικῆς<br />

συνόδου (787 μ.Χ.), ὅταν θεσμοθετοῦσε ὅτι ἦταν ἔργο τῆς «ἐπινοίας<br />

τῶν πνευματοφόρων πατέρων» μυσταγωγικὰ συναρτημένο πρὸς «τὰς θεαποδέκτους<br />

αὐτῶν εὐχὰς καὶ ἀναιμάκτους θυσίας», ἡ «στηλογράφησις τῆς<br />

διατάξεως τῶν εἰκόνων ἐν τοῖς σεπτοῖς ναοῖς» ποὺ ἔκτιζαν, καὶ ὄχι ἔργο<br />

«τῆς τέχνης τοῦ ζωγράφου».<br />

Κύρια Ἐπιλεγόμενα<br />

«Τὰ ἐπὶ τῇ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Ἰησοῦ καταφασκόμενα, δύναμιν ὑπεροχικῆς ἀποφάσεως<br />

ἒχοντα». (Γαΐῳ θεραπευτῇ, ἐπιστολὴ 3η, PG 3, 1072Β)<br />

Ἅγιος Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης<br />

Ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν θεματογραφικὰ ταυτισμένων μορφῶν ἁγίων<br />

τῆς ἱστορήσεως, ἐντοπίζεται ὅτι συγκεκριμένες ὁμάδες διαφόρως<br />

ἐξηγοῦν καὶ τὸν λόγο τῆς δημιουργίας τοῦ μνημείου. Ἡ προβολὴ<br />

τῶν ἁγίων παραπέμπει εὐθέως στὰ κύρια πρότυπα τοῦ βίου πρὸς<br />

μίμησιν, ποὺ διαχρονικῶς πρεσβεύει ἡ ὀρθόδοξη πολιτογραφία,<br />

τονίζοντας τὴν ἕως μαρτυρικῆς θυσίας τήρηση τῆς ἀρετῆς τῆς ἀκρίβειας<br />

στὸν βίο τους. Οἱ ἐντοπιζόμενες ποικίλες ἰδιαιτερότητες δὲν<br />

δείχνουν ὅτι ὑπάρχουν μόνο σὲ «παράζευξι» πρὸς τὶς εὐρύτερες<br />

κατηγοριοποιήσεις ποὺ ἀφοροῦν στὴν διαχρονικὴ «πατερικὴ ἐπίνοια»<br />

περὶ τὴν ἱεροκοσμικὴ παράδοση καὶ μυσταγωγικὴ πραγματικότητα<br />

τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας· οἱ ἴδιες μορφὲς προκύπτει<br />

ὅτι ἐπίσης διευκρινίζουν εἰκαστικὰ καὶ τὴν περὶ τὸ 1290<br />

ἐπίκαιρη πατερικὴ ἢ λόγια «ὑπόνοια», ἀπηχῶντας τὴν τότε δρομολογοὺμενη<br />

«ἀνακεφαλαίωσι», «ὡς πρὶν συγκρότησι» καὶ μία πλήρη<br />

ἐλπίδων «ἐπὶ τὰ κρείττω μεταβολὴ» γιὰ μία «ἀνανέωσιν» τῆς ἐννιακοσίων<br />

ἑξήντα χρόνων ἐν Χριστῷ πίστεως καὶ ἀρχῆς τῶν Ῥωμαίων<br />

στὴν Κωνσταντινούπολη (330-1290).<br />

Στὴν ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου, μὲ βάση τὰ ἐκ τῆς καταγωγῆς τῶν<br />

ἱστορουμένων ἁγίων συναξαριακὰ δεδομένα, τὸ ὑπερκείμενο νέφος<br />

αὐτῶν εὑρίσκεται νὰ ὁριοθετεῖ μία εὐρεῖα γεωγραφικὴ ἔκταση ἐκτεινόμενη<br />

ἀπὸ τὴν Ἰταλία, τὴν Χερσόνησο τοῦ Αἵμου, τὴν Σκυθία ἕως<br />

τὴν Περσία καὶ τὴν δυτικὴ Ἰνδία και τέλος τὴν βορειοανατολικὴ


Εἰκ. 9. Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, λεπτομέρεια. «Μανουὴλ Πανσέληνος»,<br />

Καρυές, Πρωτᾶτο. Ἡ παράσταση εὑρίσκεται στὴν ζώνη του Δωδεκαόρτου, τὴν 3η ἀπὸ<br />

κάτω τοῦ κεντρικοῦ κλίτους, στὴν δυτικὴ ἄκρη τοῦ νότιου τοίχου.


«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />

ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />

183<br />

πλευρὰ τῆς Ἀφρικῆς. Στὴν οἰκουμένη αὐτὴ χὼρα κατὰ 54% ὑπερισχύουν<br />

ἅγιοι μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὶς περιοχὲς περὶ τὸ ἀρχιπέλαγος<br />

τοῦ Αἰγαίου. Ἀντίστοιχα πρὸς τὰ κείμενα τῆς ἴδιας ἐποχῆς ἡ περιοχὴ<br />

αὐτὴ ἀντιμετωπιζόταν ὡς ὁ μητροπολιτικὸς χῶ ρος τῆς ἱστορούμενης<br />

στὸ Πρωτᾶτο ὀρθόδοξης χριστιανικῆς οἰκουμένης· μιᾶς οἰκουμένης<br />

ἡ ὁποία ἀπὸ τὸν 4ο ἕως καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰῶνος ἐντοπίζεται<br />

μὲ κέντρο της τὴν Κωνσταντινούπολη, «οἴκοθεν» καταγραφόμενη ὡς<br />

«δεσμὸς» ἢ «σύνδεσμος» ἀνατολῆς καὶ δύσεως, βορρᾶ καὶ νότου. Στὴν<br />

Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως παραπέμπει τὸ 60% τῶν συλλειτουργούντων<br />

οἰκουμενικῶν διδασκάλων στὶς κόγχες τῆς Προθέσεως,<br />

τοῦ Ἁγίου Βήματος καὶ τοῦ Διακονικοῦ. Γιὰ τὴν περίοδο τῶν<br />

πρώτων πεντακοσίων χρόνων τῆς χιλιετοῦς ἱστορουμένης πολιτογραφίας,<br />

οἱ ἅγιοι τοῦ 3ου καὶ τοῦ 4ου αἰ. μ.Χ., ὑπερισχύουν κατὰ<br />

78%, ἐνῶ γιὰ τὴν δεύτερη περίοδο πεντακοσίων χρόνων κατὰ 52%<br />

εἰκονογραφοῦνται ἅγιοι τῆς περιόδου τοῦ 8ου καὶ 9ου αἰ. Τοιουτοτρόπως<br />

τεκμηριώνεται ποιὲς κύριες περιόδους «ἀνακεφαλαίωνε» ἡ<br />

ἐπιχειρούμενη τότε «ὡς πρὶν συγκρότησι». Ἐπίσης, στὸ ἴδιο χιλιετὲς<br />

διάστημα, ἐντοπίζεται κατὰ 59% ὡς προέχουσα ἡ παρουσία ἁγίων<br />

Μαρτύρων καὶ Μεγαλομαρτύρων, τὸ πλεῖστον «ξίφει τελειωθέντων»<br />

ἀπὸ χριστιανοὺς ἢ μὴ ἡγεμόνες. Στὴν ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου ὡς<br />

ἐπιστέγασμα τῆς προβολῆς τοῦ μαρτυρίου τῶν ἁγίων ἐντοπίζεται ἡ<br />

διὰ τὴς εἰκόνος τῶν Τριῶν Παίδων ἐν τῇ Καμίνῳ, ἔμμεση ἀποφατικὴ<br />

εἰκαστικὴ ἀναφορὰ στὸ μαρτύριο τῶν σφαγέντων Ἁγιορειτῶν<br />

μαρτύρων τὸ ὁποῖο συνόδευσε τὸ περὶ τὸ 1280 ὁλοκαύτωμα τοῦ<br />

Πρωτάτου. Ἡ εἰκόνα αὐτή, ἀντὶ τοῦ χώρου τῆς Προθέσεως, ἔχει τοποθετηθεῖ<br />

σὲ σημεῖο τῆς ἱστορήσεως, ἐνδιάμεσο τοῦ τάφου τῶν<br />

μαρτυρησάντων Ἁγιορειτῶν καὶ τοῦ σημεῖου τῆς σφαγῆς τους, ὅπου<br />

ἔκτοτε καὶ γιὰ ἑπτακόσια τριάντα ἕξι περίπου χρόνια (~1280-2016)<br />

ἀνάβει ἀκοίμητη κανδὴλα.<br />

Κατὰ τὴν ἐπίκαιρη εἰκαστικὴ «ὑπόνοια» τῶν συντακτῶν τοῦ θεματολογίου<br />

τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου, ἡ ὁποία ὑπερτονίζει τὴν<br />

μαρτυρικὴ θυσία τῶν ἁγίων, προκύπτει ὅτι ἡ δόξα καὶ ἡ μακροημέρευση<br />

τῆς ὀρθόδοξης οἰκουμένης δὲν λογιζόταν ἑδραζόμενη τόσο<br />

στὴν πορφύρα τῶν ἡγεμόνων της, ὅσο στὴν πορφύρα τοῦ αἵματος<br />

τῶν μαρτύρων της· μαρτύρων οἱ ὁποῖοι ὑμνολογικὰ καὶ συναξαριακὰ<br />

προβάλλονταν γιὰ τὸν μὲ «παρρησία» ἔλεγχο τῆς «ἀπονοίας»<br />

τῶν ἡγεμόνων τους. Τὸ θυσιαστικὸ ἦθος τῶν μαρτύρων, ὅπως προβάλλεται<br />

στὴν ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου καὶ τὰ κείμενα τῆς ἰδιας<br />

ἐποχῆς, δείχνει ὅτι δὲν καμπτόταν ἀπὸ κανένα ἐκφοβισμὸ ἐξ ἡγεμονικῶν<br />

προσταγμάτων ποὺ ἐπὶ γῆς ἐπιχειροῦσαν νὰ ὑποκαταστή-


184 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />

Εἰκ. 10. Ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ<br />

Σύρος, λεπτομέρεια. «Μανουὴλ<br />

Πανσέληνος», Καρυές, Πρωτᾶτο.<br />

Ὁ ἅγιος εἰκονίζεται ὁ λό σωμος<br />

καὶ μετωπικός, στὴ δυτικὴ ἄκρη<br />

της 1ης ζώνης τοῦ νοτίου τοίχου<br />

τοῦ ἐγκαρσίου κλίτους τοῦ ναοῦ.<br />

σουν τὸν λόγο τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ· παράλληλα οἱ μάρτυρες συνήθιζαν<br />

νὰ ἐλέγχουν «κατ΄ οἰκονομίαν» «σκηνικὰ παίγνια», ὅπως<br />

ἐκεῖνα τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η΄ Παλαιολόγου ἢ τῆς «Ἡγεμονίας<br />

τῆς Ἀποστολικῆς Καθέδρας / Sedis Apostolicae Principatus» τῆς Ρώμης<br />

ποὺ τότε ἀπὸ κοινοῦ ἐπεδίωκαν μία ἐκκλησιαστικὴ ἕνωση, ὁ καθένας<br />

τους γιὰ διαφορετικοὺς λόγους.<br />

Συνολικὰ στὸ Πρωτᾶτο ἱστορεῖται αὐτοπροσδιοριστικὰ ἡ παράδοση<br />

τῆς «οἴκοθεν» «καινῆς» ὀρθόδοξης ἱεροκοσμικῆς πολιτογραφίας<br />

καὶ ἀνθρωπογραφίας τῆς ὑπερέχουσας οἰκουμένης τῆς 1ης<br />

μ.Χ. χιλιετίας. Ἡ παράδοση αὐτὴ ἀποδίδεται ὡς ἕνα εἰκαστικὸ ἱεροκοσμικὸ<br />

ἔπος προσώπων καὶ γεγονότων τῆς ἐκ Θεοῦ ἐπὶ γῆς σωτηρίας<br />

τῶν ἀνθρώπων, 6508 ἐτῶν, ποὺ ἐκτείνονται ἀπὸ Ἀδὰμ καὶ Εὔα<br />

ἕως τὴν κοίμηση τοὺ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, διοργανωτῆ<br />

τοῦ κοινοβιακοῦ ἁγιορειτικοῦ βίου. Ἐπίσης ἐντοπίζεται ὅτι αὐτὸ τὸ<br />

εἰκαστικῶς ἱστορούμενο ἔπος δὲν ἔχει προκύψει ἀπὸ μία τάση προδρομικῆς<br />

ἀνθρωπιστικῆς διαμάχης πρὸς ἕνα Μεσαίωνα ἢ μιᾶς


«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />

ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />

185<br />

Εἰκ. 11. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ<br />

Τήρων, λεπτομέρεια. «Μανουὴλ<br />

Πανσέληνος», Καρυές, Πρωτᾶτο.<br />

Ὁ ἅγιος εἰκονίζεται ὁλόσωμος<br />

καὶ μετωπικὸς στὴν 1η ἀπὸ<br />

κάτω ζώνη στὴν δυτικὴ πλευρὰ<br />

τοῦ νότιου τοίχου τοῦ κεντρικοῦ<br />

κλίτους τοῦ ναοῦ.<br />

«ἀντικαθολικῆς ὀρθοδοξίας» ἢ «μεταρρυθμίσεως τῆς ὀρθοδοξίας», ἀλλὰ<br />

ἀπὸ μία περὶ τὰ τέλη τοῦ 13ου αἰῶνος μαχητικὴ περιφρούρηση τῆς<br />

ὀρθόδοξης ἀνθρωπολογίας ἀπὸ τὴν τότε πολιτικὰ ὑπερισχύσασα<br />

δυτικοευρωπαϊκὴ ἡ ὁποία ἀντιμετωπιζόταν ὡς ὅλως «ὑπερόρια» καὶ<br />

«ξένη» τῆς «οἴκοθεν» χριστιανικῆς ὀρθόδοξης πολιτογραφίας. Τόσο<br />

τὰ κείμενα τῆς ἐποχῆς ὅσο καὶ τὸ εἰκαστικὸ ἦθος τῆς ἱστορήσεως<br />

τοῦ Πρωτάτου ἐντοπίζονται ἀπὸ κοινοῦ νὰ ὑπερασπίζονται μαχητικὰ<br />

τὴν κατὰ κόσμον ἀκρίβεια καὶ ἐλευθερία του ἀνθρώπου, ὡς ἀντίδραση<br />

τόσο πρὸς τὴν τότε «γέμουσα αἵματος» πολιτικὴ τοῦ Μιχαὴλ<br />

Η΄, ὅσο καὶ τὴν ἀντίστοιχη σταυροφορικὴ «εἰρωνεία καὶ τὰ παίγνια<br />

κατὰ τοῦ σταυροῦ ... ἅπερ, ἰδίων ἓνεκα πλεονεξιῶν, ἐπενοήθησαν τοῖς<br />

πλείστοις, καὶ φιλαρχικῆς καὶ φιλοχρύσου γνώμης, εὐπρεπὲς προκάλυμμα<br />

καὶ συσκίασμα». Ἡ «καινὴ» καὶ «παράδοξη» «καθολικότητα» ποὺ αὐτοπροσδιορίζει<br />

τὸ εἰκαστικὸ ἦθος τῶν ἀπεικονίσεων τῆς ἱστορήσεως<br />

τοῦ Πρωτάτου, σημαίνει μία ἱεροκοσμικότητα διεπόμενη ἀπὸ τὸ<br />

φῶς καὶ τὴν χάρη, ὄχι μιᾶς ἐπίγειας καθολικῆς βασιλείας, ἀλλὰ ἐκεί-


186 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />

Εἰκ. 12. Ὁ Ἐπιτάφιος Θρῆνος, λεπτομέρεια.<br />

Giotto di Bondone.<br />

Πάδοβα, Παρεκκλήσιο Σκροβένι<br />

(1303-1304). (Ἐνδεικτικὰ βλ. B.<br />

Cole, Giotto: The Scrovegni Chapel,<br />

Padua, New York 1993, σ. 108-<br />

109.)<br />

νης τῆς καθολικότητας τῆς «βασιλείας τῶν οὐρανῶν ποὺ καὶ ἐντὸς ἡμῶν<br />

εἶναι», ὅπως ὑπενθύμιζε ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος Α΄. Ὁ ἴδιος ὀνομάζει<br />

τὸ φῶς αὐτὸ ὡς τὸ «ἀνείδεο τοῦ Ἡλίου τῆς Δικαιοσύνης», δηλαδὴ τὸ<br />

«μὴ ὁρατὸ στὰ σαρκικὰ μάτια», ὅπως ἀργότερα διατύπωσε καὶ τὸ<br />

πνευματικό του τέκνο, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς (εἰκ. 9). Σὲ μεγάλο<br />

βαθμὸ ἡ ἀποφατικὴ εἰκαστικὴ ἀπόδοση τοῦ Θαβωρίου Φωτὸς<br />

στὸ Πρωτᾶτο συμβαίνει κατὰ μία πενηνταετία νὰ προεικονίζει τὶς<br />

διατυπώσεις τῶν σχετικῶν ἀποφάσεων τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου<br />

τῶν μέσων τοῦ 14ου αἰ. Ὡς «ἀνείδεο», τὸ φῶς αὐτὸ ἱστορεῖται<br />

μελανό, περιβάλλοντας ὄχι μόνον ὅλες τὶς μορφὲς τῶν εἰκονιζομένων<br />

ἁγίων, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ αὐτὴν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴν εἰκόνα<br />

τῆς Μεταμορφώσεως. Ἐπίσης τὸ ἴδιο φῶς, διερχόμενο ἀπὸ τὰ μάτια<br />

τῶν ἁγίων, φωτίζει κατὰ τρόπο «ἱλαρὸ» πρόσωπα (εἰκ. 10-11), σώματα<br />

καὶ ἐνδύματα, ὄχι διὰ φυσικῆς μιμήσεως, ἀλλὰ «περιγράφοντας<br />

ἐν βραχεῖ» τὴν μεταμορφωμένη γήινη φύση τους κατὰ τρόπο «καινό»,<br />

ὅπως ἀκριβῶς, ποιητικὰ ἔχει περιγράψει ὁ Μανουὴλ Φιλής.


«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />

ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />

187<br />

Εἰκ. 13. Ὁ Ἐπιτάφιος Θρῆνος,<br />

λεπτομέρεια. «Μανουὴλ Πανσέληνος»,<br />

Καρυές, Πρωτᾶτο. Ἡ παράσταση<br />

εὑρίσκεται στὸ βόρειο<br />

τμῆμα τοῦ ἐγκαρσίου κλίτους τοῦ<br />

ναοῦ, στὴν ἀνατολικὴ πλευρά,<br />

ὑπεράνω τῆς πύλης πρὸς τὸν<br />

χῶρο τῆς Προθέσεως.<br />

Πόσο εἶχε ἀποξενωθεῖ ἤδη ἀπὸ τότε ὁ δυτικὸς κόσμος ἀπὸ τὴν<br />

καθολικὴ ἱεροκοσμικότητα τὴς οἰκουμένης τῆς 1ης μ.Χ. χιλιετίας,<br />

ὄντας πλέον προσανατολισμένος στὴν καθολικότητα τῆς φυσικῆς<br />

σκηνῆς τοῦ κόσμου τούτου, προκύπτει ἀπὸ μία σύγκριση σὲ σχέση<br />

μὲ τὴν ἀπεικόνιση ἑνὸς κοινοῦ θέματος ἀνάμεσα στὰ πρόσωπα τοῦ<br />

Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Θεοτόκου ἀπὸ τὸν Ἐπιτάφιο Θρήνο. Ἡ σύγκριση<br />

γίνεται ἀνάμεσα στὸ ἔργο τοῦ «Πανσέληνου» καὶ τὸ κατὰ δέκα<br />

ἔτη μεταγενέστερο τοῦ Giotto. Ὅταν τὸ 1845 ὁ M. Didron συσχέτιζε<br />

τὸν «Πανσέληνο» μὲ τὸν Giotto di Bondone (1267-1337) ἢ τὸν Raffaello<br />

Sanzio (1483-1520), δὲν εἶχαν περάσει παρὰ μόνο 24 ἔτη<br />

ἀπὸ τὸ 1821, ὅταν ὁ ἀρχαιολόγος καὶ τεχνοτροπικὸς G. Tambroni<br />

(1773-1824) εἶχε προβεῖ σὲ ἕνα σύντομο σχόλιο ἀνασκοπήσεως<br />

384 ἔτων (1437-1821), σὲ σχέση μὲ τὴν συμβολὴ τοῦ ἔργου τοῦ<br />

Giotto στὴν δυτικὴ τέχνη 116 . Στὸ σχόλιο αὐτὸ παρέπεμπε τόσο στὸν<br />

116<br />

C. Cennini, Il libro dell’arte, o trattato della pittura, ἐπιμ. G.Tambroni, L.


188 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />

Giorgio Vasari (1511-1574) ποὺ προσέδιδε στὸν Giotto τὴν ὑπεροχὴ<br />

τῆς «φυσικῆς λατινικῆς / ἰταλικῆς» τεχνοτροπίας σὲ βάρος τῆς<br />

«ἀδέξιας ἑλληνικῆς» 117 , ὅσο καὶ στὸν Cennino Cennini (~1370 -<br />

~1440) 118 που κατέγραψε ὅτι ὁ Giotto «ἄλλαξε τὴν ζωγραφικὴ τέχνη<br />

ἀπὸ ἑλληνικὴ σὲ λατινικὴ κάνοντάς την σύγχρονη» (εἰκ. 12), ἐγκαταλείποντας<br />

τὴν «ἀδέξια ἑλληνικὴ τεχνοτροπία» τῶν «συγχρόνων του Ἑλλήνων»,<br />

δηλαδὴ τῆς τέχνης τοῦ «Πανσελήνου». Σὲ σχέση πρὸς τὴν<br />

προγενέστερη ἑλληνικὴ ἱεροκοσμικὴ εἰκονογραφία καὶ θεματογραφία,<br />

ὁ ἐκσυγχρονισμὸς ἐκεῖνος προκύπτει ὡς συνδυάζων μιὰ «λατινικὴ»<br />

«σκηνικὴ μίμηση» τῆς κατὰ κόσμον φύσεως, κατὰ «τελειότερα<br />

πρότυπα, ἐν τοῖς ὁρίοις τῆς θρησκευτικῆς ἰδέας». Ἡ τότε σύγχρονη «λατινικὴ»<br />

τεχνοτροπία συμβαίνει κυρίως νὰ ἀποδίδει ἐκκοσμικευμένα<br />

ἱστορούμενα γεγονότα, ὅπως αὐτὰ ὁρῶνται ὑπὸ τὸ φῶς καὶ τὶς σκιὲς<br />

τοῦ φυσικοῦ ἥλιου, ἀπορρίπτοντας δηλαδὴ ὅ,τι «καινὸν» καὶ ἱεροκοσμικῶς<br />

«παράδοξον» –ἕως «τερατῶδες»– σημαινόταν τότε σὲ εἰκαστικὰ<br />

ἔργα διατυπωμένα μὲ τὴν «ἀρχαία» καὶ «divota maniera graeca», ὅπως<br />

αὐτὸ τοῦ «Πανσελήνου» (εἰκ. 13).<br />

Mussini, Ρώμη 1821, σ. 3, ὑποσ. 1: «Il Vasari dona a questo passo un<br />

senso figurato. Io però lo credo proprio, essendo chè Giotto tolse via quella<br />

goffa maniera dei greci moderni, e ne fece una tutta latina, cioè italiana.»<br />

117<br />

G. Vasari, Vite de’ piú eccellenti pittori, scultori e architetti, ἐπιμ. L. Bellosi,<br />

A. Rossi, Τorino 1986, σ. 147, 148.<br />

118<br />

Cennini, Il libro dell’arte, ὅ.π.


Εικ. 1. Αγία Μαρίνα Παναγιάς Πεδιάδος.<br />

Εξωτερική όψη του ναού.


Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης<br />

Έφορος Αρχαιοτήτων ε.τ.<br />

Ο ναός της Αγίας Μαρίνας<br />

στον οικισμό<br />

της Παναγιάς Πεδιάδος<br />

του νομού Ηρακλείου<br />

1. Ο οικισμός Παναγιά Πεδιάδος Ηρακλείου<br />

Νοτιοανατολικά της πόλεως του Ηρακλείου (μεσαιωνικού Χάνδακα)<br />

Κρήτης και σε απόσταση 43 χλμ. περίπου από αυτήν, σε εύφορη<br />

κοιλάδα, η οποία είναι κατάφυτη από ελαιόδενδρα, διάφορα οπωροφόρα<br />

δένδρα και αμπέλια, στην οποίαν υπάρχουν εδάφη κατάλληλα<br />

για την καλλιέργεια δημητριακών και οσπρίων, κείται ο οικισμός<br />

«Παναγιά, η» (υψόμετρο 360 μ., κάτοικοι περίπου 700).<br />

Επίσης ο οικισμός ακούεται και ως «Μεγάλη Παναγιά, η», σε αντιδιαστολή<br />

με άλλους ομώνυμους οικισμούς της νήσου Κρήτης. Ο<br />

οικισμός ευρίσκεται στην διαδρομή Αρκαλοχώρι-Γαζέπη Μύλος-<br />

Παναγιά-Έμπαρος-Βιάννος 1 .<br />

Σε συμβόλαιο του συμβολαιογράφου του Χάνδακα Leonardo<br />

Marcello, του έτους 1279 μ.Χ. αναφέρεται, ότι ο Johannes Sachelari<br />

(Ιωάννης Σακελλάρης), κάτοικος του χωριού Παναγιά (Panagia),<br />

οφείλει να παραδώσει στον κάτοικο του Χάνδακα Romano Calando,<br />

δεκαπέντε (15) μουζούρια 2 σιτάρι κλπ. 3 Δυστυχώς δεν αναφέρεται<br />

η επαρχία, στην οποία ευρίσκεται το χωριό αυτό και τούτο δημιουργεί<br />

προβλήματα ως προς την ταυτοποίησή του, επειδή περισσό-<br />

1<br />

Στ. Σπανάκης, Πόλεις και χωριά της Κρήτης στο πέρασμα των αιώνων, τ. Β΄,<br />

Ηράκλειο 1991, σ. 605.<br />

2<br />

Μουζούρι, το: Πρόκειται για μέτρον μετρήσεως δημητριακών και άλλων<br />

ξηρών καρπών. Προφανώς η ονομασία προέρχεται από το «Μεζούρα, η»<br />

που σημαίνει γενικώς μέτρον μετρήσεως. Ως προς το βάρος σιτηρών<br />

ενός μουζουριού, τούτο κυμαίνεται μεταξύ δεκαπέντε και δεκαέξι οκάδων,<br />

ήτοι περίπου είκοσι χιλιόγραμμα ή κιλά.<br />

3<br />

Μ. Ciaudano-Α. Lombardo, Fonti per la storia di Venezia, 1960, σ. 38.


192 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />

τερα χωριά του Νομού Ηρακλείου και της Κρήτης γενικώτερα φέρουν<br />

το όνομα «Παναγιά» 4 . Στον νομό Ηρακλείου αναφέρονται, στις<br />

απογραφές του 16ου και του 17ου αι., τρεις οικισμοί με το όνομα<br />

«Παναγιά», ήτοι: στις επαρχίες Πεδιάδος, Μονοφατσίου και Καινουρίου,<br />

περιφέρειες σιτοπαραγωγικές και οι τρεις. Σε ποιά επαρχία<br />

ανήκει το χωριό που αναφέρεται στο έγγραφο αυτό, δεν μπορούμε<br />

να γνωρίζουμε μετά βεβαιότητος.<br />

Σε έγγραφο του Δουκικού Αρχείου του Χάνδακα του έτους<br />

1374 αναφέρεται ότι ο Angelus Secreto (Άγγελος Σεκρέτος) οφείλει<br />

να επιστρέψει στην Παναγιά Πεδιάδος το χωράφι, το οποίο είχε<br />

ενοικιάσει η σύζυγος του Ludovici Steno Berucia 5 .<br />

Στην επαρχία Πεδιάδος το χωριό αναφέρεται από τον Fr.<br />

Barozzi (f. 24v) ως Panagia το έτος 1577, από τον Καστροφύλακα<br />

(Κ 95) ως Panagia με 278 κατοίκους το έτος 1583 και από τον Βασιλικάτα<br />

ως Panagia το έτος 1630 6 . Στην τουρκική απογραφή του<br />

έτους 1671 αναφέρεται Panagya με 87 χαράτσα 7 . Στην αιγυπτιακή<br />

απογραφή του έτους 1834 αναφέρεται ο οικισμός της Παναγιάς Πεδιάδος<br />

με δεκαπέντε (15) χριστιανικές και δεκαπέντε (15) μουσουλμανικές<br />

οικογένειες 8 . Στην απογραφή του έτους 1881 αναφέρεται<br />

ως «Παναγιά» και είναι έδρα του ομωνύμου Δήμου, με 440<br />

Χριστιανούς και 130 Μουσουλμάνους κατοίκους. Η Παναγιά σήμερα<br />

υπάγεται στον Δήμο Αρκαλοχωρίου.<br />

Λέγεται, ότι η ονομασία του οικισμού οφείλεται στην Μονή της<br />

Παναγίας Ψωμοπούλας, η οποία υπήρχε στην περιοχή αυτή.<br />

Βάση της οικονομίας του οικισμού ήτο και εξακολουθεί να<br />

είναι το ελαιόλαδο, με ετήσια παραγωγή περί τους 350 τόνους. Παλαιότερα<br />

ο οικισμός παρήγαγε επίσης και μεγάλες ποσότητες σταφίδας<br />

(σουλτανίνας), η οποία όμως κατά τα τελευταία έτη έχει πολύ<br />

περιορισθεί, λόγω μικρής ζήτησης και πτώσεως της τιμής της. Παράγoνται<br />

επίσης: καλής ποιότητος οίνος, δημητριακά, φρούτα κλπ.<br />

4<br />

Στην περίπτωση αυτή η ονομασία των ομώνυμων οικισμών προέρχεται<br />

προφανώς από την ύπαρξη σε αυτούς ναών ή μονών αφιερωμένων στην<br />

Παναγία, η οποία τιμάται μεγάλως υπό όλων ανεξαιρέτως των Χριστιανών.<br />

5<br />

E. Santschi, Regestes des arrets civils et des memoriaux (1363-1399) des<br />

Archives du Duc de Crete, Venise 1976, σ. 79.<br />

6<br />

Στ. Σπανάκης, Μνημεία Κρητικής Ιστορίας, τ. 5, Hράκλειο 1969, σ. 123.<br />

7<br />

Ν. Σταυρινίδης, Μεταφράσεις τούρκικων εγγράφων, τ. Β΄, Ηράκλειο 1976,<br />

σ. 117.<br />

8<br />

R. Pashley, Travels in Crete, τ. II, London 1837, σ. 319.


Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />

193<br />

2. Χριστιανικά μνημεία οικισμού Παναγιάς<br />

Μνημεία εντός του οικισμού<br />

Άγιος Κωνσταντίνος ο μικρός<br />

Στο κέντρο περίπου του οικισμού της Παναγιάς κείται ο ναός των<br />

Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, ο οποίος φέρεται υπό των κατοίκων<br />

ως «Άγιος Κωνσταντίνος ο μικρός», σε αντιδιαστολή με τον<br />

έτερο ναό του Αγίου Κωνσταντίνου, ο οποίος κείται εκτός του οικισμού<br />

και είναι μεγαλύτερων διαστάσεων. Πρόκειται για μικρών<br />

διαστάσεων μονόχωρο οικοδόμημα, το οποίο καλύπτεται με κτιστή,<br />

ημικυλινδρική οροφή και κοίλα κεραμίδια. Στο μέσο της δυτικής<br />

αυτού πλευράς ανοίγεται η είσοδος. Το Ιερό Βήμα χωρίζεται του<br />

κυρίως ναού με παλαιό, ξυλόγλυπτο τέμπλο (μέσων 18ου αι.). Επί<br />

του τέμπλου κείται η εικόνα του Ιησού Χριστού, η οποία φέρει την<br />

γραπτή επιγραφή: «ΑΨΞΒ΄», ήτοι 1762. Ο G. Gerola αναφέρει ότι<br />

στις αρχές του 20ου αι. στον ναόν αυτόν διετηρούντο λείψανα παλαιών<br />

τοιχογραφιών 9 , τα οποία σήμερα δεν διακρίνονται 10 . Ο ναός<br />

ανηγέρθη πιθανώς κατά την τελευταία περίοδο της Ενετοκρατίας.<br />

Άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος<br />

Δυτικά του ναού του Αγίου Κωνσταντίνου του μικρού, σε απόσταση<br />

150 μ. περίπου, υψώνεται ο ναός του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου.<br />

Πρόκειται για μικρών διαστάσεων μονόχωρο, καμαροσκέπαστο<br />

οικοδόμημα. Στο δυτικό τμήμα της βόρειας αυτού πλευράς<br />

ανοίγεται η είσοδος. Νότια του ναού κείται παλαιό πηγάδι 11 .<br />

9<br />

G. Gerola, Elenco topografico delle chiese affrescate di Creta, Venezia 1934-<br />

1935, σ. 194, αρ. 541 = G. Gerola-Κ. Ε. Λασσιθιωτάκης, Τοπογραφικός<br />

κατάλογος των τοιχογραφημένων εκκλησιών της Κρήτης, Ηράκλειο 1961, σ.<br />

82, αρ. 541.<br />

10<br />

Τον ναόν επεσκέφθη ο γράφων για πρώτη φορά, την 15-5-2006, μαζί με<br />

τον Εφημέριο της Παναγιάς π. Στυλιανό Βερίγο και τον κ. Νικόλαο Ι. Ταμιωλάκη.<br />

11<br />

Ο άγιος Γεώργιος συνδέεται με το νερό, το οποίο αποτελεί ζωτικό στοιχείο<br />

για τον άνθρωπο και την φύση γενικώτερα. Είναι γνωστός ο θρύλος,<br />

σύμφωνα με τον οποίον ο άγιος εφόνευσε τον φοβερό, ανθρωποφάγο<br />

δράκοντα, ο οποίος εμπόδιζε τους κατοίκους της πόλεως Αλαγίας της Μικράς<br />

Ασίας να λαμβάνουν νερό, εάν δεν του προσέφεραν ως τροφή μία<br />

νέα κόρη. Ο άγιος Γεώργιος έσωσε την κόρη του βασιλέως της περιοχής<br />

Σελβίου, την οποία επρόκειτο να καταβροχθίσει ο δράκων. Η απεικόνιση<br />

του θέματος αυτού είναι πολύ προσφιλής, ιδία σε ξύλινες, φορητές, μεταβυζαντινές<br />

εικόνες.


194 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />

Παναγία (Κοίμηση Θεοτόκου)<br />

Εντός του οικισμού υψώνεται ο μεγάλων διαστάσεων δίκογχος ή διμάρτυρος<br />

ναός της Παναγίας, ο οποίος περιλαμβάνει δύο κλίτη, ήτοι:<br />

α) Νότιο κλίτος: Κοίμηση Θεοτόκου<br />

Πρόκειται για το αρχικό κλίτος, το οποίο εμφανίζει ορθογωνίου<br />

σχήματος κάτοψη και καλύπτεται με καμάρα. Στο μέσον της δυτικής<br />

αυτού πλευράς ανοίγεται μία είσοδος. Επί της νοτίας πλευράς αυτού<br />

ανοίγεται δεύτερη είσοδος. Επί του νοτίου κλίτους είναι εντοιχισμένες<br />

οι ακόλουθες λίθινες πλάκες, με επιγραφές.<br />

Στο τυφλό αψίδωμα που σχηματίζεται άνωθεν της δυτικής εισόδου<br />

του νοτίου κλίτους και επί του τυμπάνου αυτού είναι εντοιχισμένη<br />

επιτύμβια πλάκα από μάρμαρο, φέρουσα ανάγλυφη παράσταση<br />

ολόσωμου ορθίου άνδρα και την μεγαλογράμματη, εγχάρακτη,<br />

επτάστιχη επιγραφή: «CΟΥΡΑC | ΚΑΙ ΕΥΦΡ|ΟCYNOC | ΠΑΠΕ ΤΩ<br />

| ΠΑΤΡΙ ΜΝΗ|ΜΗC ΧΑ|ΡΙΝ» Η επιτύμβια αυτή πλάκα χρονολογείται<br />

στον 2ον-3ον αι. μ.Χ.<br />

Επάνω από την νοτία είσοδο του νοτίου κλίτους του ναού είναι<br />

εντοιχισμένη λίθινη πλάκα, η οποία φέρει ανάγλυφο, ισοσκελή<br />

σταυρό και τις επιγραφές: «Ι(ΗCOY)C X(ΡΙCTO)C | Ν(Ι)Κ(Α) 1852<br />

| 1600 | Μ. R.» Η αναφερόμενη χρονολογία 1600 μ.Χ. και τα<br />

αρχικά «Μ. R.», υποδηλούν, ότι το νότιο κλίτος του ναού ανηγέρθη<br />

το έτος 1600. Η χρονολογία 1852 αναφέρεται προφανώς σε ανακαίνιση<br />

του ναού.<br />

Επί του ανωφλίου της νοτίας εισόδου απεικονίζεται ισοσκελής<br />

σταυρός, εγγεγραμμένος εντός κύκλου και εκατέρωθεν αυτού η επιγραφή:<br />

«1836»<br />

Επί της βάσεως του κωδωνοστασίου του ναού είναι εντοιχισμένη<br />

λίθινη πλάκα, η οποία φέρει εγχάρακτη, τετράστιχη επιγραφή, ήτοι:<br />

«Ι(ΕΡΟ)ΣΝ(ΑΟ)Σ. | Κ(Ο)ΙΜΙΣ[ΕΩΣ ΘΕ]|ΟΤΩΚΟ[Υ] | ΜΑΡΤΗΟΣ...»<br />

β) Βόρειο κλίτος: Άγιος Χαράλαμπος<br />

Σε μία δεύτερη οικοδομική περίοδο και όταν ο πληθυσμός του<br />

οικισμού αυξήθηκε, προσετέθη το βόρειο κλίτος. Πρόκειται για μονόχωρο,<br />

καμαροσκέπαστο οικοδόμημα, ίσο περίπου προς το προηγούμενο.<br />

Αγία Τριάδα<br />

Εντός του οικισμού και στη θέση -σύμφωνα με την υπάρχουσα παράδοση-<br />

μουσουλμανικού τεμένους, το οποίο είχε ιδρυθεί επί των<br />

ερειπίων παλαιοτέρου χριστιανικού ναού, έχει κτισθεί στα μέσα


Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />

195<br />

του 20ου αι. ο ναός της Αγίας Τριάδος. Αποτελείται από δύο κλίτη,<br />

εκ των οποίων το νότιο είναι αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα και το<br />

βόρειο στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.<br />

Μνημεία εκτός του οικισμού<br />

Άγιος Νικόλαος<br />

Σε μικρή απόσταση από τον οικισμό της Παναγίας και στη θέση<br />

«Κάμπος της Παναγίας», σε κατάφυτη περιοχή, στην οποία δεσπόζουν<br />

αιωνόβια δένδρα δρυός, καθώς επίσης και άλλα δένδρα, υψώνεται<br />

ο ναός του Αγίου Νικολάου. Πρόκειται για ικανών διαστάσεων<br />

μονόχωρο οικοδόμημα, το οποίο καλύπτεται με καμάρα. Εξωτερικά<br />

η στέγη φέρει επίστρωση από αστρακάσβεστο. Στο μέσον της δυτικής<br />

πλευράς του ναού ανοίγεται η είσοδος 12 . Σύμφωνα με σωζόμενη<br />

επιγραφή, ο ναός ανηγέρθη το έτος 1627. Επί του λιθίνου ανωφλίου<br />

της εισόδου διατηρείται η εγχάρακτη επιγραφή: «ΜΑΪΟΥ 15, 1881»,<br />

η οποία αναφέρεται στο έτος ανακαινίσεως του ναού αυτού.<br />

Άγιος Γεώργιος ο Αγριμολόγος<br />

Σε μικρή απόσταση από τον οικισμό της Παναγιάς Πεδιάδος, αριστερά<br />

του αγροτικού δρόμου Παναγιά-Μούλεφε, κείνται τα ερείπια<br />

του παλαιού ναού του Αγίου Γεωργίου του Αγριμολόγου 13 . Πρόκειται<br />

για μικρών διαστάσεων μονόχωρο οικοδόμημα, το οποίο εμφανίζει<br />

ορθογωνίου σχήματος κάτοψη και εκαλύπτετο με καμάρα που έχει<br />

καταπέσει από μακρού χρόνου. Η ανατολική αυτού πλευρά περατούται<br />

σε μίαν ημικυκλική αψίδα, ενώ στο μέσον της δυτικής αυτού πλευράς<br />

ανοίγεται η είσοδος. Οι τοίχοι είναι κατασκευασμένοι από αργολιθοδομή<br />

και ασβεστοκονίαμα. Οι εσωτερικές επιφάνειες των τοίχων<br />

του ναού εκαλύπτοντο με επιχρίσματα, ενώ οι εξωτερικές επιφάνειες<br />

αυτών ήσαν αρμολογημένες. Η τοιχοποιία διατηρείται σε ικανό ύψος.<br />

Δεν διακρίνονται λείψανα τοιχογραφιών, θεωρείται όμως πολύ πιθα -<br />

νόν να υπήρχαν. Ο ναός αυτός ανηγέρθη πιθανώς κατά τον 16ον αι.<br />

12<br />

Στερεωτικές και αναστηλωτικές εργασίες έλαβαν χώραν στον ναόν του<br />

Αγίου Νικολάου κατά τα έτη 2000-2001, με την άδεια της 13ης Ε.Β.Α.,<br />

υπό την επίβλεψη του αρχαιολόγου της κ. Γεωργίου Στ. Κατσαλή, με δαπάνες<br />

της ενορίας Παναγιάς Πεδιάδος και σε αγαστή συνεργασία με τον<br />

εφημέριόν της π. Στυλιανόν Βερίγον.<br />

13<br />

Η ονομασία αυτή σχετίζεται με λαϊκές παραδόσεις και θρύλους της περιοχής.


196 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />

Άγιος Κωνσταντίνος<br />

Νότια του οικισμού και σε απόσταση 3 χλμ. περίπου από αυτόν,<br />

στις ΒΔ. πλαγιές υψώματος, όπου ορισμένοι ερευνητές τοποθετούν<br />

την αρχαία κρητική πόλη «Αρκαδία», υψώνεται ο ναός των Αγίων<br />

Κωνσταντίνου και Ελένης. Πρόκειται για οικοδόμημα των μέσων<br />

του 20ου αι., το οποίο ανηγέρθη επί των ερειπίων παλαιού χριστιανικού<br />

ναού μετά τρούλλου (12ου-13ου αι.), που ίσως είχε ιδρυθεί<br />

στη θέση μίας τρίκλιτης, ξυλόστεγης παλαιοχριστιανικής βασιλικής.<br />

Από τον μεσαιωνικό ναό διατηρούνται οι κορμοί δύο<br />

μαρμάρινων, κυλινδρικών, αρραβδώτων κιόνων, οι οποίοι πιθανώς<br />

κείνται στην αρχική των θέση και έχουν ενσωματωθεί στον σημερι -<br />

νόν ναόν. Ο σύγχρονος ναός έχει διαμορφωθεί σε τρία κλίτη, ήτοι:<br />

α) Βόρειο κλίτος: Τούτο είναι αφιερωμένο στον Τίμιο Σταυρό.<br />

β) Μεσαίο κλίτος: Αυτό τιμάται στην μνήμη των Αγίων Κωνσταντίνου<br />

και Ελένης.<br />

γ) Νότιο κλίτος: Τούτο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Αγίου<br />

Ελευθερίου.<br />

Παναγία η Κερά<br />

ΝΑ. του οικισμού της Παναγίας και σε απόσταση 1,5 χιλ. περίπου<br />

από αυτόν, επάνω σε ύψωμα και σε θέση που δεσπόζει στην περιοχή,<br />

διατηρείται ο παλαιός και από μακρού χρόνου ερειπωμένος<br />

ναός της Παναγίας της Κεράς. Πρόκειται για μικρών διαστάσεων<br />

μονόχωρο οικοδόμημα, το οποίο εμφανίζει ορθογωνίου σχήματος<br />

κάτοψη και εκαλύπτετο με κτιστή καμάρα, η οποία έχει καταπέσει.<br />

Διατηρείται η τοιχοποιία, σχεδόν στο αρχικό της ύψος. Στο μέσον<br />

της δυτικής πλευράς του ναού ανοίγεται η είσοδος. Άνωθεν της εισόδου<br />

είναι εντοιχισμένα πέντε (5) πήλινα σκυφία (πινάκια), τα<br />

οποία σχηματίζουν ισοσκελή σταυρό. Ο ναός ανηγέρθη πιθανώς<br />

τον 14ον-15ον αι. και ίσως έφερε τοιχογραφίες, από τις οποίες<br />

δεν υπάρχουν ορατά λείψανα. Πιθανώτατα να διατηρούνται σπαράγματα<br />

τοιχογραφιών στα κατώτερα τμήματα των εσωτερικών επιφανειών<br />

των τοίχων, τα οποία καλύπτονται με επίχωση.


Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />

197<br />

3. Κυρίως μέρος: Ο ναός της Αγίας Μαρίνας 14<br />

Θέση<br />

Ανατολικά του οικισμού της Παναγιάς και σε απόσταση δύο χλμ.<br />

περίπου από αυτόν, δυτικά του όρους Δείκτη (Λασιθιώτικα βουνά),<br />

κείται ο παλαιός ναός της Αγίας Μαρίνας. Ο ναός ευρίσκεται αριστερά<br />

του δρόμου Αρκαλοχωρίου-Παναγιάς-Εμπάρου-Βιάννου (χωματόδρομος),<br />

ο οποίος φέρει την ονομασία «Πέρα Στράτα, η». Γειτνιάζει<br />

επίσης με το ύψωμα «Μπάντουρας, ο» 15 και την περιοχή «Μούλεφε»<br />

16 , όπου έκειτο το ομώνυμο χάνι. ΝΔ. του ναού της Αγίας Μαρίνας<br />

και σε απόσταση περί τα 250 μ. περίπου από αυτόν, δεξιά του<br />

αγροτικού δρόμου Παναγιάς-Αγίας Μαρίνας, κείνται τα ερείπια από<br />

το προαναφερθέν χάνι των χρόνων της Τουρκοκρατίας. 17 Στη θέση,<br />

14<br />

Επιθυμώ να εκφράσω και από την θέση αυτή τις θερμές μου ευχαριστίες<br />

προς όλους εκείνους, οι οποίοι καθ’ οιονδήποτε τρόπον εβοήθησαν τον<br />

γράφοντα και συνέβαλαν ουσιαστικά στην ολοκλήρωση της παρούσης<br />

μελέτης. Ειδικώτερα ευχαριστώ τους εξής: α) τον Αιδεσιμολογιώτατον<br />

Εφημέριον της Ενορίας της Παναγιάς Πεδιάδος π. Στυλιανόν Βερίγον,<br />

για την αγαστή συνεργασία που είχαμε κατά τις εργασίες στερεώσεως του<br />

ναού και αποκαλύψεως, καθαρισμού, στερεώσεως και συντηρήσεως των<br />

τοιχογραφιών, β) τον παλαιό συσπουδαστή και φίλο κ. Νικόλαο Ιω. Ταμιωλάκη,<br />

μετά του οποίου επισκέφθηκα για πρώτη φορά τον ναόν της<br />

Αγίας Μαρίνας, καθώς επίσης και όλα τα χριστιανικά μνημεία της περιοχής,<br />

κατά την 15 Μαΐου 2006, γ) τον συνάδελφον Αρχαιολόγον κ. Γεώργιο<br />

Κατσαλή, ο οποίος επέβλεψε τις εργασίες στερεώσεως του ναού, δ)<br />

τους Συντηρητές κ.κ. Αντώνιον Κριτζαλάκη, μόνιμο υπάλληλο της 13ης<br />

Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και τις επί συμβάσει έργου Συντηρήτριες,<br />

Μαρία Κεσίδου-Κριτζαλάκη και Αναστασία Κουτσάκη για τις εργασίες<br />

αποκαλύψεως, στερεώσεως και καθαρισμού των τοιχογραφιών, ε) τους<br />

Τεχνικούς και Σχεδιαστές κ.κ. Σταύρον Καψάλη, Αικατερίνη Αυγέρη και<br />

Κωνσταντίνον Σουργιά για την αποτύπωση του μνημείου και την εκπόνηση<br />

των σχεδίων αυτού και στ) την σύζυγο και συνεργάτιδα, φιλότεχνον και<br />

φιλίστορα Δρ. Μαρία Gehlhoff-Βολανάκη, Ιατρόν και τα παιδιά μας Ηλία<br />

και Χριστίνα για την ηθική στήριξη, συμπαράσταση και βοήθειά των.<br />

15<br />

Η ετυμολογία του ονόματος προέρχεται πιθανώς από το «πάνθ’ ορώ», επει -<br />

δή από το ύψωμα αυτό έχει κανείς πανοραμική θέα της γύρω περιοχής.<br />

16<br />

Το τοπωνύμιο «Μούλεφε, στου» πιθανώς προέρχεται από το «Μουλάς<br />

Εφέντης», ήτοι από Τούρκο ιδιοκτήτη κτημάτων στην περιοχή.<br />

17<br />

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, τόσον στην Κρήτη, όσον και στις<br />

άλλες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στις μεγάλες οδικές αρτηρίες<br />

και σε τακτές αποστάσεις, υπήρχαν σταθμοί, τα λεγόμενα «χάνια»,<br />

τα οποία ήσαν οικοδομικά συγκροτήματα μικρότερα ή μεγαλύτερα, που<br />

εξυπηρετούσαν ανθρώπους και ζώα, κατά την διάρκεια των ταξιδιών των.


198 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />

Σχεδ. 1-2.<br />

Αγία Μαρίνα<br />

Παναγιάς Πεδιάδος.<br />

Σχέδια κάτοψη-τομής<br />

του ναού.<br />

όπου ευρίσκετο το Χάνι, υπάρχει πηγή νερού, αιωνόβια δένδρα,<br />

καθώς και διάφορα κτίρια ερειπωμένα ή ημιερειπωμένα, τα οποία<br />

ανήκαν σε οικοδομικό συγκρότημα που εξυπηρετούσε αγωγιάτες<br />

και ζώα κατά την μετάβασή των από Βιάννο προς Παναγιά-Αρκαλοχώρι-Ηράκλειον<br />

και κατά την επιστροφήν των. Πρόκειται για το<br />

Χάνι «Μούλεφε», από το οποίο προέρχεται και η ονομασία της γύρω<br />

περιοχής 18 .<br />

Αρχιτεκτονική (Σχεδ. 1-2. Kάτοψη-τομή / Εικ. 1)<br />

Ο ναός της Αγίας Μαρίνας Παναγιάς Πεδιάδος είναι ένα μικρών<br />

διαστάσεων μονόχωρο οικοδόμημα, το οποίο καλύπτεται με κτιστή<br />

καμάρα. Η οροφή εξωτερικά φέρει επίστρωση από υδραυλικό κονίαμα<br />

(κουρασάνι). Ο ναός εμφανίζει ορθογωνίου σχήματος κάτοψη<br />

(εσωτ. διαστ. 4,42 x 2,25 μ. και εξωτ. διαστ. 5,75 x 3,77 μ.). Ο κυρίως<br />

άξονας του οικοδομήματος βαίνει από ΒΔ. προς ΝΑ. και εμ-<br />

18<br />

Στην περιοχή της Παναγιάς Πεδιάδος ελειτούργει παλαιότερα και άλλο<br />

χάνι, το οποίο ήτο γνωστό ως «το Χάνι του Εισαγγελέα», από το παρωνύμιο<br />

του ιδιοκτήτου αυτού.


Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />

199<br />

φανίζει απόκλιση 40° προς ΝΑ. Εσωτερικά του ναού έχει κατασκευασθεί<br />

ένα ενισχυτικό τόξο (σφενδόνιο), το οποίο στηρίζεται<br />

σε δύο πεσσούς που εφάπτονται των δύο μακρών εσωτερικών<br />

πλευρών αυτού 19 .<br />

Η ανατολική αυτού πλευρά περατούται σε μίαν ημικυκλικήν<br />

αψίδα (χορδής 1,20 και βέλους 0,75 μ.), στο μέσον της οποίας<br />

ανοίγεται ένα μονόλοβο παράθυρο (πλάτους 0,15 και ύψους 0,34<br />

μ.). Το πάχος του τοίχου της αψίδας είναι 0,60 μ. Εντός της αψίδας<br />

κείται η κτιστή Αγία Τράπεζα, σιγμοειδούς σχήματος (χορδής 1,20,<br />

βέλους 0,78 και ύψους 0,73 μ.), η οποία προέρχεται από μία μεταγενέστερη<br />

οικοδομική περίοδο. Αρχικά η Αγία Τράπεζα έκειτο στο<br />

μέσον του Ιερού Βήματος και αργότερα μετεφέρθη στον χώρον της<br />

αψίδας. Το Ιερό Βήμα εμφανίζει ορθογωνίου σχήματος κάτοψη<br />

(εσωτ. διαστ. 2,25 x 1,14 μ.). Στο μέσον περίπου της βορείας<br />

αυτού πλευράς και εντός του πάχους του τοίχου ανοίγεται μία ορθογωνίου<br />

σχήματος κόγχη (πλάτους 0,37, βάθους 0,44 και ύψους<br />

0,42 μ.). Στο μέσον περίπου της νοτίας πλευράς του Ιερού Βήματος<br />

ανοίχθηκε μεταγενεστέρως ένα μικρό παράθυρο (πλάτους 0,15 και<br />

ύψους 0,18 μ.), για το φωτισμό και τον αερισμό αυτού. Κατά την<br />

διάνοιξη αυτού κατεστράφη τμήμα των εκεί ευρισκομένων τοιχογραφιών.<br />

Ο κυρίως ναός εμφανίζει επίσης ορθογωνίου σχήματος κάτοψη<br />

(εσωτ. διαστ. 2,80 x 2,25 μ.). Το δάπεδο του ναού καλύπτεται με<br />

πλάκα από σκυρόδεμα. Το αρχικό δάπεδο θα εκαλύπτετο, είτε με<br />

λίθινες ή πήλινες πλάκες, είτε με αστρακάσβεστο. Στο μέσον της<br />

δυτικής πλευράς του ναού ανοίγεται η είσοδος, η οποία φέρει περιθύρωμα<br />

από σιτόχρου πωρόλιθο. Το λίθινο ανώφλιο αποτελείται<br />

επίσης από σιτόχρου πωρόλιθο (διαστ. 1,15 x 0,20 x 0,18 μ.).<br />

Στη δυτική πλευρά του ανωφλίου της θύρας και στο μέσον αυτής<br />

υπάρχει εγχάρακτος ισοσκελής σταυρός (διαστ. 0,05 x 0,05 μ.), ο<br />

οποίος φέρει αποτροπαϊκόν χαρακτήρα. Η είσοδος είναι σχήματος<br />

ορθογωνίου (ύψους 1,42 και πλάτους 0,75 μ.) 20 . Εξωτερικά και<br />

19<br />

Η κατασκευή στο εσωτερικό των μεσαιωνικών ναών ενισχυτικών τόξων<br />

(σφενδονίων) αποσκοπούσε τόσον στη στατική ενίσχυση αυτών, όσον<br />

και στη διάσπαση των εσωτερικών επιφανειών των, ώστε το εσωτερικό<br />

των ναών να αναβαθμίζεται αισθητικά.<br />

20<br />

Οι μεσαιωνικοί ναοί της Κρήτης έχουν κατά κανόνα ολιγάριθμα ανοίγματα<br />

(θύρες-παράθυρα) και αυτά περιορισμένων διαστάσεων. Τούτο οφείλεται<br />

μεταξύ άλλων και στους εξής λόγους: α) Διά του τρόπου αυτού επιτυγχάνεται


200 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />

Εικ. 2.<br />

Αγία Μαρίνα<br />

Παναγιάς Πεδιάδος.<br />

Εσωτερική όψη του ναού.<br />

είδος φυσικού κλιματισμού στους ναούς, ήτοι στο εσωτερικό του ναού<br />

κατά τον χειμώνα είναι σχετικά ζεστά και κατά τους θερινούς μήνες δροσερά·<br />

β) οι είσοδοι των ναών είναι χαμηλές, επειδή οι άνθρωποι των μέσων<br />

χρόνων ήσαν χαμηλού σχετικά αναστήματος, λόγω ελλιπούς διατροφής<br />

και λόγω του ότι ησχολούντο από πολύ ενωρίς με βαρειές σωματικές εργασίες·<br />

γ) προκειμένου κατά την είσοδο στους ναούς να είναι υποχρεωμένοι<br />

οι προσκυνητές να σκύβουν, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπον ταπείνωση<br />

και σεβασμό· δ) Υπάρχει επίσης η λαϊκή παράδοση, ότι οι είσοδοι των<br />

ναών ήσαν χαμηλές, προκειμένου να εμποδίζονται εχθροί της χριστιανικής<br />

θρησκείας να εισέρχονται έφιπποι στον ναόν.


Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />

201<br />

άνωθεν αυτής σχηματίζεται ένα τυφλό αψίδωμα (χορδής 0,73, βέλους<br />

0,50 και βάθους 0,23 μ.). Ο ναός είναι κτισμένος από αργολιθοδομή<br />

και ισχυρό ασβεστοκονίαμα. Κατά την ανέγερση αυτού<br />

εχρησιμοποιήθησαν μικρού μεγέθους εγχώριοι λίθοι, ενώ στις γωνίες<br />

του οικοδομήματος έγινε χρήση λαξευτών πωρολίθων. Εσωτερικά<br />

οι επιφάνειες των τοίχων του καλύπτονται με επιχρίσματα,<br />

ενώ εξωτερικά οι επιφάνειες αυτών έχουν αρμολογηθεί.<br />

Τοιχογραφίες-εικονογραφικό πρόγραμμα 21 (εικ. 2)<br />

Οι εσωτερικές επιφάνειες των τοίχων του ναού έφεραν τοιχογραφίες,<br />

οι οποίες με την πάροδο του χρόνου είχαν καλυφθεί κατά το<br />

μεγαλύτερο μέρος αυτών με επιχρίσματα. Διεκρίνοντο μόνον ελάχιστα<br />

λείψανά τους 22 .<br />

Το εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού έχει ως εξής:<br />

i. Ιερό Βήμα<br />

Ανατολικό μέτωπο. Άνω ζώνη: Άγιον Μανδήλιον<br />

Στη θέση αυτή εικονίζεται, ως συνήθως, το Άγιον Μανδήλιον 23<br />

(εικ. 3). Στο μέσον ορθογωνίου σχήματος φαιόχρωμου υφάσματος,<br />

το οποίον ομοιάζει με υφαντά κρητικά προσόψια ή μανδήλια και<br />

καταλήγει στα δύο άκρα σε ισάριθμους κόμβους 24 , παρίσταται το<br />

21<br />

Είναι αξιοσημείωτο, ότι ο ναός της Αγίας Μαρίνας Παναγιάς Πεδιάδος<br />

δεν συμπεριλαμβάνεται στον Κατάλογο των τοιχογραφημένων ναών της<br />

Κρήτης του Gerola, ούτε σε εκείνον των Gerola-Λασσιθιωτάκη.<br />

22<br />

Οι εργασίες έγιναν υπό την επίβλεψη της 13ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων<br />

και σε στενή συνεργασία με την Ενορία της Παναγιάς Πεδιάδος<br />

και τον Εφημέριο του οικισμού π. Στυλιανό Βερίγο. Όπως αναφέρθηκε<br />

παραπάνω, συνεργείο της 13ης Ε.Β.Α. εργάσθηκε κατά το μεγαλύτερο διά -<br />

στημα του έτους 2008 για την αποκάλυψη, την στερέωση, τον καθαρισμό<br />

και την συντήρηση των τοιχογραφιών. Η Ενορία της Παναγιάς συμμετείχε<br />

στη χρηματοδότηση των εργασιών, οι οποίες επραγματοποιήθησαν στο<br />

μνημείο.<br />

23<br />

A. Grabar, La sainte face de Laon. Le Mandylion dans l’art orthodoxe,<br />

Prague 1931, σ. 24-31. Α. Ξυγγόπουλος, Σχεδίασμα θρησκευτικής ζωγραφικής<br />

μετά την άλωσιν, Αθήνα 1957, σ. 67, 258. Κ. Καλοκύρης, Αι βυζαντιναί<br />

τοιχογραφίαι της Κρήτης. Συμβολή εις την χριστιανικήν τέχνην της<br />

Ελλάδος, Αθήναι 1957, σ. 93-94. Ι. Βολανάκης, Ο ναός του Αγίου Γεωργίου<br />

στο Βαθειακό Ρεθύμνης, Θεολογία 57 (1976), σ. 608-675 (αυτοτ.<br />

αρίθμ. ιδ. σ. 17).<br />

24<br />

Ο κόμβος απαντά ήδη στην Μινωϊκή Τέχνη και έχει συμβολικό χαρακτήρα<br />

(ιεροί κόμβοι). Επίσης επιβιώνει μέχρι σήμερα στη λαϊκή λατρεία και<br />

την λαογραφία.


202 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />

Εικ. 3.<br />

Το Άγιον Μανδήλιον.<br />

πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Εικονίζεται κατά μέτωπον και περιβάλλεται<br />

με ένσταυρο φωτοστέφανο. Το πρόσωπο είναι ωοειδές, οι<br />

οφθαλμοί αμυγδαλωτοί, η μύτη μεγάλη και ευθεία, το στόμα μικρό,<br />

το πηγούνι στρογγύλο. Φέρει πλούσια, καστανή κόμη και επίσης<br />

καστανόχρωμο γένειο. Εκατέρωθεν της κεφαλής Αυτού υπάρχει η<br />

επιγραφή: «Ι(ΗCΟΥ)C Χ(ΡΙCΤΟ)C».<br />

Mεσαία ζώνη: Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου<br />

Στην μεσαία ζώνη του ανατολικού μετώπου του ναού εικονίζεται,<br />

ως συνήθως, ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Περί του θέματος αυτού<br />

θα γίνει λόγος παρακάτω, κατά την διαπραγμάτευση των συνθέσεων<br />

του κύκλου του λεγομένου Δωδεκαόρτου.<br />

Αψίδα: Τεταρτοσφαίριο, Δέηση<br />

Στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας εικονίζεται, ως συνήθως, η Δέηση<br />

25 . Στο κέντρο της συνθέσεως παρίσταται ο Ιησούς Χριστός στη-<br />

25<br />

Κ. Καλοκύρης, Αι βυζαντιναί τοιχογραφίαι της Κρήτης, σ. 99-101. Ι. Βολανάκης,<br />

Ο εις Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός ναός του Αγίου Γεωργίου


Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />

203<br />

θαίος, μετωπικός. Η κεφαλή Του περιβάλλεται<br />

με ένσταυρο φωτοστέφανο, το οποίο<br />

κατ’ εξαίρεση και προκειμένου να εξαρθεί,<br />

κοσμείται με έκτυπα, ημιανάγλυφα αστέρια.<br />

Ο Χριστός φέρει ερυθρού χρώματος χειριδωτό,<br />

ορθόσημο χιτώνα και κυανόχρωμο<br />

ιμάτιο. Ευλογεί με το δεξί Του χέρι, ενώ με<br />

το αριστερό κρατεί ανοικτό κώδικα Ευαγγελίου,<br />

επί του οποίου διατηρείται η επιγραφή:<br />

«ΕΓΩ ΕΙ | [Ο ΑΚΟΛ<br />

ΜΙ ΤΟ ΦΩC | ΟΥΘ]ΩΝ<br />

ΤΟΥ [ΚΟCΜΟΥ] [ΕΜΟΙ…]» 26 .<br />

Εκατέρωθεν της κεφαλής του υπάρχει<br />

η επιγραφή: «Ι(ΗCΟΥ)C Χ(ΡΙCΤΟ)C».<br />

Bόρεια του Χριστού παρίσταται η Θεοτόκος<br />

από την οσφύ και άνω, εστραμμένη<br />

προς αυτόν, σε στάση δεήσεως. Φορεί χειριδωτό,<br />

βαθυπόρφυρο χιτώνα και ερυθρόχρωμο<br />

μαφόριο. Νότια του Χριστού εικονίζεται<br />

ο Ιωάννης ο Πρόδρομος στηθαίος,<br />

εστραμμένος προς τον Ιησούν, επίσης σε<br />

στάση δεήσεως. Το μεγαλύτερο μέρος της<br />

μορφής του Προδρόμου έχει καταστραφεί.<br />

Στο νότιο άκρο του τεταρτοσφαιρίου<br />

και κάτωθεν του Προδρόμου εικονίζεται<br />

από την οσφύ και άνω μία γυναίκα, πιθανώτατα<br />

η κτητόρισσα του ναού, η οποία<br />

φορεί πολυτελή ενδύματα και εκτείνει τα<br />

Εικ. 4.<br />

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.<br />

Ξιφηφόρου, Πεπραγμένα του Δ΄ Διεθνούς Κρητολογικού<br />

Συνεδρίου, Ηράκλειο 1976, τ. Β΄,<br />

Αθήνα 1981, σ. 42-43. Του ιδίου, Ο ναός<br />

του Αγίου Γεωργίου στο Βαθειακό, αυτοτ.<br />

αρίθμ. ιδ. σ. 14-15. Του ιδίου, Ο βυζαντινός<br />

ναός του Αγίου Νικολάου στα Μαριτσά Ρόδου,<br />

Θεολογία 61 (1990), σ. 216-269 (αυτοτ.<br />

αρίθμ. ιδ. σ. 15-16).<br />

26<br />

Κατά Ιωάννην 8,12: «Εγώ ειμί το φως του<br />

κόσμου, ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση<br />

εν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φως της ζωής».


204 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />

Εικ. 5.<br />

Ο Μέγας Βασίλειος.<br />

χέρια της σε στάση δεήσεως προς τον Σωτήρα<br />

Χριστόν.<br />

Κόγχη: Άγιοι Ιεράρχες συλλειτουργούντες<br />

Στην επιφάνεια της κόγχης της αψίδας<br />

του Ιερού Βήματος εικονίζονται δύο ολόσωμοι<br />

άγιοι Ιεράρχες, εστραμμένοι προς<br />

το κέντρο, συλλειτουργούντες 27 , ήτοι (από<br />

Β. προς Ν.).<br />

Βόρεια του παραθύρου της αψίδας του<br />

Ιερού Βήματος εικονίζεται ο άγιος Ιωάννης<br />

ο Χρυσόστομος (344/354-407 μ.Χ.) 28 (εικ.<br />

4). Παρίσταται ολόσωμος, εστραμμένος<br />

προς το κέντρο της αψίδας. Το πρόσωπό<br />

του είναι ελλειψοειδές, οστεώδες, ασκητικό.<br />

Οι οφθαλμοί του είναι αμυγδαλωτοί, η μύτη<br />

ευθεία, το στόμα μικρό, το πηγούνι στρογγύλο.<br />

Φέρει βραχεία κόμη και επίσης βρα -<br />

χύ, αραιό γένειο. Λεπτός και υψηλός λαιμός<br />

στηρίζει το κεφάλι στους ώμους. Φορεί φαι -<br />

ού χρώματος στιχάριο, κίτρινο επιτραχήλιο,<br />

ερυθρού χρώματος επιγονάτιο 29 , φαιού<br />

χρώματος πολυσταύριο φελόνιο και λευκόχρωμο<br />

ωμοφόριο, το οποίο φέρει μεγάλους,<br />

καστανού χρώματος σταυρούς. Και<br />

με τα δυο του χέρια κρατεί ανεπτυγμένο λει-<br />

27<br />

Α. Ξυγγόπουλος, Σχεδίασμα θρησκευτικής ζωγραφικής,<br />

σ. 47. Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου<br />

Αμαρίου Βυζαντινός ναός, σ. 44-46, πίν. 30-<br />

32. Βολανάκης, Ο ναός του Αγίου Γεωργίου<br />

στο Βαθειακό, σ. 17.<br />

28<br />

Β. Altaner-A. Stuiber, Patrologie. Leben, Schriften<br />

und Lehre der Kirchenväter, Freiburg-Basel-<br />

Wien 1966, σ. 322-331. Ι. Βολανάκης, Ο ιερός<br />

ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Λίνδου Ρόδου:<br />

Αρχιτεκτονική-Τοιχογραφίες, Ρόδος 1998, σ. 29.<br />

Ι. Βολανάκης, Ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου<br />

στο Ασκληπιείο Ρόδου, Ρόδος 2006, σ. 15.<br />

29<br />

Το επιγονάτιο είναι από μαλακό ύφασμα και<br />

κρέμεται από την ζώνη. Δεν έχει αποκτήσει<br />

ακόμη το ρομβοειδές σχήμα, το οποίο απέκτησε<br />

αργότερα.


Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />

205<br />

τουργικό ειλητάριο, το κείμενο του οποίου είναι εξίτηλο 30 . Εκατέρωθεν<br />

της κεφαλής αυτού υπάρχει η επιγραφή: «[Ο ΑΓΙΟC] ΙΩ(ΑΝ-<br />

ΝΗC) Ο ΧΡΥCΟCΤΟΜΟC».<br />

Νότια του παραθύρου της αψίδας εικονίζεται ολόσωμος, εστραμμένος<br />

προς βορράν, ο Μέγας Βασίλειος, αρχιεπίσκοπος Καισαρείας<br />

της Καππαδοκίας (περί το 330-379 μ.Χ.) 31 (εικ. 5). Το πρόσωπό<br />

του είναι ελλειψοειδές, οι οφθαλμοί μεγάλοι, αμυγδαλωτοί, η μύτη<br />

μακρά, το στόμα μικρό. Φέρει μακριά, καστανόχρωμη κόμη και<br />

μακρύ, επίσης καστανόχρωμο γένειο. Φορεί λευκόχρωμο στιχάριο,<br />

κίτρινο, διάλιθο επιτραχήλιο, ερυθρού χρώματος επιγονάτιο, φαιόχρωμο,<br />

πολυσταύριο φελόνιο, το οποίο κοσμείται με καστανόχρωμους<br />

σταυρούς και λευκόχρωμο ωμοφόριο, το οποίον φέρει<br />

μεγάλους, μέλανες σταυρούς. Εκατέρωθεν αυτού υπάρχει η γραπτή<br />

επιγραφή: «[Ο ΑΓΙΟC] ΒΑCΙΛΕΙΟC». Και με τα δυο του χέρια εκρατούσε<br />

ανεπτυγμένο, ενεπίγραφο, λειτουργικό ειλητάριο, το κείμενο<br />

του οποίου δεν διατηρείται 32 .<br />

Ο Μελισμός ή ο Θυόμενος<br />

Στο μέσον της κόγχης και κάτωθεν του παραθύρου της αψίδος<br />

παρίσταται «Ο Μελισμός» ή «Ο θυόμενος» 33 . Εικονίζεται Αγία Τράπεζα,<br />

η οποία καλύπτεται με ερυθρού χρώματος διάλιθο και μαργα-<br />

30<br />

Τα κείμενα των ειληταρίων των συλλειτουργούντων Ιεραρχών, των εικονιζομένων<br />

στις κόγχες των αψίδων του Ιερού Βήματος των μεσαιωνικών<br />

ναών της Κρήτης και της Ελλάδος γενικώτερα αποτελούν τμήματα των<br />

ίδιων λειτουργικών κειμένων, τα οποία ανεγινώσκοντο ανέκαθεν και εξακολουθούν<br />

να αναγινώσκονται μέχρι σήμερα κατά την διάρκεια της Θείας<br />

Λειτουργίας. Είναι αξιοσημείωτο, ότι ο βασικός πυρήνας της Θείας Λειτουργίας<br />

είχε ήδη διαμορφωθεί κατά τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ., όπως φαίνεται<br />

στην Λειτουργία του Ιππολύτου Ρώμης.<br />

31<br />

Altaner-Stuiber, Patrologie, σ. 290-298. Βολανάκης, Ο ιερός ναός της Κοιμήσεως<br />

της Θεοτόκου Λίνδου, σ. 29-30. Βολανάκης, Ο ναός της Κοιμήσεως<br />

της Θεοτόκου στο Ασκληπιείο, σ. 16.<br />

32<br />

Κατά κανόνα στο ειλητάριο του Μεγάλου Βασιλείου αναγράφεται η ευχή:<br />

«Ουδείς άξιος των συνδεδεμένων ταις σαρκικαίς επιθυμίαις και ηδοναίς,<br />

προσέρχεσθαι ή προσεγγίζειν ή λειτουργείν Σοι βασιλεύ της δόξης. Το<br />

γαρ διακονείν Σοι μέγα και φοβερόν και αυταίς ταις επουρανίαις δυνάμεσιν<br />

...». Πρόκειται για την ευχή, η οποία αναγινώσκεται μυστικώς υπό του ιερέως<br />

κατά την ώραν που οι ψάλτες ψάλλουν τον Χερουβικόν Ύμνον. Βλ.<br />

Αι Θείαι Λειτουργίαι Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Βασιλείου του Μεγάλου, των<br />

Προηγιασμένων, έκδ. Αποστ. Διακ. Εκκλ. Ελλ., Αθήναι 1981, σ. 86-87.<br />

33<br />

Καλοκύρης, Αι βυζαντιναί τοιχογραφίαι, σ. 98-99. Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου<br />

Αμαρίου Βυζαντινός ναός, σ. 46-47, πίν. 33-34. Βολανάκης, Ο<br />

ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Ασκληπιείο, σ. 15.


206 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />

ριτοκόσμητο ποδέα. Επάνω στην Αγία Τράπεζα και δεξιά, ως προς<br />

τον θεατή, παρίσταται Άγιον Ποτήριον και αριστερά Άγιον Δισκάριον,<br />

εντός του οποίου κείται ο Ιησούς Χριστός σε ύπτια θέση, εικονιζόμενος<br />

ως Παιδίον. Το κεφάλι Του περιβάλλεται με ένσταυρο<br />

φωτοστέφανο και έχει κατεύθυνση προς Β., ενώ τα πόδια Αυτού<br />

κείνται προς Ν.<br />

Κάτω ζώνη:<br />

Βόρεια της κόγχης του Ιερού Βήματος, παρίσταται, ως συνήθως,<br />

ο άγιος διάκονος Στέφανος ο Πρωτομάρτυς 34 . Εικονίζεται ολόσωμος,<br />

όρθιος, εστραμμένος προς νότον. Φορεί λευκόχρωμο στιχάριο και<br />

ερυθρόχρωμο οράριο, εν είδει στενής υφασμάτινης ταινίας, το<br />

οποίο κρέμεται από του αριστερού του ώμου και πίπτει μπροστά<br />

και πίσω, όπως συμβαίνει και σήμερα με το οράριο των Διακόνων.<br />

Με το δεξί του χέρι κρατεί θυμιατήριο, η ημισφαιρικού σχήματος<br />

κάψα του οποίου κρέμαται από τρεις μετάλλινες αλυσίδες. Με το<br />

αριστερό του χέρι φέρει εγχείριον και λιβανωτίδα 35 .<br />

Νότια της κόγχης εικονίζεται, ως συνήθως, ο άγιος διάκονος<br />

Ρωμανός ο Μελωδός 36 . Παρίσταται ολόσωμος, όρθιος, εστραμμένος<br />

προς Βορράν. Φορεί λευκόχρωμο στιχάριο, με ερυθρά παρυφή<br />

κάτω και ερυθρόχρωμο οράριο, το οποίο εν είδει στενής υφασμάτινης<br />

ταινίας κρέμεται από του αριστερού αυτού ώμου. Με το δεξί<br />

34<br />

Πράξεις Αποστολων 6, 5-8. και 7, 58-60. Β. Στεφανίδης, Εκκλησιαστική<br />

Ιστορία απ’ αρχής μέχρι σήμερον, Αθήνα 1959, σ. 29. Βολανάκης, Ο εις<br />

Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός ναός, σ. 56-57, πίν. 45. Ι. Βολανάκης,<br />

Ο βυζαντινός ναός του Αγίου Γεωργίου Βάρδα στην Αρνίθα Ρόδου: Αρχιτεκτονική-Τοιχογραφίες,<br />

Ρόδος 1998, σ. 47. Θ. Παπαζώτος, Η Βέροια και οι ναοί<br />

της (11ος-18ος αι.). Ιστορική και αρχαιολογική σπουδή των μνημείων της<br />

πόλης, Αθήναι 1994, πίν. 64 α .<br />

35<br />

Το εγχείριον είναι τμήμα υφάσματος, το οποίο κρέμεται από του αριστερού<br />

ώμου και καλύπτει αυτόν και το αριστερό χέρι. Η λιβανωτίδα είναι ναόσχημο,<br />

μετάλλινο κατασκεύασμα, το οποίο φέρει ο Διάκονος διά του αριστερού<br />

του χεριού και περιέχει λιβάνι θυμιάματος. Και τα δύο είναι μέχρι<br />

σήμερα σε χρήση στους ναούς του Αγίου Όρους. Μ. Χατζηδάκης, Ο κρητικός<br />

ζωγράφος Θεοφάνης. Οι τοιχογραφίες της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα,<br />

Άγιον Όρος 1986, πίν. 67.<br />

36<br />

Ο Ρωμανός ο Μελωδός κατήγετο από την Συρία και έζησε πιθανώτατα<br />

κατά τον 6ον αι. μ.Χ. Πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους υμνογράφους<br />

της Ανατολικής Εκκλησίας. Διονύσιος ο εκ Φουρνά. Ερμηνεία της ζωγραφικής<br />

τέχνης, έκδ. Αθ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Πετρούπολις 1909, σ.<br />

292. Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός ναός, σ. 57-58,<br />

πίν. 46. Βολανάκης, Ο βυζαντινός ναός του Αγίου Γεωργίου Βάρδα, σ. 45-46.


Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />

207<br />

του χέρι φέρει άγιον Ποτήριον και με το αριστερό ερυθρόχρωμο<br />

εγχείριον. Το κεφάλι και το άνω τμήμα του σώματος αυτού είναι<br />

κατεστραμμένα.<br />

Καμάρα:<br />

Στην καμάρα του Ιερού Βήματος και άνωθεν της Αγίας Τραπέζης<br />

εικονίζεται, ως συνήθως 37 , η Ανάληψη του Χριστού, περί της οποίας<br />

θα γίνει λεπτομερέστερος λόγος παρακάτω, όπου πραγματευόμεθα<br />

τα θέματα του κύκλου του λεγομένου Δωδεκαόρτου.<br />

Νότιος τοίχος:<br />

Στην επιφάνεια αυτού εικονίζονται δύο άγιοι ιεράρχες, ήτοι<br />

(από Α. προς Δ.). Ο πρώτος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος (;), εικονίζεται<br />

ολόσωμος, όρθιος, μετωπικός. Φορεί φαιόχρωμο στιχάριο, κίτρινο<br />

επιτραχήλιο, ερυθρό επιγονάτιο, κίτρινο φελόνιο και λευκόχρωμο<br />

ωμοφόριο, το οποίο κοσμείται με μεγάλου σχήματος μέλανες σταυρούς.<br />

Ευλογεί με το δεξί του χέρι και θα εκράτει κλειστό κώδικα<br />

ευαγγελίου με το αριστερό. Το δεξιό, ως προς τον θεατή, τμήμα του<br />

σώματος του αγίου δεν διατηρείται. Επίσης η επιγραφή, η οποία<br />

εδήλωνε το όνομα του εικονιζομένου ιεράρχου είναι εξίτηλος. Πιθανώς<br />

πρόκειται για τον Γρηγόριο τον Θεολόγο (περίπου 329-391<br />

μ.Χ.), ο οποίος είθισται να εικονίζεται στην κόγχη της αψίδας του<br />

Ιερού Βήματος και νότια του Μεγάλου Βασιλείου. Επειδή όμως ο<br />

χώρος της αψίδας του ημετέρου ναού δεν επαρκούσε διά την απεικόνισή<br />

του, παρεστάθη πιθανώς στη θέση αυτή.<br />

Ο δεύτερος, ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας (;), παρίσταται ολόσωμος,<br />

όρθιος, μετωπικός. Διατηρείται η κεφαλή του αγίου και το<br />

κάτω τμήμα του σώματος αυτού. Φέρει αρχιερατικά άμφια. Ευλογούσε<br />

με το δεξί του χέρι και έφερε κλειστό κώδικα ευαγγελίου με<br />

το αριστερό. Πιθανώς πρόκειται για τον Αθανάσιο Αλεξανδρείας<br />

(295-373 μ.Χ.). Μεγάλο μέρος της μορφής του κατεστράφη, όταν<br />

μεταγενεστέρως ανοίχθηκε στη θέση αυτή μικρού σχήματος παράθυρο<br />

για φωτισμό και αερισμό του Ιερού Βήματος του ναού.<br />

Βόρειος τοίχος:<br />

Στην επιφάνεια αυτού παρίστανται δύο άγιοι, ήτοι (από Δ.<br />

προς Α.). Ο πρώτος, ο Νικόλαος Μύρων (;), εικονίζεται ολόσωμος,<br />

όρθιος, μετωπικός, φέρων αρχιερατικά άμφια. Φορεί κυανόχρωμο<br />

στιχάριο, ερυθρό επιγονάτιο, κίτρινο επιτραχήλιο (απόχρωση<br />

37<br />

Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός ναός, σ. 38-39, πίν.<br />

24-25.


208 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />

ώχρας), κίτρινο φελόνιο και λευκόχρωμο ωμοφόριο, το οποίο κοσμείται<br />

με μεγάλους, ανισοσκελείς, μέλανες σταυρούς. Ευλογεί με<br />

το δεξί του χέρι και κρατεί κλειστό κώδικα Ευαγγελίου με το αριστερό.<br />

Το πρόσωπο του αγίου είναι κατά το μεγαλύτερο αυτού τμήμα<br />

κατεστραμμένο. Πιθανώς πρόκειται για τον Νικόλαο, αρχιεπίσκοπο<br />

Μύρων της Λυκίας και θαυματουργό (περίπου 270-345 μ.Χ.).<br />

Δίπλα παρίσταται ένας ακόμη άγιος στηθαίος, μετωπικός. Το<br />

πρόσωπό του είναι κατά το μεγαλύτερο αυτού τμήμα κατεστραμμένο.<br />

Πιθανώς πρόκειται για τον άγιο διάκονο Λαυρέντιο (περίπου 210-<br />

258 μ.Χ.) 38 .<br />

ii. Κυρίως ναός<br />

Καμάρα:<br />

Στις εσωτερικές επιφάνειες της καμάρας του κυρίως ναού εικονίζονται,<br />

ως συνήθως, συνθέσεις από τον κύκλο του λεγομένου Δωδεκαόρτου.<br />

Επειδή ο ναός της Αγίας Μαρίνας είναι μικρών διαστάσεων<br />

και ως εκ τούτου οι εσωτερικές αυτού επιφάνειες περιορισμένες,<br />

γι’ αυτό ο αγιογράφος περιορίζεται στην απεικόνιση των κυριωτέρων<br />

σκηνών του Δωδεκαόρτου. Επίσης παρίστανται σκηνές από τον Βίον<br />

(Συναξάριον) της επώνυμης αγίας του ναού, Μαρίνας.<br />

Δωδεκάορτον<br />

Ενταύθα γίνεται λόγος για όλες τις συνθέσεις του κύκλου του<br />

Δωδεκαόρτου, οι οποίες απεικονίζονται στον υπό εξέταση ναόν, ήτοι:<br />

1. Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου<br />

Στην μεσαία ζώνη του ανατολικού μετώπου του Ιερού Βήματος<br />

εικονίζεται, ως συνήθως και όπως ήδη ανεφέρθη, 39 ο Ευαγγελισμός<br />

της Θεοτόκου 40 . Βόρεια της αψίδας του Ιερού Βήματος παρίσταται ο<br />

αρχάγγελος Γαβριήλ 41 ολόσωμος, όρθιος, εν κινήσει, στραμμένος<br />

προς νότον και ατενίζων προς την Παρθένον Μαρίαν. Φορεί πο-<br />

38<br />

Χατζηδάκης, Ο κρητικός ζωγράφος Θεοφάνης, πίν. 68.<br />

39<br />

Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός ναός, σ. 29. Βολανάκης,<br />

Ο ναός του Αγίου Γεωργίου στο Βαθειακό, σ. 24-25.<br />

40<br />

Κατά Λουκάν 1,23-38. Γ. Χριστόπουλος-Ι. Μπαστιάς (επιμ.), Οι Θησαυροί<br />

της Μονής Πάτμου, Αθήναι 1988, σ. 310, πίν. 20. Βολανάκης, Ο βυζαντινός<br />

ναός του Αγίου Γεωργίου Βάρδα, σ. 49-50.<br />

41<br />

Το όνομα «Γαβριήλ» είναι θεωνυμικό και σημαίνει «άνθρωπος του Θεού».<br />

Πρβλ. Γαμαλιήλ, Δανιήλ, Εμμανουήλ, Ιεζεκιήλ, Ισμαήλ, Ισραήλ, Ιωήλ,<br />

Μιχαήλ, Ουριήλ, Ραγουήλ, Ραφαήλ, Ραχήλ, Σαλαθιήλ, Σαμουήλ, Φανουήλ,<br />

κλπ.


Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />

209<br />

δήρη, χειριδωτό, κιτρίνου χρώματος χιτώνα, πορφυρόχρωμο ιμάτιο<br />

και ερυθρά υποδήματα. Φέρει κιτρίνου χρώματος πτέρυγες. Έχει<br />

υψωμένο το δεξί του χέρι σε στάση ομιλίας (Redengestus). Συνήθως<br />

άνωθεν του αρχαγγέλου Γαβριήλ υπάρχει γραπτή επιγραφή, η οποία<br />

έχει ως εξής: «Χαίρε, κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου. ...» 42 , η<br />

οποία στην περίπτωση αυτή δεν διατηρείται. Νότια της αψίδας παρίσταται<br />

η Παρθένος Μαρία ολόσωμος, όρθια, στραμμένη προς<br />

βορράν και ατενίζουσα τον αρχάγγελο Γαβριήλ. Φορεί ποδήρη, χειριδωτό,<br />

κυανόχρωμο χιτώνα και βαθυπόρφυρο μαφόριο. Συνήθως<br />

άνωθεν της Παναγίας υπάρχει η γραπτή επιγραφή: «Ιδού η δούλη<br />

Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου. ...» 43 , η οποία στην παρούσα<br />

περίπτωση δεν διατηρείται. Η μορφή αυτής είναι κατά ένα μεγάλο<br />

μέρος εξίτηλος ή ημιεξίτηλος.<br />

2. Η Γέννηση του Χριστού<br />

Στο ανατολικό διάχωρο του βορείου μισού της καμάρας του κυρίως<br />

ναού εικονίζεται μνημειώδης σύνθεση της Γεννήσεως του Χριστού<br />

στο σπήλαιον της Βηθλεέμ 44 . Στο βάθος της συνθέσεως παρίσταται<br />

βραχώδες τοπίον. Οι βράχοι είναι ισχυρώς σχηματοποιημένοι.<br />

Στο κέντρο της συνθέσεως εικονίζεται, ως συνήθως, η Θεοτόκος<br />

λεχώ, ημιανακεκλιμένη διαγωνίως, φέρουσα ποδήρη, χειριδωτό,<br />

πορφυρόχρωμο χιτώνα και βαθυπόρφυρο μαφόριο. Αριστερά της<br />

Παναγίας παρίσταται το Θείον Βρέφος, κείμενον στην φάτνη. Παραπλεύρως<br />

εικονίζονται βους και όνος 45 . Άνωθεν παρίσταται ο Ύμνος<br />

των Αγγέλων, στο μέσον και δεξιά, ως προς τον θεατή, εικονίζονται<br />

οι αγραυλούντες ποιμένες, ενώ κάτω και αριστερά εικονίζεται ο Ιωσήφ<br />

«διαπορών», αμφιβάλλων για την πατρότητα του παιδίου. Ο<br />

42<br />

Κατά Λουκάν 1,28.<br />

43<br />

Κατά Λουκάν 1,38.<br />

44<br />

Κατά Λουκάν 2,1-20. Διονύσιος ο εκ Φουρνά. Ερμηνεία, σ. 86. Κ. Καλοκύρης,<br />

Η Γέννησις του Χριστού εις την βυζαντινήν τέχνην της Ελλάδος, Αθήνα<br />

1956. Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός ναός, σ. 29-<br />

30. Ι. Βολανάκης, Ο ναός του Τιμίου Προδρόμου στο χωριό Άγιος Ιωάννης<br />

Χλιαρός Αμαρίου Ρεθύμνης, Αθήναι 1988, σ. 36-37. Βολανάκης, Ο βυζαντινός<br />

ναός του Αγίου Γεωργίου Βάρδα, σ. 50-54. Στο Βυζαντινό Μουσείο<br />

των Αθηνών φυλάσσεται μαρμάρινο ανάγλυφο, με την παράσταση της<br />

Γεννήσεως του Χριστού. Προέρχεται από την Νάξο και χρονολογείται<br />

στον 4ον-5ον αι. μ.Χ.<br />

45<br />

Ησαΐας 1,3: «Έγνω βους τον κτησάμενον και όνος την φάτνην του Κυρίου<br />

αυτού. Ισραήλ δε με ουκ έγνω και ο λαός μου με ου συνήκεν». Βολανάκης,<br />

Ο βυζαντινός ναός του Αγίου Γεωργίου Βάρδα, σ. 53.


210 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />

Εικ. 6.<br />

Η Μεταμόρφωση<br />

του Χριστού.<br />

μνήστωρ Ιωσήφ κάθεται επάνω σε ένα σκίμποδα, έχοντας γυρισμένη<br />

την πλάτη του προς την Θεοτόκον και το Θείον Βρέφος, ενώ στηρίζει<br />

την κεφαλήν του στο αριστερό του χέρι, σε ένδειξη περισκέψεως<br />

και έντονου προβληματισμού. Προ αυτού ίσταται ένας ποιμένας.<br />

Κάτω και δεξιά, ως προς τον θεατή, εικονίζεται η σκηνή του Λουτρού<br />

46 . Παρίσταται κυλινδρικού σχήματος λεκάνη, η οποία ομοιάζει<br />

με τις σημερινές κολυμβήθρες του βαπτίσματος. Παραπλεύρως<br />

46<br />

Οι απαρχές του θέματος αυτού θα πρέπει να αναζητηθούν στην Αίγυπτο.<br />

Ειδικώτερα στο Κοπτικό Μουσείο του Καΐρου φυλάσσεται μεγάλο, λίθινο<br />

ανάγλυφο (β΄ μισό του 4ου αι. μ.Χ.), με την παράσταση της Γεννήσεως<br />

του Χριστού και του Λουτρού του Θείου Βρέφους. Επίσης σε νωπογραφία<br />

του ναού του Αγίου Βαλεντίνου στη Ρώμη (8ου αι. μ.Χ.) εικονίζεται η<br />

σκηνή του Λουτρού του Θείου Βρέφους. Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου<br />

Αμαρίου Βυζαντινός ναός, σ. 30. Βολανάκης, Ο βυζαντινός ναός του<br />

Αγίου Νικολάου στα Μαριτσά, σ. 31-32. Βολανάκης, Ο βυζαντινός ναός<br />

του Αγίου Γεωργίου Βάρδα, σ. 53-54. Πρβλ. ψηφιδωτή παράσταση δαπέδου,<br />

στην οποία εικονίζεται το Λουτρό του Μεγάλου Αλεξάνδρου (Baalbek<br />

Museum, Beirut). A. Grabar, Christian Iconography. A study of its origins,<br />

Washington 1968, σ. 130, πίν. 314.


Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />

211<br />

παρίσταται ολόσωμη, καθήμενη η μαία Σαλώμη, η οποία κρατεί το<br />

Θείον Βρέφος. Δίπλα εικονίζεται νεαρή θεραπαινίδα, η οποία συμπαρίσταται<br />

και επικουρεί. Η παράσταση της Γεννήσεως του Χριστού<br />

παρουσιάζει πολλές φθορές και απολεπίσεις.<br />

3. Η Μεταμόρφωση του Χριστού (εικ. 6)<br />

Στο ανατολικό διάχωρο του νοτίου μισού της καμάρας του κυρίως<br />

ναού και απέναντι ακριβώς από την παράσταση της Γεννήσεως,<br />

παρίσταται η Μεταμόρφωση του Χριστού επί του όρους Θαβώρ 47 .<br />

Η σύνθεση απαρτίζεται από δύο ζώνες.<br />

Στην άνω ζώνη, στο κέντρο της συνθέσεως και εντός ελλειψοειδούς<br />

δόξας εικονίζεται ο μεταμορφούμενος Ιησούς Χριστός. Παρίσταται<br />

ολόσωμος, όρθιος, μετωπικός, ακτινοβολών θείον φως 48 .<br />

Ο Χριστός φορεί ποδήρη, χειριδωτό, λευκόχρωμο χιτώνα και επίσης<br />

λευκόχρωμο, πλούσια πτυχούμενον ιμάτιο. Ευλογεί με το δεξί<br />

Του χέρι και κρατεί ανοικτό κώδικα ευαγγελίου, τον Νέον Νόμον,<br />

με το αριστερό. Δεξιά του Χριστού εικονίζεται ο Προφήτης Ηλίας,<br />

ο οποίος φέρει ποδήρη, χειριδωτό, φαιού χρώματος χιτώνα και<br />

πλούσια πτυχούμενον κυανόχρωμο ιμάτιον. Παρίσταται ως γέρων,<br />

με κεκαμμένο το σώμα σε ένδειξη σεβασμού. Αριστερά του Χριστού<br />

παρίσταται ο Προφήτης Μωϋσής, ο οποίος εικονίζεται με νεανικά<br />

χαρακτηριστικά. Φέρει ποδήρη, χειριδωτό, ερυθρόχρωμο χιτώνα<br />

και επίσης ερυθρού χρώματος, πλούσια πτυχούμενον ιμάτιον. Και<br />

με τα δυο του χέρια κρατεί τις πλάκες του Νόμου. Αμφότεροι, Ηλίας<br />

και Μωυσής είναι στραμμένοι προς το κέντρον της συνθέσεως και<br />

προσβλέπουν προς τον μεταμορφούμενον Κύριον.<br />

Στην κάτω ζώνη παρίστανται οι τρεις απόστολοι, Πέτρος, Ιάκωβος<br />

και Ιωάννης, οι οποίοι παρευρίσκοντο κατά την Μεταμόρφωση. 49<br />

Και οι τρεις είναι πεσμένοι πρηνείς επί του εδάφους, έκθαμβοι από<br />

όλα όσα συμβαίνουν. Στο βάθος της συνθέσεως παρίσταται βραχώδες<br />

τοπίο, οι βράχοι του οποίου είναι πολύ σχηματοποιημένοι.<br />

47<br />

Κατά Ματθαίον 17,1-10. Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός<br />

ναός, σ. 34-35.<br />

48<br />

Δεν είναι τυχαίο, ότι δίδεται ενταύθα ιδιαίτερη σημασία στην παράσταση<br />

της Μεταμορφώσεως του Χριστού. Ο ναός της Αγίας Μαρίνας και οι τοιχογραφίες<br />

του ανάγονται στον 14ον αι. και όπως γνωρίζομε, η εποχή<br />

αυτή χαρακτηρίζεται από την κίνηση των Ησυχαστών, με προεξάρχοντα<br />

τον Γρηγόριο Παλαμά και τους μοναχούς του Αγίου Όρους, με κεντρική<br />

τη θεωρία του ακτίστου φωτός.<br />

49<br />

Κατά Ματθαίον 17,1-2.


212 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />

Εικ. 7.<br />

Η εις Άδου Κάθοδος.<br />

4. Η Σταύρωση του Χριστού<br />

Στο δυτικό διάχωρο του νοτίου μισού<br />

της καμάρας του κυρίως ναού εικονίζεται η<br />

Σταύρωση του Χριστού στον Γολγοθά 50 . Στο<br />

κέντρον της συνθέσεως παρίσταται ο Ιησούς<br />

Χριστός προσηλωμένος επί του ξύλου<br />

του σταυρού. Το σώμα Του είναι ημίγυμνο.<br />

Φέρει βραχύ περίζωμα φαιού χρώματος<br />

προς κάλυψη της αιδούς. Δεξιά Αυτού παρίσταται<br />

η Θεοτόκος, η οποία συνοδεύεται<br />

από όμιλον γυναικών (Κατά Ματθαίον 27,<br />

55-56). Η Παναγία φορεί ποδήρη, χειριδωτό,<br />

ερυθρόχρωμο χιτώνα και βαθυπόρφυρο<br />

μαφόριο. Αριστερά του Χριστού ίσταται<br />

ο αγαπημένος μαθητής του Κυρίου, ο<br />

Απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος και πίσω<br />

από αυτόν εικονίζεται ο Εκατόνταρχος Λογγίνος<br />

(Κατά Ματθαίον 27, 54). Εκατέρωθεν<br />

του σταυρού παρίσταται ανά ένας στρατιώτης.<br />

Οι στρατιώτες αυτοί προσφέρουν στον<br />

Ιησούν «όξος και χολήν» 51 . Ο σταυρός στη-<br />

50<br />

Κατά Ματθαίον 27,33-37. Κατά Μάρκον 15,<br />

21-41. Κατά Λουκάν 23,33-49. Κατά Ιωάννην<br />

19,16-30. G. Millet, Recherches sur l’iconographie<br />

de l’Évangile aux XIVe, XVe et XVIe<br />

siècles d’après les monuments de Mistra, de la<br />

Macédoine et du Mont-Athos, Paris 1960, σ.<br />

396 κ.ε. Μ. Μπορμπουδάκης (επιμ.), Εικόνες<br />

της Κρητικής Τέχνης (από τον Χάνδακα ως την<br />

Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη), Ηράκλειο<br />

1993, πίν. 1. Χριστόπουλος-Μπαστιάς, Οι<br />

Θησαυροί της Μονής Πάτμου, σ. 136, πίν. 9.<br />

Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός<br />

ναός, σ. 35-36. Βολανάκης, Ο ναός<br />

του Αγίου Γεωργίου στο Βαθειακό, σ. 37. Βολανάκης,<br />

Ο βυζαντινός ναός του Αγίου Γεωργίου<br />

Βάρδα, σ. 64-66.<br />

51<br />

Κατά Ματθαίον 27,34: «Έδωκαν αυτώ πιείν<br />

όξος μετά χολής μεμιγμένον». Κατά Ματθαίον<br />

27,48: «Και ευθέως δραμών εις εξ αυτών και<br />

λαβών σπόγγον πλήσας τε όξους και περιθείς<br />

καλάμω επότιζεν αυτόν».


Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />

213<br />

ρίζεται επί του Γολγοθά. Κάτωθεν αυτού παρίσταται σπηλαιώδης<br />

κοιλότητα, εντός της οποίας ευρίσκεται το κρανίον του Αδάμ, του<br />

προπάτορος του ανθρωπίνου γένους. Το αίμα του Κυρίου, σύμφωνα<br />

με την διδασκαλία της Εκκλησίας, εξήλειψε το προπατορικόν αμάρτημα,<br />

το οποίον εβάρυνε ολόκληρον το ανθρώπινον γένος. Δεξιά<br />

και αριστερά του σταυρού εικονίζεται ανά ένας ιπτάμενος άγγελος.<br />

5. Η Ανάσταση (εις Άδου Κάθοδος) του Χριστού (εικ. 7)<br />

Στο δυτικό τμήμα του βορείου μισού της καμάρας του κυρίως<br />

ναού παρίσταται η Εις Άδου Κάθοδος του Χριστού 52 , ήτοι η Ανάσταση,<br />

σύμφωνα με την βυζαντινή αγιογραφία 53 . Στο κέντρο της<br />

συνθέσεως εικονίζεται ο Ιησούς Χριστός ολόσωμος, όρθιος, μετωπικός,<br />

φέρων ένσταυρο φωτοστέφανο. Φορεί ποδήρη, χειριδωτό,<br />

πορφυρόχρωμο χιτώνα και βαθυπόρφυρο, πλούσια πτυχούμενον<br />

ιμάτιο. Ο Χριστός πατεί επί των πυλών του Άδου, τις οποίες συνέτριψε<br />

διά του θανάτου και της αναστάσεώς του 54 . Με το δεξί Του<br />

χέρι κρατεί τον προπάτορα του ανθρωπίνου γένους Αδάμ και με το<br />

αριστερό Του την προμήτορα του ανθρωπίνου γένους Εύα και συνεγείρει<br />

αυτούς εκ των νεκρών. Με το αριστερό Αυτού χέρι κρατεί<br />

σταυρόν αναστάσεως 55 . Εκατέρωθεν του Χριστού εικονίζονται οι Δίκαιοι<br />

της Παλαιάς Διαθήκης, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο εκ δεξιών<br />

του Χριστού συσταυρωθείς Ληστής (Κατά Λουκάν 23,39-43).<br />

6. Η Ανάληψη του Χριστού<br />

Στην καμάρα του Ιερού Βήματος και πάνω από την Αγία Τράπεζα<br />

εικονίζεται ως συνήθως και όπως ήδη ανεφέρθη, μνημειώδης παράσταση<br />

της Αναλήψεως 56 . Στο κέντρο της συνθέσεως και εντός<br />

52<br />

Α' Επιστολή Πέτρου 3,18-20. Ι. Καρμίρης, Η εις Άδου Κάθοδος του Χριστού,<br />

Αθήναι 1939, σ. 9 κ.ε. Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός<br />

ναός, σ. 36-37, πίν. 23 α . Βολανάκης, Ο ναός του Αγίου Γεωργίου στο<br />

Βαθειακό, σ. 39. Βολανάκης, Ο βυζαντινός ναός του Αγίου Γεωργίου Βάρδα,<br />

σ. 66-69.<br />

53<br />

Μ. Χατζηδάκης, Εικόνες της Πάτμου. Ζητήματα της βυζαντινής και μεταβυζαντινής<br />

ζωγραφικής, Αθήνα 1977, πίν. 143.<br />

54<br />

Χατζηδάκης, Εικόνες της Πάτμου, πίν. 194. Πρβλ. με τον αναστάσιμον κανόνα<br />

της Κυριακής του Πάσχα, ωδή στ', ειρμός: «Κατήλθες εν τοις κατωτάτοις<br />

της γης και συνέτριψας μοχλούς αιωνίους ...». Πεντηκοστάριον, έκδ.<br />

Αποστ. Διακ. Εκκλ. Ελλ., Αθήνα 1959, σ. 3.<br />

55<br />

Χριστόπουλος-Μπαστιάς, Οι Θησαυροί της Μονής Πάτμου, σ. 309, πίν. 19.<br />

56<br />

Κατά Λουκάν 24,50-53. Πράξεις Αποστολών 1,9-11. Ν. Γκιολές, Η Ανάληψις<br />

του Χριστού βάσει των μνημείων της Α' χιλιετηρίδος, Αθήνα 1981, σ.<br />

21 κ.ε. Ντ. Μουρίκη, Τα ψηφιδωτά της Νέας Μονής Χίου, Αθήνα 1985, τ.<br />

Α', σ. 204-206, τ. Β', πίν. 108-111 και πίν. 274-279.


214 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />

κυκλικής δόξας παρίσταται ολόσωμος, ένθρονος, μετωπικός ο αναλαμβανόμενος<br />

στους ουρανούς Κύριος. Η δόξα φέρεται υπό τεσσάρων<br />

ολοσώμων, ιπταμένων αγγέλων 57 . Φορεί ποδήρη, χειριδωτό,<br />

ερυθρόχρωμο χιτώνα και πορφυρό ιμάτιον. Ευλογεί με το δεξί Του<br />

χέρι και κρατεί συνεπτυγμένο ειλητάριο με το αριστερό. Εκατέρωθεν<br />

του Χριστού και σε δύο ημιχόρια εικονίζονται ανά έξι οι απόστολοι.<br />

Στο νότιο ημιχόριο παρίσταντο έξι απόστολοι ολόσωμοι, όρθιοι,<br />

φέροντες ποδήρεις, χειριδωτούς χιτώνες και πλούσια πτυχούμενα<br />

ιμάτια. Στο μέσον αυτών εικονίζετο ένας Αρχάγγελος. Η παράσταση<br />

είναι πολύ αλλοιωμένη από τον χρόνο, την υγρασία και τις άστοχες<br />

ανθρώπινες επεμβάσεις κατά το παρελθόν. Στο βόρειο ημιχόριο<br />

εικονίζονται έξι απόστολοι ολόσωμοι, όρθιοι, οι οποίοι φορούν<br />

ποδήρεις, χειριδωτούς χιτώνες και ιμάτια. Στο μέσον αυτών παρίσταται<br />

η Θεοτόκος ολόσωμος, όρθια, μετωπική, έχουσα τα χέρια<br />

υψωμένα σε στάση δεήσεως 58 . Φορεί ποδήρη, χειριδωτό, ερυθρόχρωμο<br />

χιτώνα και βαθυπόρφυρο μαφόριο. Δίπλα από την Παναγία<br />

παρίσταται ένας Αρχάγγελος 59 .<br />

7. Η Κοίμηση της Θεοτόκου<br />

Στην άνω ζώνη της δυτικής πλευράς του κυρίως ναού εικονίζεται,<br />

ως συνήθως 60 , η Κοίμηση της υπεραγίας Θεοτόκου 61 . Στον κάθετο<br />

άξονα της συνθέσεως παρίσταται ολόσωμος, όρθιος, μετωπικός<br />

ο Ιησούς Χριστός 62 . Το πρόσωπό Του είναι ωοειδές, οι οφθαλμοί<br />

57<br />

Βολανάκης, Ο ναός του Αγίου Γεωργίου στο Βαθειακό, σ. 41. Βολανάκης,<br />

Ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Ασκληπιείο, σ. 16.<br />

58<br />

Είναι αξιοσημείωτο ότι πιθανώτατα κατά την Ανάληψη του Χριστού δεν<br />

παρίστατο η Θεοτόκος. Ο αγιογράφος δεν ενδιαφέρεται τόσον για την<br />

απόδοση ιστορικών λεπτομερειών, όσον για την έκφραση θεολογικών<br />

νοημάτων. Η απεικόνιση στη σύνθεση της Αναλήψεως συμβολίζει, κατά<br />

μίαν άποψη, την εκκλησία. Κατά μίαν άλλη άποψη διά της απεικονίσεως<br />

της Παναγίας στη θέση αυτή, τονίζεται η σημασία του προσώπου στο<br />

απολυτρωτικό έργο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους.<br />

59<br />

Βολανάκης, Ο ναός του Αγίου Γεωργίου στο Βαθειακό, σ. 42.<br />

60<br />

Βολανάκης, Ο βυζαντινός ναός του Αγίου Γεωργίου Βάρδα, σ. 72-74. Ι. Βολανάκης,<br />

Οι τοιχογραφίες του ναού των Αγίων Θεοδώρων Αρχαγγέλου Ρόδου,<br />

Ρόδος 1982, σ. 38-41. Βολανάκης, Ο βυζαντινός ναός του Αγίου Νικολάου<br />

στα Μαριτσά, σ. 38.<br />

61<br />

Ξυγγόπουλος, Σχεδίασμα θρησκευτικής ζωγραφικής, σ. 44-45. Α. Ορλάνδος,<br />

Αρχείον των Βυζαντινών μνημείων της Ελλάδος, τ. 6, Αθήνα 1948, σ. 131-<br />

132. Μπορμπουδάκης, Εικόνες της Κρητικής Τέχνης, πίν. 87. Βολανάκης,<br />

Ο εις Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός ναός, σ. 41-42, πίν. 26-27.<br />

62<br />

K. Gallas, Rhodos. Eine der sonnenreichsten Inseln des Mittelmeeres-ihre Ge-


Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />

215<br />

αμυγδαλωτοί, η μύτη ευθεία, το στόμα μικρό, το πηγούνι στρογγύλο.<br />

Φέρει πλούσια, καστανή κόμη και επίσης καστανόχρωμο γένειο.<br />

Ισχυρός λαιμός στηρίζει το κεφάλι στον κορμό του σώματος, ενώ<br />

το πρόσωπο περιβάλλεται με ένσταυρο φωτοστέφανο. Ο Ιησούς<br />

φορεί ποδήρη, χειριδωτό, ερυθρόχρωμο χιτώνα και επίσης ερυθρόχρωμο,<br />

πλούσια πτυχούμενο ιμάτιο. Στην αριστερή Του αγκάλη<br />

φέρει την ψυχή της Παναγίας, η οποία εικονίζεται ως βρέφος σπαργανωμένο<br />

63 . Στον οριζόντιο άξονα της συνθέσεως εικονίζεται η Θεοτόκος,<br />

η οποία φορεί ποδήρη, χειριδωτό, ερυθρού χρώματος χιτώνα<br />

και βαθυπόρφυρο μαφόριο. Παρίσταται κείμενη σε ύπτια θέση<br />

επί της νεκρικής κλίνης, έχουσα το κεφάλι προς τα αριστερά, ως<br />

προς τον θεατή και τα πόδια προς τα δεξιά. Επίσης έχει τα χέρια<br />

σταυρωμένα επί του στήθους. Εκατέρωθεν του Χριστού και της Παναγίας<br />

εικονίζονται ιεράρχες και οι δώδεκα απόστολοι, οι οποίοι<br />

με έκφραση συγκρατημένης λύπης και βαθυτάτου σεβασμού, περιβάλλουν<br />

το σκήνωμα της Θεοτόκου. Επίσης παρίσταται ο Ιωάννης<br />

ο Θεολόγος, ο οποίος ασπάζεται τα άκρα των ποδών της Παναγίας.<br />

Σκηνές από τον βίο και το μαρτύριο της αγίας Μαρίνας<br />

Ο Βίος της αγίας Μαρίνας εγράφη από τον στρατιώτη Θεότιμον,<br />

ο οποίος έφερε τροφή στην αγία κατά την παραμονή της στο δεσμωτήριο.<br />

Το κείμενο του Βίου σώζεται σε αρκετά χειρόγραφα, τα<br />

αρχαιότερα των οποίων ανάγονται στον 9ον αιώνα 64 .<br />

Η αγία παρθενομάρτυς Μαρίνα 65 –σύμφωνα με την συναξαριακή<br />

παράδοση– εγεννήθη στη μικρή πόλη Αντιόχεια της Πισιδίας<br />

schichte, Kultur und Landschaft, Köln 1984, σ. 284. Βολανάκης, Ο βυζαντινός<br />

ναός του Αγίου Γεωργίου Βάρδα, σ. 73.<br />

63<br />

M. Bissinger, Kreta. Byzantinische Wandmalerei, München 1995, σ. 366,<br />

πίν. 204. Χατζηδάκης, Εικόνες της Πάτμου, πίν. 155. Χριστόπουλος-Μπαστιάς,<br />

Οι Θησαυροί της Μονής Πάτμου, σ. 137, πίν. 10.<br />

64<br />

F. Halkin, Bibliotheca Hagiographica Graeca, τ. 2, Bruxelles 1957, σ. 84-86.<br />

65<br />

Το όνομα «Μαρίνα, η», είναι λατινικής προελεύσεως. Προέρχεται από<br />

την λέξη «mare-maris» (θάλασσα) και το όνομα “Marina”, μεταφράζεται<br />

στα ελληνικά ως «Θαλασσία» ή «Θαλασσινή». Υπό ορισμένων ερευνητών<br />

πιστεύεται, ότι η αγία Μαρίνα, η οποία τιμάται υπό των χριστιανών, είναι<br />

μεταλλαγή της “Venus Marina”, ήτοι είναι μία αγία της θάλασσας. Τ. Αλμπάνη,<br />

Οι τοιχογραφίες του ναού της Αγίας Μαρίνας στον Μουρνέ της<br />

Κρήτης. Ένας άγνωστος βιογραφικός κύκλος της αγίας Μαρίνας, ΔΧΑΕ,<br />

περίοδος Δ', τ. ΙΖ΄ (1993-1994), σ. 215. H. Delehaye, Les Légendes hagiographiques,<br />

Bruxelles 1927, σ. 186-194.


216 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />

της Μικράς Ασίας, επί της εποχής του αυτοκράτορα Αυρηλίου Κλαυδίου<br />

(268-270 μ.Χ.) 66 . Αμέσως μετά την γέννησή της, ή κατ΄ άλλους<br />

σε μικρή ηλικία, η Μαρίνα εστερήθηκε της μητέρας της. Ο πατέρας<br />

αυτής Αιδέσιος, κατήγετο από οικογένεια ευγενών και ήτο επιφανής<br />

πολίτης της περιοχής και ιερεύς αρχαίων θεών. Εκείνος ενεπιστεύθη<br />

σε μίαν γυναίκα την ανατροφή της θυγατέρας του Μαρίνας.<br />

Η Μαρίνα εγνώρισε ενωρίς, μέσω της τροφού αυτής, τον χριστιανισμό<br />

και αφού κατηχήθηκε, εδέχθη το χριστιανικό βάπτισμα.<br />

Σε ηλικία περίπου δεκαεπτά ετών η Μαρίνα οδηγήθηκε ενώπιον<br />

του επάρχου της περιοχής, Ολυμβρίου, ο οποίος προσεπάθησε να<br />

την πείσει να αρνηθεί την χριστιανική θρησκεία και να επανέλθει<br />

στην λατρεία των αρχαίων θεών. Επίσης ο Ολύμβριος «ηράσθη<br />

αυτής» και ηθέλησε να την λάβει ως σύζυγόν του 67 . Οι υποσχέσεις<br />

και οι απειλές του Επάρχου δεν κατώρθωσαν να μεταπείσουν την<br />

νεαράν Μαρίνα. Διά τούτο και εβασανίσθη αρχικά και στη συνέχεια<br />

ερρίφθηκε στο δεσμωτήριο. Αργότερα οδηγήθηκε για δεύτερη φορά<br />

ενώπιον του ηγεμόνος, ακολούθησαν νέες υποσχέσεις και απειλές,<br />

αλλά και νέα άρνηση αυτής. Ακολούθησαν φρικτώτερα μαρτύρια<br />

και οδηγήθηκε για δεύτερη φορά στο δεσμωτήριο. Τότε ο Διάβολος,<br />

προκειμένου να πειράξει την Μαρίνα, έλαβε την μορφή φοβερού<br />

δράκοντος, ο οποίος έβγαζε «πυρ και φλόγα» από το στόμα αυτού 68 ,<br />

και όρμησε κατά της Μαρίνας, για να την κατατρομάξει. Εκείνη<br />

όμως ανεθάρρησε και διά της προσευχής κατετρόπωσε τον Διάβολο.<br />

«Είτα αχθείσα εκείθεν και ερωτηθείσα και ασάλευτον την εις Χριστόν<br />

ομολογίαν φυλάττουσα, την κεφαλήν απετμήθη» 69 .<br />

Η αγία Μαρίνα αποτελεί μία από τις πλέον δημοφιλείς μορφές<br />

της βυζαντινής αγιολογίας και αγιογραφίας και περιλαμβάνεται συχνά<br />

στο εικονογραφικό πρόγραμμα των βυζαντινών ναών. Απεικονίζεται,<br />

66<br />

Ευ. Π. Λέκκος, Αγία Μαρίνα η Μεγαλομάρτυς. Βίος και Παρακλητικός Κανόνας,<br />

άνευ τόπου και χρον. εκδ., σ. 4 κ.ε.<br />

67<br />

Β. Γιαννόπουλος, «Μαρίνα Παρθενομάρτυς», ΘΗΕ, τ. 8, Αθήνα 1966, στ.<br />

729, «του Ολυμβρίου … ερασθέντος (αυτής) και εις γυναίκα έχειν σπουδάσαντος».<br />

68<br />

Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Εικόνες του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών,<br />

Αθήναι 1998, σ. 290-291.<br />

69<br />

H. Delehaye, Synaxarium Ecclesiae Constantinopolitanae, Bruxelles 1902,<br />

σ. 826. Γιαννόπουλος, «Μαρίνα Παρθενομάρτυς», στ. 729-730. Γ. Γ.<br />

Σταυρονικητιανός, Γρηγόριος Κύπριος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως<br />

(1283-1289). Εγκωμιαστικός Λόγος εις Αγίαν Μαρίναν, Γρηγόριος Παλαμάς<br />

19 (1935), σ. 189-200 και 227-239.


Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />

217<br />

είτε ως μεμονωμένο πρόσωπο (προσωπογραφία της αγίας), είτε σε<br />

παράσταση, η οποία εικονίζει την πάλη της με τον Βεελζεβούλ.<br />

Στο νότιο και το βόρειο μισό της καμάρας του ναού της Αγίας<br />

Μαρίνας Παναγιάς Πεδιάδος και ακριβώς κάτω από τις συνθέσεις<br />

του Δωδεκαόρτου εικονίζονται ανά τέσσερεις, ήτοι συνολικά οκτώ<br />

σκηνές από τον Βίο και το Μαρτύριο της Αγίας Μαρίνας 70 .<br />

Στους τοιχογραφημένους μεσαιωνικούς ναούς της Κρήτης σε<br />

ολιγάριθμα μόνο γνωστά μνημεία απαντούν αντίστοιχες σκηνές. 71<br />

Στον ναόν της Αγίας Μαρίνας, ο οποίος ευρίσκεται στον οικισμό<br />

«Μουρνέ, η», της πρώην επαρχίας Αγίου Βασιλείου, του νομού Ρεθύμνης<br />

απαντούν σκηνές από τον Βίο και το Μαρτύριο της αγίας<br />

Μαρίνας (αρχών 14ου αι.) 72 . Στον ναόν της Αγίας Μαρίνας, ο<br />

οποίος ευρίσκεται στο νεκροταφείο του οικισμού «Καλογέρου, στου»,<br />

του Δήμου Συβρίτου, της πρώην επαρχίας Αμαρίου, του νομού Ρεθύμνης,<br />

διατηρούνται ορισμένες σκηνές στο νότιο μισό της καμάρας<br />

του κυρίως ναού (1303 μ.Χ.) 73 . Στον ναόν της Αγίας Μαρίνας στον<br />

οικισμό «Ραβδούχα, η», της πρώην επαρχίας Κισάμου, του νομού<br />

Χανίων σώζονται δύο, όχι καλώς διατηρημένες, σκηνές από ένα<br />

ευρύτερο εικονογραφικό κύκλο της αγίας Μαρίνας (τελευταίο τέταρτο<br />

13ου αι.) 74 .<br />

Στους τοιχογραφημένους μεσαιωνικούς ναούς της Κρήτης απαντούν<br />

σκηνές από το βίο και το μαρτύριο ορισμένων μαρτύρων της<br />

χριστιανικής πίστεως. Ενδεικτικά αναφέρουμε παραδείγματα για<br />

τον άγιο Γεώργιο, την αγία Παρασκευή και την αγία Πελαγία. Σχεδόν<br />

σε όλους τους οικισμούς της νήσου απαντούν ναοί, οι οποίοι είναι<br />

αφιερωμένοι στον άγιον Γεώργιον τον Τροπαιοφόρον και Μεγαλο-<br />

70<br />

Μ. Λαγγής, Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήνα 1976,<br />

σ. 311-320.<br />

71<br />

Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά στην «Ερμηνεία της Ζωγραφικής<br />

Τέχνης» δεν αναφέρεται σε εικονογραφικό κύκλο με σκηνές από<br />

τον Βίο και το Μαρτύριο της Αγίας Μαρίνας.<br />

72<br />

Αλμπάνη, Οι τοιχογραφίες του ναού της Αγίας Μαρίνας, σ. 211-221.<br />

73<br />

Αλμπάνη, Οι τοιχογραφίες του ναού της Αγίας Μαρίνας, σ. 213. Τον<br />

ναόν επισκέφθηκε ο γράφων την 6η Φεβρουαρίου 2009. Πρόκειται για<br />

μικρών διαστάσεων μονόχωρο, καμαροσκέπαστο οικοδόμημα, οι εσωτερικές<br />

επιφάνειες του οποίου καλύπτονται με τοιχογραφίες. Σύμφωνα με<br />

την σωζόμενη γραπτή, κτητορική επιγραφή, ο ναός ανηγέρθη και αγιογραφήθηκε<br />

κατά το έτος ͵ςωη΄ (= 6808) από κτίσεως κόσμου, ήτοι το<br />

1300 μ.Χ.<br />

74<br />

Αλμπάνη, Οι τοιχογραφίες του ναού της Αγίας Μαρίνας, σ. 213-215.


218 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />

μάρτυρα 75 . Σε όσους από τους ναούς αυτούς υπάρχουν τοιχογραφίες,<br />

είναι πολύ συνηθισμένο ανάμεσά τους να απεικονίζονται σκηνές<br />

από τον Βίον και το Μαρτύριον του αγίου Γεωργίου 76 .<br />

Σε μεσαιωνικούς ναούς της Κρήτης, οι οποίοι είναι αφιερωμένοι<br />

στην αγία Παρασκευή, απαντούν ενίοτε σκηνές από τον Βίον<br />

και το Μαρτύριόν της. Στον ναόν της Αγίας Παρασκευής, ο οποίος<br />

ευρίσκεται εντός του οικισμού της Επισκοπής Πεδιάδος, του νομού<br />

Ηρακλείου, ειδικώτερα στην καμάρα του κυρίως ναού και στη θέση<br />

των συνθέσεων του Δωδεκαόρτου, απαντά ολόκληρος κύκλος με<br />

εικοσιδύο συνθέσεις από τον Βίον και το Μαρτύριον της Αγίας Παρασκευής.<br />

Στον μεσαιωνικόν ναόν της Αγίας Πελαγίας 77 , στην Άνω Βιάννο<br />

του νομού Ηρακλείου, απαντούν σκηνές από τον Βίον και το Μαρτύριον<br />

της αγίας Πελαγίας, μοναδικό γνωστό παράδειγμα διά ολόκληρη<br />

την Κρήτη 78 .<br />

Στο Βυζαντινό Μουσείο των Αθηνών φυλάσσεται μία ξύλινη,<br />

φορητή εικόνα της αγίας Μαρίνας (διαστ. 1,04 x 0,745 μ., Τα.<br />

749), η οποία προέρχεται από την Μικρά Ασία 79 . Στο κέντρο της<br />

συνθέσεως εικονίζεται η αγία ολόσωμος, όρθια, στραμμένη προς<br />

τα αριστερά, ως προς τον θεατή. Με το αριστερό της χέρι κρατεί<br />

75<br />

Ο μεγαλομάρτυς Γεώργιος είναι ο πλέον δημοφιλής άγιος της Ορθοδόξου<br />

Εκκλησίας. Τούτο οφείλεται μεταξύ άλλων και στα εξής: α) Είναι εκπρόσωπος<br />

της νεότητος, της ωραιότητος, της ανδρείας, του θάρρους και της<br />

ευγένειας· β) ενσαρκώνει τις δυνάμεις του αγαθού, οι οποίες μάχονται<br />

εναντίον των δυνάμεων του κακού και τις κατανικούν.<br />

76<br />

Διονύσιος ο εκ Φουρνά. Ερμηνεία, σ. 184-185. M. Borboudakis-K. Gallas-<br />

K. Wessel, Byzantinisches Kreta, München 1983, σ. 90, πίν. 90· σ. 107-<br />

109· σ. 233, πίν. 187· σ. 453-455, πίν. 429. Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου<br />

Αμαρίου Βυζαντινός ναός, σ. 47-49, 58. Βολανάκης, Ο ναός του<br />

Αγίου Γεωργίου στο Βαθειακό, σ. 44-49.<br />

77<br />

Borboudakis-Gallas-Wessel, Byzantinisches Kreta, ό.π., σ. 450-453. Για<br />

απλή απεικόνιση της αγίας στον ναό της Παναγίας στην Αγία Παρασκευή<br />

Αμαρίου βλ. ό.π., σ. 133, πίν. 80.<br />

78<br />

Ως ένα παράδειγμα εκτός Κρήτης, στο νεκροταφείο του οικισμού Γεννάδι<br />

της νήσου Ρόδου διατηρείται ο ναός της Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας,<br />

ο οποίος έχει κτισθεί επί των ερειπίων μίας τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής<br />

βασιλικής. Ο ναός είναι κατάγραφος εσωτερικά. Μεταξύ άλλων διασώζεται<br />

ολόκληρος εικονογραφικός κύκλος με σκηνές από τον Βίο και το Μαρτύριο<br />

της αγίας Αναστασίαςς. Ι. Βολανάκης, Τα παλαιοχριστιανικά μνημεία της<br />

Δωδεκανήσου. Αφιέρωμα εις τον Μητροπολίτην Ρόδου κ. κ. Σπυρίδωνα, επί τη<br />

συμπληρώσει τεσσαράκοντα ετών αρχιερατείας, Αθήναι 1988, σ. 331.<br />

79<br />

Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Εικόνες του Βυζαντινού, σ. 290-291.


Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />

219<br />

τον κερασφόρο Διάβολο από τα μαλλιά της κεφαλής και με το δεξί<br />

κρατεί σιδερένιο σφυρί, με το οποίο είναι έτοιμη να πλήξει αυτόν<br />

στην κεφαλή. Άνω και αριστερά προβάλλει η μορφή του Ιησού<br />

Χριστού από τα σύννεφα και ευλογεί την Μαρίνα. Άνω και δεξιά<br />

προβάλλει από τον ουρανό ένας άγγελος, ο οποίος φέρει έναν στέφανον<br />

προς την Μαρίνα. Στην κάτω ζώνη της εικόνας παρίστανται<br />

τέσσερεις σκηνές από τον Βίο και το Μαρτύριό της, ήτοι (από αριστερά<br />

προς τα δεξιά): 1) «Η αγία τύπτεται την κεφαλήν»· 2) «η αγία<br />

ραβδίζεται την ράχιν»· 3) «η αγία παρίσταται τω βασιλεί»· 4) «η<br />

αγία τέμνεται την κεφαλήν». Κάτω και δεξιά της εικόνας διατηρείται<br />

γραπτή, δίστιχη, μικρογράμματη επιγραφή, η οποία έχει ως εξής:<br />

«1857, Μαρτίου 23 | χείρ Λαζάρου».<br />

Στον ναόν της Αγίας Μαρίνας Παναγιάς Πεδιάδος απεικονίζονται<br />

οκτώ συνθέσεις ξεκινώντας από βόρειο μισό της καμάρας (από Δ.<br />

προς Α.):<br />

1. Η αγία Μαρίνα πειράζεται υπό του Διαβόλου (εικ. 8)<br />

Αριστερά, ως προς τον θεατή, παρίσταται η αγία Μαρίνα ολόσωμος,<br />

στραμμένη προς τα δεξιά. Φορεί φαιού χρώματος ποδήρη,<br />

χειριδωτό χιτώνα, πορφυρό ιμάτιο και βαθυπόρφυρο μαφόριο.<br />

Εικ. 8.<br />

Η αγία Μαρίνα<br />

πειράζεται υπό<br />

του Διαβόλου.


220 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />

Εικ. 9.<br />

Η αγία Μαρίνα<br />

στο δεσμωτήριο.<br />

Προτείνει το δεξί της χέρι προς τα εμπρός και έχει υψωμένο το αριστερό<br />

της χέρι σε στάση δεήσεως. Δεξιά της συνθέσεως εικονίζεται<br />

ο Διάβολος, ο οποίος έχει λάβει την μορφή όφεως και έχει περιτυλιχθεί<br />

στον κορμό ενός κυλινδρικού αρραβδώτου κίονα. Σύμφωνα<br />

με την υπάρχουσα συναξαριακή παράδοση, ο Διάβολος μετεμορφώθη<br />

σε φοβερό Δράκοντα, ο οποίος έβγαζε «πυρ και φλόγα» από<br />

το στόμα, διά να πανικοβάλει την Μαρίνα, η οποία διά της προσευχής<br />

της κατενίκησε αυτόν 80 . Η σύνθεση περατούται προς τα επάνω<br />

σε δύο τόξα και το βάθος αυτής είναι βαθυκύανο.<br />

2. Η αγία Μαρίνα στο δεσμωτήριο (εικ. 9)<br />

Ανατολικά της προηγούμενης συνθέσεως παρίσταται η αγία<br />

Μαρίνα στο δεσμωτήριο 81 . Εικονίζεται αριστερά, ως προς τον θεατή,<br />

ολόσωμος, στραμμένη προς τα αριστερά. Φορεί ποδήρη, χειριδωτό,<br />

φαιόχρωμο χιτώνα, πορφυρόχρωμο ιμάτιο και βαθυπόρφυρο μαφόριο.<br />

Στο δεξιό τμήμα της συνθέσεως η αγία επίσης παρίσταται<br />

γονυπετής επί του εδάφους να προσεύχεται. Άνω και δεξιά εικονί-<br />

80<br />

Λαγγής, Ο Μέγας Συναξαριστής, σ. 314-315. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Εικόνες<br />

του Βυζαντινού, σ. 290-291.<br />

81<br />

Λαγγής, Ο Μέγας Συναξαριστής, σ. 314.


Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />

221<br />

ζεται ένας άγγελος, ο οποίος προβάλλει από τα σύννεφα και με το<br />

δεξί του χέρι ευλογεί και ενισχύει την Μαρίνα. Μπροστά από τον<br />

άγγελο διατηρούνται τα λείψανα γραπτής, δίστιχης, μεγαλογράμματης<br />

επιγραφής, η οποία έχει ως εξής: «... ΚΩ | ... ΝΑ [...]». Η σύνθεση<br />

περατούται προς τα άνω σε ένα τόξο.<br />

3. Η συνάντηση του άρχοντος Ολυμβρίου μετά της αγίας Μαρίνας<br />

Αριστερά, ως προς τον θεατή, εικονίζεται ολόσωμος ο έπαρχος<br />

της περιοχής Ολύμβριος. Φορεί πολυτελή ενδύματα και φέρει<br />

στέμμα επί της κεφαλής αυτού. Κάθεται επάνω σε μία άμαξα, η<br />

οποία φέρει οκτάκτινους τροχούς και κινείται από δυσμάς προς<br />

ανατολάς. Είναι στραμμένος προς τα δεξιά και ατενίζει προς την<br />

αγία. Πίσω από την άμαξα ακολουθεί μία ομάδα από τέσσερειςπέντε<br />

στρατιώτες, οι οποίοι φέρουν ιδιόρρυθμα καλύμματα στο κεφάλι<br />

(κράνη), με κωνοειδείς απολήξεις προς τα επάνω. Δεξιά εικονίζεται<br />

η αγία Μαρίνα ολόσωμος, όρθια, η οποία είναι στραμμένη<br />

προς τα αριστερά και ατενίζει τον Ολύμβριον. Πρόκειται για την<br />

σκηνή, όπου απεικονίζεται η συνάντηση του Ολυμβρίου μετά της<br />

αγίας Μαρίνας 82 .<br />

4. «Η Αγία Μαρίνα τύπτεται την κεφαλήν» (;)<br />

Η σύνθεση αυτή είναι πολύ αλλοιωμένη και δυσδιάκριτος. Στο<br />

βάθος της παραστάσεως απεικονίζονται ισχυρώς σχηματοποιημένοι<br />

βράχοι. Σε πρώτο επίπεδο εικονίζοντο τουλάχιστον δύο ανθρώπινες<br />

μορφές. Πρόκειται πιθανώς για την σκηνή, όπου η αγία Μαρίνα<br />

βασανίζεται και τύπτεται στο κεφάλι.<br />

Στο νότιο μισό της καμάρας (από Α. προς Δ.) απεικονίζονται<br />

οι παρακάτω σκηνές.<br />

5. «Η αγία Μαρίνα παρίσταται τω βασιλεί»<br />

Αριστερά, ως προς τον θεατή, εικονίζεται ο Ολύμβριος ολόσωμος,<br />

ένθρονος, βλέπων προς τα δεξιά. Φορεί πολυτελή ενδύματα,<br />

ήτοι: ποδήρη, χειριδωτό, φαιού χρώματος χιτώνα, κιτρινέρυθρο<br />

ιμάτιο και στέμμα επί της κεφαλής. Δεξιά παρίσταται η αγία Μαρίνα<br />

ολόσωμος, όρθια, στραμμένη προς τα αριστερά και ατενίζουσα τον<br />

Ολύμβριον 83 . Φορεί ποδήρη, χειριδωτό, λευκόχρωμο χιτώνα, ερυθρό<br />

ιμάτιο και βαθυπόρφυρο μαφόριο.<br />

82<br />

Λαγγής, Ο Μέγας Συναξαριστής, σ. 312-313.<br />

83<br />

Λαγγής, Ο Μέγας Συναξαριστής, σ. 313. Λέκκος, Αγία Μαρίνα, σ. 16. Στον<br />

ναόν της αγίας Παρασκευής, ο οποίος ευρίσκεται στον οικισμό της Επισκοπής<br />

Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου και στο ανατολικό τμήμα του νο-


222 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />

6. Η αγία Μαρίνα και ο Βεελζεβούλ<br />

Στον κάθετο άξονα της συνθέσεως εικονίζεται η αγία Μαρίνα<br />

ολόσωμος, όρθια, στραμμένη προς τα αριστερά, ως προς τον θεατή.<br />

Φορεί ποδήρη, χειριδωτό, λευκόχρωμο χιτώνα, ερυθρό ιμάτιο και<br />

βαθυπόρφυρο μαφόριο. Αριστερά, ως προς τον θεατή, παρίσταται<br />

ο δαίμων Βεελζεβούλ 84 , ο οποίος έχει ανθρώπινη μορφή. Το σώμα<br />

αυτού είναι βραχύ, μέλαν και δύσμορφο. Η αγία είναι στραμμένη<br />

προς αυτόν και τον κρατεί από τις τρίχες της κεφαλής 85 . Η παράσταση<br />

είναι αλλοιωμένη, φαίνεται όμως πιθανόν η αγία Μαρίνα να<br />

εκράτει σφύρα και πράγματι να έτυπτε τον διάβολον. Στο βάθος της<br />

συνθέσεως παρίστανται αρχιτεκτονήματα, ήτοι: Αριστερά εικονίζεται<br />

οικοδόμημα, το οποίο φέρει ξύλινη, αμφικλινή στέγη και κεραμίδια,<br />

ενώ δεξιά παρίσταται έτερο κτίσμα, το οποίο καλύπτεται με ημικυλινδρική<br />

οροφή και κεραμίδια.<br />

7. «Η αγία Μαρίνα δέρεται την ράχιν»<br />

Κάτω και δεξιά, ως προς τον θεατή, εικονίζεται η αγία ολόσωμος,<br />

η οποία κείται πρηνής επί του εδάφους. Το κεφάλι της είναι<br />

προς τα δεξιά και τα πόδια της προς τα αριστερά. Το σώμα της είναι<br />

ημίγυμνο. Κάτω και αριστερά παρίσταται ένας δήμιος, ο οποίος<br />

κρατεί βούνευρο και τύπτει την αγία Μαρίνα στην ράχη.<br />

8. Η Αποτομή της αγίας Μαρίνας<br />

Εικονίζεται η αποτομή της τιμίας κάρας της αγίας Μαρίνας 86 .<br />

Δεξιά, ως προς τον θεατή, παρίσταται η αγία, έτοιμη να δεχθεί το<br />

μαρτύριο του αποκεφαλισμού. Αριστερά εικονίζεται ολόσωμος ο<br />

δήμιος, στραμμένος προς τα δεξιά, ο οποίος έχει σηκωμένο το<br />

ξίφος και είναι έτοιμος να το κατεβάσει και να αποκεφαλίσει την<br />

Αγία Μαρίνα. Στο βάθος της συνθέσεως παρίστανται συμβατικά<br />

αρχιτεκτονήματα.<br />

τίου μισού της καμάρας του κυρίως ναού απεικονίζεται η αγία Παρασκευή,<br />

η οποία σε ανάλογη παράσταση ίσταται ενώπιον του βασιλέως.<br />

84<br />

Η ονομασία αυτή του διαβόλου είναι εβραϊκή.<br />

85<br />

Διονύσιος ο εκ Φουρνά. Ερμηνεία, σ. 283: «Εις την Αγίαν Μαρίναν κρατούσαν<br />

τον διάβολον εκ των τριχών και σφύραν τύπτουσαν, στίχοι: Έλκη<br />

φυγούσα δαιμόνων η Μαρίνα | Σατάν καταβέβληκε και τύπτει σφύρα».<br />

Λέκκος, Αγία Μαρίνα, σ. 25.<br />

86<br />

Λαγγής, Ο Μέγας Συναξαριστής, σ. 318-320. Μ. Γαρίδης-Αθ. Παλιούρας<br />

(γεν. επιμ.), Μοναστήρια νήσου Ιωαννίνων-Ζωγραφική, Ιωάννινα 1993, σ.<br />

181, πίν. 305. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Εικόνες του Βυζαντινού, σ. 290-<br />

191. Λέκκος, Αγία Μαρίνα, σ. 35 και σ. 42.


Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />

223<br />

Το θέμα της Αποτομής είναι σύνηθες στις συνθέσεις του Βίου<br />

και του Μαρτυρίου αγίων και μαρτύρων του χριστιανισμού. Ενδεικτικά<br />

αναφέρονται τα επόμενα παραδείγματα: α) Η Αποτομή του<br />

Τιμίου Προδρόμου 87· β) η Αποτομή του αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου<br />

88· γ) Η Αποτομή των αγίων Δέκα 89· δ) Η Αποτομή της<br />

αγίας Παρασκευής 90· και ε) Η Αποτομή της αγίας Αικατερίνης 91 .<br />

Ενισχυτικό τόξο-Άντυγα:<br />

Στην άντυγα (εσωρράχιο) του μοναδικού ενισχυτικού τόξου<br />

(σφενδονίου) του ναού της Αγίας Μαρίνας εικονίζονται έξι συνολικά<br />

μορφές ανδρικών αγίων προσώπων. Πρόκειται πιθανώτατα για<br />

απεικονίσεις Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, όπως παρατηρείται<br />

συχνότατα στους τοιχογραφημένους ναούς της Κρήτης 92 , της Ελλάδος<br />

93 και της χριστιανικής οικουμένης γενικώτερα. Συνήθως οι<br />

Προφήτες παρίστανται στηθαίοι, μετωπικοί και κρατούν ανεπτυγμένα,<br />

ενεπίγραφα ειλητάρια, επί των οποίων αναγράφονται κατά<br />

κανόνα τμήματα από χριστολογικού περιεχομένου προφητείες των<br />

εικονιζομένων 94 . Η απεικόνιση αυτή υποδηλώνει, ότι όλα εκείνα,<br />

όσα προεικόνισαν, προετύπωσαν ή προεφήτευσαν οι Προφήτες<br />

της Παλαιάς Διαθήκης, επραγματοποιήθησαν και εξεπληρώθησαν<br />

πλήρως στην Καινή Διαθήκη. Πρόκειται για την λεγόμενη «Συμφωνία<br />

των δύο Διαθηκών», ήτοι της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης<br />

95 .<br />

87<br />

Χατζηδάκης, Ο κρητικός ζωγράφος Θεοφάνης, πίν. 215. Μπορμπουδάκης,<br />

Εικόνες της Κρητικής Τέχνης, πίν. 63, 65, 141. Ξυγγόπουλος, Σχεδίασμα<br />

θρησκευτικής ζωγραφικής, πίν. 68, 1-2. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Εικόνες<br />

του Βυζαντινού, σ. 244-245.<br />

88<br />

Χατζηδάκης, Εικόνες της Πάτμου, σ. 161-162, πίν. 177. Μπορμπουδάκης,<br />

Εικόνες της Κρητικής Τέχνης, πίν. 181.<br />

89<br />

Μ. Χατζηδάκης, Έλληνες Ζωγράφοι μετά την Άλωση, τ. 2, Αθήνα 1997, σ.<br />

74, πίν. 22.<br />

90<br />

Μ. Χατζηδάκης, Έλληνες Ζωγράφοι μετά την Άλωση, τ. 1, Αθήνα 1987, σ.<br />

242, πίν. 103. Στον ναόν της Αγίας Παρασκευής, ο οποίος κείται εντός<br />

του οικισμού της Επισκοπής Πεδιάδος Ηρακλείου, στο δυτικό άκρο του<br />

βορείου μισού της καμάρας, παρίσταται η Αποτομή της αγίας Παρασκευής.<br />

91<br />

Γαρίδης-Παλιούρας, Μοναστήρια νήσου Ιωαννίνων, σ. 105, πίν. 160δ.<br />

92<br />

Βολανάκης, Ο ναός του Αγίου Γεωργίου στο Βαθειακό, σ. 57-60.<br />

93<br />

Παπαζώτος, Η Βέροια και οι ναοί της, πίν. 99, β. Βολανάκης, Ο βυζαντινός<br />

ναός του Αγίου Νικολάου στα Μαριτσά, σ. 23-27.<br />

94<br />

Χατζηδάκης, Ο κρητικός ζωγράφος Θεοφάνης, πίν. 26-32.<br />

95<br />

Βολανάκης, Ο ναός του Αγίου Γεωργίου στο Βαθειακό, σ. 57.


224 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />

Στο νότιο μισό του τόξου (από επάνω προς τα κάτω) εντός στηθαρίου<br />

εικονίζεται ένας προφήτης αδιάγνωστος από την οσφύ και<br />

άνω, μετωπικός. Φέρει χειριδωτό χιτώνα και ιμάτιο. Η κεφαλή<br />

αυτού περιβάλλεται με φωτοστέφανο. Δεν διακρίνεται εάν έφερε,<br />

ως συνήθως, ανεπτυγμένο, ενεπίγραφο ειλητάριο, πράγμα, το οποίο<br />

θεωρείται πιθανόν. Δεύτερος αδιάγνωστος προφήτης εικονίζεται<br />

ομοίως, όπως και ο προηγούμενος, ενώ τρίτος προφήτης της Παλαιάς<br />

Διαθήκης επίσης αδιάγνωστος παρίσταται από την οσφύ και<br />

άνω, μετωπικός, άνευ κυκλικού στηθαρίου. Στο βόρειο μισό καμάρας<br />

(από επάνω προς τα κάτω) εντός κυκλικού στηθαρίου απεικονίζεται<br />

ένας ακόμη προφήτης αδιάγνωστος. Παρίσταται από την οσφύ και<br />

άνω, μετωπικός, φέρων χειριδωτό χιτώνα και ιμάτιο. Τέλος δύο<br />

ακόμη αταύτιστοι προφήτες, ο πρώτος καθ’ όμοιον τρόπον με τον<br />

προηγούμενον, ενώ ο τελευταίος παρίσταται από την οσφύ και άνω,<br />

άνευ στηθαρίου. Φέρει χειριδωτό χιτώνα και ιμάτιο. Πιθανώς εκράτει<br />

ανεπτυγμένο, ενεπίγραφο ειλητάριο, το οποίο δεν διατηρείται.<br />

Νότιος τοίχος:<br />

Στην επιφάνεια του νοτίου τοίχου του κυρίως ναού και κάτω<br />

από τις συνθέσεις του Δωδεκαόρτου και εκείνες με σκηνές από τον<br />

Βίον και το Μαρτύριον της αγίας Μαρίνας, παρίστανται μορφές αγίων.<br />

1. Απόστολος Πέτρος<br />

Επί της βορείας πλευράς του νοτίου πεσσού, ο οποίος στηρίζει<br />

το ενισχυτικό τόξο (σφενδόνιο), εικονίζεται ολόσωμος, όρθιος, μετωπικός<br />

ο Απόστολος Πέτρος 96 . Το πρόσωπό του είναι ωοειδές, οι<br />

οφθαλμοί αμυγδαλωτοί, η μύτη ευθεία, το στόμα μικρό, το πηγούνι<br />

στρογγύλο. Φέρει βραχεία, βοστρυχωτή κόμη και βραχύ, επίσης<br />

βοστρυχωτό γένειο. Φορεί ποδήρη, χειριδωτό, φαιόχρωμο χιτώνα<br />

και επίσης φαιόχρωμο, πλούσια πτυχούμενο ιμάτιο 97 .<br />

2. Αγία Μαρίνα (εικ. 10)<br />

Δυτικά του αποστόλου Πέτρου εικονίζεται η επώνυμη αγία Μαρίνα<br />

98 , στην μνήμη της οποίας είναι αφιερωμένος ο ναός. Η αγία<br />

παρίσταται ολόσωμος, όρθια, μετωπική, σε σχεδόν φυσικό μέγεθος.<br />

96<br />

Κατά Ματθαίον 4,18-20. Κατά Μάρκον 1,16-18. Κατά Λουκάν 5,1-11.<br />

Κατά Ιωάννην 1,35-42. Β. Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία απ΄ αρχής<br />

μέχρι σήμερον, Αθήναι 1959, σ. 31 κ.ε., 37 κ.ε.<br />

97<br />

Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός ναός, σ. 56.<br />

98<br />

Διονύσιος ο εκ Φουρνά. Ερμηνεία, σ. 149, 206, 273, 278, 300. Μπορμπουδάκης,<br />

Εικόνες της Κρητικής Τέχνης, πίν. 66. Αχειμάστου-Ποταμιάνου,<br />

Εικόνες του Βυζαντινού, σ. 84-85.


Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />

225<br />

Φορεί πολυτελή, με πλούσιο διάκοσμο<br />

ενδύματα. Ειδικώτερα, φέρει ποδήρη, χειριδωτό,<br />

κυανού χρώματος χιτώνα, με κυα -<br />

νόχρωμα επιρράματα, ερυθρόχρωμο επενδύτη<br />

και πορφυρό μαφόριο. Το πρόσωπό<br />

της είναι ωοειδές, οι οφθαλμοί μεγάλοι,<br />

αμυγδαλωτοί, η μύτη ευθεία, το στόμα μικρό,<br />

με βαθυκόκκινα χείλη, το πηγούνι<br />

στρογγύλο, ο λαιμός λεπτός και υψηλός. Η<br />

κεφαλή της αγίας περιβάλλεται με φωτοστέφανο,<br />

το οποίο κοσμείται με έκτυπα τετράκτινα,<br />

μικρού σχήματος αστέρια, με προφανή<br />

σκοπό, να εξαρθεί η μορφή της<br />

τιμωμένης αγίας Μαρίνας 99 . Με έκτυπα επίσης<br />

αστέρια κοσμείται και το φωτοστέφανο<br />

του Ιησού Χριστού Παντοκράτορος, ο<br />

Οποίος εικονίζεται στην παράσταση της Δεήσεως,<br />

στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας του<br />

Ιερού Βήματος του ιδίου ναού. Η τεχνική<br />

αυτή της έκτυπης διακόσμησης απαντά στην<br />

Νότια Ιταλία και ιδίως στην Καταλωνία από<br />

του 13ου αι. και εξής, προκειμένου να εξαρθούν<br />

ορισμένα πρόσωπα 100 .<br />

Η αγία Μαρίνα φέρει με το δεξί της<br />

χέρι σταυρό, ενώ έχει ανοικτή την παλάμη<br />

του αριστερού της χεριού, στην τυπική<br />

στάση των μαρτύρων 101 . Το βάθος της συνθέσεως<br />

είναι βαθυκύανο. Δεξιά και αριστερά<br />

Εικ. 10. Η επώνυμη αγία Μαρίνα.<br />

99<br />

Στον Άγιο Γεώργιο Ξιφηφόρο στο Αποδούλου<br />

Αμαρίου Ρεθύμνης, με έκτυπα επίσης αστέρια<br />

κοσμείται, κατά μοναδική εξαίρεση, το φωτοστέφανο<br />

του πάτρωνα του ναού αγίου Γεωργίου,<br />

προκειμένου να εξαρθεί η μορφή του.<br />

Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός<br />

ναός, σ. 54-55, πίν. 43.<br />

100<br />

Δ. Πάλλας, Εικόνα του Αγίου Ευσταθίου στη<br />

Σαλαμίνα, στο Χαριστήριον, εις Α. Κ. Ορλάνδον,<br />

τ. 3, Αθήναι 1966, σ. 347 και 351.<br />

101<br />

Χατζηδάκης, Εικόνες της Πάτμου, σ. 101, πίν.<br />

48, σ. 112 και σ. 116-117, πίν. 49, σ. 127.


226 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />

11 12<br />

Εικ. 11.<br />

Η αγία Άννα<br />

φέρουσα την Θεοτόκον<br />

ως παιδίον.<br />

Εικ. 12.<br />

Άγιοι Κωνσταντίνος<br />

και Ελένη.<br />

της αγίας παρίσταται ανά ένας μαρμάρινος, κυλινδρικός, αρράβδωτος<br />

κίονας, ο κορμός του οποίου φέρει σχηματοποιημένα φυτικά κοσμήματα.<br />

Έκαστος κίονας στηρίζεται σε βάση μετά πλίνθου και στέφεται<br />

με κορινθιάζον κιονόκρανο. Οι δύο αυτοί κίονες στηρίζουν ένα τόξο,<br />

κάτω από το οποίο εικονίζεται η αγία Μαρίνα. Διά του τρόπου αυτού<br />

ο αγιογράφος επιτυγχάνει να εξαρθεί η μορφή της.<br />

3. Αρχάγγελος Μιχαήλ<br />

Δυτικά της αγίας Μαρίνας εικονίζεται ολόσωμος, όρθιος, μετωπικός,<br />

σχεδόν σε φυσικό μέγεθος, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ. Το<br />

πρόσωπό του είναι ωοειδές, οι οφθαλμοί αμυγδαλωτοί, η μύτη μεγάλη<br />

και ευθεία, το στόμα μικρό, το πηγούνι στρογγύλο, ο λαιμός<br />

είναι υψηλός και ισχυρός και στηρίζει το κεφάλι σε στέρεο σώμα.<br />

Φέρει ποδήρη, χειριδωτό, ερυθρού χρώματος χιτώνα, με κίτρινη<br />

παρυφή κάτω και διάλιθο και μαργαριτοκόσμητο λώρο. Με το δεξί<br />

του χέρι φέρει γυμνό ξίφος αναπεπταμένο, ενώ με το αριστερό<br />

κρατεί κυκλικό μετάλλιο χρώματος κυανού (διαμ. 0,28 μ.), το οποίο<br />

κοσμείται με ομόκεντρους κύκλους. Το έδαφος είναι φαιόχρωμο


Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />

227<br />

και το βάθος βαθυκύανο. Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ ίσταται πλησίον<br />

της εισόδου και θεωρείται φύλακας αυτής. Τούτο είναι σύνηθες<br />

στους τοιχογραφημένους ναούς της Κρήτης και της Ελλάδος γενικώτερα.<br />

Συνήθως δε εικονίζεται να κρατεί ανεπτυγμένο, ενεπίγραφο<br />

ειλητάριο, το κείμενο του οποίου σχετίζεται προς εκείνους, οι οποίοι<br />

πρόκειται να εισέλθουν στον ναόν και τους προτρέπει να είναι ψυχικά<br />

καθαροί και πολύ προσεκτικοί 102 .<br />

4. Η Αγία Άννα φέρουσα την Θεοτόκον ως παιδίον (εικ. 11)<br />

Δυτικά του Αρχαγγέλου Μιχαήλ εικονίζεται η αγία Άννα, η μητέρα<br />

της Θεοτόκου, η οποία κρατεί στη δεξιά της πλευρά την Παναγία<br />

ως μικρό παιδίο. Παρίσταται ολόσωμος, φέρουσα ποδήρη, χειριδωτό,<br />

λευκού χρώματος χιτώνα, ερυθρό ιμάτιο και πορφυρό μαφόριο.<br />

Η Παναγία εικονίζεται ως μικρό παιδίον, φέρουσα ποδήρη,<br />

χειριδωτό, ερυθρού χρώματος χιτώνα, ερυθρό ιμάτιο και πορφυρό<br />

μαφόριο. Το πρόσωπο της Παναγίας εφάπτεται του προσώπου της<br />

μητέρας αυτής 103 .<br />

Βόρειος τοίχος:<br />

Στην επιφάνεια του βορείου τοίχου του κυρίως ναού παρίστανται<br />

μορφές αγίων (από Δ. προς Α.):<br />

1. Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη (εικ. 12)<br />

Στο δυτικό άκρο της βορείας πλευράς του κυρίως ναού εικονίζονται<br />

οι άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη 104 . Αριστερά, ως προς τον<br />

θεατή, παρίσταται ο Μέγας Κωνσταντίνος και δεξιά η μητέρα του, η<br />

αγία Ελένη. Αμφότεροι παρίστανται ολόσωμοι, όρθιοι, μετωπικοί.<br />

Φορούν πολυτελή, διάλιθα και μαργαριτοκόσμητα αυτοκρατορικά<br />

ενδύματα, φέρουν αυτοκρατορικούς λώρους και στέμματα επί της<br />

κεφαλής αυτών 105 . Στο μέσον αυτών κρατούν τον Τίμιον Σταυρόν,<br />

τον οποίον ανεύρε η αγία Ελένη και ύψωσε επί του Γολγοθά 106 .<br />

102<br />

Διονύσιος ο εκ Φουρνά. Ερμηνεία, σ. 283: «Εις δε την του ναού είσοδον<br />

ίσταται ο αρχιστράτηγος μετά χάρτου εξεσπαθωμένος και λέγων: Θεού<br />

στρατηγός ειμι, την σπάθην φέρω, | τείνω προς ύψος, εκφοβώ Θεού<br />

φόβω, | καταφρονητάς εκδιχάζω συντόμως».<br />

103<br />

Η παράσταση αυτή παρουσιάζει πολλές ομοιότητες προς τον εικονογραφικό<br />

τύπο της Παναγίας βρεφοκρατούσης, γλυκοφιλούσης.<br />

104<br />

Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός ναός, σ. 53-54, πίν. 41.<br />

105<br />

Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Εικόνες του Βυζαντινού, σ. 254-255.<br />

106<br />

Ρουφίνος, Εκκλησιαστική Ιστορία 10,7 κ. ε. Στεφανίδης, Εκκλησιαστική<br />

Ιστορία, ό.π. σ. 317-318. Χατζηδάκης, Εικόνες της Πάτμου, σ. 107-108,<br />

πίν. 40.


228 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />

Εικ. 13.<br />

Ο άγιοι Δημήτριος<br />

και Γεώργιος.<br />

2. Δημήτριος Θεσσαλονίκης, ο Μυροβλύτης (εικ. 13)<br />

Ανατολικά των προηγουμένων αγίων εικονίζεται ολόσωμος,<br />

έφιππος, ο άγιος Δημήτριος Θεσσαλονίκης, ο Μυροβλύτης 107 . Φέρει<br />

βραχύ χιτώνα, λευκή χλαμύδα, η οποία ανεμίζεται προς τα οπίσω,<br />

ώστε να σχηματίζεται το «αναπετάριν», μετάλλινο θώρακα επί του<br />

στήθους και ασπίδα. Ο ίππος επί του οποίου κάθηται φέρει πολυτελή,<br />

διάλιθο και μαργαριτοκόσμητο σκευή και είναι χρώματος<br />

φαιού. Κατά κανόνα ο μεν ίππος του Γεωργίου του Τροπαιοφόρου<br />

είναι χρώματος λευκού, του δε Δημητρίου Θεσσαλονίκης είναι χρώματος<br />

καστανέρυθρου ή πυρρού. Στη περίπτωση αυτή διαπιστώνεται<br />

εξαίρεση του κανόνα. Ο ίππος κινείται από δυσμάς προς ανατολάς.<br />

107<br />

Ν. Θεοτοκάς, Ο εικονογραφικός τύπος του Αγίου Δημητρίου στρατιωτικού<br />

και εφίππου και οι σχετικές παραδόσεις των θαυμάτων, Πεπραγμένα του<br />

Θ΄ Διεθνούς Βυζαντινολογικού Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 1953, τ. Α', Αθήνα<br />

1955, σ. 483. Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός ναός,<br />

σ. 52, πίν. 39.


Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />

229<br />

3. Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος (εικ. 14)<br />

Ανατολικά του Δημητρίου Θεσσαλονίκης,<br />

παρίσταται ολόσωμος, έφιππος, ο Γεώργιος<br />

ο Τροπαιοφόρος 108 . Εικονίζεται με<br />

βραχύ χιτώνα, ερυθρά χλαμύδα, η οποία<br />

ανεμίζεται προς τα οπίσω, ώστε να σχημα -<br />

τίζεται το «αναπετάριν» και μετάλλινο θώρακα.<br />

Ο ίππος επί του οποίου κάθηται είναι<br />

χρώματος λευκού, φέρει πολυτελή, διάλιθο<br />

και μαργαριτοκόσμητο σκευή και κινείται<br />

από δυσμάς προς ανατολάς.<br />

Στα οπίσθια του ίππου κάθεται ένα παιδίον,<br />

το οποίο κρατεί ένα αγγείο με στενό<br />

και υψηλό λαιμό. Η παράσταση απεικονίζει<br />

παλαιό θαύμα, σύμφωνα με το οποίο ο<br />

Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος, ο οποίος υμνείται<br />

υπό της εκκλησίας «ως των αιχμαλώτων<br />

ελευθερωτής και των πτωχών υπερασπιστής»<br />

109 επανέφερε στους γονείς του έναν<br />

νέον, ο οποίος ονομάζετο επίσης Γεώργιος.<br />

Αυτόν τον νέον είχαν απαγάγει οι πειρατές<br />

και τον εχρησιμοποιούσαν ως «θερμοδότην».<br />

Το έργο του «θερμοδότου» υπο δηλοί<br />

και το αγγείο, «κουκούμιον» ή «χέρνιψ», το<br />

οποίον φέρεται να κρατεί στα χέρια του ο<br />

νεανίας 110 . Η παράσταση του νεανίου, ο<br />

Εικ. 14.<br />

Ο άγιος Γεώργιος.<br />

108<br />

Ο Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος αρχικά εικονίζετο<br />

ολόσωμος, όρθιος, άνευ ίππου, φονεύων Δράκοντα.<br />

Το πρώτον παρίσταται έφιππος σε ξύλινη,<br />

φορητή εικόνα της Ιεράς Μονής της Αγίας<br />

Αικατερίνης του Σινά, του 9ου αι. Από του<br />

12ου αι. και εξής εικονίζεται συνήθως έφιππος.<br />

Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός<br />

ναός, σ. 54-55.<br />

109<br />

Βλ. Απολυτίκιον αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου).<br />

110<br />

J. Aufhauser, Miracula Sancti Georgii, Leipzig<br />

1913, σ. 100-103. Ορλάνδος, Αρχείον των<br />

Βυζαντινών μνημείων της Ελλάδος, σ. 152-154.<br />

Μπορμπουδάκης, Εικόνες της Κρητικής Τέχνης,<br />

πίν. 37, 146, 187.


230 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />

ο ποίος κάθηται στα οπίσθια του ίππου του αγί ου Γεωργίου, απαντά<br />

συχνά από του 15ου αι. και εξής. Την ευρίσκουμε στην Τρά πεζα<br />

της Ιεράς Μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους (τέλους 16ου-αρχών<br />

17ου αι.) 111 και σε τρίκογχον στο Ορτάκιοϊ της Καππαδοκίας της<br />

Μικράς Ασίας 112 . Ο άγιος Γεώργιος απελευθερώνων νεαρόν απαντά<br />

επίσης και σε τοιχογραφία του ναού του αγίου Γεωργίου (Ιλκ Μιχράμπ,<br />

ήτοι Κόγχη προσευχής) της μεσαιωνικής πόλεως της Ρόδου<br />

(15ου αι.) 113 και στον τετράκογχον ναόν του Αγίου Νικολάου στη<br />

Διμυλιά-Φουντουκλί της νήσου Ρόδου (15ου αι.). 114<br />

Στην απεικόνιση του αγίου Γεωργίου στον ναόν της Αγίας Μαρίνας<br />

Παναγιάς Πεδιάδος το βάθος της συνθέσεως είναι βαθυκύανο.<br />

Ο ίππος φαίνεται να υπερίπταται. Κάτωθεν αυτού εικονίζεται θάλασ -<br />

σα κυματώδης, με ψάρια νηχόμενα εντός αυτής. Διά του τρόπου<br />

αυτού υποδηλούται, ότι ο νεαρός αιχμάλωτος Γεώργιος είχε μεταφερθεί<br />

σε μακρυνή, υπερπόντια χώρα και κατά την θαυματουργική<br />

απελευθέρωση αυτού υπό του αγίου, ήτο αναγκαίο να διαπεράσουν<br />

θάλασσα, προκειμένου να επιστρέψει ο απελευθερωθείς στους γονείς<br />

αυτού 115 .<br />

4. Απόστολος Παύλος<br />

Επί της νοτίας πλευράς του βορείου πεσσού του ενισχυτικού<br />

τόξου (σφενδονίου) του ναού της Αγίας Μαρίνας εικονίζεται ο Απόστολος<br />

των Εθνών, Παύλος 116 , από τον οποίον διατηρείται μόνον<br />

η κεφαλή και το άνω τμήμα του σώματος αυτού 117 . Ο Παύλος παρίσταται<br />

ολόσωμος, όρθιος, μετωπικός. Φέρει ποδήρη, χειριδωτό,<br />

φαιόχρωμο χιτώνα και καστανόχρωμο ιμάτιο. Το πρόσωπό του<br />

είναι ελλειψοειδές, οι οφθαλμοί μεγάλοι, αμυγδαλωτοί, η μύτη με-<br />

111<br />

G. Millet, Athos. Les peintures, Paris 1927, πίν. 211, 3.<br />

112<br />

G. de Jerphanion, Les églises rupestres de Cappadoce et la place de leurs<br />

peintures dans le développement de l’iconographie chrétienne, τ. II.1, Paris<br />

1936, σ. 241.<br />

113<br />

Ορλάνδος, Αρχείον των Βυζαντινών μνημείων της Ελλάδος, σ. 152-154, πίν.<br />

126.<br />

114<br />

Ορλάνδος, Αρχείον των Βυζαντινών μνημείων της Ελλάδος, σ. 190-191, πίν.<br />

147.<br />

115<br />

Ορλάνδος, Αρχείον των Βυζαντινών μνημείων της Ελλάδος, σ. 154 και 190-<br />

191, πίν. 147.<br />

116<br />

Πράξεις Αποστόλων 7,58· 8,1-3· 9,1-30. Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία,<br />

σ. 31-33, 51 κ.ε. Το όνομα «Παύλος» προέρχεται από το λατινικό<br />

επίθετο «paulus, -a, um», που σημαίνει μικρός, μικρόσωμος, ολίγος.<br />

117<br />

Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός ναός, σ. 59.


Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />

231<br />

γάλη και ευθεία, το στόμα μικρό, το πηγούνι στρογγύλο και ο λαιμός<br />

υψηλός, ισχυρός και στηρίζει το κεφάλι σε στέρεο σώμα. Ο Παύλος<br />

φέρει μακρύ, καστανόχρωμο γένειο και μακρά, επίσης καστανόχρωμη<br />

κόμη. Δικαίως ο απόστολος Παύλος αποκαλείται ως «ο<br />

πρώτος μετά τον Ένα» 118 , διότι χωρίς τον Παύλο, το διαπρύσιο κήρυγμά<br />

του και την όλη δράση αυτού, πιθανώτατα ο χριστιανισμός<br />

δεν θα αποκτούσε την οικουμενική διάσταση, την οποία εγνώρισε<br />

και θα απέβαινε μία εκ των πολλών ιουδαϊκών αιρέσεων και παραφυάδων<br />

του Ιουδαϊσμού.<br />

Δυτικός τοίχος:<br />

Η επιφάνεια αυτού χωρίζεται σε δύο ζώνες, ήτοι την άνω ζώνη<br />

με την σύνθεση της Κοίμησης της Θεοτόκου -για την οποία έγινε<br />

ήδη λόγος στο οικείο μέρος, όπου πραγματευόμεθα τις συνθέσεις<br />

του λεγομένου κύκλου του Δωδεκαόρτου- και την κάτω ζώνη όπου<br />

παρίστανται επιπλέον μορφές αγίων (από Ν. προς Β.).<br />

5. Αγία Παρασκευή<br />

Νότια της εισόδου του ναού εικονίζεται ολόσωμος, όρθια, μετωπική<br />

η αγία οσιοπαρθενομάρτυς Παρασκευή 119 . Φορεί ποδήρη,<br />

χειριδωτό, ερυθρόχρωμο χιτώνα, ερυθρόχρωμο ιμάτιο και βαθυπόρφυρο<br />

μαφόριο. Το πρόσωπο της αγίας είναι ωοειδές, οι οφθαλμοί<br />

αμυγδαλωτοί, η μύτη ευθεία, το στόμα μικρό, το πηγούνι στρογγύλο<br />

και ο λαιμός λεπτός και υψηλός. Με το δεξί της χέρι φέρει<br />

σταυρό, ενώ έχει ανοικτή την παλάμη του αριστερού χεριού στην<br />

τυπική στάση των μαρτύρων 120 . Εκατέρωθεν της κεφαλής αυτής<br />

διατηρείται γραπτή, μεγαλογράμματη επιγραφή, η οποία έχει ως<br />

εξής: «[Η ΑΓΙΑ ΠΑΡ]ΑCΚΕΥΗ». Η αγία Παρασκευή απεικονίζεται<br />

συχνά σε τοιχογραφημένους ναούς της Κρήτης και πιστεύεται ότι<br />

θεραπεύει οφθαλμικές παθήσεις. Σε ξύλινες φορητές εικόνες παρίσταται<br />

να κρατεί εντός πινακίου ζεύγος οφθαλμών, σε ένδειξη ότι<br />

118<br />

J. Holzner, Paulus. Der erste nach dem Einen, Freiburg 1937 = Παύλος,<br />

μτφ. υπό Αρχιμ. Ιερωνύμου Κοτσώνη, Αθήνα 1948.<br />

119<br />

Διονύσιος ο εκ Φουρνά. Ερμηνεία, σ. 170 και σ. 286-287. Μπορμπουδάκης,<br />

Εικόνες της Κρητικής Τέχνης, πίν. 112. Ορλάνδος, Αρχείον των Βυζαντινών<br />

μνημείων της Ελλάδος, σ. 134. Βολανάκης, Ο βυζαντινός ναός του Αγίου Γεωργίου<br />

Βάρδα, σ. 77. Βολανάκης, Ο ναός του Αγίου Γεωργίου στο Βαθειακό,<br />

σ. 52.<br />

120<br />

Ορλάνδος, Αρχείον των Βυζαντινών μνημείων της Ελλάδος, σ. 138, εικ. 117.<br />

Χατζηδάκης, Εικόνες της Πάτμου, πίν. 48-49.


232 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />

θεωρείται ως η θεραπεύουσα παθήσεις σχετικές με τους οφθαλμούς<br />

και την όραση γενικώτερα.<br />

6. Αγία Κυριακή<br />

Βόρεια της εισόδου του ναού παρίσταται ολόσωμος, όρθια,<br />

μετωπική η αγία Κυριακή 121 . Φορεί ποδήρη, χειριδωτό, κιτρίνου<br />

χρώματος χιτώνα, ερυθρόχρωμο ιμάτιο και βαθυπόρφυρο επενδύτη.<br />

Το μαφόριό της είναι φαιού χρώματος και φέρει πλούσιο διάκοσμο.<br />

Ο αγιογράφος πιθανώτατα είχε υπόψη του παρόμοια υφαντά καλύμματα<br />

της κεφαλής με πλούσιο διάκοσμο, συγχρόνων του γυναικών<br />

της Κρήτης, τα οποία φαίνεται και να μιμείται.<br />

Είναι αξιοσημείωτο, ότι στον ναό της Αγίας Μαρίνας Παναγιάς<br />

Πεδιάδος εικονίζονται μεταξύ άλλων τέσσερεις αγίες που εορτάζονται<br />

κατά τον μήνα Ιούλιο: 1) αγία Κυριακή (7 Ιουλίου)· 2) αγία Μαρίνα<br />

(17 Ιουλίου)· 3) αγία Άννα (25 Ιουλίου) και 4) αγία Παρασκευή<br />

(26 Ιουλίου). Η απεικόνιση των αγίων αυτών δεν πρέπει να θεωρηθεί<br />

τυχαία. Όλες εορτάζουν κατά τον μήνα Ιούλιο. Θα πρέπει να<br />

υποτεθεί, ότι λόγω της θέσεως του ναού της Αγίας Μαρίνας στο μέρος<br />

αυτό, η πλέον κατάλληλος εποχή για την εορτή των ως άνω α -<br />

να φερομένων αγίων, ήτο το θέρος και ειδικώτερα ο μήνας Ιούλιος.<br />

Θεωρείται πολύ πιθανόν, ότι ο ναός της Αγίας Μαρίνας Παναγιάς<br />

Πεδιάδος, τόσον κατά τους μέσους χρόνους, όσον και κατά<br />

την εποχή της Τουρκοκρατίας, απετέλει σπουδαίο κέντρο λατρείας<br />

της περιοχής, με ευρύτερη ακτινοβολία. Εάν δε ληφθεί υπόψη, ότι<br />

η αγία Μαρίνα σχετίζεται προς τους Αγίους Αναργύρους 122 , είναι<br />

δυνατόν να υποτεθεί βασίμως, ότι στον ναόν αυτόν ησκείτο έντονη<br />

λαϊκή λατρεία και πλήθος κόσμου από την γύρω περιοχή συνέρρεε<br />

123 , με την ελπίδα, όπως διά των πρεσβειών της Αγίας Παρθενομάρτυρος<br />

Μαρίνας, τύχει της θείας βοηθείας και αντιλήψεως και<br />

να απαλλαγεί από τα ποικίλα νοσήματα της ψυχής και του σώματος.<br />

121<br />

Ορλάνδος, Αρχείον των Βυζαντινών μνημείων της Ελλάδος, σ. 136, εικ. 115.<br />

122<br />

Διονύσιος ο εκ Φουρνά. Ερμηνεία, σ. 278.<br />

123<br />

Πρβλ. τον ναόν της Αγίας Μαρίνας Βόνης, του νομού Ηρακλείου, ο<br />

οποίος αποτελεί σπουδαίο κέντρο ασκήσεως λαϊκής λατρείας, με σχεδόν<br />

παγκρήτια εμβέλεια. Σπανάκης, Πόλεις και χωριά, τ. Α, σ. 194-195. Γ.<br />

Εμμ. Πατεράκης, Η Βόνη Ηρακλείου (Αρχαιολογία-Ιστορία-Λαογραφία), Αθήνα<br />

1984, σ. 127-133.


Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />

233<br />

Χαράγματα:<br />

Στις εσωτερικές επιφάνειες των τοίχων του ναού της Αγίας<br />

Μαρίνας απαντούν, ως συνήθως 124 , διάφορα χαράγματα, μεταξύ<br />

των οποίων συγκαταλέγονται και τα επόμενα:<br />

1. «Λ(Ο)Γ(ΟΘΕΤΗC) | WOPITZE | ... NO ...»<br />

2. «1404 | HIC [FUIT] ...». H σημειούμενη χρονολογία 1404<br />

αποτελεί terminus ante quem τόσο για την χρονολόγηση του ναού,<br />

όσο και την αντίστοιχη των σωζομένων τοιχογραφιών.<br />

3. «1425»<br />

4. Εικονίζεται ανισοσκελής σταυρός, φερόμενος επί τριγωνικού<br />

σχήματος βάσεως, στα δύο άκρα της οριζόντιας κεραίας του οποίου<br />

σημειούνται τα γράμματα Α-Χ, πιθανώς τα αρχικά του ονόματος και<br />

του επωνύμου του επισκέπτου-προσκυνητού, ο οποίος διά του τρόπου<br />

αυτού ήθελε να απαθανατίσει την παρουσίαν του στον ναόν.<br />

Κάτωθεν του σταυρού σημειώνεται η χρονολογία: «1641».<br />

5. Χάραγμα με την τετράστιχη επιγραφή: «... ΠΟCΥΗ . . |<br />

ΠΙΧΧΑ . . | ΔΟ | 1734».<br />

6. «1770»<br />

7. Στη νότια εσωτερική πλευρά και δυτικά της παραστάσεως<br />

της αγίας Μαρίνας, έχουν χαραχθεί τουλάχιστον τρεις φορές ανοικτές<br />

παλάμες. Τα χαράγματα αυτά θα ήτο δυνατόν να θεωρηθούν,<br />

ότι έχουν αποτροπαϊκόν χαρακτήρα 125 .<br />

Επιγραφή με κάρβουνο:<br />

Στη βόρεια πλευρά του νοτίου πεσσού του ενισχυτικού τόξου<br />

(σφενδονίου) του ναού της Αγίας Μαρίνας έχει γραφεί με κάρβουνο<br />

η χρονολογία: «1658».<br />

124<br />

Βλ. ενδεικτικά Δ. Τσουγκαράκης, Ε. Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, Ανέκδοτα<br />

χαράγματα και επιγραφές από ναούς και Μονές της Κρήτης, στο Στ. Κακλαμάνης-Αθ.<br />

Μαρκόπουλος-Γ. Μαυρομάτης (επιμ.), Ενθύμησις Ν. Μ. Παναγιωτάκη,<br />

Ηράκλειον 2000, σ. 681-732.<br />

125<br />

Στον ναό του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, ο οποίος ευρίσκεται εντός<br />

του οικισμού της Επισκοπής Πεδιάδος, του Νομού Ηρακλείου και φέρει<br />

τοιχογραφίες (τέλους 14ου-αρχών 15ου αι.), απαντούν επίσης χαράγματα,<br />

μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η απεικόνιση δύο ανοικτών παλαμών<br />

ανθρωπίνης χειρός. Στην μουσουλμανική θρησκεία η ανοικτή<br />

παλάμη πιστεύεται ότι συμβολίζει το χέρι του Προφήτου Μωάμεθ και θεωρείται<br />

ως ευλογία.


234 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:<br />

Η μελέτη του ναού της Αγίας Μαρίνας του οικισμού της Παναγιάς<br />

Πεδιάδος του Νομού Ηρακλείου Κρήτης και των τοιχογραφιών<br />

του μας οδηγεί μεταξύ άλλων και στα ακόλουθα συμπεράσματα:<br />

1. Η θέση, στην οποία ιδρύθηκε ο ναός αυτός είναι σκόπιμα<br />

επιλεγμένη και εμφανίζει πολλά πλεονεκτήματα. Αυτή κείται ΝΔ.<br />

του υψώματος «Μπάντουρας» και έτσι προστατεύεται από τους ΒΑ.<br />

ανέμους, ευρίσκεται στο ΝΑ. άκρο μιας εύφορης κοιλάδας, κατάφυτης<br />

από ελαιόδενδρα. Επίσης ο ναός αυτός κείται πλησίον της<br />

θέσεως, όπου το Χάνι «Μούλεφε», με πλούσια πηγή νερού και<br />

παρά την ημιονική οδό «Πέρα στράτα», η οποία επί αιώνες και χιλιετηρίδες<br />

αποτελούσε την βασική οδική αρτηρία που συνέδεε τον<br />

Χάνδακα (Ηράκλειον) με το Αρκαλοχώρι, την Παναγιά Πεδιάδος<br />

και τα χωριά της Βιάννου.<br />

2. Η ίδρυση και η αγιογράφηση του ναού αυτού οφείλεται στην<br />

ευγενή πρωτοβουλία και δαπάνη μίας γυναικός της περιοχής, η<br />

οποία πιθανώς έφερε το όνομα Μαρίνα και η οποία απεικονίζεται<br />

στο νότιο άκρο της παραστάσεως της Δεήσεως, στο τεταρτοσφαίριο<br />

της αψίδας του Ιερού Βήματος του ναού. Ο ναός ιδρύθηκε πιθανώς<br />

είτε σε εκπλήρωση τάματος, είτε συνεπεία οράματος ή ονείρου.<br />

3. Πρόκειται για ένα μικρών διαστάσεων μονόχωρο οικοδόμημα,<br />

το οποίο εμφανίζει ορθογωνίου σχήματος κάτοψη (εσωτ.<br />

διαστ. 4,42 x 2,34 μ. και εξωτ. διαστ. 5,75 x 3,77 μ.) και καλύπτεται<br />

με κτιστή καμάρα. Η οροφή του ναού εξωτερικά φέρει επίστρωση<br />

από υδραυλικό κονίαμα (κουρασάνι).<br />

4. Η ανατολική πλευρά του ναού περατούται σε μίαν ημικυκλική<br />

αψίδα (χορδής 1,20 και βέλους 0,65 μ.), στο μέσον της οποίας<br />

ανοίγεται ένα μονόλοβο παράθυρο. Εντός της αψίδας κείται η κτιστή,<br />

σιγμοειδής Αγία Τράπεζα, η οποία μεταφέρθηκε στη θέση αυτή σε<br />

μεταγενέστερη εποχή, ενώ αρχικά έκειτο στο κέντρο του Ιερού Βήματος.<br />

5. Στο μέσον της δυτικής πλευράς του ναού ανοίγεται η είσοδος.<br />

Σε μεταγενέστερη εποχή ανοίχθηκε στη νότια πλευρά του Ιερού Βήματος<br />

ένα μονόλοβο παράθυρο, για φωτισμό και αερισμό, με αποτέλεσμα<br />

την μερική καταστροφή των τοιχογραφιών, οι οποίες ευρίσκοντο<br />

στη θέση αυτή.<br />

6. Οι εσωτερικές επιφάνειες των τοίχων του ναού εκαλύπτοντο<br />

με τοιχογραφίες, οι οποίες με την πάροδο του χρόνου, την υγρασία,<br />

την αιθάλη κηρίων και θυμιάματος και τις κατά καιρούς αδόκιμες


Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />

235<br />

ανθρώπινες επεμβάσεις είχαν υποστεί μεγάλες φθορές και αλλοιώσεις<br />

και είχαν καλυφθεί κατά το μεγαλύτερο αυτών μέρος από μεταγενέστερα<br />

επιχρίσματα.<br />

7. Κατά το έτος 2007 η 13η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων<br />

Κρήτης, σε συνεργασία με την Ενορία Παναγιάς Πεδιάδος, προέβη<br />

σε εργασίες στερεώσεως και συντηρήσεως του ναού της Αγίας Μαρίνας.<br />

Ειδικό συνεργείο συντηρητών, υπό την επίβλεψη και την<br />

καθοδήγηση της 13ης Ε.Β.Α., εργάσθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος<br />

του έτους 2008 για την αποκάλυψη, τον καθαρισμό, την στερέωση<br />

και την συντήρηση των τοιχογραφιών του ναού.<br />

8. Πρόκειται για τοιχογραφίες καλής ποιότητας, οι οποίες προέρχονται<br />

από τα μέσα του 14ου αι. Αυτές χαρακτηρίζονται για την<br />

ακρίβεια του σχεδίου, την απόδοση των λεπτομερειών, τον πλούτο<br />

των ενδυμάτων των εικονιζομένων προσώπων και την ποικιλία των<br />

χρησιμοποιουμένων, συνήθως σε σκοτεινούς τόνους, χρωμάτων.<br />

9. Η αγιογράφηση του ναού θα πρέπει να έγινε από συνεργείο<br />

αγιογράφων, του οποίου προΐστατο ο «μαΐστωρ» και στο οποίο<br />

συμμετείχαν ως συνεργάτες και βοηθοί περισσότερα πρόσωπα. Ο<br />

επικεφαλής του συνεργείου έφερε την ευθύνη του σχεδιασμού του<br />

εικονογραφικού προγράμματος και συνήθως εζωγράφιζε τα σημαντικότερα<br />

πρόσωπα και τις κυριώτερες συνθέσεις, ενώ οι λοιποί συνεργάτες<br />

ησχολούντο με την απόδοση δευτερευουσών συνθέσεων<br />

και προσώπων και οι βοηθοί και μαθητευόμενοι με την παροχή<br />

βοηθητικών υπηρεσιών.<br />

10. Οι τοιχογραφίες ακολουθούν το εικονογραφικό πρόγραμμα,<br />

το οποίον διεμορφώθη και επεκράτησε μετά το τέλος της Εικονομαχίας<br />

(726-843 μ.Χ.) στην Ορθόδοξη Εκκλησία, στηριζόμενο εν<br />

πολλοίς σε παραστάσεις και συνθέσεις που είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται<br />

ήδη από τους πριν την Εικονομαχία χρόνους.<br />

11. Επειδή ο ναός είναι μικρών διαστάσεων και ως εκ τούτου<br />

οι προς αγιογράφηση επιφάνειες είναι περιορισμένες, το εικονογραφικό<br />

πρόγραμμα συμπτύσσεται αναγκαστικά και περιορίζεται<br />

στα ουσιώδη και πλέον αναγκαία να παρασταθούν.<br />

12. Οι εικονογραφικές συνθέσεις χαρακτηρίζονται από λιτότητα·<br />

σε αυτές απεικονίζεται κατά κανόνα μικρός αριθμός προσώπων και<br />

ο αγιογράφος με απλά μέσα προσπαθεί να εκφράσει θεμελιώδεις<br />

θεολογικές έννοιες.<br />

13. Οι τοιχογραφίες ακολουθούν την παλαιά μοναχική συντηρητική<br />

παράδοση της ορθοδόξου αγιογραφίας, στην οποίαν και


236 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />

ανήκουν οργανικά. Παράλληλα παρατηρούνται ανανεωτικές τάσεις,<br />

οι οποίες οφείλονται σε επιδράσεις που προέρχονται από την αναγέννηση<br />

της τέχνης της εποχής των Παλαιολόγων (1261-1453 μ.Χ.).<br />

14. Επίσης διαπιστώνονται ορισμένα δάνεια στοιχεία και περιορισμένες<br />

επιδράσεις από την τέχνη της Δύσεως. Τούτο είναι<br />

ευεξήγητο, επειδή επί αιώνες η Κρήτη ετέλει υπό την κυριαρχία<br />

των Ενετών (1210-1645/1669 μ.Χ.), με αποτέλεσμα την αλληλεπίδραση<br />

και την ανταλλαγή πολιτιστικών και άλλων στοιχείων μεταξύ<br />

γηγενούς πληθυσμού και επήλυδων. Είναι αξιοσημείωτο ότι<br />

τα δάνεια αυτά και οι ξένες επιδράσεις προσλαμβάνονται και αφομοιώνονται<br />

ουσιαστικά και εντάσσονται οργανικά στη βυζαντινή<br />

αγιογραφία.<br />

15. Θεωρείται πολύ πιθανόν ο ναός της Αγίας Μαρίνας Παναγιάς<br />

Πεδιάδος να απετέλει κατά τους μέσους χρόνους σπουδαίο<br />

θρησκευτικό κέντρο της περιοχής, στο οποίο ησκείτο έντονη λαϊκή<br />

λατρεία και στο οποίο προσήρχετο πλήθος προσκυνητών, προσμένον<br />

στη διά των πρεσβειών της αγίας Μαρίνας θεία βοήθεια και<br />

στη θεραπεία των παθών της ψυχής και του σώματος.<br />

16. Η εντός του ναού απεικόνιση περισσοτέρων αγίων γυναικών,<br />

η εορτή των οποίων τελείται κατά τον μήνα Ιούλιο εκάστου<br />

έτους, οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι οι εορτές αυτές ετελούντο με ιδιαίτερη<br />

λαμπρότητα και με την προσέλευση πλήθους πιστών της περιοχής,<br />

κατά την εποχή του θέρους, η οποία ήτο ιδεώδης διά την<br />

τέλεση των εορτών αυτών στην ύπαιθρο.<br />

17. Η μελέτη και η δημοσίευση του ναού της Αγίας Μαρίνας<br />

Παναγιάς Πεδιάδος, του Νομού Ηρακλείου Κρήτης, αποτελεί σημαντική<br />

συμβολή στην έρευνα της Βυζαντινής Τέχνης και φωτίζει<br />

ορισμένες πλευρές της ιστορίας της περιοχής και της Κρήτης γενικώτερα<br />

κατά τους μέσους χρόνους.


Εικ. 2. Άγιος Πέτρος της Βερόνας. Άγιος Γεώργιος στους Αποστόλους Πεδιάδος.


Μαρία Μπορμπουδάκη<br />

Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών<br />

Ο άγιος Πέτρος της Βερόνας<br />

στον Άγιο Γεώργιο<br />

στους Αποστόλους Πεδιάδος<br />

και το τάγμα<br />

των Δομηνικανών<br />

στην Κρήτη<br />

Ο μικρός καμαροσκέπαστος ναός του Αγίου Γεωργίου, κτισμένος<br />

στον παλαιό οικισμό των Αποστόλων στην επαρχία Πεδιάδος Ηρακλείου,<br />

είχε απασχολήσει στο παρελθόν τον τιμώμενο του παρόντος<br />

τόμου 1 . Ο Μ. Μπορμπουδάκης αναγνώρισε σε πολλές μελέτες του<br />

την υψηλή ποιότητα των τοιχογραφιών και ενέταξε τη ζωγραφική<br />

διακόσμηση του ναού στο ρεαλιστικό ρεύμα της παλαιολόγειας τεχνοτροπίας<br />

που διείσδυσε και στη ζωγραφική της Κρήτης κατά τη<br />

1<br />

Ο ναός αναφέρεται για πρώτη φορά στο έργο του γνωστού Ιταλού ερευνητή<br />

G. Gerola, Elenco topografico delle chiese affrescate di Creta, Atti del<br />

Reale Instituto Veneto di Scienze, Lettere ed Arti 94.2 (1934-35), αρ. 511<br />

= Τοπογραφικός κατάλογος των τοιχογραφημένων εκκλησιών της Κρήτης, μτφ.<br />

πρόλ. σημ. Κ. Λασσιθιωτάκης, Ηράκλειο 1961, αρ. 511. Για την τοιχογραφική<br />

διακόσμηση του ναού, βλ. Μ. Μπορμπουδάκης, Η βυζαντινή τέχνη<br />

εις τον νομόν Ηρακλείου, Το Ηράκλειο και ο Νομός του, Ηράκλειο<br />

1971, σ. 114-115· του ιδίου, Η τέχνη κατά την Βενετοκρατία, Κρήτη:<br />

Ιστορία και Πολιτισμός, Ν. Μ. Παναγιωτάκης (επιμ.), Ηράκλειο 1988, τ.<br />

Β΄, σ. 93· Μ. Borboudakis, Κ. Gallas, Κ. Wessel, Byzantinisches Kreta,<br />

München 1983, σ. 113· Μ. Μπορμπουδάκης, Η Βυζαντινή τέχνη στο<br />

Νομό Ηρακλείου, Το Ηράκλειο και η περιοχή του: διαδρομή στο χρόνο. Ιστορία,<br />

Αρχαιολογία, Λογοτεχνία, Κοινωνία, Ν. Γιγουρτάκης (επιμ.), Ηράκλειο<br />

2004, σ. 165. Στη δεκαετία του 1970 η Αρχαιολογική Υπηρεσία, με προϊστάμενο<br />

τότε τον Μανόλη Μπορμπουδάκη, πραγματοποίησε εκτεταμένες<br />

εργασίες συντήρησης και αναστήλωσης της εκκλησίας και καθαρισμό της<br />

τοιχογραφικής διακόσμησης, μέρος της οποίας καλυπτόταν από παχιά<br />

κονιάματα, όπως διαπιστώνουμε από την αναφορά του Gerola.


240 ΜΑΡΙΑ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗ<br />

Εικ. 1.<br />

Άγιος Πέτρος της Βερόνας,<br />

αδιάγνωστη αγία,<br />

άγιος Κωνσταντίνοςαγία<br />

Ελένη,<br />

άγιος Γεώργιος<br />

(το μαρτύριο του τροχού).<br />

Άγιος Γεώργιος στους<br />

Αποστόλους Πεδιάδος.<br />

Βόρειος τοίχος.<br />

διάρκεια του 14ου αι., χρονολογώντας ταυτόχρονα τις παραστάσεις<br />

του ναού στα μέσα έως το τρίτο τέταρτo του αιώνα 2 . Η εκκλησία διατηρεί<br />

ένα αξιόλογο σύνολο τοιχογραφιών, με παραστάσεις από το<br />

Δωδεκάορτο και τις αναπτύξεις του να ιστορούνται στην καμάρα,<br />

ενώ στην κατώτερη διακοσμητική ζώνη σώζονται ολόσωμες μορφές<br />

μετωπικών αγίων (εικ. 1). Ανάμεσα τους περιλαμβάνεται η επιτοίχια<br />

μορφή ενός σπάνιου δυτικού αγίου ο οποίος αποτελεί αντικείμενο<br />

της παρούσας μελέτης.<br />

Ο φωτοστεφανωμένος άγιος (εικ. 2) εικονίζεται στο βόρειο τοίχο<br />

του ναού κάτω από το εσωρράχιο του δυτικού ενισχυτικού τόξου,<br />

με ολοσχερώς φθαρμένο το πρόσωπο και καταστροφές στη ζωγραφική<br />

επιφάνεια από τη μέση και κάτω. Έχει κεφάλι στρογγυλό και<br />

ξυρισμένο, μεγάλη tonsura με βοστρύχους που στεφανώνουν το μέτωπο,<br />

αραιό και κοντό γένι. Φορά λευκό χειριδωτό χιτώνα που προ-<br />

2<br />

Για το ναό βλ. Μαρία Μπορμπουδάκη, Η τοιχογραφική διακόσμηση της εκκλησίας<br />

του Αγίου Γεωργίου στους Αποστόλους στο νομό Ηρακλείου, Ιωάννινα:<br />

αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή 2014.


Ο ΑΓΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΑΣ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />

ΚΑΙ ΤΟ ΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΔΟΜΗΝΙΚΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ<br />

241<br />

βάλλει στο λαιμό σαν γιακάς, από πάνω μαύρο μανδύα που ανοίγει<br />

ελαφρά στο ύψος της μέσης, με κουκούλα πεσμένη πίσω. Κρατά στο<br />

δεξί του χέρι μεγάλο κλαδί φοίνικα με λιγοστά κλαδιά που φτάνει<br />

στο ύψος της κεφαλής, και στο αριστερό κλειστό κόκκινο ευαγγέλιο<br />

με πολυτελή στάχωση. Πάνω στο μανδύα στο ύψος του δεξιού του<br />

βραχίονα σώζεται μόνον το γράμμα Ε της γραπτής επιγραφής.<br />

Τα χαρακτηριστικά του αγίου μάς επιτρέπουν την ταύτισή του<br />

με δομηνικανό άγιο της καθολικής εκκλησίας, όπως αυτοί παριστάνονται<br />

σε βενετικό τρίπτυχο βωμού (αλτάρι) του Fra Angelico<br />

στο Μουσείο San Marco της Φλωρεντίας (1428-1429) 3 (εικ. 3).<br />

3<br />

G. Bonsanti, Firenze, l’Angelico al convento di S. Marco, Milano 1982, σ.<br />

18-19.<br />

Εικ. 3. Άγιος Δομήνικος,<br />

άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής,<br />

Παναγία βρεφοκρατούσα,<br />

άγιος Πέτρος της Βερόνας,<br />

Θωμάς ο Ακινάτης και<br />

σκηνές από τη ζωή<br />

και το θάνατο του αγίου<br />

Πέτρου της Βερόνας<br />

στο επάνω τμήμα<br />

της παράστασης.<br />

Altare του δομηνικανού<br />

ζωγράφου Fra Angelico.<br />

1436. Μουσείο San Marco<br />

στην Φλωρεντία (Bonsanti,<br />

Firenze, l’Angelico,<br />

σ. 18-19).


242 ΜΑΡΙΑ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗ<br />

Εκεί οι άγιοι Δομήνικος, Θωμάς ο Ακινάτης και Πέτρος της Βερόνας<br />

έχουν tonsura στο κεφάλι και φορούν τη χαρακτηριστική ενδυμασία<br />

του τάγματος των δομηνικανών, που περιλαμβάνει λευκό απλό χιτώνα,<br />

ανάλαβο του ίδιου χρώματος και από πάνω μαύρο μανδύα<br />

με κουκούλα ριγμένη στους ώμους 4 , όπως ο εξεταζόμενος άγιος, με<br />

τη διαφορά ότι στους Αποστόλους δεν διακρίνεται ο λευκός ανάλαβος<br />

λόγω των εκτεταμένων φθορών στη ζωγραφική επιφάνεια. Κυρίως,<br />

όμως, το κλαδί φοίνικα που φέρει η αναπαριστώμενη μορφή<br />

στους Αποστόλους οδηγούν στην ταύτισή της με τον άγιο Πέτρο τον<br />

μάρτυρα ή -αλλιώς- της Βερόνας 5 , ο οποίος έχει αντίστοιχα χαρακτηριστικά<br />

στη δυτική τέχνη, όπως στο προαναφερόμενο τρίπτυχο<br />

αλλά και νωρίτερα σε αντιφωνάριο του τέλους του 13ου αι., τώρα<br />

στο Art Institute του Σικάγο (Μs 1911.142.B, c 105r), με μικρογραφίες<br />

εκτελεσμένες από τον Jacobello Muriolo da Salerno 6 . Είναι<br />

μάλιστα ενδιαφέρον ότι το κλαδί φοίνικα αναφέρεται ως τυπικό<br />

στοιχείο της εικονογραφίας του αγίου από τον δομηνικανό θεολόγο<br />

και μαθητή του Ακινάτη, Remigio dei Girolami (1247-1319), ο<br />

οποίος σε λειτουργικά κείμενα που συνέγραψε αναφέρει “unde cum<br />

palma in manu pingitur” 7 . Επιπλέον, ο εξεταζόμενος άγιος κρατά<br />

κόκκινο ευαγγέλιο, στοιχείο που αποδίδεται συστηματικά στην εικονογραφία<br />

του, με ενδιαφέρον παράδειγμα το προαναφερόμενο<br />

τρίπτυχο του Fra Angelico.<br />

Γεννημένος στη Βερόνα στα 1206 από οικογένεια καθολικών,<br />

φιλικά προσκείμενη στην αίρεση των Καθαρών, ο άγιος Πέτρος<br />

4<br />

G. Ferguson, Signs and Symbols in Christian Art, Oxford 1954, σ. 159.<br />

5<br />

L. Reau, Iconographie de l’art chrétien, New York 1983, σ. 1104-1106·<br />

LCI, τ. VIII, στήλ. 185-190 (M. Lechner)· G. Kaftal, Iconography of the<br />

saints in Tuscan painting, Firenze 1952, στήλ. 817-833· του ιδίου, Iconography<br />

of the saints in Central and South Italian schools of painting, Firenze<br />

1965, στήλ 904-909· V. Alce, L’iconografia di San Pietro da Verona<br />

martire domenicano, Memorie Domenicane 830-831 (1953), σ. 100-114,<br />

150-168. Για το βίο και τη λατρεία του αγίου Πέτρου της Βερόνας βλ. D.<br />

Prudlo, The Μartyred Ιnquisitor: Τhe Life and Cult of Peter of Verona<br />

(†1252), Aldershot-Burlington 2008, σ. 13-70.<br />

6<br />

A. Improta, Dal pulpito al sepolcro. Contributo per l’iconografia di San<br />

Pietro Martire da Verona tra XIII e XIV secolo, Porticum. Revista d’ Estudis<br />

Medievals 7 (2011), σ. 108, εικ. 1.<br />

7<br />

D. Delcorno, San Pietro Martire nella predicazione duecentesca, στο G.<br />

Festa (επιμ.), Martire per la fede. San Pietro da Verona domenicano e inquisitore,<br />

Bologna 2007, σ. 277, αρ. 6· Improta, Dal pulpito al sepolcro, σ.<br />

108-109.


Ο ΑΓΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΑΣ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />

ΚΑΙ ΤΟ ΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΔΟΜΗΝΙΚΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ<br />

243<br />

μαθήτευσε σε καθολικά σχολεία και αργότερα στο πανεπιστήμιο<br />

της Μπολόνια. Εκεί γνώρισε στα δεκαπέντε του χρόνια τον θεμελιωτή<br />

του τάγματος των Δομηνικανών 8 άγιο Δομήνικο (γνωστό και<br />

ως Δομήνικο Gudzman) 9 και προσχώρησε στο τάγμα των αδελφών<br />

Ιεροκηρύκων (“Ordo Fratrum Praedicatorum”). Υπήρξε ιεροκήρυκας<br />

του καθολικισμού σε ολόκληρη την Ιταλία, ιεροεξεταστής και μέγας<br />

πολέμιος των αιρέσεων, ιδιαίτερα αυτής των Καθαρών, γεγονός<br />

που προκάλεσε τη δολοφονία του στα 1252 από τον οπαδό τους<br />

Carino Balsamo, αποτελώντας έτσι τον πρώτο μάρτυρα άγιο του<br />

τάγματος. H αγιοποίηση του Πέτρου συντελέστηκε από τον πάπα<br />

Ιννοκέντιο Δ' λίγο μετά τη δολοφονία του αγίου το 1253 10 , οπότε οι<br />

πρώτες απεικονίσεις του δομηνικανού μάρτυρα χρονολογούνται<br />

στο δεύτερο μισό του 13ου αι., όπως στο χειρόγραφο του Σικάγο<br />

που αναφέραμε πιο πάνω 11 . Σύμφωνα με την λατινική παράδοση ο<br />

8<br />

Είναι αξιοσημείωτο ότι οι δομηνικανοί αφοσιώθηκαν περισσότερο στην<br />

καλλιέργεια του κηρύγματος και στην καταπολέμηση των αιρέσεων παρά<br />

στον αναχωρητισμό, ενώ παράλληλα βασική τους αρχή ήταν η αποποίηση<br />

κάθε περιουσιακού στοιχείου και η εναπόθεση της επιβίωσής τους στην<br />

επαιτεία, αποτελούσαν δηλαδή ένα επαιτικό τάγμα. Ασχολήθηκαν με τα<br />

γράμματα και τις επιστήμες, ενώ από το τάγμα τους προήλθαν πάπες,<br />

καρδινάλιοι και δύο σπουδαίοι ζωγράφοι, ο Fra Angelico (Guido di Pietro)<br />

και ο Fra Bartolommeo (Baccio della Porta). Για τον άγιο Δομήνικο<br />

και το τάγμα των Δομηνικανών βλ. W. Hinnebusch, The History of the<br />

Dominican Order, New York 1966· του ιδίου, The Dominicans: A Short<br />

History, Dublin 1985· Δ. Κασαπίδης, Συμβολή στην ιστορία της εγκατάστασης<br />

των Δομηνικανών στον Ελληνικό χώρο. Η περίπτωση της Χίου,<br />

Εκκλησιαστικός Φάρος 86 (1998), σ. 223-252· του ιδίου, Ο άγιος Δομήνικος,<br />

η εποχή του και η ίδρυση του τάγματος των Δομηνικανών, Βυζαντινός<br />

Δομός 13 (2002-2003), σ. 161-171.<br />

9<br />

Καταγόμενος από εύπορους γονείς, ο άγιος Δομήνικος γεννήθηκε στην<br />

Calleruega της Ισπανίας το 1172, σπούδασε στην Palencia και το 1214<br />

ίδρυσε το τάγμα των αδελφών Ιεροκηρύκων. Το τάγμα αναγνωρίστηκε<br />

επίσημα στα 1216 από τον πάπα Ονώριο Γ΄ ο οποίος τους εξασφάλισε<br />

ειδικά προνόμια, ενώ η πρώτη σύνοδος του τάγματος έγινε στη Μπολόνια<br />

το 1220. Εκεί πέθανε ο Δομήνικος ένα χρόνο αργότερα, στις 6 του Αυγούστου<br />

του 1221, εξαντλημένος από τις κακουχίες στις οποίες υπέβαλε<br />

τον εαυτό του. Ο άγιος Δομήνικος εντάχθηκε στο αγιολόγιο της Καθολικής<br />

Εκκλησίας στα 1234, ενώ στο ορθόδοξο αγιολόγιο δεν συμπεριλήφθηκε<br />

ποτέ. Για το βίο του αγίου Δομήνικου, βλ. J. Guiraud, Saint Dominic, London-New<br />

York 1913. Για την εικονογραφία του αγίου Δομήνικου, βλ.<br />

Reau, Iconographie de l’art, σ. 391-398· LCI, τ. VI, στήλ. 72-79 (I. Frank).<br />

10<br />

Prudlo, The Μartyred Ιnquisitor, σ. 118.<br />

11<br />

Improta, Dal pulpito al sepolcro, σ. 108, 110, 114, εικ. 1, 2, 5.


244 ΜΑΡΙΑ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗ<br />

Eικ. 4.<br />

Δολοφονία του αγίου Πέτρου<br />

της Βερόνας.<br />

Φύλλο αντιφωνάριου.<br />

β΄μισό 13ου αιώνα.<br />

Metropolitan Museum of Art.<br />

Carino Balsamo χτύπησε τον Πέτρο με μαχαίρι στο κεφάλι,<br />

προκαλώντας του θανατηφόρο τραυματισμό. Στη σκηνή<br />

αυτή γίνεται συστηματική αναφορά στη δυτική εικονογραφία,<br />

όπως στο αλτάρι του Fra Angelico στο Μουσείο San<br />

Marco της Φλωρεντίας (1429) (εικ. 3) 12 , αλλά και σε εικονογραφημένα<br />

χειρόγραφα του δεύτερου μισού του 13ου<br />

αι., όπως σε φύλλο αντιφωνάριου από τη νότια Ιταλία,<br />

τώρα στο Metropolitan Museum of Art 13 (εικ. 4). Παράλληλα,<br />

στις ολόσωμες απεικονίσεις του αγίου σε ζωγραφικά<br />

έργα δυτικής τέχνης αποτυπώνονται συστηματικά τα αίματα<br />

στο κεφάλι από το θανατηφόρο χτύπημα. Σημειώνουμε<br />

ενδεικτικά την ιστάμενη μορφή του αγίου στην Pala di<br />

Annalena στο μοναστήρι San Vincenzo di Annalena φιλοτεχνημένη<br />

από τον Fra Angelico 15 (εικ. 5), στοιχείο που<br />

παραλείπεται, ωστόσο, από την εξεταζόμενη παράσταση<br />

του δομηνικανού μάρτυρα, η οποία είναι εκτελεσμένη σύμφωνα<br />

με την ορθόδοξη παράδοση.<br />

Η μορφή του αγίου Πέτρου του μάρτυρα εντοπίζεται<br />

σε λίγους μόνο ναούς του τάγματος των Δομηνικανών<br />

στην Κρήτη 16 και στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο. Από τη<br />

βενετική φάση (13ος αι.) της μεγάλης παλαιοχριστιανικής<br />

12<br />

Bonsanti, Firenze, l’Angelico, σ. 18-19.<br />

13<br />

Αριθμός εισαγωγής 2005.273. Για το χειρόγραφο βλ.<br />

www.metmuseum.org/collections/search-the-collections/476564?img=2<br />

Η δολοφονία του αγίου σώζεται επίσης<br />

στο λατινικό αρχίγραμμα Ρ, σε αντιφωνάριο του β΄ μισού του<br />

13ου αι. από την Μπολόνια, τώρα επίσης στο Metropolitan<br />

Museum of Art, www.metmuseum.org/toah/works-ofart/23.21.2<br />

14<br />

Ανάλογη είναι η απεικόνιση του δομηνικανού αγίου στην pala<br />

di altare στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου, φιλοτεχνημένη<br />

από τον Fra Angelico στα 1443 με την ιστορία του Κοσμά και<br />

του Δαμιανού, βλ. Bonsanti, Firenze, l’Angelico, σ. 40-41.<br />

15<br />

Ό.π., σ. 38.<br />

16<br />

Για το θέμα της ανέγερσης των ναών των δομηνικανών στην<br />

Κρήτη, βλ. G. Gerola, Βενετικά Μνημεία της Κρήτης (Eκκλησίες),<br />

μτφ. Σ. Σπανάκης, Ηράκλειο 1993, σ. 111-145· ΘΗΕ 7, 1019<br />

(λήμμα Θ. Τζεδάκης)· Β. Kitsiki-Panagopoulos, Cistercian and<br />

Mendicant Monasteries in Medieval Greece, Chicago 1979, σ. 9·<br />

Ό. Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή. Η μαρτυρία<br />

της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, Ηράκλειο 2010, σ. 35-40,<br />

όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία.


Ο ΑΓΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΑΣ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />

ΚΑΙ ΤΟ ΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΔΟΜΗΝΙΚΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ<br />

245<br />

βασιλικής της Αγίας Παρασκευής στη Χαλκίδα διατηρείται στη γένεση<br />

των δύο σκελών του μεγάλου οξυκόρυφου τόξου του πρεσβυτερίου<br />

που δεσπόζει στο αέτωμα του ιερού 17 , η ολόσωμη μορφή<br />

του αγίου Πέτρου του Μάρτυρα 18 , που αποτελεί την πρωιμότερη<br />

γνωστή απεικόνισή του στον ελλαδικό χώρο και μάλιστα σε ανάγλυφη<br />

μορφή. Εκεί ο άγιος Πέτρος αναγνωρίζεται από τη μοναχική<br />

ενδυμασία του τάγματος, το κούρεμα της παπαλήθρας και τα χαρακτηριστικά<br />

σύμβολα, δηλαδή το μεγάλο κλαδί φοίνικα και το<br />

17<br />

Prudlo, The Μartyred Ιnquisitor, σ. 118.<br />

18<br />

Ν. Δεληνικόλας-Β. Βέμη, Η Αγία Παρασκευή Χαλκίδας. Ένα βενετικό<br />

πρόγραμμα ανοικοδόμησης τον 13ο αιώνα, στο Βενετία-Εύβοια. Από τον<br />

Έγριπο στο Νεγρεπόντε (Χαλκίδα, 12-14 Νοεμβρίου 2004), Χ. Μαλτέζου-Χρ.<br />

Παπακώστα (επιμ.), Βενετία-Αθήνα 2006, σ. 248-249. Στο άλλο σκέλος<br />

του οξυκόρυφου τόξου παριστάνεται η γλυπτή μορφή του ιδρυτή του τάγματος<br />

των δομηνικανών αγίου Δομηνίκου.<br />

Εικ. 5.<br />

Άγιος Πέτρος της Βερόνας<br />

(πρώτος από αριστερά),<br />

Παναγία βρεφοκρατούσα<br />

και άγιοι της καθολικής<br />

εκκλησίας.<br />

Pala di Annalena<br />

του δομηνικανού<br />

ζωγράφου Fra Angelico.<br />

1434-1438.<br />

Μουσείο San Marco<br />

στην Φλωρεντία<br />

(Bonsanti, Firenze,<br />

l’ Angelico, σ. 38).


246 ΜΑΡΙΑ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗ<br />

ευαγγέλιο, όπως στην υπό εξέταση παράσταση. Παράλληλα, στον<br />

ίδιο ναό εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια των εργασιών συντήρησης,<br />

το 1975, τοιχογραφίες του 13ου αι., για τις οποίες έχει υποστηριχθεί<br />

ότι περιελάμβαναν σκηνές με το βίο του αγίου Πέτρου του Μάρτυρα<br />

19 , ενδεχόμενο που ενισχύεται από τον εντοπισμό της γλυπτής<br />

μορφής του αγίου στον ίδιο ναό 20 . Επιπλέον, έχει διατυπωθεί η<br />

υπόθεση ότι σκηνές από τη ζωή του αγίου Πέτρου περιλαμβάνονταν<br />

στο εικονογραφικό πρόγραμμα της εκκλησίας του Αγίου Παύλου<br />

και Δομήνικου στο Πέραν της Κωνσταντινούπολης, γνωστή και ως<br />

Arap Camii 21 , η οποία αποτέλεσε το κεντρικό μοναστήρι του τάγματος<br />

των Δομηνικανών στην Κωνσταντινούπολη τον 14ο αι. και έως το<br />

1475 22 , αν και στις τοιχογραφίες του ναού που σώζονται σήμερα<br />

εικονίζεται η μορφή ενός μόνο αγίου της καθολικής εκκλησίας,<br />

αυτή του ιατρού αγίου Αμβροσίου 23 .<br />

Παράλληλα, στη μεγάλου μεγέθους και λιτή στην κατασκευή<br />

της βασιλική του Αγίου Πέτρου των Δομηνικανών στο Ηράκλειο,<br />

19<br />

P. Mackay, St. Mary of the Dominicans: The Monastery of the Fratres<br />

Praedicatores in Negropont, στο Βενετία-Εύβοια, σ. 145· M. Γεωργοπούλου-<br />

Βέρρα, Συντήρηση-καθαρισμός τοιχογραφιών, ΑΔ 30 (1975), Χρονικά Β1,<br />

σ. 173· Δεληνικόλας-Βέμη, Η Αγία Παρασκευή Χαλκίδας, σ. 244-245.<br />

20<br />

Δεληνικόλας-Βέμη, Η Αγία Παρασκευή Χαλκίδας, σ. 248-249.<br />

21<br />

Α. Derbes-Α. Neff, Italy, the Mendicant Orders, and the Byzantine<br />

Sphere, στο Byzantium, Faith and Power (1261-1557), H. Evans (εκδ.),<br />

New York 2004, σ. 451.<br />

22<br />

Η. Cetinkaya, Arap Camii in Istanbul: its architecture and frescoes,<br />

Anatolia Antiqua XVIII (2010), σ. 169-188· Mackay, St. Mary of the<br />

Dominicans, σ. 134· S. Westphalen, Pittori greci nella chiesa domenicana<br />

dei Genovesi a Pera (Arap Camii). Per la genesi di una cultura figurativa<br />

levantina nel Trecento, Intorno al sacro Volto. Genova, Bisanzio e il Mediterraneo<br />

(secoli XI-XIV), A. R. Calderoni Masetti-C. Dufour Bozzo-G. Wolf<br />

(επιμ.), Venezia 2007, σ. 51-62· του ιδίου, Die Dominikanerkirche der<br />

Genuesen von Pera (Arap Camii). Griechische Maler-Lateinische Auftraggeber,<br />

στο Austausch und Inspiration. Kulturkontakt als Impuls architektonischer<br />

Innovation, U. Wulff-Rheidt-F. Pirson (επιμ.), Mainz 2008,<br />

σ. 276-291.<br />

23<br />

Cetinkaya, Arap Camii, σ. 175, εικ. 8a. Ο ναός ο οποίος είχε ανεγερθεί<br />

στις αρχές του 14ου αι., σώζει εξίτηλες τοιχογραφίες εκτελεσμένες πιθανόν<br />

σύμφωνα με την βυζαντινή ορθόδοξη παράδοση, οι οποίες αποκαλύφθηκαν<br />

στο σεισμό του 1999, ενώ η έρευνα δεν έχει καταλήξει ακόμα,<br />

εάν στις αποκαλυφθείσες κατά τα έτη 2010 και 2011 τοιχογραφίες στο<br />

Arap Camii περιλαμβανόταν η μορφή κάποιου δομηνικανού αγίου. Ευχαριστώ<br />

τον κ. Westphalen για τις πληροφορίες που μου παρείχε σχετικά<br />

με τις νέες αποκαλύψεις στο ναό.


Ο ΑΓΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΑΣ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />

ΚΑΙ ΤΟ ΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΔΟΜΗΝΙΚΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ<br />

247<br />

αφιερωμένη στον ομώνυμο δυτικό μάρτυρα 24 , που οικοδομήθηκε<br />

σύμφωνα με τις συνοδικές οδηγίες του τάγματος περί μορφολογικής<br />

λιτότητας και αυστηρότητας, εικονίζονται στον ανατολικό τοίχο του<br />

βόρειου παρεκκλησίου, στην κατώτερη ζώνη, ολόσωμοι μετωπικοί<br />

άγιοι σε κακή κατάσταση διατήρησης, οι οποίοι χρονολογούνται<br />

πιθανόν στη διάρκεια του 14ου αι. 25 . Ανάμεσά τους διακρίνεται η<br />

εξίτηλη φωτοστεφανωμένη μορφή δυτικού αγίου που φορά μαύρο<br />

μανδύα με κουκούλα και έχει μεγάλη tonsura, με λίγα μαλλιά να<br />

στέφουν την κεφαλή, όπως στην υπό εξέταση παράσταση. Τα στοιχεία<br />

αυτά δεν εμποδίζουν την ταύτιση της μορφής με αυτή του<br />

αγίου Πέτρου της Βερόνας, αν και το δηλωτικό σύμβολο, δηλαδή<br />

το κλαδί φοίνικα, καθώς και τα αγιωνύμια που θα μας οδηγούσαν<br />

24<br />

Η ανέγερση του ναού πρέπει να πραγματοποιήθηκε μετά το 1254, χρονολογία<br />

δολοφονίας και ανακήρυξης του αγίου Πέτρου της Βερόνας σε<br />

άγιο της καθολικής εκκλησίας από τον Πάπα Ιννοκέντιο Δ΄. Άλλωστε, η<br />

αγορά οικοπέδων γύρω από το μοναστήρι το 1275 και το 1301, για την<br />

επέκταση των εγκαταστάσεών τους, μας δίνει ένα terminus ante quem για<br />

την ανέγερση του ναού του Αγίου Πέτρου· βλ. Mackay, St. Mary of the<br />

Dominicans, σ. 126-129, 132-133· Χ. Γάσπαρης, Τα αστικά φέουδα<br />

(burghesie). Η ακίνητη ιδιοκτησία των φεουδαρχών στον Χάνδακα,<br />

Πεπραγμένα του Η΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Ηράκλειο 1996), τ.<br />

Α΄, Ηράκλειο 2000, σ. 137-150· Δ. Χρονάκη, Δ. Καλομοιράκης, Ο ναός<br />

του Αγίου Πέτρου των Δομηνικανών στο Ηράκλειο, Πεπραγμένα Θ΄ Διεθνούς<br />

Κρητολογικού Συνεδρίου (Ελούντα, 1-6 Οκτωβρίου 2001), τ. Β2, Ηράκλειο<br />

2004, σ. 119-137· Kitsiki-Panagopoulos, Cistercian and Mendicant,<br />

ό.π., σ. 87-93· Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, ό.π. σ.<br />

26, 142· G. Gerola, Monumenti Veneti nell’ isola di Creta, τ. II.3, Venezia<br />

1908, σ. 125-127. Πιστεύεται, μάλιστα, ότι ο ναός κτίστηκε, όταν αρχιεπίσκοπος<br />

Κρήτης ήταν ο δομηνικανός Giovanni Querini στα 1247-1252,<br />

βλ. S. Borsari, Il dominio veneziano a Creta nel XIII secolo, Napoli 1963, σ.<br />

134· M. Georgopoulou, Venice’s Mediterranean Colonies. Architecture and<br />

Urbansim, Cambridge 2001, σ. 136. Σημειώνεται, ακόμα, ότι ο Mackay<br />

στηριζόμενος στα αρχεία του τάγματος υποστηρίζει ότι οι Δομηνικανοί<br />

εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Κρήτη μετά το 1289· βλ. Mackay, St. Mary<br />

of the Dominicans, σ. 128.<br />

25<br />

Ευχαριστώ την κα. Ε. Κανάκη, αρχαιολόγο της ΕΦΑ Ηρακλείου για τις<br />

χρήσιμες πληροφορίες. Αναφορά στις τοιχογραφίες έχει γίνει από τους<br />

Καλομοιράκη-Χρονάκη οι οποίοι χρονολογούν τις παραστάσεις στον 15ο<br />

αι. Βλ. Χρονάκη-Καλομοιράκης, Ο ναός του Αγίου Πέτρου, σ. 123 και Ε.<br />

Κανάκη-Χ. Μπιλμέζη, Ανασκαφική έρευνα στον Άγιο Πέτρο των Δομηνικανών<br />

(2007-2008), στο Αρχαιολογικό έργο Κρήτης 2. Πρακτικά της 2ης<br />

Συνάντησης. Ρέθυμνο, 26-28 Νοεμβρίου 2010, Μ. Ανδριανάκης-Π. Βαρθαλίτου-Ι.<br />

Τζαχίλη (επιμ.), Ρέθυμνο 2012, σ. 346.


248 ΜΑΡΙΑ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗ<br />

σε ασφαλή ταύτιση έχουν ολοκληρωτικά καταστραφεί. Θεωρούμε<br />

πάντως εύλογο ότι ο άγιος Πέτρος περιλαμβανόταν στο εικονογραφικό<br />

πρόγραμμα του ναού ως ο τιμώμενος άγιος. Το ενδεχόμενο<br />

της απεικόνισης του αγίου Πέτρου στο ναό του Χάνδακα, πιθανόν<br />

στο πρώτο μισό του 14ου αι. 26 , μάς οδηγεί στη σκέψη ότι αποτέλεσε<br />

το πρότυπο της υπό εξέταση τοιχογραφίας στους Αποστόλους. Υποθέτουμε<br />

ακόμα ότι η απεικόνιση του αγίου Πέτρου στο Ηράκλειο<br />

θα ακολούθησε το πρότυπο από κάποιο αλτάρι δυτικής τέχνης που<br />

είχε μεταφερθεί στην Κρήτη από το τάγμα των Δομηνικανών. Η<br />

υπόθεση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι οι μορφές στην κατώτερη<br />

διακοσμητική ζώνη του ναού ορίζονται από οξυκόρυφα γραπτά<br />

τόξα που βαίνουν σε κιονίσκους, καθώς σε αλτάρια δυτικής τέχνης,<br />

όπως ενδεικτικά αναφέραμε πιο πάνω για το τρίπτυχο του Fra Angelico<br />

με τη δολοφονία του αγίου 27 (εικ. 3).<br />

Η πιθανή σύνδεση του ναού στο Χάνδακα με αυτόν στους Αποστόλους,<br />

αλλά και η σχέση των δύο ναών με το τάγμα ενισχύεται<br />

επιπλέον από ένα έγγραφο του 1650-55 που δημοσίευσε το 1944<br />

ο R. Loenertz 28 , στηριζόμενος στα αρχεία της αδελφότητας, στα Monumenta<br />

Ordinis Fratrum. Praedicatorum Historica (MOPH XII,<br />

136). Όπως πληροφορούμαστε από τον ανώνυμο συντάκτη, “Nella<br />

villa di Pediada si ritrova un conventino chiamato s. Giorgio incorporato<br />

alla religione da pochi anni in qua, dove sta un sacerdote et e vicariato<br />

soggetto al convento di s. Pietro di Candia”. Καθώς ο γεωγραφικός<br />

προσδιορισμός “nella villa di Pediada” πιθανότατα εννοεί την περιοχή<br />

ή την επαρχία Πεδιάδος, αφού χωριό με το όνομα Πεδιάδα<br />

δεν υπάρχει στην Κρήτη, μεταφράζουμε το κείμενο ως εξής: «στην<br />

περιοχή της Πεδιάδος υπάρχει μία μικρή μονή αφιερωμένη στον<br />

Άγιο Γεώργιο που συνδέεται με τη θρησκεία εδώ και μερικά χρόνια,<br />

στην οποία ιερουργεί ένας παπάς που είναι και εφημέριος ο οποίος<br />

υπάγεται στη μονή του Αγίου Πέτρου στον Χάνδακα». Αν και το έγγραφο<br />

είναι αρκετά μεταγενέστερο της εποχής ανέγερσης και τοιχογράφησης<br />

της εκκλησίας μας, η αναφορά σε μονή αφιερωμένη στον<br />

26<br />

Από την επιτόπια έρευνα στο ναό πιθανολογούμε ότι οι παραστάσεις<br />

εκτελέστηκαν στο πρώτο μισό του 14ου αι., αν και οι τοιχογραφίες μόλις<br />

που διακρίνονται.<br />

27<br />

Bonsanti, Firenze, l’Angelico, σ. 18-19.<br />

28<br />

R.-J. Loenertz, Documents pour servir à l’histoire de la province dominicaine<br />

de Grèce (1474-1669), Archivum Fratrum Praedicatorum 14<br />

(1944), σ. 113, αρ. 6.


Ο ΑΓΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΑΣ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />

ΚΑΙ ΤΟ ΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΔΟΜΗΝΙΚΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ<br />

249<br />

Άγιο Γεώργιο και μάλιστα μικρού μεγέθους, η σύνδεσή της με τη<br />

θρησκεία (των Δομηνικανών) και τη μονή του τάγματος στο Ηράκλειο<br />

και κυρίως η ανέγερσή της στην περιοχή της Πεδιάδος, αποτελούν<br />

στοιχεία που οδηγούν στην ταύτιση του ναού στους Αποστόλους<br />

με τη δομηνικανική μικρή μονή του εκδεδομένου από τον<br />

Loenertz εγγράφου. Ακόμα, η αναφορά στο έγγραφο σε έναν παπά<br />

ο οποίος υπαγόταν στον Άγιο Πέτρο των Δομηνικανών, μαρτυρεί<br />

τη στενή σύνδεση του ναού του Αγίου Γεωργίου με τη γνωστή μονή<br />

του Χάνδακα κατά τον 17ο αι., σχέση η οποία υποθέτουμε ότι προϋπήρχε<br />

της εποχής αυτής.<br />

Η φράση “incorporato alla religione da pochi anni in qua” πιθανότατα<br />

υπονοεί την επίσημη παραχώρηση του ναού στο τάγμα των<br />

Δομηνικανών κατά τον 17ο αι., όπως άλλωστε συνέβη στα Ιόνια<br />

νησιά και με άλλες εκκλησίες των οποίων οι κτήτορες συνδέονταν<br />

με την αδελφότητα. Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται η μονή του Προφήτη<br />

Ηλία, στη θέση Ψήλωμα της Ζακύνθου (1509), η οποία με το<br />

θάνατο του δομηνικανού ιδρυτή της Δομήνικου di Canea το 1515<br />

παραχωρήθηκε στο τάγμα με διάταγμα του δόγη Λεονάρδου Loredan<br />

(1502-1521) 29 . Όμοια η εκκλησία της Παναγίας των Χαιρετισμών<br />

στην Πλάκα Αργοστολίου στην Κεφαλλονιά παραχωρήθηκε στο<br />

τάγμα των Δομηνικανών από τον Φραντζέσκο Caenazzo με διαθήκη<br />

που φέρει τη χρονολογία 1641 30 .<br />

Αν και το παραπάνω έγγραφο υποδηλώνει τη σύνδεση του<br />

ναού του Αγίου Γεωργίου με το τάγμα κατά τον 17ο αι., ωστόσο θεωρούμε<br />

βέβαιο ότι ο ναός δεν αποτελούσε καθίδρυμα της αδελφότητας<br />

την εποχή ανέγερσης και τοιχογράφησής του, δηλαδή τον<br />

14ο αι. Προς αυτή την κατεύθυνση οδηγεί ο αρχιτεκτονικός τύπος<br />

του ναού, κτισμένος στο συνήθη τύπο των καμαροσκέπαστων και<br />

μικρού μεγέθους ναών της κρητικής υπαίθρου και όχι σύμφωνα με<br />

τις επιταγές της γοτθικής αρχιτεκτονικής παράδοσης ή τις συνοδικές<br />

οδηγίες του τάγματος όπως τα κεντρικά καθιδρύματα των δομηνικανών.<br />

Επίσης, το γεγονός ότι η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου είχε<br />

ανεγερθεί σε επαρχία και όχι εντός του πολεοδομικού ιστού σημαντικής<br />

πόλης της Κρήτης, όπως οι έτεροι ναοί του τάγματος στον<br />

ελλαδικό χώρο (Θήβα, Γλαρέντζα, Χαλκίδα, Ανδραβίδα, Μεθώνη) 31<br />

29<br />

Δ. Κασαπίδης, Εγκαταστάσεις των Δομηνικανών στα νησιά του Ιονίου,<br />

Συνάντηση 149 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2004), σ. 20.<br />

30<br />

Ό.π., σ. 23.<br />

31<br />

P. Lock, The Franks in the Aegean (1204-1500), London-New York 1995,


250 ΜΑΡΙΑ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗ<br />

και την Κρήτη, υποδηλώνει ότι η εκκλησία δεν συνδεόταν άμεσα<br />

με την αδελφότητα κατά τον 14ο αι. Κυρίως, όμως, το εικονογραφικό<br />

πρόγραμμα του ναού του Αγίου Γεωργίου που είναι σύμφωνο με τη<br />

βυζαντινή ορθόδοξη παράδοση 32 , καθώς και η ιστόρηση ενός μόνο<br />

αγίου που σχετίζεται με το τάγμα των Δομηνικανών και όχι σκηνών<br />

από το βίο του αγίου Πέτρου του Μάρτυρα, καταδεικνύουν ότι η εκκλησία<br />

μας αποτελούσε ένα από τα πολυάριθμα ορθόδοξα εκκλησάκια<br />

που βρίσκονταν διάσπαρτα στην κρητική ύπαιθρο.<br />

Σύμφωνα με τα παραπάνω μπορούμε να διατυπώσουμε τις<br />

εξής σκέψεις: η απεικόνιση του δομηνικανού μάρτυρα Πέτρου της<br />

Βερόνας στο ναό του Αγίου Γεωργίου, ανάμεσα στους ολόσωμους<br />

αγίους του ορθόδοξου εορτολογίου και σύμφωνα με τη βυζαντινή<br />

εικονογραφική παράδοση, αποτελεί τη μοναδική έως σήμερα βεβαιωμένη<br />

απεικόνιση δομηνικανού αγίου στην κρητική ύπαιθρο.<br />

Η απεικόνισή του ερμηνεύεται αρχικά από την παρουσία του βενετικού<br />

στοιχείου στο νησί, όπως άλλωστε και των άλλων δυτικών<br />

αγίων που εμφανίζονται σποραδικά στις εκκλησίες της Κρήτης, η<br />

πλειονότητα των οποίων εντοπίζεται στην επαρχία της Πεδιάδος,<br />

όπου και τα σημαντικότερα φέουδα των Βενετών. Η μορφή του έτερου<br />

δυτικού αγίου που σχετίζεται με τα επαιτικά τάγματα, δηλαδή<br />

του αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης, σώζεται σε τέσσερις βυζαντινές<br />

εκκλησίες της νήσου, με τις τρεις από αυτές να βρίσκονται στην<br />

επαρχία Πεδιάδος 33 , ενώ μοναδική είναι η απεικόνιση του αγίου<br />

σ. 233. Μ. L. Coulson, The Dominican church of Saint Sophia at Andravida,<br />

στο P. Lock-G. D. R. Sanders, Archaeology of Medieval Greece,<br />

Oxford 1996, σ. 50.<br />

32<br />

Μπορμπουδάκης, Η βυζαντινή τέχνη εις τον νομόν, σ. 114-115· του<br />

ιδίου, Η τέχνη κατά την Βενετοκρατία, σ. 93· Borboudakis-Gallas-Wessel,<br />

Byzantinisches Kreta, σ. 113· Μπορμπουδάκης, Η Βυζαντινή τέχνη στο<br />

Νομό Ηρακλείου, σ. 165.<br />

33<br />

Ο άγιος Φραγκίσκος απαντά στο μεσαίο κλίτος του ναού της Παναγίας<br />

Κεράς στην Κριτσά Μεραμπέλλου (Μ. Μπορμπουδάκης, Παναγιά Κερά.<br />

Βυζαντινές τοιχογραφίες στην Κριτσά, Αθήνα, χ.χ., εικ. 38 και Κ. Μυλοποταμιτάκη,<br />

Παναγιά Κερά Κριτσάς, Ηράκλειο 2005, σ. 46-48) και στους<br />

πλησιόχωρους στο χωριό των Αποστόλων ναούς της Παναγίας στο Σκλαβεροχώρι<br />

(Μ. Μπορμπουδάκης, Παρατηρήσεις στη ζωγραφική του Σκλαβεροχωρίου,<br />

Ευφρόσυνον Αφιέρωμα στον Μανόλη Χατζηδάκη, τ. 1, Αθήνα<br />

1991, σ. 390, πιν. 203α), του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στους Κάτω Αστρακούς<br />

(Gerola-Λασσιθιωτάκης, Τοπογραφικός κατάλογος, αρ. 476) και της Παναγίας<br />

στο Σαμπά Πεδιάδος (Κ. Λασσιθιωτάκης, Ο Άγιος Φραγκίσκος και η<br />

Κρήτη, Πεπραγμένα του Δ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Ηράκλειο 29


Ο ΑΓΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΑΣ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />

ΚΑΙ ΤΟ ΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΔΟΜΗΝΙΚΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ<br />

251<br />

Ιερωνύμου στη μονή Βαλσαμονέρου στο νομό Ηρακλείου 34 και<br />

σπάνια του αγίου Βαρθολομαίου στην Αγία Πελαγία Βιάννου και<br />

αυτή στο νομό Ηρακλείου 35 , από τα έως σήμερα δημοσιευμένα μνημεία.<br />

Έχει υποστηριχθεί ότι η παρουσία του αγίου Φραγκίσκου στις<br />

κρητικές εκκλησίες οφείλεται στην αποδοχή του “φτωχούλη του<br />

Θεού” από τους υπόδουλους Κρητικούς 36 , ερμηνεία που δεν μπορεί<br />

να υιοθετηθεί για τη σπάνια στη βυζαντινή ζωγραφική μορφή του<br />

αγίου Πέτρου της Βερόνας, καθώς ο δομηνικανός μάρτυρας περιορίζεται<br />

σε ναούς που συνδέονται μόνο με το τάγμα των Δομηνικανών,<br />

όπως αναφέραμε πιο πάνω.<br />

Επιπλέον, η παρουσία του δομηνικανού αγίου σε κρητικό ναό<br />

θα μπορούσε να ερμηνευτεί από το γεγονός ότι ο ναός ήταν πιθανόν<br />

κτισμένος σε φέουδο Βενετού αποίκου, οι οποίοι κατείχαν τις μεγαλύτερες<br />

και σημαντικότερες εκτάσεις στην επαρχία της Πεδιάδος.<br />

Όπως αποδεικνύεται από έγγραφο του 1279 που συνέταξε ο συμ-<br />

Αυγούστου-3 Σεπτεμβρίου 1976), τ. Β΄, Αθήνα 1981, σ. 147-148· Μπορμπουδάκης,<br />

Παρατηρήσεις στη ζωγραφική του Σκλαβεροχωρίου, σ. 390·<br />

Χ. Ρανουτσάκη, Απεικονίσεις του Φραγκίσκου της Ασίζης στις εκκλησίες<br />

της Κρήτης, Πεπραγμένα του Ι΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Χανιά, 1-<br />

8 Οκτωβρίου 2006), τ. Β3, Χανιά 2011, σ. 114-115, εικ. 3, 4, 4α). Στις<br />

παραστάσεις της Κριτσάς και του Σκλαβεροχωρίου ο άγιος αποδίδεται με<br />

το χαρακτηριστικό κούρεμα της παπαλήθρας, το βαθυκάστανο ράσο του<br />

τάγματος των Φραγκισκανών που σφιγγόταν στη μέση με σκοινί, να<br />

αφήνει ακάλυπτο το στίγμα και το κομποσκοίνι, ενώ παράλληλα κρατά<br />

στο αριστερό χέρι διάλιθο ευαγγέλιο και στο δεξί σταυρό (Σκλαβεροχώρι)<br />

ή δέεται (Κριτσά). Στο γειτονικό των Αποστόλων ναό της Παναγίας στο<br />

Σαμπά ο άγιος στρέφεται με απλωμένα στα πλάγια χέρια και δέχεται τα<br />

στίγματα από τον Εσταυρωμένο, που παριστάνεται όμως με τη μορφή<br />

ενός σεραφείμ, θέμα γνωστό στη ζωγραφική της κεντρικής και της βόρειας<br />

Ιταλίας το 14ο και 15ο αι. Παραλλαγή αυτού του τύπου βρίσκεται στο<br />

αριστερό φύλλο τριπτύχου κρητικής τέχνης του β΄ μισού του 15ου αι.,<br />

τώρα στο Μουσείο Μπενάκη, όπως και σε έτερο φύλλο τριπτύχου στο<br />

Μουσείο της Ραβέννας, βλ. Ν. Χατζηδάκη, Εικόνες Κρητικής Σχολής, 15ος-<br />

16ος αιώνας: κατάλογος εκθέσεως, Αθήνα 1983, σ. 44, αρ. 37.<br />

34<br />

Μ. Κωνσταντουδάκη-Κιτρομηλίδου, Ο άγιος Ιερώνυμος με τον λέοντα σε<br />

εικόνες κρητικής τέχνης. Το θέμα και οι συμβολισμοί του, Άνθη Χαρίτων,<br />

Ν. Μ. Παναγιωτάκης (επιμ.), Βενετία 1998, σ. 193-226.<br />

35<br />

M. Vassilakis-Mavrakakis, Western Influences on the Fourteenth Century<br />

Art of Crete, JÖB 32/5 (1982), εικ. 7, 8. Η μορφή του εντοπίζεται επίσης<br />

στους Αγίους Αποστόλους Δρυ στα Πλεμενιανά Χανίων· βλ. Α. Ξυγγόπουλος,<br />

Περί μίαν κρητικήν τοιχογραφίαν, Κρ. Χρ. ΙΒ΄ (1958), σ. 335-342.<br />

36<br />

Λασσιθιωτάκης, Ο άγιος Φραγκίσκος και η Κρήτη, σ. 152.


252 ΜΑΡΙΑ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗ<br />

βολαιογράφος του Χάνδακα Leonardo Marcello, τα χωριά Άγιοι<br />

Απόστολοι (Sancti Apostoloi) και Ζωφόροι (Sophoro) ανήκαν στον<br />

Leonardo Gradenigo, κάτοικο του Χάνδακα, και αποτελούσαν μέρος<br />

της καβαλαρίας “Apossamo” 37 , η οποία με το θάνατο του Leonardo<br />

θα κληροδοτήθηκε σε απόγονο του οίκου των Gradenigo, όπως<br />

συνέβαινε με τις μεγάλες οικογένειες των βενετών αποίκων. Υποθέτουμε,<br />

επομένως, ότι η απεικόνιση του δομηνικανού αγίου πιθανόν<br />

δηλώνει τη θρησκευτική ταυτότητα του καθολικού ιδιοκτήτη<br />

της φεουδαλικής έκτασης την εύνοια του οποίου θα επεδίωκε ο χορηγός-αφιερωτής<br />

του ναού 38 .<br />

Παράλληλα, δεν αποκλείουμε το ενδεχόμενο ο τελευταίος να<br />

ήταν φιλικά προσκείμενος στην ενωτική κίνηση που είχε αναπτυχθεί<br />

στο νησί τις τελευταίες δεκαετίες του 14ου αι. και στην οποία είχαν<br />

εμπλακεί οι δομηνικανοί ήδη από τον 13ο αι. 39 . Η απεικόνιση του<br />

37<br />

“... medietatem duorum meorum casalium, unus quorum vocatur Sancti<br />

Apostoli et alius vocatur Sophoro….”: βλ. Leonardo Marcello, Notaio in<br />

Candia (1278-1281), M. Chiaudano-A. Lombardo (επιμ.), Βενετία 1960,<br />

αρ. 34. Ευχαριστώ τον κ. Γάσπαρη για την ανάγνωση του εγγράφου.<br />

38<br />

Tο εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού στους Αποστόλους εκτελεσμένο<br />

σύμφωνα με τη βυζαντινή ορθόδοξη παράδοση οδηγεί στη σκέψη ότι ο<br />

αφιερωτής-χορηγός του ναού στους Αποστόλους ήταν ορθόδοξος και<br />

επομένως διαφορετικό πρόσωπο από τον Βενετό ιδιοκτήτη της φεουδαλικής<br />

έκτασης, όπως στο ναό του Αγίου Ιωάννη του Ερημίτη στα Φλώρια<br />

Σελίνου· βλ. Μ. Βασιλάκη-Μαυρακάκη, Ο ζωγράφος Ξένος Διγενής και η<br />

εκκλησία των Αγίων Πατέρων στα Απάνω Φλώρια Σελίνου της Κρήτης,<br />

Πεπραγμένα του Δ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Ηράκλειο, 29 Αυγούστου-3<br />

Σεπτεμβρίου 1976), Αθήνα 1981, τ. Β΄, 550-570. Ωστόσο στο ναό<br />

του Αγίου Γεωργίου δεν έχει διασωθεί κτητορική επιγραφή που να επιβεβαιώνει<br />

την ορθότητα αυτής της άποψης.<br />

39<br />

Βλ. Ζ. Ν. Τσιρπανλής, Το κληροδότημα του καρδιναλίου Βησσαρίωνος για<br />

τους φιλενωτικούς της βενετοκρατούμενης Κρήτης (1439-17ος αι.), Θεσσαλονίκη<br />

1967, σ. 37-42· Ν. Τωμαδάκης, Μιχαήλ Καλοφρενάς Κρης, Μητροφάνης<br />

Β΄ και η προς την ένωσιν της Φλωρεντίας αντίθεσις των Κρητών, ΕΕΒΣ<br />

21 (1951), σ. 117· Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ.<br />

179, 221· Mackay, St. Mary of the Dominicans, σ. 126-127, 130·<br />

Tsougarakis, Τhe Latin Religious Orders, σ. 210. Στην ενωτική κίνηση είχαν<br />

εμπλακεί γνωστοί δομηνικανοί θεολόγοι όπως ο Γουλιέλμος του Moerbeke,<br />

επίσκοπος Κορίνθου από το 1277 έως το θάνατό του στα 1286, ο<br />

οποίος είχε πάρει μέρος στη Σύνοδο της Λυών το 1274, όπου ο ιδρυτής<br />

της δυναστείας των Παλαιολόγων αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ (1259-1282)<br />

είχε συμφωνήσει για την ένωση με τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Για το<br />

θέμα βλ. V. Puech, The Byzantine Aristocracy and the Union of the<br />

Churches (1274-1283): A Prosopographical Approach, στο Liquid and


Ο ΑΓΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΑΣ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />

ΚΑΙ ΤΟ ΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΔΟΜΗΝΙΚΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ<br />

253<br />

Ασπασμού του Πέτρου και του Παύλου στο ναό του Χριστού στις Ποταμιές<br />

Πεδιάδος 40 , έργο του ίδιου ζωγράφου με το ναό του Αγίου Γεωργίου<br />

41 , αποτελεί ένα επιπλέον στοιχείο, καθώς είναι γνωστό ότι το<br />

θέμα του Ασπασμού των δύο κορυφαίων αποστόλων έχει συνδεθεί<br />

με την ένωση των δύο εκκλησιών 42 . Η σκηνή αποδίδεται με τον ίδιο<br />

Multiple: Individuals and identities in the thirteenth-century Aegean, G. Saint-<br />

Guillain, D. Stathakopoulos (επιμ.) Paris 2013, σ. 45-54. Προς τα τέλη<br />

του 14ου αι. γνωστή είναι η ενωτική δράση του κατεξοχήν βυζαντινού<br />

λατινόφρονα των χρόνων εκείνων, του δομηνικανού Δημήτριου Κυδώνη<br />

(βλ. σχετικά R.-J. Loenerz (εκδ.), Correspondance de Manuel Calecas, Citta<br />

del Vaticano 1950, σ. 32, 56-57, 62· F. Kianka, Demetrios Kydones and<br />

Italy, DOP 49 (1995), σ. 102. Για τη σχέση του Δημητρίου Κυδώνη με<br />

τον Θωμά Ακινάτη βλ. επίσης F. Kianka, Demetrius Cydones and Thomas<br />

Aquinas, Byzantion 82 (1982), σ. 264-286)· για ανάλογη σχέση του δομηνικανού<br />

Μάξιμου Χρυσοβέργη, βλ. A. Pertusi, L’ umanesimo greco<br />

dalla fine del secolo XIV agli inizi del secolo XVI, στο Storia della cultura<br />

veneta dal primo quattrocento al consilio di trento, G. Arnaldi-M. Pastore<br />

Stocchi (επιμ.), τ. III, Vicenza 1976-1986, σ. 218, σημ. 163, όπως και<br />

των Δημητρίου Σκαράνου και Μανουήλ Καλέκα, βλ. Loenerz, Correspondance<br />

de Manuel Calecas, σ. 77, οι οποίοι ανέπτυσσαν τις θέσεις τους<br />

και προκαλούσαν σε συζητήσεις τον ορθόδοξο κλήρο και λαό.<br />

40<br />

Ch. Ranoutsaki, Die Fresken der Soteras Christos-Kirche bei Potamies. Studie<br />

zur byzantinischen Wandmalerei auf Kreta im 14. Jahrhundert, München<br />

1989, εικ. 38.<br />

41<br />

Για το θέμα έχει ασχοληθεί η υπογράφουσα στη διδακτορική της διατριβή:<br />

Μπορμπουδάκη, Τοιχογραφική διακόσμηση Αγίου Γεωργίου, σ. 206-210.<br />

42<br />

Ο Ασπασμός των δύο κορυφαίων αποστόλων, σκηνή γνωστή από την<br />

παλαιοχριστιανική εικονογραφία, απαντά σποραδικά στον ελλαδικό χώρο<br />

(Ν. Γκιολές, Εικονογραφικά θέματα εμπνευσμένα από την αντιπαράθεση<br />

και τα σχίσματα των δύο εκκλησιών, στο Θωράκιον: Αφιέρωμα στη μνήμη<br />

του Παύλου Λαζαρίδη, Λ. Κυπραίου (επιμ.), Αθήνα 2004, σ. 276-278),<br />

ενώ στην Κρήτη πρωτοεμφανίζεται στους δύο ναούς της επαρχίας της Πεδιάδος,<br />

δηλαδή στις Ποταμιές και στο Αβδού. Κατά τον 15ο αι. το θέμα<br />

επαναλαμβάνεται σποραδικά στη ζωγραφική των κρητικών εκκλησιών, με<br />

γνωστές τις παραστάσεις στο ναό της Παναγίας στον Πρίνο Μυλοποτάμου<br />

(Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 283, 295-296, εικ.<br />

309) και στο νάρθηκα της μονής Βαλσαμονέρου (ό.π., εικ. 321) και με<br />

μεγαλύτερη συχνότητα σε σειρά εικόνων του γνωστού κρητικού αγιογράφου<br />

Άγγελου, στον οποίο και οφείλεται η αποκρυστάλλωση του εικονογραφικού<br />

τύπου· βλ. σχετικά Εικόνες της Κρητικής τέχνης, Από τον Χάνδακα ως τη<br />

Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη. Κατάλογος έκθεσης, Μ. Μπορμπουδάκης<br />

(επιμ.), Ηράκλειο 1993, σ. 474, αρ. 118 (Μπορμπουδάκης)· Μ. Vassilaki,<br />

A Cretan Icon in the Ashmolean: Τhe Embrace of Peter and Paul, JÖB 40<br />

(1990), σ. 416-419 και της ιδίας, Χειρ Αγγέλου. Ένας ζωγράφος εικόνων στη<br />

βενετοκρατούμενη Κρήτη, Αθήνα 2010, αρ. 25, 26, 27.


254 ΜΑΡΙΑ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗ<br />

τρόπο και στο ναό του Αγίου Αντωνίου στο Αβδού πάλι στην επαρχία<br />

της Πεδιάδος (περί τα μέσα του 14ου αι.), καθώς προήλθε από τη<br />

χρήση του ίδιου σχεδίου 43 , υποδεικνύοντας ότι η ενωτική κίνηση<br />

είχε βρει οπαδούς στην επαρχία Πεδιάδος κατά τον 14ο αι.<br />

Γνωρίζουμε ωστόσο ότι στην ένωση των εκκλησιών είχε αντιδράσει<br />

έντονα το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, αποστέλλοντας<br />

στην Κρήτη σημαντικούς ορθόδοξους θεολόγους της εποχής εκείνης,<br />

ανάμεσά τους τον Ιωσήφ Βρυέννιο 44 , ο οποίος πιθανώς διέμεινε<br />

για κάποιο διάστημα στο πλησιόχωρο των Αποστόλων χωριό Σμάρι<br />

στην επαρχία της Πεδιάδος 45 . Η παραμονή του Βρυέννιου στο Σμάρι<br />

είναι ενδεικτική της ανάγκης για ενίσχυση της ορθόδοξης πίστης<br />

των υπόδουλων κρητικών στην περιοχή όπου βρίσκονταν τα σημαντικότερα<br />

φέουδα των Βενετών, ανάμεσά τους και το φέουδο<br />

Αpossamo ιδιοκτησίας του Leonardo Gradenigo, όπου οικοδομήθηκε<br />

ο ναός του Αγίου Γεωργίου και διακοσμήθηκε, όχι τυχαία, με<br />

την παράσταση του δομηνικανού αγίου. Παράλληλα η αποστολή<br />

στην Κρήτη, και μάλιστα στο νομό Ηρακλείου, του Άνθιμου του<br />

Ομολογητή 46 είναι επιπλέον δηλωτική της κατάστασης που επικρα-<br />

43<br />

Αδημοσίευτη παράσταση. Προσωπική παρατήρηση. Ο ναός του Αγίου<br />

Αντωνίου στο Αβδού παρουσιάζει εικονογραφικές συγγένειες με αυτόν<br />

στους Αποστόλους. Βλ. Μπορμπουδάκη, Τοιχογραφική διακόσμηση Αγίου<br />

Γεωργίου, σ. 210-211.<br />

44<br />

Κ. Τωμαδάκης, Ο Ιωσήφ Βρυέννιος και η Κρήτη κατά το 1400, Αθήνα 1947,<br />

σ. 84-85. Κατά την παραμονή του στην Κρήτη ο Ιωσήφ Βρυέννιος ήλθε<br />

σε επαφή με Έλληνες λατινόφρονες, όπως τον Μάξιμο Χρυσοβέργη. Βλ.<br />

Ν Ιωαννίδης, Ιωσήφ Βρυέννιος. Βίος, έργα, διδασκαλία, Αθήνα 1985, σ.<br />

76.<br />

45<br />

Μ. Παρλαμάς, Ο τόπος της εν Κρήτη διαμονής Ιωσήφ του Βρυεννίου, Κρ.<br />

Χρ. 13 (1948), σ. 366. Σε κοντινή απόσταση βρίσκονται τα χωριά Σκλαβεροχώρι,<br />

Σαμπάς και Κάτω Αστρακοί, όπου βρίσκονται εκκλησίες με τις<br />

παραστάσεις του αγίου Φραγκίσκου· βλ. Λασσιθιωτάκης, Ο άγιος Φραγκίσκος,<br />

σ. 151, σημ. 27.<br />

46<br />

Ήταν η πρώτη φορά, μετά την ιστορική συνθήκη του 1299, που ορθόδοξος<br />

αρχιερέας είχε σταλεί στη μεγαλόνησο, καθώς από την ενετική κατάκτηση<br />

της Κρήτης στα 1204 είχε απαγορευτεί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο<br />

να διατηρεί μητροπολίτες και επισκόπους στην Κρήτη και οι<br />

ορθόδοξοι αρχιερείς είχαν αντικατασταθεί από Λατίνους. Για την εκκλησιαστική<br />

κατάσταση της Κρήτης κατά την ενετοκρατία, βλ. Ν. Τωμαδάκης,<br />

Οι ορθόδοξοι παπάδες επί Ενετοκρατίας και η χειροτονία αυτών, Κρ. Χρ.<br />

13 (1959), σ. 39-72· Σ. Σπανάκης, Συμβολή στην εκκλησιαστική ιστορία<br />

της Κρήτης κατά τη βενετοκρατία, Κρ. Χρ. 13 (1959), σ. 243 κ.ε.· ΘΗΕ 7,<br />

1020 (λήμμα Τζεδάκης· Μ. Ι. Μανούσακας, Η χειροτονία ιερέων της


Ο ΑΓΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΑΣ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />

ΚΑΙ ΤΟ ΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΔΟΜΗΝΙΚΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ<br />

255<br />

τούσε στο τρίτο τέταρτο του 14ου αι., όταν άρχισαν να εντείνονται<br />

πλέον οι πιέσεις της λατινικής εκκλησίας προς τον κρητικό λαό για<br />

αποδοχή του λατινικού δόγματος, πιέσεις οι οποίες απ’ ό,τι φαίνεται,<br />

προϋπήρχαν της αποστασίας του Αγίου Τίτου, και κορυφώθηκαν<br />

τις επόμενες δεκαετίες, ιδιαίτερα με τη λήξη της επανάστασης των<br />

Καλλεργών (1364-1367) και την παγίωση της ενετικής κυριαρχίας<br />

στο νησί 47 . Για τον προσηλυτισμό των Ορθοδόξων αλλά και για<br />

την παραμονή των αποίκων στο καθολικό δόγμα, η λατινική εκκλησία<br />

έστελνε στην Κρήτη, και όχι μόνο, καθολικά τάγματα κυρίως<br />

των δομηνικανών 48 και των φραγκισκανών ήδη από τις αρχές του<br />

13ου αι., όταν ακόμα βρίσκονταν στα πρώτα χρόνια της εξάπλωσής<br />

τους 49 . Μάλιστα, η επίμονη δραστηριότητα του Βατικανού να θέσει<br />

υπό τον έλεγχό του τον ορθόδοξο κλήρο και το λαό της Κρήτης<br />

οδήγησε σε εντονότατες θρησκευτικές διαμάχες και θεολογικές αντιπαραθέσεις<br />

ανάμεσα στους Ορθοδόξους και τους Λατίνους 50 .<br />

Κρήτης από το μητροπολίτη Κορίνθου (έγγραφα του ΙΣΤ΄ αιώνα), ΔΧΑΕ<br />

4 (1964), σ. 317-331· Θ. Δετοράκης, Ιστορία της Κρήτης, Αθήνα 1986, σ.<br />

198 κ.ε.<br />

47<br />

Βλ. σχετικά π. Ε. Πριγκιπάκης, Το παπικό πρωτείο κατά τον άγιο Άνθιμο<br />

αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πρόεδρο Κρήτης τον Ομολογητή, Νέα Χριστιανική<br />

Κρήτη 30/31 (2011/2012), σ. 321-403.<br />

48<br />

Ο πάπας πρόσφερε στους Δομηνικανούς πολιτική προστασία σε αντάλλαγμα<br />

των υπηρεσιών που εκείνοι παρείχαν στην Ιερά Εξέταση. Μάλιστα<br />

στο μοναστήρι του Αγίου Πέτρου στο Χάνδακα φιλοξενούνταν και ο ιεροεξεταστής<br />

αδερφός Andrea Doto, ο οποίος είχε αναλάβει τη δίκη μίας<br />

από τις ηγετικές μορφές του ιουδαϊσμού στην Κρήτη, του Sannetay στα<br />

1314· βλ. N. Tsougarakis, The Latin Religious Orders in Medieval Greece,<br />

1204-1500, Turnhout-Abingdon 2012, σ. 216.<br />

49<br />

Μπ. Κιτσίκη-Παναγοπούλου, Δυτικός μοναχισμός στην Πελοπόννησο. Κινστερσιανοί,<br />

Φραγκισκανοί και Δομηνικανοί τον 13ο και 14ο αιώνα, Ο μοναχισμός<br />

στην Πελοπόννησο 4ος-15ος αιώνας, Β. Κόντη (επιμ.), Αθήνα 2004,<br />

σ. 298. Η παρουσία των Δομηνικανών στην Κρήτη, από τις αρχές του<br />

13ου αι., βεβαιώνεται επιπλέον από την αποστολή στο νησί του αδελφού<br />

Pasinus, διαχειριστή της Εκκλησίας της Κρήτης, το 1333, όπως πληροφορούμαστε<br />

από έγγραφο στα Θεσπίσματα της Βενετικής Γερουσίας (Misti<br />

LIBER XVI). Βλ. Σ. Μ. Θεοτόκης, Θεσπίσματα της Βενετικής Γερουσίας, 1281-<br />

1385: Ιστορικά κρητικά έγγραφα εκδιδόμενα εκ του Αρχείου της Βενετίας, Μνημεία<br />

της Ελληνικής Ιστορίας 2, Αθήνα 1936-1937, τ. 2β, σ. 134, αρ. 17.<br />

50<br />

Στις θρησκευτικές αντιπαραθέσεις των Ορθοδόξων με τους Καθολικούς<br />

πήραν μέρος σημαντικοί ορθόδοξοι θεολόγοι. Βλ. Ι. Μανούσακας, Η εν<br />

Κρήτη συνωμοσία του Σήφη Βλαστού (1453-1454) και η νέα συνωμοτική<br />

κίνησις του 1460-1462, Αθήνα 1960, σ. 20-21. Ανάμεσά τους ο Ιωσήφ<br />

Φιλάγρης, βλ. Γ. Παπάζογλου, Ιωσήφ Φιλάγρης ή Φιλάγριος, Θεσσαλονίκη:


256 ΜΑΡΙΑ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗ<br />

Συμπερασματικά, η απεικόνιση του αγίου Πέτρου του Μάρτυρα<br />

στους Αποστόλους αποτελεί τη μοναδική τεκμηριωμένη έως σήμερα<br />

επιτοίχια παράσταση του δομηνικανού αγίου σε ορθόδοξη βυζαντινή<br />

εκκλησία του ελλαδικού χώρου. Ο ναός πιθανότατα συνδεόταν με<br />

το τάγμα των Δομηνικανών και τη μονή του Αγίου Πέτρου στο Χάνδακα<br />

κατά τον 17ο αι. όπως προκύπτει από έγγραφο του τάγματος<br />

των Δομηνικανών, αν και δεν αποτελούσε καθίδρυμα της αδελφότητας<br />

κατά τον 14ο αι. Η απεικόνιση του δομηνικανού αγίου πιθανόν<br />

δηλώνει τη θρησκευτική ταυτότητα του ιδιοκτήτη της φεουδαλικής<br />

έκτασης, μέλους της οικογένειας των Gradenigo, την εύνοια<br />

του οποίου επεδίωκε ο χορηγός-αφιερωτής του ναού. Παράλληλα,<br />

η απεικόνιση του δυτικού αγίου ενδεχομένως υποδεικνύει ότι ο<br />

κτήτορας του Αγίου Γεωργίου ήταν φιλικά προσκείμενος στην ενωτική<br />

κίνηση που είχε αναπτυχθεί στο νησί κατά τον 14ο αι. και<br />

στην οποία είχαν εμπλακεί οι δομηνικανοί. Η δράση, άλλωστε, σημαντικών<br />

ορθόδοξων θεολόγων όπως του Ιωσήφ Βρυέννιου στην<br />

επαρχία της Πεδιάδος, όπου και τα σημαντικότερα φέουδα των Βενετών<br />

αποίκων, είναι δηλωτική του φιλενωτικού κλίματος στην περιοχή.<br />

διδ. διατρ. 1978, σ. 67-68 = Ιωσήφ Φιλάγρης ή Φιλάγριος: λόγιος Κρητικός<br />

ιερωμένος και Αριστοτελικός σχολιαστής του 14ου αιώνα (Συμβολή στην ιστορία<br />

της Βενετοκρατίας στην Κρήτη), Κομοτηνή 2007, σ. 136-147, ο Νείλος Δαμιλάς,<br />

βλ. Μ. Νικολιδάκης, Νείλος Δαμιλάς, Ηράκλειο 1981, σ. 62-70<br />

και ο Ιωσήφ Βρυέννιος, βλ. Τωμαδάκης, Ο Ιωσήφ Βρυέννιος, ό.π. και<br />

Ιωαννίδης, Ιωσήφ Βρυέννιος, ό.π.


Εικ. 4. Το Χαίρε των Μυροφόρων.


Κώστας Ψαράκης<br />

Αρχαιολόγος<br />

O τοιχογραφικός διάκοσμος<br />

του ναού<br />

του Αγίου Παντελεήμονα<br />

στα Ζυμβραγού Κισάμου,<br />

νομού Χανίων 1<br />

Ο ναός του Αγίου Παντελεήμονα, βρίσκεται εκτός του οικισμού<br />

Ζυμβραγού, στο Δήμο Πλατανιά, του Νομού Χανίων, στην πλαγιά<br />

μιας κατάφυτης περιοχής από ελαιόδεντρα. Αρχιτεκτονικά ο ναός<br />

ανήκει στον τύπο του μονόχωρου, καμαροσκέπαστου (σχ. 1). Η ημικυλινδρική<br />

καμάρα του θόλου ενισχύεται εσωτερικά με δύο σφενδόνια<br />

που στηρίζονται σε υφαψίδια (σχ. 2). Η αρχική μορφή του<br />

ναού αλλοιώθηκε με τη διάνοιξη του παραθύρου, στο μέσο περίπου<br />

του βόρειου τοίχου, τη διαπλάτυνση του φεγγίτη του ιερού και την<br />

κατεδάφιση του μονόλοβου κωδωνοστασίου στη δυτική όψη. Οι<br />

δύο πρώτες εργασίες, όπως διαπιστώνουμε από την ανάγλυφη χρονολογία<br />

του φεγγίτη, έγιναν το 1889, ενώ η κατεδάφιση του πέτρινου<br />

κωδωνοστασίου έγινε αυθαίρετα το 1992, για να δώσει τη θέση του<br />

σε ένα τσιμεντένιο, αισθητικά ασυμβίβαστο με το μνημείο.<br />

Χαρακτηριστικό μορφολογικό στοιχείο του ναού, είναι ο γλυπτός,<br />

υστερογοτθικός διάκοσμος του περίθυρου, με το οξυκόρυφο<br />

ανακουφιστικό τόξο (σχ. 3, 4). Το περίθυρο είναι της απλής μορφής 2<br />

1<br />

Η εργασία αυτή αποδίδει ελάχιστο φόρο τιμής στον αείμνηστο Εμμανουήλ<br />

Μπορμπουδάκη, για την πολύχρονη συνεργασία μας στη 13η Ε.Β.Α. Θα<br />

ήθελα να ευχαριστήσω και από τη θέση αυτή τον επίτιμο προϊστάμενο της<br />

28ης Ε.Β.Α., κ. Μιχάλη Ανδριανάκη, ο οποίος είχε την καλοσύνη να διαβάσει<br />

το κείμενο και να κάνει χρήσιμες υποδείξεις. Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω<br />

την τότε αναπληρώτρια διευθύντρια της 28ης ΕΒΑ κ. Αναστασία Τζιγκουνάκη<br />

για την άδεια δημοσίευσης, τη σχεδιάστρια της υπηρεσίας κ. Γαρουφαλιά<br />

Περιβόλα για την επιμέλεια στα σχέδια και το φωτογράφο κ.<br />

Δημήτριο Τομαζινάκη για τις φωτογραφίες του.<br />

2<br />

G. Gerola, Monumenti Veneti nell’ isola di Creta, τ. II, Venezia 1908, σ. 266-<br />

297. Μ. Μπορμπουδάκης, Θυρώματα και παράθυρα σε εκκλησίες της Κρήτης


260 ΚΩΣΤΑΣ ΨΑΡΑΚΗΣ<br />

Σχ. 1.<br />

Κάτοψη του ναού.<br />

Σχ. 2.<br />

Τομή του ναού 1:1.<br />

και αποτελείται από δύο βεργία, μεταξύ των οποίων παρεμβάλλεται<br />

ταινία επίπεδης τομής. Το εσωτερικό βεργίο, διακόπτεται από το<br />

ακόσμητο υπέρθυρο. Το ενισχυτικό τόξο του τυφλού αψιδώματος<br />

είναι του τύπου του χαμηλωμένου τόξου. Στο νομό Χανίων, ανάλογου<br />

διακόσμου θυρώματα, σε τοιχογραφημένες εκκλησίες, συναντώνται<br />

στην Αγία Παρασκευή στα Τοπόλια Κισάμου, στο ναό του<br />

(τέλος 14ου έως μέσα 15ου αιώνα), στο Ό. Γκράτζιου (επιμ.) Γλυπτική και λιθοξοϊκή<br />

στη Λατινική Ανατολή, Ηράκλειο 2007, σ. 60-89.


Ο ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ<br />

261<br />

Χριστού στις Καλάθενες Κισάμου, στο ναό<br />

της Ζωοδόχου Πηγής (Άη-κυρ-Γιάννης)<br />

Αλικιανού και στο ναό του Μιχαήλ Αρχαγγέλου<br />

στο Κακοδίκι Σελίνου.<br />

Η εσωτερική επιφάνεια των παραστάδων<br />

του μεταγενέστερου παραθύρου στο<br />

βόρειο τοίχο, είναι κοίλη και περιβάλλεται<br />

από ανάγλυφη διακόσμηση, ελισσόμενων,<br />

φυλλοφόρων βλαστών με ανθέμια. Οι βάσεις<br />

και οι στέψεις των παραστάδων, καταλήγουν<br />

σε προβόλους κοιλόκυρτης διατομής.<br />

Ο φεγγίτης του ιερού, φέρει<br />

ορθογώνιο, γλυπτό πλαίσιο, με ανάγλυφη<br />

χρονολογία 1889. Το άνοιγμά του χωρίζεται<br />

σε τέσσερα ίσα πλαίσια, καθένα εκ των<br />

οποίων φέρει δύο διαγωνίους, με ανάγλυφα<br />

τετράφυλλα ανθέμια στα σημεία τομής<br />

των.<br />

Το 1970 πραγματοποιήθηκαν περιορισμένης<br />

έκτασης εργασίες για τη στεγανοποίηση<br />

του ναού, καθώς και μικρής έκτασης<br />

στερεωτικές εργασίες του τοιχογραφικού<br />

διακόσμου, από την 13η Ε.Β.Α. 3 .<br />

Το εικονογραφικό πρόγραμμα του ακαταλογράφητου,<br />

από τον G. Gerola, ναού περιλαμβάνει<br />

σκηνές από το δεσποτικό κύκλο,<br />

τη Δευτέρα Παρουσία, το θεομητορικό<br />

και τον αγιολογικό κύκλο.<br />

Στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας του ιερού,<br />

εικονίζεται ο Παντοκράτορας, στηθαίος,<br />

μετωπικός, με ένσταυρο φωτοστέφανο. Ευλογεί<br />

με υψωμένο το δεξί χέρι, ενώ με το<br />

αριστερό κρατά ανοιχτό Ευαγγέλιο, όπου<br />

διαβάζεται το εδάφιο «ΕΓΩ ΕΙΜΙ | ΤΟ ΦΩC<br />

ΤΟΥ | ΚΟCΜΟΥ Ο | ΑΚΟΛΟΥΘΩΝ |<br />

ΕΜΟΙ: ΟΥ ΜΗ | ΠΕΡΙΠΑΤΗ|CΗ ΕΝ ΤΗ ||<br />

3<br />

Εμμ. Μπορμπουδάκης, Ναός Αγίου Παντελεήμονος<br />

Ζυμβραγού Κισάμου, ΑΔ 25, Χρονικά<br />

Β2, (1970), σ. 490.<br />

Σχ. 3. Όψη του θυρώματος.<br />

Σχ. 4. Κάτοψη του θυρώματος.


262 ΚΩΣΤΑΣ ΨΑΡΑΚΗΣ<br />

Εικ. 1.<br />

Μερική άποψη<br />

του ανατολικού τοίχου.<br />

Η Φιλοξενία του Αβραάμ,<br />

ο Ευαγγελισμός<br />

και ο Παντοκράτορας<br />

στο τεταρτοσφαίριο<br />

της αψίδας.<br />

CΚΟΤΕΙΑ | ΑΛΛ’ ΕΞΕΙ | Τ[Ο] ΦΟC Τ|ΗC [Ζ]ΩΗC» (Κατά Ιωάννην,<br />

8,12). Το πρόσωπό Του είναι μακρόστενο, ασκητικό με αδρά χαρακτηριστικά.<br />

Τα μεγάλα τοξωτά φρύδια και τα αμυγδαλωτά μάτια, αποπνέουν<br />

μία αυστηρή μεγαλοπρέπεια.<br />

Στην αψίδα του ιερού εικονίζονται τέσσερις συλλειτουργούντες<br />

ιεράρχες, προσκλίνοντες προς το κέντρο της αψίδας, όπου εικονίζεται<br />

η Αγία Τράπεζα. Στα αριστερά ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο<br />

άγιος Βασίλειος, στα δεξιά ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο Κύριλλος<br />

Αλεξανδρείας. Φέρουν λειτουργικά ενεπίγραφα ειλητάρια, που αναγράφουν<br />

στίχους από τη Θεία Λειτουργία του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου.<br />

Το ειλητάριο του Γρηγορίου μεταγράφεται ως εξής: «Ο<br />

Θ(ΕΟ)C Ο | ΑΓΙΟC | Ο ΕΝ Α|ΓΙΟΙC ΑΝΑΠΑΥΟΜΕ|ΝΟC ...»· το ειλητό<br />

του Χρυσοστόμου γράφει «... ΕΥΛΟ|ΓΟΥΝΤ|ΑC CΕ Κ(ΥΡΙ)Ε |<br />

ΚΑΙ ΑΓΙ|ΑΖΩΝ ...», ενώ του Κύριλλου «ΕΞΑΙΡΕ|ΤΟ ΤΗC |<br />

ΠΑΝΑΓΙ|ΑC ΑΧΡΑ|ΝΤΟΥ ΔΕ|CΠΟΙΝΗC ΗΜΩΝ ...».<br />

Το ανατολικό τύμπανο (εικ. 1) χωρίζεται σε τρεις ζώνες: Στην<br />

άνω εικονίζεται η «ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ», με τους τρεις αγ-


Ο ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ<br />

263<br />

γέλους που συμβολίζουν την Αγία Τριάδα, να κάθονται πίσω από<br />

την πλούσια στρωμένη τράπεζα. Ο Αβραάμ διακρίνεται στην κάτω<br />

αριστερή γωνία της παράστασης, ενώ στο άλλο άκρο φαίνεται η γυναίκα<br />

του Σάρρα. Οι οικοδεσπότες, με καλυμμένα τα χέρια τους, σε<br />

ένδειξη σεβασμού, φέρνουν πινάκια με φαγητά.<br />

Στη μεσαία ζώνη απεικονίζεται σε δύο διάχωρα, εκατέρωθεν<br />

του Παντοκράτορα, ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Στο βόρειο τμήμα<br />

της σύνθεσης, εικονίζεται ο αρχάγγελος Γαβριήλ. Στην κορυφή διακρίνονται<br />

τα αρχικά «Χ. | Κ. Ο. Μ.» (Χαίρε, κεχαριτωμένη, ο Κύριος<br />

μετά σου) (Κατά Λουκάν 1,28). Ο διασκελισμός του Αρχαγγέλου<br />

προς τα εμπρός, το ιμάτιο που ανεμίζει, αλλά και η κίνηση των χεριών,<br />

με το προτεταμένο σε χειρονομία ευλογίας δεξί και το αριστερό<br />

που κρατά τη ράβδο, δημιουργούν την απαραίτητη αφηγηματική<br />

ατμόσφαιρα. Στο νότιο τμήμα η Παναγία, καθισμένη σε θρόνο με<br />

ερεισίνωτο, έχει το κεφάλι στραμμένο προς τον άγγελο, υψώνει το<br />

δεξί χέρι, ενώ με το αριστερό κρατεί νήμα. Απέναντι από το πρόσωπο<br />

της Παναγίας απεικονίζεται το Άγιο Πνεύμα ως ημικύκλιο,<br />

από το οποίο εκπορεύονται τρεις ακτίνες. Στην κορυφή της σύνθεσης<br />

υπάρχει η επιγραφή: «Ο | ΕΒΑΓΓ|ΕΛΛΗCΜ|ΟC ΤΗC Θ[ΕΟΤΟ]ΚΟΥ»,<br />

ενώ χαμηλότερα διακρίνεται το συμπίλημα «Ι. | Η. | Κ. Γ. Κ.» (Ιδού η<br />

δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου) (Κατά Λουκάν 1,38).<br />

Στην κάτω ζώνη, στη βόρεια πλευρά, εικονίζεται ο Πρωτομάρτυς<br />

Στέφανος και στη νότια ο Ρωμανός ο Μελωδός. Οι δύο διάκονοι<br />

παριστάνονται νέοι, αγένειοι, με παπαλήθρα, φορούν λευκά στιχάρια,<br />

σκούρα κόκκινα οράρια και κόκκινα μανδήλια που καλύπτουν<br />

τον αριστερό τους ώμο. Στο δεξί τους χέρι κρατούν θυμιατό.<br />

Η «ΓΕΝΝΙCΙC ΤΟV Χ(ΡΙCΤΟ)V», είναι μια πολυπρόσωπη<br />

σκηνή που αναπτύσσεται γύρω από την ανακεκλιμένη Παναγία<br />

μπροστά στο σπήλαιο. Στην κορυφή της παράστασης, εικονίζεται ο<br />

ουρανός από τον οποίο εκπορεύεται δέσμη τριών ακτίνων, σύμβολο<br />

της Αγίας Τριάδας. Η Παναγία είναι ξαπλωμένη σε μια κόκκινη<br />

στρωμνή, με το σώμα της στραμμένο σε αντίθετη κατεύθυνση απ’<br />

αυτή που βρίσκεται το σπαργανωμένο βρέφος, εντός της κιβωτιόσχημης<br />

φάτνης. Στο πάνω μέρος της σκηνής και εκατέρωθεν του<br />

σπηλαίου εικονίζονται δύο ομάδες αγγέλων, ενώ κάτω από την<br />

αριστερή ομάδα των αγγέλων, εικονίζονται έφιπποι οι τρεις μάγοι,<br />

με τα αρχιγράμματα των ονομάτων τους (Μελχιόρ, Βαλτάσαρ, Γάσπαρ).<br />

Κάτω από τη δεξιά ομάδα των τριών αγγέλων, ιστορείται το<br />

επεισόδιο του ευαγγελισμού των ποιμένων. Ο πρώτος από δεξιά


264 ΚΩΣΤΑΣ ΨΑΡΑΚΗΣ<br />

Εικ. 2.<br />

Η Βάπτιση.<br />

άγγελος, σκυφτός φέρνει το χαρμόσυνο άγγελμα στο γέρο βοσκό<br />

που τον κοιτάζει με έκπληξη. Δίπλα στη φάτνη, ένας μικρός αυλητής<br />

και η επιγραφή «παφσα|τε η αγραυ|λουντες». Στο κάτω μέρος της<br />

σκηνής, εικονογραφείται το επεισόδιο του λουτρού, με τη Σαλώμη<br />

να κρατά το Χριστό και μια θεραπαινίδα να ρίχνει νερό στο λουτήρα.<br />

Η απομόνωση του σκεφτικού Ιωσήφ από τα γενόμενα, υποδηλώνει<br />

τη μη συμμετοχή του στο γεγονός της ενανθρωπίσεως του Υιού του<br />

Θεού. Την παράσταση συμπληρώνουν σκηνές από τη βουκολική<br />

ζωή, όπως ο βοσκός που ταΐζει ένα κατσίκι, ένας άλλος που ετοιμάζεται<br />

να γδάρει ένα πρόβατο, ο βοσκός που βράζει το γάλα, το σκυλί


Ο ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ<br />

265<br />

που κυνηγά ένα λαγό, τα πρόβατα που βόσκουν. Οι σκηνές αυτές<br />

αποτελούν μία ισχυρή υπόμνηση ότι το γεγονός της Γέννησης έλαβε<br />

χώρα σε έναν πραγματικό κόσμο.<br />

Η σύνθεση της Υπαπαντής εικονογραφικά ανήκει στον περισσότερο<br />

διαδεδομένο, κατά τον 14ο αι., τύπο Α 4 . Στο κέντρο της παράστασης<br />

απεικονίζεται ψηλό κιβώριο, κάτω από το οποίο εικονίζεται<br />

Αγία Τράπεζα και πάνω της υπάρχει κλειστό διάλιθο ευαγγέλιο.<br />

Στα δεξιά της παράστασης κυριαρχεί η επιβλητική, γεροντική μορφή<br />

του δίκαιου Συμεών ο οποίος, με προτεταμένα και καλυμμένα τα<br />

χέρια του, σκύβει για να παραλάβει το Χριστό από την Παναγία.<br />

Πίσω διακρίνεται η προφήτιδα Άννα που κρατά ανοιχτό ειλητό, με<br />

το γνωστό χωρίο της προφητείας: «ΤΟΥ|ΤΩ Τ|Ο ΒΡΕ|ΦΟC ΟΥ|ΡΑ-<br />

ΝΟΝ | ΚΑΙ ΓΗΝ ΕΣΤΕ|ΡΕΟCΕΝ». Στα αριστερά, πίσω από την Παναγία,<br />

ο Ιωσήφ, που σύμφωνα με την ευαγγελική διήγηση (Κατά<br />

Λουκάν 2,24), φέρει σε κλουβί «ζεύγος τρυγόνων ή δύο νοσσούς<br />

περιστερών» ως προσφορά στο ναό. Οι μορφές των εικονιζόμενων<br />

προσώπων αποδίδονται ιεροπρεπείς και παραμένουν στατικές,<br />

όπως φανερώνεται από τις άκαμπτες πτυχώσεις των ενδυμάτων.<br />

Η «ΒΑΠΤΙCΙC» (εικ. 2), αποδίδεται με χαρακτηριστικές λεπτομέρειες.<br />

Ο Χριστός με ελαφρά προς τα αριστερά στροφή, στέκεται<br />

όρθιος, στο μέσο του Ιορδάνη, φορώντας λευκό περίζωμα. Στην<br />

αριστερή όχθη, η ασκητική μορφή του Προδρόμου, φορώντας μηλωτή,<br />

δέεται με το αριστερό χέρι, ενώ επιθέτει το δεξί στο κεφάλι<br />

του Χριστού, κοιτάζοντας προς τον ουρανό, όπου τρεις ακτίνες εκπέμπονται<br />

από το τόξο του ουρανού, μία στο κεφάλι του Χριστού,<br />

στην οποία εικονίζεται το Άγιο Πνεύμα «εν είδει περιστεράς», (Κατά<br />

Ματθαίον 3,16: «ὡσεὶ περιστερὰν») εντός κυκλικής δόξας, η άλλη<br />

στο κεφάλι του Προδρόμου και η τρίτη στην ομάδα των αγγέλων.<br />

Στην απέναντι όχθη, δύο σεβίζοντες άγγελοι, σε κλιμακωτή διάταξη,<br />

προσκλίνουν με το λέντιο στα χέρια. Στο βάθος δύο ψηλά και απόκρημνα<br />

βουνά, από τα οποία πηγάζει ο Ιορδάνης. Ψάρια και δύο<br />

καβούρια κολυμπούν στα νερά του ποταμού και ένα μικρό παιδί<br />

ψαρεύει στην αριστερή όχθη. Στις γωνίες που σχηματίζουν οι όχθες,<br />

προβάλλουν τέσσερα κεφάλια δρακόντων, με ανοιχτά στόματα και<br />

αιχμηρά δόντια, στραμμένα προς το Χριστό 5 . Ο τύπος της Βάπτισης<br />

4<br />

Α. Ξυγγόπουλος, Υπαπαντή, ΕΕΒΣ ΣΤ΄ (1929), σ. 328–339.<br />

5<br />

Οι κεφαλές των δρακόντων συμβολίζουν τη σύνθλιψη του κακού από τον<br />

Χριστό. Βλ. Κ. Γιαπιτσόγλου, Ο ναός της Παναγίας στον Άγιο Ιωάννη Μυλοποτάμου,<br />

Ρέθυμνο 2011, σ. 55, σημ. 81.


266 ΚΩΣΤΑΣ ΨΑΡΑΚΗΣ<br />

διαφοροποιείται από το συνηθισμένο, με την απεικόνιση του Κυρίου<br />

με τον Πρόδρομο για δεύτερη φορά. Στα αριστερά πίσω από το<br />

βουνό, εικονίζεται η συνάντηση του Χριστού με τον Πρόδρομο<br />

(Κατά Ιωάννην 1,29-41). Ο Χριστός ακολουθούμενος από τέσσερις<br />

μαθητές, έρχεται από ψηλά κρατώντας κλειστό ειλητό και με το δεξί<br />

ευλογεί τον Πρόδρομο στο κεφάλι, που στέκεται σε χαμηλότερο<br />

επίπεδο έχοντας στραμμένο το πρόσωπό του στο Χριστό. Διακρίνεται<br />

η επιγραφή «ΠΡΟΦ|ΙΤΑ ΔΕΥ|ΡΟ ΒΑΠΤΗC(ΟΝ) | ΜΕ:·». Στα πόδια<br />

του Προδρόμου απεικονίζεται δίκλωνος θάμνος, στον κορμό του<br />

οποίου είναι τοποθετημένος πέλεκυς. Υπάρχει η επιγραφή «ΕΙΔΕ<br />

Κ(ΑΙ) Η | ΑΞΙ|ΝΗ Ε|Ν ΤΗ|ΡΙΖΑ ΤΟΥ | ΔΕΝΔΡΟΥ ΚΙΤΑΙ» (Κατά<br />

Ματθαίον 3,10· Κατά Λουκάν 3,9). 6 Η σχηματοποίηση και η αφηγηματικότητα<br />

είναι τα βασικά γνωρίσματα της παράστασης.<br />

Στη σκηνή της Μεταμόρφωσης, δεσπόζει η λευκοντυμένη μορ -<br />

φή του Χριστού, σε μετωπική στάση, μέσα σε ελλειπτική δόξα, ευλογώντας<br />

με το δεξί χέρι και κρατώντας με το αριστερό κλειστό ειλητάριο.<br />

Στέκεται στη μεσαία κορυφή του τρίκορφου όρους Θαβώρ,<br />

ενώ στις διπλανές και χαμηλότερες κορυφές εικονίζονται οι προσκλίνοντες<br />

προφήτες Ηλίας στα αριστερά και Μωυσής στα δεξιά, ο<br />

οποίος και κρατά τις πλάκες του Νόμου. Το κατακόρυφο σώμα του<br />

Κυρίου, με το κατάλευκο ιμάτιο και τον ομοιόχρωμο χιτώνα, του<br />

προσδίνουν μεγαλοπρέπεια και επιβλητικότητα. Στο κάτω τμήμα<br />

της σκηνής εικονίζονται, ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης πεσμένοι<br />

έντρομοι στο έδαφος.<br />

Το θαύμα, «ΕΓΕΡCΙC ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ», διαδραματίζεται έξω<br />

από την πόλη της Βηθανίας, σε ένα βραχώδες τοπίο. Οι μορφές<br />

μοιράζονται σε τρεις ομάδες, αριστερά ο Χριστός με τους μαθητές<br />

του, δεξιά ο Λάζαρος και στον κεντρικό χώρο που δημιουργείται μεταξύ<br />

των δύο λόφων, μία ομάδα Ιουδαίων που έρχεται από τη Βηθανία.<br />

Ο Χριστός απλώνει το δεξί του χέρι προς το Λάζαρο, σε χειρονομία<br />

ευλογίας, ενώ με το αριστερό κρατεί κλειστό ειλητάριο.<br />

Μπροστά στα πόδια Του είναι πεσμένες οι δύο αδελφές του Λαζάρου,<br />

Μάρθα και Μαρία, η οποία κρατεί τα πόδια του Χριστού, σε ένδειξη<br />

σεβασμού και παράκλησης για το νεκρό αδελφό της. Ο Λάζαρος όρθιος<br />

στο άνοιγμα του μνήματος, το οποίο είναι λαξευ μένο στο βράχο,<br />

τυλιγμένος με λευκές κειρίες. Μπροστά στο μνήμα δύο έφηβοι, προσπαθούν<br />

να ακουμπήσουν στο έδαφος τη βαριά πλάκα.<br />

6<br />

Η επιγραφή απαντά και στο ναό της Παναγίας στον Άγιο Ιωάννη Μυλοποτάμου.<br />

Βλ. ό.π., σ. 55, σημ. 80.


Ο ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ<br />

267<br />

Στη Βαϊοφόρο, ο Χριστός έρχεται με τους μαθητές του από αριστερά<br />

«καθήμενος επί πώλον όνου», (Κατά Ιωάννην 12,15), γυρίζοντας<br />

πίσω το κεφάλι του σε συνομιλία με τον Πέτρο. Στο βάθος<br />

δεξιά η Ιερουσαλήμ, έξω από τα τείχη της οποίας οι Εβραίοι που<br />

βγήκαν να προϋπαντήσουν τον Κύριο. Τα έξι παιδιά που απεικονίζονται<br />

στα πόδια του όνου και πάνω στο δένδρο, προσδίδουν στη<br />

σύνθεση γραφικότητα και ζωντάνια.<br />

Στην παράσταση του Νιπτήρα, τμήμα της οποίας έχει καταστραφεί<br />

με τη διάνοιξη του παραθύρου, ο Χριστός σκουπίζει το<br />

δεξί, γυμνό πόδι του Πέτρου, ευλογώντας τον με το δεξί χέρι. Ο<br />

απόστολος φέρει το χέρι στο κεφάλι του, σύμφωνα με την ευαγγελική<br />

Εικ. 3.<br />

Η Σταύρωση.


268 ΚΩΣΤΑΣ ΨΑΡΑΚΗΣ<br />

διήγηση (Κατά Ιωάννην 13,9). Οι υπόλοιποι μαθητές εικονίζονται<br />

κατά παράταξη, όρθιοι να συνομιλούν, εκφράζοντας την απορία<br />

τους για το γεγονός.<br />

Το επεισόδιο της Προδοσίας διαδραματίζεται σε βραχώδες τοπίο,<br />

με το Χριστό στο κέντρο της σύνθεσης να δέχεται τον εναγκαλισμό<br />

και το φίλημα του Ιούδα που έρχεται από τα αριστερά. Το<br />

σώμα του Ιούδα κάμπτεται και εν μέρει προσκολλάται στο Χριστό<br />

που παραμένει ατάραχος. Γύρω από τα κεντρικά πρόσωπα της παράστασης<br />

συνωθούνται στρατιώτες με κωνικά κράνη, που κρατούν<br />

σπαθιά και ακόντια. Δεξιά ένας Εβραίος, έχοντας καλυμμένο το κεφάλι<br />

του, με το χαρακτηριστικό μαντήλι, κρατά αναμμένο φανό και<br />

κινείται προς το Χριστό. Στο κάτω αριστερό άκρο της σύνθεσης, ο<br />

Πέτρος με το Μάλχο. Στη σκηνή κυριαρχεί το πάθος, η κίνηση των<br />

στρατιωτών και του όχλου, και παράλληλα η σοβαρότητα της ακίνητης<br />

και ήρεμης μορφής του Χριστού.<br />

Δεξιά της Προδοσίας, ως ολιγοπρόσωπη σκηνή, η «ΣΤΑ[Υ]ΡΩ-<br />

CΙC» (εικ. 3), με τον Εσταυρωμένο στον άξονα της σύνθεσης, ανάμεσα<br />

στη Θεοτόκο που εικονίζεται στα αριστερά και τον Ιωάννη στα<br />

δεξιά. Ο Χριστός φορεί περίζωμα και πατεί με ενωμένες τις κνήμες<br />

σε ορθογώνιο υποπόδιο. Το σώμα του καμπυλώνεται ελαφρά, αρμονικά<br />

προς τ’ αριστερά, γέρνοντας το κεφάλι πάνω στον ώμο. Από<br />

το πλευρό του ρέει «αίμα και ύδωρ» (Κατά Ιωάννην 19,34), ενώ το<br />

αίμα που κυλά από τα πόδια του, πέφτει πάνω στο κρανίο του<br />

Αδάμ, που βρίσκεται μέσα στο σπήλαιο του Άδη, στη βάση του<br />

σταυρού. Η Παναγία ατενίζει τον Υιό της και θρηνεί κρατώντας το<br />

μαφόριο γύρω από το λαιμό της, σε ένδειξη οδύνης, ενώ με το δεξί<br />

χέρι δείχνει τον Ιησού. Ο Ιωάννης, συντετριμμένος, υποβαστάζει<br />

το γερτό του κεφάλι. Στο πάνω μέρος της κάθετης κεραίας του σταυρού<br />

υπάρχει η επιγραφή: «·Ο· Β· C· Λ· Τ· Δ·» (Ο Βασιλεύς της Δόξης).<br />

Πάνω από το σταυρό στα αριστερά, ο προσωποποιημένος<br />

σκουροκόκκινος ήλιος και η σκουρογάλανη σελήνη στα δεξιά 7 . Η<br />

παράσταση παρουσιάζεται ιδιαίτερα λιτή και αυστηρή στη σύνθεσή<br />

της, περιορισμένη στα πιο απαραίτητα πρόσωπα του δράματος.<br />

Κυρίαρχη μορφή στην παράσταση του Λίθου, αναδεικνύεται ο<br />

άγγελος που κάθεται στον αποκυλισμένο λίθο του μνήματος (Κατά<br />

Μάρκον 16,4· Κατά Ματθαίον 28,2). Με το δεξί χέρι δείχνει προς<br />

7<br />

Ανάλογη εικόνα στις Πράξεις των Αποστόλων 2,20 και την Αποκάλυψη<br />

6,12.


Ο ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ<br />

269<br />

το ανοιχτό μνήμα, έχοντας στραμμένο το κεφάλι του στις δύο μυροφόρες<br />

που στέκονται στα αριστερά της σύνθεσης. Η μία προτείνει<br />

μυροδοχείο προς τον απαστράπτοντα άγγελο. Δεξιότερα, στην<br />

πλευρά του βράχου, απεικονίζεται ένα μνήμα σκαμμένο σαν λάρνακα,<br />

που περιέχει τα εντάφια του Χριστού, τα οθόνια και το σουδάριο.<br />

Ανάμεσα στον άγγελο και στον τάφο, υπάρχουν οι επιγραφές,<br />

«ίδε ο τόπος | όπου έθικαν | αυτόν» (Κατά Μάρκον 16,6· πρβλ.<br />

Κατά Ματθαίον 28,6) και «το σουδάριον». Στα πρόσωπα των μυροφόρων<br />

φαίνεται η ταραχή και η έκπληξη γι’ αυτό που βλέπουν.<br />

Στο κέντρο της σκηνής της Ανάστασης («ΑΝΑCΤΑCΙC»), εικονίζεται<br />

ο Χριστός, κινούμενος προς τα αριστερά, να πατεί στα πεσμένα<br />

θυρόφυλλα της πύλης του Άδη. Με το αριστερό χέρι κρατάει<br />

μακρύ, διπλό σταυρό και με το δεξί ανασύρει τον Αδάμ από τη<br />

σαρκοφάγο. Η Εύα στα δεξιά, έχει καλυμμένα τα χέρια της, σε<br />

Εικ. 5.<br />

Η Εμφάνιση του Χριστού<br />

στη Μαρία τη Μαγδαληνή.


270 ΚΩΣΤΑΣ ΨΑΡΑΚΗΣ<br />

δέηση προς το Χριστό. Από τη δεξιά ομάδα των ανδρών, διακρίνεται<br />

ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, με τη χαρακτηριστική γενειάδα και τα<br />

ακατάστατα μαλλιά του. Στον αριστερό όμιλο των δικαίων, βρίσκονται<br />

σε πρώτο επίπεδο, οι προφητάνακτες Δαβίδ και Σολομών,<br />

ενώ στο κάτω μέρος της παράστασης, ανάμεσα στα θυρόφυλλα, εικονίζεται<br />

ο Άδης, σε μολυβί απόχρωση, πεσμένος στα γόνατα.<br />

Το «ΧΑΙΡΕ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ» (εικ. 4), εικονίζεται στη μεσαία<br />

ζώνη του νότιου τοίχου. Η γαλήνια και μεγαλοπρεπής μορφή του<br />

Χριστού δεσπόζει στο ορεινό τοπίο καταλαμβάνοντας τον κεντρικό<br />

άξονα της σύνθεσης. Σε συμμετρικές θέσεις, δεξιά και αριστερά του<br />

Χριστού, εικονίζονται δύο γονατιστές μυροφόρες, η Μαρία η Μαγδαληνή<br />

και η άλλη Μαρία (Κατά Ματθαίον 28,1–10· Κατά Μάρκον<br />

16,1-10), έχοντας καλυμμένα τα χέρια τους με το μαφόριο, ατενίζουν<br />

τον Αναστάντα Χριστό που στέκεται στραμμένος προς τα αριστερά,<br />

ευλογώντας με το δεξί χέρι, ενώ στο αριστερό κρατά κλειστό ειλητάριο.<br />

Στην παράσταση η «ΨΙΛΑΦΗCΙC ΤΟΥ ΘΩΜΑ», διακρίνεται αριστερά<br />

ο όμιλος των μαθητών, με πρώτο το Θωμά, νέο, αγένειο, στρογγυλοπρόσωπο,<br />

έχοντας προτεταμένο το δεξί χέρι, στην προσπάθεια<br />

του να αγγίξει την πληγή του Χριστού. Ποικίλοι και έντονοι είναι οι<br />

χρωματισμοί των ενδυμάτων και των φωτοστέφανων των αποστόλων,<br />

σε ώχρα, μπλε, κόκκινη και ανοιχτή πράσινη απόχρωση.<br />

Η Εμφάνιση του Χριστού στη Μαρία τη Μαγδαληνή (εικ. 5),<br />

με επιγραφή «ΜΑΡΙΑ ΜΑ(Γ)|ΔΑ|ΛΗΝΙ | διαλεΓΕ|ΤΕ ΤΟ ΙΥCΟΥ»,<br />

πιθανόν είναι η μοναδική απεικόνιση της σκηνής αυτής στους τοιχογραφημένους<br />

ναούς της Κρήτης, καθώς οι αγιογράφοι προτιμούν<br />

την παράσταση του «Χαίρετε», ακολουθώντας τη διήγηση του ευαγγελιστή<br />

Ματθαίου 8 . Η σκηνή της εμφάνισης του Χριστού στη Μαρία<br />

τη Μαγδαληνή, αποδίδεται διαφορετικά από τον καθιερωμένο<br />

εικονογραφικό τύπο του «Μη μου Άπτου» 9 . Στα δεξιά της παράστασης,<br />

ο Χριστός καθήμενος σε θρόνο χωρίς ερεισίνωτο, πατεί σε<br />

υποπόδιο, κρατώντας με το αριστερό χέρι κλειστό ειλητάριο, ενώ<br />

έχει προτεταμένη την παλάμη του δεξιού του χεριού προς τη Μαγδαληνή,<br />

για να φανεί ο «τύπος των ήλων». Η Μαγδαληνή στέκει<br />

στα αριστερά και με τα απλωμένα της χέρια προσπαθεί να αγγίξει<br />

8<br />

Κ. Καλοκύρης, Αι Βυζαντιναί τοιχογραφίαι της Κρήτης, Αθήνα 1957, σ. 78.<br />

9<br />

Αι. Καλλιγά-Γερουλάνου, Η σκηνή του «Μη μου άπτου», όπως εμφανίζεται<br />

σε βυζαντινά μνημεία και η μορφή που παίρνει στον 16ο αιώνα, ΔΧΑΕ 3<br />

(1962-63), Περίοδος Δ΄, σ. 203-230.


Ο ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ<br />

271<br />

το Χριστό, χωρίς επιτυχία, καθώς της το απαγορεύει, σύμφωνα με<br />

τον ευαγγελιστή Ιωάννη (20,17). Η σύνθεση διακρίνεται για τη λιτότητα<br />

και την παντελή έλλειψη δευτερευόντων προσώπων.<br />

Η «ΑΝΑΛΗΨΙC», χωρισμένη σε τρεις ενότητες, καλύπτει το<br />

ανατολικό τμήμα της καμάρας του θόλου, όπως συνηθίζεται στους<br />

βυζαντινούς ναούς από τον 10ο αι. και έπειτα 10 . Στο κέντρο δεσπόζει<br />

ο αναλαμβανόμενος Χριστός, μέσα σε ελλειπτική δόξα που υποβαστάζουν<br />

τέσσερις άγγελοι. Το πέταγμά τους και η απόδοση των<br />

ανοιγμένων πτερύγων, αποδίδονται με ρεαλισμό και ιδιαίτερη επιμέλεια.<br />

Ανάμεσα στους αγγέλους, αριστερά και δεξιά της δόξας,<br />

υπάρχει από ένα εξαπτέρυγο. Στο νότιο τμήμα της παράστασης, εικονίζονται<br />

έξι απόστολοι σε δύο ομάδες ανά τρεις και στη μέση<br />

ένας αρχάγγελος, ντυμένος ως αυτοκρατορικός αξιωματούχος, δείχνει<br />

με το δεξί του χέρι προς το Χριστό. Στο βόρειο τμήμα της καμάρας,<br />

εικονίζονται οι άλλοι έξι απόστολοι, με την Παναγία στη<br />

μέση, στραμμένη προς τα αριστερά, να προσβλέπει στον αναλαμβανόμενο<br />

Χριστό, με τα χέρια σε δέηση. Οι απόστολοι και στους<br />

δύο ομίλους εικονίζονται να ατενίζουν προς τον ουρανό, εκφράζοντας<br />

έκπληξη στο γεγονός της Ανάληψης. Η ένταση της σκηνής,<br />

αποτυπώνεται στις κινήσεις των χεριών και των πτυχώσεων των<br />

ενδυμάτων των αποστόλων. Το τοπίο αποδίδεται με μία σειρά από<br />

βαθμιδωτούς λόφους, στην κορυφή ενός από τους οποίους διακρίνεται<br />

ένα ελαιόδεντρο και η επιγραφή «ουτοσ ελευσεται ... | ... | καθόν<br />

τρόπον | εθεασασθε | αυτόν» (Πράξεις Αποστόλων 1,11).<br />

Στα Εισόδια της Θεοτόκου, ο σεβάσμιος αρχιερέας Ζαχαρίας,<br />

υποδέχεται τη μικρή Παναγία, την οποία οδηγούν οι γονείς της, ο<br />

Ιωακείμ και η Άννα. Τους θεοπάτορες ακολουθεί ένας όμιλος εφτά<br />

νεαρών κοριτσιών, με πολύχρωμα ρούχα και λαμπάδες στα χέρια.<br />

Πίσω από το Ζαχαρία, εικονίζεται η Παναγία που τρέφεται από τον<br />

άγγελο 11 .<br />

10<br />

Α. Ξυγγόπουλος, Η τοιχογραφία της Αναλήψεως εν τη αψίδι του Αγίου Γεωργίου<br />

της Θεσσαλονίκης, Αρχαιολογική Εφημερίς 1938, σ. 48 = Θεσσαλονίκεια<br />

μελετήματα: (1925-1979), Θεσσαλονίκη 1999, σ. 119-142.<br />

11<br />

Ενδεικτικά αναφέρουμε παρόμοια απόδοση του θέματος στον Άγιο Στέφανο<br />

στη Δρακώνα Κισάμου, την Παναγία στα Παλιά Ρούματα, την Παναγία στον<br />

Αλίκαμπο Αποκορώνου και την Παναγία στο Ανισαράκι. Βλ. Θ. Ξανθάκη, Ο<br />

Θεομητορικός κύκλος στο ναό της Παναγίας στο Ανισαράκι Κανδάνου. Εικονογραφικές<br />

ιδιαιτερότητες, ΔΧΑΕ, περίοδος Δ΄, τ. Λ΄ (2009), σ. 192-<br />

194.


272 ΚΩΣΤΑΣ ΨΑΡΑΚΗΣ<br />

Εικ. 6.<br />

Η Δέηση.<br />

Μόνο μικρό τμήμα, στα αριστερά της παράστασης της Κοίμησης<br />

της Θεοτόκου, έχει διασωθεί μετά τη διάνοιξη του παραθύρου, στο<br />

οποίο διακρίνονται τέσσερις απόστολοι, πάνω από το προσκέφαλο<br />

της νεκρικής κλίνης της Παναγίας.<br />

Στο μέσο της κάτω ζώνης του νότιου τοίχου, εικονίζεται η παράσταση<br />

της Δέησης 12 , με το Χριστό ένθρονο που φέρει το προσηγορικό «Ο<br />

ΦΩΤ|ΟΔΩΤΙC», κρατώντας ανοιχτό ευαγγέλιο με την επιγραφή, «ΕΓΩ<br />

ΕΙ|ΜΙ [Η ΑΜΠΕΛΟC KAI YMEIC || τὰ ΚΛΗΜΑ|ΤΑ [ΚΑΙ] Ὁ | Π(ΑΤ)ΗΡ<br />

Μ(ΟΥ) | Ο ΓΕΟΡΓ(ος) ... (πρβλ. Κατά Ιωάννην 15.1-5) (εικ. 6).<br />

Οι εικονογραφικές ενότητες που απαρτίζουν τη Δευτέρα Παρουσία,<br />

καταλαμβάνουν ολόκληρο το δυτικό τοίχο (εικ. 7) -εκτός<br />

του αριστερού τμήματος της εισόδου, στο οποίο εικονίζονται οι<br />

άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη- και αναπτύσσονται σε δύο ζώνες,<br />

στα δυτικά των πλάγιων τοίχων. Στην κορυφή του τυμπάνου του<br />

δυτικού τοίχου, εικονίζεται η «Ετοιμασία του Θρόνου». Πάνω στο<br />

θρόνο απλώνεται ο πορφυρός χιτώνας του Χριστού, στον οποίο<br />

ακουμπά ανοιχτό Ευαγγέλιο. Πίσω από το θρόνο, διακρίνονται τα<br />

12<br />

Η παράσταση αναλύεται στο Στ. Μαδεράκης, Η Δέηση στις εκκλησίες της<br />

Κρήτης, Νέα Χριστιανική Κρήτη, περίοδος Β΄, 22 (2003), σ. 70, 73.


Ο ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ<br />

273<br />

σύμβολα του Πάθους και μπροστά γονυπετείς ο Αδάμ και η Εύα.<br />

Κάτω η παράσταση της κολάσεως, καταλαμβάνει το μεγαλύτερο<br />

τμήμα του δυτικού τοίχου 13 . Από τα πόδια του ένθρονου Χριστού,<br />

πηγάζει ο πύρινος ποταμός, που ρέει προς τη Λίμνη του Πυρός και<br />

καταλήγει στο ανοιχτό στόμα του Βύθιου Δράκοντα, συμπαρασύροντας<br />

τους αμαρτωλούς.<br />

Σε δύο ζώνες του βόρειου τοίχου, συνεχίζονται οι παραστάσεις<br />

από τη Δευτέρα Παρουσία. Στην πάνω ζώνη, σύμφωνα με τις επιγραφές,<br />

ο «ΧΟΡΟC ΤΩΝ ΒΑCΙΛΕΩΝ», ο «ΧΟΡΟC ΟCΙΩΝ» και ο<br />

«ΧΟΡΟC ΟCΙΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ». Στην κάτω ζώνη ο «Ζυγός της Δικαιοσύνης»,<br />

η «Γη αποδίδουσα τους νεκρούς», η «Θάλασσα αποδίδουσα<br />

τους νεκρούς». Στην πάνω ζώνη του νότιου τοίχου από αριστερά,<br />

ο «ΧΟΡΟC ΕΠΙCΚΟΠΩΝ», ο «ΧΟΡΟC ΙΕΡΑΡΧΩΝ» και ο<br />

«ΧΟΡΟC ΠΡΟΦΗΤΩΝ». Στην κάτω ζώνη, ο «ΧΟΡΟC ΑΠΟCΤΟ-<br />

ΛΩΝ», με τον Πέτρο να ανοίγει την Πύλη του Παραδείσου, την<br />

οποία φυλάσσει χερουβείμ με φλογίνη ρομφαία· μέσα στον Παράδεισο<br />

βρίσκεται ο ληστής Δυσμάς που μετανόησε, κρα τώ ντας το<br />

Εικ. 7.<br />

Μερική άποψη<br />

του Δυτικού τοίχου.<br />

Η ετοιμασία του Θρόνου<br />

και η Δευτέρα Παρουσία.<br />

13<br />

Στ. Μαδεράκης, Η Δέηση στις εκκλησίες της Κρήτης, Γ΄ Η Δέηση στη Δευτέρα<br />

Παρουσία, Νέα Χριστιανική Κρήτη, περίοδος Β΄, 24 (2005), σ. 278.


274 ΚΩΣΤΑΣ ΨΑΡΑΚΗΣ<br />

σταυρό, η Θεοτόκος και ο Αβραάμ που κρατά<br />

τρία σπαργανωμένα μωρά (ψυχές).<br />

Στην κάτω ζώνη του βόρειου τοίχου, εικονίζονται<br />

πάνω σε άλογα ο άγιος Δημήτριος,<br />

ο άγιος Γεώργιος και ο άγιος Θεόδωρος ο<br />

Στρατηλάτης. Στον απέναντι νότιο τοίχο, όρθιοι,<br />

σε μετωπική στάση, ο Μιχαήλ Αρχάγγελος,<br />

ο άγιος Προκόπιος και ο άγιος Νικήτας<br />

(Εικ. 8) με το πρόσωπο στραμμένο προς τα<br />

δεξιά. Την κάτω ζώνη του νότιου τοίχου, συμπληρώνουν<br />

οι άγιοι Νικόλαος, Αντώνιος (Εικ.<br />

9), Σπυρίδωνας και Πολύκαρπος, σε μετωπική<br />

στάση. Στο βόρειο τοίχο χαμηλά, οι άγιοι<br />

Ελευθέριος, Εύπλος και Παντελεήμονας (Εικ.<br />

10), με τη χαρακτηριστική κοντή σγουρή<br />

κόμη, να κρατά ανοιχτό κιβωτίδιο με ιαματικά<br />

φάρμακα και χειρουργικά εργαλεία. Απέναντι<br />

στο νότιο τοίχο, εικονίζονται στηθαίοι, ακόμα<br />

δύο ιαματικοί άγιοι, οι Ανάργυροι, Δαμιανός<br />

και Κοσμάς, και οι ιεράρχες Βλάσιος και<br />

Ιωάννης ο Ελεήμονας.<br />

Στο δυτικό σφενδόνιο εικονίζονται οι άγιοι<br />

Δέκα, στο νότιο τμήμα ο ΑΓΑ|ΘΟ|ΠΟΥ|C, ο<br />

CΑΤ|ΟΡ|ΝΙ|ΝΟC, ο ΓΕΛ|ΑCΙ|ΟC, ο ΕΒΑ|ΡΕ| -<br />

CΤ|ΟC και ο ΕΥ|ΝΗ| ΚΙΑ|ΝΟC στο βόρειο<br />

τμήμα, ο ΘΕΟ|ΔΟΥ|ΛΟC, ο ΖΩΤ|ΙΚ|ΟC, ο<br />

[ΠΟΜΠΙΟΣ], ο ΒΑCΙ|ΛΗΔ|ΙC, και ο ΕΥΠ|Ο -<br />

Ρ|ΟC. Στην κορυφή του ανατολικού σφενδονίου<br />

απεικονίζεται το Μανδήλιον και ακολουθούν<br />

τέσσερις προφήτες, στο βόρειο τμήμα ο<br />

Δαυίδ και ο Ααρών, ενώ του νότιου τμήματος<br />

είναι δυσδιάκριτοι, λόγω των φθορών. Ανατολικά<br />

του σφενδονίου εικονίζονται τέσσερις<br />

ακόμα προφήτες, ο Ησαίας, ο Αβακούμ, ο<br />

Αμώς και ο Ηλίας.<br />

Εικ. 8. Ο άγιος Νικήτας.<br />

Εικ. 10. Ο άγιος Παντελεήμων.


Ο ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ<br />

275<br />

ΤΕΧΝΟΤΡΟΠΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ<br />

Οι συνθέσεις χαρακτηρίζονται από απλότητα και συμμετρία, ενώ<br />

στην οργάνωσή τους παρατηρείται μία ισορροπία ως προς την τοποθέτηση<br />

των μορφών και ως προς την απόδοση του τοπίου. Οι<br />

πρωταγωνιστικές μορφές τοποθετούνται σχεδόν πάντα στον άξονα<br />

των συνθέσεων και απεικονίζονται άλλοτε μετωπικά και άλλοτε σε<br />

τρία τέταρτα. Οι ρεαλιστικές τάσεις που διακρίνονται στις παραστάσεις<br />

της Γέννησης, της Βάπτισης και της Βαϊοφόρου, αποδίδονται<br />

φυσιοκρατικά και χαρακτηρίζονται από αφηγηματική διάθεση, σύμφωνα<br />

με τις περιγραφές των ευαγγελίων. Στην απόδοση της έννοιας<br />

του χώρου, συμβάλλουν τόσο τα λιτά αρχιτεκτονήματα, τα οποία<br />

αποδίδονται με απλές αναλογίες σε δεύτερο επίπεδο, όπως στις<br />

παραστάσεις της Υπαπαντής, του Ευαγγελισμού και της Σταύρωσης,<br />

όσο και το βραχώδες τοπίο με τα απότομα, λοξότμητα βουνά, σύμφωνα<br />

με τη βυζαντινή αντίληψη, στη Βάπτιση, την Προδοσία, το<br />

Χαίρε των Μυροφόρων και την Ανάσταση.<br />

Τα πρόσωπα χαρακτηρίζονται από μία λιτή εκφραστικότητα,<br />

πλάθονται σε ανοιχτό καστανό προπλασμό, πάνω στον οποίο το-<br />

Εικ. 9.<br />

Οι άγιοι Νικόλαος<br />

και Αντώνιος.


276 ΚΩΣΤΑΣ ΨΑΡΑΚΗΣ<br />

ποθετείται ανοιχτοκίτρινο, φωτεινό στρώμα, χωρίς να λείπουν και<br />

οι ελαφρές ρόδινες και φαιοπράσινες σκιές. Γύρω από τις κόγχες<br />

των ματιών, χρησιμοποιούνται καφέ σκιές, ενώ τα εξέχοντα σημεία<br />

των προσώπων τονίζονται με λεπτές, άσπρες πινελιές. Πιο σκληρά<br />

και με έντονες φωτοσκιάσεις στο σκούρο προπλασμό, αποδίδονται<br />

τα πρόσωπα των αγίων, των ασκητών και γενικώς των ηλικιωμένων<br />

προσώπων, στα οποία διακρίνεται ο αυστηρά ιερατικός χαρακτήρας<br />

τους. Τα ενδύματα γενικώς συμβάλλουν στη δήλωση κάποιας πλαστικότητας<br />

του σώματος και στον τονισμό της κίνησής του, σε αντίθεση<br />

με αυτά των ιεραρχών, που πέφτουν άκαμπτα και διαμορφώνουν<br />

επίπεδες επιφάνειες. Οι πτυχές αποδίδονται γραμμικά, με<br />

κάθετες και διαγώνιες γραμμές, σκουρότερης απόχρωσης από αυτής<br />

του υφάσματος.<br />

Η επιδεξιότητα του ζωγράφου αποτυπώνεται στην ορθή απόδοση<br />

του νοηματικού περιεχομένου των σκηνών, στην προσεκτική<br />

απόδοση της κλίμακας των μορφών και του χώρου, καθώς και<br />

στους χρωματικούς συνδυασμούς των ενδυμάτων που αναδεικνύουν<br />

τα πρόσωπα. Τα κοινά προσωπογραφικά χαρακτηριστικά των μορφών,<br />

όπως το ευρύ μέτωπο, τα αμυγδαλωτά μάτια, οι μακριές μύτες<br />

και τα λεπτά χείλη, μαρτυρούν μία συντηρητική, λαϊκότροπη τεχνοτροπικά<br />

αντίληψη, την οποία ακολουθεί ο ανώνυμος ζωγράφος,<br />

παραμένοντας προσηλωμένος στην εικονογραφική παράδοση, όπως<br />

αυτή είχε διαμορφωθεί στο τέλος του 14ου αιώνα 14 .<br />

14<br />

Μπορμπουδάκης, Ναός Αγίου Παντελεήμονος Ζυμβραγού Κισάμου, σ. 490.


Εικ. 1. Άποψη των τοιχογραφιών μετά το πρώτο στρώμα του οπλισμού.


Μιχαήλ Ι. Τρουλλινός<br />

Συντήρηση<br />

των τοιχογραφιών<br />

του καθολικού<br />

της Ιεράς Μονής Οδηγητρίας<br />

Οι τοιχογραφίες στο καθολικό της Ιεράς Μονής Οδηγητρίας<br />

καλύπτουν το δυτικό τμήμα του θόλου του Νότιου κλίτους. Έχουν<br />

γίνει με την μέθοδο της νωπογραφίας (FRESCO) 1 πάνω σε υπόστρωμα<br />

με ασβεστιτικά υλικά 2 , που περιέχει άχυρο και διακρίνεται<br />

σε ορισμένα σημεία με φθορές. Οι χρωστικές είναι το λευκό του<br />

Αγίου Ιωάννη, το μαύρο του κάρβουνου, κόκκινες και κίτρινες<br />

ώχρες, πράσινη γη και πιθανόν μπλε του κοβαλτίου. Υπάρχουν<br />

επίσης ίχνη τοιχογραφημένου διακόσμου, κάτω από το υπάρχον<br />

ασβεστοκονίαμα, στην κόγχη του ιερού, καθώς και στο τυφλό αψίδωμα<br />

στο βόρειο μέρος Νότιου κλίτους.<br />

Το υπόβαθρο των τοιχογραφιών (η τοιχοδομή) παρουσίαζε σε<br />

ορισμένους τόπους μεγάλα κενά, ρίζες από φυτά και αποσαθρώσεις<br />

του μεταγενέστερου κονιάματος, στα σημεία όπου δεν υπάρχουν<br />

τοιχογραφίες. Οι φθορές αυτές δημιουργήθηκαν από τη ροή των<br />

όμβριων υδάτων, σε εποχές όπου το καθολικό είχε εντελώς παραμεληθεί.<br />

Το συνδετικό κονίαμα της τοιχοδομής ήταν τόσο σαθρό<br />

(από τη διάβρωση), ώστε σε ορισμένα σημεία που υπήρχαν κενά ή<br />

στα άκρα των τοιχογραφιών, αρκούσε το παραμικρό άγγιγμα και<br />

άρχιζε να ρέει πλήθος σκόνης για αρκετή ώρα. Για τους προηγούμενους<br />

λόγους, μεγάλο τμήμα των τοιχογραφιών είχε καταρρεύσει<br />

και συμπληρωθεί με στρώματα τσιμεντοσοβάδων. Στο κεντρικό<br />

1<br />

Γι’ αυτήν την τεχνική της τοιχογραφίας βλ. D. Thompson, Οι τεχνικές και<br />

τα υ λικά της μεσαιωνικής ζωγραφικής, Αθήνα 1998, σ. 81 και Φ. Κόντογλου,<br />

Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας, Αθήνα 1998: α' έκδ. 1960, τ. Α',<br />

σ. 52.<br />

2<br />

Υπόστρωμα λέγεται το κονίαμα που φέρει τη ζωγραφική. Βλ. Α. Ορλάνδος,<br />

Τα υλικά δομής των αρχαίων Ελλήνων και οι τρόποι εφαρμογής αυτών, Αθήνα<br />

1959-60, τ. 2, σ. 51 και τις αντίστοιχες σημειώσεις και παραπομπές.


280 ΜΙΧΑΗΛ Ι. ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΣ<br />

τμήμα του θόλου ένα τέτοιο μπάλωμα καταλάμβανε μεγάλη έκταση<br />

παγιδεύοντας περιμετρικά τα άκρα των όμορων τοιχογραφιών. Η<br />

ζωγραφική επιφάνεια καλυπτόταν από στρώσεις κάπνας και σκόνης,<br />

ενώ υπήρχαν μεγάλης έκτασης μεταγενέστεροι οπλισμοί με γάζες 3 .<br />

Η μεγαλύτερη όμως φθορά, οι απολεπίσεις, σε συνδυασμό με<br />

τις άπειρες ρηγματώσεις, ήταν έντονα ανησυχητικές. Οι απολεπίσεις<br />

αυτές δεν είχαν στερεωθεί αλλά απλώς καλύπτονταν από τη γάζα<br />

των οπλισμών, ενώ επίσης υπήρχαν αρκετές κρούστες ανθρακικών<br />

αλάτων.<br />

Στη φθορά των τοιχογραφιών και την καταστροφή του μεγάλου<br />

μέρους της ζωγραφικής έδρασαν κυρίως οι παρακάτω παράγοντες:<br />

- Μηχανικές φθορές από την επίδραση υψηλής θερμοκρασίας<br />

από καταστροφική φωτιά. Στο παραπάνω γεγονός είναι αδιάψευστος<br />

μάρτυρας τα πρόσωπα της Θεοτόκου, του Χριστού και των Αρχαγγέλων<br />

του ιερού αλλά και η πλειονότητα των κόκκινων κυρίως<br />

χρωμάτων στο Δυτικό τοίχο, στην παράσταση «Δύναμις του Υψίστου»<br />

από τους οίκους του Ακαθίστου. Τα χρώματα στις παραπάνω παραστάσεις<br />

απολεπίσθηκαν εκλεκτικά από τη μεγάλη και απότομη θερμοκρασία<br />

(το ανθρακικό ασβέστιο είναι κακός αγωγός της θερμότητας),<br />

στα πρόσωπα και τα ρούχα των μορφών. Η εντονότερη<br />

φθορά αυτού του τύπου διακρίνεται στην παράσταση του Ακαθίστου,<br />

«Κήρυκες θεοφόροι γεγονότες οι Μάγοι», όπου λόγω της θέσης της<br />

(πάνω από την πόρτα-έξοδο των καυσαερίων) εξετέθη περισσότερο<br />

στη δράση της φθοράς. Για τους ακριβώς αντίθετους λόγους, διατηρήθηκαν<br />

καλύτερα οι παραστάσεις στο τυφλό αψίδωμα (όπου δεν<br />

υπήρχε «ροή» καυσαερίων).<br />

Η φωτιά που αναφέρεται, πρέπει να είχε κύρια εστία το ιερό<br />

(κάπου στην Αγία Τράπεζα) και ενδεχομένως απώτερο σκοπό την<br />

καταστροφή και τη βεβήλωση. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η παράσταση<br />

της κόγχης έχει υποστεί καθολική απολέπιση των προσώπων<br />

και των γυμνών μερών, καθώς και τονική διαφορά χρωστικών<br />

λόγω της ορυκτολογικής μετάπτωσης και αλλαγής των χρωμάτων<br />

από την υψηλή θερμοκρασία.<br />

- Ένας δεύτερος λόγος διάβρωσης υπήρξε η για πολύ καιρό<br />

«εγκατάλειψη» του καθολικού (χωρίς επισκευές) με αποτέλεσμα την<br />

ανάπτυξη φυτών στους τοίχους και την οροφή και την δημιουργία<br />

πλέγματος ριζών στη διεπιφάνεια μεταξύ τοίχου και υποστρώματος<br />

3<br />

Οι τελευταίες επεμβάσεις συγκράτησης πραγματοποιήθηκαν το 1977<br />

από συνεργεία της 13ης Ε.Β.Α.


ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ<br />

ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΟΔΗΓΗΤΡΙΑΣ<br />

281<br />

των τοιχογραφιών, προκαλώντας μηχανικές αλλά και χημικές καταστροφικές<br />

δράσεις από τα νιτρίδια που εκλύονται.<br />

- Ο κυριότερος όμως και πλέον ύπουλος παράγοντας φθοράς,<br />

που συνέχισε τη δράση του μέχρι πρόσφατα, ήταν η κυκλοφορία<br />

διαλυτών αλάτων με τη δράση του νερού. Πηγή των αλάτων αυτών<br />

(κυρίως χλωριούχων, θειϊκών και λιγότερο ανθρακικών) 4 ήταν τα<br />

ίδια τα δομικά υλικά του μνημείου. Η δράση του νερού που απ’ ότι<br />

φαίνεται ήταν εκτενής, ενεργοποιούσε τα άλατα με τη διάλυση και<br />

την κρυστάλλωση τους (μετά την εξάτμιση του νερού) στους πόρους<br />

και την επιφάνεια των τοιχογραφιών. Στη συνέχεια φαινόμενα ενυδάτωσης<br />

με τις αντίστοιχες σχετικές μεταβολές του όγκου και τις<br />

εκρηκτικές διαστάσεις που συνεπάγονται (π.χ. αυτές του θειϊκού<br />

νατρίου από Τεναρδίτη σε δεκανατρίτη με αύξηση 308%), οδήγησαν<br />

σε φαινόμενα όχι μόνο απολεπίσεως αλλά και καθολικής πτώσης<br />

τοιχογραφημένου κονιάματος.<br />

- Φθορές από τη δράση του διοξειδίου του άνθρακα με σχηματισμό<br />

κρούστας ανθρακικού ασβεστίου (σταλακτιτοποίηση-σταλαγμιτοποίηση)<br />

πάνω στη ζωγραφική επιφάνεια, και των ασβεστοχρωμάτων<br />

που τοποθετήθηκαν αργότερα πάνω από τις τοιχογραφίες, 5<br />

υπήρξαν ασήμαντες σε σχέση με τις προηγούμενες.<br />

Εργασίες συντήρησης<br />

Για τη συντήρηση των τοιχογραφιών του δυτικού τμήματος της<br />

κόγχης, μέσα από τη συνεργασία αρχαιολόγων, συντηρητών και<br />

μηχανικών της 13ης ΕΒΑ, κρίθηκε σκόπιμο να γίνει αποτοίχιση<br />

και μεταφορά τους στο εργαστήριο, λόγω και των επισκευών που<br />

έπρεπε να γίνουν στην τοιχοδομή, κάτω από τις τοιχογραφίες. Η<br />

εργασία αυτή ήταν αρκετά δύσκολη λόγω της υπερβολικής σαθρότητας<br />

των τοιχογραφιών, των αρκετών απολεπίσεων και του παλαιότερου<br />

υπάρχοντος οπλισμού που ήταν αδύνατον να αφαιρεθεί<br />

από ορισμένα σημεία χωρίς συνέπειες βλαβερές για το αντικείμενο.<br />

4<br />

Θ. Ν. Σκουλικίδης, Διάβρωση και συντήρηση των δομικών υλικών των μνημείων,<br />

Ηράκλειο 2000, σ. 140 κ.ε., και Ν. Μπελογιάννης, Αντιστροφή της<br />

γυψοποίησης του μαρμάρου, Αθήνα (διδακτ. διατριβή ΕΜΠ) 1983, σ. 14 -<br />

19.<br />

5<br />

Μετά την επικάλυψη με ασβεστόχρωμα, η εξάτμιση της υγρασίας συντελείται<br />

πλέον στη νέα επιφάνεια, με αποτέλεσμα τη δημιουργία νέου επικαλυπτικού<br />

στρώματος δευτερογενή ασβεστίτη.


282 ΜΙΧΑΗΛ Ι. ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΣ<br />

Οι δυσκολίες ήταν περισσότερες στα σημεία όπου δεν υπήρχε τοιχογραφία<br />

και προστέθηκαν μεταγενέστερα συμπληρώματα σκληρής<br />

τσιμεντοκονίας που εισερχόμενη στα κενά πίσω από το υπόστρωμα<br />

παγίδευε την τοιχογραφία, τροφοδοτώντας το ζωγραφικό στρώμα<br />

με άλατα Na 2 SO 4 , δυσχεραίνοντας την εργασία μας.<br />

Αποτοίχιση τοιχογραφιών του καθολικού<br />

Η απόσπαση των τοιχογραφιών έγινε μετά τη φωτογραφική<br />

και σχεδιαστική τεκμηρίωση και τους απαραίτητους οπλισμούς,<br />

αφού προηγούμενα έγινε όπου ήταν ανάγκη facing, επιφανειακή<br />

στερέωση του χρώματος με διάλυμα πολυβινυλικής αλκοόλης,<br />

επειδή δεν διαλύεται στους οργανικούς διαλύτες που θα αφαιρέσουν<br />

τους οπλισμούς. Οι προηγούμενες εργασίες έγιναν μετά από ελαφρύ<br />

ξεσκόνισμα με μαλακό πινέλο και με ταμπονάρισμα ηπίου τασιενεργού<br />

διαλύματος 6 και εκπλύσεων απιονισμένου νερού, όπου η<br />

κατάσταση της ζωγραφικής το επέτρεπε.<br />

Οι παραστάσεις αριθμήθηκαν ανά ζώνη με γράμματα του ελληνικού<br />

αλφάβητου και ανά σειρά με αραβικούς αριθμούς. Στη συνέχεια<br />

άρχισε η διαδικασία οπλισμών με γάζα, σε τρεις στρώσεις ανά<br />

παράσταση, που γίνονταν διαδοχικά μετά το στέγνωμα της προηγούμενης<br />

στρώσης (εικ. 1). Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τελευταίες<br />

παραστάσεις της κορυφής του θόλου έπεφταν από μόνες τους και<br />

χρειάστηκε να υποβαστάζονται κατά τη διάρκεια του οπλισμού τους,<br />

για να μην καταρρεύσουν.<br />

Η διαδικασία της αποτοίχισης μετά το κόψιμο των παραστάσεων<br />

σε επιλεγμένα σημεία του «φιλέτου» με νυστέρι, έγινε με ελαφρύ<br />

σκάλισμα με μαχαίρα αποτοίχισης του υπόβαθρου και ταυτόχρονα<br />

τράβηγμα της γάζας. Εκτός του τοιχογραφημένου στρώματος αποτοιχίστηκε<br />

και το υπόστρωμα σε πάχος 5 εκ. Στα κεντρικά σημεία<br />

του θόλου η εργασία ήταν επίπονη, επειδή μεγάλη συμπαγής επιφάνεια<br />

τσιμέντου κάλυπτε περιμετρικά τις τέσσερις παραστάσεις<br />

παγιδεύοντας μέρος των τοιχογραφιών.<br />

Οι τοιχογραφίες τοποθετήθηκαν πάνω σε ειδικά καλούπια που<br />

είχαν κατασκευασθεί αντίστοιχα για την κάθε μια, με την ανάλογη<br />

κύρτωση και μεταφέρθηκαν σε προσωρινό αποθηκευτικό χώρο<br />

6<br />

P. Mora–L. Mora–P. Philippot, Conservation of Wall Paintings, London<br />

1984, σ. 298-299.


ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ<br />

ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΟΔΗΓΗΤΡΙΑΣ<br />

283<br />

απέναντι από το καθολικό. Τα καλούπια αυτά κατασκευάστηκαν από<br />

κόντρα πλακέ θαλάσσης, πάχους 3 εκ., και λεπτής μελαμίνης που<br />

συνδέθηκαν με νευρώσεις από σουηδικό ξύλο, ενώ στις γωνίες το<br />

καλούπι φτιάχτηκε από μασίφ φλαμούρι, με συνεχόμενες συνδεδεμένες<br />

σανίδες για την επίτευξη του επιθυμητού πάχους.<br />

Στη συνέχεια οι τοιχογραφίες μεταφέρθηκαν στο Ρέθυμνο, εις<br />

το τότε εργαστήριο του Καρά Μουσά, που είχε επιλεγεί λόγω του<br />

μεγάλου χώρου του, προκειμένου να απλωθούν και να γίνουν οι<br />

απαιτούμενες επόμενες εργασίες:<br />

- Αφαίρεση του υποστρώματος και των πρόσθετων κονιών μέχρι<br />

ορισμένου πάχους. Η εργασία αυτή έγινε μηχανικά με νυστέρια,<br />

μαχαιρίδια, σκαρπέλα και μικρό λειαντικό τροχό οδοντοτεχνίας.<br />

- Στερέωση και εμποτισμός των μικρορηγματώσεων στην πίσω<br />

όψη του υποστρώματος με διάλυμα Primal AC 33 σε αργό εμποτισμό,<br />

με τη μέθοδο των τριχοειδών με φλεβοκαθετήρες και υδραυλικό<br />

σύστημα σωληνώσεων Latex και ορών (εικ. 2).<br />

- Σφράγισμα των ρηγματώσεων από καθαρό CaCO 3 (ανθρακικό<br />

ασβέστιο) της MERC με υδροξείδιο του ασβεστίου και λείανση του<br />

Εικ. 2.<br />

Εμποτισμός<br />

της πίσω επιφάνειας<br />

μέσω τριχοειδούς.


284 ΜΙΧΑΗΛ Ι. ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΣ<br />

Εικ. 3.<br />

Λεπτομέρεια δείγματος<br />

σε ηλεκτρονικό μικροσκόπιο<br />

SEM.<br />

προκύπτοντος στοκαρίσματος μετά το στέγνωμα για τη δημιουργία<br />

ενιαίας επιφάνειας.<br />

- Σε μεγάλα κενά και ρηγματώσεις έγινε λάσπη με προσθήκη<br />

αδρανών από κοσκινισμένο τρίμα του υποστρώματος που είχε φυλαχτεί<br />

γι’ αυτόν το σκοπό.<br />

- Καθολικός εμποτισμός με πινέλα και διαδοχικά περάσματα<br />

με διάλυμα Primal AC 33, καζεΐνης και υδροξειδίου του ασβεστίου.<br />

- Εφαρμογή διαδοχικά 3-4 στρώσεων γάζας και ασβεστόκολλας<br />

με ασβέστη, καζεΐνη και Primal AC 33 7 με προσθήκη 10 κ.εκ. βιοκτόνου<br />

ενώσεως του τεταρτογενούς αμμωνίου. Η παραπάνω εργασία<br />

επαναλαμβάνονταν (από στρώση σε στρώση) μετά από 48 ώρες<br />

για το ικανοποιητικό στέγνωμα των στρωμάτων.<br />

7<br />

Κ. W. Allen, Adhesion and adhesives-Some fundamentals, στο N. S.<br />

Brommelle-E. M. Pye-G. Smith-G. Thomson (επιμ.), Adhesives and Consolidants.<br />

1984 IIC, Paris Congress, London 1984, σ. 5-12.


ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ<br />

ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΟΔΗΓΗΤΡΙΑΣ<br />

285<br />

Πριν εφαρμοστούν τα προηγούμενα υλικά και μέθοδοι έγιναν<br />

οι απαραίτητες δοκιμές (εικ. 3), ώστε να πληρούνται οι παρακάτω<br />

παράμετροι:<br />

α) Ίδιος συντελεστής θερμοδιαστολής.<br />

β) Αναπνοή-διαπνοή των υλικών ταυτόσημη με αυτή της τοιχογραφίας.<br />

γ) Ικανή πρόσφυση.<br />

δ) Παρόμοια ελαστικότητα με το κονίαμα.<br />

ε) Αντιστρεψιμότητα υλικών.<br />

Μετά την αλλαγή των τελάρων από κυρτή σε κοίλη επιφάνεια<br />

και την αφαίρεση των οπλισμών με κομπρέσες ακετόνης ρ.α. (εικ.<br />

4), ακολούθησε ο καθαρισμός των τοιχογραφιών ως εξής:<br />

- Αφαίρεση της επιφανειακής κάπνας με εκπλύσεις και ταμποναρίσματα<br />

διαλύματος Vulpex και Texapon εκλεκτικά.<br />

- Αφαίρεση των λιπαρών λεκέδων με κομπρέσες και στυλεούς<br />

σε τετραχλωριούχο άνθρακα.<br />

Εικ. 4.<br />

Αφαίρεση των οπλισμών<br />

της ζωγραφικής επιφάνειας.


286 ΜΙΧΑΗΛ Ι. ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΣ<br />

Εικ. 5.<br />

Μηχανικοί καθαρισμοί.<br />

- Καθαρισμός των επικαθίσεων αλάτων και ασβέστη μηχανικά<br />

με νυστέρια και οδοντιατρικό τροχό (εικ. 5).<br />

- Εκλεκτική χρήση απορροφητικών αργίλων σε εναποθέσεις<br />

με μικρή επιφάνεια για την αποφυγή παρατεταμένης δράσης της<br />

υγρασίας.<br />

- Επιφανειακή στερέωση των χρωμάτων και του ζωγραφικού<br />

στρώματος, όπου ήταν ανάγκη, με διάλυμα Hydroground με σύριγγες<br />

ή με πινέλα ζωγραφικής ανάλογα με την περίπτωση.<br />

- Επανατοποθέτηση των τοιχογραφιών στα προκαθορισμένα<br />

σημεία όπου ήταν με τη βοήθεια Upat και ανοξείδωτων βιδών,<br />

που τοποθετήθηκαν σε σημεία φθοράς της ζωγραφικής (χαρτογράφηση<br />

των οποίων γίνεται με φωτογράφιση στο υπεριώδες φάσμα).<br />

Πριν χρησιμοποιηθούν οι βίδες και οι ροδέλες παρόλο που ήταν<br />

ανοξείδωτες, θερμάνθηκαν στους 150°C και εμποτίσθηκαν με Incralac.<br />

Στη συνέχεια έγιναν τα απαραίτητα στοκαρίσματα μεταξύ<br />

των «ραφών» στα φιλέτα, αφού τοποθετήθηκαν οι σωληνίσκοι για<br />

να γίνουν ενέσεις (εργασία που υπολείπεται να γίνει). Αισθητικές<br />

αποκαταστάσεις έγιναν με αντιστρέψιμες τέμπερες, πάνω στα στο-


ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ<br />

ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΟΔΗΓΗΤΡΙΑΣ<br />

287<br />

Εικ. 6.<br />

Μέρος των<br />

τοιχογραφιών<br />

με οίκους<br />

του Ακαθίστου<br />

μετά<br />

τη συντήρηση.


288 ΜΙΧΑΗΛ Ι. ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΣ<br />

Εικ. 7.<br />

Η παράσταση του οίκου<br />

του Ακαθίστου<br />

«Έχουσα Θεοδόχον ...»<br />

μετά τη συντήρηση.<br />

καρίσματα στις ραφές και τις βίδες (εικ. 6-7).<br />

- Στις τοιχογραφίες που παρέμειναν στο Καθολικό (τυφλό αψίδωμα<br />

και κόγχη ιερού), αφαιρέθηκε ο ασβέστης μηχανικά, ενώ<br />

υπολείπεται να γίνουν οι στερεώσεις στο ιερό μετά το επιφανειακό<br />

facing που έγινε με διάλυμα Hydroground.<br />

Εργασθέντες στο έργο:<br />

Μιχαήλ Τρουλλινός, Θανάσης Τρουλλινός, Νικόλαος Ποθητός,<br />

Γεώργιος Μακράκης, Μαρία Χαλκιαδάκη, Ειρήνη Τσάμη, Ερμιόνη<br />

Καστανάκη, Λάμπρος Λαμπρόπουλος, Φωτεινή Τρουλλινού, Νικόλαος<br />

Λιγοξυγκάκης, Χαρίλαος Παντερμάκης, Γρηγόρης Γαβριλάκης.


ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ<br />

ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΟΔΗΓΗΤΡΙΑΣ<br />

289<br />

Εικόνες από τα στάδια<br />

αποτείχισης


Ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας<br />

στο βόρειο κλίτος (Παναγίας).


Βασιλική Συθιακάκη-Κριτσιμάλλη<br />

Προϊσταμένη Εφορείας Αρχαιοτήτων Ηρακλείου<br />

Παρατηρήσεις<br />

για την ιστορία<br />

και την αρχιτεκτονική<br />

του καθολικού<br />

της Μονής Βαλσαμονέρου<br />

Το καθολικό της Μονής Βαλσαμονέρου, το μοναδικό κτίσμα<br />

του συγκροτήματος που διατηρείται ακέραιο, αποτελεί ένα από τα<br />

σημαντικότερα εκκλησιαστικά μνημεία της Κρήτης. Φημισμένο κυρίως<br />

για τις υψηλής καλλιτεχνικής αξίας τοιχογραφίες του, εντυπωσιάζει<br />

εξίσου τον επισκέπτη με τη σύνθετη αρχιτεκτονική του και<br />

τον πλούσιο γλυπτό του διάκοσμο (εικ. 1).<br />

Ο αρχικός ναός ήταν αφιερωμένος στην Παναγία, αργότερα<br />

όμως επικράτησε η λατρεία του αγίου Φανουρίου, στον οποίο αφιερώθηκε<br />

το εγκάρσιο κλίτος 1 . Δύο εικόνες του αγίου Φανουρίου<br />

συνδέουν τη μονή Βαλσαμονέρου με το φημισμένο ζωγράφο φορητών<br />

εικόνων Άγγελο Ακοτάντο 2 , ο οποίος με την τέχνη του βοήθησε<br />

ιδιαίτερα στη διάδοση της λατρείας του νεοφανούς αγίου 3 .<br />

Στη μονή ανήκε επίσης το μονόχωρο εξωκκλήσιο του Τιμίου<br />

Σταυρού, σε μικρή απόσταση προς τα δυτικά, που φαίνεται ότι οικοδομήθηκε<br />

ταυτόχρονα με την αρχική φάση του καθολικού.<br />

1<br />

Γ. Κ. Μαυρομάτης, Η βιβλιοθήκη και η κινητή περιουσία της κρητικής<br />

μονής Βαλσαμονέρου (1644), Θησαυρίσματα 20 (1990), σ. 459, σημ. 2<br />

(στο εξής Μαυρομάτης, Η βιβλιοθήκη).<br />

2<br />

Μ. Βασιλάκη, Ο ζωγράφος Άγγελος Ακοτάντος: το έργο και η διαθήκη<br />

του (1436), Θησαυρίσματα 18 (1981), σ. 290-298, πίν. ΙΓ΄-ΙΗ΄ (στο<br />

εξής Βασιλάκη, Ο ζωγράφος Άγγελος). Της ίδιας, Η τέχνη του ζωγράφου<br />

Αγγέλου, στο Μ. Βασιλάκη (επιμ.), Χειρ Αγγέλου, ένας ζωγράφος εικόνων<br />

στη βενετοκρατούμενη Κρήτη, Αθήνα 2010, σ. 114-123 (στο εξής Βασιλάκη,<br />

Χειρ Αγγέλου). Για τις δύο εικόνες βλ. Βασιλάκη, Χειρ Αγγέλου, σ. 144-<br />

145, αρ. 21 και σ. 146-147, αρ. 22.<br />

3<br />

M. Vassilakes-Mavrakakes, Saint Fhanourios: Cult and Iconography,<br />

ΔΧΑΕ περ. Δ΄, τ. 10 (1980-1981), σ. 223-238, πίν. 49-60.


292 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />

Εικ. 1.<br />

Άποψη του καθολικού<br />

της Μονής Βαλσαμονέρου<br />

από τα ΝΑ.<br />

Το καθολικό αποτελείται από δύο παράλληλα κλίτη, εκ των<br />

οποίων το βόρειο είναι αφιερωμένο στη Θεοτόκο Οδηγήτρια και το<br />

νότιο στον Ιωάννη τον Πρόδρομο, ένα εγκάρσιο δυτικό κλίτος αφιερωμένο<br />

στον άγιο Φανούριο και ένα νάρθηκα δυτικότερα. Στη βόρεια<br />

πλευρά διαμορφώνεται ξυλόστεγος παρανάρθηκας, ανοικτός<br />

μόνο στα ανατολικά (εικ. 2).<br />

Ο ναός εσωτερικά είναι κατάγραφος με τοιχογραφίες υψηλής<br />

ποιότητας, που εκτελέστηκαν σταδιακά και εκφράζουν τις καλλιτεχνικές<br />

τάσεις διαφορετικών ζωγράφων, ενταγμένων στην καλλιτεχνική<br />

παράδοση της περιόδου από τα τέλη του 14ου ως τα μέσα<br />

του 15ου αι. (εικ. 3).<br />

Τα στοιχεία που έφεραν στο φως οι παλαιότερες αναστηλωτικές<br />

επεμβάσεις 4 , οι σωζόμενες γραπτές επιγραφές 5 , η ανάλυση του ζω-<br />

4<br />

Ευχαριστώ τον κ. Δ. Καλομοιράκη για τις πληροφορίες αναφορικά με τις<br />

επεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν τη δεκαετία του ΄80 και δεν έχουν<br />

δημοσιευτεί.<br />

5<br />

G. Gerola, Monumenti veneti nell’ isola di Creta, τ. IV, Venezia 1932, σ.<br />

539-541.


ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />

ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />

293<br />

γραφικού του διακόσμου 6 και τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των<br />

ανάγλυφων αρχιτεκτονικών στοιχείων του μνημείου 7 επιβεβαιώνουν<br />

ότι τα επιμέρους τμήματα του καθολικού οικοδομήθηκαν σε διαφορετικές<br />

περιόδους.<br />

Το σημερινό βόρειο κλίτος, αφιερωμένο εξαρχής στην Παναγία<br />

(στα παλαιότερα έγγραφα αναφέρεται ως Chiesa della Madonna di<br />

Varsamonerο) 8 ήταν στην αρχική φάση μονόχωρος, καμαροσκέπαστος<br />

ναός με ενισχυτικά σφενδόνια και εκτεινόταν ως τη σημερινή<br />

γένεση του εγκαρσίου κλίτους, όπου στο ανώτερο τμήμα της βορεινής<br />

εξωτερικής τοιχοποιίας διακρίνονται οι αρχικοί γωνιόλιθοι<br />

(εικ. 4). Η χαμηλή στενή θύρα με το υπερυψωμένο κατώφλι που<br />

οδηγεί στον βορεινό παρανάρθηκα είχε διαμορφωθεί πριν από την<br />

τοιχογράφηση του κλίτους.<br />

3<br />

Εικ. 3.<br />

Άποψη του βόρειου κλίτους<br />

από το εγκάρσιο.<br />

Εικ. 2.<br />

Κάτοψη του καθολικού.<br />

2<br />

6<br />

Μ. Χατζηδάκης, Τοιχογραφίες στην Κρήτη, Κρητ. Χρον. ΣΤ΄ (1952), σ.<br />

72-74.<br />

7<br />

Μ. Μπορμπουδάκης, Θυρώματα και παράθυρα σε εκκλησίες της Κρήτης<br />

(τέλος 14ου-μέσα 15ου αι.), στο Ο. Γκράτζιου (επιμ.), Γλυπτική και λιθοξοϊκή<br />

στη Λατινική Ανατολή. 13ος-17ος αιώνας, Ηράκλειο 2007, σ. 67 κ.ε. (στο<br />

εξής Μπορμπουδάκης, Θυρώματα).<br />

8<br />

Β. Λαούρδας, Κρητικά Παλαιογραφικά, Κρητ. Χρον. Δ΄ (1950), σ. 235.


294 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />

4<br />

5<br />

Εικ. 4.<br />

Άποψη του<br />

καθολικού από Α.<br />

Εικ. 5.<br />

Το αγιοθύριδο του κλίτους<br />

της Παναγίας.<br />

Terminus ante quem για την ανέγερση του βόρειου κλίτους είναι<br />

το έτος 1400, χρονολογία κατά την οποία διανοίχθηκαν τα τόξα στο<br />

νότιο τοίχο του, προκειμένου να διασφαλιστεί η επικοινωνία με το<br />

πρόσθετο νότιο κλίτος. Στην ίδια εποχή παραπέμπει κατά τον Μ.<br />

Μπορμπουδάκη και το λίθινο αγιοθύριδο της αψίδας (εικ. 5), που<br />

απολήγει σε τρίφυλλο τόξο με καμπύλο τον κεντρικό λοβό (arco a<br />

nasi). Ο χαρακτηριστικός αυτός τύπος παραθύρου απαντά σε μικρό<br />

αριθμό μνημείων της ευρύτερης περιοχής που χρονολογούνται γύρω<br />

στο 1400, με τυπικότερο παράδειγμα το ναό της Παναγίας στα Καπετανιανά,<br />

του οποίου οι τοιχογραφίες χρονολογούνται από κτητορική<br />

επιγραφή στα 1401-1402 9 . Ίδιου τύπου αγιοθύριδο τοποθετήθηκε<br />

στο γειτονικό εξωκκλήσιο του Τιμίου Σταυρού (εικ. 6) 10 . Η χρονο-<br />

9<br />

Μπορμπουδάκης, Θυρώματα, σ. 63-64, 67, εικ. 6, 9. Ο. Γκράτζιου, Η Κρή -<br />

τη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή. Η μαρτυρία της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής,<br />

Ηράκλειο 2010, σ. 62 (στο εξής Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική<br />

εποχή). Επομένως το παράθυρο του Βαλσαμονέρου είναι πρωιμότερο.<br />

10<br />

Μπορμπουδάκης, Θυρώματα, σ. 70-71, εικ. 16-17.


ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />

ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />

295<br />

7<br />

λόγηση του τοιχογραφικού διακόσμου της αρχικής φάσης επίσης<br />

προσδιορίζεται στις τελευταίες δεκαετίες του 14ου αι. 11 .<br />

Κατά την προετοιμασία της μελέτης αποκατάστασης του καθολικού<br />

από τη 13η Ε.Β.Α., παρατηρήθηκε για πρώτη φορά μία διαφοροποίηση<br />

στη δόμηση του ανώτερου τμήματος του ημικυλίνδρου<br />

της βόρειας (αρχικής) αψίδας, οφειλόμενη σε ανακατασκευή (εικ.<br />

4). Η διαταραχή, αντίστοιχου πλάτους με την κεραμοπλαστική ζωφόρο<br />

από ιχθυάκανθα που διατηρείται στο εξωκκλήσιο του Τιμίου<br />

Σταυρού κάτω από το οδοντωτό γείσο του τεταρτοσφαιρίου (εικ. 7),<br />

υποδηλώνει ότι ο αρχικός μονόχωρος ναός του Βαλσαμονέρου<br />

έφερε κεραμοπλαστικό διάκοσμο στην ίδια θέση, και πιθανότατα<br />

αντίστοιχης μορφής. Οι δύο ναοί είχαν επομένως ανεγερθεί σχεδόν<br />

ταυτόχρονα, με κοινά μορφολογικά χαρακτηριστικά.<br />

Οι πλίνθινες ζωφόροι στην απόληξη τοίχων, και μάλιστα αψίδων,<br />

απαντούν στους ελλαδικούς ναούς ήδη από τον 11ο και παραμένουν<br />

σε χρήση τουλάχιστον ως τον όψιμο 13ο αι., ενώ παραδείγματα<br />

από το 14ο επιβιώνουν, κυρίως στις δυτικές περιοχές της<br />

11<br />

Μ. Χατζηδάκης, Τοιχογραφίες στην Κρήτη, Κρητ. Χρον. ΣΤ΄ (1952), 72-<br />

73. Μ. Μπορμπουδάκης, Η τέχνη κατά τη Βενετοκρατία, στο Ν. Μ. Παναγιωτάκης<br />

(επιμ.), Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισμός, τ. Β΄, Ηράκλειο 1988,<br />

σ. 250 (στο εξής Μπορμπουδάκης, Η τέχνη κατά τη Βενετοκρατία).<br />

6<br />

Εικ. 7.<br />

Κεραμοπλαστική ζωφόρος<br />

με ιχθυάκανθα<br />

στην κόγχη του ναού<br />

του Τιμίου Σταυρού<br />

Βαλσαμονέρου.<br />

Εικ. 6.<br />

Το αγιοθύριδο του ναού<br />

του Τιμίου Σταυρού.


296 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />

βυζαντινής αυτοκρατορίας 12 . Η κεραμοπλαστική ζωφόρος με ιχθυάκανθα<br />

φαίνεται να επιχωριάζει στην Κρήτη. Το πρωιμότερο γνωστό<br />

παράδειγμα προέρχεται από το ναό των Αγίων Δέκα στους Αγίους<br />

Δέκα, ο οποίος διατηρεί μία ευδιάκριτη βυζαντινή φάση στο κάτω<br />

τμήμα της ανατολικής και βόρειας αψίδας 13 . Στις αψίδες του ναού<br />

των Αγίων Δέκα η ζωφόρος έτρεχε χαμηλά, κάτω από τη γένεση<br />

των παραθύρων 14 . Στην περιοχή της Ιεράπετρας απαντά στην απόληξη<br />

της αψίδας σε μία ομάδα μνημείων που έχουν χρονολογηθεί<br />

στον 14ο αι. (Άγιος Γεώργιος και Άγιος Μάμας στο Σταυρό, Άγιος<br />

Γεώργιος στο Κεντρί), πιθανόν υποδεικνύοντας τη δράση ή την<br />

επιρροή συγκεκριμένου συνεργείου 15 .<br />

Δεν μπορεί πάντως ν’ αποκλειστεί ότι ο μονόχωρος ναός της<br />

Παναγίας ανεγέρθηκε στα λείψανα προγενέστερου ναού. Στην εξωτερική<br />

όψη του νότιου τοίχου του κλίτους του Προδρόμου, που ανεγέρθηκε<br />

στα 1400, εντοιχίστηκε τμήμα μαρμάρινου πεσσίσκου τέμπλου,<br />

κοσμημένο με ανάγλυφους σηρικούς τροχούς που περικλείουν<br />

ρόδακες και πυροστρόβιλους (εικ. 8). Τόσο ο διάκοσμος όσο και η<br />

τεχνική της εκτέλεσης οδηγούν σε μία χρονολόγηση στον 11ο αι. 16 .<br />

Τμήμα της παλαιότερης οικοδομικής φάσης ενδεχομένως αποτελεί<br />

το κατώτερο τμήμα του βόρειου τοίχου του παρανάρθηκα (εικ. 4) 17 .<br />

12<br />

Χ. Μπούρας-Λ. Μπούρα, Η ελλαδική ναοδομία κατά τον 12ο αιώνα, Αθήνα<br />

2002, σ. 401, σημ. 157. Γ. Μ. Βελένης, Ερμηνεία του εξωτερικού διακόσμου<br />

στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, Θεσσαλονίκη: αδημ. διδ. διατριβή 1984, σ.<br />

188.<br />

13<br />

Έχει πιθανολογηθεί (βλ. Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή,<br />

σ. 193-195) ότι ο βυζαντινός ναός θεμελιώθηκε στα ερείπια μίας τρίκλιτης<br />

παλαιοχριστιανικής βασιλικής η οποία ωστόσο δεν εντοπίστηκε ανασκαφικά<br />

κατά τις έρευνες που διενήργησε στο προαύλιο η αρχαιολόγος της<br />

13ης Ε.Β.Α. Κ. Μυλοποταμιτάκη. Βλ. A. Di Vita, A. Chighine, K.<br />

Milopotamitaki, M. Ricciardi, L’ Anfiteatro e il teatro romano di Gortina,<br />

Annuario della Scuola Archeologica di Atene e delle Missioni Italiane in<br />

Oriente 64/65 (1986/87), σ. 327-352, εικ. 1, 13. Κατά την ανασκαφέα,<br />

η τοιχοποιία με τον κεραμοπλαστικό διάκοσμο πρέπει να αποδοθεί στους<br />

μέσους βυζαντινούς χρόνους, άποψη που υιοθέτησαν οι Μ. Μπορμπουδάκης,<br />

Η βυζαντινή τέχνη στο Νομό Ηρακλείου, στο Ν. Μ. Γιγουρτάκης<br />

(επιμ.), Το Ηράκλειο και η περιοχή του. Διαδρομή στο χρόνο, Ηράκλειο<br />

2004, σ. 145-146 (στο εξής Μπορμπουδάκης, Η βυζαντινή τέχνη), και η<br />

Ο. Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 193.<br />

14<br />

Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 194, εικ. 195.<br />

15<br />

Μία παραλλαγή αυτού του διακόσμου απαντά στην περιοχή της Νεάπολης<br />

(Παναγία στο Βιγλί, Αφέντης Χριστός Νεάπολης).<br />

16<br />

Η μεταφορά του από άλλη περιοχή πρέπει λογικά ν’ αποκλειστεί λόγω<br />

του δύσβατου της περιοχής.


ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />

ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />

297<br />

Στον αρχικό μονόχωρο ναό του Βαλσαμονέρου,<br />

όπως και στο γειτονικό ναό<br />

του Τιμίου Σταυρού, δεν απαντούν εντοιχισμένα<br />

πινάκια. Κάνουν την εμφάνισή<br />

τους στην ανατολική όψη στο σημείο ένωσης<br />

του πρώτου με το δεύτερο κλίτος. Η<br />

χρήση τους συνεχίζεται σε βαθμό υπερβολής<br />

κατά τις επόμενες οικοδομικές φάσεις.<br />

Το νότιο κλίτος κατασκευάστηκε στενότερο<br />

και χαμηλότερο και στεγάστηκε με<br />

τεταρτοκυκλική καμάρα ενισχυμένη με<br />

σφενδόνια, απολήγοντας στα ανατολικά σε<br />

κόγχη μικρότερων διαστάσεων από τη βορεινή<br />

(εικ. 4 και 9).<br />

Η τεταρτοκυκλική καμάρα φαίνεται ότι<br />

χρησιμοποιήθηκε στην Κρήτη από το 14ο<br />

αι. Ενδέχεται μάλιστα να εισήχθη ως νέα<br />

αρχιτεκτονική λύση για την αντικατάσταση<br />

των ξύλινων στεγών στα πλευρικά κλίτη<br />

υφιστάμενων βυζαντινών βασιλικών, όπου<br />

το περιορισμένο πλάτος δεν επέτρεπε την<br />

πλήρη ανάπτυξη καμαρωτών οροφών 18 .<br />

Σε δίκλιτους ναούς απαντά επίσης από το<br />

Εικ. 8.<br />

Τμήμα μαρμάρινου πεσσίσκου τέμπλου,<br />

εντοιχισμένου δεξιά<br />

της θύρας του νότιου κλίτους.<br />

17<br />

Σύμφωνα τον αρχαιολόγο Δ. Καλομοιράκη,<br />

ο βορεινός αδιάσπαστος τοίχος του ξυλόστεγου<br />

παρανάρθηκα βρέθηκε στη σημερινή του<br />

κατάσταση κατά τις εργασίες του 1980. Στη<br />

βάση του διακρίνεται καθαρά μία προγενέστερη<br />

φάση με διαφορετική δόμηση.<br />

18<br />

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το καθολικό<br />

της Μονής Παληανής. Όπως διαπιστώθηκε<br />

από την πρόσφατη, ακόμη αδημοσίευτη,<br />

έρευνα της 13ης Ε.Β.Α., ο αρχικός βυζαντινός<br />

πυρήνας, που χρονολογείται πιθανότατα στον<br />

11ο αι., μετασκευάστηκε πλήρως στην περίοδο<br />

της βενετοκρατίας, και πιθανότατα μετά<br />

το σεισμό του 1303. Κατά την επισκευή, τα<br />

στενά ξυλόστεγα πλευρικά κλίτη έλαβαν τεταρτοκυκλικές<br />

καμάρες. Αντίστοιχη μετατροπή<br />

γνώρισε η μεσοβυζαντινή βασιλική των Αγίων<br />

Δέκα (Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική<br />

εποχή, σ. 187-209).


298 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />

9<br />

10<br />

Εικ. 9.<br />

Τομή στον άξονα Β-Ν.<br />

Εικ. 10.<br />

Φωτογραφία του καθολικού<br />

πριν από τις αναστηλωτικές<br />

επεμβάσεις του 1947.<br />

14ο αι. στο Καστρί Μυλοποτάμου 19 , πιθανόν δε και στην αρχική<br />

φάση της Παναγίας στο Μέρωνα 20 , ενώ παραμένει σε χρήση στο<br />

λίγο μεταγενέστερο ναό των Αγίων Χαραλάμπους και Αποστόλων<br />

στην Παλιάμα Καινουργίου 21 . Η Ο. Γκράτζιου υποστήριξε πρόσφατα<br />

ότι στα μνημεία αυτά το δεύτερο κλίτος κατασκευάστηκε για να εξυπηρετήσει<br />

μία παράλληλη καθολική λατρεία 22 .<br />

19<br />

Μ. Ανδριανάκης, Χριστιανικά μνημεία επαρχίας Μυλοποτάμου, στο Ειρ.<br />

Γαβριλάκη-Γ. Τζιφόπουλος (επιμ.), Ο Μυλοπόταμος από την αρχαιότητα ως<br />

σήμερα. Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, Ρέθυμνο 2006, σ. 66, εικ. 23.<br />

Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 132-135, εικ. 142-<br />

144.<br />

20<br />

Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 136-137.<br />

21<br />

Ό.π., σ. 140, εικ. 150.<br />

22<br />

Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 132-141. Της ίδιας,


ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />

ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />

299<br />

Η σημερινή διαμόρφωση της στέγης του Βαλσαμονέρου σε<br />

δύο επίπεδα είναι αποτέλεσμα επέμβασης της δεκαετίας του ’80. Η<br />

στέγη που εικονίζεται στις παλαιότερες φωτογραφίες είχε ένα ενιαίο<br />

νότιο ρίχτι, από τον κορφιάτη της αρχικής δίρριχτης στέγης του<br />

πρώτου καθολικού ως τη στέψη του νότιου τοίχου του πρόσθετου<br />

κλίτους (εικ. 10). Το ίχνος της παραμένει και σήμερα ευδιάκριτο<br />

στην τοιχοποιία (εικ. 4).<br />

Η διαμόρφωση φαίνεται να ανάγεται στην εποχή της προσθήκης<br />

του νότιου κλίτους, καθώς ήταν η πλέον ενδεδειγμένη για τη σωστή<br />

απομάκρυνση του νερού της βροχής από τη στέγη του τοιχογραφημένου<br />

μνημείου και την αποφυγή των μόνιμων προβλημάτων στεγανότητας<br />

που δημιουργούν τα κανάλια απορροής ανάμεσα στις<br />

δίρριχτες στέγες των διπλών ναών. Η κατασκευή ενός στενότερου<br />

και χαμηλότερου πρόσθετου κλίτους, στεγασμένου με τεταρτοκυκλική<br />

καμάρα, που μπορούσε να ενσωματωθεί στο ενιαίο ρίχτι της στέγης,<br />

ήταν λύση αρχιτεκτονικά ευφυής, και σίγουρα σχεδιάστηκε για ν’<br />

αντιμετωπίσει με τρόπο πρακτικό ένα κατασκευαστικό ζήτημα που<br />

ανέκυπτε στην περίπτωση αναγκαστικής επέκτασης των μνημείων 23 .<br />

Φαίνεται μάλιστα ότι το ενιαίο ρίχτι εφαρμόστηκε σε όλους τους διπλούς<br />

ναούς με τεταρτοκυκλική καμάρα 24 .<br />

Όσοι πιστοί προσέλθετε … Προσκυνήματα για αμφότερα τα δόγματα σε<br />

μοναστήρια κατά τη Βενετική περίοδο, στο Η. Κολοβός (επιμ.), Μοναστήρια,<br />

Οικονομία και Πολιτική, Ηράκλειο 2010, σ. 118-122 (στο εξής Γκράτζιου,<br />

Όσοι πιστοί).<br />

23<br />

Στο σύνολο των δύο και πλέον χιλιάδων εκκλησιών της Κρήτης, οι σωζόμενοι<br />

δίκλιτοι ασύμμετροι ναοί είναι πραγματικά ελάχιστοι. Κατά την<br />

Ο. Γκράτζιου, (Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 132-140) άλλοι<br />

κατασκευάστηκαν έτσι εξαρχής (Παναγία στο Καστρί Μυλοποτάμου, Μιχαήλ<br />

Αρχάγγελος στην Αξό, Άγιοι Χαράλαμπος και Απόστολοι στην Παλιάμα<br />

Μεσαράς) και άλλοι διαμορφώθηκαν με μετασκευή (Παναγία στο<br />

Μέρωνα) ή προσθήκη (καθολικό στο Βαλσαμόνερο), αλλά όλοι πρέπει<br />

να σχετίζονται με την τέλεση διπλής λατρείας. Πάντως για εκείνους που<br />

θεωρείται ότι κατασκευάστηκαν εξαρχής ως δίκλιτοι δεν υπάρχει επαρκής<br />

τεκμηρίωση (στην Παναγία στο Καστρί υπάρχει δυσαναλογία στις διαστάσεις<br />

και ασυμμετρία στη θέση των τόξων επικοινωνίας σε σχέση με τα<br />

ενισχυτικά σφενδόνια, ο Μιχαήλ Αρχάγγελος στην Αξό είναι ερειπωμένος,<br />

ενώ ο ναός στην Παλιάμα πιθανόν αντιγράφει το Βαλσαμόνερο).<br />

24<br />

Είναι σαφώς ορατό στην Παναγία στο Καστρί Μυλοποτάμου (Γκράτζιου,<br />

ό.π., σ. 132, εικ. 142) και διατηρείται με την παρεμβολή του κωδωνοστασίου<br />

στο ναό των Αγίων Χαραλάμπους και Αποστόλων στην Παλιάμα<br />

(Γκράτζιου, ό.π. εικ. 150).


300 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />

11<br />

Η χρονολογική διαφορά των δύο κλιτών<br />

αποτυπώνεται και στη μορφή των παραθύρων<br />

των αψίδων. Το λοξότμητο πλαίσιο<br />

του λίθινου αγιοθύριδου της νότιας<br />

κόγχης (εικ. 11) ορίζεται από ραβδώσεις<br />

με οξεία ράχη, που απολήγουν επάνω σε<br />

αντίνωτες σπείρες, και σχηματίζει ισοσκελές<br />

οξυκόρυφο τόξο (arco acuto equilatero) με<br />

επίπεδο εισέχον τύμπανο, χαρακτηριστικό<br />

που απαντά σε αρκετά μνημεία της εποχής 25 .<br />

Κατά το Μ. Μπορμπουδάκη, η σημερινή<br />

διαμόρφωση της νότιας θύρας (εικ.<br />

12) οφείλεται σε ανακατασκευή της αρχικής,<br />

καθώς έχει προκαλέσει την μερική καταστροφή<br />

της σειράς ασκητών αγίων στην<br />

εσωτερική όψη του νότιου τοίχου και την<br />

αντικατάσταση της παράστασης της Βρεφοκτονίας<br />

πάνω από το υπέρθυρο 26 . Παρόλ’<br />

αυτά, η κύρια είσοδος του κλίτους φαίνεται<br />

ότι παρέμεινε στη δυτική πλευρά, όπως<br />

μαρτυρεί η λίθινη θύρα που αποκαλύφθηκε<br />

μετά την πτώση μέρους της τοιχογραφικής<br />

παράστασης του Μανδηλίου που την είχε<br />

επικαλύψει κατά την τοιχογράφηση του<br />

εγκαρσίου κλίτους το 1431 (εικ. 13). Η<br />

μορφή της είναι απλή, με πλαίσια που φέρουν<br />

πλατύ βεργίο και τοξωτό υπέρθυρο,<br />

που στο τύμπανό του πρέπει να έφερε παράσταση<br />

του Προδρόμου. Η απλοποιημένη<br />

25<br />

Μπορμπουδάκης, Θυρώματα, σ. 69-70, εικ.<br />

15.<br />

26<br />

Ό.π., σ. 70, 75, εικ. 24. Η ύπαρξη προγενέστερης<br />

νότιας θύρας δεν πρέπει να θεωρείται<br />

βέβαιη όπως θα δούμε στη συνέχεια.<br />

Εικ. 11.<br />

Το αγιοθύριδο της νότιας αψίδας (κλίτος Προδρόμου).<br />

12<br />

Εικ. 12.<br />

Το θύρωμα στο νότιο τοίχο του νότιου κλίτους.


ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />

ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />

301<br />

μορφή του πλαισίου βρίσκει αναλογίες στο θύρωμα της δυτικής<br />

όψης του ναού του Αγίου Ιωάννη, παρεκκλησίου της Μονής Οδηγήτριας,<br />

του οποίου ο τοιχογραφικός διάκοσμος χρονολογείται στο<br />

τέλος της πρώτης δεκαετίας του 15ου αι. 27 . Έτσι, κατά την επέκταση<br />

του ναού στα 1400, υπήρχαν πλέον δύο θύρες εισόδου στη δυτική<br />

πλευρά, μία στο κλίτος της Παναγίας, που αφαιρέθηκε κατά τη διάνοιξη<br />

του τόξου επικοινωνίας με το εγκάρσιο κλίτος το 1423, και<br />

μία στο κλίτος του Προδρόμου, που επικαλύφθηκε με τοιχογράφηση<br />

το 1431.<br />

Κατά την προσθήκη του νοτίου κλίτους, το δυτικό άκρο του νοτίου<br />

τοίχου υποδέχτηκε το κωδωνοστάσιο, όπως μαρτυρεί η βάση<br />

του, κοσμημένη με οριζόντια ανάγλυφη ταινία που απολήγει σε<br />

σπείρες (εικ. 14) 28 . Η επιλογή της νότιας όψης αντί της δυτικής<br />

οφείλεται προφανώς στη θέση του μνημείου, καθώς το δυτικό πρα-<br />

Εικ. 13.<br />

Το θύρωμα<br />

της αρχικής δυτικής όψης<br />

του νότιου κλίτους.<br />

27<br />

Ό.π., σ. 73, 74, εικ. 23.<br />

28<br />

Ό.π., σ. 76, εικ. 26.


302 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />

Εικ. 14.<br />

Άποψη του καθολικού<br />

από τα νότια.<br />

νές, που αντιστηριζόταν με αναλημματικό τοίχο, απείχε λίγα μόνο<br />

μέτρα από τη δυτική όψη του ναού, δυσχεραίνοντας τη θέασή του<br />

από τη δυτική πλευρά. Αντίθετα, το νότιο πλάτωμα επέτρεπε την<br />

άνετη θέαση της νότιας όψης που με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκε<br />

σε κύρια όψη του μνημείου. Η έκκεντρη σημερινή θέση<br />

των ποδαρικών του κωδωνοστασίου σε σχέση με τη βάση του και<br />

η στήριξη του δυτικού ποδαρικού του πάνω στον υπερυψωμένο<br />

ανατολικό τοίχο του εγκαρσίου κλίτους υποδεικνύουν ότι είναι προϊόν<br />

ανακατασκευής, με ελαφρή μετατόπιση προς τα δυτικά. Η τεχνοτροπική<br />

ομοιότητα της τρίλοβης τοξωτής του διαμόρφωσης με<br />

το νότιο αγιοθύριδο και η πλήρωση του κενού ως τα καταέτια γείσα<br />

με λιθοδομή μαρτυρούν επίσης ότι το μεγαλύτερο μέρος του αρχικού<br />

κωδωνοστασίου πρέπει να ανασυναρμολογήθηκε στη νέα θέση.<br />

Το σημείο ένωσης των δύο φάσεων στην ανατολική όψη του<br />

μνημείου δεν είναι πλέον ορατό (εικ. 4). Η αφαίρεση των ενισχυ-


ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />

ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />

303<br />

τικών γωνιόλιθων από τη νότια τοιχοποιία του βορείου κλίτους,<br />

κατά την επέκταση, και η αντικατάσταση των εξωτερικών επιχρισμάτων<br />

του μνημείου με βαθύ αρμολόγημα, κατά τις ανακαινιστικές<br />

εργασίες της δεκαετίας του ’80, εξαφάνισαν κάθε ίχνος της ραφής 29 .<br />

Η θέση της πρέπει να βρισκόταν σχεδόν σε επαφή με το βορειότερο<br />

εντοιχισμένο πινάκιο, από τα έξι που τοποθετήθηκαν σταυροειδώς<br />

βόρεια και πάνω από το τεταρτοσφαίριο της κόγχης του νοτίου κλίτους<br />

κατά την οικοδόμησή του.<br />

Η προσθήκη του νοτίου κλίτους οδήγησε σε μία σειρά τροποποιήσεων<br />

του εικονογραφικού προγράμματος του αρχικού καθολικού,<br />

υπό τη θεολογική καθοδήγηση του ηγουμένου Ιωνά Παλαμά, όπως<br />

πληροφορεί τον επισκέπτη η επιγραφή στο εγκάρσιο κλίτος. Οι παραστάσεις<br />

που επικάλυψαν τις κατεστραμμένες αρχικές 30 , εκφράζουν<br />

με τον καλύτερο τρόπο την επικράτηση της κλασικιστικής παράδοσης<br />

της κωνσταντινουπολίτικης ζωγραφικής 31 . Η αντιπαραβολή των τοιχογραφιών<br />

του αρχικού βόρειου κλίτους με τις παραστάσεις του νότιου<br />

και εγκάρσιου καταδεικνύει τη μεταβολή των τεχνοτροπικών τάσεων,<br />

από την περισσότερο επαρχιακή ζωγραφική που κυριαρχούσε<br />

στην Κρήτη στις τελευταίες δεκαετίες του 14ου αι., προς το νέο καλλιτεχνικό<br />

ρεύμα που εισήχθη από την Κωνσταντινούπολη γύρω στο<br />

1400 και συμπίπτει με την έναρξη καθόδου στην Κρήτη κωνσταντινουπολιτών<br />

λογίων και ζωγράφων. Το νέο αυτό καλλιτεχνικό ρεύμα<br />

σχετίζεται αναμφίβολα με την υποστήριξη χορηγών από τις ανώτερες<br />

κοινωνικές τάξεις του νησιού, όπως η οικογένεια των Καλλεργών,<br />

αλλά και λόγιων ηγουμένων, όπως ο Νείλος Δαμιλάς και στην περίπτωση<br />

του Βαλσαμονέρου ο Ιωνάς Παλαμάς 32 .<br />

Ιδιαίτερα αξιόλογη είναι η τοιχογράφηση του νοτίου κλίτους,<br />

από την άποψη τόσο του εικονογραφικού προγράμματος, όσο και<br />

29<br />

Αυτή ήταν ωστόσο εμφανής στη στέψη του ανατολικού τοίχου, σύμφωνα<br />

με παρατήρηση του Δ. Καλομοιράκη.<br />

30<br />

Σε αντίθεση με την παρατήρηση της Ο. Γκράτζιου, (Όσοι πιστοί, σ. 121)<br />

η τοιχογράφηση του Ακαθίστου Ύμνου στο νότιο ήμισυ της καμάρας και<br />

τον αντίστοιχο τοίχο του αρχικού καθολικού, είχε ολοκληρωθεί, καθώς<br />

αφενός αναγνωρίζεται το ίδιο καλλιτεχνικό χέρι και αφετέρου οι παραστάσεις<br />

έχουν κοπεί κατά τη διάνοιξη των τόξων. Ο διάκοσμος στον<br />

πεσσό και τις παραστάδες, καθώς και στα εσωρράχια των τόξων, με τις<br />

μορφές του Προδρόμου και των αγίων μοναχών, ανήκουν στη δεύτερη<br />

φάση τοιχογράφησης και σε ζωγράφο με υψηλή καλλιτεχνική δεξιότητα.<br />

31<br />

Μπορμπουδάκης, Η τέχνη κατά τη Βενετοκρατία, σ. 249-253.<br />

32<br />

Ό.π., σ. 246, 249.


304 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />

15<br />

16<br />

Εικ. 15.<br />

Η θύρα της αρχικής δυτικής όψης<br />

του εγκάρσιου κλίτους (Αγίου Φανουρίου).<br />

Εικ. 16.<br />

Το παράθυρο στο νότιο τοίχο<br />

του εγκάρσιου κλίτους.<br />

της εξέλιξης της τεχνοτροπίας, καθώς υλοποιήθηκε<br />

σταδιακά και από διαφορετικούς<br />

ζωγράφους κατά το διάστημα από το 1407<br />

ως το 1428, σύμφωνα με τις επιγραφές<br />

στο ανατολικό και δυτικό τόξο αντίστοιχα.<br />

Το εγκάρσιο κλίτος, αφιερωμένο στον<br />

άγιο Φανούριο, ανεγέρθηκε το 1423 και<br />

τοιχογραφήθηκε το 1431 (εικ. 14). Ο ανατολικός<br />

του τοίχος υψώθηκε ως τη στάθμη<br />

της στέψης των πλευρικών τοίχων του βορείου<br />

κλίτους, ενώ για τη στέγασή του επελέγη<br />

και πάλι η τεταρτοκυκλική καμάρα<br />

που φέρει δύο ενισχυτικά σφενδόνια και<br />

καλύπτεται με μονόρριχτη στέγη. Η προσθήκη<br />

προκάλεσε προφανώς τη μετατόπιση<br />

των ποδαρικών του κωδωνοστασίου,<br />

προκειμένου να εξαλειφθεί το δημιουργούμενο<br />

κενό 33 . Ο δυτικός τοίχος του βόρειου<br />

κλίτους καθαιρέθηκε ως ένα ύψος προκειμένου<br />

να διαμορφωθεί ευρύ τοξωτό<br />

άνοιγμα επικοινωνίας με το εγκάρσιο, που<br />

ενισχύθηκε με θολίτες (εικ. 3).<br />

Η είσοδος στο εγκάρσιο κλίτος, κύρια<br />

πλέον είσοδος στο μνημείο, γινόταν τώρα<br />

από τη βόρεια πλευρά του δυτικού τοίχου<br />

του, όπου τοποθετήθηκε περίτεχνο θύρωμα<br />

με τοξωτό υπέρθυρο και τύμπανο σε εσοχή<br />

με παράσταση της Θεοτόκου Οδηγήτριας<br />

(εικ. 15). Το πλαίσιο του θυρώματος διαμορφώνεται<br />

με βεργίο, που περιβάλλεται<br />

εξωτερικά από οδοντωτή ταινία και απολήγει<br />

σε χαμηλωμένο οξυκόρυφο τόξο (arco<br />

acuto compresso) 34 . Το οριζόντιο υπέρθυρο<br />

που στηρίζεται σε κιλίβαντες με κοιλόκυρτα<br />

33<br />

Ο Μπορμπουδάκης, (Θυρώματα, σ. 76) θεωρεί<br />

ότι το κωδωνοστάσιο είναι μεταγενέστερο<br />

από την κατασκευή του εγκαρσίου κλίτους.<br />

34<br />

Ό.π., σ. 76-78, εικ. 27.


ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />

ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />

305<br />

κυμάτια, φέρει κάτω κυρτό κυμάτιο και πάνω επίπεδη πλατιά ταινία<br />

που κοσμείται στο μέσον με ανάγλυφο εξάφυλλο ρόδακα εγγεγραμμένο<br />

σε κύκλο. Ο γραπτός διάκοσμος πάνω στο θύρωμα ανήκει<br />

στην περίοδο τοιχογράφησης του νάρθηκα. Η θύρα πλαισιωνόταν<br />

από πινάκια με γραπτό διάκοσμο, όμοια με τα εντοιχισμένα στο ναό<br />

του Μιχαήλ Αρχαγγέλου στα Βλαχιανά και του Αγίου Φανουρίου<br />

στην Κιθαρίδα 35 , από τα οποία, μετά την τοιχογράφηση του εξωνάρθηκα,<br />

παρέμεινε ορατό μόνο το δεξί. Η παράσταση στο τύμπανο<br />

της θύρας αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα ότι ακόμη και μετά την<br />

προσθήκη του κλίτους του Αγίου Φανουρίου το καθολικό εξακολουθούσε<br />

να τιμάται στην Παναγία Οδηγήτρια.<br />

Το παράθυρο της νότιας πλευράς του εγκαρσίου κλίτους έχει<br />

λαξευτή ποδιά κοσμημένη με γείσωμα από διαδοχικές ανάγλυφες<br />

ταινίες (εικ. 16). Τα πλαίσιά του αποτελούνται από δύο λαξευτούς<br />

δόμους που επιστέφονται από επίκρανο, κοσμημένο με κοιλόκυρτα<br />

κυμάτια και λεπτές λοξότμητες ταινίες 36 . Η μορφή τους παραπέμπει<br />

απευθείας στο νότιο παράθυρο του ναού του Αγίου Ιωάννη της<br />

Οδηγήτριας 37 . Ωστόσο η περίτεχνη τοξωτή απόληξη του παραθύρου<br />

οφείλεται πιθανότατα σε οψιμότερη μετασκευή, όχι μόνο επειδή<br />

διαφοροποιείται ως προς το ύφος και το υλικό κατασκευής, αλλά<br />

και γιατί η συναρμογή της προς το τετράγωνο εσωτερικό άνοιγμα<br />

είναι ανεπιτυχής 38 . Όπως θα δούμε στη συνέχεια, η επέμβαση στο<br />

τόξο πρέπει να θεωρηθεί σύγχρονη με την τελευταία οικοδομική<br />

φάση του μνημείου.<br />

Αντίθετα, στην περίοδο κατασκευής του εγκαρσίου κλίτους θα<br />

πρέπει πιθανότατα να αποδοθεί η τοποθέτηση της νότιας θύρας<br />

του κλίτους του Προδρόμου, η οποία είναι εντελώς δυσανάλογη με<br />

το ύψος της τοιχοποιίας (εικ. 12) 39 . Ο Μ. Μπορμπουδάκης υποστήριξε<br />

ότι η αρχική θύρα αντικαταστάθηκε για αισθητικούς λόγους,<br />

προκειμένου να υπάρξει ομοιομορφία στο καλλιτεχνικό ύφος προς<br />

το παράθυρο της νότιας πλευράς του εγκαρσίου κλίτους. Κάτι τέτοιο<br />

δε φαίνεται πιθανό, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, η τελική<br />

διαμόρφωση του παραθύρου πρέπει να ανάγεται σε οψιμότερη<br />

35<br />

Είναι ενδιαφέρον να διερευνηθεί περαιτέρω η χρονολογική και αρχιτεκτονική<br />

σχέση των δύο μνημείων στη βάση της κοινής αφιέρωσής τους<br />

σ’ ένα νεοφανή άγιο.<br />

36<br />

Ό.π., σ. 75-76, εικ. 25.<br />

37<br />

Ό.π., σ. 72, 74, εικ. 20.<br />

38<br />

Ο Μπορμπουδάκης (ό.π., σ. 75-76) το θεωρεί ενιαίο.<br />

39<br />

Ό.π., σ. 75, εικ. 24.


306 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />

εποχή. Από την άλλη πλευρά, το επιχείρημα της ομοιομορφίας<br />

προσκρούει στην αισθητική δυσαρμονία που δημιούργησε η αναντιστοιχία<br />

των διαστάσεων του θυρώματος, το οποίο αφενός ξεπερνούσε<br />

το ύψος του νοτίου τοίχου, εξαναγκάζοντας τους κατασκευαστές<br />

να καταφύγουν στην προσθήκη της αετωματικής επίστεψης,<br />

και αφετέρου προκάλεσε την αποκοπή και αντικατάσταση μέρους<br />

των τοιχογραφιών του νοτίου κλίτους.<br />

Η πιθανότερη ερμηνεία για τη δυσαναλογία του θυρώματος είναι<br />

ότι δεν κατασκευάστηκε για τη συγκεκριμένη θέση, αλλά μεταφέρθηκε<br />

εκεί από τον αρχικό δυτικό τοίχο του βορείου κλίτους,<br />

προκειμένου να διασωθεί, όταν αυτός καθαιρέθηκε κατά τις εργασίες<br />

κατασκευής του εγκαρσίου κλίτους το 1423. Το γεγονός ότι το θύρωμα<br />

κατασκευάστηκε ως κύρια είσοδος για τον σημαντικά ψηλότερο<br />

δυτικό τοίχο του αρχικού ναού εξηγεί επαρκώς την ασυμβατότητα<br />

των διαστάσεων ως προς τη νέα του θέση, ενώ η σπουδαιότητά<br />

του ερμηνεύει τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν για την επιτυχή<br />

ενσωμάτωσή του. Η απλότητα των βεργίων του, το ιδιαίτερα υψηλό<br />

ανάγλυφο της εξωτερικής οδοντωτής ταινίας και το περίτεχνο λεπτοδουλεμένο<br />

ανάγλυφο του ρόδακα, που διατηρεί ακόμη ζωντανή<br />

τη βυζαντινή παράδοση, δικαιολογούν μία χρονολόγηση πριν από<br />

το 1400. Αντίθετα, το καταέτιο γείσο επαναλαμβάνει τις ταινίες των<br />

καταέτιων του κωδωνοστασίου (εικ. 14) και την ποδιά του νοτίου<br />

παραθύρου του εγκαρσίου κλίτους (εικ. 16), τα οποία συσχετίσαμε<br />

με τη δεύτερη και τρίτη οικοδομική φάση αντίστοιχα, και ο ανάγλυφος<br />

ρόδακας στην κορυφή βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την<br />

παράδοση της Βενετοκρατίας.<br />

Ένα ακόμη παράθυρο διανοίχτηκε στο βόρειο τοίχο του εγκαρσίου<br />

κλίτους, πολύ κοντά στο σημείο ένωσής του με το βόρειο αρχικό.<br />

Έχει πλαίσιο με απλό ραβδίο και απολήγει σε χαμηλωμένο<br />

οξυκόρυφο τόξο. Η έκκεντρη τοποθέτησή του δεν παραπέμπει αναγκαστικά<br />

σε οψιμότερη κατασκευή -άλλωστε το πλαίσιό του σχετίζεται<br />

στενά με τη μορφή των θυρωμάτων της δεύτερης και τρίτης κατασκευαστικής<br />

φάσης-, άλλα ερμηνεύεται πιθανότατα από ανάγκες<br />

που σχετίζονται με τη διάταξη του τοιχογραφικού διακόσμου.<br />

Η τοιχογράφηση του εγκαρσίου κλίτους εκτελέστηκε από τον<br />

Κωνσταντίνο Ειρίκο (Ειρηνικό) στα 1431 με πρωτοβουλία και πάλι<br />

του Ιωνά Παλαμά. Η προσθήκη του κλίτους προκάλεσε τη μερική<br />

καταστροφή της ζωγραφικής επιφάνειας στο δυτικό τοίχο του βορείου<br />

κλίτους.


ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />

ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />

307<br />

Το συναξάριο του αγίου Φανουρίου<br />

κατέλαβε το βόρειο και ανατολικό τοίχο του<br />

νέου κλίτους, ενώ στην τεταρτοκυκλική καμάρα<br />

τοποθετήθηκαν οι σπάνιες παραστάσεις<br />

της Θεοτόκου ως Επτάφωτης Λυχνίας<br />

και του Ιησού διδάσκοντος στο Ναό καθώς<br />

και η παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας<br />

στα βόρεια. Στο νότιο τμήμα του εγκαρσίου<br />

κλίτους διατάσσονται ευαγγελικές σκηνές<br />

από τα Θαύματα. Στον ανατολικό τοίχο του<br />

βήματος που διαμορφώθηκε στη νότια<br />

πλευρά, ανοίγεται κόγχη με την παράσταση<br />

του Παντοκράτορα στο τεταρτοσφαίριο ανάμεσα<br />

στη Θεία Λειτουργία κάτω και την παράσταση<br />

του Χριστού εν δόξη στο άνω<br />

τμήμα του ανατολικού τοίχου.<br />

Η μορφή του συναξαρίου του αγίου<br />

Φανουρίου που αναπτύσσεται στο Βαλσαμόνερο<br />

δεν θα επαναληφθεί σε κανέναν<br />

από τους πενήντα περίπου ναούς της ίδιας<br />

εποχής στο νησί. Ο τύπος του νεαρού στρατιωτικού<br />

αγίου που καθιέρωσε στις εικόνες<br />

του ο Άγγελος Ακοτάντος συναντάται στον<br />

πεσσό του εγκαρσίου κλίτους, ενώ δεν αποκλείεται<br />

να φιλοτεχνήθηκε από τον ίδιο<br />

(εικ. 17) 40 . Στον ίδιο τύπο επαναλαμβάνεται<br />

η απεικόνιση του αγίου στη μία από τις<br />

εικόνες που φιλοτέχνησε ο ζωγράφος για<br />

το τέμπλο του καθολικού, ενώ στην άλλη<br />

που είναι αμφιπρόσωπη, πάνω από την<br />

ιδιότυπη παράσταση του αγίου στον οποίο<br />

προσφέρει αναμμένο κερί ο Χριστός, υπάρ-<br />

40<br />

Η στάση, η διάταξη των ενδυμάτων, ακόμη και<br />

ο κόμβος και η ανάπτωση του ιματίου πάνω<br />

από το αριστερό χέρι και πίσω από το δεξιό<br />

ώμο ως κάτω, η κλίση του ξίφους, είναι πανομοιότυπα<br />

στην εικόνα του αγίου Θεοδώρου του<br />

Τήρωνος από το Β.Χ.Μ. (Βασιλάκη, Χειρ Αγγέλου,<br />

σ. 168-169, αρ. 33).<br />

Εικ. 17.<br />

Παράσταση του αγίου Φανουρίου ολόσωμου<br />

στον πεσσό του εγκαρσίου κλίτους.


308 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />

Εικ. 18.<br />

Άποψη του νάρθηκα από τα ΝΑ.<br />

χουν μικρογραφικές παραστάσεις του συναξαρίου<br />

του. Από τις υπόλοιπες εικόνες<br />

που ο Άγγελος ζωγράφισε για το τέμπλο<br />

του Βαλσαμονέρου, μία δεσποτική εικόνα<br />

της Παναγίας Οδηγήτριας κλάπηκε από το<br />

ναό μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’70,<br />

ενώ στη μονή Βροντησίου φυλάσσεται εικόνα<br />

του Χριστού ως Αμπέλου.<br />

Η επόμενη και τελευταία χρονολογικά<br />

επέκταση του μνημείου προς τα δυτικά πραγματοποιήθηκε<br />

με την κατασκευή του νάρθηκα<br />

ο οποίος κάλυψε ουσιαστικά το κενό<br />

ανάμεσα στον αναλημματικό τοίχο του πρανούς<br />

και το δυτικό τοίχο του εγκαρσίου κλίτους<br />

(εικ. 18). Όπως διαπιστώθηκε κατά τις<br />

εργασίες της δεκαετίας του ’80, ο αναλημματικός<br />

τοίχος ενσωματώθηκε αυτούσιος<br />

στη δυτική τοιχοποιία του νάρθηκα και για<br />

το λόγο αυτό η εξωτερική στάθμη του εδάφους<br />

δυτικά του νάρθηκα παρέμεινε ψηλά,<br />

φτάνοντας λίγο κάτω από την ποδιά των<br />

δύο δυτικών παραθύρων 41 . Τα τελευταία είναι<br />

απλής ορθογώνιας μορφής και φαίνεται<br />

να έχουν διανοιχθεί οψιμότερα από την αρχική<br />

τοιχογράφηση του νάρθηκα, η οποία<br />

πάντως έχει επιδιορθωθεί στα αντίστοιχα<br />

σημεία. Η τοιχογράφηση τοποθετείται με<br />

στυλιστικά κριτήρια στην τέταρτη ή πέμπτη<br />

δεκαετία του 15ου αι. 42 και επομένως η επέκταση<br />

του ναού πρέπει να αναχθεί στην ίδια<br />

περίοδο. Στη βόρεια πλευρά του νάρθηκα<br />

ανοίγεται μία απλή τοξωτή θύρα, που οδηγεί<br />

στο βόρειο παρανάρθηκα.<br />

41<br />

Την παρατήρηση οφείλω στον Δ. Καλομοιράκη.<br />

42<br />

Μπορμπουδάκης, Θυρώματα, σ. 78 και Ν.<br />

Πύρρου, Θεραπευτής και πεταλωτής: Νέα στοιχεία<br />

για τον Ρωμανό τον Σκλεποδιώκτη από<br />

τη μνημειακή ζωγραφική της Κρήτης, ΔΧΑΕ<br />

34 (2013), σ. 173 (β΄ τέταρτο 15ου αι.).


ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />

ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />

309<br />

Ενδιαφέρον στοιχείο είναι το τοξωτό άνοιγμα επικοινωνίας του<br />

νάρθηκα με το κλίτος του Αγίου Φανουρίου (εικ. 19). Μέχρι πρόσφατα<br />

η χρησιμότητά του είχε παραμείνει ασχολίαστη, παρά το<br />

γεγονός ότι για τη διάνοιξή του αποκόπηκαν οι παραστάσεις του<br />

δυτικού τοίχου. Πρόσφατα η Ο. Γκράτζιου υποστήριξε ότι το ασυνήθιστο<br />

αυτό στοιχείο διευκόλυνε την παρακολούθηση της λειτουργίας<br />

από τον εξωνάρθηκα, ώστε να αποφεύγεται ο συνωστισμός<br />

στο παρεκκλήσι του Αγίου Φανουρίου 43 . Ωστόσο οι διαστάσεις και<br />

το σχήμα του, που παραπέμπουν απευθείας σε αρκοσόλιο, σε συνδυασμό<br />

με το απόσπασμα από τα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής,<br />

που περιτρέχει τη δυτική του όψη πάνω σε κόκκινη ταινία (Τὸν<br />

Ληστὴν αὐθημερόν, τοῦ Παραδείσου ἠξίωσας Κύριε, κἀμὲ τῷ ξύλῳ τοῦ<br />

Σταυροῦ, φώτισον καὶ σῶσόν με) και τις απεικονίσεις σκηνών του<br />

Παραδείσου στο εσωρράχιο, δεν αφήνουν αμφιβολίες για την ταφική<br />

του χρήση 44 .<br />

Εικ. 19.<br />

Άποψη του νάρθηκα<br />

και του αρκοσολίου<br />

από τα ΝΔ.<br />

43<br />

Γκράτζιου, Όσοι πιστοί, σ. 130.<br />

44<br />

Για τη χρήση υμνογραφικών κειμένων σε σχέση με τον θάνατο και τη


310 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />

Εικ. 20.<br />

Άγιος Ονούφριος<br />

και Ιωάννης Δαμασκηνός (;)<br />

στο δυτικό τοίχο του νάρθηκα.<br />

Η εντύπωση αυτή ενισχύεται περαιτέρω από άλλα στοιχεία. Στο<br />

βόρειο ήμισυ της χαμηλής ζώνης του δυτικού τοίχου εικονίζονται<br />

παρατακτικά ολόσωμες ιερές μορφές. Η πρώτη από αριστερά απεικονίζει<br />

μακρυγένη άγιο με μηλωτή που πρέπει πιθανότατα να ταυτιστεί<br />

με τον ασκητή άγιο Ονούφριο (εικ. 20). Δεξιά του εικονίζεται<br />

άγιος μοναχός (εικ. 20, δεξιά) που φέρει ειλητό με τη φράση «Οὐ<br />

γάρ ἐστιν | ἐν τῷ Ἅδῃ με|τάνοια· οὐκ ἐ|στιν θανάτου | συγχώρησις·<br />

| οὐκ έστιν ἐν τῷ μνήματι | κομίσασθαι | ἄνεσιν. [Πανήγυρις γάρ |<br />

ἐστιν ὁ ἡμέτε|ρος βίος ...]». Το χωρίο αυτούσιο συναντάται ως θεοσύνδεσή<br />

τους με ταφικά τμήματα μνημείων βλ. επίσης N. Patterson-<br />

Ševčenko, The Five Hymnographers at Nerezi, στο P. Schreiner and O.<br />

Strakhov (επιμ.) Chrysai Pylai. Essays presented to I. Sevcenko, = Palaeoslavica<br />

10, 2 (2002), ιδ. σ. 66-67, σημ. 39, 42.


ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />

ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />

311<br />

λογική άποψη στα spuria του Ιωάννη του Χρυσοστόμου 45 και επαναλαμβάνεται<br />

ως ιδέα σε αρκετά πατερικά έργα αλλά και στη Νεκρώσιμη<br />

Ακολουθία εις ιερείς (ενδέκατο τροπάριο μετὰ τὴν στ΄ὠδὴ<br />

του κανόνα), σύμφωνα με την οποία οι αμαρτίες των ανθρώπων δεν<br />

μπορούν να συγχωρεθούν μετά θάνατον. Δεξιά της μορφής του μοναχού<br />

εικονίζονται πιθανότατα οι τρεις Ιεράρχες (εικ. 21). Ο αριστερός<br />

εκ των τριών φέρει ειλητό με τη φράση «Εἶπεν ὁ Κύριος, ἐὰν<br />

δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις [τὰ παραπτώματα αὐτῶν] οὐδὲ ὁ πατὴρ<br />

ὑμῶν (ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν)» (Κατά Ματθαίον, 6.14-15).<br />

Το απόσπασμα του Ευαγγελίου δεν είναι τυχαίο. Συνδέεται άμεσα<br />

με το νόημα του προηγούμενου εδαφίου στο ειλητό του μοναχού. Η<br />

τέταρτη Κυριακή του Τριωδίου (Τυρινής) κατά την οποία διαβάζεται<br />

το σχετικό απόσπασμα, είναι αφιερωμένη στην εκδίωξη των πρωτοπλάστων<br />

από τον Παράδεισο και στην εκ των υστέρων μεταμέλεια<br />

για την οποία ωστόσο δεν συγχωρέθηκαν. Ο μεσαίος ιεράρχης του<br />

οποίου διασώζεται το σώμα, αλλά όχι η κεφαλή, φέρει ειλητό με το<br />

Εικ. 21.<br />

Οι Τρεις Ιεράρχες<br />

στο δυτικό τοίχο<br />

του νάρθηκα.<br />

45<br />

PG 55, 548.48-50.


312 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />

Εικ. 22.<br />

Ο ασπασμός Πέτρου και Παύλου<br />

στο δυτικό τοίχο του νάρθηκα.<br />

απόσπασμα από την επί του Όρους ομιλία<br />

«Εἶπεν ὁ Κύριος: Καθὼς θέλετε ἴνα ποιῶσιν<br />

ὑμῖν οἱ ἂνθρ(ωποι) οὕτω καὶ (αὐτοῖς) ὑμεῖς<br />

ὁμοίως ποι(εῖτε) (Κατά Λουκά, 6.31, Κατά<br />

Ματθαίον 7.12).<br />

Είναι σαφές ότι τα κείμενα των ειλητών<br />

που συνοδεύουν τις μορφές έχουν σωτηριολογικό<br />

περιεχόμενο και επιλέχθηκαν<br />

προσεκτικά από άνθρωπο με βαθιά θεολογική<br />

γνώση. Η επιλογή του αγίου ασκητή<br />

και του αγίου μοναχού δεν φαίνεται επίσης<br />

τυχαία. Ο εξωνάρθηκας της Μονής του Βαλσαμονέρου<br />

φαίνεται να διαμορφώθηκε ως<br />

ταφικό παρεκκλήσι για να φιλοξενήσει το<br />

λείψανο ενός βαθιά μορφωμένου μοναχού,<br />

πιθανότατα του ηγουμένου της Ιωνά Παλαμά.<br />

Για την ταφή του επιλέχθηκε μία θέση<br />

από την οποία μπορούσε να ατενίζει μετά<br />

θάνατον ολόκληρο το καθολικό που ουσιαστικά<br />

ο ίδιος διαμόρφωσε. Παρατηρώντας<br />

μάλιστα προσεκτικότερα το διάκοσμο του<br />

εξωνάρθηκα, καταλήγει κανείς σε μία σειρά<br />

από άλλες ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις:<br />

Εκ πρώτης όψεως το εικονογραφικό<br />

πρόγραμμα του εξωνάρθηκα δεν παρουσιάζει<br />

ενότητα. Αποτελείται από παραστάσεις<br />

διαφορετικής θεματολογίας, που φαίνονται<br />

ασύνδετες μεταξύ τους, θυμίζοντας<br />

σε αρκετές περιπτώσεις φορητές εικόνες.<br />

Δυστυχώς βρίσκονται σε πολύ κακή κατάσταση<br />

διατήρησης. Ξεχωρίζει ο Ασπασμός<br />

Πέτρου και Παύλου σε ολόσωμη απεικόνιση<br />

(εικ. 22). Η εντυπωσιακή εικονογραφική<br />

ομοιότητα της παράστασης με την<br />

ομώνυμη φορητή εικόνα του Αγγέλου από<br />

τη Μονή Οδηγήτριας 46 , αφήνει ανοικτό το<br />

ενδεχόμενο ο διάσημος ζωγράφος να ανα-<br />

46<br />

Βασιλάκη, Χειρ Αγγέλου, σ. 152-153, αρ. 25.


ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />

ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />

313<br />

μίχθηκε στην τοιχογράφηση. Έχει ήδη παρατηρηθεί<br />

ότι ο Άγγελος Ακοτάντος έχει<br />

πιθανότατα φιλοτεχνήσει ορισμένες από τις<br />

τοιχογραφίες στη Μονή του Αγίου Ιωάννη<br />

του Θεολόγου στην Πάτμο 47 . Είναι χαρακτηριστική<br />

η ομοιότητα του μακρυγένη αγίου<br />

Ονουφρίου του εξωνάρθηκα (εικ. 20) με<br />

την τοιχογραφική παράσταση του Αγίου Δανιήλ<br />

του Στυλίτη στην Πάτμο 48 . Εκτός από<br />

το πλάσιμο του προσώπου και της γενειάδας,<br />

ομοιότητες διαπιστώνονται στη σχεδίαση<br />

των βράχων, στη μικρογραφική απόδοση<br />

των δέντρων και στο χρυσωμένο<br />

φωτοστέφανο με το λεπτό λευκό περίγραμμα.<br />

Ο τρόπος που κομβώνεται το ιμάτιο<br />

χαμηλά στα πόδια στην παράσταση του μοναχού<br />

αγίου δεξιά του αγίου Ονουφρίου<br />

απαντά στην παράσταση των Δέκα Παρθένων<br />

στη Μονή της Πάτμου που αποδίδεται<br />

στον Άγγελο 49 καθώς και στην εικόνα των<br />

Εισοδίων της Θεοτόκου στο Βυζαντινό και<br />

Χριστιανικό Μουσείο 50 . Η διάταξη της πτυχολογίας<br />

και η απόχρωση του εξωτερικού<br />

πορφυρού ιματίου που δυστυχώς διατηρείται<br />

σε άσχημη κατάσταση, εμφανίζει αναλογίες<br />

με την εικόνα του αγίου Χριστοδούλου<br />

της Πάτμου, που αποδίδεται στο ζωγράφο 51 ,<br />

ενώ τα γράμματα και η απόδοση του ειλητού<br />

είναι σχεδόν πανομοιότυπα, τόσο με την εικόνα<br />

του αγίου Χριστοδούλου, όσο και με<br />

την εικόνα του Προδρόμου που βρίσκεται<br />

στο Βέλγιο 52 . Το χρώμα του φελονίου του<br />

επισκόπου δεξιά του αγίου μοναχού (εικ.<br />

47<br />

Ό.π., σ. 119-123.<br />

48<br />

Ό.π., σ. 120, εικ. 24.<br />

49<br />

Ό.π., σ. 121, εικ. 25.<br />

50<br />

Ό.π., σ. 166-167, αρ. 32.<br />

51<br />

Ό.π., σ. 129, εικ. 23.<br />

52<br />

Ό.π., σ. 178-179, αρ. 38.<br />

Εικ. 23.<br />

Αρχάγγελος στον ανατολικό τοίχο του νάρθηκα,<br />

αριστερά της θύρας.


314 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />

Εικ. 24.<br />

Λεπτομέρεια<br />

από την παράσταση<br />

της Σταύρωσης<br />

στο βόρειο τοίχο<br />

του νάρθηκα.<br />

21, αριστερά) και ο τρόπος που σχεδιάζεται και αποδίδεται τονικά<br />

η γεωμετρική πτυχολογία του θυμίζουν την εικόνα του αγίου Νικολάου<br />

σε ιδιωτική συλλογή της Κέρκυρας 53 . Οι αναλογίες, η στάση,<br />

ο τύπος της ενδυμασίας των στρατιωτικών αγίων στις φορητές εικόνες<br />

του Αγγέλου, όπως η μορφή του αγίου Φανουρίου από τις εικόνες<br />

της Πάτμου 54 και της Φολεγάνδρου 55 , αναγνωρίζεται στις πολυάριθμες<br />

παραστάσεις στρατιωτικών αγίων και των αρχαγγέλων<br />

στο νάρθηκα του Βαλσαμονέρου, όπως στην παράσταση του Αρχαγγέλου<br />

αριστερά της εισόδου προς το εγκάρσιο κλίτος (εικ. 23).<br />

Αλλά εκείνο που κυρίως μαρτυρεί ότι ο νάρθηκας του Βαλσαμονέρου<br />

τοιχογραφήθηκε από έναν έξοχο ζωγράφο είναι η τεράστια παράσταση<br />

της Σταύρωσης στο δυτικό τοίχο (εικ. 24). Οι εκφράσεις των<br />

μορφών, οι δραματοποιημένες τους κινήσεις, η χρήση της προ-<br />

53<br />

Ό.π., σ. 198-199, αρ. 48.<br />

54<br />

Ό.π., σ. 136-137, αρ. 17.<br />

55<br />

Ό.π., σ. 141-142, αρ. 19.


ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />

ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />

315<br />

οπτικής συνίζησης με απεικόνιση μορφών από την πλάτη, όπως ο<br />

ληστής στο σταυρό, η λεπτομερειακή σχεδίαση των ενδυμάτων,<br />

όπως οι μεταλλικές πανοπλίες της έφιππης στρατιωτικής ομάδας<br />

αριστερά και τα δυτικότροπα καπέλα των μορφών δεξιά, τα κόκκινα<br />

σταυρωτά χάμουρα των αλόγων, τα κεφάλια των οποίων αποδίδονται<br />

με μεγάλη ρεαλιστικότητα, είναι χαρακτηριστικά που προδίδουν<br />

την υψηλή κλάση του ζωγράφου που έχει εντρυφήσει στα διδάγματα<br />

της αναγεννησιακής ζωγραφικής και μπορούν να<br />

συγκριθούν με τις πολυπρόσωπες παραστάσεις από τη Μονή της<br />

Πάτμου, όπως η Γέννηση και η Βρεφοκτονία που αποδίδονται στον<br />

Άγγελο 56 . Η φημισμένη εικόνα της Σταύρωσης που φιλοτέχνησε<br />

μερικές δεκαετίες αργότερα ο ζωγράφος Ανδρέας Παβίας, αν και<br />

φανερά επηρεασμένη από πρότυπα της υστερογοτθικής ζωγραφικής,<br />

εμφανίζει εκπληκτικές αναλογίες ως προς τη σύνθεση και τη στάση<br />

των επιμέρους μορφών, με την τοιχογραφία του Βαλσαμονέρου 57 .<br />

Αν οι παραπάνω πρώτες ενδείξεις αποδειχθούν ορθές μετά<br />

από ενδελεχή μελέτη, τότε ο εξωνάρθηκας της Μονής Βαλσαμονέρου<br />

αποτελεί ίσως μία απόπειρα του Αγγέλου να ασχοληθεί με την<br />

τοιχογραφία, σε μία προσπάθεια να κοσμήσει το ταφικό παρεκκλήσι<br />

που θα υποδεχόταν το λείψανο του στενού του φίλου ηγουμένου<br />

Παλαμά, με τον τρόπο που εκείνος θα επιθυμούσε. Στην περίπτωση<br />

αυτή ο εξωνάρθηκας τοιχογραφήθηκε στην περίοδο μετά την τοιχογράφηση<br />

του κλίτους του Αγίου Φανουρίου και πριν από το θάνατο<br />

του ζωγράφου το 1450. Η ομοιότητα ανάμεσα στη ζωγραφική<br />

αυτή και τις τοιχογραφίες της Πάτμου αποτελεί ένδειξη ότι μετά το<br />

Βαλσαμόνερο ο Άγγελος επιχείρησε εκεί κάτι ανάλογο. Στην περίπτωση<br />

αυτή η τοιχογράφηση του Βαλσαμονέρου πρέπει να έλαβε<br />

χώρα μέσα στην τέταρτη δεκαετία του 15ου αι.<br />

Η κατάληψη του εναπομείναντος ελεύθερου χώρου της δυτικής<br />

πλευράς από τον εξωνάρθηκα οδήγησε αναπόφευκτα στη διαμόρφωση<br />

της κυρίας εισόδου του καθολικού στο δυτικό άκρο της νότιας<br />

πλευράς. Φαίνεται μάλιστα ότι η τελευταία φάση της κατασκευής<br />

συνοδεύτηκε από μία γενική αναδιοργάνωση των ανοιγμάτων του<br />

μνημείου. Το πλαίσιο του νέου θυρώματος διαμορφώθηκε ιδιαίτερα<br />

περίτεχνο, με διπλό ανισοπαχές σχοινί, που στο τμήμα των παρα-<br />

56<br />

Ό.π., σ. 122-123, εικ. 26-27.<br />

57<br />

Την ύπαρξη ενός κοινού εικονογραφικού προτύπου μαρτυρεί η φορητή εικόνα<br />

των αρχών του 15ου αι. από τη Στοκχόλμη (ό. π., σ. 90-91, αρ. 11).


316 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />

Εικ. 25.<br />

Θύρα εισόδου στο νάρθηκα.<br />

στάδων έχει μορφή διπλών ημικιονίσκων<br />

με τεκτονικές επιστέψεις (εικ. 25) 58 . Τόσο<br />

τα σχοινιά, όσο και η εξωτερική ταινία με<br />

το ανάγλυφο γεισιπόδισμα που περικλείεται<br />

από λεπτά πλαίσια πρισματικής διατομής,<br />

περιτρέχουν το θύρωμα ως την ελαφρά<br />

οξυκόρυφη τοξωτή του απόληξη. Το ανώφλιο<br />

αντίθετα διαμορφώνεται ως επίπεδη<br />

πλάκα με λοξότμητα άκρα, πάνω στην<br />

οποία λαξεύεται περίτεχνο οικόσημο: μέσα<br />

σε κύκλο από στρεπτό σχοινί μία μηνοειδής<br />

ασπίδα, ο διάκοσμος της οποίας δεν είναι<br />

ευδιάκριτος, περιβάλλεται από δύο κλάδους<br />

δάφνης. Στη βάση της αψίδας μετά βίας<br />

διακρίνεται ανάγλυφο κρινάνθεμο, που περιβάλλεται<br />

από τα εγχάρακτα αρχικά Μ και<br />

Ν. Το κεντρικό μετάλλιο περιβάλλεται από<br />

κλάδους με πλατιά φύλλα, που φύονται από<br />

αυτό και απλώνονται γεμίζοντας έναν ορθογώνιο<br />

χώρο. Το τύμπανο του τόξου του<br />

υπερθύρου δεν σώζει την αρχική παράσταση.<br />

Το πιθανότερο είναι ότι, όπως το<br />

αντίστοιχο τύμπανο της αμέσως προγενέστερης<br />

κύριας εισόδου στο δυτικό τοίχο<br />

του εγκαρσίου κλίτους, θα εικόνιζε τη Θεοτόκο<br />

στον τύπο της Οδηγήτριας, στην οποία<br />

ήταν αφιερωμένο εξαρχής το καθολικό 59 .<br />

Πάνω από το θύρωμα ανοίγεται κυκλικός<br />

οφθαλμός φωτισμού (εικ. 26) 60 . Το<br />

περίτεχνο λίθινο πλαίσιό του αποδίδεται<br />

με επάλληλες ταινίες σε βαθμιδωτή υπο-<br />

58<br />

Μπορμπουδάκης, Θυρώματα, σ. 78-79, εικ.<br />

28-29.<br />

59<br />

Δεν θα μπορούσε να εικονίζει έναν άγιο στον<br />

οποίο θα ήταν αφιερωμένος ο νάρθηκας, όπως<br />

υποστήριξε ο Μ. Μπορμπουδάκης, ό. π., σ.<br />

79, καθώς ο νάρθηκας αποτελεί λειτουργικό<br />

και όχι λατρευτικό χώρο. Επιπλέον, όπως σχολιάστηκε,<br />

αποτελούσε ταφικό παρεκκλήσιο.<br />

60<br />

Ό.π., σ. 79, εικ. 29.


ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />

ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />

317<br />

χώρηση: η εξωτερική αποδίδεται οδοντωτή, η δεύτερη με dente di<br />

cane, ακολουθεί ταινία με ιχθυάκανθα και παχύ στρεπτό σχοινί.<br />

Στην εσωτερική ράχη του οφθαλμού διαμορφώνεται στεφάνη με<br />

διάτρητο κόσμημα (traforo) από συνεχόμενα τρίγωνα με κυκλικές<br />

απολήξεις. Είναι όμοια με τη διακόσμηση της εσωτερικής ράχης<br />

της τοξωτής απόληξης του νοτίου παραθύρου του εγκαρσίου κλίτους<br />

(εικ. 16), γεγονός που επιβεβαιώνει την αντικατάσταση του τελευταίου<br />

κατά την τελευταία οικοδομική περίοδο του μνημείου. Γύρω<br />

από το φωτιστικό οφθαλμό έχουν ενσωματωθεί στην τοιχοποιία<br />

τρεις ομάδες πινακίων σε σταυρόσχημη διάταξη, καθώς και ένα λίθινο<br />

μέλος με κυκλικές ταινιωτές γλυφές σε βαθμιδωτή υποχώρηση.<br />

Πινάκια έχουν επίσης εντοιχιστεί κάτω από την αετωματική απόληξη<br />

της δίρριχτης στέγης στη διάρκεια μιας αρκετά οψιμότερης υπερύψωσης<br />

της στάθμης των στεγών 61 .<br />

Δύο ακόμη στρογγυλοί φεγγίτες διανοίχτηκαν στις αετωματικές<br />

απολήξεις της στέγης του βορείου κλίτους, προκαλώντας καταστροφές<br />

στον τοιχογραφικό διάκοσμο του εσωτερικού. Εκείνος της ανατολικής<br />

Εικ. 26.<br />

Οφθαλμός πάνω<br />

από τη θύρα εισόδου<br />

στο νάρθηκα.<br />

61<br />

Με τη μελέτη των εφυαλωμένων πινακίων του Βαλσαμονέρου ασχολείται<br />

η δρ. Αν. Γιαγκάκη.


318 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />

Εικ. 27.<br />

Οφθαλμός<br />

στην αετωματική απόληξη<br />

του βορείου κλίτους.<br />

πλευράς, που είναι πλουσιότερα κοσμημένος (εικ. 27) 62 , επαναλαμβάνει<br />

τα ίδια βασικά διακοσμητικά μοτίβα (οδοντωτή ταινία, dente<br />

di cane και απλή επίπεδη ταινία) με τον οφθαλμό του νάρθηκα.<br />

Η καταστροφή παραστάσεων με εξέχουσα θεολογική σημασία,<br />

όπως της «Φιλοξενίας του Αβραάμ» στην αετωματική απόληξη του<br />

ανατολικού τοίχου και της «Ἄνωθεν οἱ προφῆται» στο δυτικό, προ -<br />

κειμένου να διαμορφωθούν πολυτελώς διακοσμημένα φωτιστικά<br />

ανοίγματα, αντανακλά μία συγκεκριμένη αντίληψη κοσμικής πολυτέλειας<br />

σε βάρος των θρησκευτικών συμβολισμών. Η στάση αυτή<br />

έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το θεολογικό υπόβαθρο πίσω από το<br />

εικονογραφικό πρόγραμμα που εμπνεύστηκε ο ηγούμενος Ιωνάς<br />

Παλαμάς και γενικότερα τις βυζαντινές αντιλήψεις περί των χώρων<br />

λατρείας 63 . Ακριβώς μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να εκτιμηθεί η<br />

παρουσία των –δυστυχώς δυσδιάκριτων– γραπτών οικοσήμων στη<br />

δυτική θύρα του εγκαρσίου κλίτους, πάνω σε γραπτό ασπρόμαυρο<br />

αβακωτό βάθος (εικ. 28) 64 και του ανάγλυφου -επίσης διαβρωμέ-<br />

62<br />

Ό.π., σ. 80, εικ. 30. Είναι πάντως πιθανό ότι το πλαίσιο του δυτικού<br />

οφθαλμού αντικαταστάθηκε σε οψιμότερη φάση.<br />

63<br />

Η αύξηση του φωτισμού ασφαλώς διαφοροποίησε σημαντικά και τη μυστικιστική<br />

ατμόσφαιρα που μέχρι τότε επικρατούσε στο μισοσκότεινο<br />

εσωτερικό του μνημείου.<br />

64<br />

Πρόκειται για δύο ασπίδες που διαιρούνται οριζόντια σε δύο τμήματα,


ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />

ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />

319<br />

νου- οικόσημου, στη νότια θύρα του εξωνάρθηκα (εικ. 29), που<br />

δηλώνουν απερίφραστα την ιδιωτική παρέμβαση στη μονή. Θα<br />

έλεγε κανείς, ότι η τοποθέτηση του οικοσήμου στην τελευταία πλέον<br />

κύρια είσοδο του καθολικού έγινε με σκοπό την κατοχύρωση της<br />

ιδιοκτησίας και όχι απλά τη δήλωση χορηγίας και πιθανόν σχετίζεται<br />

με μία αλλαγή στο καθεστώς ή τον τρόπο λειτουργίας της μονής η<br />

οποία μετά την εισαγωγή της λατρείας του αγίου Φανουρίου είχε<br />

αρχίσει ν’ αποκτά ιδιαίτερη φήμη 65 .<br />

Μέχρι πρόσφατα τα οικόσημα του νάρθηκα παρέμεναν αταύτιστα<br />

και το ιδιοκτησιακό καθεστώς της μονής ουσιαστικά ασχολίαστο.<br />

Στο δεύτερο μισό του 16ου αι. η Μονή φέρεται ν’ ανήκει στην<br />

οικογένεια Querini 66 . Τα πολύ φθαρμένα οικόσημα στο υπέρθυρο<br />

Εικ. 28.<br />

Γραπτά οικόσημα<br />

στο ανώφλιο<br />

της θύρας εισόδου<br />

από το νάρθηκα<br />

στο εγκάρσιο κλίτος.<br />

γκρίζο επάνω και κόκκινο κάτω. Το αριστερό φέρει τρία άστρα στο άνω<br />

ήμισυ. Το δεξιό έχει κάποιο δυσανάγνωστο συμπίλημα με μαύρο χρώμα<br />

στο κάτω τμήμα.<br />

65<br />

Βλ. και το σχετικό σχόλιο για τα οικόσημα των εκκλησιών, με αφορμή τα<br />

οικόσημα των Καλλεργών στην Παναγία στο Καστρί Μυλοποτάμου, στο<br />

Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 133.<br />

66<br />

R. Tsakiri, L’ istituzione della cessione dei monasteri ortodossi nella<br />

Creta dei secoli XVI e XVII ed il suo contributo alle attività economiche<br />

degli ambienti circostanti, στο Fr. Ammannati (επιμ.) Religione e istituzioni<br />

religiose nell’ economia europea. 1000-1800, Atti della Quarantatreesima<br />

Settimana di Studi, 8-12 maggio 2011, Firenze 2012, σ. 513, σημ. 4.


320 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />

Εικ. 29.<br />

Ανάγλυφο οικόσημο<br />

στο ανώφλιο<br />

της θύρας εισόδου<br />

στο νάρθηκα.<br />

της δυτικής εισόδου από το νάρθηκα προς το κλίτος του Αγίου Φανουρίου<br />

θα μπορούσαν με επιφύλαξη να συσχετιστούν με την ομώνυμη<br />

οικογένεια 67 . Αντίθετα, στην προμετωπίδα της καταγραφής της<br />

βιβλιοθήκης και της περιουσίας της μονής που συντάχθηκε το 1644<br />

κατονομάζεται ρητά «…ο ιψιλοτατος αφεντης Ρανιερι Νταντολο, καβαλαρις<br />

και νικοκιρις του αυτου μοναστηριου…» 68 . Ένας κλάδος της οικογένειας<br />

κατοικούσε στις αρχές του 17ου αι. στο χωριό Μαργαρίτες<br />

του Ρεθύμνου, όπου σώζεται αρχοντικό με τα αρχικά Z-D και με<br />

χρονολογία 1634. Στο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στον ίδιο οικισμό<br />

σώζεται τμήμα από το οικόσημο της οικογένειας των Dandolo,<br />

που εμφανίζει στο κέντρο μια μηνοειδή ασπίδα, από τη βάση της<br />

οποίας εκκινούν κλάδοι δάφνης 69 , όπως στο οικόσημο της νότιας<br />

θύρας του νάρθηκα του Βαλσαμονέρου. Στο τελευταίο, το αρχικό Ν<br />

δεξιά του κρινάνθεμου θα μπορούσε να σημαίνει Ντάντολο, σύμφωνα<br />

με τη γραφή της διαθήκης.<br />

Όπως ήδη αναφέρθηκε, στην πρόσφατη μελέτη της για τη μεσαιωνική<br />

εκκλησιαστική αρχιτεκτονική της Κρήτης καθώς και σε<br />

άρθρο που ακολούθησε, η καθηγήτρια Όλγα Γκράτζιου υποστήριξε<br />

67<br />

Βλ. σχετικά το πρόσφατο άρθρο της U. Ritzerfeld, Bildpropaganda im Zeichen<br />

des Konzils von Florenz: Unionistische Bildmotive im Kloster Balsamonero<br />

auf Kreta, Orientalia Christiana Periodica 2 (2014), σ. 400 και<br />

σημ. 54 (στο εξής Ritzerfeld, Bildpropaganda), το οποίο συντάχθηκε και<br />

δημοσιεύτηκε μετά από επιτόπια επίσκεψη και ανταλλαγή απόψεων με τη<br />

γράφουσα και ενώ το παρόν κείμενο είχε ήδη κατατεθεί για δημοσίευση.<br />

Η κακή κατάσταση διατήρησης και η πιθανότητα επιζωγράφισης επιβάλει<br />

την επιφύλαξη ως προς την απόδοση των οικοσήμων.<br />

68<br />

Γ.Κ. Μαυρομάτης, Η βιβλιοθήκη και η κινητή περιουσία της κρητικής<br />

μονής Βαλσαμονέρου (1644), Θησαυρίσματα 20 (1990), 458-499.<br />

69<br />

G. Gerola, Monumenti Veneti, ΙΙΙ, Venezia 1917, 282-283.


ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />

ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />

321<br />

ότι το καθολικό του Βαλσαμονέρου εμφανίζει αρχιτεκτονικά στοιχεία<br />

που υποδηλώνουν την παράλληλη άσκηση λατρείας και των δύο<br />

δογμάτων 70 . Η άποψη στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην προσθήκη<br />

του νότιου κλίτους και στην παραδοχή ότι τα ιερά των δύο κλιτών<br />

δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Η τελευταία παρατήρηση ωστόσο<br />

δεν είναι ακριβής, καθώς το ευρύ ανατολικό τόξο της διαχωριστικής<br />

τοξοστοιχίας δημιουργεί ικανό χώρο για άνετη επικοινωνία των<br />

δύο ιερών πίσω από το μεγάλο ενιαίο τέμπλο (εικ. 30). Ακόμη και<br />

Εικ. 30.<br />

Άνοιγμα επικοινωνίας<br />

μεταξύ των ιερών<br />

των δύο παράλληλων κλιτών,<br />

πίσω από το ενιαίο τέμπλο<br />

του καθολικού.<br />

70<br />

Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 138, 142 και Γκράτζιου,<br />

Όσοι πιστοί, σ. 118-122.


322 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />

αν το τέμπλο που υπάρχει σήμερα δεν σχετίζεται με το αρχικό 71 , η<br />

ύπαρξη διπλού ξύλινου εικονοστασίου στην ίδια θέση επιβεβαιώνεται<br />

από αντίστοιχες πλατιές ταινίες στο βόρειο και νότιο τοίχο,<br />

μεταξύ των τοιχογραφικών παραστάσεων. Για το τέμπλο αυτό των<br />

αρχών του 15ου αι. ο Άγγελος Ακοτάντος φιλοτέχνησε μία εικόνα<br />

της Παναγίας Οδηγήτριας, πιθανότατα τη μία από τις δύο εικόνες<br />

του αγίου Φανουρίου (η δεύτερη θα βρισκόταν στο τέμπλο του ομώνυμου<br />

κλίτους) και ίσως τον Χριστό ως Άμπελο που φυλάσσεται<br />

στο Βροντήσι. Τα κατασκευαστικά στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι το<br />

τέμπλο που δημιουργήθηκε μετά την προσθήκη του νότιου κλίτους<br />

ήταν ενιαίο 72 .<br />

Είναι γεγονός ότι στην Κρήτη το φαινόμενο της προσθήκης κλιτών<br />

σε υφιστάμενους μονόχωρους ναούς κατά την περίοδο της βενετοκρατίας<br />

υπήρξε διαδεδομένο. Κατά το Μ. Μπορμπουδάκη η πρακτική<br />

μπορεί να ερμηνευτεί από τη σταδιακή ανάγκη αύξησης του<br />

λειτουργικού χώρου, άποψη που είχε υιοθετήσει παλαιότερα και ο<br />

G. Gerola 73 , ενώ κατά την Ο. Γκράτζιου η προσθήκη παράλλη λων<br />

κλιτών στους μονόχωρους καμαροσκέπαστους ναούς αποτελεί ένδειξη<br />

παράλληλης λειτουργίας των δύο δογμάτων, δεδομένου μά λιστα ότι<br />

τα κλίτη αυτά φέρουν κατά κανόνα διπλά ιερά. Στην ερμηνεία αυτή,<br />

θα μπορούσε κανείς να διατυπώσει μία σειρά από ενστάσεις.<br />

Καταρχήν, σε όλες τις περιπτώσεις, τα ιερά είναι καθαγιασμένα<br />

σε δύο (ή στην περίπτωση του Βαλσαμονέρου σε τρεις) διαφορετικούς<br />

αγίους, αλλά, παρά την πληθώρα των περιπτώσεων, δεν απαντούν<br />

αφιερώσεις σε κάποιον από τους δημοφιλείς καθολικούς αγίους.<br />

Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα διπλά κλίτη έχουν ελεύθερη<br />

μεταξύ τους επικοινωνία, γεγονός που καθιστά πρακτικά αδύνατη<br />

την ταυτόχρονη λειτουργία τους κατά την τάξη των δύο δογμάτων.<br />

Για να επιτευχθεί μάλιστα η επικοινωνία λάμβαναν χώρα εκτεταμένες<br />

71<br />

Ο ιδιαίτερα έμπειρος συντηρητής ξυλογλύπτων Α. Πατεράκης, ο οποίος<br />

εργάστηκε στο παρελθόν στο μνημείο, θεωρεί ιδιαίτερα πιθανό ότι τα<br />

τμήματα του επιστυλίου με τις αχιβαδωτές κόγχες αποτελούν έργο του<br />

15ου αι. Εντυπωσιακά φυσιοκρατική είναι και η απόδοση του ελισσόμενου<br />

βλαστού φύλλων αμπέλου του κοσμήτη.<br />

72<br />

Η θέση του ανατολικού ποδαρικού του μεταξύ των δύο ιερών τοξωτού<br />

ανοίγματος σε σχέση με τις ταινίες στους πλευρικούς τοίχους που δηλώνουν<br />

την αρχική θέση του τέμπλου (από τις οποίες προκύπτει ότι συνέπιπτε<br />

με τη σημερινή), δεν επιτρέπει την πάκτωση ανεξάρτητου τέμπλου<br />

στο βόρειο κλίτος (εικ. 30).<br />

73<br />

Μπορμπουδάκης, Η βυζαντινή τέχνη, σ. 151.


ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />

ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />

323<br />

μετασκευές, που περιελάμβαναν, εκτός από τη διάνοιξη ευρύτατων<br />

τόξων, την αποκατάσταση του κατεστραμμένου τοιχογραφικού διακόσμου.<br />

Αυτό καταδεικνύει ότι η άνετη επικοινωνία μεταξύ των μερών<br />

αποτελούσε επιδίωξη των κατασκευαστών. Στο Βαλσαμόνερο,<br />

όπως και στα περισσότερα αντίστοιχα μνημεία, ο διάκοσμος ακολουθεί<br />

αυστηρά τα βυζαντινά πρότυπα τόσο στην τεχνοτροπία όσο<br />

και στην επιλογή και διάταξη του εικονογραφικού προγράμματος.<br />

Στην πραγματικότητα, κανένα εξωτερικό στοιχείο δεν επιτρέπει να<br />

ανιχνεύσουμε ή να έστω να υποπτευθούμε μία διαφοροποίηση στο<br />

τελετουργικό 74 . Επιπλέον οι ιστορικές συνθήκες της εποχής δεν<br />

φαίνεται να ευνοούσαν ιδιαίτερα μία τέτοια συνήθεια 75 .<br />

Ειδικότερα για τα μοναστήρια, η προσθήκη λατρευτικών χώρων<br />

με διαφορετική αφιέρωση υπήρξε συνηθισμένη πρακτική, όχι μόνο<br />

στην Κρήτη, αλλά και στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο και την ίδια<br />

την Κωνσταντινούπολη κατά τους βυζαντινούς χρόνους, οδηγώντας<br />

μάλιστα στην καθιέρωση ιδιαίτερων αρχιτεκτονικών τύπων, όπως<br />

τα αθωνίτικου τύπου καθολικά με τυπικαριά που απαντούν από τον<br />

14ο ως τον 16ο αι. (Μονή Ακαπνίου Θεσσαλονίκης, Μονή Αγάθωνος<br />

Φθιώτιδας, Μονή Αγίου Δημητρίου στο Στόμιο Λάρισας<br />

κ.λ.π.). Η συνήθεια πιθανόν συνδέεται με τους προστάτες αγίους<br />

των εκάστοτε ηγουμένων, σίγουρα όμως πρέπει να εξυπηρετούσε<br />

και πρακτικούς σκοπούς, εξασφαλίζοντας στις μονές την ευκαιρία<br />

να δέχονται προσκυνητές περισσότερες φορές το χρόνο, με απώτερο<br />

στόχο την αύξηση των εσόδων τους.<br />

Ειδικά για την περίπτωση του Βαλσαμονέρου, θα πρέπει να<br />

συνεκτιμηθεί το εξής: Η προσθήκη του νοτίου κλίτους συνδέεται<br />

74<br />

Για παράδειγμα, στο δίκογχο ναό του Αγίου Νικολάου και Χαραλάμπους<br />

στο Μιλιαρίσι, τα ονόματα των αγίων στον τοιχογραφικό διάκοσμο του<br />

δεξιού κλίτους έχουν αποδοθεί δίγλωσσα στα ελληνικά και στα λατινικά.<br />

75<br />

Μέχρι τουλάχιστον την επανάσταση των Βλαστών (1460-1462), η αντίδραση<br />

του ντόπιου στοιχείου στη θρησκευτική αφομοίωση που προσπαθούσε<br />

να επιβάλει, ακόμη και με βίαιο τρόπο, η Βενετία, υπήρξε σθεναρή.<br />

Στα τέλη πια του 16ου αι. ο νούντσιο του πάπα Alberto Bolognetti αναφέρει<br />

ότι από τους 200.000 κατοίκους του νησιού μόνο 2.000 ήταν καθολικοί.<br />

Βλ. Χ. Μαλτέζου, Η Κρήτη στη διάρκεια της περιόδου της Βενετοκρατίας<br />

(1211-1669), στο Ν. Μ. Παναγιωτάκης (επιμ.), Κρήτη, Ιστορία<br />

και Πολιτισμός, τ. Β΄, Ηράκλειο 1988, σ. 152. Την ίδια περίοδο ο γενικός<br />

προνοητής J. Foscarini αφηγείται ότι οι καθολικοί κάτοικοι της υπαίθρου<br />

αναγκάζονταν να παντρεύονται και να βαφτίζονται σύμφωνα με το ορθόδοξο<br />

δόγμα, καθώς σε κανένα χωριό του νησιού δεν υπήρχε η δυνατότητα<br />

να λειτουργηθούν σύμφωνα με το λατινικό (ό.π., σ. 151).


324 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />

αναμφισβήτητα με την τοποθέτηση στη θέση του ηγουμένου του<br />

Ιωνά Παλαμά 76 . Οι στενές σχέσεις του τελευταίου με την Κωνσταντινούπολη<br />

και ο δογματικός του προσανατολισμός καθίσταται απολύτως<br />

ξεκάθαρος από το γεγονός ότι για την τοιχογράφηση του κλίτους<br />

του Προδρόμου προσκάλεσε κωνσταντινουπολίτες ζωγράφους<br />

οι οποίοι την περίοδο αυτή εγκαθίσταντο μαζικά στο νησί. Η σαφής<br />

καλλιτεχνική επιρροή της πρωτεύουσας του Βυζαντίου στο διάκοσμο<br />

του νότιου κλίτους δεν μπορεί να συμβαδίσει με τη λειτουργία του<br />

ως παρεκκλησίου του καθολικού δόγματος, σε μία εποχή που αφενός<br />

η σθεναρή αντίδραση του ντόπιου στοιχείου στην προσπάθεια<br />

της Βενετίας να επιβάλει τους όρους της Συνόδου της Φλωρεντίας<br />

εκδηλωνόταν με το χλευασμό των ουνιτών ιερέων του Βησσαρίωνα 77<br />

και αφετέρου η αντίδραση της Βενετίας στην κωνσταντινουπολίτικη<br />

επιρροή που μεταλαμπάδευαν στο νησί ζωγράφοι και ιερείς από<br />

την πρωτεύουσα, οδήγησε πολλούς από αυτούς στην αναγκαστική<br />

εξορία την περίοδο 1418-1419. Μέσα σε αυτό το κλίμα, η είσοδος<br />

λατίνων ιερέων σε ένα ορθόδοξο μοναστήρι της ορεινής ενδοχώρας<br />

φαντάζει αδύνατη.<br />

Η εισαγωγή της λατρείας του αγίου Φανουρίου από τον Ιωνά<br />

αποσκοπούσε προφανώς στο να ενισχύσει το ρεύμα των πιστών<br />

προς το μοναστήρι, που μειονεκτούσε σοβαρά, λόγω της δυσπρόσιτης<br />

θέσης του, σε σχέση με τις ισχυρές μονές της βόρειας ακτής.<br />

Φαίνεται μάλιστα ότι ο Ιωνάς και ο Άγγελος Ακοτάντος είναι προσωπικά<br />

υπεύθυνοι για την επινόησή του, ισχυριζόμενοι ότι μετέφεραν<br />

στην Κρήτη τη λατρεία ενός Ρόδιου αγίου, του οποίου η προ<br />

του 20ού αι. λατρεία στην ίδια τη Ρόδο δεν έχει αφήσει κανένα<br />

ίχνος. Η πρώιμη εικονογραφία του αγίου Φανουρίου ως στρατιωτικού<br />

αγίου που φονεύει το δράκο, πηγάζει απευθείας από την εικονογραφία<br />

του αγίου Γεωργίου. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η αμφιπρόσωπη<br />

εικόνα που ζωγράφισε ο Άγγελος για τη μονή, ήταν αρχικά<br />

δεσποτική, πιθανόν μία τυπική παράσταση του αγίου Γεωργίου,<br />

και προοριζόταν για μεγαλύτερο τέμπλο. Όταν τοποθετήθηκε στο<br />

μικρό τέμπλο του κλίτους του αγίου Φανουρίου κόπηκε πάνω και<br />

76<br />

Η προσπάθεια αποσύνδεσης του Ιωνά από την τοιχογράφηση του νοτίου<br />

κλίτους που επιχειρείται στο άρθρο της Ritzerfeld, Bildpropaganda, σ.<br />

390-391 και σημ. 15, αποσκοπεί κυρίως σε μια απόπειρα ενίσχυσης των<br />

επιχειρημάτων περί φιλενωτικής προπαγάνδας στο εικονογραφικό πρό -<br />

γραμμα κυρίως του νάρθηκα.<br />

77<br />

Ό.π., σ. 132.


ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />

ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />

325<br />

κάτω (ο άγιος παριστάνεται ως λίγο κάτω από τα γόνατα) και δέχθηκε<br />

στην πίσω όψη της δεύτερη παράσταση με σκηνές του βίου<br />

του, προφανώς για να χρησιμοποιηθεί και ως εικόνα λιτανείας. Οι<br />

παραστάσεις του βίου του αγίου τόσο στην εικόνα όσο και στις τοιχογραφίες<br />

του εγκαρσίου κλίτους αποτελούν τις πρώτες γνωστές<br />

παραστάσεις του συναξαρίου του που πιθανότατα δημιουργήθηκε<br />

στο Βαλσαμόνερο. Η απεικόνιση του αγίου Φανουρίου ως στρατιωτικού<br />

αγίου διαδόθηκε έκτοτε στη ζωγραφική φορητών εικόνων,<br />

οι περισσότερες από τις οποίες συνδέονται άμεσα με τον Άγγελο ή<br />

με ζωγράφους που επηρεάστηκαν από αυτόν 78 .<br />

Η πιθανότητα η φιλοδοξία του Ιωνά να στόχευε εξαρχής στο<br />

να προσελκύσει και λατίνους προσκυνητές δεν μπορεί ν’ αποκλειστεί,<br />

απέχει ωστόσο πολύ μία τέτοια επιδίωξη από την τέλεση καθολικών<br />

λειτουργιών μέσα στο μοναστήρι και μάλιστα σε κλίτος<br />

που ανεγέρθηκε ειδικά για το σκοπό αυτό 79 . Φαντάζει πιθανότερο<br />

ότι για τους ορθόδοξους προσκυνητές ο άγιος Φανούριος αποτελούσε,<br />

όχι έναν άγιο «πολιτικά ορθό» για τους Βενετούς, αλλά μία<br />

συγκαλυμμένη υπόμνηση της λατρείας του αγίου Γεωργίου δρακοντοκτόνου,<br />

με τον ιδιαίτερο δογματικό συμβολισμό που πάντα του<br />

αποδιδόταν ως νικητή της ορθοδοξίας 80 .<br />

Η εμφάνιση του βενετικού οικοσήμου στο κεντρικό θύρωμα του<br />

καθολικού κατά την τελευταία οικοδομική περίοδο, η οποία συμπίπτει<br />

με ανακαινιστικές εργασίες και με μία τάση για εκζήτηση στο γλυπτό<br />

διάκοσμο σε βάρος του τοιχογραφικού, είναι ενδεχομένως δηλωτική<br />

μίας αλλαγής στο καθεστώς λειτουργίας του. Οι αγωνιώδεις προσπάθειες<br />

του Ιωνά Παλαμά να καταστήσει γνωστή τη μικρή και άσημη<br />

μονή που προσπάθησε να αναστήσει στις δύσβατες πλαγιές του Ψηλορείτη,<br />

μέσα στα όρια του βενετικού φέουδου, τον οδήγησαν στην<br />

78<br />

Ενώ γράφονταν αυτές οι γραμμές, η Μ. Βασιλάκη παρουσίαζε στο Εαρινό<br />

Συμπόσιο της ΧΑΕ άγνωστη εικόνα του Αγγέλου από ιδιωτική συλλογή<br />

του Παρισιού που επαναλαμβάνει ακέραια την παράσταση του αγίου Φανουρίου<br />

με το Χριστό, όπως στην πίσω όψη της αμφιπρόσωπης εικόνας<br />

του Βαλσαμονέρου. Στο ανοιχτό βιβλίο που κρατά ο Ιησούς αναγράφεται<br />

απόσπασμα σχετικό με την αγιοποίηση, γεγονός που επιβεβαιώνει την<br />

άποψη που διατυπώθηκε παραπάνω.<br />

79<br />

Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 142-144.<br />

80<br />

Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι σε οψιμότερα μνημεία, όπως τον Άγιο Κωνσταντίνο<br />

στο Αβδού και τον Άγιο Νικόλαο στο Ζαρό (1445) η συγκεκριμένη<br />

εικονογραφία εγκαταλείφθηκε και ο άγιος Φανούριος απεικονιζόταν<br />

πλέον ως διάκονος ή νεαρός άγιος.


326 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />

εισαγωγή μίας νέας λατρείας και στην καθιέρωση του συναξαρίου<br />

ενός νέου θαυματουργού αγίου. Η απρόσμενα μεγάλη φήμη και επισκεψιμότητα<br />

που απέκτησε η μονή χάρη στη λατρεία του αγίου Φανουρίου<br />

φαίνεται ότι σύντομα παρακίνησε το ενδιαφέρον του τοπικού<br />

φεουδάρχη ο οποίος, πιθανότατα με μία ισχυρή δωρεά, συνοδευόμενη<br />

από την επιβολή των αισθητικών του προτιμήσεων, φρόντισε<br />

να καταστήσει σαφή την ιδιοκτησία του επί της μονής με την τοποθέτηση<br />

του οικοσήμου του στο θύρωμα της τελευταίας φάσης.<br />

Η αλλαγή αντιλήψεων αποτυπώνεται γλαφυρά και στο εικονογραφικό<br />

πρόγραμμα του νάρθηκα, που στερείται ενότητας και κεντρικού<br />

ιδεολογικού άξονα, πέραν του σωτηριολογικού χαρακτήρα<br />

του. Ο διάκοσμος απαρτίζεται κατά κύριο λόγο από παραστάσεις<br />

ολόσωμων Αγίων ή σκηνών του Βίου τους και περιορισμένο<br />

αριθμό παραστάσεων του Χριστολογικού κύκλου. Ξεχωρίζει ανάμεσά<br />

τους η παράσταση του ασπασμού των Αποστόλων Πέτρου και<br />

Παύλου στο βόρειο άκρο του δυτικού τοίχου. Η εντυπωσιακή ομοιότητα<br />

της σύνθεσης με τη γνωστή εικόνα του Αγγέλου οδηγεί αναπόφευκτα<br />

στη συσχέτισή της με τη δράση ή την επιρροή που άσκησε<br />

ο τελευταίος στη Μονή, ενώ ο συμβολισμός της παράστασης καταδεικνύει<br />

μια ουσιώδη μεταστροφή των αντιλήψεων υπέρ της ειρηνικής<br />

συνύπαρξης των δύο δογμάτων. Δεν φαίνεται ωστόσο να<br />

στηρίζεται χρονολογικά η θεωρία που πρόσφατα διατύπωσε η U.<br />

Ritzerfeld, σύμφωνα με την οποία η τοιχογράφηση του νάρθηκα<br />

του καθολικού έγινε με πρωτοβουλία του λογίου και ευγενή Lauro<br />

Querini, μετά την επιστροφή του στην Κρήτη από τη Φλωρεντία,<br />

στο διάστημα μεταξύ του 1452 και του 1475/9, και το δογματικό<br />

της περιεχόμενο στόχο είχε να προπαγανδίσει την εφαρμογή των<br />

αποφάσεων της Συνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας που πρέσβευε ο<br />

Βησσαρίωνας 81 . Αντίθετα είναι ξεκάθαρο ότι ο νάρθηκας του Βαλσαμονέρου<br />

κατασκευάστηκε ως ταφικό παρεκκλήσιο προορισμένο<br />

να φιλοξενήσει έναν σπουδαίο μοναχό, προφανώς τον ηγούμενο<br />

της μονής Ιωνά Παλαμά, και τοιχογραφήθηκε από ένα εξίσου σπουδαίο<br />

ζωγράφο που θα μας εξέπληττε αν ήταν άλλος από τον προσωπικό<br />

του φίλο Άγγελο Ακοτάντο. Η τεχνοτροπία της ζωγραφικής<br />

συμβαδίζει με μία χρονολόγηση στην πέμπτη δεκαετία του 15ου<br />

αιώνα και επομένως τοποθετείται πριν από το θάνατο του Ακοτάντου<br />

το 1450 και την επιστροφή του Querini στην Κρήτη το 1452.<br />

81<br />

Ritzerfeld, Bildpropaganda, σ. 400-406.


ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />

ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />

327<br />

Η ιστορία της μονής Βαλσαμονέρου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη<br />

με την ιστορία της Κρήτης στην περίοδο της Βενετοκρατίας. Κατά<br />

ένα θαυμάσιο τρόπο, όχι μόνο ο τοιχογραφικός διάκοσμος αλλά<br />

και η αρχιτεκτονική εξέλιξη του καθολικού αντανακλούν γλαφυρά<br />

τα γεγονότα της ιδιαίτερης εποχής που τα δημιούργησε, και επιβεβαιώνουν<br />

την ξεχωριστή αξία που έχει λάβει ως μνημείο στο πέρασμα<br />

των αιώνων.


Η επιγραφή με το επίγραμμα.


Μανόλης Σ. Πατεδάκης<br />

Τμήμα Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης<br />

Μία επιγραφή<br />

με ηγεμονική διάσταση:<br />

Eπίγραμμα<br />

του Θεοδώρου Προδρόμου<br />

στο Βίβλος γενέσεως<br />

(ευαγγ. Ματθαίου 1.1)<br />

από την Παναγία<br />

στον Μέρωνα *<br />

Μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί λιγοστά παραδείγματα με βυζαντινά<br />

επιγράμματα σε τοιχογραφημένους ναούς της Κρήτης από<br />

την περίοδο της βενετοκρατίας (13ος-15ος αι.). Αυτό έχει γίνει στο<br />

πλαίσιο της δημοσίευσης των αντίστοιχων μνημείων ή σε μελέτες<br />

για την εικονογραφία, και λιγότερο σε αυτό της έκδοσης και της παρουσίασης<br />

του κειμένου τους 1 . Από την άλλη τα τελευταία χρόνια<br />

* Ο αείμνηστος Μανόλης Μπορμπουδάκης είχε το χάρισμα να ξεχωρίζει<br />

τα σημαντικά. Τον γνώρισα καλύτερα στα τελευταία χρόνια της ζωής του,<br />

είτε όταν πηγαίναμε στο Βαλσαμόνερο για να διαβάσουμε τα κείμενα στα<br />

ειλητάρια, και αυθόρμητα-χωρίς δισταγμό σημείωνε με κιμωλία πάνω<br />

στους μοναστές αγίους -για να αντιστοιχήσει πιο εύκολα, αργότερα, τις<br />

φωτογραφίες με τις μορφές-, είτε όταν με τον Δημήτρη Καλομοιράκη τον<br />

επισκεπτόμαστε στο σπίτι του. Ήξερε με σιγουριά ποια μνημεία στην<br />

Κρήτη ξεχώριζε και είχε αγαπήσει ιδιαίτερα, κάποια από τα οποία ανέδειξε<br />

ο ίδιος, ανάμεσά τους την Παναγία στην Κριτσά, τον άγιο Φανούριο στο<br />

Βαλσαμόνερο, την Παναγία στον Μέρωνα, τον άγιο Νικόλαο στα Κυριακοσέλια,<br />

για να αναφερθούν μόνο μερικά.<br />

1<br />

Βλ. ενδεικτικά Ι. Η. Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός<br />

ναός του αγίου Γεωργίου Ξιφηφόρου, Πεπραγμένα του Δ΄ Διεθνοῦς Κρητολογικοῦ<br />

Συνεδρίου, τ. Β ́, Αθήνα 1981, σ. 25, πιν. 18 και Χ. Κωνσταντινίδη,<br />

Ο Μελισμός. Οι συλλειτουργούντες ιεράρχες και οι άγγελοι-διάκονοι μπροστά


330 ΜΑΝΟΛΗΣ Σ. ΠΑΤΕΔΑΚΗΣ<br />

σημαντικές μελέτες έχουν έρθει στο φως με τη συστηματική συ -<br />

γκέντρωση και δημοσίευση δεκάδων επιγραμμάτων, κυρίως από<br />

τη μέση και την ύστερη βυζαντινή περίοδο, τα οποία συνόδευαν<br />

έργα τέχνης σε τοιχογραφημένα σύνολα, φορητές εικόνες, αντικείμενα<br />

μικροτεχνίας ή αποτελούσαν ανάγλυφες επιγραφές 2 . Σε ό,τι<br />

αφορά την ύπαρξη και τον εντοπισμό βυζαντινών επιγραμμάτων σε<br />

τοιχογραφημένα σύνολα από ναούς της Κρήτης, τα πολυάριθμα μεμονωμένα<br />

αδημοσίευτα παραδείγματα που έχουμε εντοπίσει μέχρι<br />

σήμερα, καταρχήν επιβεβαιώνουν το φαινόμενο της χρήσης τους<br />

ως επιγραφές στο νησί, όπως και στις επαρχίες του ύστερου Βυζαντίου.<br />

Ταυτόχρονα αποτελούν ένα σημαντικό σύνολο που αξίζει να<br />

μελετηθεί και να ερμηνευθεί, παρόλο που η Κρήτη τότε δεν ανήκε<br />

οργανικά στα εδάφη της αυτοκρατορίας 3 .<br />

στην Αγία Τράπεζα με τα τίμια δώρα ή τον ευχαριστιακό Χριστό, Θεσσαλονίκη<br />

2008, σ. 179 αρ. 26, σ. 184 αρ. 49, σ. 209 αρ. 170.<br />

2<br />

Στις εν λόγω μελέτες έχουν καταγραφεί έξι (6) παραδείγματα από τη Κρήτη<br />

στον 1ο τόμο, A. Rhoby, Byzantinische Epigramme in inschriftlicher Uberlieferung.<br />

Βand. 1. Βyzantinische Epigramme auf Fresken und Mosaiken, Wien<br />

2009, σ. 154-157. Σε παλιότερη μελέτη μας, που αφορά τη δημοσίευση<br />

τεσσάρων (4) ακόμη, έχει γίνει συζήτηση εισαγωγικά για τη λειτουργία<br />

του βυζαντινού επιγράμματος ως ποιητικού κειμένου που συνοδεύει εικαστικές<br />

παραστάσεις, στο πλαίσιο αφήγησης εορτολογικών κύκλων ή μεμονωμένων<br />

απεικονίσεων. Βλ. Μ. Πατεδάκης, Άγνωστο επίγραμμα στο<br />

ναό της Παναγίας στον Άγιο Ιωάννη Μυλοποτάμου, στο I. Bάσσης-Στ. Κακλαμάνης-Μαρίνα<br />

Λουκάκη (επιμ.), Παιδεία και πολιτισμός στην Κρήτη.<br />

Βυζάντιο-Βενετοκρατία. Αφιέρωμα στον Θεοχάρη Δετοράκη, Ηράκλειο 2008,<br />

σ. 62-64 και Κ. Γιαπιτσόγλου, Ο ναός της Παναγίας στον Άγιο Ιωάννη Μυλοποτάμου,<br />

Ρέθυμνο 2011. Για τη δημοσίευση της παραπάνω ομάδας επιγραμμάτων<br />

βλ. τα addenda του 2ου τόμου W. Hörandner, A. Rhoby, A,<br />

Paul, Byzantinische Epigramme in inschriftlicher Uberlieferung. Βand. 2. Byzantinische<br />

Epigramme auf Ikonen und Objekten der Kleinkunst, Wien 2010,<br />

σ. 393-396, όπου καταγράφονται τρεις (3) επιπλέον περιπτώσεις από την<br />

Κρήτη. Επίσης στα addenda του πολύ πρόσφατα εκδεδομένου 3ου τόμου<br />

της ίδιας σειράς, έχουν προστεθεί άλλα δύο (2) από τον Άγιο Φανούριο<br />

στο Βαλσαμόνερο: A. Rhoby, Byzantinische Epigramme in inschriftlicher<br />

Überlieferung. Band 3, Τeil II. Byzantinische Epigramme auf Stein nebst Addenda<br />

zu den Bänden 1 und 2, Wien 2014, σ. 785-787. Θα ήταν παράλειψη<br />

να μην τονιστεί η συμβολή του εγχειριδίου I. Vassis, Initia Carminum Byzantinorum,<br />

Berlin-New York 2005, στην προώθηση της έρευνας. Βλ. και<br />

I. Vassis, Initia Carminum Byzantinorum: Supplementum I, Παρεκβολαί 1<br />

(2011), σ. 187-285.<br />

3<br />

Ο Στ. Αλεξίου αρκετά χρόνια πριν είχε παρατηρήσει για την Κρήτη την<br />

εξασθένηση του βυζαντινού, σε ιαμβικό τρίμετρο στίχο, επιγράμματος και


ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΒΙΒΛΟΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ<br />

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΜΕΡΩΝΑ<br />

331<br />

Από την παραπάνω ευρεία σε αριθμό κατηγορία αδημοσίευτων<br />

βυζαντινών επιγραμμάτων σε ναούς στην ύπαιθρο του νησιού, ξεχωρίζουμε<br />

και αφιερώνουμε, ως προσφορά στη μνήμη του Μανόλη<br />

Μπορμπουδάκη, τη μελέτη ενός ιδιαίτερου παραδείγματος, από ένα<br />

μνημείο το οποίο ο ίδιος είχε αναστηλώσει και αναδείξει. Το επίγραμμα<br />

βρίσκεται στην Παναγία στον Μέρωνα Αμαρίου, μία τρίκλιτη<br />

καμαροσκέπαστη βασιλική, με τοιχογραφημένα τα δύο κλίτη, το<br />

παλαιότερο βόρειο του Αγίου Γεωργίου και το λίγο νεότερο, κεντρικό<br />

κλίτος της Παναγίας -το τρίτο είναι αφιερωμένο στους αποστόλους<br />

Πέτρο και Παύλο-· ο διάκοσμός τους που χρονολογείται ανάμεσα<br />

στα μέσα του 14ου και τις αρχές του 15ου αι., διατηρείται μέχρι<br />

σήμερα 4 .<br />

την τάση προς αρχαιοπρεπέστερα μέτρα, μόνον αργότερα, κατά τον 16ο<br />

και 17ο αι. Βλ. Στ. Αλεξίου, Η κρητική λογοτεχνία και η εποχή της, Κρ. Χρ.<br />

8 (1954), σ. 88. Μέχρι τότε, σε όλη την περίοδο της βενετοκρατίας μετά<br />

τον 13ο αι., φαίνεται ότι κυριαρχούσε η χρήση του βυζαντινού ιαμβικού<br />

δωδεκασύλλαβου στις επιγραφές με επιγράμματα σε τοιχογραφημένους<br />

ναούς, όπως πράγματι μπορεί να καταδειχθεί μέσα από τουλάχιστον σαράντα<br />

(40) παραδείγματα που έχουν εντοπιστεί μέχρι τώρα και η δημοσίευση<br />

των οποίων ετοιμάζεται από τον γράφοντα.<br />

4<br />

Για την ιστορία-χρονολόγηση, την αρχιτεκτονική και τις τοιχογραφίες του<br />

μνημείου βλ. τις εξής μελέτες: Μ. Μπορμπουδάκης, Οι τοιχογραφίες της<br />

Παναγίας του Μέρωνα και μία συγκεκριμένη τάση της κρητικής ζωγραφικής,<br />

Πεπραγμένα Ε ́ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Άγιος Νικόλαος,<br />

1981), Ηράκλειο 1986, σ. 396-412· Μ. Βorboudakis-Κl. Gallas-Kl. Wessel,<br />

Byzantinische Kreta, München 1983, σ. 280· Μ. Βissinger, Kreta: byzantinische<br />

Wandmalerei, München 1995, σ. 199-200· Μαρία Μπορμπουδάκη,<br />

Νέες παρατηρήσεις στη ζωγραφική της Παναγίας του Μέρωνα, στο 11ο<br />

Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο. Ρέθυμνο, 21-27 Οκτωβρίου 2011 (Πρόγραμμαπεριλήψεις),<br />

Ρέθυμνο 2011, σ. 330-331· Ι. Spatharakis-T. van Essenberg,<br />

Byzantine Wall Paintings of Crete. v. ΙΙΙ: Αmari Province, London 2012, σ.<br />

119-177, πιν. 346-414· Μ. Ανδριανάκης-Κ. Γιαπιτσόγλου, Χριστιανικά<br />

μνημεία της Κρήτης, Ηράκλειο 2011, σ. 307. Την πρώτη πειστική προσπάθεια<br />

χρονολόγησης του διακόσμου, με όρια ανάμεσα στα 1339/41<br />

και 1381/82, σχετίζοντας τον ναό με την ευρύτερη παρουσία της οικογένειας<br />

των Καλλεργών στη δυτική Κρήτη, έκανε ο Μανόλης Μπορμπουδάκης<br />

στην παραπάνω μελέτη του (ό.π., σ. 410). Συναφή χρονολόγηση,<br />

μετά τα μέσα του 14ου αι. και γύρω στα 1380, δίνει η Μαρία Μπορμπουδάκη,<br />

τόσο στο Μπορμπουδάκη, Νέες παρατηρήσεις, όσο και στις δύο<br />

πρόσφατες μελέτες της, Μ. Βorboudakis, The Church of the Virgin of<br />

Meronas and the Kallergis Family, Cahiers archéologiques 55 (2013-<br />

2014), σ. 105-118 και Μ. Μπορμπουδάκη, Η τοιχογραφική διακόσμηση<br />

του ναού της Παναγίας στο χωριό Μέρωνας Αμαρίου. Νέα στοιχεία, στο<br />

Β. Κατσαρός-Α. Τούρτα (επιμ.), Αφιέρωμα στον Ακαδημαϊκό Παναγιώτη Λ.


332 ΜΑΝΟΛΗΣ Σ. ΠΑΤΕΔΑΚΗΣ<br />

Ο οικισμός Μέρωνας, στην περιοχή της πρώην επαρχίας Αμαρίου,<br />

ανήκε κατά τα μεσαιωνικά χρόνια (δεύτερη βυζαντινή περίοδο<br />

και πρώτους αιώνες της βενετοκρατίας) στη διοικητική διαίρεση<br />

της τούρμας Απάνω Συβρίτου 5 . Η περιοχή της Συβρίτου (Απά -<br />

νω/Πάνω και Κάτω), Apano/Pano και Cato Sivrito, στα νεότερα<br />

χρόνια οι πρώην επαρχίες Αμαρίου και Αγίου Βασιλείου-, έχοντας<br />

αναλάβει ενεργό ρόλο κατά τις μεγάλες επαναστάσεις εναντίον των<br />

Βενετών, τον 13ο και τον 14ο αι., και μετά τις συνθήκες που ακολούθησαν,<br />

κατά τους επόμενους αιώνες, παρέμεινε υπό τον έλεγχο<br />

της σημαίνουσας για την εποχή οικογένειας των Καλλεργών. Η περιοχή<br />

αποτέλεσε σταδιακά όχι μόνο κεκτημένο φέουδο αλλά τον<br />

πιο σημαντικό γεωγραφικά χώρο επιρροής τους, όπως θα σημειωθεί<br />

παρακάτω. 6 Η διοίκηση της Συβρίτου, όπως και σε άλλες περιοχές,<br />

νομιμοποιούνταν σχεδόν με «μυθικό» τρόπο, ως δικαίωμα που<br />

απέρρεε από τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο της Κρήτης και την καταγωγή<br />

των Καλλεργών από την οικογένεια των Φωκάδων, όταν με<br />

βάση το λεγόμε νο χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Αλεξίου Β ́ Κο-<br />

Βοκοτόπουλο, Αθήνα 2015, σ. 125-136 (υπό δημοσίευση). Την ευχαριστώ<br />

για την αποστολή των μελετών πριν τη δημοσίευσή τους. Αξίζει να σημειωθεί<br />

η διαφορετική προτεινόμενη χρονολόγηση, στις αρχές του 15ου<br />

αι., από τους Spatharakis-van Essenberg. Για το ιστορικό της αποκάλυψης<br />

του διακόσμου και της συντήρησής του βλ. Μ. Ι. Τρουλλινός, Η συντήρηση<br />

των τοιχογραφιών της Παναγίας στο Μέρωνα, στο Στ. Ε. Μανουράς<br />

(επιμ.), Η επαρχία Αμαρίου από την αρχαιότητα έως σήμερα. Πρακτικά συνεδρίου:<br />

Δήμοι Κουρητών και Συβρίτου. 27-31 Αυγούστου 2010, Αθήνα 2014,<br />

σ. 341-360.<br />

5<br />

Βλ. τη σχετική συζήτηση στην εισαγωγή των δύο μελετών της Μ. Μπορμπουδάκη<br />

(ό.π.), με βάση το άρθρο, Χ. Γάσπαρης, Η τούρμα Απάνω Συβρίτου<br />

στα μεσαιωνικά χρόνια, στο Μανουράς, Η επαρχία Αμαρίου από<br />

την αρχαιότητα έως σήμερα, σ. 411-429, ιδ. σ. 415. Η ευρύτερη περιοχή<br />

της Συβρίτου επίσης έχει καταγραφεί ιστορικά για τη λεγόμενη επανάσταση<br />

των Δύο Συβρίτων ή αλλιώς των Σκορδίληδων και Μελισσηνών, τις<br />

πρώτες δεκαετίες της βενετοκρατίας (βλ. Θ. Δετοράκης, Ιστορία της Κρήτης,<br />

Αθήνα 1986, σ. 174-176), όπως και για το λεγόμενο Συνοδικό της Συβρίτου,<br />

στο β΄ μισό του 13ου αι. Βλ. V. Laurent, Le Synodicon de Sybrita et<br />

les métropolites de Créte aux Xe-XIIIe siècles, ÉO 32 (1933), σ. 385-<br />

412. Ειδικότερα για το όνομα Μέρωνας και τα σωζόμενα μεσαιωνικά<br />

μνημεία από την περιοχή του βλ. Ν. Πύρρου, Ο ναός του Αγίου Νικολάου<br />

στο Μέρωνα Αμαρίου. Παρατηρήσεις στον τοιχογραφικό διάκοσμο, στο<br />

Μανουράς, Η επαρχία Αμαρίου από την αρχαιότητα έως σήμερα, σ. 237<br />

σημ. 1, σ. 259 σημ. 89.<br />

6<br />

Ιδιαίτερα χρήσιμη εξέταση των ιστορικών συνθηκών που διαμόρφωσαν<br />

την παρουσία των Καλλεργών στη Σύβριτο, για την ερμηνεία της διείσδυ-


ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΒΙΒΛΟΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ<br />

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΜΕΡΩΝΑ<br />

333<br />

μνηνού, για «τα δώδεκα αρχοντόπουλα» που εποίκισαν την Κρήτη<br />

το 1182, η περιοχή είχε αποδοθεί δικαιωματικά στους Φωκάδες 7 .<br />

Για την εν λόγω αφήγηση που εκείνα τα χρόνια μεταφερόταν από<br />

στόμα σε στόμα, γράφει ο Χριστόφορος Μπουοντελμόντι που επισκέπτεται<br />

τον Μέρωνα στα 1415, κοντά στην εποχή ανέγερσης του<br />

ναού της Παναγίας. Όπως αναφέρει, πρώτα ένας ντόπιος καλόγερος<br />

τού μιλά για την εξουσία των Καλλεργών στις ορεινές περιοχές της<br />

Κρήτης (Δίκτη και Λευκά Όρη), ειδικά του κυρίου τους Ματθαίου<br />

Καλλέργη στην κοιλάδα του Αμαρίου, στους πρόποδες της Ίδης·<br />

στη συνέχεια ένα δεύτερο πρόσωπο, κάποιος πρωτόπαπας, κατά<br />

τον περίπατό τους με τον ίδιο τον άρχοντα Ματθαίο Καλλέργη 8 , τονίζει<br />

εμφατικά τη γνησιότητα καταγωγής της εξουσίας του άρχοντά<br />

τους και των υπόλοιπων ρωμαϊκών οικογενειών της Κρήτης από<br />

τον ίδιο τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης 9 . Οι βενετικές<br />

σης της συγκεκριμένης ζωγραφικής τεχνοτροπίας στους ναούς της περιοχής,<br />

«με κεντρικό μνημείο ... την εκκλησία του Μέρωνα», αλλά και στη<br />

Δυτική Κρήτη γενικότερα, με συγκέντρωση των σχετικών μαρτυριών<br />

υπάρχει στο Μπορμπουδάκης, Οι τοιχογραφίες της Παναγίας του Μέρωνα,<br />

σ. 409-412.<br />

7<br />

Βλ. E. Gerland, Histoire de la noblesse crétoise au Moyen Âge, Paris 1907, σ.<br />

103-104· παραθέτουμε μία μεταγενέστερη παραλλαγή του ίδιου κειμένου,<br />

σε μεταγραφή από το άρθρο, Α. Ν. Τσουρδαλάκης, Ένα νέο χειρόγραφο<br />

για τα δώδεκα αρχοντόπουλα της Κρήτης, Κρητολογικά γράμματα 11 (1995),<br />

σ. 301: Τῶν Φωκάδων. Ἔχοντες ἐν πρώτοις οἱ ἄρχοντες Φωκάδες εἰς τὰ μέρη τοῦ<br />

Χανδάκου καὶ Ρυθύμνης, τὰ Σταυρωτὰ Βουνὰ μὲ τὰ Βασιλικὰ καὶ τ’ Ἀξικὰ<br />

Ἀνώγεα, καὶ τὰς Λιβάδας σὺν τοῖς περιχωρίοις αὐτῶν, ἓως τὸν Μέγαν Ποταμόν,<br />

ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης ἀπὸ τὸ νότιον μέρος νὰ ὑπάγῃ ἓως τὸ<br />

ἄλλο χεῖλος τῆς θαλάσσης εἰς τὰ βορινὰ μέρη, εἰς τοὺ Μύλου τὸ Ποτάμι νὰ<br />

γυρίσῃ νὰ ἒλθῃ ἓως εἰς τὰ ὀρινά, ἓως τοὺς κάμπους τῶν Ἀσκυφίων ὅπου εἶναι τὰ<br />

σύνορα τῶν Σκορδίληδων. Σχετικά με την καταγωγή της οικογένειας των<br />

Καλλεργών βλ. και Γ. Κ. Παπάζογλου, «Ὃς τὸν τοῦ μαρτυρίου δέχεται στέφανον»:<br />

Ὁ Αλέξιος Καλλέργης καὶ μία ἄγνωστη διήγηση τῶν κρητικῶν<br />

ἐπαναστάσεων του 1365/67, Θησαυρίσματα 36 (2006), σ. 18-20 σημ. 18.<br />

8<br />

Διορθωτικές παρατηρήσεις για τη μετάφραση του χωρίου (από την Μ.<br />

Αποσκίτη-βλ. επόμενη σημ.) έχουν διατυπωθεί από τον Στ. Αλεξίου, Αρχαιολογικά<br />

και ιστορικά στοιχεία στην «Περιγραφή της Κρήτης του Βuo -<br />

ndelmonti, στο Φίλια έπη εις Γ. Ε. Μυλωνάν, Αθήνα 1989, σ. 346-347,<br />

όπου διευκρινίζεται ότι ο αρχικός καλόγηρος δεν οδήγησε τον Μπουοντελμόντι<br />

στον ηγούμενό του, αλλά στον αφέντη του Ματθαίο Καλλέργη,<br />

ενώ ούτε ο δεύτερος ντόπιος κληρικός ήταν ηγούμενος του μοναχού,<br />

αλλά πρωτόπαπας, πιθανόν επίσκοπος, επικεφαλής του ορθόδοξου κλήρου<br />

της περιοχής.<br />

9<br />

Bλ. το σχετικό χωρίο στο Ένας γύρος της Κρήτης στα 1415: περιγραφή της


334 ΜΑΝΟΛΗΣ Σ. ΠΑΤΕΔΑΚΗΣ<br />

αρχές, μετά τα αλλεπάλληλα επαναστατικά κινήματα, ουσιαστικά<br />

τότε είχαν πλέον αναγνωρίσει την εξουσία της ισχυρότερης οικογένειας<br />

των ντόπιων ευγενών σε συγκεκριμένες περιοχές του νησιού,<br />

με βάση και το προϋπάρχον βυζαντινό δίκαιο.<br />

Ανεξάρτητα αν στην πραγματικότητα το χρυσόβουλλο για τα<br />

δώδεκα αρχοντόπουλα ήταν αυθεντικό ή όχι, το περιεχόμενό του,<br />

όσον αφορά τους Καλλέργηδες, φαίνεται ότι είχε αναβιώσει και<br />

τεθεί σε ισχύ σε μεγάλο βαθμό, τόσο μετά τη συνθήκη του Αλεξίου<br />

Καλλέργη του παλαιού, το 1299, όσο και το 1381, όταν αποδίδεται<br />

στον Γεώργιο Καλλέργη, γιο του Αλεξίου του νεότερου (εγγονού του<br />

Αλεξίου του παλαιού), ο τίτλος της βενετικής ευγένειας 10 . Στην περιοχή<br />

της Απάνω Συβρίτου και τον Μέρωνα από πολλές διαφορετικές<br />

πηγές μαρτυρείται η παρουσία των απογόνων του πρώτου<br />

Αλεξίου Καλλέργη, από τον γιο του Γεώργιο μέχρι τον εγγονό του<br />

Αλέξιο και τον δισέγγονό του Ματθαίο, πρωτότοκο γιο του Αλεξίου,<br />

o οποίος φαίνεται ότι υπήρξε ο κληρονόμος του στην περιοχή στα<br />

νήσου Κρήτης. Χριστόφορου Μπουοντελμόντι, μτφ. και εισ. Μ. Αποσκίτη,<br />

πρόλ. Στ. Αλεξίου, Ηράκλειο 1983, σ. 78: «Ἀφοῦ ὁ Κὺρ-Φωκᾶς ἀνέκτησε<br />

τὴ νήσο γιὰ λογαριασμὸ τοῦ αὐτοκράτορά μας, ἦρθε ὁ γιὸς τοῦ αὐτοκράτορα<br />

στὸ νησὶ μὲ δώδεκα ἀπὸ τοὺς πιὸ σπουδαίους Ρωμαίους ἄρχοντες<br />

τῆς Πόλης, γιὰ νὰ ἐξουσιάσουν τὸ νησί. Παραχώρησε σ’ ὅλους αὐτοὺς<br />

τοὺς ἀφέντες ἐξουσία καὶ γαῖες. Ἔπειτα, ἀφοὺ πέρασε ἕνα ἀρκετὰ μακρὺ<br />

διάστημα, ἐξαντλημένοι ἀπὸ συνεχεῖς πολέμους, συγκεντρώθηκαν σ’ αὐτὰ<br />

ἐδὼ τὰ βουνά. Αὐτοὶ οἱ σημερινοὶ φέρουν ἀκόμη τὰ οἰκόσημα καὶ τὰ<br />

ὀνόματα τῶν παλιῶν ρωμαϊκῶν οἰκογενειῶν. ...» Για τον λεγόμενο μύθο<br />

των δώδεκα αρχοντόπουλων και την ερμηνεία του υπάρχουν πολλές αναφορές<br />

στη βιβλιογραφία. Βλ. ενδεικτικά Fr. Luzzati Laganà, La funzione<br />

politica della memoria di Bisanzio nella Descriptio Gretae (1417-1422)<br />

di Cristoforo Buondelmonti, Bullettino dell’Istituto storico italiano per il<br />

medio evo 94 (1988), σ. 404, 413-414, 419-420· Ch. A. Μaltezou, Βyzantine<br />

Consvetudines in Venetian Crete, DOP 49 (1995), σ. 278-279·<br />

S. Mckee, Uncommon Dominion. Venetian Crete and the Myth of Ethnic<br />

Purity, Philadelphia 2000, σ. 74-75· Χ. Μαλτέζου, Το ιστορικό και κοινωνικό<br />

πλαίσιο, στο D. Holton (επιμ), Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη<br />

της Αναγέννησης, Ηράκλειο 2002, σ. 26.<br />

10<br />

Βλ. Παπάζογλου, «Ὃς τὸν τοῦ μαρτυρίου δέχεται στέφανον», σ. 22 σημ.<br />

23. Ενώ το γεγονός επισημαίνεται με βεβαιότητα από την υπάρχουσα βιβλιογραφία,<br />

δεν είναι σαφές το ιστορικό για την παραχώρηση της βενετικής<br />

ευγένειας στην οικογένεια των Καλλεργών στα 1381: Ν. Μ. Παναγιωτάκης,<br />

Ἔρευναι ἐν Βενετίᾳ, Θησαυρίσματα 5 (1968), σ. 46· Χ. Μαλτέζου, Η Κρήτη<br />

κατά τη Βενετοκρατία, στο Ν. Μ. Παναγιωτάκης (επιμ.), Κρήτη: Ιστορία και<br />

πολιτισμός, τ. Β΄, Ηράκλειο 1988, σ. 125· Mckee, Uncommon Dominion, σ.<br />

130· Χ. Μαλτέζου, Το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, σ. 30.


ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΒΙΒΛΟΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ<br />

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΜΕΡΩΝΑ<br />

335<br />

1375, την περίοδο που μας αφορά, στα τέλη του 14ου και τις αρχές<br />

του 15ου αι. Η παρουσία του Ματθαίου Καλλέργη μαρτυρείται σίγουρα<br />

μέχρι τα 1388, όταν ο ίδιος δημοσίευσε τη διαθήκη του 11 .<br />

Για τον ναό της Παναγίας στον Μέρωνα με βάση τη μεταγραφή<br />

της πολύ αποσπασματικά σωζόμενης κτητορικής επιγραφής, που<br />

επιχειρήσαμε για τη δημοσίευση της Μαρίας Μπορμπουδάκη, προ-<br />

11<br />

Βλ. Γάσπαρης, Η τούρμα Απάνω Συβρίτου, σ. 427-428. Για έγγραφα σχετικά<br />

με τον Ματθαίο Καλλέργη και το γενεαλογικό δένδρο αυτού του κλάδου<br />

της οικογένειας βλ. Mckee, Uncommon Dominion, σ. 78-80 και Βorboudakis,<br />

The Church of the Virgin of Meronas, σ. 114 σημ. 64-69. Τα<br />

ανάγλυφα ή γραπτά οικόσημά τους σε πολλά μνημεία της ευρύτερης περιοχής<br />

επιβεβαιώνουν την επιρροή τους στην κοιλάδα του Αμαρίου. Βλ.<br />

Εμμ. Καλλέργης, Οικόσημα και τοπωνύμια των Καλλεργών στην Κρήτη,<br />

Νέα Χριστιανική Κρήτη 11-14 (1995) = Πεπραγμένα του Z΄ Διεθνούς Κρητολογικού<br />

Συνεδρίου, Β1, Τμήμα Βυζαντινών και Μέσων Χρόνων, 6-7 (1994-<br />

1995), σ. 307-311. Για τα ανάγλυφα οικόσημα στο εξωτερικό του ναού<br />

στον Μέρωνα, βλ. G. Gerola, Monumenti Veneti nell’ isola di Creta, τ. 4,<br />

Βενετία 1932-40, σ. 251-252. Για τις εκκλησίες που συνδέονται με τις<br />

οικογένειες των Καλλεργών με βάση το οικόσημο, βλ. επίσης Μπορμπουδάκης,<br />

Οι τοιχογραφίες της Παναγίας του Μέρωνα, ό.π., σ. 410· M.<br />

Georgopoulou, Vernacular Architecture in Venetian Crete: Urban and<br />

Rural Practices, στο H. E. Grossman-Alicia Walker (επιμ.), Mechanisms<br />

of Exchange: Transmission in Medieval Art and Architecture of the Mediterranean,<br />

ca. 1000-1500, Leiden 2013, σ. 469-471, και Εμμ. Σ. Καλλέργης,<br />

Εισαγωγή στην ιστορία των Καλλεργών, Ρέθυμνο 2007, σ. 22-39. Αξίζει να<br />

αναφερθεί, ως άλλη μία μαρτυρία για την παρουσία της οικογένειας στην<br />

περιοχή, το χειρόγραφο περγαμηνό ευαγγέλιο του 12ου αι., που ανήκε<br />

κάποια περίοδο στον ναό της Παναγίας στον Μέρωνα με βάση ένα από τα<br />

αχρονολόγητα βιβλιογραφικά του σημειώματα (φ. 189r). Bλ. Σ. Καδάς,<br />

Το εικονογραφημένο χειρόγραφο αρ. 2 της Μονής Αγίου Παντελεήμονος (Άγιον<br />

Όρος): Συμβολή στη μελέτη των βυζαντινών Ευαγγελίων, Θεσσαλονίκη 2001,<br />

σ. 43. Μόνη ένδειξη χρονολόγησης, ο παπά Κωνσταντίνος Μοσχιώτης<br />

(ό.π., σ. 46 σημ. 78) του οποίου η χήρα μαρτυρείται σε έγγραφο του<br />

1613 στον Μέρωνα και στον οποίο έστειλε το χειρόγραφο ο αντονηος καληεργίς-αντ(ώ)νιος<br />

ο καλιέργις με βάση τα βιβλιογραφικά σημειώματα. Εκεί<br />

η αναφορά δύο ονομάτων, Αλέξιος και Αντώνιος Καλλέργης, συνδέει τον<br />

κώδικα με την οικογένεια των Καλλεργών· ωστόσο η εντελώς ανορθόγραφη<br />

μορφή τους μας παραπέμπει, το πιθανότερο, σε λιγότερο επιφανή<br />

μέλη της, παρά στον γνωστό λόγιο Αντώνιο Καλλέργη του 16ου αι., όπως<br />

υποθέτει ο Καδάς (ό.π., σ. 45-46, 268-269). Δεν αποκλείεται και το κατά<br />

πολύ νεότερο χειρόγραφο λαϊκής ιατρικής, με βυζαντινές εντούτοις καταβολές,<br />

επίσης από το χωριό του Μέρωνα, να σχετίζεται με την κίνηση βιβλίων<br />

κατά την εν λόγω περίοδο (βλ. P. A. Clark, A Cretan Ηealer’s Ηandbook<br />

in the Byzantine tradition. Τext, Τranslation and Commentary,<br />

Farnham-Burlington 2011).


336 ΜΑΝΟΛΗΣ Σ. ΠΑΤΕΔΑΚΗΣ<br />

Εικ. 1.<br />

Η ΒΔ πλευρά της καμάρας<br />

στο κεντρικό κλίτος,<br />

όπου από αριστερά,<br />

στα τρίγωνα των τόξων,<br />

εικονίζονται κατά σειρά<br />

ο ευαγγελιστής Λουκάς,<br />

το οικόσημο των Καλλεργών,<br />

οι ευαγγελιστές Ματθαίος,<br />

Μάρκος και Ιωάννης.<br />

Στο μέτωπο του πεσσού<br />

κάτω από τους Ματθαίο<br />

και Μάρκο<br />

διακρίνεται το επίγραμμα,<br />

ως γραπτή επιγραφή.<br />

στίθενται ελάχιστα νέα διαφωτιστικά στοιχεία 12 : καταρχήν βεβαιώνονται<br />

τα ονόματα της αφιέρωσης των δύο κλιτών του ναού στην<br />

Παναγία-«αειπάρθενο Μαρία» και τον άγιο Γεώργιο, στον δεύτερο<br />

και τον τρίτο στίχο, ενώ από τα αμέσως επόμενα σωζόμενα γράμματα<br />

χορηγοί του ναού φαίνεται να είναι κάποιος ευγενέστατος -ή άλλο τιμητικό<br />

επίθετο σε υπερθετικό βαθμό- άρχοντας και η συμβία του,<br />

όπως μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε ανάλογες εκφράσεις από<br />

άλλες πηγές που σχετίζονται με τους Καλλέργηδες 13 . Οι βασικοί μελετητές<br />

του μνημείου πιθανολογούν ότι ο άρχοντας κτήτορας της επι-<br />

12<br />

Βλ. τη μεταγραφή στο Βorboudakis, The Church of the Virgin of Meronas,<br />

ό.π., σ. 114 σημ. 68: ... . Ν . . . | ... HΠΑΡΘΕΝ(ΟΥ) [ΜΑΡΙΑC] ... | ...<br />

(ΓΕΩΡ)Γι(ΟΥ)· ΔΙΑ CI[N] ... | ... . ΄AΤ(ΟΥ) ΑΡΧ[ΟΝΤΟC] ... | ... C<br />

CIMBI(OY) | ... B | ...<br />

13<br />

Συγκριτικά παρατίθεται φράση από κτητορική επιγραφή του έτους 1516<br />

στην ίδια περιοχή, του ναού της Παναγίας στην Αγία Παρασκευή Αμαρίου:<br />

«...ἐπὶ τῇ ἐπαρχίᾳ τοῦ εὐγενεστάτου καὶ τρισεντιμωτάτου αὐθεντὸς κυροῦ<br />

Γεωργίου Καλιέργι. ...» Βλ. σχετικά Gerola, Monumenti Veneti, σ. 500·<br />

Spatharakis-van Essenberg, Byzantine Wall Paintings of Crete. v. ΙΙΙ: Αmari<br />

Province, σ. 12-13. Μέλη της οικογένειας των Καλλεργών αναφέρονται<br />

ως αὐθέντες-ἀφέντες και σε άλλη μία, παλαιότερη, κτητορική επιγραφή του<br />

1315, στη Μονή Σελίνου (βλ. Gerola, Monumenti Veneti, σ. 470), όπως


ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΒΙΒΛΟΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ<br />

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΜΕΡΩΝΑ<br />

337<br />

γραφής ήταν ο Ματθαίος Καλλέργης, δισέγγονος του Αλεξίου του<br />

παλαιού και γιος του Αλεξίου του νεότερου, και κτητόρισσα η συμβία<br />

του, η δεύτερη γυναίκα του από την οικογένεια Corner 14 .<br />

Ανάμεσα στο κεντρικό και το βόρειο κλίτος του ναού (εικ. 1),<br />

στο νότιο μέτωπο του βορειοδυτικού πεσσού (από τη μεριά του<br />

κεντρικού κλίτους) και κάτω από τις μορφές των ευαγγελιστών<br />

Μάρκου (δεξιά) και Ματθαίου (αριστερά), οι οποίες καλύπτουν το<br />

ανώτερο τμήμα του πεσσού και τα αντίστοιχα μισά των δύο τόξων,<br />

υπάρχει δυσανάγνωστη επιγραφή που δεν έχει τύχει ιδιαίτερης<br />

μνείας μέχρι σήμερα από τους μελετητές 15 . Μετά από επιστάμενη<br />

προσπάθεια ανάγνωσης και μεταγραφής των γραμμάτων που διακρίνονται,<br />

καταλήξαμε στο παρακάτω κείμενο (εικ. 2):<br />

Εικ. 2.<br />

Το επίγραμμα<br />

του Θεοδώρου Προδρόμου<br />

«εἰς τὸ Βίβλος γενέσεως»,<br />

στη νότια πλευρά του<br />

πεσσού.<br />

και σε χειρόγραφο από την Κρήτη, του έτους 1313. Βλ. Γεννάδιος Αραμπατζόγλου<br />

Μητροπολίτης Ηλιουπόλεως, Μία ἐνθύμησις ἑνὸς χειρογράφου,<br />

φυλασσομένου εἰς τὴν γυναικείαν μονὴν Ζωοδόχου Πηγῆς Πάτμου,<br />

Ορθοδοξία 30.Β (1955), σ. 173.<br />

14<br />

Μπορμπουδάκη, Νέες παρατηρήσεις, σ. 331· Βorboudakis, The Church<br />

of the Virgin of Meronas, σ. 114· Spatharakis-van Essenberg, Byzantine<br />

Wall Paintings of Crete. v. ΙΙΙ: Αmari Province, σ. 171-172.<br />

15<br />

Για την ακριβή θέση της επιγραφής στον τοιχογραφικό διάκοσμο και τη


338 ΜΑΝΟΛΗΣ Σ. ΠΑΤΕΔΑΚΗΣ<br />

ΕΙC TO BΊΒΛ(ος) ΓΕΝΕ΄ΣΕΟC:· |<br />

. . . ΤΕΛΩΝΗN Κ΄ ΒΛΕ΄ΠΕ. . . . . |<br />

AΒΡΑ(α)Μ Y(I)ON T(ὸν) ΛΟ (. . .) ΔΕΙ΄ΚΝ . . K΄ ΠΕ |<br />

ΔΑ ΔΑ(ΥΙ)Δ τ(ον) ΥΙΟΝ ΔΑ(ΥΙ)Δ ΛΕ . . . . . . |<br />

. ΑΡΚΙΚῆ ΠΑΡ(ΟΥ)CIA |<br />

H φράση του τίτλου «εἰς τὸ βίβλος γενέσεως», όπως η μορφή που<br />

υπέρκειται, πράγματι μπορεί να σχετισθεί με την αρχή του ευαγγελίου<br />

του Ματθαίου (1.1-17), όπου απαριθμείται ονομαστικά σε τρεις<br />

ομάδες, των δεκατεσσάρων γενεών η κάθε μία –από τον Αβραάμ<br />

μέχρι τον Δαυίδ, από τον Δαυίδ μέχρι τη μετοικεσία Βαβυλώνος και<br />

από τη μετοικεσία Βαβυλώνος μέχρι τον Ιωσήφ τον Μνήστορα, τον<br />

νόμιμο άνδρα της Μαρίας–, η συνολική γενεαλογία του Ιησού Χριστού<br />

που μέσω του Ιωσήφ κατάγεται από τον Αβραάμ και τον Δαυίδ 16 .<br />

διακρινόμενη φράση BΙΒΛΟC ΓΕΝΕCΕΩC, που παραπέμπει στην αρχή του<br />

Κατά Ματθαίον ευαγγελίου βλ. Spatharakis-van Essenberg, Byzantine Wall<br />

Paintings of Crete. v. ΙΙΙ: Αmari Province, σ. 122-123, αρ. 28 και σ. 133. Ευχαριστώ<br />

ιδιαίτερα τον καθηγητή στο Πανεπισήμιο του Leiden κ. Σπαθαράκη<br />

που πρώτη φορά έθεσε υπόψη μου την ύπαρξη της δυσανάγνωστης και<br />

αταύτιστης επιγραφής.<br />

16<br />

Η σχετική περικοπή διαβάζεται την τελευταία Κυριακή πριν τα Χριστούγεννα·<br />

η προτελευταία Κυριακή είναι αφιερωμένη στους Προπάτορες,<br />

ενώ χωριστά η μνήμη του Ιωσήφ του Μνήστορος εορτάζεται την Κυριακή<br />

αμέσως μετά τα Χριστούγεννα. Η σειρά της γενεαλογίας καθορίζεται από<br />

τους άρρενες απογόνους, και με βάση αυτή την αρχή ο Χριστός καταγόταν<br />

από τον Δαυίδ μέσω του Ιωσήφ, όπως και η Παναγία καταγόταν από τον<br />

Δαυίδ. Η γενεαλογία του Χριστού τόσο μέσω του Ιωσήφ όσο και μέσω<br />

της Παναγίας, από τον Δαυίδ και τους υπόλοιπους προπάτορες, τονίζεται<br />

ιδιαίτερα στην τέχνη και τα κείμενα (βλ. εισαγωγικά στο λήμμα genealogy<br />

of Christ, ODB, τ. 2, σ. 828). Εκτός από την επαναφορά του Δαυίδ, ως<br />

βασιλικού προτύπου, στην αυτοκρατορική ρητορική της πρώιμης Παλαιολόγειας<br />

περιόδου (βλ. D. Angelov, Imperial Ideology and Political Thought<br />

in Byzantium, Cambridge 2007, σ. 86-90, 127-130), ιδιαίτερο ενδιαφέρον<br />

έχει και η ανάλυση της γενεαλογίας του Ιησού σε λίγο μεταγενέστερα κείμενα,<br />

όπως την ομιλία του Γρηγορίου Παλαμά, «Περὶ τῆς κατὰ σάρκα γενεαλογίας<br />

τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς αὐτὸν ἐν παρθενίᾳ τεκούσης<br />

ἀειπαρθένου καὶ Θεοτόκου», για την Κυριακή των Πατέρων, ένα κείμενο<br />

των μέσων περίπου του 14ου αι. Βλ. Π. Κ. Χρήστου (εκδ.), Γρηγορίου τοῦ<br />

Παλαμᾶ ἅπαντα τὰ ἒργα, τ. 11 [ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας 79], Θεσσαλονίκη<br />

1986, ομιλία 57. Σε χαρακτηριστικό απόσπασμα τονίζεται η διπλή<br />

καταγωγή της Παναγίας και του Ιωσήφ από την ίδια φυλή, φύσει και ἐκ<br />

νόμου, δύο πλευρές της καταγωγής στις οποίες εστιάζουν οι ευαγγελιστές<br />

Λουκάς και Ματθαίος, όπως και στον βασιλικό και τον ιερατικό της χαρακτήρα<br />

αντίστοιχα: Ἐντεῦθεν δὲ καὶ διπλῆ τις ἀναφαίνεται ἡ σειρὰ τοῦ μακαρίου<br />

γένους τῆς Θεομήτορος καὶ Ἰωσὴφ τοῦ μνηστῆρος αὐτῆς· ἄμφω γὰρ τῆς


ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΒΙΒΛΟΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ<br />

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΜΕΡΩΝΑ<br />

339<br />

Η απαρίθμηση των γενεών καταγωγής του Ιησού στον ευαγγελιστή<br />

Λουκά (3.23-38), ξεκινά από τον Αδάμ και τον Σήθ, τον Αβραάμ<br />

και τον Δαυίδ, μέχρι τον Ιωσήφ, μέσα από 74 συνολικά γενεές 17 .<br />

Ο τρόπος μάλιστα που εισάγεται η αρχική φράση της επιγραφής,<br />

με την πρόθεση εἰς (τυπική στους τίτλους βυζαντινών επιγραμμάτων) 18 ,<br />

αὐτῆς φυλῆς καὶ πατριᾶς ἦσαν κατὰ τὸν νόμον. ... Καὶ διὰ τοῦτο διαφόρως<br />

παρά τε τοῦ Λουκᾶ καὶ τοῦ Ματθαίου τῶν εὐαγγελιστῶν γενεαλογεῖται κατὰ<br />

σάρκα ὁ Κύριος, τοῦ μὲν τοὺς φύσει, τοῦ δὲ τοὺς ἐκ νόμου προτιθέντος εἰς ἀπαρίθμησιν,<br />

καὶ τοῦ μὲν τῶν ἐκ τοῦ βασιλικοῦ γένους μεμνημένου μόνον, τοῦ δὲ<br />

Λουκᾶ συνεισφέροντος καὶ τοὺς ἐκ τῆς λεϋιτικῆς ἢ τῆς βασιλικῆς φυλῆς καθ’<br />

ἱερατείαν ἢ κῆδος ἀλλήλοις συναφθέντας. (12.5-7, 19-25) Αξίζει να αναφερθεί<br />

η μουσική έκδοση (δύο cd), σε κείμενα του Μάξιμου Λαυριώτη,<br />

Βηθλεέμ ἐτοιμάζου. Προεόρτιοι ὕμνοι Χριστουγέννων. Romeiko ensemble, Αθήνα<br />

2002, όπου παρατίθενται σχετικά παραθέματα και το ιστορικό του εορτασμού<br />

των Προπατόρων μέχρι και τον 14ο αι. Βλ. παρακάτω και τα σχετικά<br />

για την παράσταση της Ρίζας Ιεσσαί.<br />

17<br />

Σε δύο ακόμη χωρία (Κατά Λουκάν 1.26-27 και 2.4-5), γίνεται συντομότερη<br />

αναφορά στην καταγωγή του Ιωσήφ από τον Δαυίδ, στην αρχή της<br />

αφήγησης του Ευαγγελισμού, «... ἀπεστάλη ὁ ἄγγελος Γαβριὴλ ... πρὸς παρθένον<br />

ἐμνηστευμένην ἀνδρὶ ᾧ ὄνομα Ἰωσὴφ ἐξ οἴκου Δαυὶδ ...» (πρβλ. Κατά<br />

Λουκάν 1.32-33), όπως επίσης στο σημείο πριν την αφήγηση της Γέννησης<br />

του Ιησού, «... Ἀνέβη δὲ καὶ Ἰωσὴφ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Ναζαρὲθ<br />

εἰς τὴν Ἰουδαίαν εἰς πόλιν Δαυὶδ ἥτις καλεῖται Βηθλέεμ, διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐξ<br />

οἴκου καὶ πατριᾶς Δαυίδ, ἀπογράψασθαι ...». Στην Παναγία του Μέρωνα η<br />

εμφατική αναφορά της καταγωγής του Ιωσήφ από τον Δαυίδ τονίζεται άλλωστε<br />

και μέσα από αντίστοιχες σκηνές με τον Ιωσήφ που κατέχουν περισσότερο<br />

ή λιγότερο κεντρική θέση στο εικονογραφικό πρόγραμμα του<br />

μνημείου. Βλ. τις σχετικές παρατηρήσεις για τις σκηνές του Ενυπνίου του<br />

Ιωσήφ, της Φυγής στην Αίγυπτο και κυρίως της λεγόμενης Απογραφής<br />

του Κυρηνίου από την Μπορμπουδάκη, Νέες παρατηρήσεις, σ. 330-331<br />

και στη συνέχεια στις μελέτες Spatharakis-van Essenberg, Byzantine Wall<br />

Paintings of Crete. v. ΙΙΙ: Αmari Province, σ. 152-154 και Βorboudakis,<br />

The Church of the Virgin of Meronas, σ. 110. Επίσης στη μελέτη της Ν.<br />

Πύρρου, Οι τοιχογραφίες του ναού της Παναγίας στην Πατσώ Αμαρίου.<br />

Μια πρώτη παρουσίαση, στο Ευμάθιος Φιλοκάλης. Ανάδειξη βυζαντινών<br />

μνημείων Κρήτης και Κύπρου, Ρέθυμνο 2014, σ. 86-87. Μάλιστα η σκηνή<br />

της απογραφής συνοδεύεται από το σχετικό χωρίο που τονίζει την καταγωγή<br />

από τον οίκο Δαυίδ. Ανάλογα είναι τα συνοδευτικά χωρία για τη<br />

σκηνή του ενυπνίου του Ιωσήφ και σε άλλους ναούς από την πρώην<br />

επαρχία Μυλοποτάμου (βλ. I. Spatharakis, Byzantine Wall Paintings of<br />

Crete. v. 2: Μilopotamos Province, Leiden 2010, σ. 201, πίν. 306).<br />

18<br />

Για την αμφισημία στη χρήση της πρόθεσης ως αναφορά είτε στο θέμα<br />

του επιγράμματος είτε στην απεικόνιση που μπορεί να συνοδεύει βλ. Μ.<br />

D. Lauxterman, Βyzantine Poetry from Pisides to Geometres, τ. 1, Vienna<br />

2003, σ. 152.


340 ΜΑΝΟΛΗΣ Σ. ΠΑΤΕΔΑΚΗΣ<br />

προϊδεάζει τον αναγνώστη ότι το κείμενο που ακολουθεί, θα αναφερθεί<br />

στο εν λόγω χωρίο του ευαγγελίου σχολιάζοντάς το. Ανάλογα ο πρώτος<br />

στίχος της επιγραφής «εἰς τὸ βίβλος ...», ξεχωρίζει με μεγαλύτερο μεσοδιάστημα<br />

από το κύριο σώμα της, ως τίτλος στο θέμα, την αρχή<br />

του ευαγγελίου του Ματθαίου· μάλιστα και η στίξη στο τέλος του<br />

στίχου, με τρεις τελείες, δημιουργεί μία παύση που τον διακρίνει από<br />

το κείμενο που ακολουθεί και το οποίο διατάσσεται σε τέσσερις γραμμές.<br />

Όσον αφορά την ταυτότητα του κειμένου, αποτελεί γνωστό επίγραμμα<br />

του βυζαντινού ποιητή του 12ου αι. Θεοδώρου Προδρόμου 19 ,<br />

με το οποίο ξεκινά στη χειρόγραφη παράδοση η σχετική ομάδα επιγραμμάτων<br />

που αναφέρονται σε διαφορετικά σημεία της αφήγησης<br />

από το ευαγγέλιο του Ματθαίου 20 . Το πλήρες κείμενο του επιγράμματος<br />

έχει ως εξής, όπως έχει εκδοθεί από τον Γ. Παπαγιάννη:<br />

Εἰς τὸ “Βίβλος γενέσεως”<br />

Ὁρᾷς τελώνην καὶ βλέπεις οἷα γράφει;<br />

Ἁβραὰμ υἱὸν τὸν Λόγον δείκνυσί σοι<br />

καὶ παῖδα Δαβὶδ τὸν Θεὸν Δαβὶδ λέγει<br />

ἐν τῇ πρὸς ἡμᾶς σαρκικῇ παρουσίᾳ 21 .<br />

19<br />

Βλ. Vassis, Initia Carminum Byzantinorum, σ. 543. Για τον Θεόδωρο Πρόδρομο,<br />

βλ. σύντομα το λήμμα Prodromos, Theodore, στο ODB, τ. 3, σ. 1726-1727.<br />

20<br />

G. Papagiannis (έκδ.), Theodoros Prodromos-Jambische und hexametrische<br />

Tetrasticha auf die Haupterzaehlungen des Alten und Neuen Testaments, τ.<br />

7/1-2, Wiesbaden 1997, σσ. 196-245, αρ. 186-233. H συλλογή περιλαμβάνει<br />

επιγράμματα για επιλεγμένα χωρία της Παλαιάς και της Καινής<br />

Διαθήκης, ενώ ανάμεσά τους ξεχωριστή ενότητα αφιερώνεται στα τέσσερα<br />

ευαγγέλια. Σε κάθε βιβλικό χωρίο ο ποιητής αφιερώνει δύο επιγράμματα,<br />

ένα πρώτο τετράστιχο, ἰαμβεῖον, σε ιαμβικό τρίμετρο δωδεκασύλλαβο<br />

στίχο, και ένα δεύτερο, ἡρῷον, σε δακτυλικό εξάμετρο. Το αντίστοιχο του<br />

επιγράμματός μας σε δακτυλικό εξάμετρο έχει ως εξής: Ὃς γενεὴν τεκτήνατο<br />

ἄχρονος ἄναξ, | νῦν γενεαλογίην κατεδέξατο· ἐν δέ οἱ ἦλθον | Ἀβραάμ τ’ Ἰσαάκ<br />

τε προπάτορε, τοῖς δ’ ἔπι Δαβίδ, | κούρη θ’ ἁγνοτόκεια κυήσατο ἄρρενος ἄτερ.<br />

21<br />

Papagiannis, Theodoros Prodromos, τ. 7/2, σ. 196, αρ. 186a. Ιδιαίτερη<br />

εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο ίδιος κώδικας Βononiensis Univ.<br />

2911 που ανάμεσα σε άλλους περιέχει την ομάδα επιγραμμάτων του Θεοδώρου<br />

Προδρόμου σε χωρία από τους τέσσερις ευαγγελιστές (φφ. 73v-<br />

79v· βλ. Papagiannis, Theodoros Prodromos, τ. 7/1, σ. 52-53), παραδίδει<br />

και τα επιγράμματα του Μιχαήλ Ψελλού που υπάρχουν ως επιγραφές<br />

στην Παναγία στον Άγιο Ιωάννη Μυλοποτάμου (βλ. Πατεδάκης, Άγνωστο<br />

επίγραμμα, σ. 63) και μάλιστα στο αμέσως επόμενο τμήμα του (φφ. 79r-<br />

81v). Βλ. την περιγραφή του σχετικού καταλόγου, Α. Οlivieri-N. Festa,<br />

Indice dei codici greci delle biblioteche Universitaria e Comunale di Bo-


ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΒΙΒΛΟΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ<br />

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΜΕΡΩΝΑ<br />

341<br />

Πρόκειται για το πρώτο τετράστιχο σε ιαμβικό τρίμετρο στίχο<br />

που αφιερώνει ο Θεόδωρος Πρόδρομος στο σχετικό χωρίο από<br />

την αρχή του κατά Ματθαίον ευαγγελίου, δίνοντας έμφαση ακριβώς<br />

στην καταγωγή του Ιησού από τον Αβραάμ και τον Δαυίδ. Αξίζει<br />

καταρχήν να σημειωθεί η παράδοση στα χειρόγραφα ομάδων επιγραμμάτων<br />

που αναφέρονται στο κάθε ευαγγέλιο στο σύνολό του ή<br />

στον κάθε ευαγγελιστή χωριστά, αποτελώντας μικρούς κύκλους τεσσάρων<br />

ή παραπάνω επιγραμμάτων, αφιερωμένους στους τέσσερις<br />

ευαγγελιστές 22 . Στην παρούσα περίπτωση το επίγραμμα εἰς τὸ βίβλος<br />

γενέσεως δεν φαίνεται να αποτελεί μέρος ενός τέτοιου σύντομου<br />

κύκλου, ως ένα από τέσσερα επιγράμματα, για τους αντίστοιχους<br />

logna, SIFC 3 (1895), σ. 423-424. Ο κώδικας με βάση το βιβλιογραφικό<br />

του σημείωμα (Οlivieri-Festa, Indice dei codici, σ. 428-429), μεταφέρθηκε<br />

στην Ιταλία «ἐξ ἑώας παρὰ τοῦ κυροῦ Φραγκίσκου ἀκκίδα πρωτοπαππᾶ<br />

Μεσσήνης», ενώ με βάση άλλο ανορθόγραφο σημείωμα «πολλῷ κόπῳ καὶ<br />

δαπάνῃ ... ἐκ τῶν ἀνατολικῶν», για να το δωρίσει ο ίδιος το 1585 στον<br />

Πάπα Σίξτο Ε'. Καθώς ο εν λόγω κώδικας χρονολογείται στον κατάλογο<br />

τον 16ο αι., εφόσον είναι σωστή η χρονολόγησή του, αναρωτιόμαστε αν<br />

το πρότυπο του στη χειρόγραφη παράδοση των δύο κειμένων υπήρχε<br />

στην Κρήτη κατά την περίοδο που μας αφορά, και ήταν σε χρήση από τα<br />

συνεργεία των ζωγράφων στα δύο μνημεία. Άλλωστε τόσο η Παναγία<br />

στον Άγιο Ιωάννη Μυλοποτάμου (βλ. Γιαπιτσόγλου, Ο ναός της Παναγίας,<br />

ό.π. σ. 74-76), όσο και η Παναγία στον Μέρωνα, σχετίζονται με το περιβάλλον<br />

της οικογένειας των Καλλεργών. Για παρόμοιες περιπτώσεις χρήσης<br />

κωδίκων με επιγράμματα από ζωγράφους βλ. Α. Rhoby, Inscriptions<br />

and Manuscripts in Byzantium: A Fruitful Symbiosis?, στο M. Maniaci-<br />

P. Orsini (επιμ.), Scrittura epigrafica e scrittura libraria: fra Oriente e Occidente,<br />

Cassino 2015, σ. 28-29.<br />

22<br />

Βλ. σχετικά στη μονογραφία Lauxterman, Βyzantine Poetry, ό.π., σ. 202<br />

σημ. 15, στο πλαίσιο της ευρύτερης κατηγορίας του λεγόμενου «βιβλιακού<br />

επιγράμματος» για το οποίο θα συζητήσουμε αναλυτικότερα παρακάτω.<br />

Βλ. και τις ειδικές μελέτες, Α. Κομίνης, Συναγωγή επιγραμμάτων εἰς τοὺς<br />

τέσσαρας εὐαγγελιστάς, ΕΕΒΣ 21 (1951), σ. 254-279 και Ε. Follieri, Epigrammi<br />

sugli evangelisti dai codici Barberiniani graeci 352 e 520, BollGrott<br />

10 (1956), σ. 61-80, 135-156 και K. Bentein-F. Bernard, A Cycle of<br />

Book Epigrams on the Four Evangelists, Scriptorium 65.2 (2011), σ. 237-<br />

249, πίν. 13. Στις παραπάνω μελέτες συγκεντρώνονται και εκδίδονται<br />

επιγράμματα από τους εν λόγω κύκλους, ενώ εντοπίζονται τα χαρακτηριστικά<br />

μοτίβα και η θεματική τους σε σχέση με τον κάθε ευαγγελιστή.<br />

Ειδικά στην τελευταία διευκρινίζεται η χρήση τους ως συνοδευτικών σε<br />

μικρογραφίες των ευαγγελιστών στην αρχή κάθε ευαγγελίου, σε χειρόγραφους<br />

κώδικες-ευαγγελιστάρια, μία κατηγορία στην οποία θα μπορούσε να<br />

εμπίπτει το επίγραμμά μας, όπως φαίνεται καταρχήν μέσα από την εισαγωγική<br />

αποστροφή ὁρᾷς προς τον θεατή-αναγνώστη.


342 ΜΑΝΟΛΗΣ Σ. ΠΑΤΕΔΑΚΗΣ<br />

ευαγγελιστές, αλλά ως ένα από τα 34 ζεύγη επιγραμμάτων (σε ιαμβικό<br />

τρίμετρο και δακτυλικό εξάμετρο στίχο) που συνέθεσε ο Θεόδωρος<br />

Πρόδρομος ως σχόλια σε επιλεγμένα χωρία από το ευαγγέλιο του<br />

Ματθαίου 23 .<br />

Η χειρόγραφη παράδοση για τη συλλογή των επιγραμμάτων<br />

του Θεοδώρου Προδρόμου υπήρξε από τις πιο πλούσιες κατά τους<br />

βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς αιώνες 24 . Όπως μπορεί ο σημερινός<br />

μελετητής να παρατηρήσει μέσα από τους διάφορους τίτλους<br />

κάτω από τους οποίους παραδίδονται 25 , οι πιο εκτενείς ή οι συντομευμένες<br />

παραλλαγές της συλλογής για τα ευαγγέλια επιγράφονται<br />

ως τετράστιχα «εἰς τὰ κεφαλαιωδῶς ῥηθέντα ἐν τῷ Τετραευαγγέλῳ»,<br />

τα «κεφαλαιωδῶς εἰρημένα παρὰ τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν», ή<br />

«εἰς τὰς δεσποτικὰς ἑορτὰς» και «τὰ παρὰ τοῦ Χριστοῦ γεγονότα<br />

θαύματα». Όπως ορθά διαπιστώνει ο Lauxtermann, είναι εμφανές<br />

πως αυτοί οι τίτλοι αντικατοπτρίζουν την αρχική πρόθεση του ποιητή<br />

αλλά και τη μετέπειτα χρήση των επιγραμμάτων για να συνοδεύουν<br />

εικαστικά έργα τέχνης, ειδικά αυτά για τις δεσποτικές εορτές ως έμμετρες<br />

επιγραφές συνοδευτικές για τους λεγόμενους εορταστικούς<br />

κύκλους παραστάσεων 26 . Με βάση τα τότε δεδομένα της έρευνας,<br />

όπως ο ίδιος μελετητής βιάστηκε να παρατηρήσει, ανάμεσα στα<br />

ελάχιστα δείγματα μνημειακής τέχνης με βυζαντινά επιγράμματα<br />

που έχουν διασωθεί –ενώ μπορούν να εντοπιστούν χειρόγραφοι<br />

κύκλοι επιγραμμάτων προορισμένοι για τέτοια χρήση– 27 , έχουν επιβιώσει<br />

δύο τουλάχιστον επιγράμματα του Θεοδώρου Προδρόμου<br />

συνοδευτικά σε έργα τέχνης, ένα σε παράσταση της αποκαθήλωσης<br />

σε τοιχογραφημένο ναό του Αγίου Στεφάνου που διασωζόταν ως<br />

τις αρχές του 20ου αι., στο Ακρωτήριον, στη Φρυγία της Μ. Ασίας,<br />

και ένα δεύτερο σε μία εικόνα του 15ου αι. με θέμα τη Σταύρωση<br />

23<br />

Papagiannis, Theodoros Prodromos, τ. 7/2, σ. 196-245, αρ. 186-233.<br />

24<br />

Αυτό μπορεί να διαπιστωθεί από την περιγραφή της στην έκδοση Papagiannis,<br />

Theodoros Prodromos, τ. 7.1, σ. 14-163. Βλ. και Vassis, Initia<br />

carminum Byzantinorum, index auctorum, σ. 930-931.<br />

25<br />

Papagiannis, Theodoros Prodromos, τ. 7.2, σ. 193.<br />

26<br />

Lauxterman, Βyzantine Poetry from Pisides, σ. 78-81.<br />

27<br />

Lauxtermann, Βyzantine Poetry, ό.π., σ. 186: “sad remnants of Byzantine<br />

monumental art”, μία μάλλον πρόωρη παρατήρηση, αφού αυτή η εντύπωση<br />

έχει αμβλυνθεί σημαντικά από την έρευνα των τελευταίων ετών.<br />

Βλ. Α. Rhoby, A Short History of Byzantine Epigraphy, στο Inscriptions<br />

in Byzantium and Beyond. Methods-Projects-Case Studies, Wien 2015, σ.<br />

19 σημ. 15-16.


ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΒΙΒΛΟΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ<br />

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΜΕΡΩΝΑ<br />

343<br />

που βρίσκεται σήμερα στον καθεδρικό της Κοίμησης στη Μόσχα 28 .<br />

Ως τρίτη περίπτωση σωζόμενου παραδείγματος, με επίγραμμα του<br />

Θεοδώρου Προδρόμου, συνοδευτικό σε έργο τέχνης, έρχεται να<br />

προστεθεί το παρόν από τον ναό της Παναγίας στον Μέρωνα.<br />

Όσον αφορά την παράδοση του επιγράμματος, από το σωζόμενο<br />

τμήμα της επιγραφής στον ναό της Παναγίας στον Μέρωνα, υπάρχουν<br />

μικρές διαφορές ανάμεσα στη μεταγραφή του και το κείμενο<br />

της έκδοσης. Συγκεκριμένα δύο ήσσονος σημασίας ορθογραφικά<br />

λάθη, Γενέσεος αντί Γενέσεως στον τίτλο, και πέδα αντί παῖδα στον<br />

στίχο 3, και μία πιο σημαντική διαφοροποίηση, η γραφή υἱὸν αντί<br />

Θεὸν στον ίδιο στίχο, όπως έχει εκδοθεί από τον Παπαγιάννη, η<br />

οποία δε μαρτυρείται στη χειρόγραφη παράδοση, με βάση το κριτικό<br />

υπόμνημα της έκδοσης. Για να κατανοηθεί το βάσιμο ή όχι αυτής<br />

της νέας γραφής που παραδίδει η επιγραφή, θα επιχειρήσουμε<br />

πρώτα τη μεταφραστική απόδοση του επιγράμματος, όπως είναι<br />

στην έκδοση, και στη συνέχεια μία σύντομη ερμηνεία:<br />

Στο (χωρίο) «Βίβλος Γενέσεως».<br />

Κοιτάς τον τελώνη και βλέπεις τι πράγματα γράφει;<br />

Σου δείχνει ότι ο Λόγος (του Θεού) είναι γιος του Αβραάμ<br />

και ονομάζει παιδί του Δαυίδ τον Θεό του Δαυίδ,<br />

καθώς παρουσιάστηκε με σάρκα-σώμα ανάμεσά μας (στους ανθρώπους).<br />

Καταρχήν, όπως αναφέρθηκε, από τον τίτλο είναι ξεκάθαρο<br />

ότι το τετράστιχο επίγραμμα που ακολουθεί, θα αναφερθεί στην<br />

αρχή του ευαγγελίου του Ματθαίου (1.1: Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ<br />

υἱοῦ Δαυίδ υἱοῦ Ἀβραάμ). Ο πρώτος στίχος ξεκινά με μία αποστροφή<br />

στον αναγνώστη και ταυτόχρονα θεατή 29· θεατή της μορφής<br />

28<br />

Lauxtermann, Βyzantine Poetry, σ. 81 σημ. 83, σ. 186 σημ. 90, όπου και<br />

η σχετική βιβλιογραφία. Πιο αναλυτικά για την έκδοση των δύο επιγραμμάτων,<br />

βλ. τις πολύ πρόσφατες μελέτες, Horandner, Rhoby, Paul, Byzantinische<br />

Epigramme in inschriftlicher Uberlieferung, σ. 310-311, και Rhoby,<br />

Byzantinische Epigramme auf Ikonen, ό.π., σ. 124-126. Παραλλαγή του<br />

πρώτου επιγράμματος παραδίδεται εν μέρει και στον οδηγό του Διονυσίου<br />

εκ Φουρνά. Βλ. A. Παπαδόπουλος-Kεραμεύς, Διονυσίου του εκ Φουρνά<br />

Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης: εκ χειρογράφου του ιη΄ αιώνος εκδοθείσα<br />

κατά το πρωτότυπον αυτής κείμενον = Denys de Fourna. Manuel d’ iconographie<br />

chrétienne, accompagné de ses sources principales inédites et publié avec preface,<br />

Αγία Πετρούπολη 1909, σ. 277.<br />

29<br />

Οι τύποι από το ρήμα ὁρῶ που απευθύνονται στον θεατή-ες, είναι συνήθεις<br />

ως εναρκτήριες λέξεις σε βυζαντινά επιγράμματα. Βλ. Vassis, Initia


344 ΜΑΝΟΛΗΣ Σ. ΠΑΤΕΔΑΚΗΣ<br />

του Ευαγγελιστή Ματθαίου και αναγνώστη της αρχής του ευαγγελίου<br />

του αλλά και ολόκληρου του πρώτου κεφαλαίου που αναλύει τη γενεαλογία<br />

του Χριστού. Ταυτόχρονα ο πρώτος στίχος απευθύνεται<br />

σε μορφή ερώτησης: «κοιτάς τον τελώνη;», –συνήθης χαρακτηρισμός<br />

του φοροεισπράκτορα Ματθαίου–, «βλέπεις τι πράγματα γράφει;»<br />

Η αποστροφή και η ερώτηση «βλέπεις οἷα γράφει;» αποκτούν νόημα,<br />

μόνο αν εκληφθούν ότι αφορούν κάτι παράδοξο και θαυμαστό.<br />

Πολύ εύστοχα ο Παπαγιάννης στο υπόμνημα πηγών της έκδοσης<br />

εντοπίζει την ακριβή σχέση της εναρκτήριας φράσης του ευαγγελίου<br />

του Ματθαίου, υἱοῦ Δαυίδ υἱοῦ Ἀβραάμ, με τους επόμενους στίχους<br />

2 και 3 του επιγράμματος. Αυτοί οι στίχοι στην ουσία απαντούν στη<br />

ρητορική ερώτηση που διατυπώνει ο στίχος 1 αλλά και ερμηνεύουν<br />

το θαυμαστό του πράγματος: πώς γίνεται ο Υιός και Λόγος του Θεού<br />

να είναι μαζί γιος του Δαυίδ και του Αβραάμ, Θεός και άνθρωπος<br />

ταυτόχρονα; Στα επόμενα χωρία του εναρκτήριου κεφαλαίου του<br />

ευαγγελίου του Ματθαίου (1.2-17), πράγματι η καταγωγή από τον<br />

Αβραάμ και τον Δαυίδ αποτελεί δύο από τα τρία κομβικά σημεία<br />

της σειράς των προπατόρων του Θεανθρώπου. Στους στίχους λοιπόν<br />

2-3 του επιγράμματος δίνεται έμμεσα απάντηση: «ο τελώνης, θεατή-αναγνώστη,<br />

σου αποδεικνύει –μέσα από την αφήγηση της γενεαλογίας<br />

του Ιησού– ότι ο Λόγος του Θεού είναι γιος του Αβραάμ·<br />

την ίδια στιγμή τον ονομάζει παιδί του Δαυίδ, μέσα από την αναλυτική<br />

καταγραφή της γενεαλογίας του 30 , αυτόν που είναι ταυτόχρονα<br />

και Θεός του Δαυίδ. Αυτό το παράδοξο έχει συντελεστεί στην ουσία<br />

μέσα από το γεγονός της ενανθρώπισης του Ιησού και της σαρκικής<br />

του παρουσίας ανάμεσα σε μας, τους ανθρώπους».<br />

Με βάση την παραπάνω ερμηνεία, ας επιστρέψουμε στην γραφή<br />

Carminum Byzantinorum, ό.π., σ. 542-544. Για την αποστροφή στον θεατή<br />

στο πλαίσιο της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στην επιγραφή, την εικόνα και<br />

στο ανθρώπινο υποκείμενο που τις βλέπει και τις διαβάζει, βλ. σε αρκετές<br />

από τις μελέτες των τελευταίων ετών: Α. Rhoby, Interactive Inscriptions.<br />

Byzantine Works of Art and Their Beholders, στο Α. Lidov (επιμ.), Spatial<br />

Icons. Performativity in Byzantium and Medieval Russia, Moscow 2011, σ.<br />

317-333, ιδ. σ. 320-326· A. Rhoby, The Meaning of Inscriptions for the<br />

Early and Middle Byzantine Culture. Remarks on the Interaction of<br />

Word, Image and Beholder, στο Scrivere e leggere nell’alto medioevo. Spoleto,<br />

28 aprile–4 maggio 2011, Spoleto 2012, σ. 731-753.<br />

30<br />

Άλλωστε η πρώτη λέξη, βίβλος, μοιάζει να σημαίνει περισσότερο καταγραφή,<br />

κατάλογος, παρά βιβλίο, και αποτελεί την αναλυτική τεκμηρίωση<br />

της καταγωγής του Θεανθρώπου.


ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΒΙΒΛΟΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ<br />

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΜΕΡΩΝΑ<br />

345<br />

ὑιὸν που παραδίδει η επιγραφή, αντί Θεὸν που παραδίδουν τα χειρόγραφα,<br />

στον τρίτο στίχο του επιγράμματος. «Ο τελώνης», όπως<br />

απαντά το επίγραμμα, με βάση το εναρκτήριο χωρίο του ευαγγελίου<br />

του Ματθαίου (1.1), «παρουσιάζει τον Ιησού ως γιο του Αβραάμ<br />

και παιδί του Δαυίδ». Το θαυμαστό έγκειται στο γεγονός ότι ονομάζεται<br />

γιος του Αβραάμ και παιδί του Δαυίδ αυτός που είναι Θεός<br />

του Δαυίδ, και όχι γιος του Δαυίδ. Άρα περισσότερο λογική μοιάζει<br />

η γραφή Θεὸν της χειρόγραφης και όχι υἱὸν της επιγραφικής παράδοσης.<br />

Η γραφή υἱὸν της επιγραφής επηρεάζεται μάλλον από τον<br />

πρώτο στίχο του ευαγγελίου και τη φράση «υἱοῦ Δαυίδ», αλλά αν<br />

την υιοθετήσουμε ως αυτή που ήθελε να γράψει ο Πρόδρομος, τότε<br />

το επίγραμμα χάνει το πιο σημαντικό μέρος του, το παράδοξο νόημα<br />

στο οποίο καλείται να απαντήσει και το οποίο εισάγεται στο ερώτημα<br />

του πρώτου στίχου. Γι’ αυτό παρόλο που ο μελλοντικός εκδότης<br />

χρειάζεται να καταγράψει και τη γραφή υἱὸν της επιγραφής, η αντίστοιχη<br />

Θεόν της χειρόγραφης παράδοσης είναι η επικρατέστερη 31 .<br />

Μέχρι αυτό το σημείο της μελέτης μας, το επίγραμμα «εἰς τὸ Βίβλος<br />

γενέσεως» μοιάζει ως ένα επίγραμμα συνοδευτικό σε έργο τέχνης,<br />

συγκριμένα στην απεικόνιση του ευαγγελιστή Ματθαίου, στον ναό<br />

της Παναγίας του Μέρωνα, χωρίς να έχει αποκλεισθεί η αρχική<br />

σύνθεσή του για να συνοδέψει την εικόνα του ευαγγελιστή σε κάποιον<br />

χειρόγραφο κώδικα, πιθανόν ευαγγελιστάριο ή τετραευάγγελο.<br />

Συζητώντας παραπάνω το περιεχόμενο και τα νοήματα του επιγράμματος,<br />

ήδη έχει γίνει νύξη για πιθανή σύνδεσή του με κύκλους<br />

επιγραμμάτων που συνοδεύουν τις απεικονίσεις των τεσσάρων<br />

ευαγγελιστών. Ωστόσο η θέση του μέσα στο ποιητικό έργο του Θεοδώρου<br />

Προδρόμου, ως ένα ανάμεσα σε πολλά επιγράμματα που<br />

αναφέρονται σε διαφορετικά σημεία της αφήγησης των ευαγγελίων,<br />

περιπλέκει την επιχειρηματολογία προς αυτήν την κατεύθυνση, καθώς<br />

το πλαίσιο που τίθεται μέσα από τους ίδιους τους τίτλους της<br />

συλλογής στα χειρόγραφα, μοιάζει να είναι ευρύτερο, όχι μόνο η<br />

31<br />

Για τη συμπληρωματική συμβολή της επιγραφικής στη χειρόγραφη παράδοση<br />

των βυζαντινών επιγραμμάτων βλ. γενικά W. Hörandner, Zur Textkritik<br />

inschriftlich überlieferter Epigramme, στο W. Hörandner-A. Rhoby<br />

(επιμ.), Die kulturhistorische Bedeutung byzantinischer Epigramme, Wien<br />

2008, σ. 29-35, και πιο συγκεκριμένα στην ποίηση του Χριστόφορου<br />

Μυτιληναίου, στο Α. Rhoby, On the Inscriptional Versions of the Epigrams<br />

of Christophoros Mitylenaios, στο F. Bernard-K. Demoen (επιμ.), Poetry<br />

and its Contexts in Eleventh-century Byzantium, Farnham-Burlington 2012,<br />

σ. 147-154.


346 ΜΑΝΟΛΗΣ Σ. ΠΑΤΕΔΑΚΗΣ<br />

αρχή των ευαγγελίων αλλά πολλά διαφορετικά χωρία και γεγονότα<br />

της αφήγησής τους 32 . Παρόλο που δεν έχει εντοπιστεί κάποιο παράδειγμα<br />

από σωζόμενο χειρόγραφο με το επίγραμμα να συνοδεύει<br />

μικρογραφία του ευαγγελιστή Ματθαίου 33 , προέκυψε ένα άλλο<br />

ισχυρό δεδομένο για την κατάταξη του επιγράμματος στην ευρύτερη<br />

κατηγορία την οποία έχει ονομάσει η νεότερη έρευνα ως “book<br />

epigrams”, δηλαδή βιβλιακά επιγράμματα που είχαν συντεθεί για<br />

να εγγραφούν σε κάποιο χειρόγραφο, είτε ως συνοδευτικά μικρογραφίας,<br />

είτε ως συνοδευτικά απλώς του ίδιου του χειρογράφου 34 .<br />

32<br />

Βλ. παραπάνω σημ. 23 και 25.<br />

33<br />

Στο ερευνητικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου της Γάνδης και στη βάση<br />

δεδομένων που έχει δημιουργηθεί για τα βιβλικά επιγράμματα (database<br />

of byzantine book epigrams), το εν λόγω τετράστιχο ποίημα σημειώνεται<br />

ότι υπάρχει σε δύο περιπτώσεις, στην Ελλάδα, στο χειρόγραφο Ms. Lesbiacus<br />

Leimonos 35 της Μονής Λειμώνος στη Λέσβο, και στην Ιταλία,<br />

στον κώδικα Marcianus gr. app. I 15 της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης, ως<br />

βιβλιακό. Ευχαριστώ θερμά τους υπευθύνους στο πρόγραμμα του Πανεπιστημίου<br />

της Γάνδης, ιδιαίτερα τον ερευνητή δρ. Δημήτρη Σκρέκα, για<br />

την προθυμία του να θέσει υπόψη μου το παραπάνω υλικό, καθώς και<br />

για την πολύ χρήσιμη συζήτηση μαζί του κατά την ολοκλήρωση αυτής της<br />

μελέτης. Όπως διαπιστώθηκε, μελετώντας το σχετικό προσβάσιμο υλικό,<br />

στον κώδικα της Μονής Λειμώνος, στο τέλος του περγαμηνού του μέρους<br />

(φ. 132r-166v) που περιέχει εξήγηση στο Κατά Ματθαίον ευαγγέλιο από<br />

τον Θεοφύλακτο Βουλγαρίας, μετά ακριβώς από το βιβλιογραφικό σημείωμα<br />

του κώδικα από τον αντιγραφέα Μιχαήλ «ἀλιτρό», όπως αυτοαποκαλείται,<br />

κλείνει το σχετικό τμήμα με το επίγραμμα «ὁρᾷς τὸν τελώνην ...» για<br />

το ευαγγέλιο του Ματθαίου (βλ. τη σχετική αναζήτηση στη εξαιρετική<br />

βάση δεδομένων με ψηφιοποιημένα χειρόγραφα της μονής, http://<br />

84.205.233.134/library/results.php). Στον κώδικα της Βενετίας, που είναι<br />

ένα ευαγγελιάριο, πιθανόν του 14ου αι., υπάρχουν εκτός από το επίγραμμα<br />

στο ευαγγέλιο του Ματθαίου (φ. 7r) άλλες δύο περιπτώσεις επιγραμμάτων,<br />

ένα στον ευαγγελιστή Λουκά (φ. 90r) και στους τέσσερις<br />

ευαγγελιστές (φ. 145r)· και τα δύο ακολουθούνται από μικρογραφίες του<br />

ευαγγελιστή Λουκά (φ. 90v) και του ευαγγελιστή Ιωάννη (φ. 146r), ενώ<br />

δεν είναι ξεκάθαρο από την περιγραφή του κώδικα, αν υπάρχει και μικρογραφία<br />

με τον ευαγγελιστή Ματθαίο, αμέσως μετά το φ. 7r. (βλ. Ε.<br />

Mioni, Bibliothecae Divi Marci Venetiarum codices graeci manuscripti, vol.<br />

1.1., Rome 1967, σ. 20-22).<br />

34<br />

Βλ. τις διαφορετικές κατηγοριοποιήσεις (επιγράμματα σε κολοφώνες χειρογράφων,<br />

αφιερωματικά, εγκωμιαστικά, συνοδευτικά σε μικρογραφίες<br />

χειρογράφων κ.ά.) από τον Lauxtermann, Βyzantine Poetry, ό.π., σ. 197-<br />

212, τους Κ. Bentein-K. Demoen, The Reader in Eleventh-century Book<br />

Epigrams, στο Βernard-Demoen, Poetry and its Contexts, σ. 70, όπως και<br />

στην ιστοσελίδα του ομώνυμου ερευνητικού προγράμματος από το Πανε-


ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΒΙΒΛΟΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ<br />

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΜΕΡΩΝΑ<br />

347<br />

Το ξεκάθαρο τεκμήριο για την ερμηνεία και κατάταξη του επιγράμματός<br />

μας ως βιβλιακού (“book epigram”) δίνει μία ιδιάζουσα<br />

μικρογραφία από χειρόγραφο περγαμηνό κώδικα, το υπ’ αριθμόν<br />

9 τετραευάγγελο του Πρότυπου Πειραματικού Γενικού Λυκείου –Α΄<br />

Γυμνασίου την εποχή δημοσίευσής του– Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου<br />

Αιγαίου, που πιθανόν χρονολογείται στο διάστημα ανάμεσα<br />

στα τέλη του 12ου και τις αρχές του 13ου αι. 35 . Εκτός από τα τέσσερα<br />

επίτιτλα, τις μικρογραφίες στην αρχή του κάθε ευαγγελίου στον κώδικα,<br />

σύμφωνα με τον μελετητή του, ακαδημαϊκό Π. Βοκοτόπουλο,<br />

υπάρχουν άλλες «τέσσερις ολοσέλιδες παραστάσεις των ευαγγελιστών<br />

... και 89 ευαγγελικές σκηνές μέσα σε ορθογώνιο πλαίσιο» σε<br />

ζωγραφικές απεικονίσεις, ενώ ο κώδικας «ανήκει στη λεγόμενη<br />

ομάδα της Νικαίας» 36 . Ξεχωριστή σημασία για τη μελέτη μας έχει η<br />

μικρογραφία-επίτιτλο (φ. 7r) (εικ. 3) στην αρχή του ευαγγελίου του<br />

Εικ. 3.<br />

Το επίτιτλο<br />

στην αρχή του ευαγγελίου<br />

του Ματθαίου<br />

από το τετραευάγγελο<br />

της Μυτιλήνης, φ. 7r.<br />

πιστήμιο της Γάνδης, http://www.dbbe.ugent.be/node/4.ParText Bibl. Basel.<br />

35<br />

Βλ. σχετικά Π. Βοκοτόπουλος, Τα επίτιτλα ενός τετραευαγγέλου της «ομάδος<br />

της Νικαίας» (πίν. 33-36), ΔXAE 9 (1977-1979), Περίοδος Δ΄ = Στη<br />

μνήμη της Μαρίας Γεωργίου Σωτηρίου (1888-1979), σ. 133-141.<br />

36<br />

Βοκοτόπουλος, Τα επίτιτλα ενός τετραευαγγέλου, σ. 133.


Εικ. 4. H αρχή του ευαγγελίου του Ματθαίου από το τετραευάγγελο της Μυτιλήνης, φ. 6v-7r.


350 ΜΑΝΟΛΗΣ Σ. ΠΑΤΕΔΑΚΗΣ<br />

Ματθαίου (φ. 6v-7r) (εικ. 4) στην περιγραφή της οποίας ο μελετητής<br />

δίνει ιδιαίτερη έμφαση: ο ευαγγελιστής Ματθαίος εικονίζεται να<br />

«προχωρεί με γρήγορη κίνηση από αριστερά, κρατώντας ειλητάριο,<br />

όπου είναι γραμμένη η αρχή του ευαγγελίου του, ενώ υψώνει το<br />

δεξί χέρι σε σχήμα λόγου προς τον Χριστό Εμμανουήλ, που εικονίζεται<br />

στο επάνω μέρος στηθαίος, με ένσταυρο φωτοστέφανο, μέσα<br />

σε τμήμα κύκλου. Δεξιά δύο άνδρες με γενειάδα και φωτοστέφανο,<br />

από τους οποίους ο πρώτος φορεί στέμμα, υψώνουν τα χέρια σε<br />

σχήμα δεήσεως προς τον Χριστό. ... Η δεομένη μορφή με το στέμμα<br />

είναι προφανώς ο προφήτης Δαβίδ, ενώ ο δεύτερος δεόμενος, με<br />

λευκή γενειάδα και μαλλιά, θα μπορούσε να ταυτισθή με τον προπάτορα<br />

Αβραάμ» 37 . Επιπλέον στις λεπτομέρειες αυτής της απεικόνισης,<br />

α) στο ειλητάριο που κρατά ο ευαγγελιστής Ματθαίος με το<br />

αριστερό χέρι, αναγράφεται ακριβώς το χωρίο «Βίβλος γενέσεως<br />

Ἰησοῦ Χριστοῦ υἱοῦ Δαυίδ υἱοῦ Ἀβραάμ», β) με το δεξί χέρι ο ίδιος<br />

δείχνει τον Χριστό Εμμανουήλ, αγένειο, σε νεαρή ηλικία, ενώ γ)<br />

δεξιά οι δύο προπάτορες, ο βασιλιάς Δαυίδ και ο πατριάρχης<br />

Αβραάμ, παρακολουθούν την κίνησή του δεόμενοι στον Χριστό.<br />

Είναι φανερό ότι η σύλληψη και το νόημα της αφήγησης στο επίγραμμα<br />

του Θεοδώρου Προδρόμου συμπίπτει με αυτό της μικρογραφίας<br />

στο επίτιτλο του ευαγγελίου του Ματθαίου από το τετραευάγγελο<br />

της Μυτιλήνης: «βλέπεις (ὁρᾷς) τον Τελώνη και αυτά που<br />

γράφει στο ειλητάριό του; Σου δείχνει (δείκνυσί σοι) τον Λόγο του<br />

Θεού, που μέσα από την παρουσία του ως άνθρωπος, νεαρός Εμμανουήλ,<br />

(ἐν τῇ σαρκικῇ παρουσίᾳ) φανερώνεται ότι κατάγεται από<br />

τον βασιλιά Δαυίδ και τον γέροντα πατριάρχη Αβραάμ.»<br />

Όπως τονίζει ο Βοκοτόπουλος, «ο Αβραάμ και ο Δαβίδ παρίστανται<br />

εδώ μάρτυρες της ενανθρωπήσεως του Ιησού»· σε επίπεδο<br />

καταβολών της απεικόνισης, ο ίδιος μελετητής διαπιστώνει ότι ενώ<br />

και σε άλλα χειρόγραφα υπάρχουν παρόμοιες παραστάσεις με επιλογή<br />

από μορφές των προπατόρων, η εν λόγω μικρογραφία δε συναντάται<br />

κάπου αλλού 38 . Η μοναδική αυτή και ιδιάζουσα στις λε-<br />

37<br />

Βλ. για την πλήρη περιγραφή και τη σχετική ασπρόμαυρη φωτογραφία,<br />

Βοκοτόπουλος, Τα επίτιτλα ενός τετραευαγγέλου, σ. 134-136 και πίν. 33.<br />

38<br />

Βλ. τη σχετική συζήτηση Βοκοτόπουλος, Τα επίτιτλα ενός τετραευαγγέλου,<br />

σ. 135-136. Παρόμοια στη σύλληψή της απεικόνιση υπάρχει στον κώδικα<br />

υπ. αρ. 3 (Ψαλτήριο και Καινή Διαθήκη) της συλλογής του Dumbarton<br />

Oaks στην Ουάσιγκτον (βλ. S. Der Nersessian, A Psalter and New Testament<br />

Manuscript at Dumbarton Oaks, DOP 19 (1965), σ. 179-180, εικ.


ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΒΙΒΛΟΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ<br />

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΜΕΡΩΝΑ<br />

351<br />

πτομέρειές της απεικόνιση αντιστοιχεί ακριβώς με τη σύλληψη του<br />

επιγράμματος του Θεοδώρου Προδρόμου για το «Βίβλος γενέσεως».<br />

Το επίγραμμα σαν να συνδέεται με τη σύνθετη παράσταση-μικρογραφία<br />

του εν λόγω τετραευαγγέλου, παρόλο που δεν είναι δυνατό<br />

να προσδιοριστεί ξεκάθαρα, σε αυτό το στάδιο της έρευνάς μας, αν<br />

η μικρογραφία είναι εμπνευσμένη από το επίγραμμα ή το αντίστροφο.<br />

Γεγονός είναι ότι τα δύο, το επίγραμμα του Προδρόμου και<br />

η μικρογραφία του ευαγγελίου της Μυτιλήνης, δεν συναντώνται στο<br />

ίδιο αντικείμενο, αλλά αποκομμένα το ένα από το άλλο· το πρώτο<br />

ως ποίημα στη συλλογή των επιγραμμάτων του Προδρόμου και<br />

στον ναό της Παναγίας στον Μέρωνα –κάτω από την παράσταση<br />

του ευαγγελιστή Ματθαίου–, ενώ η δεύτερη ως επίτιτλο του ευαγγελίου<br />

του Ματθαίου, στον κώδικα της Μυτιλήνης. Ο όμοιος τρόπος<br />

της αφήγησής τους επιτρέπει να υποθέσουμε ότι έχει δημιουργηθεί<br />

το ένα σε σχέση με το άλλο, ενώ μικρότερη μοιάζει η πιθανότητα τα<br />

δύο να έχουν δημιουργηθεί ανεξάρτητα, ως σχόλια στο αρχικό χωρίο<br />

«Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ υἱοῦ Δαυίδ υἱοῦ Ἀβραάμ» του<br />

28), όπου ωστόσο οι προπάτορες Δαυίδ και Αβραάμ απεικονίζονται κάτω<br />

από τη μορφή του Χριστού, στην δεξιά κάτω ώα του φύλλου, χωρίς να<br />

συνδέονται οργανικά με τη μορφή του ευαγγελιστή Ματθαίου που καταλαμβάνει<br />

σε ξεχωριστό πλαίσιο ολόκληρο το πάνω μέρος του, ως επίτιτλο.<br />

Με ανάλογες νοηματικές συνδέσεις απεικόνιση συναντάται στον επίσης<br />

μικρογραφημένο κώδικα υπ. αρ. 522 (τετραευάγγελο, πιθανόν του 11ου<br />

αι.) από την Walters Art Gallery της Βαλτιμόρης, όπου –με την ίδια ακριβώς<br />

διάταξη όπως στον κώδικα της Μυτιλήνης– σε ολόκληρο το φ. 11v<br />

εικονίζεται ο ευαγγελιστής Ματθαίος να συγγράφει το ευαγγέλιό του, ενώ<br />

στο φ. 12r ως επίτιτλο συνοδεύει την αρχή της περικοπής στην Κυριακή<br />

των Προπατόρων η μικρογραφία της Γέννησης του Χριστού, μαζί με τις<br />

μορφές του προπάτορα Αβραάμ (πάνω) και του προφήτη Δαυίδ (κάτω)<br />

στην δεξιά ώα. (Βλ. σχετικά στην ιστοσελίδα http://www.thedigitalwalters.org/Data/WaltersManuscripts/html/W522/description.html<br />

και G. R.<br />

Parpulov, A Catalogue of the Greek Manuscripts at the Walters Art Museum,<br />

The Journal of the Walters Art Museum 62 (2004), σ. 88-90) Όπως<br />

αναφέραμε παραπάνω στη σημ. 11, ένα εικονογραφημένο περγαμηνό<br />

ευαγγέλιο μαρτυρείται στον Μέρωνα μεταγενέστερα, πιθανόν κατά τους<br />

αι. 15ο και 16ο· ωστόσο ελέγχοντας πώς εικονογραφείται ο ευαγγελιστής<br />

Ματθαίος, δεν εντοπίσαμε κάποια σχέση με τη συζήτησή μας. (Βλ. Καδάς,<br />

Το εικονογραφημένο χειρόγραφο, σ. 66-68 και πίν. 4) Εδώ η ολοσέλιδη<br />

απεικόνισή του Ματθαίου χωρίς τους προπάτορες, αποτελεί μόνο ένα<br />

δείγμα από την πλούσια διακόσμηση (και άλλες ολοσέλιδες απεικονίσεις,<br />

επίτιτλα και παρασελίδιες μικρογραφίες, με ευαγγελικές σκηνές και μορφές<br />

αγίων) που περιέχει ο κώδικας.


352 ΜΑΝΟΛΗΣ Σ. ΠΑΤΕΔΑΚΗΣ<br />

ευαγγελίου του Ματθαίου 39 . Δεν αποκλείεται τα δύο να δημιουργηθήκαν<br />

συγχρόνως εξαρχής και ο Θεόδωρος Πρόδρομος να έγραψε<br />

το επίγραμμα για να συνοδέψει ένα εικονογραφημένο ευαγγέλιο, με<br />

επιγεγραμμένα επιγράμματα, αλλά μία τέτοια υπόθεση χρειάζεται<br />

επιπλέον μαρτυρίες ώστε να επιβεβαιωθεί.<br />

Προς το παρόν, πιο ισχυρό συνδετικό σημείο ανάμεσα στις<br />

άλλες ομοιότητές τους, είναι η χειρονομία του Ματθαίου, εικονογραφικά,<br />

να δείχνει με το χέρι του τον Χριστό Εμμανουήλ, και η έκφραση<br />

αυτής της χειρονομίας με τη φράση «δείκνυσί σοι» στον στ. 2 του επιγράμματος<br />

αντίστοιχα. Κρίνοντας και από τους τίτλους στο υποσύνολο<br />

αυτής της συλλογής του Θεοδώρου Προδρόμου για επιγράμματα<br />

αφιερωμένα σε «χωρία, ... γιορτές ... ή γεγονότα» από τα ευαγγέλια,<br />

δεν αποκλείεται ένα τέτοιο τετραευάγγελο με πλήθος μικρογραφιών<br />

για διαφορετικά χωρία, γιορτές ή γεγονότα να είχε αποτελέσει την<br />

πηγή έμπνευσης για τα αντίστοιχα επιγράμματα του Θεοδώρου Προ-<br />

39<br />

Ως ισοδύναμες πιθανότητες μοιάζουν οι δύο, α) πρώτα να προηγήθηκε η<br />

μικρογραφία, που άλλωστε μπορούσε να έχει εμπνευσθεί από την αρχή<br />

του ευαγγελίου του Ματθαίου, και να ακολούθησε το σχετικό επίγραμμα<br />

του Προδρόμου –ο οποίος μάλιστα ενδεχομένως διάβαζε το ευαγγέλιο<br />

από έναν τέτοιο μικρογραφημένο κώδικα–, αλλά και το αντίστροφο, δηλαδή<br />

β) πρώτα να γράφτηκε το επίγραμμα επίσης εμπνευσμένο από την<br />

αρχή του ευαγγελίου του Ματθαίου και μετά να ακολούθησε η μικρογραφία,<br />

ή ακόμη και ως συνοδευτικό της μικρογραφίας. Η μελέτη του χειρογράφου<br />

από τη Μυτιλήνη στο σύνολο των μικρογραφιών του και η σχέση<br />

τους με τα επιγράμματα της συλλογής του Θεοδώρου Προδρόμου θα μπορούσαν<br />

να δώσουν επιχειρήματα προς τη μία ή προς την άλλη κατεύθυνση.<br />

Από το δεύτερο πιο αναλυτικό άρθρο του ίδιου μελετητή, με γύρω στις<br />

20 φωτογραφίες μικρογραφιών του κώδικα (βλ. P. L. Vokotopoulos,<br />

L’évangile illustré de Mytilène, στο Studenica et l’art byzantin autour de<br />

l’année 1200, Beograd 1988, σ. 377-383, εικ. 1-23), διαπιστώνεται η πιθανή<br />

σχέση ανάμεσα στην επιλογή των σκηνών που εικονογραφούνται<br />

στον κώδικα και τα αντίστοιχα επιγράμματα από τη συλλογή του Προδρόμου.<br />

Όλες σχεδόν οι μικρογραφίες που δημοσιεύονται από τον Βοκοτόπουλο,<br />

αποτελούν και θέμα αντίστοιχων επιγραμμάτων στη εκδεδομένη<br />

από τον Παπαγιάννη συλλογή του Προδρόμου. Αυτή τη σχέση προτίθεται<br />

να ερευνήσει ο γράφων στο άμεσο μέλλον, αφού η παρούσα μελέτη βασίσθηκε<br />

πρωτίστως στις δημοσιεύσεις του Π. Βοκοτόπουλου και όχι σε<br />

αυτοψία του συνόλου του κώδικα. Δεν αποκλείεται ο μελλοντικός εντοπισμός<br />

αντίστοιχων επιγραμμάτων του Θεοδώρου Προδρόμου σε ευαγγελιστάρια<br />

επίσης να διαφωτίσει τη σχετική υπόθεση. Για την αποστολή έγχρωμων<br />

φωτογραφιών του κώδικα υπ’ αρ. 9, ιδιαίτερες ευχαριστίες<br />

οφείλονται στη διευθύντρια του Πρότυπου Πειραματικού Γενικού Λυκείου<br />

Μυτιλήνης κ. Σκαλοχωρίτου και τον δρα. Θεολογίας κ. Καλαμάτα.


ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΒΙΒΛΟΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ<br />

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΜΕΡΩΝΑ<br />

353<br />

δρόμου, ή αντίστροφα τα επιγράμματα του Προδρόμου να αποτέλεσαν<br />

πηγή έμπνευσης για τις μικρογραφίες. Το πιο ασφαλές πρώτο συμπέρασμα<br />

αποτελεί ότι το συγκεκριμένο επίγραμμα, παρόλο που συνοδεύει<br />

τη μορφή σε τοιχογραφία του ευαγγελιστή Ματθαίου στην<br />

Παναγία στον Μέρωνα, μπορεί να χαρακτηριστεί ως βιβλιακό, αφού<br />

ο τρόπος αφήγησής του βρίσκεται πολύ κοντά στην αντίστοιχη μικρογραφία<br />

από το τετραευάγγελο της Μυτιλήνης. Αυτή η διαπίστωση<br />

δημιουργεί σκέψεις για έρευνα προς αντίστοιχες κατευθύνσεις για το<br />

σύνολο των επιγραμμάτων της εκδεδομένης συλλογής του Θεοδώρου<br />

Προδρόμου στα διάφορα ευαγγελικά χωρία και τη σχέση της με εικονογραφημένους<br />

κώδικες της περιόδου.<br />

Μέχρι αυτό το σημείο έχει εξεταστεί το εν λόγω εύρημα της<br />

επιγραφής στον Μέρωνα, ως ένα επίγραμμα του Θεοδώρου Προδρόμου,<br />

που μας ήταν γνωστό από τα χειρόγραφα, συνοδευτικό<br />

στην περίπτωσή μας σε έργο τέχνης, καθώς και οι μικρές λανθασμένες<br />

αποκλίσεις που μας παρέχει όσον αφορά την παράδοση<br />

του κειμένου, ενώ σε συνδυασμό με τη μικρογραφία του χειρογράφου<br />

της Μυτιλήνης, ως ένα τεκμήριο της αξίας της συλλογής των<br />

αντίστοιχων επιγραμμάτων του Προδρόμου ως βιβλιακά. Παρακάτω<br />

θα διερευνηθεί περαιτέρω και θα ερμηνευθεί η θέση και η χρήση<br />

του επιγράμματος στο συγκεκριμένο μνημείο. Έχει ήδη επισημανθεί<br />

η σύνδεση της Παναγίας του Μέρωνα με την οικογένεια των Καλλεργών,<br />

καθώς και η επιχειρούμενη ιδεολογική σύνδεση του κλάδου<br />

με την Κωνσταντινούπολη, όπως κατέγραψε λίγο αργότερα, στις<br />

αρχές του 15ου αι., και ο Βuondelmonti. Η οικογένεια φαίνεται ότι<br />

επιδίωκε να τονίσει την ευγενική καταγωγή της από τα αρχοντόπουλα<br />

της άλλοτε κραταιάς αυτοκρατορίας, με βάση το σχετικό, περιβεβλημένο<br />

από μυθικά στοιχεία, χρυσόβουλλο, ένας ισχυρισμός που<br />

θα εξακολουθήσει να επιβιώνει και κατά τους επόμενους αιώνες 40 .<br />

Πιστεύουμε ότι η Παναγία του Μέρωνα και τα μηνύματα του διακόσμου<br />

της μπορεί να συσχετισθεί με τις παραπάνω προθέσεις και<br />

συμβολισμούς, λαμβάνοντας υπόψη κάποια βασικά γνωρίσματα του<br />

μνημείου, όπως έχουν ήδη αναφερθεί. Με βάση τόσο δεδομένα<br />

για την τέχνη των τοιχογραφιών του όσο και γενεαλογικές μαρτυρίες,<br />

40<br />

Η ίδια απώτερη καταγωγή μαρτυρείται από ένα από τα επιφανέστερα<br />

μέλη της οικογένειας, τον Αντώνιο Καλλέργη τον 16ο αι. που την ανάγει<br />

στην οικογένεια των Φωκάδων. Βλ. N. M. Παναγιωτάκης, Λέων Διάκονος,<br />

ΕΕΒΣ 34 (1965), σ. 60, 74 σημ. 4.


354 ΜΑΝΟΛΗΣ Σ. ΠΑΤΕΔΑΚΗΣ<br />

ο Ματθαίος Καλλέργης ως κτήτορας ολοκλήρωσε τον ναό και τον<br />

διάκοσμό του, σε μία χρονολογία κοντά στο 1380, ενδεχομένως<br />

και στις αρχές του 15ου αι., μετά τη χρονική συγκυρία κατά την<br />

οποία η οικογένεια απέκτησε επίσημα τον τίτλο της βενετικής ευγένειας<br />

το 1381 41 . Στις πιο πρόσφατες μελέτες έχουν επισημανθεί<br />

εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στο εικονογραφικό πρόγραμμα,<br />

όπως οι παραστάσεις με την Απογραφή του Κυρηνίου πριν την Γέννηση<br />

του Ιησού, το Ενύπνιο του Ιωσήφ μετά τη Γέννηση 42 , όπως<br />

και η Ρίζα του Ιεσσαί 43 , στο ίδιο μεσαίο κλίτος και σε κοντινή απόσταση<br />

σε σχέση με τη θέση όπου βρίσκεται το επίγραμμα. Έχει<br />

γίνει σαφές ότι το επίγραμμα εἰς τὸ βίβλος γενέσεως, την αρχή του<br />

ευαγγελίου του Ματθαίου, σχολιάζει τη γενεαλογία του Ιησού από<br />

τον Αβραάμ έως τον Δαυίδ, από τον Δαυίδ μέχρι τη μετοικεσία Βαβυλώνος,<br />

από τη μετοικεσία Βαβυλώνος μέχρι τον Ιωσήφ το μνήστορα.<br />

Η έμφαση στο συγκεκριμένο επίγραμμα, όπως και στις ιδιαίτερες<br />

παραστάσεις του μνημείου –την Απογραφή του Κυρηνίου<br />

και το Ενύπνιο του Ιωσήφ–, δίνεται στο ζήτημα της καταγωγής, καταρχήν<br />

μέσα από τη δαυιδική καταγωγή του Ιωσήφ, του πατέρα της<br />

θείας οικογένειας, αλλά και στη συνέχεια μέσα από τη δαυιδική καταγωγή<br />

της Θεοτόκου, της μητέρας του Θεανθρώπου, στην παράσταση<br />

της Ρίζας Ιεσσαί.<br />

Σε άρθρο του για την παράσταση της Ρίζας Ιεσσαί στο καθολικό<br />

της Μονής Μαυριώτισσας, στην Καστοριά, ο Τ. Παπαμαστοράκης,<br />

με ιδιαίτερα αναλυτικό και οξυδερκή τρόπο, εξηγεί πως για τη «ράβδο<br />

εκ της Ρίζης Ιεσσαί», την Παναγία, τονίζεται η δαυιδική καταγωγή<br />

της μέσω της καταγωγής του Ιωσήφ, ώστε να συνάγεται και η αντί-<br />

41<br />

Βλ. παραπάνω σημ. 4, 11, 14.<br />

42<br />

Βλ. παραπάνω σημ. 17.<br />

43<br />

Για τη Ρίζα Ιεσσαί στο μνημείο βλ. παρακάτω σημ. 47. Μία επιπλέον<br />

σπάνια ιδιαίτερη παράσταση αποτελεί η απεικόνιση σκηνής θαύματος<br />

του αγίου Ρωμανού του λεγόμενου Σκλεποδιώκτη, προστάτη και θεραπευτή<br />

των αλόγων. Για τη σύνδεση της εν λόγω απεικόνισης με μνημεία συνδεδεμένα<br />

με τους Καλλέργηδες και ενδεχομένως το δικαίωμά τους να διατηρούν<br />

στην ιδιοκτησία τους πολεμικά άλογα βλ. Ν. Πύρρου, Θεραπευτής<br />

και πεταλωτής: Νέα στοιχεία για τον Ρωμανό τον Σκλεποδιώκτη από τη<br />

μνημειακή ζωγραφική της Κρήτης, ΔΧΑΕ 34 (2013), σ. 167-178. Η χρονολόγηση<br />

μάλιστα της εν λόγω παράστασης στο πρώτο στρώμα τοιχογράφησης<br />

του μνημείου (βλ. Μπορμπουδάκη, Η τοιχογραφική διακόσμηση<br />

του ναού της Παναγίας, ό.π., σημ. 102) σημαίνει ότι ενδεχομένως ήδη<br />

από την φάση κατασκευής του πρώτου κλίτους του Αγίου Γεωργίου το<br />

μνημείο συνδεόταν με την οικογένεια των Καλλεργών.


ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΒΙΒΛΟΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ<br />

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΜΕΡΩΝΑ<br />

355<br />

στοιχη του Ιησού από τον Δαυίδ τον βασιλέα. Οι υπόλοιποι προπάτορες<br />

στην παράσταση της Ρίζας απεικονίζονται επίσης ως αδιάσπαστος<br />

κρίκος στην αλυσίδα της ευγενικής καταγωγής 44 . Ιδιαίτερα κατά<br />

τη διάρκεια του 12ου αι. και εξής εμφανίζονται αντίστοιχες αναγωγές<br />

για τους αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης με σκοπό να τονιστεί<br />

η ευγενική και αριστοκρατική καταγωγή τους ως αρετή μεγάλης αξίας<br />

στο πλαίσιο του εγκωμίου τους. Στη φιλολογία, τη ρητορική και<br />

γενικά στον πνευματικό λόγο των λογίων της εποχής –ανάμεσα τους<br />

ο Θεόδωρος Πρόδρομος– 45 , ιδιαίτερα στα επιγράμματα του 12ου<br />

αι., αντίστοιχες εκφράσεις με φυτολογικό περιεχόμενο (ἀναδενδράς,<br />

βλάστη, βλαστός, κλάδος, δένδρο ...), αποδίδουν αυτήν την υψηλή καταγωγή.<br />

Λίγο αργότερα, την πρώιμη εποχή των Παλαιολόγων, ο Μιχαήλ<br />

Η' διεκδικεί ως νέος Δαυίδ ή νέος Χριστός αντίστοιχη ευγένεια:<br />

όπως ο Δαυίδ, όπως ο Χριστός, έτσι και ο αυτοκράτορας 46 . Η συγκέντρωση<br />

ανάλογων συμβολισμών σε σχέση με την καταγωγή, όπως<br />

η Ρίζα Ιεσσαί και το υπό μελέτη επίγραμμα, στην Παναγία στον Μέρωνα<br />

47 , είναι δυνατόν να περιέχουν ανάλογες συνδηλώσεις.<br />

Η καταγωγή από τον Δαυίδ, όπως τονίζεται στη «Βίβλο Γενέσεως»<br />

του Ματθαίου και τα υπόλοιπα ευαγγελικά χωρία 48 , φαίνεται<br />

ακριβώς να αξιοποιείται από το πνεύμα του 12ου αι. που στο πλαίσιο<br />

44<br />

Τ. Παπαμαστοράκης, Ένα εικαστικό εγκώμιο του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου:<br />

Οι εξωτερικές τοιχογραφίες στο καθολικό της μονής της Μαυριώτισσας<br />

στην Καστοριά, ΔΧΑΕ 15 (1989-1990), σ. 221-240.<br />

45<br />

Παπαμαστοράκης, Ένα εικαστικό εγκώμιο, σ. 230, σημ. 55.<br />

46<br />

Παπαμαστοράκης, Ένα εικαστικό εγκώμιο, σ. 236.<br />

47<br />

Για την αναλυτική περιγραφή της Ρίζας Ιεσσαί στον Μέρωνα βλ.<br />

Spatharakis-van Essenberg, Byzantine Wall Paintings of Crete. v. ΙΙΙ: Αmari<br />

Province, σ. 159-165 (με επιπλέον παραδείγματα από την υπόλοιπη Κρήτη)·<br />

επίσης στη Μαρία Μπορμπουδάκη, όπου και ο σχολιασμός του θέματος<br />

με βάση ανάλογες απεικονίσεις της περιόδου και της Κρήτης (βλ. Η τοιχογραφική<br />

διακόσμηση, ό.π., σημ. 84-95) και Βorboudakis, The Church<br />

of the Virgin of Meronas, σ. 112· τέλος μία κάπως διαφορετική περιγραφή<br />

των σκηνών στο Στ. Γ. Γουλούλης, «Ρίζα Ιεσσαί». Ο σύνθετος εικονογραφικός<br />

τύπος (13ος-18ος αι.). Γένεση, ερμηνεία και εξέλιξη ενός μύθου, Θεσσαλονίκη<br />

2007, σ. 381-382. Είναι ενδεικτικό ότι και στον κώδικα υπ. αρ. 9 της<br />

Μυτιλήνης, εικονίζεται σε μικρογραφία η Ρίζα Ιεσσαί (φ. 8v), επίσης στην<br />

αρχή του Ευαγγελίου του Ματθαίου, και μόλις στο επόμενο φύλλο μετά<br />

την μικρογραφία που απεικονίζει το επίγραμμα «εἰς τὸ Βίβλος γενέσεως».<br />

Βλ. Vokotopoulos, L’évangile illustré de Mytilène, σ. 180, εικ. 6.<br />

48<br />

Το ευαγγέλιο του Ματθαίου άλλωστε ήδη αρκετά πρώιμα λόγω της εναρκτήριας<br />

ενότητάς του έχει συνδεθεί με τους προπάτορες και το θέμα της<br />

καταγωγής. Βλ. για τη σύνδεση μικρογραφιών προπατόρων σε χειρόγραφα


356 ΜΑΝΟΛΗΣ Σ. ΠΑΤΕΔΑΚΗΣ<br />

του γράφεται το επίγραμμα-σχόλιο του Θεοδώρου Προδρόμου 49 .<br />

Εφόσον ο κτήτορας του μνημείου και του εικονογραφικού του προγράμματος<br />

είναι ο Ματθαίος Καλλέργης, ενδεχομένως οι παραπομπές<br />

που γίνονται είναι παραπάνω από σκόπιμες. Η επιλογή του επιγράμματος,<br />

στη συγκεκριμένη θέση στο κεντρικό κλίτος, δεν υπονοεί<br />

μόνον το όνομα του κτήτορα (που έχει το ίδιο όνομα με τον ευαγγελιστή)<br />

αλλά και την ευγενική του καταγωγή: όπως ο Χριστός έτσι και<br />

ο Ματθαίος Καλλέργης έχει παλαιά και βασιλική-ευγενική καταγωγή.<br />

Έχει άλλωστε ήδη επισημανθεί η διεκδίκηση της νομιμοποίησης<br />

της ευγενικής καταγωγής των Καλλεργών και η αναγωγή της στην<br />

αυτοκρατορική βυζαντινή-ρωμαϊκή οικογένεια των Φωκάδων 50 , ένας<br />

ισχυρισμός που ήταν ανάγκη ακόμη περισσότερο να τονιστεί τότε,<br />

σχεδόν συγχρόνως και με την απόκτηση της βενετικής ευγένειας.<br />

Αξίζει να παρατηρηθεί η διάταξη των μορφών του ευαγγελιστή<br />

Ματθαίου και του ευαγγελιστή Μάρκου εκατέρωθεν πάνω από το<br />

επίγραμμα, στο ανώτερο τμήμα του μετώπου του πεσσού, σε συνδυασμό<br />

με το οικόσημο της οικογένειας των Καλλεργών, αριστερά<br />

και δίπλα στη μορφή του ευαγγελιστή Ματθαίου στον βόρειο τοίχο<br />

του κλίτους 51 , στην αρχή του σφενδονίου του τόξου όπου εικονίζονται<br />

οι άγιοι Δέκα εν Κρήτη μάρτυρες 52 . Αν διαβάζουμε σωστά<br />

με το ευαγγέλιο του Ματθαίου (Παπαμαστοράκης, Ένα εικαστικό εγκώμιο,<br />

σ. 231 σημ. 42 και σημ. 51).<br />

49<br />

Όπως φαίνεται και στο Γουλούλης, «Ρίζα Ιεσσαί», σ. 239 σημ. 35, 240 σημ.<br />

42, 245 σημ. 77, 257 σημ. 154, 258 σημ. 156, 284-285, ο Θεόδωρος<br />

Πρόδρομος θεματικά επενδύει στο ζήτημα της αυτοκρατορικής καταγωγής,<br />

ειδικά μέσα από τον μεταφορικό λόγο που αναφέρεται στη ανάπτυξη του<br />

νέου φυτού για να δηλώσει την καταγωγή. Όπως εύστοχα διατύπωσε ο<br />

Παπαμαστοράκης, Ένα εικαστικό εγκώμιο, σ. 238 « ... ανιχνεύονται και<br />

ρητορικά σχήματα που έχουν μεταφερθεί στη εικαστική γλώσσα. ... ».<br />

50<br />

Αξίζει να σημειωθεί ένα απόσπασμα από την ἱστορία του Μιχαήλ Ατταλειάτη<br />

(11ος αι.), όπου η καταγωγή των Φωκάδων ανάγεται στον Μεγάλο Κωνσταντίνο:<br />

«εὑρήσει κατηγμένους αὐτοὺς ἀπὸ τοῦ τρισμάκαρος καὶ μεγάλου Κωνσταντίνου»<br />

(σ. 217-220· εκδ. Brunet de presle-Bekker). Βλ. Luzzatti-<br />

Lagana, La funzione politica della memoria di Bisanzio, σ. 419, σημ. 61.<br />

51<br />

Βλ. Spatharakis-van Essenberg, Byzantine Wall Paintings of Crete. v. ΙΙΙ:<br />

Αmari Province, το σχέδιο στη σ. 122, δίπλα στον Ματθαίο (αρ. 16), το οικόσημο<br />

των Καλλεργών (αρ. 15), ενώ από την άλλη πλευρά ο ευαγγελιστής<br />

Μάρκος (αρ. 17), και κάτω από τους δύο το επίγραμμα (αρ. 28) και την<br />

περιγραφή στη σ. 133. Σε αντίστοιχη θέση εικονίζονται οι ευαγγελιστές<br />

στην Κερά-Καρδιώτισσα, στον νομό Λασιθίου (βλ. Κ. Γιαπιτσόγλου, Προσκυνητάριον<br />

Ιεράς Μονής Καρδιωτίσσης, Θεσσαλονίκη 2013, σ. 57).<br />

52<br />

Υποψιασμένος για τους συμβολισμούς, παρόλο που οι άγιοι Δέκα δεν


ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΒΙΒΛΟΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ<br />

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΜΕΡΩΝΑ<br />

357<br />

τους συμβολισμούς, δίπλα στην απεικόνιση του ευαγγελιστή Ματθαίου,<br />

το οικόσημο δηλώνει ότι ο κτήτορας είναι ο Ματθαίος Καλλέργης·<br />

δεξιά ο ευαγγελιστής Μάρκος θα μπορούσε να υπαινίσσεται<br />

είναι στρατιωτικοί μάρτυρες, ο συντάκτης του λήμματος για την Παναγία<br />

στον Μέρωνα (στον τόμο Spatharakis-van Essenberg, Byzantine Wall<br />

Paintings of Crete. v. ΙΙΙ: Αmari Province, σ. 133· πρβλ. σ. 173) παρατηρεί:<br />

«Below these saints, the second coat of arms of the Kallergis family<br />

within the church is depicted. Βy placing the coat of arms below of<br />

these military saints, Kallergis clearly asks their protection for his military<br />

enterprises against the Venetians.» Πρβλ. Μπορμπουδάκης, Οι τοιχογραφίες<br />

της Παναγίας του Μέρωνα, σ. 410. Αναρωτιόμαστε αν η σχεδόν<br />

σύγχρονη τότε θυσία των τριών Καλλεργών από την Κίσσαμο, αδελφών<br />

Ιωάννη, Γεωργίου και Αλεξίου, στα 1367, μετά μάλιστα από την εμπλοκή<br />

τους στην αποστασία του Αγίου Τίτου (1363-66), την επικήρυξή τους και<br />

την εκ νέου αποτυχημένη επανάσταση στη δυτική Κρήτη, απηχείται επίσης<br />

μέσα από τις παραπάνω συνδέσεις. Βλ. Γ. Κ. Παπάζογλου, «Ὃς τὸν τοῦ<br />

μαρτυρίου δέχεται στέφανον», σ. 9-35. Το κείμενο που εκδίδει ο Παπάζογλου,<br />

από αυτόγραφο χειρόγραφο του Ιωσήφ Φιλάγρη, από άγνωστο<br />

συντάκτη, φέρει ξεκάθαρα αγιολογικά χαρακτηριστικά ενός μαρτυρίου,<br />

ενώ οι εγκωμιαζόμενοι παρουσιάζονται ως μάρτυρες, ειδικά ο Αλέξιος<br />

που εκτελέσθηκε χωριστά στον Χάνδακα: «... Ἑπτὰ λοιπὸν ἡμέρας τῷ τάφῳ<br />

κατακλεισθεὶς, τῇ ὀγδόῃ, ἥτις τοῦ μέλλοντός ἐστιν αἰῶνος τεκμήριον, τὸν ἅπαντα<br />

χῶρον εὐωδίας πλείστης πεπλήρωκεν.» (ό.π. σ. 34) Ανάλογα μπορούν να<br />

ερμηνευθούν οι τρεις παίδες οι εν Καμίνω στη παράσταση της Ρίζας<br />

Ιεσσαί στον Μέρωνα (Spatharakis-van Essenberg, Byzantine Wall Paintings<br />

of Crete. v. ΙΙΙ: Αmari Province, σ. 162)· ενδεχομένως παραπέμπουν στο<br />

μαρτύριο των τριών αδερφών Καλλέργηδων στα Χανιά. Άλλωστε η Μαρία<br />

Μπορμπουδάκη χρονολογεί τη διακόσμηση του μνημείου στην περίοδο<br />

μετά τα γεγονότα. (Βλ. Βorboudakis, The Church of the Virgin of Meronas,<br />

σ. 113) Άλλη μία μαρτυρική μορφή της ίδιας περιόδου ο Άνθιμος ο<br />

Ομολογητής, μητροπολίτης Αθηνών και πρόεδρος Κρήτης, πέθανε στη<br />

φυλακές του Χάνδακα περίπου στα 1370-71. Στο λεγόμενο Συνοδικό της<br />

Συβρίτου αναφέρεται ως ο τελευταίος ορθόδοξος επίσκοπος στο νησί με<br />

την εξής μνεία: «Ἀνθίμου νέου ὁμολογητοῦ καὶ ἀρχιεπισκόπου Κρήτης αἰωνία<br />

ἡ μνήμη», μία φράση που με τους προσδιορισμούς νέου ὁμολογητοῦ αναδεικνύει<br />

τόσο το πρόσφατο του θανάτου του όσο και τη μαρτυρική του<br />

κατάταξη. (Βλ. Laurent, Le Synodicon de Sybrita, σ. 389, 405-411).<br />

Μάλιστα στο ίδιο Συνοδικό το όνομά του ακολουθεί αυτό του «Μακαρίου<br />

ἀρχιεπισκόπου Κρήτης» ο οποίος μαρτυρείται μάλλον ότι επιχωρίαζε και<br />

στην περιοχή της Συβρίτου, στη σημερινή Πατσώ Αμαρίου. Βλ. σχετικά<br />

Μ. Γ. Ανδριανάκης, Ο ναός της Παναγίας στην Πατσώ Αμαρίου, στο Ευμάθιος<br />

Φιλοκάλης, σ. 59. Για τη συζήτηση σχετικά με την έδρα του ορθόδοξου<br />

επισκόπου βλ. Ειρ. Βλαχάκη, Η διαθήκη της Αγνής, κόρης του<br />

Αλεξίου Καλλέργη (1331) και ο ορθόδοξος επίσκοπος Μακάριος, Πεπραγμένα<br />

του Ε΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. Β΄, Ηράκλειο 1985,<br />

σ. 56-63.


358 ΜΑΝΟΛΗΣ Σ. ΠΑΤΕΔΑΚΗΣ<br />

τη Βενετία, ενώ ακριβώς από κάτω από τους δύο ευαγγελιστές το<br />

επίγραμμα για τη Βίβλο γενέσεως θα μπορούσε να μιλάει για τη διπλή<br />

ευγενική καταγωγή της οικογένειας τόσο από την ντόπια κρητικήκωνσταντινουπολίτικη<br />

ευγένεια των Φωκάδων –που τονίζεται και<br />

από τις μορφές των μαρτύρων αγίων Δέκα ακριβώς πάνω από το<br />

οικόσημο– 53 όσο και από τη βενετική ρίζα της. Κοντά στα παραπάνω<br />

στοιχεία, στον ίδιο χώρο του κεντρικού κλίτους –στο δυτικό τοίχο–<br />

βρίσκεται η παράσταση της Ρίζας Ιεσσαί αλλά και απέναντι η σχεδόν<br />

κατεστραμμένη κτητορική επιγραφή, στοιχεία που επίσης συμπλήρωναν<br />

τις εμφατικές στιγμές της αφήγησης για την ευγενική καταγωγή<br />

των κτητόρων, μέσα στο εν λόγω μνημείο, όπως παρουσιάσθηκαν<br />

παραπάνω.<br />

Η παρούσα μελέτη, με τη δημοσίευση του αταύτιστου μέχρι<br />

σήμερα επιγράμματος του Θεοδώρου Προδρόμου, το οποίο βρίσκεται<br />

σε περίοπτο σημείο της γραπτής διακόσμησης του κλίτους<br />

της Παναγίας στον Μέρωνα, επιχείρησε καταρχήν την ανάγνωση<br />

και παρουσίαση της επιγραφής, καθώς και την ανάλυση και ερμηνεία<br />

του κειμένου με βάση την πρόθεση του ίδιου του συγγραφέα τον<br />

12ο αι., το νόημα του εναρκτήριου χωρίου από το ευαγγέλιο του<br />

Ματθαίου στο οποίο βασίζεται, αλλά και τις πνευματικές ζυμώσεις<br />

στο Βυζάντιο κατά τους επόμενους πρώτους αιώνες των Παλαιολόγειων<br />

χρόνων. Οι αρχικά αδύναμες ενδείξεις ότι το εν λόγω επίγραμμα<br />

μπορούσε να είναι συνοδευτικό σε χειρόγραφο (βιβλιακό),<br />

έγιναν περισσότερο ξεκάθαρες μέσα από το ιδιάζον επίτιτλο-μικρογραφία<br />

στην αρχή του ευαγγελίου του Ματθαίου από το τετραευάγγελο<br />

της Μυτιλήνης. Ακόμη κι αν δεν είναι δυνατόν να ανιχνευθεί<br />

ακριβώς η σειρά δημιουργίας της απεικόνισης σε σχέση με το επίγραμμα,<br />

ή το αρχέτυπο πλαίσιο που πιθανόν περιείχε μαζί το κείμενο<br />

και την εικαστική του αναπαράσταση, είναι σαφές ότι οι δύο τρόποι<br />

αφήγησης σχετίζονται, μέσα από λεπτομέρειες της σύνθεσης, όπως<br />

η χαρακτηριστική χειρονομία του Ματθαίου που εικονογραφικά<br />

δείχνει τον Χριστό-Εμμανουήλ αλλά και συμβολικά αποδεικνύει<br />

την καταγωγή του Χριστού. Συγχρόνως το κείμενο του επιγράμματος<br />

και ο εμφατικός λόγος περί καταγωγής του Ιησού από τους προπά-<br />

53<br />

Το οικόσημο υπάρχει και στο δεύτερο-απέναντι άκρο του σφενδονίου του<br />

τόξου με τις απεικονίσεις των αγίων Δέκα. Βλ. Spatharakis-van Essenberg,<br />

Byzantine Wall Paintings of Crete. v. ΙΙΙ: Αmari Province, σ. 124-125.


ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΒΙΒΛΟΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ<br />

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΜΕΡΩΝΑ<br />

359<br />

τορες της Παλαιάς Διαθήκης, συνδέεται με παρόμοιες συνδηλώσεις<br />

από παραστάσεις στο ίδιο μνημείο (σχετικές με τον Ιωσήφ τον<br />

Μνήστορα, Ρίζα Ιεσσαί, οικόσημα της οικογένειας), ενώ η δυναμική<br />

του μηνύματός του είναι δυνατόν να ερμηνευθεί μέσα στο πλαίσιο<br />

της ταραγμένης εποχής των κρητικών επαναστάσεων, της διεκδίκησης<br />

προνομίων και της αντίστασης στις βενετικές αρχές από τον<br />

κλάδο των Καλλεργών στην περιοχή της Συβρίτου, με βάση τις σχετικές<br />

ιστορικές μαρτυρίες που διαθέτουμε. Πιστεύ ουμε ότι η παράθεση<br />

και η επιλογή του επιγράμματος δεν έγινε τυχαία, αλλά το μήνυμά<br />

του στόχευε να δηλώσει τη στάση και τη θέση του κτήτορα του<br />

μνημείου για την ευγενική καταγωγή και τα ηγεμονικά κεκτημένα<br />

της οικογένειάς του, στον Μέρωνα αλλά και ευρύτερα την κοινωνία<br />

της Κρήτης, στα τέλη του 14ου και τις αρχές του 15ου αι.


Εικ. 2. Η κόλαση, τοιχογραφία, γύρω στο 1400.


Τζένη Αλμπάνη<br />

Εἰ δὲ κακὰ ἐργάζῃ,<br />

φοβήθητι τὸν Κριτήν 1 .<br />

Σχόλια σε τοιχογραφία<br />

με ποινές αμαρτωλών<br />

στον Άγιο Ιωάννη της Αξού<br />

Μυλοποτάμου, Κρήτη<br />

Ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στο κοιμητήριο του<br />

χωριού Αξός, στην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνου,<br />

είναι ένα μονόκλιτο καμαροσκεπές κτίριο (εικ. 1), εξωτερικών διαστάσεων<br />

10.00 x 5.10 μ. Εσωτερικά ενισχύεται με δύο σφενδόνια<br />

και είναι διακοσμημένος με τοιχογραφίες που χρονολογούνται με<br />

βάση εικονογραφικά και τεχνοτροπικά κριτήρια γύρω στο 1400 2 .<br />

1<br />

Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Τὰ Ἱερὰ Παράλληλα, PG, 95, στ. 1165D. Μια<br />

πρωιμότερη εκδοχή αυτού του άρθρου παρουσιάσθηκε στο συνέδριο<br />

«The Place of Hell. Topographies–Structures–Genealogies» (Λονδίνο,<br />

King’s College και The Warburg Institute, 31 Μαΐου–1 Ιουνίου 2013).<br />

Η περίληψη στο http://www.open.ac.uk/Arts/damned-in-hell/the-placeof-hell-programme-abstracts.pdf,<br />

σ. 8. Θα ήθελα να ευχαριστήσω και<br />

από αυτή τη θέση τον κ. Μιχάλη Ανδριανάκη, Επίτιμο Διευθυντή της<br />

28ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, για την παραχώρηση της άδειας<br />

μελέτης και δημοσίευσης των τοιχογραφιών του μνημείου. Ευχαριστώ<br />

επίσης τους επιστημονικούς επιμελητές του τόμου κ. Κώστα Γιαπιτσόγλου<br />

και κ. Μανόλη Πατεδάκη για τις σημαντικές υποδείξεις τους αναφορικά<br />

με το κείμενο.<br />

2<br />

Για τον ναό του Αγίου Ιωάννη στην Αξό και τις τοιχογραφίες του βλ. G.<br />

Gerola, Monumenti veneti nell’isola di Creta, τ. II, Βενετία 1908 (στο εξής<br />

Gerola, Monumenti veneti), σ. 343-344, αρ. 31. G. Gerola, Κ. Λασιθιωτάκης,<br />

Τοπογραφικός κατάλογος των τοιχογραφημένων εκκλησιών της Κρήτης,<br />

Ηράκλειο 1961 (στο εξής Gerola-Λασιθιωτάκης, Τοπογραφικός κατάλογος),<br />

αρ. 297. K. Gallas, K. Wessel, M. Borboudakis, Byzantinisches Kreta. Reise<br />

und Studium, Mόναχο 1983, σ. 347-348. M. Bissinger, «II. Teil: K. in<br />

mittel- u. spätbyz. Zeit bis ins frühe 16. Jh.», Reallexikon zur byzantinischen


362 ΤΖΕΝΗ ΑΛΜΠΑΝΗ<br />

Εικ. 1.<br />

Ο ναός του Αγίου Ιωάννη<br />

στην Αξό από BΔ.<br />

Ο τοιχογραφικός αυτός διάκοσμος ακολουθεί μια εκλεπτυσμένη τεχνοτροπική<br />

τάση η οποία ανιχνεύθηκε από τον Μανόλη Μπορμπουδάκη<br />

σε μια ομάδα υστεροβυζαντινών μνημείων του τέλους του<br />

Kunst, τ. IV, στ. 905-1174, σποράδην. M. Bissinger, Kreta. Byzantinische<br />

Wandmalerei [Münchener Arbeiten zur Kunstgeschichte und Archäologie,<br />

Bd. 4], Μόναχο 1995, σ. 212, αρ. 194. Ι. Σπαθαράκης, Βυζαντινές τοιχογραφίες<br />

Νομού Ρεθύμνου, Ρέθυμνο 1999, σ. 72-73. Μ. Τroulis, The Holy<br />

Metropolis of Rethymna and Avlopotamos. History-Monuments-Art Treasures,<br />

Ρέθυμνο 2000, σ. 69-70. Τζ. Aλμπάνη, Οι τοιχογραφίες του ναού του<br />

Αγίου Ιωάννη στην Αξό Μυλοποτάμου, στο Ει. Γαβριλάκη-Γ. Ζ. Τζιφόπουλος,<br />

Ο Μυλοπόταμος από την Αρχαιότητα ώς σήμερα. Περιβάλλον-Αρχαιολογία-Ιστορία-Λαογραφία-Κοινωνιολογία.<br />

V: Βυζαντινοί Χρόνοι. Πρακτικά Διεθνούς<br />

Συνεδρίου, Ρέθυμνο 2006 (στο εξής Αλμπάνη, Οι τοιχογραφίες), σ.<br />

159-196. J. Albani, Sins and Punishment. A Representation of the Last<br />

Judgement in the Church of St. John at Axos, Crete, Proceedings of the<br />

Second International Symposium «Christianity in Our Life: Past, Present, Future»<br />

(Tbilisi 22-27 November 2005) [=Logos. Journal of the International<br />

Center of Christian Studies IV], Τυφλίδα 2007, σ. 328-332. Ι. Spatharakis,<br />

Byzantine Wall Paintings of Crete. Vol. II. Mylopotamos Province, Leiden<br />

2010 (στο εξής Spatharakis, Byzantine Wall Paintings ... Μylopotamos), σ.<br />

97-119, αρ. 10.


ΣΧΟΛΙΑ ΣΕ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΠΟΙΝΕΣ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ<br />

ΤΗΣ ΑΞΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ<br />

363<br />

14ου και των αρχών του 15ου αι., κυρίως στη δυτική Κρήτη, και<br />

συνδέθηκε με τις καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες της μεγάλης οικογένειας<br />

των Καλλεργών και τη διασπορά κωνσταντινουπολιτών ζωγράφων<br />

στην Κρήτη τον 14ο αι. 3<br />

Καθώς ο ναός του Αγίου Ιωάννη είχε, πιθανώς, και στους βυζαντινούς<br />

χρόνους κοιμητηριακό χαρακτήρα 4 , περιλαμβάνει στο εικονογραφικό<br />

του πρόγραμμα μια πληθωρική σύνθεση της Δευτέρας<br />

Παρουσίας η οποία έχει θέση στο δυτικό τμήμα του κυρίως ναού.<br />

Συγκεκριμένα στο κλειδί του δυτικού σφενδονίου εικονίζεται η Χειρ<br />

του Θεού και στο δυτικό τμήμα της καμάρας διατάσσονται εννιά<br />

σκηνές με εσχατολογικό περιεχόμενο: Χορός προφητών, Χορός ιεραρχών<br />

και Χορός μαρτύρων σε τρία διάχωρα του νότιου μισού της<br />

και χαμηλότερα ο Παράδεισος. Αντιστοίχως, σε τρία διάχωρα του<br />

βόρειου μισού της καμάρας παριστάνονται Χορός αγίων γυναικών,<br />

Χορός μοναχών και ερημιτών, Χορός οσίων γυναικών και χαμηλότερα Η<br />

Γη αποδίδει τους νεκρούς και η Θάλασσα αποδίδει τους νεκρούς.<br />

Στο τύμπανο του δυτικού τοίχου διατηρείται ελάχιστα το κεντρικό<br />

εικονογραφικό θέμα της σύνθεσης της Δευτέρας Παρουσίας:<br />

η Δέηση, πλαισιωμένη από αγγέλους. Χαμηλότερα διακρίνονται η<br />

Ετοιμασία του Θρόνου, μπροστά από την οποία γονατίζουν ο Αδάμ<br />

και η Εύα, και οι δώδεκα απόστολοι ένθρονοι σε δύο διάχωρα<br />

δεξιά και αριστερά της Ετοιμασίας.<br />

Τέλος, στην κατώτερη ζώνη του δυτικού τοίχου, στα δεξιά της<br />

θύρας, παριστάνεται η Κόλαση την οποία συνθέτουν δεκαεπτά μικρά<br />

διάχωρα (εικ. 2). Στο πάνω τμήμα της διαμορφώνεται ένα ορθογώνιο<br />

διάχωρο μέσα στο οποίο μαύροι δαίμονες σε ζωηρή κίνηση<br />

προβάλλονται σε κόκκινο βάθος. Χαμηλότερα, σε τρεις οριζόντιες<br />

σειρές, διατάσσονται δώδεκα τετράγωνα διάχωρα μέσα στα οποία,<br />

πάνω σε λευκό βάθος, εικονίζονται από ένας ή δύο αμαρτωλοί που<br />

υποβάλλονται σε ατομικές τιμωρίες. Στο κατώτερο μέρος της σύνθεσης<br />

διαμορφώνονται τέσσερα ορθογώνια διάχωρα σε σειρά, τα<br />

οποία διατηρούνται ελάχιστα. Στο πρώτο από αριστερά διαβάζουμε<br />

Ο ΑΚΙΜΗΤΟ[C CΚΩΛΗΞ], ενώ στο τελευταίο ΤΟ CΚΟΤΟC ΤΟ ΕΞΩ-<br />

ΤΕΡΟ. Στα δύο ενδιάμεσα πιθανώς να εικονίζονταν ο Βρυγμός των<br />

οδόντων και το Άσβεστον πυρ.<br />

3<br />

Μ. Μπορμπουδάκης, Οι τοιχογραφίες της Παναγίας του Μέρωνα και μια<br />

συγκεκριμένη τάση της κρητικής ζωγραφικής, Πεπραγμένα του Ε΄ Διεθνούς<br />

Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. Β΄, Ηράκλειο 1985, σ. 396-412.<br />

4<br />

Αλμπάνη, Οι τοιχογραφίες, σ. 191.


364 ΤΖΕΝΗ ΑΛΜΠΑΝΗ<br />

Η εικονογραφική μελέτη των ατομικών ποινών των αμαρτωλών<br />

5 μπορεί να μας δώσει ενδιαφέροντα στοιχεία για τον ηθικό<br />

κώδικα της τοπικής κοινωνίας. Στο πρόσωπό τους καταδικάζονται<br />

συγκεκριμένα αδικήματα που θεωρούνταν αξιόμεμπτα και, κατά τις<br />

μεσαιωνικές αντιλήψεις, αποδίδονταν στην επέμβαση συγκεκριμένων<br />

για κάθε αμάρτημα δαιμόνων 6 . Όπως και σε άλλες παραστάσεις<br />

της Δευτέρας Παρουσίας, ήδη από τον 13ο αι., οι φιλολογικές<br />

πηγές των ατομικών ποινών στον ναό της Αξού μπορούν να αναζητηθούν<br />

σε απόκρυφα κείμενα, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται<br />

η Ἀποκάλυψις τῆς Θεοτόκου, η Ἀποκάλυψις τοῦ Πέτρου και η Ἀποκάλυψις<br />

τοῦ Παύλου 7 . Είναι επίσης πιθανό, στην εικαστική απόδοση των<br />

5<br />

Απλή μνεία για 17 από τους κολασμένους της Αξού σε Gerola, Monumenti<br />

veneti, σ. 343-344. Gerola-Λασιθιωτάκης, Τοπογραφικός κατάλογος, σ. 125.<br />

Βλ. επίσης Σ. Ν. Μαδεράκης, Η κόλαση και οι ποινές των κολασμένων<br />

σαν θέματα της Δευτέρας Παρουσίας στις εκκλησίες της Κρήτης. Γ΄. Οι<br />

ποινές, Ύδωρ εκ Πέτρας 2 (1979) (στο εξής Μαδεράκης, Η κόλαση και οι<br />

ποινές), σ. 21-80, σ. 23, 74-76, 78-79. Αλμπάνη, Οι τοιχογραφίες,<br />

2006, σ. 180-184, εικ. 20-23. Spatharakis, Byzantine Wall Paintings ...<br />

Μylopotamos, σ. 110-112, εικ. 139.<br />

6<br />

Όπως, για παράδειγμα, του δαίμονα της αλαζονείας, της συκοφαντίας,<br />

του φθόνου, του θυμού, της λαιμαργίας, της μέθης της πορνείας. Οι<br />

λαϊκές αυτές πεποιθήσεις πηγάζουν από λαοφιλή μεσαιωνικά αναγνώσματα,<br />

όπως Τὰ Ἱερὰ Παράλληλα. «Οὐ πάντες οἱ δαίμονες τὰ αὐτὰ ἐπιτηδεύματα,<br />

ἢ τὰς αὐτὰς πονηρὰς λειτουργίας ἐπιτάσσονται παρὰ τοῦ<br />

διαβόλου. Ἄλλος γὰρ ἄλλην βδελυρὰν καὶ θεοστυγῆ διακονίαν πεπίστευται.<br />

Καὶ οὗτος μὲν βλασφημίας λογισμοὺς ταῖς τῶν ἀνθρώπων καρδίαις<br />

ἐγγλύφουσιν· ἐκεῖνοι δὲ αἰσχρὰς ἐπιθυμίας ὑποτίθενται τῇ ψυχῇ. Καὶ<br />

ἄλλοι μὲν εἰς κενοδοξίαν, καὶ φθόνον, καὶ τὰ ἑξῆς διεγείρειν εἰώθασιν·<br />

ἄλλοι δὲ τοῖς αἱρετικοῖς τὰς ὕλας τῶν νοημάτων χορηγοῦσιν· ἄλλοι δὲ<br />

περὶ γαστριμαργίαν καὶ μέθην, καὶ πορνείαν σχολάζουσι …». Βλ. Ἰωάννου<br />

τοῦ Δαμασκηνοῦ, Τὰ Ἱερὰ Παράλληλα, PG, 95, στ. 1169Α.<br />

7<br />

D. Mouriki, An unusual Representation of the Last Judgment in a<br />

thirteenth century fresco at St. George near Kouvaras in Attica, ΔΧΑΕ Η'<br />

(1975-1976) (στο εξής Mouriki, An unusual Representation), σ. 163-<br />

164. M. Garidis, Les punitions collectives et individuelles des damnés<br />

dans le Jugement dernier (du XIIe au XIVe siècle), Zbornik za Likovne<br />

Umetnosti 18 (1982) (στο εξής Garidis, Les punitions collectives), σ. 4<br />

κ.ε. Για τις πηγές της εικονογραφίας της σύνθεσης της Δευτέρας Παρουσίας<br />

βλ. επίσης S. Kalopissi-Verti, The Murals of the Narthex: The Paintings<br />

of the Late Thirteenth and Fourteenth Centuries, στο A. Weyl Carr-A.<br />

Nicolaïdès (επιμ.), Asinou Across Time. Studies in the Architecture and Murals<br />

of the Panagia Phorbiotissa, Cyprus [Dumbarton Oaks Studies, 41],<br />

Washington D.C. 2012 (στο εξής Kalopissi-Verti, The Murals of the<br />

Narthex), σ. 131-132.


ΣΧΟΛΙΑ ΣΕ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΠΟΙΝΕΣ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ<br />

ΤΗΣ ΑΞΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ<br />

365<br />

ποινών να έχουν παίξει ρόλο και ηθικοδιδακτικά δημώδη ποιήματα<br />

της υστεροβυζαντινής περιόδου σχετικά με καθόδους στον Άδη.<br />

Επιρροές αυτών των έργων ανιχνεύονται και σε μεταγενέστερα ποιήματα,<br />

όπως στην συλλογή Κατάνυξις ὡφέλιμος του Μαρίνου Τζάνε<br />

Μπουνιαλή (πριν το 1684), στην οποία η Κόλαση και οι ποινές<br />

των αμαρτωλών παρουσιάζονται με αρκετές ομοιότητες προς την<br />

παράσταση της Αξού 8 .<br />

Στο πρώτο διάχωρο της πρώτης σειράς, κοιτάζοντας από αριστερά<br />

προς τα δεξιά, εικονίζονται δύο μορφές κολασμένων, η πρώτη<br />

από τις οποίες διατηρείται αποσπασματικά. Πρόκειται για μια ανδρική<br />

μορφή που διατρυπάται από σπαθί. Το ένα πόδι του αμαρτωλού<br />

είναι δεμένο στο έδαφος, ενώ το άλλο είναι δεμένο από<br />

ψηλά 9 . Με βάση τα εικονογραφικά της χαρακτηριστικά, η μορφή<br />

αυτή ταυτίζεται με τον Φονιά, η απεικόνιση του οποίου είναι ιδιαίτερα<br />

συχνή σε συνθέσεις της Δευτέρας Παρουσίας στην Κρήτη 10 . Γίνεται<br />

έτσι φανερή η σοβαρότητα της πράξης αυτής, την οποία απαγόρευσε<br />

ο Μωσαϊκός Νόμος 11 αλλά και ο Χριστός στην Ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία<br />

του 12 . Τιμωρία ανάλογη με την ποινή του φονιά στην Αξό αποδίδεται<br />

στους φονευτάδες της Κατανύξεως ὡφελίμου 13 . Ο άνδρας με τα δεμένα<br />

χέρια, στο ίδιο διάχωρο, ο οποίος είναι κρεμασμένος από τη γλώσσα<br />

του, ταυτίζεται από την επιγραφή Ο ΒΛΑCΦΗΜΟC. Βλάσφημος είναι<br />

ο άνθρωπος που υβρίζει τα θεία 14 . Τη σοβαρότητα του αμαρτήματος<br />

8<br />

Η συλλογή αυτή εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1684, ενώ<br />

ακολούθησαν και άλλες εκδόσεις της που δείχνουν ότι έγινε ιδιαίτερα<br />

αγαπητή στην Κρήτη. Γ. Πασχαλίδου-Παπαδοπούλου, Η «Κατάνυξις ὡφέλιμος»<br />

του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή, Κρητολογία 12-13 (1981) (στο<br />

εξής Πασχαλίδου-Παπαδοπούλου, Η «Κατάνυξις ὡφέλιμος»), σ. 5 κ.ε.<br />

Για τον συγγραφέα της συλλογής βλ. κυρίως Ν. Τωμαδάκης, Εμμανουήλ,<br />

Κωνσταντίνος και Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής. Φιλολογικόν και βιβλιογραφικόν<br />

διάγραμμα, Κρ. Χρ. 1 (1947), σ. 123-154.<br />

9<br />

Όμοια είναι η απόδοση του φονιά στον τοιχογραφικό διάκοσμο της Παναγίας<br />

στη Σκλαβοπούλα Σελίνου. Βλ. Μαδεράκης, Η κόλαση και οι ποινές,<br />

εικ. 22.<br />

10<br />

Μαδεράκης, Η κόλαση και οι ποινές, σ. 74.<br />

11<br />

Δευτερονόμιο 5.17.<br />

12<br />

Κατά Ματθαίον 5.21.<br />

13<br />

Πασχαλίδου-Παπαδοπούλου, Η «Κατάνυξις ὡφέλιμος», σ. 29.<br />

14<br />

Ε. Κριαράς, Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας. 1100-<br />

1669, τ. Α'-ΙΕ', Θεσσαλονίκη 1968-2006 (στο εξής Κριαράς, Λεξικό της<br />

Μεσαιωνικής), τ. Δ', σ. 129. H. G. Liddel, R. Scott, Μέγα λεξικόν της ελληνικής<br />

γλώσσης (μτφρ. Ξ. Π. Μόσχου, επιστασ. Μ. Κωνσταντινίδου), 4


366 ΤΖΕΝΗ ΑΛΜΠΑΝΗ<br />

αυτού, που οδηγεί στην αιώνια τιμωρία, τονίζουν οι ευαγγελιστές 15 ,<br />

ενώ τιμωρία ανάλογη με του κολασμένου της Αξού περιγράφεται<br />

στην Ἀποκάλυψιν τῆς Θεοτόκου 16 , την Ἀποκάλυψιν του Πέτρου 17 και<br />

την Κατάνυξιν ὡφέλιμον 18 .<br />

Στο επόμενο διάχωρο ο πρώτος αμαρτωλός, ο οποίος συνοδεύεται<br />

από την επιγραφή [Ο Ζ]ΟΥΡΑΡΙC, είναι ο τοκογλύφος. Το<br />

γυμνό σώμα του, διπλωμένο και κρεμασμένο από δύο γάντζους,<br />

περιβάλλεται από φίδι που ετοιμάζεται να του δαγκώσει το πρόσωπο,<br />

ενώ από τα ανήμπορα χέρια του ξεφεύγουν ένα μελανοδοχείο και<br />

μια θήκη με κυλίνδρους. Κρεμασμένο από τα πόδια, να τον κατατρώγουν<br />

σκώληκες, περιγράφουν τον τοκογλύφο τα απόκρυφα κείμενα<br />

19 και η παρουσία του στην εικονογραφία της Κόλασης ανιχνεύεται<br />

από τον 13ο αι. 20 Ως ζουράρις επιγράφεται, ωστόσο, μόνον<br />

στη βενετοκρατούμενη Κρήτη 21 , δεδομένου ότι ετυμολογικά η λέξη<br />

τόμοι, Αθήνα 1925 (στο εξής Liddell-Scott, Μέγα λεξικόν), τ. 1, σ. 494.<br />

G. W. H. Lampe, A Patristic Greek Lexicon, Οξφόρδη 1968, σ. 299.<br />

15<br />

Κατά Ματθαίον 12.31-32, κατά Μάρκον 3.28-30, κατά Λουκάν 12.10.<br />

Για ατιμωρησία της βλασφημίας κριτικάρει, στα μέσα του 14ου αι., ο Ιωσήφ<br />

Βρυέννιος την κοινωνία της εποχής του. L. ΟΕkonomos, L’état intellectuel<br />

et moral des Byzantins vers le milieu du XIVe siècle d’après une<br />

page de Joseph Bryennios, Mélanges Charles Diehl. Premier volume. Histoire,<br />

Paris 1930 (στο εξής ΟΕkonomos, L’état intellectuel), σ. 227.<br />

16<br />

H. Pernot, Descente de la Vierge aux enfers. D’après les manuscrits<br />

grecs de Paris, Revue des Études Grecques XIIΙ (1900) (στο εξής Pernot,<br />

Descente de la Vierge), σ. 249.<br />

17<br />

Μ. R. James, The Apocryphal New Testament being the Apocryphal Gospels,<br />

Acts, Εpistles, and Apocalypses, Οξφόρδη 1926 (στο εξής James, The<br />

Apocryphal), σ. 509. A. Harnack, Bruchstücke des Evangeliums und der<br />

Apocalypse des Petrus, Sitzungsberichte der königlichen Preussischen Akademie<br />

der Wissensschaften zu Berlin XLV/2 (1892), σ. 950.<br />

18<br />

Πασχαλίδου-Παπαδοπούλου, Η «Κατάνυξις ὡφέλιμος», σ. 31.<br />

19<br />

Pernot, Descente de la Vierge, σ. 246. James, The Apocryphal, σ. 523,<br />

544.<br />

20<br />

Πρβλ. την τοιχογραφία της Παναγίας Μαυριώτισσας στην Καστοριά (13ος<br />

αι.). Σ. Πελεκανίδης, Καστορία. Ι. Βυζαντιναί τοιχογραφίαι. Πίνακες [Εταιρεία<br />

Μακεδονικών Σπουδών. Μακεδονική Βιβλιοθήκη, 17], Θεσσαλονίκη<br />

1953, πίν. 81β.<br />

21<br />

Πρβλ. τις απεικονίσεις του στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο στην Κριτσά<br />

(1353/54), στην Παναγία στη Σκλαβοπούλα, στην Αγία Πελαγία στην<br />

Απάνω Βιάνο (Μαδεράκης, Η κόλαση και οι ποινές, σ. 33-34, εικ. 17)<br />

της Κρήτης. Για τη λέξη ζούρα (τοκογλυφία) από την ιταλική usuraia, βλ.<br />

E. Trapp, Lexikon zur byzantinischen Grazität, Βιέννη 1991-2001 (στο<br />

εξής: Trapp, Lexikon), τ. 3, σ. 644. Σε μεταβυζαντινές τοιχογραφίες με


ΣΧΟΛΙΑ ΣΕ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΠΟΙΝΕΣ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ<br />

ΤΗΣ ΑΞΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ<br />

367<br />

προέρχεται από την ιταλική λέξη usuraio. Η ελάχιστα διατηρημένη<br />

ανδρική μορφή δίπλα του είναι κρεμασμένη ανάποδα, πιθανώς με<br />

τα χέρια δεμένα μπροστά στο στήθος. Η αποσπασματικά διατηρημένη<br />

επιγραφή Ο [CA]ΤΥΡ[O]C την ταυτίζει με τον Σάτυρο, άνθρωπο<br />

λάγνο και ασελγή 22 .<br />

Οι μορφές του τρίτου στη σειρά διαχώρου συνοδεύονται από<br />

τις επιγραφές Η ΑΝΙΦΑΝΤΟΥ και Ο ΠΑΡΑΚΑΘΙ(CT)ΙC. Η Ανυφαντού 23 ,<br />

μια ιδιαίτερα φθαρμένη μορφή, είναι όρθια, με δεμένα τα πόδια<br />

και τυλιγμένη με ένα φίδι. Από τα μπράτσα της κρέμονται κουβάρια<br />

με νήμα. Πρόκειται πιθανότατα για μια γυναίκα επαγγελματία που<br />

τιμωρείται, διότι είχε διαπράξει ατιμίες κατά την άσκηση του επαγγέλματός<br />

της, σχετικά με το οποίο υπάρχουν αρκετές μνείες σε νοταριακά<br />

έγγραφα της βενετοκρατούμενης Κρήτης 24 . Ο Παρακαθιστής<br />

είναι επίσης όρθιος και γύρω από το σώμα του τυλίγεται φίδι με τη<br />

γλώσσα απλωμένη προς το στόμα του. Ο αμαρτωλός αυτός, άγνωστος<br />

από άλλες τοιχογραφικές διακοσμήσεις, αναφέρεται, ωστόσο,<br />

στο ποίημα Κατάνυξις ὠφέλιμος 25 αλλά και σε κρητική εκδοχή της<br />

ποινές κολασμένων σε ναούς της Μάνης απαντά και η επιγραφή ζουριαστής.<br />

Ο αμαρτωλός αυτός έχει ταυτισθεί με τον φιλάργυρο ή τον τοκογλύφο.<br />

Βλ. Ευ. Πάντου, Οι ατομικοί κολασμοί των αμαρτωλών σε μεταβυζαντινούς<br />

ναούς της Μάνης, στο Ευ. Π. Ελευθερίου, Α. Μέξια (επιμ.),<br />

Επιστημονικό Συμπόσιο στη μνήμη Νικολάου Β. Δρανδάκη για τη βυζαντινή<br />

Μάνη, Πρακτικά, Σπάρτη 2008-2009, σ. 243. Για τις απεικονίσεις του<br />

ζουράρη στην Κρήτη και την εξάπλωση του φαινομένου της τοκογλυφίας<br />

στο νησί επί βενετοκρατίας βλ. Μ. Βασιλάκη, Οι πλούσιοι πάνε στην κόλαση;<br />

στο Χ. Μαλτέζου (επιμ.), Πλούσιοι και φτωχοί στην κοινωνία της ελληνολατινικής<br />

Ανατολής, Βενετία 1998 (στο εξής Βασιλάκη, Οι πλούσιοι),<br />

σ. 476-481.<br />

22<br />

Liddell-Scott, Μέγα λεξικόν, τ. 4, σ. 41.<br />

23<br />

Για τη λέξη βλ. Κριαράς, Λεξικό της Μεσαιωνικής, τ. Β΄, σ. 286-287. Γ. Ι.<br />

Λούπασης, Γλωσσογεωγραφικά (Ονόματα εις -ου θηλυκά), Κρητική Εστία<br />

6 (1997-1998), σ. 14.<br />

24<br />

X. Α. Μαλτέζου, Η παρουσία της γυναίκας στις νοταριακές πράξεις της περιόδου<br />

της Βενετοκρατίας, Κρητολογία 16-19 (1983-1984) (στο εξής Μαλτέζου,<br />

Η παρουσία της γυναίκας), σ. 75. Χ. Α. Μαλτέζου, Η γυναίκα στη<br />

Βενετοκρατούμενη Κρήτη με βάση τις Nοταριακές πηγές, Αρχαιολογία 21<br />

(1986) (στο εξής Μαλτέζου, Η γυναίκα στη βενετοκρατούμενη), σ. 38-40.<br />

Για το επάγγελμα της υφάντριας βλ. και A. E. Laiou, The Role of Women<br />

in Byzantine Society, JÖB 31/1 (1981) (= XVI. Internationaler Byzantinistenkongress,<br />

Akten I/I) (στο εξής Laiou, The Role of Women), σ. 243-245.<br />

25<br />

Τότες τοῦ παρακαθιστοῦ τ’ ἀφτιὰ θὲ νὰ καρφώνουν | μὲ τὰ σουβλιὰ τὰ<br />

πύρινα νὰ τόνε θανατώνουν (στ. 463-464). Πασχαλίδου-Παπαδοπούλου,


368 ΤΖΕΝΗ ΑΛΜΠΑΝΗ<br />

Εικ. 3.<br />

Ο κτηνοβάτης (;)<br />

και ο ράπτης.<br />

Ἀποκάλυψεως τῆς Θεοτόκου, ένα κείμενο που έχει χρονολογηθεί στο<br />

τέλος της Βενετοκρατίας 26 . Μπορεί να ταυτισθεί με τον ωτακουστή 27<br />

o οποίος, αν κρίνουμε από την τιμωρία του, μεταδίδει τα όσα κρυφακούει.<br />

Η εγκράτεια στον λόγο είναι μια αρετή που αναφέρεται<br />

ήδη στην Παλαιά Διαθήκη 28 , ενώ στην Κρήτη η φλυαρία και το<br />

Η «Κατάνυξις ὡφέλιμος», σ. 32. Όπως δηλώνει ο ποιητής στην Αφιέρωσή<br />

του, στ. 85, τα ποιήματά του είναι γραμμένα «στην γλώσσαν των Ρεθύμνιων<br />

και Κρητικών» (στ. 86). Στο ίδιο, σ. 14, 18.<br />

26<br />

R. M. Dawkins, Κρητική Αποκάλυψις της Παναγίας, Κρ. Χρ. Β΄ (1948),<br />

σ. 491, 494. Για τη χρονολόγηση του κειμένου, βλ. σ. 488.<br />

27<br />

Για την ερμηνεία της λέξης βλ. Κριαράς, Λεξικό της Μεσαιωνικής, τ. ΙΔ΄, σ.<br />

78-79. Για άλλα παράγωγα του ρήματος παρακαθίζω (πολιορκώ) βλ.<br />

Trapp, Lexikon, τ. 6, σ. 1211. Η παρακαθίστρια, με την έννοια της κυρίας<br />

επί των τιμών της αυγούστας, είναι λέξη σε χρήση ήδη από τον 10ο αι. J.<br />

J. Reiske (εκδ.), Constantini Porphyrogeniti Imperatoris De Cerimoniis Aulae<br />

Byzantinae, [Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae], τ. Ι, Βόννη 1829,<br />

κεφ. μα΄, σ. 216, στ. 2.<br />

28<br />

Σοφία Σειράχ 19.10. Παροιμίαι 10.19.


ΣΧΟΛΙΑ ΣΕ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΠΟΙΝΕΣ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ<br />

ΤΗΣ ΑΞΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ<br />

369<br />

κουτσομπολιό συνδέονται στις παραστάσεις των ατομικών ποινών<br />

της Δευτέρας Παρουσίας σχεδόν αποκλειστικά με γυναίκες 29 .<br />

Στο τελευταίο διάχωρο της πρώτης σειράς εικονίζονται δύο<br />

ακόμη αμαρτωλοί (εικ. 3). Ο πρώτος φέρει την επιγραφή Ο ΚΤΗ-<br />

ΜΟΤΙC. Είναι δεμένος χειροπόδαρα, και κρεμασμένος ανάποδα,<br />

ενώ ένα φίδι, ζωσμένο γύρω από το σώμα του, τον γλύφει στα απόκρυφα<br />

μέρη. Έχει επικρατήσει η άποψη ότι ο κολασμένος αυτός<br />

ταυτίζεται με τον Κτηνοβάτη 30 , για τον οποίο η Παλαιά Διαθήκη είχε<br />

ορίσει σκληρή τιμωρία 31 . Ο δεύτερος αμαρτωλός, με την επιγραφή<br />

Ο ΡΑΠΤΗC, εικονίζεται επίσης δεμένος χειροπόδαρα και κρεμασμένος<br />

ανάποδα, με το κεφάλι του ανάμεσα σε φλόγες. Το επάγγελμα<br />

του ράπτη ήταν αρκετά συχνό στην υστεροβυζαντινή περίοδο, όπως<br />

διαφαίνεται σε αρχειακές πηγές 32 . Η απεικόνιση κολασμένου με<br />

την επιγραφή ὁ ράπτης ὅπου κλέπτϊ στην παράσταση της Δευτέρας<br />

Παρουσίας στην Αγία Παρασκευή στην Κίτυρο Σελίνου 33 , επιτρέπει<br />

την υπόθεση ότι ανάλογη απάτη σε βάρος των πελατών του διέπραττε<br />

και ο ράπτης της Αξού.<br />

Στο πρώτο διάχωρο της δεύτερης σειράς, βλέπουμε έναν άνδρα<br />

με την αποσπασματικά διατηρημένη επιγραφή [Ο ΠΛΟΥCIOC] ΛΑ-<br />

ΖΑΡΟC, καθισμένο σε σκαμνί με μαξιλάρι. Δείχνει με το δάχτυλο το<br />

29<br />

Μ. Βασιλάκη, Οι παραστάσεις των κολαζομένων γυναικών στις εκκλησίες<br />

της Κρήτης, Αρχαιολογία 21 (1986) (στο εξής Βασιλάκη, Οι παραστάσεις<br />

των κολαζομένων), σ. 43. Μαδεράκης, Η κόλαση και οι ποινές, σ. 30,<br />

33, 48, 58, 76. Ει. Θεοχαροπούλου, Οι τοιχογραφίες του ναού του Αγίου<br />

Ιωάννη Προδρόμου στον Άγιο Βασίλειο Πεδιάδας, Κρητική Εστία 9 (2002),<br />

σ. 90.<br />

30<br />

Μαδεράκης, Η κόλαση και οι ποινές, σ. 78. Βασιλάκη, Οι παραστάσεις<br />

των κολαζομένων, σ. 42. Garidis, Les punitions collectives, σ. 10. Την<br />

άποψη αυτή ενισχύει το γεγονός ότι στην Κρήτη του 15ου και 16ου αι. τα<br />

ζώα αναφέρονται στις γραπτές πηγές γενικά με τον όρο κτήματα. Μ. Μ.<br />

Παπαδάκης, Συμβολή στη μελέτη της γεωργίας και της αμπελουργίας της<br />

Κρήτης στο 15ο και 16ο αι., Κρητολογία IV (1977) (στο εξής Παπαδάκης,<br />

Συμβολή στη μελέτη), σ. 15, σημ. 58. Βλ. και Κριαράς, Λεξικό της Μεσαιωνικής,<br />

τ. Θ΄, σ. 21.<br />

31<br />

Λευιτικόν 20.15.<br />

32<br />

Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το 1300-1301, στο χωριό Γομάτου<br />

της Μακεδονίας, με γνωστό πληθυσμό 562 ατόμων, υπήρχαν έξι ράπτες<br />

Α. Λαΐου-Θωμαδάκη, Η αγροτική κοινωνία στην ύστερη βυζαντινή εποχή,<br />

Αθήνα 1987 (στο εξής Λαΐου-Θωμαδάκη, Η αγροτική κοινωνία), σ. 170-<br />

171. Ο ράπτης θεωρείται, ωστόσο, κοινό επάγγελμα και στην αγροτική<br />

κοινωνία της μεσοβυζαντινής περιόδου. Βλ., για παράδειγμα, ό.π., σ. 174.<br />

33<br />

Μαδεράκης, Η κόλαση και οι ποινές, σ. 41, εικ. 18 (κάτω).


370 ΤΖΕΝΗ ΑΛΜΠΑΝΗ<br />

Εικ. 4.<br />

Η αποστρέφουσα τα νήπια<br />

και ο ταβερνιάρης.<br />

μέτωπό του σε χειρονομία μετάνοιας. Η επιγραφή συγχέει, όπως<br />

και σε πολλές ακόμη εκκλησίες της Κρήτης καθώς και άλλων περιοχών,<br />

τον πτωχό Λάζαρο με τον φιλάργυρο πλούσιο της ευαγγελικής<br />

παραβολής 34 . Η απεικόνιση του Πλουσίου είναι ιδιαίτερα συχνή<br />

μεταξύ των κολασμένων στις παραστάσεις της Δευτέρας<br />

Παρουσίας, εφόσον η φιλαργυρία αντίκειται στο πνεύμα αλληλεγγύης<br />

που καλλιεργεί ο χριστιανισμός και, όπως πιστευόταν, οδηγεί<br />

επίσης σε άλλα βαριά αμαρτήματα 35 .<br />

34<br />

Κατά Λουκάν 16.19-31.<br />

35<br />

Προς Τιμόθεον Α΄ 6.9-10. Σύμφωνα δε με την καθολική επιστολή του<br />

Ιακώβου (κεφ. 5.1): «Ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὀλολύζοντες ἐπὶ ταῖς<br />

ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις». Σχετικά με την απεικόνιση του<br />

φιλάργυρου πλούσιου, βλ. και Garidis, Les punitions collectives, σ. 2.<br />

Mouriki, An unusual Representation, σ. 156-157, σημ. 35. Ν. Β. Δρανδάκης,<br />

Βυζαντινές τοιχογραφίες της Μέσα Μάνης [Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις<br />

Αρχαιολογικής Εταιρείας, αρ. 141], Αθήναι 1995 (στο εξής Δρανδάκης,


ΣΧΟΛΙΑ ΣΕ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΠΟΙΝΕΣ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ<br />

ΤΗΣ ΑΞΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ<br />

371<br />

Στο δεύτερο διάχωρο εικονίζονται Η ΑΠΟCΤΡΕΦΟΥCΑ ΤΑ ΝΗ-<br />

ΠΙΑ και Ο ΤΑΒΡΕΝΑΡΗ[C] (εικ. 4). Η Γυναίκα που δεν θηλάζει είναι<br />

κρεμασμένη από τα χέρια, τα πόδια της καίγονται από φλόγες και<br />

ένα φίδι, τυλιγμένο γύρω της, θηλάζει από το στήθος της. Η δημογραφική<br />

πτώση στις αγροτικές κοινωνίες του 14ου αι., που σχετιζόταν<br />

και με την υψηλή παιδική θνησιμότητα 36 , δημιούργησε πιθανώς<br />

το πλαίσιο για τη διάδοση αυτού του τύπου αμαρτωλής που<br />

απαντά συχνά στους τοιχογραφημένους ναούς της Κρήτης, αλλά<br />

Εικ. 5.<br />

Η μάγισσα και ο πόρνος.<br />

Βυζαντινές τοιχογραφίες), σ. 205-206. Βασιλάκη, Οι πλούσιοι, σ. 473-476.<br />

W. Bosing, Iερώνυμος Μπος. Περ. 1450-1516. Μεταξύ Παράδεισου και Κόλασης,<br />

Αθήνα 2004, σ. 47. Η φιλαργυρία, ως ένα από τα επτά κύρια αμαρτήματα,<br />

τιμωρείται παραδειγματικά και στις απεικονίσεις της Δευτέρας<br />

Παρουσίας στη Δύση. Ο θρίαμβος της απληστίας είναι βασικό θέμα και<br />

στο ζωγραφικό έργο του Hieronymus Bosch. Στο ίδιο, σ. 47.<br />

36<br />

Laiou, The Role of Women, σ. 236. Λαΐου-Θωμαδάκη, Η αγροτική κοινωνία,<br />

σ. 29.


372 ΤΖΕΝΗ ΑΛΜΠΑΝΗ<br />

και άλλων περιοχών 37 . Δεν είναι, ωστόσο, σαφές, εάν πρόκειται<br />

για την άστοργη μητέρα ή για την τροφό, ακριβοπληρωμένη επαγγελματία<br />

της βενετοκρατούμενης Κρήτης, όπως μαρτυρούν οι νοταριακές<br />

πηγές 38 . Ο Ταβερνιάρης έχει κρεμασθεί από το κεφάλι. Από<br />

τον λαιμό του κρέμεται εξάρτημα που μοιάζει με κάνουλα και από<br />

τα δύο χέρια του, τεντωμένα και δεμένα μπροστά από το σώμα του,<br />

κρέμονται μια κανάτα και ένα ποτήρι. Πρόκειται, προφανώς, για<br />

τον κάτοχο οινοπωλείου 39 , ο οποίος κλέβει τους πελάτες του.<br />

Στο διάχωρο που ακολουθεί εικονίζονται η Μάγισσα (Η ΜΑ-<br />

ΓΙCA) και ο Πόρνος (Ο ΠΟΡΝΟC) (εικ. 5). Η αμαρτωλή απαγχονίζεται<br />

με σκοινί που σχηματίζει θηλιά γύρω από τον λαιμό της, ενώ το<br />

σώμα της διπλώνεται σαν να υποφέρει από πόνους δηλητηρίασης.<br />

Με δεδομένο το εύρος των σχετικών με τη μαγεία δραστηριοτήτων<br />

στο Βυζάντιο, αλλά και τη ρευστότητα των ορίων τους 40 , οι αξιόποινες<br />

πράξεις αυτής της αμαρτωλής δεν μπορούν να προσδιορισθούν<br />

με ακρίβεια. Πάντως, η μαγεία είναι ένας χώρος όπου η παρουσία<br />

των γυναικών ήταν έντονη, κυρίως στην παρασκευή φαρμάκων και<br />

ερωτικών φίλτρων 41 . Η τιμωρία της μάγισσας της Αξού με απαγχο-<br />

37<br />

Στην Κρήτη στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο στην Κριτσά. Μαδεράκης, Η<br />

κόλαση και οι ποινές, σ. 29-30. Για τις άλλες περιοχές βλ. στο ίδιο, σημ.<br />

85. Στις τοιχογραφίες του β' στρώματος στον Άϊ-Στράτηγο Μπουλαριών<br />

της Μέσα Μάνης (β' μισό 13ου αι.) η αμαρτωλή αυτή επιγράφεται ως η μὴ<br />

θηλάζουσα τἀρφανά. Δρανδάκης, Βυζαντινές τοιχογραφίες, σ. 462, εικ. 75.<br />

38<br />

Μαλτέζου, Η παρουσία της γυναίκας, σ. 74. Μαλτέζου, Η γυναίκα στη βενετοκρατούμενη,<br />

σ. 39-40.<br />

39<br />

Η λέξη προέρχεται από τη λατινική taberna και σήμαινε, όπως και σήμερα,<br />

το καπηλειό και το πανδοχείο. Liddell-Scott, Μέγα λεξικόν, τ. 4, σ. 283.<br />

Για τον αμαρτωλό αυτό, η παρουσία του οποίου έχει διαπιστωθεί επίσης<br />

στο ναό του Σωτήρα Χριστού στον Βουτά Σελίνου, βλ. Β. Αγγελάκη, Η<br />

παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας από το ναό της Ζωοδόχου Πηγής<br />

στο Ντιμπλοχώρι Δ. Λάμπης, στο Κ. Ηλ. Παπαδάκης, Θ. Στ. Πελεντάκης<br />

(επιμ.), Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου Η επαρχία Αγίου Βασιλείου από<br />

την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Περιβάλλον–Αρχαιολογία–Ιστορία–Κοινωνία<br />

(Σπήλι–Πλακιάς, 19-23 Οκτωβρίου 2008), τόμος Β. Βυζαντινοί Χρόνοι–Βενετοκρατία,<br />

Ρέθυμνο 2014, σ. 340.<br />

40<br />

R. P. H. Greenfield, A Contribution to the Study of Palaeologan Magic,<br />

στο H. Maguire (επιμ.), Byzantine Magic, Washington D.C. 1995 (στο<br />

εξής Maguire, Byzantine Magic), σ. σ. 120-121. Ειδικότερα για το αντικείμενο<br />

της μαγείας στην υστεροβυζαντινή περίοδο βλ. σ. 131 κ.ε.<br />

41<br />

Σ. Ν. Τρωιάνος, Η θέση των μάγων στη βυζαντινή κοινωνία (στο εξής<br />

Τρωιάνος, Η θέση των μάγων), στο Χ. Α. Μαλτέζου (γεν. εποπτ.), Οι περιθωριακοί<br />

στο Βυζάντιο, Πρακτικά Ημερίδας, Αθήνα 1993 (στο εξής Μαλ-


ΣΧΟΛΙΑ ΣΕ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΠΟΙΝΕΣ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ<br />

ΤΗΣ ΑΞΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ<br />

373<br />

νισμό φαίνεται ότι αντανακλά παλαιότερες του 14ου αι. βυζαντινές<br />

νομοθετικές διατάξεις, που προέβλεπαν για τους μάγους τη θανατική<br />

ποινή, με κατά κανόνα σκληρό τρόπο εκτέλεσης 42 , ενώ η Ἀποκάλυψις<br />

τοῦ Παύλου τοποθετεί τους μάγους σε αἱματωμένο βόθυνο μαζί με άλλους<br />

κολασμένους 43 . Ο Πόρνος εικονίζεται κρεμασμένος από τα<br />

Εικ. 6.<br />

Η πόρνη και ο μυλωνάς.<br />

τέζου, Οι περιθωριακοί), σ. 278-279. D. de F. Abrahamse, Magic and<br />

Sorcery in the Hagiography of the Middle Byzantine Period, BF 8 (1982),<br />

σ. 3-17, σ. 13, 14, 16. ΟΕkonomos, L’état intellectuel, σ. 227-228.<br />

42<br />

Σ. Ν. Τρωιάνος, Μαγεία και Δίκαιο στο Βυζάντιο, Αρχαιολογία 20 (1986),<br />

σ. 41 κ.ε. Τρωιάνος, Η θέση των μάγων, σ. 271 κ.ε. S. N. Troianos, Zauberei<br />

und Giftmischerei in mittelbyzantinischer Zeit, στο G. Prinzing-<br />

D. Simon (επιμ.), Fest und Alltag in Byzanz, Μόναχο 1990, σ. 37-51, σ.<br />

37 κ.ε. M. Th. Fögen, Balsamon on Magic: From Roman Secular Law to<br />

Byzantine Canon Law, στο Maguire, Byzantine Magic, σ. 99 κ.ε. Βασιλάκη,<br />

Οι παραστάσεις των κολαζομένων, σ. 43.<br />

43<br />

C. Tischendorf (εκδ.), Apocalypses apocryphae Mosis, Esdrae, Pauli, Ioannis,<br />

item Mariae Dormitio, Itineris orientalis cui codex sinaiticus debetur adiutori


374 ΤΖΕΝΗ ΑΛΜΠΑΝΗ<br />

χέρια και τα πόδια, ενώ ένα φίδι που τον ζώνει, δαγκώνει τα γεννητικά<br />

του όργανα.<br />

Στο τελευταίο διάχωρο αυτής της σειράς (εικ. 6) η Πόρνη (Η<br />

ΠΟΡΝΗ) υφίσταται ανάλογη τιμωρία από φίδι. Είναι εξάλλου κρεμασμένη<br />

από το κεφάλι με τα χέρια δεμένα μπροστά στο σώμα της.<br />

Το ένα πόδι της είναι δεμένο στη γη μέσα σε φλόγες, ενώ το άλλο<br />

δένεται με σκοινί με τα χέρια του επόμενου κολασμένου. Η πορνεία<br />

που συνδέεται με απαγορευμένες ερωτικές σχέσεις, υποσκάπτοντας<br />

τα θεμέλια του γάμου, ήταν κατακριτέα στη λαϊκή συνείδηση, όπως<br />

προκύπτει και από την αγιολογική παράδοση 44 . Σύμφωνα εξάλλου<br />

με τα απόκρυφα κείμενα, οι αμαρτωλοί αυτής της κατηγορίας καίγονται<br />

μέσα σε κοχλάζοντα ποταμό είτε οι μαστοί τους κατατρώγονται<br />

από δικέφαλα θηρία 45 . Ο αμαρτωλός δίπλα στην πόρνη είναι ο Μυλωνάς<br />

(Ο ΜΗΛΟΝΑC). Εικονίζεται κρεμασμένος ανάποδα με μια<br />

μυλόπετρα γύρω από τον λαιμό του. Από το δεξιό πόδι του, δεμένο<br />

ψηλά, κρέμονται ένα φλασκί, η σέσουλα (τύπος μικρού φαρασιού)<br />

και ένας δίσκος ζυγού, ενώ το δεξιό χέρι του είναι δεμένο με το<br />

δεξιό πόδι της πόρνης. Στις αρχές του 13ου αι. οι Βενετοί βρήκαν<br />

στην Κρήτη πολυάριθμους μύλους -σε λειτουργία ή κατεστραμμένους-<br />

οι οποίοι ήταν, από τα βυζαντινά χρόνια, ένα ακόμη από τα<br />

κύρια χαρακτηριστικά του αγροτικού τοπίου. Οι γαιοκτήμονες, στους<br />

οποίους ανήκαν οι μύλοι ή οι θέσεις μύλων, τους εκμεταλλεύθηκαν,<br />

παραχωρώντας τους σε ιδιώτες, με αποτέλεσμα και να εξακολουθήσουν<br />

να υπάρχουν άφθονοι μύλοι -ανεμόμυλοι ή υδρόμυλοικαι<br />

ο μυλωνάς να αποτελεί ένα από τα βασικά παραγωγικά μέλη<br />

της αγροτικής κοινωνίας στη Βενετοκρατία 46 . Δεδομένου ότι στην<br />

accerimo, Λειψία 1866 (στο εξής Tischendorf, Apocalypses apocryphae),<br />

σ. 60.<br />

44<br />

Α. Guillou, Οι επίμεμπτοι της λαϊκής συνειδήσεως, στο Μαλτέζου, Οι περιθωριακοί,<br />

σ. 55<br />

45<br />

Tischendorf, Apocalypses apocryphae, σ. 57. Pernot, Descente de la Vierge,<br />

σ. 252.<br />

46<br />

Για τους μύλους στη μεσαιωνική Κρήτη βλ. Χ. Γάσπαρης, Φυσικό και αγροτικό<br />

τοπίο στη μεσαιωνική Κρήτη. 13ος-14ος αι., Αθήνα 1994 (στο εξής Γάσπαρης,<br />

Φυσικό και αγροτικό), σ. 61-62. Ενδεικτικό είναι επίσης το ότι,<br />

σύμφωνα με γραπτές πηγές, στο χωριό Γομάτου, το 1300-1301, μεταξύ<br />

36 επαγγελματιών καταγράφεται ένας μυλωνάς. Λαΐου-Θωμαδάκη, Η<br />

αγροτική κοινωνία, σ. 170-171. Στην επαρχία Μυλοποτάμου έχουν πρόσφατα<br />

καταγραφεί ενενήντα νερόμυλοι, οχτώ από τους οποίους βρίσκονται<br />

στην Αξό. Βλ. Α. Δαφέρμος, Νερόμυλοι του Μυλοποτάμου, στο Ει. Γαβριλάκη-Γ.<br />

Ζ. Τζιφόπουλος, Ο Μυλοπόταμος από την Αρχαιότητα ως σήμερα.


ΣΧΟΛΙΑ ΣΕ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΠΟΙΝΕΣ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ<br />

ΤΗΣ ΑΞΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ<br />

375<br />

Αγία Παρασκευή στην Κίτυρο ο κολαζόμενος μυλωνάς φέρει την<br />

επιγραφή ὁ μϊλον(άς) οπου βαρϊξαγιαζη 47 , μπορούμε να υποθέσουμε<br />

ότι και ο μυλωνάς της Αξού, ο οποίος εικονίζεται με τα σχετικά όργανα,<br />

τιμωρείται διότι παίρνει για αμοιβή στο άλεσμα του σταριού<br />

περισσότερο αλεύρι (ξάγι) από όσο δικαιούται.<br />

Στο πρώτο διάχωρο της τελευταίας σειράς βλέπουμε, πλαγιασμένο<br />

σε κλίνη, ένα ζευγάρι με την επιγραφή Η ΚΙΜΟΜΕ(NOI) ΤΗΝ<br />

ΑΓΙ[AN ΚY]ΡΙΑΚΙ (εικ. 7). Το κρεββάτι φλέγεται από παντού, ενώ<br />

ένας δαίμονας καρφώνει πάνω του τη γυναίκα. Σε φλεγόμενες κλίνες<br />

και με δράκοντες να τους κατατρώγουν, τιμωρούνται οι οκνηροί<br />

που δεν παρευρίσκονται στον όρθρο και τη λειτουργία της αγίας<br />

Κυριακής, στην Ἀποκάλυψιν τῆς Θεοτόκου που φαίνεται ότι αποτέλεσε<br />

Εικ. 7.<br />

Οι κοιμώμενοι<br />

την αγία Κυριακή.<br />

Περιβάλλον-Αρχαιολογία-Ιστορία-Λαογραφία-Κοινωνιολογία. VIII: Νεότεροι<br />

Χρόνοι. Λαϊκός Πολιτισμός. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Ρέθυμνο 2006, σ.<br />

58, 66-67.<br />

47<br />

Μαδεράκης, Η κόλαση και οι ποινές, σ. 41, εικ. 18 (κάτω).


376 ΤΖΕΝΗ ΑΛΜΠΑΝΗ<br />

Εικ. 8.<br />

Η αρνουμένη<br />

την προσφορά,<br />

ο παραυλακιστής.<br />

τη βάση για την εικονογραφική απόδοση αυτού του τύπου αμαρτωλών<br />

48 .<br />

Η μερικώς διατηρημένη επιγραφή [H] Α[ΡΝΟΥΜΕΝΗ Τ]ΙΝ<br />

ΠΡΟCΦΟΡΑ ταυτίζει την ελάχιστα διατηρημένη γυναικεία μορφή του<br />

δεύτερου διαχώρου (εικ. 8), η οποία γονατίζοντας, ζυμώνει μέσα<br />

σε λεκάνη, με την αμαρτωλή που δεν παραδίδει τα πρόσφορα στην<br />

εκκλησία. Ένας δαίμονας της μολύνει τη ζύμη και ένας άλλος της<br />

περνά θηλιά στον λαιμό.<br />

Στο τρίτο στη σειρά διάχωρο (εικ. 8) εικονίζεται ο Παραυλακιστής<br />

([Ο ΠΑΡΑ]ΒΛΑΚΙCT[ΗC]), σε στάση τετράποδου, με το ένα χέρι και<br />

τα δύο πόδια του δεμένα στο έδαφος και μέσα σε φλόγες. Είναι ζωσμένος<br />

σε άροτρο που οδηγούν δύο δαίμονες. Ο ένας στα αριστερά<br />

τραβάει τα σκοινιά προς τα εμπρός, ενώ ο άλλος πατεί πάνω σε<br />

αυτά, παρακωλύοντάς τον. Ο κολασμένος σηκώνει το ελεύθερο χέρι<br />

του προς τον δαίμονα μπροστά του σαν να συνομιλεί μαζί του. Ο<br />

παραυλακιστής είναι ο γεωργός που αλλάζει προς όφελός του τα<br />

σύνορα των αγρών. Όπως και στα βυζαντινά χρόνια έτσι και στην<br />

Κρήτη του 13ου και του 14ου αι. η καλλιεργούμενη γη ήταν κατακερματισμένη<br />

σε αγροτεμάχια που τα εκμεταλλεύονταν μικροκαλλιεργητές<br />

και καθορίζονταν σαφώς με σύνορα από πέτρινους φράκτες,<br />

τους τράφους, ή από αβαθή αυλάκια, τα fossati 49 . Ο καθορισμός<br />

των συνόρων της κτηματικής ιδιοκτησίας και η δίκαια κατανομή<br />

της ήταν ένα καίριο ζήτημα στη βενετοκρατούμενη Κρήτη, όπως<br />

φανερώνει και ο σημαντικός αριθμός εγγράφων (κατάστιχα), με λε-<br />

48<br />

Pernot, Descente de la Vierge, σ. 247-248.<br />

49<br />

Γάσπαρης, Φυσικό και αγροτικό, σ. 47-48. Για τα σύνορα των αγρών βλ.<br />

και Παπαδάκης, Συμβολή στη μελέτη, σ. 12-14.


ΣΧΟΛΙΑ ΣΕ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΠΟΙΝΕΣ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ<br />

ΤΗΣ ΑΞΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ<br />

377<br />

πτομερείς περιγραφές των συνόρων των έγγειων ιδιοκτησιών, που<br />

φυλάσσονται στα Κρατικά Αρχεία της Βενετίας 50 .<br />

Στο τελευταίο διάχωρο εικονίζονται δύο αμαρτωλοί (εικ. 9). Ο<br />

πρώτος είναι κρεμασμένος από σκοινί περασμένο στον λαιμό του,<br />

έχει τα χέρια του δεμένα στην πλάτη, το δεξιό πόδι διπλωμένο και<br />

κρεμασμένο από ψηλά, ενώ το αριστερό δεμένο στο έδαφος ανάμεσα<br />

σε φλόγες. Η επιγραφή δεν διατηρείται. Ο τελευταίος κολασμένος<br />

συνοδεύεται από την επιγραφή Ο ΚΛΕΠΤΙC. Βαδίζει προς τα αριστερά,<br />

μέσα σε φλόγες, κρατώντας στο αριστερό χέρι του ένα ποιμενικό<br />

ραβδί και έχοντας δεμένο στο σβέρκο του ένα μαύρο πρόβατο.<br />

Η ζωοκλοπή είναι συνηθισμένο παράπτωμα στις αγροτικές<br />

κοινωνίες μέχρι τις ημέρες μας, σύμφωνα δε με απόκρυφα κείμενα,<br />

όπως η Ἀποκάλυψις τοῦ Παύλου, οι κλέπτες καίγονται μέσα στον πύρινο<br />

ποταμό της κόλασης 51 .<br />

Εικ. 9.<br />

Αδιάγνωστος αμαρτωλός<br />

και ο κλέπτης.<br />

50<br />

Γάσπαρης, Φυσικό και αγροτικό, σ. 19-20.<br />

51<br />

Tischendorf, Apocalypses apocryphae, σ. 57-58.


378 ΤΖΕΝΗ ΑΛΜΠΑΝΗ<br />

Οι είκοσι ένας κολαζόμενοι της Δευτέρας Παρουσίας της Αξού,<br />

αριθμός μεγάλος σε σύγκριση με ανάλογες παραστάσεις στους ναούς<br />

της Κρήτης, όπου οι ατομικές ποινές κυμαίνονται συνήθως μεταξύ<br />

επτά και οκτώ 52 , δίνουν την εικόνα μιας κοινωνίας σε κρίση 53 .<br />

Αριθμητικά υπερτερούν μεταξύ των αμαρτωλών τα άτομα, των<br />

οποίων η συμπεριφορά έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ισορροπία<br />

του κοινωνικού συνόλου, όντας αντίθετη στους ηθικούς κανόνες<br />

και τα ήθη της εποχής. Βαρύτερο μεταξύ των αμαρτημάτων τους<br />

είναι βέβαια ο φόνος· ο φονιάς έχει την πρώτη θέση στην Κόλαση<br />

της Αξού. Ο βλάσφημος, ο κουτσομπόλης, ο φιλάργυρος, η γυναίκα<br />

που αρνείται τον θηλασμό, ο κτηνοβάτης, ο σάτυρος, ο πόρνος, η<br />

πόρνη ανήκουν επίσης σε αυτή την κατηγορία. Μια αρκετά μεγάλη<br />

ομάδα απαρτίζουν στη συνέχεια οι αμαρτωλοί που έχουν διαπράξει<br />

απάτες στον επαγγελματικό τομέα: ο παραυλακιστής, ο ζωοκλέπτης,<br />

ο τοκογλύφος, ο μυλωνάς, ο ταβερνιάρης, ο ράπτης, η υφάντρια. Η<br />

σχετικά μεγάλη ομάδα απατεώνων επαγγελματιών φανερώνει από<br />

την άλλη πλευρά ότι η Αξός ήταν, την εποχή της τοιχογράφησης<br />

του ναού του Αγίου Ιωάννη, μια αρκετά παραγωγική κοινότητα.<br />

Μικρότερη είναι, τέλος, η ομάδα των αμαρτωλών που έχουν υποπέσει<br />

σε θρησκευτικά παραπτώματα, όπως το ζευγάρι που δεν εκκλησιάζεται<br />

την Κυριακή, η γυναίκα που αρνείται να παραδώσει τα<br />

πρόσφορα στην εκκλησία, η μάγισσα. Ανάμεσα στους κολασμένους<br />

υπερτερούν αριθμητικά οι άνδρες αμαρτωλοί: είναι τετραπλάσιοι<br />

σε αριθμό από τις γυναίκες, δύο από τις οποίες 54 μπορούν να θεωρηθούν<br />

ως επαγγελματίες.<br />

Ο τρόπος, με τον οποίο τιμωρούνται οι αμαρτωλοί της Αξού,<br />

σχετίζεται άμεσα, σε ορισμένες περιπτώσεις, με το ίδιο το όργανο ή<br />

το αντικείμενο του αμαρτήματός τους, όπως στην περίπτωση του<br />

φονιά, του παραυλακιστή, της γυναίκας που αρνείται να παραδώσει<br />

τα πρόσφορα στην εκκλησία, των κοιμωμένων την αγία Κυριακή,<br />

μια πρακτική που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη και σε έργα<br />

των βυζαντινών θεολόγων 55 , αλλά ανιχνεύεται και στη δυτική θεο-<br />

52<br />

Μαδεράκης, Η κόλαση και οι ποινές, σ. 23.<br />

53<br />

Πρβλ. το κείμενο του Ιωσήφ Βρυεννίου στο οποίο αναφέρεται στην κρίση<br />

της κοινωνίας των ημερών του. ΟΕkonomos, L’état intellectuel, σ. 227-<br />

228).<br />

54<br />

Η υφάντρια και, ενδεχομένως, η βυζάστρα.<br />

55<br />

«Δι’ ὧν τις ἁμαρτάνει, διὰ τούτων κολάζεται» (Σοφ. Σολομ. 11.16). Πρβλ.<br />

Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Τὰ Ἱερὰ Παράλληλα (PG, 95, στ. 1521D).


ΣΧΟΛΙΑ ΣΕ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΠΟΙΝΕΣ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ<br />

ΤΗΣ ΑΞΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ<br />

379<br />

λογία 56 . Σε άλλες περιπτώσεις, κατά τις οποίες συγκεκριμένα μέρη<br />

του σώματος σχετίζονται με την αμαρτία, όπως στην περίπτωση του<br />

παρακαθιστή, του βλάσφημου, της αρνούμενης να θηλάσει τα<br />

βρέφη, του πόρνου και της πόρνης, του κτηνοβάτη, κακοποιούνται<br />

τα μέρη αυτά. Η εικονογραφική πηγή αυτής της πρακτικής θα πρέπει<br />

να αναζητηθεί στα ευαγγέλια 57 , ενώ απαντά επίσης σε δυτικές παραστάσεις<br />

της Δευτέρας Παρουσίας 58 . Θα πρέπει ακόμη να μνημονευθεί<br />

ο εικονογραφικός συσχετισμός ορισμένων από τους αμαρτωλούς<br />

με το αντικείμενο του παραπτώματός τους, το οποίο κρέμεται<br />

στον λαιμό τους, στα χέρια ή τα πόδια τους, όπως στην περίπτωση<br />

του μυλωνά, του τοκογλύφου, του ζωοκλέπτη, του ταβερνιάρη, της<br />

υφάντριας. Η πρακτική αυτή, που επιβιώνει στη νεοελληνική παροιμία<br />

«το κρίμα στο λαιμό σου» 59 , ακολουθεί μια πολύ παλαιά παράδοση<br />

που ανιχνεύεται ήδη σε κείμενα του 9ου αι., όπως για παράδειγμα<br />

στο χρονικό του Γεωργίου Αμαρτωλού, σύμφωνα με το<br />

οποίο οι αμαρτωλοί είχαν δεμένα στον λαιμό τους πιττάκια, στα<br />

οποία αναγραφόταν η αμαρτία τους 60 . Παρατηρείται εξάλλου σε<br />

απεικονίσεις κολασμένων της Δευτέρας Παρουσίας και στη Δύση 61 .<br />

Κακοποίηση με φίδια, δαίμονες και φλόγες, ο απαγχονισμός, το<br />

δέσιμο ή το κρέμασμα μελών του σώματος σε άβολες στάσεις είναι<br />

γενικά οι τιμωρίες που, σε διαφόρους μεταξύ τους συνδυασμούς,<br />

επεφύλαξε ο ζωγράφος της Αξού για τους κολασμένους του.<br />

Οι αμαρτίες των κολασμένων της Αξού προσιδιάζουν σε αγροτικές<br />

κοινωνίες και απαντούν με ανάλογες τιμωρίες και σε άλλους<br />

56<br />

Mouriki, An unusual Representation, σ. 162.<br />

57<br />

Τα ευαγγέλια προτρέπουν να αφαιρείται το όργανο του σώματος με το<br />

οποίο ο άνθρωπος ωθείται προς την αμαρτία, ώστε να μη βρεθεί ολόκληρο<br />

το σώμα στην κόλαση (Kατά Ματθαίον 5:29-30 και 18:9. Κατά Μάρκον<br />

9:43, 45, 47).<br />

58<br />

Για παράδειγμα, στην ανάγλυφη παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας στο<br />

τύμπανο της δυτικής θύρας του ναού της Αγίας Πίστης στην Conques-en-<br />

Rouergues (β΄τέταρτο 12ου αι.) ένας δαίμονας σκίζει τη γλώσσα του κουτσομπόλη.<br />

U. Geese, Romanesque Sculpture, στο R. Toman (επιμ.), Romanesque.<br />

Architecture, Sculpture, Painting, Κολονία 1997, 256-375, εικ.<br />

στη σ. 330 (κάτω) και στη σ. 331.<br />

59<br />

Κ. Π. Χατζηϊωάννου, Αι παραστάσεις των κολαζομένων εις τους βυζαντινούς<br />

και μεταβυζαντινούς ναούς της Κύπρου, ΕΕΒΣ 23 (1953), σ. 299.<br />

60<br />

C. de Boor (έκδ.), Georgii Monachi Chronicon [Βibliotheca Scriptorum<br />

Graecorum et Romanorum Teubneriana], τ. II, Λειψία 1904, τ. 2, σ.<br />

701. Πρβλ. Mouriki 1975-1976, σ. 162.<br />

61<br />

Mouriki, An unusual Representation, σ. 162.


380 ΤΖΕΝΗ ΑΛΜΠΑΝΗ<br />

ναούς της Κρήτης 62 , γεγονός που υποδηλώνει την ύπαρξη τετραδίων<br />

με σχέδια τα οποία οι ζωγράφοι μετέφεραν στις καλλιτεχνικές τους<br />

αποσκευές 63 . Περισσότερο συνηθισμένες είναι οι απεικονίσεις του<br />

άπληστου πλούσιου, του φονιά, του παραυλακιστή, του μυλωνά,<br />

της πόρνης και του πόρνου, της αρνούμενης τον θηλασμό, των<br />

κοιμώμενων την αγίαν Κυριακήν, οι οποίες απαντούν συχνά και<br />

εκτός Κρήτης 64 . Σπανιότερα εικονίζονται η μάγισσα, η υφάντρια, ο<br />

βλάσφημος, ο τοκογλύφος, η αρνούμενη τα πρόσφορα στον ναό 65 .<br />

Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο σάτυρος, ο κτημώτης και ο<br />

παρακαθιστής είναι αμαρτωλοί που δεν έχουν επισημανθεί μέχρι<br />

τώρα, από όσο γνωρίζω, σε άλλες παραστάσεις της Δευτέρας Παρουσίας<br />

στην Κρήτη.<br />

62<br />

Μαδεράκης, Η κόλαση και οι ποινές, σ. 21 κ.ε.<br />

63<br />

Garidis, Les punitions collectives, σ. 9.<br />

64<br />

Για παράδειγμα, ο παραυλακιστής εικονίζεται στον Άγιο Γεώργιο στον<br />

Κουβαρά Αττικής (Mouriki, An unusual Representation, σ. 159, πίν. 89)<br />

στην Παναγία της Ασίνου (1332/3) (Α. αnd J. Stylianou, The Painted<br />

Churches of Cyprus. Treasures of Byzantine Art, Λονδίνο 1985 (στο εξής<br />

Stylianou, The Painted Churches of Cyprus), σ. 134. Kalopissi-Verti, The<br />

Murals of the Narthex, σ. 145) και στον Αντιφωνητή στην Καλογρέα της<br />

Κύπρου (τελευταία 10ετία 15ου αι.) (Stylianou, The Painted Churches of<br />

Cyprus, σ. 481), στον Άϊ-Στράτηγο στους Μπουλαριούς Μέσα Μάνης (β΄<br />

μισό 13ου αι.) (Δρανδάκης, Βυζαντινές τοιχογραφίες, σ. 463). Ο μυλωνάς<br />

εικονίζεται και στον ναό του Αντιφωνητή στην Καλογρέα της Κύπρου (τελευταία<br />

10ετία 15ου αι.) (Stylianou, The Painted Churches of Cyprus, σ.<br />

481). Η αποστρέφουσα τα νήπια στην Παναγία της Ασίνου στην Κύπρο<br />

(1332/3) (Stylianou, The Painted Churches of Cyprus, σ. 134) και στον<br />

Άϊ-Στράτηγο στους Μπουλαριούς Μέσα Μάνης (Δρανδάκης, Βυζαντινές<br />

τοιχογραφίες, σ. 462). Ο φονιάς και ο άνθρωπος που κοιμάται την Κυριακή<br />

εικονίζονται και στο εξωτερικό του Β. τοίχου στην Παναγία του Μουτουλλά<br />

(β΄ μισό 14ου αι.) στο όρος Τρόοδος της Κύπρου (Α. Νicolaidès, «Le jugement<br />

dernier de l’église de la Panagia de Moutoullas à Chypre. Une<br />

peinture inédite de la seconde moitié du XIVe siècle», ΔΧΑΕ ΙΗ΄ (1995),<br />

σ. 72, 74-75). Ο άφρων πλούσιος εικονίζεται στον Τίμιο Σταυρό στο χωριό<br />

Κουκά της Κύπρου (Stylianou, The Painted Churches of Cyprus, σ.<br />

235), στον Άγιο Γεώργιο στον Κουβαρά Αττικής (4η δεκαετία 13ου αι.)<br />

(Mouriki, An unusual Representation, σ. 156, πίν. 85), στην Επισκοπή<br />

κοντά στο Σταυρί της Μέσα Μάνης (γύρω στο 1200) (Δρανδάκης, Βυζαντινές<br />

τοιχογραφίες, σ. 205-206), στην Αγήτρια κοντά στο χωριό Αγία Κυριακή<br />

Μέσα Μάνης (τέλος 13ου αι.) (Δρανδάκης, Βυζαντινές τοιχογραφίες,<br />

σ. 251-252. S. Τomeković, Le Jugement Dernier inédit de l’église d’Agetria<br />

(Magne), JÖB 32/5 (1982) (= XVI. Internationaler Byzantinistenkongress,<br />

Akten II/5), σ. 471).<br />

65<br />

Πρβλ. Μαδεράκης, Η κόλαση και οι ποινές, σ. 76-79.


ΣΧΟΛΙΑ ΣΕ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΠΟΙΝΕΣ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ<br />

ΤΗΣ ΑΞΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ<br />

381<br />

Είναι γνωστό ότι η ύπαιθρος και οι κοινωνικές σχέσεις στην<br />

ύπαιθρο είχαν καθοριστική σπουδαιότητα στη βυζαντινή αυτοκρατορία<br />

σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της 66 . Έτσι, παράλληλα με<br />

τους αγροτικούς νόμους, οι παραστάσεις με τις ατομικές ποινές των<br />

αμαρτωλών, που απαντούν μόνον σε ναούς αγροτικών και μοναστικών<br />

κοινοτήτων και όχι αστικών κέντρων 67 , αποσκοπούσαν,<br />

λειτουργώντας στο επίπεδο της οπτικής πρόσληψης, στην προαγωγή<br />

της έννομης τάξης και στη διατήρηση της ισορροπίας των ανθρώπινων<br />

σχέσεων στις τοπικές κοινωνίες. Προειδοποιούσαν τους<br />

αμαρτωλούς για τα μετά θάνατον δεινά, αλλά και καθησύχαζαν τους<br />

αδικημένους και ασθενέστερους με τη διαβεβαίωση της μελλοντικής<br />

απονομής Δικαιοσύνης.<br />

66<br />

Λαΐου-Θωμαδάκη, Η αγροτική κοινωνία, σ. 23.<br />

67<br />

Πρβλ. Garidis, Les punitions collectives, σ. 14.


Εικ. 1. Ο ναός του Σωτήρος Χριστού στο Μέσα Παντέλι. Άποψη από ΒΑ.


Γεώργιος Φουστέρης<br />

Ο ναός του Σωτήρος<br />

στη θέση Μέσα Παντέλι<br />

Χαντρά Σητείας:<br />

Παρατηρήσεις στο<br />

εικονογραφικό πρόγραμμα<br />

Ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος βρίσκεται σε κατάφυτη<br />

θέση στην περιοχή Μέσα Παντέλι (εικ. 1, 2). Παρά το γεγονός ότι<br />

ανήκει στην κοινότητα Χαντρά της επαρχίας Σητείας, είναι πιο κοντά<br />

στους οικισμούς Παπαγιαννάδες και Σκλάβοι. Θεωρείται καθολικό<br />

Μονής για την οποία δεν έχουν εντοπιστεί πληροφορίες στις μέχρι<br />

σήμερα γνωστές πηγές 1 .<br />

Πρόκειται για έναν μονόχωρο καμαροσκεπή ναό, με δύο ενισχυτικά<br />

εγκάρσια σφενδόνια που βαίνουν πάνω σε υφαψίδια και<br />

διαιρούν την οξυκόρυφη καμάρα σε τρία σχεδόν ισότιμα μέρη (βλ.<br />

εικ. 3). Για τις ανάγκες της μελέτης αυτής χαρακτηρίζουμε τα τρία<br />

αυτά τμήματα ως Τ1, Τ2, Τ3, από ανατολάς προς δυσμάς. Το σχετικά<br />

μεγάλο, για τα δεδομένα του τύπου του ναού, μέγεθος (5,75 x<br />

8,50 μ.) και το λαξευτό πλαίσιο του μοναδικού θυρώματος, στο κέντρο<br />

της δυτικής πλευράς, είναι τα μόνα στοιχεία που μαρτυρούν κάποιες<br />

ιδιαίτερες προθέσεις των κτητόρων 2 .<br />

1<br />

Κατά τον Ν. Ψιλάκη ο περιβάλλων χώρος «παρουσιάζει την τυπική εικόνα<br />

παλιού μικρού μοναστηριού με ερείπια γύρω από το ναό»· βλ. Ν. Ψιλάκης,<br />

Μοναστήρια και ερημητήρια της Κρήτης, τ. Β΄, Ηράκλειο 1993, σ. 573-574.<br />

Το εικονογραφικό πρόγραμμα και ιδιαίτερα το γεγονός ότι στην κάτω ζώνη<br />

των ολόσωμων αγίων αναγνωρίζουμε αποκλειστικά οσίους και ασκητές<br />

(βλ. εικ. 11 και τους αρ. 82-94 στο σχετικό κατάλογο παραστάσεων), δεν<br />

αφήνει καμία αμφιβολία ότι ο ναός ανήκε σε ανδρώα μονή.<br />

2<br />

Για τα λαξευτά θυρώματα στο πλαίσιο της ναοδομίας της Κρήτης, βλ. Μ.<br />

Μπορμπουδάκης, Θυρώματα καὶ παράθυρα σε εκκλησίες της Κρήτης<br />

(τέλος 14ου έως μέσα 15ου αιώνα), στο Ό. Γκράτζιου (επιμ.), Γλυπτική και<br />

λιθοξοϊκή στη Λατινική Ανατολή, Ηράκλειο 2007, και Ό. Γκράτζιου, Η Κρήτη


384 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΟΥΣΤΕΡΗΣ<br />

Εικ. 2.<br />

Ο ναός του Σωτήρος Χριστού<br />

στο Μέσα Παντέλι.<br />

Άποψη από τα δυτικά.<br />

Εσωτερικά ο ναός είναι κατάγραφος (εικ. 4-8). Οι τοιχογραφίες<br />

δεν διατηρούνται όλες σε καλή κατάσταση, ωστόσο μπορούμε να<br />

αναγνωρίσουμε το σύνολο σχεδόν των παραστάσεων του εικονογραφικού<br />

προγράμματος (εικ. 11). Εκτεταμένες φθορές και απώλεια<br />

του τοιχογραφικού διακόσμου παρατηρούνται κυρίως στην κατώτερη<br />

ζώνη, όπου πολλές από τις ολόσωμες μορφές είτε έχουν καταστραφεί<br />

είτε δεν είναι πλέον δυνατό να αναγνωρισθούν 3 .<br />

Ο ναός έγινε γνωστός στην έρευνα από την συστηματική καταγραφή<br />

των τοιχογραφημένων ναών της Κρήτης του G. Gerola<br />

στην ύστερη μεσαιωνική εποχή. Η μαρτυρία της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής,<br />

Ηράκλειο 2010, σ. 55-91.<br />

3<br />

Οι αποτυπώσεις του ναού έγιναν στο πλαίσιο της καταγραφής των τοιχογραφημένων<br />

ναών της Ιεράς Μητροπόλεως Ιεραπύτνης και Σητείας με πρωτοβουλία<br />

του Σεβ. Μητροπολίτου κ. Ευγενίου και γενικό συντονισμό του<br />

Πρωτοσυγκέλου αρχιμ. Κυρίλλου Διαμαντάκη. Η καταγραφή πραγματοποιήθηκε<br />

από τον υπογράφοντα με την συνεργασία της Δρ. Βυζαντινής Αρχαιολογίας<br />

Leonela Fundić, σε δύο περιόδους κατά τα έτη 2008 και 2012.


Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΜΕΣΑ ΠΑΝΤΕΛΙ ΧΑΝΤΡΑ ΣΗΤΕΙΑΣ:<br />

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ<br />

385<br />

Εικ. 3. Σωτήρας Χριστός,<br />

Μέσα Παντέλι Χαντρά.<br />

Κάτοψη και τομή κατά μήκος.<br />

(1935), όπου γίνεται και η πρώτη συνοπτική αναφορά στο εικονογραφικό<br />

του πρόγραμμα 4 . Μισόν αιώνα αργότερα, μία περισσότερο<br />

λεπτομερής αναφορά στον εντοίχιο διάκοσμο του ναού έγινε από<br />

τους Gallas-Wessel-Borboudakis στον γνωστό οδηγό τους (1983) 5 .<br />

Ελλείψει επιγραφικών δεδομένων ή άλλων ιστορικών πληροφοριών,<br />

η χρονολόγηση των τοιχογραφιών του Σωτήρος στο<br />

Πα ντέ λι γίνεται βάσει τεχνοτροπικών κριτηρίων. Συγκεκριμένα<br />

4<br />

G. Gerola, Τοπογραφικός κατάλογος των τοιχογραφημένων Εκκλησιών της Κρήτης,<br />

μτφ. Κ. Ε. Λασσιθιωτάκης, Ηράκλειον 1961, αρ. 801, σ. 106 =<br />

Elenco topografico delle chiese affrescate di Creta, Atti del reale istituto<br />

veneto di scienze, lettere ed arti CXIV.2 (1934-35), 139-216.<br />

5<br />

Στη δημοσίευση αυτή περιλαμβάνονται και τρείς ασπρόμαυρες φωτογραφίες<br />

από τον τοιχογραφικό διάκοσμο του ναού, βλ. K. Gallas - K. Wessel<br />

- M. Borboudakis, Byzantinisches Kreta, München 1983, σ. 461-464, εικ.<br />

436-438. Σύντομη μνεία του ναού και του τοιχογραφικού του διακόσμου<br />

κάνουν και οι Μ. Ανδριανάκης - Κ. Γιαπιτσόγλου, Χριστιανικά μνημεία της<br />

Κρήτης, Ηράκλειο 2012, σ. 246.


386 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΟΥΣΤΕΡΗΣ<br />

Εικ. 4.<br />

Άποψη του εσωτερικού<br />

προς τα ανατολικά.<br />

ανα γνωρίζεται ένα καλλιτεχνικό εργαστήριο με σημαντική παρουσία<br />

στην ευρύτερη περιοχή. Κατά τον Στ. Μαδεράκη οι τοιχογραφίες<br />

που εξετάζουμε «παρουσιάζουν πάρα πολλές αναλογίες» με εκείνες της<br />

Παναγίας του Βρυωμένου 6 , οι οποίες χρονολογούνται με γραπτή<br />

6<br />

Ο Μαδεράκης διατυπώνει την υπόθεση ότι υπάρχει σχέση δασκάλου-μαθητή<br />

ανάμεσα στους αγιογράφους της Παναγίας Βρυωμένου και του Σωτήρα<br />

στο Παντέλι· βλ. Στ. Ν. Μαδεράκης, Βυζαντινή ζωγραφική από την<br />

Κρήτη στα πρώτα χρόνια του 15ου αιώνα», Πεπραγμένα του ΣΤ΄ Διεθνούς<br />

Κρητολογικού Συνεδρίου, τόμος Β΄, Χανιά 1991, σ. 274. Ο Μ. Μπορμπουδάκης<br />

συγκρίνοντας τις τοιχογραφίες του Βρυωμένου με άλλες σύγχρονες<br />

που έχουν κωνσταντινουπολίτικες καταβολές, θεωρεί ότι έχουν έναν περισσότερο<br />

επαρχιακό χαρακτήρα· βλ. Μ. Μπορμπουδάκης, Η τέχνη κατά<br />

τη Βενετοκρατία, στο Ν. Μ. Παναγιωτάκης (επιμ.), Κρήτη Ιστορία και Πολιτισμός,<br />

τ. Β΄, Ηράκλειο 1988, σ. 246 και 248.


Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΜΕΣΑ ΠΑΝΤΕΛΙ ΧΑΝΤΡΑ ΣΗΤΕΙΑΣ:<br />

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ<br />

387<br />

επιγραφή στο έτος 1401/2. Ο ίδιος ερευνητής θεωρεί πολύ συγγενικές<br />

και τις τοιχογραφίες του Αγίου Γεωργίου στο Καβούσι 7 . Σε<br />

αυτές τις διαπιστώσεις προσθέτουμε ότι ο διάκοσμος που εξετάζουμε,<br />

συνδέεται, και μάλιστα πολύ στενά, με εκείνον στον ναό της<br />

Παναγίας στις γειτονικές Λιθίνες 8 . Επίσης, θεωρούμε πιθανό, μέλη<br />

Εικ. 5.<br />

Άποψη του εσωτερικού<br />

προς τα δυτικά.<br />

7<br />

Οι τοιχογραφίες του Αγίου Γεωργίου στο Καβούσι δεν χρονολογούνται με<br />

ασφάλεια· κατά τον Μαδεράκη «μπορεί να είναι και λίγο παλαιότερες από τα<br />

1400»· βλ. Μαδεράκης, Βυζαντινή ζωγραφική, σ. 274 και 277.<br />

8<br />

Ο διάκοσμος του ναού αυτού δεν χρονολογείται με ασφάλεια, καθώς δεν<br />

σώζεται κτητορική επιγραφή που να συνδέεται με την τοιχογράφηση. Το<br />

παλαιότερο από τα 31 χαράγματα που φέρουν χρονολογίες είναι του1440·<br />

βλ. Δ. Τσουγκαράκης - Ε. Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, Σύνταγμα (Corpus)<br />

χαραγμάτων εκκλησιών και μονών της Κρήτης, Αθήνα 2015, σ. 239-242.


Εικ. 6. Βόρειο τμήμα της καμάρας μεταξύ του δυτικού σφενδονίου και του δυτικού τοίχου.


Εικ. 7. Βόρειο τμήμα της καμάρας μεταξύ των δύο σφενδονίων.


390 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΟΥΣΤΕΡΗΣ<br />

του ίδιου καλλιτεχνικού εργαστηρίου να έχουν εργαστεί και στον<br />

ναό των Αγίων Αποστόλων στη θέση Αδρόμυλοι της περιφέρειας<br />

των Λιθινών, όπου βάσει γραπτής επιγραφής ο διάκοσμος χρονολογείται<br />

στο έτος 1415 9 . Τέλος, στο ίδιο το μνημείο που εξετάζουμε,<br />

ένα χάραγμα που διάβασε ο Δ. Τσουγκαράκης στον βόρειο τοίχο με<br />

χρονολογία 1424 10 , μας δίνει ένα όριο ante quem για την χρονολόγηση<br />

του διακόσμου. Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι τοιχογραφίες<br />

του Σωτήρα στο Παντέλι είναι έργο των αρχών του 15ου αιώνα.<br />

Με δεδομένο λοιπόν ότι ο τοιχογραφικός διάκοσμος του μνημείου<br />

και ο ανώνυμος προς το παρόν καλλιτέχνης ή συνεργείο σχετίζονται<br />

και με άλλα τοιχογραφημένα σύνολα της ευρύτερης<br />

περιοχής, είναι βέβαιο ότι μία συστηματική μελέτη του μνημείου σε<br />

επίπεδο εικονογραφίας και τεχνοτροπίας (εικ. 9) θα προσφέρει<br />

πολλά για την κατανόηση της τοπικής ζωγραφικής στα τέλη του 14ου<br />

και τις αρχές του 15ου αιώνα 11 . Στην παρούσα μελέτη θα επιχειρήσουμε<br />

μία θεολογική προσέγγιση και ερμηνεία του εικονογραφικού<br />

προγράμματος του ναού και την ένταξή του στα πνευματικά ρεύματα<br />

της εποχής.<br />

Ο βασικός χριστολογικός κύκλος<br />

Η διάρθρωση του εικονογραφικού προγράμματος γίνεται σε<br />

κάνναβο που προκύπτει από οριζόντιες ζώνες οι οποίες διαιρούνται<br />

με κάθετες ταινίες, δημιουργώντας ορθογώνια πλαίσια. Στον δυτικό<br />

9<br />

Για τον ναό των Αγίων Αποστόλων, βλ. M. Bissinger, Kreta. Byzantinische<br />

Wandmalerei, München 1995, σ. 224. Η κτητορική επιγραφή εκδόθηκε<br />

αρχικά από τον Στ. Ξανθουδίδη, Χριστιανικαὶ επιγραφαὶ Κρήτης, Αθηνά<br />

15 (1903), σ. 83 και στη συνέχεια από τον G. Gerola, Monumenti Veneti<br />

dell’ Isola di Creta, τ. 4, Βενετία 1932, σ. 586. Ανοικτό επίσης παραμένει<br />

το θέμα της σύνδεσης και άλλων τοιχογραφικών συνόλων που φαίνεται<br />

ότι δημιουργήθηκαν στην περιοχή κατά την ίδια περίοδο, όπως για παράδειγμα<br />

ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος του Κονταξή και ο Άη-Στράτηγος,<br />

και τα δύο στην περιφέρεια των Λιθινών.<br />

10<br />

Τσουγκαράκης - Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, Σύνταγμα (Corpus) χαραγμάτων,<br />

σ. 251. Οι συγγραφείς παραθέτουν και άλλα τέσσερα μεταγενέστερα χαράγματα<br />

με χρονολογίες 1462, 1477, 1486 και 1499. Τα τρία τελευταία<br />

χαράγματα αναφέρει και ο Ψιλάκης, Μοναστήρια και ερημητήρια, σ. 574.<br />

11<br />

Οι βάσεις στην έρευνα έχουν τεθεί προκαταρκτικά στις μελέτες Μπορμπουδάκης,<br />

Η τέχνη κατά τη Βενετοκρατία, σ. 231-288 και Μαδεράκης,<br />

Βυζαντινή ζωγραφική, σ. 265-315. Ο μεγάλος αριθμός των τοιχογραφημένων<br />

ναών της Κρήτης, εν πολλοίς αδημοσίευτων, καθιστά το ζήτημα<br />

ανοιχτό για την έρευνα.


Εικ. 8. Νότιο τμήμα της καμάρας μεταξύ ανατολικού σφενδονίου και ανατολικού τοίχου.


Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΜΕΣΑ ΠΑΝΤΕΛΙ ΧΑΝΤΡΑ ΣΗΤΕΙΑΣ:<br />

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ<br />

393<br />

και ανατολικό τοίχο τα πλαίσια διαφοροποιούνται αναγκαστικά,<br />

λόγω της καμπυλότητας της καμάρας (εικ. 4, 5, 11).<br />

Το σύνολο των παραστάσεων ανέρχεται στον αριθμό 45. Από<br />

αυτές οι 31 (δηλαδή το 69% του συνόλου) συγκροτούν έναν συμπαγή<br />

χριστολογικό κύκλο που αντιστοιχεί, με συνέπεια ως προς την<br />

χρονική ακολουθία, στην αφήγηση των γεγονότων της Καινής Διαθήκης<br />

από τον Ευαγγελισμό μέχρι και την Ανάληψη. Εκτός από 5 παραστάσεις<br />

στην αρχή (Ευαγγελισμός μέχρι την Μεταμόρφωση) και 2<br />

στο τέλος του κύκλου (Ανάληψη και Πεντηκοστή), οι υπόλοιπες 24<br />

αναφέρονται στα γεγονότα του Πάθους και στα μετά την Ανάσταση<br />

και καταλαμβάνουν πλήρως το κεντρικό και το δυτικό από τα τρία<br />

ισότιμα τμήματα της καμάρας (Τ2, Τ3· βλ. εικ. 12). Στο δυτικό<br />

τμήμα (Τ3) παρατηρούμε ότι έχουμε παραστάσεις αποκλειστικά από<br />

τον κύκλο των Παθών, με πυκνότερη διάταξη η οποία προκύπτει<br />

με την προσθήκη μίας τρίτης οριζόντιας ζώνης, σε σχέση με τα άλλα<br />

δύο τρίτα της καμάρας (Τ1, Τ2).<br />

Όλες αυτές οι επιλογές δεν προκύπτουν τυχαία, αλλά ως αποτέλεσμα<br />

ευφυούς σχεδιασμού από καλλιτέχνες με ιδιαίτερες ικανότητες<br />

στην διαχείριση και την προσαρμογή των εικονογραφικών<br />

προγραμμάτων. Είναι σαφές, λόγου χάριν, ότι οι 16 παραστάσεις<br />

του ανατολικού και κεντρικού τμήματος (Τ1 και Τ2), μαζί με τον<br />

Ευαγγελισμό του ανατολικού τυμπάνου της καμάρας, συγκροτούν<br />

έναν άρτιο βασικό χριστολογικό κύκλο, αυτοτελώς αναγνώσιμο.<br />

Γνωρίζοντας την εξοικείωση των πιστών με παρόμοιες διατάξεις<br />

που προσιδιάζουν σε μικρότερους ναούς του ίδιου τύπου με ένα<br />

σφενδόνιο (εικ. 12), οι καλλιτέχνες επιλέγουν να διατηρήσουν συμπαγή<br />

αυτή την ενότητα. Απόρροια αυτής της επιλογής είναι η δημιουργία<br />

μίας «εμβόλιμης» ενότητας, στο δυτικό τμήμα (Τ3), όπου<br />

εκτυλίσσεται η αφήγηση των λεπτομερειών του Πάθους. Με τον<br />

τρόπο αυτόν καλύπτεται το κενό του βασικού χριστολογικού κύκλου<br />

από τον Μυστικό Δείπνο μέχρι την Σταύρωση. Υπενθυμίζουμε ότι στο<br />

κεντρικό τμήμα Τ2, αποτυπώνονται επαρκώς τόσο η εισαγωγή<br />

(Έγερση του Λαζάρου - Βαϊοφόρος - Μυστικός Δείπνος - Νιπτήρας) όσο<br />

και η κορύφωση του Πάθους (Σταύρωση – Ενταφιασμός - Επιτάφιος<br />

Θρήνος). Με τον χειρισμό αυτόν οι εικονογράφοι του Παντελίου «εντάσσουν»<br />

τον κύκλο του Πάθους στην ενιαία χριστολογική αφήγηση<br />

12 , διατηρώντας ταυτόχρονα και την αυτοτέλειά του.<br />

12<br />

Ο κύκλος των Παθών ενίοτε αναπτύσσεται σε μία ανεξάρτητη ζώνη κάτω<br />

από τον βασικό χριστολογικό κύκλο, όπως στο χαρακτηριστικό παρά-<br />

Εικ. 9. Η Άκρα Ταπείνωσις.


394 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΟΥΣΤΕΡΗΣ<br />

Παραστάσεις πέραν του χριστολογικού κύκλου<br />

Το πρόγραμμα, λοιπόν, της διακόσμησης του ναού χαρακτηρίζεται<br />

από την κυριαρχία ενός εκτεταμένου χριστολογικού κύκλου<br />

που καταλαμβάνει πλήρως την κατά μήκος καμάρα, διαρθρωμένος<br />

ορθολογικά με τον τρόπο που αναλύσαμε. Με δεδομένη αυτήν την<br />

βασική επιλογή εξετάζεται και ο ρόλος των υπολοίπων παραστάσεων<br />

που δεν εντάσσονται «άμεσα» στον χριστολογικό κύκλο. Όπως<br />

θα δείξουμε, πρόκειται για παραστάσεις που δεν στερούνται χριστολογικού<br />

χαρακτήρα και συγχρόνως συμβάλλουν στη δημιουργία<br />

ενός ενιαίου συνόλου που περιγράφει το έργο της θείας Οικονομίας<br />

από την Δημιουργία μέχρι την Δευτέρα Παρουσία.<br />

α) Η Κοινωνία των Αποστόλων σε δύο χωριστά τμήματα (Μετάδοση<br />

και Μετάληψη) στην κατώτερη ζώνη του Τ1 (εικ. 13) θεωρείται<br />

τμήμα ενός «λειτουργικού κύκλου» που επιχωριάζει στο Ιερό Βήμα.<br />

Η παράσταση, ωστόσο, είναι μία επανάληψη του Μυστικού Δείπνου<br />

που ήδη εικονίζεται μέσα στον βασικό χριστολογικό κύκλο. Επομένως,<br />

έχουμε το ίδιο γεγονός σε δύο εκδοχές: την ιστορική και την<br />

λειτουργική. Πρόκειται για μία υπόμνηση ότι το σύνολο του εικονογραφικού<br />

προγράμματος αποτελεί απεικόνιση-επιτομή της θείας<br />

Οικονομίας, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το μυστήριο της Θείας<br />

Ευχαριστίας που επιτελείται μέσα στο ναό 13 . Επομένως, η Κοινωνία<br />

των Αποστόλων δεν αποτελεί μία μεμονωμένη λειτουργική παράσταση,<br />

αλλά μία υπενθύμιση του λειτουργικού χαρακτήρα ολόκληρου<br />

του εντοίχιου διακόσμου. Η διπλή συμμετρική απεικόνιση της<br />

Μετάδοσης του Άρτου-Σώματος και της Μετάληψης του Οίνου-Αίματος<br />

αντιστοιχεί και στην κορύφωση της ευχής της Αγίας Αναφοράς<br />

με την διττή εκφώνηση-πρόσκληση προς τους πιστούς: «Ἔδωκε<br />

τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ μαθηταῖς … Λάβετε Φάγετε και Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες».<br />

Άλλωστε, στην ίδια την Ευχή της Αγίας Αναφοράς έχει προηγηθεί<br />

η μνεία των γεγονότων της θείας Οικονομίας, όπως ακριβώς εικονίζονται<br />

στο εικονογραφικό πρόγραμμα 14 .<br />

δειγμα του Αγίου Νικολάου του Ορφανού στη Θεσσαλονίκη· βλ. Α. Τσιτουρίδου,<br />

Ὁ ζωγραφικὸς διάκοσμος τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ὀρφανοῦ στὴ Θεσσαλονίκη.<br />

Συμβολὴ στὴ μελέτη τῆς παλαιολόγειας ζωγραφικῆς κατὰ τὸν πρώιμο<br />

14ο αἰῶνα, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 51.<br />

13<br />

Βλ. Χ. - Γ. Σουλτς, Η βυζαντινή Λειτουργία. Μαρτυρία πίστεως και συμβολική<br />

έκφραση, μτφ. Δ. Τζέρπος, Αθήνα 1998 [πρωτότυπη έκδ. Trier 1980], σ.<br />

142 κ.ε.<br />

14<br />

Σὺ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς παρήγαγες καὶ παραπεσόντας ἀνέστησας<br />

πάλιν (= Δημιουργία – Πτώση) καὶ οὐκ ἀπέστης πάντα ποιῶν ἓως ἡμᾶς εἰς


Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΜΕΣΑ ΠΑΝΤΕΛΙ ΧΑΝΤΡΑ ΣΗΤΕΙΑΣ:<br />

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ<br />

395<br />

β) Μέσα στο πλαίσιο αυτής της «ολιστικής» θεώρησης του<br />

έργου της θείας Οικονομίας εντάσσεται και ο κύκλος των Πρωτοπλάστων.<br />

Περιλαμβάνει 11 παραστάσεις από τις οποίες η πρώτη είναι<br />

αφιερωμένη στην Δημιουργία (Κτίση) του Κόσμου, ενώ οι υπόλοιπες<br />

εστιάζουν στους Πρωτόπλαστους (από την Δημιουργία του Αδάμ<br />

μέχρι και τον Θρήνο του Αδάμ και της Εύας μετά την έξωση από τον<br />

Παράδεισο· βλ. ενδεικτικά εικ. 14, με την επιγραφή «ἡ τοῦ φυτοῦ<br />

μετάληψις»). Η θέση του κύκλου έχει επιλεγεί σε αντίστιξη τόσο με<br />

την υπερκείμενη χριστολογική αφήγηση - ιδιαίτερα με τα γεγονότα<br />

του Πάθους-, όσο και με την Δευτέρα Παρουσία η οποία αποτελεί<br />

την εσχατολογική αποκατάσταση του ανθρώπου και της Κτίσης στο<br />

κατά φύσιν. Ο χειρισμός είναι απολύτως συνειδητός και η στόχευση<br />

Εικ. 10.<br />

Ο Αρχάγγελος Ραφαήλ.


Κ ΑΤΑ Λ Ο Γ Ο Σ Π Α ΡΑ Σ ΤΑ Σ Ε Ω Ν<br />

1. Θεοτόκος Βρεφοκρατούσα<br />

2. Αρχάγγελος Μιχαήλ<br />

3. Αρχάγγελος Γαβριήλ<br />

4. Αρχάγγελος Ουριήλ<br />

5. Αρχάγγελος Ραφαήλ<br />

6. Ευαγγελισμός. α. Αρχάγγελος Γαβριήλ, β. Θεοτόκος<br />

7. Γέννηση<br />

8. Υπαπαντή<br />

9. Βάπτιση<br />

10. Μεταμόρφωση<br />

11. Έγερση του Λαζάρου<br />

12. Βαϊοφόρος<br />

13. Νιπτήρας<br />

14. Μυστικός Δείπνος<br />

15. Προδοσία<br />

16. Χριστός κρινόμενος υπό Άννα και Καϊάφα<br />

17. Απόνιψη του Πιλάτου<br />

18. Ελκόμενος<br />

19. Άρνηση και Μετάνοια του Πέτρου<br />

20. Πήξη του Σταυρού<br />

21. Εμπαιγμός<br />

22. Πόση όξους και χολής<br />

23. Πορεία προς τον Σταυρό<br />

24. Επιστροφή των Αργυρίων<br />

25. Απαγχονισμός του Ιούδα<br />

26. Μαστίγωση<br />

27. Σταύρωση<br />

28. Επιτάφιος Θρήνος<br />

29. Ενταφιασμός<br />

30. Ανάσταση (Εις Άδου Κάθοδος)<br />

31. Λίθος<br />

32. Το Χαίρε των Μυροφόρων<br />

33. Πεντηκοστή<br />

34. Ανάληψη<br />

35. Αγία Τριάς (Φιλοξενία του Αβραάμ)<br />

36. Δευτέρα Παρουσία<br />

37. Κοινωνία των Αποστόλων. α. Μετάδοση, β.<br />

Μετάληψη<br />

38. Δημιουργία του κόσμου<br />

39. Δημιουργία Αδάμ (α)<br />

40. Δημιουργία Αδάμ (β)<br />

41. Αδιάγνωστη παράσταση (Δημιουργία Εύας;)<br />

42. Αδιάγνωστη παράσταση κύκλου πρωτοπλάστων<br />

43. Παρακοή Εύας<br />

44. Παρακοή Αδάμ<br />

45. Ο Θεός αναζητεί τον Αδάμ και την Εύα<br />

46. Αδάμ και Εύα με δερμάτινους χιτώνες<br />

47. Έξωση εκ του Παραδείσου<br />

48. Θρήνος Αδάμ και Εύας<br />

49. Στηθαίος Προφήτης (μετάλλιο)<br />

50. Στηθαίος Προφήτης (μετάλλιο)<br />

51. Δανιήλ (μετάλλιο)<br />

52. Ιεζεκιήλ (μετάλλιο)<br />

53. Ααρών (μετάλλιο)<br />

54. Ησαΐας (μετάλλιο)<br />

55. Δαυίδ (μετάλλιο)<br />

56. Στηθαίος Προφήτης (μετάλλιο)<br />

57. Στηθαίος Προφήτης (μετάλλιο)<br />

58. Στηθαία οσιομάρτυς (μετάλλιο)<br />

59. Στηθαία οσιομάρτυς (μετάλλιο)<br />

60. Στηθαία οσιομάρτυς (μετάλλιο)<br />

61. Ειρήνη (μετάλλιο)<br />

62. Θέκλα (μετάλλιο)<br />

63. Αικατερίνα (μετάλλιο)<br />

64. Στηθαία οσιομάρτυς (μετάλλιο)<br />

65. Στηθαία οσιομάρτυς (μετάλλιο)<br />

66. Αναστασία η Φαρμακολύτρια<br />

67. Στηθαία οσιομάρτυς (μετάλλιο)<br />

68. Στηθαία αγία με στέμμα (μετάλλιο)<br />

69. Ελευθέριος (;)<br />

70. Σταυρός<br />

71. Λαυρέντιος<br />

72. Διάκονος-΄Αγγελος<br />

73. Άκρα Ταπείνωση<br />

74. Κύριλλος Αλεξανδρείας<br />

75. Ιωάννης ο Χρυσόστομος<br />

76. Μελισμός<br />

77. Βασίλειος ο Μέγας<br />

78. Νικόλαος (;)<br />

79. Ιεράρχης<br />

80. Ιεράρχης<br />

81. Αδιάγνωστη μορφή με φωτοστέφανο<br />

82. Αδιάγνωστος ασκητής γυμνός<br />

83. Αδιάγνωστος ασκητής γυμνός<br />

84. Αδιάγνωστος ασκητής γυμνός<br />

85. Αδιάγνωστος όσιος<br />

86. Αδιάγνωστος όσιος<br />

87. Αγένειος όσιος (Ιωάννης Καλυβίτης;)<br />

88. Αρχάγγελος Μιχαήλ<br />

89. Αδιάγνωστος άγιος<br />

90. Αδιάγνωστος άγιος<br />

91. Αδιάγνωστος άγιος<br />

92. Αδιάγνωστος άγιος<br />

93. Αδιάγνωστος όσιος<br />

94. Αντώνιος ο Μέγας<br />

95. Ιωάννης ο Πρόδρομος<br />

96. Θεοτόκος Βρεφοκρατούσα<br />

97. Αδιάγνωστος άγιος δεόμενος προς την Θεοτόκο<br />

Εικ. 11. Το εικονογραφικό πρόγραμμα (προοπτική άνοψη).


398 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΟΥΣΤΕΡΗΣ<br />

Εικ. 12.<br />

Διάταξη και φορά χριστολογικού κύκλου και κύκλου των<br />

Πρωτοπλάστων.<br />

φαίνεται στην κατάληξή του: ακριβώς<br />

πάνω από τον Θρήνο του Αδάμ<br />

και της Εύας βρίσκεται η Ανάσταση<br />

στον τύπο της Εις Άδου Καθόδου. Οι<br />

συνέπειες της Πτώσης αίρονται με<br />

τον Σταυρικό θάνατο του Χριστού<br />

που ανιστά από σαρκοφάγους τον<br />

Αδάμ και την Εύα και ουσιαστικά<br />

επαναφέρει το ανθρώπινο γένος<br />

στην προπτωτική κατάσταση.<br />

γ) Η Αγία Τριάς (Φιλοξενία του<br />

Αβραάμ) στο κέντρο του ανατολικού<br />

τυμπάνου πάνω από την κόγχη του<br />

Ιερού, σε μία πρώτη ανάγνωση μοιά -<br />

ζει εμβόλιμη στο υπόλοιπο εικονογραφικό<br />

πρόγραμμα, καθώς περιβάλλεται<br />

από παραστάσεις του χριστολογικού<br />

κύκλου (εικ. 4, 15). Η εξαιρετικά<br />

προβεβλημένη θέση της εξασφαλίζει<br />

την άμεση επαφή της προς το εκκλησίασμα<br />

15 . Ο προφανής λειτουργικός-ευχαριστιακός<br />

χαρακτήρας της<br />

παράστασης αυτής, για τον οποίο γίνεται<br />

συνήθως λόγος, δεν αρκεί για<br />

να ερμηνεύσει το σύνθετο σημασιοτὸν<br />

οὐρανὸν ἀνήγαγες καὶ τὴν βασιλείαν<br />

σου ἐχαρίσω τὴν μέλλουσαν. (=Δευτέρα<br />

Παρουσία) … μεμνημένοι τοίνυν τῆς σωτηρίου<br />

ταύτης ἐντολῆς, καὶ πάντων τῶν<br />

ὑπὲρ ἡμῶν γεγενημένων, τοῦ σταυροῦ,<br />

τοῦ τάφου, τῆς τριημέρου ἀναστάσεως,<br />

τῆς εἰς οὐρανοὺς ἀναβάσεως (= Χριστολογικός<br />

Κύκλος), τῆς ἐκ δεξιῶν καθέδρας,<br />

τῆς δευτέρας καὶ ἐνδόξου πάλιν<br />

παρουσίας. (=Δευτέρα Παρουσία)<br />

15<br />

Η παράσταση είναι γενικότερα καθιερωμένη<br />

στην ίδια θέση, όχι μόνο σε<br />

ναούς της Κρήτης. Βλ. τα παραδείγματα<br />

από τις γειτονικές Λιθίνες: στην<br />

Κοίμηση, τον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο<br />

Κονταξή και τον Άη-Στράτηγο.


Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΜΕΣΑ ΠΑΝΤΕΛΙ ΧΑΝΤΡΑ ΣΗΤΕΙΑΣ:<br />

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ<br />

399<br />

λογικό της περιεχόμενο. Στην συγκεκριμένη ιστορική περίοδο (τέλη<br />

14ου-αρχές 15ου αιώνα) είναι βέβαιο ότι ήταν φορτισμένη με ένα<br />

«ομολογιακό» δογματικό περιεχόμενο, καθώς τότε κορυφώνονταν οι<br />

αντιπαραθέσεις Ανατολής-Δύσης με επίκεντρο την Αγία Τριάδα και<br />

κυρίως το ζήτημα της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος.<br />

Εκτός όμως από τον λειτουργικό και δογματικό χαρακτήρα της,<br />

η Φιλοξενία είναι οργανικά ενταγμένη ως συνέχεια του χριστολογικού<br />

κύκλου, καθώς βρίσκεται ανάμεσα στα δύο τμήματα του Ευαγγελισμού.<br />

Ως ενιαία σύνθεση με δογματικό περιεχόμενο, ο Ευαγγελισμός<br />

και η Φιλοξενία, παραπέμπουν στο 2ο και το 3ο άρθρο του Συμβόλου<br />

της Πίστεως 16 , συνδέοντας άμεσα την Αγία Τριάδα με την ενανθρώπηση<br />

του Χριστού. Επομένως το γεγονός του Ευαγγελισμού που απο-<br />

Εικ. 13.<br />

Η Κοινωνία<br />

των Αποστόλων (Μετάδοση).<br />

16<br />

Καὶ εἰς ἓνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ<br />

τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων· φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν<br />

ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι’ οὗ τὰ<br />

πάντα ἐγένετο. Τὸν δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν<br />

κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας<br />

τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα. Σημειώνουμε εδώ προκαταρκτικά την<br />

χριστολογική αναφορά στη Δημιουργία (δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο) η οποία<br />

εκπροσωπείται με ιδιαίτερο κύκλο.


Εικ. 14. Η Παρακοή των Πρωτοπλάστων («ἡ τοῦ φυτοῦ μετάληψις»).


Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΜΕΣΑ ΠΑΝΤΕΛΙ ΧΑΝΤΡΑ ΣΗΤΕΙΑΣ:<br />

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ<br />

401<br />

τελεί την αφετηρία της χριστολογικής αφήγησης, τοποθετείται με τις<br />

ερμηνευτικές-δογματικές προϋποθέσεις του. Στο ίδιο πλαίσιο επομένως<br />

εντάσσεται και η Θεοτόκος βρεφοκρατούσα της κόγχης 17 την<br />

οποία πλαισιώνουν και οι υπόλοιπες παραστάσεις στην αφηγηματική<br />

ακολουθία του χριστολογικού κύκλου (Γέννηση, Υπαπαντή).<br />

Όμως η παράσταση της Αγίας Τριάδος εκτός από την έναρξη<br />

σηματοδοτεί και την ολοκλήρωση του χριστολογικού κύκλου, αλλά<br />

και του εικονογραφικού προγράμματος συνολικά. Αυτό προκύπτει<br />

από την συνάφειά της με την Ανάληψη και την Πεντηκοστή. Με την<br />

δεύτερη μάλιστα αποτελεί αναπόσπαστη ενότητα, καθώς η εορτή της<br />

Αγίας Τριάδος (δηλαδή η Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος 18 ) είναι συναπτή<br />

με εκείνη της Κυριακής της Πεντηκοστής. Η σύνδεση επομένως<br />

της Φιλοξενίας με τον χριστολογικό κύκλο γίνεται με βάση την<br />

λειτουργική-εορτολογική πράξη που είναι αποτυπωμένη στην ίδια<br />

την Θεία Λειτουργία 19 αλλά και την τάξη του Πεντηκοσταρίου 20 .<br />

δ) Η Δευτέρα Παρουσία που καταλαμβάνει ολόκληρο τον δυτικό<br />

τοίχο (εικ. 5, 12) 21 , εκ πρώτης όψεως διακόπτει την γενική δεξιόστροφη<br />

συνέχεια τόσο του χριστολογικού κύκλου όσο και εκείνου<br />

των Πρωτοπλάστων. Όμως οι εικονογράφοι αλλά και οι πιστοί ήταν<br />

εξοικειωμένοι και αντιλαμβάνονταν τα εικονιζόμενα γεγονότα μέσα<br />

από την λειτουργική-εορτολογική τους συνάφεια. Στο πλαίσιο αυτό,<br />

η Δευτέρα Παρουσία σχετίζεται με την ολοκλήρωση του Πεντηκοσταρίου,<br />

καθώς απεικονίζει το ευαγγέλιο της Κυριακής των Αγίων Πάντων<br />

που έπεται αμέσως μετά Πεντηκοστή 22 . Η οργανική συνέχεια<br />

17<br />

Για τη θέση του Ευαγγελισμού, βλ. Ι. Βαραλής, Παρατηρήσεις για τη θέση<br />

του Ευαγγελισμού στη μνημειακή ζωγραφική κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο,<br />

ΔXAE 19 (1996-1997), σ. 201-220.<br />

18<br />

Για την εορτή της Αγίας Τριάδος, βλ. πρωτοπρεσβ. Στ. Χατζηγρηγορίου,<br />

Εορτές και ύμνοι στο λειτουργικό βιβλίο «Πεντηκοστάριον». Συμβολή στην μελέτη<br />

της δομής και του περιεχομένου του, Θεσσαλονίκη 2014, σ. 57-58.<br />

19<br />

Βλ. υποσημ. 13.<br />

20<br />

Το Πεντηκοστάριο αποτελεί την συνέχεια του Τριωδίου με το οποίο αρχικά<br />

ήταν ενιαίο. Βλ. Χατζηγρηγορίου, Εορτές και ύμνοι, σ. 26-28.<br />

21<br />

Η θέση της Δευτέρας Παρουσίας στον δυτικό τοίχο είναι καθιερωμένη<br />

στους ναούς της Κρήτης ήδη από το τέλος του 14ου αιώνα· βλ. I. Spatharakis,<br />

Byzantine wall painting of Crete, v. II, Mylopotamos province, Leiden<br />

2010, σ. 269-270. Βλ. επίσης Στ. Ν. Μαδεράκης, Η κόλαση και οι ποινές<br />

των κολασμένων σαν θέματα της Δευτέρας Παρουσίας στις εκκλησίες της<br />

Κρήτης. Δ’. Προβλήματα σχετικά με τα θέματα της κολάσεως, Ύδωρ εκ Πέτρας<br />

3-4.5-6 (1980-1981), σ. 51-130.<br />

22<br />

Στο Ευαγγέλιο της Κυριακής των Αγίων Πάντων, μεταξύ άλλων αναφέρεται<br />

και το χωρίο από το Κατά Ματθ. 19,28 στο οποίο ουσιαστικά περι-


402 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΟΥΣΤΕΡΗΣ<br />

Εικ. 15.<br />

Η Αγία Τριάς<br />

(Φιλοξενία του Αβραάμ).<br />

γράφεται η άνω ζώνη της παράστασης της Δευτέρας Παρουσίας: «ὅταν καθίσῃ<br />

ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ<br />

δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ». Ως προς το γενικότερο<br />

πνεύμα της παράστασης, πρέπει να επισημανθεί και το στοιχείο


Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΜΕΣΑ ΠΑΝΤΕΛΙ ΧΑΝΤΡΑ ΣΗΤΕΙΑΣ:<br />

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ<br />

403<br />

Πεντηκοστής - Φιλοξενίας - Δευτέρας Παρουσίας,<br />

εισάγει και μία δυναμική «αξονική» σχέση<br />

ενώνοντας τα δύο άκρα του κατά μήκος άξονα<br />

του ναού, υπογραμμίζοντας την «λειτουργική<br />

πραγματικότητα ως βιούμενη εικόνα των εσχάτων»<br />

23 . Ο εσχατολογικός ρεαλισμός της Δευτέρας<br />

Παρουσίας λειτουργεί ως κατακλείδα<br />

ολόκληρου του εικονογραφικού προγράμματος<br />

και ανταποκρίνεται απόλυτα στον χαρακτήρα<br />

της Θείας Λειτουργίας ως «εμπράγματης<br />

ανάμνησης του σωτηριολογικού έργου του Χριστού»<br />

24 . Το γενικό σχήμα περιγράφει τις ενότητες-φάσεις<br />

του έργου της θείας Οικονομίας:<br />

1. Δημιουργία-Πτώση, 2. Ενανθρώπηση-<br />

Αναί ρεση των συνεπειών της Πτώσης, 3. Δευτέρα<br />

Παρουσία-Αποκατάσταση της Βασιλείας<br />

του Θεού. Τόσο ο κύκλος της Δημιουργίας,<br />

όσο και ο βασικός χριστολογικός κύκλος αποτελούν<br />

μία ενιαία αφήγηση με κατάληξη την<br />

Δευτέρα Παρουσία. Με την ανάγνωση αυτή<br />

γίνεται φανερό ότι ο χαρακτήρας του εικονογραφικού<br />

προγράμματος που εξετάζουμε είναι<br />

ταυτόχρονα ιστορικός, λειτουργικός-εορτολογικός<br />

και δογματικός συνολικά, χωρίς να μπορεί<br />

να αποδοθεί κάποιος από αυτούς τους<br />

χαρακτηρισμούς σε έναν μόνο από τους επιμέρους<br />

κύκλους ή παραστάσεις. Τα πάντα λειτουργούν<br />

συνεκτικά και συμπληρωματικά,<br />

ενώ υπόκεινται σε μία ευφυή οργάνωση που<br />

προϋποθέτει θεολογική επάρκεια και προσεκτικό<br />

σχεδιασμό.<br />

της ομολογίας που έχει τονιστεί σε άλλο σημείο<br />

του ίδιου ευαγγελικού αναγνώσματος (Κατά<br />

Ματθ. 10, 32-33).<br />

23<br />

Βλ. Χρ. Νάσσης, Η τελεσιουργία του Μυστηρίου<br />

της Ευχαριστίας, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 152-<br />

153.<br />

24<br />

Σούλτς, Η βυζαντινή Λειτουργία, σ. 112 και Α.<br />

Σμέμαν, Ευχαριστία. Το Μυστήριο της Βασιλείας,<br />

Αθήνα 2000, σ. 51 κ.ε.


404 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΟΥΣΤΕΡΗΣ<br />

Εικ. 16.<br />

«Ἡ πῆξις τοῦ Σταυροῦ».<br />

Οι θεολογικής σημασίας λεπτομέρειες του Τ3<br />

Το υψηλό θεολογικό επίπεδο του εικονογραφικού προγράμματος<br />

δεν αφορά μόνο στην γενική διάρθρωση που περιγράψαμε,<br />

αλλά και στις επιμέρους λεπτομέρειες, σε ορισμένες από τις οποίες<br />

ήδη αναφερθήκαμε. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα, με ιδιαίτερη<br />

θεολογική σημασία, αφορά τον τρόπο διάταξης των παραστάσεων<br />

στο δυτικό τμήμα της καμάρας (Τ3). Στο τμήμα αυτό, όπως<br />

ήδη επισημάναμε, προστίθεται μία επιπλέον ζώνη, σε σχέση με τα<br />

άλλα δύο τμήματα (Τ1 και Τ2), με αποτέλεσμα να έχουμε πυκνότερη<br />

αφήγηση (εικ. 11, 12). Εάν οι εικονογράφοι διατηρούσαν τον ίδιο<br />

κάναβο με τα τμήματα Τ1 και Τ2, τότε θα είχαν τη δυνατότητα να


Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΜΕΣΑ ΠΑΝΤΕΛΙ ΧΑΝΤΡΑ ΣΗΤΕΙΑΣ:<br />

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ<br />

405<br />

επεκτείνουν την αφήγηση του Πάθους με 8 ακόμη παραστάσεις. Με<br />

την πρόσθετη ζώνη έχουμε ένα ευρύτερο σύνολο 14 παραστάσεων.<br />

Επισημαίνουμε δύο εξαιρετικά σπάνιες παραστάσεις που δεν απαντώνται<br />

ακόμη και σε εκτεταμένους κύκλους του Πάθους (εικ. 16 και<br />

17, με τις επιγραφές «ἡ πῆξις τοῦ Σταυροῦ» και «ὄξος καὶ χολὴν ποτίζουσιν<br />

αὐτῷ»). Ποια ήταν λοιπόν η αναγκαιότητα που επέβαλε την<br />

προσθήκη μίας επιπλέον ζώνης και μίας τόσο λεπτομερούς αφήγησης<br />

των Παθών;<br />

Η απάντηση δίνεται από την διάταξη των παραστάσεων του<br />

τμήματος Τ3 (εικ. 12). Κατ’ αρχήν παρατηρούμε ότι υπάρχει κάποια<br />

«ασυνέχεια» όσον αφορά την αφηγηματική διαδοχή των παραστάσεων.<br />

Σε σχέση μάλιστα με τις κυκλικές και σιγμοειδείς κινήσεις<br />

που επισημάναμε στις παραστάσεις του βασικού χριστολογικού κύκλου<br />

(Τ1 και Τ2), μπορούμε να πούμε ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει<br />

κι εδώ, αλλά μόνον στις δύο ανώτερες ζώνες. Εκεί, πράγματι, η Προδοσία<br />

και τα λοιπά γεγονότα μέχρι και την Πόση του Όξους είναι διατεταγμένα<br />

σε μία συνεχή αφήγηση. Οι παραστάσεις όμως της<br />

κατώτερης ζώνης δεν εντάσσονται οργανικά στην ροή της αφήγησης<br />

και λειτουργούν ως ένα ιδιαίτερο «σχόλιο», με αφορμή δύο πρόσωπα<br />

που αρνούνται τον Χριστό. Πιο συγκεκριμένα, στην κατώτερη<br />

ζώνη του νοτίου τμήματος, αναπτύσσεται σε τρεις ξεχωριστούς<br />

πίνακες η Άρνηση του Πέτρου και η Μετάνοια του Πέτρου. Κατ’ αντιστοιχία,<br />

στην ίδια θέση του βορείου τμήματος υπάρχουν δύο παραστάσεις<br />

με την Μεταμέλεια του Ιούδα (Επιστροφή των αργυρίων -<br />

Απαγχονισμός). Πρόκειται για μία αντιπαράθεση Πέτρου και Ιούδα,<br />

ένα σημαντικό στοιχείο αντίστιξης με θεολογικό περιεχόμενο που<br />

αποτυπώνεται ήδη στα πατερικά κείμενα 25 . Επίσης δεν μπορούμε<br />

να αγνοήσουμε και την στενή σχέση με τον υποκείμενο κύκλο των<br />

Πρωτοπλάστων με τον οποίο υπάρχει σαφής αντίστιξη όσον αφορά<br />

τις έννοιες της άρνησης-παρακοής και του θρήνου-μετάνοιας 26 .<br />

Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι όλα τα παραπάνω είναι πιθανόν<br />

αποτέλεσμα απλής επανάληψης καθιερωμένων διατάξεων, τις οποίες<br />

25<br />

«Μετενόησεν ὁ μακάριος Πέτρος καὶ ὁ ἄθλιος Ἰούδας· ἀλλ’ ὁ μὲν Πέτρος γνησίως<br />

μετανοήσας καὶ δακρύσας καὶ τὴν ἄρνησιν διὰ τῶν δακρύων ἀποπλύνας, εἰς τὴν<br />

προτέραν τιμὴν πάλιν ἐπανῆλθεν· ὁ δὲ Ἰούδας πάρεργον εἰργάσατο τὴν μετάνοιαν<br />

… οὐκ ἐστέναξεν, οὐκ ἐδάκρυσεν, οὐκ ἄξια τῆς μετανοίας ἒπραξεν»: (έκδ. Montfaucon)<br />

Ἰωάννου Χρυσοστόμου τὰ εὑρισκόμενα πάντα, τ. 11, σ. 924.<br />

26<br />

Χαρακτηριστικά είναι και τα της υμνολογίας: ενδεικτικά ο Ιούδας «ἐκπίπτει<br />

τοῦ φωτός και ἀλλοτριοῦται τοῦ χαρίσματος» (Δ΄ αντίφωνον του Όρθρου της<br />

Μ. Παρασκευής).


406 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΟΥΣΤΕΡΗΣ<br />

οι εικονογράφοι αντιγράφουν από άλλα μνημεία. Ωστόσο, προς το<br />

παρόν δεν έχει επισημανθεί άμεση εξάρτηση του εικονογραφικού<br />

προγράμματος που εξετάζουμε, από κάποιο συγκεκριμένο πρότυπο.<br />

Επιπλέον, σε κανένα από τα σχετιζόμενα με το ίδιο καλλιτεχνικό συνεργείο<br />

τοιχογραφημένα σύνολα δεν επαναλαμβάνεται η ίδια διάρθρωση<br />

κύκλων και παραστάσεων. Θεωρούμε λοιπόν ότι οι ιδιαίτεροι<br />

χειρισμοί που επισημαίνουμε στο υπό εξέταση μνημείο, προϋποθέτουν<br />

συνειδητή και βαθειά κατανόηση των θεολογικών τους παραμέτρων.<br />

Η υψηλή θεολογική παιδεία των συντελεστών του προγράμματος<br />

τεκμηριώνεται σε ιδιαίτερα λεπτές πτυχές που εκπλήσσουν<br />

για την ευρηματικότητα και το σημασιολογικό τους περιεχόμενο.<br />

Το ιστορικό υπόβαθρο<br />

Οι παραπάνω διαπιστώσεις είναι απολύτως συμβατές με τα ιστορικά<br />

δεδομένα της περιόδου στην ανατολική Κρήτη, όπου ένας πυρήνας<br />

λογίων κληρικών και μοναχών, φορέων του λεγόμενου<br />

ησυχαστικού πνεύματος, εκπροσωπούσαν τις ανθενωτικές ορθόδοξες<br />

θέσεις μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Ο αντίκτυπος των θεολογικών<br />

αντιπαραθέσεων είχε μεταφερθεί -ήδη από τα μέσα του<br />

14ου αιώνα- από την Κωνσταντινούπολη στην βενετοκρατούμενη<br />

Κρήτη. Σε επιστολή του ιερομονάχου Νείλου-Ναθαναήλ Μπέρτου γίνεται<br />

ονομαστική αναφορά σε 13 πρόσωπα «διδασκάλων, πνευματικών<br />

πατέρων, … μοναχών και καλογήρων, … αγωνιστών και καλών εργατών» 27 .<br />

Πρόκειται για ένα τοπικό πνευματικό κίνημα με συγκεκριμένο προσανατολισμό,<br />

στην περιοχή της Ιεράπετρας τις πρώτες δεκαετίες του<br />

15ου αιώνα 28 . Ως ηγέτης της ομάδας αυτής μνημονεύεται «ὁ μέγας διδάσκαλος,<br />

ὁ δεύτερος Παλάμας (sic), ὁ κῦρις Νεῖλος Νταμιλᾶς, ὁ Ὑπέρμαχος<br />

τῆς ὀρθοδοξίας» 29 . Ο Νταμιλάς ή Δαμιλάς είναι γνωστό ότι υπήρξε<br />

μοναχός, αν όχι και ηγούμενος, στη μονή του Σωτήρος στα Πάνω<br />

27<br />

Δ. Αθανασιάδου Στεφανουδάκη, Νείλος Ναθαναήλ Μπέρτος. Το ομιλητικό<br />

του έργο, Θεσσαλονίκη 2015, σ. 20-21.<br />

28<br />

Όπως ορθώς έχει παρατηρηθεί «ο Δαμιλάς και άλλοι πατέρες που εγκαταβίωσαν<br />

στα μοναστήρια αυτά, ήταν στην ουσία οι εγκαινιαστές αυτής της μοναστικής<br />

παράδοσης στην περιοχή της Ιεράπετρας»· βλ. Δ. Τσουγκαράκης,<br />

Μοναστήρια της Ανατολικής Κρήτης κατά τη Βενετική περίοδο, στο Ι. Βάσσης,<br />

Στ. Κακλαμάνης, Μ. Λουκάκη (επιμ.), Παιδεία και Πολιτισμός στην<br />

Κρήτη. Βυζάντιο – Ενετοκρατία. Μελέτες αφιερωμένες στον Θεοχάρη Δετοράκη,<br />

Ηράκλειο 2008, σ. 295. Ειδικότερα για τον Νείλο Δαμιλά, βλ. Μ. Νικολιδάκης,<br />

Νείλος Δαμιλάς, Ηράκλειο 1981.<br />

29<br />

Αθανασιάδου Στεφανουδάκη, Νείλος Ναθαναήλ Μπέρτος, σ. 20.


Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΜΕΣΑ ΠΑΝΤΕΛΙ ΧΑΝΤΡΑ ΣΗΤΕΙΑΣ:<br />

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ<br />

407<br />

Καρκάσια της περιφέρειας του χωριού Ανατολή Ιεράπετρας 30 . Ο ίδιος<br />

ήταν ιδρυτής (1399) της γυναικείας μονής της Παναγίας Βαγιωνέας<br />

και συντάκτης του τυπικού της (1417) 31 .<br />

Εικ. 17.<br />

Η πόση του όξους<br />

και της χολής.<br />

30<br />

Τσουγκαράκης, Μοναστήρια της Ανατολικής Κρήτης, σ. 295 και 297.<br />

31<br />

Το κείμενο δημοσιεύθηκε από τον S. Pétridès, Le Typikon de Nil Damilas<br />

pour le monastère de Baeonia en Crète (1400), Iszestija Ruskago Instituta<br />

v Kosntantinopole 15 (1911), σ. 92-111· βλ. και Neilos Damilas: Testament<br />

and Typikon of Neilos Damilas for the Convent of the Mother of<br />

God Pantanassa at Bagionaia on Crete (μτφ. Alice-Mary Talbot), στο J.<br />

Thomas-A. Constantinides Hero (επιμ.), Byzantine Monastic Foundation<br />

Documents, Washington D.C. 2000, τ. 4, σ. 1462-1482. Υπενθυμίζουμε<br />

ότι η Μονή της Παναγίας του Βρυωμένου, το καθολικό της οποίας τοιχογραφήθηκε<br />

το 1401, έχει συσχετισθεί τεχνοτροπικά με τον διάκοσμο του<br />

Σωτήρα στο Παντέλι (βλ. παραπάνω υποσημ. 6), ενώ βρίσκεται πολύ


408 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΟΥΣΤΕΡΗΣ<br />

Οι ρίζες αυτού του κινήματος ασφαλώς βρίσκονται στην Κωνσταντινούπολη<br />

από την οποία μεταλαμπαδεύεται το ησυχαστικό<br />

πνεύμα, στο πλαίσιο της μέριμνας του Πατριαρχείου για την αντίσταση<br />

στην φιλολατινική προπαγάνδα, στην διοικητικά και εκκλησιαστικά<br />

απομονωμένη βενετοκρατούμενη Κρήτη. Ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες<br />

του 14ου αιώνα ο Ιωσήφ Βρυέννιος, με βεβαιωμένη μακρόχρονη<br />

παρουσία στην Κρήτη (1381-1401) 32 και ο Ιωσήφ Φιλάγρης 33<br />

εκπροσωπούν με υψηλό θεολογικό εξοπλισμό τον αντίλογο έναντι<br />

εξίσου πεπαιδευμένων λογίων της φιλολατινικής προπαγάνδας 34 . Ενδιαφέρον<br />

είναι επίσης το γεγονός ότι στον συγκεκριμένο κύκλο των<br />

ανθενωτικών λογίων μαρτυρείται και η παρουσία ζωγράφων, όπως<br />

η περίπτωση του Αλεξίου Απόκαυκου τον οποίο ο Βρυέννιος γνώρισε<br />

στην Κρήτη 35 , καθώς και του Νικολάου Φιλανθρωπηνού 36 . Ο Ιωσήφ<br />

Βρυέννιος, μάλιστα, κάνει υποδείξεις προς τους ζωγράφους για συγκεκριμένα<br />

εικονογραφικά θέματα 37 . Αν και η επίδραση των απόψεών<br />

του δεν έχει τεκμηριωθεί, απηχούν έναν ευρύτερο διάλογο θεολόγων<br />

– εικονογράφων που αφορούν το ίδιο το ζωγραφικό έργο στον χώρο<br />

του ναού. Επομένως, είναι προφανές ότι την περίοδο αυτή η τοιχογράφηση<br />

ναών δεν μπορούσε να είναι «ουδέτερη», όσον αφορά τις<br />

έντονες συζητήσεις για τα δογματικά ζητήματα.<br />

Στο εικονογραφικό πρόγραμμα του Σωτήρα στο Μέσα Παντέλι με<br />

βάση την ανάλυση που προηγήθηκε, βλέπουμε αποτυπωμένες όλες τις<br />

κοντά στις μονές των Καρκασίων και δεν αποκλείεται επίσης να ήταν υπό<br />

την εποπτεία του Δαμιλά ή κάποιου εκ του κύκλου του.<br />

32<br />

Για τον Ιωσήφ Βρυέννιο βλ. πρωτοπρεσβ. Ν.Χ. Ιωαννίδης, Ο Ιωσήφ Βρυέννιος.<br />

Βίος-έργο-διδασκαλία, Αθήνα 1985. Ειδικώτερα για την παρουσία του<br />

στην Κρήτη, βλ. Ν. Τωμαδάκης, Ο Ιωσὴφ Βρυέννιος και η Κρήτη, Αθήνα 1948.<br />

33<br />

Για τον Φιλάγρη βλ. Γ. Παπάζογλου, Ιωσήφ Φιλάγρης ή Φιλάγριος, Θεσσαλονίκη<br />

1978· Κομοτηνή 2 2008 .<br />

34<br />

Βλ. τις επιστολές του Νείλου Δαμιλά προς τον εκπρόσωπο της λατινικής<br />

προπαγάνδας, ήδη τότε Δομηνικανό μοναχό, Μάξιμο Χρυσοβέργη. Για<br />

την αλληλογραφία Δαμιλά – Χρυσοβέργη βλ. αναλυτικά, Νικολιδάκης,<br />

Νείλος Δαμιλάς, σ. 62-92.<br />

35<br />

Έχουν σωθεί έξι επιστολές του Ιωσήφ προς τον Αλέξιο, μέσα από τις<br />

οποίες φαίνεται ο στενός φιλικός δεσμός των δύο ανδρών και ο κοινός<br />

«ιδεολογικός» τους προσανατολισμός όσον αφορά τα εκκλησιαστικά ζητήματα·<br />

βλ. Τωμαδάκης, Ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος, σ. 122-130.<br />

36<br />

Ο Νικόλαος Φιλανθρωπηνός συμμετείχε σε αποστολή στην Κωνσταντινούπολη,<br />

προκειμένου να αρθεί επιτίμιο που είχε επιβληθεί σε Κρητικό ιερέα,<br />

υπόθεση για την οποία γνωμοδότησε αρχικά ο Ιωσήφ Βρυέννιος. Βλ. Ν. Τωμαδάκης,<br />

Σύλλαβος Βυζαντινών μελετών και κειμένων, Αθήνα 1961, σ. 556-557.<br />

37<br />

Ιωσήφ Βρυέννιος. Τα Ευρεθέντα Α΄, σ. 46 (Περί Αγίας Τριάδος) και Β΄, σ.<br />

301-302, 314-315 (περί Δευτέρας Παρουσίας).


Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΜΕΣΑ ΠΑΝΤΕΛΙ ΧΑΝΤΡΑ ΣΗΤΕΙΑΣ:<br />

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ<br />

409<br />

βασικές παραμέτρους της ησυχαστικής θεολογίας από τους επιγόνους<br />

του Γρηγορίου Παλαμά. Ο ησυχασμός δεν απετέλεσε μία καινοφανή<br />

μυστική τάση, αλλά μία συνολική ανακεφαλαίωση και επικαιροποίηση<br />

της θεολογικής παράδοσης των Πατέρων 38 , σε διαλεκτική αντιπαράθεση<br />

με την σχολαστική θεολογία της Δυτικής Εκκλησίας 39 . Ιδιαίτερα<br />

στον χώρο της Κρήτης κατά την περίοδο της βενετοκρατίας οι θεολογικές<br />

συζητήσεις είχαν, όπως ήταν φυσικό, ακόμη μεγαλύτερο αντίκτυπο<br />

στην κοινωνία. Είναι λοιπόν αναμενόμενο, η δυναμική των<br />

εικονογραφικών προγραμμάτων στη Μεγαλόνησο να αξιοποιείται ως<br />

βασικό μέσο θεολογικής-ομολογιακής διαπαιδαγώγησης.<br />

Συμπεράσματα<br />

Με βάση όσα αναπτύξαμε, γίνεται φανερό ότι στη Μονή του Σωτήρος<br />

στο Μέσα Παντέλι υπάρχει αναμφίβολα ένα εμπνευσμένο εικονογραφικό<br />

πρόγραμμα στο οποίο απηχείται μία «συμπαγής» θεολογική<br />

αντίληψη. Η χρονολόγηση του διακόσμου του ναού με κριτήρια κυρίως<br />

τεχνοτροπικά στις αρχές του 15ου αιώνα και ο συσχετισμός του<br />

ανώνυμου καλλιτεχνικού εργαστηρίου με εκείνο της μονής της Παναγίας<br />

Βρυωμένου, μας υποχρεώνει να συσχετίσουμε αυτήν την θεολογική<br />

εικαστική μαρτυρία με το τοπικό κίνημα του Νείλου Δαμιλά και<br />

των περί αυτόν. Η ίδρυση μονών στην περιοχή συνδέεται με την κορύφωση<br />

της διαμάχης ενωτικών-ανθενωτικών, που είχε ως αποτέλεσμα<br />

την συσπείρωση των ορθοδόξων γύρω από λογίους κληρικούς<br />

και μοναχούς που διαπνέονταν από το πνεύμα του ησυχασμού. Η συγκρότηση<br />

ενός εικονογραφικού προγράμματος υψηλού θεολογικού επιπέδου,<br />

με εξαιρετική συνοχή, αντικατοπτρίζει τις θεολογικές διεργασίες<br />

της περιόδου και εκφράζει την ανάγκη μίας συνολικής αποτύπωσης<br />

της δογματικής ακρίβειας και σε εικαστικό επίπεδο. Οι ζωγράφοι,<br />

όπως διαφαίνεται από τον χειρισμό του εικονογραφικού προγράμματος,<br />

είχαν πλήρη συνείδηση της διάστασης αυτής, στοιχείο που έμμεσα<br />

ενισχύεται και από τις μαρτυρίες των πηγών. Άλλωστε η εικονογραφία<br />

πάντοτε υπηρετούσε την Εκκλησία ως μία εύληπτη και συνοπτική αποτύπωση<br />

της διδασκαλίας της μέσα στον λειτουργικό χώρο.<br />

38<br />

Γ. Φλωρόφσκυ, Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις, μτφ. Δ. Ι. Τσάμης, Θεσσαλονίκη<br />

1976, σ. 144-165.<br />

39<br />

Χρ. Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση στην Νεώτερη Ελλάδα, Αθήνα 1992,<br />

σ. 42 κ.ε.


Χαράλαμπος Γάσπαρης<br />

Ο λοιμός και το τάμα:<br />

Οι εκκλησίες<br />

του Αγίου Αθανασίου<br />

στον μεσαιωνικό Χάνδακα<br />

Κατά τους πρώτους μήνες του έτους 1389 η Κρήτη δέχτηκε για<br />

άλλη μια φορά το κτύπημα θανατηφόρου λοιμού. Αν και οι μαρτυρίες<br />

γι’ αυτόν είναι πολύ λίγες, δείχνουν ωστόσο ότι δεν επρόκειτο<br />

για σύντομο και μεμονωμένο φαινόμενο 1 . Χαρακτηριστικές από την<br />

άποψη αυτή είναι δύο αποφάσεις της βενετικής Γερουσίας. Στις 31<br />

Μαΐου 1389 το μητροπολιτικό συμβούλιο παραχώρησε άδεια αναβολής<br />

μέχρι νεοτέρας του ταξιδιού των Συνδίκων της Ανατολής<br />

προς την Κρήτη, έτσι ώστε να μην κινδυνέψουν από τον λοιμό που<br />

είχε ήδη ενσκήψει εκεί 2 . Ένα χρόνο αργότερα ο λοιμός ενδημούσε<br />

ακόμη στην Κρήτη, στην περιοχή τουλάχιστον των Χανίων, ενώ<br />

είχε ήδη εξαπλωθεί και στην περιοχή της Κορώνης στην Πελοπόννησο,<br />

όπως μαρτυρείται σε δεύτερη απόφαση του ίδιου συμβουλίου<br />

στις 26 Μαΐου του 1390 3 . Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, το<br />

ταξίδι των Συνδίκων δεν αναβαλλόταν αυτή τη φορά, αλλά εξαιτίας<br />

του λοιμού δόθηκε άδεια οι αξιωματούχοι αυτοί να εγκατασταθούν<br />

έξω από την Κορώνη σε περιοχή με συνθήκες πιο υγιεινές από<br />

εκείνες του κάστρου. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι με την ίδια απόφαση<br />

παραχωρήθηκε επίσης άδεια στον ρέκτορα Ρεθύμνου, ύστερα από<br />

αίτησή του, να προχωρήσει στην ανέγερση εκκλησίας και ξενώνα<br />

1<br />

Πρβλ. Θ. Δετοράκης, «Η πανώλης εν Κρήτη. Συμβολή εις την ιστορίαν<br />

των επιδημιών της νήσου», Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής<br />

του Πανεπιστημίου Αθηνών 21 (1970-1971), σ. 121· K. Π. Κωστής, Στον<br />

καιρό της πανώλης. Eικόνες από τις κοινωνίες της ελληνικής χερσονήσου. 14ος<br />

- 19ος αιώνας, Hράκλειο 1995, σ. 315, 320.<br />

2<br />

H. Noiret, Documents inédits pour servir à l’ histoire de la domination vénitienne<br />

en Crète de 1380 à 1485, Παρίσι 1892, σ. 27.<br />

3<br />

F. Thiriet, Régestes des Délibérations du Sénat de Venise concernant la Romanie,<br />

τ. 1, (1329-1399), Παρίσι 1958, αρ. 774.


412 ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΑΣΠΑΡΗΣ<br />

στο όνομα της Αγίας Τριάδας και του Αγίου Λαυρεντίου. Το αίτημα<br />

του ρέκτορα και η άδεια της Γερουσίας δεν αποκλείεται να επισπεύτηκαν,<br />

εξαιτίας της συνεχιζόμενης νοσηρότητας στο νησί, αλλά και<br />

εκείνης του χρόνου που είχε προηγηθεί.<br />

Ο νέος αυτός λοιμός, ύστερα από πολλούς άλλους κατά τη<br />

διάρκεια προηγούμενων δεκαετιών και ιδιαίτερα του Μαύρου Θανάτου<br />

το 1348-1349, ενίσχυε και πάλι το φόβο του θανάτου μεταξύ<br />

των κατοίκων ολόκληρης της Κρήτης, αλλά ιδιαίτερα εκείνων που<br />

κατοικούσαν στις πνιγηρές και ανθυγιεινές πόλεις. Στο βεβαρυμμένο<br />

αυτό κλίμα και πιθανότατα κατά τους πρώτους μήνες εμφάνισης<br />

του θανατικού, ο Νικολός Μαυρικάς, κάτοικος στο βούργο του Χάνδακα,<br />

όπως ο ίδιος διηγείται σε σχετικό έγγραφο, έκανε τάμα για<br />

να σταματήσει ο λοιμός, υποσχόμενος να κτίσει μέσα σε μια μέρα<br />

μια εκκλησία προς τιμή του αγίου Αθανασίου 4 . Ο Μαυρικάς ακολούθησε<br />

όλες τις νόμιμες διαδικασίες για να μπορέσει να υλοποιήσει<br />

το τάμα του. Τον Απρίλιο λοιπόν του 1389 απευθύνθηκε στις<br />

τοπικές βενετικές αρχές και ζήτησε άδεια ανέγερσης εκκλησίας, η<br />

οποία του παραχωρήθηκε χωρίς δυσκολίες. Σχεδόν αμέσως μετά<br />

την παραχώρηση της άδειας οι δύο Σύμβουλοι του δούκα Κρήτης<br />

πήγαν στο βούργο και σε συνεργασία με τον ίδιο τον Μαυρικά καθόρισαν<br />

τη γη, κοντά το σπίτι του ενδιαφερόμενου, όπου θα κτιζόταν<br />

η εκκλησία. Σύμφωνα πάντα με τον ίδιο τον Μαυρικά, στις 13<br />

Μαΐου του 1389 με μεγάλη κατάνυξη θεμελιώθηκε και κτίστηκε η<br />

εν λόγω εκκλησία με έξοδα δικά του, καθώς και με εθελοντική εργασία<br />

που πρόσφεραν και άλλοι κάτοικοι της περιοχής ως ένδειξη<br />

της πίστης τους.<br />

Μετά από ένα και πλέον χρόνο ο Νικολός Μαυρικάς απευθύνθηκε<br />

και πάλι προς την κυβέρνηση της Κρήτης και ζήτησε από τον<br />

δούκα την παραχώρηση της εκκλησίας σ’ εκείνον. Το κύριο επιχείρημά<br />

του είχε σχέση με την κατάσταση στην οποία βρισκόταν η εκκλησία.<br />

Φαίνεται πως στην πραγματικότητα το Μάιο του 1389 εκτός<br />

4<br />

Τα όσα διηγείται ο Μαυρικάς περιέχονται σε δουκική απόφαση του 1390,<br />

την οποία θα δούμε στη συνέχεια. Το τάμα για την ανέγερση εκκλησίας<br />

σε μια μέρα φαίνεται πως δεν ήταν και τόσο σπάνιο. Βλ. για παράδειγμα<br />

αντίστοιχη αναφορά το 1320 για την ανέγερση της εκκλησίας του Σωτήρα<br />

σε μια μέρα αμέσως μετά τον μεγάλο σεισμό του 1302 στην Κρήτη (ecclesia<br />

Sancti Salvatoris, que facta fuit in terremotu in una die...) (Ζ. Ν. Τσιρπανλής,<br />

«Kατάστιχο εκκλησιών και μοναστηριών του Kοινού» (1248-1548). Συμβολή<br />

στη μελέτη των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας στη βενετοκρατούμενη Κρήτη,<br />

Iωάννινα 1985, αρ. 135).


ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ ΧΑΝΔΑΚΑ<br />

413<br />

από την καθαγίαση της θέσης είχαν ολοκληρωθεί τα θεμελιώδη<br />

μόνο δομικά στοιχεία της εκκλησίας. Όπως επισημαίνει ο Μαυρικάς,<br />

η εκκλησία ήταν ανοικτή σε πολλά σημεία και αν δεν ολοκληρώνονταν<br />

οι εργασίες δεν θα μπορούσε να αντέξει τον επόμενο χειμώνα.<br />

Στην αίτησή του τόνιζε ακόμη μια φορά το γεγονός ότι ήταν<br />

εκείνος που είχε ζητήσει την ανέγερσή της και είχε υποδείξει τη γη<br />

που κτίστηκε, καθώς και ότι τα έξοδα για τα υλικά και τις εργασίες<br />

ήταν δικά του. Ζήτησε λοιπόν την έγγραφη παραχώρηση της εκκλησίας,<br />

με σκοπό να συνεχίσει τις εργασίες με δικά του και πάλι<br />

έξοδα και να αποτρέψει την κατάρρευσή της. Έναντι της παραχώρησης<br />

αυτής ήταν διατεθειμένος να καταβάλλει ως αναγνωριστικό<br />

δικαίωμα εκείνο που θα έκριναν δίκαιο οι αρχές.<br />

Στις 5 Ιουλίου του 1390, ο δούκας Κρήτης, λαμβάνοντας υπόψη<br />

όλα τα παραπάνω επιχειρήματα του Μαυρικά, του παραχώρησε<br />

πράγματι την εκκλησία του αγίου Αθανασίου με πλήρη κτητορικά<br />

δικαιώματα (ius patronatus) 5 . Ο ίδιος, σύμφωνα με την παραχώρηση<br />

αυτή, μπορούσε να ορίζει τον ιερέα που θα λειτουργούσε στην εκκλησία<br />

και αναλάμβανε την υποχρέωση, όπως εξάλλου είχε ζητήσει,<br />

να την συμπληρώσει με όλα τα απαραίτητα για να μην καταρρεύσει<br />

και στη συνέχεια να τη συντηρεί με δικά του έξοδα. Έναντι της παραχώρησης<br />

αυτής θα πρόσφερε κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα δύο<br />

λαμπάδες αξίας 12 γροσίων για το ιερό του Αγίου Μάρκου.<br />

Η ανέγερση και τις περισσότερες φορές η εκμετάλλευση εκκλησιών<br />

στις πόλεις, αλλά και στα χωριά της Κρήτης από ιδιώτες δεν<br />

ήταν σπάνιο φαινόμενο, όπως πολύ χαρακτηριστικά αναδεικνύεται<br />

στο «Κατάστιχο των εκκλησιών», το οποίο έχει συνταχθεί το 1320,<br />

αλλά αντανακλά επίσης γεγονότα και φαινόμενα από τον 13ο αιώνα 6 .<br />

Η διαδικασία αδειοδότησης για την ανέγερση μιας ιδιωτικής (μη<br />

ενοριακής) εκκλησίας και στη συνέχεια τα δικαιώματα σ’ αυτήν δεν<br />

φαίνεται, τουλάχιστον κατά τον 14o αι., να ακολουθούν κάποιον<br />

αυστηρό κανόνα. Δεν υπάρχει δηλαδή καθιερωμένη διαδικασία<br />

ούτε μία και μοναδική αρχή παροχής της άδειας, και βέβαια τα δι-<br />

5<br />

Archivio di Stato di Venezia (= ASV), Duca di Candia, b. 11, fascicolo<br />

11, φ. 40r. Αναφορά στο ίδιο έγγραφο βλ. G. Gerola, «Topografia delle<br />

chiese della città di Candia», Bessarione 34 (1918), σ. 12 σημ. 1· Th.<br />

Ganchou, «Iôannès Argyropoulos, Géorgios Trapézountios et le patron<br />

crétois Géorgios Maurikas», Θησαυρίσματα 38 (2008), σ. 200.<br />

6<br />

Βλ. γενικές παρατηρήσεις σχετικά με τα θέματα αυτά, οι οποίες βασίζονται<br />

στο «Κατάστιχο των εκκλησιών», Τσιρπανλής, Κατάστιχο, σ. 81-87.


414 ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΑΣΠΑΡΗΣ<br />

καιώματα στην εκκλησία και οι αντίστοιχες εισφορές παρουσιάζουν<br />

ποικιλία. Μια από τις βασικές παραμέτρους πάντως στο ζήτημα<br />

αυτό αναδεικνύεται ο ιδιοκτήτης και/ή ο ενοικιαστής της γης, στην<br />

οποία μια εκκλησία ανεγειρόταν. Ο ιδιοκτήτης της γης ήταν αυτός<br />

που ουσιαστικά παρείχε την άδεια και στη συνέχεια παραχωρούσε<br />

το δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης της εκκλησίας, χωρίς ορισμένες<br />

φορές να παραβλέπεται και η λατινική Εκκλησία. Έτσι, άδεια<br />

ανέγερσης εκκλησίας μπορούσε να παραχωρήσει το κράτος, ο φεουδάρχης<br />

ή η Εκκλησία (αρχιεπισκοπή, επισκοπές, μονές) ως ιδιοκτήτες<br />

της γης. Την άδεια εξασφάλιζε ο κτήτορας της εκκλησίας, ο<br />

οποίος στη συνέχεια είχε κατά κανόνα το δικαίωμα να την παραχωρήσει<br />

με τη σειρά του, επίσης κατά κανόνα, στον ιερέα που θα ιερουργούσε<br />

σ’ αυτήν, εφόσον δεν ήταν ο ίδιος ιερέας. Η εκμετάλλευση<br />

της εκκλησίας γινόταν είτε από τον ίδιο τον κτήτορα είτε από<br />

τον ιερέα της εκκλησίας, ο οποίος νοίκιαζε την εκκλησία και τα<br />

τυχόν εξαρτήματά της. Μπορούσε έτσι να δημιουργηθεί μια σειρά<br />

προσώπων με δικαιώματα επί της εκκλησίας: ο ιδιοκτήτης της γης,<br />

ο κτήτορας της εκκλησίας και ο παπάς, με τους δύο τελευταίους να<br />

καταβάλλουν δικαιώματα στον αμέσως προηγούμενο της σειράς.<br />

Ταυτόχρονα, ανάλογα και πάλι με την περίπτωση και ανεξάρτητα<br />

σε τίνος την ιδιοκτησία είχαν ανεγερθεί και τι ενοίκια όφειλαν,<br />

ορισμένοι ιερείς κατέβαλλαν κάποιο, πολλές φορές τυπικό, αναγνωριστικό<br />

δικαίωμα στην λατινική Εκκλησία της Κρήτης 7 .<br />

Τι σήμαινε όμως στην ουσία η εκμετάλλευση μιας εκκλησίας<br />

και ποια θα μπορούσε να είναι η απόδοση μιας μικρής εκκλησίας,<br />

όπως στην προκειμένη περίπτωση; Το ενδιαφέρον αυτό θέμα δεν<br />

έχει μέχρι σήμερα επαρκώς αναλυθεί 8 . Σε γενικές γραμμές, εφόσον<br />

η εκκλησία δεν διέθετε περιουσιακά στοιχεία, τότε οι κύριες απο-<br />

7<br />

Βλ. χαρακτηριστικά παραδείγματα ανάλογων περιπτώσεων Τσιρπανλής,<br />

Κατάστιχο, αρ. 153, 154, 155, 158. Σχετικά με το ζήτημα της άδειας ανέγερσης<br />

και λειτουργίας εκκλησιών βλ. Όλγα Γκράτζιου, Η Κρήτη στην<br />

ύστερη μεσαιωνική εποχή. Η μαρτυρία της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής,<br />

Ηράκλειο 2010, σ. 114-123. Για το θέμα γενικά των ορθόδοξων εκκλησιών<br />

της Κρήτης (ίδρυση, λειτουργία, εκμετάλλευση κλπ.) κατά τον 13ο<br />

και 14ο αι. βλ. την ανέκδοτη διπλωματική εργασία: Claire Bonnélie, Contribution<br />

à l’étude de l’Église orthodoxe en Crète vénitienne (XIII e -XIV e siècles),<br />

Thèse pour le diplôme d’archiviste paléographe, École Nationale des<br />

Chartes 2000.<br />

8<br />

Βλ. σχετικές παρατηρήσεις, που προέρχονται αποκλειστικά από το «Κατάστιχο<br />

των εκκλησιών», Τσιρπανλής, Κατάστιχο, σ. 85-87.


ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ ΧΑΝΔΑΚΑ<br />

415<br />

δόσεις προέρχονταν αποκλειστικά και μόνο από τους πιστούς με<br />

την ευκαιρία θρησκευτικών μυστηρίων ή μικροδωρεών σε χρήμα<br />

ή είδος. Στις προοπτικές όμως μιας εκκλησίας υπήρχαν πάντα και<br />

οι μόνιμες ή και ορισμένου χρόνου δωρεές ακινήτων (γη, κατοικίες)<br />

ή η απόκτηση τέτοιων από άλλα έσοδα της εκκλησίας, τα οποία θα<br />

μπορούσαν να αποδώσουν κάποιο αξιόλογο εισόδημα. Πλάι όμως<br />

στο κίνητρο για εισοδήματα θα πρέπει να προσθέσει κανείς και την<br />

ικανοποίηση του θρησκευτικού συναισθήματος του κτήτορα και<br />

ίσως την ενίσχυση του κοινωνικού του προφίλ, καθώς και την ικανοποίηση<br />

του ιερέα για την άσκηση της κυριότερης αποστολής στη<br />

ζωή του, η οποία δεν ήταν πάντα δεδομένο ότι μπορούσε να την<br />

ασκήσει για κοινωνικούς, δογματικούς ή οικονομικούς λόγους.<br />

Στην συγκεκριμένη περίπτωση η εκκλησία του αγίου Αθανασίου<br />

δεν φαίνεται, το 1390 τουλάχιστον, να είναι προικισμένη με κάποια<br />

υποτυπώδη έστω περιουσιακά στοιχεία, και ο κτήτορας αιτείται το<br />

κτητορικό δικαίωμα για προσωπικούς λόγους (πίστη, κοινωνική<br />

θέση), με την ελπίδα ίσως ταυτόχρονα ότι η εκκλησία του θα αποκτήσει<br />

κάποτε και κάποια συμπληρωματικά περιουσιακά στοιχεία<br />

είτε από τον ίδιο είτε από άλλους πιστούς.<br />

Το όνομα του κτήτορα της εκκλησίας του αγίου Αθανασίου, του<br />

Νικολού δηλαδή Μαυρικά, και η πρακτική του τάματος στο αστικό<br />

περιβάλλον του Χάνδακα, καθώς επίσης και ο ίδιος ο άγιος υποδηλώνουν<br />

ορθόδοξο χριστιανό. Γνωρίζουμε ότι ο Νικολός Μαυρικάς<br />

ανήκε στο εύπορο αστικό στρώμα των Ελλήνων του Χάνδακα.<br />

Εξάλλου, η ανέγερση μιας έστω και πολύ μικρής εκκλησίας, ακόμη<br />

και με τη χειρωνακτική βοήθεια άλλων προσώπων, και όλες οι τυπικές<br />

ενέργειες για την απόκτηση του κτητορικού δικαιώματος και<br />

με προοπτική τη συντήρησή της δεν θα μπορούσαν να γίνουν από<br />

ένα μέλος του κατώτερου οικονομικά στρώματος της πόλης. Ο Νικολός<br />

και τα αδέλφια του, Ιωάννης ή Τζανίνος και Γεώργιος, ήταν<br />

αναμεμειγμένοι στο επικερδές εμπόριο της εποχής. O Νικολός απόκτησε<br />

τουλάχιστον δύο γιους, τον Κωνστάντιο, γνωστό νοτάριο της<br />

πόλης, και τον Γεώργιο, ο οποίος ήταν γαμπρός του πρωτοπαπά<br />

Χάνδακα, Γεώργιου Συμεωνάκη. Οι διαθέσιμες μαρτυρίες για τον<br />

Νικολό Μαυρικά δείχνουν ότι ζούσε ακόμη το 1400 9 . Η οικογένεια<br />

9<br />

Για τον Νικολό Μαυρικά και την οικογένειά του βλ. Ganchou, «Iôannès<br />

Argyropoulos», σ. 198-209. Διαθέτουμε ακόμη μια παλαιότερη μαρτυρία<br />

για κάποιον μακαρίτη Νικόλαο Μαυρικά. Το 1359 υποθηκεύτηκε από<br />

τον Μάρκο Vido μια σερβενταρία έναντι της προίκας, ύψους 600 υπ., της


416 ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΑΣΠΑΡΗΣ<br />

του Νικολού Μαυρικά, η οποία προερχόταν από το ελληνικό ορθόδοξο<br />

περιβάλλον του Χάνδακα, δεν ήταν μόνο εύπορη, αλλά διατηρούσε<br />

σχέσεις και με το τοπικό βενετικό στοιχείο 10 . Οι απόγονοι<br />

και συγγενείς του, ίσως και ο ίδιος, μετείχαν της λατινικής και ελληνικής<br />

παιδείας.<br />

Σχετικά με την εκκλησία που κτίστηκε το 1389, το παραπάνω<br />

έγγραφο του 1390 δεν προσφέρει δυστυχώς περισσότερες πληροφορίες,<br />

οι οποίες θα βοηθούσαν στην ταύτισή της ή τον εντοπισμό<br />

της θέσης της στο βούργο του Χάνδακα. Αντίθετα, η προσπάθεια<br />

αυτή περιπλέκεται, όταν συνδυαστεί με πολύ λίγες αλλά ενδιαφέρουσες<br />

πληροφορίες που διαθέτουμε και σχετίζονται με άλλες εκκλησίες<br />

του αγίου Αθανασίου. Ας δούμε χρονολογικά τις μαρτυρίες αυτές.<br />

Μέχρι τα μέσα περίπου του 14ου αι. δεν έχει μέχρι σήμερα εντοπιστεί<br />

καμιά μαρτυρία για την ύπαρξη εκκλησίας του αγίου Αθανασίου<br />

στον Χάνδακα ή στην ευρύτερη περιοχή του (Παραχάνδακας)<br />

11 . Η πρώτη μέχρι σήμερα γνωστή μαρτυρία για εκκλησία του<br />

αγίου Αθανασίου ανάγεται στο 1348. Τη χρονιά αυτή ο Donato<br />

Truno άφησε με τη διαθήκη του δέκα υπέρπυρα υπέρ της εκκλησίας<br />

του αγίου Αθανασίου, η οποία, όπως σημειώνεται, είχε πρόσφατα<br />

ανεγερθεί σε γη του, που βρισκόταν στην περιοχή των κήπων στο<br />

βούργο του Χάνδακα 12 . Το 1376 ο Ανδρέας Mazamurdi άφησε<br />

συζύγου του, Αγνής κόρης του ποτέ Νικόλαου Μαυρικά (Χ. Γάσπαρης,<br />

Catastici Feudorum Crete. Catasticum sexterii Dorsoduri. 1227-1418, τ. 2,<br />

Αθήνα 2004, αρ. 261). Δεν γνωρίζουμε αν ο παραπάνω μακαρίτης Νικόλαος<br />

συνδέεται με κάποιο τρόπο με τον δικό μας Νικολό Μαυρικά,<br />

αλλά θα μπορούσε να είναι ο ομώνυμος παππούς του.<br />

10<br />

Ακόμη και σε μεταγενέστερη εποχή συναντούμε έναν ιερέα, μέλος της οικογένειας<br />

Μαυρικά. Το 1548, ο πατέρας (patera) Νεόφυτος Μαυρικάς ιερουργούσε<br />

στην εκκλησία της Θεοτόκου στο χωριό Γιοφυράκια κοντά<br />

στην πόλη του Χάνδακα και ανήκε στους ορθόδοξους ιερείς που υπάγονταν<br />

στη λατινική αρχιεπισκοπή [Z. N. Τσιρπανλής, «Nέα στοιχεία σχετικά<br />

με την εκκλησιαστική ιστορία της βενετοκρατούμενης Kρήτης (13ος-17ος<br />

αι.) από ανέκδοτα βενετικά έγγραφα», Eλληνικά 20 (1967), σ. 83, 101].<br />

11<br />

Η συστηματική δουλειά των αρχών για τη σύνταξη του «Κατάστιχου των<br />

εκκλησιών» το 1320, στο οποίο δεν υπάρχει αναφορά σε εκκλησία του<br />

αγίου Αθανασίου στον Χάνδακα, στο βούργο του και στα χωριά του Παραχάνδακα,<br />

μειώνει την πιθανότητα μια τέτοια εκκλησία να έχει παραλειφθεί.<br />

12<br />

Item dimitto ecclesie Sancti Athanasii nuper hedificate super meum locum<br />

çardinorum burgi Candide yperpera decem (Wills from the Late Medieval Venetian<br />

Crete. 1312-1420, έκδ. Sally McKee, Oυάσιγκτον 1998, σ. 671).


ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ ΧΑΝΔΑΚΑ<br />

417<br />

επίσης με τη διαθήκη του πέντε υπέρπυρα για εργασίες στην εκκλησία<br />

του αγίου Αθανασίου στο βούργο του Χάνδακα 13 . Σε μια τρίτη,<br />

τέλος, διαθήκη την ίδια χρονιά ο Νικόλαος Cornario άφησε και<br />

αυτός με τη σειρά του τέσσερα υπέρπυρα για τον ίδιο λόγο και στην<br />

ίδια εκκλησία 14 . Μια τελευταία μαρτυρία από τον 14ο αι. περιέχεται<br />

σε καταγγελία του 1394 σχετικά με τον τραυματισμό της Καλής<br />

Gradonico από τον έμπορο Γεώργιο Ανδριώτη. Ως τόπος κατοικίας<br />

του θύματος δηλώνεται ο (εντός των τειχών) Χάνδακας «στον Άγιο<br />

Αθανάσιο» 15 .<br />

Έγγραφο, δυστυχώς εν μέρει κατεστραμμένο, του Ιουνίου 1414<br />

προσφέρει ακόμη μια πολύ ενδιαφέρουσα μαρτυρία 16 . Με απόφαση<br />

του δούκα Κρήτης, η οποία υλοποιούσε αντίστοιχη του δούκα της<br />

Βενετίας, θα μοιράζονταν οι κατοικίες που ανήκαν στην εκκλησία<br />

της Παναγίας Φανερωμένης στο βούργο του Χάνδακα 17 σε δύο μερίδια,<br />

το ένα από τα οποία θα παρέμενε στην ίδια εκκλησία, ενώ το<br />

άλλο μισό θα παραχωρούνταν στην «ενορία της εκκλησίας του αγίου<br />

Αθανασίου και της αγίας Θεοδοσίας, η οποία είχε πρόσφατα ανεγερθεί<br />

στο βούργο» (…pro enoria ecclesie Sancti Athanasii et Sancte<br />

Theodosie de novo constructe in burgo). Η απόφαση μάλιστα έθετε<br />

και συγκεκριμένο όρο, σύμφωνα με τον οποίο το μισό μερίδιο από<br />

τα έσοδα των σπιτιών αυτών θα περιέρχονταν στον λατίνο ιερέα<br />

που ιερουργούσε στην εκκλησία, ενώ το άλλο μισό στον έλληνα<br />

παπά που ιερουργούσε στην ίδια επίσης εκκλησία 18 . Μαθαίνουμε<br />

ακόμη ότι η εκκλησία αυτή είχε ανεγερθεί με πρωτοβουλία (ίσως<br />

και έξοδα) του Ιωάννη Bono και ότι ο λατίνος ιερέας της εκκλησίας<br />

13<br />

Item dimitto pro laborerio ecclesie Sancti Athanasii de burgo Candide yperpera<br />

quinque pro anima mea (Wills from the Late Medieval Venetian Crete, σ.<br />

966).<br />

14<br />

Item dimitto pro laborerio ecclesie Sancti Athanasii de dicto burgo Candide<br />

yperpera quatuor (Wills from the Late Medieval Venetian Crete, σ. 968).<br />

15<br />

Elisabeth Santschi, Régestes des Arrets Civils et des Memoriaux (1363-<br />

1399), des archives du Duc de Crète, Bενετία 1976, σ. 332, αρ. 1506.<br />

16<br />

ASV, Duca di Candia, b. 11, fascicolo 18, φ. [12v].<br />

17<br />

Η εκκλησία της Παναγίας Φανερωμένης ιδρύθηκε το 1319 από τον παπά<br />

Γεώργιο Χρουσολωρά ύστερα από άδεια του δούκα Κρήτης Νικόλαου<br />

Zane σε δημόσια γη στο βούργο του Χάνδακα «κοντά στη φόσσα Κουτσοπόδιο»,<br />

όπου παλαιότερα υπήρχε επίσης εκκλησία. Βλ. Τσιρπανλής, Κατάστιχο,<br />

αρ. 135, 136.<br />

18<br />

…debeat dari capellano latino, qui officiet sive celebrabit in dicta ecclesia<br />

divina officia, et reliqua dimidietas ipsius utilitatis debeat dari papati greco,<br />

qui similiter celebrabit in ea…


418 ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΑΣΠΑΡΗΣ<br />

θα προερχόταν από τους μοναχούς της μονής του Αγίου Παύλου<br />

του Τάγματος των Servi di Maria στο βούργο του Χάνδακα 19 . Ο τότε<br />

ηγούμενος της μονής αυτής, Πέτρος de Pizolis, και ο εκάστοτε ηγούμενος<br />

στο μέλλον θα επέλεγε τον ιερέα, ο οποίος θα ιερουργούσε<br />

κάθε μέρα «στη λατινική Αγία Τράπεζα», και θα εισέπραττε εκ μέρους<br />

της μονής το μερίδιο από τα έσοδα των σπιτιών της εκκλησίας 20 .<br />

Στόχος της απόφασης αυτής φαίνεται πως ήταν η προικοδότηση<br />

της νεοανεγερθείσας με πρωτοβουλία βενετού πιστού εκκλησίας<br />

του αγίου Αθανασίου και της αγίας Θεοδοσίας, έτσι ώστε να διαθέτει<br />

έσοδα απαραίτητα για τη συντήρησή της 21 . Η διμάρτυρη αυτή εκκλησία,<br />

η οποία αποτελούσε και έδρα ενορίας, δεν αποκλείεται να<br />

ήταν και δίκλιτη, αφού ήταν διπλού δόγματος και διέθετε Αγία<br />

Τράπεζα καθολικού δόγματος.<br />

Στον γνωστό, τέλος, χάρτη του Cristoforo Buondelmonti του<br />

1419 σημειώνεται στο βορειοδυτικό τμήμα του βούργου του Χάνδακα<br />

η εκκλησία του αγίου Αθανασίου. Το γεγονός ότι στο χάρτη<br />

αυτό σημειώνονται λίγες σχετικά εκκλησίες σημαίνει ότι η συγκε-<br />

19<br />

Το μοναστήρι του Αγίου Παύλου βρισκόταν στα δυτικά του βούργου. Βλ.<br />

Maria Georgopoulou, Venice’s Mediterranean Colonies. Architecture and<br />

Urbanism, Cambridge University Press 2001, σ. 35, 148-149.<br />

20<br />

…ex nunc de consensu venerabilis fratris Petri de Pizolis ................ prioris<br />

... ordinis servorum conventus Sancti Pauli de burgo Candide per dominium<br />

suprascriptum provisum et ordinatum ac statutum est, quod dictus prior et<br />

qui exit per tempora prior in dicto conventu debeat ponere unum fratrem sui<br />

ordinis pro celebrando missam omni die super altari latino suprascripte ecclesie,<br />

qui frater sive conventus predictus pro eo debeat habere illam integram<br />

dimidietatem utilitatis enorie date prefate ecclesie Sancti Athanasii et Sancte<br />

Theodosie dictam decanam, sicut in litteris ducalibus predictis continetur…<br />

Ο Πέτρος de Pizolis ή Pizolo υπήρξε ηγούμενος της μονής του Αγίου<br />

Παύλου μέχρι περίπου το 1424, οπότε εκλέχτηκε για πρώτη φορά ηγούμενος<br />

στη μονή και τον ξενώνα του Αγίου Αντωνίου στο βούργο του Χάνδακα.<br />

Παραιτήθηκε από τη θέση αυτή το 1428 και επανήλθε το 1431.<br />

Πέθανε το 1435-1436. Βλ. Τσιρπανλής, Κατάστιχο, σ. 115 και αρ. 179,<br />

182-183.<br />

21<br />

Δεν γνωρίζουμε τίνος πρωτοβουλία και πρόταση ήταν αυτή, αλλά εντύπωση<br />

προκαλεί η εμπλοκή στην υπόθεση μόνο των πολιτικών αρχών<br />

και όχι της λατινικής Εκκλησίας, παρόλο που και οι δύο εκκλησίες, της<br />

Παναγίας Φανερωμένης δηλαδή και του αγίου Αθανασίου και της αγίας<br />

Θεοδοσίας, ήταν ενοριακές. Ακόμη και για την κατανομή των σπιτιών εντέλλονται<br />

δύο Βενετοί, ο Πέτρος Habramo και ο Ερρίκος de Molino,<br />

χωρίς την παρέμβαση άλλου προσώπου. Στα εκκλησιαστικά ζητήματα<br />

στην Κρήτη η Βενετία ήταν ιδιαίτερα παρεμβατική ακόμη και σε θέματα<br />

που άπτονταν στενά της λατινικής αρχιεπισκοπής.


ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ ΧΑΝΔΑΚΑ<br />

419<br />

κριμένη εκκλησία του αγίου Αθανασίου ήταν μια από τις μάλλον<br />

σημαντικές εκκλησίες της πόλης 22 .<br />

Σύμφωνα με όλες τις παραπάνω μαρτυρίες μέχρι και τη δεύτερη<br />

δεκαετία του 15ου αι. παρατηρούμε τα εξής: Η διαθήκη του 1348<br />

μιλά για «νέα» εκκλησία μέσα στους κήπους του διαθέτη, πιθανότατα<br />

δηλαδή στο νέο βούργο της εποχής ή αλλιώς στην επέκταση του<br />

παλαιού. Η ίδια μάλλον εκκλησία υπήρχε τουλάχιστον μέχρι και το<br />

1376, όταν οι δύο άλλοι διαθέτες άφησαν σχετικά κληροδοτήματα.<br />

Δεκατρία μόλις χρόνια μετά την τελευταία αυτή αναφορά μια «νέα»<br />

εκκλησία του αγίου Αθανασίου κτίζεται από τον Νικολό Μαυρικά,<br />

επίσης στο βούργο. Το 1414, μια επίσης «νέα» διμάρτυρη εκκλησία<br />

του αγίου Αθανασίου καταγράφεται στο βούργο. Εξαίρεση, τέλος,<br />

αποτελεί η μαρτυρία του 1394, η οποία δεν αναφέρει ρητά για εκκλησία<br />

του αγίου Αθανασίου, αλλά για θέση εντός των τειχών,<br />

οπότε θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι επρόκειτο για περιοχή<br />

όπου ίσως να υπήρχε (την εποχή εκείνη ή παλαιότερα) ομώνυμη<br />

εκκλησία. Και στις τρεις πρώτες μαρτυρίες οι εκκλησίες καταγράφονται<br />

ως «νέες», γεγονός που σημαίνει ότι δεν πρόκειται για την<br />

ίδια εκκλησία ούτε για την επανοικοδόμηση κάθε φορά της παλαιότερης<br />

λόγω μικρής σχετικά χρονικής απόστασης μεταξύ των μαρτυριών,<br />

αλλά πράγματι για τρεις διαφορετικές εκκλησίες αφιερωμένες<br />

στον άγιο Αθανάσιο στα όρια του βούργου του Χάνδακα.<br />

Δυστυχώς, στο στάδιο αυτό της έρευνας, κανένα απολύτως στοιχείο<br />

γραπτό ή αρχαιολογικό από την εποχή εκείνη δεν μας βοηθά να<br />

ξεκαθαρίσουμε την εικόνα και να τοποθετήσουμε με βεβαιότητα τις<br />

εκκλησίες αυτές σε θέσεις στο βούργο.<br />

Αν θεωρήσουμε ότι ακόμη και στην περίπτωση κατάρρευσης<br />

του κτηρίου οι θέσεις των εκκλησιών σπάνια εγκαταλείπονταν, αλλά<br />

συνήθως οικοδομούνταν εκ νέου, τότε μπορούμε να δεχτούμε ότι<br />

μεταγενέστερες εκκλησίες του αγίου Αθανασίου, του 16ου και 17ου<br />

αι., πιθανόν να ταυτίζονται με τις παλαιότερες, του 14ου και των<br />

αρχών του 15ου αιώνα. Υπό το πρίσμα αυτό, ας δούμε μαρτυρίες<br />

από μεταγενέστερες εποχές, οι οποίες θα μπορούσαν να βοηθήσουν<br />

στην έρευνά μας. Οι πρώτες σχετικές μαρτυρίες προέρχονται από τα<br />

μέσα περίπου του 16ου αιώνα. Το 1548 καταγράφηκαν για άλλη<br />

μια φορά οι 130 ιερείς, οι οποίοι υπάγονταν στη λατινική αρχιεπι-<br />

22<br />

Πρβλ. Georgopoulou, Venice’s Mediterranean Colonies, σ. 33.


420 ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΑΣΠΑΡΗΣ<br />

σκοπή της Κρήτης. Εκτός από το όνομα του ιερέα καταγράφεται και<br />

ο ναός, στον οποίο ιερουργούσε. Αυτή τη φορά ερχόμαστε αντιμέτωποι<br />

με τέσσερις διαφορετικούς ιερείς, οι οποίοι ιερουργούσαν σε<br />

εκκλησίες του αγίου Αθανασίου, και πάλι μόνο στο βούργο του Χάνδακα<br />

23 . Το γεγονός ότι κάθε ιερέας φέρεται να ιερουργεί σε πάνω<br />

από μία εκκλησίες σημαίνει αντίστροφα ότι δύσκολα σε μία εκκλησία<br />

θα ιερουργούσαν περισσότεροι του ενός ιερείς. Αυτό με τη σειρά<br />

του σημαίνει ότι έχουμε να κάνουμε με τέσσερις διαφορετικές εκκλησίες<br />

του αγίου Αθανασίου. Ανεξάρτητα όμως από τον αριθμό<br />

των ιερέων, δύο προσδιοριστικά επίθετα των εκκλησιών αυτών στο<br />

ίδιο έγγραφο μάς οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν πράγματι<br />

τρεις τουλάχιστον διαφορετικές εκκλησίες αφιερωμένες στον άγιο<br />

Αθανάσιο. Η μία από τις εκκλησίες καταγράφεται ως Άγιος Αθανάσιος<br />

ο Νέος (S. Athanasius Novus), η άλλη ως Άγιος Αθανάσιος<br />

στον Δερματά (S. Athanasius de Dermata), ενώ οι άλλες δύο απλά<br />

ως Άγιος Αθανάσιος. Από τα ίδια περίπου χρόνια, και συγκεκριμένα<br />

από τα έτη 1541 και 1549, διαθέτουμε μαρτυρίες για την ύπαρξη<br />

και του ενοριακού ναού του αγίου Αθανασίου του Παλαιού 24 .<br />

Ανάλογη εικόνα δίνουν και ακόμη οψιμότερες μαρτυρίες από<br />

καταγραφές εκκλησιών ή ιερέων του Χάνδακα κατά το δεύτερο μισό<br />

του 16ου και το πρώτο μισό του 17ου αιώνα 25 . Σε αυτές συναντούμε<br />

και νέα προσδιοριστικά επίθετα εκκλησιών, όπως ο Άγιος Αθανάσιος<br />

των Παπαδόπουλων (de Papadopuli), ο Άγιος Αθανάσιος «εις<br />

την Κερά Παναγιά», ο Άγιος Αθανάσιος «εις την Αγία Μαρίνα» και<br />

ο Άγιος Αθανάσιος «δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του<br />

Αγιασμένου», τα τρία τελευταία χαρακτηριστικά της θέσης της εκκλησίας<br />

26 . Πιθανότατα πολλοί από τους διάφορους αυτούς προσ-<br />

23<br />

Tσιρπανλής, «Νέα στοιχεία», σ. 98, 99, 100.<br />

24<br />

Σε συμβολαιογραφική πράξη του 1541 παραχωρήθηκε σπίτι στην ενορία<br />

του Αγίου Αθανασίου του Παλαιού (Αναστασία Παπαδία-Λάλα, Ευαγή και<br />

νοσοκομειακά ιδρύματα στη Βενετοκρατούμενη Κρήτη, Βενετία-Ηράκλειο<br />

1996, σ. 84). Το 1549 συντάχθηκαν δύο συμβόλαια, το ένα πώλησης<br />

και το άλλο ενοικίασης σπιτιών, τα οποία βρίσκονταν «εις την κοντράδα<br />

του Αγίου Αθανασίου του Παλαιού» (Μιχαήλ Μαράς νοτάριος Χάνδακα.<br />

Κατάστιχο 149, τ. 3, [1/7 – 28/9 1549], έκδ. Τ. Μαρμαρέλη, Μ. Γ. Δρακάκης,<br />

Ηράκλειο 2006, αρ. 14 και 194).<br />

25<br />

Βλ. συγκεντρωτικούς καταλόγους και προσπάθεια ταύτισης των εκκλησιών<br />

του Χάνδακα, Gerola, «Topografia», σ. 99-119, 239-281.<br />

26<br />

Gerola, «Topografia», σ. 244, 246. Η μαρτυρία για τον Άγιο Αθανάσιο<br />

δίπλα στον Άγιο Ιωάννη Αγιασμένο προέρχεται από διαθήκη του 1581,


ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ ΧΑΝΔΑΚΑ<br />

421<br />

διορισμούς αναφέρονται σε ίδιες εκκλησίες, οι οποίες κατά εποχές<br />

μπορεί να άλλαζαν επωνυμία και που προς το παρόν δεν μπορούν<br />

όλες να ταυτιστούν. Ο G. Gerola στο κλασικό άρθρο του για την τοπογραφία<br />

των εκκλησιών του Χάνδακα, λαμβάνοντας υπόψη όλους<br />

τους γνωστούς τότε καταλόγους εκκλησιών του 16ου και του 17ου<br />

αι., καταλήγει στην ύπαρξη πέντε διαφορετικών εκκλησιών του<br />

αγίου Αθανασίου στο βούργο του Χάνδακα, αν και δεν αποκλείεται<br />

να υπήρχαν και λίγο περισσότερες 27 .<br />

Παρά την ύπαρξη όλων των παραπάνω διαθέσιμων στοιχείων η<br />

προσπάθεια ταύτισης των τριών πρωιμότερων εκκλησιών, του 14ου<br />

δηλαδή και των αρχών του 15ου αι., οι οποίες στάθηκαν αφορ μή<br />

για τη συγγραφή της παρούσας εργασίας, με εκείνες του 16ου και<br />

17ου αι. δεν είναι εύκολη και κρύβει σημαντικές παγίδες. Ωστόσο<br />

θα προχωρήσουμε σε κάποιες υποθέσεις, συνδυάζοντας τις γραπτές<br />

μαρτυρίες με τις θέσεις εκκλησιών του αγίου Αθανασίου, όπως αποτυπώνονται<br />

κυρίως στον χάρτη του Werdmüller του 17ου αιώνα.<br />

Στην ανέγερση και των τριών πρωιμότερων εκκλησιών είναι<br />

αναμεμειγμένοι με κάποιο τρόπο ιδιώτες, κάτι καθόλου σπάνιο,<br />

ένας από αυτούς ελληνικής και δύο βενετικής καταγωγής. Η εκκλησία<br />

του 1348 είχε ανεγερθεί σε γη που ανήκε στον Donato Truno, αν<br />

και δεν διαφαίνεται αν κατείχε το κτητορικό δικαίωμα· η εκκλησία<br />

του 1389-1390 ανεγέρθηκε σε δημόσια γη, αλλά με πρωτοβουλία<br />

και έξοδα του Νικολού Μαυρικά, ο οποίος απέκτησε το κτητορικό<br />

δικαίωμα· η εκκλησία, τέλος, του 1414 ανεγέρθηκε με πρωτοβουλία<br />

του Ιωάννη Bono, ο οποίος δεν φαίνεται να διατηρεί κάποιο δικαίωμα.<br />

Αντίθετα, η τελευταία αυτή εκκλησία γίνεται ενοριακός<br />

ναός, το καθολικό τμήμα του οποίου ελέγχεται από την καθολική<br />

μονή του Αγίου Παύλου. Επομένως, η μόνη από τις τρεις αυτές εκκλησίες,<br />

για την οποία θα μπορούσαμε να πούμε ότι διατηρεί το<br />

στενά «ιδιωτικό» καθεστώς είναι εκείνη του 1389/1390.<br />

Μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία από τον πρώιμο 16ο αι. παραπέμπει<br />

σε συνθήκες ανάλογες με εκείνες της μικρής εκκλησίας του<br />

αγίου Αθανασίου που έκτισε ο Νικολός Μαυρικάς. Το 1531 ο μαστρο-Νικολός<br />

Τζηρίγος «σομαράς την τέχνην» και κάτοικος του βούργου<br />

Χάνδακα (Εξώπορτον) άφησε με τη διαθήκη του χρήματα «εις<br />

σύμφωνα με την οποία ο διαθέτης κληροδότησε ποσό …alla fabrica della<br />

chiesa de Santo Athanasio che è conzonta con la chiesa de San Zuane Agiasmeno<br />

(ASV, Notai di Candia, b. 168 notaio Andrea Mavroianni, φ. 70v).<br />

27<br />

Gerola, «Topografia», σ. 263.


422 ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΑΣΠΑΡΗΣ<br />

τον Άγιον Αθανάσιον, ήγουν εις την εμήν εκκλησίαν, εις ανακαινισμόν<br />

και ανάστασιν αυτής». Αφήνει μάλιστα την ίδια εκκλησία μαζί<br />

με «το κελλοίον της ρηθείσης εκκλησίας» στον παπά Κωνσταντίνο<br />

Πολίτη «ίνα ιερουργεί και ψάλλειν» 28 . Ο Νικολός Τζηρίγος φαίνεται<br />

να κατέχει το κτητορικό δικαίωμα της εκκλησίας, το δικαίωμα δηλαδή<br />

της «εκμετάλλευσης» και κληροδότησης της εκκλησίας, καθώς και<br />

του καθορισμού του παπά που θα ιερουργούσε σ’ αυτήν, όπως ακριβώς<br />

και ο Νικολός Μαυρικάς 29 . Θα μπορούσαμε άραγε να θεωρήσουμε<br />

ότι πρόκειται για την ίδια εκκλησία, η οποία διατηρεί κατά τη<br />

διάρκεια σχεδόν ενάμισι αιώνα τον «ιδιωτικό» της χαρακτήρα και<br />

μεταβιβάζεται ως κληρονομιά ή προίκα; Αν και μια τέτοια υπόθεση<br />

φαίνεται λογική, ωστόσο πρέπει να περιμένουμε στο μέλλον και<br />

άλλες μαρτυρίες για να μπορέσουμε να την αποδεχτούμε πλήρως.<br />

Αν λάβουμε ως βάση τις πλησιέστερες προς τον 15ο αι. μαρτυρίες<br />

σχετικά με τις τέσσερις εκκλησίες που αναφέρονται στον κατάλογο<br />

του 1548 και τις συνδυάσουμε με κάποιες μεταγενέστερες<br />

πληροφορίες, μπορούμε να επισημάνουμε τα παρακάτω:<br />

1. Σχετικά με τον Άγιο Αθανάσιο τον Παλαιό είναι ξεκάθαρο<br />

από τις μαρτυρίες που διαθέτουμε ότι πρόκειται για παρεκκλήσι<br />

(capella) της εκκλησίας της Παναγίας Κεράς Παναγιάς 30 . Τοποθετείται<br />

28<br />

Μανουήλ Γρηγορόπουλος, νοτάριος Χάνδακα. 1506-1532. Διαθήκες, απογραφές-εκτιμήσεις,<br />

έκδ. Στ. Κακλαμάνης – Στ. Λαμπάκης, Ηράκλειο 2003, αρ.<br />

148.<br />

29<br />

Παρόμοια εικόνα «ιδιωτικής» εκκλησίας δίνουν και άλλες δύο μαρτυρίες<br />

από τον 17ο αιώνα. Το 1635 ο παπάς Γεώργιος Ζεππές (Seppe) δήλωσε<br />

ότι η εκκλησία του Αρχάγγελου Μιχαήλ και αγίου Αθανασίου, στην οποία<br />

ιερουργούσε, είχε περιέλθει σ’ εκείνον ως μέρος της προίκας του (βλ.<br />

Αγγελική Πανοπούλου, Συντεχνίες και θρησκευτικές αδελφότητες στη βενετοκρατούμενη<br />

Κρήτη, Αθήνα-Βενετία 2012, σ. 395). «Ιδιωτικά» χαρακτηριστικά<br />

προσδίδει και το προσδιοριστικό της εκκλησίας του αγίου Αθανασίου<br />

των Παπαδόπουλων, την οποία συναντούμε σε κατάλογο του 17ου αι.<br />

(Gerola, «Topografia», σ. 244). Ο Gerola μάλιστα ταυτίζει την εκκλησία<br />

αυτή με τον Άγιο Αθανάσιο τον Νέο και την τοποθετεί στην περιοχή των<br />

κήπων προς τον προμαχώνα της Βηθλεέμ (Gerola, «Topografia», 263).<br />

30<br />

Στον κατάλογο του 1548 ο ίδιος ιερέας λειτουργεί στην Κερά Παναγιά,<br />

τον Άγιο Αθανάσιο και τον Άγιο Θεόδωρο: Papas Georgius Primichiri officiator<br />

ecclesiarum de Chiera Panagia, Sancti Athanasii et Sancti Theodori<br />

(Τσιρπανλής, «Νέα στοιχεία», σ. 98). Σε συμβόλαιο του 1566 αναφέρεται:<br />

…Santa Maria Chera Panagia sive San Athanasio Vecchio (ASV, Notai di<br />

Candia, b. 170 notaio Zorzi Manganari, φ. 211r-v). Το 1572, σε κατάλογο<br />

και πάλι ιερέων και των εκκλησιών, στις οποίες ιερουργούσαν, ο παπάς<br />

Ιωάννης Γαϊτάνης δήλωσε ότι ιερουργούσε στις εκκλησίες Santa Maria


ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ ΧΑΝΔΑΚΑ<br />

423<br />

επομένως στο νοτιοανατολικό τμήμα του βούργου (βλ. χάρτης<br />

Werdmüller αρ. 65 ως Αγία Αθανασία 31 ). Το προσδιοριστικό Παλαιός<br />

παραπέμπει σε χρονικά πολύ παλαιότερη του 1548 εκκλησία<br />

και οπωσδήποτε παλαιότερη από εκείνη του Αγίου Αθανασίου του<br />

Νέου. Καθώς ο Άγιος Αθανάσιος ο Παλαιός πρόκειται για ενοριακή<br />

εκκλησία θα μπορούσαμε να τη συνδέσουμε με την εκκλησία του<br />

αγίου Αθανασίου και της αγίας Θεοδοσίας των αρχών του 15ου αιώνα.<br />

Στην περίπτωση αυτή, και δεδομένου ότι κατά τον 16ο αι.<br />

υπήρχαν δύο διαφορετικές ενορίες, του Αγίου Αθανασίου και της<br />

Αγίας Θεοδοσίας 32 , πρέπει να υποθέσουμε ότι η παλαιά διμάρτυρη<br />

ενοριακή εκκλησία διατήρησε σε βάθος χρόνου τον έναν μόνο από<br />

τους δύο αγίους και μια νέα εκκλησία αφιερώθηκε στον άλλο. Δεν<br />

γνωρίζουμε δυστυχώς ποιος άγιος διατηρήθηκε στην παλαιότερη<br />

εκκλησία και βέβαια ούτε πότε και κάτω από ποιες συνθήκες έγινε<br />

αυτό. Πιθανότατα όμως η αλλαγή αυτή σχετίζεται με τη σταδιακή<br />

επέκταση του βούργου νοτιότερα και την ανάγκη δημιουργίας μιας<br />

νέας ενορίας. Το γεγονός ότι η εκκλησία της αγίας Θεοδοσίας κατά<br />

τον 17ο αι. βρισκόταν κοντά στα μεσαιωνικά τείχη (βλ. χάρτης<br />

Werdmüller αρ. 55), στην περιοχή δηλαδή του παλαιότερου βούρ-<br />

Chera Panagia et Santo Theodoro et de Santo Athanasio Vechio poste in<br />

borgo (ASV, Notai di Candia, b. 197 notaio Antonio Pantaleo, libro 9, φ.<br />

218v: Πανοπούλου, Συντεχνίες, σ. 395, σημ. 655). Σε διάταγμα του 1655<br />

σχετικά με τον αριθμό των παπάδων και τις εκκλησίες στις οποίες αυτοί<br />

ιερουργούν γίνεται ακόμη πιο ξεκάθαρη η θέση του Αγίου Αθανασίου<br />

του Παλαιού: …San Athanasio Vechio. La chiesa de San Athanasio Vechio<br />

con parochia serve per capella della sudetta, officiator il medesimo papa<br />

Coti… (ASV, Duca di Candia, b. 17, reg. 18, φ. 30v: Πανοπούλου, Συντεχνίες,<br />

σ. 395, σημ. 655). Ευχαριστώ τη συνάδελφο Αγγελική Πανοπούλου<br />

που μου επισήμανε και παραχώρησε προς μελέτη όλες τις παραπάνω<br />

ανέκδοτες πηγές σχετικές με εκκλησίες του αγίου Αθανασίου κατά τον<br />

16ο και 17ο αιώνα. Γνωρίζουμε, τέλος, ότι κατά το πρώτο μισό του 17ου<br />

αι. ο Γεράσιμος Βλάχος, στα χρόνια κάποιου μεγάλου λοιμού στο Χάνδακα,<br />

επισκεπτόταν τις εκκλησίες της ενορίας του, δηλαδή την Παναγία και τον<br />

Άγιο Αθανάσιο τον Παλαιό [βλ. Κ. Δ. Μέρτζιος, «Νέαι ειδήσεις περί<br />

Κρητών εκ των αρχείων της Βενετίας», Κρητικά Χρονικά 2 (1948), σ. 289·<br />

πρβλ. Β. Ν. Τατάκης, Γεράσιμος Βλάχος ο Κρης (1605/7-1685). Φιλόσοφος,<br />

θεολόγος, φιλόλογος, Βενετία 1973, σ. 10].<br />

31<br />

Βλ. το χάρτη του Werdmüller στο Στ. Σπανάκης, Μνημεία της Κρητικής<br />

Ιστορίας, τ. 6, χάρτης και υπομνήματα ανάμεσα στις σελίδες 176 και 177.<br />

32<br />

Οι δύο ενορίες καταγράφονται στην απογραφή του Πέτρου Καστροφύλακα<br />

το 1583 (Βλ. πρόχειρα τον κατάλογο των ενοριών Σπανάκης, Μνημεία,<br />

υπόμνημα στο χάρτη ανάμεσα στις σ. 176 και 177).


424 ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΑΣΠΑΡΗΣ<br />

γου, μας προκαλεί να προτείνουμε ότι ίσως πρόκειται για τη διμάρτυρη<br />

ενοριακή εκκλησία των αρχών του 15ου αι., η οποία παρέμεινε<br />

με την πάροδο του χρόνου μόνο ως Αγία Θεοδοσία.<br />

2. Ο ίδιος ιερέας λειτουργεί στην Αγία Μαρίνα, τον Άγιο Αθανάσιο<br />

και τον Άγιο Γεώργιο των Κατεργάρων (κωπηλατών) 33 . Ο<br />

Άγιος Αθανάσιος ταυτίζεται με τον Άγιο Αθανάσιο «εις την Αγία<br />

Μαρίνα» του 17ου αι. και τοποθετείται στο βορειοδυτικό τμήμα του<br />

βούργου (βλ. χάρτης Werdmüller αρ. 122). Ταυτίζεται ακόμη με<br />

τον Άγιο Αθανάσιο στον χάρτη του Buondelmonti. Αυτό σημαίνει<br />

ότι η συγκεκριμένη εκκλησία υπήρχε τουλάχιστον από τη δεύτερη<br />

δεκαετία του 15ου αι.<br />

3. Ο ίδιος ιερέας λειτουργεί στον Άγιο Ιωάννη Samacho/Stamachelia,<br />

στον Τίμιο Σταυρό (Santa Croce) και τον Άγιο Αθανάσιο<br />

στον Δερματά 34 . Ο Άγιος Αθανάσιος επομένως θα βρισκόταν και<br />

αυτός λογικά κοντά στις δύο εκκλησίες. Μπορεί λοιπόν να τοποθετηθεί<br />

στο βόρειο τμήμα του βούργου κοντά στον κόλπο του Δερματά<br />

και στον άξονα περίπου που ενώνει τις δύο άλλες εκκλησίες (βλ.<br />

χάρτης Werdmüller αρ. 118 και 110).<br />

4. Ο ιερέας που δηλώνει τον Άγιο Αθανάσιο το Νέο δεν δηλώνει<br />

άλλη εκκλησία, κάτι που θα μας έδινε έστω κάποια ένδειξη<br />

περιοχής 35 . Γνωρίζουμε όμως ότι η εκκλησία ήταν έδρα της συντεχνίας<br />

των ραφτών, προστάτης άγιος των οποίων ήταν ο Αρχάγγελος<br />

Μιχαήλ. Σχετικές μαρτυρίες από τον 16ο και 17ο αι. αναφέρουν:<br />

chiesa di Santo Athanasio Novo over San Michael Arcangelo, και San<br />

Michiel Arcangelo et Santo Athanasio posta in questa città... nella<br />

quale vi è la confraternita dei sartori 36 . Οι παραπάνω εκφράσεις<br />

μοιά ζει να αναφέρονται σε μία εκκλησία και όχι σε δύο. Κατά την<br />

Αγγελική Πανοπούλου πιθανότατα στις αρχές του 17ου αι. η εκκλησία<br />

του αγίου Αθανασίου απόκτησε νέο κλίτος που ήταν αφιερωμένο<br />

στον αρχάγγελο Μιχαήλ 37 . Στο βούργο ο Werdmüller σημειώνει<br />

δύο εκκλησίες του Αρχαγγέλου Μιχαήλ (αρ. 70 και 98),<br />

33<br />

Papas Antonius Chalchiopulus officiator ecclesiarum Sancte Marine, Sancti<br />

Athanasii et Sancti Georgii Catergari (Τσιρπανλής, «Νέα στοιχεία», σ. 100).<br />

34<br />

Papas Antonius Armachi officiator ecclesiarum Sancti Iohannis de Samacho,<br />

Sancte Crucis et Sancti Athanasii de Dermata (Τσιρπανλής, «Νέα στοιχεία»,<br />

σ. 100).<br />

35<br />

Papas Çanachius Rodhius officiator ecclesie Athanasii Novi (Τσιρπανλής,<br />

«Νέα στοιχεία», σ. 99).<br />

36<br />

Πανοπούλου, Συντεχνίες, σ. 394-396.<br />

37<br />

Πανοπούλου, Συντεχνίες, σ. 395.


ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ ΧΑΝΔΑΚΑ<br />

425<br />

ενώ ο Gerola ταυτίζει μια τρίτη θέση εκκλησίας με εκείνη του Αρχιστράτηγου<br />

(αρ. 126). Δεν μπορούμε προς το παρόν να ταυτίσουμε<br />

μια από τις παραπάνω εκκλησίες του αρχαγγέλου Μιχαήλ με τον<br />

Άγιο Αθανάσιο το Νέο. Από την άλλη, η εκκλησία αυτή πιθανότατα<br />

ιδρύθηκε κατά τον 16ο αι., οπότε δεν σχετίζεται με κάποια από τις<br />

παλαιότερες εκκλησίες.<br />

Συνοψίζοντας, μπορούμε ύστερα από όλα τα παραπάνω να υποστηρίξουμε<br />

ως απλές και μόνο υποθέσεις, που περιμένουν την επιβεβαίωσή<br />

τους από μελλοντικές έρευνες σε αρχεία ή αρχαιολογικά<br />

ευρήματα, τα παρακάτω: 1. Οι παλαιότερες εκκλησίες του αγίου<br />

Αθανασίου, του 1348 δηλαδή και του 1389-1390, θα μπορούσαν<br />

να ταυτίζονται με τις δύο εκκλησίες του αγίου Αθανασίου στο βορειοδυτικό<br />

τμήμα του βούργου, κοντά στην Αγία Μαρίνα και κοντά<br />

στον κόλπο του Δερματά, χωρίς όμως να μπορούμε να τις αντιστοιχίσουμε.<br />

2. Η διμάρτυρη εκκλησία του αγίου Αθανασίου και της<br />

αγίας Θεοδοσίας του 1414 θα μπορούσε να ταυτίζεται με την εκκλησία<br />

της αγίας Θεοδοσίας στο ανατολικό τμήμα του βούργου, κοντά<br />

στα μεσαιωνικά τείχη του Χάνδακα, ή ακόμη και με εκείνη του αγίου<br />

Αθανασίου του Παλαιού και της Κεράς Παναγιάς στο νοτιοανατολικό<br />

τμήμα του βούργου κοντά στον προμαχώνα του Ιησού.<br />

Ο αριθμός των εκκλησιών των αφιερωμένων στον άγιο Αθανάσιο<br />

στον Χάνδακα αποκαλύπτει ότι η λατρεία του, τουλάχιστον<br />

από το δεύτερο περίπου μισό του 14ου αι. και εξής, μοιάζει να εντείνεται.<br />

Εκκλησίες του αγίου Αθανασίου υπήρχαν και στην υπόλοιπη<br />

Κρήτη ήδη από τα βυζαντινά χρόνια αλλά και στη συνέχεια<br />

από τον 13ο αι. και εξής, όπως μαρτυρούν σωζόμενα μνημεία στις<br />

Λιθίνες Λασιθίου, στο Χουδέτσι Ηρακλείου, στο Νίππος, στη Σκλαβοπούλα,<br />

στο Καψοδάσος και τις Μέσα Βουκολιές Χανίων 38 . Την<br />

ίδια περίπου εποχή που είδαμε να κτίζονται οι εκκλησίες στο βούργο<br />

του Χάνδακα, και συγκεκριμένα το 1394, ανεγέρθηκε σωζόμενη<br />

σήμερα εκκλησία του αγίου Αθανασίου στο Κεφάλι Κισάμου, όπου<br />

απεικονίζονται και οι δύο ιδρύτριες 39 . Ο άγιος Αθανάσιος συναντάται<br />

επίσης και σε τοιχογραφίες πολλών ναών αφιερωμένων σε άλλους<br />

38<br />

G. Gerola, Τοπογραφικός κατάλογος των τοιχογραφημένων εκκλησιών της<br />

Κρήτης, μτφ., προλ., σημ. Κ. Ε. Λασσιθιωτάκης, Ηράκλειο 1961, σ. 30,<br />

41, 47, 49, 109.<br />

39<br />

G. Gerola, Monumenti veneti nell’isola di Creta, τ. 2, Βενετία 1908, 328·<br />

Gerola, Τοπογραφικός κατάλογος των τοιχογραφημένων εκκλησιών της Κρήτης,<br />

σ. 25.


426 ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΑΣΠΑΡΗΣ<br />

αγίους 40 . Κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, τέλος, εκτός από τις εκκλησίες<br />

που συναντούμε στο βούργο του Χάνδακα, ο άγιος Αθανάσιος απεικονιζόταν,<br />

όπως αναφέρθηκε ήδη, στη μία πλευρά του λάβαρου<br />

της συντεχνίας των ραφτών του Χάνδακα, ενώ στην άλλη πλευρά<br />

βρισκόταν ο προστάτης της συντεχνίας Αρχάγγελος Μιχαήλ 41 .<br />

Εκτός από την ταύτιση των εκκλησιών, βασικό ερώτημα παραμένει<br />

η ταυτότητα του αγίου, τον οποίο τιμούσαν οι πιστοί στις εκκλησίες<br />

αυτές, αν πρόκειται δηλαδή για τον Μέγα Αθανάσιο ή για<br />

τον άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη ή ακόμη και για τον άγιο Αθανάσιο<br />

το Νέο πατριάρχη Κωνσταντινούπολης 42 . Οι γραπτές μαρτυρίες δεν<br />

προσφέρουν καμιά πληροφορία στο ζήτημα αυτό, το ίδιο και οι<br />

σωζόμενες εκκλησίες. Θα μπορούσαμε ίσως να συνδέσουμε τη λατρεία<br />

του αγίου Αθανασίου στην Κρήτη με τη θρυλούμενη παρουσία<br />

του Αθανασίου του Αθωνίτη μαζί με τον αυτοκράτορα Νικηφόρο<br />

Φωκά κατά την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Άραβες και<br />

την τόνωση της χριστιανικής θρησκείας και του μοναχισμού στο<br />

νησί 43 . Ακόμη όμως και στην περίπτωση αυτή δεν είναι βέβαιο ότι<br />

όλες οι εκκλησίες του αγίου Αθανασίου ήταν αφιερωμένες στον<br />

40<br />

Βλ. ενδεικτικά: άγιος Αθανάσιος και αφιερωτές στην εκκλησία της Παναγίας<br />

Καμπανού, άγιος Αθανάσιος μαζί με Ιωάννη Χρυσόστομο, άγιο Βασίλειο<br />

και άγιο Νικόλαο στην εκκλησία του Αγ. Ιωάννη στον Ασώματο<br />

Ρεθύμνου (1347), άγιος Αθανάσιος μαζί με άλλους ιεράρχες στην εκκλησία<br />

του Αγίου Γεωργίου (1302) και στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, και<br />

οι δύο στο Τυμπάκι (βλ. Gerola, Τοπογραφικός κατάλογος των τοιχογραφημένων<br />

εκκλησιών της Κρήτης, σ. 45, 67, 86-87, 87).<br />

41<br />

Βλ. Πανοπούλου, Συντεχνίες, σ. 394.<br />

42<br />

Ο άγιος Αθανάσιος ο Νέος υπήρξε πατριάρχης Κωνσταντινούπολης από<br />

το 1289 έως το 1293 και από το 1303 έως το 1309. Στα τέλη ήδη του<br />

14ου αι. τα λείψανά του βρίσκονταν τοποθετημένα σε λειψανοθήκη προς<br />

προσκύνηση στο ναό του Σωτήρος στο μοναστήρι του Ξηρολόφου, το<br />

οποίο είχε ιδρύσει ο ίδιος. Τα λείψανά του μεταφέρθηκαν το 1455 από<br />

την Κωνσταντινούπολη στη Βενετία [βλ. Επισκόπου Φαναρίου Αγαθαγγέλου,<br />

Χρύσας Μαλτέζου, Ενρίκο Μορίνι, Ιερά λείψανα αγίων της καθ’ ημάς<br />

Ανατολής στη Βενετία, Αθήνα 2005, σ. 83-89· M. S. Patedakis, The testament<br />

of the Patriarch Athanasios I of Constantinople (1289-93, 1303-<br />

09), Byzantine religious culture. Studies in honor of Alice-Mary Talbot, επιμ.<br />

Denis Sullivan, Elizabeth Fisher, Stratis Papaioannou, Leiden-Boston<br />

2012, σ. 439-461]. Η επιγραφή που ακολουθεί το λείψανό του στο ναό<br />

του San Zaccaria της Βενετίας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα σύγχυσης<br />

ανάμεσα στον Μέγα Αθανάσιο και τον άγιο Αθανάσιο τον Νέο.<br />

43<br />

Η περίπτωση να πρόκειται για τον άγιο Αθανάσιο το Νέο μάλλον αποκλείεται,<br />

καθώς είναι δύσκολο κατά το τελευταίο τέταρτο του 14ου αι. να


ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ ΧΑΝΔΑΚΑ<br />

427<br />

Αθωνίτη και όχι και στον Μέγα Αθανάσιο. Θα μπορούσαμε ακόμη<br />

να υποθέσουμε ότι στη λαϊκή συνείδηση της εποχής εκείνης οι δύο<br />

άγιοι συγχέονταν. Ωστόσο, ο άγιος Αθανάσιος ο Μέγας συνδέεται<br />

με ιαματικές ιδιότητες και την αποτροπή του θανάτου (το τελευταίο<br />

και λόγω ονόματος). Υπό την έννοια αυτή θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε<br />

ότι ο Νικολός Μαυρικάς, ο οποίος έκανε το τάμα για να<br />

τελειώσει ο λοιμός, είχε στο μυαλό του τον άγιο Αθανάσιο τον<br />

Μέγα, ο οποίος θα γλίτωνε τον τόπο από το θανατικό 44 . Δεν είναι<br />

τυχαία λοιπόν η επιλογή του αγίου, αν λάβουμε μάλιστα υπόψη ότι<br />

κανένα από τα γνωστά μέλη της ευρύτερης οικογένειας του Μαυρικά<br />

δεν φέρει το όνομα Αθανάσιος, γεγονός ίσως που θα τον οδηγούσε<br />

να τιμήσει άγιο «προστάτη» κάποιου συγγενικού του προσώπου.<br />

Ανεξάρτητα όμως ποιος από τους δύο αγίους πρόκειται, είναι άξιο<br />

απορίας ότι παρά την ύπαρξη τόσων εκκλησιών αφιερωμένων στον<br />

άγιο Αθανάσιο τουλάχιστον μέχρι και τον 17ο αι., στο σημερινό<br />

Ηράκλειο δεν διασώζεται καμιά παλαιότερη ομώνυμη εκκλησία,<br />

ούτε το όνομα του αγίου Αθανασίου διατηρείται ως απλό τοπωνύμιο<br />

στην ευρύτερη περιοχή της πόλης. Αξίζει να επισημανθεί, τέλος,<br />

ότι ως βαπτιστικό το όνομα Αθανάσιος από τον 13ο μέχρι και τις<br />

αρχές του 15ου αιώνα εμφανίζεται σπανιότατα.<br />

είχε φτάσει η λατρεία του στην Κρήτη και μάλιστα να του αφιερωθεί και<br />

εκκλησία. Αποκλείεται επίσης να πρόκειται για έναν άλλο επίσης Αθανάσιο<br />

που επισκέφθηκε την Κρήτη στις αρχές του 14ου αιώνα. Πρόκειται για<br />

τον Αθανάσιο τον εν Σταγοίς ιδρυτή του Μεγάλου Μετεώρου, ο οποίος<br />

σύμφωνα με το βίο του (γραμμένο τον 15ο αι.) έγινε θερμά δεκτός από<br />

τους Κρητικούς. Βλ. Ελεωνόρα Κουντούρα-Γαλάκη, «Ο Άνθιμος Αθηνών,<br />

πρόεδρος Κρήτης, και οι αντιθετικές τάσεις ορθόδοξης συσπείρωσης και<br />

διάσπασης στην ύστερη βυζαντινή εποχή. Μια προσέγγιση μέσω των λόγιων<br />

αγιολογικών κειμένων», Θησαυρίσματα 41/42 (2011-2012), σ. 349-<br />

350.<br />

44<br />

Εντύπωση προκαλεί ταυτόχρονα το γεγονός ότι η απόφαση, με την οποία<br />

ο Νικολός Μαυρικάς απόκτησε το κτητορικό δικαίωμα της εκκλησίας,<br />

έχει εκδοθεί στις 5 Ιουλίου, ημέρα εορτής του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη.<br />

Δεν μπορούμε παρά να αποδεχτούμε ότι πρόκειται για απλή σύμπτωση.


Εικ. 1. Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών, Συλλογή Λοβέρδου. Η Γέννηση του Χριστού.


Μυρτάλη Αχειμάστου-Ποταμιάνου<br />

Επιλεγόμενα<br />

σε μία εικόνα της Γέννησης<br />

στη Συλλογή Λοβέρδου<br />

Η εικόνα της Γέννησης του Χριστού (εικ. 1-6), γνωστή από δημοσιεύσεις<br />

των τελευταίων δεκαετιών, καταλέγεται στις παλαιότερες και<br />

τις πλέον σημαντικές της Συλλογής Δ. Λοβέρδου στο Βυζαντινό Μουσείο<br />

Αθηνών (Λ.217-ΣΛ.216) 1 . Κίνητρο για τη στενότερη, αν και<br />

σύντομη εξέτασή της εδώ, έδωσε η ενδιαφέρουσα συνάφεια των εικονογραφικών<br />

στοιχείων της με τη Γέννηση στις προγενέστερες τοιχογραφίες<br />

των Εισοδίων της Παναγίας στο Σκλαβεροχώρι Πεδιάδος<br />

και της Παναγίας στα Καπετανιανά της Κρήτης 2 . Τη γνώση των δύο<br />

διακοσμήσεων οφείλουμε στον αείμνηστο φίλο και συνάδελφο Μανόλη<br />

Μπορμπουδάκη 3 , ο οποίος προσέφερε με το επιστημονικό,<br />

υπηρεσιακό και συγγραφικό του έργο πολλά και σπουδαία στη διάσωση<br />

και ανάδειξη των βυζαντινών μνημείων της μεγαλονήσου.<br />

Μικρό αφιέρωμα στη μνήμη του ας είναι αυτή η εργασία.<br />

Η Γέννηση της Συλλογής Λοβέρδου, ωραίο έργο ζωγράφου της<br />

Κρήτης του 15ου αι., εντάσσεται σε μία σειρά από πρώιμες κρητικές<br />

εικόνες του θέματος, που διακρίνονται με εξέχουσα ποιότητα τέχνης.<br />

1<br />

Χρ. Μπαλτογιάννη, Εικόνες. Μήτηρ Θεού, Αθήνα 1994, αρ. 63, σ. 228<br />

κ.ε., πίν. 118-121. Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Εικόνες του Βυζαντινού<br />

Μουσείου Αθηνών, Αθήνα 1998, αρ. 26, σ. 96, εικ. σ. 97, 98. Μυστήριον<br />

Μέγα και Παράδοξον, Σωτήριον Έτος 2000, Έκθεσις Εικόνων και Κειμηλίων,<br />

κατάλογος έκθεσης, Αθήνα 2001, αρ. 31, σ. 144, εικ. σ. 144, 145 (Κ.-Φ.<br />

Καλαφάτη). Χρ. Μπαλτογιάννη, Εικόνες. Ο Χριστός στην Ενσάρκωση και<br />

στο Πάθος, Αθήνα 2003, αρ. 29, σ. 117 κ.ε., πίν. 59, 60. Α. Αλεξοπούλου-Α.<br />

Α. Καμινάρη, Μελέτη και τεκμηρίωση με υπέρυθρη ανακλαστογραφία<br />

της εικόνας «Άγιος Γεώργιος» του ζωγράφου Αγγέλου, στο Κ. Μιλάνου<br />

κ.ά. (επιμ.), Εικόνες με την υπογραφή «Χειρ Αγγέλου», Η τεχνική ενός<br />

Κρητικού ζωγράφου του 15ου αιώνα, Αθήνα 2008, σ. 157, εικ. 7-9.<br />

2<br />

Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Εικόνες του Βυζαντινού Μουσείου, ό.π.<br />

3<br />

Μ. Μπορμπουδάκης, Παρατηρήσεις στη ζωγραφική του Σκλαβεροχωρίου,<br />

στο Ευφρόσυνον, Αφιέρωμα στον Μανόλη Χατζηδάκη, τ. 1, Αθήνα 1991, σ.<br />

375 κ.ε.


430 ΜΥΡΤΑΛΗ ΑΧΕΙΜΑΣΤΟΥ-ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ<br />

Πρόκειται, κυρίως, για τις εικόνες της Συλλογής Ρ. Ανδρεάδη στην<br />

Αθήνα (Γέννηση Volpi) 4 , του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών 5 , του<br />

Ελληνικού Ινστιτούτου της Βενετίας 6 , της Μονής της Ζωοδόχου<br />

Πηγής στην Πάτμο 7 και της Συλλογής Λιχάτσεφ στο Ερμιτάζ της<br />

Αγίας Πετρούπολης 8 . Κατά πολύ μεγαλύτερη από τις άλλες, η Γέννηση<br />

της Συλλογής Λοβέρδου (διαστ. 1,19 x 0,92 μ.) θα πρέπει να<br />

είχε θέση στη ζώνη των δεσποτικών εικόνων του τέμπλου.<br />

Ο εικονογραφικός τύπος, η δομή και τα συστατικά στοιχεία<br />

των αναφερομένων έργων εντοπίζονται σε εξαίρετες διακοσμήσεις<br />

του 14ου αι., συγκεκριμένα στα ψηφιδωτά των Αγίων Αποστόλων<br />

της Θεσσαλονίκης 9 και της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη<br />

10 , στις τοιχογραφίες των Αγίων Αποστόλων του Peć 11 και της<br />

Μονής της Περιβλέπτου στο Μυστρά 12 , καθώς και σε μία αδημοσίευτη<br />

εικόνα στη Γερμανία (Galerie Ilas Neufert) 13 , που η εκτίμηση<br />

4<br />

M. Acheimastou-Potamianou (επιμ.), From Byzantium to El Greco. Greek<br />

Frescoes and Icons, κατάλογος έκθεσης, Αθήνα 1987, αρ. 30, σ. 166 κ.ε.,<br />

εικ. 30 (Ν. Chatzidakis). Α. Δρανδάκη, Εικόνες, 14ος–18ος αιώνας. Συλλογή<br />

Ρ. Ανδρεάδη, Αθήνα 2002, αρ. 4, σ. 24 κ.ε., εικ. 13, 15, 16, εικ. σ. 25-<br />

28, 29-31. Μπαλτογιάννη, Εικόνες. Ιησούς Χριστός, αρ. 25, σ. 169 κ.ε.,<br />

πίν. 50. Η Δρανδάκη (ό.π., σ. 34) θεωρεί ότι ο ζωγράφος της εικόνας<br />

ήταν Κωνσταντινουπολίτης.<br />

5<br />

Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Εικόνες του Βυζαντινού Μουσείου, αρ. 25, σ. 92, εικ. σ.<br />

93-95. Μπαλτογιάννη, Εικόνες. Ιησούς Χριστός, αρ. 26, σ. 171 κ.ε., πίν. 51, 52.<br />

6<br />

Ν. Χατζηδάκη, Από τον Χάνδακα στη Βενετία. Ελληνικές εικόνες στην Ιταλία,<br />

15ος–16ος αι., Αθήνα 1993, αρ. 12, σ. 62 κ.ε., εικ. σ. 63, 65. Μπαλτογιάννη,<br />

Εικόνες. Ιησούς Χριστός, αρ. 27, σ. 173 κ.ε., πίν. 53-56.<br />

7<br />

Μ. Χατζηδάκης, Εικόνες της Πάτμου. Ζητήματα βυζαντινής και μεταβυζαντινής<br />

ζωγραφικής, Αθήνα 1995 2 , αριθ. 39, σ. 88 κ.ε., πίν. 35, 97.<br />

8<br />

Iz Kollekczii Academica N. P. Lichaceva, Katalog Vistavki, St. Petersburg<br />

1993, αρ. 273, σ. 104, εικ. 273.<br />

9<br />

Α. Ξυγγόπουλος, Η ψηφιδωτή διακόσμησις του ναού των Αγίων Αποστόλων<br />

Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1953, σ. 9 κ.ε., πίν. 11-13. Ε. Κουρκουτίδου-Νικολαϊδου―Α.<br />

Τούρτα, Περίπατοι στη βυζαντινή Θεσσαλονίκη, Αθήνα<br />

1997, εικ. 146-149.<br />

10<br />

P. A. Underwood, The Kariye Djami, τ. 2, New York 1966, αρ. 103.<br />

11<br />

R. Ljubinković, The Church of the Apostles in the Patriarchate of Peć,<br />

Beograd 1964, σ. XII, εικ. 36.<br />

12<br />

G. Millet, Monuments Byzantins de Mistra, Paris 1910, πίν. 118.1-2. Μ.<br />

Χατζηδάκης, Μυστράς. Η μεσαιωνική πολιτεία και το Κάστρο, Αθήνα 1992,<br />

εικ. 46. Μ. Ασπρά-Βαρδαβάκη―Μ. Εμμανουήλ, Η Μονή της Παντάνασσας<br />

στον Μυστρά. Οι τοιχογραφίες του 15ου αιώνα, Αθήνα 2005, εικ. 138.<br />

13<br />

Δρανδάκη, Εικόνες, σ. 35, υποσ. 40. Ευχαριστώ θερμά την καθηγήτρια Μ.<br />

Βασιλάκη που έθεσε πρόθυμα στη διάθεσή μου διαφάνεια της εικόνας.


ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΕ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΣΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΛΟΒΕΡΔΟΥ<br />

431<br />

της τέχνης της οδηγεί από πρώτη όψη στον 14ο αι. Η τυπολογική<br />

συνταύτιση της Γέννησης στους Αγίους Αποστόλους του Peć και<br />

στην Περίβλεπτο του Μυστρά και η θέση των δύο τοιχογραφιών σε<br />

απέχοντες τόπους και χρόνους (πρώτο και δεύτερο μισό του 14ου<br />

αι., αντίστοιχα) δεν αφήνουν αμφιβολία για την προέλευση του<br />

προτύπου από μεγάλο κέντρο, και δη την Κωνσταντινούπολη, στην<br />

οποία, άλλωστε, οδηγεί κατευθείαν η τέχνη της Περιβλέπτου. Αυτό<br />

το πρότυπο επεξεργάστηκαν επίσης ο άριστος ζωγράφος της εικόνας<br />

στη Γερμανία και οι επόμενοι των εικόνων στη Συλλογή Ανδρεάδη,<br />

το Βυζαντινό Μουσείο, τη Βενετία και το Ερμιτάζ.<br />

Εικ. 2.<br />

Γέννηση.<br />

Η Παναγία και το παιδί<br />

στη φάτνη.


432 ΜΥΡΤΑΛΗ ΑΧΕΙΜΑΣΤΟΥ-ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ<br />

Εικ. 3.<br />

Γέννηση.<br />

Οι δοξολογούντες άγγελοι<br />

και οι μάγοι.<br />

Έχει ήδη σημειωθεί 14 η εικονογραφική συγγένεια της Γέννησης<br />

στη Συλλογή Λοβέρδου με την ιταλοκρητικής τέχνης εικόνα της Ζωοδόχου<br />

Πηγής στην Πάτμο 15 , η οποία διατηρεί λείψανα των επιγραφών<br />

που τη συνδέουν με το Στιχηρό των Χριστουγέννων «Τί σοι προσενέγκωμεν,<br />

Χριστέ». Του ίδιου τύπου παράσταση κοσμεί το κεντρικό φύλλο<br />

μικρού τριπτύχου (άλλοτε στην Temple Gallery του Λονδίνου), που<br />

έχει χρονολογηθεί στο α' μισό του 15ου αι. 16 . Σε αδρή ταξινόμηση,<br />

οι τρεις εικόνες συγκροτούν άλλη ομάδα από εκείνη στην οποία<br />

14<br />

Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Εικόνες του Βυζαντινού Μουσείου, σ. 96.<br />

15<br />

Χατζηδάκης, Εικόνες της Πάτμου, σ. 88, πίν. 35.<br />

16<br />

Μπαλτογιάννη, Εικόνες. Ιησούς Χριστός, αρ. 28, σ. 175 κ.ε., πίν. 57, 58.


ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΕ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΣΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΛΟΒΕΡΔΟΥ<br />

433<br />

ανήκουν τα προαναφερόμενα έργα. Βασικές διαφορές τους, σε σχέση<br />

με της πρώτης ομάδας, συνιστούν η διαμόρφωση του όρους χωρίς<br />

το μεγάλο άνοιγμα της αριστερής κορυφής και η διάρθρωση του<br />

ανοίγματος του σπηλαίου, η απουσία των αγγέλων επάνω που προσκυνούν<br />

τον τεχθέντα Χριστό, όπως και της πηγής στους βράχους<br />

δεξιά στις εικόνες του 15ου αι., και η αντίστροφη διάταξη των δύο<br />

επεισοδίων κάτω, με το λουτρό του βρέφους δεξιά και τον Ιωσήφ<br />

αριστερά. Η εικονογραφική σύνθεση, αυστηρότερη, όπως ενδεικτικά<br />

στους Αγίους Αποστόλους της Θεσσαλονίκης και στη Μονή της Χώρας,<br />

έχει το πλησιέστερο ανάλογο στις κρητικές τοιχογραφίες της<br />

Γέννησης στο Σκλαβεροχώρι και στα Καπετανιανά.<br />

Εικ. 4.<br />

Γέννηση.<br />

Η Παναγία, ο άγγελος<br />

και ο νεαρός ποιμένας.


434 ΜΥΡΤΑΛΗ ΑΧΕΙΜΑΣΤΟΥ-ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ<br />

Η διάκριση δεν εκτείνεται στα καθέκαστα των εικόνων. Μορφές<br />

και στοιχεία εναλλάσσονται, μεταφέρονται και συνδέουν τις παραστάσεις<br />

των δύο ομάδων, με τρόπο που δηλοποιεί και την τοπική<br />

τους συνάφεια. Τα στενά όρια της εργασίας επιτρέπουν τη διαπίστωσή<br />

τους μόνο από την άποψη της Γέννησης στη Συλλογή Λοβέρδου.<br />

Η διαγώνια θέση, παράλληλη του Βρέφους, η στάση και οι χειρονομίες<br />

της Παναγίας είναι κοινές σε όλες τις εικόνες, ενώ διαφέρει<br />

η στροφή της, δεξιά ή αριστερά, που καθορίζεται συνήθως από τη<br />

θέση του λουτρού του παιδιού, προς το οποίο βλέπει. Κοινή τους<br />

είναι και η μορφή του Ιωσήφ, κλεισμένου στο ιμάτιό του – στην εικόνα<br />

Λοβέρδου με το δεξιό του χέρι σκεπασμένο από το ένδυμα,<br />

όπως σε αυτές της πρώτης ομάδας. Ο γηραιός ποιμένας κοντά στον<br />

Ιωσήφ, τυλιγμένος στη μαύρη κάπα και στηριγμένος με τα δύο του<br />

χέρια στον καλαυρόπα, έχει το όμοιό του στη Γέννηση του Βυζαντινού<br />

Μουσείου, επίσης της Βενετίας και του Ερμιτάζ που ακολουθούν<br />

τον τύπο της. Όμως, και στις τρεις ίσταται με νεαρό βοσκό πλάι<br />

του, σε ζεύγος που επαναλαμβάνεται στη σκηνή του ευαγγελισμού<br />

τους επάνω. Χωριστά οι βοσκοί παριστάνονται στις δύο σκηνές της<br />

εικόνας Ανδρεάδη, αλλά ο ώριμης ηλικίας ποιμένας με την κάπα<br />

να σκεπάζει την κεφαλή και ο νέος επάνω χωρίς τον τορβά του. Στο<br />

πρότυπό της αποδίδεται επίσης η σκηνή του λουτρού με τη χαρακτηριστική<br />

μορφή της μαίας που δοκιμάζει τη θερμοκρασία του νερού,<br />

με το παιδί στην ποδιά της – στη στάση της διαφορετική στις<br />

εικόνες του Βυζαντινού Μουσείου, της Βενετίας και του Ερμιτάζ.<br />

Αντίθετα, στις τελευταίες αντιστοιχεί η Σαλώμη ως προς τα ενδύματα<br />

και τον τρόπο που κρατεί την, ίδια με εκείνων, υδρία. Αξίζει να<br />

προστεθεί ότι η τυπολογία των μορφών στην εικόνα Ανδρεάδη,<br />

και συγκεκριμένα στις τρεις σκηνές για τις οποίες ο λόγος, παραπέμπει<br />

κυρίως στην τοιχογραφία των Αγίων Αποστόλων του Peć<br />

και στην εικόνα της Γερμανίας, όπου και η στρογγυλή κολυμβήθρα<br />

της εικόνας Λοβέρδου.<br />

Τα προαναφερόμενα στοιχεία επιτρέπουν να φανεί σύντομα,<br />

αλλά με επάρκεια, η εικονογραφική συνάφεια σε ουσιώδη σημεία<br />

της Γέννησης στη Συλλογή Λοβέρδου με τις εικόνες της πρώτης<br />

ομάδας, και ιδίως με τη Γέννηση της Συλλογής Ανδρεάδη. Επιτρέπουν,<br />

εξάλλου, να εντοπισθούν στο περιβάλλον της Κρήτης οι συναλλαγές<br />

των μορφών κατά μέρος, που παρατηρούνται επίσης ανάλογες<br />

ανάμεσα στα διάφορα συγγενή έργα. Από αυτή την άποψη<br />

ενδιαφέρει και η σύγκριση με τις τοιχογραφίες της Παναγίας στο


ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΕ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΣΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΛΟΒΕΡΔΟΥ<br />

435<br />

Σκλαβεροχώρι και της Παναγίας στα Καπετανιανά της περιοχής του<br />

Ηρακλείου, από τα τέλη του 14ου αι. και το 1401/2, αντίστοιχα.<br />

Στο Σκλαβεροχώρι απομένουν τμήματα της Γέννησης, κυρίως<br />

στο κάτω μέρος 17 , ενώ στα Καπετανιανά η παράσταση, παρότι σε<br />

κακή κατάσταση, διατηρείται ακέραιη 18 . Στις δύο τοιχογραφίες αντιστοιχεί<br />

η διάταξη των σκηνών σε πρώτο επίπεδο κάτω της εικόνας<br />

Λοβέρδου, με τον Ιωσήφ και τον ποιμένα αριστερά και το λουτρό<br />

δεξιά 19 . Αντίστοιχες επίσης μορφές είναι ο βοσκός, με όμοια κάπα<br />

και υποδήματα και ασκεπής στα Καπετανιανά, όπου σώζεται ολόκληρος,<br />

και η Σαλώμη, με τα ίδια φορέματα και υδρία. Αντίθετα, η<br />

μαία κρατεί το παιδί επάνω από τη λεκάνη, καθώς στη Γέννηση του<br />

Βυζαντινού Μουσείου. Στο Σκλαβεροχώρι σημειώνεται και η στρογγυλή<br />

κολυμβήθρα της εικόνας Λοβέρδου, ενώ εντυπωσιακή είναι η<br />

ταύτισή της με την τοιχογραφία ως προς το διαχωρισμό των δύο<br />

κάτω σκηνών, με ένα μαύρο τραγί που μασουλάει φύλλα από δεντράκι<br />

– λεπτομέρεια γνωστή, μα που δεν υπάρχει αλλού στο ίδιο<br />

σημείο.<br />

Στα Καπετανιανά η Παναγία έχει τις ίδιες χειρονομίες και στάση<br />

και βλέπει προς το παιδί 20· το στόμιο του σπηλαίου διαμορφώνεται<br />

όμοιο, με οδοντωτές προεξοχές του βράχου επάνω, ο βους και ο<br />

όνος βρίσκονται στην ίδια αντιμέτωπη θέση κοντά στην κεφαλή του<br />

παιδιού· ο νεαρός βοσκός που δέχεται από τον άγγελο τη χαρμόσυνη<br />

είδηση έχει το ίδιο σακούλι, κρεμασμένο επίσης διαγώνια από τον<br />

ώμο στο άλλο πλευρό του· τα πρόβατα ταυτίζονται ως προς τον<br />

17<br />

Μπορμπουδάκης, Παρατηρήσεις στη ζωγραφική του Σκλαβεροχωρίου,<br />

σ. 379, 386 κ.ε., πίν. 192α.<br />

18<br />

Ό.π., σ. 379, πίν. 192β, και σ. 376 κ.ε. για την εικονογραφική σχέση<br />

των τοιχογραφιών γενικά στους δύο ναούς.<br />

19<br />

Την ίδια θέση έχουν τον 14ο αι. σε έργα ζωγράφων της Κωνσταντινούπολης,<br />

στο ψηφιδωτό δίπτυχο της Φλωρεντίας (Π. Λ. Βοκοτόπουλος, Ελληνική<br />

Τέχνη. Βυζαντινές Εικόνες, Αθήνα 1995, αρ. 86) και στην τοιχογραφία<br />

του Θεοφάνη στην Κοίμηση της Θεοτόκου στο Βολότοβο (G. I. Vzdornov,<br />

Freski Ζerkvi Υspeni na Volotobom pole bliz Novgoroda, Mockva 1989, αρ.<br />

59, εικ. 59.1). Eπίσης σε τοιχογραφίες της Κρήτης (M. Borboudakis-K.<br />

Gallas-K. Wessel, Byzantinisches Kreta, München 1983, εικ. 412. I.<br />

Spatharakis, Dated Byzantine Wall Paintings of Crete, Leiden 2001, εικ.<br />

85) και τον 15o αι. στην Παντάνασσα του Μυστρά (Βαρδαβάκη―Εμμανουήλ,<br />

Η Μονή της Παντάνασσας, σ. 98 κ.ε., εικ. 41, 137).<br />

20<br />

Με ανάλογες χειρονομίες η Παναγία στη Γέννηση του ναού του Χριστού<br />

στη Βέροια (Στ. Πελεκανίδης, Καλλιέργης, όλης Θετταλίας άριστος ζωγράφος,<br />

Αθήνα 1973, σ. 24, πίν. Γ΄, 16).


436 ΜΥΡΤΑΛΗ ΑΧΕΙΜΑΣΤΟΥ-ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ<br />

Εικ. 5.<br />

Γέννηση.<br />

Ο Ιωσήφ με τον ποιμένα.<br />

αριθμό και τη διάταξη, με τη θέση τους ίδια στο άκρο δεξιά της παράστασης.<br />

Η συγγένεια τοιχογραφίας και εικόνας επεκτείνεται στη<br />

σύνθεση, που καθορίζεται από το μέγεθος και το στενόμακρο σχήμα<br />

τους, με αντίστοιχη διάταξη των σκηνών και μορφών στον παρόμοια<br />

διαρθρωμένο ορεινό όγκο, που έχει ανάλογο σχηματισμό των πυκνών<br />

βράχων στην κεντρική κορυφή του. Χαρακτηριστική, προπάντων,<br />

είναι η ασυνήθιστη, παράπλευρη και στις δύο θέση του<br />

σπηλαίου με τον μικρό Χριστό στη φάτνη δεξιότερα από τον κεντρικό<br />

άξονα της παράστασης, προς το άκρο, με την ακτίνα φωτός από το<br />

τόξο του ουρανού να κατευθύνεται διαγώνια προς το παιδί, και με<br />

την Παναγία στο κέντρο 21 . Διαφέρουν οι μάγοι, που στην τοιχογραφία<br />

φθάνουν πεζοί με τα δώρα. Έφιπποι, μπροστά από όμοιους με της<br />

21<br />

Η Παναγία καλύπτει πλέον του ενός τρίτου της τοιχογραφίας κατά το<br />

ύψος, όπως στην εικόνα, όπου οι μικρογραφημένες σκηνές στα πλάγια<br />

τονίζουν με την αντίθεση το μέγεθος της μορφής της.


ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΕ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΣΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΛΟΒΕΡΔΟΥ<br />

437<br />

εικόνας σχηματισμούς των βράχων, παριστάνονται οι μάγοι στη<br />

σύγχρονη των Καπετανιανών Γέννηση στο ναό της Παναγίας στου<br />

Βρυωμένου, στους Μεσελέρους Ιεράπετρας 22 , όπου και το βοσκόπουλο<br />

κάθεται με σταυρωμένα πόδια στην πέτρα δεξιά, τα ζώα στο<br />

σπήλαιο παριστάνονται αντιμέτωπα και το λουτρό αποδίδεται στον<br />

ίδιο τύπο της εικόνας Λοβέρδου, αλλά με θέση στα αριστερά.<br />

Η εξέταση των εικονογραφικών στοιχείων δείχνει με αρκετή<br />

σαφήνεια την άμεση σχέση της Γέννησης στη Συλλογή Λοβέρδου<br />

με παλαιολόγειες παραστάσεις του θέματος, ειδικότερα σε τοιχογραφίες<br />

της Κρήτης που χρονολογούνται στην καμπή του 14ου με<br />

τον 15ο αι. Πρόκειται για διακοσμήσεις, ανάμεσά τους και υψηλής<br />

τέχνης όπως της Παναγίας στο Σκλαβεροχώρι, που συμβάλλουν<br />

ευρύτερα, με άλλες παραστάσεις και μορφές αγίων επίσης, στη<br />

γνώση των προτύπων που χρησιμοποίησαν οι ζωγράφοι στις πρώιμες<br />

κρητικές εικόνες του 15ου αι. 23 .<br />

Άγνωστα από αλλού στοιχεία τα οποία συνδέουν ευθύς την εικόνα<br />

της Συλλογής Λοβέρδου με τη Γέννηση των ναών στο Σκλαβεροχώρι<br />

και στα Καπετανιανά αποτελούν το κατσίκι που τρώει φύλλα<br />

του δέντρου ως προς τη θέση του, όμοια στο ενδιάμεσο χαμηλά<br />

των σκηνών του Ιωσήφ και του λουτρού στο σωζόμενο τμήμα της<br />

τοιχογραφίας στο Σκλαβεροχώρι· τα πρόβατα στο δεξιό άκρο που<br />

ταυτίζονται με εκείνα στα Καπετανιανά, οι αιχμηρές προεξοχές του<br />

βράχου στο σπήλαιο και, προπάντων, η θέση του παιδιού στη<br />

φάτνη που εκφεύγει δεξιά στην ίδια τοιχογραφία, για να προβληθεί<br />

η Θεοτόκος στον κύριο άξονα. Προστίθεται η διαμόρφωση των<br />

βράχων στο αριστερό του βουνού, μπροστά από τον όμιλο των δοξολογούντων<br />

αγγέλων, ακριβώς όπως στην παράσταση της Παναγίας<br />

στου Βρυωμένου. Αυτά και η καθόλου συγγένεια της σύνθεσης με<br />

της ακέραιης τοιχογραφίας στα Καπετανιανά τοποθετούν τον ζωγράφο<br />

της εικόνας στην Κρήτη, μάλιστα στο καλλιτεχνικό περιβάλλον<br />

του Χάνδακα, και σε χρόνους που δεν θα πρέπει να απείχαν πολύ<br />

22<br />

Στ. Ν. Μαδεράκης, Βυζαντινή ζωγραφική από την Κρήτη στα πρώτα χρόνια<br />

του 15ου αιώνα, Πεπραγμένα ΣΤ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. Β΄,<br />

Χανιά 1991, σ. 273, 283, πίν. 93α, 94β. Βλ. επίσης τη Γέννηση στο ναό<br />

της Παναγίας στο Χρωμοναστήρι Ρεθύμνου, περί το 1400 (I. Spatharakis,<br />

Byzantine Wall Paintings of Crete. v. Ι, Rethymnon Province, London 1999,<br />

σ. 108 κ.ε., εικ. 101).<br />

23<br />

Βλ. σχετ. Μπορμπουδάκης, Παρατηρήσεις στη ζωγραφική του<br />

Σκλαβεροχω ρίου, σ. 382 κ.ε., Μαδεράκης, Βυζαντινή ζωγραφική από<br />

την Κρήτη, σ. 280 κ.ε.


438 ΜΥΡΤΑΛΗ ΑΧΕΙΜΑΣΤΟΥ-ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ<br />

από αυτές τις τοιχογραφίες. Στην ίδια άποψη οδηγούν τα τεχνοτροπικά<br />

δεδομένα.<br />

Έχουν ήδη αναλυθεί πολλά από τα στοιχεία που προσδιορίζουν<br />

το ζωγραφικό πλάσιμο και την απόδοση των μορφών με τρόπο<br />

που σημειοδοτεί τη συνάφεια της εικόνας με τα παλαιολόγεια έργα 24 .<br />

Θετική αποβαίνει, προσέτι, η αναζήτησή τους στο χώρο της Κρήτης,<br />

όπου εντοπίζονται και άλλα γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν την τέχνη<br />

της.<br />

Σε παραβολή με τις εικόνες της Γέννησης από τον 15ο αι. προβάλλει<br />

ισχυρότερη η συγγένεια της εικόνας στη Συλλογή Λοβέρδου<br />

με την εξαίρετη Γέννηση της Συλλογής Ανδρεάδη, από τις αρχές<br />

του αιώνα, σε ό,τι αφορά στις χρωματικές επιλογές των ζωγράφων,<br />

στη διάπλαση των μορφών και στον τρόπο του φωτισμού 25 . Ο ιδιαίτερος<br />

τόνος τής λαμπρότερης, στην εικόνα Ανδρεάδη, χρωματικής<br />

σύνθεσης συνάπτεται και στις δύο με τη θαμπή, «βελούδινη» υφή<br />

του ανάμεικτου χρώματος στο ορεινό τοπίο, με τους παρόμοια απότομους<br />

και αδρά φωτισμένους κλιμακωτούς βράχους και τα πρανή,<br />

που όμοια αναδίδει την αίσθηση μιας χρυσαφένιας ατμόσφαιρας.<br />

Τα πλατιά λαμπερά φωτίσματα στα φορέματα και το ζωγραφικό πλάσιμο<br />

των προσώπων, με πράσινο προπλασμό, με αρμονικά μοιρασμένες<br />

διάφανες σκιές και φωτεινές επιφάνειες με ρόδινους γλυκασμούς,<br />

καθώς στα παλαιότερα έργα, συνδέουν επίσης σε ορισμένο<br />

βαθμό τις δύο εικόνες, ενώ παραπέμπουν αντίστοιχα σε μορφές<br />

σαν εκείνες της Παναγίας στο Σκλαβεροχώρι 26 .<br />

Σημεία συγγένειας υπάρχουν και στις μορφές κατά μέρος, παρά<br />

την ιδιάζουσα νευρώδη σχηματοποίησή τους ενίοτε στη μεγαλύτερη<br />

εικόνα της Συλλογής Λοβέρδου, όπως στα σφικτά πρόσωπα των<br />

δύο κάτω σκηνών. Συγκρίνονται οι δοξολογούντες άγγελοι με τη<br />

χαρακτηριστική διάρθρωση της πλούσιας βοστρυχωτής κόμης, καθώς<br />

στο Σκλαβεροχώρι και στον Άγιο Αντώνιο Επισκοπής Πεδιά-<br />

24<br />

Μπαλτογιάννη, Εικόνες. Μήτηρ Θεού, σ. 228 κ.ε.. Της ιδίας, Εικόνες. Ιησούς<br />

Χριστός, σ. 179. Η Μπαλτογιάννη αποδίδει την εικόνα στον Ξένο Διγενή<br />

(μνείες 1470-1491) και τη χρονολογεί στα τέλη του 15ου αι. Ας σημειωθεί<br />

ότι από τις λεπτομέρειες που θεωρεί ότι δεν είναι κρητικές, ο χρυσός ελικοειδής<br />

βλαστός που κοσμεί κατά ζώνες τη στρωμνή της Παναγίας, υπάρχει<br />

ίδιος στις δύο από τις τρεις ταινίες της στρωμνής στην ιταλοκρητική<br />

Γέννηση της Πάτμου (Χατζηδάκης, Εικόνες της Πάτμου, πίν. 35).<br />

25<br />

Για την εικόνα Ανδρεάδη, βλ. Δρανδάκη, Εικόνες, σ. 26 κ.ε.<br />

26<br />

Μπορμπουδάκης, Παρατηρήσεις στη ζωγραφική του Σκλαβεροχωρίου,<br />

πίν. ΚΒ΄-ΚΣΤ΄. Πρβλ. Δρανδάκη, Εικόνες, σ. 33.


ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΕ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΣΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΛΟΒΕΡΔΟΥ<br />

439<br />

δος 27 , με τους οποίους μοιάζουν περισσότερο οι άγγελοι της εικόνας<br />

Λοβέρδου με το γεμάτο πρόσωπο και τον πλατύ λαιμό. Παρόμοιες<br />

στις δύο εικόνες οι εκφραστικές μορφές του Ιωσήφ, της μαίας με το<br />

δυνατό σε κατατομή πρόσωπο και του παιδιού με την έντονη σωματική<br />

διάπλαση, βρίσκουν το ανάλογο στη Γέννηση της Παναγίας<br />

στου Βρυωμένου, όπου ο ίδιος τύπος της σκηνής του λουτρού. Στην<br />

τοιχογραφία στου Βρυωμένου αντιστοιχεί η Σαλώμη, επίσης, με το<br />

πρόσωπο σε κατατομή 28 , όπως και στη Γέννηση του Βυζαντινού<br />

Μουσείου, της Βενετίας, του Ερμιτάζ και της Πάτμου.<br />

Σε σύγκριση με τη Γέννηση της Συλλογής Ανδρεάδη, ο ζωγράφος<br />

της εικόνας Λοβέρδου ακολουθεί αυστηρότερες τάσεις ως προς<br />

Εικ. 6.<br />

Γέννηση.<br />

Το λουτρό.<br />

27<br />

Μπορμπουδάκης, ό.π., πίν. 188α-β.<br />

28<br />

Μαδεράκης, Βυζαντινή ζωγραφική από την Κρήτη, πίν. 93α, 94β. Με το<br />

πρόσωπο σε κατατομή εικονίζονται η μαία και η Σαλώμη στη Γέννηση<br />

του ψηφιδωτού διπτύχου της Φλωρεντίας (Βοκοτόπουλος, Βυζαντινές Εικόνες,<br />

ό.π.) και η Σαλώμη στη Μονή της Χώρας (βλ. ό.π., υποσημ. 10).


440 ΜΥΡΤΑΛΗ ΑΧΕΙΜΑΣΤΟΥ-ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ<br />

τη διάπλαση των μορφών, ιδίως στα γυμνά μέλη με τις πυκνές και<br />

σύμμετρες ζωηρές πινελιές των φώτων, που θυμίζουν έργα του Αγγέλου,<br />

ενώ και η τυπικότερη σχεδίαση των αρθρώσεων και των<br />

μυώνων, στα χέρια της μαίας και της Σαλώμης και στα άκρα του νεαρού<br />

ποιμένα ψηλά, απομακρύνεται από τη φυσιοκρατική τους<br />

απόδοση στην εικόνα Ανδρεάδη. Αντίστοιχη διαφορά σημειώνεται<br />

στην απόδοση των ζώων στο σπήλαιο. Από το άλλο μέρος, οι<br />

πυκνές και λαγαρές γραμμές των πτυχών στο ιμάτιο του ακραίου<br />

αριστερά από τους αγγέλους που ψάλλουν επάνω, και του άλλου<br />

που ευαγγελίζεται τον ποιμένα, ξαναβρίσκονται στην εικόνα της<br />

Συλλογής Ανδρεάδη, ιδίως στα φορέματα της μαίας. Τέλος, με ανάλογη<br />

αντίληψη στις δύο εικόνες φωτοσκιάζεται και λεπτολογείται<br />

με γραμμική δεξιοτεχνία η διαφορετικής μορφής μηλωτή του ποιμένα<br />

κοντά στον Ιωσήφ, και όμοια διαγράφεται το νερό στη λεκάνη,<br />

όπως και στην πηγή. Με τον ίδιο τρόπο αποδίδονται ο όγκος, η<br />

φορά και οι κυματισμοί των υδάτων στη Γέννηση και στη Βάπτιση<br />

της Παναγίας στο Σκλαβεροχώρι και στα Καπετανιανά 29 , καθώς και<br />

σε εικόνες του Αγγέλου 30 .<br />

Η εικονογραφική και η τεχνοτροπική ανάλυση της Γέννησης<br />

στη Συλλογή Λοβέρδου αποκαλύπτει σε ουσιαστικά σημεία την<br />

άμεση σχέση της με έργα που δεν υπερβαίνουν τις αρχές του 15ου<br />

αι. Με αυστηρότερη δομή και εργασία από της Γέννησης στη Συλλογή<br />

Ανδρεάδη, η μεγάλη εικόνα χρονολογείται στο πρώτο μισό αυτού<br />

του αιώνα, αν όχι στις πρώτες δεκαετίες του· δηλαδή, σε εποχή<br />

που τα συστατικά της γνωρίσματα, οικεία στην εργαστηριακή παράδοση<br />

της Κρήτης, θα ήταν ακόμη σε τρέχουσα χρήση από τους ζωγράφους<br />

του Χάνδακα. Αλλιώς, δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί εύκολα<br />

η οργανική και ευθεία συνάφεια αποκλειστικά με τα<br />

προηγούμενα έργα, μάλιστα από την πλευρά σπουδαίου ζωγράφου<br />

όπως αυτός της εικόνας 31 . Με δημιουργική συμβίωση των παλαι-<br />

29<br />

Μπορμπουδάκης, Παρατηρήσεις στη ζωγραφική του Σκλαβεροχωρίου,<br />

πίν. 194, 195α. Spatharakis, Dated Byzantine Wall Paintings, εικ. 138.<br />

30<br />

Εικόνες της Κρητικής Τέχνης (Από τον Χάνδακα ως την Μόσχα και την Αγία<br />

Πετρούπολη), κατάλογος έκθεσης, (επιστ. επιμ. Μ. Μπορμπουδάκης),<br />

Ηράκλειο 1993, αριθ. 117, βλ. και αριθμ. 94.<br />

31<br />

Χωρίς ευδιάκριτα χαρακτηριστικά προχωρημένων χρόνων, η εικόνα δεν<br />

θα μπορούσε να τοποθετηθεί στο δεύτερο μισό του 15ου αι. Και, ειδικότερα,<br />

δεν θα μπορούσε να συνδεθεί με τον Ξένο Διγενή ή με το εργαστήριό<br />

του, όπως έχει υποστηριχθεί (βλ. ό.π. σημ. 24). Η απόδοσή της στον ζωγράφο<br />

από το Μουχλί της Πελοποννήσου, με την τέχνη του οποίου δεν


ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΕ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΣΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΛΟΒΕΡΔΟΥ<br />

441<br />

οτέρων μορφών και στοιχείων σε άριστα οργανωμένη, ζωηρή και<br />

πειθαρχημένη σύνθεση, η ωραία Γέννηση της Συλλογής Λοβέρδου<br />

παρουσιάζει ποιότητα και τρόπους της τέχνης που κρατούν ζωντανά<br />

στο ύφος, στο πλάσιμο και στο χρώμα τα γνωρίσματα όψιμου παλαιολόγειου<br />

έργου· ενός από τα σημαντικότερα φορητά της Κρήτης,<br />

που διασώθηκαν από το α' μισό του 15ου αι.<br />

παρουσιάζει ουσιώδη σημεία συγγένειας, προσκρούει επίσης στα αρνητικά<br />

πορίσματα που αποφέρει η σύγκρισή της, εικονογραφική και τεχνοτροπική,<br />

με τη Γέννηση του Χριστού στις υπογεγραμμένες τοιχογραφίες του<br />

Διγενή στους Αγίους Πατέρες στα Απάνω Φλώρια, του έτους 1470 (Μ.<br />

Βασιλάκη-Μαυρακάκη, Ο ζωγράφος Ξένος Διγενής και η εκκλησία των<br />

Αγίων Πατέρων στα Απάνω Φλώρια Σελίνου της Κρήτης, Πεπραγμένα του<br />

Δ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Ηράκλειο 1976, τ. Β΄, Αθήνα 1981,<br />

σ. 550 κ.ε. Π. Λ. Βοκοτόπουλος, Η χρονολογία των τοιχογραφιών του<br />

Ξένου Διγενή στα Απάνω Φλώρια Σελίνου, ΑΑΑ ΧVI (1983), σ. 142 κ.ε.<br />

Spatharakis, Dated Byzantine Wall Paintings, αρ. 71, σ. 215 κ.ε.) και στο<br />

καθολικό της μονής της Μυρτιάς, του 1491 (Α. Κ. Ορλάνδος, Η εν Αιτωλία<br />

Μονή της Μυρτιάς, ΑΒΜΕ Θ΄ (1961), σ. 87 κ.ε. Α. Παλιούρας, Βυζαντινή<br />

Αιτωλοακαρνανία. Συμβολή στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή μνημειακή<br />

τέχνη, Αθήνα 1985, σ. 116 κ.ε., 213 κ.ε.). Οφείλω πολλές ευχαριστίες<br />

στον συνάδελφο Μ. Ανδριανάκη για την ευγενική παραχώρηση διαφανειών<br />

της Γέννησης στους Αγίους Πατέρες.


Παναγία Οδηγήτρια, λεπτομέρεια.<br />

Μονή Καρακάλλου.


Ευθύμιος Ν. Τσιγαρίδας<br />

Ομότιμος Καθηγητής<br />

Χριστιανικής Αρχαιολογίας και Τέχνης του Α.Π.Θ.<br />

Δύο εικόνες<br />

κρητικής σχολής<br />

της Μονής Καρακάλλου<br />

στο Άγιον Όρος<br />

Η εικόνα του Χριστού Παντοκράτορα (εικ. 1), διαστάσεων 43<br />

x 28 εκ. εντάσσεται μαζί με την επόμενη εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας<br />

(εικ. 2), που έχει ίδιες διαστάσεις και είναι έργο του αυτού<br />

καλλιτέχνη, στις δεσποτικές εικόνες του τέμπλου ενός παρεκκλησίου<br />

της Μονής Καρακάλλου 1 .<br />

Ο Χριστός Παντοκράτωρ εικονίζεται στηθαίος και μετωπικός.<br />

Με το δεξί χέρι ευλογεί, ενώ με το αριστερό κρατάει κλειστό κώδικα<br />

Ευαγγελίου με διάλιθη στάχωση, το κάτω πέρας του οποίου μόλις<br />

διακρίνεται κάτω από την παλάμη. Φοράει βυσσινί ορθόσημο χιτώνα<br />

και βαθυπράσινο ιμάτιο. Το περίγραμμα του φωτοστεφάνου<br />

είναι εγχάρακτο και ορίζεται, όπως και ο σταυρός, με εμπίεστες<br />

κουκίδες. Στα δύο κενά του σταυρού αναπτύσσεται στικτός ελισσόμενος<br />

βλαστός που περικλείει εμπίεστους ρόδακες. Εκατέρωθεν<br />

του φωτοστεφάνου, πάνω στο πορτοκαλόχρωμο βάθος αναγράφεται<br />

η βραχυγραφία Ι(ΗΣΟΥ)C Χ(ΡΙΣΤΟ)C, ενώ πάνω στις κεραίες του<br />

σταυρού η επιγραφή Ο ΩΝ. Η εικόνα έχει πλατύ αυτόξυλο πλαίσιο<br />

με ρόδινη ταινία στα άκρα.<br />

Ο εικονογραφικός τύπος της εικόνας του Χριστού, ο οποίος<br />

ανάγεται στα παλαιοχριστιανικά χρόνια 2 γνωρίζει ιδιαίτερη διάδοση<br />

στα χρόνια των Παλαιολόγων. Ωστόσο, η εικόνα της Μονής Καρακάλλου<br />

παρουσιάζει ιδιαίτερη συνάφεια με έργα της κρητικής σχολής<br />

1<br />

Η εικόνα απόκειται σήμερα στο εικονοφυλάκιο της Μονής.<br />

2<br />

M. Chatzidakis, An Encaustic Icon of Christ at Sinai, Art Bulletin 49<br />

(1967), 197–208 = Studies in Byzantine Art and Archaeology, London:<br />

Var. Repr. 1972, XVII. Χ. Μπαλτογιάννη, Εικόνες. Ο Χριστός στην ενσάρκωση<br />

και στο πάθος, Αθήνα 2003, σ. 11 κ.ε.


444 Ε. Ν. ΤΣΙΓΑΡΙΔAΣ<br />

Εικ. 1. Χριστός Παντοκράτωρ. Μονή Καρακάλλου.


ΔΥΟ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ<br />

ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΚΑΡΑΚΑΛΛΟΥ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ<br />

445<br />

Εικ. 2. Παναγία Οδηγήτρια. Μονή Καρακάλλου.


446 Ε. Ν. ΤΣΙΓΑΡΙΔΑΣ<br />

του 16ου αι., τα οποία έχουν ως πρότυπο πρώιμα έργα της σχολής<br />

αυτής, όπως είναι η εικόνα του Χριστού στο Μουσείο Puškin της<br />

Μόσχας 3 . Ειδικότερα, ιδιαίτερος είναι ο εικονογραφικός σύνδεσμος<br />

του Χριστού με ομόθεμες εικόνες του Θεοφάνη του Κρητός, όπως<br />

είναι η εικόνα του Χριστού Παντοκράτορα της Μονής Παντοκράτορος<br />

(1535-1545) 4 και της Μονής Σταυρονικήτα (1545-1546) 5 . Εικονογραφική<br />

συνάφεια της εικόνας της Μονής Καρακάλλου αναγνωρίζεται<br />

επίσης με τις ομόθεμες εικόνες της Μονής Μεγίστης<br />

Λαύρας (1535) 6 και Μονής Ιβήρων (1535-1546) 7 , όπως και με<br />

την εικόνα του Χριστού Παντοκράτορα της Μονής Λειμώνος Λέσβου<br />

(εικ. 3, δεύτερο μισό 16ου αι.) 8 , με τη διαφορά ότι στις εικόνες<br />

αυτές ο Χριστός κρατάει ανοικτό κώδικα Ευαγγελίου. Μάλιστα, ο<br />

Χριστός της Μονής Καρακάλλου έχει στον φωτοστέφανο στικτό<br />

διάκοσμο με ελισσόμενο βλαστό, που περικλείει ρόδακες, όπως<br />

και στις εικόνες του Χριστού της Μονής Παντοκράτορος και της<br />

Μονής Ιβήρων 9 .<br />

Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εικόνας της Μονής Καρακάλλου<br />

είναι ο τρόπος που ευλογεί. Παρόμοιο τρόπο ευλογίας έχει ο Χριστός<br />

3<br />

Η εικόνα χρονολογείται στο πρώτο μισό του 15ου αιώνα και αποδίδεται<br />

στον ζωγράφο Άγγελο, βλ. Εικόνες της Κρητικής Τέχνης. Από τον Χάνδακα ως<br />

την Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη, Κατάλογος Έκθεσης, Ηράκλειο 1993,<br />

σ. 435-437, αρ. 85. (O. Etinhof).<br />

4<br />

Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Άγνωστες εικόνες και τοιχογραφίες του Θεοφάνη του<br />

Κρητός στη Μονή Παντοκράτορος και στη Μονή Γρηγορίου στο Άγιον<br />

Όρος, ΔΧΑΕ, περ. Δ', τ. ΙΘ΄ (1996-1997), σ. 98, εικ. 1. Τ. Παπαμαστοράκης,<br />

Εικόνες 13ου-16ου αιώνα, Εικόνες Μονής Παντοκράτορος, Άγιον<br />

Όρος 1998, σ. 102, εικ. 50.<br />

5<br />

X. Πατρινέλης, Α. Καρακατσάνη, Μ. Θεοχάρη, Μονή Σταυρονικήτα. Ιστορία-Εικόνες-Χρυσοκεντήματα,<br />

Αθήναι 1974, εικ. 14.<br />

6<br />

Τσιγαρίδας, Άγνωστες εικόνες, εικ. 2 και 1.<br />

7<br />

Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Νέα στοιχεία της καλλιτεχνικής δραστηριότητος του<br />

Θεοφάνη του Κρητός στη Ιερά Μονή Ιβήρων, στο Μνήμη Μανόλη Ανδρόνικου,<br />

Θεσσαλονίκη 1997, εικ. 10.1. Έγχρωμη απεικόνιση στο Θησαυροί<br />

του Αγίου Όρους, Θεσσαλονίκη 1997, αρ. 241.<br />

8<br />

Γ. Γούναρης, Εικόνες της μονής Λειμώνος Λέσβου, Θεσσαλονίκη 1999, αρ.<br />

57. Για ανάλογη τεχνική στην εικόνα του Χριστού Μεγάλης Δέησης της<br />

Μονής Ξενοφώντος (1544), βλ. Ε. Ν. Κυριακούδης, Εικόνες του 16ου<br />

αιώνα, Ιερά Μονή Ξενοφώντος. Εικόνες, Άγιον Όρος 1998, εικ. 28.<br />

9<br />

Τσιγαρίδας, Άγνωστες εικόνες, εικ. 1. Παπαμαστοράκης, Εικόνες 13ου-<br />

16ου αιώνα, ό.π., εικ. 50 και Τσιγαρίδας, Νέα στοιχεία, εικ. 10.1. Ανάλογη<br />

διακόσμηση θα έφερε πιθανότατα και ο φωτοστέφανος του Χριστού Παντοκράτορα<br />

της Μονής Μεγίστης Λαύρας. Βλ. Τσιγαρίδας, Άγνωστες εικόνες,<br />

εικ. 2.


ΔΥΟ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ<br />

ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΚΑΡΑΚΑΛΛΟΥ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ<br />

447<br />

της εικόνας του Θεοφάνη της Μονής Σταυρονικήτα (1545-1546) 10 ,<br />

ο Χριστός της Μεγάλης Δεήσεως, που αποδίδεται στον ζωγράφο<br />

Αντώνιο της Μονής Ξενοφώντος (1544) 11 και ο Χριστός Παντοκράτωρ<br />

της εικόνας της Μονής Λειμώνος Λέσβου (δεύτερο μισό<br />

16ου αι.) 12 .<br />

Στον φυσιογνωμικό τύπο, στην απόδοση των χαρακτηριστικών<br />

και στην τεχνική απόδοσης του προσώπου ο καλλιτέχνης της εικόνας<br />

της Μονής Καρακάλλου έχει ως πρότυπο έργα της κρητικής σχολής<br />

και μάλιστα εικόνες του Θεοφάνη του Κρητός, όπως είναι η δεσποτική<br />

εικόνα του Χριστού Παντοκράτορα στη Μονή Μεγίστης Λαύρας,<br />

στη Μονή Ιβήρων και στη Μονή Παντοκράτορος. Μάλιστα στον<br />

μακρόστενο φυσιογνωμικό τύπο, στην τεχνική απόδοση του προσώπου<br />

και στον τρόπο ευλογίας η εικόνα της Μονής συνδέεται στενότερα<br />

με ύστερα έργα του Θεοφάνη, όπως είναι η εικόνα της<br />

Μονής Σταυρονικήτα (1545-1546) 13 . Ωστόσο, παρατηρείται ελαφρά<br />

διαφοροποίηση από τη ζωγραφική του Θεοφάνη στη θερμή σάρκα<br />

που ροδίζει και στον σκιοφωτισμό του μετώπου, καθώς η φωτισμένη<br />

επιφάνεια δεν εκτείνεται σ’ όλο το μέτωπο, όπως στις εικόνες του<br />

Θεοφάνη, αλλά περιορίζεται σε τμήμα του μετώπου. Ανάλογη ζωγραφική<br />

παρατηρείται σε έργα των μέσων και του δεύτερου μισού<br />

του 16ου αι., όπως είναι η εικόνα του Χριστού της Μεγάλης Δεήσεως<br />

του καθολικού της Μονής Ξενοφώντος (1544), η εικόνα του Χριστού<br />

Παντοκράτορα στη Μονή Λειμώνος Λέσβου και η εικόνα του Χριστού<br />

Παντοκράτορα στην οροφή της Τράπεζας της Μονής Χιλανδαρίου,<br />

έργο του ζωγράφου Γεωργίου Mitrofanović (1621-1622) 14 .<br />

Συμπερασματικά, η εικόνα του Χριστού της Μονής Καρακάλ -<br />

λου στον εικονογραφικό, φυσιογνωμικό τύπο και στην τεχνική απόδοση<br />

του προσώπου έχει ως πρότυπο εικόνες του Θεοφάνη του<br />

Κρητός και ιδιαίτερα την εικόνα της Μονής Σταυρονικήτα (1545-<br />

1546). Ωστόσο, ο στενότερος προσωπογραφικός και καλλιτεχνικός<br />

σύνδεσμος που παρουσιάζει με την εικόνα της Μονής Λειμώνος<br />

(εικ. 3) μας επιτρέπει να την εντάξουμε στο ίδιο καλλιτεχνικό<br />

10<br />

Πατρινέλης, Καρακατσάνη, Θεοχάρη, Μονή Σταυρονικήτα, εικ. 14.<br />

11<br />

Κυριακούδης, Εικόνες του 16ου αιώνα, εικ. 28.<br />

12<br />

Γούναρης, Εικόνες της μονής Λειμώνος, αρ. 57.<br />

13<br />

Πατρινέλης, Καρακατσάνη, Θεοχάρη, Μονή Σταυρονικήτα, (σημ. 5), εικ.<br />

14.<br />

14<br />

Γούναρης, Εικόνες της μονής Λειμώνος, ό.π., αρ. 57. Κυριακούδης, Εικόνες<br />

του 16ου αιώνα, εικ. 28. Σ. Πέτκοβιτς, Εικόνες Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου,<br />

Άγιον Όρος 1997, εικ. στη σ. 42 κ.α.


448 Ε. Ν. ΤΣΙΓΑΡΙΔΑΣ<br />

Εικ. 3.<br />

Χριστός Παντοκράτωρ.<br />

Μονή Λειμώνος Λέσβου.<br />

εργαστήριο του Αγίου Όρους που ακολουθεί Θεοφάνεια πρότυπα<br />

και να την χρονολογήσουμε στα μέσα ή στο τρίτο τέταρτο του 16ου<br />

αι. Στην χρονολόγηση αυτή συνηγορούν η απουσία χρυσού βάθους<br />

και η ποιοτική υποβάθμιση στην εκτέλεση της στικτής διακοσμήσεως<br />

του φωτοστεφάνου, συγκριτικά με την άψογη εκτέλεση σε εικόνες<br />

του Θεοφάνη.


ΔΥΟ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ<br />

ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΚΑΡΑΚΑΛΛΟΥ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ<br />

449<br />

Στην επόμενη εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας, που έχει τις<br />

ίδιες διαστάσεις (43 x 28 εκ.) με την προηγούμενη, η Παναγία εικονίζεται<br />

έως τη μέση, κρατώντας με το αριστερό χέρι τον Χριστό<br />

στην αγκαλιά της, ενώ το δεξιό τείνει σε χειρονομία ικεσίας 15 .<br />

Κλίνει στοργικά το κεφάλι της προς τον Χριστό, προς τον οποίο<br />

έχει στρέψει ελαφρά το σώμα της. Φοράει βαθυκύανο χιτώνα με<br />

πορτοκαλί περίκλειση και ομοιόχρωμες χειρίδες και βαθυκόκκινο<br />

μαφόριο με αραιά κρόσσια στον δεξιό βραχίονα. Στο κεφάλι και<br />

στους ώμους το μαφόριο, φέρει τρία αστεροειδή κοσμήματα που<br />

συμβολίζουν την Αγία Τριάδα και υπαινίσσονται τον ρόλο της Θεοτόκου<br />

στην Ενσάρκωση 16 . Ο Χριστός που είναι ιδιαίτερα μεγαλόσωμος,<br />

κάθεται με στητό το κορμί του στην αγκαλιά της Παναγίας,<br />

ευλογεί με το δεξί χέρι, ενώ στο αριστερό κρατάει κλειστό ειλητάριο.<br />

Είναι ενδεδυμένος με γκριζογάλαζο χιτώνα, κεντητό με κυκλίσκους<br />

κρινάνθεμα και τρεις κουκίδες που σχηματίζουν τρίγωνα. Το ιμάτιο,<br />

που είναι καφέ ανοιχτό, φέρει άφθονες χρυσοκονδυλιές και σχηματίζει<br />

απόπτυγμα που πέφτει πάνω στον αριστερό βραχίονα. Σημειώνουμε<br />

τον ασυνήθη τρόπο με τον οποίο η Παναγία συγκρατεί<br />

το ιμάτιο του Χριστού μέσα στα δάχτυλα του αριστερού χεριού. Το<br />

περίγραμμα των φωτοστεφάνων είναι συνδυασμός εμπίεστης και<br />

εγχάρακτης τεχνικής, ενώ στο βάθος αναπτύσσεται με στικτή τεχνική<br />

ελισσόμενος ανθοφόρος βλαστός. Η Παναγία και ο Χριστός συνοδεύονται<br />

με τις συνήθεις βραχυγραφίες Μ(ΗΤΗ)Ρ Θ(ΕΟ)Υ και<br />

Ι(ΗΣΟΥ)C Χ(ΡΙΣΤΟ)C, ενώ στις κεραίες του φωτοστεφάνου του Χριστού<br />

αναπτύσσεται η επιγραφή Ο ΩΝ. Η εικόνα φέρει πλατύ αυτόξυλο<br />

πλαίσιο με ρόδινη ταινία περιμετρικά. Το βάθος είναι πορτοκαλί<br />

με ελάχιστες χρωματικές απολεπίσεις.<br />

Ο εικονογραφικός τύπος της Παναγίας με την κλίση της κεφαλής<br />

και την ελαφρά στροφή του σώματος προς τον Χριστό, που με την<br />

σειρά του στρέφει το σώμα του προς την Παναγία και έχει ελαφρά<br />

υψωμένη την κεφαλή, ανήκει σε παραλλαγή του βασικού τύπου της<br />

Παναγίας Οδηγήτριας, ο οποίος φέρει συνήθως την προσωνυμία<br />

15<br />

Η εικόνα φυλάσσεται στο εικονοφυλάκιο της Μονής.<br />

16<br />

G. Galavaris, The stars of the Virgin: An ekphrasis of an Icon of the<br />

Mother of God, Eastern Churches Review 1 (1966-67), σ. 364-369. Κ. Καλοκύρης,<br />

Η Θεοτόκος εις την εικονογραφίαν Ανατολής και Δύσεως, Θεσσαλονίκη<br />

1972, σ. 27-28. Κατ’ άλλους αποτελεί σύμβολο της τριπλής Παρθενίας<br />

της Παναγίας. Η άποψη αυτή, κατά τον Καλοκύρη, πρέπει να<br />

εγκαταλειφθεί.


450 Ε. Ν. ΤΣΙΓΑΡΙΔΑΣ<br />

Ελεούσα 17 . Ο τύπος αυτός της Παναγίας βρεφοκρατούσας απαντά<br />

από τη μεσοβυζαντινή περίοδο, 18 καθιερώνεται την περίοδο των<br />

Παλαιολόγων, αλλά γνωρίζει ιδιαίτερη διάδοση σε έργα της κρητικής<br />

σχολής από τον 15ο αι. και μετά 19 . Μάλιστα, ο συγκεκριμένος εικονογραφικός<br />

τύπος της εικόνας της Παναγίας Οδηγήτριας της Μονής<br />

Καρακάλλου παρουσιάζει ιδιαίτερη εικονογραφική σχέση με έργα<br />

του Θεοφάνη του Κρητός, όπως είναι η εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας<br />

της Μονής Παντοκράτορος (1535-1546) 20 και η ομόθεμη<br />

εικόνα της Μονής Σταυρονικήτα (1545-1546) 21 . Μάλιστα, ο καλλιτέχνης<br />

της εικόνας της Μονής Καρακάλλου, με βάση ορισμένες λεπτομέρειες,<br />

φαίνεται πως έχει ως άμεσο πρότυπο την εικόνα της<br />

Μονής Παντοκράτορος. Αυτό συνάγεται από κοινά στοιχεία στις<br />

δύο εικόνες, όπως ο τρόπος ευλογίας του Χριστού, το απόπτυγμα<br />

του ιματίου που πέφτει πάνω στον αριστερό βραχίονα της Παναγίας,<br />

την άκρη του χιτώνα που μόλις διακρίνεται κάτω από το ιμάτιο, την<br />

στικτή διακόσμηση των φωτοστεφάνων.<br />

Επίσης, ο ιδιαίτερος σύνδεσμος του ανώνυμου ζωγράφου της<br />

εικόνας της Μονής Καρακάλλου με την καλλιτεχνική παράδοση του<br />

Θεοφάνη συνάγεται και από τον τρόπο με τον οποίο η Παναγία αγ-<br />

17<br />

Βλ. σχετικά Π. Λ. Βοκοτόπουλος, Εικόνες της Κέρκυρας, Αθήνα 1990, σ.<br />

14. Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Κ. Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου.<br />

Βυζαντινές εικόνες και επενδύσεις, Άγιον Όρος 2006, σ. 263.<br />

18<br />

Βλ. την Παναγία Πορταΐτισσα της Μονής Ιβήρων (Π. Λ. Βοκοτόπουλος,<br />

Η εικόνα της Παναγίας Πορταΐτισσας της Ιεράς Μονής των Ιβήρων, Πρακτικά<br />

Συνεδρίου «Άγιον Όρος. Φύση-Λατρεία-Τέχνη», τ. Β΄, Θεσσαλονίκη<br />

2001, σ. 273, πίν. Ι) και την Παναγία Βηματάρισσα της Μονής Βατοπαιδίου<br />

(Τσιγαρίδας, Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Βυζαντινές εικόνες, εικ. 212-213).<br />

19<br />

Σχετικά παραδείγματα βλ. Βοκοτόπουλος, Εικόνες Κέρκυρας, σ. 13-14.<br />

Πρόσθεσε επίσης την εικόνα της Παναγίας Ελεούσας της Μονής Βατοπαιδίου<br />

(δεύτερο μισό 15ου αι.), όπου και άλλα παραδείγματα (Τσιγαρίδας,<br />

Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Βυζαντινές εικόνες, σ. 263, εικ. 192).<br />

20<br />

Τσιγαρίδας Άγνωστες εικόνες, εικ. 3. Παπαμαστοράκης, Εικόνες 13ου-<br />

16ου αιώνα, σ. 104, εικ. 51. Πρόσθεσε ακόμη την εικόνα της Παναγίας<br />

Ελεούσας της Μονής Γωνιάς στην Κρήτη (τέλος 15ου αι.), Εικόνες της<br />

Κρητικής Τέχνης, εικ. 163 (Μ. Μπορμπουδάκης).<br />

21<br />

Πατρινέλης, Καρακατσάνη, Θεοχάρη, Μονή Σταυρονικήτα, αρ. 3. Πρόσθεσε<br />

επίσης την Παναγία Οδηγήτρια της Μονής Ξενοφώντος (μέσα 16ου αι.)<br />

που αποδίδεται στον ζωγράφο Αντώνιο, (Κυριακούδης, Εικόνες του 16ου<br />

αιώνα, σ. 120, εικ. 46) και την Παναγία Οδηγήτρια της Μονής Βατοπαιδίου<br />

(πρώτο μισό 17ου αι.) (Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Φορητές εικόνες, Ιερά Μεγίστη<br />

Μονή Βατοπαιδίου. Παράδοση-Ιστορία-Τέχνη, Άγιον Όρος 1996, εικ.<br />

343).


ΔΥΟ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ<br />

ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΚΑΡΑΚΑΛΛΟΥ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ<br />

451<br />

γίζει με τα δάχτυλά της το ιμάτιο του Χριστού. Ο τρόπος αυτός παρατηρείται<br />

μόνο σε εικόνες της Παναγίας του Θεοφάνη, όπως είναι<br />

η εικόνα της Μονής Παντοκράτορος και της Μονής Σταυρονικήτα<br />

ή σε εικόνες που επηρεάζονται από την καλλιτεχνική παράδοση<br />

του εργαστηρίου του Θεοφάνη, όπως είναι η εικόνα της Παναγίας<br />

Οδηγήτριας της Μονής Ξενοφώντος που αποδίδεται στον ζωγράφο<br />

Αντώνιο (μέσα 16ου αι.), η εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας της<br />

Μονής Βατοπαιδίου (πρώτο μισό 17ου αι.), κ.ά.<br />

Από καλλιτεχνική άποψη ο φυσιογνωμικός τύπος της Παναγίας<br />

και του Χριστού, τα προσωπογραφικά χαρακτηριστικά και ο τρόπος<br />

αποδόσεως του προσώπου ανάγεται σε φυσιογνωμικούς τύπους<br />

και καλλιτεχνικούς τρόπους της κρητικής σχολής. Μάλιστα, ιδιαίτερα<br />

στενός είναι ο καλλιτεχνικός σύνδεσμος με έργα του Θεοφάνη του<br />

Κρητός, όπως είναι η εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας της Μονής<br />

Παντοκράτορος και της Μονής Σταυρονικήτα. Ειδικότερα, η κεφαλή<br />

της Παναγίας και του Χριστού με το μακρόστενο πρόσωπο έχει τα<br />

γνώριμα προσωπογραφικά χαρακτηριστικά εικόνων του Θεοφάνη.<br />

Μάλιστα, ο προσωπογραφικός τύπος της Παναγίας και του Χριστού,<br />

όπως και το εκφραζόμενο ήθος είναι ταυτόσημο με αυτό της εικόνας<br />

της Παναγίας Οδηγήτριας της Μονής Παντοκράτορος (1535-1546).<br />

Στην τεχνική απόδοση του προσώπου διαφοροποιείται ελαφρά<br />

από αυτή του Θεοφάνη, καθώς συνυπάρχουν η γραμμικότητα των<br />

προσωπογραφικών χαρακτηριστικών με την πλαστικότητα ζωγραφικού<br />

χαρακτήρα του προσώπου με τα λαδοπράσινα σαρκώματα,<br />

που διαβαθμίζεται μαλακά, και την αχνορόδινη ώχρα του προσώπου<br />

που ροδίζει στα μάγουλα της Παναγίας. Παράλληλα, σε σχέση με<br />

την υψηλή ποιότητα των εικόνων του Θεοφάνη και μάλιστα της εικόνας<br />

της Παναγίας Οδηγήτριας της Μονής Παντοκράτορος 22 , διακρίνει<br />

κανείς κάποια υστέρηση στους καλλιτεχνικούς τρόπους που<br />

συμβαδίζει με την απουσία του χρυσού βάθους.<br />

Συνοψίζοντας, έχουμε τη γνώμη ότι ο ανώνυμος καλλιτέχνης<br />

της εικόνας της Παναγίας της Οδηγήτριας της Μονής Καρακάλλου,<br />

έργο του οποίου είναι και η προηγούμενη εικόνα του Χριστού Παντοκράτορα<br />

(εικ. 1), ακολουθεί πιστά εικονογραφικούς τύπους και<br />

22<br />

Έχω τη γνώμη ότι η αποδιδομένη στον Θεοφάνη εικόνα της Παναγίας<br />

Οδηγήτριας της Μονής Σταυρονικήτα πρέπει να αποδοθεί στον γιο του,<br />

Συμεών. Βλ. M. Chatzidakis, Recherches sur le peintre Théophane le<br />

Crétois, DOP 23-24 (1969-1970), εικ. 83. Πατρινέλης, Καρακατσάνη,<br />

Θεοχάρη, Μονή Σταυρονικήτα, αρ. 3.


452 Ε. Ν. ΤΣΙΓΑΡΙΔΑΣ<br />

καλλιτεχνικούς τρόπους της κρητικής σχολής, η οποία αντιπροσωπεύεται<br />

στο Άγιον Όρος με το έργο, κυρίως, του Θεοφάνη του Κρητός.<br />

Μάλιστα, στην διατύπωση της εικόνας της Παναγίας Οδηγήτριας<br />

ο καλλιτέχνης συνδυάζει εικονογραφικά, τυπολογικά και διακοσμητικά<br />

στοιχεία παρμένα από τις δύο εικόνες του Θεοφάνη που προαναφέραμε.<br />

Ιδιαίτερα, στον τρόπο που η Παναγία αγγίζει με το αριστερό<br />

χέρι το ιμάτιο του Χριστού, επαναλαμβάνει βασικά τυπολογικά<br />

χαρακτηριστικά της ζωγραφικής του Θεοφάνη, άγνωστα σε προηγούμενα<br />

έργα της κρητικής σχολής. Έτσι, ο καλλιτέχνης της εικόνας<br />

της Παναγίας Οδηγήτριας της Μονής Καρακάλλου έχει ως πρότυπο<br />

έργα του Θεοφάνη που χρονολογούνται στη δεκαετία 1535-1546,<br />

και συνεπώς η εικόνα μπορεί να χρονολογηθεί στα μέσα ή στο<br />

τρίτο τέταρτο του 16ου αιώνα.<br />

Θεσσαλονίκη, Ιανουάριος 2011


Εἰκ. 1. Μονὴ Ἀπεζανῶν. Μιχαὴλ Δαμασκηνοῦ,<br />

Ἅγιος Ἀντώνιος καὶ σκηνὲς τοῦ βίου του.<br />

Φωτ. Ἑλένης Κανάκη.


ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΑΠΕΖΑΝΩΝ<br />

Παναγιώτης Λ. Βοκοτόπουλος<br />

Εἰκόνα τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου<br />

στὴν Μονὴ Ἀπεζανῶν<br />

Θέμα τῆς μικρῆς αὐτῆς προσφορᾶς στὸν τόμο εἰς μνήμην τοῦ συμφοιτητοῦ,<br />

συναδέλφου μου στὴν Ἀρχαιολογικὴ Ὑπηρεσία καὶ ἀγαπητοῦ<br />

φίλου Μανόλη Μπορμπουδάκη εἶναι μία εἰκόνα τοῦ ἁγίου<br />

Ἀντωνίου μὲ σκηνὲς τοῦ βίου του, ποὺ ἀπόκειται στὴν κρητικὴ<br />

Μονὴ Ἀπεζανῶν, στὴν νότια πλευρὰ τῶν Ἀστερουσίων Ὀρέων 1<br />

(εἰκ. 1). Εἶναι ζωγραφισμένη σὲ λεπτὴ σανίδα ὕψους 51, πλάτους<br />

41 καὶ πάχους 1,1 ἑκ., ποὺ εἶναι ἔντονα κυρτωμένη καὶ φέρει στὸ<br />

πίσω μέρος δύο δοκίδες, τῶν ὁποίων ἡ ἐσωτερικὴ πλευρὰ ἀκολουθεῖ<br />

τὴν καμπύλη τῆς εἰκόνας (εἰκ. 3). Ἡ ζωγραφικὴ ἐπιφάνεια,<br />

σὲ κακὴ γενικὰ κατάσταση, ἔχει ἀπολεπισθεῖ κατὰ μῆκος δύο καθέτων<br />

διαμπερῶν ρωγμῶν καὶ στὰ ἄκρα τῆς σανίδας. Τμήματα τῆς<br />

ζωγραφικῆς ἐπιφάνειας, ζωγραφισμένα πάνω στὸ χρυσὸ βάθος,<br />

εἶναι ἐξίτηλα, ὅπως ἕνα φτερὸ τοῦ ἀριστεροῦ διαβόλου καὶ ἕνα δενδρύλλιο<br />

στὴν εἰκ. 14, τὸ ἀριστερὸ χέρι τοῦ διαβόλου ποὺ πετᾶ στὴν<br />

εἰκ. 15 καὶ μέρος τοῦ ἀγγέλου στὴν εἰκ. 20. Τὰ περιγράμματα τῶν<br />

παραστάσεων εἶναι χαρακτά. Τὴν εἰκόνα περιβάλλει λεπτὸ κόκκινο<br />

πλαίσιο. Ὁ ἔξεργος φωτοστέφανος μὲ φυτικὸ διάκοσμο τῆς κεντρικῆς<br />

μορφῆς ἀνάγεται μᾶλλον σὲ μεταγενέστερη ἐπέμβαση (εἰκ. 5).<br />

Ἡ εἰκόνα ἦταν ἐπιζωγραφισμένη καὶ συντηρήθηκε περὶ τὸ<br />

1985-1990 ἀπὸ συνεργεῖο τῆς 13ης Ἐφορείας Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων<br />

ὑπὸ τὸν κ. Μαν. Στεφανάκη. Στὴν κάτω παρυφὴ ἀφέθηκε<br />

δεῖγμα τῆς ἐπιζωγραφήσεως μὲ τὴν χρονολογία 1841 (εἰκ. 19).<br />

Ἡ εἰκόνα εἶναι προσαρμοσμένη σὲ ξύλινο προσκυνητάριο μὲ<br />

ἀετωματικὴ ἀπόληξη, διαστάσεων 98 x 88,5 ἑκ. (εἰκ. 2). Στὸ ἀέτωμα<br />

παριστάνεται σὲ γαλάζιο βάθος ὁ Χριστὸς ἡμίσωμος, ποὺ εὐλογεῖ<br />

μὲ τὰ δύο χέρια. Τὴν εἰκόνα πλαισιώνουν δύο στρεπτοὶ κίονες καί,<br />

1<br />

Γιὰ τὴν Μονὴ Ἀπεζανῶν βλ. ΘΗΕ, 2, στ. 1048-1049 (Ν. Β. Τωμαδάκης).<br />

Ν. Ψιλάκης, Μοναστήρια καὶ ἐρημητήρια τῆς Κρήτης, Ἡράκλειο 1994, τ. Α΄,<br />

σ. 239-240, 245-259. Ἡ ἱστορία τῆς Μονῆς, ἀπὸ τὶς σημαντικώτερες τῆς<br />

Κρήτης, ἡ ὁποία παλιότερα ὀνομαζόταν Ἀπεζωνῶν, ἔχει ἐλάχιστα μελετηθεῖ.<br />

Ἀναφέρεται σὲ ἀρχειακὲς πηγὲς ἤδη ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 16ου αἰ. (Ν. Ψιλάκης,<br />

ἔ.ἀ., σ. 240).


Εἰκ. 2. Μονὴ Ἀπεζανῶν. Ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου στὸ προσκυνητάριο τοῦ 19ου αἰ.


ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΑΠΕΖΑΝΩΝ<br />

457<br />

ἀπὸ κάθε πλευρά, τρία κενὰ διάχωρα γιὰ τὴν τοποθέτηση μικρῶν<br />

ξυλίνων πινάκων. Στὰ δύο ἐπάνω εἰκονίδια εἶναι ζωγραφισμένο<br />

ἀπὸ ἕνα κόκκινο ἑξαπτέρυγο πάνω σὲ χρυσὸ κάμπο. Ὅμοια παράσταση,<br />

πολὺ ἀπολεπισμένη, διακρίνεται στὸ κάτω δεξιὸ διάχωρο.<br />

Τὸ κάτω ἀριστερὸ εἰκονίδιο, ποὺ ἔχει χαθεῖ, θὰ διεκοσμεῖτο<br />

ἀσφαλῶς μὲ τὸ ἴδιο θέμα. Ἀπὸ τοὺς πίνακες τῶν μεσαίων διαχώρων<br />

καλύτερα διατηρεῖται ὁ δεξιός. Λευκογένειος<br />

ἐρημίτης μὲ κοντὸ ψάθινο χιτώνα κρατεῖ διαγωνίως<br />

σταυρό. Σύμφωνα μὲ τὴν προσγεγραμμένη<br />

ἐπιγραφὴ εἶναι Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ<br />

ὁ Θηβαῖος 2 . Στὸ πάρισο εἰκονίδιο στέκεται<br />

μοναχός, ποὺ στηρίζεται στὴν ράβδο του καὶ<br />

κρατεῖ κι αὐτὸς διαγωνίως σταυρό. Τὸ ἡμιεξίτηλο<br />

ἁγιωνύμιο μπορεῖ νὰ συμπληρωθεῖ<br />

Ο ΑΓΙΟΣ Π[ΑΥΛ]ΟΣ ὁ [Ἁπ]λοῦς 3 . Εἰκονίζονται<br />

λοιπὸν δύο ἀναχωρηταί, μὲ τοὺς ὁποίους<br />

εἶχε σχέση ὁ ἅγιος Ἀντώνιος. Τὸ προσκυνητάριο<br />

καὶ τὰ εἰκονίδια ἀνάγονται πιθανώτατα<br />

στὸ 1841, ὅταν ἐπιζωγραφήθηκε ἡ<br />

εἰκόνα, ἢ λίγο μετά.<br />

Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, ποὺ στέκεται στὸ κέντρο<br />

τῆς εἰκόνας, ὄρθιος, μετωπικός, μὲ τὸ<br />

δεξὶ πόδι στάσιμο καὶ τὸ ἀριστερὸ ἄνετο,<br />

πατεῖ πάνω σὲ πράσινο ἔδαφος, πιὸ σκοῦρο χαμηλά (εἰκ. 4). «Γέρων<br />

κοντοδιχαλογένης», σύμφωνα μὲ τὴν Ἑρμηνεία τοῦ Διονυσίου τοῦ<br />

ἐκ Φουρνᾶ 4 , φορεῖ ὅπως συνήθως χιτώνα, μανδύα, ἀνάλαβο, ζώνη<br />

περασμένη πάνω ἀπὸ τὸν ἀνάλαβο καὶ κουκούλλιον, ἡ ἄκρη τοῦ<br />

Εἰκ. 3.<br />

Ἡ πίσω πλευρὰ<br />

τῆς εἰκόνας<br />

τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου.<br />

2<br />

Ἔζησε στὴν Θηβαΐδα, ὅπως καὶ ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, μὲ τὸν ὁποῖο εἶχε συναντηθεῖ.<br />

Βλ. ΒΗG, ΙΙ, σ. 183-184 καὶ πρβλ. κατωτέρω τὶς σκηνὲς 9 καὶ 10.<br />

3<br />

Ὁ ἅγιος Παῦλος ὁ Ἁπλοῦς ἦταν σύγχρονος καὶ μαθητὴς τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου.<br />

Βλ. ΒΗG, ΙΙ, σ. 186-187. Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Ἱστορία τῆς<br />

Ἐκκλησίας Ἀλεξανδρείας, Ἀλεξάνδρεια 1935, σ. 216-217. ΘΗΕ, 10, στ.<br />

213. Ἡ πρώτη συνάντησή του μὲ τὸν ἅγιο Ἀντώνιο ἔχει ἀπεικονισθεῖ,<br />

σύμφωνα μὲ πρόσφατη ταύτιση, σὲ σκηνὴ τοῦ κύκλου τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου<br />

στὸ Matejić· βλ. S. Tomeković, Les saints ermites et moines dans la peinture<br />

murale byzantine, Paris 2011 (ἐφ’ ἑξῆς Tomeković, Les saints ermites), σ.<br />

163, εἰκ. 131. Γιὰ τὴν εἰκονογραφία του βλ. αὐτόθι, σ. 52.<br />

4<br />

Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ, Ἑρμηνεία τῆς ζωγραφικῆς τέχνης, ἐκδ. Ἀ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς,<br />

ἐν Πετρουπόλει 1909 (ἐφ’ ἑξῆς Ἑρμηνεία), σ. 162.


458 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Λ. ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΣ<br />

Εἰκ. 4. Ἡ κεντρικὴ παράσταση τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου.


ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΑΠΕΖΑΝΩΝ<br />

459<br />

ὁποίου πέφτει ἐδῶ στὸν ἀριστερὸ ὦμο. Κρατεῖ στὸ ἀριστερὸ χέρι<br />

εἰλητάριο ποὺ πέφτει κάθετα, μὲ τὴν συνηθισμένη ἐπιγραφὴ ΙΔΟΝ<br />

| ΕΓΩ ΤΑC | ΠΑΓΙΔ[Α] C | ΤΟΥ ΔΙ|ΑΒΟΛΟΥ | ΗΠΛΩ|ΜΕΝΑC | ΕΝ ΤΗ<br />

| ΓΗ 5 , καὶ ἁπλώνει τὸ δεξὶ σὲ χειρονομία ὁμιλίας, ἑνώνοντας τὸν<br />

ἀντίχειρα μὲ τὸν παράμεσο. Τὸ ἁγιωνύμιο δὲν σώζεται.<br />

Κάτω ἀριστερὰ (εἰκ. 6), σώζεται ἡ ὑπογραφὴ τοῦ ζωγράφου,<br />

γραμμένη μὲ μαῦρα κεφαλαῖα:<br />

ΧΕΙΡ ΜΙΧΑΗΛ. ΔΑΜΑC[Κ]ΗΝΟΥ<br />

Κάτω δεξιά (εἰκ. 7), εἶναι γραμμένη ἡ ἀφιερωματικὴ ἐπιγραφὴ<br />

Δ(έησις) ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ Θ(ΕΟ)Υ ΓΕΩΡΓΙΟΥ. ΜΑ[- -]ΚΗ<br />

Τελεῖες μεσολαβοῦν μεταξὺ τῶν λέξεων. Ἡ μεσαία συλλαβὴ<br />

τοῦ ἐπωνύμου τοῦ ἀναθέτου ἔχει δυστυχῶς καταστραφεῖ ἀπὸ τὴν<br />

δεξιὰ ρωγμή.<br />

(ἀριστερά)<br />

Εἰκ. 5. Τὸ κεφάλι<br />

τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου.<br />

(δεξιά ἐπάνω)<br />

Εἰκ. 6. Ἡ ὑπογραφὴ τοῦ<br />

Μιχαὴλ Δαμασκηνοῦ.<br />

(δεξιά κάτω)<br />

Εἰκ. 7. Ἡ ἀναθηματικὴ<br />

ἐπιγραφή.<br />

5<br />

Αὐτόθι. Λείπει, ὅπως συχνὰ συμβαίνει, τὸ τέλος τοῦ παραθέματος: καὶ<br />

εἶπον· τὶς δύναται ἐκφυγεῖν ταύτας: καὶ εἶπέ μοι ἄγγελος: Ἡ ταπεινοφροσύνη.<br />

Πρόκειται γιὰ παραλλαγὴ τοῦ Ἀποφθέγματος ἀριθ. 7 τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου<br />

(Εἶδον πάσας τὰς παγίδας τοῦ ἐχθροῦ ἡπλωμένας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ στενάξας εἶπον,<br />

τὶς ἄρα παρέρχεται ταύτας; Καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι ‘ἡ ταπεινοφρο-


460 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Λ. ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΣ<br />

Ὁ Μιχαὴλ Δαμασκηνὸς (περὶ τὸ 1530-1592) ὑπῆρξε, μαζὶ μὲ<br />

τὸν Γεώργιο Κλόντζα, ὁ σημαντικώτερος ζωγράφος τῆς κρητικῆς<br />

σχολῆς κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 16ου αἰ. 6 Ἦταν ἐγκατεστημένος<br />

στὸν Χάνδακα ἀλλὰ ἐργάσθηκε γιὰ πολλὰ χρόνια, ἀπὸ τὸ 1569<br />

τουλάχιστον, μέχρι τὸ 1583, στὴν Ἰταλία, κυρίως στὴν Βενετία. Στὰ<br />

περισσότερα ἔργα του ἀκολουθεῖ τὴν παλαιολόγειο εἰκονογραφία,<br />

ὅπως εἶχε ἀποκρυσταλλωθεῖ στὴν Κρήτη τὸν 15ο αἰώνα, σὲ ἄλλα<br />

ὅμως ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὴν σύγχρονη ἰταλικὴ ζωγραφική, ἔχει δὲ<br />

ζωγραφίσει καὶ ἔργα ἀμιγῶς ἰταλικῆς τεχνοτροπίας 7 . Εἰκονογραφικοὶ<br />

τύποι ποὺ αὐτὸς εἰσήγαγε ἐνέπνευσαν συγχρόνους καὶ μεταγενεστέρους<br />

του ἁγιογράφους ἐπὶ δύο περίπου αἰῶνες 8 . Ἡ ὑπογραφή<br />

του στὸν τύπο τῆς εἰκόνας μας ἔχει ἐπισημανθεῖ σὲ ἄλλα ὀκτὼ ἔργα<br />

του καὶ μὲ τὴν προσθήκη τοῦ ἄρθρου τοῦ σὲ ἄλλα 16 9 .<br />

Ὁ Μιχαὴλ Δαμασκηνὸς ζωγράφισε μόνο του τὸν ἅγιο Ἀντώνιο<br />

σὲ δύο ὑπογεγραμμένες εἰκόνες, ἄν κρίνωμε ἀπὸ τὰ σωζόμενα ἔργα:<br />

Στὴν ἐξαίρετη δεσποτικὴ εἰκόνα τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου Ἀθηνῶν<br />

εἰκονίζεται σὲ προτομή, κρατώντας μὲ τὰ δύο χέρια εἰλητάριο 10 , ἐνῶ<br />

σὲ εἰκόνα τοῦ Νεκροταφείου Κερκύρας στέκεται ὄρθιος, κατὰ μέτωπον,<br />

κρατώντας στὸ ἀριστερὸ χέρι ραβδὶ καὶ εἰλητάριο, καὶ ἁπλώσύνη’).<br />

Βλ. Ἀποφθέγματα Γερόντων, ἔκδ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1978,<br />

σ. 46. Γιὰ τὰ κείμενα ποὺ ἀναγράφονται στὸ εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ ὁ ἅγιος<br />

Ἀντώνιος βλ. Tomeković, Les saints ermites, σ. 69-70.<br />

6<br />

Γιὰ τὸν κορυφαῖο αὐτὸ καλλιτέχνη βλ. Μ. Χατζηδάκης, Ἕλληνες ζωγράφοι<br />

μετὰ τὴν Ἅλωση (1450-1830), 1, Ἀθήνα 1987, σ. 241-254, μὲ τὴν προγενέστερη<br />

βιβλιογραφία, καὶ τελευταῖα Ε. Δρακοπούλου, Ἕλληνες ζωγράφοι<br />

μετὰ τὴν Ἅλωση (1450-1850), 3, Ἀθήνα 2010, σ. 232-242, ὅπου συνοψίζονται<br />

τὰ τελευταῖα πορίσματα τῆς ἔρευνας καὶ παρατίθεται ἡ νεώτερη βιβλιογραφία,<br />

στὴν ὁποία πρέπει νὰ προστεθεῖ τὸ πρόσφατο ἄρθρο τῆς Μ.<br />

Κωνσταντουδάκη-Κιτρομηλίδου, Τάσεις καὶ κυριότεροι ἐκπρόσωποι τῆς<br />

ζωγραφικῆς εἰκόνων στὴν Κρήτη, τὴν Κύπρο καὶ τὰ Ἑπτάνησα μετὰ τὴν<br />

Ἅλωση, στὸν τόμο Βενετοκρατούμενη Ἑλλάδα. Προσεγγίζοντας τὴν ἱστορία της,<br />

Ἀθήνα-Βενετία 2010, σ. 505-507.<br />

7<br />

Πρβλ. πίνακα στὸ Conversano τῆς Ἀπουλίας: M. S. Calὸ, La pittura del Cinquecento<br />

e del Primo Seicento in terra di Bari, Bari 1969, σ. 31-33, εἰκ. 13-14.<br />

8<br />

Βλ. Π. Λ. Βοκοτόπουλος, Εἰκόνες τῆς Κερκύρας, Ἀθήνα 1990 (ἐφ ἑξῆς Βοκοτόπουλος,<br />

Εἰκόνες Κερκύρας), σ. 39-40.<br />

9<br />

Μ. Χατζηδάκης, Ἕλληνες ζωγράφοι μετὰ τὴν Ἅλωση, ἔ.ἀ., σ. 241. Ε. Δρακοπούλου,<br />

Ἕλληνες ζωγράφοι μετὰ τὴν Ἅλωση, ἔ.ἀ., σ. 235.<br />

10<br />

Οἱ πύλες τοῦ Μυστηρίου. Θησαυροὶ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, Ἀθήνα<br />

1994, σ. 191-192, ἀριθ. 7 (Χρ. Μπαλτογιάννη). Μ. Ἀχειμάστου-Ποταμιάνου,<br />

Εἰκόνες τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1998 (ἐφ’ ἑξῆς Μ.<br />

Ἀχειμάστου-Ποταμιάνου, Εἰκόνες Βυζαντινοῦ Μουσείου), σ. 178, ἀριθ. 53.


ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΑΠΕΖΑΝΩΝ<br />

461<br />

νοντας τὸ δεξὶ σὲ χειρονομία εὐλογίας· ἡ ἄκρη τοῦ κουκουλλίου πέφτει<br />

στὸν ἀριστερὸ ὦμο, ὅπως στὴν εἰκόνα τῆς Μονῆς Ἀπεζανῶν 11 .<br />

Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, σεβίζων, μαζὶ μὲ τὸν ἐπίσης προσκλίνοντα ἅγιο<br />

Νικόλαο, πλαισιώνει τὴν ἁγία Ἄννα ποὺ κρατεῖ τὴν Βρεφοκρατοῦσα<br />

Θεοτόκο σὲ εἰκόνα τοῦ ζωγράφου μας ποὺ ἀπόκειται στὸν ναὸ τοῦ<br />

Ἁγίου Ἰωάννου στὸ Γαλαξείδι 12 . Ὁ τύπος τῆς ὑπογραφῆς εἶναι καὶ<br />

στὶς τρεῖς εἰκόνες ὁ ἴδιος. Στὸν Δαμασκηνὸ ἔχει ἀποδοθεῖ καὶ θύρα<br />

τέμπλου στὴν Ζάκυνθο, ὅπου ὁ ἅγιος κρατεῖ μὲ τὸ ἀριστερὸ χέρι<br />

ἀνεπτυγμένο εἰλητάριο καὶ εὐλογεῖ μὲ τὸ ὑψωμένο δεξί 13 . Στὶς εἰκόνες<br />

τῶν Ἀθηνῶν, τῆς Κερκύρας καὶ τῆς Ζακύνθου οἱ ἐπιγραφὲς τῶν<br />

εἰληταρίων εἶναι ἴδιες μὲ αὐτὴν τῆς εἰκόνας μας. Σημειωτέον ὅτι σὲ<br />

ἐνθύμηση τοῦ 1648 σὲ κώδικα προερχόμενο ἀπὸ τὴν κρητικὴ Μονὴ<br />

Βροντησίου, ἀναφέρεται ὅτι μεταξύ ὀκτὼ «ντεσένιων» (ἀνθιβόλων)<br />

ποὺ δόθηκαν στὸν μετέπειτα μητροπολίτη Φιλαδελφείας Γεράσιμο<br />

Βλάχο, ἦταν καὶ ἕνα «Ἀντωνίου κεφαλὴ τοῦ δαμασκηνοῦ» 14 .<br />

Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας (περ. 250-355), θεμελιωτὴς τοῦ<br />

μοναχισμοῦ στὴν Αἴγυπτο, εἰκονίζεται μὲ κοντά, διχαλωτά, κατσαρὰ<br />

γκρίζα γένεια, στὸν τύπο ποὺ καθιερώθηκε ἀπὸ τὸν 11ο αἰ. 15 Ὁ<br />

ἅγιος παριστάνεται στὴν ἴδια στάση μὲ τῆς εἰκόνας μας στὴν τοιχογραφία<br />

τοῦ Τζώρτζη στὴν Μονὴ Διονυσίου 16 καὶ σὲ εἰκονίδιο τῆς<br />

Ραβέννας τοῦ 17ου αἰ. 17 Ἔχει τὴν ἴδια στάση, κρατεῖ ὅμως καὶ<br />

ραβδὶ στὸ ἀριστερὸ χέρι, σὲ εἰκόνα τοῦ ζωγράφου ἱερέως Δημητρίου<br />

στὴν Ζάκυνθο (περὶ τὸ 1500), ὅπου πλαισιώνεται ἀπὸ δώδεκα<br />

προτομὲς ἀσκητῶν 18 , καὶ σὲ τρίπτυχο τοῦ 1746 τοῦ Μουσείου<br />

11<br />

Βοκοτόπουλος, Εἰκόνες Κερκύρας, σ. 47-48, ἀριθ. 24, εἰκ. 124.<br />

12<br />

Μ. Κωνσταντουδάκη-Κιτρομηλίδου, Εἰκόνα τοῦ Μιχαὴλ Δαμασκηνοῦ<br />

στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη στὸ Γαλαξείδι, στὸν τόμο Τὸ Γαλαξείδι ἀπὸ τὴν<br />

ἀρχαιότητα ἓως σήμερα. Πρακτικὰ Πρώτου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου. Γαλαξείδι,<br />

29-30 Σεπτεμβρίου 2000, Ἀθήνα 2003, σ. 67-72, πίν. 25.<br />

13<br />

Ζ. Μυλωνᾶ, Μουσεῖο Ζακύνθου, Ἀθήνα 1998, σ. 102, ἀριθ. 18.<br />

14<br />

Μ. Μανούσακας, Δύο ἄγνωστα ἔργα τοῦ Γερασίμου Βλάχου εἰς ἁγιορειτικὸν<br />

κώδικα, Κρ. Χρ. Η΄ (1954), σ. 59-60.<br />

15<br />

Tomeković, Les saints ermites, σ. 24-25.<br />

16<br />

Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Διονυσίου. Οἱ τοιχογραφίες τοῦ καθολικοῦ, Ἅγιον Ὄρος<br />

2003, εἰκ. 375.<br />

17<br />

P. Angiolini Martinelli, Le icone della collezione classense di Ravenna, Bologna<br />

1982, ἀριθ. 158. Ἡ μόνη διαφορὰ εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος δὲν εὐλογεῖ μὲ<br />

τὸ ἁπλωμένο δεξὶ χέρι.<br />

18<br />

Μ. Ἀχειμάστου-Ποταμιάνου, Εἰκόνες τῆς Ζακύνθου, Ἀθήνα 1997, σ. 80,<br />

ἀριθ. 13.


462 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Λ. ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΣ<br />

Εἰκ. 8. Βυζαντινὸ<br />

καὶ Χριστιανικὸ<br />

Μουσεῖο Ἀθηνῶν.<br />

Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος<br />

μὲ σκηνὲς τοῦ βίου του<br />

(ἀριθ. Τ 1581).<br />

Μπενάκη 19 . Στὴν εἰκόνα τοῦ Ἀνδρέα Ρίτζου στὸ Τόκιο, σὲ εἰκόνα<br />

τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου τοῦ 16ου αἰ. καὶ στὴν τοιχογραφία τῆς<br />

Παναγίας Ρασιώτισσας στὴν Καστοριὰ ἡ μορφὴ εἶναι κλειστή, χωρὶς<br />

ραβδί, μὲ τὴν εὐλογοῦσα δεξιὰ μπροστὰ στὸ στῆθος καὶ ἀνοικτὸ<br />

19<br />

Ἀ. Ξυγγόπουλος, Μουσεῖον Μπενάκη. Κατάλογος τῶν εἰκόνων, ἐν Ἀθήναις<br />

1936, σ. 93, ἀριθ. 69, πίν. 48.


ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΑΠΕΖΑΝΩΝ<br />

463<br />

εἰλητάριο στὸ ἀριστερὸ χέρι 20 . Ἀλλοῦ στηρίζεται σὲ ραβδὶ μὲ τὸ<br />

δεξὶ χέρι ἐνῶ κρατεῖ ἀνεπτυγμένο εἰλητάριο στὸ ἀριστερό, ὅπως<br />

στὴν τοιχογραφία τοῦ Θεοφάνη στὴν Μονὴ Σταυρονικήτα 21 καὶ σὲ<br />

εἰκόνες τοῦ Ἀνδρέα Παβία στὴν Συλλογὴ Χαροκόπου, σήμερα στὴν<br />

Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη τοῦ Ἀργοστολίου 22 , τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἰνστιτούτου<br />

τῆς Βενετίας 23 καὶ τοῦ ἱερέως Δημητρίου στὸ Σινᾶ, ὅπου περιβάλλεται<br />

ἀπὸ Τρίμορφο καὶ ἁγίους σὲ προτομὴ καὶ ἀπὸ τὶς τέσσερις<br />

πλευρές 24 . Συνηθέστερος εἶναι ὁ τύπος τῆς εἰκόνας τοῦ Μιχαὴλ Δαμασκηνοῦ<br />

στὸ Βυζαντινὸ Μουσεῖο, ὅπου ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, κατὰ<br />

μέτωπον, κρατεῖ μὲ τὰ δύο χέρια εἰλητάριο. Ἀπαντᾶ ἤδη στὴν εἰκόνα<br />

τοῦ ὁμωνύμου ναοῦ στὴν Κέρκυρα, ποὺ ἔχω χρονολογήσει στὸ<br />

δεύτερο ἥμισυ τοῦ 14ου αἰ. 25 , καί, τὸν 15ο αἰ., στὸ στιχηράριον<br />

Σινᾶ 1234, τοῦ 1469 26 καὶ στὴν εἰκόνα τῆς ἔνθρονης Παναγίας<br />

20<br />

Γιὰ τὴν εἰκόνα τοῦ Τόκιο βλ. προχείρως Le icone. Il viaggio da Bisanzio al<br />

‘900, Milano 2005, σ. 55, εἰκ. 24 (P. L. Vocotopoulos) καὶ Μ. Ἀχειμάστου-Ποταμιάνου,<br />

Οἱ τοιχογραφίες τῆς Μονῆς τῶν Φιλανθρωπηνῶν στὸ Νησὶ<br />

τῶν Ἰωαννίνων, Ἀθήνα 2004, σ. 154, 228, εἰκ. 129. Γιὰ τὴν εἰκόνα τοῦ Βυζαντινοῦ<br />

Μουσείου: Μ. Ἀχειμάστου-Ποταμιάνου, Εἰκόνες Βυζαντινοῦ Μουσείου,<br />

σ. 196, ἀριθ. 59. Γιὰ τὴν τοιχογραφία τῆς Καστοριᾶς: Γ. Γούναρης,<br />

Οἱ τοιχογραφίες τὼν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῆς Παναγίας Ρασιώτισσας στὴν Καστοριά,<br />

Θεσσαλονίκη 1980, σ. 144, πίν. 36. Πρβλ. καὶ ἐπαρχιακὴ εἰκόνα<br />

τοῦ ἁγίου στηθαίου στὸ Μουσεῖο Μπενάκη, ποὺ ἔχει ἀποδοθεῖ στὸν 14ο<br />

αἰ. (Οἱ πύλες τοῦ Μυστηρίου. Θησαυροὶ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα,<br />

Ἀθήνα 1994, σ. 224, ἀριθ. 45 [Ἀ. Δρανδάκη]. Ἡ Ἑλλάδα τοῦ Μουσείου<br />

Μπενάκη, Ἀθήνα 1997, εἰκ. 445). Σὲ τοιχογραφία τῆς ἁγιορειτικῆς Μονῆς<br />

Παντοκράτορος, τοῦ 14ου αἰ. μὲ ἐπιζωγραφήσεις τοῦ 19ου, ὁ ἅγιος κρατεῖ<br />

μὲ τὸ δεξὶ χέρι σταυρό (G. Millet, Monuments de l’Athos, Paris 1927, πίν.<br />

97.1). Στὸ πλαίσιο εἰκόνας τῆς Παναγίας τοῦ 15ου αἰ. στὸ Σινᾶ ὁ ἅγιος<br />

εὐλογεῖ καὶ κρατεῖ κλειστὸ εἰλητάριο: Σινᾶ. Οἱ θησαυροὶ τῆς Ἱ. Μονῆς Ἁγίας<br />

Αἰκατερίνης, Ἀθήνα 1990, σ. 127, εἰκ. 82 (Ν. Β. Δρανδάκης).<br />

21<br />

Μ. Χατζηδάκης, Ὁ κρητικὸς ζωγράφος Θεοφάνης. Ἡ τελευταία φάση τῆς τέχνης<br />

του στὶς τοιχογραφίες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα, Ἅγιον Ὄρος 1986, σ.<br />

60, εἰκ. 209.<br />

22<br />

Ν. Χατζηδάκη, Εἰκόνες κρητικῆς σχολῆς. 15ος-16ος αἰώνας, Ἀθήνα 1983, σ.<br />

30-31, ἀριθ. 19. Π. Λ. Βοκοτόπουλος, Βυζαντινὲς εἰκόνες, Ἀθήνα 1995,<br />

ἀριθ. 157.<br />

23<br />

M. Chatzidakis, Icônes de Saint-Georges des Grecs et de la Collection de l’Institut,<br />

Venise 1962, σ. 111, ἀριθ. 87, πίν. 16.<br />

24<br />

Σινᾶ. Οἱ θησαυροὶ τῆς Ἱ. Μονῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης, ἔ.ἀ. (σημ. 20), σ. 128,<br />

εἰκ. 88 (Ν. Β. Δρανδάκης).<br />

25<br />

Βοκοτόπουλος, Εἰκόνες Κερκύρας, σ. 3-4, ἀριθ. 2, εἰκ. 66, ὅπου στὴν σημ.<br />

3 παρατίθενται καὶ παραδείγματα ἀπὸ τὴν μνημειακὴ ζωγραφική.<br />

26<br />

Π. Λ. Βοκοτόπουλος, Εἰκονογραφικὲς παρατηρήσεις στὸ Στιχηράριον Σινᾶ


464 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Λ. ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΣ<br />

Εἰκ. 9. Κέρκυρα, Παναγία τῶν Ξένων.<br />

Ἐμμανουὴλ Τζάνε, Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος μὲ σκηνὲς τοῦ βίου του (1645).


ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΑΠΕΖΑΝΩΝ<br />

465<br />

ποὺ πλαισιώνεται ἀπὸ σκηνὲς καὶ ἁγίους τοῦ Μουσείου Μπενάκη 27 ,<br />

ἐπαναλαμβάνεται δὲ τὸν 16ο αἰ. σὲ εἰκόνες τῆς Πάτμου, τοῦ Ἑλληνικοῦ<br />

Ἰνστιτούτου Βενετίας, τοῦ Ἑρμιτὰζ καὶ τοῦ Ἱστορικοῦ Μουσείου<br />

τῆς Μόσχας 28 καὶ στὶς τοιχογραφίες τοῦ Θεοφάνη στὸ καθολικὸ τῆς<br />

Μεγίστης Λαύρας 29 , τοῦ Ἀντωνίου στὸ καθολικὸ τῆς Μονῆς Ξενοφῶντος<br />

30 καὶ πιθανώτατα τοῦ ἴδιου ζωγράφου στὸ παρεκκλήσιο<br />

τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῆς Μονῆς Ἁγίου Παύλου 31 , στὴν Μονὴ Ντίλιου<br />

32 καὶ ἀργότερα σὲ εἰκόνες τῆς Πινακοθήκης τῆς Βολωνίας, τῆς<br />

Συλλογῆς Βελιμέζη καὶ τῆς Μονῆς Κηπουρίων στὴν Κεφαλληνία 33 .<br />

Γύρω ἀπὸ τὴν κεντρικὴ μορφὴ εἰκονίζονται δώδεκα σκηνὲς<br />

τοῦ βίου τοῦ ἁγίου διαστάσεων περίπου 12 x 9 ἑκ. ἡ κάθε μία, ποὺ<br />

προβάλλονται στὸ χρυσὸ βάθος, χωρὶς νὰ περιβάλλωνται ἀπὸ πλαίσιο.<br />

Τὶς ἐπεξηγοῦσαν μεγαλογράμματες ἐπιγραφές, γραμμένες μὲ<br />

κιννάβαρι, ποὺ εἶναι δυστυχῶς σχεδὸν τελείως ἐξίτηλες. Ἀπὸ τὴν<br />

ἐνδυμασία τοῦ ἁγίου παραλείπεται συχνὰ ὁ μανδύας. Κύκλοι τοῦ<br />

Βίου τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου εἶναι γνωστοὶ στὴν καθ᾽ἡμᾶς Ἀνατολὴν<br />

κυρίως ἀπὸ εἰκόνες. Μία εἰκόνα τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου Ἀθηνῶν<br />

ἔχει ἀποδοθεῖ στὶς ἀρχὲς τοῦ 16ου αἰ. 34 (εἰκ. 8), ἄλλη στὸ Μουσεῖο<br />

Παύλου καὶ Ἀλεξάνδρας Κανελλοπούλου διασώζει τὴν ὑπογραφὴ<br />

τοῦ Φραγγιᾶ Καβερτζᾶ, ζωγράφου τοῦ πρώτου ἡμίσεος τοῦ 17ου<br />

αἰ. 35 , ἐνῶ εἰκόνα τοῦ Ἐμμανουὴλ Τζάνε στὴν κερκυραϊκὴ ἐκκλησία<br />

1234, ΔΧΑΕ περ. Δ΄, ΚΒ΄ (2001), σ. 96, εἰκ. 11. Ὁ ἴδιος τύπος χρησιμοποιεῖται<br />

στὸ ἴδιο χειρόγραφο στὴν μικρογραφία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ<br />

Δαμασκηνοῦ: Αὐτ., σ. 94, εἰκ. 7.<br />

27<br />

Ν. Χατζηδάκη, ἔ.ἀ., σ. 30, ἀριθ. 18.<br />

28<br />

Μ. Χατζηδάκη, Εἰκόνες τῆς Πάτμου, Ἀθήνα 1977, σ. 97-98, ἀριθ. 51, πίν.<br />

108. M. Kazanaki-Lappa, Arte bizantina e postbizantina a Venezia, Villorba<br />

2009, σ. 56-57, ἀριθ. 18. Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης, Ἡράκλειον 1993,<br />

σ. 348-349, εἰκ. 13, καὶ σ. 397-398, εἰκ. 35.<br />

29<br />

G. Millet, ἔ.ἀ., πίν. 138.3.<br />

30<br />

Ν. Τουτός―Γ. Φουστέρης, Εὑρετήριον τῆς μνημειακῆς ζωγραφικῆς τοῦ Ἁγίου<br />

Ὄρους, Ἀθῆναι 2010, σ. 401.<br />

31<br />

G. Millet, ἔ.ἀ., πίν. 191.1.<br />

32<br />

Θ. Λίβα-Ξανθάκη, Οἱ τοιχογραφίες τῆς Μονῆς Ντίλιου, Ἰωάννινα 1980, σ.<br />

168, εἰκ. 74.<br />

33<br />

P. Angiolini Martinelli, Icone Bizantine nella Pinacoteca Nazionale di Bologna,<br />

Bologna 1984, σ. 81-82, ἀριθ. 13. Ν. Χατζηδάκη, Εἰκόνες τῆς Συλλογῆς<br />

Βελιμέζη, Ἀθήνα 1997, σ. 242-245, ἀριθ. 22. Ἀρχαιολογικὸν Δελτίον<br />

24 (1969), Β΄2, σ. 286-287, πίν. 284β (Π. Λ. Βοκοτόπουλος).<br />

34<br />

Μ. Ἀχειμάστου-Ποταμιάνου, Εἰκόνες Βυζαντινοῦ Μουσείου, σ. 158, ἀριθ. 46.<br />

35<br />

Μουσεῖο Παύλου καὶ Ἀλεξάνδρας Κανελλοπούλου. Βυζαντινὴ καὶ Μεταβυζαντινὴ<br />

Τέχνη, Ἀθήνα 2007, σ. 330-333, ἀριθ. 180 (Ν. Χατζηδάκη).


466 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Λ. ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΣ<br />

Εἰκ. 10. Κρήτη. Μονὴ Πρέβελη.<br />

Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος μὲ σκηνὲς τοῦ βίου του.


ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΑΠΕΖΑΝΩΝ<br />

467<br />

τῆς Παναγίας τῶν Ξένων εἶναι χρονολογημένη στὸ 1645 36 (εἰκ. 9).<br />

Πολὺ μεταγενέστερη εἶναι εἰκόνα τῆς Μονῆς Πρέβελη, ποὺ ἔχει<br />

ἀποδοθεῖ σὲ ἁγιογράφο τῆς πρώτης πεντηκονταετίας τοῦ 19ου αἰ. ὁ<br />

ὁποῖος δραστηριοποιεῖται στὶς ἐπαρχίες Σφακίων καὶ Ἁγίου Βασιλείου<br />

37 (εἰκ. 10). Καὶ στὶς τέσσερις εἰκόνες οἱ σκηνὲς πλαισιώνουν<br />

τὴν μορφὴ τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου ὁλοσώμου, πλὴν τῆς πρώτης εἰκόνας,<br />

ὅπου εἰκονίζεται μέχρι τὴν μέση. Στὶς εἰκόνες τοῦ Βυζαντινοῦ<br />

Μουσείου, τοῦ Μουσείου Κανελλοπούλου καὶ τῆς Μονῆς Πρέβελη<br />

οἱ σκηνὲς –δέκα στὶς δύο πρῶτες εἰκόνες καὶ δώδεκα στὴν τρίτη–<br />

περιβάλλουν τὴν κεντρικὴ μορφὴ ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρές, ὅπως στὴν<br />

εἰκόνα μας, ἐνῶ στὴν εἰκόνα τοῦ Ἐμμανουὴλ Τζάνε οἱ σκηνὲς ποὺ<br />

εἶναι ὀκτὼ τὴν πλαισιώνουν μόνο ἀπὸ τὰ πλάγια. Τὸ ἄνω μέρος τῆς<br />

εἰκόνας τῆς Μονῆς Πρέβελη ἔχει ξακρισθεῖ καὶ ἔτσι σώζονται ἐννέα<br />

μόνο σκηνὲς ποὺ ἐδῶ περιβάλλονται ἀπὸ πλαίσια μπαρόκ. Διαφέρει<br />

τὸ τοπίο πού, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Μιχάλης Ἀνδριανάκης, «δὲν εἶναι<br />

τὸ σχηματοποιημένο ὀρεινὸ μὲ τὸ σπήλαιο ἀλλὰ μιὰ ἀπόπειρα φυσιοκρατικῆς<br />

ἀπόδοσης τοῦ χώρου τῆς Αἰγύπτου μὲ καθοριστικὸ<br />

στοιχεῖο τὰ φοινικόδεντρα». Σὲ εἰκόνα τοῦ Μουσείου Κανελλοπούλου<br />

ποὺ ἔχει ἀποδοθεῖ στὸν ἱερέα Γεώργιο Γαβαλᾶ, ὁ ὁποῖος μνημονεύεται<br />

στὸν Χάνδακα τὸ 1636, τέσσερα ἐπεισόδια εἰκονίζονται<br />

ἀριστερὰ καὶ δεξιὰ τοῦ καθιστοῦ ἁγίου 38 .<br />

Λίγες σκηνὲς τοῦ Βίου τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου ὑπάρχουν σὲ βυζαντινὲς<br />

τοιχογραφίες, εἴτε ἀδημοσίευτες, ὅπως στὴν λιτὴ τῆς Μονῆς<br />

Χελανδαρίου 39 , εἴτε σὲ μεγάλο βαθμὸ κατεστραμμένες, ὅπως στὸν<br />

Ἅγιο Ἀντώνιο τῆς Σούγιας στὴν Κρήτη (1382/3 ;) 40 . Στὸ Matejić<br />

36<br />

Βοκοτόπουλος, Εἰκόνες Κερκύρας, σ. 108-110, ἀριθ. 72, εἰκ. 50-51, 204,<br />

207-208, 339.<br />

37<br />

Μ. Ἀνδριανάκης, Ἱερὰ σταυροπηγιακὴ καὶ πατριαρχικὴ Μονὴ Πρέβελη, Ρέθυμνο<br />

2 1998, σ. 104-107.<br />

38<br />

Μουσεῖο Παύλου καὶ Ἀλεξάνδρας Κανελλοπούλου (σημ. 35), σ. 334-337,<br />

ἀριθ. 181 (Ν. Χατζηδάκη).<br />

39<br />

M. Marković, The Original Paintings of the Monastery’s Main Church,<br />

στὸν τόμο Hilandar Monastery, Βελιγράδι 1998, σ. 230. Ν. Τουτός―Γ.<br />

Φουστέρης, ἔ.ἀ., σ. 187-188.<br />

40<br />

Κ. Λασσιθιωτάκης, Ἐκκλησίες τῆς Δυτικῆς Κρήτης, Δ. Ἐπαρχία Σελίνου,<br />

Κρ. Χρ. ΚΒ΄ (1970), σ. 386. S. Tomeković, Le cycle inédit de Saint Antoine<br />

dans l’église sous son vocable à Soughia (Crète), Byzantinische<br />

Forschungen XI (1987) (ἐφ’ ἑξῆς Tomeković, Soughia), σ. 445-463, εἰκ.<br />

1-5, 8. Tomeković, Les saints ermites, σ. 164-167, 210.


468 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Λ. ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΣ<br />

(περὶ τὸ 1360) διακρίνονται μόνο δύο σκηνές 41 . Στὴν Δύση κύκλοι<br />

τοῦ βίου σώζονται σὲ τοιχογραφίες, π.χ. στὸ Sant’Angelo in Formis<br />

στὰ τέλη τοῦ 12ου αἰ. 42 καὶ στὴν Santa Maria Antiqua στὴν Ρώμη 43 ,<br />

σὲ μικρογραφίες, ὅπως σὲ χειρόγραφο ποὺ γράφηκε τὸ 1426 γιὰ<br />

τὸ ἀββαεῖο τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου στὸ Dauphiné καὶ βρίσκεται σήμερα<br />

στὴν Μάλτα 44 , καθὼς καὶ σὲ χαρακτικά, ὅπως σὲ φλωρεντινὴ ξυλογραφία<br />

τῶν μέσων τοῦ 15ου αἰ., ὅπου τὸν ὄρθιο ἅγιο Ἀντώνιο<br />

πλαισιώνουν ἐπάνω καὶ στὰ πλάγια ἕνδεκα σκηνὲς τοῦ βίου του 45 .<br />

Ἡ εἰκονογράφηση τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου ἀκολουθεῖ κυρίως<br />

τὸν Βίο του, ποὺ ἀποδίδεται στὸν ἅγιο Ἀθανάσιο 46 . Κύκλο μὲ δώδεκα<br />

ἐπεισόδια περιγράφει στὴν Ἑρμηνεία τῆς ζωγραφικῆς τέχνης ὁ Διονύσιος<br />

ὁ ἐκ Φουρνᾶ 47 .<br />

Πρώτη σκηνὴ στὴν εἰκόνα μας, ποὺ παριστάνει τὴν διανομὴ<br />

ἀπὸ τὸν ἅγιο τῶν ὑπαρχόντων του, στὴν ἀρχὴ τοῦ Βίου του, εἶναι ἡ<br />

ἄνω ἀριστερά 48 . Ὁ κύκλος συνεχίζεται πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ μετὰ κάτω,<br />

ὅπως στοὺς δεῖκτες τοῦ ὡρολογίου, καὶ καταλήγει στὴν ταφή του,<br />

ἀκριβῶς κάτω ἀπὸ τὴν πρώτη σκηνή.<br />

1. Στὴν πρώτη σκηνὴ τῆς ἄνω σειρᾶς ὁ ἅγιος, ποὺ δὲν φορεῖ<br />

τὸν μανδύα του, κρατεῖ πουγγὶ στὸ ἀριστερὸ χέρι καὶ ἐλεεῖ ἕναν ἡμίγυμνο<br />

ἄνδρα καθισμένο στὸ χῶμα, ἀπὸ τὸν ὦμο τοῦ ὁποίου κρέμεται<br />

ἕνα σακκούλι (εἰκ. 11). Πίσω του στέκονται ἕνας ἡμίγυμνος<br />

ἄνδρας μὲ κοντὸ γένι, ποὺ ἁπλώνει ἱκετευτικὰ τὸ ἀριστερὸ χέρι ἐνῶ<br />

ὑψώνει τὸ δεξὶ στὸ στῆθος, καὶ ἕνας ἀγένειος μὲ κοντὸ χιτωνίσκο,<br />

ψάθινο σκιάδιο καὶ σακκίδιο κρεμασμένο ἀπὸ ραβδὶ στὴν πλάτη.<br />

Πίσω ὑψώνεται τοῖχος καὶ κτήριο στὸ μέσο μὲ ἡμικυλινδρικὴ ὑπερκατασκευή,<br />

στὸ ὁποῖο ἀνοίγονται θύρα μὲ ἀετωματικὴ ἀπόληξη καὶ<br />

41<br />

E. Dimitrova, Manastir Matejče, Skopje 2002, σ. 204, 282, 321 ἀριθ. 228-<br />

229, πίν. 77, 78, LIII. Tomeković, Les saints ermites, σ. 162-164, 210.<br />

42<br />

Tomeković, Les saints ermites, σ. 142-144, 306.<br />

43<br />

Αὐτόθι, σ. 144-145, 306.<br />

44<br />

Rose Graham, A Picture Book of the Life of Saint Anthony the Abbot reproduced<br />

from a Manuscript of the year 1426 in the Malta Public Library at Valletta,<br />

with supplementary plates of related subjects, Oxford 1937.<br />

45<br />

A. M. Hind, Early Italian Engraving, London 1938, I, σ. 51 καὶ ΙΙ, πίν.<br />

64. Πρβλ. Laurence Meiffret, Saint Antoine Ermite en Italie (1340-1540),<br />

École Française de Rome, 2004, σ. 155-158, εἰκ. 48.<br />

46<br />

PG, 26, στ. 835-976. Γιὰ ἄλλες πηγὲς σχετικὲς μὲ τὸν ἅγιο, βλ. ΘΗΕ, 2,<br />

στ. 966-967.<br />

47<br />

Ἑρμηνεία, σ. 187-189.<br />

48<br />

PG, 26, στ. 843-844Α.


ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΑΠΕΖΑΝΩΝ<br />

469<br />

τρίλοβο ὀρθογώνιο παράθυρο. Ἀριστερὰ ὑψώνεται δένδρο. Ἡ ἴδια<br />

σκηνὴ μὲ μικρὲς διαφορὲς στὴν στάση τῶν τριῶν ἀνδρῶν καὶ στὰ<br />

ἀρχιτεκτονήματα ἀρχίζει τὸν κύκλο στὴν εἰκόνα τοῦ Ἐμμανουὴλ<br />

Τζάνε στὴν Κέρκυρα 49 (εἰκ. 9). Τὴν ἄνω ἀριστερὴ γωνία καταλαμβάνει<br />

καὶ στὴν εἰκόνα τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου, γύρω στὸ 1500<br />

(εἰκ. 8), καὶ στὴν εἰκόνα τοῦ Φραγκιᾶ Καβερτζᾶ στὸ Μουσεῖο Κανελλοπούλου,<br />

μὲ σημαντικὲς ὅμως διαφορὲς<br />

στοὺς εἰκονιζομένους καὶ τὸ τοπίο. Τὸ ἐπεισόδιο<br />

αὐτὸ δὲν ἀπαντᾶ στὴν Ἑρμηνεία τοῦ<br />

Διονυσίου. Μὲ τὴν διανομὴ τῆς περιουσίας<br />

του σὲ φτωχοὺς ἀρχίζει καὶ ὁ κύκλος τοῦ<br />

ἁγίου Γεωργίου σὲ βιογραφικὲς εἰκόνες του<br />

τῆς Μονῆς Σινᾶ 50 καὶ τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου<br />

Ἀθηνῶν 51 καθὼς καὶ σὲ πίνακα τῶν<br />

μέσων τοῦ 14ου αἰ. στὸ Ἐθνικὸ Μουσεῖο τῆς<br />

Καταλωνίας στὴν Βαρκελώνη 52 .<br />

2. Τρεῖς δαίμονες ἐπιτίθενται στὸν ἅγιο<br />

ποὺ βαδίζει σὲ ὀρεινὸ δασωμένο τοπίο στρέφοντας<br />

τὸ κεφάλι πίσω, μὲ τὸν μανδύα του<br />

κρεμασμένο σὲ ραβδὶ ποὺ στηρίζει στὸν ὦμο<br />

(εἰκ. 12). Ἕνας μελαψὸς διώκτης του, μὲ μυτερὰ<br />

αὐτιὰ ζώου καὶ φτερά, ντυμένος τριανταφυλλὶ<br />

θώρακα μὲ χρυσοκοντυλιές, κρατεῖ<br />

ρόπαλο. Ἕνας ἄλλος μὲ κόκκινο μανδύα καὶ<br />

περικεφαλαία ὑψώνει ἀκόντιο γιὰ νὰ χτυπήσει<br />

τὸν ἅγιο, ἐνῶ ὁ τρίτος βουλώνει τ’ αὐτιὰ μὲ τὰ χέρια του. Πρόκειται<br />

μᾶλλον γιὰ τὸ ἐπεισόδιο κατὰ τὸ ὁποῖο οἱ δαίμονες<br />

ἐκύκλωσαν τὸν ἅγιο καὶ τὸν ἀπειλοῦσαν «ὡς στρατιῶται μετὰ πανοπλίας»<br />

53 . Ὁ Διονύσιος δὲν ἀναφέρει τὴν σκηνή.<br />

3. Ὁ ἅγιος, στὴν εἴσοδο σπηλιᾶς, τρέχει χειρονομώντας ἀπελπισμένα,<br />

ἐνῶ δίπλα τέσσερις διάβολοι γκρεμίζουν ἕναν ξύλινο οἰκί-<br />

Εἰκ. 11.<br />

Πρώτη σκηνή.<br />

Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος<br />

διανέμει<br />

στοὺς πτωχοὺς<br />

τὰ ὑπάρχοντά του.<br />

49<br />

Βοκοτόπουλος, Εἰκόνες Κερκύρας, σ. 109, εἰκ. 204.<br />

50<br />

Γ. καὶ Μ. Σωτηρίου, Εἰκόνες τῆς Μονῆς Σινᾶ, Ἀθῆναι 1956-1958, σ. 149-<br />

151, εἰκ. 167 καὶ σ. 154-155, εἰκ. 169.<br />

51<br />

Ἀχειμάστου-Ποταμιάνου, Εἰκόνες Βυζαντινοῦ Μουσείου, σ. 26, ἀριθ. 5.<br />

52<br />

L. Fenelli, Dall’ eremo alla stalla. Storia di sant’ Antonio abate e del suo<br />

culto, Bari 2011, εἰκ. 13.<br />

53<br />

PG, 26, στ. 900A-901A. Πρβλ. Θ. Προβατάκης, Ὁ διάβολος εἰς τὴν βυζαντινὴν<br />

τέχνην, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 87-88.


470 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Λ. ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΣ<br />

σκο μὲ στέγη ἀπὸ ψάθα (εἰκ. 13). Μεγάλη<br />

ὁμοιότητα μὲ τὴν σκηνή μας παρουσιάζει<br />

ἡ ἀντίστοιχη σκηνὴ τῆς εἰκόνας τῆς Μονῆς<br />

Πρέβελη, ὅπου διαφέρει τὸ τοπίο (εἰκ. 10,<br />

δεξιὰ στὸ μέσο). Ἡ ἴδια σκηνὴ ἀποδίδεται<br />

μὲ τὸν οἰκίσκο κτιστὸ καὶ ἀκέραιο καὶ μὲ<br />

τὸν ἅγιο γονυπετῆ στὴν ἀριστερὴ σκηνὴ<br />

τῆς δεύτερης σειρᾶς τῆς εἰκόνας τοῦ Βυζαντινοῦ<br />

Μουσεῖου 54 (εἰκ. 8).<br />

4. Τέσσερις πτερωτοὶ δαίμονες ἐπιτίθενται<br />

κατὰ τοῦ ἁγίου, ξαπλωμένου σὲ<br />

ἀνοικτὴ σαρκοφάγο στὴν εἴσοδο σπηλιᾶς<br />

(εἰκ. 14). Τριπλὴ βραχώδης κορυφὴ ὑψώνεται<br />

δεξιά. Πρόκειται πιθανώτατα γιὰ τὸ<br />

ἐπεισόδιο κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ ἅγιος Ἀντώνιος<br />

κλείσθηκε σὲ μνῆμα ὅπου πλῆθος δαιμόνων<br />

τοῦ ἐπετέθη, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ νομισθεῖ<br />

ὅτι εἶναι νεκρός 55 . Ἀντιστοιχεῖ μᾶλλον<br />

στὸ θαῦμα τοῦ ἁγίου ποὺ περιγράφει<br />

πρῶτο ἡ Ἑρμηνεία. Σὲ ἀνάλογη σκηνή, στὸ<br />

μέσο τῆς ἄνω σειρᾶς τῆς εἰκόνας τοῦ Βυζαντινοῦ<br />

Μουσείου, οἱ ροπαλοφόροι δαίμονες<br />

εἶναι τρεῖς καὶ ὁ ἅγιος ἀντιδρᾶ<br />

ὑψώνοντας τὰ χέρια (εἰκ. 8). Τὸ ἐπεισόδιο<br />

ἀπαντᾶ, ἐπάνω δεξιά, καὶ στὴν εἰκόνα τοῦ<br />

Φραγκιᾶ Καβερτζᾶ, στὴν πρώτη σκηνὴ τῆς<br />

εἰκόνας τοῦ Μουσείου Κανελλοπούλου ποὺ<br />

ἀποδίδεται στὸν Γεώργιο Γαβαλᾶ, καθὼς<br />

καὶ στὴν ἰταλικὴ χαλκογραφία τοῦ 15ου αἰ.<br />

5. Μετὰ τὴν ἐπίθεση τῶν δαιμόνων ὁ<br />

ἅγιος ξανακλείσθηκε στὸ μνῆμα καὶ προσευχόταν.<br />

Οἱ δαίμονες τότε τοῦ ἐπετέθησαν<br />

πάλι μὲ τὴν μορφὴ θηρίων. Ἴσως στὸ ἐπεισόδιο<br />

αὐτὸ ἀναφέρεται ἡ ἑπόμενη εἰκόνα,<br />

(ἐπάνω) Εἰκ. 12. Δεύτερη σκηνή.<br />

(κάτω) Εἰκ. 13. Τρίτη σκηνή.<br />

54<br />

Ἀχειμάστου-Ποταμιάνου, Εἰκόνες Βυζαντινοῦ<br />

Μουσείου, σ. 158, εἰκ. σ. 160. Τὸ ἐπεισόδιο<br />

εἰκονίζεται καὶ στὴν φλωρεντινὴ χαλκογραφία<br />

τοῦ 15ου αἰ.<br />

55<br />

PG, 26, στ. 856B.


ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΑΠΕΖΑΝΩΝ<br />

471<br />

ὅπου ὁ ἅγιος Ἀντώνιος προσκυνεῖ γονυπετὴς<br />

εἰκόνα εὐλογούσης στηθαίας μορφῆς<br />

ποὺ κρατεῖ εὐαγγέλιο, μᾶλλον τοῦ Χριστοῦ,<br />

κρεμασμένης ἀπὸ κρίκο στὴν εἴσοδο σπηλιᾶς<br />

(εἰκ. 15). Δύο κερασφόροι πτερωτοὶ<br />

δαίμονες ἀγκαλιάζονται ἀριστερά, ἐνῶ δύο<br />

ἄλλοι πετοῦν πάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιο. Τὸ<br />

ἐπεισόδιο, μὲ τρεῖς διαβόλους καὶ καντήλι<br />

στὴν σπηλιά, ἐπαναλαμβάνεται στὴν δεύτερη<br />

ἀριστερὰ σκηνὴ τῆς εἰκόνας τοῦ Ἐμμανουὴλ<br />

Τζάνε, ὅπου φέρει τὴν ἐπιγραφὴ «Ὁ<br />

ἅγιος Ἀντώνιος προσευχόμενος διώκει τοὺς<br />

δαίμονας» (εἰκ. 9). Σὲ ἀνάλογη σκηνὴ τῆς<br />

εἰκόνας τοῦ Καβερτζᾶ (δεύτερη τῆς δεύτερης<br />

σειρᾶς) οἱ δαίμονες εἶναι τρεῖς καὶ λείπει τὸ<br />

εἰκόνισμα. Στὴν ἀποδιδόμενη στὸν Γαβαλᾶ<br />

εἰκόνα οἱ δαίμονες, στὴν ἄνω δεξιὰ σκηνή,<br />

ἔχουν τὴν μορφὴ θηρίων.<br />

6. Ὁ ἅγιος, καθισμένος στὴν εἰσοδο<br />

σπηλιᾶς, ἀπευθύνεται σὲ τέσσερις διαβόλους,<br />

δύο ἀπὸ τοὺς ὁποίους κρατοῦν ἕνα<br />

σχοινί, ποὺ ἀπολήγει σὲ ἁρπάγη (εἰκ. 16).<br />

Ἀνάλογη εἶναι ἡ προτελευταία σκηνὴ δεξιὰ<br />

στὴν εἰκόνα τῆς Μονῆς Πρέβελη (εἰκ. 10).<br />

7. Ἡ ἑπόμενη σκηνὴ ἀντιστοιχεῖ στὸ<br />

τρίτο θαῦμα ποὺ περιγράφει ὁ Διονύσιος,<br />

κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ διάβολος ἐπιχειρεῖ νὰ<br />

ἐμποδίσει τὴν μετάβαση τοῦ ἁγίου στὴν<br />

ἔρημο μὲ τὸν πειρασμὸ πολύτιμου δίσκου:<br />

«Βουνὰ καὶ δρόμος καὶ μέσ’ τὸν δρόμον<br />

κείμενος μέγας δίσκος ἀργυρός· καὶ ὀλίγο<br />

παρέκει σωρὸς φλωρία πολλὰ καὶ ὁ ἅγιος<br />

ἔχων τὸ δικανίκι του μὲ τὸ ροῦχον του εἰς<br />

τὸν ὦμον του φεύγει δρομαῖος βλέπων<br />

αὐτά» 56 (εἰκ. 17). Ἡ ἀπόδοση στὴν εἰκόνα<br />

μας ἀκολουθεῖ πιστότερα τὸν Βίο, ὅπου<br />

μνημονεύονται ὁ διάβολος καὶ ὁ δίσκος<br />

56<br />

Ἑρμηνεία, σ. 187.<br />

(ἐπάνω) Εἰκ. 14. Τέταρτη σκηνή.<br />

(κάτω) Εἰκ. 15. Πέμπτη σκηνή.


472 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Λ. ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΣ<br />

ἐνῶ δὲν γίνεται λόγος γιὰ φλουριά 57 . Ὁ<br />

πτερωτὸς διάβολος πρὸς τὸν ὁποῖο ἀπευθύνεται<br />

ὁ ἅγιος ποὺ στρέφει πίσω, φεύγει<br />

τρέχοντας. Ἀντίστροφα εἶναι σχεδιασμένο<br />

τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ στὴν μεσαία ἀριστερὰ<br />

σκηνὴ στὴν εἰκόνα τῆς Μονῆς Πρέβελη<br />

(εἰκ. 10). Στὴν ἀθηναϊκὴ εἰκόνα τῶν<br />

ἀρχῶν τοῦ 15ου αἰ. ἀκολουθεῖται τὸ ἴδιο<br />

σχῆμα στὴν δεξιὰ σκηνὴ τῆς δεύτερης<br />

ζώνης, ὁ διάβολος ὅμως ζωγραφίζεται,<br />

ὅπως καὶ στὰ ἄλλα ἐπεισόδια τῆς εἰκόνας<br />

αὐτῆς, σὲ μικρότερη κλίμακα 58 (εἰκ. 8). Ἡ<br />

ἀείμνηστος Svetlana Tomeković ἀνεγνώριζε<br />

τὴν σκηνὴ αὐτὴ σὲ μία πολὺ ἐφθαρμένη<br />

τοιχογραφία τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου<br />

στὴν Σούγια 59 .<br />

8. Σύμφωνα μὲ τὸν Βίο τοῦ ἁγίου Παύλου<br />

τοῦ Θηβαίου, ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, θέλοντας<br />

νὰ κάνει τὴν γνωριμία του καὶ<br />

ψάχνοντας ποῦ θὰ τὸν βρεῖ, συνήντησε<br />

ἕναν ἱπποκένταυρο, ὁ ὁποῖος τοῦ ὑπέδειξε<br />

«τὴν ζητουμένην ὁδόν». Στὸ ἐπεισόδιο<br />

αὐτὸ πρέπει νὰ ἀναφέρεται ἡ ὀγδόη σκηνή.<br />

Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, καθισμένος στὴν<br />

εἴσοδο σπηλιᾶς ποὺ ἀνοίγεται σὲ δικόρυφο<br />

βουνό, συζητεῖ μὲ κένταυρο ποὺ κρατεῖ<br />

ρόπαλο (εἰκ. 18). Τὸ κεφάλι τοῦ ἁγίου<br />

εἶναι πολὺ ἐφθαρμένο. Ἀντίστοιχη σκηνὴ<br />

στὴν εἰκόνα τοῦ Τζάνε, ὅπου ὁ ἅγιος εἶναι<br />

ὄρθιος ἀριστερὰ καὶ ἔχει κρεμασμένο<br />

(ἐπάνω) Εἰκ. 16. Ἕκτη σκηνή.<br />

(κάτω) Εἰκ. 17. Ἑβδόμη σκηνή.<br />

57<br />

PG, 26, στ. 860Β-861Α. Τὰ νομίσματα λείπουν<br />

καὶ ἀπὸ δυτικὲς ἀποδόσεις τῆς σκηνῆς,<br />

ὅπως στὸ χειρόγραφο 5080 τῆς παρισινῆς<br />

Bibliothèque de l’Arsenal, φ. 315: R. Graham,<br />

ἔ.ἀ., σ. 132, πίν. LΙΙ.<br />

58<br />

Ἀχειμάστου-Ποταμιάνου, Εἰκόνες Βυζαντινοῦ<br />

Μουσείου, σ. 158, εἰκ. σ. 161.<br />

59<br />

Tomeković, Soughia, σ. 448-449, εἰκ. 2. Tomeković,<br />

Les saints ermites, σ. 165, εἰκ. 133b.


ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΑΠΕΖΑΝΩΝ<br />

473<br />

ὅπως συνήθως τὸν μανδύα του ἀπὸ τὸ ραβδὶ ποὺ κρατεῖ στὸν ὦμο,<br />

συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ἐπιγραφὴ «Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ἀπαντᾶ τὸν ἱπποκένταυρον<br />

εἰς τὰ ἐνδότερα τῆς ἐρήμου». Βουνὰ πλαισιώνουν ἐκεῖ τὴν<br />

σκηνὴ ἀριστερὰ καὶ δεξιά, καὶ ἀνάμεσά τους ὑψώνεται δένδρο 60 (εἰκ.<br />

9, δεύτερη σκηνὴ δεξιά). Στὴν εἰκόνα τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου τὸ<br />

ἐπεισόδιο αὐτὸ εἰκονίζεται μὲ τὸν ἅγιο<br />

ὄρθιο ἀριστερά, στηριγμένο στὸ ραβδί του,<br />

καὶ τὸν ἱπποκένταυρο πρὸς τὰ δεξιά, μὲ γυρισμένο<br />

τὸ κεφάλι πρὸς τὸν ἅγιο Αντώνιο<br />

(εἰκ. 8, τρίτη σκηνὴ δεξιά). Ἡ εἰκόνα τοῦ<br />

Καβερτζᾶ μοιάζει στὴν σύνθεση τοῦ ἐπεισοδίου<br />

αὐτοῦ μὲ τὴν δική μας ἀλλὰ τὸ τοπίο<br />

εἶναι πιὸ σύνθετο 61 . Ἡ σκηνὴ αὐτὴ λείπει<br />

ἀπὸ τὴν Ἑρμηνεία.<br />

9. Ἀκολουθοῦν δύο ἐπεισόδια ἀπὸ τὴν<br />

συνάντηση τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου μὲ τὸν ἅγιο<br />

Παῦλο τὸν Θηβαῖο, τὴν ὁποῖα παραλείπει<br />

ὁ Βίος ποὺ ἔγραψε ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, ἀλλὰ<br />

ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἱερώνυμο 62 . Ἐν<br />

ἀντιθέσει πρὸς τὴν συνήθη εἰκονογραφία<br />

του, ὁ ἅγιος Παῦλος παριστάνεται φαλακρός,<br />

μὲ κοντὴ λευκὴ γενειάδα 63 . Φορεῖ<br />

«ψιάθιον ἕως τὰ γόνατα», ὅπως ὁρίζει ὁ<br />

Διονύσιος ὁ ἐκ Φουρνᾶ 64 . Σὲ τοπίο ἀνάλογο μὲ τῆς προηγούμενης<br />

σκηνῆς, οἱ δύο ἀσκητές, καθισμένοι σὲ βράχους, μοιράζονται ἕνα<br />

ψωμί, ἐνῶ ἀριστερὰ ὁ κένταυρος πού, ὅπως παραδίδεται, ὁδήγησε<br />

τὸν Ἀντώνιο στὸ σπήλαιο τοῦ Παύλου, χειρονομεῖ μὲ τὸ δεξὶ χέρι 65<br />

(εἰκ. 19). Φοινικόδενδρο πίσω ἀπὸ τοὺς ἐρημίτες διχοτομεῖ τὴν παράσταση<br />

66 . Τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ συμπτύσσεται μὲ τὸ ἑπόμενο στὸ κάτω<br />

Εἰκ. 18.<br />

Ὀγδόη σκηνή.<br />

60<br />

Βοκοτόπουλος, Εἰκόνες Κερκύρας, σ. 109, εἰκ. 208.<br />

61<br />

Μουσεῖο Παύλου καὶ Ἀλεξάνδρας Κανελλοπούλου, ἔ.ἀ. (σημ. 35), εἰκ. σ. 332.<br />

62<br />

PL, 23, στ. 17-28.<br />

63<br />

Tomeković, Les saints ermites, σ. 41-42.<br />

64<br />

Γιὰ τὴν ἀμφίεση τοῦ ἁγίου βλ. Tomeković, Les saints ermites, σ. 95.<br />

65<br />

Εἰκονίζεται π.χ. τὸν 14ο αἰ. στὸν ναὸ τῶν Δομηνικανῶν στὸ Bolzano καὶ<br />

τὸν 16ο σὲ πίνακα τοῦ Lazzaro Bastiani (G. Kaftal, Iconography of the<br />

saints in the Painting of North East Italy, Florence 1978, στ. 66, εἰκ. 86-<br />

87). Τὸ ἐπεισόδιο ὅπου οἱ δύο ἀσκητὲς μοιράζονται ψωμί, ἀπαντᾶ στὴν<br />

Δύση ἀπὸ τὸν 7ο αἰ. κατὰ τὴν Graham, ἔ.ἀ., σ. 40.<br />

66<br />

Ἡ διάταξη αὐτὴ συνηθίζεται σὲ δυτικὰ ἔργα, ὅπως στὸ Sant’Angelo in Formis


474 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Λ. ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΣ<br />

ἀριστερὰ διάχωρο τῆς εἰκόνας στὴν Μονὴ<br />

Πρέβελη, ὅπου ὁ ἅγιος Παῦλος φορεῖ χιτώνα<br />

(εἰκ. 10). Στὴν ἀντίστοιχη σκηνὴ τοῦ<br />

Sant’Angelo in Formis 67 , τῆς τράπεζας τῆς<br />

Μονῆς Σινᾶ 68 καὶ φύλλου τριπτύχου τοῦ<br />

15ου αἰ. στὸ Βατικανὸ 69 περιλαμβάνεται<br />

καὶ ὁ κόρακας ποὺ ἔφερε τὸ ψωμί 70 . Δύο<br />

ἐπεισόδια ἀπὸ τὴν συνάντηση τοῦ ἁγίου<br />

Ἀντωνίου μὲ τὸν ἅγιο Παῦλο τὸν Θηβαῖο<br />

διακρίνονται στὶς ἡμιεξίτηλες τοιχογραφίες<br />

τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου στὴν Σούγια 71 .<br />

Ἔμφαση στὴν συνάντηση τῶν δύο ἀσκητῶν<br />

δίνεται στὴν ἤδη μνημονευθεῖσα φλωρεντινὴ<br />

χαλκογραφία τοῦ 1460-1470 72 .<br />

(ἐπάνω) Εἰκ. 19. Ἐνάτη σκηνή.<br />

(κάτω) Εἰκ. 20. Δεκάτη σκηνή.<br />

(G. Kaftal, Iconography of the saints in Central<br />

and South Italian schools of Painting, Florence<br />

1965, στ. 95, εἰκ. 101), στὴν Santa Maria di<br />

San Sepolcro, κοντὰ στὴν Φλωρεντία (1372)<br />

καὶ στὴν Pescia κοντὰ στὴν Πίζα, περὶ τὸ 1420<br />

(L. Meiffret, ἔ. ἀ., σ. 67, εἰκ. 10 καὶ σ. 121,<br />

εἰκ. 38).<br />

67<br />

Tomeković, Les saints ermites, σ. 143, εἰκ.<br />

127.<br />

68<br />

M. Panayotidi, Thirteenth-Century Icons and<br />

Frescoes at St. Catherine’s Monastery on<br />

Mount Sinai. Some Observations, J.-P. Caillet―F.<br />

Joubert (ἐκδ.), Orient et Occident méditerranéens<br />

au XIIIe siècle. Les programmes<br />

picturaux, Paris 2012, σ. 95.<br />

69<br />

M. Bianco Fiorin, Icone della Pinacoteca Vaticana,<br />

Città del Vaticano 1995, σ. 15-16,<br />

ἀριθ. 2, εἰκ. 5. Τοὺς δύο ἐρημίτες πλαισιώνει<br />

ἐδῶ τὸ ἄνοιγμα μεγάλης σπηλιᾶς.<br />

70<br />

Στὸ χειρόγραφο τῆς Μάλτας (1426), σὲ πίνακα<br />

τοῦ καταλανοῦ ζωγράφου Pablo Vergos<br />

(περὶ τὸ 1470) καὶ σὲ σμάλτο τοῦ Léonard<br />

Limousin τοῦ 1536 ὁ κόρακας δὲν ἔχει ἀφήσει<br />

τὸ ψωμὶ ποὺ κρατοῦν οἱ δύο ἐρημίτες (R.<br />

Graham, ἔ.ἀ., σ. 118, 135, 143, πίν. ΧLΙΙΙ,<br />

LV, LΧΙV).<br />

71<br />

Tomeković, Soughia, σ. 449-451. Tomeković,<br />

Les saints ermites, σ. 166, εἰκ. 134-135. Γιὰ<br />

τὴν σκηνὴ αὐτὴ πρβλ. αὐτόθι, σ. 187-188.


ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΑΠΕΖΑΝΩΝ<br />

475<br />

10. Παριστάνεται ἡ σκηνὴ ποὺ στὴν Ἑρμηνεία ἐπιγράφεται «Ὁ<br />

ἅγιος Ἀντώνιος εὑρὼν τὸν ἅγιον Παῦλον ἀσπάζεται αὐτόν» (εἰκ.<br />

20). Ἡ συνάντηση τῶν δύο ἀσκητῶν θὰ ἔπρεπε νὰ προηγεῖται τῆς<br />

προηγουμένης σκηνῆς μὲ τὸ κοινὸ γεῦμα. Φοίνικας σχηματίζει καὶ<br />

ἐδῶ κάθετον ἄξονα. Ἀριστερὰ πετᾶ στηθαῖος ἄγγελος, ἀπὸ κάτω διακρίνεται<br />

στὸ βάθος σπίτι, καὶ δεξιὰ σπηλιὰ<br />

μὲ δύο λαγουδάκια ἀνοίγεται στὴν πλαγιὰ<br />

ἀπόκρημνου βράχου. Στὸ Sant’Angelo in<br />

Formis τὸ ἐπεισόδιο τοποθετεῖται μέσα<br />

στὴν σπηλιὰ τοῦ ἁγίου Παύλου 73 . Στὴν<br />

εἰκόνα τοῦ Τζάνε ὁ Παῦλος φορεῖ χιτωνίσκο<br />

ἀντὶ γιὰ ψάθα, τὸ δένδρο ποὺ διχοτομεῖ<br />

τὴν σύνθεση δὲν εἶναι φοίνικας, καὶ<br />

στὸ βάθος ἀριστερὰ ὑψώνεται σπίτι (εἰκ. 9,<br />

ἐπάνω δεξιά). Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις<br />

λείπει ὁ κόρακας ποὺ «βαστᾷ ψωμὶ εἰς τὸ<br />

στόμα του», τὸν ὁποῖο προβλέπει ἡ Ἑρμηνεία.<br />

Τὸ ἐπεισόδιο παραλείπεται στὶς εἰκόνες<br />

τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου καὶ τοῦ<br />

Καβερτζᾶ. Ὅπως ἤδη σημειώθηκε, στὴν<br />

εἰκόνα τῆς Μονῆς Πρέβελη συνδυάζεται μὲ<br />

τὸ προηγούμενο ἐπεισόδιο.<br />

11. Στὴν τελευτή του ὁ ἅγιος εἶναι ξαπλωμένος<br />

στὴν εἴσοδο σπηλιᾶς (εἰκ. 21). Τὸν ἀνακρατεῖ ἄνδρας<br />

γονατιστὸς πίσω του. Φαλακρὸς λευκογένειος μαθητής του τοῦ δείχνει<br />

εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ στηθαίου, ἐνῶ νεαρὸς ποὺ μόλις ἔσκαψε<br />

τὸν τάφο στηρίζεται στὸ φτυάρι του καὶ ἀκουμπᾶ τὸ κεφάλι στὸ ἀριστερό<br />

του χέρι. Τὸ ἴδιο εἰκονογραφικὸ σχῆμα ἐπαναλαμβάνει σὲ γενικὲς<br />

γραμμὲς ὁ Φραγκιᾶς Καβερτζᾶς. Στὴν εἰκόνα τοῦ Τζάνε ὁ τάφος<br />

δὲν ἔχει ἀκόμη σκαφεῖ, καὶ ἀνάμεσα στὶς κορυφὲς τοῦ βουνοῦ ὅπου<br />

ἀνοίγεται ἡ σπηλιά, τρεῖς ἄγγελοι κρατοῦν τὴν ψυχὴ τοῦ ἁγίου (εἰκ.<br />

9, τρίτη σκηνὴ δεξιά). Ἀνεστραμμένη εἶναι ἡ σκηνὴ στὴν εἰκόνα τῆς<br />

Μονῆς Πρέβελη, ὅπου λείπει πάλι ὁ λάκκος (εἰκ. 10, μεσαία σκηνὴ<br />

κάτω). Στὴν Σούγια ὁ ἅγιος εἶναι ξαπλωμένος σὲ ψάθα 74 .<br />

12. Τὸν κύκλο κλείνει ἡ ταφὴ τοῦ ἁγίου, τυλιγμένου μὲ λευκὲς<br />

ταινίες, τὸν ὁποῖο κατεβάζουν στὸν φρεσκοσκαμμένο λάκκο δύο ἀγέ-<br />

Εἰκ. 21.<br />

Ἑνδεκάτη σκηνή.<br />

72<br />

A. M. Hind, Early Italian Engraving, ἔ.ἀ. (σημ. 45).<br />

73<br />

Tomeković, Les saints ermites, σ. 143, εἰκ. 126.<br />

74<br />

Tomeković, Les saints ermites, σ. 166-167, εἰκ. 136.


476 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Λ. ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΣ<br />

Εἰκ. 22.<br />

Δωδεκάτη σκηνή.<br />

νειοι ἄνδρες καὶ ἕνας μεσόκοπος, μὲ κοντὸ γένι καὶ σκοῦφο (εἰκ.<br />

22). Δίπλα στὸν τάφο εἶναι ἀπιθωμένα πιάτο μὲ ἀναμμένα κάρβουνα<br />

καὶ θυμίαμα, φτυάρι καὶ σκαλιστήρι. Πίσω ὑψώνονται δύο ἀπόκρημνα<br />

βουνά· σπηλιὰ ἀνοίγεται στὸ δεξί. Σύμφωνα μὲ τὸν Βίο του, τὴν<br />

Λαυσαϊκὴ Ἱστορία τοῦ Παλλαδίου καὶ τὴν Ἑρμηνεία, δύο μαθητὲς<br />

τοῦ ἁγίου τὸν κατέβασαν στὸν τάφο 75 . Δύο<br />

ἐπίσης εἰκονίζονται σὲ μικρογραφία τοῦ<br />

Μηνολογίου τοῦ Βασιλείου τοῦ Β' 76 , στὴν<br />

πολὺ ἐφθαρμένη τοιχογραφία τῆς Σούγιας,<br />

στὴν ἰταλικὴ χαλκογραφία τοῦ 15ου αἰ. καὶ<br />

στὶς ἄλλες κρητικὲς εἰκόνες μὲ εἰκονογραφικὸ<br />

κύκλο τοῦ ἁγίου. Στὸ Μηνολόγιο ὁ<br />

ἅγιος, ντυμένος τὰ μοναστικά του ἐνδύματα,<br />

εἶναι ξαπλωμένος σὲ ψάθα μὲ τὰ<br />

χέρια σταυρωμένα. Ἕνας ἀσκητὴς στέκεται<br />

κοντὰ στὸ κεφάλι του ἐνῶ ὁ ἄλλος εἶναι γονατισμένος<br />

στὰ πόδια του. Κτήριο μὲ δικλινῆ<br />

στέγη καὶ κιονοστοιχία ποικίλλει<br />

δεξιὰ τὸ ἥμερο τοπίο. Στὴν εἰκόνα τοῦ<br />

Τζάνε δένδρο ὑψώνεται ἀνάμεσα στὰ<br />

βουνά (εἰκ. 9, κάτω δεξιά). Στὴν εἰκόνα<br />

τοῦ Καβερτζᾶ ἄγγελος παραλαμβάνει τὴν<br />

ψυχὴ τοῦ ἁγίου σὲ μορφὴ βρέφους. Στὴν<br />

εἰκόνα τῆς Μονῆς Πρέβελη (εἰκ. 10, κάτω<br />

δεξιά) τρεῖς ἄνδρες ἀποθέτουν σὲ σαρκοφάγο τὸ σκήνωμα, τυλιγμένο<br />

σὲ ράσο· ἄγγελος παραλαμβάνει τὴν ψυχὴ τοῦ ἁγίου σὲ μορφὴ βρέφους,<br />

ὅπως καὶ στὴν εἰκόνα τοῦ Καβερτζᾶ. Ἡ Ἑρμηνεία παραγγέλλει<br />

νὰ ζωγραφίζωνται «ἐπάνω τοῦ ἁγίου πλῆθος ἀγγέλων μὲ λαμπάδας<br />

καὶ θυμιάματα». Ἀνάλογη σκηνὴ θὰ χρησιμοποίησε ὡς πρότυπο ὁ<br />

ζωγράφος εἰκονιδίου τοῦ Ἐνταφιασμοῦ τοῦ ὁσίου Χριστοδούλου στὸ<br />

Σκευοφυλάκιο τῆς Μονῆς τῆς Πάτμου, ὅπου δύο μοναχοὶ κατεβάζουν<br />

στὸν τάφο τὸ λείψανο, μπροστὰ στὸ ἄνοιγμα σπηλιᾶς 77 .<br />

75<br />

PG, 26, στ. 969-972C· και PG, 34, στ. 1073A. Ἑρμηνεία, σ. 189. Κατὰ τὸν<br />

Παλλάδιο ὠνομάζοντο Μακάριος καὶ Ἀμάτας.<br />

76<br />

Βλ. τὴν σ. 327 στὴν πανομοιότυπη ἔκδοση τῆς Μαδρίτης (2005). Τὸ εἰκονογραφικὸ<br />

σχῆμα τοῦ Μηνολογίου τοῦ Βασιλείου Β΄ ἐπαναλαμβάνει ἡ<br />

ἀντίστοιχη μικρογραφία τοῦ Μηνολογίου Walters 521 στὴν Βαλτιμόρη<br />

(N. Patterson Ševčenko, The Walters “Imperial” Menologion, Journal of<br />

the Walters Art Gallery, 51 (1993), σ. 52-53, εἰκ. 34).


ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΑΠΕΖΑΝΩΝ<br />

477<br />

Ὁ κύκλος τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου περιλαμβάνει πολλὰ ἐπεισόδια,<br />

ποὺ δὲν εἰκονίζονται ὅλα, οὔτε μὲ τὴν ἴδια σειρὰ στὰ γνωστὰ παραδείγματα.<br />

Ἐν σχέσει πρὸς τοὺς κύκλους ἄλλων ἐρημιτῶν 78 , δίδεται<br />

ἔμφασις στοὺς πειρασμοὺς ποὺ ὑπέμεινε ὁ ἅγιος ὡς νέος μοναχὸς<br />

στὴν Ἡρακλεόπολη καὶ στὴν ἔρημο Πισπίρ, στοὺς ὁποίους εἶναι<br />

ἀφιερωμένες στὴν εἰκόνα μας οἱ μισὲς σκηνές. Δύο παριστάνουν<br />

τὴν συνάντηση τοῦ ἁγίου μὲ ἄλλον ἀσκητή ―στὴν προκειμένη περίπτωση<br />

τὸν ἅγιο Παῦλο τὸν Θηβαῖο― καὶ ἡ τελευτὴ τοῦ ἁγίου ἱστορεῖται<br />

σὲ δύο σκηνές. Στοιχεῖο συνοχῆς τῶν σκηνῶν εἶναι τὸ<br />

βραχῶδες τοπίο μὲ τὶς ἀπόκρημνες κορφὲς μπροστὰ στὸ ὁποῖο διαδραματίζονται,<br />

ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐπάνω ἀριστερά.<br />

Στὶς ἄλλες βιογραφικὲς εἰκόνες τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου ἡ διήγηση<br />

ἀρχίζει ἐπάνω ἀριστερά, προχωρεῖ πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ στηληδὸν καὶ<br />

καταλήγει στὴν ταφὴ τοῦ ἁγίου κάτω δεξιά. Ἀνάλογη διάταξη ἀκολουθεῖται<br />

καὶ σὲ πρώιμες βιογραφικὲς εἰκόνες 79 . Στὴν εἰκόνα τῆς<br />

Μονῆς Ἀπεζανῶν ἡ πορεία τῆς διηγήσεως φαίνεται ἐπηρεασμένη<br />

ἀπὸ τὴν κίνηση τῶν δεικτῶν τοῦ ὡρολογίου.<br />

Οἱ εἰκόνες μὲ μία κεντρικὴ μορφὴ ποὺ περιβάλλεται ἀπὸ<br />

σκηνὲς μαρτυροῦνται στὸ Βυζάντιο ἀπὸ τὸν 12ο αἰ., ὑπάρχουν ὅμως<br />

ἐνδείξεις ὅτι ὑπῆρχαν τουλάχιστον ἀπὸ τὸν 11ο 80 . Ἰσχύουν γιὰ τὴν<br />

εἰκόνα μας οἱ παρατηρήσεις τῆς N. Patterson Ševčenko γιὰ τὴν τυχαία<br />

ἀκολουθία τῶν σκηνῶν, πλὴν τῆς γεννήσεως καὶ τῆς κοιμή-<br />

77<br />

Μ. Χατζηδάκης, Εἰκόνες τῆς Πάτμου, Ἀθήνα 1977, σ. 162-163, ἀριθ. 136,<br />

πίν. 178.<br />

78<br />

Βλ. Tomeković, Les saints ermites, σ. 181-183.<br />

79<br />

T. Papamastorakis, Pictorial Lives. Narrative in thirteenth-century vita<br />

icons, Μουσεῖο Μπενάκη 7 (2007), σ. 59.<br />

80<br />

Γιὰ τὶς βιογραφικὲς εἰκόνες βλ. μεταξὺ ἄλλων N. Patterson Ševčenko, Vita<br />

Icons and “Decorated” Icons of the Komnenian Period, B. Devezac (ἐκδ.),<br />

Four Icons in the Menil Collection, Houston 1992, σ. 57-69. Τῆς ἰδίας, The<br />

Vita Icon and the Painter as Hagiographer, DOP 53 (1999), σ. 149-165.<br />

P. L. Vocotopoulos, στὸν τόμο Le grand livre des Icônes. Des origines à la<br />

chute de Byzance, ἐπιμ. T. Velmans, Milano 2002, σ. 125-133, ὅπου καὶ<br />

ἡ προγενέστερη βιβλιογραφία. T. Papamastorakis, Pictorial Lives. Narrative<br />

in thirteenth-century vita icons, ἔ. ἀ., σ. 33-61, ὅπου ὑποστηρίζεται<br />

(σ. 61) ὅτι οἱ βιογραφικὲς εἰκόνες ἐμφανίζονται τὸ ἀργότερο τὸν δέκατο<br />

αἰώνα. Ἡ διάταξη αὐτὴ φαίνεται νὰ ἐφαρμόσθηκε ἀρχικὰ σὲ μεταλλικὲς<br />

εἰκόνες. Κατάλογο βυζαντινῶν βιογραφικῶν εἰκόνων ἔχει δημοσιεύσει ἡ<br />

A. Mitsani, A Thirteenth-Century Vita-Icon of Saint John Lampadistis in<br />

Cyprus, Griechische Ikonen, Symposium in Marburg vom 26-29.6.2000,<br />

Athen 2010, σ. 181-183.


478 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Λ. ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΣ<br />

σεως τοῦ τιμωμένου ἁγίου, καὶ γιὰ τὴν ἔλλειψη ἀναφορᾶς σὲ ὡρισμένο<br />

ναό του ἢ στὰ λείψανά του 81 . Οἱ διαστάσεις τῆς εἰκόνας μας<br />

εἶναι αἰσθητὰ μικρότερες ἀπὸ αὐτὲς τῆς μεγάλης πλειονότητος τῶν<br />

βυζαντινῶν βιογραφικῶν εἰκόνων 82 , δὲν διαφέρουν ὅμως πολὺ ἀπὸ<br />

τὶς διαστάσεις πολλῶν μεταβυζαντινῶν, μεταξὺ ἄλλων τῶν εἰκόνων<br />

τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου Ἀθηνῶν καὶ τοῦ<br />

Μουσείου Κανελλοπούλου (51 x 41 ἑκ. ἔναντι 43,5 x 39 καὶ 48,5<br />

x 38,5 ἑκ. ἀντιστοί χως). Στὴν βυζαντινὴ καὶ τὴν μεταβυζαντινὴ τέχνη<br />

ὑπερέχουν κατὰ πολὺ σὲ ἀριθμὸ οἱ εἰκόνες ποὺ πλαισιώνονται μὲ<br />

σκηνὲς καὶ ἀπὸ τὶς τέσσερις πλευρές, ὅπως στὴν περίπτωσή μας,<br />

καὶ ἀκολουθοῦν οἱ εἰκόνες μὲ σκηνὲς μόνο στὰ πλάγια καὶ αὐτὲς μὲ<br />

σκηνὲς στὰ πλάγια καὶ στὴν ἐπάνω πλευρά. Συχνότερα εἰκονίζεται<br />

ὁ δημοφιλὴς ἅγιος Νικόλαος, καὶ ἀκολουθοῦν ἡ Θεοτόκος, ὁ ἅγιος<br />

Γεώργιος καὶ ὁ Πρόδρομος 83 .<br />

Μόνο μία ἄλλη βιογραφικὴ εἰκόνα τοῦ Μιχαὴλ Δαμασκηνοῦ μοῦ<br />

εἶναι γνωστή: ὁ ἅγιος Γεώργιος μὲ δέκα σκηνὲς τοῦ μαρτυρίου του<br />

στὰ πλάγια, στὸν ναὸ τῆς Παναγίας Σπηλαιώτισσας στὴν Κέρκυρα,<br />

ἔργο μὲ ἔντονες ἰταλικὲς ἐπιδράσεις, ἰδίως στὴν κεντρικὴ παράσταση<br />

84 . Ἐξ ἄλλου ὀκτὼ σκηνὲς τοῦ βίου τοῦ ἁγίου Νικολάου, σὲ δύο<br />

σανίδες ποὺ προσετέθησαν ἐκ τῶν ὑστέρων στὰ πλάγια εἰκόνας τοῦ<br />

ἁγίου ποὺ φέρει τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Ἀγγέλου, ἁγιογράφου ποὺ ἔδρασε<br />

τὸ δεύτερο τέταρτο τοῦ 15ου αἰ., ἔχουν μεγάλη σχέση μὲ τὴν τέχνη<br />

τοῦ Δαμασκηνοῦ, καὶ ἔχουν ἀποδοθεῖ στὸν ἴδιο ἢ στὸν κύκλο του 85 .<br />

Ὁ Δαμασκηνὸς ἀκολουθεῖ στὴν εἰκόνα τῆς Μονῆς Ἀπεζανῶν<br />

τὴν παλαιολόγειο τεχνοτροπία ὅπως εἶχε ἀποκρυσταλλωθεῖ στὰ<br />

81<br />

N. Patterson Ševčenko, The Vita Icon, ἔ.ἀ., σ. 150-152. Ἡ διάταξη τῶν<br />

σκηνῶν χωρὶς νὰ τηρεῖται ἡ χρονολογικὴ διαδοχὴ τῶν ἐπεισοδίων, παρατηρεῖται<br />

συχνὰ καὶ στὶς βιογραφικὲς εἰκόνες ἄλλων ἁγίων. Πρβλ. Ν. Χατζηδάκη,<br />

Εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικολάου μὲ βιογραφικὲς σκηνές. Ἕνα ἄγνωστο<br />

ἔργο τοῦ Γεωργίου Κλόντζα, ΔΧΑΕ περ. Δ', ΚΒ΄ (2001), σ. 402, σημ. 48.<br />

82<br />

N. Patterson Ševčenko, ἔ.ἀ., σ. 150, 157.<br />

83<br />

Γιὰ τοὺς βιογραφικοὺς κύκλους στὴν μνημειακὴ ζωγραφικὴ βλ. T. Gouma-<br />

Peterson, Narrative Cycles of Saints’ Lives in Byzantine Churches from<br />

the Tenth to the Mid-Fourteeenth Century, Greek Orthodox Theological Review<br />

30 (1985), σ. 31-44.<br />

84<br />

Βοκοτόπουλος, Εἰκόνες Κερκύρας, σ. 50-51, ἀριθ. 26, εἰκ. 29.<br />

85<br />

A. Drandaki, Between Byzantium and Venice: Icon Painting in Venetian<br />

Crete in the Fifteenth and Sixteenth Centuries, στον τόμο A. Drandaki<br />

(ἐκδ.), The Origins of El Greco. Icon Painting in Venetian Crete, New York<br />

2009, σ. 18. Μ. Vassilaki, Χεὶρ Ἀγγέλου. Ἕνας ζωγράφος εἰκόνων στὴ βενετοκρατούμενη<br />

Κρήτη, Ἀθήνα 2010, σ. 198, ἀριθ. 48 (Π. Λ. Βοκοτόπουλος).


ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΑΠΕΖΑΝΩΝ<br />

479<br />

ἔργα τῶν Κρητικῶν τοῦ 15ου αἰ., μὲ ἐλάχιστες δυτικὲς ἐπιδράσεις<br />

στὶς χειρονομίες καὶ τὴν στάση τῶν μορφῶν, π.χ. στὸν μεσαῖο<br />

ἐπαίτη τῆς πρώτης σκηνῆς καὶ στὶς ζωηρὲς κινήσεις τῶν δαιμόνων,<br />

τῶν ὁποίων ἡ σωματικὴ διάπλαση ἀποδίδεται φυσιοκρατικά. Στὸν<br />

παραδοσιακό, συντηρητικὸ χαρακτήρα τῆς εἰκόνας συμβάλλει καὶ<br />

ὁ ἑνιαῖος χρυσὸς κάμπος 86 . Ὁ προπλασμὸς εἶναι βαθυκάστανος, τὸ<br />

ρόδινο σάρκωμα καταλαμβάνει μικρὴ ἔκταση καὶ ἐλάχιστες πολὺ<br />

ἐλεύθερες λευκὲς ψιμμυθιὲς τονίζουν τοὺς ὄγκους (εἰκ. 5). Στὴν κεντρικὴ<br />

παράσταση ὁ ἅγιος Ἀντώνιος φαίνεται πιὸ προσηνὴς ἀπὸ ὅ,τι<br />

στὴν εἰκόνα τοῦ Δαμασκηνοῦ στὴν Κέρκυρα 87 . Λόγῳ τῆς μικρῆς κλίμακος<br />

τῶν παραστάσεων, τὰ πρόσωπα τῶν σκηνῶν ζωγραφίζονται<br />

συνοπτικά, μὲ λίγες γρήγορες πινελλιές. Δύσκαμπτες, συχνὰ διχαλωτὲς<br />

καὶ ἀνόργανες πτυχές, ὅπως στοὺς μηροὺς τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου,<br />

αὐλακώνουν τὰ ροῦχα, ποὺ πλάθονται μὲ κοφτὰ ἐπίπεδα σὲ<br />

ἀνοικτότερους τόνους τοῦ χρώματος τοῦ ὑφάσματος καὶ μὲ διακριτικὲς<br />

λευκὲς πινελλιὲς ἢ μεγαλύτερες κηλίδες. Στὸν χιτώνα τῆς κεντρικῆς<br />

μορφῆς, χαμηλότερα ἀπὸ τὸν ἀνάλαβο, σειρὰ ἐλλειψοειδῶν<br />

ὑπόλευκων κηλίδων παραπέμπει σὲ παλαιολόγεια πρότυπα. Τὰ περιγράμματα<br />

εἶναι συχνὰ τονισμένα. Ὁ ἅγιος φορεῖ καστανὸ χιτώνα,<br />

καστανέρυθρο μανδύα καὶ ὑπόλευκο κουκούλλιο καὶ ἀνάλαβο. Διαφέρει<br />

ὡς πρὸς τὸ τελευταῖο αὐτὸ σημεῖο ἀπὸ τὶς περισσότερες παραστάσεις<br />

του, ὅπου τὸ κουκούλλιο καὶ ὁ ἀνάλαβος ἔχουν σκοῦρο,<br />

συχνὰ βαθυκύανο χρῶμα 88 . Τὸ ραβδί του τονίζεται μὲ χρυσὴ<br />

γραμμή. Ποικιλόχρωμα εἶναι τὰ ροῦχα τῶν ἄλλων μορφῶν· χρησιμοποιήθηκαν<br />

τὸ τριανταφυλλί, τὸ βαθυπράσινο, τὸ καστανό, τὸ κόκκινο,<br />

τὸ ἀνοικτόφαιο. Τὸ κτίσμα τῆς πρώτης σκηνῆς εἶναι γκρίζο,<br />

ἐνῶ στοὺς ἀπόκρημνους βραχώδεις ὄγκους ποὺ ὑψώνονται στὸ<br />

βάθος τῶν ὑπολοίπων σκηνῶν, ἐκτὸς ἀπὸ διάφορες ἀποχρώσεις<br />

86<br />

Ἀντιθέτως, σὲ σύγχρονη βιογραφικὴ εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικολάου, ποὺ ἔχει<br />

ἀποδοθεῖ στὸν Γεώργιο Κλόντζα, ὁ κάμπος εἶναι γαλάζιος μὲ σύννεφα (Ν.<br />

Χατζηδάκη, Εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικολάου μὲ βιογραφικὲς σκηνές, ἔ. ἀ., σ.<br />

393, 407). Φυσιοκρατικὰ ἀποδίδεται τὸ βάθος καὶ σὲ παλαιότερες εἰκόνες<br />

μὲ δυτικὲς ἐπιδράσεις, ὅπως στὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Vicenza καὶ σὲ ἔργα τοῦ<br />

Ἰωάννου Περμενιάτη (βλ. π.χ. Τῆς ἰδίας, Ἀπὸ τὸν Χάνδακα στὴ Βενετία. Ἑλληνικὲς<br />

εἰκόνες στὴν Ἰταλία. 15ος-16ος αἰώνας, Ἀθήνα 1993, ἀριθ. 11, 32, 34).<br />

87<br />

Βοκοτόπουλος, Εἰκόνες Κερκύρας, εἰκ. 24.<br />

88<br />

Tomeković, Les saints ermites, σ. 25. Μεταξὺ τῶν ἐξαιρέσεων μνημονεύομε<br />

εἰκόνες τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου Ἀθηνῶν, ποὺ ἔχουν ἀποδοθεῖ<br />

στὸν 16ο αἰ.: Μ. Ἀχειμάστου-Ποταμιάνου, Εἰκόνες Βυζαντινοῦ Μουσείου,<br />

ἀριθ. 46, 53 (τοῦ Δαμασκηνοῦ), 59.


480 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Λ. ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΣ<br />

τοῦ καστανοῦ καὶ τοῦ γκρίζου, ἀπαντοῦν καὶ ἐξωπραγματικὰ χρώματα,<br />

λ.χ. πράσινο καὶ ἰῶδες. Ἡ ἄκρη τῶν βράχων τονίζεται μὲ<br />

λευκὲς πινελλιές. Λίγες σχεδιαστικὲς ἀτέλειες παρατηροῦνται, ὅπως<br />

ὁ διάβολος ποὺ πατεῖ μέσα στὸν δίσκο στὴν ἕβδομη σκηνὴ καὶ ἡ<br />

ἀπόδοση τοῦ κενταύρου στὴν ἔνατη.<br />

Γιὰ τὴν ἀπεικόνιση τῶν δαιμόνων ὁ Δαμασκηνὸς χρησιμοποιεῖ<br />

τὸν ἀνθρωπόμορφο τύπο 89 . Τοὺς ζωγραφίζει γυμνούς ―ἐκτὸς ἀπὸ<br />

τὴν δεύτερη σκηνή―, μὲ κανονικὸ μέγεθος καὶ ἀναλογίες, βαθυκάστανο<br />

δέρμα, μικρὰ μυτερὰ αὐτιά, κέρατα κατσίκας, κοντὴ οὐρὰ καὶ<br />

μικρὰ φτερὰ νυχτερίδας 90 . Οἱ περισσότεροι ζωγράφοι τοῦ 16ου καὶ<br />

17ου αἰ. ὅπως ὁ Κλόντζας στὴν Δευτέρα Παρουσία τῆς Βενετίας 91 ,<br />

τὸν κώδικα Βute 92 ἢ τὸ τρίπτυχο τῆς Συλλογῆς Λάτση 93 καὶ ὁ Λέος<br />

Μόσκος στὴν Δευτέρα Παρουσία τῆς ἴδιας Συλλογῆς 94 , προτιμοῦν<br />

τὸν ζωόμορφο τύπο, ὅπου οἱ δαίμονες ἀποδίδονται σὲ μικρὴ σχετικῶς<br />

κλίμακα, εἶναι τριχωτοὶ καὶ ἔχουν μεγάλα φτερὰ καὶ οὐρὰ καὶ<br />

μεγάλα γαμψὰ νύχια στὰ πόδια. Ὁ τύπος αὐτὸς ἀπαντᾶ ἤδη στὰ τέλη<br />

τοῦ 15ου αἰ. στὴν ἰταλικὴ ζωγραφική, ὅπως στὴν predella μὲ τὴν εἰς<br />

Ἅδου Κάθοδο τῆς pala Gattamelata τοῦ Jacopo Bellini στὴν Πάδουα,<br />

τοῦ 1460 95 . Ἀλλοῦ ζωγραφίζονται σὲ μικροσκοπικὴ κλίμακα, ὅπως<br />

στὴν Ἀλληγορία τοῦ θανάτου τῆς τράπεζας τῆς Λαύρας 96 . Ἀπὸ τοὺς<br />

ζωγράφους τοῦ 16ου αἰ. τὸν ἀνθρωπόμορφο τύπο χρησιμοποιεῖ καὶ<br />

ὁ Τζώρτζης στὸ καθολικὸ τῆς Μονῆς Διονυσίου· ὁ διάβολος ἀποδίδεται<br />

σὲ μικρὴ κλίμακα, ἔχει κανονικὰ φτερὰ καὶ φορεῖ χιτώνα 97 .<br />

89<br />

Γιὰ τὴν ἀπεικόνιση τοῦ διαβόλου βλ. μεταξὺ ἄλλων M. Garidis, L’évolution<br />

de l’iconographie du démon dans la période postbyzantine, L’Information<br />

d’Histoire de l’Art 12 (1967), σ. 143-155. Θ. Προβατάκης, ἔ. ἀ.<br />

(σημ. 53). L. Petzoldt―S. de Rachewitz (ἐκδ.), Der Dämon und sein Bild,<br />

Frankfurt am Main 1989.<br />

90<br />

Τέτοια φτερὰ ἀπαντοῦν ἤδη στὰ τέλη τοῦ 13ου αἰ. στὸ ἔργο τοῦ Giotto.<br />

Ὅμοια ζωγραφίζεται ὁ διάβολος σὲ τοιχογραφίες τοῦ 1585-1590 ποὺ ἀποδίδονται<br />

στὸν Giovanni Battista Lombardelli. Βλ. προχείρως R. Graham,<br />

ἔ. ἀ., σ. 36-37, πίν. LΧV.<br />

91<br />

M. Chatzidakis, Icônes de Saint-Georges des Grecs, ἔ. ἀ., πίν. ΧΧΧΙ.<br />

92<br />

J. Vereecken―L. Hadermann-Misguich, Les oracles de Léon le Sage illustrés<br />

par Georges Klontzas. La version Barozzi dans le Codex Bute, Venise 2000,<br />

πίν. 41.<br />

93<br />

Μετὰ τὸ Βυζάντιο, Ἀθήνα 1996, σ. 98-101, ἀριθ. 24. Πρβλ. καὶ τὴν Οὐρανοδρόμο<br />

Κλίμακα σὲ τρίπτυχο τοῦ 16ου αἰ.: Αὐτόθι, σ. 54, 60, ἀριθ. 12.<br />

94<br />

Αὐτόθι, σ. 166-169, ἀριθ. 40.<br />

95<br />

La pittura nel Veneto. Il Quattrocento, Milano 1990 (Εlecta), II, εἰκ. 613.<br />

96<br />

G. Millet, Monuments de l’Athos, Paris 1927, πίν. 142.2.


ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΑΠΕΖΑΝΩΝ<br />

481<br />

Ἔχει ἤδη σημειωθεῖ ἡ δυσκολία στὴν χρονολογικὴ κατάταξη<br />

τῶν ἔργων τοῦ Δαμασκηνοῦ, ποὺ τὰ περισσότερα δὲν φέρουν χρονολογία,<br />

καὶ στὸν καθορισμὸ τῶν φάσεων τῆς τέχνης του 98 . Ἡ<br />

εἰκόνα ποὺ ἐξετάζομε, ποὺ παριστάνει τὸν ἐπώνυμο ἅγιο τῆς Μονῆς<br />

Ἀπεζανῶν, ζωγραφίσθηκε κατὰ πᾶσαν πιθανότητα γιὰ τὴν μονή, ἡ<br />

ὁποία ἤκμαζε τὴν δεύτερη πεντηκονταετία τοῦ 16ου αἰ. 99 Λογικὸ<br />

εἶναι νὰ ὑποθέσωμε ὅτι ἡ εἰκόνα παρηγγέλθη στὸν Δαμασκηνὸ ἐνῶ<br />

βρισκόταν στὴν Κρήτη καὶ ὄχι κατὰ τὴν μακρὰ ἀπουσία του στὴν<br />

Ἰταλία, ἄρα πρὸ τοῦ 1569 ἢ μεταξὺ 1583 καὶ 1592.<br />

Ὁ τύπος τῆς ὑπογραφῆς Χεὶρ Μιχαὴλ Δαμασκηνοῦ, μὲ ἢ χωρὶς<br />

τὸ ἄρθρο, εἶναι ὁ συνηθέστερος σὲ παραδοσιακὰ ἔργα τοῦ ζωγράφου<br />

καὶ δὲν ἀποτελεῖ χρονολογικὸ τεκμήριο 100 . Τὸ ὄνομα τοῦ ἀφιερωτή,<br />

πολὺ κατεστραμμένο, δὲν βοηθᾶ οὔτε αὐτὸ στὴν<br />

χρονολόγηση. Θὰ μποροῦσε ἐνδεχομένως νὰ συμπληρωθεῖ Γεωργίου<br />

Μα[λά]κη, καὶ ὁ δωρητὴς νὰ ταυτισθεῖ μὲ τὸν πλοίαρχο καὶ<br />

πλοιοκτήτη Τζώρτζη Μαλάκη, ποὺ μνημονεύεται σὲ διάφορα<br />

ἔγγραφα ἀπὸ τὸ 1567 μέχρι τὸ 1587, εἶχε διατελέσει μέλος τῆς<br />

ἑλληνικῆς ἀδελφότητος τῆς Βενετίας, βαρδιάνος τῆς ἀδελφότητος<br />

τῶν ναυτικῶν τοῦ Χάνδακα τὸ 1587, λιμενάρχης καὶ πρόξενος τῶν<br />

Ἄγγλων 101 . Ἦταν ἑπομένως ἔγκριτος πολίτης τῆς πρωτεύουσας τοῦ<br />

νησιοῦ. Ἀπὸ ἄλλο ἔγγγραφο συνάγεται ὅτι τὸ 1593 εἶχε ἤδη ἀποβιώσει<br />

102 . Ἂς σημειωθεῖ ὅτι ὁ Μαλάκης εἶχε ζητήσει τὸ 1574, τὸ<br />

97<br />

Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Διονυσίου. Οἱ τοιχογραφίες τοῦ καθολικοῦ, Ἅγιον Ὄρος<br />

2003, εἰκ. 275.<br />

98<br />

Βοκοτόπουλος, Εἰκόνες Κερκύρας, σ. 39.<br />

99<br />

Βλ. σημ. 1.<br />

100<br />

Γιὰ τοὺς τύπους τῆς ὑπογραφῆς τοῦ ζωγράφου βλ. Βοκοτόπουλος, Εἰκόνες<br />

Κερκύρας, σ. 39-40. Μ. Χατζηδάκης, Ἕλληνες ζωγράφοι μετὰ τὴν Ἅλωση<br />

(1450-1830), 1, Ἀθήνα 1987, σ. 241.<br />

101<br />

Μ. Κωνσταντουδάκη-Κιτρομηλίδου, Εἰδήσεις γιὰ τὴ συντεχνία τῶν ζωγράφων<br />

τοῦ Χάνδακα τὸν 16ο αἰώνα, Πεπραγμένα τοῦ Δ' Διεθνοῦς Κρητολογικοῦ<br />

Συνεδρίου (Ἡράκλειο, 29 Αὐγούστου-3 Σεπτεμβρίου 1976), Β΄, Ἀθήνα<br />

1981, σ. 132 σημ. 8. Ν. Μ. Παναγιωτάκης, Ἡ κρητικὴ περίοδος τῆς ζωῆς<br />

τοῦ Δομηνίκου Θεοτοκοπούλου, Ἀθῆναι 1986, σ. 43 σημ. 1. Σ. Κακλαμάνης,<br />

Μάρκος Δεφαράνας (1503-1575;). Ζακύνθιος στιχουργὸς τοῦ ΙϚ΄ αἰώνα,<br />

Θησαυρίσματα 21 (1991), σ. 311. Ἀγγελικῆς Πανοπούλου, Συντεχνίες καὶ<br />

θρησκευτικὲς ἀδελφότητες στὴ βενετοκρατούμενη Κρήτη, Ἀθήνα-Βενετία 2012,<br />

σ. 53, 362, 365, 370, 371, 416, 419, μὲ τὴν προγενέστερη βιβλιογραφία.<br />

102<br />

Κ. Λαμπρινός (ἐκδ.), Michiel Gradenigo, νοτάριος στὴ δουκικὴ γραμματεία<br />

τοῦ Χάνδακα. Libro 1593-1617, Ἀθήνα 2010, σ. 150. Εὐχαριστῶ θερμῶς<br />

τὸν κ. Κώστα Λαμπρινὸ γιὰ τὴν σχετικὴ ὑπόδειξη.


482 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Λ. ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΣ<br />

1577 καὶ τὸ 1579 νὰ τοῦ παραχωρηθοῦν κτήματα στὴν περιοχὴ<br />

Φραγκοτόπι κοντὰ στὸ Castel Novo καὶ τὸ Castel Priotissa, ὅπου<br />

βρίσκεται ἡ Μονὴ Ἀπεζανῶν 103 . Λαμβανομένης ὑπ᾽ὄψιν τῆς ἐξαιρετικῆς<br />

ποιότητος τῆς εἰκόνας ποὺ ἐξετάζομε, ἔργου τῆς ὡριμότητος<br />

τοῦ ζωγράφου, κλίνομε ὑπὲρ τῆς ἀποδόσεώς της στὴν δεκαετία<br />

1583-1592.<br />

Ἡ εἰκόνα ἡ ὁποία παρουσιάζεται ἐδῶ εἰς μνημόσυνον τοῦ Μανόλη<br />

Μπορμπουδάκη, ποὺ τόσο ἐμόχθησε γιὰ τὴν συντήρηση καὶ<br />

προβολὴ τῆς τέχνης τῆς ἰδιαιτέρας του πατρίδος, εἶναι μία εὐπρόσδεκτη<br />

προσθήκη στὸ corpus τῶν ὑπογεγραμμένων εἰκόνων τοῦ Μιχαὴλ<br />

Δαμασκηνοῦ, δεδομένου μάλιστα ὅτι διαφέρει ὡς πρὸς τὴν<br />

τυπολογία καὶ τὴν θεματολογία ἀπὸ τὰ περισσότερα γνωστὰ ἔργα<br />

τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Κρητικοῦ καλλιτέχνη 104 .<br />

103<br />

Γ. Πλουμίδης, Αἰτήματα καὶ πραγματικότητες τῶν Ἑλλήνων τῆς Βενετοκρατίας<br />

(1554-1600), Ἰωάννινα 1985, σ. 39-40, ἀριθ. 130.<br />

104<br />

Εὐχαριστῶ θερμότατα τὸν Γέροντα Γαβριὴλ τῆς Μονῆς Ἀπεζανῶν γιὰ τὴν<br />

διευκόλυνση τῆς μελέτης τῆς εἰκόνας καὶ τὴν ἀβραμιαία φιλοξενία, τὴν<br />

Διευθύντρια τῆς 13ης Ἐφορείας Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων Κυρία Βάσω Συθιακάκη<br />

γιὰ τὴν πρόθυμη παραχώρηση τῆς ἀδείας δημοσιεύσεως καὶ τὴν<br />

βοήθεια στὴν σχετικὴ ἔρευνα, καθὼς καὶ τὸ προσωπικὸ τῆς Ἐφορείας καὶ<br />

ἰδίως τὴν Κυρία Ἑλένη Κανάκη γιὰ τὴν βοήθειά τους. Θερμὰ εὐχαριστῶ<br />

γιὰ τὴν βοήθειά τους τὴν κυρία Μαρία Μπορμπουδάκη καὶ τὸν κ. Μανόλη<br />

Πατεδάκη. Η εἰκ. 1 εἶναι τῆς κυρίας Κανάκη, τὴν ὁποία καὶ εὐχαριστῶ ἰδιαιτέρως<br />

γιὰ τὴν παραχώρηση.


Εικ. 1. Ο άγιος Παντελεήμων και σκηνές του βίου του (χαρακτικό, 0,41 x 0,30 εκ.,<br />

Άγιον Όρος. Χαράκτης o μοναχός Θεοδόσιος. Bλ. στη σημ. 5, Παπαστράτου, Χάρτινες εικόνες, τ. Β΄, 476).


† Αθανάσιος Δ. Παλιούρας<br />

Το κύκνειο άσμα<br />

της κρητικής ζωγραφικής:<br />

Η περίπτωση<br />

των χάρτινων εικόνων που<br />

αντικαθιστούν τις φορητές<br />

τον 18ο και 19ο αι.<br />

Πολλά έχουν γραφεί για την καταγωγή των κρητικών εικόνων, για<br />

την αναζήτηση των πηγών και των προτύπων στην προηγηθείσα<br />

παλαιολόγεια ζωγραφική, για τις δημιουργικές αφετηρίες τους, για<br />

τη σύνδεσή τους με τη δυτική τέχνη, για την προετοιμασία του καλλιτεχνικού<br />

δρόμου, που γέννησε μεγάλα ονόματα και δημιούργησε<br />

τελικά σχολή, την Κρητική Σχολή. Εξάλλου μία τεράστια βιβλιογραφία<br />

αναφέρεται στο περιεχόμενο αυτής της Σχολής, στους ζωγράφους<br />

και στη συστηματική τους σπουδή, στα εργαστήρια ζωγραφικής,<br />

τα περισσότερα στους κεντρικούς δρόμους του Χάνδακα,<br />

στα νέα θέματα που εμπλούτισαν την εικονογραφία, στις παραγγελίες<br />

των εικόνων, στη σχέση τους με τα μεγάλα μοναστικά κέντρα της<br />

Ορθοδοξίας, στο άπλωμα της τέχνης στην Ανατολική Μεσόγειο,<br />

στην τεράστια συλλογή κρητικών, επώνυμων ή ανώνυμων, χρονολογημένων<br />

ή μη εικόνων, που κατακυρίεψαν τον κόσμο.<br />

Η δεύτερη πενηντακονταετία του 20ού αιώνα κοσμείται με ερευνητές<br />

βυζαντινολόγους πρώτου μεγέθους, οι οποίοι ξόδεψαν πολλές<br />

χρονοώρες ερευνώντας και μελετώντας την Κρητική Σχολή, εκδίδοντας<br />

το έργο των κρητικών ζωγράφων, διαφωτίζοντας και επιχειρώντας<br />

βαθειές τομές σε μιαν ολόκληρη εποχή (15ο, 16ο και 17ο<br />

αι.) 1 . Ο Ορλάνδος, ο Χατζηδάκης, ο Ξυγγόπουλος, ο Πελεκανίδης,<br />

1<br />

Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα (1950-2000) σημειώνεται έξαρση στο<br />

ζήτημα της έρευνας (αρχειακής και των εικόνων) και μελέτης της Κρητικής<br />

Σχολής. Εκατοντάδες βιβλία, μονογραφίες, διδακτορικές διατριβές, άρθρα<br />

και ανακοινώσεις σε συνέδρια είδαν και βλέπουν το φως της δημοσιότη-


486 ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Δ. ΠΑΛΙΟΥΡΑΣ<br />

ο Πάλλας, ο Μανούσακας, ο Δρανδάκης, ο Αλεξίου, ο Καλοκύρης,<br />

ο Λασιθιωτάκης, ο Γαρίδης, ο Βοκοτόπουλος, ο Παναγιωτάκης και<br />

ένας αξιόλογος αριθμός νεότερων ερευνητών έστησαν, μέσα από<br />

την αρχειακή έρευνα και τη μελέτη των δεδομένων, το καλλιτεχνικό<br />

Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο με κέντρο την Κρήτη 2 .<br />

Σήμερα, ύστερα από όλα αυτά προβάλλει από μόνο του το ερώτημα:<br />

Ποιο είναι το τέλος της Κρητικής Σχολής; Πότε και πώς παρήκμασε<br />

αυτό το μεγάλο εικαστικό κίνημα; Ποια είναι τα στοιχεία<br />

που δείχνουν τα τελευταία ίχνη και την τελευταία σφραγίδα που<br />

επισφράγισε αυτό το τέλος;<br />

«Όριο ιστορικό, αλλά και καλλιτεχνικό παραμένει το 1669, γενικότερα<br />

τα μέσα του 17ου αι., με τη μεγάλη πολιτική αλλαγή που<br />

έλαβε χώρα, τη συρρίκνωση δηλαδή και σύμπτυξη του ισχυρού<br />

ναυτικού κράτους της Βενετίας και την κατάληψη των νησιών του<br />

Αιγαίου και ιδιαίτερα της Κρήτης, αλλά και των παραθαλασσίων<br />

φρουρίων από τους νέους Οθωμανούς κατακτητές.<br />

Οι εικόνες, που με κέντρο την Κρήτη κυκλοφορούν ως τότε σε<br />

όλη την Ανατολική Μεσόγειο, στεριανή και νησιωτική, φέρουν την<br />

έμπνευση, ανανεωτική σφραγίδα και υπογραφή των κρητικών καλλιτεχνών<br />

3 .»<br />

Έτσι στη μεγάλη αλλαγή των μέσων του 17ου αι., που είχε για<br />

τα μέτρα της εποχής της παγκόσμιες κοινωνικές, οικονομικές, θρητας.<br />

Κεντρικά σημεία αναφοράς των κρητικών ζωγράφων και του έργου<br />

τους παραμένουν τα δέκα (10) Κρητολογικά Συνέδρια καθώς και το Ελληνικό<br />

Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας.<br />

Κορυφαίοι εξάλλου βυζαντινολόγοι, Έλληνες και ξένοι, προώθησαν την<br />

έρευνα της Κρητικής ζωγραφικής (από τον 15ο-17ο αι.) σε τέτοιο σημείο<br />

ώστε να μοιάζει δυσανάλογη και συντριπτικά υπέρ αυτής, σε σύγκριση<br />

με τη μελέτη άλλων ζωγράφων και καλλιτεχνικών ρευμάτων άλλων περιοχών<br />

την ίδια εποχή στον ορθόδοξο βαλκανικό χώρο.<br />

2<br />

Για μία συνοπτική παρουσίαση της καλλιτεχνικής πορείας της Κρητικής<br />

Σχολής, δες Α. Παλιούρας, Εισαγωγή στη Βυζαντινή Αρχαιολογία, Πανεπιστήμιο<br />

Ιωαννίνων 3 2002, σ. 186-204, στα κεφάλαια: 4. Εικονογράφοι<br />

της Κρητικής Σχολής: οι πρόδρομοι και οι συνεχιστές, 5. Θεοφάνης ο<br />

Κρητικός: από τη γοητεία της εικόνας στη μαγεία της τοιχογραφίας, 6.<br />

Κλόντζας και Θεοτοκόπουλος, η ένδοξη δυάδα της Κρήτης: έργο «μικρό<br />

και μέγα», 7. Οι σπουδαιότεροι Κρητικοί εικονογράφοι και η εμβέλεια του<br />

έργου τους. Από το Χάνδακα στη Βενετία. Ο μεγάλος δρόμος της τέχνης.<br />

3<br />

Α. Παλιούρας, Ο Σίφνιος ζωγράφος «Δευτερεύων»: το κύκνειο άσμα της<br />

αιγαιοπελαγίτικης εικονογραφίας, Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Σιφναϊκού Συμποσίου<br />

(Σίφνος 25-28 Ιουνίου 1998), τ. Β΄, Αθήνα 2001, σ. 241.


ΤΟ ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ<br />

ΧΑΡΤΙΝΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΠΟΥ ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΟΥΝ ΤΙΣ ΦΟΡΗΤΕΣ ΤΟΝ 18ο ΚΑΙ 19ο ΑΙ.<br />

487<br />

σκευτικές και καλλιτεχνικές συνέπειες, ο ευρύτερος ορθόδοξος χώρος<br />

ακολούθησε το γενικότερο ρεύμα της παρακμής. Πέρα από τις<br />

άλλες επιπτώσεις το φαινόμενο αντικατοπτρίζεται πιο φανερά στην<br />

τέχνη, η οποία σε όλες της τις εκφράσεις γίνεται ταπεινότερη, μη<br />

έχοντας πλέον τη δύναμη, τη δυνατότητα και τις προϋποθέσεις να<br />

αναγεννηθεί, αφού το γενικότερο οικονομικό-κοινωνικό, αλλά και<br />

εκκλησιαστικό πλαίσιο βρισκόταν σε κατάσταση αποδιοργάνωσης,<br />

σε ορισμένες περιοχές και διάλυσης.<br />

Άλλαξε η νομοθεσία, συρρικνώθηκε το εμπόριο με τραγικές<br />

συνέπειες στην οικονομία και κατ’ επέκταση στην καθημερινή ζωή,<br />

η κοινωνία έχασε τη συνοχή της, εξαφανίστηκαν οι εστίες γραμμάτων,<br />

έκλεισαν οι σχολές ζωγραφικής με πιο ονομαστή εκείνη του<br />

Αγίου Λουκά στο Χάνδακα, άδειασαν τα εργαστήρια, έλειψαν οι<br />

μεγάλοι καλλιτέχνες. Όσοι κρητικοί ζωγράφοι επέζησαν της μεγάλης<br />

καταστροφής, κάποιοι και πριν από αυτή, έφυγαν για Επτάνησα<br />

και Βενετία.<br />

Και ενώ στον άλλο τουρκοκρατούμενο ορθόδοξο κόσμο των<br />

Βαλκανίων, από το δεύτερο μισό του 17ου και ολόκληρο τον 18ο<br />

αι., παρουσιάστηκαν δείγματα ανάκαμψης, οι άλλες περιοχές, που<br />

είχαν ως τότε μακρά περίοδο βενετοκρατίας και τώρα μόλις γεύονταν<br />

την οθωμανική κατοχή και τις διαλυτικές συνέπειές της, άργησαν<br />

περισσότερο να συνέλθουν, καθώς μας φανερώνουν τα παραδείγματα<br />

της Κρήτης και της Κύπρου.<br />

Ωστόσο στα νησιά του Αιγαίου και στην ίδια την Κρήτη την τέχνη<br />

θεραπεύουν τοπικά, περιορισμένα εργαστήρια, αποκομμένα<br />

από τα ευρύτερα καλλιτεχνικά ρεύματα της Δύσης, γι’ αυτό κατά κανόνα<br />

μέσα στο πλαίσιο της ορθόδοξης παράδοσης. Αυτή η εκκλησιαστική<br />

παράδοση του 18ου και 19ου αι. αποκτά απλοϊκό, λαϊκό<br />

χαρακτήρα, με τις τοπικές ιδιαιτερότητες, τις όψεις της καθημερινής<br />

ζωής, τις προτιμήσεις, τα έθιμα και τις αντιλήψεις της κλειστής και<br />

περιορισμένης κοινωνίας.<br />

Παρόλα αυτά κάποιοι τολμηροί και αποφασιστικοί κατόρθωσαν<br />

να διοχετεύσουν την χαμηλού αισθητικού αποτελέσματος καλλιτεχνική<br />

τους παραγωγή και σε γειτονικά προς την Κρήτη νησιά. Ιδιαίτερα<br />

μετά την συνθήκη του Κάρλοβιτς του 1699, με τις νέες ευνοϊκότερες<br />

αποφάσεις που θέσπισε, έδωσε την ευκαιρία να<br />

αναδιοργανωθεί ξανά το καλλιτεχνικό εκκλησιαστικό εμπόρευμα<br />

που κάλυπτε τις λατρευτικές ανάγκες μοναστηριών, ενοριακών ναών<br />

και ιδιωτών όλων των αιγαιοπελαγίτικων νησιών.


488 ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Δ. ΠΑΛΙΟΥΡΑΣ<br />

Είναι εντυπωσιακή η παρατήρηση του Μανόλη Χατζηδάκη,<br />

όταν βρέθηκε μπροστά σε τεράστιο αριθμό ζωγράφων, περίπου<br />

750 τον 18ο αι. τους οποίους περιλαμβάνει στη μνημειώδη δίτομη<br />

έκδοση του Καταλόγου, καθώς τους εντοπίζει να δουλεύουν οι περισσότεροι<br />

στα αιγαιοπελαγίτικα νησιά, ιδιαίτερα στη Ρόδο, τη Χίο,<br />

τη Σίφνο, τη Σάμο, τη Λέσβο. Τη μερίδα του λέοντος φυσικά καταλαμβάνει<br />

η Κρήτη 4 .<br />

Γνωρίζουμε πως η μεγάλη αλλαγή από τον Βενετό γενικό Προβλεπτή<br />

και τον Δούκα της Κρήτης στον Τούρκο Πασά, οδήγησε την<br />

Κρήτη σε οικονομικό και κοινωνικό μαρασμό, πνευματική πενία<br />

και καλλιτεχνική ένδεια. Γι’ αυτό η περίπτωση της τέχνης, ιδιαίτερα<br />

της ζωγραφικής, αποτελεί κραυγαλέο δείγμα της γενικότερης υποβάθμισης<br />

των πάντων.<br />

Έτσι εξηγείται το φαινόμενο μεγάλου αριθμού «ζωγράφων» χωρίς<br />

πηγαίο ταλέντο, να καταφεύγουν στην εύκολη λύση της «μεταγραφής»<br />

των χάρτινων εικόνων, των θρησκευτικών δηλαδή χαρακτικών<br />

που έρχονται από τη δυτική και κεντρική Ευρώπη, και τη<br />

μετατροπή τους σε φορητές εικόνες. Η μεγάλη και μοναδική έως<br />

τώρα δίτομη έκδοση των Χάρτινων εικόνων της αείμνηστης Ντόρης<br />

Παπαστράτου 5 προσφέρει στην έρευνα ένα πολύτιμο Corpus των<br />

ετών 1665-1899, με τη βοήθεια του οποίου μπορεί κανείς σήμερα<br />

να αντιπαραβάλει χαρακτικές και φορητές εικόνες και να εντοπίσει<br />

τη μεγάλη χρήση των πρώτων για τη δημιουργία των δεύτερων.<br />

Παρουσιάζεται συνεπώς ένα νέο φαινόμενο, που αποτελεί όχι<br />

μόνο καινοτομία, ως προς την αναζήτηση των προτύπων, αλλά και<br />

ως προς τις νέες τεχνικές που εφαρμόζονται πλέον. Ο λόγος είναι<br />

αυτονόητος για όσους μελετούν την καλλιτεχνική δραστηριότητα<br />

στην Ανατολική Μεσόγειο από τα μέσα του 17ου μέχρι τις αρχές του<br />

20ού αι. Αλλά και ο καλλιτεχνικός στόχος αλλάζει με τη νέα μέθοδο.<br />

Α. Ο αυτονόητος λόγος λοιπόν πηγάζει από τις μικρές δυνατότητες<br />

που έχουν οι ζωγράφοι, οι οποίοι στην συντριπτική τους πλειοψηφία<br />

είναι μέτριοι. Έχει χαθεί η παλαιά αυστηρή και απαιτητικών<br />

4<br />

Μ. Χατζηδάκης, Έλληνες ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450-1830), τ. Α΄,<br />

Αθήνα 1987 και Μ. Χατζηδάκης - Ε. Δρακοπούλου, Έλληνες ζωγράφοι<br />

μετά την Άλωση (1450-1830), τ. Β΄, Αθήνα 1997. Μ. Χατζηδάκης, Πνευματικός<br />

βίος και πολιτισμός (1669-1821), Ιστορία του ελληνικού έθνους,<br />

τ. ΙΔ΄, σ. 258-260 (Κρήτη).<br />

5<br />

Ντ. Παπαστράτου, Χάρτινες εικόνες. Ορθόδοξα χαρακτικά (1665-1899), τ.<br />

Α΄-Β΄, Αθήνα 1986.


ΤΟ ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ<br />

ΧΑΡΤΙΝΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΠΟΥ ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΟΥΝ ΤΙΣ ΦΟΡΗΤΕΣ ΤΟΝ 18ο ΚΑΙ 19ο ΑΙ.<br />

489<br />

προδιαγραφών παράδοση, που ήταν απόρροια της λειτουργίας στην<br />

Κρήτη σχολών ζωγραφικής, εργαστηρίων φημισμένων ζωγράφων,<br />

καθώς οι επώνυμες και συχνά χρονολογημένες εικόνες ταξίδευαν<br />

σε όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα τον ορθόδοξο.<br />

Οι καλλιτεχνικές οικογένειες μεταβιβάζουν τα ανθίβολα από<br />

πατέρα σε γιο ή από δάσκαλο σε μαθητή, μια και θεωρούνται τα<br />

πολύτιμα «συνοδευτικά εργαλεία δουλειάς» απαραίτητα για την καλλιτεχνική<br />

παραγωγή προπαντός των φορητών εικόνων. Έπρεπε το<br />

Εικ. 2.<br />

Παναγία Οδηγήτρια με αγίους<br />

(χαρακτικό, 0,52 x 0,38 εκ.,<br />

Άγιον Όρος, 1816.<br />

Χαράκτης ο ζακύνθιος<br />

ιερομόναχος Παρθένιος.<br />

Βλ. Παπαστράτου,<br />

Χάρτινες εικόνες,<br />

τ. Α', 110 και τ. Β', 4).


490 ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Δ. ΠΑΛΙΟΥΡΑΣ<br />

ζωγραφικό έργο, λειτουργικό ή προσκυνηματικό, για δημόσια ή<br />

ιδιωτική χρήση, να έχει ποιότητα, να εκφράζει τον πιστό αισθητικά<br />

και να καλύπτει όλες εκείνες τις εικονογραφικές, λειτουργικές και<br />

στυλιστικές προδιαγραφές ώστε να γίνει αποδεκτό από μία εκκλησιαστική<br />

διοίκηση που είχε καλλιτεχνική παιδεία, και από μία εκκλησιαστική<br />

κοινωνία η οποία και επίπεδο είχε και γνώριζε. Γι’<br />

αυτό αναζητούσαν ή συνιστούσαν συνήθως τον καλύτερο ζωγράφο<br />

για την ιστόρηση ενός μνημείου ή για τη δημιουργία φορητών εικόνων.<br />

Οι αρχειακές μαρτυρίες είναι πάρα πολλές και τα παραδείγματα<br />

σε πρώτη ζήτηση.<br />

Τώρα οι μεταγενέστεροι ζωγράφοι, ξεκομμένοι από την απαιτητική<br />

παράδοση και παιδεία και μη έχοντας καλλιτεχνικό έλεγχο, προ -<br />

τιμούν τις εύκολες και έτοιμες λύσεις. Στερούμενοι πλέον ανθιβόλων,<br />

αφού η καλλιτεχνική αγωγή που έλαβαν οι περισσότεροι ήταν εμπειρική,<br />

έπαιρναν ως πρότυπο και ως μοντέλο μία χάρτινη εικόνα, χαλκογραφία,<br />

λιθογραφία, αν χρειαζόταν την μεγάλωναν ως προς το μέγεθος<br />

και τις διαστάσεις και σε πρώτη φάση την αποτύπωναν πάνω<br />

σε ξύλο. Η δεύτερη φάση αναφέρεται στα χρώματα, τα οποία τις περισσότερες<br />

φορές αποτελούν επιλογή του ζωγράφου, μια και το χαρακτικό<br />

πρότυπο είναι μαυρόασπρο, μέχρι τα μισά περίπου του 18ου<br />

αι. (εικ. 1-2). Από τότε οι εκτυπωτές των θρησκευτικών χαρακτικών<br />

με τη βοήθεια ζωγράφων επιζωγραφίζουν τις εικόνες, ύστερα από<br />

την εκτύπωση, οι οποίες έτσι γίνονται πιο αυθεντικές, αποκτούν μεγαλύτερη<br />

καλλιτεχνική αξία και ανεβάζουν το αισθητικό κριτήριο του<br />

εκκλησιάσματος. Για τους εικονογράφους συνεπώς, από τότε και<br />

ύστερα, το «υλικό» είναι έτοιμο, δεν χρειάζεται πια ούτε τον χρωματισμό<br />

να αναζητήσουν, ούτε πειράματα να κάνουν.<br />

Β. Ο καλλιτεχνικός στόχος αποκτά τώρα νέες προοπτικές, αφού<br />

ο ζωγράφος έχει μπει για τα καλά στην περιοχή της αντιγραφής, η<br />

οποία απαιτεί μικρές ή ελάχιστες προϋποθέσεις. Έτσι οι χάρτινες<br />

τυπωμένες εικόνες τον βολεύουν, γιατί βρίσκει το θέμα που του<br />

παράγγειλαν και γρήγορα προχωρά στη σύνθεση με τον τρόπο που<br />

εξηγήσαμε σ’ ένα είδος που θα το ονομάζαμε με τον πρωθύστερο<br />

όρο «αναπαραγωγή».<br />

Πιθανόν να υποστηριχθεί ότι δεν μεσολαβεί άλλη διεργασία<br />

από αυτή και πως επειδή πολλές επιχρωματισμένες χαλκογραφίες<br />

έχουν το μέγεθος εικόνων τέμπλου οι ζωγράφοι επικολλούσαν τη<br />

χαλκογραφία πάνω στο ξύλο και την παρουσίαζαν ως φορητή εικόνα.<br />

Όχι, δεν είναι έτσι.


ΤΟ ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ<br />

ΧΑΡΤΙΝΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΠΟΥ ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΟΥΝ ΤΙΣ ΦΟΡΗΤΕΣ ΤΟΝ 18ο ΚΑΙ 19ο ΑΙ.<br />

491<br />

Οι φορητές εικόνες του παραδείγματος που χρησιμοποιούμε,<br />

δηλαδή του τέμπλου του Αγίου Παντελεήμονα του Χάρακα της Μεσσαράς<br />

είναι αποκαλυπτικές 6 .<br />

Οι ζωγράφοι, που υπογράφουν και χρονολογούν τα έργα τους, ο<br />

γνωστός και από άλλες εικόνες σε άλλα μνημεία Αντώνιος Βεβελάκης<br />

Εικ. 3.<br />

Ο άγιος Παντελεήμων<br />

και σκηνές του βίου του.<br />

Χειρ Ι. Σταθάκη, 1890.<br />

Ναός Αγίου Παντελεήμονα<br />

Χάρακα.<br />

6<br />

Οι φωτογραφίες των εικόνων οφείλονται στον αγαπητό φίλο και πολυτάλαντο<br />

συγγραφέα Νίκο Ψιλάκη. Τον ευχαριστώ από καρδιάς.


492 ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Δ. ΠΑΛΙΟΥΡΑΣ<br />

Εικ. 4.<br />

Σκηνές του βίου<br />

και του μαρτυρίου<br />

από την εικόνα<br />

του αγίου Παντελεήμονα.<br />

Ναός Αγίου Παντελεήμονα<br />

Χάρακα.<br />

δηλαδή και ο Ιωάννης Σταθάκης, παράγγειλαν το ξύλο στον ξυλουργό<br />

και ύστερα κάθησαν στα εργαστήριά τους, ο πρώτος το 1851 και ο<br />

δεύτερος το 1890 και «ξεσήκωσαν» με κάθε λεπτομέρεια, ως κανονικοί<br />

εικονογράφοι, τις χαλκογραφίες που είχαν στη διάθεσή τους:<br />

του αγίου Παντελεήμονα (εικ. 3-4), του αγίου Χαραλάμπη (εικ. 5-6),<br />

του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου (εικ. 7) και όλες τις άλλες που κο-


ΤΟ ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ<br />

ΧΑΡΤΙΝΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΠΟΥ ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΟΥΝ ΤΙΣ ΦΟΡΗΤΕΣ ΤΟΝ 18ο ΚΑΙ 19ο ΑΙ.<br />

493<br />

σμούν σήμερα το θαυμάσιο ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού. Πρόκειται<br />

για ζωγραφική πάνω στο ξύλο, όπου έχει προηγηθεί όλη η τεχνική<br />

προεργασία των φορητών εικόνων, προετοιμασία του ξύλου, επίστρωση<br />

με γύψο της επιφάνειας, σχεδιασμός του θέματος, δηλαδή<br />

«ξεσήκωμα», προπλασμός, χρώματα, χρυσώματα, γλυκασμοί και ψιμιθιές.<br />

Όλα. Η νέα τεχνική στο αποκορύφωμά της.<br />

Εικ. 5.<br />

Ο άγιος Χαραλάμπης (sic)<br />

και σκηνές του βίου του.<br />

Χειρ Ι. Σταθάκη, 1890.<br />

Ναός Αγίου Παντελεήμονα<br />

Χάρακα.


494 ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Δ. ΠΑΛΙΟΥΡΑΣ<br />

Εικ. 6.<br />

Σκηνές από την εικόνα<br />

του αγίου Χαραλάμπους<br />

και επεξηγηματικές επιγραφές.<br />

Ναός Αγίου Παντελεήμονα<br />

Χάρακα.<br />

Βλέποντας σήμερα ο υποψιασμένος ερευνητής τις εικόνες στο<br />

τέμπλο διερωτάται και απορεί προς στιγμήν μήπως σε κάποια εποχή<br />

στολίστηκαν με επιζωγραφισμένες χαλκογραφίες. Αλλά προσεκτική<br />

μελέτη του θέματος τον οδηγεί στα συμπεράσματα που μόλις προαναφέραμε.<br />

Άλλωστε το απαραίτητο ενημερωτικό σημείωμα, συνήθως<br />

καλλιγραφημένο σε ταινία που παραπέμπει σε αναπτυγμένο πά-


ΤΟ ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ<br />

ΧΑΡΤΙΝΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΠΟΥ ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΟΥΝ ΤΙΣ ΦΟΡΗΤΕΣ ΤΟΝ 18ο ΚΑΙ 19ο ΑΙ.<br />

495<br />

πυρο, φανερώνει τις δεξιοτεχνικές ικανότητες του καλλιτέχνη. Διαβάζω<br />

μερικές επιγραφές από τις Δεσποτικές εικόνες του ναού του<br />

Χάρακα: «Ευλαβεία και δαπάνη της κοινότητος της κώμης Χάρακος. Χείρ<br />

Ι. Σταθάκη Ρεθυμνίου εκ Χωρίου Μέση. Ιανουαρίου. Έτος 1890», στην<br />

εφέστια εικόνα του αγίου Παντελεήμονα (εικ. 4). Η ίδια επιγραφή<br />

στην εικόνα του αγίου Χαραλάμπη. Εδώ αλλάζει ο μήνας: «Ιουλίου<br />

1, έτος 1890». Επίσης στις Δεσποτικές εικόνες του Χριστού Παντοκράτορος<br />

και της Θεοτόκου Γαλακτοτροφούσας σημειώνονται οι κεφαλαιογράμματες<br />

επιγραφές: «Μνήσθητι Κύριε του δούλου σου Βασιλείου<br />

ιερομονάχου του εκ Χάρακα και ελέησον αυτόν.ˏˏΑΩΠΔ΄ (= 1884).<br />

Χείρ Στεφάνου», στην πρώτη και «Παρθενομήτερ Δέσποινα μνήσθητι<br />

του δούλου σου Βασιλείου ιερομονάχου και των γονέων αυτού του χωρίου<br />

Χάρακα ˏΑΩΠΔ΄. Χείρ Στεφάνου» στη δεύτερη.<br />

Στην ανυπόγραφη εικόνα Ιωάννου του Θεολόγου που έχει τοποθετηθεί<br />

σε ειδικό προσκυνητάρι και συνδέει τα τέμπλα του διμάρτυρου<br />

ναού, σημειώνεται η επιγραφή: «Η ΑΓΙΑ ΑΝΟΙΨΩΣΟΙΣ<br />

ΙΩΑΝΝΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ» και η χρονολογία «ˏΑΩΟΓ΄» (1873).<br />

Απεναντίας στον ίδιο ναό του Αγίου Παντελεήμονα εικόνα του<br />

τέμπλου με τον ένθρονο Χριστό ιστορείται με την τεχνική της παλαιάς<br />

παράδοσης, που δείχνει καθαρά ότι ο ζωγράφος δεν δέχτηκε να<br />

ασπασθεί τις μοντέρνες και ανορθόδοξες τεχνικές της εποχής του.<br />

Το μοναχικό όνομα που υπογράφει φανερώνει αντίληψη αντίστασης<br />

σ’ αυτόν τον «μοντερνισμό»: «έγραψεν ο Εφραίμ εν έτει 1901».<br />

Αυτό και μόνο δημιουργεί νέα ερωτηματικά. Δηλαδή άλλοι ζωγράφοι<br />

είχαν ασπασθεί τη νέα τεχνική, χρησιμοποιώντας ως πρότυπα<br />

τις χάρτινες εικόνες και άλλοι έμειναν προσκολημένοι στην αρχαία<br />

παράδοση της εκκλησίας αρνούμενοι να συμφιλιωθούν με τα νέα<br />

δεδομένα και μη δεχόμενοι καμία παραχώρηση. Να υποθέσουμε ότι<br />

οι ζωγράφοι που είχαν την ιδιότητα του μοναχού αντιστέκονταν, ενώ<br />

οι ζωγράφοι που ζούσαν μέσα στην κοινωνία είχαν αδιαμαρτύρητα<br />

συμφιλιωθεί και αποδεχτεί τις νέες συνήθειες; Χρειάζεται, πιστεύω,<br />

πολύ έρευνα ακόμη για να φτάσουμε ως αυτές τις λεπτές διακρίσεις.<br />

Αλλά για να μη θεωρηθεί το παράδειγμα του Χάρακα μοναδικό<br />

και μεμονωμένο μεταφέρω εδώ τις εικόνες του τέμπλου από το καθολικό<br />

της Μονής του προφήτη Ηλία στα Ρούστικα.<br />

Λίγες εικόνες (Χριστός Άμπελος κ.λ.π.) υπογράφονται: «Χείρ<br />

Αλεξίου Πετρίδη, 1851», ενώ οι περισσότερες εικόνες, Πρόδρομος,<br />

Αγία Τριάδα, Επί Σοι Χαίρει, Προφήτης Ηλίας, Ρίζα Ιεσσαί, Ιωάννης<br />

ο Θεολόγος φέρουν την υπογραφή του ζωγράφου που ίσως είναι


496 ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Δ. ΠΑΛΙΟΥΡΑΣ<br />

Εικ. 7.<br />

Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος<br />

και σκηνές του βίου του.<br />

1893.<br />

Ναός Αγίου Παντελεήμονα<br />

Χάρακα.<br />

συνεργάτης του Πετρίδη: «Χείρ Αντωνίου Βεβελάκη» με χρονολογία<br />

άλλες 1851 και άλλες 1852.<br />

Είναι προφανές ότι η δυάδα Βεβελάκη-Πετρίδη χρησιμοποίησε<br />

για τις εικόνες ως πρότυπα χαλκογραφίες που κυκλοφορούσαν<br />

στην εποχή τους.<br />

Εξ άλλου το 1801, μαθαίνουμε από αρχειακή μαρτυρία, πως ο


ΤΟ ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ<br />

ΧΑΡΤΙΝΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΠΟΥ ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΟΥΝ ΤΙΣ ΦΟΡΗΤΕΣ ΤΟΝ 18ο ΚΑΙ 19ο ΑΙ.<br />

497<br />

κρητικός ζωγράφος Ιωάννης Κορνάρος παραγγέλνει στη Βενετία<br />

μαζί με έργα άλλων χαρακτών ζωγράφων (Ιγνάτιος Κολόμβος, Ιωάννης<br />

Αντώνιος Ζουλιάννης) να χαλκοχαράξουν και τυπώσουν και<br />

ένα δικό του έργο για να μπει κι αυτό στην παραγωγή των εικόνων.<br />

Το περίεργο για όλους είναι ότι, στα μέτρα των δυνατοτήτων<br />

τους αντιγράφουν ακριβώς, με κάθε λεπτομέρεια, την χάρτινη εικόνα.<br />

Δεν επεμβαίνουν στο σχέδιο, ούτε προσπαθούν να την «μεταποιήσουν»,<br />

έστω με κάποιες δικές τους ζωγραφικές παρεμβάσεις.<br />

Γι’ αυτό είναι αναγνωρίσιμες οι πηγές και οικεία τα πρότυπα.<br />

Το τιμώμενο άγιο πρόσωπο ή ιερό γεγονός, για παράδειγμα,<br />

τοποθετείται στο μέσον της εικόνας, σε κάθετο άξονα. Ο άγιος είναι<br />

ολόσωμος, υψώνοντας το δεξί χέρι σε στάση χαιρετισμού, ενώ με<br />

το αριστερό κρατεί τα σύμβολα που χαρακτηρίζουν την κατά κόσμον<br />

ιδιότητά του, κατά την διήγηση του Συναξαριστή. Π.χ. ο ιαματικός<br />

Παντελεήμων ως γιατρός κρατά κιβωτίδιο με φάρμακα και ιατρικά<br />

εργαλεία. Πλαισιώνεται με μικρά εικονίδια, όπου εξιστορείται ο<br />

βίος, τα κατορθώματα, τα θαύματα, το μαρτύριό του και η Κοίμηση.<br />

Το κάθε εικονίδιο βρίσκεται μέσα σε ορθογώνιο πλαίσιο ή διακοσμείται<br />

με φυτικά νεομπαρόκ σχέδια και συνοδεύεται με τις απαραίτητες<br />

επεξηγηματικές επιγραφές. Το εικονογραφικό μοτίβο δηλαδή<br />

δεν αλλάζει σε τίποτε, μένει το ίδιο.<br />

Ήδη, μια ομάδα ζωγράφων, ο ρεθύμνιος Ι. Σταθάκης, ο Αλέξιος<br />

Πετρίδης, ο Αντώνιος Βεβελάκης, ο Στέφανος, ο Εφραίμ, και πολλοί<br />

άλλοι μάς οδηγούν στην συστηματική έρευνα για να μπορέσουμε<br />

να επισημάνουμε την πορεία και το επίπεδο της θρησκευτικής ζωγραφικής<br />

στην Κρήτη. 7 Οι πρώτες μαρτυρίες και τα δείγματα που<br />

συγκεντρώθηκαν κατ’ αρχήν αποκαλύπτουν τη στενή σχέση εικόνων<br />

7<br />

Ο Ν. Ψιλάκης, Μοναστήρια και ερημητήρια της Κρήτης, τ. Α΄-Β΄, Ηράκλειο<br />

3<br />

2002, σημείωσε και δημοσίευσε πλήθος παραδειγμάτων από όλη την<br />

Κρήτη: τ. Α΄, σ. 38 (εικ. 36), σ. 40 (εικ. 39), σ. 83 (εικ. 92), σ. 96 (εικ.<br />

107), σ. 206, σ. 234 (εικ. 259, Ευαγγελισμός Ι. Σταθάκη), σ. 235 (λεπτ.<br />

εικόνας Παναγίας Μαρτσάλου Ι. Σταθάκη), σ. 253, σ. 317 (εικ. 351), σ.<br />

381-383 (εικ. 427-431), σ. 430 (εικ. 485)· τ. Β΄, σ. 64 (εικ. 57), σ. 126<br />

(εικ. 106), σ. 157 (εικ. 143), 160 (εικ. 147 Προφήτη Ηλία με 16 εικονίδια<br />

με θαύματα του προφήτη, έργο Αντωνίου Βεβελάκη), σ. 222 (εικ.<br />

195), σ. 275-276 (επίσκοπος και ζωγράφος Μισαήλ Μαρμαράκης, πρώην<br />

ηγούμενος Μονής Χρυσοπηγής του Χαρτοφύλακα Χανίων), σ. 291 (εικ.<br />

258), σ. 385 (εικ. 332: άγιος Ονούφριος, του μοναχού και ζωγράφου<br />

Αθανασίου, 1708), σ. 389 (εικ. 334), σ. 402 (εικ. 346), σ. 403 (εικ.<br />

348), σ. 404-405 (Μονή Πρέβελη, εικόνες αγίων Χαραλάμπους και


498 ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Δ. ΠΑΛΙΟΥΡΑΣ<br />

και χαλκογραφιών σε σημείο μάλιστα, που θα τολμούσαμε να ισχυρισθούμε,<br />

ότι πρόκειται για μόδα, αν το μελαγχολικό συμπέρασμα<br />

της εύκολης λύσης απλοϊκών και αδέξιων ζωγράφων δεν μας οδηγούσε<br />

σε άλλα συμπεράσματα. Η κρητική ζωγραφική υποβαθμίστηκε,<br />

φτώχυνε σε ιδέες και ευρηματικές λύσεις, έπαψε να ανανεώνεται<br />

και να έχει φαντασία, έλειψε το όραμα και ο ανταγωνισμός<br />

υψηλού επιπέδου. Όλα έγιναν επαγγελματικά. Η ζωγραφική έχει<br />

γίνει πλέον μια τέχνη που μαθαίνεται από όλους.<br />

Αλλά η έρευνα βρίσκεται στο ξεκίνημα. Θα συνεχιστεί σε όλη<br />

την Κρήτη, για να συγκεντρωθούν όλα τα δείγματα και να καταγραφούν<br />

τα παραδείγματα. Για να αποκτήσουμε μια πλήρη, ολοκάθαρη<br />

και σαφή εικόνα του τέλους μιας ένδοξης καλλιτεχνικής πορείας, η<br />

οποία κατέληξε εκεί που καταλήγουν όλα τα μεγάλα ποτάμια. Στη<br />

θάλασσα του εκσυγχρονισμού όπου όλα παίρνουν άλλη διάσταση<br />

και φτωχαίνουν. Εκτός από εκείνη της παντοτινής ομορφιάς που<br />

μόνο η μεγάλη τέχνη ξέρει να χαρίζει. Και οι κρητικοί μαέστροι του<br />

15ου, του 16ου και του πρώτου μισού του 17ου αιώνα ήξεραν.<br />

Γιατί είχαν μπολιαστεί με τη σφραγίδα της αιωνιότητας.<br />

Χρυσάνθου, εικόνα Αγίας Τριάδος, ζωγράφος Αντώνιος Βεβελάκης 1845<br />

και 1853), σ. 411 (εικ. 352, Μέγας Αρχιερεύς και εικονίδια με το πάθος<br />

του Χριστού, ζωγράφος Μιχαήλ 1750), σ. 412 (εικ. αγίων Χαραλάμπους<br />

και Καλλινίκου, ζωγράφος Ι. Σταθάκης, 1875), σ. 414-415 (εικ. 353-<br />

356), σ. 464 (εικ. αγίας Αναστασίας με εικονίδια από το βίο και το μαρτύριο,<br />

έργο Ιωάννου Κορνάρου, 1765, Μ. Τοπλού), σ. 489 (εικ. Παναγία<br />

η Ακρωτηριανή, έργο Ι. Κορνάρου 1770, Μ. Τοπλού), σ. 512, 515 (λεπτ.<br />

της εικ. Μέγας ει Κύριε, Ι. Κορνάρου, 1767, Μ. Τοπλού), σ. 580 (εικ.<br />

509), σ. 585 (εικ. 517), σ. 598 (εικ. Μυστικού Δείπνου, ζωγράφος Δημήτριος<br />

Σγουρός 1672 και εικ. του τέμπλου, ζωγράφος Παρθένιος 1771).


Φωτ. 1. Ἡ ἐκκλησία στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ. (Στ. Ξανθουδίδης)


Kώστας Γ. Tσικνάκης<br />

Φροντίδες γιὰ τὴ συντήρηση<br />

τῶν ἐκκλησιῶν τῆς βενετικῆς<br />

περιόδου τῆς Κρήτης<br />

στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα:<br />

Ἡ ἐκκλησία τοῦ Προφήτη<br />

Ἠλία Περιβολιῶν Κυδωνίας<br />

Ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα μέτρα ποὺ ἐλήφθησαν, μετὰ τὴ δημιουργία τῆς<br />

Κρητικῆς Πολιτείας τὸ 1898, ἦταν γιὰ τὴν προστασία τῶν ἀρχαιοτήτων<br />

τοῦ νησιοῦ. Ὕστερα ἀπὸ σχετικὲς γνωματεύσεις, ὁ πρίγκιπας<br />

Γεώργιος τῆς Ἑλλάδος, Ὑπατος Ἁρμοστὴς Κρήτης, ἐξέδωσε στὶς 18<br />

Ἰουνίου 1899 τὸ Διάταγμα «Περὶ Ἀρχαιοτήτων» 1 . Ὁ Νόμος 24, ποὺ<br />

ἀποτελοῦσε σχεδὸν ἀντιγραφὴ τοῦ ἀντίστοιχου τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους,<br />

προέβλεπε τὴ διαίρεση τοῦ νησιοῦ σὲ δύο Ἀρχαιολογικὲς Περιφέρειες.<br />

Σ’ αὐτὲς ἱδρύονταν ἀντίστοιχα Μουσεῖα, τὰ ὁποῖα ἐποπτεύονταν<br />

ἀπὸ ἰσάριθμους Ἐφόρους Ἀρχαιοτήτων. Μὲ τὰ<br />

Διατάγματα 7 καὶ 8, τὰ ὁποῖα ἐκδόθηκαν στὶς 23 Ἰουνίου 1899,<br />

Ἔφορος τῶν Ἀρχαιοτήτων Ἡρακλείου διορίστηκε ὁ πρόεδρος τοῦ<br />

«Φιλεκπαιδευτικοῦ Συλλόγου Ἡρακλείου» Ἰωσὴφ Χατζιδάκις (1848-<br />

1936) καὶ Ἔφορος τῶν Ἀρχαιοτήτων Χανίων ὁ γραμματέας τοῦ<br />

ἴδιου Συλλόγου Στέφανος Ξανθουδίδης (περ. 1861-1928) 2 . Δύο<br />

περίπου χρόνια ἀργότερα, ψηφίστηκε ὁμόφωνα ἀπὸ τὴν Κρητικὴ<br />

Βουλὴ ὁ Νόμος 430 «Περὶ ἀρχαιοτήτων», ποὺ ἐξέδωσε στὶς 30<br />

Αὐγούστου 1901 ὁ πρίγκιπας Γεώργιος 3 .<br />

1<br />

Ἐπίσημος Ἐφημερὶς τῆς Κρητικῆς Πολιτείας, Ἔτος Α΄, ἀρ. 51, Ἐν Χανίοις τῇ<br />

21 Ἰουνίου 1899, σ. 1-4. Πρβλ. Nόμος περὶ ἀρχαιοτήτων, Xανιά, Tύποις<br />

Kρητικῆς Πολιτείας, 1899, σ. 14.<br />

2<br />

Ἐπίσημος Ἐφημερὶς τῆς Κρητικῆς Πολιτείας, Ἔτος Α΄, ἀρ. 53, Ἐν Χανίοις τῇ<br />

25 Ἰουνίου 1899, σ. 4. Πρβλ. Ἰ. Χατζιδάκης, Ἱστορία τοῦ Κρητικοῦ Μουσείου<br />

καὶ τῶν ἀρχαιολογικῶν ἐρευνῶν ἐν Κρήτῃ (Βιβλιοθήκη τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικῆς<br />

Ἑταιρείας ἀριθ. 26), Ἀθήνα 1931, σ. 22.<br />

3<br />

Ἐπίσημος Ἐφημερὶς τῆς Κρητικῆς Πολιτείας, Τεῦχος πρῶτον, ἔτος Β΄, ἀρ.


502 ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ<br />

Στὸ πρῶτο κιόλας ἄρθρο τοῦ Νόμου προσδιοριζόταν: «Πάντα<br />

τὰ ἐν Κρήτῃ ἀρχαῖα, κινητά τε καὶ ἀκίνητα, εἶναι ἰδιοκτησία τῆς<br />

Κρητικῆς Πολιτείας. Κατ’ ἀκολουθίαν τὸ δικαίωμα καὶ ἡ φροντὶς<br />

περὶ διασώσεως, ἀνακαλύψεως, περισυναγωγῆς καὶ καταθέσεως<br />

αὐτῶν ἐν δημοσίοις Μουσείοις ἀνήκει εἰς τὴν Κρητικὴν Κυβέρνησιν.<br />

Πᾶσα πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον ἐνέργεια ὑπάγεται εἰς τὴν δικαιοδοσίαν<br />

τῆς Ἀνωτέρας Διευθύνσεως τῆς Δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως» 4 .<br />

Ὡς πρὸς τὸ ποιά θεωροῦνταν «ἀρχαῖα», στὸ δεύτερο ἄρθρο τοῦ<br />

Νόμου, ἀποσαφηνιζόταν: «Ἀρχαῖα λογίζονται πάντα ἀνεξαιρέτως<br />

τὰ ἔργα τῆς Ἀρχιτεκτονικῆς, Γλυπτικῆς, Γραφικῆς ἢ οἱασδήποτε ἐν<br />

γένει τέχνης ἀπὸ τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τῆς καταλήψεως<br />

τῆς Κρήτης ὑπὸ τῶν Ἑνετῶν, οἷον παντοῖα οἰκοδομήματα καὶ ἀρχιτεκτονικὰ<br />

μνημεῖα, λίθοι μετὰ γλυφῆς τινὸς ἐκ τῶν μνημείων τούτων<br />

προερχόμενοι καὶ βάθρα, τείχῃ, τάφοι, λαξεύματα, ἀγάλματα, ἀνάγλυφα,<br />

εἰδώλεια, ἐπιγραφαί, ζωγραφίαι, ψηφοθετήματα, ἀγγεῖα,<br />

ὅπλα, κοσμήματα καὶ ἄλλα ἐξ οἱασδήποτε ὕλης ἔργα καὶ σκεύη, δακτυλιόλιθοι,<br />

νομίσματα κ.τ.λ. Εἰς τὰς διατάξεις τοῦ παρόντος νόμου<br />

ὑπάγονται καὶ τὰ κατὰ τὴν γνώμην τοῦ ἁρμοδίου Ἐφόρου ἢ τῆς<br />

Ἀρχαιολογικῆς Ἐπιτροπῆς ἱστορικὴν ἢ καλλιτεχνικὴν ἀξίαν ἔχοντα<br />

κινητά τε καὶ ἀκίνητα μνημεῖα τέχνης ἀπὸ τῆς καταλήψεως τῆς Κρήτης<br />

ὑπὸ τῶν Ἑνετῶν, μέχρι τῆς ἀπελευθερώσεως αὐτῆς» 5 .<br />

Τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἀρχαιολόγων γιὰ τὴ συντήρηση τῶν μνημείων<br />

τῆς Κρήτης τῆς βενετικῆς περιόδου, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κιόλας<br />

τῆς ἰσχύος τοῦ Νόμου «Περὶ ἀρχαιοτήτων», ὑπῆρξε μεγάλο. Ἐνδεικτικὰ<br />

ἀναφέρεται ἡ περίπτωση τοῦ Ἐπιμελητῆ τοῦ Ἀρχαιολογικοῦ<br />

Μουσείου Ρεθύμνου Εὐσταθίου Ν. Πετρουλάκι (περ. 1870-1927),<br />

ὁ ὁποῖος, σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Γενικὸ Διοικητὴ Κρήτης Στέφανο<br />

Δραγούμη στὶς 10 Φεβρουαρίου 1913, ἐπισήμαινε τὴν ἀνάγκη<br />

συντήρησης «τῶν ἀπείρων χριστιανικῶν μετ’ ἀρίστων τοιχογραφιῶν<br />

64, Ἐν Χανίοις τῇ 31 Αὐγούστου 1901, σ. 404-407. Πρβλ. Βασίλειον<br />

τῆς Ἑλλάδος – Ἡ Γενικὴ Διοίκησις Κρήτης (Τμῆμα Δ΄. Ἐκκλησίας καὶ<br />

Παιδείας), Ἀρχαιολογικὴ Νομοθεσία, [Ἀθήνα], Ἐκ τοῦ Ἐθνικοῦ Τυπογραφείου,<br />

1913, σ. 1-11. Στὸ τεῦχος ἔχει συγκεντρωθεῖ ὅλη ἡ ἀρχαιολογικὴ<br />

νομοθεσία γιὰ τὴν Κρήτη ὣς τὸ 1913.<br />

4<br />

Ἐπίσημος Ἐφημερὶς τῆς Κρητικῆς Πολιτείας, ἔτος Β΄, ἀρ. 64, Ἐν Χανίοις τῇ<br />

31 Αὐγούστου 1901, σ. 404. Πρβλ. Ἀρχαιολογικὴ Νομοθεσία, σ. 1, Κεφάλαιον<br />

Α΄. Περὶ ἀρχαιοτήτων ἐν γένει. Ἄρθρον 1.<br />

5<br />

Ἐπίσημος Ἐφημερὶς τῆς Κρητικῆς Πολιτείας, ἔτος Β΄, ἀρ. 64, Ἐν Χανίοις τῇ<br />

31 Αὐγούστου 1901, σ. 404. Πρβλ. Ἀρχαιολογικὴ Νομοθεσία, σ. 1, Κεφάλαιον<br />

Α΄. Περὶ ἀρχαιοτήτων ἐν γένει. Ἄρθρον 2.


ΦΡΟΝΤΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ<br />

ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 2ΟΥ ΑΙΩΝΑ: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ<br />

ΠΕΡΙΒΟΛΙΩΝ ΚΥΔΩΝΙΑΣ<br />

503<br />

ναῶν τῶν ἀνὰ τὴν νῆσον ὑπαρχόντων» 6 . Χαρακτηριστική, γιὰ τὸ<br />

θέμα, εἶναι ἡ περίπτωση τῆς ἐκκλησίας τοῦ τέλους τοῦ 16ου αἰώνα,<br />

ποὺ θὰ μᾶς ἀπασχολήσει στὴ συνέχεια.<br />

Ἡ μικρὴ καὶ κομψὴ ἐκκλησία τοῦ Προφήτη Ἠλία βρίσκεται<br />

ἀνάμεσα στὰ χωριὰ Περιβόλια καὶ Μουρνιὲς Κυδωνίας. Ἡ πρὸς<br />

δυσμὰς πρόσοψη τοῦ ναοῦ εἶναι χτισμένη ὣς τὴν κορυφή, συμπεριλαμβανομένου<br />

καὶ τοῦ ἄλλοτε κωδωνοστασίου του, ἀπὸ λίθους<br />

τετράγωνους καὶ πελεκητούς. Στὴν πρόσοψή του ὑπάρχουν δύο λαξευτὲς<br />

ἐπιγραφές. Ἡ μία, δίστιχη, γραμμένη μὲ ἀρχαϊκοὺς χαρακτῆρες<br />

σὲ ἰαμβικοὺς δωδεκασυλλάβους, βρίσκεται στὸ ὑπέρθυρο<br />

τῆς εἰσόδου. Ἡ ἄλλη, χαραγμένη μὲ ἀρχαϊκὰ γράμματα, ἑκατέρωθεν<br />

τοῦ ἀνάγλυφου οἰκοσήμου τῶν Καλλεργῶν, βρίσκεται σὲ διακοσμητικὴ<br />

ζώνη, κάτω ἀπὸ τὸν φεγγίτη. Τὰ γράμματα, ἐξαιτίας τοῦ<br />

παρεμβαλλόμενου οἰκοσήμου, ἀπέχουν μεταξύ τους καὶ χαράχθηκαν<br />

σὲ τρεῖς στίχους. Στὴν πραγματικότητα πρόκειται γιὰ δίστιχο ἐπίγραμμα<br />

σὲ ἰαμβικοὺς τονικοὺς δωδεκασυλλάβους. Σύμφωνα μὲ τὴν<br />

δεύτερη ἐπιγραφή, ποὺ εἶναι ἡ κτητορική, ἡ ἐκκλησία χτίστηκε ἀπὸ<br />

τὸν Πέτρον τὸν Καλιέργην τὸ ἔτος 1598.<br />

Περισσότερα στοιχεῖα γιὰ τὴ μονόχωρη ἐκκλησία δὲν ἔχουν<br />

ἐντοπιστεῖ. Στὸν γνωστὸ κατάλογο τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ διαμερίσματος<br />

τῶν Χανιῶν τοῦ ἔτους 1637, ἀναφέρεται ὅτι ἀνῆκε σὲ μοναστήρι.<br />

Ὁ καλόγερος Ματθαῖος Μεγαλοκονόμος ποὺ διέμενε στὸ μοναστήρι<br />

τοῦ Προφήτη Ἠλία, κοντὰ στὸ χωριὸ Μουρνιές, ἐμφανίστηκε στὶς<br />

βενετικὲς ἀρχὲς καὶ δήλωσε ὅτι εἶχε τὴ φροντίδα ἑνὸς ἱερομονάχου<br />

καὶ ἑνὸς καλογέρου. Τὸ μοναστήρι εἶχε ἐνοριακὴ μέριμνα πιστῶν.<br />

Τὰ ἔσοδά του, τακτικὰ καὶ ἔκτακτα, ἀνέρχονταν σὲ διακόσια μίστατα<br />

κρασί, δέκα μίστατα σιτάρι καὶ 3 μίστατα λάδι 7 .<br />

Γιὰ τὴν πορεία του, τὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν, πολὺ διαφωτιστικὰ<br />

εἶναι ὁρισμένα ἔγγραφα τῆς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ<br />

Ἁγίου Ὄρους 8 . Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1637-1675, πιθανότατα μετὰ τὸ<br />

ἔτος 1645, ὁπότε ἡ περιοχὴ τῶν Χανιῶν καταλήφθηκε ἀπὸ τοὺς<br />

6<br />

Βλ. σχετικὰ Κ. Γ. Τσικνάκης, Οἱ ἀγωνίες ἑνὸς ἀρχαιολόγου στὴν Κρήτη.<br />

Μιὰ ἐπιστολὴ τοῦ Εὐσταθίου Πετρουλάκι πρὸς τὸν Στέφανο Δραγούμη τὸ<br />

1913, Ἀντιδώρημα. Τιμητικὸς τόμος στὸν Γ. Π. Ἐκκεκάκη, Ρέθυμνο 2013, σ.<br />

343 καὶ 347.<br />

7<br />

Μαρία Κ. Χαιρέτη, Ἡ ἀπογραφὴ τῶν ναῶν καὶ τῶν μονῶν τῆς περιοχῆς<br />

Χανίων τοῦ ἔτους 1637, ΕΕΒΣ 36 (1968), σ. 349, ἀρ. 53.<br />

8<br />

Βλ. γι’ αὐτὰ Ν. Ψιλάκης, Μοναστήρια καὶ ἐρημητήρια τῆς Κρήτης, τ. 2, Ἡράκλειο<br />

1993, σ. 252-253.


504 ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ<br />

Τούρκους, τὸ μοναστήρι περιῆλθε στὴν κυριότητα τῆς Μονῆς Ἁγίας<br />

Τριάδας Περιβολιῶν 9 . Στὶς 4 Μαΐου 1675, ὕστερα ἀπὸ συμφωνία<br />

ἀνάμεσα στὴ Μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδας καὶ τὴ Μονὴ Μεγίστης Λαύρας,<br />

τὸ μοναστήρι τοῦ Προφήτη Ἠλία παρέμεινε στὴν ἰδιοκτησία τῆς<br />

πρώτης, ἐνῶ ἡ Ἁγία Μονὴ τοῦ Σαρακήνα 10 , ποὺ ἀποτελοῦσε τὸ διαφιλονικούμενο<br />

μοναστήρι, πέρασε ὑπὸ τὸν ἔλεγχο τῆς Μονῆς Μεγίστης<br />

Λαύρας 11 . Κάτω ἀπὸ ἀδιευκρίνιστες συνθῆκες, τὸ «ἐκκλησίδιον<br />

τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ μὲ τὴν περὶ αὐτὸ γῆν, ὂν ἀρχαῖον μονίδιον μὲ<br />

μοναχοὺς εἶχεν ἐλαιοτριβεῖον», προσαρτήθηκε στὴ Χαροντιά 12 .<br />

Ἄγνωστος ὡστόσο παραμένει ὁ χρόνος αὐτῆς τῆς προσάρτησης.<br />

Ἡ ἐκκλησία τοῦ Προφήτη Ἠλία ἀποτέλεσε ἀντικείμενο μελέτης<br />

ἀπὸ τὶς ἀρχὲς ἤδη τοῦ 20οῦ αἰώνα. Πρῶτος μελετητής της ὑπῆρξε ὁ<br />

Στέφανος Ξανθουδίδης. Ὡς Ἔφορος τῶν Ἀρχαιοτήτων Χανίων,<br />

τὴν εἶχε ἐντοπίσει κατὰ τὴ διάρκεια τῶν περιοδειῶν του, καὶ εἶχε<br />

ἀντιληφθεῖ τὴ σημασία της 13 . Σὲ ἕνα μάλιστα ἀπὸ τὰ πρῶτα ἐπι -<br />

στημο νικὰ ἄρθρα του εἶχε δημοσιεύσει τὴν κτητορικὴ ἐπιγραφή<br />

της 14 . Ὁ ἴδιος ἐρευνητής, στὸ γνωστὸ ἄρθρο του γιὰ τὶς χριστιανι κὲς<br />

ἐπιγραφὲς τῆς Κρήτης, ἐπανῆλθε στὴ μελέτη τῆς ἐκκλησίας. Ὕστερα<br />

ἀπὸ μιὰ σύντομη περιγραφή της, δημοσίευσε μὲ σχόλια τὶς δύο ἐπιγραφές<br />

της, ἔκανε λόγο γιὰ τὸν κτήτορα καὶ τὴν οἰκογένεια τῶν<br />

Καλλεργῶν καὶ παρέθεσε φωτογραφία τῆς πρόσοψής της (φωτ. 1) 15 .<br />

9<br />

Βλ. γι’ αὐτὴν Ψιλάκης, Μοναστήρια καὶ ἐρημητήρια τῆς Κρήτης, ὅ.π., σ.<br />

329-330 καὶ 335, σημ. 51-60. Ἐπίσης, Μ. Ἀνδριανάκης, Τὸ Σιναϊτικὸ<br />

Μετόχι τῆς Ἁγίας Τριάδας στὰ Περιβόλια Χανίων Κρήτης, Σιναϊτικὰ μετόχια<br />

σὲ Κρήτη καὶ Κύπρο, Ἀθήνα [2009], σ. 113-123 (κείμενο) καὶ σ. 359-<br />

364 (φωτογραφικὸ ὑλικό).<br />

10<br />

Περισσότερα γι’ αὐτὴν βλ. Ψιλάκης, Μοναστήρια καὶ ἐρημητήρια τῆς Κρήτης,<br />

ὅ.π., σ. 317-329 καὶ 335, σημ. 1-50.<br />

11<br />

Τὸ ἔγγραφο δημοσιεύεται ἀπὸ τὸν Ψιλάκη, Μοναστήρια καὶ ἐρημητήρια<br />

τῆς Κρήτης, ὅ.π., σ. 320-321 (τὸ ἀπόσπασμα, στὸ ὁποῖο γίνεται ἀναφορὰ<br />

στὸ μοναστήρι τοῦ Προφήτη Ἠλία, στὴ σ. 320: ... ἐξεχωρήσαμεν πρώτον τὸ<br />

πρᾶγμα του ἁγίου ἡλιοῦ...).<br />

12<br />

Γ. Παπαδοπετράκης, Ἱστορία τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐπονομαζομένης<br />

τῶν Ζαγκαρόλων καὶ ἐν τῷ Άκρωτηρίῳ Μελέχα τῆς Κρήτης<br />

εὑρισκομένης, Κρητικὰ Χρονικὰ 20 (1966), σ. 67. Πρβλ. Ψιλάκης, Μοναστήρια<br />

καὶ ἐρημητήρια τῆς Κρήτης, ὅ.π., σ. 252 καὶ 253, σημ. 85.<br />

13<br />

Γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴ δράση του βλ. Θ. Δετοράκης, Στέφανος Ξανθουδίδης. Βιογραφικὰ<br />

– Βιβλιογραφικά, Β΄ ἔκδοση, Ἡράκλειο 2002.<br />

14<br />

Στ. Ξανθουδίδης, Συνθήκη μεταξὺ τῆς Ἑνετικῆς Δημοκρατίας καὶ Ἀλεξίου<br />

Καλλιέργου, Ἀθηνᾶ 14 (1902), σ. 289, σημ. 1.<br />

15<br />

Στ. Ξανθουδίδης, Χριστιανικαὶ ἐπιγραφαὶ Κρήτης, Ἀθηνᾶ 15 (1903), σ.


ΦΡΟΝΤΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ<br />

ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 2ΟΥ ΑΙΩΝΑ: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ<br />

ΠΕΡΙΒΟΛΙΩΝ ΚΥΔΩΝΙΑΣ<br />

505<br />

Ἀναφερόμενος στὴν κατάσταση, στὴν ὁποία βρισκόταν, σημείωνε:<br />

«Ἡ ὡραία πρόσοψις τοῦ ἐκκλησιδίου, ὡς φαίνεται καὶ ἐκ τῆς εἰκόνος,<br />

εἶναι ἑτοιμόρροπος» 16 .<br />

Τὸ ἴδιο περίπου χρονικὸ διάστημα ἐπισκέφθηκε τὴν ἐκκλησία<br />

ὁ γνωστὸς ἰταλὸς ἀρχαιολόγος Giuseppe Gerola (1877-1938), ποὺ<br />

περιηγήθηκε στὴν Κρήτη τὰ χρόνια 1900-1902 17 , στὸ πλαίσιο ἐπι-<br />

Φωτ. 2.<br />

Ἡ ἐκκλησία<br />

στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ.<br />

(G. Gerola)<br />

102-104, εἰκ. 9 (ἔνθετη μεταξὺ τῶν σ. 102-103 στὸ ἀνάτυπο).<br />

16<br />

Ξανθουδίδης, Χριστιανικαὶ ἐπιγραφαὶ Κρήτης, ὅ.π., σ. 102.<br />

17<br />

Γιὰ τὴν παρουσία του στὴν Κρήτη, βλ. Κ. Γ. Τσικνάκης, Ἡ ἀποστολὴ τοῦ


506 ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ<br />

στημονικῆς ἀποστολῆς ποὺ εἶχε ὀργανωθεῖ ἀπὸ τὸ Istituto Veneto<br />

di Scienze, Lettere ed Arti, μὲ στόχο τὴν καταγραφὴ τῶν μνημείων<br />

τῆς βενετικῆς περιόδου 18 . Ἀναφορὰ στὸν ναὸ τοῦ Προφήτη Ἠλία<br />

ἔκανε στὸ μνημειῶδες ἔργο του Monumenti veneti nell’isola di Creta<br />

ποὺ ἄρχισε νὰ ἐκδίδει ὕστερα ἀπὸ λίγα χρόνια. Πιὸ συγκεκριμένα,<br />

στὸν δεύτερο τόμο ἀναφέρθηκε στὴν ἐκκλησία καὶ δημοσίευσε φωτογραφία<br />

τῆς πρόσοψής της ἀπὸ τὴ νοτιοδυτικὴ πλευρά (φωτ. 2) 19 .<br />

Στὸν τέταρτο τόμο τοῦ ἔργου του περιέγραψε τὸ οἰκόσημο τοῦ Πέτρου<br />

Καλλέργη καὶ δημοσίευσε τὸ κείμενο τῆς ἐπιγραφῆς τοῦ 1598 20 .<br />

Τὰ ἀμέσως ἑπόμενα χρόνια, μπροστὰ στὸν κίνδυνο κατάρρευσης<br />

τοῦ σημαντικοῦ αὐτοῦ μνημείου, ἔγιναν παραστάσεις ἀπὸ τοὺς<br />

ἀρχαιολόγους στὶς ἁρμόδιες ὑπηρεσίες τῆς Κρητικῆς Πολιτείας 21 .<br />

Δὲν ὑπῆρξε ὅμως κανένα ἀποτέλεσμα. Στὴν ἀδιαφορία ποὺ ἐπιδείχθηκε<br />

σημαντικὸ ρόλο ἔπαιξε ἡ ρευστὴ πολιτικὴ κατάσταση ποὺ<br />

ἐπικρατοῦσε τότε στὸ νησί.<br />

Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1912 τὸ πολιτικὸ σκηνικὸ εἶχε πλέον ἀλλάξει.<br />

Ἡ ἐπικείμενη ἕνωση τοῦ νησιοῦ μὲ τὴν Ἑλλάδα δημιουργοῦσε ἐλπίδες<br />

γιὰ τὴν ἐπίλυση προβλημάτων ποὺ χρόνιζαν 22 . Ἐπιμελητὴς τοῦ<br />

Μουσείου Χανίων ἦταν τότε ὁ φιλόλογος Παῦλος Α. Βαλάκης<br />

(1872-1940) 23 , ἰδιαίτερα εὐαίσθητος σὲ θέματα προστασίας τῶν<br />

Giuseppe Gerola στὴν Κρήτη (1900-1902) καὶ ἡ καταγραφὴ τῶν μνημείων<br />

τῆς βενετικῆς περιόδου, Ἡ τελευταία φάση τοῦ Κρητικοῦ Ζητήματος, ἐπιμ.<br />

Θ. Δετοράκης – Ἀλ. Καλοκαιρινός, Ἡράκλειο 2001, σ. 561-583· ὁ ἴδιος,<br />

Giuseppe Gerola a Creta e la registrazione dei monumenti del periodo<br />

veneziano, Candia e Cipro. Le due isole “maggiori” di Venezia, ἐπιμ. M.<br />

Scroccaro – M. G. Andrianakis, Μιλάνο 2010, σ. 25-42.<br />

18<br />

G. Gullino, L’Istituto Veneto di Scienze, Lettere ed Arti. Dalla rifondazione<br />

alla secona guerra mondiale (1838-1946), Βενετία 1996 (στὶς σ. 140-145<br />

γιὰ τὴν ἀποστολὴ τοῦ Giuseppe Gerola στὴν Κρήτη).<br />

19<br />

G. Gerola, Monumenti veneti nell’isola di Creta, τ. 2, Βενετία 1908, σ. 177<br />

σημ. 3, σ. 196 εἰκ. 135, 289 σημ. 1 καὶ σ. 292 φωτ. 362. Πρβλ. G.<br />

Gerola, Βενετικὰ Μνημεῖα τῆς Κρήτης (Ἐκκλησίες), μτφ. Στ. Γ. Σπανάκης,<br />

εἰσαγ. Στ. Γ. Σπανάκης καὶ A. Di Vita, Ἡράκλειο 1993, σ. 177 σημ. 382,<br />

σ. 196 εἰκ. 135, σ. 289, σημ. 501 καὶ σ. 292, εἰκ. 362.<br />

20<br />

G. Gerola, Monumenti veneti dell’isola di Creta, τ. 4, Βενετία 1932, σ. 239,<br />

ἀρ. 260 (οἰκόσημο), σ. 421, ἀρ. 6 (ἐπιγραφή).<br />

21<br />

Βλ. πιὸ κάτω.<br />

22<br />

Γιὰ τὴν ἐποχὴ βλ. Θ. Δετοράκης, Ἱστορία τῆς Κρήτης, Β΄ ἔκδοση, Ἡράκλειο<br />

Κρήτης 1990, σ. 454-456.<br />

23<br />

Βλ. γι’ αὐτὸν Ἀντ. Ν. Σεργεντάνης, Φιλολογικὸν μνημόσυνον Παύλου Ἀνδρέου<br />

Βαλάκη, Γυμνασιάρχου, Χανιὰ 1962. Γιὰ τὸ βιβλίο του Ἱστορία τῆς Κρήτης,<br />

τὸ ὁποῖο χρησιμοποιοῦσαν ὡς διδακτικὸ ἐγχειρίδιο οἱ μαθητὲς τῶν Δη-


ΦΡΟΝΤΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ<br />

ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 2ΟΥ ΑΙΩΝΑ: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ<br />

ΠΕΡΙΒΟΛΙΩΝ ΚΥΔΩΝΙΑΣ<br />

507<br />

χριστιανικῶν μνημείων 24 . Ἐκμεταλλευόμενος τὴν εὐνοϊκὴ συγκυρία<br />

ἔκρινε σκόπιμο νὰ ἐπανέλθει στὸ ζήτημα. Σὲ ἐπιστολὴ ποὺ ἀπέστειλε<br />

στὶς 14 Ἀπριλίου 1912 πρὸς τὴν «Ἀνωτέρα Διεύθυνσι ἐπὶ τῆς Παιδείας»,<br />

ἀφοῦ περιέγραψε τὴν ἄσχημη κατάσταση στὴν ὁποία βρισκόταν<br />

ἡ ἐκκλησία τοῦ Προφήτη Ἠλία Περιβολιῶν, ζήτησε τὴν<br />

ἄμεση λήψη μέτρων γιὰ τὴν προστασία της. Τὸ κείμενο τῆς δακτυλογραφημένης<br />

ἐπιστολῆς του δημοσιεύεται πιὸ κάτω. Μὲ μαῦρα<br />

στοιχεῖα ἀποδίδονται οἱ ἔντυπες λέξεις 25 .<br />

ΤΜΗΜΑ Δ΄<br />

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ & ΠΑΙΔΕΙΑΣ<br />

Ἀριθ. Πρωτ. 293<br />

Διεκπ. 197<br />

ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ<br />

—<br />

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΙΣ ΚΡΗΤΗΣ<br />

ΕΝ ΧΑΝΙΟΙΣ<br />

τῇ 1912<br />

Ἐν Χανίοις τῇ 14 Ἀπριλίου 1912<br />

Πρὸς τὴν Σεβ. Ἀνωτέραν Διεύθυνσιν ἐπὶ τῆς Παιδείας<br />

Κύριε Διοικῶν Ἐπίτροπε,<br />

Εὐσεβάστως ἀναφέρω Ὑμῖν ὅτι καθὼς ἐξέθηκα καὶ ἐν τῷ ὑπ’ ἀριθ. 85 τῆς<br />

29 Αὐγούστου 1908 πρὸς τὴν Σεβ. Ἀν. Διεύθυνσιν ἐπὶ τῆς Παιδείας<br />

ἐγγράφου μου, ὁ μεταξὺ τῶν χωρίων Μουρνιῶν καὶ Περιβολίων ἐπὶ ἐπό-<br />

μοτικῶν Σχολείων, βλ. Ν. Ε. Παπαδογιαννάκης – Ἀντ. Χουρδάκης – Ἡρ.<br />

Ρεράκης, Ἡ δημόσια χριστιανικὴ ἐκπαίδευση στὴν Κρήτη τὸ 19ο καὶ τὶς<br />

ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα: ἱστορικὴ ἐπισκόπηση, κεφαλαιώδης καταγραφὴ<br />

σχολικοῦ ἀρχειακοῦ ὑλικοῦ καὶ ἀνθολόγηση σχολικῶν ἐγχειριδίων, Κρητολογικὰ<br />

Γράμματα 14 (1998), σ. 338, 399, 431, 433 καὶ 436-453. Στὸ<br />

ἄρθρο διατηρεῖται ἡ γραφὴ «Βαλάκης», μὲ τὴν ὁποία καὶ εἶναι γνωστός<br />

σήμερα, ἀντὶ τῆς γραφῆς «Βαλάκις» μὲ τὴν ὁποία ὑπογράφει τὴν ἐπιστολὴ<br />

ποὺ δημοσιεύεται πιὸ κάτω.<br />

24<br />

Ἀπὸ τὰ σχετικὰ ἄρθρα ποὺ εἶχε δημοσιεύσει γιὰ τὰ χριστιανικὰ μνημεῖα<br />

ἀναφέρεται Ἡ οἰκοδομικὴ τῶν χριστιανικῶν ναῶν. Ἀνατύπωσις ἐκ τοῦ “Κρητικοῦ<br />

Ἀστέρος”, Ἐν Χανίοις, Ἐκ τοῦ Τυπογραφείου τῆς “Νέας Ἐρεύνης”, 1909.<br />

25<br />

Ἀμερικανικὴ Σχολὴ Κλασικῶν Σπουδῶν στὴν Ἀθήνα, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη,<br />

Ἀρχεῖο Στέφανου Ν. Δραγούμη, Κρήτη–Γενικὴ Διοίκηση, Φάκελος


508 ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ<br />

πτου θέσεως κείμενος ναὸς τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, ἀνήκων εἰς τὴν κοινότητα<br />

τῶν Περιβολίων φέρει ἐν τῇ προσόψει αὐτοῦ ῥῆγμα ἀπὸ τῆς θύρας μέχρι<br />

τοῦ θόλου, τοιαῦτα δὲ ῥήγματα φέρει καὶ ἀπὸ τῶν δύο πλαγίων παραθύρων<br />

καὶ ὄπισθεν ἀπὸ τῆς κόγχης μέχρι τοῦ ἐνετικοῦ θόλου, διὰ τούτων δὲ<br />

εἶναι καταφανὲς ὅτι ὑπάρχει ἄμεσος κίνδυνος πτώσεως τοῦ ὡραίου τούτου<br />

ναΐσκου. Ἐπειδὴ δ’ οὗτος κτισθεὶς τὸ 1598 ὑπὸ Πέτρου Καλιέργου ἔχει<br />

τὴν διὰ λίθων ὀρθογωνίαν ἐκτισμένην πρόσοψιν ἀρκετὰ κεκοσμημένην 26<br />

καὶ ἐπιμελῶς ἐπεξειργασμένην, φέρουσα δὲ καὶ ἐπιγραφὰς καὶ τὸ οἰκόσημον<br />

τῶν Καλιεργῶν, διὰ ταῦτα νομίζω ὅτι πρέπει νὰ ληφθῇ φροντὶς<br />

περὶ διασώσεως αὐτοῦ.<br />

Δι’ ὃ λαμβάνω τὴν τιμὴν νὰ προτείνω καὶ πάλιν ὅπως ἀποσταλῇ μηχανικὸς<br />

ἵνα μετ’ ἐξέτασιν ὑποβάλῃ προϋπολ/σμὸν τῆς ἀπαιτηθησομένης δαπάνης<br />

καὶ ἂν αὔτη δὲν ἀνέλθῃ εἰς σημαντικὸν ποσόν, ὡς ἐλπίζω, διατάξητε τὴν<br />

ἐπισκευὴν αὐτοῦ.<br />

Εὐπειθέστατος ὁ ἐπιμελητὴς τοῦ Ἀρχαιολογικοῦ Μουσείου Χανίων<br />

Τ. Σ. Παῦλος Βαλάκις<br />

Ἡ ἐκκλησία, μὲ βάση τὸ παραπάνω ἔγγραφο, διέτρεχε σοβαρότατο<br />

κίνδυνο. Χρειαζόταν νὰ ἐγκριθεῖ, χωρὶς καμία καθυστέρηση,<br />

χρηματικὸ ποσὸ προκειμένου νὰ ἐπισκευαστεῖ. Μιὰ ἰδέα γιὰ τὴν<br />

κατάσταση τῆς πρόσοψής της ἐκείνη τὴν περίοδο προσφέρει τὸ<br />

γνωστὸ φωτογραφικὸ ὑλικὸ τῆς περιόδου. Στὴ φωτογραφία τόσο<br />

τοῦ Στέφανου Ξανθουδίδη (βλ. φωτ. 1) ὅσο καὶ σ’ ἐκείνη τοῦ Giuseppe<br />

Gerola (βλ. φωτ. 2) εἶναι εὐδιάκριτο τὸ ἀναφερόμενο ἀπὸ<br />

τὸν Παῦλο Βαλάκη ῥῆγμα ἀπὸ τῆς θύρας μέχρι τοῦ θόλου.<br />

Πιὸ συγκεκριμένα, εἶχε δημιουργηθεῖ μιὰ κατὰ μῆκος ρωγμή,<br />

πλάτους 0,10 μ. περίπου, ποὺ ἐκτονωνόταν στὴν πρόσοψη, μὲ ἀντίστοιχη<br />

μετακίνηση τῶν δόμων, π.χ. στὴν ἐπιγραφή, στὸ γεῖσο καὶ<br />

δεξιὰ στὸ διακοσμημένο occulus, τμήματα τοῦ ὁποίου εἶχαν μετακινηθεῖ<br />

καὶ εἶχαν παραμορφώσει τὸν κύκλο. Ἡ ρωγμή συνεχιζόταν<br />

στὸ νότιο τμῆμα τῆς ὀξυκόρυφης καμάρας ἀλλὰ καὶ στὸ νότιο τμῆμα<br />

τοῦ ἀνατολικοῦ τοίχου. Εἶχε προκαλέσει ἀποκοπὴ καὶ κατάρρευση<br />

μεγάλου τμήματος τοῦ ὑπέρθυρου ἀπὸ τὴ νότια πλευρὰ καθὼς ἐπίσης<br />

93.3. Ἔγγραφο ἀρ. 66. Εὐχαριστῶ τὶς κυρίες Ναταλία Βογκέικωφ-Brogan,<br />

Ὑπεύθυνη Ἀρχείων Ἀμερικανικῆς Σχολῆς Κλασικῶν Σπουδῶν, καὶ Ἐλευθερία<br />

Δαλέζιου, ἀρχειονόμο-ἱστορικὸ τῶν Ἀρχείων τῆς Γενναδείου Βιβλιοθήκης,<br />

οἱ ὁποῖες διευκόλυναν τὴν ἔρευνά μου.<br />

26<br />

Οἱ λέξεις πρόσοψιν ἀρκετὰ κεκοσμημένην ἔχουν προστεθεῖ ἀπὸ τὸν Παῦλο<br />

Βαλάκη στὸ περιθώριο τῆς δακτυλόγραφης ἐπιστολῆς.


ΦΡΟΝΤΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ<br />

ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 2ΟΥ ΑΙΩΝΑ: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ<br />

ΠΕΡΙΒΟΛΙΩΝ ΚΥΔΩΝΙΑΣ<br />

509<br />

τοῦ δίλοβου καμπαναριοῦ, τοῦ ὁποίου οἱ πεσμένοι δόμοι φαίνονταν<br />

ἐπιτόπου (σώζονταν οι βάσεις τῶν πεσσών). Μιὰ ἄλλη, μεγάλη<br />

ρωγμή, ὑπῆρχε στὸ παράθυρο, στὸν νότιο τοῖχο. Εἶχε προέλθει, κα -<br />

τὰ πάσα πιθανότητα, ἀπὸ σεισμό, σὲ συνδυασμὸ μὲ πιθανὰ προβλήματα<br />

θεμελίωσης. Αὐτό δείχνει καὶ ἡ κατάρρευση τοῦ καμπαναριοῦ 27 .<br />

Ἡ ἀνταπόκριση τοῦ Διοικοῦντος Ἐπιτρόπου τῆς Ἀνωτέρας Διευθύνσεως<br />

ἐπὶ τῆς Παιδείας 28 , αὐτὴ τὴ φορά, ὑπῆρξε ἄμεση. Γιὰ<br />

τὶς κινήσεις στὶς ὁποῖες προχώρησε καὶ τὴν ἐξέλιξη τοῦ θέματος,<br />

μᾶς ἐνημερώνει τὸ ἀκόλουθο, ἀνυπόγραφο χειρόγραφο σημείωμα,<br />

ποὺ εἶναι συνημμένο στὴν παραπάνω ἐπιστολή 29 :<br />

Κατόπιν τοῦ ὑπ’ ἀριθμ. 293/197 τοῦ 1912 ἐγγράφου τοῦ Ἐπιμελητοῦ<br />

τοῦ Μουσείου Χανίων πρὸς τὴν Ἀν. Διεύθυνσιν τῆς Παιδείας διετάχθη ἡ<br />

Διεύθυνσις τῶν Δημοσίων ἒργων νὰ ἀποστείλῃ Μηχανικὸν καὶ ἐξετάσῃ<br />

τὸν ἐν τῷ ἐγγράφω ἀναφερόμενον ναὸν καὶ ὑποβάλῃ συγχρόνως τὴν μελέτην<br />

καὶ τὸν προϋπολογισμὸν τῆς ἀπαιτηθησομένης δαπάνης διὰ τὴν<br />

ἐπισκευὴν αὐτοῦ.<br />

Τῇ 18ῃ Ἀπριλίου 1912 ὑπεβλήθη ὑπὸ τῆς Διευθύνσεως τῶν Δημοσίων<br />

ἒργων εἰς τὴν Διεύθυνσιν τῆς Παιδείας ὁ προϋπολογισμὸς τῆς ἀπαιτηθησομένης<br />

δαπάνης διὰ τὴν ἐπισκευὴν τοῦ ναοῦ ἐκ δραχμῶν 429,90, ὅστις<br />

καὶ ἐνεκρίθη χορηγηθείσης καὶ τῆς σχετικῆς πιστώσεως.<br />

Τὸ ἒργον ἐδόθη εἰς μειοδοσίαν· ἐκτελεσθείσης τῆς ἐργασίας ἐγένετο καὶ<br />

ὁριστικὴ παραλαβὴ τὴν 28ην Αὐγούστου 1912 καὶ ἐξεδόθη ἐπ’ ὀνόματι<br />

τοῦ ἐργολάβου τὴν 13 Σ/βρίου 1912 χρηματικὸν ἒνταλμα ἐκ δραχ.<br />

421,30 διὰ τὴν ἐπισκευὴν τοῦ ναοῦ.<br />

Μὲ ἐντολὴ τῆς Ἀνωτέρας Διευθύνσεως ἐπὶ τῆς Παιδείας, ἐστάλη<br />

ἀπὸ τὴ Διεύθυνση τῶν Δημοσίων Ἔργων μηχανικός, προκειμένου<br />

νὰ ἐξετάσει τὴν ἐκκλησία καὶ ὑποβάλει μελέτη καὶ προϋπολογισμὸ<br />

τῆς δαπάνης. Διευθυντὴς Δημοσίων Ἔργων, τὴν περίοδο ἐκείνη,<br />

27<br />

Εὐχαριστῶ τὸν ἀρχαιολόγο Μιχάλη Ἀνδριανάκη ὁ ὁποῖος, μὲ βάση τὶς<br />

φωτογραφίες τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰώνα, μοῦ ἔγραψε τὶς παρατηρήσεις<br />

του σχετικὰ μὲ τὶς ζημιὲς ποὺ εἶχε ὑποστεῖ ἡ ἐκκλησία.<br />

28<br />

Τὴ θέση κατεῖχε ἀπὸ τὶς 3 Μαρτίου 1912 ὁ Βασίλειος Σκουλᾶς. Γιὰ τὴν<br />

τοποθέτησή του βλ. Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος. Παράρτημα τῆς Ἐφημερίδος τῆς<br />

Κυβερνήσεως ἐν Κρήτῃ, Τεῦχος πρῶτον, ἀρ. 20, Ἐν Χανίοις τῇ 3 Μαρτίου<br />

1812, σ. 1.<br />

29<br />

Ἀμερικανικὴ Σχολὴ Κλασικῶν Σπουδῶν στὴν Ἀθήνα, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη,<br />

Ἀρχεῖο Στέφανου Ν. Δραγούμη, Κρήτη–Γενικὴ Διοίκηση, Φάκελος<br />

93.3. Ἔγγραφο ἀρ. 67.


510 ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ<br />

ἦταν ὁ Σ. Πεζανός 30 . Αὐτὸς φαίνεται ὅτι κινητοποιήθηκε. Ὅσον<br />

ἀφορᾶ τὸν μηχανικό, κατὰ πάσα πιθανότητα ἦταν ὁ Γεώργιος Καρυωτάκης,<br />

ὁ ὁποῖος τὸ διάστημα ἐκεῖνο ἦταν ὁ νομομηχανικὸς τῆς<br />

1ης Περιφέρειας 31 . Ὅπως κι ἂν ἔχουν τὰ πράγματα, ὁ προϋπολογισμὸς<br />

τῆς δαπάνης ἐπισκευῆς ὑπολογίστηκε σὲ 429,90 δραχμές.<br />

Ἡ σχετικὴ πίστωση ἐγκρίθηκε ἀπὸ τὴν Ἀνωτέρα Διεύθυνση ἐπὶ τῆς<br />

Παιδείας. Τὸ ἔργο δόθηκε σὲ μειοδοσία ἀλλὰ δὲν γνωρίζουμε ποιός<br />

ἐργολάβος ἀνέλαβε τὶς ἐργασίες οὔτε τὸν τρόπο δουλειᾶς του. Χάρη<br />

στὶς ἐπισκευαστικὲς ἐργασίες, πάντως, οἱ ὁποῖες ὁλοκληρώθηκαν<br />

στὶς 28 Αὐγούστου 1912, φαίνεται ὅτι ἀποκαταστάθηκαν σὲ σημαντικὸ<br />

βαθμὸ οἱ βλάβες ποὺ ὑπῆρχαν στὴ μικρὴ ἐκκλησία. Ὁ<br />

ἐργολάβος, γιὰ τὶς ὑπηρεσίες του, εἰσέπραξε στὶς 13 Σεπτεμβρίου<br />

τὸ ποσὸ τῶν 421,30 δραχμῶν. Περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὴν<br />

ὑπόθεση, δυστυχῶς, δὲν ἔχουν ἐντοπιστεῖ.<br />

Γιὰ τὶς ἐργασίες ποὺ πραγματοποιήθηκαν ἀπὸ τὸν ἐργολάβο<br />

προκειμένου νὰ ἐπισκευάσει τὶς ζημιὲς τῆς ἐκκλησίας, μᾶς διαφωτίζουν<br />

μεταγενέστερες φωτογραφίες της (βλ. φωτ. 3) 32 . Οἱ ἐργασίες,<br />

ὅπως συνάγεται, στράφηκαν ἀρχικὰ στὸ κλείσιμο τῆς μεγάλης<br />

ρωγμῆς. Ἔτσι, στὴν πρόσοψη, καταβλήθηκε ἰδιαίτερη προσπάθεια<br />

«συμπλήρωσης» τῆς ρωγμῆς μὲ μικρὰ τμήματα λαξευτοῦ πωρολίθου<br />

(μιὰ ἀναστηλωτικὴ ἐπέμβαση) μὲ κανονικὴ λάξευση. Τὰ τμήματα<br />

τοῦ occulus ἐπανατοποθετήθηκαν στὴ θέση τους καὶ τὸ κενὸ ποὺ<br />

εἶχε δημιουργηθεῖ συμπληρώθηκε μὲ χαλικολόγημα καὶ (πιθανῶς)<br />

κονίαμα. Μὲ κανονικὴ λάξευση συμπληρώθηκε καὶ τὸ ὑπέρθυρο<br />

ποὺ στηρίχθηκε ἐσωτερικὰ πάνω σὲ ὁριζόντιο σίδερο. Ἡ ρωγμή<br />

κλείστηκε ἐσωτερικὰ μὲ ἁπλὴ συμπλήρωση τῆς κοινῆς τοιχοποιίας.<br />

Μὲ τὴν τοποθέτηση συμπληρώματος, ἀνάμεσα στὰ δύο τμήματα<br />

τῆς ἐπιγραφῆς, διατηρήθηκε τὸ κενὸ μεταξὺ τῶν δύο λίθων. Κατὰ<br />

ἀνάλογο τρόπο συμπληρώθηκε ἡ ρωγμὴ στὴν καμάρα καὶ στὸν<br />

30<br />

Γιὰ τὴν Ὑπηρεσία Δημοσίων Ἔργων τὴν περίοδο ἐκείνη βλ. Χρυσούλα<br />

Τζομπανάκη, Ἡ ἀρχιτεκτονικὴ στὴν Κρήτη. Περίοδος τῶν νεωτέρων χρόνων,<br />

τόμ. 1/1 19ος αἰ. καὶ Περίοδος τῆς Αὐτονομίας, Ἡράκλειο 2005, σ. 90-102<br />

(στὴ σ. 100 γιὰ τοὺς μηχανικοὺς καὶ τοὺς ἀρχιτέκτονες κατὰ τὸ ἔτος<br />

1912). Γιὰ τὸ θέμα βλ. καὶ Αἰμιλία Κλάδου-Μπλέτσα, Τὰ Χανιὰ ἒξω ἀπὸ τὰ<br />

τείχη, Δεύτερη ἔκδοση, Χανιά 1998, σ. 34-39.<br />

31<br />

Πρόκειται γιὰ τὸν πατέρα τοῦ ποιητῆ Κώστα Καρυωτάκη (1896-1928).<br />

Βλ. σχετικὰ Ν. Β. Τωμαδάκης, Ὁ Κώστας Καρυωτάκης στὴν Κρήτη, Κρητικὲς<br />

Σελίδες, ἔτος Α΄, τεῦχ. 5, Ἡράκλειο, Ἰούνιος 1936, σ. 146-148.<br />

32<br />

Ἡ φωτογραφία ποὺ δημοσιεύεται εἶναι τοῦ ἔτους 1982, προέρχεται ἀπὸ<br />

τὸ Φωτογραφικὸ Ἀρχεῖο τῆς 28ης Ἐφορείας Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων<br />

καὶ τέθηκε στὴ διάθεσή μου ἀπὸ τὸν ἀρχαιολόγο Μιχάλη Ἀνδριανάκη.


ΦΡΟΝΤΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ<br />

ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 2ΟΥ ΑΙΩΝΑ: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ<br />

ΠΕΡΙΒΟΛΙΩΝ ΚΥΔΩΝΙΑΣ<br />

511<br />

ἀνατολικό τοίχο. Γιὰ τὴ συγκράτηση τοῦ ναοῦ, ἐξαιτίας τῆς ἀπόκλισης<br />

ποὺ παρουσίαζε, τοποθετήθηκαν κατὰ μῆκος καὶ κατὰ πλάτος ἀνὰ<br />

δύο σιδερένιοι ἑλκυστῆρες. Οἱ ἀπολήξεις τους, φαίνονται ἐξωτερικά,<br />

Φωτ. 3.<br />

Ἡ ἐκκλησία κατὰ τὸ 1982.


512 ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ<br />

στὴ ζώνη μὲ τὸ οἰκόσημο 33 . Ἡ ὅλη ἐργασία, σύμφωνα μὲ τὸν ἀρχαιολόγο<br />

Μιχάλη Ἀνδριανάκη, «ἦταν μιὰ ἐνδιαφέρουσα προσπάθεια<br />

ἀποκατάστασης μὲ σεβασμὸ τῆς ἀρχικῆς μορφῆς τοῦ ναοῦ».<br />

Τὸ χρονικὸ διάστημα, ἀμέσως μετὰ τὴν ἐπισκευή της τὸ 1912,<br />

ἡ ἐκκλησία τοῦ Προφήτη Ἠλία συνέχισε νὰ ἀποτελεῖ ἀντικείμενο<br />

μελέτης. Μεταξὺ τῶν ἐπισκεπτῶν της ἦταν ὁ Στέφανος Ν. Δραγούμης<br />

(Ἀθήνα 1842-1923) 34 . Τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν ἐκκλησία φαίνεται<br />

πὼς ὑπῆρξε ζωηρό. Αὐτὸς συνέταξε καὶ τὸ ἀνυπόγραφο σημείωμα<br />

μὲ τὴν κατάληξη τῆς ὑπόθεσης. Ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ ἡ ὕπαρξη στὸ<br />

ἀρχεῖο του τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Παύλου Βαλάκη.<br />

Ὁ Στέφανος Δραγούμης, ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους Ἕλληνες<br />

ἀρχαιολόγους τῆς ἐποχῆς, διορίστηκε Γενικὸς Διοικητὴς Κρήτης<br />

τὴν περίοδο ἀπὸ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1912 ὣς τὸν Ἰούνιο τοῦ 1913 35 .<br />

Κατὰ τὸ διάστημα τῆς θητείας του, μεταξὺ τῶν ἄλλων θεμάτων, στὰ<br />

ὁποῖα κλήθηκε νὰ δώσει λύσεις, ἦταν καὶ γιὰ τὰ ἀρχαιολογικὰ ζητήματα<br />

36 . Γιὰ νὰ σχηματίσει μάλιστα ἀκριβὴ εἰκόνα γιὰ αὐτά, φρόντισε<br />

νὰ διατηρεῖ στενὲς ἐπαφὲς μὲ τοὺς διανοούμενους τοῦ νησιοῦ.<br />

Στὶς ἐπισκέψεις του σὲ διάφορες περιοχὲς τοῦ νησιοῦ, παράλληλα<br />

μὲ τὴν ἐπίλυση καθημερινῶν προβλημάτων 37 , μελέτησε καὶ τὰ μνημεῖα.<br />

Μὲ βάση τὸ ὑλικὸ ποὺ συγκέντρωσε ἔστειλε στὶς 23 Μαρτίου<br />

1913 στὸν Στέφανο Ξανθουδίδη τὶς παρατηρήσεις του σχετικὰ μὲ<br />

τὴν ἐπιστημονικὴ ἐργασία τοῦ τελευταίου «Χριστιανικαὶ ἐπιγραφαὶ<br />

Κρήτης». Αὐτές, θεωρήθηκαν ἀπὸ τὸν Στέφανο Ξανθουδίδη ὅτι<br />

33<br />

Τὶς ἐπισημάνσεις γιὰ τὶς ἐργασίες ποὺ ἀναλήφθηκαν ἀπὸ τὸν ἐργολάβο,<br />

ὀφείλω στὸν ἀρχαιολόγο Μιχάλη Ἀνδριανάκη, τὸν ὁποῖο καὶ εὐχαριστῶ<br />

γιὰ τὴν προθυμία του νὰ ἀνταποκριθεῖ σὲ αἴτημά μου.<br />

34<br />

Γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Στέφανου Ν. Δραγούμη βλ. γενικὰ Εὐάγγ. Κωφός,<br />

Δραγούμης Στέφανος, Ἐκπαιδευτικὴ Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, τ. 3<br />

Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Ἀθήνα 1985, σ. 308-309. Βλ. καὶ Ἀρχεῖα<br />

Οἰκογένειας Δραγούμη. Εὑρετήρια, ἐπιμ. Χριστίνα Βάρδα – Βούλα Κόντη,<br />

Ἀθήνα 1989, σ. 39-302.<br />

35<br />

Γιὰ τὴ σημασία τῆς ἀποστολῆς του στὴν Κρήτη βλ. Γ. Παπαντωνάκης, Ἡ<br />

ἀποστολὴ τοῦ κ. Στεφ. Δραγούμη εἰς Κρήτην, στὸ βιβλίο του, Ἑλληνικὰ ζητήματα,<br />

Ἀθήνα 1916, σ. 84-86.<br />

36<br />

Γιὰ τὴν κατάσταση ποὺ ἐπικρατοῦσε τότε ὡς πρὸς τὰ ἀρχαιολογικὰ πράγματα<br />

τοῦ νησιοῦ ἀναλυτικότερα στοιχεῖα διασώζει στὸ βιβλίο του ο Χατζιδάκης,<br />

Ἱστορία τοῦ Κρητικοῦ Μουσείου καὶ τῶν ἀρχαιολογικῶν ἐρευνῶν ἐν<br />

Κρήτῃ, ὅ.π.<br />

37<br />

Γιὰ τὴν παρουσία του στὴν Κρήτη βλ. Ἑλένη Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, Ὁ Στέφανος<br />

Δραγούμης καὶ ἡ ὁριστικὴ λύση τοῦ Κρητικοῦ Ζητήματος, Ἡ τελευταία<br />

φάση τοῦ Κρητικοῦ Ζητήματος, ὅ.π., σ. 67-79.


ΦΡΟΝΤΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ<br />

ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 2ΟΥ ΑΙΩΝΑ: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ<br />

ΠΕΡΙΒΟΛΙΩΝ ΚΥΔΩΝΙΑΣ<br />

513<br />

πρόσφεραν νέα στοιχεῖα στὴν ἔρευνα, γι’ αὐτὸ καὶ ἔκρινε σκόπιμο<br />

νὰ τὶς δημοσιεύσει στὸ περιοδικὸ Χριστιανικὴ Κρήτη, τοῦ ὁποίου<br />

ἦταν διευθυντής 38 . Ὡς πρὸς τὴν ἐκκλησία τοῦ Προφήτη Ἠλία, ὁ<br />

Στέφανος Δραγούμης πρότεινε ὁρισμένες βελτιώσεις στὴν ἀνάγνωση<br />

τῆς ἐπιγραφῆς τοῦ 1598 ἀπὸ τὸν Στέφανο Ξανθουδίδη 39 .<br />

Τὸ ἐρευνητικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἐκκλησία τοῦ Προφήτη Ἠλία<br />

διατηρεῖται ἀμείωτο ὣς τὶς μέρες μας. Ἀναφέρονται, ἐνδεικτικά,<br />

ὁρισμένες περιπτώσεις. Ἀπὸ τοὺς Spiridione Alessandro Curuni<br />

καὶ Lucilla Donati στὸ βιβλίο τους γιὰ τὴ «Βενετικὴ Κρήτη»<br />

ἀναδημοσιεύτηκε ἡ φωτογραφία τῆς πρόσοψης τῆς ἐκκλησίας ποὺ<br />

εἶχε τραβήξει στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα ὁ Giuseppe Gerola 40 . Ὁ<br />

Ἐμμανουὴλ Καλλέργης ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα μὲ τὴν ἐκκλησία τοῦ<br />

Προφήτη Ἠλία, τὸ οἰκόσημο καὶ τὴν ἐπιγραφὴ τοῦ Πέτρου<br />

Καλιέργη 41 . Ὁ Νίκος Ψιλάκης, στὸ γνωστὸ βιβλίο του γιὰ τὰ<br />

μοναστήρια καὶ τὰ ἐρημητήρια τῆς Κρήτης, ἀναφέρθηκε στὴν<br />

ἐκκλησία, παρουσιάζοντας νέα ἀρχειακὰ τεκμήρια γι’ αὐτήν 42 . Τὴν<br />

«ἄριστα ὀργανωμένη μανιεριστικὴ» πρόσοψη τῆς ἐκκλησίας<br />

σχολίασε ὁ Μιχάλης Ἀνδριανάκης 43 . Ὁ Στυλιανὸς Ἀλεξίου<br />

ἀσχολήθηκε ξανὰ μὲ τὶς ἐπιγραφὲς τῆς ἐκκλησίας, ἐπιφέροντας<br />

38<br />

Στ. Ν. Δραγούμης, Παρατηρήσεις εἰς χριστιανικὰς ἐπιγραφὰς Κρήτης Σ.<br />

Ξανθουδίδου, Χριστιανικὴ Κρήτη 2 (1913), σ. 129-132 (στὴ σ. 129, σημ.<br />

1, δημοσιεύεται μικρὸ, ἀνυπόγραφο ἐγκωμιαστικὸ σχόλιο γιὰ τὸ ἄρθρο,<br />

γραμμένο ἀπὸ τὴ Διεύθυνση τοῦ περιοδικοῦ, δηλαδὴ τὸν Στέφανο Ξανθουδίδη).<br />

39<br />

Δραγούμης, Παρατηρήσεις εἰς χριστιανικὰς ἐπιγραφὰς Κρήτης Σ. Ξανθουδίδου,<br />

ὅ.π., σ. 130.<br />

40<br />

S. A. Curuni – Lucilla Donati, Creta Veneziana. L’Istituto Veneto e la Missione<br />

Cretese di Giuseppe Gerola. Collezione fotografica 1900-1902, Βενετία 1988,<br />

σ. 294, ἀρ. πλάκας 462.<br />

41<br />

Ἐμμ. Καλλέργης, Τὸ οἰκόσημο Καλλέργη στὴν Κρήτη, Κρητολογικὰ Γράμματα<br />

2 (1990), σ. 126 καὶ 131· ὁἴδιος, Ἐπιγραφὲς γιὰ τοὺς Καλλέργες στὴν<br />

Κρήτη, Ἀμάλθεια, ἔτος ΚΑ', τεῦχ. 82-85, Ἅγιος Νικόλαος, Ἰανουάριος-Δεκέμβριος<br />

1990, σ. 146. Τὰ ἄρθρα ἀναδημοσιεύτηκαν στὸ βιβλίο: Ἐμμ.<br />

Σ. Καλλέργης, Εἰσαγωγὴ στὴν ἱστορία τῶν Καλλεργῶν, Α', Ρέθυμνο 2007, σ.<br />

25, σ. 30, ἀρ. 33 καὶ 45· στὴ σ. 182 φωτογραφία τῆς πρόσοψης τῆς<br />

ἐκκλησίας μὲ τὸ οἰκόσημο και τὴν ἐπιγραφή.<br />

42<br />

Ψιλάκης, Μοναστήρια καὶ ἐρημητήρια τῆς Κρήτης, ὅ.π., σ. 252-253 καὶ<br />

254 (φωτογραφία τῆς ἐκκλησίας).<br />

43<br />

Μ. Ἀνδριανάκης, Ἡ ἀρχιτεκτονικὴ γλυπτικὴ στὴν Κρήτη, Γλυπτικὴ καὶ Λιθοξοϊκὴ<br />

στὴ Λατινικὴ Ἀνατολή. 13ος–17ος αἰώνας, ἐπιμ. Ὄλγα Γκράτζιου,<br />

Ἡράκλειο 2007, σ. 28 καὶ σημ. 78, εἰκ. 19.


514 ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ<br />

βελτιώσεις στὶς ἀναγνώσεις τῆς ἐπιγραφῆς τοῦ 1598 τοῦ Στέφανου<br />

Ξανθουδίδη καὶ τοῦ Στέφανου Δραγούμη 44 . Τελευταῖα, ἡ Ὄλγα<br />

Γκράτζιου, σχολίασε σὲ βιβλίο της τὴν πρόσοψη τῆς ἐκκλησίας 45 .<br />

44<br />

Βλ. σχετικὰ Στ. Ἀλεξίου, Βενετοκρητικὲς ἐπιγραφὲς Σιλάμου, Περβολιῶν,<br />

Ρεθύμνου, Ψηφίδες. Μελέτες Ἱστορίας, Ἀρχαιολογίας καὶ Τέχνης. Στὴ μνήμη<br />

τῆς Στέλλας Παπαδάκη-Oekland, ἐπιμ. Ὄλγα Γκράτζιου – Χρ. Λοῦκος, Ἡράκλειο<br />

2009, σ. 225-226 (= Στ. Ἀλεξίου, Βενετοκρητικὲς ἐπιγραφές, Ποικίλα<br />

Ἑλληνικά. Μελέτες, Ἀθήνα 2009, σ. 69-71).<br />

45<br />

Ὄλγα Γκράτζιου, Ἡ Κρήτη στὴν ὕστερη μεσαιωνικὴ ἐποχή. Ἡ μαρτυρία τῆς<br />

ἐκκλησιαστικῆς ἀρχιτεκτονικῆς, Ἡράκλειο 2010, σ. 92 καὶ 106-107 εἰκ.<br />

125.


Πρωτοπρεσβύτερος Περίανδρος Ι. Επιτροπάκης<br />

Λατρευτικός προορισμός<br />

και μνημειακός χαρακτήρας<br />

του χριστιανικού ναού:<br />

Dicatio ad patriam versus<br />

deputationem ad cultum 1<br />

“sunt lacrimae rerum, et mentem mortalia tangunt”<br />

Publius Vergilius Maro, Æneis I,462<br />

Στην ελληνική έννομη τάξη παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το<br />

ζήτημα της οριοθέτησης των αρμοδιοτήτων Κράτους και Εκκλησίας<br />

στο θέμα της προστασίας των ακίνητων θρησκευτικών πολιτιστικών<br />

αγαθών λατρευτικού προορισμού. Όταν κατά την έννοια του αρχαιολογικού<br />

νόμου ένας χριστιανικός ναός συνιστά μνημείο, ενδέχεται<br />

να προκληθεί σύγκρουση των ατομικών δικαιωμάτων που διέπουν<br />

το διφυή χαρακτήρα του. Το παρόν κείμενο αποτελεί προσπάθεια<br />

θεωρητικής προσέγγισης του συνταγματικού εναρμονισμού του δικαιώματος<br />

της ελευθερίας στη λατρεία 2 και του «δικαιώματος στον<br />

πολιτισμό» 3 . Το ζήτημα επιλύεται με την αρχή της αναλογικότητας,<br />

1<br />

Αφορμή για το θέμα αποτέλεσε η εκπόνηση στη Θεολογική Σχολή του<br />

ΑΠΘ, το 2013, Μεταπτυχιακής Διπλωματικής εργασίας Εκκλησιαστικού<br />

& Κανονικού Δικαίου, με τίτλο: «Ο χριστιανικός ναός υπό το πρίσμα του<br />

δικαιώματος στον πολιτισμό και του δικαιώματος στη λατρεία: Σχέση έντασης<br />

ή αρμονικής συνύπαρξης;» και επιβλέποντα τον Επ. Καθ. κ. Νικόλαο<br />

Μαγγιώρο. Ιδιαίτερες ευχαριστίες απευθύνω στον Εφέτη Κρήτης κ. Απόστολο<br />

Αλ. Φωτόπουλο και στον Επ. Καθ. Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο<br />

Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Δρ. Ιωάννη Δ. Βαραλή.<br />

2<br />

Αποτελεί βασική εκδήλωση του ευρύτερου ατομικού δικαιώματος της θρησκευτικής<br />

ελευθερίας και εισάγεται με το άρθρο 13 παρ. 2 εδ. α΄, β΄ Σ:<br />

«Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της<br />

τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. Η άσκηση της λατρείας<br />

δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη».<br />

3<br />

Πρώτη χρήση του όρου στο: Α. Μανιτάκης, «Το συνταγματικό δικαίωμα


518 ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΠΕΡΙΑΝΔΡΟΣ Ι. ΕΠΙΤΡΟΠΑΚΗΣ<br />

η οποία εισάγεται από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. δ ́ του<br />

Συντάγματος της Ελλάδας [1975/1986/2001/ 2008] 4 .<br />

Τα δύο παραπάνω δικαιώματα προστατεύονται σε διεθνές και<br />

ενωσιακό-εθνικό επίπεδο 5 . Στην Ελλάδα βασικό νομοθέτημα για<br />

την προστασία του χριστιανικού ναού ως λατρευτικού χώρου, αλλά<br />

και ως πολιτιστικού αγαθού, αποτελεί ο ισχύων αρχαιολογικός νόστον<br />

πολιτισμό», Το Βήμα 3.12.1995, Νέες Εποχές 6 (44). Το δικαίωμα<br />

αυτό εισάγεται με το άρθρο 24 παρ. 1 εδ. α΄, β΄ και παρ. 6 Σ: «Η προστασία<br />

του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση<br />

του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος<br />

έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα<br />

στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. … Τα μνημεία, οι παραδοσιακές<br />

περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το Κράτος. Ο<br />

νόμος θα ορίσει τα αναγκαία για την πραγματοποίηση της προστασίας<br />

αυτής περιοριστικά μέτρα της ιδιοκτησίας, καθώς και τον τρόπο και το είδος<br />

της αποζημίωσης των ιδιοκτητών».<br />

4<br />

«Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν<br />

στα δικαιώματα αυτά (του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του<br />

κοινωνικού συνόλου) πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το<br />

Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και<br />

να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας».<br />

5<br />

Η θρησκευτική ελευθερία κατοχυρώνεται σε διεθνές επίπεδο από: α) το<br />

άρθρο 1 του Χάρτη Ο.Η.Ε. (26.6.1945), β) τα άρθρα 18, 1(γ, δ, στ),<br />

2(α, β, ε), 21, 26, 29 της Οικουμενικής Διακήρυξης Δικαιωμάτων του<br />

Ανθρώπου που υιοθέτησε ο Ο.Η.Ε. (1948), γ) το άρθρο 18 του Διεθνούς<br />

Συμφώνου Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων Ο.Η.Ε. (1966) που<br />

κυρώθηκε με τον Ν 2462/1997 (ΦΕΚ 25/Α΄/26.2.1997), δ) τα άρθρα<br />

2, 3, 4, 5, 6 της Διακήρυξης της Γενικής Συνέλευσης Ο.Η.Ε. (1981), ε)<br />

τη Διακήρυξη της Γενικής Συνέλευσης Ο.Η.Ε. περί μειονοτήτων (1992),<br />

και στ) το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά<br />

Δικαιώματα (Νέα Υόρκη, 1985) που κυρώθηκε με τον Ν 1532/1985<br />

(ΦΕΚ 45/Α΄/19.3.1985). Η θρησκευτική ελευθερία προστατεύεται σε<br />

περιφερειακό επίπεδο από: α) τα άρθρα 5, 6, 8, 9, 10, 11, 14 της Ευρωπαϊκής<br />

Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου<br />

και των Θεμελιωδών Ελευθεριών ή ΕΣΔΑ (Ρώμη, 4 11.1950) και το άρθρο<br />

2 του Α΄ Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της (Παρίσι, 20.3.1952) που κυρώθηκαν<br />

με το ΝΔ 53/1974 (ΦΕΚ 256/Α΄/20.9.1974), β) την Τελική<br />

Πράξη της Διάσκεψης Ασφάλειας και Συνεργασίας στην Ευρώπη (Ελσίνκι,<br />

1975), γ) τα άρθρα 70, 80, 81, 82 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων<br />

της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Νίκαια Γαλλίας, 7.12.2000), ο οποίος ενσωματώθηκε<br />

στο λεγόμενο «Ευρωπαϊκό Σύνταγμα», δ) τη Συνθήκη Άμστερνταμ<br />

(2.10.1997), η οποία τροποποίησε τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή<br />

Ένωση και τις ιδρυτικές Συνθήκες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ε) το<br />

άρθρο 6 των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Λισαβόνα, 2007), οι<br />

οποίες κυρώθηκαν με τον Ν 3671/2008 (ΦΕΚ 129/Α΄/3.7.2008), στ)


ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ<br />

ΝΑΟΥ: DICATIO AD PATRIAM VERSUS DEPUTATIONEM AD CULTUM<br />

519<br />

την Αμερικανική Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Costa Rica, 1978),<br />

και ζ) την υιοθέτηση του Χάρτη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Δικαιωμάτων<br />

των Λαών από τον Οργανισμό Αφρικανικής Ενότητας (1981). Για<br />

την Ελλάδα, σημαντική προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας προβλέπει<br />

το Πρωτόκολλο Προστασίας της Καθολικής Εκκλησίας (Λονδίνο, 1830)<br />

και οι Συνθήκες: Λονδίνου για την παραχώρηση των Ιονίων Νήσων<br />

(1864), Αθηνών (1913), Σεβρών (1920) και τα άρθρα 37-45 (Τμ. Γ')<br />

της Συνθήκης της Λοζάνης για την προστασία των μειονοτήτων στην Ελλάδα<br />

(24.7.1923). Η τελευταία κυρώθηκε με το ΝΔ 25.8.1923 (ΦΕΚ<br />

238/Α'/25.8.1923). Στην προστασία των θρησκευτικών πολιτιστικών<br />

αγαθών, αναφορά «ad hoc» γίνεται: α) στη Διεθνή Σύμβαση Χάγης<br />

(14.5.1954) που κυρώθηκε με τον Ν 1114/1981 (ΦΕΚ 6/Α΄/8.1.1981),<br />

β) στη Διεθνή Σύμβαση Παρισίων (17.11.1970) που κυρώθηκε με τον<br />

Ν 1103/1980 (ΦΕΚ 297/Α'/29.12.1980), γ) στη Διεθνή Σύμβαση Παρισίων<br />

(23.11.1972) που υιοθετήθηκε από τη Γενική Διάσκεψη UNESCO<br />

και κυρώθηκε με τον Ν 1126/1981 (ΦΕΚ 32/Α'/3, 10.2.1981), δ) στη<br />

Σύσταση για την προστασία της πολιτιστικής περιουσίας που τίθεται σε<br />

κίνδυνο από δημόσια ή ιδιωτικά έργα, η οποία υιοθετήθηκε από την<br />

UNESCO (Παρίσι, 19.11.1968), ε) στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Λονδίνου<br />

(6.5.1969) που κυρώθηκε με τους Ν 1127/1981 (ΦΕΚ 32/Α'/3,<br />

10.2.1981) και Ν 3378/2005 (ΦΕΚ 203/Α΄/19.8.2005), στ) στην Ευρωπαϊκή<br />

Σύμβαση Γρανάδας (3.10.1985) που κυρώθηκε με τον Ν<br />

2039/1992 (ΦΕΚ 61/Α'/13.4.1992), ζ) στο Στοιχείο Α' της Σύστασης<br />

UNESCO (15-16.11.1989) βάσει του οποίου, το άρθρο 5 του ισχύοντος<br />

αρχαιολογικού νόμου (υποσημ. 6) και το ΠΔ 62/2012 (ΦΕΚ<br />

112/Α'/3.5.2012), καθόρισαν τα σχετικά με την προστασία, καταγραφή,<br />

αποτύπωση και τεκμηρίωση άυλων πολιτιστικών αγαθών (τελετουργίες),<br />

η) στη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για προσβολές που αφορούν<br />

στην πολιτιστική κληρονομιά (Δελφοί, 23.6.1985), με εκκρεμότητα<br />

επικύρωσης του Παραρτήματος ΙΙ (Απόφαση ΑΠ 1264/1999), και θ)<br />

στη Διακήρυξη για τα Πολιτιστικά Δικαιώματα (Fribourg Ελβετίας,<br />

7.5.2007). Ενδιαφέρον παρουσιάζουν σε ενωσιακό επίπεδο: α) τα άρθρα<br />

της ΣΛΕΕ: 36 (πρώην 30 ΣΕΚ) για τη μετακίνηση εθνικών θησαυρών με<br />

καλλιτεχνική, ιστορική ή αρχαιολογική αξία, 167 (πρώην 151 ΣΕΚ) για<br />

τον πολιτισμό και 191-193 (πρώην 174-176 ΣΕΚ) για το περιβάλλον, β)<br />

ο Κανονισμός ΕΟΚ 3911/1992 (EE αρ. L 395/31.12.1992) για την εξαγωγή<br />

πολιτιστικών αγαθών, όπως τροποποιήθηκε με τους Κανονισμούς<br />

ΕΚ 2469/1996 (EE αρ. L 335/24.12.1996), 974/2001 (EE αρ. L<br />

137/19.5.2001) και 806/2003 (EE αρ. L 122/16.5.2003), και γ) η<br />

Οδηγία 93/7/ΕΟΚ (EE αρ. L 74/27.3.1993, 74 κεξ.) για την επιστροφή<br />

πολιτιστικών αγαθών, παράνομα εξαχθέντων από κράτος-μέλος, όπως<br />

τροποποιήθηκε και εναρμονίστηκε με τις Οδηγίες 96/100/ΕΚ (EE αρ. L<br />

60/1.3.1997) και 2001/38/ΕΚ (EE αρ. L 187/10.7.2001). Η ελληνική<br />

πράξη προσαρμογής της Οδηγίας, έγινε με το ΠΔ 133/1998 (ΦΕΚ<br />

106/Α΄/19.5.1998), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το ΠΔ<br />

67/2003 (ΦΕΚ 71/Α΄/21.3.2003).


520 ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΠΕΡΙΑΝΔΡΟΣ Ι. ΕΠΙΤΡΟΠΑΚΗΣ<br />

μος 6 , ο οποίος αποτελεί το πρώτο μετά το 1932 συστηματικό και<br />

ολοκληρωμένο νομοθέτημα για την προστασία της πολιτιστικής<br />

κληρονομιάς εν γένει 7 . Από τις θεμελιώδεις αρχές του νόμου αυτού<br />

ενδιαφέρον για την προστασία του χριστιανικού ναού ως μνημείου<br />

παρουσιάζουν: α) η έννοια της πολιτιστικής κληρονομιάς και συγκεκριμένα<br />

τα «άυλα πολιτιστικά αγαθά» και το «μνημειακό περιβάλλον»<br />

8 ως ειδικότερες εκφάνσεις της, β) ο εμπλουτισμός της παραδοσιακής<br />

προστασίας των μνημείων με νέες προστατευτικές<br />

6<br />

Ν 3028/2002 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής<br />

Κληρονομιάς» (ΦΕΚ 153/Α΄/28.6.2002): στη συνέχεια ΑρχΝ.<br />

7<br />

Πρώτο συστηματικό νομικό κείμενο ήταν ο Ν 10/22.5.1834 με συμπληρωματικά<br />

νομοθετήματα. Στη συνέχεια, ο Ν ΒΧΜΣΤ΄/1899 «περί αρχαιοτήτων»<br />

μαζί με τους μεταγενέστερους Ν 491/1914, 2447/1920,<br />

4823/1930, το ΝΔ 12/16.6.1926 και το Ν 5351/1932, κωδικοποιήθηκαν<br />

(ΠΔ 9/24.8.1932) σε ενιαίο κείμενο νόμου, το οποίο απετέλεσε τον<br />

προηγούμενο ΚΝ 5351/1932 «περί αρχαιοτήτων». Σχετικές διατάξεις<br />

περιλαμβάνονταν και στους Ν 401/1914 «περί ιδρύσεως Βυζαντινού και<br />

Χριστιανικού Μουσείου και 2674/1921 «περί προστασίας των Βυζαντινών<br />

και Μεσαιωνικών έργων τέχνης». Ε. Δωρής, Το δίκαιον των αρχαιοτήτων.<br />

Νομοθεσία, νομολογία, ερμηνεία, Αθήνα-Κομοτηνή 1985, σ. 27-30. Δ. Παπαπετρόπουλος,<br />

Νόμος 3028/2002 “για την προστασία των αρχαιοτήτων και<br />

εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς”. Κείμενο, σχόλια, ερμηνεία, Αθήνα-<br />

Θεσσαλονίκη 2006, σ. 1-13. Π. Σκουρής – Ε. Τροβά, Προστασία αρχαιοτήτων<br />

και της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ο Ν 3028/2002, Αθήνα-Θεσσαλονίκη<br />

2003, σ. 9-54. Β. Πετράκος, Δοκίμιο για την αρχαιολογική νομοθεσία,<br />

Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Δελτίου 29, Αθήναι 1982, σ. 13-38.<br />

Γ. Αποστολάκης, Προστασία Αρχαιοτήτων και Θρησκευτικά Μνημεία, Νομικές<br />

Μελέτες Εκκλησιαστικού Ενδιαφέροντος 1, Τρίκαλα-Αθήνα 2002, σ. 22.<br />

Επομένως, στην ελληνική έννομη τάξη το νομοθετικό πλαίσιο για την<br />

προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς καθοριζόταν, εκτός των συνταγματικών<br />

ρυθμίσεων (άρθρα 18 παρ. 1 και 24 Σ 1975), βασικά από τον<br />

ΚΝ 5351/1932 και το Ν 1469 «περί προστασίας ειδικής κατηγορίας οικοδομημάτων<br />

και έργων τέχνης μεταγενεστέρων του 1830», όπως τροποποιήθηκε<br />

με το ΝΔ 4177/1961, όπου τα προστατευόμενα έννομα<br />

αγαθά χαρακτηρίζονταν με πράξη του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού<br />

Πολιτισμού ή ΠΕΧΩΔΕ. Οι βασικές αυτές ρυθμίσεις συμπληρώνονταν<br />

με διατάξεις νόμων που αφορούσαν επιμέρους θέματα προστασίας της<br />

πολιτιστικής κληρονομιάς και διατάξεις που βρίσκονται διάσπαρτες στην<br />

περιβαλλοντική νομοθεσία (Ν 1650/1986 «για την προστασία του περιβάλλοντος»)<br />

και την εκάστοτε πολεοδομική νομοθεσία [Ν 944/1979<br />

«περί οικιστικών περιοχών», Ν 1337/1983 «για την επέκταση των πολεοδομικών<br />

σχεδίων», Ν 2300/1995 «για τη μεταφορά του συντελεστή δόμησης»<br />

και ιδίως τις διατάξεις του Ν 1577/1985 (ΓΟΚ) που αφορούν<br />

τους παραδοσιακούς οικισμούς και τα διατηρητέα κτήρια].


ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ<br />

ΝΑΟΥ: DICATIO AD PATRIAM VERSUS DEPUTATIONEM AD CULTUM<br />

521<br />

διατάξεις που ανταποκρίνονται στη σύγχρονη κοινωνική και οικονομική<br />

ζωή των πολιτών 9 , γ) η ανάδειξη της κοινωνικής διάστασης<br />

της προστασίας τους στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και των<br />

συλλογικών ταυτοτήτων, δ) η διευκόλυνση πρόσβασης των πολιτών<br />

στα μνημεία με όρους ισότητας και με τους αναγκαίους μόνο περιορισμούς<br />

ως προς τη φύλαξη και συντήρησή τους, ε) η συμπληρωματική<br />

συμμετοχή της Πολιτείας, των δημοσίων και ιδιωτικών φορέων<br />

και των πολιτών στην προστασία των πολιτιστικών αγαθών,<br />

και στ) η άσκηση των εμπραγμάτων δικαιωμάτων που αφορούν<br />

στα μνημεία κατά τρόπο που σέβεται τον λατρευτικό τους χαρακτήρα<br />

10 . Το άρθρο 3 του ΑρχΝ εισάγει ειδικότερα την υποχρέωση<br />

της Πολιτείας για τη διατήρηση και αποτροπή της καταστροφής, αλλοίωσης<br />

και κάθε άμεσης ή έμμεσης βλάβης όλων των στοιχείων<br />

που απαρτίζουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα ενός μνημείου, τη διευκόλυνση<br />

πρόσβασης και επικοινωνίας του κοινού με τα πολιτιστικά<br />

αγαθά, την ανάδειξη και την ένταξη αυτών των αγαθών στη σύγχρονη<br />

κοινωνική ζωή και τη συμβολή στην παιδεία, την αισθητική<br />

αγωγή και την ευαισθητοποίηση των πολιτών σε σχέση με την πολιτιστική<br />

κληρονομιά.<br />

Διατάξεις για την προστασία των θρησκευτικών πολιτιστικών<br />

αγαθών περιέχονται και στις κανονιστικές πηγές της Εκκλησίας της<br />

Ελλάδος 11 . Η έννομη προστασία των αγαθών αυτών θεμελιώνεται<br />

στον Ν 590/1977 «Περί Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της<br />

Ελλάδος» (ΦΕΚ 146/Α΄/27-31.5.1977), ο οποίος μνημονεύεται<br />

8<br />

Ι. Χατζοπούλου, «Ο Ν 3028/2002 “Για την προστασία των Αρχαιοτήτων<br />

και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς”», Ελληνική Δικαιοσύνη 45<br />

(2004), σ. 653-655. Γ. Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, «Τα μνημεία και οι διακρίσεις<br />

τους (Κατά το Ν 3028/2002 “Για την προστασία των αρχαιοτήτων<br />

και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς”)», Αρμενόπουλος 11 (Νοέμ.<br />

2003), σ. 1549-1559. Ι. Κουρεμπελές – Στ. Αθανασίου – Ζ. Σίσκος (επιμ.),<br />

Θεός, κτίση, άνθρωπος, Θεολογία και κόσμος 1, Θεσσαλονίκη 2011.<br />

9<br />

Σπ. Τρωϊάνος – Μ. Παπαδημητρίου, «Η προστασία των μνημείων θρησκευτικού<br />

χαρακτήρα. Με βάση τον Ν. 3028/2002», Χρονικά Ιδιωτικού<br />

Δικαίου 7 (Ιούλ.-Αύγ. 2006), σ. 584-591.<br />

10<br />

Γ. Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, Νομικό καθεστώς μνημείων. Συλλέκτες, αρχαιοπώλες,<br />

έμποροι νεότερων μνημείων. (Κατά το Ν. 3028/2002 “Για την προστασία των<br />

αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς”), Αθήνα-Θεσσαλονίκη<br />

2009, σ. 31-32.<br />

11<br />

Θ. Τσιβόλας, Η έννομη προστασία των θρησκευτικών πολιτιστικών αγαθών,<br />

Βιβλιοθήκη Εκκλησιαστικού Δικαίου - Μελέτες 7, Αθήνα-Θεσσαλονίκη<br />

2013, σ. 335-347.


522 ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΠΕΡΙΑΝΔΡΟΣ Ι. ΕΠΙΤΡΟΠΑΚΗΣ<br />

και στη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 Σ 12 , σε Κανονιστικές Διατάξεις<br />

της Εκκλησίας 13 , οι οποίες εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 43<br />

παρ. 2 εδ. β΄ Σ με βάση τις οικείες εξουσιοδοτικές διατάξεις του Ν<br />

590/1977 και σε Εγκυκλίους της Ιεράς Συνόδου 14 , οι οποίες ερμη -<br />

νεύουν αυθεντικά την εκκλησιαστική βούληση, όπως αυτή εκφέρεται<br />

δημόσια 15 . Συγκεκριμένα, στη διάταξη του άρθρου 45 παρ. 1 Ν<br />

12<br />

Ι. Κονιδάρης, Θεμελιώδεις διατάξεις Σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας, Βιβλιοθήκη<br />

Εκκλησιαστικού Δικαίου - Πηγές 1, Αθήνα-Κομοτηνή 2006 2 , 4. Του ίδιου,<br />

«Θεσμική μεταρρύθμιση σχέσεων Πολιτείας-Εκκλησίας. Η αυτονομία της<br />

Εκκλησίας», στο: Θρησκευτική Ελευθερία και Δημοκρατία, έκδ. Κίνησης Πολιτών<br />

κατά του Ρατσισμού, Αθήνα 2000, σ. 52. Του ίδιου, Η διαπάλη νομιμότητας<br />

και κανονικότητας και η θεμελίωση της εναρμονίσεώς τους, Αθήνα-<br />

Κομοτηνή 1994, σ. 202-203.<br />

13<br />

Από τις πολυάριθμες που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση του προαναφερθέντος<br />

άρθρου 45 παρ. 5 Ν 590/1977 και του άρθρου 14 ΚανονΕκκλΕ<br />

160/2004 «Περί λειτουργίας των Συνοδικών Επιτροπών» (ΦΕΚ<br />

100/Α΄/20.5.2004), το οποίο αφορά στο έργο «Συνοδικής Επιτροπής<br />

επί της Εκκλησιαστικής Τέχνης και Μουσικής», σημαντικά είναι και τα<br />

άρθρα 2, 4 του ΚανονΕκκλΕ 137/11.10.1999 «Περί συστάσεως, οργανώσεως<br />

και λειτουργίας Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής δια τα Χριστιανικά<br />

Μνημεία» (ΦΕΚ 236/Α΄/8.11.1999). Πρβλ. Σπ. Τρωϊάνος – Γ. Πουλής,<br />

Εκκλησιαστικό Δίκαιο, Αθήνα-Κομοτηνή 2003 2 , σ. 42-43. Ι. Κονιδάρης,<br />

Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2011 2 , σ. 103-<br />

104. Σ. Ορφανουδάκης, «Η Ροτόντα Θεσσαλονίκης μεταξύ θυρανοιξίων<br />

και διαχείρισης. Σχόλιο με αφορμή την Ολ.ΣτΕ 2068/1999», Το Σύνταγμα<br />

26(2000), σ. 102 κ.εξ.<br />

14<br />

Η διαρκής μέριμνα της Εκκλησίας της Ελλάδος για διαχρονική προστασία<br />

ακίνητων και κινητών θρησκευτικών πολιτιστικών αγαθών αποτυπώνεται<br />

στις συναφείς Συνοδικές Εγκυκλίους των πρώτων ήδη χρόνων της αυτοκεφαλίας<br />

της. Συγκεκριμένα για τους ναούς, στην 2939/30.4.1835 Εγκύκλιο,<br />

η Σύνοδος υπογραμμίζει την πολιτειακή «ἀπαγόρευσιν τῆς βεβήλου<br />

χρήσεως ἐκκλησιῶν», ενώ στην 5586/31.3.1856 Εγκύκλιο αναγνωρίζει<br />

ότι «ἐκκλησία δὲν δύναται οὔτε ν’ ἀνεγερθῇ οὔτε νὰ ἐπισκευασθῇ […]<br />

χωρὶς τῶν πρὸς συντήρησιν αὐτῆς ἀναποφεύκτων πόρων καὶ χωρὶς τῆς<br />

ἀδείας τῆς πολιτικῆς ἀρχῆς διὰ τὴν ἀνέγερσιν». Στη συνέχεια, με την<br />

676/09.10.1874 Εγκύκλιο, η Σύνοδος απαγορεύει τη φθοροποιό χρήση<br />

«νενοθευμένου κηροῦ». Αρχιμ. Στέφανος Γιαννόπουλος (επιμ.), Συλλογή<br />

των Εγκυκλίων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος μετά των οικείων<br />

Νόμων, Β. Διαταγμάτων, Υπουργικών εγγράφων, οδηγιών κτλ., από του 1833<br />

μέχρι σήμερον, Αθήναι 1901 (ανατ.: Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1998),<br />

σ. 582, 588, 617-618. Επίσης, η 299/01.4.1932 Εγκύκλιος, απευθυνόμενη<br />

στους Ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος, επισημαίνει την ανάγκη<br />

προστασίας των τοιχογραφιών στους ναούς. Αι Συνοδικαί Εγκύκλιοι, εκδιδόμεναι<br />

υπό της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος επί τῃ εκατοστῄ<br />

περιόδῳ από των εργασιών αυτής, τ. Α΄: 1901-1933, Αποστολική Διακονία,


ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ<br />

ΝΑΟΥ: DICATIO AD PATRIAM VERSUS DEPUTATIONEM AD CULTUM<br />

523<br />

590/1977 «Περί Κ.Χ.Ε. της Ελλάδος» 16 , οριοθετείται ο χαρακτήρας<br />

όλων ανεξαιρέτως των θρησκευτικών πολιτιστικών αγαθών που<br />

αναγνωρίζονται και προστατεύονται ως «ιερά πράγματα» (“res<br />

sacrae”) 17 , καθιερωμένα ή καθαγιασμένα 18 και ισχύουν επ’ αυτών<br />

οι διατάξεις των άρθρων 966 και 971 ΑΚ. Ωστόσο, στο βαθμό που<br />

Αθήναι 1955, σ. 601. Ίδιο θέμα έχει και η 2725/31.10.1939 Εγκύκλιος<br />

«Περί αυστηρών συστάσεων προς τα Εκκλησιαστικά Συμβούλια, ίνα μη<br />

προβαίνωσιν εις την επίχρισιν ή επισκευήν παλαιών τοιχογραφιών εν<br />

Ιεροίς Ναοίς». Στο ίδιο, τ. Β΄: 1934-1956 (Αθήναι 1956), σ. 239. Η<br />

3004/18.11.1958 Εγκύκλιος, αναγνωρίζει ρητά τα θρησκευτικά πολιτιστικά<br />

αγαθά ως καλλιτεχνήματα και ιστορικές μαρτυρίες και καλεί τις τοπικές<br />

Εκκλησιαστικές αρχές να τα διαφυλάττουν επιμελώς. Επίσης, η<br />

257/24.1.1961 Εγκύκλιος «Περί συντηρήσεως και διαφυλάξεως των εν<br />

ταις Ιεραίς Μητροπόλεσιν ευρισκομένων παλαιοχριστιανικών και βυζαντινών<br />

έργων τέχνης», τονίζει την αναγκαιότητα συνεργασίας Εκκλησίας<br />

και Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Αι Συνοδικαί Εγκύκλιοι, εκδιδόμεναι υπό της<br />

Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος επί τῃ εκατονπεντηκονταετηρίδι από<br />

της ανακηρύξεως του αυτοκεφάλου αυτής, τ. Γ΄: 1957-1967, Αποστολική<br />

Διακονία, Αθήναι 2000, σ. 123 και 258. Τέλος, ενδιαφέρουσα είναι και<br />

η 1945/6.5.1974 Εγκύκλιος για τη «Συλλογήν στοιχείων περί των εν<br />

τοις χωρίοις υφισταμένων Ι. Ναών, παρεκκλησίων και κειμηλίων» Στο<br />

ίδιο, τ. Ε΄: 1972-1981 (Αθήναι 2001), σ. 278-280. Πρβλ. Τρωϊάνος –<br />

Πουλής, ό.π. (υποσημ. 13), σ. 42.<br />

15<br />

Για την προστασία θρησκευτικών πολιτιστικών αγαθών της ημιαυτόνομης<br />

Εκκλησίας της Κρήτης καθώς και των εκκλησιαστικών επαρχιών της Δωδεκανήσου<br />

στις οποίες συγκαταλέγεται και η Πατριαρχική Εξαρχία Πάτμου,<br />

ισχύουν εν πολλοίς οι αντίστοιχες διατάξεις της αυτοκέφαλης Εκκλησίας<br />

της Ελλάδος. Για το εντός της ελληνικής επικράτειας αυτοδιοίκητο τμήμα<br />

του Αγίου Όρους, οι διατάξεις του ΑρχΝ ισχύουν στο πλαίσιο της αρχής<br />

της επικουρικότητας στην ειδική αγιορείτικη νομοθεσία, η οποία εφαρμόζεται<br />

προνομιακά. Βλ. Γ. Κ. Αποστολάκης, Εκκλησιαστική νομοθεσία<br />

Κρήτης. Κείμενα, τροποποιήσεις, σχόλια κλπ., Ηράκλειο 1993. Τσιβόλας,<br />

ό.π. (υποσημ. 11), σ. 347-362.<br />

16<br />

Ενδιαφέρουσα άποψη για το άρθρο αυτό βλ.: Βλ. Φειδάς, «Εκκλησία και<br />

αρχαιολογική υπηρεσία. Οριοθέτηση αρμοδιοτήτων για τους ναούς, τις<br />

εικόνες και τα λοιπά ιερά κειμήλια», στο: Σ. Λάμπρου – Γλ. Χατζούλη<br />

(επιμ.), Άγιος Γεώργιος – Ροτόντα: Λατρευτικός ή μνημειακός χώρος; Ιστορική,<br />

Αρχαιολογική, Νομοκανονική και Θεολογική προσέγγιση (Πρακτικά Επιστημονικής<br />

Ημερίδας: 21.3.1997), Τμ. Ποιμαντικής & Κοινωνικής Θεολογίας<br />

Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 131.<br />

17<br />

Β. Τουρπτσόγλου-Στεφανίδου, Περίγραμμα Βυζαντινών Οικοδομικών Περιορισμών:<br />

από τον Ιουστινιανό στον Αρμενόπουλο και η προβολή τους στη νομοθεσία<br />

του νεοελληνικού κράτους, Σειρά Νομική & Οικονομική 6 Εταιρείας<br />

Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 61-62. A. Weidner, Kulturgüter<br />

als res extra commercium im internationalen Sachenrecht, Schriften


524 ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΠΕΡΙΑΝΔΡΟΣ Ι. ΕΠΙΤΡΟΠΑΚΗΣ<br />

ο χριστιανικός ναός, ως “templum” 19 , συνιστά και μνημείο, αποτελεί<br />

αντικείμενο προστασίας της Πολιτείας με σκοπό την προαγωγή του<br />

δημόσιου συμφέροντος 20 .<br />

Τα θρησκευτικά μνημεία (“res religiosae”) 21 λατρευτικού χαραzum<br />

Kulturgüterschutz, Berlin-New York 2001, σ. 16. Από άποψη Εκκλησιαστικού<br />

Δικαίου βλ. †Επίσκ. Νικόδημος Μίλας, Το Εκκλησιαστικόν<br />

Δίκαιον της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, συνταγέν κατά τας γενικάς εκκλησιαστικάς<br />

πηγάς και κατά τους εν ταις αυτοκεφάλοις εκκλησίαις ισχύοντας<br />

ειδικούς νόμους (μτφρ. Μ. Αποστολόπουλος), Αθήναι 1906, σ. 815-816.<br />

H. Kalb – R. Potz – B. Schinkele, Religionsrecht, Wien 2003, σ. 206-207.<br />

A. von Campenhausen – H. DeWall, Staatskirchenrecht. Eine systematische<br />

Darstellung des Religionsverfassungsrechts in Deutschland und Europa, Juristische<br />

Kurz-Lehrbücher, München 2006 4 , σ. 260 κ.εξ. N. Doe, Law and<br />

Religion in Europe. A comparative Introduction, Oxford 2011, σ. 171-172.<br />

18<br />

Τουρπτσόγλου-Στεφανίδου, ό.π. (υποσημ. 17), σ. 68-71. Weidner, ό.π.<br />

(υποσημ. 17), σ. 17. Χρ. Αργυρόπουλος, «Τα μνημεία ως αντικείμενο<br />

συναλλαγής και εμπορίου», στο: Σπ. Φλογαΐτης – Ε. Τροβά (επιμ.), Η πολιτιστική<br />

κληρονομιά και το Δίκαιο (Πρακτικά Διημερίδας), Ευρωπαϊκό<br />

Κέντρο Δημοσίου Δικαίου, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2004, σ. 239.<br />

19<br />

Μίλας, ό.π. (υποσημ. 17), σ. 809. Πρβλ. W. Burkert, Αρχαία Ελληνική<br />

Θρησκεία: Αρχαϊκή και Κλασσική Εποχή (μτφρ. Ν. Μπεζαντάκος, Α. Αβαγιανού),<br />

Αθήνα 1993, σ. 201, όπου ο ελληνικός πολιτισμός χαρακτηρίζεται<br />

ως «πολιτισμός του ναού». Για τη μετάβαση από τη χριστιανική «κατ’ οίκον<br />

εκκλησία» (“domus ecclesia”) στο ναό (“templum”), βλ. J. G. Davies, The secular<br />

use of Church Buildings, New York 1968, σ. 1-35. D. Carmichael – J.<br />

Hubert – B. Reeves – A. Schanche (επιμ.), Sacred Sites, Sacred Places, One<br />

World Archaeology 23, London-New York 1994 1 , σ. 3. I. Serageldin – E.<br />

Shluger – J. Martin-Brown (επιμ.), Historic Cities and Sacred Sites: Cultural<br />

Roots for Urban Futures, The World Bank, Washington 2001, σποράδην.<br />

20<br />

Το δικαίωμα στον πολιτισμό, είτε ως ατομικό (“legem perfectam”) είτε ως<br />

συλλογικό κοινωνικο-οικονομικό (“legem imperfectam”), έχει χαρακτήρα<br />

δικαιώματος δημοσίου δικαίου. Κ. Γώγος, «Η άμεση επαφή των πολιτών<br />

με τους αρχαιολογικούς χώρους και τα μνημεία: πρόσβαση και χρήση»,<br />

Επιθεώρηση Δημοσίου Δικαίου & Διοικητικού Δικαίου 1 (2005), σ. 19. Θ.<br />

Αντωνίου, «Η ανάπτυξη της εθνικής πολιτιστικής ταυτότητας υπό το πρίσμα<br />

του ισχύοντος Συντάγματος και του κοινοτικού δικαίου», στο: Φλογαΐτης<br />

– Τροβά, ό.π. (υποσημ. 18), σ. 563-564. J.-Η. Merryman, Thinking<br />

about the Elgin Marbles: Critical Essays on Cultural Property, Art and Law,<br />

Kluwer Law International, Alphen aan den Rijn (Netherlands) 2009 2 ,<br />

97, σ. 101-120. Sh. Hutt – T. McKeown, «Control of Cultural Property<br />

as Human Rights Law», Arizona State Law Journal 31(1999), σ. 363 κ.εξ.<br />

Τα θρησκευτικά πολιτιστικά αγαθά, αναπόσπαστα συνδεδεμένα με την<br />

ευρύτερη έννοια της πολιτιστικής κληρονομιάς, συμβάλλουν στη συγκρότηση<br />

της πολιτιστικής ταυτότητας, η οποία πρέπει να διαφυλάσσεται σε<br />

ατομικό, συλλογικό και πανανθρώπινο επίπεδο. J. Blake, «On defining<br />

the Cultural Heritage», The International and Comparative Law Quarterly


ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ<br />

ΝΑΟΥ: DICATIO AD PATRIAM VERSUS DEPUTATIONEM AD CULTUM<br />

525<br />

κτήρα ανήκουν σε μια ιδιαίτερη κατηγορία μνημείων, καθώς συνενώνουν<br />

άρρηκτα δύο αξίες (“res mixtae”) 22 . Αυτή ακριβώς η συνένωση<br />

της πολιτιστικής-καλλιτεχνικής αξίας με τη θρησκευτική-ιερή<br />

φύση των μνημείων αποτελεί την αιτία της συχνά παρατηρούμενης<br />

σύγκρουσης συμφερόντων 23 μεταξύ «νομιμότητας» 24 και «κανονικότητας»<br />

25 . Η θρησκευτική ελευθερία προϋποθέτει τη διατήρηση<br />

και την ανάδειξη του λατρευτικού προορισμού τους. Αντίθετα, η<br />

προστασία τους ως πολιτιστικά αγαθά τείνει κυρίως στη διατήρηση<br />

49:1 (2000), σ. 82. Σε επίπεδο νομολογίας βλ. ΟλΣτΕ: 2282/1992,<br />

2758/1994, 1821/1995 και ΣτΕ 2258/2005. Ενδιαφέρουσα αναφορά<br />

στην έννοια του ευρύτερου δημόσιου συμφέροντος με σκοπό την προστασία<br />

«της αισθητικής και λειτουργικής αξίας» ενός θρησκευτικού μνημείου<br />

και του περιβάλλοντος χώρου του, στην Απόφαση ΣτΕ 828/2009<br />

(Νομοκανονικά 1/2000, 104).<br />

21<br />

Τουρπτσόγλου-Στεφανίδου, ό.π. (υποσημ. 17), σ. 62-68. Weidner, ό.π.<br />

(υποσημ. 17), σ. 16.<br />

22<br />

Τσιβόλας, ό.π. (υποσημ. 11), σ. 98-109. Πρβλ. και M. Heckel, Staat,<br />

Kirche, Kunst: Rechtsfragen kirchlicher Kulturdenkmäler, Tübinger Rechtswissenschaftliche<br />

Abhandlungen 22, Tübingen 1986, σ. 224, 263, 265.<br />

Campenhausen – DeWall, ό.π. (υποσημ. 17), σ. 196 κ.εξ. Το νομοθετικό<br />

έρεισμα της έννοιας των “res mixtae” θεμελιώνεται, σύμφωνα με τη συστηματική<br />

ερμηνεία των διατάξεων του ΑρχΝ και την Εισηγητική του Έκθεση<br />

(παρ. Δ V), στην αρχή της συμπληρωματικότητας των καθηκόντων<br />

της Πολιτείας για προστασία των πολιτιστικών αγαθών. Βλ. Σκουρής –<br />

Τροβά, ό.π. (υποσημ. 7), 65-66. Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, Νομικό καθεστώς<br />

(υποσημ. 10), σ. 21.<br />

23<br />

Για την προβληματική της σύγκρουσης συμφερόντων από νομική σκοπιά<br />

βλ. K. Engisch, Εισαγωγή στη νομική σκέψη (μτφρ. Δ. Σπινέλλης), Αθήνα<br />

1999 3 , σ. 218-227.<br />

24<br />

Για τη σχέση «νομιμότητας – κανονικότητας» βλ. Α. Μαρίνος, Σχέσεις Εκκλησίας<br />

και Πολιτείας, Αθήνα 1984, σ. 51 κ.εξ. Του ίδιου, Νομιμότης και<br />

κανονικότης: Έννομος τάξις της Πολιτείας και έννομος τάξις της Εκκλησίας,<br />

Αθήνα 1987. Του ίδιου, «Σκέψεις για την κρίση στην Ελλαδική Εκκλησία,<br />

Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου 7(1994), σ. 53-54. Σπ. Τρωϊάνος, «Η κανονιστική<br />

αρμοδιότητα των διοικητικών οργάνων της Εκκλησίας», Εφαρμογές<br />

Δημοσίου Δικαίου έτος 7 (1994), σ. 81-92. Κονιδάρης, Η διαπάλη (υποσημ.<br />

12), σποράδην.<br />

25<br />

Η διοίκηση και διαχείριση του συνόλου των «ιερών πραγμάτων» και μεταξύ<br />

αυτών και των τόπων, ανάγεται στη σφαίρα των λατρευτικών θεμάτων<br />

που αποτελούν προτεραιότητα των εσωτερικών υποθέσεων των αντίστοιχων<br />

θρησκευτικών κοινοτήτων. Heckel, Staat (υποσημ. 22), σ. 176 κ.εξ.<br />

F. Hammer, Die geschichtliche Entwicklung des Denkmalrechts in Deutschland,<br />

Jus Ecclesiasticum 51, Tübingen 1995, σ. 309. K. Odendahl, Kulturgüterschutz:<br />

Entwicklung, Struktur und Dogmatik eines ebenenübergreifen den<br />

Normensystems, Jus Publicum 140, Tübingen 2005, σ. 335.


526 ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΠΕΡΙΑΝΔΡΟΣ Ι. ΕΠΙΤΡΟΠΑΚΗΣ<br />

και αξιοποίηση της ιστορικής, επιστημονικής και καλλιτεχνικής<br />

τους αξίας 26 .<br />

Την αντίληψη της Εκκλησίας εξέφρασε εναργώς ο Μητρ. Τρίκκης<br />

και Σταγών κυρός Διονύσιος (Χαραλάμπους) 27 σε σχετική εισήγησή<br />

του με θέμα: «Τα δικαιώματα της Εκκλησίας έναντι των Ιερών<br />

Ναών, Παρεκκλησίων, και Εξωκκλησίων, των κηρυσσομένων,<br />

υπό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας ως διατηρητέων Μνημείων ή<br />

Αρχαιολογικών Χώρων» 28 στη Συνεδρίαση της Ιεραρχίας της Ορθόδοξης<br />

Εκκλησίας της 8 ης Οκτωβρίου 1965. Βεβαίως, η έννοια<br />

της «μουσειοποίησης» στην οποία αναφέρθηκε αφορά αποκλειστικά<br />

στην κατηγορία λατρευτικών οικοδομημάτων που απώλεσαν παντελώς<br />

τον λατρευτικό τους χαρακτήρα. Το γεγονός της γενικότερης<br />

εξάρτησης των ναών-μνημείων «ἀπὸ τὴν Διεύθυνσιν Ἀρχαιοτήτων<br />

εἰς σημεῖον ὥστε ἄνευ τῆς ἀδείας της νὰ μή δύναται οὐδὲν νὰ ἐπιτελεσθῇ<br />

ἐν αὐτοῖς», αποτελεί απόρροια της εκ του νόμου κρατικής<br />

προστασίας των πολιτιστικών αγαθών και δεν αντιβαίνει στο συνταγματικό<br />

δικαίωμα της ελευθερίας της λατρείας, αφού δεν παρακωλύει<br />

αντικειμενικά την άσκησή της ούτε άμεσα ούτε έμμεσα.<br />

Από την άλλη πλευρά, μια πολύ σύγχρονη θέση της αρχαιολογικής<br />

επιστήμης εξέφρασε ο αείμνηστος Καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας<br />

Δημήτριος Πάλλας 29 . Τόσο ο Μητροπολίτης όσο και ο<br />

Αρχαιολόγος, από διαφορετική σκοπιά ο καθένας, εναντιώθηκαν<br />

26<br />

M. Heckel, «Der Denkmalschutz an den Sakralbauten der Bundesrepublik<br />

Deutschland: Kulturschutz und Kirchenfreiheit im säkularen Verfassungssystem»,<br />

στο: J. Listl – J. Schlick (επιμ.), Denkmalpflege und Denkmalschutz<br />

an den Sakralbauten in der Bundesrepublik Deutschland und in Frankreich<br />

(Πρακτικά Συνεδρίου), Kirche-Staat-Gesellschaft-Strassburger Kolloquien<br />

7, Kehl am Rhein-Strassburg 1987, σ. 85. Πρβλ. Μ. Μπαρούχα, «Περί<br />

κριτηρίων αξιολόγησης των έργων της τέχνης», στην ηλεκτρ. δ/νση:<br />

http://archive.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=656895. Μιλτ.<br />

Παπανικολάου, Ιστορία της τέχνης στην Ελλάδα. Ζωγραφική και γλυπτική του<br />

20 ού αιώνα, τ. 1, Αθήνα 1999. Ν. Δασκαλοθανάσης, «Κριτήρια και κατατάξεις.<br />

Πώς μπορεί να καταγραφεί η ιστορία της ελληνικής τέχνης του 20 ού<br />

αιώνα; Πώς βαραίνουν οι κοινωνικές συνθήκες; Πώς κατηγοριοποιούνται<br />

οι δημιουργοί; Κρίσιμα ερωτήματα με αφορμή μια έκδοση», Το Βήμα<br />

8.6.2013, Βιβλία & Ιδέες, στην ηλεκτρ. δ/νση: http://www.tovima.gr/<br />

books-ideas/article/?aid=117977<br />

27<br />

Πρωτ. Πολύκαρπος Τύμπας, Ο Μητροπολίτης Τρίκκης και Σταγών Διονύσιος<br />

(μια λαμπρά ενδεκαετία), Αθήναι 1985.<br />

28<br />

Αρχιμ. Θεόκλητος Στράγκας, Εκκλησίας Ελλάδος ιστορία εκ πηγών αψευδών<br />

(1817-1967), τ. 7, Αθήναι 1983, 4505 κ.εξ.


ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ<br />

ΝΑΟΥ: DICATIO AD PATRIAM VERSUS DEPUTATIONEM AD CULTUM<br />

527<br />

στην παλαιότερη επιστημονική άποψη και διοικητική πρακτική της<br />

«μουσειοποίησης» πολλών λατρευτικών οικοδομημάτων. Ο χαρακτηρισμός<br />

ενός ενεργού ναού ως μουσείου με διοικητική πράξη,<br />

παραβιάζει καταφανώς το συνταγματικό δικαίωμα ελευθερίας της<br />

λατρείας. Αντίθετα, όταν άμεσα ή έμμεσα δεν παρακωλύει αντικειμενικά<br />

την άσκηση λατρείας, δεν αντιβαίνει στο άρθρο 13 παρ. 2<br />

εδ. α΄ Σ. Επίσης, αν οι αρμόδιες θρησκευτικές αρχές ζητήσουν τη<br />

λελογισμένη λατρευτική επαναλειτουργία ενός θρησκευτικού μνημείου,<br />

το οποίο χαρακτηρίστηκε ως μουσείο με διοικητική πράξη<br />

και, έκτοτε, λειτούργησε αποκλειστικά ως πολιτιστικό αγαθό, η<br />

άδεια των αρμοδίων κρατικών αρχών συνιστά μια οφειλόμενη και<br />

συνταγματικά κατοχυρωμένη πράξη 30 .<br />

Είναι συνεπώς σαφές ότι λατρευτικός και πολιτιστικός προορισμός<br />

στους ναούς-μνημεία βρίσκονται σε άρρηκτη σχέση. Ο ναός<br />

μπορεί να διατίθεται στο κοινό τόσο ως χώρος άσκησης του δικαιώματος<br />

στη λατρεία, όσο και ως πολιτιστικό αγαθό. Βέβαια, ο<br />

λατρευτικός προορισμός (“deputatio ad cultum”) συνιστά, από άποψη<br />

δημόσιας χρήσης, στενότερο σκοπό σε σχέση με τον πολιτιστικό<br />

προορισμό (“dicatio ad patriam”). Στην πρώτη περίπτωση το κοινό<br />

είναι χαρακτηρισμένο και περιορισμένο στην κοινότητα των πιστών,<br />

ενώ στη δεύτερη περίπτωση το κοινό είναι το σύνολο των πολιτών.<br />

Αποκλείεται κατά συνέπεια η πλήρης ικανοποίηση του πολιτιστικού<br />

μέσω του λατρευτικού προορισμού, επειδή υπάρχει ποσοτική κυρίως<br />

διαφορά των ικανοποιούμενων συνόλων και συλλογικών συμφερόντων.<br />

Έχει βέβαια υποστηριχθεί ότι ο λατρευτικός προορισμός<br />

των ναών-μνημείων μπορεί έμμεσα να ικανοποιήσει και το γενικό<br />

συμφέρον για πολιτιστική χρήση των ίδιων αγαθών, αφού κατά τη<br />

διάρκεια των λατρευτικών ακολουθιών, δεν απαγορεύει την πρόσβαση<br />

επισκεπτών, οι οποίοι ωστόσο οφείλουν να σεβαστούν τον<br />

ιερό χαρακτήρα του χώρου και των τελούμενων σε αυτόν 31 .<br />

Ακίνητα και κινητά πολιτιστικά αγαθά λατρευτικού χαρακτήρα<br />

δεν θα μπορούσαν να εξαιρεθούν της κρατικής προστασίας από<br />

τον ΑρχΝ, γιατί αυτό θα παραβίαζε ευθέως το Σύνταγμα (άρθρο 24<br />

29<br />

Δ. Πάλλας, «Εκκλησία και Αρχαιολογική Υπηρεσία», Αντί 411(1989), σ.<br />

48-49.<br />

30<br />

I. Aldanondo, «Protección de los bienes culturales y libertad religiosa»,<br />

Patrimonio Cultural 5-6 (1987), σ. 85.<br />

31<br />

T. Alibrandi – P.-G. Ferri, I beni culturali e ambientali, Milano 1985, σ.<br />

438-440.


528 ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΠΕΡΙΑΝΔΡΟΣ Ι. ΕΠΙΤΡΟΠΑΚΗΣ<br />

παρ. 1 εδ. α', β' & παρ. 6, άρθρο 4 παρ. 1, άρθρο 13 και άρθρο 3<br />

παρ. α', β' Σ). Ωστόσο, εντός του πλαισίου της προστασίας αυτής, ο<br />

παραπάνω διφυής χαρακτήρας τους δημιουργεί μια υποχρέωση<br />

για συμβιβαστική εναρμόνιση της διοικητικής δράσης 32 τόσο για<br />

την προστασία τους ως μνημείων (άρθρο 24 παρ. 1 εδ. α', β' και<br />

παρ. 6 Σ), όσο και για τη διασφάλιση και ανάδειξη της ιδιαίτερης<br />

και ιερής τους φύσης (άρθρο 13 παρ. 2 εδ. α', β' Σ). Όταν η κοσμική<br />

εκδοχή της προστασίας υπεισέρχεται σε θέματα λατρευτικού προορισμού,<br />

οφείλει να το κάνει με τον προσήκοντα σεβασμό στις βασικές<br />

εκκλησιαστικές αρχές και αποφάσεις σε δογματικά, λατρευτικά<br />

και θρησκευτικά ζητήματα, ώστε ουσιαστικά να μην τον καταργεί.<br />

Είναι σαφές ότι διαφοροποιημένα μέτρα προστασίας δικαιολογού -<br />

νται μόνο για όσα μνημεία διατηρούν ή δύνανται να επανακτήσουν<br />

το λατρευτικό προορισμό τους εφόσον αυτά και μόνο αυτά υπερβαίνουν<br />

το απλώς τουριστικό, ιστορικό, επιστημονικό και καλλιτεχνικό<br />

ενδιαφέρον. Ανάλογο καθεστώς προστασίας μη ιερών θρησκευτικών<br />

πολιτιστικών αγαθών, τα οποία κατέχονται από εκκλη σιαστικά ή<br />

θρησκευτικά νομικά πρόσωπα ή ανήκουν κατά κυριότητα σε αυτά<br />

(επισκοπεία, πρεσβυτέρια, μοναστηριακά συγκροτήματα κελιών, διοικητικά<br />

κτήρια, φιλανθρωπικού ή εκπαιδευτικού σκοπού κτήρια<br />

κλπ.), θα παραβίαζε ευθέως τη συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο<br />

4 παρ. 1 Σ) 33 . Η περισσότερο δυναμική-λειτουργική και όχι<br />

στατική-μουσειακή προστασία 34 των «ιερών πραγμάτων», αποτελεί<br />

πρακτική εφαρμογή μιας τελολογικής ερμηνείας των θεμελιωδών<br />

32<br />

Heckel, «Der Denkmalschutz» (υποσημ. 26), 85-106. Πρβλ. Fl. Hübler,<br />

«Cultura e culto, due istanze che non devono essere confuse o … deluse»,<br />

στο: I beni culturali nello sviluppo e nelle attese della società italiana. Analisi<br />

e proposte per la legge di tutele dei beni culturali: Atti del Convegno di studio<br />

promosso dalle Commissioni per l’arte delle diocesi lombarde, dall’Unione<br />

Giuristi Cattolici, dalla rivista “Città e Società”, Milano 28-29 Marzo 1980<br />

(Πρακτικά Διημερίδας), Vita e pensiero, Milano 1980, σ. 131-136. G.<br />

Feliciani, «I beni culturali ecclesiastici nell’ambito della tutela dei beni<br />

culturali: la prospettiva canonistica», στο: I beni culturali ό.π., σ. 121-<br />

125. Aldanondo, ό.π. (υποσημ. 30), 76-90. Πρβλ. L. Maffeo, «Natura e<br />

limiti della ingerenza statuale nella gestione del patrimonio storico e<br />

artistico della Chiesa», Il diritto ecclesiastico 70 (1959), σ. 87-91. C. Mirabelli,<br />

«Profili ecclesiastici nella tutela dei beni culturali», στο: I beni<br />

culturali ό.π., σ. 112-115. R. Coppola, «Tutela del patrimonio storico e<br />

artistico», Apollinaris 60 (1987), σ. 168-171.<br />

33<br />

Πρ. Δαγτόγλου, Συνταγματικό δίκαιο. Ατομικά δικαιώματα, τ. Β΄, Αθήνα-Κομοτηνή<br />

1991, 1038-1040.<br />

34<br />

Κ. Κυριαζόπουλος, «Η ελευθερία της λατρείας και η προστασία των μνη-


ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ<br />

ΝΑΟΥ: DICATIO AD PATRIAM VERSUS DEPUTATIONEM AD CULTUM<br />

529<br />

αρχών του νέου ΑρχΝ που απορρέουν από το Σύνταγμα (άρθρο 24<br />

παρ. 1 εδ. α', β' Σ) και από τις Διεθνείς Συνθήκες που έχουν κυρωθεί<br />

από την Ελλάδα. Άλλωστε, το Σύνταγμα εγγυάται ρητά την ελευθερία<br />

της τέχνης (άρθρο 16 παρ. 1 εδ. α' Σ). Στην αντίστροφη όψη του, το<br />

συνταγματικό αυτό δικαίωμα συνιστά υποχρέωση του Κράτους να<br />

σέβεται την εσωτερική νομιμότητα, τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και την<br />

κατά προορισμό χρήση των λατρευτικών πολιτιστικών αγαθών. Θεωρείται,<br />

επομένως, αντισυνταγματικός ο μη σεβασμός ή ο κρατικός<br />

αποκλεισμός με κανονιστική διάταξη οποιασδήποτε λατρευτικής<br />

χρήσης χωρίς επαρκείς λόγους. Ως γνωστόν η Ελλάδα ανήκει στο<br />

συνταγματικό σύστημα σχέσεων της θρησκευτικής ομολογιακότητας<br />

του Κράτους (ελληνορθόδοξης) και ειδικότερα στο σύστημα του μετριοπαθούς<br />

δυϊσμού ή της νόμῳ κρατούσας Πολιτείας 35 . Έτσι, το δικαίωμα<br />

της ελευθερίας στη λατρεία εκλαμβάνεται (νομοθετικά και<br />

διοικητικά) στο πλαίσιο μιας συνταγματικά περιορισμένης καταστατικής<br />

και θεσμικής αυτονομίας που αναφέρεται στη δογματική, τη<br />

λατρεία και την απαγόρευση της θεμελιώδους μεταβολής των πάγια<br />

καθιερωμένων και μακροχρόνιων βασικών διοικητικών θεσμών<br />

του οικείου γνωστού θρησκεύματος.<br />

Η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας (άρθρο<br />

25 παρ. 1 εδ. δ' Σ) 36 αποτελεί το καταλληλότερο μεθοδολογικό<br />

εργαλείο για την επίλυση της σύγκρουσης 37 . Τα έννομα συμφέροντα<br />

μείων», στο: Λάμπρου –Χατζούλη, ό.π. (υποσημ. 16), σ. 157-158. Του<br />

ίδιου, Προστασία πολιτιστικών αγαθών και θρησκευτική ελευθερία, Δίκαιο &<br />

Θεσμοί 1, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 234-237. Aldanondo, ό.π. (υποσημ.<br />

30), σ. 79.<br />

35<br />

Μαρίνος, Σχέσεις (υποσημ. 24), σ. 133, 140, 143, 147. Χ. Παπαστάθης,<br />

«Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας κατά το Σύνταγμα του 1975», στο:<br />

Σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας (Αφιέρωμα), Δίκαιο & Πολιτική 15, Θεσσαλονίκη<br />

1988, σ. 69-77.<br />

36<br />

Η συνταγματική της κατοχύρωση δεσμεύει τόσο τη νομοθετική, όσο και<br />

την εκτελεστική (άρθρο 1 παρ. 3 Σ) και τη δικαστική εξουσία (άρθρα 1<br />

παρ. 3 και 87 παρ. 2 Σ) κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Ο νομοθέτης<br />

ειδικότερα επιβάλλεται να λαμβάνει υπόψη του την αρχή της<br />

αναλογικότητας, όταν ρυθμίζει έννοιες, σχέσεις ή καταστάσεις και ιδίως,<br />

όταν με νόμο περιορίζει δικαιώματα. Κατά δεύτερο λόγο, η κατά διακριτική<br />

ευχέρεια ενέργεια των οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας υποβάλλεται<br />

σε έλεγχο σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Η θεωρητική θεμελίωση<br />

της αρχής αποτέλεσε ένα από τα πιο δυσχερή επιστημονικά ζητήματα.<br />

Επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί στην έννοια του κράτους δικαίου η<br />

οποία συνίσταται στην απαγόρευση της αυθαιρεσίας, στην ιδέα της δικαιοσύνης<br />

και στην προστασία του ατόμου έναντι του αυθαίρετου κρατικού


530 ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΠΕΡΙΑΝΔΡΟΣ Ι. ΕΠΙΤΡΟΠΑΚΗΣ<br />

που αφενός προστατεύονται και αφετέρου θίγονται από την κρατική<br />

ενέργεια, πρέπει να σταθμίζονται ανάλογα. Σε ενδεχόμενη, δηλαδή,<br />

σύγκρουση των δύο συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων,<br />

τόσο η Διοίκηση όσο και ο Δικαστής οφείλουν να συνεκτιμούν όλα<br />

τα δεδομένα της αυξημένης προστασίας του πολιτιστικού αγαθού<br />

και βάσει ειδικής αιτιολογίας να επιλέγεται η ενδεχόμενη υποχώρηση<br />

του ενός δικαιώματος έναντι του άλλου. Την εν λόγω αρχή<br />

απαρτίζουν τρείς επιμέρους συστατικές αρχές 38 : α) η αρχή της καταλληλότητας<br />

του μέτρου, η οποία υλοποιείται με “ex ante” πρόβλεψη<br />

καταναγκασμού, στην αξία του ανθρώπου, στην αρχή της απαγορεύσεως<br />

της προσβολής του πυρήνα των θεμελιωδών δικαιωμάτων και στην αρχή<br />

της ισότητας. Βλ. Θ. Δαλακούρας, Αρχή της αναλογικότητας και μέτρα δικονομικού<br />

καταναγκασμού, Μελέτες ποινικού δικονομικού δικαίου, Αθήνα-<br />

Κομοτηνή 1993, σ. 141-157.<br />

37<br />

Γενικότερα εκφράζει την ιδέα του μέτρου στη συσχέτιση δύο μεγεθών. Οι<br />

ιστορικές καταβολές του όρου εντοπίζονται στην αρχαιότητα, στις αρχές<br />

του Μεσαίωνα, στα έργα και τη διδασκαλία των κύριων εκπροσώπων του<br />

φυσικού δικαίου καθώς και άλλων εκπροσώπων της θεωρίας. Για την<br />

ιστορική εξέλιξη της έννοιας βλ. Δ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, Η αρχή<br />

της αναλογικότητας στο εσωτερικό δημόσιο δίκαιο, Θεσσαλονίκη 1989, σ.<br />

11, 59. Η σύγχρονη νομική έννοια της αρχής της αναλογικότητας, η<br />

οποία συνάπτεται και συνδυάζεται με το μετασχηματισμό του φιλελεύθερου<br />

κράτους σε κοινωνικό Κράτος Δικαίου, διαμορφώθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο<br />

Πόλεμο. Τότε, η εν λόγω αρχή θεωρήθηκε από τη γερμανική νομική<br />

θεωρία ύψιστη δικαιοηθική επιταγή και υιοθετήθηκε από τη νομολογία<br />

του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας.<br />

Απ. Γέροντας, «Η αρχή της αναλογικότητας στο γερμανικό δημόσιο δίκαιο»,<br />

Το Σύνταγμα 9:1 (Ιαν.-Μάρτ. 1983), σ. 20 κ.εξ. Δαλακούρας, ό.π. (υποσημ.<br />

36), σ. 29-39, 89. Στη Χώρα μας εμφανίστηκε νομολογιακά το έτος 1984<br />

(ΣτΕ 2112/1984, Ελληνική Δικαιοσύνη 26, 130), ενώ με την αναθεώρηση<br />

του Συντάγματος του 2001 καθιερώθηκε ρητά στον Καταστατικό μας<br />

Χάρτη, όπου ορίστηκε ότι «οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν<br />

κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα… πρέπει… να σέβονται<br />

την αναλογικότητα» (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ Σ). Η αρχή απαντά και στο<br />

άρθρο 52 παρ. 1 εδ. β΄ του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.<br />

Κατά τη διάταξη αυτή «τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί<br />

επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και<br />

ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικότερου ενδιαφέροντος που<br />

αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και<br />

ελευθεριών των τρίτων». Ο Χάρτης, αφότου τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη<br />

της Λισαβόνας (1.12.2009) απέκτησε δεσμευτική ισχύ για τα κράτη-μέλη<br />

της Ένωσης και έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες (άρθρο 6 παρ.<br />

1 ΣΕΕ). Βλ. Απ. Γεωργιάδης, Γενικές αρχές Αστικού Δικαίου, Δίκαιο & Οικονομία,<br />

Αθήνα 2012 4 , σ. 84-85.


ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ<br />

ΝΑΟΥ: DICATIO AD PATRIAM VERSUS DEPUTATIONEM AD CULTUM<br />

531<br />

του μέτρου, βάσει ιστορικών, επιστημονικών, καλλιτεχνικών και<br />

εμπειρικών δεδομένων και δικαιολογείται τροποποίηση ή ανάκληση<br />

του μέτρου σε περιπτώσεις μεταβολής των δεδομένων ή πλάνης· β)<br />

η αρχή της αναγκαιότητας: αναγκαίο μέτρο είναι το πιο ήπιο, το λιγότερο<br />

επαχθές, από τα εξίσου αποτελεσματικά που διαθέτει η Πολιτεία<br />

για τη διαφύλαξη του δημόσιου συμφέροντος. Η αναγκαιότητα<br />

συναρτάται με τη μεταβλητότητα και τη στατικότητα του μέτρου και<br />

του σκοπού και διαγράφει τα όρια της νομιμότητας εντός των οποίων<br />

οφείλει να δρα η Διοίκηση· γ) η «ἐν στενῇ ἐννοίᾳ» (“stricto sensu”)<br />

αρχή της αναλογίας, με την οποία επιβάλλεται η ύπαρξη εύλογης<br />

σχέσης μεταξύ λαμβανομένου μέτρου και επιδιωκόμενου σκοπού,<br />

ώστε τα μειονεκτήματα να μην υπερισχύουν των πλεονεκτημάτων<br />

που συνεπάγεται η εφαρμογή του μέτρου 39 . Αφορά, επομένως, στην<br />

ορθή σχέση μεταξύ μέτρου και σκοπού, μεταξύ κανόνος δικαίου<br />

και πραγματικής καταστάσεως και εμπεριέχει την απαίτηση για<br />

ισόρροπη ικανοποίηση δημόσιου συμφέροντος και κοινωνικού κόστους.<br />

Πρέπει να σημειωθεί ότι όσο πιο έντονη είναι η προσβολή<br />

του ατομικού δικαιώματος, τόσο πιο σπουδαίο πρέπει να είναι το<br />

38<br />

Ε. Μπέης, «Η αρχή της αναλογικότητας», Δίκη 30:4 (Μάιος 1999), σ.<br />

470-478. Πρ. Δαγτόγλου, Γενικό διοικητικό δίκαιο, Αθήνα-Κομοτηνή 2004,<br />

σ. 184.<br />

39<br />

Βλ. ΕΣ 848/2005: «Σύμφωνα με την απορρέουσα από την έννοια του<br />

κράτους δικαίου συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, όταν ο κοινός<br />

νομοθέτης θεσπίζει ένα δυσμενές μέτρο σε βάρος μιας κατηγορίας προσώπων,<br />

που συνεπάγεται την εξαίρεσή της από έναν ευμενή γενικότερο<br />

κανόνα δικαίου, επιβάλλεται να χρησιμοποιεί κριτήρια αντικειμενικά,<br />

που να δικαιολογούνται από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Τα επαχθή<br />

δε μέτρα τα οποία θεσπίζονται πρέπει να είναι μόνο τα αναγκαία για την<br />

επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με τη ρύθμιση και να τελούν σε<br />

άμεση συνάφεια όχι μόνο προς αυτόν τούτον τον επιδιωκόμενο σκοπό,<br />

αλλά και προς το αντικείμενο της ρύθμισης. Τα μέτρα δηλαδή που επιβάλλονται<br />

με βάση τα άνω κριτήρια πρέπει να είναι αφενός μεν κατάλληλα,<br />

ώστε να επιφέρουν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, αφετέρου δε τα απολύτως<br />

αναγκαία, με την έννοια ότι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου<br />

δημόσιου σκοπού δεν είναι δυνατή η επιλογή ενός άλλου εξίσου αποτελεσματικού,<br />

αλλά λιγότερο επαχθούς μέτρου. Σε αντίθετη περίπτωση, αν<br />

δηλαδή το μέτρο που επιβάλλεται έχει τέτοια ένταση και διάρκεια που<br />

υπερακοντίζει κατάδηλα τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε τα μειονεκτήματα<br />

που συνεπάγεται να τελούν σε δυσαναλογία προς τα πλεονεκτήματα που<br />

απορρέουν από την εξυπηρέτηση του δημοσίου σκοπού, αντίκειται στην<br />

άνω αρχή και επομένως, η προβλέπουσα το εν λόγω μέτρο σχετική<br />

διάταξη είναι αντισυνταγματική».


532 ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΠΕΡΙΑΝΔΡΟΣ Ι. ΕΠΙΤΡΟΠΑΚΗΣ<br />

δημόσιο αγαθό που προστατεύεται. Τέλος, όταν ο περιορισμός του<br />

δικαιώματος που εισάγεται με το λαμβανόμενο μέτρο, θίγει και<br />

πολύ περισσότερο αναιρεί τον ίδιο τον πυρήνα του δικαιώματος,<br />

παρέλκει η εξέταση της αναλογικότητας του μέτρου σε σχέση με τον<br />

επιδιωκόμενο σκοπό, καθώς αυτό αποκλείεται ήδη από το στάδιο<br />

της καταλληλότητας για την πραγμάτωση του σκοπού του νόμου.<br />

Αυτή η αρχή έχει καθαρά αξιολογικό χαρακτήρα και μορφή ανοιχτή<br />

(μη κανονιστική), καθώς δεν στηρίζεται σε συγκεκριμένους κανόνες<br />

δικαίου, αλλά έχει ευρύτερη εφαρμογή. Η εξειδίκευση της εφαρμογής<br />

της σε κάθε δεδομένη περίπτωση, προσλαμβάνει κι ένα δημιουργικό<br />

χαρακτήρα, καθώς κάνει χρήση εξωνομικών, ηθικοπολιτικών<br />

κριτηρίων. Στο πλαίσιο αυτό, η συγκεκριμένη αρχή γίνεται<br />

αντιληπτή με διάφορους τρόπους, οι οποίοι συνοψίζονται στην<br />

αρχή της ελάχιστης δυνατής προσβολής ή του ηπιότερου μέσου 40 ,<br />

στην αρχή της αποφυγής των δυσανάλογων συνεπειών και στην<br />

απαγόρευση της χρονικής ασυνέπειας ή υπερβολής 41 .<br />

Την αόριστη νομική έννοια της αρχής της αναλογικότητας 42 του<br />

συνταγματικού νομοθέτη κλήθηκε να εξειδικεύσει ο κοινός νομοθέτης<br />

στον ΑρχΝ και σε ό,τι αφορά στην προστασία των θρησκευτικών<br />

μνημείων λατρευτικού χαρακτήρα. Ωστόσο, ακόμα και σε αυτή την<br />

εξειδίκευση έγινε χρήση γενικών (μη δικαιικών) όρων από άλλα<br />

επιστημονικά πεδία. Τα αόριστα αυτά αξιολογικά κριτήρια του ΑρχΝ<br />

καλείται σε κάθε περίπτωση να συγκεκριμενοποιήσει η Διοίκηση,<br />

αρχικά, και ενδεχομένως ο Δικαστής, στη συνέχεια, βάσει σύγχρονων<br />

επιστημονικών και εμπειρικών δεδομένων. Για παράδειγμα, όπως<br />

προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 β', ββ',<br />

6 παρ. 1 β', γ' και 20 παρ.1 γ', δ', ε' του ΑρχΝ, ο δικαστής πρέπει να<br />

κρίνει αν η διοικητική πράξη για την προστασία συγκεκριμένων λατρευτικών<br />

μνημείων τεκμηριώνεται με συγκεκριμένα ιστορικά, επιστημονικά<br />

και καλλιτεχνικά κριτήρια. Στην αξιολόγηση όμως αυτή,<br />

απευθείας από το Σύνταγμα απορρέει και η υποχρέωση συνεκτίμησης<br />

και θεολογικών, δογματικών και θρησκειολογικών κριτηρίων.<br />

Σε τέτοιες περιπτώσεις σύγκρουσης των δύο ατομικών δικαιω-<br />

40<br />

Δαγτόγλου, Συνταγματικό δίκαιο (υποσημ. 33), σ. 177. Ζ. Παπαϊωάννου,<br />

Η αρχή της αναλογικότητας κατά την άσκηση της αστυνομικής εξουσίας, Αθήνα-<br />

Θεσσαλονίκη 2003, σ. 31-32.<br />

41<br />

Δαγτόγλου, Γενικό διοικητικό (υποσημ. 38), σ. 217-218.<br />

42<br />

Π. Φίλιος, Νομική μεθοδολογία, Αθήνα-Κομοτηνή 2007, σ. 44-47. Για αόριστες<br />

νομικές έννοιες βλ. Engisch, ό.π. (υποσημ. 23), σ. 131-166.


ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ<br />

ΝΑΟΥ: DICATIO AD PATRIAM VERSUS DEPUTATIONEM AD CULTUM<br />

533<br />

μάτων, θα πρέπει να γίνεται χρήση της συνταγματικής αρχής της<br />

αναλογικότητας, που κατέχει εξέχουσα θέση στο ερμηνευτικό σύστημα<br />

αξιών της έννομης τάξης και αποτελεί τη μείζονα σκέψη του<br />

δικανικού συλλογισμού πολλών δικαστικών αποφάσεων 43 . Αρχικά,<br />

η Διοίκηση προβαίνει σε “in concreto” στάθμιση, σύμφωνα με τα<br />

οριζόμενα από το Νόμο, και σε ενδεχόμενη αμφισβήτηση δευτερευόντως<br />

αποφαίνεται ο Δικαστής βάσει αντικειμενικών και ελέγξιμων<br />

κριτηρίων, ανάλογα με τη διακινδύνευση που υφίστανται<br />

κατά περίπτωση τα συγκρουόμενα αγαθά. Η ακώλυτη λατρευτική<br />

χρήση ενός θρησκευτικού πολιτιστικού αγαθού μπορεί να δικαιολογηθεί<br />

μόνο σε περιπτώσεις που δεν αλλοιώνει και δεν υποβαθμίζει<br />

το μνημειακό του χαρακτήρα, αναστέλλοντας ουσιαστικά την<br />

όποια κρατική προσπάθεια προστασίας και διαφύλαξής του. Έτσι,<br />

για χώρους που, σύμφωνα με το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας,<br />

θεωρούνται ιεροί και βρίσκονται στην κατοχή της αντίστοιχης θρησκευτικής<br />

κοινότητας, μπορεί πράγματι να υποχωρεί η μεγαλύτερου<br />

εύρους υποχρέωση του κράτους για προστασία του δικαιώματος<br />

στον πολιτισμό σε βαθμό που θα διασφαλίζει μια ισόρροπη άσκηση<br />

των δύο συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων. Και αντίστροφα,<br />

σε περιπτώσεις, όπου η διαφύλαξη και η αξιοποίηση ενός<br />

υψίστης σημασίας θρησκευτικού μνημείου επιβάλλει την άμεση ή<br />

έμμεση και κατά δίκαιη πολιτειακή κρίση υποχώρηση της λατρευτικής<br />

του χρήσης, θα πρέπει κι από την πλευρά των Εκκλησιαστικών<br />

αρχών να υπάρχουν οι απαραίτητες εναλλακτικές προτάσεις για<br />

απρόσκοπτη άσκηση της λατρείας των πιστών.<br />

Ο ναός του Αγίου Γεωργίου ή «Ροτόντα» Θεσσαλονίκης αποτελεί<br />

αντιπροσωπευτικό παράδειγμα «πολιτιστικού αγαθού θρησκευτικού<br />

χαρακτήρα με προεχόντως μνημειακό-ιστορικό και παρεπόμενο λατρευτικό<br />

προορισμό» 44 . Εδώ, η λατρευτική χρήση του μνημείου δεν<br />

μπορεί να στηριχθεί σε προηγηθείσα πάγια και σταθερή πρακτική<br />

ούτε σε ρητή Απόφαση της Πολιτείας. Βάσει των κείμενων νομοθε-<br />

43<br />

Ωστόσο, η απουσία προκαθορισμένων κριτηρίων βάσει των οποίων γίνεται<br />

η “in concreto” στάθμιση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων δημιουργεί<br />

αναπόφευκτα ανασφάλεια δικαίου και θέτει υπό αμφισβήτηση την<br />

αρχή της τυπικής ισοδυναμίας των συνταγματικών διατάξεων. Α. Δημητρόπουλος,<br />

«Προβλήματα της στάθμισης ως νομικής μεθόδου», άρθρο<br />

στην ηλεκτρ. δ/νση: www.greeklaws.com/pubs/uploads/2566.pdf, σ.<br />

7, 9-10.<br />

44<br />

Αν και η περίπτωση αντιμετωπίστηκε με την παλαιότερη αρχαιολογική<br />

νομοθεσία δεν διαφοροποιήθηκε ωστόσο η νομική αντιμετώπιση του ζη-


534 ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΠΕΡΙΑΝΔΡΟΣ Ι. ΕΠΙΤΡΟΠΑΚΗΣ<br />

τικών διατάξεων και των σχετικών πολιτειακών Αποφάσεων, η ευθύνη<br />

διατήρησης, συντήρησης και χρήσης του εν λόγῳ μνημείου,<br />

ως δημόσιου ιδιόχρηστου πράγματος, ανήκει ολοκληρωτικά και<br />

αποκλειστικά στη δικαιοδοσία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, η<br />

οποία οφείλει -κατά προτεραιότητα- να προστατεύει το μνημείο ως<br />

πολιτιστικό αγαθό κατά τις επιταγές του άρθρου 24 Σ. Αυτό σημαίνει<br />

ότι η Πολιτεία οφείλει αφενός να εγγυάται τη συντήρηση και διατήρησή<br />

του και αφετέρου να φροντίζει για τη σύμφωνη με το μνημειακό<br />

προορισμό του, και με σεβασμό προς το θρησκευτικό χαρακτήρα<br />

του, πολιτιστική αξιοποίησή του. Μετά από τα παραπάνω, η σχετική<br />

Υπουργική Απόφαση 45 , η οποία προτάσσει την πολιτιστική αξία<br />

έναντι του λατρευτικού προορισμού και εξαρτά κάθε περαιτέρω ή<br />

διαφορετική χρήση του μνημείου από την έγκριση της Αρχαιολογικής<br />

Υπηρεσίας, θα πρέπει να θεωρηθεί σύμφωνη με τον ισχύοντα<br />

ΑρχΝ, καθώς και με τις διατάξεις του Συντάγματος που προστατεύουν<br />

το πολιτιστικό περιβάλλον και την ελευθερία της λατρείας.<br />

Επίσης, η συγκεκριμένη Απόφαση δεν παρακωλύει και δεν στερεί<br />

το δικαίωμα των πιστών της Θεσσαλονίκης να ασκούν ακώλυτα<br />

την κατά το Σύνταγμα επιτρεπόμενη λατρεία τους και να εκκλησιάζονται<br />

τακτικά σε άλλους ναούς της περιοχής.<br />

Ο στόχος της προστασίας που οραματίζονται Αρχαιολόγοι και<br />

Εκκλησιαστικές αρχές είναι κοινός. Η Εκκλησία, ως σύνολο κληρικών<br />

και λαϊκών, ουδέποτε υποβάθμισε ηθελημένα κάποιον «ιερό»<br />

της χώρο αλλά, αντίθετα, συνεισέφερε ουσιαστικά στη μακραίωνη<br />

διατήρηση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς 46 . Επίσης, η αποκλειστική<br />

επιλογή της πολιτιστικής ή της λατρευτικής αξίας ενός θρητήματος.<br />

Α. Μανιτάκης, «Η συνταγματική προστασία των πολιτιστικών<br />

αγαθών και η ελευθερία της λατρείας (Με αφορμή τις χρήσεις της Ροτόντας).<br />

Γνωμοδότηση», Αρμενόπουλος 9 (Σεπτ. 1995), 1232-1238. Λάμπρου<br />

– Χατζούλη, ό.π. (υποσημ. 16). Μιχ. Τιβέριος, «Η Ροτόντα του Καίσαρα<br />

Γαλερίου στη Θεσσαλονίκη. Σύντομο ιστορικό», Το Βήμα 05.02.1995.<br />

Αρχιμ. (νυν Μητρ.) Ιωάννης Τασσιάς (επιμ.), Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου<br />

(Ροτόντα). Κατάθεση, μαρτυρία, Θεσσαλονίκη 1998.<br />

45<br />

ΥΑ: ΥΠ.ΠΟ./ΑΡΧ/Β1/Φ34/3522/34/24.01.1995.<br />

46<br />

Βλ. το διοριστήριο του Μητροπολίτη Γαγγρών από τον Πατρ. Ματθαίο. F.<br />

Miklosich – J. Müller (επιμ.), Acta et diplomata monasteriorum et ecclesiarum<br />

Orientis, τ. Β΄, Αθήνα 1996 2 , σ. 493, αρ. εγγρ.: DCXLV(=645).6909 (1400-<br />

1401), ind. IX. Πρβλ. και Τ. Τσονίδης, Κύριλλος ΣΤ΄, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως<br />

1813-1818: Απηγχονίσθη υπό των Τούρκων τον Απρίλιον του 1821<br />

εις την γενέτειραν του Αδριανούπολιν, Νέα Ορεστιάς 1986 2 , σ. 24 κ.εξ.


ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ<br />

ΝΑΟΥ: DICATIO AD PATRIAM VERSUS DEPUTATIONEM AD CULTUM<br />

535<br />

σκευτικού μνημείου δεν είναι παρά ψευδοδίλημμα. Η κατά περίπτωση<br />

υποχώρηση της μιας αξίας έναντι της άλλης, νοείται ως<br />

εξανθρωπισμένη (κοινωνική) εκδοχή και λειτουργία της έννοιας<br />

του ατομικού δικαιώματος. Οποιαδήποτε μονοσήμαντη επιλογή<br />

ισοδυναμεί με ατομοκεντρική εκδοχή του δικαιώματος 47 , αποδεσμεύει<br />

απειλές ανθρωπολογικών αλλοιώσεων, θεσμοποιεί μια ριζικά<br />

αντικοινωνική δυναμική και υπονομεύει τις ίδιες τις κοινωνικές<br />

σχέσεις και την πολιτική τους πραγμάτωση.<br />

47<br />

Χρ. Γιανναράς, Η απανθρωπιά του δικαιώματος, Αθήνα 2006 3 , σ. 7-10,<br />

206-229.


Αναστασία Τζιγκουνάκη,<br />

Προϊσταμένη Εφορείας Αρχαιοτήτων Ρεθύμνου<br />

Προστασία, διαχείριση<br />

και ανάδειξη<br />

βυζαντινών μνημείων<br />

Η διεθνής σύμβαση 1972 1<br />

Για τον τιμητικό αυτό τόμο στη μνήμη του Προϊστάμενου της Εφορείας<br />

Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Κρήτης, ενίοτε δε και δικού μου<br />

προϊστάμενου, ιδιαίτερα αγαπητού μου για το δίκαιο του εκρηκτικού<br />

χαρακτήρα, το οξύ πνεύμα, τη μεγάλη καρδιά, την αστείρευτη ζωντάνια,<br />

την επιστημονική κατάρτιση και τη χαρισματική προσωπικότητα,<br />

επέλεξα να παρουσιάσω το θέμα της διεθνής προσέγγισης<br />

και πρακτικής για την προστασία, διαχείριση και ανάδειξη των Βυζαντινών<br />

Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Ο Μανόλης Μπορμπουδάκης<br />

με τις κατά τόπους ομάδες των υπαλλήλων του προστάτευσε,<br />

διαχειρίστηκε και ανάδειξε τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά<br />

μνημεία όλης της Κρήτης, στα πολλά έτη της θητείας του ως επικεφαλής<br />

της 13 ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Κρήτης, χωρίς<br />

δυνατότητα για εκπόνηση διαχειριστικών σχεδίων με βραχυπρόθεσμες,<br />

μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες δράσεις σε συγκεκριμένο<br />

χρονικό ορίζοντα, χωρίς σταθερή ροή χρηματοδότησης,<br />

χωρίς πάντα στη διάθεσή του το αναγκαίο προσωπικό, όπως εξάλλου<br />

ισχύει έως σήμερα στις Εφορείες Αρχαιοτήτων της χώρας.<br />

Η Σύμβαση του 1972, για την Προστασία των Πολιτιστικών<br />

και Φυσικών Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς, με σαράντα<br />

τρία χρόνια εφαρμογής της στα πιο σημαντικά μνημεία του πλανήτη<br />

1<br />

Το θέμα παρουσιάστηκε από τη γράφουσα στην ενότητα «Διαχείριση της<br />

βυζαντινής πολιτισμικής κληρονομιάς» του 2 ου Συνέδριου «Βυζαντινές Σπουδές»<br />

του Δήμου Αθηναίων, στο πλαίσιο του Κύκλου Συνεδρίων «Η Ελλάδα<br />

στον Κόσμο», Μέγαρο Μουσικής 25-27 Ιουνίου 2009. Ακολούθως επικαιροποιήθηκε<br />

για τη δημοσίευσή του στον Τιμητικό Τόμο για τον αείμνηστο<br />

Επίτιμο Έφορο Αρχαιοτήτων Μανόλη Μπορμπουδάκη.


538 ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΖΙΓΚΟΥΝΑΚΗ<br />

Πίν. 1.<br />

Στατιστική ανάλυση<br />

όπου φαίνεται η αναλογία<br />

Βυζαντινών Μνημείων<br />

Παγκόσμιας Κληρονομιάς<br />

σε σχέση με τα υπόλοιπα<br />

Μνημεία Παγκόσμιας<br />

Κληρονομιάς στην Ευρώπη,<br />

από τον τόμο J. Jokilehto κ.ά.<br />

The World Heritage List,<br />

Filling the Gaps...<br />

θεωρώ ότι μπορεί να μας παρέχει διάφορα εργαλεία προβληματισμού<br />

και καλών πρακτικών και θα επικεντρωθώ εδώ σε σχέση με<br />

τα βυζαντινά μνημεία.<br />

Τα θέματα προστασίας και ανάδειξης των βυζαντινών μνημείων<br />

που είναι εγγεγραμμένα στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς,<br />

λόγω του θεσμικού διεθνούς ελέγχου και της παρακολούθησης της<br />

κατάστασης συντήρησης και διαχείρισής τους, μπορούν να αποτελέσουν<br />

παράδειγμα ως προς τις δράσεις για την αειφόρο διατήρηση<br />

και διαχείριση και για τα υπόλοιπα μνημεία. Σε θεωρητικό επίπεδο,<br />

οι προβληματισμοί και οι στόχοι που διαγράφονται μέσα από τις<br />

Επιχειρησιακές Οδηγίες 2 για την εφαρμογή της Σύμβασης Προστασίας<br />

Παγκόσμιας Κληρονομιάς, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως σημεία<br />

αναφοράς για τη συντήρηση, την προστασία, τη διαχείριση και την<br />

προβολή κάθε μνημείου, εγγεγραμμένου στον κατάλογο ή μη. Χαρακτηριστικά<br />

αναφέρεται ότι από το 1977 που υιοθετήθηκαν οι Επιχειρησιακές<br />

Οδηγίες της Διεθνούς Σύμβασης του 1972, επικαιροποιούνται<br />

-εμπλουτιζόμενες- σχεδόν ανά διετία 3 , εναρμονιζόμενες<br />

2<br />

http://whc.unesco.org/archive/opguide08-en.pdf<br />

3<br />

Οι Επιχειρησιακές Οδηγίες περιελάμβαναν μόλις 28 παραγράφους το


ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ -<br />

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ 1972<br />

539<br />

με σύγχρονους προβληματισμούς και οπτικές, ώστε στρατηγικοί στόχοι,<br />

νέες καλές πρακτικές και καινοτόμες προσεγγίσεις να απο φέρουν<br />

τις καλύτερες δυνατές δράσεις για τη διατήρηση τους στο διηνεκές.<br />

Στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, ο οποίος τo 2014<br />

περιλαμβάνει 1007 μνημεία, ο βυζαντινός πολιτισμός εκπροσωπείται<br />

από 26 μνημεία. Στη μελέτη του Διεθνούς Συμβουλίου Μνημείων<br />

και Τοποθεσιών του 2005 καταγράφονται 20 μνημεία που αντανακλούν<br />

τον βυζαντινό πολιτισμό 4 (Πίν. 1) στα οποία προστέθηκαν<br />

άλλα έξι έως τώρα (Πίν. 2 και 3), ενώ αρκετά μνημεία, εγγεγραμμένα<br />

στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, έχουν επιρροές από τον<br />

βυζαντινό πολιτισμό (π.χ. Longobards in Italy. Places of the Power<br />

[568-774 A.D.] κ.ά.). Επισημαίνεται ότι περίπου 20% των εγγε-<br />

Πίν . 2.<br />

Βυζαντινά μνημεία<br />

Παγκόσμιας Κληρονομιάς<br />

ανά κράτος<br />

και επί του συνόλου κρατών<br />

παγκοσμίως.<br />

1977, ενώ η τελευταία επικαιροποίηση κατά το 2013 περιλαμβάνει 290<br />

παραγράφους και 12 παραρτήματα. Α. Τζιγκουνάκη, «Παγκόσμια Κληρονομιά:<br />

Διαδικασίες, Δεσμεύσεις, Ωφέλειες», Πολιτιστική Αρχιτεκτονική Κληρονομιά<br />

και Περιβάλλον. Η συμβολή τους στην ανάπτυξη των νησιών μας. 7η<br />

Συνδιάσκεψη Νησιωτικών Περιφερειακών Τμημάτων Τεχνικού<br />

Επιμελητηρίου Ελλάδας, ΤΕΕ/ΤΔΚ, Χανιά 24-26 Απριλίου 2009.<br />

4<br />

J. Jokilehto κ.ά., The World Heritage List, Filling the Gaps- An Action Plan for<br />

the Future. Monuments and Sites XII, Paris 2005.


540 ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΖΙΓΚΟΥΝΑΚΗ<br />

Πίν. 3.<br />

Κατάλογος<br />

βυζαντινών μνημείων<br />

Παγκόσμιας Κληρονομιάς,<br />

έτος εγγραφής, κράτος<br />

και κριτήρια εγγραφής.<br />

γραμμένων μνημείων στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς έχει<br />

κάποια μορφή θρησκευτικής ή πνευματικής σύνδεσης.<br />

Θα αναφερθώ εδώ, υπενθυμίζοντας, στα κριτήρια που λαμβάνονται<br />

υπόψη για την εγγραφή ενός μνημείου στον Κατάλογο Παγκόσμιας<br />

Κληρονομιάς 5 , υπό την προϋπόθεση της αυθεντικότητας<br />

και/ή της ακεραιότητας του μνημείου 6 . Τα κριτήρια είναι δέκα, έξι<br />

των οποίων αφορούν την πολιτιστική διάσταση και τέσσερα στη<br />

5<br />

http://whc.unesco.org/archive/opguide13-en.pdf, Επιχειρησιακές Οδηγίες<br />

2013, II.D 77, σ. 20 -21.<br />

6<br />

http://whc.unesco.org/archive/opguide13-en.pdf, Επιχειρησιακές Οδηγίες<br />

2013, II.D 78, II.E 79-95, σ. 21-25.


ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ -<br />

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ 1972<br />

541<br />

φυσική διάσταση. Για να εγγραφεί κάποιο μνημείο στον Κατάλογο<br />

Παγκόσμιας Κληρονομιάς πρέπει να πληροί κάποια από τα ακόλουθα<br />

κριτήρια:<br />

(i) Να αντιπροσωπεύει ένα αριστούργημα της ανθρώπινης διάνοιας.<br />

(ii) Να παρουσιάζει μία σημαντική ανταλλαγή ανθρώπινων αξιών,<br />

σε μία χρονική περίοδο ή σε μία πολιτισμική περιοχή του<br />

κόσμου, η οποία αφορά εξελίξεις στην αρχιτεκτονική ή την<br />

τεχνολογία, τις μνημειακές τέχνες, το σχεδιασμό πόλεων ή<br />

τοπίου.<br />

(iii) Να αποτελεί μοναδικό ή τουλάχιστον εξαιρετικής σημασίας<br />

τεκμήριο μίας πολιτιστικής παράδοσης ή ενός πολιτισμού<br />

που διατηρείται ή που έχει εξαφανιστεί.<br />

(iv) Να συνιστά εξέχον δείγμα ενός κτηριακού τύπου, αρχιτεκτονικού<br />

τεχνολογικού συνόλου ή τοπίου που μαρτυρεί σημαντική/ές<br />

φάση/εις στην ανθρώπινη ιστορία.<br />

(v) Να αποτελεί εξέχον δείγμα παραδοσιακού οικισμού, συγκεκριμένου<br />

τρόπου χρήσης γης ή θαλάσσιας εκμετάλλευσης -<br />

αντιπροσωπευτικό πολιτισμού/ών- ή της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης<br />

με το περιβάλλον, ειδικότερα όταν αυτό έχει<br />

πληγεί από μη αναστρέψιμη αλλαγή.<br />

(vi) Να συνδέεται, με απτό τρόπο, με γεγονότα ή ζωντανές παραδόσεις,<br />

ιδέες, ή πεποιθήσεις, καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά<br />

έργα εξέχουσας οικουμενικής σημασίας. (Η Επιτροπή θεωρεί<br />

ότι αυτό το κριτήριο θα πρέπει να ισχύει σε συνδυασμό με<br />

άλλα κριτήρια.)<br />

(vii) Να περιλαμβάνει εξέχοντα φυσικά φαινόμενα ή περιοχές εξαιρετικού<br />

φυσικού κάλλους και αισθητικής σημασίας.<br />

(viii) Να συνιστά εξέχον δείγμα σημαντικών φάσεων της ιστορίας<br />

της γης συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής της ζωής, αξιόλογων<br />

εν εξελίξει γεωλογικών διαδικασιών που έλαβαν χώρα<br />

κατά τη διαμόρφωση του εδάφους ή σημαντικά γεωμορφικά<br />

ή φυσιογραφικά χαρακτηριστικά.<br />

(ix) Να είναι εξέχον δείγμα σημαντικών υφιστάμενων οικολογικών<br />

και βιολογικών διαδικασιών που σχετίζονται με την ανάπτυξη<br />

χερσαίων, υδάτινων, παράκτιων και θαλάσσιων οικοσυστημάτων<br />

και με την εξέλιξη λοιπών ομάδων φυτών και ζώων.<br />

(x) Να εμπεριέχει τα πιο σημαντικά φυσικά ενδιαιτήματα για την<br />

κατά χώραν διατήρηση της βιοποικιλότητας, συμπεριλαμβα-


542 ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΖΙΓΚΟΥΝΑΚΗ<br />

νομένων αυτών που φιλοξενούν απειλούμενα είδη εξέχουσας<br />

οικουμενικής αξίας από άποψη επιστήμης ή διατήρησης.<br />

Από τα είκοσι έξι μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς στα οποία<br />

καταγράφονται σαφώς στοιχεία της βυζαντινής περιόδου, δώδεκα<br />

πληρούν το κριτήριο i, δηλαδή αποτελούν αριστούργημα της ανθρώπινης<br />

δημιουργικής διάνοιας, και τέσσερα από αυτά πληρούν<br />

και ένα από τα κριτήρια φυσικής κληρονομιάς, και ως εκ τούτου καταγράφονται<br />

ως μικτά μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Τα περισσότερα<br />

κριτήρια ένταξης, έξι, πληροί το Άγιο Όρος και ακολουθούν<br />

τα Μετέωρα με πέντε κριτήρια· τα δύο αυτά μνημεία είναι εγγεγραμμένα<br />

ως μεικτά μνημεία φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς.<br />

Κατάσταση Διατήρησης - παρακολούθηση δράσεων<br />

Τα βασικά εργαλεία για την προστασία των Μνημείων Παγκόσμιας<br />

Κληρονομιάς, από πλευράς του Κέντρου Παγκόσμιας Κληρονομιάς,<br />

των συμβουλευτικών Οργάνων της Σύμβασης (ICCROM,<br />

ICOMOS, IUCN) και της Επιτροπής Παγκόσμιας Κληρονομιάς,<br />

είναι η παρακολούθηση της κατάστασης διατήρησής τους, ο Περιοδικός<br />

Έλεγχος, καθώς και η παρακολούθηση της υλοποίησης διαχειριστικών<br />

σχεδίων των μνημείων από τους εθνικούς φορείς κάθε<br />

κράτους, στου οποίου την επικράτεια σώζονται τα μνημεία αυτά.<br />

Μέσα από ένα διεθνές δίκτυο ενημέρωσης, το Κέντρο Παγκόσμιας<br />

Κληρονομιάς και τα Συμβουλευτικά Όργανα αξιολογούν πιθανούς<br />

κινδύνους ως προς την προστασία των μνημείων και εισηγούνται<br />

προς την Επιτροπή Παγκόσμιας Κληρονομιάς, η οποία<br />

μπορεί να προβεί σε συγκεκριμένες συστάσεις προς το Κράτος-μέλος,<br />

κατά την ετήσια Σύνοδό της. Στη συνέχεια παρακολουθείται η<br />

εφαρμογή των συστάσεων, ενώ σε περίπτωση μη εναρμόνισης και<br />

εφόσον ο κίνδυνος εις βάρος της διατήρησης της οικουμενικής<br />

εξέχουσας αξίας του μνημείου είναι σημαντικός, η Επιτροπή μπορεί<br />

να προχωρήσει, σε συμφωνία με το Κράτος-μέλος, ακόμη και στην<br />

εγγραφή ενός μνημείου στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς<br />

σε Κίνδυνο ή σε Διαγραφή του από τον Κατάλογο Παγκόσμιας<br />

Κληρονομιάς.<br />

Μία ενδεικτική έρευνα στις αποφάσεις των κατ’ έτος Συνόδων<br />

της Επιτροπής Παγκόσμιας Κληρονομιάς, μπορεί να μας σκιαγραφήσει<br />

τα προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι φορείς<br />

λειτουργίας και εποπτείας των βυζαντινών μνημείων Παγκόσμιας<br />

Κληρονομιάς.


ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ -<br />

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ 1972<br />

543<br />

Κατά την 33 η Σύνοδο της Επιτροπής Παγκόσμιας Κληρονομιάς 7 ,<br />

τον Ιούλιο 2009, για παράδειγμα, εξετάστηκε η κατάσταση διατήρησης<br />

5 μνημείων βυζαντινού πολιτισμού, κατόπιν εισηγήσεων<br />

του Κέντρου Παγκόσμιας Κληρονομιάς και των Συμβουλευτικών<br />

Οργάνων, δεδομένου ότι εντοπίστηκαν τρωτά σημεία για την κατάσταση<br />

διατήρησης των μνημείων αυτών, τα οποία συζητήθηκαν<br />

στην Επιτροπή και αφορούσαν στα παρακάτω:<br />

Αυθαίρετες κατασκευές στη ζώνη προστασίας, έλλειψη σχεδίου<br />

δράσης για την αντιμετώπιση αυθαιρέτων κατασκευών, έλλειψη συστήματος<br />

σχεδιασμού και ελεγκτικού μηχανισμού σχετικά με αναπτυξιακά<br />

προγράμματα που δημιουργούν οπτική ή/και ακουστική<br />

και ευρύτερα περιβαλλοντική όχληση, έλλειψη θεσμικού πλαισίου<br />

για έλεγχο ανάπτυξης που εξελίσσεται εις βάρος του μνημείου, έλλειψη<br />

δεικτών παρακολούθησης αναστηλωτικών εργασιών, ανάγκη ελέγχου<br />

εξέλιξης τεχνικών μελετών για αναστηλωτικά προγράμματα, θέματα<br />

ποιότητας εργασιών συντήρησης-αναστήλωσης, θέματα πυροπροστασίας,<br />

ανάγκη πολιτικής για αρχαιολογικές έρευνες στον χώρο, ανάγκη<br />

ανάπτυξης χρηματοδοτικού συστήματος σε ετήσια βάση, έλλειψη<br />

σφαιρικού Σχεδίου Τουριστικής Ανάπτυξης, μη επαρκή οριοθέτηση<br />

ζωνών προστασίας, ανάγκη ευαισθητοποίησης των εμπλεκόμενων<br />

και ιδίως της τοπικής κοινωνίας ως προς την αξία του μνημείου, μη<br />

έγκαιρη εφαρμογή Διαχειριστικού Σχεδίου, αναγκαιότητα εκπόνησης<br />

Διαχειριστικού Σχεδίου και Σχεδίου Συντήρησης για όσα εκ των μνημείων<br />

δεν διαθέτουν. Και στα πέντε βυζαντινά μνημεία που εξετάστηκαν<br />

κατά την προαναφερόμενη Σύνοδο έγινε αναφορά στην ανάγκη<br />

εκπόνησης Σχεδίου Διαχείρισης ή την ανάγκη έγκαιρης εφαρμογής<br />

του στην περίπτωση που αυτό είχε ήδη εκπονηθεί.<br />

Κάποια από τα παραπάνω προβλήματα που ενδεικτικά αναφέρθηκαν,<br />

μπορούν να εντοπιστούν σε αρκετά από τα βυζαντινά<br />

μνημεία μας εν γένει, αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο μνημείο. Ένα<br />

ισχυρό εργαλείο για την αντιμετώπιση αυτών ή άλλων προβλημάτων,<br />

εκτός των νομοθετικών εργαλείων που έχουμε στη διάθεσή<br />

μας, είναι η εκπόνηση και υλοποίηση Σχεδίου Διαχείρισης.<br />

Από το 1997 υπάρχει στις Επιχειρησιακές Οδηγίες της Σύμβασης<br />

του 1972 δέσμευση κατάθεσης Σχεδίου Διαχείρισης 8 , μαζί<br />

7<br />

http://whc.unesco.org/en/decisions/<br />

8<br />

http://whc.unesco.org/archive/opguide97.pdf, Operational Guidelines<br />

1997, G 64, 4, σ. 17.


544 ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΖΙΓΚΟΥΝΑΚΗ<br />

με το φάκελο Υποψηφιότητας. Παράλληλα, παρατηρείται ότι η Επιτροπή<br />

Παγκόσμιας Κληρονομιάς κατά τις ετήσιες Συνόδους της,<br />

όταν εξετάζει την κατάσταση διατήρησης κάποιου μνημείου Παγκόσμιας<br />

Κληρονομιάς εγγεγραμμένου προ του 1997, για το οποίο δεν<br />

τηρούνται κάποιες από τις συμβατικές υποχρεώσεις ως προς την<br />

προστασία και συντήρησή του, μεταξύ των συστάσεων προς το κράτος-μέλος<br />

της Σύμβασης στη χωρική αρμοδιότητα του οποίου αυτό<br />

βρίσκεται, κάνει και σύσταση για εκπόνηση Σχεδίου Διαχείρισης<br />

του μνημείου.<br />

Ωστόσο, με την ενεργοποίηση του Περιοδικού Ελέγχου, ως<br />

μίας εκ των υποχρεώσεων των κρατών-μελών στη Σύμβαση που<br />

μπήκε σε ισχύ τελευταία, έχει πλέον συγκεκριμενοποιηθεί η ανάγκη<br />

των διαχειριστικών σχεδίων για όλα τα μνημεία, και τα κράτη-μέλη<br />

έχουν προχωρήσει στις διαδικασίες σύνταξης Διαχειριστικών Σχεδίων<br />

για την καλύτερη προστασία των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς.<br />

Ο Περιοδικός αυτός Έλεγχος 9 αφορά στη σφαιρική αποτίμηση<br />

της εφαρμογής της Σύμβασης Παγκόσμιας Κληρονομιάς από το κάθε<br />

κράτος μέλος της Σύμβασης και στον έλεγχο της διατήρησης της οικουμενικής<br />

εξέχουσας αξίας των μνημείων αυτών, την κατάσταση<br />

συντήρησής τους και την καταγραφή πιθανών αλλαγών, πρόκειται<br />

δε για ένα μηχανισμό που στοχεύει στη συνεργασία, ενημέρωση και<br />

ανταλλαγή εμπειριών ανάμεσα στα κράτη-μέλη για την καλύτερη<br />

εφαρμογή της Σύμβασης για την προστασία της Παγκόσμιας Κληρονομιάς.<br />

Τα κράτη μέλη καλούνται να καταθέσουν περιοδικές αναφορές<br />

κάθε έξι έτη. Οι περιοδικές αυτές αναφορές καταγράφουν αφενός<br />

τις νομοθετικές και διοικητικές διατάξεις που έχει υιοθετήσει το<br />

κάθε Κράτος Μέλος, καθώς και άλλες σχετικές δράσεις για την εφαρμογή<br />

της Σύμβασης και την αποκτηθείσα εμπειρία στον τομέα αυτό,<br />

και αφ’ ετέρου την κατάσταση συντήρησης του κάθε Μνημείου Πα -<br />

γκόσμιας Κληρονομιάς χωριστά.<br />

Η μελέτη της δημοσίευσης των αποτελεσμάτων μας δίνει τη<br />

δυνατότητα μίας οικουμενικής αντίληψης, και είναι ένα ισχυρό εργαλείο<br />

ενημέρωσης, για τη διαχείριση προβλημάτων, για περαιτέρω<br />

προβληματισμούς, προτεινόμενες διορθωτικές τακτικές και καλές<br />

9<br />

http://whc.unesco.org/archive/opguide08-en.pdf, Operational Guidelines<br />

2008, V. Periodic Reporting on the Implementation of the World<br />

Heritage Convention. V.A. 199-202, V.B. 202-207, V.C. 208-210, σ.<br />

54-56.


ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ -<br />

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ 1972<br />

545<br />

πρακτικές 10 . Η μελέτη της έντυπης και της αναλυτικής ηλεκτρονικής<br />

έκδοσης των πεπραγμένων ανά ήπειρο, μπορεί να μας βοηθήσει<br />

για τον εντοπισμό αξόνων και θεματικών που ενδεχομένως δεν<br />

έχουμε λάβει υπόψη και μπορούν να λειτουργήσουν ως βελτιωτικοί<br />

παράγοντες στη διαχείριση των μνημείων.<br />

Τι μπορεί να προσδώσει ένα Διαχειριστικό Σχέδιο για την καλύτερη<br />

προστασία ενός μνημείου Παγκόσμιας Κληρονομιάς, βυζαντινού<br />

ή άλλου, λαμβάνοντας υπόψη ότι κάθε κράτος έχει κάποια<br />

συγκεκριμένη διαχειριστική πολιτική/πρακτική για τα μνημεία του;<br />

Ένα Σχέδιο Προστασίας και Διαχείρισης Μνημείου Παγκόσμιας<br />

Κληρονομιάς θα πρέπει να εγγυάται ότι η Οικουμενική Εξέχουσα<br />

Αξία, οι συνθήκες της ακεραιότητας / αυθεντικότητας που υπήρχαν<br />

κατά την διάρκεια της εγγραφής, διατηρούνται ή επαυξάνονται στο<br />

διηνεκές. Σε αυτό θα πρέπει να αντανακλάται η ικανοποιητική μακροπρόθεσμη<br />

νομοθετική, ρυθμιστική (καθιερωμένη και / ή παραδοσιακή)<br />

προστασία και διαχείριση που να εξασφαλίζει την προστασία<br />

τους, και πιθανά συμπληρωματικούς νομικούς και / ή<br />

εθιμικούς περιορισμούς για τη χρήση και για αναπτυξιακά θέματα.<br />

Για μία αειφόρο διαχείριση ενός μνημείου είναι αναγκαία η ύπαρξη<br />

κατάλληλου θεσμικού και νομικού πλαισίου, αειφόρου χρηματοδότησης<br />

και ανάπτυξης δυναμικής, σε μία συνεχή ροή παρακολούθησης<br />

και επικαιροποίησης των στοιχείων αυτών. Ένα αποτελεσματικό<br />

σύστημα διαχείρισης εξαρτάται από τον τύπο, τα χαρακτηριστικά<br />

και τις ανάγκες του μνημείου και του πολιτιστικού και φυσικού του<br />

περιβάλλοντος. Τα συστήματα διαχείρισης μπορεί να διαφέρουν<br />

ανάλογα με τις διαφορετικές πολιτιστικές προοπτικές, τα διαθέσιμα<br />

μέσα κ.ά.<br />

Κάθε κύκλος Διαχειριστικού Σχεδίου αποτελείται από στάδια<br />

ανάλυσης, σχεδιασμού, ενεργειών, παρακολούθησης, έχει δε χρονικό<br />

ορίζοντα περίπου πενταετίας. Από τα αποτελέσματα του τελευταίου<br />

σταδίου, προκύπτουν τα στοιχεία που επεξεργάζεται το πρώτο<br />

στάδιο του επόμενου κύκλου. Απαραίτητα στοιχεία για ένα αποτελεσματικό<br />

Σχέδιο Διαχείρισης είναι η πλήρης και από κοινού αντί-<br />

10<br />

http://whc.unesco.org/en/series/11/, World Heritage Papers no 11,<br />

Periodic Report and Regional Programme, Arab States 2000-2003, WHC,<br />

2004· http://whc.unesco.org/en/series/20/, World Heritage Papers no<br />

20, Periodic Report and Action Plan, Europe 2005-2006, WHC, 2007.


546 ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΖΙΓΚΟΥΝΑΚΗ<br />

ληψη του μνημείου από όλους τους εμπλεκόμενους, η συνεπής έκβαση<br />

των σταδίων κάθε κύκλου του (προγραμματισμός, υλοποίηση,<br />

παρακολούθηση, αξιολόγηση και ανάδραση), η σύνδεση εταίρων<br />

/ φορέων και εμπλεκομένων, η κατανομή των αναγκαίων πόρων,<br />

η αειφόρος ανάπτυξη δυναμικών και μία υπεύθυνη και διαφανής<br />

περιγραφή της λειτουργίας του συστήματος διαχείρισης.<br />

Ως προς τη διαχείριση, εκτός από την προσέγγιση σε θέματα<br />

συντήρησης, αναστήλωσης και εν γένει προστασίας του μνημείου<br />

και τον ορισμό χρονικών πλαισίων υλοποίησης του σχεδιασμού<br />

τους, θεματικές που δεν πρέπει να αγνοηθούν κατά την εκπόνηση<br />

ενός Σχεδίου Διαχείρισης είναι η προσπάθεια υποστήριξης των<br />

ντόπιων, η συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας, οι προσαρμοσμένες<br />

νέες χρήσεις κτηρίων, η βελτίωση χρήσεων δημόσιων χώρων και<br />

φυσικού περιβάλλοντος, η διασφάλιση της προστασίας του περιβάλλοντος<br />

και του πολιτιστικού τοπίου, η αναζωογόνηση των τοπικών<br />

παραδόσεων και εθίμων καθώς και των τοπικών προϊόντων,<br />

η εκπαίδευση και ανάπτυξη ανθρώπινου δυναμικού, η μεγαλύτερη<br />

προβολή της Παγκόσμιας Κληρονομιάς και η ενδυνάμωση της ενημέρωσης,<br />

καθώς και η μεγαλύτερη διάχυση σε όλες τις βαθμίδες<br />

εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένων και πανεπιστημιακών μεταπτυχιακών<br />

προγραμμάτων, σε συνεργασία διεθνώς με πανεπιστημιακά<br />

ιδρύματα, κ.ά.<br />

Στο γενικό Σχέδιο Διαχείρισης πρέπει να εμπεριέχεται ένα Σχέδιο<br />

Διαχείρισης Κινδύνων 11 από φυσικές και ανθρωπογενείς καταστροφές,<br />

όπως σεισμούς, φωτιά, πλημμύρες, κλιματική αλλαγή,<br />

ακούσιες και εκούσιες ανθρωπογενείς καταστροφές, εμπρησμοί,<br />

graffiti, κ.ά., καθώς και από πιέσεις ανάπτυξης και κινδύνους περιβαλλοντικής<br />

επιβάρυνσης, όπως ατμοσφαιρικής ρύπανσης, εδαφολογικής<br />

ρύπανσης, ηλεκτρομαγνητικής ρύπανσης, ηχορρύπανσης,<br />

ραδιενεργούς ρύπανσης, ρύπανσης των υδάτων, ρύπανσης<br />

τοπίων/παράνομες κατασκευές, απόβλητα, κ.ά. Το γενικό Σχέδιο<br />

Διαχείρισης, ακόμη, πρέπει να περιλαμβάνει ένα Σχέδιο Διαχείρισης<br />

Τουρισμού / Επισκεψιμότητας. Η επισκεψιμότητα των μνημείων<br />

που εγγράφονται στον Κατάλογο, στατιστικά, αυξάνεται σημαντικά,<br />

11<br />

H. Stovel, Risk Preparedness: A Management Manual for World Cultural<br />

Heritage, Rome 1998 και Cr. Menegazzi (επιμ.), Cultural Heritage Disaster<br />

Preparedness and Response, International Symposium 23-27 Nov 2003, Paris<br />

2004· http://whc.unesco.org/en/news/472/ Olympia’s Workshop on<br />

World Heritage and Disasters 2008, κ.ά.


ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ -<br />

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ 1972<br />

547<br />

εφόσον εξασφαλίζεται η κατάλληλη προβολή και η χρήση της διάκρισης<br />

(brand) της Παγκόσμιας Κληρονομιάς για πρόσθεση αξίας<br />

στην ανάπτυξη ποιοτικού, πολιτιστικού, θεματικού, προσκυνηματικού<br />

τουρισμού, παράλληλα με την εκπαίδευση και επικοινωνία<br />

των τοπικών πληθυσμών και των επισκεπτών, ως προς την οικουμενική<br />

εξέχουσα αξία των μνημείων, αλλά και τον μεταξύ τους σεβασμό<br />

με βάση τις αρχές της διαφορετικότητας. Στόχος είναι ο αειφόρος<br />

πολιτιστικός τουρισμός, που θα λειτουργεί προς όφελος της<br />

συντήρησης, διατήρησης και προβολής των μνημείων.<br />

Η προσέγγιση της θεματικής της επισκεψιμότητας μέσα από<br />

μία σφαιρική διεθνή οπτική, με καθορισμό μίας στρατηγικής αειφόρου<br />

τουριστικής ανάπτυξης που θα αποφέρει ποιοτικά και ποσοτικά<br />

οφέλη και θα ελαχιστοποιήσει τους κίνδυνους αλλοίωσης<br />

της οικουμενικής εξέχουσας αξίας των μνημείων, με τη δημιουργία<br />

Δικτύου Προορισμών σε μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς και<br />

τη σύνδεση του τουρισμού με τη συντήρηση των μνημείων, με τον<br />

συντονισμό και τη συνέργεια της τουριστικής βιομηχανίας με τους<br />

εμπλεκόμενους φορείς και τους υπεύθυνους διαχείρισης των μνημείων,<br />

μπορεί να λειτουργήσει ως ουσιαστικός πόλος ποιοτικού<br />

τουρισμού και οικονομικής ανάπτυξης (Πίν. 4). Εφόσον όμως δεν<br />

γίνεται κατάλληλος προγραμματισμός, δεν έχει προηγηθεί στατιστική<br />

ανάλυση και μελέτη του βεληνεκούς της τουριστικής δυναμικής<br />

του κάθε μνημείου, δεν έχει διαμορφωθεί τουριστική στρατηγική<br />

μέσα από τους προαναφερθέντες άξονες, δεν έχουν<br />

προβλεφθεί οι κατάλληλες υποδομές, δεν έχουν ληφθεί υπόψη<br />

καλές και κακές πρακτικές, τότε η τουριστική αύξηση μπορεί να<br />

αποβεί εις βάρος αντί προς όφελος των μνημείων, αλλά και των<br />

κατοίκων της ευρύτερης περιοχής, μέσα από αλλαγές παραγωγικών<br />

και κοινωνικών μοντέλων. Σεμινάρια και δημοσιεύσεις 12 του Κέ -<br />

ντρου και των Συμβουλευτικών Οργάνων βοηθούν προς τους άξονες<br />

που θα εδραιώσουν μία επιτυχή πολιτιστική τουριστική στρατηγική,<br />

με θεσμικά αντίβαρα που να μετατρέπουν την ανεξέλεγκτη<br />

μαζική τουριστική προσέλευση και τον αντίκτυπό της στα μνημεία<br />

και τους ανθρώπους, σε αειφόρο τουριστική ανάπτυξη, ώστε η ανθρώπινη<br />

αξιοπρέπεια και οι ηθικές αξίες της ανθρώπινης αλλη-<br />

12<br />

Tourism at world heritage cultural sites: the site manager’s hand book, Paris:<br />

International Scientific Committee on Cultural Tourism 1993 και A.<br />

Pedersen, Managing Tourism at World Heritage Sites: a Practical Manual for<br />

World Heritage Site Managers, World Heritage Μanuals 1, Paris 2002 κ.α.


548 ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΖΙΓΚΟΥΝΑΚΗ<br />

λεγγύης να είναι οι άυλες διαστάσεις σύνδεσης μνημείου, τοπικού<br />

πληθυσμού και επισκεπτών.<br />

Ως προς τα θρησκευτικά μνημεία, η τουριστική προβολή τους<br />

οφείλει να απευθύνεται και σε επισκέπτες από διαφορετικά πολιτιστικά,<br />

εθνικά και θρησκευτικά υπόβαθρα, με προσέγγιση που να<br />

δημιουργεί παράλληλα πλαίσιο ενθάρρυνσης ενός πνεύματος κατανόησης<br />

και αποδοχής της διαφορετικότητας και εμβάθυνσης σε θέματα<br />

που αφορούν στη θρησκεία και τον πολιτισμό άλλων λαών.<br />

Ακόμη σημαντική είναι η παράλληλη ενίσχυση και προβολή των<br />

ισχυρών άυλων σχέσεων μεταξύ των θρησκευτικών μνημείων και<br />

των τοπικών πληθυσμών, που καταδεικνύουν την ουσιαστική πολιτιστική<br />

συνέχεια. Τέλος σημαντικό είναι, εφόσον η επισκεψιμότητα<br />

αφορά σε ενεργό λατρευτικά μνημείο, να διασφαλίζεται παράλληλα<br />

η απρόσκοπτη λειτουργία του από τους θρησκευτικούς χρήστες του 13 .<br />

Ελεγχόμενη επισκεψιμότητα εφαρμόζεται στο Άγιο Όρος, για<br />

την είσοδο στην περιοχή. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα<br />

ελεγχόμενης επισκεψιμότητας που εφαρμόζεται στον τοιχογραφημένο<br />

ναό Cappella degli Scrovegni στην Πάντοβα της Ιταλίας, όπου<br />

η εκάστοτε ώρα προσέλευσης αναγράφεται στο εισιτήριο, και προηγείται<br />

της εισόδου στον ναό εικονική ξενάγηση με βιντεοπαρουσίαση,<br />

ώστε με την είσοδο στον ναό ο επισκέπτης να αφοσιώνεται<br />

κατανυκτικά στο μνημείο, στο περιορισμένο χρονικό διάστημα που<br />

προβλέπεται για την παραμονή του στο χώρο, ενώ γίνεται συνεχής<br />

έλεγχος του μικροκλίματος, ώστε η επισκεψιμότητα να μην επιβαρύνει<br />

την κατάσταση διατήρησης των μοναδικών τοιχογραφιών του<br />

Giotto (1306 μ.Χ.). Πρόκειται για μία άριστη πρακτική, για την<br />

προστασία του μνημείου, που παράλληλα δίνει σαφή παιδαγωγικά<br />

μηνύματα στους επισκέπτες.<br />

Η μελέτη των πεπραγμένων της άσκησης των Περιοδικών<br />

Ελέγχων και γενικότερα η μελέτη των διαδικασιών και του πλαισίου<br />

προστασίας και ανάδειξης των μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς,<br />

προσφέρει σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά κυρίως, στο επίπεδο της<br />

πρακτικής διαμόρφωσης προγραμματικής ποιοτικής παρέμβασης<br />

13<br />

J.-M. Mallarach, Th. Papayannis (επιμ.), Protected Areas and Spirituality,<br />

Proceedings of the First Workshop of the Delos Initiative-Montserrat 2006,<br />

Gland, Montserrat 2007 και Th. Papayannis, J.-M. Mallarach (επιμ.),<br />

The Sacred Dimension of Protected Areas, Proceedings of the Second<br />

Workshop of the Delos Initiative-Ouranoupolis 2007, Gland, Athens 2009.


ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ -<br />

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ 1972<br />

549<br />

Πίν. 4.<br />

Στοιχεία επισκεψιμότητας σε βυζαντινά μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς από στατιστική<br />

αποτίμηση του περιοδικού ελέγχου 2004-2006.<br />

Πίν. 5.<br />

Στατιστικά στοιχεία<br />

για τη συντήρηση, την προβολή,<br />

την τεκμηρίωση, την εκπαίδευση,<br />

τη διαχείριση και τη διαχείριση<br />

επισκεπτών κατά τον περιοδικό έλεγχο<br />

2004-2006.


550 ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΖΙΓΚΟΥΝΑΚΗ<br />

από τους διαχειριστές των μνημείων, για αειφόρα αποτελέσματα.<br />

Από τα 16 μνημεία που σκιαγραφούν το βυζαντινό πολιτισμό,<br />

τα οποία είχαν συμπεριληφθεί στον πρώτο περιοδικό έλεγχο το<br />

2004-2006 (εγγεγραμμένα στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς<br />

μετά το 1998) προέκυψε ότι:<br />

Ως προς την οριοθέτηση των μνημείων, δηλώθηκε από τους<br />

κρατικούς φορείς ότι:<br />

Δεκατρία (13) είχαν σωστή οριοθέτηση, ένα (1) δεν είχε σωστή<br />

οριοθέτηση, ένα (1) έπρεπε να επανεξεταστεί και ένα (1) είχε ανεπαρκή<br />

οριοθέτηση.<br />

Ως προς τις ζώνες προστασίας δηλώθηκε από τους κρατικούς<br />

φορείς ότι:<br />

Οκτώ (8) δεν είχαν επαρκή ζώνη προστασίας, σε μία περίπτωση<br />

(1) ήταν μερικώς επαρκής και τρία (3) δεν είχαν ζώνη προστασίας,<br />

ωστόσο δηλωνόταν ότι δεν υπήρχε τέτοια ανάγκη. Οι ζώνες προστασίας<br />

σε δύο (2) μνημεία, θεωρούσαν ότι χρειάζονταν επανεξέταση<br />

και σε δύο (2) μνημεία ότι χρειάζονταν περαιτέρω έρευνα και<br />

προετοιμασία για τον ορισμό της αναγκαίας ζώνης προστασίας<br />

Σχετικά με τα Διαχειριστικά Σχέδια δηλώθηκε από τους κρατικούς<br />

φορείς ότι: Δεκατρία (13) δεν είχαν Διαχειριστικό Σχέδιο,<br />

ενώ για επτά (7) από αυτά δηλώθηκε ότι έχουν Διαχειριστικό Σύστημα<br />

το οποίο είναι επαρκές, για ένα (1) δε μνημείο δηλώθηκε<br />

ότι οι αρχές της χώρας προτίθενται να ετοιμάσουν σχέδιο διαχείρισης.<br />

Σε μία περίπτωση αναφέρεται ότι το αρχικό Διαχειριστικό<br />

Σχέδιο δεν ισχύει πλέον και έχει ετοιμαστεί νέο, ενώ σε άλλη μία<br />

περίπτωση ότι θα ξεκινούσε η προετοιμασία του το 2006. Μόνο<br />

δύο (2) μνημεία είχαν Διαχειριστικό Σχέδιο σε ισχύ από το 2003<br />

και 2005 αντίστοιχα. Το ένα εξ αυτών βρίσκεται σε χώρα που πρωτοπορεί<br />

ως προς την προσέγγιση της Σύμβασης σε επίπεδο συμμετοχής<br />

και εγγραφών μνημείων στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς,<br />

σε διοικητικό και νομοθετικό επίπεδο και το άλλο ήταν<br />

μνημείο που βρισκόταν στον κατάλογο μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς<br />

σε κίνδυνο και ετοιμάστηκε Σχέδιο Διαχείρισης κατόπιν<br />

σύστασης της Επιτροπής, υπό την καθοδήγηση του Κέντρου Παγκόσμιας<br />

Κληρονομιάς, των Συμβουλευτικών Οργάνων της Σύμβασης<br />

και τη βοήθεια από ΜΚΟ. Και στις δύο περιπτώσεις δηλώθηκε ότι<br />

το Διαχειριστικό Σχέδιο είναι πολύ αποτελεσματικό.<br />

Δεν είναι τυχαίο ότι στα στοιχεία που παρουσιάστηκαν παραπάνω<br />

και στον στατιστικό πίνακα 5, παρατηρείται σχετική ανομοι-


ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ -<br />

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ 1972<br />

551<br />

ογένεια ως προς τα επίπεδα επιτυχίας στους τομείς που εξετάζονται<br />

(τη συντήρηση, την προβολή, την τεκμηρίωση, την εκπαίδευση, τη<br />

διαχείριση και τη διαχείριση επισκεπτών), δεδομένου ότι μόνο<br />

μέσα από ένα ουσιαστικό Σχέδιο Διαχείρισης, που προβλέπει για<br />

όλους τους τομείς και εμπλέκει συγχρόνως όλους τους φορείς και<br />

τους χρήστες ενός μνημείου σε συνέργεια, μπορεί να επιτύχουμε<br />

αρμονικό αποτέλεσμα, που θα εκλαμβάνεται ικανοποιητικό από<br />

όλους τους εμπλεκομένους για όλες τις θεματικές και θα λειτουργεί<br />

αειφόρα για την προστασία του μνημείου.<br />

Μέσα από τους προβληματισμούς που αναπτύχθηκαν κατά τον<br />

Περιοδικό Έλεγχο, στο πλαίσιο του Διεθνούς Έτους για την προσέγγιση<br />

των Πολιτισμών κατά το 2010, ανακοινώθηκε από τη<br />

Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών διεθνές σεμινάριο σχετικά<br />

με τον ρόλο των θρησκευτικών κοινοτήτων στη διαχείριση των<br />

μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς, το οποίο ακολούθως πραγματοποιήθηκε<br />

στο Κίεβο (Ουκρανία) από 2 ως 5 Νοεμβρίου 2010,<br />

υπό την αιγίδα του Προέδρου της Ουκρανίας και της UNESCO<br />

(Πίν. 6), στο οποίο συμμετείχα ως εθνική συντονίστρια του Υπουργείου<br />

Πολιτισμού για την UNESCO.<br />

Για πρώτη φορά στην ιστορία της Σύμβασης Παγκόσμιας Κληρονομιάς,<br />

το θέμα σχετικά με την προστασία της θρησκευτικής και<br />

ιερής κληρονομιάς συζητήθηκε σε διεθνές επίπεδο με ενεργή συμμετοχή<br />

θρησκευτικών αρχών. Ο κύριος στόχος της πρώτης αυτής<br />

μεγάλης διεθνούς συνάντησης ήταν να διερευνήσει τρόπους και<br />

διαχειριστικά εργαλεία που θα λαμβάνουν υπόψη τον καθοριστικό<br />

παράγοντα για τη διατήρηση των μνημείων, που είναι η ιδιαίτερη<br />

πνευματική φύση τους, μέσα από διαβουλεύσεις, ουσιαστικό διάλογο<br />

και συνεργασία όλων των ενδιαφερομένων μερών, με κοινό<br />

πάντα στόχο την προστασία των θρησκευτικών μνημείων Παγκόσμιας<br />

Κληρονομιάς και της άυλης διάστασής τους, και ταυτόχρονα<br />

ότι ο εκσυγχρονισμός και η ανάπτυξη της κοινωνίας οφείλει να<br />

ενισχύει την ταυτότητα και την κοινωνική συνοχή με τρόπο πολιτιστικά<br />

και ιστορικά ευαίσθητο για τη διατήρηση της ιερής κληρονομιάς<br />

σε στενή συνεργασία των εθνικών αρχών, των θρησκευτικών<br />

κοινοτήτων (πιστών, αυτοχθόνων και παραδοσιακών πληθυσμών<br />

κ.ά.), ειδικών εμπειρογνωμόνων, διαχειριστών των μνημείων και<br />

άλλων ενδιαφερομένων εταίρων. Οι συμμετέχοντες στο Διεθνές Σεμινάριο<br />

14 ενέκριναν ομόφωνα την ακόλουθη δήλωση του Κιέβου


552 ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΖΙΓΚΟΥΝΑΚΗ<br />

Πίν. 6.<br />

Διεθνές σεμινάριο<br />

σχετικά με τον ρόλο<br />

των θρησκευτικών κοινοτήτων<br />

στη διαχείριση των μνημείων<br />

Παγκόσμιας Κληρονομιάς.<br />

Κίεβο, Ουκρανία,<br />

2-5 Νοεμβρίου 2010.<br />

σχετικά με την προστασία των θρησκευτικών μνημείων, στο πλαίσιο<br />

της σύμβασης της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, το πρώτο<br />

και μοναδικό έγγραφο γενικών συστάσεων σχετικά με το συγκεκριμένο<br />

θέμα:<br />

1. Ο κύριος στόχος του Σεμιναρίου του Κιέβου 2010, σχετικά<br />

με τον ρόλο των θρησκευτικών κοινοτήτων στη διαχείριση των<br />

μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς, ήταν να διερευνήσει τρόπους<br />

δημιουργίας διαλόγου μεταξύ όλων των ενδιαφερομένων μερών<br />

και πιθανούς τρόπους ενθάρρυνσης και προώθησης της αμοιβαίας<br />

κατανόησης και συνεργασίας μεταξύ τους για την προστασία των<br />

θρησκευτικών μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς.<br />

2. Στα ενδιαφερόμενα μέρη θα πρέπει να περιλαμβάνονται οι<br />

θρησκευτικές κοινότητες, οι οποίες μπορεί να αφορούν στους πιστούς,<br />

παραδοσιακούς και αυτόχθονες πληθυσμούς, καθώς και τις<br />

αρχές του κράτους, επαγγελματίες και εμπειρογνώμονες στους σχετικούς<br />

τομείς, ιδιοκτήτες ακινήτων στους χώρους, φορείς χρηματοδότησης<br />

και άλλους ενδιαφερόμενους εταίρους.<br />

14<br />

«Kyiv Statement on the Protection of Religious Properties within the<br />

Framework of the World Heritage Convention», Kiev, Ukraine, 5 November<br />

2010. http://whc.unesco.org/en/religious-sacred-heritage/


ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ -<br />

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ 1972<br />

553<br />

3. Οι συμμετέχοντες στο σεμινάριο χαιρέτισαν το Διεθνές Έτος<br />

για την προσέγγιση μεταξύ πολιτισμών, που ανακοινώθηκε από τη<br />

Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, ως ένα πολύτιμο εργαλείο<br />

για την αμοιβαία ανταλλαγή εμπειριών και τον διάλογο μεταξύ των<br />

πολιτισμών, με στόχο να προασπίσει το σεβασμό για τις πεποιθήσεις<br />

του καθενός.<br />

4. Περαιτέρω αναγνώρισαν το ρόλο που διαδραματίζουν οι θρησκευτικές<br />

κοινότητες στη δημιουργία, τη συντήρηση και τη συνεχή<br />

διαμόρφωση των ιερών τόπων, καθώς και τον ρόλο που διαδραματίζουν<br />

στην επιμέλεια κα φροντίδα τους ως ζώσα κληρονομιά.<br />

5. Επιβεβαίωσαν τον ζωτικό ρόλο των θρησκευτικών κοινοτήτων<br />

στη μετάδοση, έκφραση και διατήρηση πνευματικής ταυτότητας,<br />

νοήματος και σκοπού στη ζωή του ανθρώπου, θεωρώντας ότι αυτά<br />

προσφέρουν σημαντικές ευκαιρίες σε ένα ταχέως εξελισσόμενο και<br />

παγκοσμιοποιημένο κόσμο, καθώς και ότι αντιμετωπίζουν σοβαρές<br />

προκλήσεις.<br />

6. Τόνισαν ότι η πολιτιστικά και περιβαλλοντικά βιώσιμη διαχείριση<br />

αυτής της κληρονομιάς θα πρέπει να είναι ευθύνη όλων<br />

των ενδιαφερομένων, καθώς και ότι η αμοιβαία αποδοχή και ο σεβασμός<br />

θα φέρει διαφορετικές και συμπληρωματικές προοπτικές<br />

για κοινές πολιτιστικές και πνευματικές αξίες.<br />

7. Υπενθύμισαν ότι η προστασία της θρησκευτικής κληρονομιάς<br />

αποτελεί μία ιδιαίτερη πρόκληση και ευκαιρία που θα πρέπει να κατευθυνθεί<br />

στην αποτελεσματική εφαρμογή της Σύμβασης Παγκόσμιας<br />

Κληρονομιάς, και σημείωσαν ότι οι ενεργοί θρησκευτικοί τόποι συχνά<br />

έχουν εγγραφεί στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNE-<br />

SCO, ειδικά για τη θρησκευτική και πνευματική τους σημασία, ενώ<br />

σε άλλες περιπτώσεις, θρησκευτικά μνημεία και ιεροί τόποι μπορούν<br />

να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος μεγαλύτερων συγκροτημάτων,<br />

όπως είναι οι ιστορικές πόλεις, τα πολιτιστικά τοπία και οι φυσικές<br />

τοποθεσίες. Η σημασία των τόπων αυτών και των ενδιαφερόντων<br />

των συνδεδεμένων θρησκευτικών κοινοτήτων θα πρέπει να είναι δεόντως<br />

αναγνωρισμένη μέσα από βιώσιμες διαδικασίες διαχείρισης.<br />

8. Τόνισαν ότι η συνεχιζόμενη φύση της θρησκευτικής κληρονομιάς<br />

καλεί για διάλογο και αμοιβαία κατανόηση μεταξύ των θρησκευτικών<br />

κοινοτήτων και όλων των άλλων ενδιαφερομένων οι<br />

οποίοι πρέπει να εργαστούν από κοινού για να διατηρήσουν τη σημασία<br />

των πολιτιστικών, μικτών και φυσικών μνημείων κληρονομιάς<br />

που συνδέονται με την ιερότητα.


554 ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΖΙΓΚΟΥΝΑΚΗ<br />

9. Θεώρησαν ιδιαίτερα επίκαιρο τον καθορισμό μίας ολοκληρωμένης<br />

στρατηγικής για την ανάπτυξη του θεματικού προγράμματος<br />

Παγκόσμιας Κληρονομιάς σχετικά με τη θρησκευτική κληρονομιά,<br />

σε συνεργασία και στενή σύμπλευση όλων των ενδιαφερομένων<br />

μερών, καθώς και ότι το πρόγραμμα αυτό θα πρέπει να εκπονήσει<br />

ένα σχέδιο δράσης για την προστασία της θρησκευτικής κληρονομιάς<br />

σε όλο τον κόσμο, με στόχο την ενίσχυση του ρόλου των κοινοτήτων<br />

και την αποφυγή παρεξηγήσεων, εντάσεων, ή στερεότυπων.<br />

10. Αναγνώρισαν την ανάγκη να αυξηθεί η ευαισθητοποίηση<br />

όλων των εμπλεκόμενων φορέων σχετικά με τη σημασία της διαχείρισης<br />

των θρησκευτικών τόπων, προκειμένου να καταστεί δυνατή<br />

η αμοιβαία κατανόηση και αποδοχή της σημασίας της Παγκόσμιας<br />

Κληρονομιάς και η ιδιαιτερότητα του κάθε τόπου κληρονομιάς, καθώς<br />

και συναφείς πνευματικές και θρησκευτικές του αξίες.<br />

11. Για την προώθηση του θέματος και λαμβάνοντας υπόψη το<br />

ψήφισμα 17 GA 9 των κρατών μερών της Σύμβασης Παγκόσμιας<br />

Κληρονομιάς, κάλεσαν για τη δημιουργία ολοκληρωμένων και διαδραστικών<br />

προγραμμάτων κατάρτισης στη διαχείριση των θρησκευτικών<br />

τόπων, σε συνεργασία με τα συμβουλευτικά όργανα ICCROM,<br />

ICOMOS και την IUCN, με στόχο να βοηθήσουν τους εκπροσώπους<br />

των θρησκευτικών κοινοτήτων να ενισχύουν και να μοιράζονται<br />

τις διαχειριστικές ικανότητές τους.<br />

12. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η διαφύλαξη της θρησκευτικής<br />

κληρονομιάς, εξέχουσας οικουμενικής αξίας για τις μελλοντικές<br />

γενεές, απαιτεί νέες μορφές δράσης, και ότι το σεμινάριο του Κίεβου<br />

διαμόρφωσε το ξεκίνημα μίας νέας εν εξελίξει διαδικασίας, καθώς<br />

και μία ευκαιρία για τη δημιουργία πλατφόρμας για διάλογο και<br />

κοινή γνώση μεταξύ όλων των κοινοτήτων που συμμετέχουν για τη<br />

διατήρηση της κοινής μας κληρονομιάς.<br />

Η Επιτροπή Παγκόσμιας Κληρονομιάς κατά την 35η σύνοδό<br />

της το 2011 15 έλαβε γνώση των συστάσεων του Διεθνούς Σεμιναρίου<br />

σχετικά με τον ρόλο των θρησκευτικών κοινοτήτων στη διαχείριση<br />

των θρησκευτικών μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς και ζήτησε<br />

από το Κέντρο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, σε συνεργασία με τα συμβουλευτικά<br />

όργανα της Σύμβασης, να επεξεργαστεί μία θεματική<br />

μελέτη που θα προτείνει στα κράτη μέρη της Σύμβασης γενική καθοδήγηση<br />

σχετικά με τη διαχείριση της πολιτιστικής και φυσικής<br />

15<br />

http://whc.unesco.org/en/decisions/4373/, παράγραφος 7, της απόφασης<br />

35 COM 5Α.


ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ -<br />

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ 1972<br />

555<br />

κληρονομιάς θρησκευτικού ενδιαφέροντος, λαμβάνοντας υπόψη τις<br />

εθνικές ιδιαιτερότητες, ενώ κάλεσε τα συμβαλλόμενα κράτη μέρη<br />

της Σύμβασης να παρέχουν εθελοντικές εισφορές για το σκοπό<br />

αυτό. Στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας για την κληρονομιά θρησκευτικού<br />

ενδιαφέροντος, έκτοτε, έχουν γίνει διάφορες θεματικές συναντήσεις<br />

16 , μεταξύ των οποίων το διεπιστημονικό εργαστήριο για<br />

το στρατηγικό σχέδιο για τη συντήρηση και διαχείριση της πολιτιστικής<br />

και φυσικής κληρονομιάς του Όρους Άθως κατά το 2013,<br />

θεσμική υποχρέωση κατόπιν σύστασης της Επιτροπής Παγκόσμιας<br />

Κληρονομιάς, συνάντηση για τη θρησκευτική κληρονομιά και τον<br />

τουρισμό το 2014, το πρώτο Διεθνές Συνέδριο για τον τουρισμό<br />

και το προσκύνημα το 2014, κ.ά.<br />

Κλείνοντας θα ήθελα να επανασυνδέσω το θέμα της παρουσίασης<br />

αυτής με τον Μανόλη Μπορμπουδάκη, στη μνήμη του οποίου<br />

είναι αφιερωμένος ο τόμος αυτός. Το παλίμψηστο της Γόρτυνας,<br />

συμπεριλαμβανομένης της πρωτοβυζαντινής βασιλικής στη Μητρόπολη<br />

Γόρτυνας που ανασκάφηκε από ελληνο-ιταλική αποστολή υπό<br />

τη διεύθυνση του τιμώμενου στο παρόν βιβλίο και του καθηγητή,<br />

επίσης εκλιπόντα, Antonino Di Vita –στην οποία συμμετείχα και<br />

μου εμπιστεύτηκαν τη μελέτη της στρωματογραφίας–, διαθέτει την<br />

αδιαμφισβήτητη δυναμική για την συμπερίληψή του στον ελληνικό<br />

ενδεικτικό κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς, μετά την<br />

κατάθεση σχετικού φακέλου υποψηφιότητας για εγγραφή στον Κατάλογο<br />

Παγκόσμιας Κληρονομιάς, εμπλουτίζοντάς τον ως προς την<br />

εκπροσώπηση από μνημεία βυζαντινού πολιτισμού στη χώρα μας.<br />

16<br />

http://whc.unesco.org/en/religious-sacred-heritage/


O Μελισμός (14ος αι.).<br />

Ναός Αγίου Γεωργίου στη Λούτρα,<br />

Μάλλες.


Την πρωτοβουλία και τη σύλληψη για έναν τόμο με μελέτες<br />

στη Μνήμη του Μανόλη Μπορμπουδάκη, καθώς και τη<br />

βασική συλλογή της ομάδας των κειμένων, ενεργοποίησε<br />

και ορ γάνωσε ο Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων Μιχάλης<br />

Γ. Ανδριανάκης. Σημαντική επίσης υπήρξε η υποστήριξη<br />

από τις Εφορείες Αρχαιοτήτων της Κρήτης, τους κατά καιρούς<br />

προϊσταμένους και τους αρχαιολόγους τους, καθώς<br />

και την αρχαιολόγο κ. Μαρία Μπορμπουδάκη, στα διάφο -<br />

ρα στάδια μέχρι την ολοκλήρωσή του. Ο Σεβ. Μητροπολίτης<br />

Ιεραπύτνης και Σητείας κ.κ. Ευγένιος και το Κοινωφελές<br />

Ίδρυμα της Μητροπόλεως «Παναγία Ακρωτηριανή» αγκάλιασαν<br />

από την πρώτη στιγμή την έκδοσή του και έκαναν<br />

δυνατή την υλοποίησή της. Τέλος, ευχαριστούμε θερμά<br />

τον Πρω τοσύγκελλο της Μητροπόλεως Αρχιμ. Κύριλλο<br />

Διαμαντάκη για την άψογη συνεργασία, τις Γραφικές Τέχ νες<br />

ΤΥΠΟΚΡΕΤΑ Γ. Καζανάκης για την ανάληψη του βάρους<br />

της εκτύπωσης, τον κ. Νίκο Ντρετάκη για τη σχε δία ση του<br />

εξωφύλλου και την κ. Ελευθερία Μαυρογιάννη για την<br />

υπο μονή, τη γνώση και το μεράκι με τα οποία πλαισίω σε<br />

το τυπογραφικό στήσιμο του τόμου.


ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «MAΡΓΑΡΙΤΑΙ. ΜΕΛΕΤΕΣ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΜΑ-<br />

ΝΟΛΗ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗ» ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ, ΤΥΠΩΘΗΚΕ<br />

ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΗΘΗΚΕ ΣΕ 1.000 ΑΝΤΙΤΥΠΑ ΤΟ ΣΕ-<br />

ΠΤΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2016 ΣΤΙΣ ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ<br />

«ΤΥΠΟΚΡΕΤΑ» Γ. ΚΑΖΑΝΑΚΗΣ Δ/ΧΟΙ<br />

ΑΒΕ ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ<br />

ΩΣ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙ-<br />

ΝΩΦΕΛΟΥΣ ΙΔΡΥ-<br />

Μ Α Τ Ο Σ<br />

«ΠΑ-<br />

Ν Α Γ Ι Α<br />

Η Α Κ Ρ Ω Τ Η -<br />

ΡΙΑΝΗ» ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ<br />

Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ε Ω Σ<br />

ΙΕΡΑΠΥΤΝΗΣ ΚΑΙ ΣΗΤΕΙΑΣ


ISBN: 978-960-86769-6-1

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!