Μαργαρίται
ΚΟΙΝΩΦΕΛΕΣ ΙΔΡΥΜΑ «ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΝΗ» ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΙΕΡΑΠΥΤΝΗΣ ΚΑΙ ΣΗΤΕΙΑΣ Μαργαρίται Επιμέλεια Μανόλης Σ. Πατεδάκης - Kώστας Δ. Γιαπιτσόγλου ΣΗΤΕΙΑ 2016
- Page 3 and 4: ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΙ ΜΕΛΕΤΕΣ
- Page 5: ΚΟΙΝΩΦΕΛΕΣ ΙΔΡΥΜΑ
- Page 8: ΜΑΝΟΛΗΣ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑ
- Page 11: ◗ ◗ ◗ ◗ ◗ ◗ ◗ ◗ ◗
- Page 14 and 15: 12 Αὐτὴ ἡ συμπεριφ
- Page 16 and 17: ΠΡΟΛΟΓΟΣ Οι μελέτε
- Page 18 and 19: 16 μουσεία από την Ε
- Page 21 and 22: ΜΑΝΟΛΗΣ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑ
- Page 23 and 24: γήθηκε το 1967 στον χ
- Page 25 and 26: εκ μέρους του Υπουρ
- Page 27 and 28: ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΜΑΝΟΛ
- Page 29 and 30: istry of Culture: Byzantine Museum
- Page 31: ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ ΑΑΑ Α
- Page 35 and 36: † Antonino Di Vita Un mausoleo-ma
- Page 37 and 38: UN MAUSOLEO-MARTYRION A GORTINA 35
- Page 39 and 40: UN MAUSOLEO-MARTYRION A GORTINA 37
- Page 41 and 42: UN MAUSOLEO-MARTYRION A GORTINA 39
- Page 43 and 44: Maria Ricciardi The Μeasure Unit o
- Page 45 and 46: THE MEASURE UNIT ON THE BAPTISTERY
- Page 47 and 48: THE MEASURE UNIT ON THE BAPTISTERY
- Page 49 and 50: THE MEASURE UNIT ON THE BAPTISTERY
- Page 51: THE MEASURE UNIT ON THE BAPTISTERY
ΚΟΙΝΩΦΕΛΕΣ ΙΔΡΥΜΑ «ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΝΗ»<br />
ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΙΕΡΑΠΥΤΝΗΣ ΚΑΙ ΣΗΤΕΙΑΣ<br />
<strong>Μαργαρίται</strong><br />
Επιμέλεια<br />
Μανόλης Σ. Πατεδάκης - Kώστας Δ. Γιαπιτσόγλου<br />
ΣΗΤΕΙΑ 2016
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΙ<br />
ΜΕΛΕΤΕΣ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ<br />
ΤΟΥ ΜΑΝΟΛΗ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗ
Η έκδοση πραγματοποιήθηκε με τη χρηματοδότηση<br />
του Κοινωφελούς Ιδρύματος «Παναγία η Ακρωτηριανή»<br />
της Ιεράς Μητροπόλεως Ιεραπύτνης και Σητείας.<br />
<strong>Μαργαρίται</strong>. Μελέτες στη Μνήμη του Μανόλη Μπορμπουδάκη<br />
EΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ<br />
Μανόλης Σ. Πατεδάκης - Kώστας Δ. Γιαπιτσόγλου<br />
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΕΚΔΟΣΗΣ<br />
Μιχάλης Γ. Ανδριανάκης, Αρχιμ. Κύριλλος Διαμαντάκης<br />
ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ<br />
Ελευθερία Μαυρογιάννη<br />
ΣΧΕΔΙΑΣΗ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ<br />
Νίκος Ντρετάκης<br />
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Χριστός Παντοκράτωρ, λεπτομέρεια (14ος αι.).<br />
Ναός Αγίου Γεωργίου στη Λούτρα, Μάλλες.<br />
ΕΚΤΥΠΩΣΗ-ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ<br />
ΤΥΠΟΚΡΕΤΑ Γ. Καζανάκης ΑΒΕ<br />
τηλ. 2810 382800, www.kazanakis.gr<br />
ISBN: 978-960-86769-6-1<br />
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις<br />
της ελληνικής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και<br />
ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας.<br />
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή ολόκληρου του κειμένου χωρίς<br />
την έγγραφη συναίνεση από τους συγγραφείς και τον εκδότη.
ΚΟΙΝΩΦΕΛΕΣ ΙΔΡΥΜΑ «ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΝΗ»<br />
ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΙΕΡΑΠΥΤΝΗΣ ΚΑΙ ΣΗΤΕΙΑΣ<br />
<strong>Μαργαρίται</strong><br />
Μ Ε Λ Ε Τ Ε Σ<br />
στη Μνήμη του<br />
Μανόλη Μπορμπουδάκη<br />
Επιμέλεια<br />
Μανόλης Σ. Πατεδάκης - Kώστας Δ. Γιαπιτσόγλου<br />
<br />
ΣΗΤΕΙΑ 2016
{ }<br />
Μαργαρίτης (πρβλ. ευαγγ. Ματθαίου 13.45-46) ονομάζεται<br />
το ελάχιστο ψίχουλο από το μελιζόμενο Σώμα του Χριστού-<br />
Αμνού, όπως «διαμερίζεται» κατά τη Θεία Λειτουργία για<br />
την Κοινωνία των πιστών: «Μελίζεται καὶ διαμερίζεται ὁ<br />
Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ μελιζόμενος καὶ μὴ διαιρούμενος, ὁ πάντοτε<br />
ἐσθιόμενος καὶ μηδέποτε δαπανώμενος, ἀλλὰ τοὺς μετέχοντας<br />
ἁγιάζων.» (Θεία Λειτουργία Ιωάννου Χρυσοστόμου)
ΜΑΝΟΛΗΣ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗΣ<br />
[ 1932-2010 ]
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ<br />
Πρόλογος Μητροπολίτου Ιεραπύτνης και Σητείας .................. 11<br />
Πρόλογος ............................................................................... 14<br />
Μανόλης Μπορμπουδάκης: Ο πολύπλευρος συναρπαστικός<br />
άνθρωπος (Αθ. Κάντα, Ν. Σταμπολίδης) .................................. 19<br />
Δημοσιεύματα Μανόλη Μπορμπουδάκη ετών 1966-2011 .... 25<br />
Βραχυγραφίες ......................................................................... 29<br />
Μελέτες .................................................................................. 31<br />
◗ † Αntonino Di Vita, Un mausoleo-martyrion a Gortina ........ 32<br />
◗ Μaria Ricciardi, The Measure Unit on the Βaptistery Wall<br />
of Mitropolis, Gortys, Crete ................................................... 40<br />
◗ Λιάνα Σταρίδα, Αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στο Ηράκλειο<br />
από την περιόδο της αραβοκρατίας ........................................ 56<br />
◗ Μιχάλης Γ. Ανδριανάκης, Ο καθεδρικός ναός της Παναγίας<br />
Επισκοπής Αγιάς (Κυδωνίας) ................................................ 78<br />
◗ Αικατερίνη Κ. Μυλοποταμιτάκη- Σταυρινή Δρίτσα, Ο ναός<br />
των Αγίων Αποστόλων στα Άνω Μούλια Δήμου Γόρτυνας... 112<br />
◗ Κωνσταντίνος Κ. Σκαμπαβίας, Ένδεκα ανάγλυφα<br />
μεταλλικά εικονίδια βυζαντινών χρόνων του Μουσείου<br />
Κανελλοπούλου.................................................................... 122<br />
◗ Δημήτριος Εμμ. Καλομοιράκης, «Πρωτάτου Ἱστόρησις».<br />
Εἰκόνα ἀρχέτυπη καὶ ὁμολογιακὴ τῆς καθολικότητας τῆς<br />
ὀρθοδόξου χριστιανικῆς ἱεροκοσμικῆς ἀνθρωπολογίας καὶ<br />
πολιτογραφίας ...................................................................... 138<br />
◗ Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης, Ο ναός της Αγίας Μαρίνας στον<br />
οικισμό της Παναγιάς Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου ........ 190<br />
◗ Μαρία Μπορμπουδάκη, Ο άγιος Πέτρος της Βερόνας στον<br />
Άγιο Γεώργιο στους Αποστόλους Πεδιάδος και το τάγμα των<br />
Δομηνικανών στην Κρήτη .................................................... 238<br />
◗ Κώστας Ψαράκης, Ο τοιχογραφικός διάκοσμος του ναού<br />
του Αγίου Παντελεήμονα στα Ζυμβραγού Κισάμου, νομού<br />
Χανίων................................................................................. 258<br />
◗ Μιχαήλ Ι. Τρουλλινός, Συντήρηση των τοιχογραφιών<br />
καθολικού της Ιεράς Μονής Οδηγητρίας.............................. 278
◗<br />
◗<br />
◗<br />
◗<br />
◗<br />
◗<br />
◗<br />
◗<br />
◗<br />
◗<br />
◗<br />
◗<br />
Βασιλική Συθιακάκη-Κριτσιμάλλη, Παρατηρήσεις για την<br />
ιστορία και την αρχιτεκτονική του καθολικού της Μονής<br />
Βαλσαμονέρου...................................................................... 290<br />
Μανόλης Σ. Πατεδάκης, Μία επιγραφή με ηγεμονική<br />
διάσταση: Eπίγραμμα του Θεοδώρου Προδρόμου στο<br />
Βίβλος γενέσεως (ευαγγ. Ματθαίου 1.1) από την Παναγία<br />
στον Μέρωνα ....................................................................... 328<br />
Tζένη Αλμπάνη, Εἰ δὲ κακὰ ἐργάζῃ, φοβήθητι τὸν Κριτήν.<br />
Σχόλια σε τοιχογραφία με ποινές αμαρτωλών στον Άγιο<br />
Ιωάννη της Αξού Μυλοποτάμου, Κρήτη ............................... 360<br />
Γεώργιος Φουστέρης, Ο ναός του Σωτήρος στη θέση<br />
Μέσα Παντέλι Χαντρά Σητείας: Παρατηρήσεις<br />
στο εικονογραφικό πρόγραμμα ............................................. 382<br />
Xαράλαμπος Γάσπαρης, Ο λοιμός και το τάμα: Οι εκκλησίες<br />
του Αγίου Αθανασίου στο μεσαιωνικό Χάνδακα .................. 410<br />
Μυρτάλη Aχειμάστου-Ποταμιάνου, Επιλεγόμενα σε μία<br />
εικόνα της Γέννησης στη συλλογή Λοβέρδου........................ 428<br />
Ευθύμιος Ν. Τσιγαρίδας, Δύο εικόνες κρητικής σχολής<br />
της Μονής Καρακάλλου στο Άγιον Όρος ............................. 442<br />
Παναγιώτης Λ. Βοκοτόπουλος, Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου<br />
Ἀντωνίου στὴ Μονὴ Ἀπεζανῶν ........................................... 454<br />
† Αθανάσιος Δ. Παλιούρας, Το κύκνειο άσμα της κρητικής<br />
ζωγραφικής. Η περίπτωση των χάρτινων εικόνων που<br />
αντικαθιστούν τις φορητές τον 18ο και 19ο αι..................... 484<br />
Κώστας Γ. Τσικνάκης, Φροντίδες γιὰ τὴ συντήρηση τῶν<br />
ἐκκλησιῶν τῆς βενετικῆς περιόδου τῆς Κρήτης στὶς ἀρχὲς<br />
τοῦ 20οῦ αἰώνα: Ἡ ἐκκλησία τοῦ Προφήτη Ἠλία Περιβολίων<br />
Κυδωνίας ............................................................................. 500<br />
Πρωτοπρεσβ. Περίανδρος Ι. Επιτροπάκης, Λατρευτικός<br />
προορισμός και μνημειακός χαρακτήρας του χριστιανικού<br />
ναού: Dicatio ad patriam versus deputationem ad cultum ... 516<br />
Αναστασία Τζιγκουνάκη, Προστασία, διαχείριση, και<br />
ανάδειξη βυζαντινών μνημείων - Η διεθνής σύμβαση 1972... 536
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΙΕΡΑΠΥΤΝΗΣ ΚΑΙ ΣΗΤΕΙΑΣ<br />
Πάντα αἰσθάνεται ἀμηχανία ὅποιος ἐπιθυμεῖ νὰ σκιαγραφήσει μιὰ δυναμική<br />
προσωπικότητα, ἕναν ὑπεύθυνο πρωτεργάτη, ἕναν πολυεδρικὸ<br />
μελετητὴ καὶ σκαπανέα τῆς ἱστορίας καὶ τῆς παράδοσης· καὶ ὅλα αὐτὰ<br />
σ’ ἕνα πρόσωπο συγκεντρωμένα καὶ διακριτά, ὅπως στὸ πρόσωπο τοῦ<br />
ἀειμνήστου Μανόλη Μπορμπουδάκη, σημαίνουν ἱκανότητες καὶ δεξιότητες<br />
ποὺ μὲ κόπο πολὺ συναντᾶ κανεὶς στὴν ἀνεικονικὴ ἐποχή μας.<br />
Δύσκολα θὰ δεχόταν νὰ ἀκούσει ἢ νὰ γράψει κάποιος γιὰ τὸ πρόσωπο<br />
καὶ τὴν προσφορά του, ὅταν ἦταν ἐν ζωῇ, ὡς Ἔφορος τῆς 13ης Ἐφορείας<br />
Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων Κρήτης, μὲ ἕδρα τὸ Ἡράκλειο.<br />
Ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὸν Ἐκκλησιαστὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, «Τοῖς<br />
πᾶσι χρόνος καὶ καιρὸς τῷ παντὶ πράγματι ὑπὸ τὸν οὐρανὸν ... καὶ καιρὸς<br />
τοῦ σιγᾶν καὶ καιρὸς τοῦ λαλεῖν» (Ἐκκλ. 3,1-7).<br />
Ἀφορμὴ λοιπὸν καὶ μνημόσυνο αὐτὰ τὰ λόγια γιὰ τὸ καταξιωμένο<br />
ἔργο του, τὴν ἀδιαμφισβήτητη μεγάλη προσφορά του καὶ τὸ σεμνό,<br />
λιτὸ καὶ ἀρχοντικὸ συνάμα ἦθος του. Αὐτὴ ἡ πηγαία ἁπλότητα –ποὺ<br />
εἶναι καὶ πνευματικότητα– ἐξασφαλίζει προσωπικὲς σχέσεις καὶ φιλίες<br />
δυνατὲς καὶ πολυχρόνιες. Καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ ὑπογραμμίσουμε.<br />
Ἦταν προϊστάμενος, ὁ ἐπώνυμος καὶ παλαιὸς Ἔφορος στὸν τομέα<br />
τῆς Βυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας, ἀλλὰ καὶ ἔμπιστος φίλος, διδάσκαλος<br />
καὶ συνεργάτης. Γιὰ ὅ,τι ἔπραττε ἢ σχεδίαζε εἶχε στόχους χρήσιμους<br />
καὶ ὑψηλούς.<br />
Στὴ δύσκολη μετακατοχικὴ ἐποχὴ καὶ γιὰ πολλὰ χρόνια, ἀπ’ τὸ ἴδιο<br />
μετερίζι διηύθυνε τὸ προσωπικὸ καὶ διαχειριζόταν τὰ μνημεῖα σοφὰ<br />
καὶ πρακτικά, μὲ γνώμονα τὸ κοινὸ συμφέρον ἀλλὰ καὶ τὴ διάσωσή<br />
τους. Τὰ ἀγαποῦσε καὶ τὰ φρόντιζε σὰν νὰ ἦταν παιδιά του. Πρωτοστατοῦσε<br />
καὶ ἐνεργοῦσε μὲ ἡρωισμὸ καὶ προσωπικὸ κόστος, ἀλλὰ πάντα<br />
μὲ γνώμονα τὴν ἐνσυνείδητη ἐργασία καὶ τὴ διαλλακτικὴ καὶ διαλογικὴ<br />
στάση. Αὐτὴ ἡ στάση του ἐξασφάλιζε τὴν ἐμπιστοσύνη, τὴν ἀξιοπιστία,<br />
τὴν ἀποτελεσματικότητα καὶ τὴν σταθερότητα. Γιατὶ τελικὰ πρέπει νὰ<br />
παραδεχθοῦμε ὅτι τὸ μυστικὸ τῆς ἐπιτυχίας, γιὰ ἁπλὲς ἢ ἡρωϊκὲς πράξεις,<br />
εἶναι πρῶτα ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό μας, στὰ ἔργα καὶ τὶς ἐπιλογές<br />
μας. Τότε καὶ οἱ ἄλλοι ἀκολουθοῦν, γιατὶ ἐμπιστεύονται ἐμᾶς.
12<br />
Αὐτὴ ἡ συμπεριφορὰ τοῦ μακαριστοῦ Μανόλη Μπορμπουδάκη<br />
ἦταν ἀπόσταγμα πολυετοῦς πείρας, κατάρτισης καὶ ἁρμονίας λόγων καὶ<br />
ἔργων, ἀρχῶν καὶ ἀξιῶν, συνοχῆς καὶ συμφωνίας, ἀλληλοεκτίμησης<br />
καὶ ἀμοιβαιότητας. Τὰ ἀποτελέσματα ἦταν πάντοτε ὁρατά. Παρέμεινε<br />
στὴν ἴδια θέση κατὰ τὴν ἐπαγγελματικὴ σταδιοδρομία του, παρ’ ὅλες<br />
τὶς πολιτικὲς ἀλλαγὲς καὶ τὴν ἐναλλαγὴ τῶν Κυβερνήσεων στὴν πολιτικὴ<br />
ἐξουσία.<br />
Συνεργάστηκε μὲ ὅλους τοὺς Μητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης,<br />
ὅπως καὶ μὲ Μοναχοὺς καὶ Ἱερεῖς· ἀνέπτυξε καὶ διατηροῦσε δυνατὲς<br />
φιλίες, ποὺ ἄντεξαν στὸν χρόνο· σεβάστηκε τὸ ἔργο τους, τὶς θέσεις<br />
καὶ ἀπόψεις τους, τοὺς προβληματισμοὺς καὶ τὶς προτεραιότητες στὶς<br />
ἐπιλογές τους. Ἀνέσυρε ἀπὸ τὴ λήθη πολλὰ καὶ σπουδαῖα μνημεῖα καὶ<br />
ἀνακαίνισε ὁλόκληρα Μοναστηριακὰ συγκροτήματα.<br />
Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρομε τὴν ἐπισταμένη ἐνασχόλησή του μὲ τὴ συντήρηση<br />
καὶ ἀνάδειξη τοῦ ὀχυρωματικοῦ κτηριακοῦ συγκροτήματος τῆς<br />
γεραρᾶς καὶ ἱστορικῆς Ἱερᾶς Σταυροπηγιακῆς καὶ Πατριαρχικῆς Μονῆς<br />
Τοπλοῦ Σητείας τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἱεραπύτνης καὶ Σητείας, τὴν<br />
πολύχρονη φιλία του μὲ τὸν Ἡγούμενο αὐτῆς Ἀρχιμ. Φιλόθεο Σπανουδάκη,<br />
καὶ τὴν καθοριστικὴ συμβολή του στὴν ὀργάνωση τοῦ σύγχρονου<br />
Μουσείου Ἐκκλησιαστικῆς Τέχνης τοῦ μοναστηριοῦ, στὸ ὁποῖο<br />
ἐκτίθενται μοναδικὲς εἰκόνες τῆς Κρητικῆς Σχολῆς Ἁγιογραφίας, ἱερὰ<br />
σκεύη καὶ ἄλλα κειμήλια καὶ μία σπάνια συλλογὴ χαρακτικῶν, ὅπως<br />
ἐπιστημονικὰ περιγράφονται στὸ σπουδαῖο σύγγραμμά του «Ἡ Ἱερά<br />
Σταυροπηγιακή Μονή τῆς Κυρίας Ἀκρωτηριανῆς Τοπλοῦ (ὁδηγὸς σκευοφυλακίου<br />
καὶ τοῦ Καθολικοῦ)», ποὺ ἐξέδωσε ἡ Μονὴ τὸ ἔτος 2004.<br />
Ὅλα τὰ παραπάνω ἀποτελοῦν σήμερα μαρτυρίες καὶ μαρτύρια τῆς<br />
ὀγκώδους ἐργασίας καὶ μεγαλόπνοης διορατικότητας καὶ ἐπιτυχίας του.<br />
Ὅλοι ἐμεῖς ἔστω καὶ γιὰ λίγο τὸν ζήσαμε κοντὰ στὸν μακαριστὸ καὶ<br />
σπουδαῖο Πρωθιεράρχη Ἀρχιεπίσκοπο Κρήτης Εὐγένιο, ὁ ὁποῖος στὰ<br />
χρόνια τῆς μακρᾶς ἀρχιερατείας του πάντοτε τὸν ἀναζητοῦσε καὶ τοῦ<br />
ἀνέθετε δύσκολες ἀποστολές. Καὶ ἐκεῖνος πάλι μὲ ταπείνωση καὶ σεβασμὸ<br />
ἀποδεχόταν ὑπάκουα, προτείνοντας τὴν καλύτερη δυνατὴ λύση.<br />
Δὲν εἶχε κενὰ στὶς σχέσεις του, τὶς φιλίες του, ὅπως καὶ στὰ ἔργα του.<br />
Ἡ ἰδιότητα τοῦ θεολόγου ἐπιστήμονα σὲ μιὰ διευθυντικὴ θέση τοῦ<br />
χάριζε αὐτὴ τὴν ἀμεσότητα, τὴν κοινωνία τῶν προσωπικῶν σχέσεων,<br />
ὡς κοινωνία σχέσεων καὶ προσώπων, ποὺ εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς<br />
Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.<br />
Ἡ πατροπαράδοτη εὐσέβειά του καὶ ἡ γνώση τῆς θείας λατρείας<br />
τὸν ὁδήγησαν συνειδητὰ καὶ ὑπεύθυνα μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις του, ὥστε<br />
οἱ πολλοὶ Ἱεροὶ Ναοί, οἱ ἐγκαταλελειμμένες Μονὲς καὶ τὰ μνημεῖα τῆς
13<br />
Μεγαλονήσου νὰ τύχουν πλήρους ἀνασύστασης καὶ ἀνακαίνισης καὶ<br />
νὰ τελεῖται ξανὰ κάτω ἀπὸ τοὺς θόλους τους, ὅπως στὴν ἐποχή τους,<br />
ἔτσι καὶ σήμερα, ἡ θεία λατρεία, νὰ ὑμνεῖται ὁ ἐν Τριάδι ἀληθινὸς Θεὸς<br />
καὶ νὰ ἱερουργεῖται τὸ Μυστήριο τῆς ζωῆς καὶ τῆς πανανθρώπινης σωτηρίας.<br />
Πιστεύομε καὶ ποθοῦμε ὅτι αὐτὴ ἡ οὐράνια Θεία Λειτουργία ποὺ<br />
ἀναπέμπεται ἀπὸ τὴν ἐπίγεια θεία ἱερουργία στὸν Θρόνο τῆς Δόξης τοῦ<br />
Κυρίου, αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ μεγαλύτερη δόξα τοῦ ἔργου του, ἡ καταξίωση<br />
τῆς προσφορᾶς του καὶ ἡ αἰώνια ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς του. Γιατὶ πάντα<br />
στὴ Θεία Λειτουργία «τὰ ἄνω τοῖς κάτω συνεορτάζει, καὶ τὰ κάτω τοῖς ἄνω<br />
συνομιλεῖ» (Εὐχὴ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ).<br />
Ὡς ἔνδειξη ἱεροῦ μνημοσύνου, σεβασμοῦ καὶ ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης<br />
στὴ μνήμη τοῦ μακαριστοῦ Μανόλη Μπορμπουδάκη, τὸ Δ.Σ. τοῦ<br />
Κοινωφελοῦς Ἱδρύματος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας «Παναγία ἡ<br />
Ἀκρωτηριανή» ἀποφάσισε νὰ συμπεριλάβει στὶς ἐκδόσεις του τὸν παρόντα<br />
τιμητικὸ καὶ ἀφιερωματικὸ Τόμο μὲ τίτλο «<strong>Μαργαρίται</strong>», μὲ τὴν<br />
εὐχὴ ἡ ἐπὶ γῆς ζωὴ καὶ βιοτὴ τοῦ τιμωμένου νὰ ἀποτελέσει παράδειγμα<br />
πρὸς μίμηση γιὰ ὅλους τοὺς μεταγενεστέρους, καθὼς καὶ ἀπάντηση καὶ<br />
διέξοδο στὴν ἐπικρατοῦσα παραφιλολογία καὶ γραφειοκρατία τῆς<br />
ἐποχῆς μας.<br />
Σητεία, 8 Σεπτεμβρίου 2016,<br />
ἑορτὴ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου<br />
Ὁ Μητροπολίτης καὶ Πρόεδρος τοῦ Δ.Σ.<br />
τοῦ Κοινωφελοῦς Ἱδρύματος «Παναγία ἡ Ακρωτηριανή»<br />
† Ὁ Ἱεραπύτνης & Σητείας ΕΥΓΕΝΙΟΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ<br />
Οι μελέτες στο παρόν βιβλίο αφιερώνονται ως λίγα ψιχία στη μνήμη<br />
του Μανόλη Μπορμπουδάκη, πάνω από έξι χρόνια μετά τον θάνατό<br />
του, τον Νοέμβρη του 2010. Όπως κατά την προσκομιδή των «μερίδων»<br />
στην πρόθεση του ναού και την προσφορά στο θυσιαστήριο για<br />
την ανάπαυση των αγαπημένων που έφυγαν, πολλοί αισθάνονταν την<br />
υποχρέωση να κάνουν και αυτό εδώ το μνημόσυνο. Για μια ψυχή που<br />
εργάστηκε μέσα στα ανθρώπινα στην Κρήτη, για περισσότερες από<br />
τέσσερις δεκαετίες, ως πραγματικός «επιμελητής» των αρχαιοτήτων<br />
και των μνημείων, κινητών και ακίνητων, από την πρωτοχριστιανική<br />
περίοδο έως και τους νεότερους χρόνους. Τα περιεχόμενα του τόμου<br />
αντιπροσωπεύουν την ευρύτητα του αρχαιολογικού έργου του, από<br />
τις ανασκαφές σε θέσεις των πρωτοβυζαντινών χρόνων, τον αραβοκρατούμενο<br />
Χάνδακα, τα μνημεία της πρώτης και της δεύτερης βυζαντινής<br />
περιόδου, τη βυζαντινή τέχνη εν γένει και την ερμηνεία της,<br />
τους τοιχογραφημένους ναούς της «βυζαντινής Κρήτης» κατά τη βενετοκρατία,<br />
τα βενετσιάνικα μνημεία των πόλεων, τις εικόνες της μεταβυζαντινής<br />
κρητικής ζωγραφικής, μέχρι και το σήμερα, ιδιαίτερα<br />
σε σχέση με τις αρχές συντήρησης, διαχείρισης και διάσωσης της<br />
πολιτισμικής κληρονομιάς.<br />
O Μανόλης Μπορμπουδάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1932,<br />
όπου και τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές. Σπούδασε θεολογία<br />
και αρχαιολογία στη Θεολογική και τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου<br />
Αθηνών. Από το 1965 υπηρέτησε ως επιμελητής στο<br />
Υπουργείο Πολιτισμού και ακολούθως ως Έφορος της 13ης Εφορείας<br />
Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων Κρήτης, θέση στην<br />
όποια παρέμεινε μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 1999.<br />
Κατά τη μακρόχρονη θητεία του ως Έφορος Αρχαιοτήτων ασχολήθηκε<br />
συστηματικά με την αποκατάσταση και την αναστήλωση πλήθους<br />
μνημείων σε ολόκληρη την Κρήτη, καθώς και τη συντήρηση<br />
τοιχογραφημένων συνόλων και εικόνων. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον<br />
Άγιο Νικόλαο στα Κυριακοσέλια στον Νομό Χανίων, το καθολικό της
Μονής της Παναγίας Αντιφωνήτριας στα Μυριοκέφαλα, τη Μονή Αρκαδίου<br />
και το Φρούριο Φορτέτζα στον Νομό Ρεθύμνου, τον ναό της<br />
Παναγίας Κεράς-Λημνιώτισσας στην Επισκοπή Πεδιάδος, την Παναγία<br />
στα Καπετανιανά, το καθολικό της Μονής του Αγίου Φανουρίου<br />
στο Βαλσαμόνερο και τον Άγιο Ματθαίο των Σιναϊτών στον Νομό<br />
Ηρακλείου, την Παναγία Κερά στην Κριτσά και τη Μονή Τοπλού στον<br />
Νομό Λασιθίου. Παράλληλα πραγματοποίησε σημαντικές ανασκαφές<br />
στη βασιλική της Αλμυρίδας Αποκορώνου, τη βασιλική της Κολοκύθας<br />
κοντά στην Ελούντα Μεραμπέλλου, τον τρίκογχο παλαιοχριστιανικό<br />
ναό της Μητρόπολης Μεσαράς, ενώ από το 1991 έως τον<br />
θάνατό του, σε συνεργασία με την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών,<br />
ανέσκαπτε στην Αρχαία Γόρτυνα την πεντάκλιτη Βασιλική του<br />
Αγίου Τίτου, τη μεγαλύτερη που έχει ανακαλυφθεί στην Κρήτη. Η<br />
γνώση του για την πολιτιστική κληρονομιά της Κρήτης υπήρξε απαράμιλλη,<br />
προϊόν πολύχρονης επιτόπιας έρευνας, –θυμόταν μία-μία<br />
τις παραστάσεις από το εικονογραφικό πρόγραμμα των εκατοντάδων<br />
ναών της Κρήτης–, ενώ ο δυναμικός χαρακτήρας του αποτελούσε εγγύηση<br />
για την προστασία της. Το αγωνιστικό του φρόνημα για τη διάσωση<br />
του μνημειακού πλούτου της Κρήτης είχε εκδηλωθεί ήδη στα<br />
χρόνια της δικτατορίας, όταν ως νεοδιόριστος ακόμη υπάλληλος δε<br />
δίστασε να εκφράσει την αντίθεσή του στην κατεδάφιση του Ναού<br />
του Σωτήρος στο Ηράκλειο.<br />
Ο Μανόλης Μπορμπουδάκης συνέβαλλε σημαντικά ως κεντρικός<br />
μελετητής της κρητικής ζωγραφικής, με την έρευνα, τη διεισδυτική<br />
του ματιά και τις δημοσιεύσεις του, στην ανάδειξη και την<br />
παρουσίαση –σε ένα ευρύτερο κοινό– της τέχνης των τοιχογραφημένων<br />
ναών της Κρήτης. Μάλιστα με αφορμή τη μελέτη των τοιχο -<br />
γραφιών στην Παναγία στον Μέρωνα Αμαρίου, έκανε λόγο για ένα<br />
ιδιαίτερα δραστήριο εργαστήριο ζωγράφων, με πιθανή προέλευση<br />
από την Κωνσταντινούπολη, ενώ συνέδεσε την περίοδο ακμής του<br />
με τη σημαντική κρητική οικογένεια των Καλλεργών. Ανάλογα και σε<br />
άλλα τοιχογραφημένα σύνολα, όπως την Παναγία στο Σκλαβεροχώρι<br />
αλλά και τον Άγιο Φανούριο στο Βαλσαμόνερο, η χαρισματική του<br />
ματιά αναδείκνυε τη διείσδυση της κωνσταντινουπολίτικης παράδοσης<br />
στην Κρήτη και τη σχέση της με τη ζωγραφική της νήσου κατά τη<br />
βενετοκρατία.<br />
Η σπουδαία και μεγάλη έκθεση για τις εικόνες της Κρητικής Τέχνης,<br />
που διοργάνωσε το 1993 στο Ηράκλειο, σε συνεργασία με τη<br />
Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη αλλά και Εφορείες Αρχαιοτήτων και<br />
15
16<br />
μουσεία από την Ελλάδα και τη Ρωσία, και οι συνακόλουθες εκθέσεις<br />
στην Αθήνα, είχαν διεθνή απήχηση, παρουσιάζοντας για πρώτη<br />
φορά στο ευρύ κοινό μεγάλο αριθμό εικόνων, ως αντιπροσωπευτικά<br />
έργα μεγάλων ζωγράφων της Κρητικής Σχολής. Εξίσου καθοριστική<br />
υπήρξε η συμβολή του και στις επίσης σημαντικές εκθέσεις που οργανώθηκαν<br />
στο Ηράκλειο, για τα 450 χρόνια από τη γέννηση του Δομήνικου<br />
Θεοτοκόπουλου, το 1990, και τα πορτραίτα του Φαγιούμ, το<br />
1998, σε αγαστή συνεργασία με προσωπικότητες που επίσης λείπουν<br />
σήμερα στην πόλη του Ηρακλείου, όπως τον δήμαρχο Μανόλη Καρέλλη<br />
και τον αείμνηστο διευθυντή της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης<br />
Νίκο Γιανναδάκη. Αξίζει επίσης να μνημονευθούν τα<br />
αισθήματα αλληλεκτίμησης που έτρεφε ο Μανόλης Μπορμπουδάκης<br />
με τη Μελίνα Μερκούρη, τον Νίκολαο Μ. Παναγιωτάκη, τον Στυλιανό<br />
Αλεξίου.<br />
Δίδαξε επί σειρά ετών Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Αρχαιολογία<br />
και Τέχνη στη σχολή Ξεναγών Κρήτης, ενώ υπήρξε μέλος της Αρχαιολογικής<br />
Εταιρείας Αθηνών, της Χριστιανικής Αρχαιολογικής<br />
Εταιρείας, της Εταιρείας Κρητικών Ιστορικών Μελετών, καθώς και<br />
της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Δυτικής Κρήτης. Για την<br />
ξεχωριστή του μέριμνα και την προσφορά του στην πόλη του Ρεθύμνου<br />
–κυρίως τη συμβολή του στη διάσωση της παλιάς πόλης– τού<br />
απονεμήθηκε, το 1999, ο τίτλος του επίτιμου δημότη της πόλης, ενώ<br />
για την πολύτιμη προσφορά του στα εκκλησιαστικά μνημεία της Κρήτης<br />
η Α. Θ. Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος<br />
τού απένειμε το οφίκιο του Άρχοντα Ιερομνήμονα το 1993. Το<br />
πλήθος των ανακοινώσεών του και η συναφής λίστα των δημοσιευμάτων<br />
του φανερώνουν τη γνώση του σε βάθος για τη βυζαντινή<br />
τέχνη και την καθαρή ματιά και εποπτεία του στα κρητολογικά γράμματα.<br />
Η ευρυμάθεια και το φάσμα των ερευνητικών του ενδιαφερό -<br />
ντων, διακρίνονται και μέσα από τη μεγάλη προσωπική συλλογή<br />
βιβλίων που είχε καταρτίσει ο ίδιος, μέρος της οποίας δωρήθηκε από<br />
τα παιδιά του Μαρία Μπορμπουδάκη και Αλέξη-Λάμπρο Μπορμπουδάκη<br />
στη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου.<br />
Αποκαλύπτοντας το όραμα της ζωής του, που πάντοτε αγωνιζόταν<br />
για να το πραγματοποιήσει, σε ένα από τα τελευταία κείμενά του, προλογίζοντας<br />
το βιβλίο της Λ. Σταρίδα, Η λέσχη των ευγενών του Χάνδακα,<br />
ο Μανόλης Μπορμπουδάκης έγραφε: «... Ο αρχαιολογικός και ιστορικός<br />
πλούτος του Ηρακλείου δεν περιορίζεται μόνο στα μνημεία που σώζονται<br />
και τα βλέπομε καθημερινά, αλλά επεκτείνεται σε όλη την εντός των τειχών
17<br />
διατηρημένη πόλη, πίσω, μέσα και κάτω από αυτήν, όπως έχει διαπιστωθεί<br />
από όλες τις ανασκαφικές έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί τις τελευταίες<br />
δεκαετίες. Ο ενετικός οχυρωματικός περίβολος, το πιο μεγαλειώδες δημιούργημα<br />
της ενετικής στρατιωτικής τέχνης, με τις Πύλες, τους Προμαχώνες,<br />
την τάφρο και τα εξωτερικά αναχώματά του, οριοθετεί την πόλη που διατηρεί<br />
ακόμα την ατμόσφαιρα της μεσαιωνικής ζωής. Το σχέδιο πόλεως του<br />
1936 στάθηκε αρνητικός συντελεστής στην πολεοδομική εξέλιξη της πόλης,<br />
αφού προκάλεσε έναν οικοδομικό οργασμό σε συνοικίες και γειτονιές που<br />
διατηρούν μέχρι και σήμερα τις χαράξεις της ενετοκρατίας, αλλά με άμορφα<br />
και άναρχα δομημένα πολυώροφα κτίρια από μπετόν. Και στις εκτός των<br />
τειχών περιοχές της πόλης, κτίστηκαν παράνομα, αυθαίρετα και χωρίς πολεοδομικό<br />
σχεδιασμό, συνήθως ακαλαίσθητα κτίρια, αλλοιώνοντας έτσι<br />
πλήρως τη συνολική εικόνα του Ηρακλείου. Αντίθετα, οι Ευρωπαίοι διατήρησαν<br />
ακέραιους τους μεσαιωνικούς και αναγεννησιακούς οικισμούς τους,<br />
με πλήρη σεβασμό στο μνημειακό τους πλούτο και την ατμόσφαιρα της<br />
εποχής που κάθε πόλη αντιπροσώπευε. Η Υπηρεσία φρόντισε έγκαιρα να<br />
διασώσει την ατμόσφαιρα των μεσαιωνικών (πόλεων) Ρεθύμνου και Χανίων,<br />
κάτι που, αντίθετα, στάθηκε αδύνατο να εφαρμοστεί στη μεσαιωνική πόλη<br />
του Ηρακλείου. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που έζησα την αυτούσια μεσαιωνική<br />
πόλη του Ηρακλείου, την ατμόσφαιρα και τον ρομαντισμό στα<br />
πλακόστρωτα σοκάκια και τις γειτονιές με τα όμορφα και καλαίσθητα παλαιά<br />
κτίρια, πριν αρχίσει η τσιμεντένια ανοικοδόμηση ακαλαίσθητων κτιρίων<br />
στα ίδια αυτά ρομαντικά στενά...»<br />
Αυτήν «την ατμόσφαιρα εντός των τειχών» του παρελθόντος, κόντρα<br />
στους εχθρούς πολιορκητές από τη σημερινή εποχή, αγωνιζόταν<br />
να διασώσει ο Μανόλης Μπορμπουδάκης και σε μεγάλο βαθμό το<br />
πέτυχε. Υπήρξε ακούραστος και εμπνευσμένος ερευνητής, επιστήμονας<br />
και επιμελητής των μνημείων, των υλικών καταλοίπων και έργων<br />
τέχνης που είχαν παραχθεί στην Κρήτη κατά την πρωτοχριστιανική,<br />
την αραβική, τη βυζαντινή –ένθεν και ένθεν της αραβικής–, τη βενετική<br />
και μεταβυζαντινή περίοδο. Άνοιξε νέους δρόμους στο νησί για<br />
την αρχαιολογία, την ιστορία της τέχνης, την ιστορία κατά τον τελευταίο<br />
μισό αιώνα, που ευχόμαστε και με τη συμβολή του παρόντος<br />
τόμου να παραμένουν ανοιχτοί.<br />
Μ. Ανδριανάκης - Κ. Γιαπιτσόγλου - Μ. Πατεδάκης
ΜΑΝΟΛΗΣ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗΣ:<br />
Ο ΠΟΛΥΠΛΕΥΡΟΣ ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ<br />
Τον Μανόλη Μπορμπουδάκη θα τον θυμόμαστε πάντα ως πραγματικό<br />
φίλο, ικανότατο γοητευτικό άνθρωπο, εξαιρετικό διαχειριστή της<br />
πολιτιστικής κληρονομιάς της Κρήτης και πολύπλευρο αρχαιολόγο.<br />
Είχε βαθειά γνώση των αρχαίων και χριστιανικών κειμένων και παράλληλα<br />
με την ειδίκευσή του στη θεολογία και τη βυζαντινή αρχαιολογία,<br />
ιδιαίτερα την αρχιτεκτονική και τις εικόνες, γνώριζε καλά το<br />
Μινωικό πολιτισμό και τις τοιχογραφίες του. Το πάθος του για τα βιβλία<br />
ήταν μεγάλο. Διάβαζε ακατάπαυστα μέχρι το τέλος της ζωής του,<br />
ακόμη και όταν η υγεία του είχε κλονισθεί ανεπανόρθωτα. Μεγάλο<br />
επίσης υπήρξε το πάθος του για την κλασική μουσική, ιδιαίτερα για<br />
τους Ρώσους συνθέτες. Η βιβλιοθήκη του που αριθμούσε χιλιάδες<br />
τόμους, σφραγισμένους και αριθμημένους από τον ίδιο, δωρήθηκε<br />
από τα παιδιά του στη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου,<br />
ενώ η μεγάλη συλλογή του, με πάνω από χίλιους δίσκους βινυλίου<br />
κλασικής μουσικής, παραχωρήθηκε στην Ελληνική Ραδιοφωνία,<br />
ώστε να αποτελέσει τμήμα του αρχείου της. Η πλούσια συλλογή του<br />
από δίσκους ακτίνας (cd) αποτελεί πλέον τμήμα του υλικού που διαθέτει<br />
το Μουσικό Σχολείο Ηρακλείου για την επιμόρφωση των μαθητών<br />
του. Ο Μανόλης είχε μεγάλη αγάπη για έπιπλα εποχής και το<br />
σπίτι του ήταν γεμάτο από αυτά. Σειρά από τέτοια έπιπλα, γραφεία<br />
και βιβλιοθήκες του, παραχωρήθηκαν από τα παιδιά του στο παραδοσιακό<br />
κτήριο του Κέντρου Μελέτης του Μινωικού Πολιτισμού στο<br />
Μοναστηράκι Αμαρίου, για χρήση των μελετητών.<br />
Ο Μανόλης σε όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής του ζωής<br />
υπηρέτησε με αυταπάρνηση την αρχαιολογία, από το 1965 που διορίσθηκε<br />
στην αρχαιολογική υπηρεσία μέχρι την αφυπηρέτησή του το<br />
1999. Κατά τα έτη αυτά η Κρήτη αποτελούσε μια ενιαία Εφορεία<br />
Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και ο Μανόλης ως επιμελητής και αργότερα<br />
Έφορος Αρχαιοτήτων γύριζε ακατάπαυστα όλο το νησί, για τη διάσω -<br />
ση, μελέτη και ανάδειξη των βυζαντινών, μεταβυζαντινών και ενετι-
20<br />
κών μνημείων. Ως βαθύς γνώστης της Κρητικής Σχολής ζωγραφικής<br />
του 14ου και 15ου αιώνα, συντήρησε μεγάλο αριθμό εκκλησιών,<br />
καθώς και άλλων μνημείων της Κρήτης, τοιχογραφιών αλλά και φορητών<br />
εικόνων, ενώ περπάτησε ακούραστα μέχρι τα πιο απομακρυσμένα<br />
σημεία της, σε ξωκλήσια και σε εγκαταλειμμένα μοναστήρια τα<br />
οποία ανακαινίσθηκαν και λειτούργησαν εκ νέου. Αγωνίστηκε με<br />
πολύ προσωπικό κόπο, σε καιρούς δύσκολους, έχοντας στη διάθεσή<br />
του ελάχιστα μέσα, αλλά αστείρευτη αγάπη, σε συνδυασμό με γνώση<br />
για τα μνημεία, και διαρκή έγνοια για τη διάσωση, συντήρηση και<br />
αναγέννησή τους. Είναι γνωστή η αντίστασή του, ως νεοδιόριστου<br />
τότε αρχαιολόγου, για να αποτρέψει την απόφασή της Χούντας για<br />
την κατεδάφιση του ναού του Σωτήρος (Βαλιντέ Τζαμί), στη σημερινή<br />
πλατεία Κορνάρου στο Ηράκλειο. Ο Μανόλης που τυχαία γλύτωσε<br />
πολύ σοβαρές συνέπειες γι’ αυτήν την πράξη αντίστασής του, διηγείτο<br />
πάντα την ιστορία με γλαφυρό τρόπο.<br />
Κατά τη διάρκεια της θητείας του στην Αρχαιολογική Υπηρεσία,<br />
εκτός από τα εκατοντάδες τοιχογραφικά σύνολα, τις εικόνες και τα<br />
λατρευτικά –και μη– άλλα αντικείμενα που συντηρήθηκαν και αναδείχθηκαν,<br />
διενεργήθηκαν εκτεταμένες σωστικές επεμβάσεις σε<br />
πολλά μνημεία αλλά και τμήματα παραδοσιακών οικισμών και πόλεων<br />
σε ολόκληρη την Κρήτη. Στο επιστημονικό και ερευνητικό του<br />
έργο συγκαταλέγεται η ανασκαφή, μελέτη και αναστήλωση κορυφαίων<br />
μνημείων. Πολύ σημαντική ήταν από κοινού ανασκαφή σε συνεργασία<br />
με την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή και τον φίλο του Antonino<br />
Di Vita στη Γόρτυνα, της μεγαλύτερης βασιλικής της Κρήτης και από<br />
τις μεγαλύτερες στην Ελλάδα, την οποία ταύτισε με τον αυθεντικό μεγάλο<br />
μητροπολιτικό πρωτοβυζαντινό ναό του Αγίου Τίτου. Ο Μανόλης<br />
είχε πάντα μεγάλο ενδιαφέρον και πραγματική γνώση για την<br />
παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Κρήτης και τις λιθοδομές των κτηρίων<br />
της με λάσπη, μικρές πέτρες και χωρίς κονίαμα. Τέτοιες λιθοδομές<br />
αφθονούσαν στο νησί από τα Μινωικά χρόνια και εξής,<br />
συνεχίζονταν δε στους Ελληνορωμαϊκούς χρόνους. Είχε επίσης προχωρήσει<br />
σε έρευνα των πρωτογενών κονιαμάτων, όπου διατηρούνταν,<br />
σε λιθόκτιστα κτήρια, με σκοπό τη χρήση τους στην αναστήλωση,<br />
σε αντίθεση με τα δευτερογενή που προστέθηκαν εκ των υστέρων σε<br />
λιθόκτιστες παραδοσιακές κατασκευές, ως αποτέλεσμα αλλαγών ή<br />
επισκευών στα κτήρια αυτά.<br />
Μια άλλη πολύ σημαντική, αλλά ελάχιστα γνωστή ανασκαφή, σε<br />
συνεργασία με τον διάσημο νομισματολόγο George C. Miles, διενερ-
γήθηκε το 1967 στον χώρο μεταξύ της εκκλησίας του Αγίου Πέτρου<br />
και του θαλασσίου μετώπου της πόλης του Ηρακλείου. Αποκαλύφθηκαν<br />
λίγα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, αλλά άφθονη κεραμική όλων των<br />
εποχών από τους τουρκικούς, ενετικούς, βυζαντινούς, αραβικούς,<br />
ρωμαϊκούς, μέχρι και τους πρωτογεωμετρικούς χρόνους. Ο Miles<br />
ασχολήθηκε με τη μελέτη των αραβικών νομισμάτων από την ανασκαφή<br />
και τα δεδομένα που αυτά παρέχουν για την περίοδο αραβικής<br />
κατοχής της Κρήτης. Τα ημερολόγια και άλλα στοιχεία από την πολύ<br />
σημαντική αυτή ανασκαφή έχουν πλέον κατατεθεί στο αρχείο της<br />
Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα.<br />
Σημαντικό και πρωτοποριακό τμήμα του έργου του Μανόλη<br />
Μπορμπουδάκη αποτέλεσε η διοργάνωση μεγάλων εκθέσεων και η<br />
δημοσίευση σημαντικών καταλόγων που μέχρι σήμερα έχουν καταξιωθεί<br />
ως πολύ βασικό βοήθημα για την έρευνα. Οι εκθέσεις που<br />
κυριολεκτικά άφησαν εποχή ήταν:<br />
- Η μεγάλη έκθεση στο Ηράκλειο το 1993 και ο κατάλογος «Εικόνες<br />
της Κρητικής Τέχνης από τον Χάνδακα ως τη Μόσχα και την Αγία<br />
Πετρούπολη», η οποία οργανώθηκε από τον Δήμο Ηρακλείου, από τη<br />
Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη και την Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων<br />
Κρήτης. Η έκθεση αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως μία από τις<br />
δράσεις-σταθμούς της καριέρας του. Ο Μανόλης Μπορμπουδάκης<br />
είχε την επιμέλεια της έκθεσης και της έκδοσης του ομώνυμου καταλόγου.<br />
Η έκθεση περιελάμβανε περισσότερα από διακόσια έργα που<br />
προέρχονταν από την Κρήτη, το Άγιον Όρος και μουσεία της Ελλάδας<br />
και της Ρωσίας, μέσα από τα οποία φωτίστηκαν δύο αιώνες ιστορικής<br />
και καλλιτεχνικής πορείας από την εποχή που γέννησε ζωγράφους<br />
όπως τον Μιχαήλ Δαμασκηνό και τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. Η<br />
εξαιρετικά επιτυχημένη και σημαντική αυτή έκθεση μεταφέρθηκε στη<br />
συνέχεια στην Εθνική Πινακοθήκη· εκτός από τον κατάλογό της γυρίστηκε<br />
και ομώνυμο ντοκιμαντέρ σε δύο μέρη –συνολικής διάρκειας<br />
πάνω από 100 λεπτά, στο ψηφιακό αρχείο της ΕΡΤ–, όπου ο Μανόλης<br />
ξεναγεί στις σχετικές εικόνες.<br />
- Η έκθεση «Θεοφάνης ο Κρης. Εικόνες από τον ιερό ναό του Πρωτάτου»<br />
και ο σχετικός κατάλογος, όπου για πρώτη φορά το 1993 εικόνες<br />
του Αγίου Όρους ταξίδευσαν εκτός της Αθωνικής Πολιτείας<br />
και παρουσιάσθηκαν σε έκθεση στο ευρύτερο και επιστημονικό<br />
κοινό.<br />
- Η έκθεση «Οι Πύλες του Μυστηρίου. Θησαυροί της Ορθοδοξίας<br />
από την Αγία Ρωσία και την Ελλάδα», το 1994 στην Εθνική Πινακο-<br />
21
22<br />
θήκη-Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου, όπου επίσης ο σχετικός κατάλογος<br />
δημοσιεύθηκε με την επιμέλεια του Μανόλη Μπορμπουδάκη.<br />
- Άλλη έκθεση στην οποία μετείχε, εκ μέρους του Υπουργείου<br />
Πολιτισμού το 1990, ήταν στο Richmond της Virginia των Ηνωμένων<br />
Πολιτειών της Αμερικής, με τίτλο «Holy Image, Holy Space. Icons and<br />
Frescoes from Greece».<br />
Θα πρέπει να γίνει ιδιαίτερη μνεία για τη συμβολή του, με καθοριστικές<br />
δημοσιεύσεις στο χώρο της Κρητικής Τέχνης, όπως στο συλλογικό<br />
έργο «Κρήτη: Ιστορία-Πολιτισμός», για τη «βυζαντινή τέχνη (ως<br />
την πρώιμη βενετοκρατία)» και την «τέχνη κατά τη βενετοκρατία», μελέτες<br />
που έκτοτε αποτελούν βασική αναφορά για τους ενασχολούμενους<br />
με ανάλογα θέματα. Ο κατάλογος πολλών σημαντικών μελετών<br />
του, όσον αφορά τη βυζαντινή αρχαιολογία και τέχνη, δε χρειάζεται<br />
να αναφερθεί αναλυτικά από εμάς, αφού υπάρχουν άλλοι αρμοδιότεροι<br />
ειδικοί μελετητές. Ας μην παραλειφθεί ότι για πολλά χρόνια δίδαξε<br />
το αντικείμενο της Βυζαντινής Αρχαιολογίας, με έμφαση στην<br />
Κρήτη, στη Σχολή Ξεναγών Ηρακλείου.<br />
Εκτός από τα παραπάνω, θα θέλαμε να αφιερώσουμε μερικές<br />
γραμμές στο μεγάλο διοικητικό έργο του Μανόλη Μπορμπουδάκη,<br />
στο πλαίσιο του οποίου στελεχώθηκε και δραστηριοποιήθηκε περαιτέρω<br />
η 13η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, την οποία ως επικεφαλής<br />
κατέστησε τη μεγαλύτερη μονάδα του Υπουργείου Πολιτισμού<br />
στην Κρήτη, με πολλά έργα στα οποία απασχολήθηκαν δεκάδες αρχαιολόγοι,<br />
αρχιτέκτονες, μηχανικοί, συντηρητές, τεχνίτες και διοικητικοί<br />
υπάλληλοι. Ο Μανόλης έδειχνε πάντα ιδιαίτερο ανθρώπινο<br />
ενδιαφέρον για τους υφισταμένους του. Παρά τον ευέξαπτο χαρακτήρα<br />
του, δεν κράτησε ποτέ κακία σε κανέναν, είχε δε την ικανότητα<br />
της διαχείρισης όχι μόνο των υφισταμένων αλλά και των προϊσταμένων<br />
του, προς όφελος της υπηρεσίας και των μνημείων της Κρήτης.<br />
Είναι χαρακτηριστικό ότι μεταξύ των πολλών Υπουργών Πολιτισμού<br />
κατά τη διάρκεια της καριέρας του, θαύμαζε ιδιαίτερα την Μελίνα<br />
Μερκούρη την οποία και θεωρούσε ως την καλύτερη Υπουργό Πολιτισμού<br />
που είχε γνωρίσει. Ο έντονος τρόπος με τον οποίο εξέφραζε<br />
τη γνώμη του για τη σύγχρονη Ελλάδα και τα πολιτικά πράγματα, πολλές<br />
φορές ξένιζε τους ακροατές του. Ωστόσο, τα γεγονότα απέδειξαν<br />
ότι οι απόψεις του ήταν προφητικές, ενδεικτικές του καθαρού μυαλού<br />
και της ευθυκρισίας του.<br />
Το πολύπλευρο του χαρακτήρα του και των δραστηριοτήτων του<br />
κατέστη προφανές μεταξύ άλλων από τη συμμετοχή του ως επόπτη
εκ μέρους του Υπουργείου Πολιτισμού στις θαλάσσιες έρευνες του<br />
Ζακ Υβ Κουστώ, στα παράλια της Κρήτης, όπου μεταξύ Ντίας και<br />
Ηρακλείου εντοπίσθηκαν πολλά σημαντικά ναυάγια. Μια άγνωστη<br />
πτυχή της καριέρας του ήταν η αίτηση μετάθεσής του στο Αρχαιολογικό<br />
Ινστιτούτο Κρήτης (17-2-1992), ώστε να μπορέσει να προωθήσει<br />
καλύτερα το επιστημονικό του έργο, ελεύθερος από τη<br />
γραφειοκρατία στις Εφορείες Αρχαιοτήτων. Το Υπουργείο ωστόσο<br />
δεν δέχθηκε να χάσει έναν τόσο ικανό διευθυντικό στέλεχος και έτσι<br />
ο Μανόλης παρέμεινε ως προϊστάμενος της 13ης Εφορείας Βυζαντινών<br />
Αρχαιοτήτων. Αναπλήρωσε επίσης κατά καιρούς με προθυμία<br />
όλους τους προϊσταμένους των Εφορειών, καθώς και του Αρχαιολογικού<br />
Ινστιτούτου Κρήτης. Παρά την πληθώρα των υποχρεώσεών<br />
του ως προϊστάμενος της Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, διετέλεσε<br />
προϊστάμενος της ΚΓ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών<br />
Αρχαιοτήτων Νομού Ηρακλείου, τα έτη 1979 και 1980, στο διάστημα<br />
από την αποχώρηση του Γιάννη Τζεδάκη μέχρι την ανάληψη καθηκόντων<br />
από τον Γιάννη Σακελλαράκη. Κατά τη διάρκεια αυτής της<br />
σύντομης θητείας του, έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις μινωικές<br />
αρχαιότητες, με έμπρακτο αποτέλεσμα τη συνέχιση από την Αθανασία<br />
Κάντα της ανασκαφής Τυλίσου το 1979, την οποία είχε αρχίσει το<br />
1971 με παρότρυνση του Στυλιανού Αλεξίου. Η ανασκαφή αυτή<br />
έδωσε σημαντικότατα αποτελέσματα για τους τελευταίους αιώνες της<br />
Εποχής του Χαλκού.<br />
Ο Μανόλης είχε πάντα την ικανότητα να διαβλέπει το σημαντικό,<br />
ακόμη και πριν γίνει κοινό κτήμα. Έτσι στις 15 Νοεμβρίου του 1990<br />
η ομάδα του πήρε το 3ο βραβείο σε πανελλήνιο διαγωνισμό του<br />
Υπουργείου Προεδρίας (επί υπουργίας Μ. Έβερτ) για δράσεις για τη<br />
βελτίωση της δημόσιας διοίκησης. Την ομάδα μελέτης «CANDIA,<br />
πρόγραμμα ηλεκτρονικής διαχείρισης μητρώου μνημείων 13ης Εφορείας<br />
Βυζαντινών Αρχαιοτήτων» αποτελούσαν οι Μ. Μπορμπου -<br />
δάκης, Δ. Καλομοιράκης, Αν. Μπενετάκη, Ι. Γεωργουδάκης. Το<br />
πρόγραμμα αφορούσε στην ηλεκτρονική καταχώρηση στοιχείων για<br />
τα αρχιτεκτονικά μνημεία της Κρήτης από τους πρώτους χριστιανικούς<br />
αιώνες έως και τον 20ο.<br />
Ανάμεσα στις λιγότερο γνωστές δραστηριότητές του, ο Μ.<br />
Μπορμπουδάκης υπήρξε ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος του Διοικητικού<br />
Συμβουλίου της σημαντικής σήμερα Μεσογειακής Αρχαιολογικής<br />
Εταιρείας (ΜΑΕ), από την ίδρυσή της το 1996 έως τον θάνατό<br />
του. Κομβικής σημασίας ήταν η συνεισφορά του στη μέριμνα αναπα-<br />
23
24<br />
λαίωσης του κτηρίου που στεγάζεται η Εταιρεία στην οδό Β. Χάλη στο<br />
Ρέθυμνο, με παραχώρηση της Μητρόπολης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου,<br />
γεγονός που της επέτρεψε να οργανώνει και να εκτελεί τις δράσεις<br />
της, αλλά και να φιλοξενεί μελετητές και επιστήμονες που<br />
μετέχουν σε αυτές. Η ΜΑΕ, πολιτιστικός μη κερδοσκοπικός οργανισμός<br />
με έδρα το Ρέθυμνο, έχει ως σκοπό της τη μελέτη και την προβολή<br />
του ελληνικού πολιτισμού από τις απαρχές του μέχρι τους<br />
χριστιανικούς και νεότερους χρόνους. Σκοπός της επίσης, είναι η μελέτη<br />
των σχέσεων με τον ρωμαϊκό κόσμο και άλλους πολιτισμούς, η<br />
προβολή της πνευματικής ακτινοβολίας της Κρήτης στη Μεσόγειο και<br />
τις αραβικές χώρες, όπως επίσης η προστασία του περιβάλλοντος και<br />
η ανάπτυξη υποβαθμισμένων περιοχών μέσω της πολιτιστικής κληρονομιάς<br />
τους. Για την επίτευξη των στόχων της προγραμματίζονται<br />
και υλοποιούνται ερευνητικά προγράμματα, δημιουργούνται συνεργασίες<br />
με ιδρύματα της ημεδαπής και αλλοδαπής, πανεπιστήμια, μουσεία,<br />
φορείς και ειδικούς από τον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, ενώ<br />
πραγματοποιούνται έρευνες, συνέδρια, σεμινάρια, διαλέξεις, μελέτες<br />
και εκδόσεις. Ανασκαφές στην Κύπρο και στην Ελεύθερνα, συμμετοχή<br />
και υποστήριξη συμποσίων και των αντίστοιχων εκδόσεων<br />
υπήρξαν μερικές μόνο από τις δραστηριότητες της ΜΑΕ, που υποστήριξε<br />
σθεναρά ο Μανόλης Μπορμπουδάκης.<br />
Ο Μανόλης Μπορμπουδάκης έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 78<br />
ετών, έχοντας τιμηθεί το 1993, για τη μεγάλη προσφορά του στην<br />
αρχαιολογία, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με τον τίτλο του «Άρχοντος<br />
Μεγάλου Ιερομνήμονα». Η μεγάλη καρδιά και το ανοιχτό<br />
μυαλό του μάς λείπουν πολύ.<br />
Αθανασία Κάντα - Νίκος Σταμπολίδης
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΜΑΝΟΛΗ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗ<br />
ΕΤΩΝ 1966-2011<br />
Σ. Αλεξίου, Γ. Τζεδάκης, Ε. Μπορμπουδάκης, Η αρχαιολογική<br />
κίνησις εν Κρήτη κατά το έτος 1966, Κρητ. Χρον. Κ΄ (1966), σ. 319-<br />
345<br />
Μεσαιωνικά μνημεία Κρήτης, Κρ. Χρ. Κ΄ (1966), σ. 331-345<br />
Μεσαιωνικά μνημεία Κρήτης, ΑΔ 22 (1967), Χρονικά Β2, σ. 507-<br />
513<br />
Βυζαντινά και Μεσαιωνικά μνημεία Κρήτης, ΑΔ 23 (1968),<br />
Χρονικά Β2, σ. 421-431<br />
Δοκιμαστική ανασκαφή Αγίου Πέτρου των Ενετών Ηρακλείου, ΑΔ<br />
23 (1968), σ. 427-429<br />
Ανασκαφή Μητροπόλεως Μεσαράς Κρήτης, Πρακτικά της εν<br />
Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 123 (1968), σ. 139-148<br />
Μεσαιωνικά μνημεία Κρήτης, ΑΔ 24 (1969), Χρονικά Β2, σ. 437-<br />
450<br />
Αποκατάστασις δύο ναΐσκων επαρχίας Μυλοποτάμου, Κρητ. Χρον.<br />
ΚΑ΄ (1969), σ. 544-550<br />
Βυζαντινά και Μεσαιωνικά μνημεία Κρήτης, Κρητ. Χρον. ΚΒ΄<br />
(1970), σ. 521-528<br />
Μεσαιωνικά μνημεία Κρήτης, ΑΔ 25 (1970), Χρονικά Β2, σ. 479-<br />
499<br />
Βυζαντινά και μεσαιωνικά μνημεία Κρήτης, Κρητ. Χρον. ΚΓ΄<br />
(1971), σ. 499-507<br />
Η Βυζαντινή τέχνη εις τον νομόν Ηρακλείου, Το Ηράκλειον και ο<br />
Νομός του, Ηράκλειο 1971, σ. 95-130<br />
Μεσαιωνικά μνημεία Κρήτης, ΑΔ 26 (1971), Χρονικά Β2, σ. 520-<br />
533<br />
Βυζαντινά και μεσαιωνικά μνημεία Κρήτης, Κρητ. Χρον. ΚΔ΄<br />
(1972), σ. 494-504<br />
Μεσαιωνικά μνημεία Κρήτης, ΑΔ 27 (1972), Χρονικά Β2, σ. 655-<br />
674<br />
Βυζαντινά και μεσαιωνικά μνημεία Κρήτης, Κρητ. Χρον. ΚΕ΄<br />
(1973), σ. 478-511<br />
Μεσαιωνικά μνημεία Κρήτης, ΑΔ 28 (1973), Χρονικά Β2, σ. 597-<br />
607
26<br />
Βυζαντινά και Μεσαιωνικά Μνημεία Κρήτης, ΑΔ 29 (1973-1974),<br />
Χρονικά Β2, σ. 935-945<br />
Βυζαντινά και μεσαιωνικά μνημεία Κρήτης, ΑΔ 30 (1970), Β2<br />
Χρονικά, 352-360, πίν. 255-364<br />
Ο ναός του Αγίου Γεωργίου Απάνω Σύμης Βιάννου, Πεπραγμένα του<br />
Γ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Ρέθυμνο 1971), Αθήνα 1974, τ. Β΄,<br />
σ. 222-231<br />
Εικόνες του Νομού Χανίων, στο Αφιέρωμα στα 75 χρόνια (1899-<br />
1974) από την ίδρυση του Φιλολογικού Συλλόγου Χανίων «ο Χρυσόστομος»,<br />
Αθήνα 1975<br />
Παναγία Κερά: Βυζαντινές τοιχογραφίες στην Κριτσά, Αθήνα χ.χ. = Panaghia<br />
Kera: Byzantine Wallpaintings at Kritsa, Aθήνα 1980 = Panhagia<br />
Kera Byzantinische Fresken in Kritsa, Aθήνα 1980<br />
M. Borboudakis, Kl. Gallas, Kl. Wessel, Byzantinishes Kreta,<br />
München 1983<br />
Ημερολόγιο 1985, κοσμημένο με φορητές εικόνες, Ηράκλειο: Δήμος<br />
Ηρακλείου 1985<br />
Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Τέχνη. Παλαιό Πανεπιστήμιο, 26 Ιουλίου<br />
1985-6 Ιανουαρίου 1986, Αθήνα: ΥΠ. ΠΟ. 1985, τα λήμματα 49, 53-<br />
55, 59, 64, 92-94, 101, 104-107, 138, 141-142, 161, 173, 176, 183-<br />
190, 192, 218<br />
16 Κρητικές Φορητές εικόνες, Ηράκλειο 1985<br />
Οι τοιχογραφίες της Παναγίας του Μέρωνα και μια συγκεκριμένη<br />
τάση της Κρητικής ζωγραφικής, Πεπραγμένα Ε΄ Διεθνούς Κρητολογικού<br />
Συνεδρίου, τ. Β΄, Ηράκλειο 1985, σ. 396-412<br />
Ημερολόγιο 1986, κοσμημένο με λεπτομέρειες από Κρητικές φορητές<br />
εικόνες, Ηράκλειο: Δήμος Ηρακλείου 1986<br />
Affreschi e icone dalla Grecia (X-XVII secolo). Atene e Firenze, Palazzo<br />
Strozzi, 16 Σεπτεμβρίου-16 Νοεμβρίου 1986, Αθήνα 1986, τα λήμματα<br />
20, 21, 22, 47, 48, 93, 96, 97<br />
Ημερολόγιο 1988: κοσμημένο με Κρητικές τοιχογραφίες, Ηράκλειο:<br />
Δήμος Ηρακλείου 1988<br />
Η βυζαντινή τέχνη (ως την πρώιμη βενετοκρατία), Κρήτη. Ιστορία<br />
και πολιτισμός, Ν. Μ. Παναγιωτάκης (επιμ.), Ηράκλειο: Σ.Τ.Ε.Δ.Κ.Κ.<br />
1988, τ. Β΄, σ. 9-103<br />
Η τέχνη κατά την βενετοκρατία, Κρήτη Ιστορία και Πολιτισμός, Ν.<br />
Μ. Παναγιωτάκης (επιμ.), Ηράκλειο 1988: Σ.Τ.Ε.Δ.Κ.Κ., τ. Β΄, σ. 231-<br />
288<br />
Holy Image, Holy Space: icons and frescoes from Greece, editor of<br />
the catalogue, Myrtali Acheimastou-Potamianou, Athens: Greek Min-
istry of Culture: Byzantine Museum of Athens, 1988, τα λήμματα 76-<br />
77, σ. 234<br />
Εργασίες σε Μνημεία και Οικιστικά Σύνολα της Κρήτης, Επεμβάσεις<br />
σε Αρχιτεκτονικά Μνημεία και Παραδοσιακά Οικιστικά Σύνολα, Ε. Β. Ε.,<br />
Ηράκλειο 1989, σ. 63-64<br />
Εικόνες από το μετόχι της Μονής στο Ηράκλειο Κρήτης, Σινά: οι<br />
θησαυροί της Μονής Αγίας Αικατερίνης, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών 1990,<br />
σ. 132-134<br />
Παρατηρήσεις στη ζωγραφική του Σκλαβεροχωρίου, Πεπραγμένα<br />
του ΣΤ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. Β΄, Χανιά 1991, σ. 355-<br />
363, πίν. 127-137<br />
Παρατηρήσεις στη ζωγραφική του Σκλαβεροχωρίου, στο<br />
Ευφρόσυνον. Αφιέρωμα στον Μανόλη Χατζηδάκη, Αθήνα 1992, τ. 1, σ.<br />
375-398, πίν. 186-208<br />
Οι τοιχογραφίες της Παναγίας Βόρων, Δωδέκατο συμπόσιο<br />
Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής αρχαιολογίας και τέχνης. Πρόγραμμα και<br />
περιλήψεις εισηγήσεων και ανακοινώσεων. Αθήνα 15, 16, και 17 Μαΐου<br />
1992, Αθήνα 1992, σ. 39<br />
Εικόνες της Κρητικής Τέχνης. Από τον Χάνδακα ως τη Μόσχα και την<br />
Αγία Πετρούπολη. Κατάλογος Έκθεσης, Μ. Μπορμπουδάκης (επιμ.),<br />
Ηράκλειο 1993, σ. 445-449, 461-491, 493-527<br />
Η Κρητική Σχολή Ζωγραφικής. Εικόνες της Κρητικής Τέχνης από τον<br />
Χάνδακα ως την Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη, Αθήνα: Εθνική<br />
Πινακοθήκη και Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου 1993<br />
Θεοφάνης ο Κρης: εικόνες από τον Ιερό Ναό του Πρωτάτου, Άγιον Όρος,<br />
Μ. Μπορμπουδάκης (επιμ.), Αθήνα: Εθνική Πινακοθήκη, 1993<br />
Οι πύλες του Μυστηρίου: Θησαυροί της ορθοδοξίας από την Ελλάδα,<br />
Μ. Μπορμπουδάκης (επιμ), Αθήνα: Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο<br />
Αλέξανδρου Σούτζου 1994, σ. 40-51<br />
Ρωσική τέχνη, εικονογραφία, στην εφημ. Καθημερινή. «Επτά ημέρες»<br />
–αφιέρωμα: Ρωσικοί θησαυροί της Ορθοδοξίας. 8 Μαΐου 1994, σ. 4-9<br />
Η διείσδυση της παλαιολόγειας ζωγραφικής στην Κρήτη, Πεπρα -<br />
γμένα Ζ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Ρέθυμνο 1991) = Νέα Χριστια -<br />
νική Κρήτη ΣΤ΄-Ζ΄ (1994-1995), τ. Β2, Ρέθυμνο 1995, σ. 569-580<br />
Main trends of thirteenth century wall painting in Crete,<br />
Drevneruskkoe Iskusstvo Rus, Vizantiia, Balkany XIII vek (30), Saint<br />
Petersburg 1997, σ. 9-33<br />
13η εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Το έργο του Υπουργείου<br />
Πολιτισμού στον τομέα της πολιτιστικής κληρονομιάς 1 (1997), σ. 183-185<br />
Από τα πορτρέτα του Φαγιούμ στις απαρχές της τέχνης των Βυζαντινών<br />
27
28<br />
εικόνων: (μια συμβολή για άλλη προσέγγιση), πρόλ.-σχόλ. Μ. Μπορμπου -<br />
δάκης, Ηράκλειο 1998<br />
13η εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, ΑΔ 53 (1998), Χρονικά<br />
Β3, σ. 889-912<br />
Ο Χάνδακας των μεγάλων εικονογράφων, εφημερίδα Καθημερινή.<br />
Επτά ημέρες (ένθετο) ΚΔ΄ (1998), σ. 22-26<br />
13η εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, ΑΔ 54 (1999), Χρονικά<br />
Β2, σ. 881-890, 898-900, 903-904<br />
13η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, ΑΔ 54 (1999), Χρονικά<br />
Β2, σ.<br />
13η εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Το έργο του Υπουργείου<br />
Πολιτισμού στον τομέα της πολιτιστικής κληρονομιάς 3 (1999), σ. 234-<br />
236<br />
Η βυζαντινή τέχνη στο νομό Ηρακλείου, Το Ηράκλειο και η περιοχή<br />
του: Διαδρομή στο χρόνο. Ιστορία, αρχαιολογία, λογοτεχνία, κοινωνία, Ν.<br />
Γιγουρτάκης (επιμ.), Ηράκλειο 2004, σ. 127-184<br />
Η ιερά σταυροπηγιακή μονή της Κυρίας Ακρωτηριανής Τοπλού,<br />
Ηράκλειο 2004<br />
Παναγία Καρδιώτισσα Βόρων, Πεπραγμένα του Θ΄ Διεθνούς Κρητο -<br />
λογικού Συνεδρίου (Ελούντα 2001), τ. Β2, Ηράκλειο 2004, σ. 107-118<br />
Ο ναός του Αγίου Γεωργίου στον Καλαμά Μυλοποτάμου, Ο<br />
Μυλοπόταμος από την Αρχαιότητα ως σήμερα: Βυζαντινοί χρόνοι, τ. 5,<br />
Ειρήνη Γαβριλάκη, Γ. Τζιφόπουλος (επιμ.), Ρέθυμνο 2006, σ. 93-119<br />
Θυρώματα και παράθυρα σε εκκλησίες της Κρήτης (τέλος 14ουμέσα<br />
15ου αι.), Γλυπτική και λιθοξοϊκή στη Λατινική Ανατολή, 13ος-17ος<br />
αι., Όλγα Γκράτζιου (επιμ.) Ηράκλειο 2007, σ. 60-88<br />
Πρόλογος στο βιβλίο, Λιάνα Σταρίδα, Η λέσχη των ευγενών του<br />
Χάνδακα, Ηράκλειο 2008<br />
Το Σιναϊτικο Μετόχι του Αγίου Ματθαίου: εργασίες αποκαταστά -<br />
σεώς του και εικόνες, στο Σιναϊτικά μετόχια στην Κρήτη και Κύπρο, Αθήνα<br />
χ.χ. [2009], σ. 51-62<br />
Χεὶρ Ἀγγέλου. Ένας ζωγράφος εικόνων στη Βενετοκρατούμενη Κρήτη =<br />
The Hand of Angelos, Μαρία Βασιλάκη (επιμ.), Αθήνα 2010, αρ. 20-<br />
22 σ. 142-147, αρ. 25 σ. 152-153, αρ. 28-29 σ. 158-161, αρ. 34 σ.<br />
170-171<br />
Ο ναός του Αγίου Νικολάου στα Κυριακοσέλια Αποκορώνου,<br />
Πεπραγμένα Ι΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Χανιά 2006), τ. Β2, Χα -<br />
νιά 2011, σ. 273-316
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ<br />
ΑΑΑ Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών<br />
ABME Αρχείον των Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος<br />
ΑΔ Αρχαιολογικόν Δελτίον<br />
ΑΕ Αρχαιολογική Εφημερίς<br />
ASAtene Annuario della Scuola Archeologica di Atene e delle<br />
Missioni Italiane in Oriente<br />
ASV Archivio di Stato di Venezia<br />
BCH Bulletin de Correspondence Hellénique<br />
BEFAR Bibliothèque des Ecoles Françaises d'Athènes et de<br />
Rome<br />
ΒF Byzantinische Forschungen<br />
ΒΗG F. Halkin (εκδ.), Βibliotheca hagiographica graeca, τ. 1-3,<br />
Bρυξέλλες 3 1957<br />
BollGrott Βollettino della Badia Greca di Grottaferrata<br />
CArch Cahiers Archéologiques<br />
ΔΧΑΕ Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας<br />
ΕΕΒΣ Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών<br />
ÉO Échos d’Orient<br />
JÖB Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik<br />
JRA Journal of Roman Archaeology<br />
ΘΗΕ Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια<br />
IC<br />
Inscriptiones Creticae<br />
IstMitt Ιstanbuler Mitteilungen<br />
Κρ. Χρ. Κρητικά Χρονικά<br />
LCI Lexikon der christlichen Ikonographie<br />
MOPH Monumenta Ordinis FF. Praedicatorum Ηistorica<br />
ODB A. P. Kazhdan (εκδ.), Τhe Oxford Dictionary of Byzantium,<br />
τ. 1-3, Nέα Υόρκη-Oξφόρδη 1991<br />
PG Patrologia Graeca<br />
PL Patrologia Latina<br />
QAL Quademi di Archeologia della Libia<br />
RBK Reallexikon zur byzantinischen Kunst<br />
Rev. Bibl. Revue Biblique<br />
StudMisc Studi miscellanei
Μ Ε Λ Ε Τ Ε Σ
† Antonino Di Vita<br />
Un mausoleo-martyrion<br />
a Gortina<br />
Conobbi Manolis Borboudakis il primo anno stesso del mio arrivo<br />
in Grecia come direttore della Scuola Archeologica Italiana di<br />
Atene, nel 1977.<br />
Egli era l’eforo unico, in tutta Creta, per le antichità bizantine,<br />
vale a dire era a capo di una Istituzione la cui giurisdizione si<br />
estende dal IV sec. d.C. al 1830.<br />
Una carica di enorme responsabilità ed impegno, cui Manolis<br />
attendeva con competenza ed energia. L’eforo Borboudakis mi ricevette<br />
con la spontaneità amichevole propria dei Greci, e dei<br />
Cretesi in modo speciale, e con la signorilità propria dell’uomo,<br />
sicché l’intesa scientifica e la simpatia che sorse tra noi da subito<br />
si sono trasformate con gli anni in un’amicizia duratura e senza<br />
ombre.<br />
I nostri rapporti divennero più stretti quando nel 1978-1980<br />
potei identificare a Gortina, poco a Nord del triconco cristiano<br />
scoperto pochi anni prima ed illustrato proprio dal Borboudakis<br />
quella basilica che, forse già dal V secolo, dovette essere la chiesa<br />
metropolitana di Gortina, e che certo lo fu sotto Giustiniano e,<br />
dopo il terremoto del 618 circa, anche sotto Eraclio.<br />
Benché la specializzazione dell’amico Manolis lo portasse naturalmente<br />
ad interessarsi di affreschi, e specialmente di pittura<br />
cretese dei secoli in cui Creta fu veneziana, egli intese subito l’eccezionale<br />
importanza della scoperta. Mi appoggiò in ogni modo<br />
nel tentativo di acquisire alla Scuola, e quindi allo Stato greco, il<br />
terreno in cui ricadeva la grande basilica a cinque navate da noi<br />
scoperta e quando a me tale acquisto non fu possibile per l’altissima<br />
richiesta dal signor Katzanevas che il terreno possedeva, egli si<br />
sostituì alla Scuola, e con l’autorevolezza propria e l’autorità<br />
dell’Ufficio cui soprintendeva riuscì ad acquisire al demanio<br />
greco non solo l’area in cui ricadeva gran parte della basilica ma<br />
anche l’area tra essa e la Rotonda. Quest’ultima, un bell’esempio
34 ANTONINO DI VITA<br />
Fig. 1<br />
Figg. 1-2. Gortina.<br />
Mausoleo di Haghia Limni,<br />
poi martyrion:<br />
planimetria e sezioni<br />
(arch. A. Ortega, 1991).<br />
di architettura tardo-antica in cui fu collocato il sontuoso battistero<br />
della più imponente basilica di tutta Creta, senza dubbio la primitiva<br />
basilica dedicata a San Tito.<br />
Dopo l’acquisto organizzammo con Manolis uno scavo congiunto<br />
greco-italiano che ha avuto un successo insperato e che ha<br />
portato alla scoperta anche del più ampio pavimento musivo di<br />
Creta, circa 250 mq di mosaici che coprivano la navata centrale<br />
della basilica giustinianea e che ci hanno conservato il nome dei<br />
due arcivescovi che quei mosaici, alla metà del VI secolo e alla<br />
fine dello stesso, fecero l’uno, eseguire, e l’altro, riparare: Theodoros<br />
e Vetranios. E quest’ultimo fu anche il costruttore di quella<br />
che, dopo il terremoto del 670 circa, il quale pose fine alla lunga<br />
vita della città, ereditò forse le reliquie, certamente il titolo di<br />
San Tito, titolo che ha conservato attraverso i secoli fino ad oggi.
UN MAUSOLEO-MARTYRION A GORTINA<br />
35<br />
La pubblicazione di questo eccezionale complesso di Mitropolis<br />
è compito dell’équipe greco-italiana che dal 1992 lavora ad<br />
esso, diretto da Manolis Borboudakis e dalla prof. Raffaella Farioli<br />
Campanati.<br />
In questa sede, in segno della stima profonda e dell’amicizia<br />
che mi lega al festeggiato, mi è gradito anticipare qui una breve<br />
nota su quello che io ritengo sia il solo vero martyrion finora scoperto<br />
a Gortina.<br />
Il mausoleo in oggetto fu scoperto nel 1982 durante uno<br />
scavo di emergenza da parte della KΓ΄ Eforia classica di Iraklion;<br />
Fig. 2
36 ANTONINO DI VITA<br />
il complesso cui apparteneva è rimasto purtroppo largamente inesplorato<br />
e i resti portati alla luce sono tuttora inediti con l’eccezione<br />
dei sarcofagi rinvenutivi 1 (figg. 1-4). Il mausoleo ricade nell’area<br />
in cui le necropoli di età imperiale che da Settentrione e da Oriente<br />
limitano l’abitato si fondono, circa 100 metri a Nord della chiesetta<br />
di Haghia Limni, costruita dal vescovo Basilio Markakis all’inizio<br />
del XX secolo su un ipogeo romano con formae. Si tratta di un’area<br />
ricca di mausolei di una certa importanza che vanno da quello di<br />
fronte al Philakion ad Ovest, ancora stante ma utilizzato per usi<br />
agricoli, a quello di cui facevano parte le formae attribuite dalla<br />
pietà popolare ai Santi Dieci, sotto la chiesetta di Haghia Limni,<br />
ad un gruppo di camere con arcosoli in opera cementizia e mattoni<br />
di II-III sec. d.C., aperte verso la pianura, costruite alle spalle di<br />
quello di cui trattiamo, là dove il pendio verso Nord si fa più<br />
acclive e che con la loro copertura a volta estradossata hanno<br />
finito col costituire una terrazza artificiale poco a Sud della via<br />
per Mires quasi all’ingresso occidentale del moderno Haghii Deka.<br />
Il nostro mausoleo era al limite meridionale di questo gruppo<br />
di camere e verosimilmente si addossava e sosteneva la spinta di<br />
altre costruzioni con cui faceva corpo sul lato nord (ed anche ad<br />
Est è possibile che le strutture continuassero), come sembra mostrare<br />
il rinforzo largo m 0.65 che partendo dall’angolo sud-ovest,<br />
portava lo spessore del muro meridionale da m 1.40 a m 2.05 almeno<br />
fino all’altezza oggi conservata (figg. 1-2).<br />
I resti messi in luce formano un ampio rettangolo in senso<br />
est-ovest diviso in due vani tra loro non comunicanti e senza ingressi<br />
apparenti: uno assai ampio quasi quadrato di m 4.80 Nord-<br />
Sud x m 5.40 (misure interne) e l’altro, addossato alla parete<br />
orientale del primo, largo solo m 1.85, ma lungo quasi 1 metro<br />
più dell’altro (m 5.80). La muratura assai curata è fatta, all’interno,<br />
di blocchetti alti m 0.20/0.25 ricoperti da intonaco, ma sulla<br />
1<br />
Lo scavo fu diretto dalla dott. Irini Antonakaki, la quale mi ha gentilmente<br />
riferito che “nei sarcofagi furono trovate monete, una brocca<br />
acroma e lucerne, al più tardi della seconda metà del II sec. d.C.”, ma la<br />
Ghisellini propenderebbe per una datazione dei sarcofagi nel III secolo<br />
(E. Ghisellini, Sarcofagi romani di Gortina, Annuario S.A.I.A. LXIII<br />
(1985), pp. 331-334, nn. 37-39). Nella fossa praticata all’angolo nordest<br />
dell’aula grande non fu trovato nulla (buca di clandestini?), ed in<br />
quella lunga ed irregolare a ridosso del muro est furono recuperate<br />
delle lucerne.
UN MAUSOLEO-MARTYRION A GORTINA<br />
37<br />
fronte esterna ovest -l’unica portata alla luce- affiora un filare del<br />
paramento in mattoni spessi cm 3 e lunghi cm 25 che presentano<br />
all’esterno la faccia intera. Si tratta di una tecnica databile a<br />
Gortina in età antonino-severiana e la copertura dell’edificio è da<br />
supporre che fosse a botte almeno nel vano principale, con spiccato<br />
dalle pareti nord e sud data l’assai maggiore larghezza del muro<br />
meridionale (il settentrionale non è stato scoperto), m 1.40 (oltre<br />
il rincalzo), rispetto a quella di m 0.72 dei lati corti (fig. 3).<br />
Dei tre sarcofagi rinvenuti nell’area, uno (Ghisellini n. 37)<br />
era addossato al centro della parete nord del vano grande mentre<br />
gli altri due (nn. 38-39) erano disposti l’uno presso l’altro nel<br />
vano più piccolo (figg. 1-3). Anche se del n. 37 si vede solo a parte<br />
più alta della cassa ed il coperchio -ed ora diremo perché- ed<br />
anche se la Ghisellini a ragione ne nota la lavorazione “più modesta<br />
e sommaria”, i tre sarcofagi sono da considerare di una medesima<br />
officina locale, sono tutti e tre in poros, e il 37 ed il 38 hanno dimensioni<br />
addirittura identiche. Unica differenza: il n. 39 presenta<br />
il coperchio con spiovente posteriore orizzontale privo di acroteri,<br />
ma il fatto non si rileva essendo il sarcofago addossato al muro<br />
che separa i due vani; fatto salvo questo particolare tutti e tre ap-<br />
Fig. 3. Gortina.<br />
Mausoleo-martyrion<br />
di Haghia Limni:<br />
veduta d’insieme da Est;<br />
in primo piano<br />
i sarcophagi.<br />
Ghisellini,<br />
Sarcofagi romani ...,<br />
nn. 39 e 38 solo<br />
in parte visibile.
38 ANTONINO DI VITA<br />
Fig. 4. Gortina.<br />
Mausoleo-martyrion<br />
di Haghia Limni:<br />
sul coperchio e a ridosso<br />
del sarcofago n. 39<br />
passavano due muretti<br />
tardi relativi ad<br />
una scala che saliva<br />
verosimilmente<br />
ad una fenestella<br />
confessionis.<br />
paiono “trarre ispirazione” da quelli prodotti nel Proconneso, decorati<br />
sulla fronte da caratteristiche grandi tabulae ansate. In conclusione<br />
tra II e III secolo questo complesso, del quale peraltro<br />
non si riesce ad indovinare l’accesso, ospitò delle inumazioni importanti<br />
di cui i tre sarcofagi rimasti danno testimonianza.<br />
Molti decenni forse addirittura qualche secolo dopo, quando<br />
il mausoleo era praticamente res nullius, esso subì una trasformazione<br />
del più alto interesse. Il vano maggiore fu riutilizzato mentre<br />
in quello minore, abbandonato ed interrato fino al livello dei coperchi<br />
dei due sarcofagi, fu costruito, in parte sul coperchio del<br />
sarcofago 39 ed in parte nello spazio tra esso e il sarcofago 38, un<br />
muretto a doppio paramento riempito di terra, pietre e pezzame<br />
di blocchi, largo circa m 1.25, che, a mio parere, va interpretato<br />
come la base di una scala lunga circa m 2.5 che si addossava alla<br />
parete orientale del salone (fig. 4).<br />
Contemporaneamente nel salone vediamo una massa di terra<br />
e ciottoli rialzare di ben 60 centimetri il suolo precedente seppellendo<br />
per più di 2/3 il sarcofago 37 addossato alla parete nord, e
UN MAUSOLEO-MARTYRION A GORTINA<br />
39<br />
proprio al centro di questo nuovo piano fu aperta una buca quadrata<br />
di cm 50 di lato bordata in alto da frammenti di tegole ben<br />
sistemate e foderata da quattro grandi tegoli piani, solenes, del<br />
tipo utilizzato già nelle fortificazioni gortinie tardo-ellenistiche,<br />
perfettamente giuntati.<br />
Insomma il vano fu colmato, con un lavoro faticoso e dispendioso,<br />
per ottenere un piano entro il quale racchiudere una teca<br />
atta a conservare qualcosa di prezioso e la quale non poté essere<br />
altro, dato che siamo nel bel mezzo di una necropoli, che un’osteoteca.<br />
Tenendo presente il fatto che sia il vano maggiore sia il<br />
minore non presentano traccia di ingresso, ritengo verosimile l’ipotesi<br />
che questo mausoleo -probabilmente più ampio di quanto<br />
portato alla luce- avesse due livelli 2 e che, dopo una distruzione<br />
sia stato riutilizzato il livello inferiore del salone per accogliere<br />
l’osteoteca visibile dai fedeli dalla parete orientale (o dalla copertura?)<br />
del vano ricostruito attraverso una fenestella confessionis cui<br />
si arrivava dalla scala i cui avanzi rimangono evidenti sul sarcofago<br />
39 ed a fianco di esso. Attraverso questa era possibile pregare il<br />
santo (nella teca furono rinvenuti solo un teschio e poche ossa) o<br />
i santi le cui ossa erano custodite nella osteoteca che si era realizzata<br />
nell’antico mausoleo. È questo il motivo per il quale ritengo<br />
che ci si trovi davanti ad un martyrion, e se ciò fosse vero, sarebbe<br />
il solo finora identificabile nelle aree cimiteriali di Gortina 3 . E allora<br />
il sarcofago al centro della parete settentrionale in asse con la<br />
teca potrebbe essere stato riadoperato per contenere la salma del<br />
vescovo (?) che istituì il martyrion.<br />
2<br />
Uno studio dell’architettura di questo mausoleo (e dei due seguenti nn.<br />
30-31) è in M. Ricchiardi, Chandax 1979. Il Settore C. Appendice. Nota<br />
per la copertura del mausoleo C, in A. Di Vita (a cura di), Gortina VI. Scavi<br />
1979-1982 (Mon. S.A.I.A. XIV), Padova 2004, pp. 108-115. Anche ella<br />
avanza l’ipotesi (p. 114) che questo mausoleo potesse avere “un secondo<br />
livello sotto la volta a botte estradossata”: nel livello inferiore sarebbero<br />
stati sarcofagi ed arcosoli ed in quello superiore nicchie.<br />
3<br />
E ciò a prescindere dal fatto che vi avrebbero trovato posto le ossa di<br />
uno o di più di uno dei Santi Dieci come provocatoriamente proponevo<br />
in A. Di Vita, L’anfiteatro e il grande teatro romano di Gortina, in Annuario<br />
S.A.I.A. LXIV-LXV (1986-87), p. 345.
Fig. 1. Gortys. (Mitropolis) General plan (section from the archaeological plan, Ricciardi, 2008).
Maria Ricciardi<br />
The Μeasure Unit<br />
on the Baptistery Wall<br />
of Mitropolis, Gortys, Crete<br />
It is with great affection that I want to thank the Ephorus M. Borboudakis<br />
for his kindness and availability and who from the very beginning has<br />
made my work easier at Gortys particularly in the discovery and study<br />
of the great baptistery.<br />
Introduction<br />
The finding of the metric measure unit engraved in the wall of<br />
room A of the baptistery at Mitropolis, gives me the opportunity<br />
to focus on a subject of which so far little has been studied: the<br />
dimensional and metrological investigation of Late Antique and<br />
proto-Byzantine age found in Gortys. We will start with a<br />
preliminary analysis on the recently excavated buildings –the<br />
baptistery and the basilica–, which together form the proto-Byzantine<br />
monumental Episcopal complex (fig. 1).<br />
The exhaustive excavation and graphic reliefs together with<br />
my direct knowledge of the two buildings have provided sufficient<br />
data for a metrological examination. Very clear layouts of the two<br />
buildings –still being excavated–, have been brought to light; due<br />
to no over-laying strata, the Basilica has a readable outline, and<br />
detailed dimensional examination has been possible also for the<br />
Baptistery, even though only the central core of the whole plan<br />
has been found 1 .<br />
1<br />
The annual reports on the excavations of the Basilica have been published<br />
by A. Di Vita (1991 to 2000) and R. Farioli (since 2001). For a summary<br />
of the emergency excavations and the first campaign see, A. Di Vita,<br />
Atti della Scuola, AsAtene 78-79 (1990-1991), pp. 481-486; M. Borboudakis,<br />
Aνασκαφή Μητρόπολης, in Atti del Convegno Creta Romana e<br />
protobizantina. Iraklion, September 2000, Padova 2004 (from now on Atti<br />
del Convegno), pp. 617-626; R. Farioli, La basilica di Mitropolis a Gortina:
42 MARIA RICCIARDI<br />
The excavations have been conducted with the valuable collaboration<br />
of the Italian Archaeological School of Athens and the<br />
13th Ephorate of Byzantine Antiquities, who since 1991, have focused<br />
their investigations on a vast area of Mitropolis, expropriated<br />
by the Ephorate. This area after many years of excavations has<br />
brought to light the great basilica with five naves and the imposing<br />
circular baptistery located in a short distance North from the<br />
church. They are buildings belonging to an extensive proto-Byzantine<br />
complex, probably the Episcopal district, as in the same area<br />
in earlier years many other ruins of imposing structures had come<br />
to light 2 .<br />
The architectural quality of the two monuments has given<br />
new and important evidence on the city’s urban development and<br />
of its architectural culture during the early Christian era in Gortys 3 .<br />
tipologia e articolazione degli spazi liturgici, in Atti del Convegno, pp.<br />
637-650; ead., Per la lista episcopale di Gortyna in età protobizantina<br />
nella documentazione archeologica. Precisazioni e nuovi dati da iscrizioni<br />
musive, in Νέα Ρώμη Rivista di ricerche bizantinistiche III (2006), pp.<br />
115-121; R. Farioli, Creta, scavi della basilica scoperta a Gortyna,<br />
località Mitropolis, e la committenza episcopale in età giustinianea, in<br />
Atti del Convegno Internazionale: Ideologia e Cultura artistica tra Adriatico<br />
e Mediterraneo orientale (IV-X sec). Bologna-Ravenna, November 2007, Bologna<br />
2009, pp. 45-54; and lastly, R. Farioli, Archeologia cristiana e<br />
protobizantina a Gortina: la fase giustinianea della cattedrale, AsAtene<br />
87, III, 9, t. I (2009-2010), pp. 681-697. For a first notice on the Rotunda,<br />
see A. Di Vita, La cattedrale del primate di Creta la basilica di<br />
Giustiniano e di Eraclio a Gortina, in Miscellanea in onore di A. Nestori =<br />
Studi di Antichità Cristiana LIII, Città del Vaticano 1998, pp. 283-293;<br />
M. Ricciardi, La basilica e la rotonda di Mitropolis: primi saggi di restituzione,<br />
in Atti del Convegno, pp. 651-658; M. Ricciardi-M.<br />
Mπορμπουδάκης, Scavi alla Rotonda di Mitropolis: notizie preliminari,<br />
ASAtene 84, III, 6, t. II (2006), pp. 925-938; I. Hλ. Βολανάκης, Τα<br />
Βαπτιστήρια της Κρήτης, in Atti del Convegno, p. 846. M. Ricciardi, Materiali<br />
per il restauro del Battistero di Mitropolis, AsAtene 87, III, 9, t. I<br />
(2009-2010), pp. 739-754.<br />
2<br />
The excavations of these two buildings on the left bank of the Mitropolianὸs<br />
river filled the space left between the surrounding emerging monumental<br />
buildings: the Byzantine road I, a few metres east from the Rotunda,<br />
the small baths, the quadriconch of the Agricultural School and<br />
S.Titus to the North, the Triconch-Martyrium, parts of mausolea and of<br />
an unknown building to the South.<br />
3<br />
See note 1.
THE MEASURE UNIT ON THE BAPTISTERY WALL OF MITROPOLIS, GORTYS<br />
43<br />
In a previous article, in which some preliminary thoughts on<br />
the architecture of the two buildings were presented, I had already<br />
hypothesized which was the base of the basilica’s geometry; then<br />
there was no indication of the Rotunda, as the excavation was<br />
still under way and its function was not too clear. 4 Now, in light<br />
of the finding of the measuring tool unit on the baptistery wall,<br />
we also will try to define precisely the hypothesis of the previous<br />
study.<br />
The finding<br />
The metric standard was found during the excavations of June<br />
2006, when clearing the destruction levels accumulated inside<br />
the round room A. 5 The length unity is engraved on the north side<br />
of niche 5 (second row), 16 cm from the edge of a big limestone<br />
block 6 (fig. 2).<br />
The engraving of the metric sample, pous, is quite coarse with<br />
a V shaped incision 0.4/5 cm wide, irregular, probably due to the<br />
quite friable quality of the stone. It is incised vertically and does<br />
not present any intermediate division for submultiples. The width<br />
of the segment which forms the measuring unit is 2.5 cm thick.<br />
The top extremity is marked by a sharp point, better and more<br />
4<br />
For a first proportional investigation on the measurements of the basilica,<br />
Ricciardi, La basilica e la rotonda, op. cit., p. 652, note 8. In the basilica<br />
of the Nativity at Bethléem both a foot of 30.8 and one of 32 cm have<br />
been found, the second one attributed to Justinian’s times. For the Rotunda<br />
only a proportion for the elevation had been hypothesized.<br />
5<br />
For the excavation description see Ricciardi, La basilica e la rotonda,<br />
pp. 660-668; Ead., I nuovi scavi a Mitropolis: la Rotonda, Πεπραγμένα<br />
του Θ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, v. B΄2, Iraklio 2004, pp. 77-89;<br />
Ead., La rotonda di Mitropolis. Campagne di scavo 2003-2006,<br />
Πεπραγμένα του Ι΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, v. B΄2, Chania 2011,<br />
pp. 69-85; Ricciardi-Mπορμπουδάκης, Scavi alla Rotonda, op. cit., pp.<br />
925-938; M. Ricciardi, Le scoperte alla rotonda di Mitropolis a Gortina,<br />
in Raffaella Farioli Campanati (ed.), Ideologia e cultura artistica tra Adriatico<br />
e mediterraneo orientale (IV-X) secolo: il ruolo dell’autorità ecclesiastica<br />
alla luce di nuovi scavi e ricerche. Atti del convegno internazionale Bologna-<br />
Ravenna, November 2007, Bologna 2009, pp. 55-69.<br />
6<br />
The two concave sides form the walls of the adjoining niches, separated<br />
with slightly angled septum of dihedral shape. The dimensions are 0.80<br />
m. width, 0.62 m. height and 0.48m depth. The pous is engraved on the<br />
north side of niche 5.
44 MARIA RICCIARDI<br />
accurately defined of the inferior one,<br />
where the apex is not too clear and is<br />
poorly preserved. The inaccuracy seems to<br />
be accentuated by the slight chip which<br />
the stone shows in that spot but it probably<br />
was not accurate even at the time of the<br />
carving 7 . The coarseness of the incision<br />
and the slight chip of the inferior tip make<br />
us proceed with due caution in the reading<br />
of the dimension of the found metric<br />
model. As the apexes of the two tips which<br />
define the length are not precise for its<br />
assessment, the distance between the two<br />
external borders of the incision was chosen<br />
as a final reference (fig. 3).<br />
In this way the total distance between<br />
the two extremities of the incision is 32<br />
cm 8 ; but due to the small previously described<br />
uncertainty present on the inferior<br />
tip, we could disprove the reading in<br />
favour of others with different results. In<br />
particular, if we exclude from the length<br />
the measuring of the groove’s thickness<br />
that has outlined the foot’s drawing and<br />
we only measure the interior part of the<br />
relief, the total length is 30.2 or 31.5<br />
cm 9 . It seems appropriate to cite at this<br />
Fig. 2. Gortys. The engraved metric unit.<br />
Fig. 4. The Bethléem foot<br />
(from Abel, Inscription grecque, p. 283, tav.5).<br />
7<br />
Note the difference of the carving at the<br />
two extremities; the one below is thicker,<br />
with a downwards inclination.<br />
8<br />
The repeated measurement between the two<br />
corners at the extremity of the model’s base<br />
confirms the reading of 32 cm.<br />
9<br />
Measurements close to the dimensional oscillation<br />
of the Byzantine foot are confirmed<br />
by numerous studies amongst which the<br />
most relevant are: P. Lemerle, Philippes et<br />
la Macédonie Orientale à’l’époque chrétienne<br />
et byzantine, in BEFAR 158 (1945),
THE MEASURE UNIT ON THE BAPTISTERY WALL OF MITROPOLIS, GORTYS<br />
45<br />
point P.A. Underwood’s observation on the<br />
reading of 0.3089 m. for the pous found at Bethlèem<br />
where he argues that the measurements<br />
are excessively precise, a “minute accuracy” for<br />
a stone incision, and it is a relevant consideration<br />
for our case 10 . We will try to explain further<br />
why -amongst the possible readings- the most<br />
acceptable seems to be 32 cm.<br />
The measuring unit on the Rotunda-baptistery<br />
wall, both for its position on the rough<br />
wall and for the coarse and sketchy incision of<br />
the model with no further subdivisions, seems<br />
to be probably a metric reference for the<br />
builders, on a not too detailed work; thus not<br />
really a unit that was intended as a metric mould<br />
to calibrate or check the length measurements<br />
like those that can be found in public places,<br />
for example the mensae mensurariae of Leptis<br />
Magna and Thibilis 11 . The above mentioned<br />
Byzantine pous of Bethlèem, engraved below<br />
the inscription in Greek, prescribing a 15 foot<br />
long respect area, was used as a unit reference<br />
to measure the length of the ground multiple<br />
of the sample 12 . The model dates to Justinian<br />
times (fig. 4).<br />
pp. 326-346; P. A. Underwood, Some principles<br />
of Measure in the Architecture of the Period of<br />
Justinian, CArch III (1948), pp. 64-74; R. Schillbach,<br />
Byzantinische Metrologie, München 1970; N.<br />
Spremo-Petrovic, Proportions architecturales dans les<br />
plans des basiliques de la Préfecture de l’Illyricum, Beograd 1971, pp. 121-<br />
132; Th. Thieme, Metrology and planning in the basilica of Johannes<br />
Stoudios, in Les Dessin de l’Architecture dans les sociétés antiques, Strasburg<br />
1984-85, pp. 291-308; ib., B. Dufaÿ, Du Monument tel qu’l est on<br />
monument idéal: basiliques paléochrètiennes, pp. 309-324.<br />
10<br />
Underwood, Some principles, op.cit., p. 65.<br />
11<br />
Dated between the 2nd and 3rd cent. A.D. For Leptis Magna, see G.<br />
Ioppolo, La tavola delle unità di misura nel mercato augusteo di Leptis<br />
Magna, QAL 5 (1967), pp. 89-98, and for Thibilis, S. Gsell-A. Joly, Announa,<br />
Paris 1918, p. 78.<br />
12<br />
Of Justinean times, it was a Greek inscription which gave the safety<br />
Fig. 3. Gortys.<br />
The metric unity<br />
mould.
46 MARIA RICCIARDI<br />
Fig. 5. Gortys.<br />
The two rows of holes<br />
in niche 5.<br />
Amongst the Byzantine-dated examples of engraved metric<br />
samples is the bipedales of the IV Basilica of Kanytella 13 . Amongst<br />
the examples of Roman times we have both bronze originals, samples<br />
and measuring units used by the artisans which have been<br />
found in excavations, as reproductions sculpted on marble funerary<br />
stelae, all marked by divisions into submultiples 14 . In Gortys, in<br />
the Mavrὸpapa area a few metres North-East of the Rotunda-<br />
Baptistery a metric sample was found: it is a pous 29.6 cm long,<br />
engraved vertically on a marble column shaft, subdivided into 16<br />
digits, 4 palms and half foot; the column-belonging to a building<br />
distance for an aqueduct, equal to 15 feet. See F. M. Abel, Inscription<br />
grecque de l’acqueduct de Jérusalem avec la figure du pied byzantine,<br />
Rev.Bibl. XXXV (1926), pp. 283-288, tab. 5.<br />
13<br />
The Byzantine bipedals 58.6 cm long, engraved on limestone with a foot<br />
of 29,4 cm. H. Hellenkemper, Ein Byzantinische Baumass, IstMitt 39<br />
(1989), pp. 181-190, tab. 20, 2. In Late Roman and Byzantine mosaics<br />
the same measuring tool appears held in the hands of the personification<br />
of KTISIS, as at Kourion, Cyprus and Antioch. This relation and connection<br />
is stimulating for further investigation.<br />
14<br />
We can cite the examples of bronze bipedals found in Pompeii and those<br />
engraved on some artisans’ funerary stelae. J. P. Adam, L’arte di costruire<br />
presso i romani, Milano 1989, pp. 43-44.
THE MEASURE UNIT ON THE BAPTISTERY WALL OF MITROPOLIS, GORTYS<br />
47<br />
of Imperial date, was probably re-used in<br />
the Christian basilica of Mavrὸpapa of<br />
which there is now no trace preserved, although<br />
the column fragment can still be<br />
found in the field where the building used<br />
to be 15 . To this example now we can add<br />
the one engraved on the Baptistery wall<br />
which is of more difficult reading.<br />
The none univocal length definition<br />
of the Byzantine foot, its variation ranging<br />
between 30.8 and 32 cm, has resulted<br />
from numerous studies on the most famous<br />
Byzantine dated buildings in which<br />
often there are measurements similar to<br />
the Roman foot. Together with the scant<br />
definition of the metric model engraved<br />
on the Rotunda wall it does not help us<br />
reduce the margin of uncertainty in the<br />
reading of our example. Partial confirmation<br />
for the correct interpretation of the<br />
Mitropolis’ foot is to be attributed to the<br />
finding of the 32 cm measure on the wall<br />
decoration of the Rotunda.<br />
Half way down its length 16 our foot<br />
has an almost square hole, approximately<br />
7x5 cm wide, which is filled with very pure<br />
lime mortar, compressed inside the hole by<br />
a stone (fig. 2-3). This closes an iron cramp<br />
from which only the square heart comes<br />
out, with a section of 1.3x1 cm. The hole<br />
belongs to one of the two rows of horizontal<br />
holes found on the walls of all eight<br />
niches, at more or less regular distances<br />
15<br />
Published by M. Guarducci, IC IV, 411, pp.<br />
384-385; recently cited in I. Baldini Lippolis,<br />
Architettura protobizantina a Gortina: la basilica<br />
di Mavrὸpapa, Creta Antica 3 (2002),<br />
p. 305, p. 316, fig. 8.<br />
16<br />
The square hole begins at 15 cm.<br />
Fig. 6. Gortys. Detail of the cramps in the holes.<br />
Fig. 7. Gortys. The “formelle” preserved in niche 8.
48 MARIA RICCIARDI<br />
Fig. 8.<br />
Gortys. The wall of niche 2.<br />
one corner from the next (fig. 5). The two rows of holes, 32 cm<br />
distant, from one another, fix to the walls the metal cramps which<br />
held in place both low and high tiles (formelle) of refined lime<br />
mortar decorated with opus sectile (fig. 6-7).<br />
Where this revetment layer is preserved, we have had the opportunity<br />
to document the setting technique and to measure the<br />
position of the two rows of cramps. Where the tiles are preserved<br />
in situ and only the marble revetment is lost, metal cramps can be<br />
found at a 32 cm distance one from the other (fig. 7). The same<br />
distance has been measured on the wall of niche 2 on which a big<br />
portion of plaster for the placing of opus sectile has been preserved;<br />
here the imprints and some parts of the ceramic fragments which<br />
formed its base, can also still be seen 17 (fig. 8).<br />
17<br />
This type of cramps, closed in square holes, are very commonly used<br />
and are documented for attaching both the marble slabs and the prefabricated<br />
tiles (formelle) in opus sectile. For a description on how to fix<br />
the revetment on the walls see F. Guidobaldi, Pavimenti di opus sectile<br />
di Roma e dell’area romana, StudMisc 26 (1981-83), pp. 171-233; F.<br />
Guidobaldi-A. Guiglia Guidobaldi, Pavimenti marmorei di Roma dal IV al
THE MEASURE UNIT ON THE BAPTISTERY WALL OF MITROPOLIS, GORTYS<br />
49<br />
The pous length was used to regulate the distance between<br />
the decorated formelle. The dimensional examination to verify the<br />
use of the 32 cm foot or any of the other accepted length found in<br />
the Rotunda-Baptistery, has been done only in the central nucleus<br />
that is well characterised and is a coherent architectural structure<br />
of simple geometrical shape: the external circumference is regular<br />
with a diameter of 15.10 m.; the separating walls defining the<br />
circumference have a diameter of 10.25 m. The eight niches form<br />
an octagonal shape with sides of variable length between 3 and<br />
3.38 m. 18 The minor circumference –which corresponds to the<br />
position of the arches– suggests the width of the cupola 19 .<br />
In the round building the diameters are full multiples of the<br />
following measuring units: For the diameter of 15.10 m = 0.32x47<br />
cm, 30.2x50 cm, 29.6x51 cm; diameter of 10.25 m = 32x32 cm,<br />
30.2x34 cm; diameter of 8.32 m = 32x26 cm.<br />
Diameters in metres<br />
M e a s u r e u n i t<br />
32 31.5 31.23 31 30.2 29.6<br />
External ∅ 15.10 47 48 (15) 48 (14) 48 (14) 50 51<br />
Internal ∅ 10.25 32 32 (10) 32 (9) 33 34 (1) 34.5<br />
∅ of width of cupola 8.32 26 26 (8 26 (8 27 (8 28 (23 28<br />
* In brackets the margin<br />
The measuring units which we have tested on the diameter<br />
lengths, are all documented in many other buildings. Now, with<br />
the data of building A in our possession, we know that all of the<br />
three measurements present in the list could have been used 20 . If<br />
three circumferences can be obtained with the 32 cm foot full<br />
IX secolo [Studi di Antichità cristiana, 36], Città del Vaticano 1983, pp.<br />
327-342; A. Guiglia Guidobaldi, La decorazione marmorea dell’edificio<br />
di S. Maria Antiqua fra tarda antichità e medioevo, in Santa Maria Antiqua<br />
al Foro Romano, cento anni dopo, Roma 2004, pp. 49-65.<br />
18<br />
The recurring measurements are 3.00, 3.03, 3.09, 3.10, 3.11, 3.24,<br />
3.26, 3.38 m., with a variation of approximately 40 cm between the<br />
smallest and the biggest.<br />
19<br />
In continuing with the reconstruction of the walls at the arch springers<br />
level, we have reached a circumference with a diameter of 8.32 m.<br />
which comes from a graphic reconstruction.<br />
20<br />
See note 12. Lemerle, Philippes et la Macédonie, op. cit., p. 346, note<br />
2, reports the case of the Basilica of the Nativity at Bethléem where the
Fig. 9. Gortys.<br />
Axonometry of the Mitropolis basilica<br />
(Ricciardi, 2000).
52 MARIA RICCIARDI<br />
multiples, also with the other two units the main diameters can<br />
be reached. In other words the 30.2 cm unit reaches a full multiple<br />
of 50 feet which is a critical and revealing measurement, under<br />
certain conditions, of the correctness of the chosen measure unit 21 .<br />
More indications could be obtained from the column height<br />
and interaxes width. Sadly the cipollino marble fragments of the<br />
shafts are still in the ground, not restored and broken in big pieces,<br />
caused by their collapse. These relief measurements have proved<br />
to be of a total height of 3.20-5.0 m., too inaccurate for an eva -<br />
luation of the foot multiple. One similar uncertainty can be<br />
obtained in measuring the columns inter-axis which have different<br />
measurements as the width of the niches.<br />
In my opinion, the foot engraved into the wall was most<br />
probably to only be referred to arrange the cramp holes for the<br />
application of the decorative fascia on the wall and had no connection<br />
with the round wall structure.<br />
A clear example of planning, using the 32 cm measure, can<br />
be seen in the five naves and trussed roof great basilica (fig. 9),<br />
where it is attested by the regular inter-axis of the side and central<br />
naves colonnades, at a distance of 3.20 m. 22 so it is a 10 time<br />
multiple of the unity which regulated the general planning of the<br />
church.<br />
The basilica has been planned and sized on the multiples of<br />
the 32 cm pous. The width-measured, excluding the wall thickness,<br />
is 32 m., which corresponds to 100 Byzantine feet. The length of<br />
the church is also a multiple of the 32 cm pous and is a ratio of<br />
1:2 with the width 23 .<br />
The slight shift of the walls, especially in the north perimeter,<br />
is caused by the numerous changes made in that wall, and other<br />
part rebuilt in Justinian’s age used the 30.8 cm foot together with the<br />
32 cm one. P. Lemerle, A propos des basiliques paléochrétiennes de<br />
Grèce, BCH 70 (1946), pp. 319-328.<br />
21<br />
Multiples of 10/ 50/ 100 the unity are interesting critical measurements,<br />
according to Underwood, op. cit., pp. 64-74. For example, if with the<br />
chosen unit you get a multiple of 50 and the margin is inferior to half a<br />
foot, it is possibly the right one.<br />
22<br />
General reference bibliography, see note 1.<br />
23<br />
See Ricciardi, La basilica e la rotonda, op. cit., pp. 651-660. There are<br />
no bases left but the spaces, once occupied by the columns, are still<br />
clearly visible.
THE MEASURE UNIT ON THE BAPTISTERY WALL OF MITROPOLIS, GORTYS<br />
53<br />
quite noticeable irregularities and deviations can be seen on the<br />
presbytery side, East of the road which cut off a part of it.<br />
The basilica’s width is devided into three equal parts and the<br />
central nave occupies 1/3 of the width of the basilica; but it is<br />
wider as the thickness of the stylobates has been obtained cutting<br />
it from the wide of the side naves. Giving the thickness of the<br />
stylobates to the side naves, it then measures 10.90 m. (cor -<br />
responding to 34 multiples of the unit 0.32 m.). The side aisles<br />
have in turn been divided in two by the colonnades forming thus<br />
the five naves. A peculiarity of the side naves’ width is that whilst<br />
for the south ones it does not vary, for the north ones, the northern<br />
one is 1 m. less. This minor width could be an indicative anomaly<br />
perhaps following pre-existing elements defining the north<br />
boundary.<br />
At this point of our research we can confirm the use of the 32<br />
cm pous measure unit in the building of the basilica of Mitropolis;<br />
so after the Basilica A of Philippi that is known to have been planned<br />
with the same unit, we can now add the example of Mitropolis. 24<br />
We have not been able at this moment to find with the same<br />
precision the measure unit used in the building of the circular nucleus<br />
of the Rotunda-baptistery 25 ; in addition the baptistery’s<br />
planimetric characteristics makes the research of a project and<br />
building module difficult, as it seems to have formed by successive<br />
joining of different rooms, similarly to the baptistery complex of<br />
Bir Ftouha where there are many similarities with Mitropolis 26 .<br />
In conclusion: If in the Mitropolis five naved basilica, with<br />
the great mosaic carpet attributed to Justinian date, no great<br />
changes were brought of the plans in its reconstruction in Heraclius’<br />
times after the earthquake of 618-620, and the only struc-<br />
24<br />
The basilica of Mitropolis is planned based on its width, Spremo-<br />
Petrovic, Proportions architecturales, op. cit., p. 126 and the proportion<br />
between width and length is 1:2; the total length, including the apse<br />
and excluding the atrium is 64.50 m. not considering the wall thickness.<br />
The width varies slightly in the total length, from 32 m. to 32.5 m., due<br />
to the wall irregularity in some sections.<br />
25<br />
Lemerle, Philippes et la Macédonie, op. cit., pp. 325, 345-46; Lemerle,<br />
A propos, op. cit., pp. 319-328.<br />
26<br />
Various works, construction and restoration phases have been recognised<br />
in the building but they still have not been chronologically defined.
54 MARIA RICCIARDI<br />
tural work done was the closing of the interculumnia to reinforce<br />
the structure itself, we can conclude that the use of the 32 cm<br />
foot should be dated to the planning of the basilica of Justinianic<br />
age 27 .<br />
As for the building of the Rotunda-baptistery, it is not possible<br />
at the moment to define the measure unit, as the plan is still in a<br />
preliminary-definition phase. We can affirm that the 32 cm foot<br />
engraved on the wall and used for the tile fascia of opus sectile<br />
decoration can be attributed to the restoration and monu -<br />
mentalizing phase (Justinian?) also maintained in the last restoration<br />
or in that already used in the basilica after the earthquake of<br />
618 28 . Only with a chronological definition of the baptistery’s<br />
building phases we will understand better to which of these phases<br />
the metric unit belongs to.<br />
In this first partial investigation on the linear measuring units<br />
used in the early Byzantine times in Gortys, we have documented<br />
the use of linear unit of 32 cm in the basilica of Mitropolis. There<br />
is another linear unit of 31 cm, recognised in the reconstruction of<br />
the New Pretorium under Heraclius 29 . So now we have evidence of<br />
two different units in two distinct chronological phases.<br />
The resumption of the metrological study of the principal<br />
monuments of Byzantine Gortys in the light of what has been<br />
found, seems to us to need to be taken into account, as it can provide<br />
new interesting data for a better comprehension of the architectural<br />
and town planning development of the Byzantine city.<br />
27<br />
For the basilica’s phases see note 1. The round plan with a diameter of<br />
15 m, the basin with the same shape are a good base for a comparison.<br />
In the baptistery of Bir Ftouha a different measure unity has been used,<br />
slightly smaller compared to the original one used in the complex: 31<br />
cm instead of 31.7 cm as verified in the columns height and in their inter-axis:<br />
S.T. Stevens et alii, Bir Ftouha: a Pilgrimage church complex at<br />
Carthage, = JRA, Suppl. 59 (2005), pp. 267, 545.<br />
28<br />
See example in Lemerle, note 20.<br />
29<br />
Ricciardi, La basilica e la rotonda, op. cit, note 3 pp. 64-65; A. Di Vita, Archeologia<br />
e storia di una città antica, in Atti del Convegno, II, pp. 472-474.<br />
30<br />
G. De Tommaso, Settore B, in Gortina V.1*, pp. 359, 363; A. Di Vita, Appunti<br />
per un’ipotesi di restituzione, in Gortina V.1**, p. 797.
Εικ. 1. Χάρτης του αρχαίου πυρήνα του Ηρακλείου.<br />
Ανασκαφικές έρευνες με ευρήματα της aραβικής περιόδου.
Λιάνα Σταρίδα<br />
Αρχαιολόγος<br />
Αρχιτεκτονικά κατάλοιπα<br />
στο Ηράκλειο από την περιόδο<br />
της αραβοκρατίας<br />
Πέρα από κάθε αμφιβολία, το Φρούριο της Τάφρου, η πρωτεύουσα<br />
του Αραβικού Εμιράτου της Κρήτης, διατηρείται σε αρκετά μεγάλη<br />
κλίμακα παρά τις αντιλήψεις περασμένων χρόνων ότι μετά την ανακατάληψη<br />
της πόλης από τον Νικηφόρο Φωκά το 961, καταστράφηκε<br />
κάθε αραβικό στοιχείο 1 (εικ. 1). Οι Άραβες, μετά την κατάκτηση της<br />
Κρήτης το 828, ίδρυσαν την πρωτεύουσα του Εμιράτου τους στον<br />
ημιερειπωμένο και εγκαταλειμμένο, λόγω των πειρατικών επιδρομών<br />
του 7ου και 8ου αιώνα, πρωτοβυζαντινό οικισμό. Την τείχισαν με<br />
ισχυρότατο τείχος και δημιούργησαν ένα ιδιότυπο πολιτισμό 2 .<br />
1<br />
Βλ ενδεικτικά για την περίοδο της αραβοκρατίας στην Κρήτη στις μελέτες,<br />
Στ.Ξανθουδίδης, Χάνδαξ–Ηράκλειον, Ηράκλειο 1927 (επανέκδ. 1964, επιμ.<br />
Στ. Αλεξίου)· Γ. Σήφακας, Η υπό των Αράβων κατάκτησις της Κρήτης, ΕΕΚΣ<br />
Β (1939), σ. 20-80· Ν. Πλάτων, Τα τείχη του Χάνδακος κατά τη β΄ βυζαντινή<br />
περίοδο, Κρ. Χρ. Α΄ (1947), σ. 239-248· Ι. Παπαδόπουλος, Η Κρήτη<br />
υπό τους Σαρακηνούς, Αθήνα 1948· Ν. Πλάτων, Και πάλιν περί των βυζαντινών<br />
τειχών του Χάνδακος, Κρ. Χρ. Δ΄ (1950), σ. 353-360· Ν. Πλάτων,<br />
Νέα στοιχεία δια την μελέτην των Βυζαντινών τειχών του Χάνδακος, Κρ.<br />
Χρ. ΣΤ΄ (1952), σ. 439-459· Ν. Τωμαδάκης, Προβλήματα της εν Κρήτη<br />
Αραβοκρατίας (826-961), ΕΕΒΣ 30 (1960), σ. 1-38· Ν. Μ. Παναγιωτάκης,<br />
Θεοδόσιος ο Διάκονος και το ποίημα αυτού «Άλωσις της Κρήτης», Ηράκλειο<br />
1960· G. Miles, Byzantium and the Arabs: Relations in Crete and the<br />
Aegean area, DOP 18 (1964), σ. 1-32· Ν. Σταυρινίδης, Ειδήσεις Αράβων<br />
Ιστορικών περί της Αραβοκρατίας εν Κρήτη, Κρ. Χρ. ΙΕ΄-ΙΣΤ΄ (1961-1962)<br />
= Πεπραγμένα Α΄ διεθνούς κρητολογικού συνεδρίου, τ. 2, σ. 74-83· Ν. Τωμαδάκης,<br />
Η Εκκλησία της Κρήτης κατά την Αραβοκρατίαν, Κρ. Χρ. ΙΕ΄-ΙΣΤ<br />
(1961-1962) = Πεπραγμένα Α΄ διεθνούς κρητολογικού συνεδρίου, τ. 2, σ. 193-<br />
212· Ν. Μ. Παναγιωτάκης, Ζητήματα τινά της κατακτήσεως της Κρήτης υπό<br />
των Αράβων, Κρ. Χρ. ΙΕ΄-ΙΣΤ΄ (1961-1962), τ. 2, σ. 9-38· Ι. Αλεξάκης, Η<br />
απόβασις του υπό τον Νικηφόρον Φωκάν στρατού εις Κρήτην και η πρώτη<br />
νικηφόρος μάχη (τέλη Ιουλίου 960 μ.Χ.), Κρ. Χρ. ΙΕ΄-ΙΣΤ΄ (1963), σ. 42-<br />
46· Θ. Δετοράκης, Αι αραβικαί επιδρομαί και η εν Κρήτη Αραβοκρατία,<br />
Κρ. Χρ. ΚΑ΄ (1969), σ. 119-129· Β. Καλαϊτζάκης, Η Κρήτη και οι Σαρακηνοί<br />
(827-961 μ.Χ.), Αθήνα 1984.<br />
2<br />
D. Tsougarakis, Byzantine Crete. From the 5th Century to the Venetian Conquest,
58 ΛΙΑΝΑ ΣΤΑΡΙΔΑ<br />
Εικ. 2.<br />
Ανασκαφή οικοπέδου<br />
«Καστέλλας»<br />
στον περιβάλλοντα χώρο<br />
του Αγίου Πέτρου<br />
των Δομηνικανών.<br />
Το πλακόστρωτο αίθριο.<br />
Στα μεγάλα ιδιωτικά οικόπεδα που έχουν ανασκαφεί τις τελευταίες<br />
δεκαετίες στο σημερινό Ηράκλειο, μέσα στον αρχαίο πυρήνα<br />
της πόλης που ορίζεται από τα αραβικά-βυζαντινά-παλαιοενετικά<br />
τείχη, τα αραβικά οικιστικά ή βιοτεχνικά συγκροτήματα σώζονται σε<br />
μεγάλη έκταση, ενώ η δόμηση της κοσμικής αρχιτεκτονικής και τοιχοδομίας<br />
είναι σαφώς διακριτή: μεγάλοι δόμοι, επιμελημένες τοιχοποιίες,<br />
πλακόστρωτα δάπεδα, ισχυρές θεμελιώσεις, σχετικά μικρά<br />
αλλά άνετα δωμάτια, κυρίως υπόλευκα και κόκκινα κονιάματα.<br />
Μέχρι το 1988 οι πληροφορίες μας για τους Άραβες της Κρήτης<br />
και ειδικότερα για την πρωτεύουσά τους ήταν τόσο ελάχιστες, που<br />
δικαίωναν τις μέχρι τότε κρατούσες αντιλήψεις για τον ρόλο της ως<br />
πειρατικό ορμητήριο. Αντίστοιχα τα μοναδικά μέχρι τότε ευρήματα<br />
ήταν πολύ λίγα.<br />
Συγκεκριμένα, το 1971 ανασκάφηκε από τους G. Miles και P. Warren,<br />
σε αγρό στον Μακρυτείχο Κνωσού, ένα ορθογώνιο κτίριο μικρών<br />
Αθήνα 1988· V. Christides, The Conquest of Crete by the Arabs (ca. 824). A<br />
turning point in the struggle between Byzantium and Islam, Athens 1984.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΑΡΑΒΟΚΡΑΤΙΑΣ<br />
59<br />
διαστάσεων, με άτεχνα κτισμένους τοίχους, πορτοκαλόχρωμα κονιάματα<br />
και δάπεδο φτιαγμένο από μεγάλες αδρές πέτρες πακτωμένες στο<br />
χώμα. Βρέθηκαν 7 νομίσματα αραβικών χρόνων, μεγάλη ποσότητα σιδερένιων<br />
καρφιών και θραύσματα από δύο μυλόπετρες. Οι μυλόπετρες<br />
αυτές, όπως και το δάπεδο, είχαν υφή πολύ υγρή, σκούρα και κολλώδη,<br />
ένδειξη ότι στον χώρο λειτουργούσε ελαιοτριβείο 3 .<br />
Το 1967 πραγματοποιήθηκε στον περίβολο της καθολικής μονής<br />
του Αγίου Πέτρου των Δομινικανών, ανασκαφική έρευνα από τους<br />
George Miles και Εμμανουήλ Μπορμπουδάκη, μέχρι το βάθος των<br />
6 μέτρων, περίπου ένα μέτρο πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας<br />
(εικ. 2). Κάτω από την ενετική οικοδομική φάση, βρέθηκαν ίχνη τοίχων<br />
βυζαντινής ή αραβικής περιόδου, καθώς και αποχετευτικός αγωγός,<br />
σκαμμένος μέσα στο φυσικό έδαφος. Από την ανασκαφή αυτή<br />
προήλθαν 53 νομίσματα, από τα οποία τα 5 ήταν αραβικά και τα υπόλοιπα<br />
άλλων ιστορικών περιόδων της πόλης 4 .<br />
3<br />
P. Warren-G.Miles, An Arab building at Cnossos, BSA 67 (1972), σ. 285-<br />
296, πίν. 55-60.<br />
4<br />
Μ. Μπορμπουδάκης, Δοκιμαστική ανασκαφή Αγίου Πέτρου των Ενετών<br />
Εικ. 3.<br />
Τμήμα της κρηπίδας<br />
του αραβικού τείχους.<br />
Αποκαλύφθηκε<br />
σε ανασκαφική έρευνα<br />
στην πλατεία Ελευθερίας<br />
το 1966.
60 ΛΙΑΝΑ ΣΤΑΡΙΔΑ<br />
Εικ. 4.<br />
Αποτύπωση ανασκαφής<br />
οικοπέδου Ζουράρη<br />
στην οδό Δαιδάλου.<br />
Στα παραπάνω προστίθεται η ανεύρεση αραβικών νομισμάτων<br />
από τον Νικόλαο Πλάτωνα στην εκσκαφή για την ανέγερση του ξενοδοχείου<br />
Αστήρ (μετέπειτα Εθνική Τράπεζα) στην οδό 25ης Αυγούστου 5 .<br />
Επίσης τη δεκαετία του 1960, κατά τις εργασίες ανέγερσης νέας<br />
οικοδομής στην οδό Δαιδάλου, βρέθηκαν τμήματα της κρηπίδας του<br />
αραβικού τείχους. Η κρηπίδα αυτή ήταν ισχυρή κατασκευή από μεγάλους<br />
μονόλιθους δόμους που διατηρούντο σε δύο στρώσεις. Το<br />
1966, κατά τις εργασίες ανέγερσης του ξενοδοχείου Αστόρια στην πλατεία<br />
Ελευθερίας, αποκαλύφθηκε επίσης τμήμα του αραβικού τείχους<br />
κτισμένου με μεγάλους ημικατεργασμένους πωρόλιθους (εικ. 3).<br />
Κατά την ανασκαφική έρευνα στο οικόπεδο Ζουράρη το 1986,<br />
πάλι στην οδό Δαιδάλου (εικ. 4), βρέθηκε, σε βάθος 4,30 μ., θεμελίωση<br />
τείχους πάχους 2,03 μ., δομημένη με αρχιτεκτονικά μέλη κλασικής<br />
εποχής, σε δεύτερη χρήση, και παχύ ασβεστοκονίαμα 6 .<br />
Ηρακλείου, ΑΔ 23 (1968), σ. 427-429· G. Miles, Coins from the excavations<br />
at Ag. Petros, Herakleion, Crete, American Numismatic Society Museum<br />
Notes 17 (1971), p. 163-172· G. Miles, Excavations at Ag. Petros, Herakleion<br />
1967, Πεπραγμένα Γ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. ΙΙ, Αθήνα<br />
1974, σ. 225-230.<br />
5<br />
Ν. Πλάτων, Η Αρχαιολογική κίνησις εν Κρήτη κατά το έτος 1959, Κρ. Χρ.<br />
ΙΓ΄ (1959), σ. 471-481.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΑΡΑΒΟΚΡΑΤΙΑΣ<br />
61<br />
Τα παραπάνω, λιγοστά μέχρι τότε ευρήματα, ωστόσο, δεν μπορούσαν<br />
να στοιχειοθετήσουν κάποιο στέρεο συμπέρασμα για τα 135<br />
χρόνια παρουσίας των Αράβων στην Κρήτη, και ειδικότερα την πρωτεύουσά<br />
τους, το σημερινό Ηράκλειο.<br />
Όπως προαναφέρθηκε, από το 1988 και εξής, οι ανασκαφικές<br />
έρευνες που διενεργήθηκαν με συστηματικό τρόπο στην εντός των<br />
ενετικών τειχών πόλη και ιδιαίτερα στον αρχαίο πυρήνα της, στη<br />
μικρή περίμετρο που οριοθετείται από τις οδούς Δαιδάλου, Χάνδακος,<br />
θαλάσσιο μέτωπο, Επιμενίδου, Μποφώρ, έχουν αποκαλύψει<br />
πολύ σημαντικά στοιχεία για τον Αραβικό Χάνδακα 7 .<br />
Οι πρώτες ενδείξεις για κτίρια σε χρήση κατά την αραβική περίοδο<br />
προέκυψαν κατά την ανασκαφή οικοπέδου στη γωνία των<br />
οδών Κορωναίου και Αρκολέοντος (εικ. 5), όπου αποκαλύφθηκε<br />
λουτρό της β΄ βυζαντινής περιόδου, πλαισιωμένο από σύστημα δεξαμενών<br />
8 . Στη δυτική πλευρά του οικοπέδου βρέθηκε συγκρότημα<br />
Εικ. 5.<br />
Αποτύπωση ανασκαφής<br />
στη συμβολή των οδών<br />
Κορωναίου & Αρκολέοντος.<br />
6<br />
Δ. Βαλλιάνου, Οδός Δαιδάλου 30-32 (οικόπεδο Ζουράρη). Ανασκαφικές εργασίες<br />
της ΚΓ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, ΑΔ<br />
45 (1987), σ. 521-528.<br />
7<br />
Ξανθουδίδης, Χάνδαξ–Ηράκλειον, ό.π.<br />
8<br />
Λ. Σταρίδα, Το αραβικό φρούριο της τάφρου όπως αποκαλύπτεται από τις<br />
ανασκαφικές έρευνες, Graeco-Arabica XI = Αφιέρωμα στην Κρήτη. Ad Cretam
62 ΛΙΑΝΑ ΣΤΑΡΙΔΑ<br />
Εικ. 6.<br />
Ανασκαφή στη συμβολή<br />
των οδών Κορωναίου<br />
& Αρκολέοντος.<br />
Οικιστικό συγκρότημα<br />
σε χρήση κατά<br />
την αραβική περίοδο.<br />
πιθανόν αραβικών χρόνων που αποτελείται από ορθογώνια δωμάτια<br />
με μικρές θυρίδες φωτισμού θεμελιωμένα στο φυσικό έδαφος (εικ.<br />
6). Οι τοιχοποιίες του είναι κατασκευασμένες από πολύ πυκνή λιθοδομή.<br />
Οι αρμοί φέρουν μικρά βότσαλα, πέτρες και πλίνθους. Η γενική<br />
εικόνα των τοίχων είναι μία λεία και ομαλή επιφάνεια. Σε λίγα<br />
σημεία διακρίνονται ίχνη υπόλευκου κονιάματος. Διακρίνονται επίσης<br />
ίχνη δαπέδων σε δύο επάλληλα στρώματα, κατασκευασμένα από<br />
μικρά βότσαλα και άργιλο. Δεν βρέθηκαν είσοδοι ούτε θύρες επικοινωνίας<br />
μεταξύ των δωματίων, καθώς τα κτίσματα επεκτείνονται δυτικά<br />
κάτω από την οδό Αρκολέοντος. Στο εσωτερικό των δωματίων<br />
βρέθηκαν νομίσματα, μία υάλινη σφραγίδα και κεραμική, όλα αραβικών<br />
χρόνων. Ενδιαφέρουσα είναι η ανεύρεση χάλκινου νομίσματος<br />
του Λέοντος ΣΤ΄ (886-912) μέσα στα αραβικά στρώματα, σε<br />
βάθος περίπου 5,5 μ. Αποτελεί ένδειξη για τις σχέσεις των Αράβων<br />
της Κρήτης με το Βυζάντιο, όπως αποδείχθηκε και στην ανασκαφή<br />
του οικοπέδου του Αρχαιολογικού Μουσείου, στη γωνία των οδών<br />
Χατζηδάκη και Ξανθουδίδου, όπου στα αραβικά στρώματα βρέθηκε<br />
solidus του Θεόφιλου με χρονολογία κοπής στα 830-840 9 .<br />
Κατά την ανασκαφή στην «Καστέλλα», στον περιβάλλοντα χώρο<br />
του Αγίου Πέτρου των Δομηνικανών, το 1992-93, ανασκάφηκε εκτεdedicata,<br />
Ηράκλειο 2011, σ. 105-118.<br />
9<br />
Β. Πέννα, Νομίσματα από το χώρο της βόρειας επέκτασης του Αρχαιολογικού<br />
Μουσείου Ηρακλείου, στο Α. Καρέτσου (επιμ.), Ηράκλειο. Η άγνωστη ιστορία<br />
της αρχαίας πόλης, Ηράκλειο 2008, σ. 207.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΑΡΑΒΟΚΡΑΤΙΑΣ<br />
63<br />
ταμένο οικιστικό συγκρότημα με αναμφισβήτητη αραβική χρήση 10<br />
(εικ. 7). Αποτελείται από μία σειρά μικρών δωματίων. Στο κέντρο<br />
του χώρου υπάρχει τετράγωνο πλακόστρωτο αίθριο με περιμετρικά<br />
χαμηλά στηθαία, μικρό επιχρισμένο φρεάτιο και μεγάλος, επίσης επιχρισμένος,<br />
υδαταγωγός. Πάνω στο πλακόστρωτο υπήρχε πυκνό και<br />
αδιατάραχτο στρώμα καταστροφής από κεραμίδες οροφής, λεπίδα<br />
και σπαράγματα λευκών και έγχρωμων κονιαμάτων. Μετά την αφαίρεση<br />
του στρώματος και πάνω στο δάπεδο του αίθριου, όπως και<br />
πάνω στα άλλα δάπεδα του συγκροτήματος, βρέθηκε πλήθος αντικειμένων:<br />
αγγεία και λύχνοι, θραύσματα υάλινων αγγείων, χάλκινα νομίσματα<br />
αραβικών χρόνων, οστέινα σφονδύλια με εγχάρακτο<br />
γεωμετρικό και ζωικό διάκοσμο του 10ου αι. και ένα σιδερένιο διακοσμητικό<br />
κάλυμμα ξύλινου κιβωτίου. Οι τοίχοι των κτιρίων είναι<br />
κτισμένοι με επιμελημένη αργολιθοδομή και ίχνη κονιαμάτων. Η<br />
διάρθρωση των δωματίων που επικοινωνούν μεταξύ τους με χαμηλές<br />
θύρες, δημιουργούν την εντύπωση βαθμιδωτού κτιρίου. Σε ένα<br />
από τα δωμάτια βρέθηκε μικρή ορθογώνια γούρνα που επικοινωνεί<br />
με μεγάλο κεντρικό αγωγό (εικ. 8). Στο εσωτερικό της γούρνας βρέθηκαν<br />
όστρακα ακόσμητων αγγείων, ένα χάλκινο δακτυλίδι και ένα<br />
θραυσμένο αγγείο με πράσινη εφυάλωση και εγχάρακτο γεωμετρικό<br />
Εικ. 7.<br />
Αποτύπωση ανασκαφής<br />
οικοπέδου «Καστέλλας»<br />
στον περιβάλλοντα χώρο<br />
του Αγίου Πέτρου<br />
των Δομηνικανών.<br />
10<br />
Λ. Σταρίδα, Το αραβικό φρούριο της τάφρου, ό.π.
64 ΛΙΑΝΑ ΣΤΑΡΙΔΑ<br />
Εικ. 8.<br />
Ανασκαφή οικοπέδου «Καστέλλας».<br />
Η μαρμάρινη γούρνα.<br />
Εικ. 9. Ανασκαφή οικοπέδου «Καστέλλας».<br />
Αμφορέας αραβικών χρόνων<br />
με πράσινη εφυάλωση και εγχαράξεις.<br />
διάκοσμο. Όμοιο αγγείο σχεδόν ακέραιο,<br />
βρέθηκε στο εσωτερικό ενός δωματίου<br />
(εικ. 9). Σε όλη την έκταση του ανασκαφικού<br />
χώρου, πάνω από το στρώμα<br />
καταστροφής, βρέθηκε μεσοβυζαντινό<br />
νεκροταφείο, όπως μαρτυρούν τα ευρήματα<br />
από το εσωτερικό των τά φων που<br />
χρονολογούνται στον 11ο αι.<br />
Το 2003 η ανασκαφική έρευνα συνεχίστηκε<br />
στη βορειοανατολική πλευρά<br />
του οικοπέδου. Κάτω από το εκτεταμένο<br />
νεκροταφείο της μεσοβυζαντινής περιόδου<br />
βρέθηκε η αραβική οικο δομική<br />
φάση που απέδωσε πλήθος νομισμάτων,<br />
κεραμικής και μικροαντικειμένων. Από<br />
όλο τον χώρο περισυλλέγησαν 120 αραβικά<br />
νομίσματα 11 .<br />
Σε τρεις ακόμη μεγάλες ανασκαφές,<br />
στην οδό Αλμυρού, στην οδό Βύρωνος<br />
και στη συμβολή των οδών Παπαγιάμαλη<br />
και Κορωναίου, οι τοιχοποιίες των<br />
κτιρίων που βρέθηκαν στα αραβικά<br />
στρώματα έχουν ανάλογα χαρακτηριστι -<br />
κά (εικ. 10). Σημαντικό στοιχείο για τη<br />
χρονολόγηση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων<br />
της οδού Αλμυρού, στάθηκε η<br />
ανεύρεση μεγάλου πλήθους νομισμάτων<br />
και κεραμικής, από την ίδια περίοδο, στο<br />
μεγαλύτερο μέρος των αδιατάρακτων<br />
στρωμάτων. Συνεχής κατοίκηση αποκαλύπτεται<br />
σε πολλές και επάλληλες φάσεις<br />
(εικ. 11-12). Επιπλέον αποκαλύφθηκε<br />
ένα περίπλοκο σύστημα αγωγών ύδρευσης<br />
και αποχέτευσης. Βρέθηκαν πολλά<br />
αρχιτεκτονικά μέλη παλαιότερων εποχών<br />
σε δεύτερη χρήση, όπως για παρά-<br />
11<br />
Λ. Σταρίδα, Το αραβικό φρούριο της τάφρου,<br />
ό.π.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΑΡΑΒΟΚΡΑΤΙΑΣ<br />
65<br />
Εικ. 10.<br />
Αραβικά βιοτεχνικά<br />
και οικιστικά σύνολα.<br />
Εικ. 11.<br />
Αποτύπωση ανασκαφής<br />
στην οδό Αλμυρού.<br />
δειγμα ένας ρωμαϊκός ραβδωτός κιονίσκος από λευκό μάρμαρο και<br />
άλλοι σπόνδυλοι κιόνων που χρησιμοποιήθηκαν είτε ως παραστάδες<br />
είτε για να θεμελιώσουν πασσάλους που στήριζαν οροφές.<br />
Κάτω από επάλληλα πυκνά στρώματα καταστροφής βρέθηκε η<br />
αραβική οικοδομική φάση με ισχυρότατες κατασκευές που θεμελιώνονται<br />
σε βάθος 7,30 μ. Το τελευταίο στρώμα καταστροφής από πεσμένους<br />
στρωτήρες και θραύσματα ακόσμητης χρηστικής κεραμικής<br />
βρέθηκε περίπου 20 εκ. πάνω από το φυσικό έδαφος. Ανάμεσα στο
66 ΛΙΑΝΑ ΣΤΑΡΙΔΑ<br />
Εικ. 12.<br />
Ανασκαφική έρευνα<br />
στην οδό Αλμυρού. Γενική άποψη.<br />
Εικ. 13. Ανασκαφική έρευνα<br />
στην οδό Αλμυρού.<br />
Το εντοιχισμένο καμαρωτό πηγάδι.<br />
πλήθος της κεραμικής, στα κατώτερα στρώματα<br />
βρέθηκαν μονόμυξοι λύχνοι, στάμνες<br />
παλαιστινιακού τύπου και μεγάλο θραύσμα<br />
αγγείου, με πράσινη εφυάλωση και εγχαράξεις,<br />
όμοιο με το αγγείο που βρέθηκε στην Καστέλα.<br />
Το πιο σημαντικό εύρημα είναι ένα<br />
εντοιχισμένο καμαρωτό πηγάδι, η στέψη του<br />
οποίου βρέθηκε σε βάθος 4,65 μ. (εικ. 13).<br />
Αποτελεί μοναδικό για την πόλη δείγμα κοσμικής<br />
αρχιτεκτονικής της αραβοκρατίας,<br />
όπως τεκμηριώνεται από τα νομίσματα και την<br />
κεραμική που βρέθηκαν πάνω στο μαρμάρινο<br />
πλακόστρωτο δάπεδο. Η ανωδομή του αποτελείται<br />
από αργούς λίθους, συνδεμένους με<br />
ισχυρό ασβεστοκονίαμα, ενώ μία αψιδωτή<br />
κόγχη καλύπτει την κυκλική οπή. Η αψίδα<br />
έχει κατασκευαστεί από λαξευμένους δόμους<br />
με μικρά κεραμικά διακοσμητικά βότσαλα σε<br />
κυκλική διάταξη. Όλη η κατασκευή φέρει ίχνη<br />
επίσης από ισχυρό κόκκινο ασβεστοκονίαμα.<br />
Δυτικά της κρήνης, ένας μεγάλος τοίχος<br />
που διασχίζει εγκάρσια το οικόπεδο, είναι κτισμένος<br />
με σειρές μονόλιθων δόμων μεγάλων<br />
διαστάσεων, σε τέσσερις στρώσεις, σχηματίζοντας<br />
ψευδοϊσόδομη τοιχοποιία. Τα κτίρια<br />
που βρίσκονται σε επαφή με τον τοίχο, θεμελιωμένα<br />
πάνω στο φυσικό έδαφος και πυκνά<br />
δομημένα, φέρουν μονόλιθα κατώφλια και<br />
ίχνη από παραστάδες. Πιθανόν η είσοδος<br />
προς το κτιριακό αυτό συγκρότημα να ήταν<br />
στη νότια πλευρά του οικοπέδου, σε επαφή με<br />
μεταγενέστερη ενετική κατασκευή. Αποτελείται<br />
από μονόλιθο μαρμάρινο κατώφλι, δύο βάσεις<br />
κιόνων σε δεύτερη χρήση εκατέρωθεν<br />
του κατωφλίου, ενώ είναι θεμελιωμένη πάνω<br />
σε δύο στρώσεις μονόλιθων δόμων.<br />
Κάτω από τα στρώματα καταστροφής περισυλλέξαμε<br />
100 αραβικά νομίσματα, λύχνους<br />
και κούπες ίδιας τυπολογίας με τα
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΑΡΑΒΟΚΡΑΤΙΑΣ<br />
67<br />
αντίστοιχα της Καστέλας. Πάνω από το στρώμα καταστροφής υπήρχαν<br />
κατάλοιπα κτιρίων μεσοβυζαντινών χρόνων και πλήθος οστράκων<br />
από λεπτεγχάρακτα, αδρεγχάρακτα και επιπεδόγλυφα πινάκια<br />
και κούπες 11ου και 12ου αιώνα 12 .<br />
Η ίδια ψευδοϊσόδομη τοιχοποιία βρέθηκε στο οικόπεδο μεταξύ<br />
των οδών Βύρωνος και Θαλήτα (εικ. 14-15), βόρεια και σε μικρή<br />
απόσταση από την οδό Αλμυρού, όπου αποκαλύφθηκε ένα εκτεταμένο<br />
βιοτεχνικό συγκρότημα που σώζεται σε ικανό ύψος (1,5-2 μ.).<br />
Στο κέντρο του συγκροτήματος βρέθηκε βαθύ φρέαρ με λίθινο περιστόμιο<br />
και καλυπτήρια πλάκα πάνω σε υπερυψωμένο βάθρο που περιβαλλόταν<br />
από τέσσερις κίονες. Η βάση και τμήμα ενός κίονα,<br />
καθώς και η βάση του δεύτερου κίονα, βρέθηκαν in situ. Στις θέσεις<br />
των δύο άλλων κιόνων βρέθηκαν μόνο τα ίχνη των βάσεών τους. Τα<br />
12<br />
Λ. Σταρίδα-Ε.Κανάκη, Ανασκαφές στην πόλη του Ηρακλείου ως το 2008,<br />
στο Μ. Ανδριανάκης-Ι. Τζαχίλη (επιμ.), Αρχαιολογικό Έργο Κρήτης 1. Πρακτικά,<br />
Ρέθυμνο 2010, σ. 402-413.<br />
Εικ. 14.<br />
Αποτύπωση της ανασκαφής<br />
στην οδό Βύρωνος<br />
και Θαλήτα.
68 ΛΙΑΝΑ ΣΤΑΡΙΔΑ<br />
Εικ. 15.<br />
Ανασκαφή στην οδό<br />
Βύρωνος και Θαλήτα.<br />
δάπεδα είναι πλακόστρωτα και σε ορισμένα σημεία με επιμελημένο<br />
και καλά τοποθετημένο αστρακάσβεστο. Η επικοινωνία μεταξύ των<br />
δωματίων γίνεται μέσω εισόδων με κατώφλια και τεράστιες μονόλιθες<br />
παραστάδες, ενώ σε κάποια σημεία έχουν χρησιμοποιηθεί αρχαιότερα<br />
αρχιτεκτονικά μέλη. Εκτός από τα κτίρια, βρέθηκε σύστημα<br />
κτιστών και πήλινων αγωγών, δύο κυκλικές δεξαμενές λαξευμένες<br />
στον βράχο σε βάθος 8-8,5 μ., και πλήθος κινητών ευρημάτων, μεταξύ<br />
των οποίων 10 αραβικά νομίσματα (πάνω στο δάπεδο και τους<br />
αγωγούς), μαζί με 15 μονόμυξους λύχνους και 5 πήλινα bowls σε<br />
βάθος που κυμαίνεται από 5,5-7 μ. 13 .<br />
Σε οικόπεδο στην οδό λοχαγού Μαρινέλλη, στην περιοχή του<br />
λιμένος, βρέθηκαν τμήματα κτιρίου άγνωστης χρήσης με όμοια πυκνή<br />
τοιχοποιία. Κάτω από στρώμα καταστροφής, σε βάθος 3,90 μ., βρέθηκε<br />
κεραμική και νομίσματα των αραβικών χρόνων.<br />
Στο πιο πρόσφατα ανεσκαμμένο οικόπεδο, στη γωνία των οδών<br />
Κορωναίου και Παπαγιάμαλη (εικ. 16-17), το συγκρότημα που αποκαλύφθηκε<br />
είχε βιοτεχνική χρήση, όπως μαρτυρεί το πυκνό σύστημα<br />
πήλινων και κτιστών αγωγών και ο μεγάλος κλίβανος. Τα δωμάτια εδώ<br />
αναπτύσσονται κατά μήκος στενού δρόμου και οι είσοδοι είναι διαμορφωμένες<br />
με μονόλιθα κατώφλια και παραστάδες. Οι τοιχοποιίες<br />
13<br />
Λ. Σταρίδα-Ε.Κανάκη, Ανασκαφές στην πόλη του Ηρακλείου ως το 2008,<br />
ό.π. και Ι. Βολανάκης, Το αρχαιολογικό έργο της 13ης Εφορείας Βυζαντινών<br />
Αρχαιοτήτων κατά την περίοδο 2004-2008, στο Αρχαιολογικό Έργο<br />
Κρήτης 1, ό.π., σ. 55-73.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΑΡΑΒΟΚΡΑΤΙΑΣ<br />
69<br />
αποτελούνται από πυκνή αργολιθοδομή και σημειακά ψευδοϊσόδομη<br />
τοιχοποιία. Το συγκρότημα εδράζεται στο φυσικό έδαφος, ενώ στο βορειοδυτικό<br />
τμήμα του οικοπέδου, κάτω από την αραβική εγκατάσταση,<br />
βρέθηκαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα τοιχοποιιών α΄ βυζαντι νής περιόδου,<br />
από απλή αργολιθοδομή, σε κακή κατάσταση διατήρησης. Σε όλο<br />
τον χώρο εντοπίστηκαν διάσπαρτα και εντοιχισμένα μαρμάρινα αρχιτεκτονικά<br />
μέλη (κορμοί κιόνων, επίκρανα, βάσεις κιόνων, βάθρα και<br />
κιονόκρανα) σε καλή κατάσταση, τα οποία χρονολογούνται στη ρωμαϊκή<br />
και πρωτοβυζαντινή περίοδο (εικ. 18-19).<br />
Τα κινητά ευρήματα συνίστανται σε ακόσμητη κεραμική καθημερινής<br />
χρήσης (πινάκια, χυτροειδή αγγεία, πώματα με εμπίεστη<br />
διακόσμηση, κούπες, λυχνάρια, όστρακα αραβοκρατίας), πολλά αδιάγνωστα<br />
χάλκινα οξειδωμένα νομίσματα και θραύσματα γυαλιού<br />
καθώς και 20 διαγνωσμένα αραβικά νομίσματα. Δύο όστρακα ανήκουν<br />
σε αγγείο όμοιο με τα αγγεία της Καστέλας και με τα θραύσματα<br />
του αγγείου της οδού Αλμυρού 14 .<br />
Εικ. 16.<br />
Αποτύπωση ανασκαφής<br />
στη συμβολή των οδών<br />
Κορωναίου & Παπαγιάμαλη.<br />
14<br />
Λ. Σταρίδα-Ε.Κανάκη, Ανασκαφές στην πόλη του Ηρακλείου ως το 2008,<br />
ό.π.· Ι. Βολανάκης, Το αρχαιολογικό έργο της 13ης Εφορείας Βυζαντινών<br />
Αρχαιοτήτων, ό.π. και 13η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Ηράκλειο,<br />
2000-2010, Από το ανασκαφικό έργο των Εφορειών, Αθήνα 2012, σ. 331-332.
70 ΛΙΑΝΑ ΣΤΑΡΙΔΑ<br />
17<br />
18<br />
Σε ανασκαφική έρευνα που πραγματοποιήθηκε<br />
στην επίχωση του παράκτιου<br />
ενετικού τείχους στην περιοχή<br />
«Μπεντενάκι», εκτός από το εξαιρετικά<br />
σημαντικό και άγνωστο εκκλησιαστικό<br />
μνημείο που αποκαλύφθηκε και ταυτίζεται<br />
με την Santa Catarina «ruinata» 15 ,<br />
ήλθε στο φως ισχυρότατος πύργος μεγάλων<br />
διαστάσεων, με μεγάλους λαξευμένους<br />
δόμους, ανάμεσα σε νεότερες<br />
κατασκευές (εικ. 20). Γνωρίζοντας ότι ο<br />
ρωμαϊκός, παλαιοχριστιανικός και πρωτοβυζαντινός<br />
οικισμός εκτεινόταν σε<br />
πολύ περιορισμένο τμήμα της περιοχής<br />
αυτής και με βάση τον τρόπο κατασκευής<br />
των μεσοβυζαντινών πύργων (στο οικόπεδο<br />
Λιναρδάκη στην οδό Δαιδάλου και<br />
στο οικόπεδο Περίδη στη βορειοδυτική<br />
κατάληξη της οδού Χάνδακος), υποθέτουμε<br />
ότι ο πύργος αυτός κατασκευάστηκε<br />
πιθανόν μεταξύ του 6ου και του<br />
10ου αιώνα 16 .<br />
19<br />
Εικ. 17. Ανασκαφή στη συμβολή των οδών Κορωναίου<br />
& Παπαγιάμαλη στην παλιά πόλη του Ηρακλείου.<br />
Εικ. 18. Οικόπεδο επί των οδών Παπαγιάμαλη και<br />
Κο ρω ναίου. Επιγραφή α΄ βυζαντινής περιόδου<br />
σε δεύτερη χρήση.<br />
Εικ. 19. Οικόπεδο επί των οδών Παπαγιάμαλη<br />
και Κορωναίου. Κιονόκρανο α΄ βυζαντινής περιόδου.<br />
15<br />
Ε. Κανάκη-Ευ. Παπαγιαννάκης, Ανασκα -<br />
φικές έρευνες στην περιοχή του παράκτιου<br />
τείχους του Ηρακλείου, στο Μ. Ανδρια -<br />
νάκης-Π. Βαρθαλίτου-Ι. Τζαχίλη (επιμ.),<br />
Αρχαιολογικό Έργο Κρήτης 2. Πρακτικά, Ρέθυμνο<br />
2012, σ. 361.<br />
16<br />
Λ. Σταρίδα-Ε.Κανάκη, Ανασκαφές στην πό -<br />
λη του Ηρακλείου ως το 2008, ό.π.· Ι. Βολανάκης,<br />
Το αρχαιολογικό έργο της 13ης<br />
Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, ό.π.<br />
και 13η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.<br />
Ηράκλειο, 2000-2010, Από το ανασκαφικό<br />
έργο, ό.π., σ. 328· Ν. Πλάτων, Τα τείχη του<br />
Χάνδακος, ό.π.· Ν. Πλάτων, Νέα στοιχεία<br />
δια την μελέτην των Βυζα ντινών τειχών του<br />
Χάνδακος· Ν. Πλάτων, Και πάλιν περί των<br />
βυζαντινών τειχών του Χάνδακος· Χ. Τζομπανάκη,<br />
Ο Χάνδακας. Η πόλη και τα τείχη,<br />
Ηράκλειο 1996, σ. 123-124.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΑΡΑΒΟΚΡΑΤΙΑΣ<br />
71<br />
Στην ανασκαφή για την επέκταση<br />
του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου,<br />
μεταξύ των οδών Ξανθουδίδου,<br />
Χατζηδάκη και Μεραμβέλλου (εικ. 21),<br />
όπου, σύμφωνα με την ανασκαφέα κ.<br />
Αλεξάνδρα Καρέτσου, η στρωματογραφία<br />
ήταν διακριτή, δεν αναφέρονται κτίσματα<br />
της περιόδου της αραβοκρατίας,<br />
παρ’ όλο που η αραβική περίοδος εκεί<br />
αντιπροσωπεύεται μέσα από την ανεύρεση<br />
60 νομισμάτων. Τα κτίρια με τη<br />
χαρακτηριστική πυκνή λιθοδομή αποδίδονται<br />
στη β΄ βυζαντινή περίοδο, πιθανόν<br />
λόγω της ύπαρξης μεσοβυζαντινής<br />
κεραμικής του 11ου και 12ου αι., παρόλο<br />
που η δόμησή τους προσομοιάζει<br />
στην αντίστοιχη των κτιρίων από τα αραβικά<br />
συγκροτήματα 17 .<br />
Σε άλλα οικόπεδα που έχουν ανασκαφεί,<br />
παρόλο που δεν έχουν βρεθεί<br />
αρκετά στοιχεία λόγω της μικρής τους<br />
έκτασης,εκτός από τα αραβικά νομίσματα,<br />
αποκαλύφθηκαν τμήματα ανάλογης<br />
τοιχοποιίας με τις παραπάνω. Η<br />
συνολική μέχρι στιγμής εικόνα των οικοπέδων<br />
που έχουν ανασκαφεί, παραπέμπει<br />
σε παρόμοιο τρόπο δόμησης των<br />
κτισμάτων που μπορούν να χρονολογηθούν<br />
με ασφάλεια, λόγω των αδιατάρακτων<br />
στρωμάτων, στον 9ο και 10ο αι.<br />
Η συνύπαρξη, μαζί με τα αραβικά,<br />
κινητών ευρημάτων, κυρίως κεραμικής<br />
εισηγμένης από την Κωνσταντινούπολη,<br />
νομισμάτων και λίγων οστέινων σφονδυλίων,<br />
χρονολογούμενων ανάμεσα<br />
στον 10ο και τον 12ο αι., είναι αναμενό-<br />
17<br />
Α. Καρέτσου, Ηράκλειο. Η άγνωστη ιστορία,<br />
ό.π., σ. 29-105.<br />
Εικ. 20. Ανασκαφή στο «Μπεντενάκι».<br />
Τμήμα του ισχυρού πύργου.<br />
Εικ. 21. Ανασκαφή στη βόρεια επέκταση<br />
του Αρχαιολογικού Μουσείου.<br />
Εικ. 22. Η πύλη που αποκαλύφθηκε,<br />
κατά τις εργασίες τοποθέτησης αποχετευτικών αγωγών<br />
στην οδό 25ης Αυγούστου, το 1992.<br />
20<br />
21<br />
22
72 ΛΙΑΝΑ ΣΤΑΡΙΔΑ<br />
Εικ. 23.<br />
Η κάτοψη του<br />
παλαιοενετικού τείχους,<br />
όπως διαμορφώθηκε μετά<br />
την προσθήκη του<br />
λιθεπενδυμένου πρανούς.<br />
(Σχέδιο Χρ. Τζομπανάκη)<br />
μενη και ερμηνεύσιμη 18 . Οι Βυζαντινοί, μετά την άλωση της πόλης<br />
του Χάνδακα και την αποτυχημένη απόπειρα του Νικηφόρου Φωκά<br />
να μεταφέρει την πρωτεύουσα στο φρούριο Τέμενος που ύψωσε νότια<br />
της πόλης, στην ενδοχώρα, χρησιμοποίησαν τις αραβικές εγκαταστάσεις<br />
που είχαν διασωθεί, για τις δικές τους ανάγκες, όπως διακρίνουμε<br />
σε αρκετές ανασκαφικές έρευνες. Η στρωματογραφία μάς δίνει<br />
μία σαφή εικόνα για τις καταστροφές που υπέστησαν τα αραβικά κτίρια<br />
κατά την άλωση της πόλης, όπως και για την επαναχρησιμοποίηση<br />
του χώρου, είτε με επισκευές και προσαρμογές των διασωθέντων<br />
κτισμάτων, είτε με νέες κατασκευές πάνω στα κατεστραμμένα αραβικά.<br />
Δυστυχώς το συγκριτικό υλικό που έχουμε στη διάθεσή μας για<br />
τον τρόπο ανοικοδόμησης και τις συνήθειες των Αράβων της Κρήτης,<br />
είναι ελάχιστο έως ανύπαρκτο. Κάποιες ομοιότητες μπορεί να διακρίνει<br />
κανείς ανάμεσα στα ευρήματα στον Χάνδακα και σε τοιχοποιίες<br />
κατοικιών στις αραβικές χώρες, με βασικά χαρακτηριστικά τους μεγάλους<br />
δόμους, τις παραστάδες και την εξαιρετικά επιμελημένη λιθοδομή.<br />
Εξίσου σημαντική είναι η αποκάλυψη αρχαίων από την προγενέστερη<br />
της αραβοκρατίας πόλη. Τα αποσπασματικά και μεμονωμένα<br />
σωζόμενα παλαιοχριστιανικά αρχιτεκτονικά μέλη, μαζί με υπολείμ-<br />
18<br />
Λ. Σταρίδα, Μεσοβυζαντινή εφυαλωμένη κεραμική από το Ηράκλειο, στο<br />
Χ. Μπακιρτζής (επιμ.), 7ο Συνέδριο μεσαιωνικής κεραμικής της Μεσογείου.<br />
Θεσσαλονίκη 11-16 Οκτωβρίου 1999, Αθήνα 2003, σ. 713-724.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΑΡΑΒΟΚΡΑΤΙΑΣ<br />
73<br />
ματα της ρωμαϊκής πόλης, βρίσκονται σχεδόν στα ίδια ανασκαφικά<br />
επίπεδα με εκείνα της αραβοκρατίας. Ενώ δεν έχουν βρεθεί κτίρια,<br />
χρονολογούμενα με ασφάλεια στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους,<br />
έχουν αποκαλυφθεί άφθονα αρχιτεκτονικά μέλη και κινητά ευρήματα<br />
(νομίσματα, επιγραφές, κεραμική κλπ.), καθώς και αποσπασματικές<br />
τοιχοποιίες που αποτελούν σοβαρές ενδείξεις για την κατοίκηση της<br />
περιοχής στους παλαιοχριστιανικούς και τους χρόνους της α΄ βυζαντινής<br />
περιόδου, στον ίδιο χώρο μ’ αυτόν που καταλάμβανε η ρωμαϊκή<br />
πόλη. Όπως προαναφέρθηκε, η β΄ βυζαντινή περίοδος,<br />
κυρίως στα χρόνια μετά την ανακατάληψη της Κρήτης από το Βυζάντιο,<br />
συχνά συγχέεται με την αραβική, λόγω της επανάχρησης από<br />
τους Βυζαντινούς των κατεστραμμένων αραβικών εγκαταστάσεων και<br />
οικοδομημάτων, η οποία είναι φανερή μέσα από τα κινητά ευρήματα<br />
που συνυπάρχουν με προγενέστερα, ιδιαίτερα κατά τον 10ο και τις<br />
αρχές του 11ου αι. Δεν υπάρχει το ίδιο ζήτημα με τις υπερκείμενες<br />
μεταγενέστερες ιστορικές περιόδους (ενετική και οθωμανική), καθώς<br />
η στρωματογραφία είναι περισσότερο διακριτή.<br />
Κατά την ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε το 2009, στον περιβάλλοντα<br />
χώρο δυτικά του κτιρίου της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης,<br />
στα λεγόμενα «Αχτάρικα», αποκαλύφθηκε η συνέχεια του<br />
τοίχου του πύργου, που όριζε την ανατολική πλευρά της πύλης<br />
Voltone, καθώς και το πρανές του τείχους σε μήκος 2 μ., ύψος 5 μ.<br />
και πλάτος 3 μ. Η επιφάνεια του είναι εξαιρετικά ισχυρή και απαρτίζεται<br />
από ισόδομους πωρόλιθους. Το τείχος εδράζεται μέσα στον<br />
λαξευμένο βράχο σε βάθος 5 μ. 19 . Οι στάθμες του, όπως και οι αντίστοιχες<br />
του μετέπειτα βυζαντινού και του παλαιοενετικού, δεν ταυτίζονται<br />
σε καμία περίπτωση με το τμήμα της πύλης που βρέθηκε κατά<br />
τις εργασίες εκσκαφών για τη διέλευση των αποχετευτικών αγωγών<br />
το 1992, και το οποίο εδράζεται σε πολύ χαμηλότερη στάθμη (εικ.<br />
22). Τα λίθινα λαξευτά φουρούσια και η δόμηση της πύλης παραπέμπουν<br />
σε ισλαμικά πρότυπα που συναντάμε στις αραβικές κτήσεις.<br />
Υπάρχει σοβαρή πιθανότητα, η πύλη αυτή να είναι η κεντρική πύλη<br />
της αραβικής οχύρωσης και να μη σχετίζεται με τις μεταγενέστερες<br />
πύλες της β΄ βυζαντινής και της πρώιμης ενετικής περιόδου, που<br />
βρίσκονταν σε πολύ ψηλότερο επίπεδο, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε<br />
από τα σωζόμενα υπολείμματα της μεσοβυζαντινής-παλαιοενετικής<br />
οχύρωσης (εικ. 23).<br />
19<br />
13η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Ηράκλειο, 2000-2010, Από το ανασκαφικό<br />
έργο, ό.π., σ. 329.
74 ΛΙΑΝΑ ΣΤΑΡΙΔΑ<br />
Εικ. 24.<br />
Ανασκαφή στην οδό<br />
Ερωτοκρίτου.<br />
Γενική άποψη του λουτρού.<br />
Μέχρι σήμερα, κάποια βασικά συμπεράσματα που θα μπορούσαν<br />
να εξαχθούν, είναι τα εξής:<br />
Επιβεβαιώνεται η συνεχής εποίκηση της πόλης από τους αρχαϊκούς<br />
χρόνους μέχρι σήμερα, όπως αποδεικνύεται από τα ευρήματα<br />
στην περιοχή μέσα στην αρχαία οχύρωση.<br />
Διαπιστώνεται η εξαιρετική ποιότητα των μαρμάρινων, γρανιτένιων<br />
ή πωρολίθινων αρχιτεκτονικών μελών που έχουν βρεθεί σε μεγάλο<br />
αριθμό, σε δεύτερη χρήση, κυρίως στις αραβικές κατασκευές,<br />
αλλά και σε πρώιμες ενετικές (όπως τη δεξαμενή στο κτήριο της Ένωσης<br />
Γεωργικών Συνεταιρισμών Ηρακλείου, στην οδό Αγίου Τίτου)·<br />
κίονες, επιστύλια, βάθρα κιόνων, θωράκια, κιονόκρανα, επιγραφές<br />
κλπ., από τη ρωμαϊκή, παλαιοχριστιανική και α΄ βυζαντινή περίοδο,<br />
χρησιμοποιήθηκαν από τους Άραβες ως οικοδομικό υλικό για τις<br />
δικές τους κατασκευές.<br />
Στοιχειοθετείται η σοβαρή πιθανότητα ύπαρξης κεραμικού εργαστηρίου,<br />
λαμβάνοντας υπόψη τον μεγάλο πλούτο του Εμιράτου της<br />
Κρήτης, το γεγονός ότι διέθετε νομισματοκοπείο, αλλά κυρίως την<br />
ανεύρεση κεραμικής που δεν αναφέρεται πουθενά στην ισλαμική τυπολογία,<br />
όπως πολύ μεγάλο αριθμό όμοιων ακόσμητων λύχνων ή<br />
με ελαφρά καστανή ή πράσινη εφυάλωση, καθώς και μεγάλο αριθμό<br />
μικρών ακόσμητων bowls που δεν απαντώνται σε άλλες περιοχές του<br />
Ισλάμ. Τα τέσσερα όμοια ευρήματα από αγγεία, σε διαφορετικές ανασκαφές<br />
που απέχουν μάλιστα αρκετή απόσταση μεταξύ τους, πιθα-
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΑΡΑΒΟΚΡΑΤΙΑΣ<br />
75<br />
νότατα κατασκευάστηκαν στον Χάνδακα. Οι μικροί λύχνοι με την<br />
οξεία μύξα (ακόσμητοι ή με πρασινωπή εφυάλωση) και οι μικρές<br />
κούπες που έχουν ανευρεθεί κατά δεκάδες στο αραβικό στρώμα, σε<br />
όλα τα οικόπεδα, και στο ίδιο ανασκαφικό επίπεδο με τους αραβικούς<br />
νομισματικούς θησαυρούς, φαίνεται επίσης να έχουν προέλθει από<br />
τοπική παραγωγή.<br />
Μέσα από βυζαντινά νομίσματα των αυτοκρατόρων Θεοφίλου<br />
(813-842) και Λέοντος ΣΤ΄, που έχουν βρεθεί μαζί με αραβικά σε<br />
αδιατάρακτα στρώματα, αποδεικνύεται η συνέχιση των επαφών και<br />
οι εμπορικές συναλλαγές των Αράβων με την Κωνσταντινούπολη.<br />
Αναπάντητο μέχρι στιγμής παραμένει το ερώτημα αν οι τεράστιοι<br />
μονόλιθοι (παραστάδες, κατώφλια, τοιχοποιίες) στα αραβικά κτίρια<br />
είχαν τοποθετηθεί σε δεύτερη χρήση ή είχαν κατασκευασθεί από τους<br />
Άραβες· βέβαιο είναι ότι είχαν χρησιμοποιηθεί στην ανακατασκευή<br />
της κατεστραμμένης πόλης από τους Βυζαντινούς, κατά τη β΄ βυζαντινή<br />
περίοδο.<br />
Είναι εμφανής η σχέση που είχαν οι Άραβες με το νερό. Παντού<br />
σε όλες τις αραβικές εγκαταστάσεις είναι πανταχού παρόν το στοιχείο<br />
του νερού: αγωγοί κτιστοί και πήλινοι σε μεγάλη πυκνότητα, κρήνες,<br />
πηγάδια, δεξαμενές.<br />
Στα μεγάλα οικόπεδα που είναι πιθανή η αυτοτέλεια των ευρημάτων,<br />
παρατηρείται ότι πρόκειται για μεγάλα αραβικά συγκροτήματα,<br />
κάποια από τα οποία φαίνεται να ήταν δημόσια ή βιοτεχνικά<br />
κτίρια και στα οποία είναι πλέον σαφής η δόμηση της κοσμικής<br />
Εικ. 25.<br />
Ανασκαφή<br />
στην οδό Χορτατσών.<br />
Τα ογκώδη υπόκαυστα<br />
του λουτρού.
76 ΛΙΑΝΑ ΣΤΑΡΙΔΑ<br />
αρχιτεκτονικής και τοιχοδομίας: μεγάλοι δόμοι, επιμελημένες τοιχοποιίες,<br />
πλακόστρωτα δάπεδα, ισχυρές θεμελιώσεις, σχετικά μικρά<br />
αλλά άνετα δωμάτια, χρωματιστά -κυρίως κόκκινα- κονιάματα.<br />
Υπάρχει πιθανότητα, παρά την περί αντιθέτου περιγραφή του Λέοντος<br />
Διακόνου (βιβλίο Α΄, κεφ. ε΄), να υπήρχε οχύρωση στη θαλάσσια<br />
πλευρά της πόλης του Χάνδακα, είτε προϋφιστάμενη της<br />
αραβικής, είτε κατασκευασμένη από εκείνους, η οποία καταστράφηκε<br />
στο μεγαλύτερο μέρος της από τα μεταγενέστερα ενετικά οχυρωματικά<br />
έργα.<br />
Εδώ είναι δυνατόν να τεθεί ένα ακόμα ερώτημα: Πόσο σωστά<br />
έχουν χρονολογηθεί μέχρι στιγμής άλλες εγκαταστάσεις που έχουν<br />
βρεθεί στον αρχαίο πυρήνα της πόλης και έχουν αποδοθεί στη β΄<br />
βυζαντινή περίοδο; Το λουτρό που βρέθηκε σε οικόπεδο της οδού<br />
Ερωτοκρίτου (εικ. 24), δυτικά και σε πολύ μικρή απόσταση από την<br />
οδό Αλμυρού, ανήκει πράγματι στη β΄ βυζαντινή περίοδο ή χρησιμοποιήθηκε<br />
πριν την ανακατάληψη της πόλης; Η ομοιότητα του λουτρού,<br />
ως προς τις τοιχοποιίες και τις κατασκευαστικές λεπτομέρειες,<br />
παραπέμπει περισσότερο σε ισλαμικό λουτρό (χαρακτηριστικές οπές<br />
στην οροφή, χαμηλή πόρτα εισόδου, μεγάλα λίθινα υπόκαυστα κτλ).<br />
Το λουτρό στην οδό Χορτατσών που ανασκάφηκε το 1996, έχει επίσης<br />
τεράστια λίθινα υπόκαυστα από μονόλιθους δόμους (εικ. 25), σε<br />
αντίθεση με τα λουτρά της οδού Κορωναίου και ενός πρόσφατα ανεσκαμμένου<br />
οικοπέδου στην οδό Χάνδακος, τα οποία έχουν μικρά ορθογώνια<br />
πήλινα υπόκαυστα με διαγώνιες χαράξεις. Επιπρόσθετα, στα<br />
δύο τελευταία αυτά λουτρά βρέθηκαν κινητά ευρήματα που μπορούν<br />
να χρονολογηθούν μόνο στον 11ο και 12ο αι.<br />
Ελπίζω, μετά τη συντήρηση των ευρημάτων που είναι πλέον χιλιάδες,<br />
να είμαστε σε θέση να απαντήσουμε σε όλα τα ερωτήματα που<br />
μας θέτουν οι συνεχείς και απίστευτα ενδιαφέρουσες ανασκαφικές<br />
έρευνες στον αρχαίο πυρήνα της πόλης του Ηρακλείου.
Εικ. 1. Ναός Παναγίας Επισκοπής Αγιάς, κάτοψη<br />
(αποτύπωση, Μ. Αγγελάκη, Χ. Σκαραντωνάκης, Κ. Κουκουτσάκης).
Μιχάλης Γ. Ανδριανάκης<br />
Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων<br />
Ο καθεδρικός ναός<br />
της Παναγίας Επισκοπής<br />
Αγιάς (Κυδωνίας)<br />
Στο χώρο της σημερινής πόλης των Χανίων (αρχαία Κυδωνία) εντοπίζεται<br />
συνεχώς κατοίκηση ήδη από τη μέση Νεολιθική Περίοδο 1 .<br />
Κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο υπήρξε έδρα της ομώνυμης<br />
Επισκοπής, η οποία περιλαμβάνεται σε αυτές που θεωρείται ότι<br />
ίδρυσε ο πρώτος ιεράρχης της Κρήτης απόστολος Τίτος 2 . Οι λίγες<br />
πληροφορίες των πηγών αναφέρουν τον Βασιλείδη από την Κυδωνία,<br />
έναν από τους αγίους Δέκα που μαρτύρησαν επί Δεκίου 3 , καθώς<br />
και τα ονόματα των επισκόπων Κυδωνίου, Νικήτα και Μελίτωνος,<br />
που έλαβαν μέρος στις Συνόδους της Σαρδικής (342/3), την Πενθέκτη<br />
(691/2) και την Έβδομη (787) Οικουμενική αντίστοιχα 4 . Σε<br />
αυτά μπορεί να προστεθεί το όνομα ενός ακόμη επισκόπου, του Επιφανίου,<br />
που βρέθηκε σε κτητορική επιγραφή του 6ου αι. στο χωριό<br />
Βαφές 5 . Οι μέχρι σήμερα αρχαιολογικές ενδείξεις περιορίζονται<br />
στην ανακάλυψη επιτύμβιων επιγραφών στις αρχές του 20ού αι.<br />
στην περιοχή Άγιος Ιωάννης, στα νοτιοανατολικά της πόλης 6 και σε<br />
1<br />
Μ. Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη, Το παλίμψηστον της αρχαίας Κυδωνίας, Πεπραγμένα<br />
Ι' Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Χανιά 2006), τ. Α', Χανιά<br />
2014, σ. 85-151, ιδ. σ. 90 και Μ. Ανδριανάκης, Η παλιά πόλη των Χανίων,<br />
Αθήνα 1997.<br />
2<br />
G. Gerola, Monumenti Veneti nell isola di Creta, τ. II, Venezia 1908, σ. 44-<br />
53· Γ. Κονιδάρης, Αι επισκοπαί της Κρήτης μέχρι και του Ι' αιώνος, Κρ.<br />
Χρ. Ζ΄ (1953), σ. 464· Ν. Β. Τωμαδάκης, Επισκοπή και επίσκοποι Κυδωνίας,<br />
Κρ. Χρ. ΙΑ' (1957), σ. 1-42· D. Tsougarakis, Byzantine Crete. From<br />
the 5th century to the Venetian conguest, Athens 1988, σ. 197-199.<br />
3<br />
Θ. Δετοράκης, Οι άγιοι της πρώτης βυζαντινής περιόδου της Κρήτης και η σχετική<br />
προς αυτούς φιλολογία, Αθήνα 1970, σ. 53-94.<br />
4<br />
Τωμαδάκης, Επισκοπή και επίσκοποι, ό.π., σ. 4.<br />
5<br />
Μ. Ανδριανάκης, Βαφές, Ναός Αγίων Ασωμάτων, ΑΔ 55 (2000), Β2, σ.<br />
1070.<br />
6<br />
A. C. Bandy, The Greek Christian Inscriptions of Crete, Αθήνα 1970, σ. 119-<br />
123.
80 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ<br />
ευρήματα από σωστικές ανασκαφές σε διάφορα σημεία. Σημαντική<br />
είναι η αποκάλυψη των λειψάνων παλαιοχριστιανικής βασιλικής<br />
με εγκάρσιο κλίτος σε σχήμα Τ κεφαλαίο 7 , κάτω από τα υπολείμματα<br />
του βενετσιάνικου καθεδρικού ναού της Παναγίας (Duomo) 8 . Λόγω<br />
της θέσης της στο πιο επίκαιρο σημείο του διαχρονικού διοικητικού<br />
κέντρου της πόλης από τη μινωϊκή περίοδο 9 και της ενσωμάτωσης<br />
των λειψάνων του στο βενετσιάνικο Duomo, θεωρούμε πολύ πιθανή<br />
την υπόθεση ότι πρόκειται για τον καθεδρικό ναό της επισκοπής<br />
Κυδωνίας κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο 10 .<br />
Η ύπαρξη της Κυδωνίας και κατά τα επόμενα χρόνια, μέχρι την<br />
αραβοκρατία, επιβεβαιώνεται από την ανοικοδόμηση του τείχους<br />
γύρω από την ακρόπολη της πόλης στο λόφο Καστέλι, κατά τον 7ο<br />
αι., για την προστασία της πόλης από τις επιθέσεις των Αράβων,<br />
με ενσωματωμένο υλικό από τις προγενέστερες οχυρώσεις και spolia<br />
από ερειπωμένα κτήρια της περιοχής 11 . Η οχύρωση της πόλης,<br />
σε μια εποχή κατά την οποία άλλες παραλιακές πόλεις της Κρήτης<br />
παρακμάζουν ή εγκαταλείπονται, με αποτέλεσμα την αλλαγή του οικιστικού<br />
χάρτη, οφείλεται πιθανώς σε κεντρικό σχεδιασμό για την<br />
εξασφάλιση θαλάσσιας επικοινωνίας με τις άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας<br />
12 . Το ότι η Κυδωνία βρίσκεται σε ακμή επιβεβαιώνεται<br />
από τον βίο του αγίου Νικολάου του Ομολογητή, μιας σημαντικής<br />
προσωπικότητας του 9ου αι., που καταγόταν από την Κυδωνία και<br />
7<br />
E. Hallager-B. P. Hallager (επιμ.), The Greek-Swedish excavations at the<br />
Aghia Aikaterini square Kasteli, Khania 1970-1987, τ. Ι.1, Stockholm 1997,<br />
σ. 200· Ανδριανάκης, Η παλιά πόλη, σ. 14. Ευχαριστώ τον κ. Hallager<br />
για τις πληροφορίες σχετικά με τη βασιλική.<br />
8<br />
Gerola, Monumenti Veneti, τ. ΙΙ, σ. 100-105· Ανδριανάκης, Η παλιά πόλη,<br />
σ. 99-100.<br />
9<br />
Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη, Το παλίμψηστον, σ. 90.<br />
10<br />
Από τη μοναδική φωτογραφία του εσωτερικού, που σώζεται, και τα στοιχεία<br />
της ανασκαφής, προκύπτει ότι η ημικυλινδρική αψίδα με το τρίλοβο<br />
παράθυρό της ανήκε πιθανώς στην παλαιοχριστιανική βασιλική. Βλ. Μ.<br />
Ανδριανάκης, Η πρωτοβυζαντινή ακρόπολη των Χανίων, Πρακτικά Διεθνούς<br />
Συνεδρίου 2008 «Η Οχυρωματική Αρχιτεκτονική στο Αιγαίο και ο μεσαιωνικός<br />
Οικισμός Αναβάτου Χίου», Χίος 2012, σ. 76.<br />
11<br />
Ανδριανάκης, Η πρωτοβυζαντινή ακρόπολη, σ. 77.<br />
12<br />
Ανδριανάκης, Η πρωτοβυζαντινή ακρόπολη, σ. 86-87· Δ. Τσουγκαράκης,<br />
Rites of passage. Από την υστερορρωμαϊκή στη βυζαντινή Κρήτη: οικιστική<br />
εξέλιξη και κοινωνικοί μετασχηματισμοί, Πεπραγμένα Ι΄ Διεθνούς Κρητολογικού<br />
Συνεδρίου, τ. Α', Χανιά 2011, σ. 289-292. Υπό ανάλογες συνθήκες<br />
φαίνεται ότι έγινε τότε και η οχύρωση του Χάνδακα. M. Andrianakis,
Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΓΙΑΣ (ΚΥΔΩΝΙΑΣ)<br />
81<br />
υπήρξε αντιγραφέας χειρογράφων και ηγούμενος της Μονής Στουδίου<br />
13 . Από την ίδια πηγή πληροφορούμαστε για τη σκληρή πολιορκία<br />
και άλωση της πόλης από τους Σαρακηνούς Άραβες, κατά<br />
την κατάκτηση της Κρήτης 14 . Οι πληροφορίες των πηγών και οι αρχαιολογικές<br />
ενδείξεις για την περίοδο της αραβοκρατίας περιορίζονται<br />
προς το παρόν στην πόλη του Χάνδακα, με αποτέλεσμα να<br />
αγνοούμε τι ακριβώς συνέβαινε στην υπόλοιπη Κρήτη και ποια ήταν<br />
η τύχη της πόλης και της επισκοπής Κυδωνίας.<br />
Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Άραβες, η Κυδωνία<br />
φαίνεται ότι παρακμάζει, όπως συνέβη και με άλλες παράλιες πόλεις<br />
της Κρήτης 15 . Η πόλη δεν αναφέρεται πλέον στις πηγές 16 , ενώ<br />
από τις ανασκαφικές έρευνες που έχουν διεξαχθεί κυρίως στην περιοχή<br />
της ακρόπολης, δεν έχουν εντοπιστεί αρχιτεκτονικά ή άλλα ευρήματα<br />
από τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο μέχρι τα μέσα του 13ου<br />
αι. 17 . Την ίδια εποχή οικοδομείται στην ενδοχώρα, σε οχυρή θέση<br />
νοτιοανατολικά της Κυδωνίας, το μεγάλο φρούριο Κάστελος Βαρυπέτρου<br />
18 , στο οποίο πιστεύουμε ότι, κατά πάσα πιθανότητα, επιχειρήθηκε<br />
η μεταφορά της πόλης στο πλαίσιο ενός νέου εσωστρεφούς<br />
στρατηγικού σχεδιασμού για την Κρήτη 19 , όπως συνέβη και με την<br />
ανεπιτυχή απόπειρα μεταφοράς της πόλης του Χάνδακα από τον Νι-<br />
Herakleion in Crete, στο J. Albani-Eu. Chalkia (επιμ.), Heaven and Earth.<br />
Cities and countryside in Byzantine Greece, τ. 2, Athens 2013, σ. 252-263.<br />
13<br />
Στον Βίο ωστόσο αναφέρεται ως χωρίον Κυδωνία. Για τον Νικόλαο, βλ. Α.<br />
Ι. Φυτράκης, Άγιος Νικόλαος ο Κυδωνιεύς, Πεπραγμένα Β΄ Διεθνούς Κρητολογικού<br />
Συνεδρίου, τ. Γ΄, Αθήνα 1968, σ. 286-303 και Δετοράκης, Οι<br />
άγιοι της πρώτης βυζαντινής περιόδου, σ. 219-233.<br />
14<br />
Δετοράκης, Οι άγιοι της πρώτης βυζαντινής περιόδου, σ. 224-225.<br />
15<br />
Tsougarakis, Byzantine Crete, σ. 270-271· Δ. Τσουγκαράκης, Η Βυζαντινή<br />
Κρήτη, στο Ν. Μ. Παναγιωτάκης (επιμ), Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισμός, τ.<br />
Α΄, Hράκλειο 1987, σ. 341-342.<br />
16<br />
Γ. Σήφακας, Παραχώρησις υπό της Ενετικής Συγκλήτου του Διαμερίσματος των<br />
Χανίων ως φεούδου εις Ενετούς ευγενείς εν έτει 1252, Αθήναι 1940, σ. 58-69.<br />
Εξαίρεση η αναφορά από τον Άραβα γεωγράφο Al Sarif Al Edrisi, κατά τον<br />
12ο αι., πόλης με το όνομα Rabdn El Djobn (Πόλη του Τυριού), η οποία<br />
ταυτίζεται με την Κυδωνία. Αυτή ωστόσο οφείλεται πιθανώς στην αντιγραφή<br />
παλιότερων πληροφοριών και όχι σε προσωπική γνώση του χώρου.<br />
17<br />
Hallager-Hallager, The Greek-Swedish excavations, σ. 200-201.<br />
18<br />
Gerola, Monumenti Veneti, τ. Ι, Venezia 1905, σ. 83-86· Ν. Γιγουρτάκης,<br />
Βυζαντινές οχυρώσεις στην Κρήτη κατά τη Β΄ βυζαντινή περίοδο (961-1204),<br />
Ρέθυμνο: διπλωμ. εργασία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης 2004, σ. 112-118.<br />
19<br />
Ανδριανάκης, Η πρωτοβυζαντινή ακρόπολη, σ. 77-78· Andrianakis, Herakleion<br />
in Crete, σ. 256.
82 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ<br />
κηφόρο Φωκά στο νεόκτιστο φρούριο του Τεμένους στην ενδοχώρα.<br />
Στην εύφορη πεδιάδα, βορειοδυτικά του νέου φρουρίου, στη<br />
θέση Αγιά, μεταφέρθηκε και η έδρα της επισκοπής, η οποία μετονομάστηκε<br />
σε Επισκοπή Αγιάς, όνομα το οποίο διατηρεί μέχρι σήμερα<br />
ο γειτονικός μικρός οικισμός, όπως συμβαίνει και με άλλους<br />
εννέα οικισμούς της Κρήτης 20 . Ως καθεδρικός ναός χρησιμοποιήθηκε<br />
η ερειπωμένη ξυλόστεγη βασιλική της Κοιμήσεως της Θεοτόκου,<br />
μετά από εκτεταμένη ανακατασκευή. Ο ερειπωμένος και πάλι,<br />
πιθανώς από το σεισμό του 1246 21 , ναός της Αγιάς ανακατασκευάστηκε<br />
για μια ακόμη φορά σε ξυλόστεγο. Με την κατάκτηση και διανομή<br />
της περιοχής της δυτικής Κρήτης το 1252 από τους Βενετούς<br />
αποφασίζεται η «επανίδρυση» της πόλης Canea στη θέση της ερειπωμένης<br />
Κυδωνίας 22 . Αν και στην πόλη κτίζεται νέος καθεδρικός<br />
ναός της Παναγίας (Duomo), η έδρα της επισκοπής Agiensis παραμένει<br />
για ένα μεγάλο διάστημα στην Αγιά μέχρι να μεταφερθεί και<br />
πάλι στην πόλη και να επανέλθει ο αρχαίος τίτλος της. Στην Αγιά<br />
αναφέρεται η ύπαρξη της Λατινικής επισκοπής Κυδωνίας το 1415 23 .<br />
Στη συνέχεια ο ναός ερειπώθηκε και πάλι και ανακατασκευάστηκε<br />
πρόχειρα, πολύ μικρότερος στο ανατολικό μέρος του. Τέλος σήμερα<br />
χρησιμοποιείται ως ναός το βόρειο διαμέρισμα του νάρθηκα και του<br />
συνεχόμενου εξωνάρθηκα, ενώ κατά την ημέρα της πανήγυρης χρησιμοποιείται<br />
κανονικά με πρόχειρη στέγαση ο κυρίως ναός. Στο παρελθόν<br />
πραγματοποιήθηκαν από τη 13η ΕΒΑ εκτεταμένες εργασίες<br />
καθαρισμού 24 και στη συνέχεια από την 28η ΕΒΑ εργασίες ανασκαφής<br />
εξωτερικά της βόρειας πλευράς. Εντελώς πρόσφατα κατέρρευσε<br />
η σωζόμενη σε μεγάλο ύψος βορειοδυτική γωνία του ναού. Η συ-<br />
20<br />
Gerola, Monumenti Veneti, τ. II, σ. 62-63· Tsougarakis, Byzantine Crete, σ.<br />
231· Μ. Ανδριανάκης, Η μνημειακή αρχιτεκτονική στην Κρήτη της Β΄<br />
Βυζαντινής περιόδου, Πεπραγμένα Ι΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ.<br />
Α΄, Χανιά 2011, σ. 320-324. Στους οικισμούς αυτούς επιβεβαιώνεται και<br />
αρχαιολογικά η μεταφορά των εδρών επισκοπών.<br />
21<br />
Ο σεισμός εντάσεως 6,2 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, προκάλεσε μεγάλες<br />
καταστροφές, ιδιαίτερα στην περιοχή των Χανίων, όπου αναφέρεται ότι<br />
κατέρρευσαν τα παλιά τείχη της πόλης. Βλ. G. Papadopoulos, A Seismic<br />
History of Crete. The Hellenic Arch and Trench, Athens 2011, σ. 116-117.<br />
22<br />
Gerola, Monumenti Veneti, τ. I, σ. 186· Σήφακας, Παραχώρησις υπό της Ενετικής,<br />
ό.π.· Ανδριανάκης, Η πρωτοβυζαντινή ακρόπολη, σ. 78-79.<br />
23<br />
Marie-Anne Van Spitael (εκδ.), Cristoforo Buondelmondi. Descriptio Insule<br />
Crete et liber Insularum, cap. XI: Creta, Ηράκλειο 1981, σ. 124 και σημ. 82.<br />
24<br />
Μ. Ανδριανάκης, Ο νομός Χανίων κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο. Κατάλογος<br />
μνημείων. Ετήσιο Λεύκωμα, Χανιά 1982, σ. 22-49.
Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΓΙΑΣ (ΚΥΔΩΝΙΑΣ)<br />
83<br />
νέχιση της έρευνας του πολύ ενδιαφέροντος μνημείου 25 θα επιβεβαιώσει,<br />
ή όχι ορισμένες θεμιτές υποθέσεις, που ακολουθούν στην<br />
προκαταρκτική αυτή παρουσίαση, 26 ενώ το θέμα της διάσωσής του<br />
είναι εξαιρετικά επείγον.<br />
Ο ναός της Παναγίας (εικ. 1) σώζεται σε μεγάλη έκταση μέσα<br />
στους πορτοκαλεώνες, κοντά στο μικρό οικισμό Επισκοπή Αγιάς<br />
και εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο μεγάλου σεβασμού από<br />
τους κατοίκους, γεγονός που έχει προκαλέσει κάποιες ασυμβίβαστες<br />
επεμβάσεις 27 . Η πυκνή φύτευση δεν επιτρέπει τον εντοπισμό άλλων<br />
αρχαιολογικών ενδείξεων στην γύρω περιοχή, που να συνδέονται<br />
με το ναό. Αρχικά κτίστηκε ως τρίκλιτη βασιλική με εγκάρσιο κλίτος<br />
σε σχήμα Τ 28 . Στα σημεία όπου αρχίζει το εγκάρσιο κλίτος, σώζονται<br />
τα δυτικά επίκρανα γένεσης των τόξων, που το συνέδεαν με τον<br />
25<br />
Για τον ναό βλέπε Gerola, Monumenti Veneti, τ. ΙΙ, σ. 51 και 72-76· Ν.<br />
Πλάτων, Αι ξυλόστεγοι παλαιοχριστιανικαί βασιλικαί της Κρήτης, Πεπραγμένα<br />
Θ΄ Διεθνούς Συνεδρίου Βυζαντινών Σπουδών, τ. 1, Θεσσαλονίκη 1955,<br />
σ. 421-422· Ανδριανάκης, Ο νομός Χανίων, σ. 24-25· K. Gallas-K. Wessel-E.<br />
Borboudakis, Byzantinisches Kreta, München 1983, σ. 190-191· S.<br />
A. Curuni-L. Donati, Creta Bizantina: rilievi e note critiche su ventisei<br />
edifici di culto in relazione all’opera di Giuseppe Gerola, Roma 1987,<br />
αριθμός μνημείου 7· Ι. Βολανάκης, Τα παλαιοχριστιανικά μνημεία της<br />
Κρήτης, Κρ. Χρ. 27 (1987), σ. 239· I. Volanakis, Kreta (λήμμα), RBK 4<br />
(1990), στ. 814-906, σ. 889· Ι. Βαραλής, Παρατηρήσεις στην παλαιοχριστιανική<br />
ναοδομία της Κρήτης, M. Livadiotti-Ι. Simiakaki (επιμ.), Creta<br />
Romana e Protobizantina. Αtti del congresso internazionale (Iraklion, 23-30<br />
settembre 2000), Padova 2004, τ. ΙΙΙ.1, σ. 813-838 (σποραδικά) και Μ.<br />
Γ. Ανδριανάκης, Ο καθεδρικός ναός της Επισκοπής Αγιάς (Κυδωνίας),<br />
Τριακοστό τρίτο συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής αρχαιολογίας και τέχνης.<br />
Πρόγραμμα και περιλήψεις εισηγήσεων και ανακοινώσεων. Αθήνα 17, 18<br />
και 19 Μαΐου 2013, Αθήνα 2013, σ. 21-22.<br />
26<br />
Ευχαριστώ θερμά την πρώην αρχιτέκτονα της 28ης ΕΒΑ Μαριάννα Αγγελάκη,<br />
το σχεδιαστή Κώστα Κουκουτσάκη και τον τοπογράφο Χαράλαμπο<br />
Σκαραντωνάκη για την εκπόνηση των σχεδίων αποτύπωσης του μνημείου.<br />
Η αποτύπωση αυτή θα αποτελέσει τη βάση για τη μελέτη ανάδειξης<br />
του ναού, την οποία και θα προσφέρουμε στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Χανίων.<br />
Επίσης ευχαριστώ την προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων<br />
Ηρακλείου, αρχαιολόγο Βάσω Συθιακάκη και τον αρχαιολόγο της Εφορείας<br />
Αρχαιοτήτων Χανίων Θανάση Μαΐλη για τις εξαιρετικά χρήσιμες<br />
συζητήσεις, που είχαμε, γύρω από το μνημείο.<br />
27<br />
Κατασκευάστηκε πλάκα και υπόστεγο από οπλισμένο σκυρόδεμα στο σωζόμενο<br />
βορειοδυτικό τμήμα του ναού και πρόχειρο στέγαστρο στο ιερό<br />
και τον κυρίως ναό.<br />
28<br />
Όμοιο με εγκάρσιο κλίτος υπάρχει στις βασιλικές της Αλμυρίδας Αποκορώνου,<br />
Πανόρμου (Πλάτων, Αι ξυλόστεγοι παλαιοχριστιανικαί, ό.π., σ.
84 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ<br />
Εικ. 2.<br />
Άποψη του<br />
βόρειου τοίχου<br />
από ανατολικά.<br />
υπόλοιπο ναό. Εξαιτίας της ελαφράς κλίσης του εδάφους προς<br />
βορά, η νότια πλευρά είναι θεμελιωμένη σε υψηλότερο επίπεδο,<br />
ενώ ο βόρειος τοίχος μέχρι το ύψος του δαπέδου λειτουργεί ως αναλημματικός<br />
και συγκρατεί την επιχωμάτωση. Στο νότιο κλίτος, όπου<br />
ολοκληρώθηκε ο καθαρισμός, δεν εντοπίστηκαν ίχνη δαπέδου, το<br />
οποίο θα πρέπει να υπήρχε πάνω από το επίπεδο των λακκοειδών<br />
τάφων, που αποκαλύφθηκαν. Η ακριβής μορφή του νάρθηκα και<br />
του εξωνάρθηκα επίσης θα πρέπει να διευκρινιστούν μετά από ανασκαφή.<br />
Ο ναός δεν είχε αίθριο, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες<br />
βασιλικές της Κρήτης.<br />
Οι τοίχοι του αρχικού ναού σώζονται σε μεγάλο ύψος από τη<br />
βόρεια, ανατολική και νότια πλευρά, ενώ έχει καταρρεύσει στη μεγαλύτερη<br />
έκτασή του ο δυτικός. Στα ανατολικά της βόρειας και νότιας<br />
πλευράς διακρίνονται σαφώς τα λείψανα των προεξεχόντων<br />
424), Παναγίας και Αγίου Κηρύκου Λισσού Σελίνου (υποτυπώδες· βλ. Ανδριανάκης,<br />
Ο νομός Χανίων σ. 23), της νησίδας Ελούντας (Μ. Μπορμπουδάκης,<br />
Μεσαιωνικά μνημεία Κρήτης, ΑΔ 26 (1971), Χρονικά Β2, σ.<br />
529-533), καθώς και στον καθεδρικό ναό της Κυδωνίας στο Καστέλι<br />
Χανίων.
Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΓΙΑΣ (ΚΥΔΩΝΙΑΣ)<br />
85<br />
τοίχων του εγκάρσιου κλίτους, του οποίου τα κατώτερα μέρη αποκαλύφθηκαν<br />
κατά τις πρόσφατες εργασίες (εικ. 2). Η διάκριση των<br />
οικοδομικών φάσεων είναι ευχερής. Η τοιχοποιία αποτελείται κυρίως<br />
από αργούς ποτάμιους λίθους (κροκάλες) της περιοχής με<br />
άφθονο ασβεστοκονίαμα και βοηθητική χρήση χαλικιών και λιγότερο<br />
τμημάτων πλίνθων. Ακολουθείται η μέθοδος της οικοδόμησης<br />
σε ζώνες («ντουζένια»), ύψους περίπου 0,50 μ., οι οποίες ευθυγραμμίζονται<br />
στην απόληξή τους με στρώση από χαλίκια και κονίαμα.<br />
Στην ανατολική πλευρά οι ζώνες τονίζονται με ταινίες από δύο πλίνθους,<br />
από τις οποίες σώζονται οι τρεις.<br />
Το συνολικό εξωτερικό μήκος της βασιλικής είναι 21,887 μ.,<br />
το πλάτος 16,80 μ. και στο εγκάρσιο κλίτος 20,67 μ. (εικ. 3). Το<br />
πλάτος του κεντρικού κλίτους είναι 7,42 μ., του βόρειου 3,40 και<br />
του νότιου 3,24 μ. Ο ναός χωρίζεται σε κλίτη από κιονοστοιχίες<br />
τριών κιόνων σε δεύτερη χρήση, από ερυθρό μάρμαρο Προκονήσου<br />
(διαμέτρου βάσης 0,52 μ.) και γρανίτη (διαμέτρου βάσης 0,52<br />
μ.). Ο πρώτος από δυτικά κίονας της βόρειας κιονοστοιχίας στηρίζεται<br />
σε ιωνική βάση από λευκό μάρμαρο. Μέχρι στιγμής δεν έχουν<br />
βρεθεί κιονόκρανα ή επιθήματα κιόνων. Αν και δεν έχει εντοπιστεί<br />
Εικ. 3.<br />
Γενική άποψη<br />
του εσωτερικού<br />
του ναού.
86 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ<br />
Εικ. 4.<br />
Η κεντρική αψίδα<br />
το 1987.<br />
ο στυλοβάτης του φράγματος του πρεσβυτερίου, θεωρούμε πιθανό<br />
ότι το ιερό βήμα επεκτεινόταν στο κεντρικό κλίτος μέχρι τον δεύτερο<br />
από ανατολικά κίονα, στον χώρο που καταλαμβάνει η τελευταία ανακατασκευή<br />
του ναού.<br />
Ο ναός καταλήγει ανατολικά σε μεγάλη, ελαφρώς πεταλόσχημη<br />
αψίδα, διαμέτρου 5,37 μ., η οποία σώζεται μέχρι του ύψους των<br />
υφαψιδίων, στη γένεση του τόξου του τεταρτοσφαιρίου (εικ. 4). Στο<br />
κέντρο της σώζονται οι σταθμοί του αρχικά τρίλοβου παραθύρου,<br />
πλάτους 3 μ., από το οποίο διατηρούνται επιτόπου τα λοξότμητα<br />
επίκρανα σε ύψος 1,23 μ. και δύο πλίνθοι από τη γένεση του νότιου<br />
λοβού 29 . Από το τρίλοβο παράθυρο σώζονται επίσης οι δύο αμφικιονίσκοι,<br />
ύψους 0,76 μ., από γκρίζο μάρμαρο επεξεργασμένο αδρά<br />
(εικ. 5). Οι άνω και κάτω επιφάνειες τονίζονται από έξεργη ταινία.<br />
Έξεργη ταινία με δύο τόρμους σε κάθε όψη για τη στερέωση των<br />
29<br />
Φαίνονται σε παλιότερες φωτογραφίες. Καθαιρέθηκαν σχετικά πρόσφατα<br />
από τους κατοίκους.
Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΓΙΑΣ (ΚΥΔΩΝΙΑΣ)<br />
87<br />
παραθυροφύλλων, διαχωρίζει τις πλάγιες<br />
επιφάνειες των αμφικιονίσκων 30 . Τα δυο<br />
αμφικιονόκρανα 31 , ύψους 0,22 μ. και διαστάσεων<br />
άνω επιφάνειας 0,82 x 0,43μ.,<br />
κοσμούνται στις στενές πλευρές με ται -<br />
νιωτούς, μονογραμ ματικούς σταυρούς. Οι<br />
σταυροί έχουν πλατειές κεραίες με πεπλατυσμένα<br />
άκρα. Οι κάτω κεραίες είναι μικρότερες<br />
από τις άνω. Οι εξωτερικές<br />
ταινίες των κεραιών περιβάλλουν ορθογώνια,<br />
που ενώνονται στο κέντρο με τετράγωνα.<br />
Με ανάλογο τρόπο τονίζονται τα<br />
ορθογώνια στις κεραίες. Στη μία περίπτωση<br />
στα πλαίσια των κεραιών περιβάλλουν<br />
τμήματα αστραγάλου, ενώ στο<br />
κεντρικό τετράφυλλα (εικ. 6). Σε άλλη, το R<br />
του σταυρού είναι ανεστραμμένο, τα πλαίσια<br />
είναι ακόσμητα και το τετράγωνο του<br />
κέντρου κοσμείται από τετράφυλλα (εικ. 7)·<br />
στην τρίτη οι κεραίες είναι ακόσμητες και<br />
το κέντρο τονίζεται με χαράξεις (εικ. 8). Η<br />
Χριστίνα Τσιγωνάκη χρονολογεί τα γλυπτά<br />
στους 5ο-6ο αι. Στην άνω επιφάνεια του<br />
ενός αμφικιονοκράνου σώζεται τμήμα επιγραφής,<br />
... ΔΙΟΝΥ ..., γεγονός που δείχνει<br />
προηγούμενη χρήση του μεγαλυτέρων διαστάσεων<br />
λίθου ο οποίος προσαρμόστηκε<br />
στο νέο του ρόλο 32 .<br />
30<br />
Chr. Tsigonaki, La sculpture architecturale en<br />
Crète à l’époque protobyzantine (IVe-VIIe siècles),<br />
vol. II. Catalogue, Paris: διδακτ.<br />
διατριβή 2002, σ. 106, πίν. 280 a-c.<br />
31<br />
Gerola, Monumenti Veneti, τ. II, ό.π.· Ανδριανάκης,<br />
Ο νομός Χανίων, σ. 24-25· Tsigonaki,<br />
La sculpture architecturale, ό.π.<br />
32<br />
Ο Gerola, Monumenti Veneti, τ. II, σ. 74, αναφέρει<br />
απλώς την ύπαρξη της επιγραφής.<br />
Εικ. 5. Αμφικίονας τριλόβου παραθύρου αψίδας.<br />
Εικ. 6-7. Μονογραμματικός σταυρός αμφικιονοκράνου α'.
88 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ<br />
Ένα τμήμα πεσσίσκου τέμπλου, από<br />
λευκό μάρμαρο αρίστης ποιότητας (εικ. 9),<br />
είναι εντοιχισμένο στην εσωτερική πλευρά<br />
του μεσοβυζαντινού τοίχου που αποκόπτει<br />
το βόρειο εγκάρσιο κλίτος. Φέρει διάκοσμο<br />
μέσα σε πλαίσιο, από τεμνόμενους κύκλους<br />
και ημικύκλια που σχηματίζουν τετράφυλλα<br />
και σταυρούς, με καμπύλη απόληξη των<br />
κεραιών. Με τετράφυλλα και σταυρούς σε<br />
διαφορετική διάταξη κοσμείται πεσσίσκος<br />
από τη δεύτερη ομάδα γλυπτών της βασιλικής<br />
του Πανόρμου, τα οποία χρονολογούνται<br />
από τον Ν. Πλάτωνα στους 5ο-6ο<br />
αι. 33 . Το θέμα είναι προσφιλές από την παλαιοχριστιανική<br />
μέχρι τη μεσοβυζαντινή<br />
περίοδο και συνηθίζεται στα ψηφιδωτά δάπεδα<br />
των ναών της Κρήτης (ενδεικτικά<br />
στην περιοχή των Χανίων, στις βασιλικές<br />
Αλμυρίδας, Μεσκλών, Α΄ Σούγιας, Β΄Λισ-<br />
Πρβλ. M. Guarducci, Inscriptiones Creticae,<br />
Roma 1935-1950, τ. 2, σ. 104-106. Ο<br />
Bandy, The Greek Christian insriptions, σ. 118<br />
συμπληρώνει την επιγραφή ... Διονυ(σίου)<br />
..., τον οποίο θεωρεί επίσκοπο Αγιάς ή αφιερωτή<br />
κάποιου τμήματος ή της «ανανέωσης»<br />
της βασιλικής. Η επιγραφή ωστόσο στη μη<br />
ορατή άνω επιφάνεια του αμφικιονοκράνου,<br />
κομμένη κατά το ανώτερο μέρος της, είναι<br />
σαφώς παλαιότερη της οικοδόμησης της βασιλικής.<br />
Το πιθανότερο είναι να αποτελεί<br />
τμήμα βάσης ανδριάντος. Βλ. Ανδριανάκης,<br />
Ο νομός Χανίων, σ. 25.<br />
33<br />
Πλάτων, Αι ξυλόστεγοι παλαιοχριστιανικαί,<br />
σ. 428-430, πίν.100. Ο Πλάτων επισημαίνει<br />
τη σχέση του με ανάλογα θέματα, σε ψηφιδωτά<br />
δάπεδα της Κρήτης. Η Τσιγωνάκη το<br />
χρονολογεί στο α΄ μισό του 6ου αι. (ό.π., σ.<br />
209, πίν. 556).<br />
Εικ. 8. Μονογραμματικός σταυρός αμφικιονοκράνου β΄.<br />
Εικ. 9. Εντοιχισμένο τμήμα πεσσίσκου τέμπλου.<br />
Εικ. 10. Επιτύμβια επιγραφή.
Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΓΙΑΣ (ΚΥΔΩΝΙΑΣ)<br />
89<br />
σού, Αγίας Ρουμέλης) 34 . Ένα ακόμη τμήμα πεσσίσκου με ελισσόμενο<br />
βλαστό βρέθηκε στον χώρο του ναού. Ένα άλλο μαρμάρινο<br />
γλυπτό, πιθανώς πεσσίσκος, είναι εντοιχισμένο ψηλά από την εξωτερική<br />
πλευρά του ίδιου τοίχου. Φέρει διάκοσμο από λατινικό ταινιωτό<br />
σταυρό, με πεπλατυσμένες κεραίες, που πατεί σε βάθρο από<br />
αλλεπάλληλα ορθογώνια. Τα γλυπτά προέρχονται από τέμπλο, προγενέστερο<br />
της μεσοβυζαντινής φάσης του ναού.<br />
Σε αναμοχλευμένη ταφή, νοτιοανατολικά και σε επαφή με τον<br />
τοίχο, βρέθηκε κατά τον καθαρισμό μαρμάρινη, επιτύμβια επιγραφή<br />
(εικ. 10), διαστάσεων 0,34 x 0,22 μ.<br />
ΧΜΓ 35 .<br />
+CABBATIΩΝΠΡΕΣΒ[ΥΤΕΡΟ]S<br />
KAΛΩCΠΟΛΙΤΕΥCΑ<br />
ΜΕΝΟCENK[YPI]ΩΕ[Ν]ΘΑΔΕ<br />
Κ[Ε]ΙΤΕΜΗΝΙΟΚΤΩΒΡ[ΙΟ]S ΔΙ<br />
ΙΝΔ[ΙΚΤΥΩΝΟ]S A HM[EPA]S KYPIAKH +<br />
(+Χριστέ Μεθ’ ημών Γενού. Σαββατίων πρεσβύτερος, καλώς πολιτευσάμενος<br />
εν Κυρίω, ενθάδε κείται. Μηνί Οκτώβριος ΔΙ΄ (ΙΔ΄ ;),<br />
Ινδικτυώνος Α΄, ημέρας Κυριακή+). Η πλήρης αναγραφή των χρονικών<br />
δεδομένων, μας επιτρέπει τη χρονολόγηση της επιγραφής στο<br />
έτος 613, όπως προκύπτει από την αναγωγή στους χρονολογικούς<br />
πίνακες 36 και από τον τύπο των γραμμάτων 37 .<br />
Ο ναός ερειπώθηκε σταδιακά σε μεγάλη έκταση, στα επόμενα<br />
χρόνια, όπως φαίνεται από το κυμαινόμενο ύψος διατήρησης των<br />
αρχικών τοίχων του και εγκαταλείφθηκε, όπως έγινε και με αρκετές<br />
34<br />
Ε. Μηλίτση, Τμήματα μεσοβυζαντινών τέμπλων από την Κω, στο Ch. Pennas-C.<br />
Vanderheyde (επιμ.), La sculpture byzantine: VIIe - XIIe siècles. Αctes<br />
du colloque international organisé par la 2e Éphorie des antiquités byzantines<br />
et l’École francaise d’Athènes (6-8 septembre 2000), Athènes 2008, σ. 436-<br />
437, εικ. 5· Ανδριανάκης, Ο νομός Χανίων, ό.π.<br />
35<br />
Η συντομογραφία ΧΜΓ απαντάται σε δύο ακόμη επιγραφές από τη δυτική<br />
Κρήτη. Βλ. Bandy, The Greek Christian insriptions, σ. 133 και 137. Η<br />
Guarducci, Inscriptiones Creticae, ό.π., προτείνει την ερμηνεία Χ[ριστ]έ<br />
Μ[εθ’ ημών]) Γ[ενού] (Bandy, ό.π., σ. 137).<br />
36<br />
V. Grumel, La chronologie, Paris 1958, σ. 239-264, ιδ. 244-248, 314,<br />
316. Οι άλλες χρονολογίες που συμπίπτουν με τα δεδομένα της επιγραφής<br />
είναι το 568 και το 658.<br />
37<br />
Η πλησιέστερη ως προς τον τύπο των γραμμάτων κρητική επιγραφή από<br />
το Αρχαιολογικό Μουσείο Ρεθύμνου, άγνωστης προέλευσης, χρονολογείται<br />
το 605 ή το 650 (Bandy, The Greek Christian insriptions, σ. 105-106).
90 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ<br />
Εικ. 11.<br />
Ναός Παναγίας<br />
Επισκοπης Αγιάς.<br />
Κάτοψη του ναού,<br />
οικοδομικές φάσεις<br />
(Μ. Ανδριανάκης,<br />
Μ. Αγγελάκη,<br />
Κ. Κουκουτσάκης).<br />
από τις παλαιοχριστιανικές βασιλικές της Κρήτης, μετά τον 7o αι. 38 ,<br />
γεγονός το οποίο έχει συνδεθεί με το γενικότερο κλίμα της εποχής<br />
και τις αραβικές επιδρομές που οδήγησαν στην αλλαγή του οικιστικού<br />
χάρτη του νησιού 39 . Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από<br />
τον Νικηφόρο Φωκά το 961, ανακατασκευάστηκε σε μεγάλη έκταση<br />
στο ίδιο με το αρχικό μέγεθος, γεγονός που συνδέεται με τη μετακίνηση<br />
της έδρας της επισκοπής στην Αγιά και τη μετονομασία της,<br />
όπως ήδη αναφέρθηκε (εικ. 11). Στη φάση αυτή ανήκει η συμπλή-<br />
38<br />
Οι παλαιοχριστιανικές βασιλικές Αγίου Νικήτα, Αγίου Αστράτηγου Φραγκοκαστέλου<br />
και Αγίας Ρουμέλης Σφακίων, Παναγίας και Αγίου Κηρύκου<br />
Λισσού Σελίνου. Βλ. σχετικά Ανδριανάκης, Ο νομός Χανίων, ό.π., σ. 22·<br />
Tsougarakis, Byzantine Crete, σ. 138 κ.ε. Η μακρά εγκατάλειψη και σταδιακή<br />
ερείπωση των ναών είναι οφθαλμοφανής από την κατάσταση<br />
διατήρησης των ερειπίων. Κατά το 14ο αι. παρατηρείται έντονη δραστηριότητα<br />
οικοδόμησης μικρών ναών στον χώρο του ιερού βήματος των<br />
ερειπωμένων ναών.<br />
39<br />
Τσουγκαράκης, Η Βυζαντινή Κρήτη, σ. 392-394.
Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΓΙΑΣ (ΚΥΔΩΝΙΑΣ)<br />
91<br />
Εικ. 12α. Ο βόρειος τοίχος.<br />
Εικ. 12β. Ναός Παναγίας Επισκοπής Αγιάς.<br />
Βόρεια όψη, οικοδομικές φάσεις (Μ. Ανδριανάκης, Μ. Αγγελάκη, Κ. Κουκουτσάκης).
92 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ<br />
Εικ. 13.<br />
Άποψη του ναού<br />
από ανατολικά.<br />
ρωση της εξωτερικής τοιχοποιίας (εικ. 12α) η οποία σώζεται από τη<br />
βόρεια πλευρά σχεδόν ακέραιη (εικ. 12β) και λιγότερο από τις<br />
υπόλοιπες, η προσθήκη δύο μικρότερων ημικυλινδρικών αψίδων<br />
εκατέρωθεν της αρχικής (εικ. 13), η αλλαγή της στέγασης, η διαμόρφωση<br />
του νάρθηκα και του εξωνάρθηκα και η ενίσχυση των κιόνων,<br />
με ενσωμάτωση του κατώτερου μέρους σε κτιστή κατασκευή (εικ.<br />
14). Κατά την ανακατασκευή αποκόπηκαν οι προεξοχές του εγκάρσιου<br />
κλίτους με την προέκταση των πλάγιων τοίχων προς τα ανατολικά.<br />
Στο ανώτερο μέρος, στο μέσο περίπου του τοίχου, η ανατολική<br />
παραστάδα του τρίτου παραθύρου το οποίο είναι και μικρότερων διαστάσεων<br />
από τα υπόλοιπα, είναι σε προεξοχή, δίδοντας την εντύπωση<br />
διαφορετικής οικοδομικής φάσης 40 (εικ. 15). Από τη βόρεια,<br />
δευτερεύουσα πλευρά, όπου υπήρχε και κλίση του εδάφους, ο τοίχος<br />
ο οποίος σωζόταν σε μεγάλο ύψος, συμπληρώθηκε εντελώς επίπεδος,<br />
όπως ο αρχικός. Τα σωζόμενα τμήματα της τοιχοποιίας έχουν<br />
40<br />
Αυτό οφείλεται στη διαφορά πάχους της τοιχοποιίας η οποία στο δυτικό<br />
μέρος είναι ισοπαχής με την αρχική, ενώ από ανατολικά, στον χώρο του
Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΓΙΑΣ (ΚΥΔΩΝΙΑΣ)<br />
93<br />
ενσωματωθεί και συμπληρωθεί κατά την ανακατασκευή του ναού. Η<br />
προσθήκη της νέας τοιχοποιίας από τη βόρεια πλευρά περιορίζεται<br />
στον κυρίως ναό και καταλήγει στον νάρθηκα. Η εκ των υστέρων<br />
προσθήκη του ανώτερου τμήματος του νάρθηκα προκύπτει από την<br />
ύπαρξη κάθετου αρμού στο σημείο αυτό (εικ. 16) και τη διαφορά<br />
τόσο της εξωτερικής του τοιχοποιίας, όσο και αυτής των σταυροθολίων<br />
(εικ. 17). Μια υπόθεση που χρήζει περαιτέρω διερεύνησης,<br />
είναι αν ο χαμηλότερος νάρθηκας παρέμεινε και αυτός αρχικά ξυλόστεγος<br />
και τροποποιήθηκε στη συνέχεια. Ένα θέμα ακόμη είναι ο<br />
ρόλος του τοίχου σε δεύτερο όροφο (εικ. 18), πιθανώς δωματίου, ο<br />
οποίος στηρίζεται πάνω στο νότιο τόξο του βόρειου σταυροθολίου<br />
και εφάπτεται εκ των υστέρων με τον ανατολικό τοίχο του νάρθηκα 41 .<br />
Εικ. 14.<br />
Ο βόρειος τοίχος από νότια.<br />
Διακρίνονται<br />
τα λείψανα<br />
των σταυροθολίων.<br />
εγκάρσιου κλίτους, κτίστηκε εκ θεμελίων κατά 0,05 μ. περίπου στενότερη,<br />
τονίζοντας έτσι το σημείο συνάντησης που συμπίπτει με το παράθυρο.<br />
Ίσως στο σημείο αυτό να «συναντήθηκαν» τα δύο συνεργεία που έκτιζαν<br />
τον τοίχο από ανατολικά και δυτικά.<br />
41<br />
Σχηματίζει καθαρό αρμό περίπου 3 εκατοστών με τον τοίχο του νάρθηκα<br />
σε όλο το ύψος του.
94 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ<br />
Από τη νότια πλευρά, από την οποία<br />
υπάρχει και η κύρια πρόσβαση στον ναό<br />
και όπου είναι θεμελιωμένος σε υψηλότερο<br />
επίπεδο, ο τοίχος ενισχύθηκε και συμπληρώθηκε<br />
με ενσωματωμένους στην τοιχοποιία<br />
πεσσούς (εικ. 19) που ενώνονται με<br />
τυφλά αψιδώματα, από τα οποία σώζονται<br />
τα τέσσερα. Δύο ακόμη τυφλά αψιδώματα<br />
θα πρέπει να υπήρχαν στο κατεστραμμένο<br />
τμήμα του τοίχου, σε αντιστοιχία με το νάρθηκα<br />
και τον εξωνάρθηκα. Η χρήση τυφλών<br />
αψιδωμάτων στη διαμόρφωση των<br />
όψεων των ναών, στοιχείο που συνδέεται<br />
με την παράδοση της Κωνσταντινούπολης,<br />
είναι συχνή στη μεσοβυζαντινή Κρήτη 42 .<br />
Στη νότια όψη σώζονται τμήματα κονιάματος<br />
με εγχαράξεις ψευοϊσόδομης τοιχοποιίας<br />
και ρομβοειδείς χαράξεις, γεγονός που<br />
δείχνει ότι αρχικά η πλευρά αυτή ήταν καλυμμένη<br />
από υπόλευκο επίχρισμα 43 (εικ.<br />
Εικ. 15. Βόρειος τοίχος.<br />
Λεπτομέρεια των δύο φάσεων της τοιχοποιίας.<br />
Εικ. 16. Το σημείο ένωσης<br />
κυρίως ναού και νάρθηκα.<br />
42<br />
Με ανάλογο τρόπο είναι διαμορφωμένη η<br />
πλάγια όψη σε δύο ακόμη αρχικά ξυλόστεγες<br />
βασιλικές, του Αγίου Παντελεήμονα στο Μπιζαριανώ<br />
Ηρακλείου (νότια όψη. Β΄ μισό<br />
11ου αι.), του Αγίου Γεωργίου στον Κουρνά<br />
Χανίων (βόρεια όψη. Τέλη 12ου αι.). Στην<br />
περίπτωση μάλιστα του Αγίου Παντελεήμονα,<br />
ο βόρειος τοίχος ανακατασκευάστηκε (13ος<br />
αι.) εντελώς επίπεδος, όπως και στην Αγιά.<br />
Με τυφλά αψιδώματα, τα οποία κατά τον 11ο<br />
αι. αντιστοιχούν στη δομή των κτηρίων, είναι<br />
διαμορφωμένες οι όψεις του συνόλου των<br />
σωζόμενων σταυροειδών με τρούλο ναών,<br />
καθώς και ορισμένων μονόχωρων με τρούλο,<br />
ή ξυλόστεγων (Ανδριανάκης, Η μνημειακή<br />
αρχιτεκτονική, σ. 329-330).<br />
43<br />
Η τεχνική που συνδέεται με την παράδοση<br />
της Κωνσταντινούπολης, απαντάται και σε άλλους<br />
ναούς της Κρήτης από τον 11ο μέχρι τον<br />
13ο αι. (Ανδριανάκης, Η μνημειακή αρχιτεκτονική,<br />
σ. 353-355).
Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΓΙΑΣ (ΚΥΔΩΝΙΑΣ)<br />
95<br />
20). Ανάλογες χαράξεις, αλλά και ανάλογης σύνθεσης κονίαμα εντοπίζονται<br />
στον κοντινό ναό της Ζωοδόχου Πηγής (Άι Κυρ Γιάννης)<br />
στον Αλικιανό, που κτίστηκε γύρω στα 1030 από τον όσιο Ιωάννη<br />
τον Ξένο. 44 Δυτικά κατασκευάστηκε ο σωζόμενος διαχωριστικός τοίχος<br />
μεταξύ του νάρθηκα και του κυρίως ναού, ο οποίος εφάπτεται<br />
στον βόρειο αρχικό, χωρίς να συνδέεται οργανικά με αυτόν στο κατώτερο<br />
τμήμα του (εικ. 21). Αυτό, αλλά και η στήριξη των σταυροθολίων,<br />
είχε ως συνέπεια την ανακατασκευή των τόξων του ναού<br />
πάνω στους ενισχυμένους χαμηλά κίονες, ενώ στα δυτικά στηρίζονται<br />
στις ενσωματωμένες στον τοίχο παραστάδες. Στη βόρεια παραστάδα<br />
έχει χρησιμοποιηθεί σε δεύτερη χρήση επίκρανο από τον<br />
αρχικό ναό 45 . Ακολουθεί ο νάρθηκας και ο ξυλόστεγος εξωνάρθη-<br />
Εικ. 17.<br />
Το βόρειο τμήμα<br />
του νάρθηκα.<br />
44<br />
Μ. Γ. Ανδριανάκης, Νέα στοιχεία και απόψεις για τη μνημειακή τέχνη της<br />
Κρήτης κατά τη β΄ βυζαντινή περίοδο, Πεπραγμένα ΣΤ΄ Διεθνούς Κρητολογικού<br />
Συνεδρίου, Χανιά 1986, τ. Β΄, Χανιά 1991, σ. 14-15.<br />
45<br />
Φέρει εγκοπή για πάκτωση θωρακίου και είναι κατά το ήμισυ ανεπεξέργαστο.
96 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ<br />
Εικ. 18.<br />
Το βόρειο τμήμα<br />
του νάρθηκα το 1987.<br />
κας του οποίου ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος έχει καταρρεύσει. Ο<br />
ανατολικός τοίχος των πλαγίων κλιτών αποκόπηκε μερικώς για την<br />
προσθήκη ημικυλινδρικών αψίδων, διαμέτρου 2 μ. η βόρεια και<br />
2,13 μ. η νότια, στο κέντρο των οποίων ανοίγονται μονόλοβα παράθυρα<br />
με λίθινους σταθμούς και τόξα από πλίνθους. Στη χορδή<br />
της νότιας αψίδας αποκαλύφθηκαν τα υπολείμματα του αρχικού<br />
ανατολικού τοίχου. Τα ελαφρώς οξυκόρυφα τόξα των παραθύρων,<br />
η σαφής διαφορά τους από τα υπόλοιπα και κάποια διατάραξη της<br />
τοιχοποίας στα σημεία αυτά, κάνουν πιθανή την υπόθεση ότι αποτελούν<br />
επέμβαση της περιόδου της βενετοκρατίας. Λόγω της δια -<br />
φοράς επιπέδου, η βόρεια αψίδα στηρίζεται σε ημικυλινδρική<br />
θεμελίωση από αμελή τοιχοποιία, ύψους περίπου 1,50 μ.<br />
Κατά την εκτεταμένη επέμβαση ανακατασκευής του ναού διατηρήθηκε<br />
ο βασικός αρχιτεκτονικός τύπος της τρίκλιτης βασιλικής με<br />
νάρθηκα και εξωνάρθηκα και πιθανώς το κεντρικό κλίτος παρέμεινε<br />
ξυλόστεγο 46 . Ο ναός επικοινωνεί με τον νάρθηκα με τρεις θύρες,<br />
46<br />
Η διατήρηση των κιονοστοιχιών, το μεγάλο πλάτος του κεντρικού κλίτους,
Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΓΙΑΣ (ΚΥΔΩΝΙΑΣ)<br />
97<br />
από τις οποίες σώζεται η βόρεια, διαστάσεων 1,15 x 2,27 μ., και<br />
το κατώτερο μέρος της κεντρικής, πλάτους 1,75 μ. Η βόρεια θύρα,<br />
κλεισμένη σήμερα 47 , έφερε από την εσωτερική πλευρά ξύλινο υπέρθυρο<br />
και επιστέφεται από ανακουφιστικό τόξο από λαξευτούς ψαμμίτες.<br />
Στο μέσο του βορειοδυτικού τόξου ανοίγεται μονόλοβο<br />
παράθυρο το οποίο κλείστηκε με τοίχο κατά την επόμενη επέμβαση<br />
48 . Δύο ακόμη ανοίγματα των οποίων σώζεται το κατώτερο<br />
μέρος, σε επαφή με τον ανατολικό τοίχο, συνδέουν το κεντρικό ιερό<br />
Εικ. 19.<br />
Άποψη του ναού<br />
από νοτιοανατολικά.<br />
η απουσία κάποιων ενισχυτικών στοιχείων στήριξης αλλά και οικοδομικού<br />
υλικού επιτόπου από την κατάρρευση της στέγης, επιτρέπουν την υπόθεση<br />
ότι διατηρήθηκε ο αρχικός τρόπος στέγασης. Η ενίσχυση των<br />
κιόνων, με εγκιβωτισμό τους σε τοιχοποιία, είχε σχέση με την υποδοχή<br />
των νέων φορτίων, που προστέθηκε στα πλάγια κλίτη.<br />
47<br />
Από την πλευρά του ναού με επιμελημένη ξερολιθιά, από την πλευρά του<br />
νάρθηκα με κτιστή τοιχοποιία, στο πάχος της οποίας μάλιστα έχει διανοιχτεί<br />
με πρόχειρο τρόπο η μικρή κόγχη του νεότερου ναού.<br />
48<br />
Κλείστηκε εξαιτίας της προσθήκης ορόφου πάνω από το βόρειο διαμέρισμα<br />
του νάρθηκα.
98 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ<br />
Εικ. 20.<br />
Νότιος τοίχος.<br />
Εγχαράξεις στο κονίαμα.<br />
βήμα με τα πλάγια. Στη διαμόρφωση των σταθμών τους έχουν χρησιμοποιηθεί<br />
σε δεύτερη χρήση κολουροειδή επιθήματα και σε<br />
μικρή έκταση η τεχνική της κρυμμένης πλίνθου 49 . Στο ύψος των δυτικών<br />
παραστάδων των ανοιγμάτων επικοινωνίας διακρίνεται ο<br />
στυλοβάτης του τέμπλου από δόμους ψαμμίτη, που μετακινήθηκε<br />
ανατολικότερα από την αρχική του θέση. Η τοιχοποιία και της δεύτερης<br />
οικοδομικής φάσης είναι κοινή με περισσότερο ισχυρό,<br />
γκρίζο κονίαμα και ποτάμιους ακατέργαστους λίθους στη βόρεια<br />
πλευρά, καθώς και κατεργασμένους από ψαμμίτη, με πυκνότερη<br />
χρήση τμημάτων πλίνθου, οστράκων και χαλικιών στις υπόλοιπες.<br />
Στον βόρειο τοίχο χρησιμοποιήθηκε για εξομάλυνση της επιφά-<br />
49<br />
Η τεχνική της κρυμμένης πλίνθου, συνήθως σε περιορισμένη έκταση, συνηθίζεται<br />
με διακοσμητικό τρόπο σε μια σειρά μεσοβυζαντινών ναών της<br />
Κρήτης κατά τον 11ο αι. (Ανδριανάκης, Η μνημειακή αρχιτεκτονική, σ.<br />
352-353).
Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΓΙΑΣ (ΚΥΔΩΝΙΑΣ)<br />
99<br />
νειάς του το κονίαμα δόμησης, ενώ στον νότιο (πιθανώς και στους<br />
υπόλοιπους), επίχρισμα με διακοσμητικό τρόπο. Σε δεύτερη χρήση<br />
υπάρχουν ενσωματωμένα spolia από τον αρχικό ναό 50 . Η σαφής<br />
διαφορά της τοιχοποιίας στις όψεις του ναού θα πρέπει να οφείλεται<br />
σε διαφορετικό οικοδομικό συνεργείο, το οποίο ασχολήθηκε λιγότερο<br />
με το αισθητικό μέρος, λόγω και της αθέατης θέσης της πλευράς<br />
αυτής και περισσότερο με τη στατική επάρκεια του τοίχου 51 . Η<br />
στέγαση των πλαγίων κλιτών και του νάρθηκα έγινε με σταυροθόλια,<br />
μέσων διαστάσεων 3,50 x 3,41 μ., τα οποία στηρίζονται στους<br />
εξωτερικούς τοίχους, στους κίονες και ανατολικά και δυτικά σε παραστάδες,<br />
ενσωματωμένες στην τοιχοποιία. Τα σταυροθόλια είναι<br />
Εικ. 21.<br />
Το βόρειο τμήμα<br />
του δυτικού τοίχου.<br />
50<br />
Βλ. παραπάνω.<br />
51<br />
Λόγω του μεγάλου του ύψους, εξαιτίας της κλίσης του εδάφους. Η διατήρηση<br />
του τοίχου για αιώνες μέχρι την εντελώς πρόσφατη κατάρρευση μικρού<br />
μέρους του, δείχνει την ορθότητα της επιλογής.
100 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ<br />
κτισμένα από πλίνθους με ισχυρό ασβεστοκονίαμα, όπως και όλα<br />
τα τόξα του ναού. Η ύπαρξή τους προκύπτει από την παρουσία των<br />
τεσσάρων τόξων στην εσωτερική όψη του δυτικού και των πλάγιων<br />
τοίχων, καθώς και των ακμών τους οι οποίες δεν καθαιρέθηκαν εντελώς<br />
και προεξέχουν ακόμη στις τρεις γωνίες. Λόγω των μεγάλων<br />
διαστάσεων των σταυροθολίων θεωρήθηκε αναγκαία η ενίσχυση της<br />
ευστάθειας των κιόνων με εγκιβωτισμό του κατώτερου μέρους τους<br />
σε κτιστή, τετράπλευρη κατασκευή από λαξευτούς λίθους. Με πέντε<br />
σταυροθόλια, διαστάσεων 2,69 x 2,67 μ., σε χαμηλότερο επίπεδο<br />
από αυτά των κλιτών, στεγαζόταν και ο νάρθηκας, από τα οποία σώζεται<br />
ακέραιο το βόρειο και μέρος του νότιου. Η ύπαρξη σαφούς<br />
αρμού στην τοιχοποιία βόρεια, μεταξύ του κυρίως ναού, η ανόργανη<br />
σύνδεση του ανατολικού τόξου με το δυτικό τοίχο του ναού και η<br />
χρήση λίθων αντί πλίνθων στο κτίσιμο των σταυροθολίων του νάρθηκα<br />
δείχνει ότι η ανωδομή του προστέθηκε στην τοιχοποιία της<br />
παλαιοχριστιανικής βασιλικής, σε επόμενη από την ανακατασκευή<br />
του υπόλοιπου ναού φάση. Η απουσία καμπύλωσης στον τοίχο του<br />
σωζόμενου βόρειου τμήματος του εξωνάρθηκα, του οποίου ο εξωτερικός<br />
τοίχος ανήκει κατά μεγάλο μέρος στον αρχικό ναό, κάνει πιθανή<br />
την υπόθεση ότι στεγαζόταν από μονόρρυτη στέγη.<br />
Ο ναός στη φάση αυτή ήταν τοιχογραφημένος, ελάχιστα όμως<br />
εξίτηλα τμήματα από τον διάκοσμο έχουν σωθεί από τη μακροχρόνια<br />
έκθεσή τους στις καιρικές συνθήκες. Σε ορισμένα σημεία, πάνω από<br />
το οικοδομικό κονίαμα, διακρίνονται δύο ακόμη στρώματα πάχους<br />
περίπου ενός εκατοστού. Το κονίαμα έχει μεγάλη περιεκτικότητα σε<br />
ασβέστη και σε μικρά τμήματα αχύρου. Από τα λίγα αυτά λείψανα του<br />
διακόσμου, αναγνωρίζονται μετωπικές μορφές ιεραρχών στη νότια<br />
κόγχη του ιερού, από τις οποίες διακρίνεται το κατώτερο μέρος των<br />
αμφίων, μορφή διακόνου στη βόρεια παραστάδα της βόρειας αψίδας,<br />
δύο μορφές μαρτύρων στο βορειοδυτικό τοίχο προς το νάρθηκα και<br />
συνεχόμενη μορφή σε στηθάριο στο ανακουφιστικό τόξο της θύρας<br />
προς το νάρθηκα. Ίχνη τοιχογραφικού διακόσμου, σε δύο στρώματα,<br />
διακρίνονται επίσης στο κατώτερο μέρος της δυτικής παραστάδας της<br />
βόρειας τοξοστοιχίας. Από τα ελάχιστα σωζόμενα λείψανα αναγνωρίζεται<br />
η μορφή ενός μάρτυρα (εικ. 22), γέροντος στρογγυλογένη, του<br />
οποίου τα χαρακτηριστικά προσομοιάζουν στον άγιο Μηνά 52 . Φορεί<br />
52<br />
Ν. Μουρίκη, Τα ψηφιδωτά της Νέας Μονής Χίου, τ. 1, Αθήνα 1985, σ. 186-<br />
187.
Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΓΙΑΣ (ΚΥΔΩΝΙΑΣ)<br />
101<br />
χιτώνα και καστανή χλαμύδα. Με το δεξί χέρι κρατούσε το σταυρό<br />
του μάρτυρα, ενώ τείνει σε δέηση το ανοικτό δεξί. Αν και τα χρώματα<br />
δεν διατηρούνται πλήρως, τα σαρκώδη μέρη πλάθονται επίπεδα σε<br />
κοκκινωπή ώχρα, τα χέρια αποδίδονται εντελώς γραμμικά πάνω στον<br />
προπλασμό με καστανό χρώμα, το μάτι έχει αποδοθεί με έντονη,<br />
διπλή γραμμή. Αποχρώσεις του ανοικτού πράσινου εντοπίζονται στη<br />
στηθαία μορφή και τη στολή των ιεραρχών στην κόγχη.<br />
Από όσα επισημάναμε παραπάνω, προκύπτει η αποκατάσταση<br />
μέρους του εικονογραφικού προγράμματος, όσον αφορά στην κατώτερη<br />
ζώνη, που φαίνεται ότι περιελάμβανε μετωπικούς αγίους,<br />
σύμφωνα με τα όσα επικρατούσαν γενικότερα κατά τη μεσοβυζαν-<br />
Εικ. 22.<br />
Παράσταση μάρτυρα<br />
(11ος αι.).<br />
Άγιος Μηνάς (;).
102 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ<br />
τινή περίοδο και εντοπίζονται και σε ναούς της Κρήτης. Αρχαιότερο<br />
παράδειγμα είναι το πρώτο στρώμα ζωγραφικής στο καθολικό της<br />
Μονής Μυριοκεφάλων, κατά το πρώτο τέταρτο του 11ου αι., όπου<br />
κυριαρχούν οι μετωπικές μορφές και η γραμμική σχεδίαση των χαρακτηριστικών<br />
πάνω στον προπλασμό 53 . Ανάλογα ισχύουν κατά τον<br />
ίδιο αιώνα και για τον διάκοσμο των ναών της Ζωοδόχου Πηγής<br />
στον Αλικιανό 54 , το πρώτο στρώμα ζωγραφικής της Παναγίας στο<br />
Φόδελε, της Αγίας Βαρβάρας στα Λατζιανά Κισάμου, το πρώτο<br />
στρώμα ζωγραφικής του Αγίου Παντελεήμονα στο Μπιζαριανώ 55 , το<br />
δεύτερο στρώμα της Αγίας Κυριακής στην Αργυρούπολη 56 , καθώς<br />
και τις λαϊκότερες τοιχογραφίες στον Άγιο Ευτύχιο στο Χρωμοναστήρι<br />
57 . Χωρίς να είναι δυνατή η ακριβής χρονολόγηση του τοιχογραφικού<br />
διακόσμου, τα λίγα αυτά στοιχεία επιτρέπουν την ένταξή<br />
του στη δραστηριότητα που αναπτύχθηκε στη μετά την απελευθέρωση<br />
της Κρήτης από τους Άραβες περίοδο, και τη χρήση του ναού<br />
ως επισκοπικού, μετατροπή που θα πρέπει να συνδεθεί με τη νέα<br />
πολιτική της κεντρικής εξουσίας.<br />
Με τον εποικισμό των Χανιών από τους Βενετούς το 1252, ο<br />
ναός της Αγιάς περιήλθε στην Καθολική Εκκλησία και φαίνεται ότι<br />
εξακολουθούσε να λειτουργεί για ένα διάστημα ως καθεδρικός, αν<br />
και στην πόλη των Χανίων κτίστηκε ο νέος, μεγαλοπρεπής καθεδρικός<br />
ναός της Παναγίας (Duomo). Η μεταφορά της επισκοπής στην<br />
πόλη και η επαναφορά του αρχαίου ονόματος δεν φαίνεται να έγιναν<br />
53<br />
Κτίστηκε μαζί με μια σειρά από άλλες μονές από τον τοπικό όσιο Ιωάννη<br />
τον Ξένο. Βλ. Μ. Μπορμπουδάκης, Η Βυζαντινή τέχνη ως την πρώιμη Βενετοκρατία,<br />
στο Παναγιωτάκης, Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισμός, τ. Β΄, σ. 26-<br />
28 και D. Mouriki, Stylistic Τrends in Μonumental Painting of Greece<br />
during the Eleventh and Twelfth Centuries, DOP 34-35 (1980-81), σ. 87.<br />
54<br />
Ανδριανάκης, Νέα στοιχεία, σ. 14-15. Τμήματά του αποκαλύφθηκαν πρόσφατα.<br />
55<br />
Για τη ζωγραφική του 11ου αι. στην Κρήτη βλ. Ανδριανάκης, Νέα στοιχεία,<br />
σ. 12-19, Μπορμπουδάκης, Η Βυζαντινή τέχνη, σ. 26-31 και Μ. Μπορμπουδάκης,<br />
Η Βυζαντινή τέχνη στο νομό Ηρακλείου, στο Ν. Γιγουρτάκης<br />
(επιμ.), Το Ηράκλειο και η περιοχή του. Διαδρομή στο χρόνο, Ηράκλειο 2004,<br />
σ. 148-150.<br />
56<br />
Μ. Ανδριανάκης, Η μνημειακή ζωγραφική στη μεσοβυζαντινή Κρήτη, στο<br />
Β. Συθιακάκη (επιμ.), Μουσείο Αγίας Αικατερίνης Ηρακλείου. Κατάλογος,<br />
Ηράκλειο 2014, σ. 51.<br />
57<br />
Ν. Β. Δρανδάκης, Αι τοιχογραφίαι του Αγίου Ευτυχίου, Κρ. Χρ. Ι΄ (1956),<br />
σ. 215-236. Κ. Γιαπιτσόγλου, Ανασκαφικά δεδομένα και παρατηρήσεις<br />
στην οικοδομική ιστορία του Αγίου Ευτυχίου στο Χρωμοναστήρι Ρεθύ-
Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΓΙΑΣ (ΚΥΔΩΝΙΑΣ)<br />
103<br />
νωρίτερα από τον 14ο αι. 58 . Προηγουμένως φαίνεται ότι είχε συμβεί<br />
μία ακόμη μερική κατάρρευση και ανακατασκευή του ναού, καθώς<br />
τα μεγάλα σταυροθόλια του κυρίως ναού, φαίνεται ότι τελικά δεν<br />
άντ εξαν και καταστράφηκαν. Ως πιθανή αιτία κατάρρευσης θεωρούμε<br />
το μεγάλο σεισμό του 1246, που είχε το επίκεντρό του κοντά<br />
στην περιοχή των Χανίων 59 . Αντίθετα τα σταυροθόλια του νάρθηκα,<br />
που κατασκευάστηκαν εξαρχής ως ενιαία κατασκευή, φαίνεται ότι<br />
άντεξαν και εντάχθηκαν στη νέα μορφή του ναού, αν και θα πρέπει<br />
να διευκρινιστεί η ακριβής σχέση τους με τη μεσοβυζαντινή φάση 60 .<br />
Έτσι χρειάστηκε να γίνει μία ακόμη επέμβαση ανακατασκευής<br />
του ναού σε απλή, τρίκλιτη, ξυλόστεγη βασιλική. Συγκεκριμένα καθαιρέθηκαν<br />
στους πλάγιους τοίχους τα υπολείμματα των ακμών των<br />
σταυροθολίων, εκτός από αυτά που υπήρχαν στις γωνίες, ευθυγραμμίστηκαν<br />
οι τοίχοι και υπερυψώθηκαν ελαφρά, ώστε να δεχτούν τη<br />
νέα μονόρρυτη κεραμοσκεπή. Από την επέμβαση αυτή σώζεται στο<br />
βόρειο κλίτος τμήμα τοιχοποιίας με λοξή απόληξη, ως προσθήκη<br />
πάνω στο δυτικό τόξο του βορειοδυτικού σταυροθολίου. Η τοιχοποιία<br />
στο τμήμα αυτό διαφέρει από την υπόλοιπη με την πυκνότερη<br />
χρήση θραυσμάτων πλίνθων και κεραμίδων σε διάταξη ζωνών. Επίσης<br />
διπλασιάστηκαν κατά μήκος οι δυτικές παραστάδες των τόξων<br />
των τοξοστοιχιών με μείωση του πλάτους των τόξων. Πιθανώς τότε<br />
έγινε και η μερική ανακατασκευή των μονόλοβων παραθύρων στις<br />
πλάγιες κόγχες με τα οξυκόρυφα τόξα. Δεν είναι βέβαιο αν τα λείψανα<br />
τοιχογραφικού διακόσμου, που εντοπίζονται στη βάση του δυτικού<br />
πεσσού του βόρειου κλίτους, ανήκουν σε αυτή τη φάση. Ως<br />
τρίκλιτη, ξυλόστεγη βασιλική, χωρίς άλλες επεμβάσεις, χρησιμοποιήθηκε<br />
ο ναός ως επισκοπικός από τον Λατίνο επίσκοπο Αγιάς.<br />
Είναι άγνωστο πότε κατέρρευσε για μία ακόμη φορά η στέγη του<br />
ναού. Είναι πιθανό να συνέβη στα χρόνια της όψιμης Βενετοκρατίας,<br />
όταν γενικότερα παρατηρείται μια εγκατάλειψη των καθολικών ναών<br />
μνου: Προκαταρκτική παρουσίαση, Ευμάθιος Φιλοκάλης,. Ανάδειξη βυζαντινών<br />
μνημείων Κρήτης και Κύπρου, Ρέθυμνο 2014, σ. 25-41, ιδ. σ. 39.<br />
58<br />
Gerola, Monumenti Veneti, τ. ΙΙ, σ. 100-105.<br />
59<br />
Βλ. παραπάνω σημείωση 21. Τα πολύ μεγάλα σταυροθόλια, με την ασταθή<br />
στήριξη σε ογκώδεις κίονες προγενέστερου κτίσματος (αν και είχε επιχειρηθεί<br />
η σταθεροποίησή τους με τον εγκιβωτισμό της βάσης), φαίνεται<br />
ότι καταστράφηκαν από το σεισμό.<br />
60<br />
Διατηρείται ακέραιο το βόρειο και μέρος του συνεχόμενου. Η κατάρρευση<br />
των υπολοίπων, όπως και όλου του ναού, θα πρέπει να έγινε σταδιακά<br />
σε μεταγενέστερο χρόνο, όταν εγκαταλείφθηκε.
104 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ<br />
της υπαίθρου από έλλειψη ποιμνίου, καθώς αυτοί περιορίζονται κυρίως<br />
στα αστικά κέντρα 61 . Η επόμενη οικοδομική φάση, η οποία θα<br />
πρέπει να αποδοθεί στον σεβασμό των ορθοδόξων της περιοχής<br />
στον παλαιό ναό, περιορίζεται στο τμήμα του κεντρικού κλίτους<br />
μπροστά από το ιερό βήμα. Συμπληρώθηκαν με κοινή τοιχοποιία τα<br />
κενά μεταξύ των δύο ανατολικών κιόνων και του ανατολικού τοίχου,<br />
στην οποία ενσωματώθηκαν και οι μεταγενέστερες ενισχύσεις της<br />
βάσης των κιόνων, ενώ δυτικά κτίστηκε τοίχος με θύρα, που περιόριζε<br />
τις διαστάσεις του μεσαίου κλίτους. Η ύπαρξη υπολείμματος κάθετου<br />
τοίχου στο νότιο κλίτος και ανοίγματος επικοινωνίας των δυο<br />
κλιτών στο νεότερο τοίχο, κάνει πιθανή την υπόθεση ότι στη φάση<br />
αυτή ο ναός ήταν δίκλιτος. Η απλότητα της κατασκευής κάνει πιθανή<br />
την υπόθεση ότι η στέγαση του ναού ήταν και πάλι με κεραμοσκεπή,<br />
ή με απλό επίπεδο δώμα πάνω σε δοκάρια.<br />
Η αρχική οικοδόμηση της βασιλικής στο κέντρο μίας εξαιρετικά<br />
εύφορης περιοχής, το μέγεθος και η ποιότητα της αρχιτεκτονικής,<br />
σε σύγκριση με άλλους ναούς της δυτικής Κρήτης, σε συνδυασμό με<br />
την απουσία άλλων αρχαιολογικών ενδείξεων, υποδεικνύει την πιθανή<br />
ύπαρξη σημαντικού οικισμού στον ευρύτερο χώρο. Από τον<br />
οικισμό αυτό θα πρέπει να προέρχονται και τα σε δεύτερη χρήση<br />
στοιχεία 62 . Ενδιαφέρον θέμα αποτελεί το γεγονός ότι στη δυτική<br />
Κρήτη απαντάται εντονότερη η χρήση του εγκάρσιου κλίτους, όπως<br />
ήδη επισημάνθηκε 63 . Η έκταση διατήρησης των ερειπίων του παλαιοχριστιανικού<br />
ναού δίνει μία αρκετά πλήρη εικόνα για την αρχιτεκτονική<br />
της περιόδου, την οποία η συνέχιση της ανασκαφικής<br />
έρευνας απομένει να διευκρινίσει και να προσθέσει αρκετά στοιχεία.<br />
Η επιλογή του αρχιτεκτονικού τύπου της τρίκλιτης βασιλικής<br />
για τη μεταστέγαση του επισκοπικού ναού της επισκοπής Κυδωνίας<br />
(Αγιάς), με αξιοποίηση των ερειπίων μίας προγενέστερης, αποτελεί<br />
συνήθης πρακτική η οποία συνδέεται με τις γενικότερες τάσεις και<br />
κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, ενώ<br />
έχει σχέση με την καταλληλότητα του αρχιτεκτονικού τύπου για το<br />
σκοπό αυτό 64 . Ανάλογα ισχύουν και στην περίπτωση της Κρήτης,<br />
61<br />
Χ. Μαλτέζου, Η Κρήτη κατά τη Βενετοκρατία, στο Παναγιωτάκης, Κρήτη:<br />
Ιστορία και Πολιτισμός, τ. Β΄, σ. 151-153.<br />
62<br />
Οι μεγάλοι κίονες και η βάση από λευκό μάρμαρο, καθώς και το τμήμα<br />
μαρμάρου με επιγραφή, που χρησιμοποιήθηκε ως αμφικιονόκρανο.<br />
63<br />
Βλ. παραπάνω, σημ. 28.<br />
64<br />
Π. Βοκοτόπουλος, Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική εις την Δυτικήν Στερεάν Ελ-
Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΓΙΑΣ (ΚΥΔΩΝΙΑΣ)<br />
105<br />
όπου στον αρχιτεκτονικό τύπο της ξυλόστεγης ή καμαροσκέπαστης<br />
βασιλικής ανήκαν τουλάχιστον τρεις επισκοπικοί ναοί, του Αρίου<br />
στη Βιράν Επισκοπή Μυλοποτάμου, που αντικατέστησε την παλαιοχριστιανική<br />
επισκοπή Συβρίτου 65 , του Μυλοποτάμου στον οικισμό<br />
Επισκοπή Μυλοποτάμου, που αντικατέστησε την παλαιοχριστιανική<br />
επισκοπή Ελευθέρνης 66 , και της Σητείας στην Απάνω Επισκοπή Σητείας<br />
67 . Στις περιπτώσεις της Αγιάς και της Βιράν Επισκοπής ήταν<br />
δεσμευτική η ύπαρξη των ερειπίων παλαιοχριστιανικής βασιλικής,<br />
τα οποία αξιοποιήθηκαν 68 . Στους επισκοπικούς ναούς θα πρέπει να<br />
προστεθούν ακόμη μία σειρά από απλούς, στον αρχιτεκτονικό τύπο<br />
λάδα και την Ήπειρον, από του τέλους του 7ου μέχρι του τέλους του 10ου αιώνος,<br />
Θεσσαλονίκη 1975, σ. 95-105· Ν. Νικονάνος, Βυζαντινοί ναοί της<br />
Θεσσαλίας από τον 10ο αιώνα ως την κατάκτηση της περιοχής από τους Τούρκους,<br />
Αθήναι 1979, σ. 143-146· Χ. Μπούρας, Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή<br />
αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Αθήνα 2001, σ. 86-87· Χ. Μπούρας-Λ.<br />
Μπούρα, Η Ελλαδική ναοδομία κατά τον 12ο αιώνα, Αθήνα 2002, σ. 344-<br />
345· Φλ. Γ. Καραγιάννη, Επισκοπικοί ναοί της Μέσης Βυζαντινής Περιόδου.<br />
Το παράδειγμα της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη (Διδακτ. διατριβή) 2006, σ.<br />
157-159.<br />
65<br />
Κ. Δ. Καλοκύρης, Ανασκαφή βυζαντινής βασιλικής εις Βεράν Επισκοπήν<br />
Κρήτης, Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας (1959), σ. 230-<br />
239. Η ανακατασκευή της καμαροσκέπαστης βασιλικής στη θέση παλαιοχριστιανικής<br />
κατά τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους, καθώς και η<br />
ονομασία του οικισμού, καθιστούν ισχυρή την άποψη του ανασκαφέα για<br />
μεταφορά της επισκοπής, η οποία πιθανώς έγινε πριν από την Αραβοκρατία<br />
(Ανδριανάκης, Η μνημειακή αρχιτεκτονική, σ. 320).<br />
66<br />
Ο ναός του Αγίου Ιωάννη στην Επισκοπή Μυλοποτάμου ανακατασκευάστηκε<br />
από τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική σε σταυροειδή με τρούλο στις<br />
αρχές του 14ου αι., πιθανώς από τον Αλέξιο Καλλέργη (Μ. Ανδριανάκης,<br />
Χριστιανικά μνημεία επαρχίας Μυλοποτάμου, στο Ειρ. Γαβριλάκη-Γ. Τζιφόπουλος<br />
(επιμ.), Ο Μυλοπόταμος από την αρχαιότητα ως σήμερα. Βυζαντινοί<br />
χρόνοι. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου. Παράρτημα, Ρέθυμνο 2006, σ. 63-65).<br />
67<br />
Ο ναός του Αγίου Ιωάννη στην Απάνω Επισκοπή Σητείας ανακατασκευάστηκε<br />
στον τύπο της τρίκλιτης, καμαροσκέπαστης βασιλικής, στη θέση ξυλόστεγης,<br />
με σωζόμενα υπολείμματα τυφλών αψιδωμάτων στα δυτικά, τα<br />
οποία διαμόρφωναν πλαστικά τις όψεις. Τόσο οι αναλογίες του ναού, όσο<br />
και η απουσία κάποιου άλλου στοιχείου δεν επιτρέπουν την υπόθεση ότι<br />
ο μεσοβυζαντινός ναός ήταν τρουλαίος, υπόθεση την οποία διατύπωσε ο<br />
Gerola (Monumenti Veneti, τ. ΙΙ, σ. 83-85), και αποδέχεται η Ό. Γκράτζιου<br />
(Ο. Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή. Η μαρτυρία της εκκλησιαστικής<br />
αρχιτεκτονικής, Ηράκλειο 2010, σ. 199-200). Για τους επισκοπικούς<br />
ναούς της Κρήτης, βλ. Ανδριανάκης, σ. 320-324.<br />
68<br />
Καλοκύρης, Ανασκαφή βυζαντινής βασιλικής εις Βεράν, σ. 230-231.
106 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ<br />
της βασιλικής, που χρονολογούνται στους μεσοβυζαντινούς χρόνους,<br />
οι οποίοι όμως δεν διασώζουν την αρχική τους στέγαση 69 . Η<br />
χρήση της στη συνέχεια ως επισκοπικού των Λατίνων, έγινε χωρίς<br />
αλλαγές, εκτός πιθανώς από κάποιες παρεμβάσεις, που εξυπηρετούσαν<br />
τις λειτουργικές ανάγκες του νέου δόγματος. Αν και στην περίπτωση<br />
της επισκοπής Αγιάς δεν υπάρχουν πληροφορίες για<br />
κοινή χρήση του ναού από τους Ορθοδόξους, όπως στις αντίστοιχες<br />
περιπτώσεις των καθεδρικών ναών των επισκοπών Ιεράπετρας 70 ,<br />
Σητείας 71 , Αρκαδίας 72 και Μυλοποτάμου 73 , είναι αρκετά πιθανό με<br />
βάση τα δεδομένα της εποχής, να υπήρχε κάποια χρήση του ιδιαίτερα<br />
σεβαστού για τους ντόπιους ναού 74 και από αυτούς. Η αδιαφορία<br />
για τη χρήση του συγκεκριμένου αρχιτεκτονικού τύπου, χωρίς<br />
ριζικές επεμβάσεις από τους Λατίνους, δεν επιβεβαιώνει την άποψη<br />
ότι σε κάποιες περιπτώσεις οι επεμβάσεις σε πρώην ορθόδοξους<br />
ναούς είχαν κάποιο δογματικό ή πολιτικό κίνητρο 75 . Αντιθέτως η<br />
69<br />
Ανδριανάκης, Η μνημειακή αρχιτεκτονική, σ. 328-331.<br />
70<br />
Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 143 σημ. 47, σ. 243-<br />
244, σ. 252-253· Μ. Μονδέλου, Όψεις της Καθολικής Εκκλησίας στη Σητεία<br />
και στην Ιεράπετρα μέσα από την έκθεση του επισκόπου Pietro Pisani<br />
(1630), Πεπραγμένα του Θ΄Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Ελούντα 2001),<br />
τ. Β1΄, Ηράκλειο 2004, σ. 307.<br />
71<br />
Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 218, 254.<br />
72<br />
Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 241-243, 259.<br />
73<br />
Η περίπτωση της επισκοπής Μυλοποτάμου είναι ιδιόρρυθμη, αφού αν<br />
και είχε Λατίνο επίσκοπο, είχε ενοικιαστεί από τον Αλέξιο Καλλέργη, σύμφωνα<br />
με τη Συνθήκη του με τους Βενετούς, ο οποίος φρόντισε για την<br />
ανοικοδόμηση του καθεδρικού ναού από τρίκλιτη βασιλική σε σταυροειδή<br />
με τρούλο, την τοιχογράφησή του με υψηλής ποιότητας τοιχογραφίες, έργα<br />
Έλληνα ζωγράφου, και για την ταφή του μέσα σε αυτόν, όπως πληροφορούμαστε<br />
από τη διαθήκη της κόρης του Αγνής. (Γκράτζιου, Η Κρήτη στην<br />
ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 237-241, 244-246 και Μ. Ανδριανάκης, Ο<br />
ναός της Παναγίας στην Πατσώ Αμαρίου, Ευμάθιος Φιλοκάλης. Ανάδειξη<br />
βυζαντινών μνημείων Κρήτης και Κύπρου, Ρέθυμνο 2014, σ. 71-73, ιδ. σημ.<br />
61-64).<br />
74<br />
Όσον αφορά στο παρελθόν του και τη χρήση του από την αποχώρηση<br />
των Βενετών μέχρι και σήμερα.<br />
75<br />
Το θέμα ανακινήθηκε από την Γκράτζιου (Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική<br />
εποχή, σε πολλά σημεία) είτε όσον αφορά στην εξάπλωση των μονόχωρων<br />
ναών, στη χρήση δίκλιτων και τρίκλιτων ναών και από τα δυο δόγματα,<br />
είτε στην αποφυγή χρήσης βυζαντινών αρχιτεκτονικών στοιχείων, όπως<br />
ο τρούλος. Από την εξέταση όμως αρκετών περιπτώσεων, προκύπτει ότι<br />
όσον αφορά στην επιλογή του αρχιτεκτονικού τύπου δεν τίθεται θέμα δόγματος,<br />
ή πολιτικής, όπως έχει ήδη επισημάνει ο Gerola από τις αρχές του
Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΓΙΑΣ (ΚΥΔΩΝΙΑΣ)<br />
107<br />
διαχρονική παρουσία κάποιων αρχιτεκτονικών τύπων πριν και μετά<br />
τη Βενετοκρατία (μονόχωροι, δίκλιτοι, τρίκλιτοι) και η ποικιλία των<br />
διαδοχικών επεμβάσεων σε ναούς κατά τον μετασχηματισμό τους<br />
μετά από κάποια καταστροφή, ανάλογα με τα σωζόμενα στοιχεία,<br />
δείχνουν περισσότερο προς πρακτικές κατευθύνσεις. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική<br />
μάλιστα είναι η περίπτωση της Αγιάς, ενός επισκο -<br />
πικού για ένα διάστημα ναού, όπου τόσο οι παλαιότερες της<br />
βενετοκρατίας επεμβάσεις, όσο και αυτές που συνεχίστηκαν μέχρι<br />
σήμερα υπαγορεύονται από το ίδιο πρακτικό πνεύμα και εξαρτώνται<br />
από τις εκάστοτε ιστορικές, καλλιτεχνικές και οικονομικές καταστάσεις.<br />
Οπωσδήποτε οι διαστάσεις του ζητήματος είναι πολύ μεγάλες<br />
και η σε βάθος διερεύνησή του με μεγαλύτερη αξιοποίηση των<br />
πηγών είναι επιβεβλημένη.<br />
Το θέμα της προέλευσης των τρίκλιτων βασιλικών της Κρήτης<br />
έχει απασχολήσει την έρευνα στο παρελθόν 76 , καθώς και πρόσφατα<br />
η εξέλιξη του τύπου κατά τους υστεροβυζαντινούς χρόνους 77 . Από<br />
τον Millet υποστηρίχθηκε ότι οι θολωτές βασιλικές της Κρήτης έφτασαν<br />
στο νησί κατά τον 10ο αι. από τη Μικρά Ασία μέσω Λακωνίας 78 .<br />
Στην ίδια ομάδα, όσον αφορά στην προέλευση του τύπου, εντάσσει<br />
και τους μονόχωρους καμαροσκέπαστους ναούς που σώζονται σε<br />
20ού αι. (βλ. παρακάτω σημ. 80). Κατά τις ανακατασκευές-συνήθως μετά<br />
από μερική κατάρρευση- καταλυτικό ρόλο παίζουν τα ερειπωμένα κτίσματα<br />
(χαρακτηριστική η περίπτωση της Αγιάς). Όσον αφορά στο θέμα των<br />
τρούλων, η χρήση τους είναι αρκετά συχνή σε όλη τη διάρκεια της βενετοκρατίας,<br />
όχι μόνο στην Κρήτη, αλλά και στην ίδια τη Βενετία, χωρίς να<br />
τίθενται δογματικές παράμετροι (βλ. ένα πλήθος σχετικά παραδείγματα<br />
στο έργο του Gerola). Η αποδοχή δυτικών επιμέρους στοιχείων είναι μία<br />
άλλη υπόθεση που επίσης δεν έχει πάντα σχέση με τα δόγματα.<br />
76<br />
G. Milet, L’École Greque dans l’architecture Byzantine, Paris 1916, σ. 40·<br />
Α. Κ. Ορλάνδος, Ανατολίζουσαι βασιλικαί της Λακωνίας, ΕΕΒΣ Δ΄ (1927),<br />
σ. 346· Γ. Σωτηρίου, Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία, τ. Α΄, Αθήνα<br />
1942, σ. 319-322· Βοκοτόπουλος, Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, σ. 95-<br />
103. Ο Millet στηρίχθηκε στις κατόψεις και τις λίγες φωτογραφίες των<br />
ναών που είχε δημοσιεύσει ο Gerola, ενώ αναφέρεται στις θολοσκέπαστες<br />
βασιλικές του Αγίου Παντελεήμονα στο Μπιζαριανώ, του Αγίου Ιωάννη<br />
στο Λιλιανώ, το καθολικό της Μονής Παλιανής, καθώς και στους μονόχωρους<br />
ναούς γενικότερα. Την άποψη επαναλαμβάνει ο Ορλάνδος, αναφερόμενος<br />
σε παραδείγματα από τη Λακωνία και αποδέχεται γενικότερα<br />
ο Σωτηρίου (ό.π., σ. 446).<br />
77<br />
Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 213-222.<br />
78<br />
Millet, L’École Greque, σ. 46-47.
108 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ<br />
ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό στο νησί, ιδίως από το 13ο αι. και εξής 79 .<br />
Η έρευνα ωστόσο απέδειξε την αδιάκοπη παρουσία του αρχιτεκτονικού<br />
τύπου της τρίκλιτης βασιλικής στον ελλαδικό χώρο, σε συνέχεια<br />
από την παλαιοχριστιανική περίοδο 80 . Όπως επίσης έχουμε<br />
επισημάνει, τρίκλιτες βασιλικές (ξυλόστεγες ή θολοσκέπαστες) προϋπήρχαν<br />
της αραβοκρατίας 81 , ενώ κανείς από τους ναούς, στους<br />
οποίους αναφέρεται ο Millet δεν σώζει την αρχική του στέγαση 82 .<br />
Ο ναός του Αγίου Παντελεήμονα στο Μπιζαριανώ ήταν αρχικά τρίκλιτη<br />
ξυλόστεγη βασιλική με νάρθηκα 83 , η στέγαση του ναού του<br />
79<br />
Μονόχωροι ναοί (ξυλόστεγοι ή καμαροσκέπαστοι) εντοπίζονται και στην<br />
Κρήτη, όπως και αλλού ήδη από την παλαιοχριστιανική περίοδο (Μπούρας-Μπούρα,<br />
Η Ελλαδική ναοδομία, σ. 344-345), συνηθίζονται κατά τη<br />
μεσοβυζαντινή (Μ. Ανδριανάκης, Ο ναός της Παναγίας Γαλακτούσας Απομαρμά,<br />
Κ. Τσικνάκης (επιμ.), Πρακτικά του επιστημονικού Συνεδρίου Ρούβας<br />
… Ιστορία Πολιτισμός, Γέργερη 10-11 Αυγούστου 2007, Γέργερη 2009, σ.<br />
106-108 και Ανδριανάκης, Η μνημειακή αρχιτεκτονική, σ. 324-328) και<br />
κυριαρχούν συντριπτικά κατά την περίοδο της βενετοκρατίας (Γκράτζιου,<br />
Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 94-107). Η διαρκής παρουσία<br />
του αρχιτεκτονικού τύπου από αρκετά ενωρίς, αναιρεί πλήρως την υπόθεση<br />
του Millet. Όσον αφορά στην κυριαρχία των μονόχωρων ναών κατά<br />
τη βενετοκρατία, ιδίως από τον 14o αι. και εξής, αυτό οφείλεται στην<br />
απλότητα του τύπου και τις οικονομικές δυνατότητες των κτητόρων, την<br />
ανθεκτικότητα της κατασκευής, ιδίως μετά τις καταστρεπτικές συνέπειες<br />
του σεισμού του 1303, και την περιοριστική πολιτική των Βενετών απέναντι<br />
στην Ορθόδοξη Εκκλησία (Gerola, Monumenti Veneti, τ. ΙΙ, σ. 194-<br />
195· Μπορμπουδάκης, Η Βυζαντινή τέχνη, σ. 24-25· Ανδριανάκης, Η<br />
μνημειακή αρχιτεκτονική, σ. 325). Αντίθετα η Γκράτζιου (ό.π., σ. 93-125<br />
και αλλού) δίδει ιδιαίτερη έμφαση σε δογματικά θέματα ως προς την επιλογή<br />
του αρχιτεκτονικού τύπου.<br />
80<br />
Σωτηρίου, Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία, σ. 319-322· Βοκοτόπουλος,<br />
Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, σ. 95-103.<br />
81<br />
Ανδριανάκης, Νέα στοιχεία, σ. 16-17 και Ανδριανάκης, Μνημειακή αρχιτεκτονική,<br />
σ. 331-332. Οι θολοσκέπαστες βασιλικές της Βιράν Επισκοπής<br />
Ρεθύμνου και Παναγίας Κεράς Καλυβών Χανίων, καθώς και η<br />
ξυλόστεγη Βυζαρίου Ρεθύμνου, προϋπήρχαν της Αραβοκρατίας (ό.π.).<br />
82<br />
Οι μεσοβυζαντινές βασιλικές του Αγίου Παντελεήμονα στο Μπιζαριανώ<br />
(11ος αι.), Αγίου Ιωάννη στο Λιλιανώ και Αγίου Γεωργίου στον Κουρνά<br />
(τέλη 12ου αι.) ήταν αρχικά ξυλόστεγες.<br />
83<br />
Ο Gallas υποστήριξε ότι ο ναός στο Μπιζαριανώ ήταν αρχικά σταυροειδής<br />
με τρούλο (Gallas-Wessel-Borboudakis, Byzantinisches Kreta, σ. 402-407),<br />
άποψη που δέχεται και η Γκράτζιου (Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική<br />
εποχή, σ. 187-189), υπόθεση όμως η οποία προϋποθέτει τη θέση<br />
του τρούλου στο τρίτο από τα τέσσερα και όχι στο δεύτερο από ανατολικά<br />
αψίδωμα. Είναι φανερό ότι το δυτικό τμήμα του νότιου τοίχου της αρχικά
Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΓΙΑΣ (ΚΥΔΩΝΙΑΣ)<br />
109<br />
Αγίου Ιωάννη στο Λιλιανώ δεν είναι αρχική 84 , όπως και του καθολικού<br />
της Μονής Παλιανής 85 , καθώς και του ναού των Αγίων Δέκα<br />
στο ομώνυμο χωριό, ο οποίος ανακατασκευάστηκε σε μεγάλη έκταση<br />
κατά τον 14ο και 19ο αι. 86 . Χωρίς καμιά αμφιβολία ξυλόστεγη ήταν<br />
η τρίκλιτη βασιλική του Αγίου Γεωργίου στον Κουρνά Χανίων (τέλη<br />
12ου αι.), καθώς και το κλίτος του Χριστού που προστέθηκε στη<br />
νότια πλευρά της κατά το πρώτο μισό του 13ου αι. 87 . Ο ναός της<br />
ξυλόστεγης βασιλικής, κατέρρευσε και ανακατασκευάστηκε με αμελέστερο<br />
τρόπο από ό,τι το σωζόμενο. Η χρονολόγηση της οικοδόμησης (β΄ μισό<br />
11ου αι.) και της ανακατασκευής (τέλη 12ου αι.) προκύπτει από τα διαφορετικά<br />
στρώματα τοιχογράφησης, που σώζονται αντίστοιχα (Ανδριανάκης,<br />
Νέα στοιχεία, σ. 18-19).<br />
84<br />
Ο Gallas υποστηρίζει και για τον ναό του Αγίου Ιωάννη στο Λιλιανώ ότι<br />
ήταν αρχικά σταυροειδής με τρούλο (Gallas-Wessel-Borboudakis, Byzantinisches<br />
Kreta, σ. 400-401), άποψη την οποία επίσης αποδέχεται η Γκράτζιου<br />
(Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 189-191), ενώ<br />
οι ενδείξεις είναι ακόμη ασθενέστερες. Εδώ οι τοίχοι παρουσιάζουν κατασκευαστική<br />
ενότητα σε όλο το ύψος, χωρίς καμία ένδειξη διαφοροποίησης<br />
και οι οξυκόρυφες καμάρες των κλιτών (o Gallas σχεδιάζει τις<br />
καμάρες ημικυλινδρικές) στηρίζονται σε τοξοστοιχίες από τρία επίσης<br />
οξυκόρυφα τόξα, χαρακτηριστικά στοιχεία που εμφανίζονται στην Κρήτη<br />
από το δεύτερο μισό του 13ου αι.<br />
85<br />
Το κεντρικό κλίτος στεγάζεται από οξυκόρυφη καμάρα και τα πλάγια από<br />
μισές οξυκόρυφες. Η λύση αυτή που απαντάται σε δίκλιτους και τρίκλιτους<br />
ναούς, επιχωριάζει στην ευρύτερη περιοχή δυτικά του Ηρακλείου, όπου<br />
βρίσκονται τα φέουδα της μεγάλης βυζαντινής οικογένειας Καλλέργη (βλ.<br />
Ανδριανάκης, Χριστιανικά μνημεία επαρχίας Μυλοποτάμου, σ. 66, ενώ<br />
με τον ναό ασχολήθηκε και η Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική<br />
εποχή, σ. 191-193). Κατά την άποψη μας γνώρισε σχεδόν πλήρη ανακατασκευή<br />
κατά τον 14ο αι., όπως συμπεραίνουμε από τον βόρειο τοίχο,<br />
την τοξοστοιχία και τον τρόπο στέγασης, ενώ ο νότιος τοίχος φαίνεται ότι<br />
ανακατασκευάστηκε μετά τον σεισμό του 1856 (προσωπικές παρατηρήσεις<br />
μετά τις εργασίες της 13ης ΕΒΑ).<br />
86<br />
Gerola, Monumenti Veneti, τ. ΙΙ, σ. 188-191 και Γκράτζιου, Η Κρήτη στην<br />
ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 193-195. Από τον αρχικό ναό σώζονται μέρος<br />
της εξωτερικής τοιχοποιίας, καθώς και οι κιονοστοιχίες, στα εσωράχια<br />
των οποίων σώζονται παραστάσεις αγίων, που μπορούν να χρονολογηθούν<br />
στο α΄ μισό του 13ου αι. (Ανδριανάκης, Νέα στοιχεία, σ. 21 κ.ε.).<br />
Η στέγαση του κεντρικού κλίτους με οξυκόρυφη καμάρα και των πλαγίων<br />
με μισές οξυκόρυφες, αποτελούν επέμβαση του 14ου αι. Στις αρχές του<br />
20ού αι. επεμβάσεις στις εξωτερικές όψεις, προκάλεσαν ακόμη μεγαλύτερη<br />
αλλοίωση του ναού.<br />
87<br />
Ανδριανάκης, Νέα Στοιχεία, σ. 21 και Ανδριανάκης, Η μνημειακή αρχιτεκτονική,<br />
σ. 329, σημ. 67.
110 ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗΣ<br />
Παναγίας στην Αγιά με τις διαδοχικές ανακατασκευές του, αποτελεί<br />
το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της διαχρονικής παρουσίας του<br />
αρχιτεκτονικού τύπου της βασιλικής στην Κρήτη. Οι παραπάνω επισημάνσεις<br />
δεν επιτρέπουν υποθέσεις για κάποια ιδιαιτερότητα της<br />
Κρήτης σε σχέση με τη γενικότερη δραστηριότητα της εποχής.<br />
Αν και η τρίτη επέμβαση πραγματοποιήθηκε σε μια εποχή κατά<br />
την οποία η διαδικασία εδραίωσης της κυριαρχίας των Βενετών<br />
στην Κρήτη ήταν σε εξέλιξη, απουσιάζουν εντελώς οι δυτικές επιδράσεις,<br />
οι οποίες εντοπίζονται στους καθολικούς ναούς που κτίζονται<br />
στις πόλεις και επεκτείνονται σταδιακά και στην ύπαιθρο.<br />
Αυτό πιθανώς επιβεβαιώνει την υπόθεση ότι η παρέμβασή τους στο<br />
διαμέρισμα των Χανίων, όπου ήταν σε εξέλιξη επαναστατικά κινήματα<br />
μέχρι τα μέσα του 13ου αι. 88 , ήταν περιορισμένη και ότι η ανακατασκευή<br />
ήταν υπόθεση των ντόπιων. Η τύχη του ναού σε μία<br />
συνεχή πορεία υποβάθμισης μετά τη μεταφορά της επισκοπικής<br />
έδρας στα Χανιά και αργότερα την αποχώρηση των Βενετών, συνδέεται<br />
πλέον και μέχρι σήμερα, με την ύπαρξη και τις δυνατότητες<br />
της μικρής αγροτικής κοινότητας. Η συνέχιση της έρευνας, αλλά και<br />
η ανάγκη επέμβασης για τη σωτηρία του μνημείου 89 , θα συμβάλουν<br />
περαιτέρω στη διευκρίνιση θεμάτων που δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν<br />
στην προκαταρκτική αυτή παρουσίαση.<br />
88<br />
Στ. Ξανθουδίδης, Η Ενετοκρατία εν Κρήτη και οι κατά των Ενετών αγώνες των<br />
Κρητών, Αθήναι 1939. Οι έντονες αντιδράσεις συνεχίστηκαν και μετά την<br />
κατάληψη της δυτικής Κρήτης κατά τον 14ο αι.<br />
89<br />
Για τη σωτηρία του μνημείου σκοπεύουμε να προχωρήσουμε στην ολοκλήρωση<br />
της μελέτης αποκατάστασης και συντήρησης, την οποία και θα<br />
δωρίσουμε στην αρμόδια εφορεία Αρχαιοτήτων Χανίων στη μνήμη του<br />
αειμνήστου επίτιμου εφόρου αρχαιοτήτων Κρήτης και φίλου Μανόλη<br />
Μπορμπουδάκη ο οποίος ανάλωσε τη ζωή του στην προστασία των μνημείων<br />
του νησιού.
Εικ. 1. Άνω Μούλια. Άγιοι Απόστολοι.<br />
Ο ναός από τη βόρεια είσοδο του χωριού.
Αικατερίνη Κ. Μυλοποταμιτάκη, Αρχαιολόγος<br />
Σταυρινή Δρίτσα, Αρχιτέκτων Μηχανικός<br />
Ο ναός<br />
των Αγίων Αποστόλων<br />
στα Άνω Μούλια<br />
Δήμου Γόρτυνας *<br />
Ο οικισμός Άνω Μούλια βρίσκεται στην επαρχία Καινουργίου, σε<br />
μικρή απόσταση από τον Άγιο Θωμά και την Αγία Βαρβάρα, χωριά<br />
της επαρχίας Μονοφατσίου· κτισμένος αμφιθεατρικά στην πλαγιά<br />
υψώματος, με θέα στην πεδιάδα της Μεσαράς, διατηρεί έναν ενδια -<br />
φέροντα πυρήνα κρητικής αρχιτεκτονικής. Η ονομασία του οικισμού<br />
προέρχεται σύμφωνα με τον Ξανθουδίδη από το ρήμα «μύλ λω»,<br />
«μουλλώνω» σε μεταγενέστερη μορφή, που σημαίνει σκύβω 1 , και<br />
οφείλεται στην έντονη φυσική κατωφέρεια της πλαγιάς και του υψώματος,<br />
στην οποία οικοδομήθηκε το χωριό.<br />
Τα Μούλια μαρτυρούνται ήδη από τη Β΄ Βυζαντινή Περίοδο,<br />
όπως προκύπτει από βενετικό έγγραφο του 1248 2 , και μαζί με την<br />
ευρύτερη περιοχή, εκτός της αυτοκρατορικής Μονής Παλιανής που<br />
υπαγόταν απευθείας στον αυτοκράτορα (στη συνέχεια στη βενετική<br />
Πολιτεία), ανήκε στη βυζαντινή Αρχιεπισκοπή Κρήτης, η οποία κατέβαλε<br />
στον αυτοκράτορα έγγειο φόρο, το λεγόμενο «ακρόστιχο» 3 .<br />
Μετά τη βενετική κατάκτηση, το 1211, η περιουσία της βυζαντινής<br />
* Για την αρχιτεκτονική μελέτη του μνημείου συνεργάστηκαν: Αικ. Μυλοποταμιτάκη,<br />
Αρχαιολόγος· Σταυρινή Δρίτσα, Αρχιτέκτων Μηχανικός 13ης<br />
Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων· Αικατερίνη Αυγέρη, Μηχανικός ΤΕ<br />
13ης Ε.Β.Α.· Σταύρος Καψάλης, Σχεδιαστής 13ης Ε.Β.Α.<br />
1<br />
Στ. Ξανθουδίδης, Μελετήματα, Ηράκλειο 1980, σ. 290-291.<br />
2<br />
S. Borsari, Il Dominio Veneziano a Creta nel XIII secolo, Napoli 1963,<br />
σ.15. Στ. Σπανάκης, Πόλεις και χωριά της Κρήτης στο πέρασμα των αιώνων,<br />
τ. Β΄, Ηράκλειον 1991, σ. 554.<br />
3<br />
Ζ. Τσιρπανλής, Κατάστιχο εκκλησιών και μοναστηρίων του Κοινού (1248-<br />
1548). Συμβολή στη μελέτη των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας στη βενετοκρατούμενη<br />
Κρήτη, Ιωάννινα 1985, σ. 39, 42-43.
114 ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΙΤΑΚΗ - ΣΤΑΥΡΙΝΗ ΔΡΙΤΣΑ<br />
Εικ. 2.<br />
Πίν. Α. σχ. α.<br />
Άγιοι Απόστολοι.<br />
Κάτοψη.<br />
Αρχιεπισκοπής στην συγκεκριμένη περιοχή, που περιελάμβανε<br />
τριάντα δύο, συνολικά, χωριά, παραχωρήθηκε από τη βενετική<br />
αρχή της Κρήτης στη λατινική Αρχιεπισκοπή, με εξαίρεση δεκαέξι<br />
χωριά, μεταξύ των οποίων και τα Μούλια. Τα χωριά που εξαιρέθηκαν,<br />
είτε τα κράτησε η βενετική Πολιτεία, ή δόθηκαν ως φέουδα σε<br />
βενετούς αποίκους 4 .<br />
Στο «Κατάστιχο εκκλησιών και μοναστηρίων του Κοινού (1248-<br />
1548)» το χωριό μαρτυρείται ως Μούλια 5· την ίδια ονομασία έχει<br />
σε βενετικά έγγραφα του 1379 και του 1394, ενώ ως Μούλια, ή<br />
Απάνω Μούλια, μαρτυρείται σε απόφαση της βενετικής Διοίκησης,<br />
του 1394 6 . Ως το 1394, τα Μούλια υπάγονταν διοικητικά στο κάστρο<br />
Μπονιφάτσιο (Bonifacio) –δυτικά του χωριού Τσιφούτ Καστέλι, ή<br />
Καστέλι Μονοφατσίου–, όταν, εξαιτίας της μεγάλης απόστασης από<br />
την έδρα της καστελανίας και μετά από πίεση των κατοίκων, η Διοίκηση<br />
αποφάσισε να εξαρτήσει το χωριό από το κοντινότερο Castro<br />
Nuovo, το Καινούργιο Καστέλι, που βρίσκεται στο χωριό Καστέλι<br />
Καινουργίου, για να διευκολύνει τους κατοίκους στη διεκπεραίωση<br />
των υποθέσεών τους 7 .<br />
4<br />
Τσιρπανλής, Κατάστιχο εκκλησιών και μοναστηρίων, σ. 39-41.<br />
5<br />
Ό.π., σ. 41.<br />
6<br />
E. Santschi, Régestes des arrêts civils et des mémoriaux (1363-1399) des archives<br />
du duc de Crète, Venise 1976, σ. 88, 211, 327.<br />
7<br />
Ό.π., σ. 88.
Ο ΝΑΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΣΤΑ ΑΝΩ ΜΟΥΛΙΑ ΔΗΜΟΥ ΓΟΡΤΥΝΑΣ<br />
115<br />
Ο ναός των Αγίων Αποστόλων βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο<br />
του χωριού (εικ. 1). Το κτήριο αποτελείται από δύο διακριτά<br />
μέρη: τον αρχικό ναό στα ανατολικά και τη νεότερη προσθήκη στα<br />
δυτικά, που αποκλίνει προς τα βόρεια (εικ. 2, πίν. Α. σχ. α).<br />
α) Ο αρχικός ναός (εικ. 2, πίν. Α. σχ. β-γ), συνολικού μήκους<br />
8,10 μ. και μέγιστου πλάτους 7,30 μ., ανήκει στον αρχιτεκτονικό<br />
τύπο των μονόχωρων σταυρεπιστέγων και αποτελείται: από το διαμέρισμα<br />
του ιερού, στην ανατολική πλευρά του οποίου βρίσκεται<br />
ημικυκλική αψίδα, και από τον κυρίως ναό, στο ανατολικό μέρος<br />
του οποίου και μπροστά από το ιερό, διαμορφώνεται εγκάρσιο υπερυψωμένο<br />
κλίτος, με εξέχουσες κεραίες, στη βόρεια και νότια όψη<br />
των οποίων, σχηματίζονται χαμηλές κόγχες.<br />
Η αψίδα του ιερού και οι κόγχες του εγκάρσιου κλίτους στεγάζονται<br />
με τεταρτοσφαίρια, το ιερό και ο κυρίως ναός με ημικυκλικές<br />
καμάρες, όπως και το εγκάρσιο υπερυψωμένο κλίτος που προσμετράται<br />
στον κυρίως ναό, και του οποίου η γένεση της καμάρας αρχίζει<br />
από υψηλότερο σημείο σε σχέση με τις αντίστοιχες του ιερού<br />
και του δυτικού μέρους του κυρίως ναού, με αποτέλεσμα την υπερύψωσή<br />
του. Με τον τρόπο αυτόν, σχηματίζεται στη στέγη ισοσκελής<br />
ελληνικός σταυρός, ο οποίος αποτυπώνεται και στην κάτοψη.<br />
Η είσοδος του αρχικού ναού, όπως προκύπτει από την κάτοψη<br />
του Gerola (εικ. 3), των αρχών του 20ού αι., πριν από τις μεταγενέστερες<br />
καταστροφικές επεμβάσεις 8 , βρισκόταν στον δυτικό τοίχο.<br />
Ο ναός των Αγίων Αποστόλων ήταν κατάγραφος αρχικά. Από<br />
τον τοιχογραφικό του διάκοσμο, διατηρείται στη βόρεια κόγχη η<br />
παράσταση της Φλεγομένης και μη Κατακαιομένης Βάτου, ως προεικόνισης<br />
της Θεοτόκου, στην οποία απεικονίζεται ο Μωϋσής με το κοπάδι<br />
του πεθερού του Ιοθώρ, κοντά στο όρος Χωρήβ, να ακούει την<br />
φωνή του Θεού μέσα από τη βάτο, που τον διατάζει να οδηγήσει τον<br />
λαό του Ισραήλ έξω από την Αίγυπτο (εικ. 4). Αδιάγνωστες παραστάσεις,<br />
καλυμμένες από αιθάλη διατηρούνται στην κατά μήκος καμάρα<br />
του δυτικού διαμερίσματος του κυρίως ναού, καθώς και νησίδες<br />
στην καμάρα του εγκάρσιου κλίτους και στο ιερό, καλυμμένες, επίσης<br />
από αιθάλη. Από την παράσταση της φλεγόμενης βάτου η ζωγραφική<br />
θα μπορούσε να χρονολογηθεί, στα μέσα περίπου του 13ου αι.<br />
Στις εξωτερικές όψεις του ναού –βορειοανατολικός τοίχος, βόρεια<br />
και νότια κόγχη– διακρίνονται υπολείμματα τοιχοποιίας, που<br />
8<br />
G. Gerola, Βενετικά μνημεία της Κρήτης (Εκκλησίες), Μτφ. Στ. Σπανάκης,<br />
Ηράκλειο 1993, σ. 208, εικ. 177, σημ. 424.
116 ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΙΤΑΚΗ - ΣΤΑΥΡΙΝΗ ΔΡΙΤΣΑ<br />
Εικ. 2.<br />
Πίν. Α. σχ. β.<br />
Άγιοι Απόστολοι.<br />
Ανατολική όψη,<br />
βόρεια όψη.<br />
παραπέμπουν σε παλαιότερο κτίριο του τύπου των τρικόγχων 9 (εικ.<br />
5-6). Το σχήμα της αψίδας του ιερού, σε σχήμα κόλουρου κώνου,<br />
είναι πιθανότατα μία ακόμη ένδειξη της εμβαλωματικής ενσωμάτωσης<br />
των ερειπίων του τρικόγχου στον βυζαντινό ναό. Η τοιχοποιία<br />
του βυζαντινού ναού έχει μικρότερο πάχος από το αντίστοιχο της<br />
9<br />
Ποια ήταν η χρήση του παλαιότερου κτηρίου, θα διευκρινιστεί μόνον με<br />
ανασκαφική έρευνα· ας σημειωθεί ότι οι αρχιτεκτονικοί τύποι του τρικόγχου<br />
και του τετρακόγχου ήταν γνωστοί στην ευρύτερη περιοχή, γύρω<br />
από την πόλη της Γόρτυνας.
Ο ΝΑΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΣΤΑ ΑΝΩ ΜΟΥΛΙΑ ΔΗΜΟΥ ΓΟΡΤΥΝΑΣ<br />
117<br />
τοιχοποιίας του τρικόγχου, όπως φαίνεται με σαφήνεια από τα χαμηλά<br />
τμήματα που διασώθηκαν.<br />
Μεταγενέστερες καταστροφικές διανοίξεις παραθύρων στο ανατολικό<br />
τμήμα του ναού και στη νότια κόγχη του εγκάρσιου κλίτους<br />
–η βόρεια είναι τυφλή–, το παχύ στρώμα τσιμεντοκονίας στις εξωτερικές<br />
όψεις, οι κεραμώσεις και το αντιαισθητικό κωδωνοστάσιο<br />
κατέστρεψαν μερικώς και αλλοίωσαν σημαντικά τη μορφή, και τις<br />
αναλογίες του ο οποίος, ας σημειωθεί, δεν έχει αρχιτεκτονικό παράλληλο<br />
στην Κρήτη, καθώς είναι ο μοναδικός τρίκογχος σταυρε-<br />
Εικ. 2.<br />
Πίν. Α. σχ. γ.<br />
Άγιοι Απόστολοι.<br />
Δυτική όψη,<br />
νότια όψη.
118 ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΙΤΑΚΗ - ΣΤΑΥΡΙΝΗ ΔΡΙΤΣΑ<br />
3<br />
4<br />
πίστεγος στο νησί, παρά το γεγονός ότι ο τρίκογχος<br />
σταυρεπίστεγος προέκυψε, χάρη στην<br />
ενσωμάτωση των τριών ερειπωμένων αψίδων,<br />
στη βυζαντινή φάση του κτιρίου.<br />
β) Στα μέσα περίπου του 20ού αι., στα δυτικά<br />
του τρίκογχου σταυρεπίστεγου προστέθηκε<br />
τετράγωνος, λιθόκτιστος χώρος 5,5 x 5,5 μ.,<br />
καταστρέφοντας τον αντίστοιχο δυτικό τοίχο<br />
του κυρίως ναού. Η στέγη της προσθήκης είναι<br />
ισοϋψής με αυτήν του εγκάρσιου κλίτους, με<br />
συνέπεια την αλλοίωση του αρχιτεκτονικού τύπου·<br />
η αρχική είσοδος της προσθήκης βρισκόταν<br />
στο δυτικό μέρος του νοτίου τοίχου, ενώ<br />
μία δεύτερη, κατά πολύ μεταγενέστερη, ανοίχτηκε<br />
στον αντίστοιχο δυτικό. Το δάπεδο είναι<br />
σήμερα στρωμένο με πλακίδια των μέσων του<br />
20ου αι. Η στάθμη του δαπέδου είναι ανυψωμένη,<br />
όπως άλλωστε και του περιβάλλοντος<br />
εξωτερικού χώρου, με συνέπεια την περαιτέρω<br />
αλλοίωση των αναλογιών του ναού.<br />
Η πρώτη αναφορά στον ναό των Αγίων<br />
Αποστόλων, καθώς και η πρώτη κάτοψή του,<br />
οφείλονται, όπως προαναφέρθηκε, στον G.<br />
Gerola ο οποίος επισκέφτηκε το χωριό στις αρχές<br />
του 20ού αι., πολύ πριν από τη νεότερη<br />
προσθήκη 10 . Ο Gerοla θεωρεί τον σταυρεπίστεγο<br />
τύπο, παραλλαγή του ελεύθερου σταυρού<br />
με τρούλλο, ενώ και τους δύο τύπους τους εξετάζει,<br />
με κριτήριο κυρίως τη σχέση σύνδεσης<br />
των κλιτών –παράλληλα, ή τεμνόμενα– τα οποία<br />
10<br />
Gerola, Βενετικά μνημεία της Κρήτης, ό.π., σ. 208,<br />
εικ. 177.<br />
5<br />
Εικ. 3. Κάτοψη από τον G. Gerola.<br />
Eικ. 4. Εγκάρσιο κλίτος. Νότια κόγχη και θόλος. Υπολείμματα<br />
τοιχογραφιών.<br />
Εικ. 5-6. Βόρεια όψη. Υπόλειμμα αρχικής τοιχοποιίας του<br />
τρικόγχου. – Ανατολική όψη. Διακρίνεται δεξιά, στη βόρεια<br />
πλευρά της αψίδας, υπόλειμμα της αρχικής τοιχοποιίας<br />
του τρικόγχου.
Ο ΝΑΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΣΤΑ ΑΝΩ ΜΟΥΛΙΑ ΔΗΜΟΥ ΓΟΡΤΥΝΑΣ<br />
119<br />
6<br />
στη δεύτερη περίπτωση του ελεύθερου σταυρού σχηματίζουν, κατά<br />
κανόνα, ισοσκελή ελληνικό σταυρό 11 .<br />
Ο σταυρεπίστεγος αρχιτεκτονικός τύπος, στη διαμόρφωσή του<br />
οποίου, αναγνωρίζονται επιδράσεις από τις δυτικές βασιλικές με<br />
εγκάρσιο κλίτος 12 , προέκυψε, σύμφωνα με τον Ορλάνδο, από την<br />
απλοποίηση του τρουλλαίου σταυροειδούς 13 , κατασκευής δαπανηρής<br />
και ασύμφορης σε οικονομικά χαλεπούς καιρούς. Η καταγωγή του<br />
σταυρεπιστέγου που εμφανίζεται τον 13ο αι. σε ορισμένες περιοχές<br />
της Ελλάδας, αναζητήθηκε παλαιότερα στην Ανατολή, από την οποία<br />
θεωρήθηκε ότι, με ενδιάμεσο σταθμό την Κρήτη, διαδόθηκε στην<br />
ηπειρωτική Ελλάδα 14 . Σύμφωνα εντούτοις με τη νεότερη έρευνα, ο<br />
τύπος είναι εντελώς άγνωστος στη Μικρά Ασία, η οποία θεωρούνταν<br />
11<br />
Ό.π., σ. 207-213.<br />
12<br />
Χ. Μπούρας, Βυζαντινή και μεταβυζαντινή αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Αθήνα<br />
2001, σ. 168.<br />
13<br />
Α. Ορλάνδος, Οι σταυρεπίστεγοι ναοί της Ελλάδος, στο Αρχείον των βυζαντινών<br />
μνημείων της Ελλάδος, τ. Α΄, Αθήνα 1935· ανατ. 1999, σ. 41.<br />
14<br />
G. Μillet, L’École grecque dans l’architecture Byzantine, Paris 1916, σ. 47.<br />
Ορλάνδος, Οι σταυρεπίστεγοι ναοί, ό.π.
120 ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΙΤΑΚΗ - ΣΤΑΥΡΙΝΗ ΔΡΙΤΣΑ<br />
Εικ. 7.<br />
Νότια άποψη του ναού.<br />
Οι Τρουλλοκαμάρες.<br />
παλαιότερα ως η πηγή των επιδράσεων της βυζαντινής τέχνης στην<br />
Κρήτη 15 , καθώς και τη Μακεδονία, τη Θράκη, το Αιγαίο και την<br />
Κωνταντινούπολη.<br />
Ο Μ. Χατζηδάκης, από την άλλη πλευρά, υποστήριξε ότι ο<br />
τύπος δεν έχει σχέση με την Ανατολή και δεν αποτελεί απλοποίηση<br />
του σταυροειδούς, αλλά σχετίζεται με τους δικιόνιους σταυροειδείς<br />
της Ελλαδικής Σχολής 16 , που κυριαρχούν στην Ελλάδα 17 , στις περιοχές,<br />
στις οποίες αργότερα εμφανίστηκε ο σταυρεπίστεγος.<br />
Ο Α. Ορλάνδος που ασχολήθηκε, μετά τον Gerola με τον ναό,<br />
στο πλαίσιο της μελέτης του για την τυπολογία των σταυρεπιστέγων<br />
18 , τον εντάσσει στην κατηγορία των μονόκλιτων τρικόγχων με<br />
τρουλοκαμάρα 19 .<br />
15<br />
Μπούρας, Βυζαντινή και μεταβυζαντινή αρχιτεκτονική, σ. 167-168.<br />
16<br />
Μ. Χατζηδάκης, Η ύστερη βυζαντινή τέχνη: 1204-1453, Ιστορία του ελληνικού<br />
έθνους, τ. Θ΄, Αθήνα 1979, σ. 425.<br />
17<br />
Ν. Γκιολές, Βυζαντινή ναοδομία (600-1204), Αθήνα 1992, σ. 118.<br />
18<br />
Ορλάνδος, Οι σταυρεπίστεγοι ναοί της Ελλάδος, σ. 41-52<br />
19<br />
Ό.π., σ. 51.
Ο ΝΑΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΣΤΑ ΑΝΩ ΜΟΥΛΙΑ ΔΗΜΟΥ ΓΟΡΤΥΝΑΣ<br />
121<br />
Η τρουλλοκαμάρα (εικ. 7), τετράγωνη, ως γνωστόν, κατασκευή<br />
που υποκαθιστούσε τον τρούλλο και υψωνόταν, όπως και ο τρούλλος,<br />
στην τομή των κεραιών του σταυρού, δεν αναγνωρίζεται στην<br />
περίπτωση του ναού των Αγίων Αποστόλων, καθώς η καμαρωτή<br />
στέγη του εγκαρσίου κλίτους, μήκους 6,20 μ. και πλάτους 2 μ., συνεχής<br />
και αδιάσπαστη καταλήγει στους εξωτερικούς τοίχους, καλύπτοντας<br />
το κλίτος. Ας σημειωθεί ότι η κορυφή του τεταρτοσφαιρίου<br />
των χαμηλών κογχών βρίσκεται τρία μέτρα κάτω από το αέτωμα<br />
της εγκάρσιας στέγης.<br />
Ο ναός, συνεπώς, των Αγίων Αποστόλων, το εγκάρσιο κλίτος<br />
του οποίου προεξέχει των μακρών τοίχων κατά 60 εκ. περίπου,<br />
όσο δηλαδή το πάχος της τοιχοποιίας του 20 , όπως συμβαίνει στον<br />
τύπο Β1 της κατάταξης του Ορλάνδου, μπορεί να προστεθεί, εξαιτίας<br />
των κογχών, ως 3η παραλλαγή της κατηγορίας Β και να χρονολογηθεί<br />
στον 13ο αι. στον οποίο τοποθετείται η τοιχογράφησή του.<br />
20<br />
Ό.π., σ. 47.
Εικ. 1. Χ1072: Άγιος Γεώργιος.
Κωνσταντίνος Κ. Σκαμπαβίας<br />
Ένδεκα ανάγλυφα<br />
μεταλλικά εικονίδια<br />
βυζαντινών χρόνων του<br />
Μουσείου Κανελλοπούλου<br />
Με το άρθρο αυτό ολοκληρώνεται η παρουσίαση του συνόλου των<br />
ανάγλυφων βυζαντινών μεταλλικών εικονιδίων που φυλάσσονται<br />
στο Μουσείο Π. και Α. Κανελλοπούλου. Τμήμα αυτού του συνόλου<br />
δημοσιεύθηκε από τον γράφοντα στον τιμητικό τόμο για τον ακαδη -<br />
μαϊκό Π. Βοκοτόπουλο. 1 Με τα δύο αυτά άρθρα ο ενδιαφερόμενος<br />
θα μπορεί να έχει προ οφθαλμών όλα τα αντικείμενα που απαρτί -<br />
ζουν την μικρή αυτή ενότητα από τις συλλογές του Μουσείου. Το<br />
υλικό κατασκευής των εικονιδίων είναι κράμα χαλκού, εκτός και<br />
εάν ρητώς δηλώνεται άλλο. Οι αριθμοί που προηγούνται κάθε αντι -<br />
κειμένου, είναι αριθμοί ευρετηρίου του Μουσείου.<br />
1) Χ 1072: Στρογγυλό χυτό εικονίδιο με τον άγιο Γεώργιο<br />
(εικ. 1).<br />
Διάμ. 0,038, πάχ. 0,003 μ.<br />
Διατήρηση μέτρια. Έχουν αποστρογγυλευθεί τα εξέχοντα<br />
σημεία, ιδίως η μύτη και τα μάτια της μορφής, αλλοιώ -<br />
νοντας έτσι την έκφρασή της.<br />
ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ: Εκατέρωθεν της κεφαλής «Ο αγ(ιος) ΓΕ -<br />
(ώρ)ΓΙ(ος)».<br />
Ο άγιος εικονίζεται ημίτομος και μετωπικός. Το πρόσωπό του<br />
είναι αγένειο και έχει πλούσια σγουρά κοντά μαλλιά. Φέρει τα δύο<br />
του χέρια προ του στήθους· με το δεξιό κρατεί τον σταυρό του<br />
1<br />
Β. Κατσαρός-Α. Τούρτα (επιμ.), Αφιέρωμα στον ακαδημαϊκό Παναγιώτη<br />
Λ. Βοκοτόπουλο, Αθήνα 2015, σ. 205-212.
124 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Κ. ΣΚΑΜΠΑΒΙΑΣ<br />
Εικ. 2. Χ1387:<br />
Αδιάγνωστος γεννειοφόρος άγιος.<br />
μάρτυρος και με το αριστερό σεβίζει με την<br />
παλάμη προς τα έξω. Το φωτοστέφανό του<br />
ορίζεται από σειρά εμπίεστων στιγμών.<br />
Με εμπίεστες στιγμές αποδίδεται και ο<br />
διάκοσμος των ενδυμάτων του. Την παρά -<br />
σταση πλαισιώνει διπλή σειρά σχηματο -<br />
ποιημένων φύλλων (;). Η όλη τεχνοτροπία<br />
του ανάγλυφου είναι αφελής και λαϊκό -<br />
τροπη· υπάρχουν μεγάλες δυσαναλογίες<br />
ιδίως στην απόδοση των χεριών (πολύ μι -<br />
κρά) και του λαιμού (πολύ λεπτός), καθώς<br />
και ασάφειες στην απόδοση της πτυχολο -<br />
γίας η οποία μάλλον διακοσμητικό ρόλο<br />
παίζει. Τα μάτια επίσης είναι σε έξεργο<br />
ανάγλυφο, ενώ το στόμα σχηματίζεται από<br />
μία γραμμή μόνον. Θα μπορούσε να χρονο -<br />
λογηθεί στον 11ο αι.<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Αδημοσίευτο<br />
2) Χ 1387: Σφυρήλατο στρογγυλό εικονίδιο με γενειοφόρο<br />
φωτοστεφανωμένη μορφή (εικ. 2).<br />
Διάμ. 0,028, πάχ. 0,001 μ.<br />
Διατήρηση μέτρια. Μερικές απώλειες υλικού στην<br />
περιφέρεια, ιδίως δεξιά (για τον θεατή) και άνω.<br />
Σε πολλά σημεία πράσινα ιζήματα οξειδώσεως.<br />
Στο μετάλλιο παριστάνεται ημίτομη ανδρική μορφή με φωτοστέφανο,<br />
σε μετωπική στάση. Έχει υψηλό μέτωπο με οριζόντια ρυτίδα,<br />
πλούσια αλλά κοντά μαλλιά και σχετικά κοντό υπογένειο.<br />
Φορεί μανδύα ο οποίος πορπώνεται στον δεξιό του ώμο. Με το<br />
δεξιό του χέρι κρατεί λοξά προ του στήθους σκήπτρο και με το αριστερό,<br />
τα δάκτυλα του οποίου δεν φαίνονται, ένσταυρο σφαίρα.<br />
Λεπτό απλό κυμάτιο πλαισιώνει την παράσταση.<br />
Στον κάμπο του μεταλλίου, δεξιά για τον θεατή, διακρίνεται ευκρινώς<br />
το γράμμα Μ και από κάτω του το γράμμα Η. Στο αριστερό<br />
τμήμα του κάμπου, εκεί που ήταν η αρχή του ονόματος, δεν διακρίνεται<br />
σήμερα τίποτε, λόγω των ιζημάτων της οξειδώσεως και απω-
ΕΝΔΕΚΑ ΑΝΑΓΛΥΦΑ ΜΕΤΑΛΛΙΚΑ ΕΙΚΟΝΙΔΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ<br />
ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ<br />
125<br />
λείας μικρού τμήματος υλικού. Αν και λείπει το άνω μέρος του μεταλλίου<br />
με τμήμα της κεφαλής, όμως από τα λοιπά σωζόμενα στοιχεία<br />
δεν φαίνεται να έφερε η μορφή στέμμα.<br />
Παρ’ όλες τις μικρές διαστάσεις του μεταλλίου, οι αναλογίες της<br />
μορφής είναι ορθές, τα χαρακτηριστικά του προσώπου ωραία και η<br />
πτυχολογία αρκετά φυσιο κρα τική. Τα στοιχεία αυτά τοποθετούν το<br />
με τάλλιο στον 11ο αιώνα κατά πάσα πιθα νότητα. Θα εχρησίμευε ως<br />
στοιχείο διακό σμου σε «πουκάμισο» εικόνας ή σε στάχωση βιβλίου.<br />
Εικ. 3. Χ1631:<br />
Παντοκράτωρ.<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Αδημοσίευτο<br />
3) Χ 1631: Ορθογώνιο χυτό εικονίδιο με ένθρονο ευλογού -<br />
ντα Παντοκράτορα (εικ. 3).<br />
Ύψ. 0,071, πλάτ. 0,062, πάχ. 0,006 μ.<br />
Διατήρηση κακή· έχουν αποστρογγυλευθεί όλα τα προεξέχοντα<br />
σημεία του αναγλύφου, σε σημείο ώστε τα χαρακτηριστικά<br />
του προσώπου του Χριστού, να μη διακρίνονται<br />
σχεδόν.<br />
ΕΠΙΓΡΑΦΗ: Εκατέρωθεν του φωτοστεφάνου, «ΙC XC».
126 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Κ. ΣΚΑΜΠΑΒΙΑΣ<br />
Εικ. 4. Χ1071: Στρατιωτικός άγιος.<br />
Η παράσταση περιβάλλεται από ελα -<br />
φρά υπερυψωμένο ταινιό σχημο πλαίσιο<br />
που κοσμείται με οκτώ μετάλλια (τέσσερα<br />
στις γωνίες και τέσσερα στο μέσον των<br />
πλευρών) και βλαστόσπειρα ανάμεσά τους.<br />
Ο διάκοσμος του πλαισίου θυμίζει την<br />
επιπεδόγλυφη τεχνική στο μάρμαρο.<br />
Ο Χριστός εικονίζεται ολόσωμος, με -<br />
τωπικός, στον τύπο του Παντοκράτορος.<br />
Κάθεται σε θρόνο χωρίς ερεισίνωτο και<br />
πατάει σε ορθογώνιο υποπόδιο. Φορεί<br />
χιτώνα και ιμάτιο που αφήνει ελεύθερο το<br />
δεξιό τμήμα του στήθους και το εκτεταμένο<br />
δεξιό χέρι με το οποίο ευλογεί. Με το<br />
αριστερό, κρατεί μπροστά στο στήθος κλει -<br />
στό ευαγγέλιο που στηρίζεται και στον<br />
αριστερό μηρό. Το δεξιό χέρι είναι δυσα -<br />
νάλογα μεγάλο. Δυσανάλογα μεγάλος είναι<br />
και ο θρόνος, με πολύ υψηλά και χονδρά<br />
πόδια που αποτελούνται από στρογγυλά<br />
και ορθογώνια στοιχεία εναλλάξ. Επάνω<br />
στο κάθισμα υπάρχει κυλινδρικό μαξιλάρι<br />
που απολήγει σε κόμβους με θυσάνους.<br />
Η μεγάλη φθορά της επιφανείας με<br />
την συνεπακόλουθη απώλεια των λεπτο -<br />
μερειών, δεν επιτρέπει τεχνοτροπικές πα -<br />
ρα τη ρήσεις. Με βάση τον εικονογραφικό<br />
τύπο και τον διάκοσμο του πλαισίου, το<br />
εικονίδιο θα μπορούσε να χρονολογηθεί<br />
στους ύστερους κομνήνειους χρόνους,<br />
πριν από την λατινική κατάκτηση του<br />
1204. Ιδιαίτερα, το όλο στήσιμο της μορ -<br />
φής του Χριστού, με το έντονα προτεταμένο<br />
προς τα έξω δεξιό χέρι που ευλογεί, το<br />
συναντούμε ήδη από τα μέσα του 11ου αι.<br />
στην Ανάληψη της Αγίας Σοφίας Αχρίδος<br />
(1037-1056) και, με περισσότερες ομοιό -<br />
τητες, στην Ανάληψη της Παναγίας του Α -<br />
ράκου στα Λαγουδερά της Κύπρου (1192).
ΕΝΔΕΚΑ ΑΝΑΓΛΥΦΑ ΜΕΤΑΛΛΙΚΑ ΕΙΚΟΝΙΔΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ<br />
ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ<br />
127<br />
Κοντά στην τελευταία χρονολογία θα πρέ πει να τοποθετηθεί και το<br />
εικονίδιο αυτό.<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Κ. Σκαμπαβίας-Ν. Χατζηδάκη (επιμ.), Μουσείο<br />
Παύλου και Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου. Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή<br />
Τέχνη, Αθήνα 2007 (Λεύκωμα), αρ. 95 (με λάθος αρ. ευρετ.), σ.<br />
102 (Κ. Σκαμπαβίας)<br />
4) Χ 1071: Ορθογώνιο χυτό εικονίδιο με στρατιωτικό άγιο<br />
(εικ. 4).<br />
Ύψ. 0, 98, πλάτ. 0,054, πάχ. 0,002- 0,009μ.<br />
Διατήρηση αρκετά καλή. Τα ιδιαιτέρως εξέχοντα σημεία<br />
του αναγλύφου έχουν αποστρογγυλευθεί. Λείπει η κάτω<br />
δεξιά για τον θεατή γωνία, καθώς και όλη η προς τα άνω<br />
απόληξη του εικονιδίου, όπου πιθανώτατα ανεγράφετο το<br />
αγιωνύμιο. Στην πίσω όψη παρουσιάζονται μερικές<br />
ακανόνιστες κοιλότητες που οφείλονται στην κακή χύτευση.<br />
Ο άγιος παρίσταται όρθιος, μετωπικός, με φωτοστέφανο. Με<br />
το υψωμένο δεξιό χέρι κρατεί δόρυ και με το κατεβασμένο αριστερό<br />
συγκρατεί ελλειψοειδή ασπίδα που ακουμπά στο έδαφος και έχει<br />
φυτόμορφο (;) επίσημα στο κέντρο της. Φορεί πανοπλία και χλα -<br />
μύδα πίσω σε κομψές πτυχές. Οι φολίδες του θώρακα αποδίδονται<br />
με κάθετες μικρές εγχαράξεις. Επάνω από αυτόν και κάτω ακριβώς<br />
από το στήθος είναι δεμένο το cingulum, δηλαδή η πλατιά<br />
υφασμάτινη ταινία που δηλώνει το αξίωμά του στο στράτευμα. Τα<br />
πτερύγια του θώρακα είναι κοντά και στρογγυλά στην περιοχή της<br />
κοιλιάς και μακρόστενα ορθογώνια στους ώμους. Στο δεξιό πλευρό<br />
της μορφής, στο ύψος της μέσης, προβάλλει από πίσω η άκρη της<br />
θήκης του ξίφους. Ο άγιος πατεί σε οκτώσχημο υποπόδιο. Το<br />
τριγωνικό αγένειο πρόσωπο και τα κοντά αλλά πλούσια σγουρά<br />
μαλλιά κάνουν πολύ πιθανή την ταύτισή του με τον άγιο Γεώργιο.<br />
Οι κάπως εξεζητημένες πτυχώσεις της χλαμύδας φέρουν ακόμη<br />
απόηχους της κομνήνειας τέχνης ο τρόπος όμως με τον οποίο ο<br />
χιτωνίσκος που φορεί ο άγιος κάτω από τον θώρακα, προσκολλάται<br />
στους μηρούς, τοποθετεί το ανάγλυφο μετά το 1200, ενώ ο τύπος<br />
του θώρακος πριν από τον 14ο αι. Μία χρονολόγηση μέσα στον<br />
13ο αι. φαίνεται πολύ πιθανή.
128 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Κ. ΣΚΑΜΠΑΒΙΑΣ<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: 1) Splendeur de Byzance: 2 octobre-2<br />
décembre 1982, Musées royaux d’Art et d’Histoire,<br />
Bruxelles 1982 (Κατάλογος Εκθέσεως), αρ.<br />
Br. 28, σ. 185· 2) Μαρία Σ. Μπρούσκαρη, Το<br />
Μουσείο Παύλου και Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου,<br />
Αθήνα 1985, σ. 197· 3) Σκαμπαβίας-Χατζηδάκη,<br />
Μουσείο Παύλου και Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου, αρ.<br />
96, σ. 103 (Κ. Σκαμπαβίας)<br />
5) Χ1274: Αμφίγλυφο χυτό ορθογώνιο πλακίδιο<br />
με παράσταση αγένειου<br />
αγίου στην μία όψη και λατινικού<br />
σταυρού επί βάσεως στην άλλη<br />
(πλαϊνό φύλλο χάλκινου τριπτύχου;)<br />
(εικ. 5, 6).<br />
Ύψ. 0,042, πλάτ. 0,018, πάχ. 0,002 μ.<br />
Διατήρηση αρκετά καλή. Τα πιο εξέ -<br />
χοντα σημεία, ιδίως στο πρόσωπο του<br />
αγίου, έχουν αποτριβεί. Στο κέντρο,<br />
άνω, έχει ανοιχθεί κυκλική οπή.<br />
Εικ. 5. Χ1274: Αμφίγλυφο πλακίδιο.<br />
Όψη α': αγένειος άγιος.<br />
Σε όλο το μήκος της δεξιάς κάθετης πλευράς<br />
της πίσω όψεως σχηματίζεται ένα ευθύγραμμο<br />
«δόντι». Τούτο, σε συνδυασμό με την ύπαρξη δύο<br />
αβαθών οπών, στο άνω και στο κάτω μέρος της<br />
αριστερής πλευράς, κάνουν πιθανή την ταύτιση<br />
του πλακιδίου με πλαϊνό (αριστερό για τον θεατή)<br />
φύλλο μικρού χάλκινου τριπτύχου.<br />
Στην κύρια όψη, μέσα σε ορθογώνιο πλαίσιο<br />
που σχηματίζεται από ένα επίπεδο κυμάτιο, εικο -<br />
νίζεται όρθια και μετωπική μία φωτοστε φανωμένη<br />
μορφή. Φορεί στέμμα (καμελαύχιον) στην κεφαλή,<br />
ποδήρη χιτώνα και μακρυά χλαμύδα η οποία<br />
πορπώνεται στον δεξιό ώμο. Το αριστερό χέρι<br />
καλύ πτεται από την χλαμύδα, ενώ το δεξιό<br />
κάμπτεται προ του στήθους, με την παλάμη να<br />
τείνει προς το (υποθετικό) κεντρικό φύλλο του<br />
τριπτύχου, σε δέηση. Η κεφαλή και η παλάμη είναι
ΕΝΔΕΚΑ ΑΝΑΓΛΥΦΑ ΜΕΤΑΛΛΙΚΑ ΕΙΚΟΝΙΔΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ<br />
ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ<br />
129<br />
δυσαναλόγως μεγάλες, σε σχέση με τον κορμό.<br />
Το γεγονός ότι η μορφή είναι αγένεια και ότι<br />
δεν υπάρχει αγιωνύμιο, δυσχεραίνει κατά πολύ<br />
την ταύτισή της ακόμη και τον καθορισμό του<br />
φύλου της. Στην πίσω όψη εικονίζεται μεγάλος<br />
λατινικός σταυρός επάνω σε δίβαθμη βάση.<br />
Από τεχνοτροπικά στοιχεία, θα μπορούσε να<br />
χρονολογηθεί στον 13ο αι.<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Αδημοσίευτο<br />
6) Χ1170: Στρογγυλό χυτό εικονίδιο με την<br />
Παναγία Αγιοσορίτισσα (εικ. 7).<br />
Διάμ. 0,032, πάχ. 0,007μ.<br />
Διατήρηση σχετικά καλή. Έχουν<br />
αποστρογγυλευθεί τα εξέχοντα σημεία<br />
της μορφής, ιδίως στο πρόσωπο.<br />
ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ: Εκατέρωθεν της κεφαλής,<br />
τα συμπιλήματα «ΜΡ ΘV», εγχάρακτα.<br />
Στην κύρια όψη εικονίζεται η Παναγία ημίτομη,<br />
στραμμένη κατά τα τρία τέταρτα προς τα δεξιά για<br />
τον θεατή, τείνοντας και τα δύο της χέρια σε χειρονομία<br />
δεήσεως. Ο εικονογραφικός αυτός τύπος<br />
προέρχεται από την εικόνα του περίφημου προσκυνήματος<br />
της Αγίας Σορού στην Κωνσταντινούπολη<br />
που σύμφωνα με την παράδοση είχε ζωγραφίσει<br />
ο ευαγγελιστής Λουκάς. Το φωτοστέφανο που<br />
ορίζεται από διπλή γραμμή είναι ελαφρότατα υπερυψωμένο.<br />
Οι πτυχές του μαφορίου εκτός από<br />
ανάγλυφες είναι και εγχάρακτες. Την όλη παράσταση<br />
πλαισιώνει σειρά μικρών «μαργαριταριών».<br />
Αξιοσημείωτο είναι το σχετικά πολύ μεγάλο<br />
πάχος του εικονιδίου, το οποίο αποκλείει την<br />
χρήση του είτε ως περιάπτου είτε ως στοιχείου<br />
διακοσμήσεως σε μία μεγαλύτερη μεταλλική κατασκευή,<br />
όπως το «πουκάμισο» μίας εικόνας ή τη<br />
στάχωση ενός βιβλίου. Η επιφάνεια επίσης του<br />
Εικ. 6. Χ1274: Αμφίγλυφο πλακίδιο.<br />
Όψη β': «λατινικός σταυρός».
130 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Κ. ΣΚΑΜΠΑΒΙΑΣ<br />
Εικ. 7.<br />
Χ1170:<br />
Παναγία Αγιοσορίτισσα.<br />
πάχους είναι ακανόνιστη, σα να μην ενδιέφερε η εμφάνισή της, η<br />
δε διάμετρος της κάτω όψεως είναι κατά τι μεγαλύτερη από εκείνην<br />
της άνω, γεγονός που προσδίδει στο αντικείμενο την μορφή κολούρου<br />
κώνου. Τα στοιχεία αυτά οδήγησαν την πρώτη δημοσιεύσασα<br />
το αντικείμενο να διατυπώσει την θεωρία ότι τούτο χρησίμευε<br />
σαν μήτρα για την αναπαραγωγή εμπιέστων εικονιδίων, όπως αυτά<br />
που χρησιμοποιούσαν στις αργυρές επενδύσεις των εικονιδίων. Η<br />
άποψη αυτή φαίνεται ότι ευσταθεί. Τα μορφολογικά στοιχεία του<br />
αναγλύφου κάνουν μία χρονολόγηση στον 13ο αι, πολύ πιθανή.<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Τέχνη, Αθήνα 1986<br />
(Κατάλογος Εκθέσεως),<br />
αρ. 211, σ. 194 (Λ. Μπούρα)<br />
7) Χ 1044: Αμφίγλυφο χυτό μετάλλιο με προτομές του<br />
Χριστού και της Παναγίας (εικ. 8, 9).<br />
Διάμ. 0,026, πάχ. 0,002 μ.<br />
Διατήρηση μέτρια. Τα προεξέχοντα σημεία του αναγλύφου<br />
έχουν αποστρογγυλευθεί από τη χρήση, ιδίως στην μορφή<br />
της Παναγίας.<br />
ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ: Εκατέρωθεν των κεφαλών των μορφών, τα<br />
συμπιλήματα «IC XC» και «MΡ ΘV» αντιστοίχως.
ΕΝΔΕΚΑ ΑΝΑΓΛΥΦΑ ΜΕΤΑΛΛΙΚΑ ΕΙΚΟΝΙΔΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ<br />
ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ<br />
131<br />
Στην μία όψη εικονίζεται ο Χριστός ημίτομος και μετωπικός με<br />
ένσταυρο φωτοστέφανο. Με το δεξιό του χέρι ευλογεί και με το<br />
αριστερό (που δεν φαίνεται στην παράσταση) κρατεί κλειστό Ευ -<br />
αγγέλιο. Έχει σχετικά μακρύ, οξύληκτο γένι και τα μαλλιά που πέ -<br />
φτουν πίσω από τον αριστερό του ώμο. Την παράσταση περιβάλλει<br />
ελαφρά υπερυψωμένο πλαίσιο, με σειρά από ανάγλυφες στιγμές.<br />
Στην άλλη όψη εικονίζεται η Παναγία, επίσης ημίτομη και<br />
μετωπική. Έχει τα χέρια προ του στήθους της και σεβίζει με τις<br />
παλάμες προς τα έξω. Το πλαίσιό της αποτελείται από κυματοειδή<br />
γραμμή, ανάμεσα σε δύο λεπτές ταινίες. Οι μορφές είναι τοπο -<br />
θετημένες στις δύο όψεις, αντίστροφα η μία από την άλλη.<br />
Όσο μπορούμε να κρίνουμε από την πτυχολογία των ενδυμά -<br />
των, καθώς και από τον εικονογραφικό τύπο του Χριστού, το μετάλ -<br />
λιο θα μπορούσε να χρονολογηθεί στον 13ο αι.<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Αδημοσίευτο<br />
Εικ. 8-9.<br />
Χ1044:<br />
Αμφίγλυφο μετάλλιο.<br />
Όψη α': Χριστός.<br />
Όψη β': Παναγία.<br />
8) Χ 2077: Χυτό εικονίδιο ακανονίστου ορθογωνίου σχήματος<br />
με στρατιωτικό άγιο (εικ. 10).<br />
Ύψ. 0,078, πλάτ. 0,03, πάχ. 0,004 μ.<br />
Διατήρηση κακή. Το μεγαλύτερο μέρος του αναγλύφου έχει<br />
αποστρογγυλευθεί, σε σημείο που να μη διακρίνονται σχε -<br />
δόν τα χαρακτηριστικά του προσώπου.
132 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Κ. ΣΚΑΜΠΑΒΙΑΣ<br />
Η προς τα άνω απόληξη του πλακιδίου<br />
έχει αποκοπεί εκεί όπου ευρίσκεται η<br />
περιφέρεια του φωτοστεφάνου, σχηματίζο -<br />
ντας ένα ακανόνιστο τρίγωνο. Δε σώζονται<br />
επιγραφές. Η προς τα δεξιά (για τον θεατή)<br />
μακρά πλευρά του εικονιδίου παρουσιάζει<br />
μία τριγωνοειδή ελαφρά διαπλάτυνση, για<br />
να χωρέσει το αριστερό χέρι του αγίου που<br />
κρατεί το ξίφος. Οι δύο κάθετες πλευρές,<br />
καθώς και η κάτω, είναι ελαφρώς λοξό τμη -<br />
τες. Ο άγιος εικονίζεται όρθιος, μετωπι κός,<br />
με ασκεπή κεφαλή, φορώντας πανοπλία.<br />
Τα χέρια του είναι προς τα κάτω· με το<br />
εντονώτερα ανακεκαμμένο δεξιό κρατεί<br />
δόρυ και με το αριστερό ξίφος που στηρί -<br />
ζεται στο έδαφος. Ο θώρακάς του είναι<br />
φολιδωτός (οι φολίδες αποδίδονται σχη -<br />
μα τικά, με διπλές μικρές εγχάρακτες γραμ -<br />
μές), με κοντά πτερύγια. Στο ύψος του<br />
στήθους είναι περιδεμένος με cingulum.<br />
Φορεί μακρυά χλαμύδα η οποία πορπώ -<br />
νεται στο κέντρο του λαιμού και πέφτει<br />
πίσω. Από όσο μπορούμε να διακρίνουμε,<br />
το πρόσωπό του είναι αγένειο, τριγωνικό,<br />
με πλούσια αλλά κοντά σγουρά μαλλιά. Ο<br />
εικονογραφικός αυτός τύπος ταιριάζει ιδι -<br />
αιτέρως στον άγιο Γεώργιο. Η κακή κατά -<br />
στα ση διατήρησης δεν επιτρέπει ακριβείς<br />
χρονολογικές παρατηρήσεις, από όσα δια -<br />
κρίνονται όμως, καθώς και από την εικο -<br />
νο γραφία, μία τοποθέτηση στους 13ο-14ο<br />
αι. δεν είναι απίθανη.<br />
Εικ. 10. Χ2077: Στρατιωτικός άγιος.<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Αδημοσίευτο
ΕΝΔΕΚΑ ΑΝΑΓΛΥΦΑ ΜΕΤΑΛΛΙΚΑ ΕΙΚΟΝΙΔΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ<br />
ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ<br />
133<br />
9) Χ 1688: Ορθογώνιο χυτό εικονίδιο με τον άγιο Νικόλαο<br />
(εικ. 11).<br />
Ύψ. 0,077, πλάτ. 0,0055, πάχ. 0,007 μ.<br />
Διατήρηση κακή. Έντονη αποστρογγύλευση των προεξέ -<br />
χοντων τμημάτων της μορφής (ιδίως στο πρόσωπο και στα<br />
χέρια). Στην πίσω όψη, στις άνω και κάτω αριστερές (για<br />
τον θεατή) γωνίες, ανά ένας εμπίεστος ρόδακας, διαφο -<br />
ρετικού μεταξύ των σχήματος.<br />
ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ: Εκατέρωθεν της μορφής, «Ο | Α|ΓΙ|Ο|C<br />
ΝΙ|ΚΟ|ΛΑ|Ο|C».<br />
Το εικονίδιο έχει ελαφρώς έξεργο ταινιωτό πλαίσιο με οκτώ<br />
μετάλλια (ανά τέσσερα στις γωνίες και στα κέντρα των πλευρών) και<br />
σειρά ρόμβων με σταυρούς, στο μεταξύ διάστημα. Τα μετάλλια των<br />
γωνιών έχουν φυλλόμορφο κόσμημα, ενώ τα λοιπά τέσσερα έναν<br />
ρόδακα. Τα κενά μεταξύ των ρόμβων καλύπτονται με μισούς ραβδό -<br />
Εικ. 11. Χ1688:<br />
Άγιος Νικόλαος.
134 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Κ. ΣΚΑΜΠΑΒΙΑΣ<br />
σχημους σταυρούς. Ο διάκοσμος του<br />
πλαισίου γενικά ενθυμίζει την επιπεδό -<br />
γλυφη τεχνική στο μάρμαρο.<br />
Ο άγιος εικονίζεται όρθιος, μετω -<br />
πικός, με τα δύο χέρια προ του στήθους.<br />
Με το δεξιό ευλογεί και με το αριστερό<br />
που καλύπτεται από το φαιλόνιο, κρατεί<br />
κλει στό ευαγγέλιο. Φορεί αρχιερατικά άμ -<br />
φια με ένσταυρο ωμοφόριο το οποίο<br />
εμπρός, αναδιπλώνεται και πέφτει από το<br />
αριστερό χέρι.<br />
Στο δυσανάλογα μεγάλο κεφάλι, πα -<br />
ρόλη τη μεγάλη φθορά, διακρίνονται τα<br />
καθιερωμένα εικονογραφικά χαρακτηρι -<br />
στικά του αγίου: φαρδύ μέτωπο, κρανίο<br />
σχεδόν φαλακρό με μικρή τούφα μαλλιών<br />
στο κέντρο, κοντό στρογγυλό γένειο.<br />
Αν και η μεγάλη φθορά της επιφα -<br />
νείας δεν επιτρέπει τεχνο τροπικές παρατη -<br />
ρήσεις, τα εικονογραφικά χαρακτη ριστικά<br />
της μορφής και τα διακοσμητικά σχέδια<br />
του πλαισίου χρονολογούν το εικονίδιο<br />
στους ύστερους αιώνες της αυτοκρατορίας.<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Σκαμπαβίας-Χατζηδά -<br />
κη, Μουσείο Παύλου και Αλεξάνδρας Κανελ -<br />
λοπούλου, αρ. 100 (με λάθος αρ. ευρετ.),<br />
σ. 107 (Κ. Σκαμπαβίας)<br />
Εικ. 12. Χ1064: Αρχάγγελος.<br />
10) Χ 1064:Ορθογώνιο χυτό εικονίδιο<br />
με Αρχάγγελο (εικ. 12).<br />
Ύψ. 0,084, πλάτ. 0,036, πάχ.<br />
0,002 μ.<br />
Διατήρηση σχετικά καλή. Έχουν<br />
αποσπασθεί οι προς τα άνω δύο<br />
γωνίες του πλακιδίου, προσδί -<br />
δοντας στο ανώτερο τμή μα του<br />
τη μορφή ακανό νιστου τριγώνου.
ΕΝΔΕΚΑ ΑΝΑΓΛΥΦΑ ΜΕΤΑΛΛΙΚΑ ΕΙΚΟΝΙΔΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ<br />
ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ<br />
135<br />
Επίσης, έχουν ελαφρώς αποστρο γγυ λευθεί τα προ εξέχοντα<br />
ση μεία. Δεν σώζεται επιγραφή για την ταύτιση της μορφής.<br />
Ο Αρχάγγελος εικονίζεται όρθιος και μετωπικός, με ανοικτές<br />
προς τα κάτω φτε ρού γες. Με το δεξιό χέρι, στο ύψος της μέ σης του,<br />
κρατεί λοξά μία μακριά ράβδο με ανθεμωτή προς τα άνω απόληξη<br />
και με το αριστερό, κρατεί προ του στήθους του σφαί ρα με εγχά -<br />
ρακτο σταυρό. Έχει μακριά μέχρι τους ώμους μαλλιά που πέφτουν<br />
και στις δυο πλευρές της φωτοστεφανωμένης κεφα λής του και πατεί<br />
σε ορθογώνιο υποπόδιο αποδομένο σε σχεδόν ορθή προοπτική.<br />
Φορεί αυτοκρατορική ενδυμασία με λώρο ο οποίος όμως δεν<br />
αναδιπλώνεται στην κλείδωση του αριστερού πήχεως, ό πως θα<br />
ήταν αναμενόμενο· επίσης, η προς τα κάτω απόληξη της άλλης<br />
άκρης του είναι τριγωνική και όχι ορθογώνια. Η παρυφή του<br />
ενδύματός του, το οποίο φθάνει αρκετά επάνω από τα σφυρά,<br />
κοσμείται με φαρδύ «κέντημα» με τρεις προς τα άνω απολήξεις. Με<br />
ιδιαίτερη επιμέλεια έχουν αποδοθεί τα επί μέρους φτερά στις<br />
φτερούγες του. Η άγνοια του τρόπου με τον οποίο φοριέται ο λώρος<br />
(πράγμα που σημαίνει ότι την επο χή κατασκευής του εικονιδίου είχε<br />
αλλάξει η μορφή και ο τρόπος ενδύσεώς του), η σχεδόν ορθή<br />
προοπτική απόδοση του υπο ποδίου, καθώς και οι σωστές και<br />
ραδινές αναλογίες της μορφής, μάς οδηγούν σε μία χρονολόγηση<br />
στην πε ρίοδο των Παλαιο λόγων, πιθανόν στα τέλη του 14ου-αρχές<br />
του 15ου αι.<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Αδημοσίευτο<br />
11) Χ 1129:Χυτό πλαϊνό ορθογώνιο φύλλο τριπτύχου με έξι<br />
μορφές (εικ. 13).<br />
Ύψ. 0,054, πλάτ. 0,025, πάχ. 0,001μ.<br />
Διατήρηση κακή. Τα εξέχοντα σημεία έχουν τόσο απο -<br />
τριβεί, ώστε να μη διακρίνονται τα χαρακτηριστικά των<br />
μορφών και τα γράμματα των περισσότερων επιγραφών.<br />
ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ: Στις τρεις οριζόντιες ταινίες που χωρίζουν τις<br />
μορφές, στην άνω ταινία, το πρώτο όνομα μπορεί να<br />
διαβαστεί με σχετική βεβαιότητα ως «ΓΑΒΡΙΗΛ»· τα λοιπά<br />
αγιωνύμια είναι δυσδιάκριτα.
136 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Κ. ΣΚΑΜΠΑΒΙΑΣ<br />
Το πλακίδιο χωρίζεται με οριζόντιες<br />
ταινίες σε τρία ισομεγέθη διάχωρα· μέσα<br />
σε κάθε διάχωρο, ανά δύο ημίτομες μορ -<br />
φές, στραμμένες ελαφρά προς τα αριστερά<br />
του θεατή, δηλ. προς το κεντρικό φύλλο<br />
του τριπτύχου. Η πρώτη στο άνω διάχωρο<br />
αγένεια μορφή, είναι άγγελος (αναγνω -<br />
ρίζεται από τα φτερά και την επιγραφή)<br />
που κρατεί σφαίρα με το δεξιό του χέρι και<br />
σταυροφόρο ράβδο με το αριστερό. Οι<br />
λοιπές μορφές είναι γενειοφόρες, πλην της<br />
δεύτερης του μεσαίου διαχώρου. Όλες οι<br />
μορφές είναι φωτοστεφανωμένες. Οι κά -<br />
θετες πλευρές του πλακιδίου κοσμούνται<br />
με επίπεδο κυμάτιο, ισοπλατές περίπου με<br />
τις οριζόντιες ταινίες με τις οποίες σχημα -<br />
τίζει και τα πλαίσια των διαχώρων.<br />
Το προς τα αριστερά για τον θεατή<br />
κάθετο κυμάτιο απολήγει σε δύο «έμβολα»<br />
για την έμπηξή του σε στρογγυλές υποδο -<br />
χές, πράγμα από το οποίο τεκμαίρεται ότι<br />
το πλακίδιο ήταν το δεξιό φύλλο χαλκίνου<br />
τριπτύχου. Η κατάσταση διατήρησής του<br />
δεν επιτρέπει απόπειρα χρονολογήσεως.<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Αδημοσίευτο<br />
Εικ. 13. Χ1129:<br />
Πλαϊνό φύλλο τριπτύχου<br />
με έξι μορφές.<br />
ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:<br />
Βυζαντινή Τέχνη–Τέχνη Ευρωπαϊκή, Α -<br />
θή να 1964 (Κατάλογος Εκθέσεως)· Μ.<br />
Μπορμπουδάκης (επιμ.), Οι Πύλες του<br />
Μυστηρίου: Θησαυροί της Ορθοδοξίας από<br />
την Ελλάδα. Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών,<br />
Μουσείο Μπενάκη, Μουσείο Κανελλοπούλου.<br />
Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου<br />
Σούτζου, 13 Απριλίου-30 Ιουνίου 1994, Αθή -<br />
να 1994 (Κατάλογος Εκθέσεως)· Δ. Παπα -
ΕΝΔΕΚΑ ΑΝΑΓΛΥΦΑ ΜΕΤΑΛΛΙΚΑ ΕΙΚΟΝΙΔΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ<br />
ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ<br />
137<br />
νικόλα-Μπακιρτζή (επιμ.), Καθημερινή Ζωή στο Βυζάντιο. Θεσσα -<br />
λονίκη, Λευκός Πύργος, Οκτώβριος 2001- Ιανουάριος 2002, Αθήνα<br />
2002 (Κατάλογος Εκθέσεως)· R. Cormack-M. Vassilaki (επιμ.),<br />
Byzantium 330- 1453. Royal Academy of Arts, London, 25 October<br />
2008- 22 March 2009, London 2008 (Κατάλογος Εκθέσεως)· L.<br />
Wamser (επιμ.), Die Welt von Byzanz-Europas östliches Erbe. Glanz,<br />
Krisen und Fortleben einer tausendjähringen Kultur, Archäologische<br />
Staatsammlung München-Museum für Vor- und Frühgeschichte, München<br />
22/10/2004-3/4/2005, Stuttgart 2004 (Κατάλογος Εκθέσεως)·<br />
G. Zampieri-B. Lavarone (επιμ.), Bronzi Antichi del Museo Archeologico<br />
di Padova. Padova 17 dicembre 2008-28 febbraio 2001, Padova<br />
2001 (Κατάλογος Εκθέσεως)· Chr. Stiegemann (επιμ.), Byzanz, das<br />
Licht aus dem Osten. Kult und Altag im Byzantinischen Reich vom 4.<br />
Bis 15. Jahrhundert. Katalog der Ausstellung im Erzibischöflichen Diözesan<br />
museum Paderborn, Paderborn 2001, Mainz am Rhein 2001<br />
(Κατάλογος Εκθέσεως).
Εἰκ. 1. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς Παντοκράτωρ ἔνθρονος, λεπτομέρεια. «Μανουὴλ Πανσέληνος»,<br />
Καρυές, Πρωτᾶτο. Ἡ εἰκόνα εὑρίσκεται στὸν νότιο πεσσὸ τοῦ φράγματος τοῦ Ἁγίου Βήματος.<br />
Ἡ προδημοσιευόμενη λεπτομέρεια δὲν εἶναι κατὰ τὴν σημερινὴ κατάσταση τῆς<br />
διατηρήσεως ἀλλὰ μὲ ψηφιακὰ συμπληρωμένα τὰ ἀνάλογα φθαρμένα της τμήματα. Τὸ<br />
ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ ὅλες τὶς προδημοσιευόμενες στὴν συνέχεια εἰκόνες τῆς ἱστορήσεως,<br />
οἱ ὁποῖες δίνονται ψηφιακὰ συμπληρωμένες.
Δημήτριος Ἐμμ. Καλομοιράκης<br />
«Πρωτάτου Ἱστόρησις»:<br />
Εἰκόνα ἀρχέτυπη καὶ<br />
ὁμολογιακὴ τῆς καθολικότητας<br />
τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς<br />
ἱεροκοσμικῆς ἀνθρωπολογίας<br />
καὶ πολιτογραφίας<br />
Εἰσαγωγή 1<br />
«Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν»,<br />
Ἀρίσταρχος Σαμοθρὰξ ὁ Γραμματικός. (~220 - ~143 π.Χ.)<br />
Ἡ μελέτη γιὰ τὶς εἰκόνες τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου, τοῦ καθεδρικοῦ<br />
ναοῦ τῆς μοναχικῆς πολιτείας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, δὲν παρουσιάζεται<br />
σὲ μορφὴ καθόλα συστηματικῆς καὶ σχολαστικῆς διατριβῆς·<br />
δίδεται ὡς ἕνα πλαίσιο ἐρευνητικῆς προτάσεως, ἢ ἐν εἴδει ὑποτί -<br />
τλου, σὲ μορφὴ «κριτικοῦ δοκιμίου μεθοδολογίας, ἐπὶ χρήσεως τῶν ὀνομάτων<br />
καὶ ἐπὶ δεδομένων τεχνοτροπικῶν, ἱστορικῶν, πολιτιστικῶν». Ἡ<br />
1<br />
Τὰ ἀποτελέσματα τοῦ δοκιμίου δὲν θὰ εἶχαν προσφέρει ὅποιους καρποὺς<br />
ἔχουν δώσει, ἂν σὲ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ ποικίλα ἐπὶ μέρους θέματα ποὺ περιέχει,<br />
δὲν εἶχε ὑπάρξει οὐσιαστικὴ ἐξηγητικὴ βοήθεια ἀπὸ κατὰ περίπτωση<br />
ἔμπειρους, εἴτε στὸν ἀκαδημαϊκὸ εἴτε στὸν ὀρθόδοξο χριστιανικὸ<br />
πνευματικὸ χῶρο. Ἀπὸ αὐτοὺς ὁρισμένοι σήμερα σὺν Θεῷ ἀναπαύονται<br />
στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ἄλλοι εὑρίσκονται ἐν ζωῇ. Οἱ ἀστοχίες<br />
ὡστόσο ὀφείλονται στὸν ὑπογράφοντα, παρὰ τὶς σχετικὲς ἐξηγήσεις ὅσων<br />
συνέβαλαν οὐσιαστικά. Λόγω στενότητος χώρου, γιὰ ὅλους ἐπιφυλάσσομαι<br />
νὰ ἀναφερθῶ ἀναλυτικὰ κατὰ τὴν δημοσίευση τοῦ δοκιμίου· παρὰ<br />
ταῦτα ἐδῶ δὲν μπορῶ νὰ μὴν μνημονεύσω τὴν συμβολὴ τοῦ ἀείμνηστου<br />
Μανόλη Μπορμπουδάκη τὸν ὁποῖο εἶχα προϊστάμενό μου, ὅπου πάντα<br />
ἡ ἐμπιστοσύνη του μὲ τιμοῦσε. Μὲ ἀφετηρία τὴν θεολογικὴ ἀκαδημαϊκή<br />
του καὶ εὐρύτερη ἀρχαιολογικὴ παιδεία καὶ ἐμπειρία, ὑπῆρξε ὁ πρῶτος<br />
ποὺ ἔμαθε γιὰ τὴν περὶ τὴν ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου μελέτη· αὐτὴν παρακολούθησε<br />
ἐξελισσόμενη μὲ συζητήσεις καὶ ὑποδείξεις γιὰ μιὰ δεκαπενταετία<br />
πολλαπλῶς, ἀδιάλειπτα καὶ ἐνθαρρυντικά.
140 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />
δοκιμιακὴ μορφή προτιμήθηκε, διότι τὰ παράγωγα ἀποτελέσματα<br />
στὸ δοκίμιο συνιστοῦν μία ἑρμηνευτικὴ θεώρηση καὶ μεθοδολογία,<br />
τμήματα τῆς ὁποίας ἀφοροῦν σὲ μία περισσότερο πολυεπίπεδη<br />
ἐπιστημονικὴ διαδικασία· τοῦτο συμβαίνει διότι ἡ ὅλη προσέγγιση<br />
ποὺ ἀκολουθήθηκε, ἔφθασε σὲ ἕνα εὐρύτερο σύνολο μελετητικῶν<br />
θεμάτων καὶ ἐπὶ μέρους θέσεων καὶ παρατηρήσεων, ὅλων κινούμενων<br />
πέραν τῶν συνηθισμένων ὁρίων τῆς πρωτογενοῦς τεχνοτροπικῆς<br />
καὶ εἰκονογραφικῆς μελέτης, καὶ μετὰ ταῦτα ἱστορικῆς<br />
ἀντι στοιχήσεως καὶ πολιτιστικῆς ἐξηγήσεως. Πρὸς ὅλα αὐτά, παράλληλα<br />
ἀνακεφαλαιώνεται καὶ ὡς ἕνα βαθμὸ ὁλοκληρώνεται μία<br />
μελέτη ἡ ὁποία στὶς μέρες μας συμπληρώνει συνολικὴ περίοδο<br />
πέραν τῶν σαράντα τεσσάρων ἐτῶν (1972-2016), ἀσχέτως ἂν κάποιες<br />
ἀπὸ τὶς θέσεις τῶν ἐπὶ μέρους ἀποτελεσμάτων της ἀπαιτοῦν<br />
περαιτέρω τεκμηρίωση.<br />
Μία ἀπὸ τὶς κύριες μεθοδολογικὲς ἀρχὲς ποὺ ἀκολούθησε ἡ μελέτη,<br />
εἶναι ἡ διασταύρωση δεδομένων ἀπὸ τὶς εἰκόνες τῆς ἱστορήσεως<br />
τοῦ Πρωτάτου πρὸς τὰ κείμενα ποὺ ἀποτελοῦν πηγὲς γιὰ τὴν<br />
ἱστορία τῆς ἐποχῆς. Τοιουτοτρόπως ἀξιοποιήθηκε μία ἀρχὴ τὴν<br />
ὁποία ὁ ἱστορικός, πανεπιστήμων καὶ λόγιος θεολόγος, Νικηφόρος<br />
Γρηγορᾶς (1295-1360) θὰ ἀποκαλοῦσε «παράζευξι», τὴν ὁποία καὶ<br />
μνημονεύει ὅτι ἐφάρμοσε στὸ ἔργο του «Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία» 2 . Ἡ ἐφαρμογὴ<br />
τῆς ἀρχῆς τῆς «παραζεύξεως» ὁδήγησε σὲ μία σχολαστικὰ ἀκριβῆ<br />
σύγκριση καὶ χρήση «ὅρων» ἢ «ὀνομάτων» κατὰ τὴν πρωτογενῆ καταγραφὴ<br />
τῶν δεδομένων τῆς τοπογραφικῆς διατάξεως, τῆς θεματογραφίας<br />
καὶ τῆς εἰκονογραφίας τῶν ἀπεικονίσεων τῆς ἱστορήσεως τοῦ<br />
Πρωτάτου, σὲ «παράζευξη» μὲ τὴν ὁρολογία τῶν κειμένων τῆς τότε<br />
ἐποχῆς. Ὅσον ἀφορᾶ στὰ κείμενα ποὺ ἐλέγχθηκαν, ἀπὸ αὐτὰ ἡ κύρια<br />
ὁμάδα περιλαμβάνει ἕνα πυρῆνα ἔργων, χρονολογούμενων καταρχὴν<br />
σὲ διάστημα περίπου τριάντα ἐτῶν 1279-1309, κατὰ δεύτερον<br />
σὲ ἕνα διευρυμένο διάστημα ἑκατὸ περίπου ἐτῶν (1210-1310)<br />
καὶ κατὰ τρίτον σὲ μία εὐρύτερη κύρια ἱστορικὴ περίοδο ἐκτάσεως<br />
περίπου ἑξακοσίων ἐτῶν (787-1392). Ὅλα τὰ προαναφερόμενα κεί-<br />
2<br />
«Δεῖν γὰρ ὡς τὰ πολλὰ καὶ πράξεσι λόγους καὶ λόγοις πράξεις πανταχῆ παρεζεῦχθαι·<br />
μὴ μόνον ὅτι ψυχῆς εἰκόνες ἀμφότερα καὶ τῆς ἐν αὐτῇ κατοικούσης<br />
γνώμης καὶ γνώσεως αὐτάγγελοι κήρυκες, κἀντεῦθεν χρῆναι σαφεστέραν τὴν<br />
τῶν ἱστορουμένων προσώπων καὶ πραγμάτων γίνεσθαι δήλωσιν διὰ τῶν<br />
τοιούτων· ἀλλὰ καὶ ὅτι σκιαγραφία τίς ἐστι τῶν πράξεων ὁ λόγος· καὶ τούτων<br />
μὲν οὗτος ἡγεῖται· τούτου δ’ αὗται κατόπιν ἒρχονται.» Νικηφόρος Γρηγορᾶς,<br />
῾Ρωμαϊκὴ ἱστορία, τ. 2, σ. 641.12-19. (ἔκδ. Bekker-Schopen).
«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />
141<br />
μενα ἀνακεφαλαιώνουν τὸ τρέχον τότε περὶ τὸν ἄνθρωπο καταγραμμένο<br />
ὀρθόδοξο χριστιανικὸ πολίτευμα, τὸ διαμορφωμένο ἤδη κατὰ<br />
τὴν 1η μ.Χ. χιλιετία.<br />
Ἡ ἀρχὴ τῆς παραζεύξεως εἶχε γνωρίσει μεγάλη ἐπικαιρότητα,<br />
ἰδιαίτερα περὶ τὰ ἔτη 1275-1290, κατὰ μία παρεμφερῆ διατύπωση<br />
ὡς «λόγῳ καὶ ἒργῳ ἀκρίβεια», ἢ ἀπόρριψη τῶν «ψιλῶν γραμμάτων»,<br />
ὅπως θὰ λέγαμε καὶ σήμερα, κάθε ἡγεμονικῆς διγλωσσίας. Ἡ ἀρχὴ<br />
αὐτὴ ἐντοπίσθηκε ὅτι διέπει καθοριστικὰ μία «ὁμολογιακὴ» ἐπιστολὴ<br />
ἁγιορειτῶν πατέρων πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η΄, ὅπως ἐπίσης<br />
καὶ κείμενα ποὺ συνέγραψαν δύο πρώην Ἐσφιγμενίτες μοναχοὶ<br />
καὶ πνευματικὰ τέκνα τοῦ ἐκ Νοτίου Ἰταλίας ἁγιορείτη ὁσίου Νικηφόρου<br />
τοῦ Ἡσυχαστῆ (†1295-1300) 3 . Ὁ ἕνας εἶναι ὁ μὴ λόγιος<br />
ἅγιος Ἀθανάσιος Α΄, ὁ «Νέος Χρυσόστομος», Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως,<br />
Νέας Ῥώμης καὶ Οἰκουμενικὸς πατριάρχης» (1η<br />
πατρ. 1289-1293, 2η πατριαρχεία 1304-1309, βίος περ. 1245-<br />
1311) 4· ὁ δεύτερος, ὁ λόγιος ἅγιος Θεόληπτος, μητροπολίτης Φιλαδελφείας<br />
(1283-1322, βίος 1250-1322).<br />
3<br />
Ὁ Meyendorff, μολονότι ἀναφέρει ἀπὸ κοινοῦ τοὺς ἁγίους Νικηφόρο,<br />
Ἀθανάσιο A ́ καὶ Θεόληπτο, δὲν σημείωσε καμία πνευματικὴ σχέση τῶν<br />
δύο πρὸς τὸν ὅσιο Νικηφόρο, ἐνῶ μνημονεύει τὴν ἀντίστοιχη πνευματικὴ<br />
σχέση τους πρὸς τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ. (J. Meyendorff, Spiritual<br />
Trends in Byzantium in the Late Thirteenth and Early Fourteenth centuries,<br />
Art et société à Byzance sous les Paléologues, Colloque par l’Association<br />
internationale des études byzantines 1968, Βενετία, Βενετία 1971 καὶ ἀνατ.<br />
Kariye Djami 1976, σ. 8) Γιὰ τὴν σχετικὴ ταύτιση βλ. Δ. Καλομοιράκης,<br />
Ἑρμηνευτικὲς παρατηρήσεις στὸ εἰκονογραφικὸ πρόγραμμα τοῦ Πρωτάτου,<br />
ΔΧΑΕ 15 (1989-1990), σ. 197-199, σημ. 6, καὶ ἀνεξάρτητα τούτου,<br />
Ι. Κ. Γρηγορόπουλος, Θεολήπτου Φιλαδελφείας τοῦ Ὁμολογητοῦ (1250-1322<br />
μ.Χ.) βίος καὶ ἔργα, Κατερίνη 1996, τ. Α΄, σ. 41-43. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ<br />
Παλαμᾶς, ἀρχιεπίσκοπος τῆς Θεσσαλονίκης (1347-1359, βίος 1296-<br />
1359), κατὰ δική του ὁμολογία εὐτύχησε νὰ ἔχει ὑπάρξει πνευματικὸ<br />
τέκνο τόσο τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Α΄ ὅσο καὶ τοῦ ἁγίου Θεολήπτου.<br />
4<br />
Ὡς πρὸς τὸν ἀναθεωρημένο πιθανὸ χρόνο τῆς γεννήσεως τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου<br />
Α΄ περὶ τὸ 1245 μ.Χ. καὶ ὄχι περὶ τὸ 1230-1235 μ.Χ., βλ. Γρηγορόπουλος,<br />
Θεολήπτου Φιλαδελφείας τοῦ Ὁμολογητοῦ, τ. Α΄, σ. 43, σημ. 30.<br />
Μὲ βάση τὰ προαναφερόμενα δείχνει νὰ προκύπτει ὅτι ὁ ἅγιος Ἀθανασιος<br />
Α΄ τὸ πολὺ νὰ ἦταν κατὰ πέντε ἔτη μεγαλύτερος τοῦ ἁγίου Θεολήπτου, γεγονὸς<br />
ποὺ ἐξηγεῖ τὴν κοινὴ ἄσκησή τους, τόσο ὡς συμμονάζοντες στὴν Ἱ.<br />
Μ. Ξηροποτάμου, ὅσο καὶ ἀσκούμενοι στὴν ἡσυχία ὑπό τὴν πνευματικὴ<br />
καθοδήγηση τοῦ ὁσίου Νικηφόρου τοῦ Ἡσυχαστῆ. Γιὰ τὰ δημοσιευμένα<br />
ἔργα τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Α΄, βλ. A. M. Talbot, The Correspondence of<br />
Athanasios I Patriarch of Constantinople. Letters to the Emperor Andronikos
142 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />
Ἡ διευρυμένη μεθοδολογικὰ καὶ ἀναπροσανατολισμένη μελετητικὰ<br />
προοπτική τοῦ δοκιμίου δὲν ἔχει ἀρκεσθεῖ στὰ κοινὰ τεχνοτροπικὰ<br />
ἐρωτήματα ποὺ συνηθίζουν νὰ ἐξηγοῦν τὸν λόγον τῆς<br />
δημιουργίας τοῦ ἀποδιδομένου ζωγραφικοῦ ἔργου στὸν «ἐκ Θεσσαλονίκης<br />
δίκην σελήνης λάμψαντα κὺρ Μανουὴλ Πανσέληνο» 5 κατὰ<br />
κάποιον τρόπο ἐντάσσοντάς το στὴν πορεία τῆς ἰδεολογίας τῆς «ἱστορικῆς<br />
ἐξελίξεως» καὶ «προόδου» ποὺ συνηθίζει νὰ ἐφαρμόζει ἡ σύγχρονη<br />
σκέψη, ὅταν θεωρεῖ ἱστορικὰ γεγονότα ἀπὸ τὸν «Μεσαίωνα»<br />
II, members of the imperial family and officials, CFHB VII, Washington D.C.<br />
1975· Δ. Καλομοιράκης, Ὁ Oἰκουμενικὸς πατριάρχης ἅγιος Ἀθανάσιος<br />
A΄ καὶ ἡ διδασκαλία του πρὸς τοὺς κατοίκους τῆς Mικρᾶς Ἀσίας κατὰ τὸ<br />
1303, Δελτίον Kέντρου Mικρασιατικῶν Σπουδῶν 8 (1991), σ. 23-45· M.<br />
Patedakis, Athanasios I Patriarch of Constantinople (1289-1293, 1303-<br />
1309): A critical edition with introduction and commentary of selected<br />
unpublished works, Oxford (D.Phil. Thesis) 2004· Μ. Πατεδάκης, Η<br />
διαμάχη του πατριάρχη Αθανασίου Α΄ (1289-1293, 1303-1309) με τον<br />
κλήρο της Αγίας Σοφίας (1306-1307) μέσα από ένδεκα ανέκδοτες επιστολές,<br />
Ελληνικά 56.2 (2006), σ. 279-319· M. S. Patedakis, Athanasios’<br />
I Patriarch of Constantinople Anti-Latin Views and Related Theological<br />
Writings, στὸ Byzantine Theologians. The systematization of their own doctrine<br />
and their perception of foreign doctrines, A. Rigo-P. Ermilov (επιμ.),<br />
Rome 2009, σ. 125, σημ. 6· M. S. Patedakis, Τhe Testament of the Patriarch<br />
Athanasios I of Constantinople (1289-93, 1303-09), στὸ D. Sullivan-Elizabeth<br />
Fisher-Str. Papaioannou (ἐπιμ.), Byzantine Religious<br />
Culture: Studies in Honor of Alice-Mary Talbot, Leiden-Boston 2012, σ.<br />
439-463.<br />
5<br />
A. Παπαδόπουλος-Kεραμεύς, Διονύσιος ὁ ἐκ Φουρνᾶ Ἑρμηνεία τῆς Ζωγραφικῆς<br />
Τέχνης, St Petersburg 1909, σ. ια΄, σημ. 3· σ. ιβ΄, σημ.3· σ. ια΄-ιβ΄, σημ.<br />
3· σ. ια΄, σημ. 1· σ. ι΄-ιβ΄, σημ. 3· σ. ι΄, σημ. 3· σ. θ΄, σημ. 4, σημ. 3· σ.<br />
ιβ΄, σημ. 4. Σχετικὰ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ «Πανσελήνου», βλ. M. Βασιλάκη,<br />
Υπήρξε Μανουήλ Πανσέληνος;, στο 3ο Συμπόσιο Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών<br />
/ Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών, (στὸ ἐξῆς ΣΕΙΕ/ΙΒΕ), Ἀθήνα 1999, σ. 39-<br />
51 και M. J. Milliner, Man or Metaphor? Manuel Panselinos and the Protaton<br />
Frescoes, στὸ M. J. Johnson, R. Ousterhout, Α. Papalexandrou<br />
(επιμ.), Approaches to Byzantine Architecture and its Decoration. Studies in<br />
Honor of Slobodan Curcic, Farnham 2012, σ. 228. Στὸ δοκίμιο ἐπιλέχθηκε<br />
ὡς συμβατικὴ ἡ χρήση διατυπώσεων ὅπως «τὸ ἔργο τοῦ Πανσελήνου», «ἡ<br />
τέχνη τοῦ Πανσελήνου», ἢ γενικώτερα «Πανσέληνος» -μολονότι εἶναι δεδομένο<br />
ὅτι τουλάχιστον ἄλλοι δύο ἁγιογράφοι συνεργάσθηκαν-, συνδυαζόμενες μὲ<br />
ἄλλες διατυπώσεις ὅπως, «τὸ ἐργαστήριο» ποὺ ἱστόρησε τὸ Πρωτᾶτο. Καθὼς<br />
ἡ προσωπικότητα τοῦ πρωτομάστορα χαρακτηρίζει καὶ τὸ ἔργο τῶν βοηθῶν<br />
ποὺ ἐργάσθηκαν μαζί μὲ τὸν πρωτομάστορα, κρίθηκε ὅτι μὲ τὴν χρήση τοῦ<br />
ὀνόματος τοῦ «Πανσελήνου» διευκολύνεται ἡ κατανόηση τῆς κύριας ὑψηλῆς<br />
εἰκαστικῆς ἀντιλήψεως ποὺ διέπει τὴν ἱστόρηση.
«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />
143<br />
πρὸς τοὺς «Νέους» χρόνους. Γιὰ τὴν τέχνη μάλιστα τοῦ «Πανσελήνου»<br />
ἡ τρέχουσα ἐπιστημονικὴ θεώρηση δέχεται ὅτι προαναγγέλλει τάσεις<br />
ρήξεως μὲ τὸν «Μεσαίωνα», προσανατολισμένες στὸν «Ἀνθρωπισμὸ<br />
τῆς Ἀναγεννήσεως», ἢ διάφορες «ἐθνογενετικὲς» τάσεις. Ὡς βασικὴ ἀφετηρία<br />
τῆς ἐδῶ μελέτης ἔχει σταθεῖ ἕνα ἐρώτημα προσανατολισμένο<br />
στὴν ἀνίχνευση τοῦ «οἴκοθεν» λόγου -στὸ πλαίσιο τῆς ἴδιας τῆς<br />
ἐποχῆς του- τῆς δημιουργίας τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου, καὶ ὄχι<br />
σὲ σχέση πρὸς τὴν ἱστορικὰ ἐξελικτικὴ πορεία τοῦ δυτικοῦ κόσμου<br />
ἀπὸ τὸν «Μεσαίωνα» καὶ μετά. Τοιουτοτρόπως ἀπὸ τὸ ἐρώτημα αὐτὸ<br />
προέκυψε ἕνας μεθοδολογικὸς ἀναπροσανατολισμὸς καὶ μία διευρυμένη<br />
θεωρητικὴ προσέγγιση, πέραν τῶν ὁρίων ποὺ ἐφαρμόζει ἡ<br />
τρέχουσα λογικὴ τῆς ἐπιστημονικῆς παραδόσεως περὶ τὴν ἱστορία<br />
τῆς τέχνης καὶ κυρίως τοῦ πολιτισμοῦ.<br />
Ἡ ὅλη διεύρυνση ἀσχολήθηκε κυρίως μὲ τὴν συστηματικὴ μελέτη<br />
τῶν δεδομένων τῆς ἱστορήσεως ποὺ δὲν ἀφοροῦν τόσο στὴν<br />
«τέχνη τοῦ ζωγράφου», ἀλλὰ κυρίως μὲ τὴν τοπογραφικὴ διάταξη τῆς<br />
θεματογραφίας τῶν εἰκόνων τῆς ἱστορήσεως, συνιστῶντας τὴν βάση<br />
τῆς μελέτης τοῦ δοκιμίου 6 . Στὸ σύνολό της ἡ διαδικασία αὐτὴ ἐπε-<br />
6<br />
Τὸ πλῆρες δοκίμιο, ὡς προδημοσίευση τοῦ ὁποίου ἡ Εἰσαγωγή, τὰ Προλεγόμενα<br />
καὶ τὰ ἐπιλεγόμενα ὑπάρχουν στὸ παρὸν κείμενο, θὰ ἀποτελεῖται<br />
ἀπὸ πέντε κεφάλαια, ὅσα καὶ τὰ ἐπάλληλα ἐπίπεδα, τῶν δεδομένων τῆς<br />
μελέτης, κατανεμημένα σὲ τρεῖς τόμους. Ὁ Α΄ τόμος διαιρεῖται σὲ Πρόλογο,<br />
Πίνακα Περιεχομένων, Προλεγόμενα, Α΄ κεφάλαιο: «Ἡ τεχνοτροπία καὶ ἡ διάταξις<br />
τῶν εἰκόνων τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου», σὲ τρεῖς ἑνότητες, 1. Ἡ ἱστορικὴ<br />
ἐπισκόπησις τῆς τεχνοτροπικῆς ἀποτιμήσεως καὶ χρονικῆς τοποθετήσεως<br />
τῆς τέχνης τοῦ «Πανσελήνου», 2. Ἡ ἀποκατάστασις τῆς ἱστορήσεως, 3. Ἡ<br />
μυσταγωγικὴ εἰκόνα τῆς ἱστορήσεως. Ὁ Β΄ τόμος διαιρεῖται σὲ Β΄ κεφάλαιο:<br />
«Τὸ ἱεροκοσμικὸ ἐκκλησιαστικὸ ἒπος τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου», σὲ τέσσερεις<br />
ἑνότητες, Γ΄ κεφάλαιο: «Ἡ εἰκόνα τῆς ἱστορήσεως ὡς εἰκαστικὴ κιβωτὸς<br />
τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς ἱεροκοσμικῆς πολιτογραφίας», σὲ πέντε ἑνότητες,<br />
Δ΄ κεφάλαιο: «Ἡ εἰκόνα τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου συσχετιζόμενη μὲ ἐπιστημονικὴ<br />
μεθοδολογία καὶ τὸν κόσμο τῆς «καινῆς» οἰκουμένης τῆς Νέας Ρώμης»,<br />
σὲ τρεῖς ἑνότητες, Ε΄ κεφάλαιο: «Ἡ εἰκόνα τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου σὲ<br />
παράζευξη πρὸς «καινὰ» ὀνόματα καὶ ρήματα», σὲ δύο ἑνότητες. Ἐπιλεγόμενα.<br />
Ὁ Γ΄ τόμος διαιρεῖται σὲ «Παραρτήματα»: Κατάλογοι: Α΄ τῆς βιβλιογραφίας,<br />
Β΄ τῶν ἀπεικονίσεων, Γ΄ Ὅρων, Δ΄ Ὀνομάτων, Ε΄ Ψηφιακὴ ἀποκατάσταση<br />
ἐπιλεγμένων ἀπεικονίσεων, ΣΤ΄ Σχεδιαστικὰ τοπογραφικὰ ἀναπτύγματα,<br />
Πίνακες: Ζ΄ Καταστάσεως διατηρήσεως τῶν ἀπεικονίσεων, Η΄ Συγκεντρωτικῶν<br />
δεδομένων τῶν ἀπεικονίσεων, Θ΄ Πλήρη κείμενα ἱστορικῶν πηγῶν,<br />
Ι΄ Ἀποσπάσματα κειμένων ἱστορικῶν πηγῶν, ΙΑ΄ Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ<br />
ἔργο τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Α΄, ΙΒ΄ Ἀποσπάσματα νεωτέρων κειμένων, ΙΓ΄<br />
Ἀποσπάσματα ἀδημοσίευτα νεωτέρων κειμένων, ΙΔ΄ Ψηφιακὸς δίσκος μὲ
144 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />
κτάθηκε σὲ πέντε κύριες παραμέτρους: α΄ τὶς ἀρχὲς τῆς πρωτογενοῦς<br />
ἀρχαιολογικῆς καταγραφῆς, β΄ τὴν ἀναζήτηση κειμένων δημοσιευμένων<br />
ἢ μή, ὅπως ἐπίσης καὶ τὴν ἀξιοποίηση κειμένων δημοσιευμένων<br />
μέν, ἀλλὰ παραθεωρημένων, γ΄ τὶς παραμετροποιήσεις ποὺ<br />
ἐφαρμόζονται στὴν σύγχρονη πολιτισμικὴ πληροφορική, δ΄ τὶς<br />
πολλαπλοῦ χαρακτῆρος ἀπαριθμήσεις, στατιστικὲς ἀναλύσεις, ἐπιμετρήσεις<br />
πρὸς ἔλεγχο τῆς διαψευσιμότητας τῶν συμπερασμάτων<br />
σὲ σχέση πρὸς τὴν ἀποκατάσταση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἀπεικονίσεων<br />
ποὺ ἀρχικὰ σχεδιάσθηκε νὰ περιλαμβάνει ἡ ἱστόρηση, ἕως καὶ συμπερασμάτων<br />
ἱστορικῶν, καὶ ε΄ τὴν σύγκριση τῶν ἀποτελεσμάτων<br />
τῶν προαναφερομένων τεσσάρων παραμέτρων πρώτιστα πρὸς τὰ<br />
κείμενα τῶν πηγῶν τῆς περιόδου καὶ κατὰ δεύτερον πρὸς τὰ συμπεράσματα<br />
ποὺ ἔχουν οἰκοδομηθεῖ βασισμένα στὴν τρέχουσα ἐπιστημονικὴ<br />
λογική.<br />
Ἀπὸ ὅσα ἐπὶ μέρους μεθοδολογικὰ θέματα ἀκολουθήθηκαν καὶ<br />
μελετητικὰ προέκυψαν, ἕξι ἀπὸ αὐτά ἴσως παρουσιάζουν ἕνα εὐρύτερο<br />
ἐνδιαφέρον 7 : α΄. Ἡ διάκριση σὲ πέντε ἐπίπεδα-κεφάλαια τῶν<br />
δεδομένων τόσο τῆς προγενέστερης μελέτης τοῦ μνημείου ὅσο καὶ<br />
τοῦ δοκιμίου τῆς ἱστορήσεως. Τὸ 1ο ἐπίπεδο ἀφορᾶ στὴν πρωτογενῆ<br />
καταγραφὴ καὶ χρονικὴ τοποθέτηση δεδομένων, τὸ 2ο στὴν<br />
τὰ δεδομένα τῶν παραρτημάτων τοῦ Γ΄τόμου καὶ στατιστικὰ γραφήματα<br />
ἀπὸ τὰ δεδομένα τῶν εἰκόνων τῆς ἱστορήσεως.<br />
7<br />
Στὸ δοκίμιο περιέχεται συστηματικὰ ἡ προσπάθεια παραμετροποιήσεως<br />
τῶν διαφόρων δεδομένων τῆς ἱστορήσεως, ὄχι ὡς τὶς μόνες δυνατὲς σχέσεις<br />
πρὸς τὰ διάφορα χαρακτηριστικά, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνεται εὐκολότερη ἡ<br />
κατὰ περίπτωση διαδικασία ἐλέγχου ἕως διαψεύσεως, ὅπως ἐπίσης νὰ<br />
εἶναι δυνατὸς κάθε ἐμπλουτισμὸς -ἕως καὶ πιθανὸς ἀναπροσανατολισμόςτῆς<br />
κατὰ περίπτωση παραμετροποιήσεως, κατὰ τρόπο ὥστε τὰ δεδομένα<br />
σὲ μία εὐρύτερη ψηφιακὴ βάση νὰ μποροῦν νὰ συγκρίνονται πρὸς ἄλλα,<br />
ἐπίσης ψηφιοποιημένα, δεδομένα μνημείων. Στὸ πλαίσιο τοῦ δοκιμίου ὁ<br />
προσανατολισμὸς αὐτὸς ἔχει δειγματοληπτικὰ ὑλοποιηθεῖ σὲ σχέση πρὸς<br />
τὴν κατὰσταση διατηρήσεως ἕως ἀποκαταστάσεως τοῦ ἀρχικοῦ ἀριθμοῦ<br />
τῶν ἀπεικονίσεων, ἕως καὶ σὲ σχέση μὲ τὴν τοπογραφικὴ διάταξη τῆς θεματογραφίας<br />
τῆς ἱστορήσεως. Δὲν περιέχεται ἡ σὲ ἐξέλιξη εὑρισκόμενη<br />
εἰκονογραφικὴ παραμετροποίηση τῶν εἰκαστικῶν δεδομένων τῶν μεμονωμένων<br />
μορφῶν, ἐνῶ τὸ ἴδιο μένει νὰ γίνει καὶ γιὰ τὶς ἀφηγηματικὲς<br />
ἀπεικονίσεις. Πρόσθετη σημαντικὴ βοήθεια προέκυψε καὶ ἀπὸ τὴν χρήση<br />
μιᾶς ὁρολογίας ποὺ ἐπιλέχθηκε, οἰκείας κατὰ τὸ δυνατὸν τόσο πρὸς τὴν<br />
ἐποχή τῆς ἱστορήσεως, καὶ πάντα σὲ ἀντιπαραβολὴ μὲ τὴν τρέχουσα ἐπιστημονικὴ<br />
ὁρολογία, ὅσο καὶ σὲ σχέση πρὸς τὰ πρότυπα ποὺ ἐφαρμόζει<br />
ἡ πολιτισμικὴ πληροφορική· τοιουτοτρόπως ὅσα προέκυψαν εἶναι διατυπωμένα<br />
κατὰ τρόπο συμβατὸ σὲ κάθε ἠλεκτρονικὴ διαχείριση.
«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />
145<br />
ἱστορική τους ἔνταξη, τὸ 3ο στὴν εὐρύτερη πολιτιστική τους θεώρηση,<br />
τὸ 4ο στὴν κοσμοθεωρητικὴ λογικὴ στὸ πλαίσιο τῆς ὁποίας<br />
δημιουργήθηκε ἡ ἱστόρηση, συγκρινόμενη μὲ τὴν ἀντίστοιχη κοσμοθεώρηση<br />
τῆς ἐπιστημονικῆς λογικῆς μὲ τὴν ὁποία αὐτὴ μελετᾶται<br />
ἕως σήμερα, καὶ τὸ 5ο στὸν τρόπο τῆς χρήσεως τῶν<br />
ὀνομάτων καὶ τῶν ρημάτων, τόσο κατὰ τοὺς χρόνους τῆς δημιουργίας<br />
τῆς ἱστορήσεως ὅσο καὶ σήμερα. β΄. Ἡ μεθοδολογία ποὺ ἀναπτύχθηκε,<br />
μὲ βάση τὴν ὁποία προέκυψε ἡ ἀποκατάσταση τοῦ<br />
ἀρχικοῦ ἀριθμοῦ τῶν εἰκόνων τῆς ἱστορήσεως. γ΄. Ἡ διεύρυνση<br />
τῆς χρησιμοποιούμενης σχετικῆς ὁρολογίας ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο τῆς<br />
πρωτογενοῦς καταγραφῆς ἕως τῆς πολιτιστικῆς θεωρήσεως τῶν δεδομένων.<br />
δ΄. Τὰ κριτήρια γιὰ τὴν ἀκριβέστερη ἀποτίμηση τῶν δυνατοτήτων<br />
τῆς ἕως σήμερα ἀκολουθούμενης θεωρητικῆς<br />
μεθοδολογίας, μὲ τὴν ὁποία συνήθως οἱ πρωτογενεῖς τεχνοτροπικὲς<br />
καὶ εἰκονογραφικὲς ἐκτιμήσεις ἑρμηνεύονται ἢ παρερμηνεύονται<br />
ἱστορικῶς ἕως πολιτιστικῶς. ε΄. Ἡ μεθοδολογία καταγραφῆς μὲ<br />
ἀκριβέστερη ὁρολογία ἐπὶ εἰκαστικῶν θεμάτων, ὥστε νὰ καταγράφεται<br />
ἐπαρκέστερα ἡ «εἰκαστικὴ ἀποφατικότητα» ποὺ διέπει τὴν τέχνη<br />
καὶ τὴν διάταξη τῶν εἰκόνων τῆς ἱστορήσεως. ς΄. Ὁ τρόπος τῆς ἀποφυγῆς<br />
λαθῶν προσλήψεως ἀπὸ τὴν τρέχουσα χρήση τοῦ κόσμου<br />
τῆς ἐπιστημονικῆς λογικῆς περὶ τὴν φιλοσοφία τῆς ἱστορίας περὶ<br />
ἐξελίξεως, διὰ τῆς πληρέστερης κατανοήσεως τοῦ διαφορετικοῦ κόσμου<br />
τῆς ἀντίστοιχης ἀνθρωπολογίας καὶ φιλοσοφίας τῆς ἱστορίας,<br />
ἀνάμεσα στῆν 1η καὶ 2η παρουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴν γῆ, στὸ<br />
πλαίσιο τῆς ὁποίας δημιουργήθηκε ἡ ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου.<br />
Ἀπαιτεῖται ἐργασία περισσότερη τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου ἢ μιᾶς γενιᾶς<br />
γιὰ τὴν ἀκριβέστερη καταγραφή, κατανόηση καὶ πλήρη τεκμηριωμένη<br />
ἀποτίμηση, κατηγοριοποίηση ἕως ἐπιμέτρηση ἑνὸς<br />
μνημείου μὲ «ἀξία ἀρχετύπου» 8 ὅπως αὐτὸ τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου,<br />
ποὺ διέπεται ἀπὸ ἕνα ἐκπλήσσοντα εἰκαστικὸ δυναμισμὸ ὑψηλοῦ<br />
ἐπιπέδου τέχνης καὶ μία ποικιλία ἐκφραστικῶν διατυπώσεων<br />
ἀντίστοιχης ποιότητας. Εὐλογία θὰ ἦταν ἐάν, συνεργαζόμενη μὲ τοὺς<br />
νεωτέρους της, ἡ ἐν ζωῇ γενιὰ τῶν μελετητῶν, παρέδιδε μία κατὰ<br />
τὸ δυνατὸν λεπτομερῆ ψηφιοποιημένη ἀποδελτίωση, ἀνοικτὴ σὲ<br />
διαπιστευμένες ἐνημερώσεις διαδικτυακὴ βάση τῶν παραμέτρων<br />
ποὺ ἀφοροῦν τόσο στὰ δεδομένα τῆς ἱστορήσεως, ὅσο καὶ στὴν ἕως<br />
8<br />
Μ. Χατζηδάκης, Βυζαντινὴ Τέχνη στὸ Ἅγιον Ὄρος, στο Θησαυροὶ τοῦ Ἁγίου<br />
Ὄρους. Κατάλογος ἔκθεσης, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 24.
146 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />
σήμερα τρέχουσα σχετικὴ μελετητικὴ παράδοση, ὅπως ἐπίσης καὶ<br />
τὶς ἐκκρεμοῦσες παρατηρήσεις πρὸς τεκμηρίωση 9 μὲ παράλληλη<br />
ἀκριβῆ σήμανση τῶν παραμέτρων ποὺ ἔχουν οἰκοδομήσει ὅλη τὴν<br />
ἀναπροσανατολισμένη προσέγγιση, ὥστε νὰ εἶναι εὔκολη κάθε νέα<br />
ἐνημέρωση, διεύρυνση, ἐμπλουτισμός, ἀναθεώρηση ἕως καὶ ὅποια<br />
διάψευσή της.<br />
Ἡ ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου καὶ ἡ μελετητικὴ<br />
διερεύνηση τῆς περὶ τὸ 1280-1290 ἐπικαιρότητας<br />
Ἀπὸ ἱστορικῆς πλευρᾶς ὅλο τὸ δοκίμιο εὑρίσκεται προασανατολισμένο<br />
κυρίως στὴν πολιτικὴ καὶ τὴν λόγια καὶ νηπτικὴ πνευματικὴ<br />
ἐπικαιρότητα τοῦ τέλους τῆς 1ης δεκαετίας ἀπὸ τὴν βασιλεία<br />
τοῦ αὐτοκράτορος Ἀνδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου (βασιλεία 1282-<br />
1328, βίος περ. 1259-1332). Ἀνάμεσα στὰ ἔτη 1282-1289 ὁ υἱὸς<br />
καὶ διάδοχος τοῦ Μιχαὴλ Η΄, Ἀνδρόνικος Β΄, κινούμενος παράλληλα<br />
πρὸς τὸ «δημοτικὸ» αἴσθημα ἐπανέφερε τὴν προγενέστερη<br />
«οἴκοθεν» 10 πολιτικὴ τῶν προκατόχων τους Λασκαριδῶν.<br />
9<br />
Θὰ ἦταν ἰδιαίτερα χρήσιμο ἂν ἀναπτυσσόταν μία διαδικτυακὴ ἐφαρμογή<br />
ἀρχείου ψηφιοποιημένων δεδομένων, ὅπου διὰ ἐξουσιοδοτήσεως οἱ μελετητὲς<br />
θὰ εἶχαν τὴν δυνατότητα ἐνημερώσεως, εὔκολης προσθήκης νεώτερων<br />
πληροφοριῶν ποὺ ἐπαληθεύουν, διαψεύδουν ἢ διευρύνουν<br />
διάφορα παραμετροποιημένα θέματα περὶ τὴν μελέτη τῆς ἱστορήσεως τοῦ<br />
Πρωτάτου. Τοιουτοτρόπως τὸ διαδικτυακὸ αὐτὸ ἀρχεῖο θὰ μποροῦσε νὰ<br />
φιλοξενεῖ καταχωρημένες ὅλες τὶς σχετικὲς τοποθετήσεις καὶ διαφορετικὲς<br />
προσεγγίσεις τῶν μελετητῶν, μὲ τρόπο ὥστε ἡ σχετικὴ μελετητικὴ διαδικασία<br />
καὶ παραγωγὴ νὰ προσφέρεται ἄμεσα ἐνημερωμένη μὲ βιβλιογραφικὲς<br />
παραπομπές καὶ σχόλια.<br />
10<br />
«Ἄγρυπνοῦμεν εὐχαριστοῦντες Θεῷ, καὶ μάλιστα ὅτε φροντίζειν ἀκράτως· καὶ<br />
τοῦτο κατὰ δίκαιον, ὅτι γε μὴ ἀξίους ὄντας ἡμᾶς πολλῶν κατέστησε φροντιστάς.<br />
Ταῦτα ποιοῦντες καὶ αὔριον ἄλλας ἐγείρει μερίμνας. Κινεῖται γὰρ ἡ ἔχθρα τῷ<br />
πλήθει καὶ τὰ ἒθνη μάχεται καθ’ ἡμῶν· καὶ τίς ὁ βοηθήσων ἡμῖν; Πέρσης πῶς<br />
βοηθήσει τῷ Ἕλληνι; Ἰταλὸς καὶ μάλιστα μαίνεται, Βούλγαρος προφανέστατα,<br />
Σέρβος τῇ βίᾳ βιαζόμενος καὶ συστέλλεται· ὁ δ’ ἡμέτερος τάχα, τάχα δὴ οὐ τῶν<br />
ἡμετέρων κατὰ ἀλήθειαν· μόνον δὲ τὸ Ἑλληνικὸν αὐτὸ βοηθεῖ ἑαυτῷ οἴκοθεν<br />
λαμβάνον τὰς ἀφορμᾶς. Τὸν στρατὸν ὁριζόμεθα κολοβῶσαι, ἢ τὰ χρήματα, δι’<br />
ὧν συνέστηκεν ὁ στρατός; εἰ μὲν οὖν πρῶτον, βοηθοῦμεν τοῖς ἐναντίοις· εἰ δέ<br />
γε τὸ δεύτερον, ἐπὶ τὸ βοηθοῦν τὸν στρατόν, τὰ χρήματα καταβάλλομεν, καταβάλλομεν<br />
τὸν στρατόν, καὶ πάλιν βοηθοῦμεν τοῖς ἐναντίοις. Οὐ σόφισμα τοῦτο,<br />
ἀλλ’ ἀληθείας πάσης διαφανέστερον. Μία γὰρ ἐμὴ ἡ ἀληθεια, εἷς ὁ σκοπὸς, ἓν<br />
δὲ μοι καθέστηκε καὶ τὸ σπούδασμα, τὸ συνιστᾶν ἀεὶ τὴν ποίμνην τοῦ Θεοῦ καὶ
«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />
147<br />
Ἀπὸ πλευρᾶς τοῦ δοκιμίου, ἡ υἱοθέτηση μιᾶς ἀντίστοιχης «οἴκοθεν»<br />
προοπτικῆς μελετητικῆς προσεγγίσεως δὲν ἀπέβλεπε σὲ μία<br />
«βυζαντινοκεντρικὴ» ἢ «ὀρθοδοξοκεντρικὴ» θεώρηση τῆς ἱστορήσεως,<br />
οὔτε σὲ μία θεώρηση ποὺ ὡς πλαίσιό της ἔχει τὴν γνωστὴ διάκριση<br />
ἀνάμεσα στὴν «Λατινικὴ Δύση» πρὸς τὴν «Ἑλληνικὴ Ἀνατολή»· βεβαίως<br />
ἡ χρήση τῆς κάθε μιᾶς ἀπὸ τὶς δὺο συνημμένες πρὸς αὐτὲς<br />
γλῶσσες καὶ τὶς ἀντίστοιχες παραδόσεις, τὴν Ἑλληνορωμαϊκὴ καὶ<br />
τὴν Φραγκορωμαϊκή, προκαθορίζει πολλά· πρὸς αὐτὲς ἄλλωστε τοποθετούμενος<br />
ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος Α ́ ἀναφέρεται στὸ «στενὸν τῆς<br />
(λατινικῆς) διαλέκτου τὸ ὁποῖο παρέχει αἰτίας βλασφημίας». Παράλληλα<br />
ἡ προαναφερόμενη «οἴκοθεν» προσέγγιση προέκυψε κατὰ τὴν ροὴ<br />
τῆς μελέτης, ἐνῶ στὴν πράξη ὑποστηρίχθηκε ἀπὸ μία σχολαστικὴ<br />
πρωτογενῆ ἀρχαιολογικὴ καταγραφὴ τῶν δεδομένων τῶν εἰκόνων<br />
τῆς ἱστορήσεως, ὅπως αὐτὲς εὑρίσκονται διαταγμένες τοπογραφικά,<br />
θεματογραφικὰ καὶ εἰκονογραφικά, σὲ συσχετισμὸ μὲ μία ἐξ ἴσου<br />
σχολαστικὴ πρωτογενῆ φιλολογικὴ ἀποδελτίωση σχετικῶν πρὸς<br />
αὐτὰ ὀνομάτων ἀπὸ κείμενα. Ὅλα τὰ προαναφερόμενα ἀπὸ ἕνα σημεῖο<br />
καὶ μετὰ ἄρχισαν νὰ ἀποκαλύπτουν τὴν κοινὴ ἐντελέχεια ποὺ<br />
συνέχει ἀμφότερα, κατὰ κάποιο τρόπο παραπέμποντας ταυτόχρονα<br />
τόσο στὸν ἐν ἀρχῇ λόγο τῆς δημιουργίας τῆς ἱστορήσεως, ὅσο καὶ<br />
σὲ λανθάνουσες ἕως σήμερα κύριες παραμέτρους τοῦ -ἀπὸ τὸ 1289<br />
καὶ μετά- συστηματικὰ ἐφαρμοζόμενου πολιτικοῦ δόγματος, μιᾶς<br />
κρατικῆς καὶ ἀνθρωπολογικῆς «ἀνανεώσεως» ποὺ μέσα ἀπὸ πολλὲς<br />
ἀντιρρήσεις καὶ ἱερατικὲς «ἀρρητουργίες» εἶχε δρομολογήσει ὁ<br />
Ἀνδρόνικος Β΄, πρὸς τοῦτο βοηθούμενος ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀθανάσιο<br />
Α΄ καὶ Θεόληπτο καὶ τὸν νεαρὸ τότε Θεόδωρο Μετοχίτη. Τὰ<br />
ἀποτελέσματα τοῦ δόγματος ἐκείνου μέχρι σήμερα μελετητικὰ δὲν<br />
ἔχουν πάψει νὰ θεωροῦνται ἀπὸ πολλοὺς ὡς ἀποτέλεσμα ἑνὸς παράδοξου<br />
φαινομένου, μιᾶς κατ’ ἐπιστημονικὴν οἰκονομίαν ἀποκαλούμενης<br />
«Παλαιολόγειας Ἀναγεννήσεως» ποὺ συνόδευσε μὲ μεγάλα<br />
μνημεῖα τὴν βασιλεία τοῦ Ἀνδρονίκου Β΄, σὲ χρόνους ποὺ θεωροῦνται<br />
ὡς πολιτικὴ παρακμή.<br />
φυλάττειν ἐκ τῶν ἐναντίων λύκων αὐτήν.» Βλ. σχετικά τὴν ἔκδοση τῶν ἐπιστολῶν<br />
τοῦ Θεοδώρου Β΄ Δούκα Λάσκαρι (βασιλεία 1254-1258 μ.Χ.,<br />
βίος περ. 1222-1258 μ.Χ.), N. Festa, Theodori Ducae Laskaris Epistulæ<br />
CCXVII, Firenze 1898, σ. 58-59. Πρβλ. ἐπίσης τὸ ἀπόσπασμα «ἡδύτερον<br />
γὰρ ἐστί τινι ἐξ οἰκείου ἀγροῦ ἐλαίας κλάδους ἀναλαμβάνειν καὶ στέφεσθαι, ἢ<br />
ἐξ ἑτέρου τοῦ τὸν κόπον καὶ τὴν καταβολὴν τοῦ σπέρματος κεκτημένου παρ’<br />
ἄλλο.» (ἔκδ. Festa, σ. 271-276).
148 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />
Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος Α΄, σὲ κρίσιμες στιγμὲς τῶν δύο πατριαρχειῶν<br />
του, τόνιζε ὅτι ὡς πρότυπό του ἀκολουθοῦσε τὸ κείμενο τοῦ<br />
Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας· ὅταν ἤθελε νὰ κάνει συνοπτικὴ ἀναφορὰ<br />
στὴν παράδοση ποὺ εἶχε διακονήσει, μὲ συνείδηση ἀρχιποιμένος,<br />
χρησιμοποιοῦσε τὸ ὄνομα «πολιτογραφία». Μὲ τὸν ὅρο αὐτὸ<br />
ἐν πρώτοις δήλωνε ὅτι δὲν βασιζόταν σὲ θεωρητικὲς ἢ ἰδεολογικὲς<br />
καὶ ἀτομικὲς ἀπόψεις ἀλλὰ στὴν ἱερατικὴ πεῖρα του, παράλληλα<br />
πρὸς τὴν συνοδικὰ κεκτημένη καὶ δημόσια καταγραμμένη κατὰ τὴν<br />
1η μ.Χ. χιλιετία ὀρθόδοξη χριστιανική καὶ ρωμαϊκὴ πολιτεία. Κατὰ<br />
δεύτερον ἔμμεσα ὑπενθύμιζε, ὅπως καὶ σὲ ἄλλες σχετικὲς περιπτώσεις,<br />
ὅτι στηριζόταν στὰ πρακτικὰ τῆς ἑνωτικῆς ἐν Ἁγίᾳ Σοφίᾳ Η΄<br />
Οἰκουμενικῆς Συνόδου (879-880 μ.Χ.), ὅπου ἀνακεφαλαιώνονται<br />
ὅσα «ἡ ἁγία καὶ μεγάλη ἐν Νικαίᾳ σύνοδος ἐθεμελίωσε, καὶ αἱ ἄλλαι<br />
ἅγιαι καὶ οἰκουμενικαὶ σύνοδοι συνεπῳκοδόμησάν τε καὶ συνεκρότησαν»,<br />
καὶ γιὰ τὰ ὁποῖα οἱ συνυπογράψαντες τὰ πρακτικὰ ἅγιοι πατέρες καὶ<br />
ὁ αὐτοκράτωρ ἐπιγράφουν ἑαυτοὺς ὡς «συγκλήρους τῆς πολιτογραφίας»<br />
ὅλης τῆς χριστιανικῆς περιόδου τῆς «τῶν Ῥωμαίων ἀρχῆς».<br />
Ἡ κύρια τριακονταετία (1280-1310) ποὺ καλύπτει τὶς περισσότερες<br />
-μεταξύ τους ἀντικρουόμενες- προτάσεις περὶ τὴν χρονικὴ τοποθέτηση<br />
τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου, συμβαίνει νὰ ἀντιστοιχεῖ<br />
πρὸς τὸ πρῶτο τέταρτο τοῦ βίου τοῦ λόγιου ποιητῆ Μανουὴλ Φιλῆ<br />
(1275-1345)· αὐτὸς σὲ ποίημά του ἔγραφε τὰ ἑξῆς γιὰ τὴν τέχνη<br />
τῶν εἰκόνων: «Εἰ σωμάτων μίμησιν ἡ τέχνη γράφει, | τοῦτο γραφική,<br />
τοῦτο καὶ φύσιν ἒχον· | καινὸν γὰρ οὐδὲν ζωγραφεῖν ὕλην ὕλῃ· | ὅταν δὲ<br />
καὶ νοῦν καὶ πυρὸς φλόγα γράφῃ | καὶ πνεῦμα καὶ φῶς ἐν βραχεῖ περιγράφῃ,<br />
| τέρας βλέπων θαύμαζε τὴν τέχνην, ξένε» 11 . Κατὰ τὸν Φιλὴ ὁ<br />
εἰκαστικὸς λόγος τῆς τέχνης τῶν εἰκόνων δὲν μιμεῖται μόνο τὴν<br />
φύση, ἀποδίδοντάς την κατὰ «φυσικό» τρόπο, ἀλλὰ «περιγράφει ἐν<br />
βραχεῖ», κατὰ τρόπο «καινὸ» τὴν «φλόγα πυρὸς», τὸ «πνεῦμα» καὶ τὸ<br />
«φῶς» ποὺ δὲν προέρχονται ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Τὸ φῶς αὺτὸ ὁ<br />
ἅγιος Ἀθανάσιος Α ́ χαρακτήριζε «ἀνείδεο» συσχετίζοντάς το μὲ τὴν<br />
«δόξα τῆς μακαρίας Ἁγίας Τριάδος, τοῦ ἡλίου τῆς Δικαιοσύνης, τῆς βασιλείας<br />
τῶν οὐρανῶν» ἡ ὁποία «καὶ ἐντὸς ἡμῶν εἶναι» 12 . Εἶναι ἰδιαίτερα<br />
11<br />
Ε. Braounou-Pietsch, Beseelte Bilder. Epigramme des Manuel Philes auf bildliche<br />
Darstellungen, Wien 2010, αρ. 6, σ. 66-68.<br />
12<br />
Ἀνάλογα ὁ Θεόδωρος Μετοχίτης παρατηροῦσε, στὸ ἐγκώμιό του γιὰ τὸν<br />
Ἀνδρόνικο Β΄, «τὸν σὸν τῆς φύσεως καὶ τῆς ψυχῆς κόσμον, ἀπαράμιλλον οἷον<br />
καὶ πρᾶγμα σχεδὸν ἀμίμητον, ὅσοι καὶ μάλιστ’ ἐν λόγῳ ἢὃτῶν γραφικῶν χεῖρες<br />
δύνανται, τὸ σωματικὸν μόνον κάλλος τῷ μέλλοντι χρόνῳ παραπέμπουσαι καὶ
«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />
149<br />
σημαντικὸ ὅτι κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους τόσο ὁ προφορικὸς καὶ<br />
φιλολογικὸς λόγος, ὅσο καὶ ὁ εἰκαστικός, ἀντιμετωπίζονταν ὡς ἰσότιμοι,<br />
ὅπως καὶ στὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ<br />
ποὺ ἔβλεπε τὶς ἱερὲς εἰκόνες ὡς «μιμήματα καὶ ὁμοιώματα καὶ βίβλους<br />
τῶν ἀγραμμάτων» 13 στὴν εἰκονολογία τοῦ ὁποίου κυρίως εἶχε βασισθεῖ<br />
ὁ δογματισμὸς τῆς ἐν Νικαίᾳ Ζ΄ οἰκουμενικῆς συνόδου (787).<br />
Στὸ κείμενο τοῦ Μανουὴλ Φιλῆ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐνδιαφέρουσα<br />
χρήση τῶν ρημάτων «γράφω» καὶ «περιγράφω», διὰ τῶν ὁποίων σημαίνεται<br />
ἡ ἁγιογραφία, ὅπως καὶ στον Μετοχίτη, προβάλλεται καὶ ἡ<br />
χρήση τοῦ ἐπιθέτου «καινός», ποὺ σημαίνει μία κατάσταση ἡ ὁποία<br />
δὲν διέπεται μόνο ἀπὸ τὴν αἰτιοκρατία τοῦ κατὰ κόσμον πλαισίου<br />
τῆς ἱστορίας. Ταυτόχρονα, θὰ λέγαμε, σημαίνει μία κατὰ κόσμον μεταβολὴ<br />
«ἱεροκοσμικῆς καὶ καθολικῆς» διαστάσεως τῆς ἐπὶ γῆς ἱστορίας<br />
τοῦ ἀνθρώπου, καθὼς συμπεριέχει καὶ τὴν εὐαγγελικὴ καὶ ἀποστολικὴ<br />
συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο 14 . Ὅμως στὸ σύνθετο ὄνομα<br />
χαριζόμεναι ...»· βλ. Γ. Δ. Πολέμης, Θεόδωρος Μετοχίτης: Οἱ δύο βασιλικοὶ<br />
λόγοι, Ἀθήνα 2007, σ. 278.5-10, πρβλ. καὶ μὲ χωρίο ἀπὸ ἀνέκδοτο λόγο<br />
τοῦ ἰδίου, «τὸ τῆς γραφικῆς ἐργασίας ὡς ἒχον τινὰ τοῖς τοῦ λόγου πράγμασιν<br />
ὡς ἀληθῶς συγγένειαν» (ὅ.π., σ. 281, ὑποσ. 151). Ἐπίσης ὁ Ἱερομόναχος<br />
Ἱερόθεος (13ος αἰώνας) διατεινόταν ὅτι: «Ἅπερ γοῦν ἀκοῇ παρειλήφαμεν,<br />
ταῦτα δι’ ἀπεικονισμάτων καὶ σχηματίζομεν ... οὐδὲ γὰρ πᾶσα εἰκὼν ἑαυτὴν τοῦ<br />
ἐκεῖθεν εἶναι παρίστησι, ἀλλὰ κατ΄ οὐσίαν μόνην, ὡς εἴρηται, τοῦ εἰκονιζομένου<br />
παρεμφερῆ»· ἀρχιμ. Ν. Χ. Ἰωαννίδης, Ὁ Ἱερομόναχος Ἱερόθεος (ΙΓ΄ αι.) καὶ<br />
τὸ ἀνέκδοτο συγγραφικό του ἒργο, Ἀθήνα 2007, σ. 121.683-84, 123.739-<br />
742.<br />
13<br />
«Οὕτως καὶ ἐν τῷ πράγματι τῶν εἰκόνων χρὴ ἐρευνᾶν τήν τε ἀλήθειαν καὶ τὸν<br />
σκοπὸν τῶν ποιούντων καί, εἰ μὲν ἀληθὴς καὶ ὀρθὸς καὶ πρὸς δόξαν θεοῦ καὶ<br />
τῶν ἁγίων αὐτοῦ καὶ πρὸς ζῆλον ἀρετῆς καὶ ἀποφυγὴν κακίας καὶ σωτηρίαν<br />
ψυχῶν γίνονται, ἀποδέχεσθαι καὶ τιμᾶν ὡς εἰκόνας καὶ μιμήματα καὶ ὁμοιώματα<br />
καὶ βίβλους τῶν ἀγραμμάτων καὶ προσκυνεῖν καὶ καταφιλεῖν καὶ ὀφθαλμοῖς καὶ<br />
χείλεσι καὶ καρδίᾳ ἀσπάζεσθαι ὡς σεσαρκωμένου θεοῦ ὁμοίωμα ἢ τῆς τούτου<br />
μητρὸς ἢ τῶν ἁγίων τῶν κοινωνῶν τῶν παθημάτων καὶ τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ<br />
...». (ἔκδ. Κotter, τ. 3, 2,10, στ. 48-69)<br />
14<br />
Ὁ πατριάρχης Ἀθανάσιος Α΄, κατηγοριοποιοῦσε τὸ ἀντίστοιχο σύνολο<br />
τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως σὲ τρεῖς κύριες περιόδους: α΄ τὴν «προφητική»,<br />
β΄τὴν «εὐαγγελικὴ» καὶ γ΄ τὴν «ἀποστολική»· τὴν τελευταία περίοδο<br />
ποὺ ταύτιζε μὲ τὴν περίοδο τοῦ «νέου ἀνθρώπου» -σὲ ἀντίθεση πρὸς τὴν<br />
«προφητικὴ», ποὺ τὴν κατηγοριοποιοῦσε ὡς τὴν περίοδο τοῦ «παλαιοῦ»,<br />
«κατὰ κόσμον φυσικοῦ ἀνθρώπου»-, τὴν θεωροῦσε ὡς τὴν ἐνδιάμεση περίοδο<br />
ἀπὸ τὴν 1η πρὸς τὴν 2α παρουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴν γῆ.<br />
Βλ.Talbot, The Correspondence, επ. 55.12-13: «πρὸς τὸ δράξασθαι θείας παιδείας,<br />
προφητικῆς, ἀποστολικῆς, εὐαγγελικῆς, ὡς ὀρθοδόξοις ἐξόν». Ἡ ἴδια<br />
τριπλὴ ἱστορικὴ περιοδολόγηση τῆς χριστιανικῆς ἐκκλησίας ἐντοπίσθηκε
150 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />
«ἱεροκοσμικός», τοῦ ὁποίου ἡ «καθολικὴ» διάσταση (secular καὶ divine)<br />
σημαίνεται μὲ τὸ ὄνομα «καινὸς», συμπεριέχεται μία διαφορετικὴ λογικὴ<br />
ἀπὸ ἐκείνη τοῦ ἀριστοτελικοῦ ἀξιώματος τῆς «μὴ ἀντιφάσεως» 15 .<br />
Τὸ ὄνομα «καινὸς» παραπέμπει σὲ κάτι ποὺ δὲν ἐξηγεῖται «λογικά»,<br />
σὲ μία πορεία καθάρσεως τοῦ ἀνθρώπου σὲ σχέση μὲ τὴν ἱερότητα<br />
τοῦ χρόνου τῆς παρὰ Θεῷ αἰωνιότητας, ἱερότητα ποὺ ἀπηχεῖ μία<br />
αἰτιότητα μυσταγωγικὴ καὶ ὑπερβαίνει τὰ ὅρια τῆς αἰτιοκρατίας τῆς<br />
ἱστορίας. Κατ’ οὐσίαν μὲ τὰ ἐπίθετα «καινὸς» καὶ «καθολικὸς» δηλώνεται<br />
ὅτι στὴν πραγματικότητα τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πολιτογραφίας<br />
καὶ ἀνθρωπολογίας συμβίωναν δύο νομοτέλειες, ἡ κοσμική<br />
(secular), τοῦ χρόνου τῆς ἱστορικῆς αἰτιοκρατικῆς ἐξελίξεως, καὶ ἡ<br />
ἱερή (divine), τοῦ χρόνου τῆς θεϊκῆς αἰωνιότητας.<br />
Ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὸ ποίημα τοῦ Φιλῆ, ὁ ἴδιος, εἶχε πλήρη<br />
συνείδηση γιὰ τὴν παράδοση αὐτὴ τῆς παραδοξότητας σὲ σχέση μὲ<br />
τὴν λογικὴ τοῦ φυσικοῦ κόσμου τούτου, παραδοξότητα ποὺ συντελέσθηκε<br />
μὲ τὴ γέννηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐκπόρευση τοῦ<br />
Ἁγίου Πνεύματος· τοῦτο ἐκφράζει ὁ Φιλὴς μὲ τὸ ἐπίθετο «καινός», τὸ<br />
ὁποῖο χρησιμοποιεῖ μὲ τρόπο μαχητικό, ἀδιαφορῶντας γιὰ τὴν ἀ -<br />
ντίδραση κάθε «ξένου», ὁ ὁποῖος στέκεται σκεπτικά ἀπέναντι στὸ<br />
«θαῦμα» καὶ τὸ «τέρας», ἀπορρίπτοντας κατ’ οὐσίαν ὁλόκληρη τὴν<br />
ὀρθόδοξη πολιτογραφία. Προφανῶς ὁ Φιλῆς βασιζόταν σὲ ὅλο τὸν<br />
δογματισμὸ τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων καὶ ὑπερασπιζόταν τὴν,<br />
κατὰ τὴν ἀνθρώπινη λογική, παραδοξότητα τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ<br />
Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνευματος, δηλαδὴ τὴν<br />
ἀπόλυτη διπλὴ νομοτέλεια ποὺ δηλώνεται ὅτι διέπει τὴν ὀρθόδοξη<br />
χριστιανικὴ ζωὴ ἡ ὁποία ἔτσι μονίμως ὑμνεῖται καὶ λειτουργικά.<br />
Στὴν πράξη, ἡ ἀνακριβὴς κατανόηση τοῦ τρόπου τῆς λειτουργίας<br />
τῆς καταστάσεως τῆς «καινότητας» ποὺ χαρακτηρίζει ἀνθρωπολογικὰ<br />
τὸν ὀρθόδοξο βίο, καθιστᾶ ἀδύνατη τὴν ἐπαρκῆ ἀποδοχὴ καὶ τὴν<br />
ὅτι διέπει καὶ τὴν ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου, ὅπου διὰ μιᾶς εἰκαστικῆς ἀποφατικότητας,<br />
ἐπιπρόσθετα προβάλλεται τόσο ἡ περίοδος τῶν χρόνων τῆς<br />
ἱδρύσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅσο καὶ τῆς 1ης περιόδου τῶν Μακεδόνων<br />
αὐτοκρατόρων.<br />
15<br />
Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὰ σύνθετα ἐπίθετα «θεανδρικὸς» καὶ «θεομητορικός»,<br />
τὰ ὁποῖα χρησιμοποιοῦσε ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος Α΄· τὰ δύο συνθετικά<br />
τους ἀντιφάσκουν στὴν κοινὴ λογική, κάνοντάς τα νὰ μοιάζουν «παράδοξα»·<br />
τὸ «θεανδρικὸς» παραπέμπει στὴν κτιστὴ ἰδιότητα κάθε ἀνδρὸς καὶ<br />
μαζὶ στὴν ἄκτιστη ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ· τὸ «θεομητορικός» ἀντίστοιχα περιέχει<br />
δύο ὀνόματα, ταυτόχρονα γιὰ τὴν κτιστὴ οὐσία τῆς Παναγίας καὶ τὴν ἄκτιστη<br />
τοῦ ὑπερούσιου Θεοῦ.
«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />
151<br />
ἀκριβῆ κατανόηση κάθε ἐκδηλώσεώς του, ὅπως ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν<br />
καινότητα ποὺ διέπει καὶ τὴν ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου. Ἐξηγῶντας<br />
ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος Α΄ τὴν «καινότητα» τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανικοῦ<br />
βίου σημείωνε ὅτι ὁ «καινὸς ἄνθρωπος» «κτίζεται» ὡς «καταξίωσι» μιᾶς<br />
πορείας βίου «ἐπιστροφῆς» καὶ «μετανοίας», κυρίως δὲ «ἀκριβείας<br />
λόγου καὶ ἔργων», καὶ μακρὰν κάθε «ἀλλοτριώσεως τῶν ὀνομάτων», δηλαδὴ<br />
ὅποιας «κατ΄ οἰκονομίαν» στάσεως ἢ ἰδεολογικῆς χρήσεως τῶν<br />
ὀνομάτων, τὴν ὁποία ἀποκαλοῦσε «τερθρεία». Χρησιμοποιοῦσε τὸ<br />
ὄνομα «πολιτογραφία» στὶς περιπτώσεις ποὺ ἤθελε νὰ κάνει μία συνοπτικὴ<br />
ἀναφορὰ στὴν «ἐν καινότητι ζωή», τονίζοντας ὅτι ἡ χριστιανικὴ<br />
ζωὴ δὲν εἶναι θεωρητικὴ ἢ ἰδεολογικὴ, ἀλλὰ στόχος μιᾶς ἐν<br />
τοῖς πράγμασιν ἀρετῆς, ὅπως αὐτὴ καθοριζόταν ὡς κατακλεῖδα ἀπὸ<br />
ὅσα σχετικὰ εὑρίσκονταν διατυπωμένα καὶ δογματισμένα στὰ πρακτικὰ<br />
τῆς Η΄ οἰκουμενικῆς συνόδου (879-880), ὅρους τὴς ὁποίας<br />
συχνὰ μνημονεύει. Ἀντίστοιχα ἔκρινε ὡς «νομίμων ἀθέτησιν», διαπραττόμενη<br />
ἀπὸ συνειδήσεις «βυθισμένες σὲ ἀπόνοια», κατὰ πα -<br />
ρέκκλιση πρὸς ὅσα καταγραμμένα συνιστοῦσαν τὴν «προφητική»,<br />
«εὐ αγγελική», «ἀποστολικὴ» ἕως καὶ «συνοδικὴ» παράδοση τῆς Ἐκκλησίας,<br />
τὴν ὁποία ὀνοματίζει καὶ «θεία παιδεία ὡς ὀρθοδόξοις ἐξόν».<br />
Σειρὰ ὀνομάτων, ὅπως τὰ προαναφερόμενα, τὰ ὁποῖα ἐντοπίσθηκαν<br />
συσχετιζόμενα μὲ τὰ δεδομένα τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου,<br />
δείχνουν νὰ αὐτοπροσδιορίζουν τὴν «ἀνακεφαλαιούμενη» καὶ<br />
«ὡς πρὶν συγκροτούμενη» καὶ «ἀνανεούμενη», περὶ τὸ 1290, ὀρθόδοξη<br />
χριστιανικὴ ἱεροκοσμικὴ ἀνθρωπολογία καὶ πολιτογραφία. Ὅλα τὰ<br />
παράπανω ὀνόματα βοήθησαν, ὄχι μόνο στὴν κατανόηση τῆς τότε<br />
ἐποχῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀκρίβειας τῆς μυσταγωγικῆς διατάξεως τῶν<br />
εἰκόνων τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου, ὅπως ἀκόμη καὶ τὶς ἐλάχιστες<br />
παρεκκλίσεις ἀπὸ αὐτήν. Ἀκόμη ὁδήγησαν σὲ μία τεκμηρίωση<br />
τοῦ ἀντικρίσματός τους στὴν τότε ἐποχή, δείχνοντας πόσο τὸ εὐρύτερο<br />
αἴτημα τῆς «λόγῳ καὶ ἔργῳ» ἀκριβείας διεδραμάτισε πρωτεύοντα<br />
ἱστορικὸ ρόλο σὲ σχέση πρὸς τὸν λόγο καὶ τὸν τρόπο τῆς δημιουργίας<br />
τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου 16 .<br />
16<br />
Ὀνόματα ποὺ διακρίθηκαν ὡς πλέον σημαντικὰ στὴν κατανόηση τῆς παραδοξότητας,<br />
ποὺ ἐκπροσωποῦν τὸ «καινό», διεπόμενο ἀπὸ πνεῦμα καὶ<br />
φῶς ἐκ Θεοῦ, τῆς ἱστορήσεως εἶναι τὰ ἀκόλουθα: «πνεῦμα-πνευματικός»,<br />
«ἐπίνοια», «ὑπόνοια», «ἀπόνοια», «οἰκονομία», «καινοτομία», «οἴκοθεν», «ὑποκρι -<br />
σία», «σκηνή-σκηνικός», «παίγνιο», «ἀλλοτρίωσις ὀνομάτων», «ψιλὰ γρἀμματα»,<br />
«κομψεία», «τερθρεία», «ἐπιστροφή», «συντήρησις», «ἀνανέωσις», «φύσις», «μετάνοια»,<br />
«μεταβολή», καὶ γιὰ τὸ «ἄνθρωπος», τὰ «ἀρχαῖος», «παλαιός», «νέος»,
152 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />
Γενικὰ Προλεγόμενα<br />
1. Ἡ συνοπτικὴ ἱστορικὴ ἀνασκόπηση τῆς μελέτης τοῦ ἔργου<br />
τοῦ Πανσέληνου<br />
«Ὅταν μὴ ὡς ἒστιν ὁ Θεὸς φαίνηται, ἀλλ΄ ὡς ὁ δυνάμενος αὐτὸν θεωρεῖν οἷός<br />
τε ἐστιν, οὕτως ἑαυτὸν δεικνύῃ, ἐπιμετρῶν τῇ τῶν ὁρώντων ἀσθενείᾳ τῆς ὄψεως τὴν<br />
ἐπίδειξιν.» (ἔκδ. Malingrey, ὁμιλία 3, στ. 163-166)<br />
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως,<br />
Νέας Ῥώμης καὶ Πατριάρχης. (398-404 περ.βίου: 347-407)<br />
(εἰκ. 2)<br />
Τὰ δημοσιεύματα τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν στὴν ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου,<br />
συμπληρώνουν στὶς ἡμέρες μας μία περίοδο διαρκείας τρια-<br />
«καινός». Προκειμένου νὰ ἀποφεύγονται ἀνυπόστατα μελετητικὰ συμπεράσματα,<br />
κατὰ περίπτωση τοῦ κάθε ὀνόματος, θὰ δίνεται ἡ ἀκριβὴς σημασία<br />
του, κατὰ κανόνα πλήρως διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν τρέχουσα<br />
σύγχρονη. Ἐπίσης ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ μία σημαντικὴ διασαφήνιση σὲ<br />
σχέση μὲ τὴν χρήση τῆς προθέσεως «μετὰ» κατὰ τὴν σύνθεση τῶν λέξεων.<br />
Ὀνόματα ὅπως «μετά-νοια», «μετα-βολή», «μετά-ληψις», «μετα-μόρφωσις» παραπέμπουν<br />
σὲ μία ἀλλαγὴ τῆς ὁποίας ἡ νομοτέλεια προϋποθέτει συνέργεια<br />
στὸ πλαίσιο μιᾶς θείας φιλάνθρωπης, κατ’ οἰκονομίαν συγκαταβάσεως<br />
πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ποὺ παραδόξως ἀνατρέπει τὴν κατὰ κόσμον ἐξελικτικὴ<br />
νομοτέλεια, τὴν καὶ ὑμνολογικὰ ἀποκαλούμενη «κατάρα τοῦ νόμου»,<br />
στὸ πλαίσιο τῆς ἐπὶ γῆς ἱστορίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ διασάφηση αὐτὴ βοήθησε<br />
στὴν περαιτέρω κατανόηση τῆς διπλῆς νομοτέλειας ποὺ ὁρίζεται ἀπὸ<br />
τὴν κατὰ κόσμον ἐξελίξη τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν καθ’ ὑπέρβαση αὐτῆς μεταβολὴ<br />
τοῦ «παλαιοῦ» ἀνθρώπου σὲ «νέο-καινό», μὲ τὴν συνέργεια τοῦ Θεοῦ<br />
μὲ στόχο μία ἀνθρώπινη ἐλευθερία καὶ βασιλεία ὄχι ἐπίγεια ἀλλὰ οὐράνια,<br />
ἡ ὁποία «καὶ ἐντὸς ἡμῶν ἐστί». Στὸ ἀνθρωπολογικὸ αὐτὸ πλαίσιο, ἡ<br />
μόνη κατὰ κόσμον ἐξέλιξη ποὺ θεωρεῖται δυνατὴ καὶ σύμφυτη μὲ τὴν<br />
ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου –ὅπως ὁρίζεται τόσο στὸν δογματισμὸ τῆς Η΄<br />
Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅσο καὶ στά κείμενα τοῦ τέλους τοῦ 13ου αἰῶνος,<br />
ὅπως καὶ τὰ ἱστορικὰ ποὺ παραπέμπουν σὲ αὐτόν–, ἀφορᾶ τὴν παράγωγη<br />
ἤθους «διακρίσεως» μὲ βάση τὴν «ἀκρίβεια διανοίας» ἢ τὴν «μὴ ἀντίφαση<br />
λόγων καὶ ἔργων»· ὡς ἀντίθετο της δηλώνεται τὸ ἦθος τῆς φαρισαϊκῆς «ὑποκρίσεως»<br />
ποὺ χειρίζεται τὴν «ἀλλοτρίωσι τῶν ὀνομάτων» (ἀσυνέπεια-ἀντίφαση<br />
λόγων καὶ πράξεων), καταλήγοντας στὴν «ἀπόνοια» καὶ συνιστῶντας<br />
τὴν κατὰ κόσμον «ὕβρι» σὲ βάρος τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ὕβρις αὐτὴ, ἰσότιμη<br />
τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, χρησιμοποιεῖ «σκηνικὰ παιχνίδια», ὑποκαθιστῶντας<br />
ἐπὶ γῆς τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπιφέροντας νομοτελειακὰ<br />
τὴν ἀναστολὴ κάθε κατὰ κόσμον «μεταβολῆς» ἀπὸ Θεοῦ καὶ ἐν τέλει «δολιευομένη»<br />
τὴν κατὰ κόσμον ἑνότητα τοῦ σώματος τῆς ἐκκλησίας καὶ ὅλης<br />
τῆς οἰκοδομημένης ἐν Χριστῷ ὀρθόδοξης ρωμαϊκῆς πολιτογραφίας τῆς<br />
1ης μ.Χ. χιλιετίας.
«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />
153<br />
κοσίων δεκαοκτὼ ἐτῶν (1698- 2016)·<br />
ἀπὸ αὐτά, ἂν τὰ συνταγμένα κατὰ τὰ πρῶτα<br />
ἑκατὸν σαράντα ἑπτὰ ἔτη (1698-1845)<br />
ἔχουν ὡς ἀφετηρία τὴν συμβολὴ τοῦ<br />
Ἄγγλου διπλωμάτη καὶ ἱστορικοῦ Sir Paul<br />
Rycaut (1628-1700) 17 τὰ ὑπόλοιπα τῆς<br />
ἑπιστημονικῆς περιόδου, ἔχουν γιὰ δική<br />
τους ἀφετηρία ὅσα πρῶτος κατέγραψε ὁ<br />
ἱστορικὸς τῆς τέχνης Adolphe Napoléon<br />
Didron (1806-1867) 18 . Ἕνας ὑφέρπων<br />
ἀτέρμων διάλογος μονολόγων ἐντοπίζεται<br />
στὸ σύνολο τῶν ἑκατὸν ἑβδομῆντα ἑνὸς<br />
ἐτῶν ποὺ ἀφοροῦν στὶς περὶ τὸ Πρωτᾶτο<br />
17<br />
Ἀφορᾶ στὴν μαρτυρία σύμφωνα μὲ τὴν<br />
ὁποία: «Outre cela, il y a une Maison ou<br />
Halle commune, dans laquelle ils tiennent<br />
leur Synode, ou leur assemblée générale, au<br />
sujet des intérests de tous les Couvents. Ce<br />
Synode est appelé l’Assemblée des Anciens.<br />
Prés de-là est une fortbelle Eglise, bastie par<br />
Constantin le Grand, & dédiée à l’assomption<br />
de Nôtre Dame, qu’ils appelent le dormir de<br />
la S. Vierge. Cette Eglise, qui est trés-ancienne,<br />
fut réparée, il y a environ cent-soixante<br />
& quatre ans, comme on le voit par<br />
une inscription, qui se trouve sur l’une ce<br />
murailles»· Sir P. Rycaut, Histoire de l’état<br />
présent de l’église Grecque et de l’église<br />
Arménienne, Amsterdam 1698, σ. 256. Γιὰ<br />
τὴν ἐπιγραφὴ αὐτὴ ποὺ συνδέεται ἴσως μὲ<br />
ἐργασίες στὸν Νάρθηκα, σὲ περίοδο κατὰ τὴν<br />
ὁποία Πρῶτος ἦταν ὁ Σεραφείμ, βλ. Καλομοιράκης,<br />
Ἑρμηνευτικὲς παρατηρήσεις, σ. 198,<br />
σημ. 13.<br />
18<br />
«Un seul excepté, le plus ancien, le plus illustre,<br />
le maître dont on allait étudier les<br />
oeuvres au Prôtaton de Karès ou au Catholicon<br />
(la grande église) de Vatopédi, tous étaient<br />
complétement oubliés; même on ne se<br />
souvenait que vaguement des peintres du<br />
XVIII e siècle. Quant au chef, au patriarche<br />
de l’école athonite ou aghiorite, il s’appelle<br />
Pansélinos, et vivait au XI e siècle. On verra<br />
son nom glorifié dans l’ouvrage qui suit;<br />
Εἰκ. 2.<br />
Ὁ Θεοπάτωρ Ἰσαάκ.«Μανουὴλ Πανσέληνος», Καρυές,<br />
Πρωτᾶτο. Ὡς ἡ 16η μορφὴ τῆς σειρᾶς τῶν<br />
Θεοπατόρων· εὑρισκεται στὴν ἐκ τῶν κάτω πρὸς<br />
τὰ ἄνω 4η ζώνη τοῦ νοτίου τοίχου τοῦ κεντρικοῦ<br />
κλίτους τοῦ ναοῦ τοῦ Πρωτάτου, περιβαλλόμενος<br />
δεξιά του καὶ ἀνατολικὰ ἀπὸ τὴν μορφὴ τοῦ<br />
Ἀβραὰμ καὶ ἀριστερά του καὶ δυτικὰ ἀπὸ τὴν<br />
μορφὴ τοῦ Ἰακώβ.
154 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />
μελέτες τῆς ἐπιστημονικῆς περιόδου (1845-2016). Ὁ διάλογος<br />
αὐτὸς καταγράφεται πορευόμενος μέσω διαφόρων δοξογραφικῶν<br />
παραλλήλων ἀτομικῶν ἐπιστημονικῶν τοποθετήσεων ἤ, πολλὲς<br />
φορές, ἰδιαίτερης ἀντικειμενικῆς ἀξίας ἀποφθεγματικῶν τοποθετήσεων,<br />
ὅπου δὲν ἀποφεύγονται γρῖφοι, ἀντιφάσεις ἢ μύθοι, καθὼς<br />
δὲν ὑφίσταται μία κοινὰ ἀκολουθούμενη μεθοδολογία, ποὺ νὰ οἰκοδομεῖ<br />
σταθερὴ γνώση. Παρὰ ταῦτα, πρέπει νὰ τονισθεῖ ὅτι οἱ προαναφερόμενες<br />
ἀποτιμήσεις δὲν ἀφοροῦν στὸ πρωτογενὲς μελετητικὸ<br />
ἐπίπεδο. Στὸν μέγιστο βαθμό τους οἱ πρωτογενῶς διατυπωμένες τεχνοτροπικὲς<br />
καὶ εἰκονογραφικὲς ἐκτιμήσεις δὲν ἐντοπίζεται ὅτι περιέχουν<br />
μεγάλα σφάλματα, ἀντίθετα ἀπὸ ὅ,τι συμβαίνει, σχεδὸν<br />
κατὰ κανόνα, στὶς δευτερογενεῖς ἱστορικὲς καὶ τριτογενεῖς εὐρύτερες<br />
πολιτιστικὲς καὶ περαιτέρω θεωρητικὲς ἐξηγήσεις.<br />
Ἡ ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου συνθεωρούμενη ἀπὸ ὅλες τὶς περὶ<br />
αὐτὴν μελέτες, κυρίως τεχνοτροπικά, σήμερα διεθνῶς φθάνει, ἐν<br />
ἀμφιγνωμίαις τοποθετούμενη, σὲ ἕνα χρονικὸ διάστημα πενῆντα<br />
ἐτῶν (~1262 - ~1312). Τέσσερεις εἶναι οἱ σταθερὰ χρονολογημένες<br />
ἱστορήσεις ὅπου κυρίως παραπέμπουν οἱ σχετικὲς πρωτογενεῖς<br />
τεχνοτροπικὲς ἀναφορές: α. τῆς Ἁγίας Τριάδος στὴν Sopoćani<br />
(1260-1265) τῆς Σερβίας 19· β. τῆς Περιβλέπτου στὴν Ἀχρίδα, σήμερα<br />
ἅγιος Κλήμης, παρὰ τὶς λίμνες τῶν Πρεσπῶν (1294-1295) 20·<br />
γ. τοῦ Παρεκκλησίου τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου στὴν Βασιλικὴ τοῦ ἁγίου<br />
Δημητρίου τῆς Θεσσαλονίκης (1303) 21· καὶ δ. τοῦ ἐξωνάρθηκα τοῦ<br />
καθολικοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπεδίου (1312) στὸ Ἅγιον Ὄρος 22 .<br />
Ἐν πολλοῖς τὸ πλαίσιο τῆς τρέχουσας χρονικῆς τοποθετήσεως, ποὺ<br />
συμβαίνει νὰ ἀντιστοιχεῖ σὲ ἕνα πενηνταετὲς χρονικὸ διάστημα ἀνάμεσα<br />
στὸν «13ο ἓως τὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰώνα», εἶναι τὸ αὐτὸ ἀκριβῶς<br />
c’est de lui et de ses oeuvres vénérable que relève toute la peinture byzantine»<br />
καὶ «Pansélinos est ce peintre du XII e siècle, le Raphael ou plutôt<br />
le Giotto de l’école byzantine, dont on montre des fresques dans la principale<br />
église de Karès, au mont Athos.»· M. Didron, Manuel d’iconographie<br />
chrétienne grecque et latine, avec une introduction et des notes, Paris 1845,<br />
εἰσαγωγή, σ. XX καὶ σ. 7, ὑποσ. 1.<br />
19<br />
B. Djurić, Sopoćani, Beograd 1963, σ. 127.<br />
20<br />
P. Milijković-Pepek, L’oeuvre des peintres Michel et Eutych, Skopje 1967,<br />
σ. 169-177.<br />
21<br />
Γ. Α. καὶ Μ. Γ. Σωτηρίου, Ἡ Βασιλικὴ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τῆς Θεσσαλονίκης,<br />
Ἀθήνα 1952, τ. 1, σ. 214 καὶ Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Οἱ τοιχογραφίες τοῦ παρεκκλησίου<br />
τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου (1302/3), ἒργο τοῦ Μανουὴλ Πανσέληνου στὴν<br />
Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 237-270.<br />
22<br />
O. Demus, The Style of the Kariye Djami and its Place in the Develop-
«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />
155<br />
ποὺ ἐδῶ καὶ ἑκατὸ τριάντα τρία ἔτη, ἀπὸ τὸ 1883, εἶχε πρῶτος προτείνει<br />
ὁ Ch. Bayet (περ. βίου: 1849-1918).<br />
Ἀναλύοντας κριτικὰ τὴν τρέχουσα εὐρύτερη πολιτιστική, τριτογενῆ<br />
θεώρηση τοῦ ἔργου τῆς τέχνης τοῦ «Πανσελήνου», προκύπτει<br />
ὅτι αὐτὸ διεθνῶς ἐξηγεῖται ὡς ἕνας τοιχογραφημένος διάκοσμος «ἐν<br />
τοῖς διαγεγραμμένοις ὁρίοις τῆς θρησκευτικῆς ἰδέας» 23 μὲ προοπτικὴ<br />
προσέγγιση ἀπόλυτα παράλληλη πρὸς τὸ ἰδεολογικὸ δόγμα τοῦ<br />
«ἐκκοσμικευμένου ἀνθρωπισμοῦ / secular humanism» 24 θεϊστικοῦ ἢ<br />
ἀθεϊστικοῦ. Ὅλη ἡ εὐρύτερη θεωρητικὴ ἀποτίμηση τῆς τέχνης τοῦ<br />
«Πανσελήνου» ἔχει φθάσει νὰ εἶναι μελετητικὰ οἰκοδομημένη στὸ<br />
πλαίσιο τῆς προοπτικῆς αὐτῆς. Πρωτογενῶς ἐκτιμούμενη ἡ τέχνη<br />
τῆς ἱστορήσεως, ἔχει πιστοποιηθεῖ μὲ ἀρκετὴ βεβαιότητα ὅτι διέπεται<br />
ἀπὸ μία τεχνοτροπικὴ «μεταβατικότητα» 25 σὲ σχέση πρὸς τὴν μεταβολὴ<br />
τῆς μνημειακότητας καὶ πλαστικότητας τοῦ 13ου, πρὸς τὴν<br />
ἀφηγηματικότητα καὶ ζωγραφικότητα τοῦ 14ου αἰῶνος. Ἡ τέχνη τοῦ<br />
ment of Palaeοlogan Art, στο P. A. Underwood, The Kariye Djami, Princeton<br />
1975, σ. 155.<br />
23<br />
Κ. Βλάχος, Ἡ Χερσόνησος τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω καὶ αἱ ἐν Αὐτῇ Μοναὶ καὶ οἱ<br />
Μοναχοὶ Πάλαι τε καὶ Νῦν, Βόλος 1903· Φωτ. Ἀνατ., Θεσσαλονίκη 2005,<br />
σ. 164-165.<br />
24<br />
Γιὰ τὴν σημασία, τὴν χρήση καὶ τὴν βιβλιογραφία τῶν ὅρων «Secularism»<br />
καὶ «Secular Humanism», βλ.: τ. Γ΄. π. Γ΄. Πρόκειται γιὰ ἕνα διεθνὲς ἰδεολογικὸ<br />
κίνημα, μὲ πλαίσιο ἀναφορᾶς ἐκκοσμικευμένες ἀξίες περὶ τὸν<br />
ἄνθρωπο, ἀδιακρίτως ἐθνικῶν, θρησκευτικῶν ἢ ἀθεϊστικῶν πεποιθήσεων,<br />
κινούμενο περὶ τὸ ἐρώτημα κατὰ πόσον ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ<br />
εἶναι ἠθικὸς καὶ ἀθεϊστής, μὲ θεωρήσεις καὶ προσλήψεις θεϊστικὲς ἕως<br />
ἀθεϊστικές καὶ παράγωγες τούτων ἐξηγήσεις. Ἂν καὶ κανεὶς ἐξ ὅσων ἔχουν<br />
μελετήσει τὴν τέχνη τοῦ «Πανσελήνου» δὲν ἀναφέρεται στὸν «ἐκκοσμικευμένο<br />
ἀνθρωπισμό», ὅλες οἱ σχετικὲς τοποθετησεις «ἒργῳ» κινοῦνται σὲ ἀπολύτως<br />
παράλληλη ἰδεολογικὴ κατεύθυνση πρὸς τὶς θέσεις τῆς «’Eκκοσμικεύσεως»<br />
(secularism), ὅπως αὐτὴ πρωτοδιατυπώθηκε τὸ 1851 ἀπὸ τὸν G. J. Holyoake<br />
(1817-1906), ἢ τοῦ «’Eκκοσμικευμένου Ἀνθρωπισμοῦ / secular humanism»,<br />
τὸ 1933 ἀπὸ τοὺς R. W. Sellars (1880-1973) καὶ R. B. Bragg<br />
(1902-1979), σὲ σχέση πρὸς τὴν ἐξέλιξη ποὺ ἔχει ἕως τὶς ἡμέρες μας τὸ<br />
κίνημα αὐτὸ καὶ ἀδιακρίτως πρὸς τὶς ὅποιες θεϊστικὲς ἢ ἀθεϊστικὲς θέσεις<br />
ἔχουν ὑποστηριχθεῖ περὶ αὐτόν.<br />
25<br />
Δ. Καλομοιράκης, Παρατηρήσεις ἐπάνω στὸ Volume Style καὶ στὶς τοιχογραφίες<br />
τοῦ Πρωτάτου, Συμπόσιο Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας<br />
(στὸ ἑξῆς: ΣΧΑΕ) 2 (1982), σ. 38-39· τοῦ ἰδίου, Παρατηρήσεις ἐπάνω<br />
στὶς τοιχογραφίες τοῦ Πρωτάτου καὶ τὸ Volume Style, Μυριόβιβλος 7<br />
(1985), σ. 3-7, ὅπου καὶ τὸ πλῆρες κείμενο τῆς ἀνακοινώσεως τοῦ 1982·<br />
τοῦ ἰδίου, Ἡ Ἐμπειρία τῆς Ἐσωτερικῆς Ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας μας στὶς<br />
τοιχογραφίες τοῦ Πρωτάτου, Σύναξη 12 (1984), σ. 18-32· τοῦ ἰδίου,
156 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />
«Πανσελήνου» στὸ πλαίσιο τῆς συνολικῆς τρέχουσας ἄποψης γιὰ τὴν<br />
προαναφερόμενη «μεταβολή», ἐντάσσεται σχεδὸν μὲ πρωτοπόρο<br />
τρόπο θεωρούμενη ὡς μία εὐρύτερη λόγια «πρώιμη προσπάθεια ἀπεγκλωβισμοῦ<br />
ἀπὸ τὸν Μεσαίωνα ποὺ ξεκίνησε τὸ πρῶτο τέταρτο τοῦ 13ου<br />
αἰώνα» 26 στὸ πλαίσιο «μιᾶς ἀναγεννήσεως ποὺ διακόπηκε» 27 «ματαιωμέ-<br />
Ἑρμηνευτικὲς παρατηρήσεις, σ. 197-220· τοῦ ἰδίου, Πρωτᾶτο, ἡ Ἔρευνα,<br />
τὸ Mνημεῖο καὶ οὶ Πάτρωνές του, Kληρονομία 22 (1990), σ. 73-104· τοῦ<br />
ἰδίου, Ὁ Oἰκουμενικὸς πατριάρχης ἅγιος Ἀθανάσιος A΄ καὶ ἡ διδασκαλία<br />
του, σ. 33· τοῦ ἰδίου, Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἀθανάσιος καὶ ἡ Ἱστόρηση<br />
τοῦ Πρωτάτου. Παλαιολόγειος Ἀναγέννηση ἢ Ἀνακαίνιση; «Ἐπιστολὴ»<br />
τοῦ ἐν Ἁγίοις Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθανασίου πρὸς τὸν<br />
Αὐτοκράτορα Ἀνδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο, Θεσσαλονίκη 2004, Χριστιανικὴ<br />
Θεσσαλονίκη 3 (2011), σ. 125-176· τοῦ ἰδίου, Ἡ Ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου.<br />
Σύντομο χρονικὸ τῆς χρονολόγησης καὶ ἑρμηνείας, Το μεγαλείο του Πρωτάτου<br />
2006. Πρακτικά Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 21-24 Οκτωβρίου 2006 (ὑπὸ<br />
ἐκτύπωσι)· τοῦ ἰδίου, Πρόοδος καὶ Ἀνανέωση κατὰ τὸν οἰκουμενικὸ πατριάρχη<br />
ἅγιο Ἀθανάσιο Α΄ κατὰ τοὺς τελευταίους χρόνους πρὸ τοῦ 1300,<br />
στὸ 7η ΣΕΚΒ, Πανεπιστήμιο Θράκης, Κομοτηνὴ 2007, Κομοτηνὴ 2011, σ.<br />
383-384. Γιὰ τὶς παράλληλες διαφορετικὲς τεχνοτροπικὲς διατυπώσεις<br />
ποὺ ἔχουν προταθεῖ, ὥστε νὰ σημειωθεῖ ἡ τεχνοτροπικὴ μεταβολὴ ἀπὸ<br />
τὸν 13ο στὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰῶνος, βλ. A. Vasilakeris, Les fresques du<br />
Protâton au Mont Athos, Analyse du processus créateur dans un atelier de<br />
peintres byzantins du XIIIe siècle, Paris (thèse de doctorat), 2007, σ. 34-<br />
35, σημ. 58-62· σ. 234-235, σημ. 335-337. Σὲ σχέση μὲ τὴν περὶ τὴν<br />
ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου λοιπὴ ἐργογραφία τοῦ ἰδίου, βλ. Α. Vasilakeris,<br />
Distinguishing the painters that participated in the Protaton frescoes, 2η<br />
Συνάντηση Ἑλλήνων καὶ Κυπρίων Βυζαντινολόγων (στὸ ἑξῆς: ΣΕΚΒ), Πανεπιστήμιο<br />
Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1999· τοῦ ἰδίου, A Spectator on Stage: Action and<br />
Narration in the Protaton Frescoes, στο 39th Spring Symposium of Byzantine<br />
Studies, Μπέλφαστ 2005· τοῦ ἰδίου, The Protaton frescoes: a display of<br />
the new emperor’s orthodoxy?, στο 21ο Διεθνὲς Συνέδριο Βυζαντινῶν<br />
Σπουδῶν, Πεπραγμένα (στὸ ἑξῆς: ΔΣΒΣ) 2006, London 2006· τοῦ ἰδίου, Intellectual<br />
Painters: A Phenomenon Related to the Palaiologan Court?,<br />
στο International Sevgi Gönül Byzantine Studies Symposium, Κωνσταντινούπολη<br />
2010· Α. Βασιλακέρης, Σχετικά με το σπάραγμα τοιχογραφίας ποὺ<br />
φυλάσσεται στη Λαύρα και αποδίδεται στο ζωγράφο του Πρωτάτου, ΣΧΑΕ<br />
20 (2000)· τοῦ ἰδίου, Χρήση σχεδιαστικών υποδειγμάτων από το συνεργείο<br />
του Πρωτάτου, ΣΧΑΕ 21 (2001)· τοῦ ἰδίου, Η τεχνοτροπία που εμπνέεται<br />
από τεχνική στην Παλαιολόγεια ζωγραφική, ΣΧΑΕ 22 (2002)· τοῦ<br />
ἰδίου, Οι τοιχογραφίες του Πρωτάτου και το πρόσωπο του Αυτοκράτορα,<br />
στο Το μεγαλείο του Πρωτάτου. Η διαχρονική συμβολή των Καρυών. Πρακτικά<br />
Α΄ Επιστημονικού Συνεδρίου (Αγιορειτική Εστία) Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος<br />
2006 (υπό δημοσίευση)· τοῦ ἰδίου, Λόγιοι ζωγράφοι στην παλαιολόγεια<br />
καλλιτεχνική παραγωγή. Η μαρτυρία των έργων, ΣΧΑΕ 30 (2010).<br />
26<br />
T. Velmans, La fabuleuse histoire de l’icône, Monaco 2005 = Ἡ συναρπαστικὴ<br />
ἱστορία τῶν εἰκόνων, μτφ. Μ. Κοσμοπούλου, Ἀθήνα 2006, σ. 296-297.
«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />
157<br />
νης» ἢ «ματωμένης» 28· διατυπώθηκε ὅτι τότε «ἡ βυζαντινὴ ζωγραφικὴ<br />
γνώρισε μία τόσο τολμηρὴ ἀναγέννησι, ποὺ ἒθεσε σὲ κίνδυνο τὰ ἴδια τὰ<br />
θεμέλια τῆς αἰσθητικῆς της, ἀλλὰ ὁ“θαυμάσιος” αὐτὸς κίνδυνος ξορκίστηκε<br />
ἒγκαιρα» 29 καθὼς ἡ «προοδευτικὴ» ἐκείνη μετάβαση «διακόπηκε»,<br />
ἀπὸ τὴν «ἡσυχαστική»-«συντηρητικὴ» παράδοση τῆς Ορθόδοξης Χριστανικῆς<br />
Ἐκκλησίας· μία παράδοση ἡ ὁποία, στὰ μέσα τοῦ 14ου<br />
αἰῶνος, ὑπερίσχυσε πλήρως, «ἐνάντια στὸ [ἀναγεννησιακό] ρεῦμα» 30 .<br />
Ὁ ἀρχιεπίσκοπος τῆς Θεσσαλονίκης ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς θεωρεῖται<br />
ὑπεύθυνος γιὰ τὴν «συντηρητικὴ» διακοπὴ τῆς «ἀναγεννήσεως»<br />
ἐκείνης, καθὼς ἡ πνευματική του διδασκαλία στάθηκε ἡ βάση γιὰ<br />
τὶς ἀποφάσεις τῶν συνόδων τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1341, 1347,<br />
1351, 1368), συνολικὰ συνιστώντων τὴν Θ΄ οἰκουμενικὴ σύνοδο.<br />
Ὡς πρὸς τὰ ἐπὶ μέρους της, ἡ τότε τεχνοτροπικὴ «μεταβολὴμεταβατικότητα»<br />
κρίνεται ὅτι συνοδευόταν ἀπὸ ἕναν ἰδιότυπο «ρεαλισμό»<br />
31 ὡς ἕνα προϊόν «οὐμανιστικό», «κλασικιστικό» 32 ,«ἀναγεν νησιακὸ»<br />
33 ἢ «μεταρρυθμίσεως τῆς ὀρθοδοξίας / reformation of Orthodoxy» 34<br />
ἀκόμη δὲ καὶ κατὰ κάποιο τρόπο, ἡ ἴδια τέχνη ὑπάρχουσα ὡς ἀπο-<br />
27<br />
Velmans, La fabuleuse histoire, σ. 294-297.<br />
28<br />
Μ. Στεφανίδης, Ἑλληνομουσεῖον, ἑπτὰ αἰῶνες Ἑλληνικῆς Ζωγραφικῆς, τ. 1,<br />
Ἀθήνα 2 2009, σ. 33.<br />
29<br />
Velmans, La fabuleuse histoire, σ. 294.<br />
30<br />
Velmans, La fabuleuse histoire, σ. 321-331.<br />
31<br />
Γιὰ τὴν κύρια βιβλιογραφία σὲ σχέση πρὸς τὸν «ρεαλισμὸ» ποὺ μεταξὺ<br />
ἄλλων χαρακτηρίζει τὴν ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου βλ. Καλομοιράκης,<br />
Πρωτᾶτο, ἡ Ἔρευνα, τὸ Mνημεῖο, σ. 80-82, σημ. 35-36, 44· βλ. ἐπίσης τ.<br />
Γ΄, π. Γ΄, «Κατάλογοι Ὀνομάτων».<br />
32<br />
Γιὰ τὴν κύρια βιβλιογραφία σὲ σχέση πρὸς τὸν «οὑμανισμὸ» καὶ «κλασσικισμὸ»<br />
ποὺ μεταξὺ ἄλλων χαρακτηρίζει τὴν ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου, βλ.<br />
Καλομοιράκης, Πρωτᾶτο, ἡ Ἔρευνα, τὸ Mνημεῖο, σ. 82, σημ. 41-42· P.<br />
Muratoff, La peinture byzantine, Paris 1928, σ. 117, 127, 146· L. Bréhier,<br />
La renovation artistique sous les Paleologues et le movement des idees,<br />
στὸ Melanges Charles Diehl, τ. 2, Paris 1930, σ. 1-10· E. Kitzinger, The<br />
Hellenistic Heritage in Byzantine Art, DOP 17 (1963), σ. 95-115· τοῦ<br />
ἰδίου, The Byzantine Contribution to Western Art of the Twelfth and Thirteenth<br />
centuries, DOP 20 (1966), σ. 32· τοῦ ἰδίου, The Hellenistic Heritage<br />
in Byzantine Art Reconsidered, JÖB 31.2 (1981), σ. 637-675· τοῦ<br />
ἰδίου, Reflections on the Feast Cycle in Byzantine Art, CArch 36 (1988),<br />
σ. 51-73· βλ. ἐπίσης τ. Γ΄, π. Γ΄, «Κατάλογοι Ὀνομάτων».<br />
33<br />
Καλομοιράκης, Ἀναγέννησι ἢ Ἀνακαίνισι, σ. 125-176.<br />
34<br />
J. L. Boojamra, Church Reform in the Late Byzantine Empire. A Study for the<br />
Patriarchate of Athanasios of Constantinople, Θεσσαλονίκη 1982, σ. 84–<br />
87· τοῦ ἰδίου, Social thought and reforms of the Patriarch Athanasios of
158 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />
τέλεσμα «ἐθνογενετικό», ὅσον ἀφορᾷ στοὺς λαοὺς τοῦ νότιου χώρου<br />
τῆς χερσονήσου τοῦ Αἵμου, Ἕλληνες 35 ἢ Σλαύους 36 παράλληλα καὶ<br />
πρὸς μία ποικίλη σχέση πρὸς ἀπροσδιόριστες «λαϊκὲς τάσεις» 37 .<br />
Στὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἔχει προσωποποιηθεῖ τόσο<br />
ἡ δογματικὴ ὑπεράσπιση τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς ἐμπειρίας ποὺ δίδασκαν<br />
πνευματικῶς οἱ τότε «ἱερῶς ἡσυχάζοντες», ὅσο καὶ ἡ ἐκτιμώμενη<br />
«ὀπισθοδρομικὴ» κατεύθυνση ποὺ ἔκτοτε ἀκολούθησε ἡ<br />
ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πνευματικότητα καὶ πολιτογραφία. Κατὰ τὴν<br />
ὁμολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου 38 ὁ ἴδιος εἶχε διατελέσει πνευματικὸ<br />
τέκνο τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Α΄, τότε προσαγορευομένου ὡς «Νέου<br />
Χρυσοστόμου» 39 ὅπως ἐπίσης καὶ τοῦ ἐκ Νικαίας ἐπίσης πρώην<br />
Constantinople (1289-1293; 1303-1309), Byzantion 55 (1985), σ. 332-<br />
82· τοῦ ἰδίου, The Church and the Social Reform. The Policies of the Patriarch<br />
Athanasios of Constantinople, New York 1993· S. Kalopissi-Verti, Aspects<br />
of Byzantine Art after the Recapture of Constantinople (1261-c.1300):<br />
Reflections of Imperial Policy, Reactions, Confrontation with the Latins,<br />
στὸ Orient et Occident méditeranées au XIIIe siècle. Les programmes picturaux,<br />
Paris 2012, σ. 55.<br />
35<br />
Γιὰ τὴν κύρια βιβλιογραφία σὲ σχέση πρὸς τους Ἕλληνες καὶ τὴν ἱστόρηση<br />
τοῦ Πρωτάτου, Καλομοιράκης, Πρωτᾶτο, ἡ Ἔρευνα, τὸ Mνημεῖο, σ. 82-<br />
83, σημ. 38, 40, 42.<br />
36<br />
Γιὰ τὴν κύρια βιβλιογραφία σὲ σχέση πρὸς τὸν «Σλαυικὸ λαὸ» ποὺ μεταξὺ<br />
ἄλλων ἀποδίδεται στὴν ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου, βλ. Καλομοιράκης,<br />
Πρωτᾶτο, ἡ Ἔρευνα, τὸ Mνημεῖο, σ. 82-84, σημ. 39, 45-46.<br />
37<br />
M. Chatzidakis, Classicisme et tendances populaires au XIVe siècle, Actes<br />
du XIVe Congrès international des études Byzantines, Bucharest 1974-1976,<br />
τ. 1, σ. 105, σημ. 31/31.<br />
38<br />
«Συμεῶνος γὰρ τοῦ νέου Θεολόγου τὸν βίον οἶσθα ... καὶ Νικηφόρον δὲ τὸν ὅσιον<br />
ἐκεῖνον ὅς, πολυετῆ χρόνον ἐν ἠρεμίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ διενεγκών, ἒπειτα τοῖς ἐρημικωτέροις<br />
μέρεσι τοῦ ἁγίου ὄρους ἐμφιλοχωρήσας καὶ ἀπασχολήσας ἑαυτόν, ἐκ<br />
πασῶν τῶν πατερικῶν φωνῶν συνειλοχώς, τὴν νηπτικὴν ἡμῖν παρέδωκεν πρᾶξιν<br />
... Καὶ τί λέγω τοὺς παλαιοὺς τῶν ἁγίων; Ἄνδρες γὰρ μικρῷ πρὸ ἡμῶν μεμαρτυρημένοι<br />
καὶ ἀποδεδειγμένοι ἐν δυνάμει πνεύματος τοῦ ἁγίου ταῦθ’ ἡμῖν διὰ στόματος<br />
οἰκείου παρέδωκαν, τόν τε Θεολόγον τοῦτον, ὡς ἀληθῶς θεολόγον καὶ τῆς<br />
ἀληθείας τῶν θεοῦ μυστηρίων ἐπόπτην ἀσφαλέστατον ἐφ’ ἡμῶν ἀνεκήρυττον,<br />
τὸν φερωνύμως Θεόληπτον ἐκεῖνον ἀκούεις, τὸν Φιλαδελφείας πρόεδρον, μᾶλλον<br />
δ’ ἀπὸ ταύτης ὡς ἀπὸ λυχνίας τὸν κόσμον φωτίσαντα, τὸν Ἀθανάσιον ἐκεῖνον,<br />
ὃς ἐπ’ ἐνιαυτοὺς οὐκ ὀλίγους τὸν πατριαρχικὸν ἐκόσμησε θρόνον, οὗ καὶ τὴν<br />
σορὸν ὁ Θεὸς ἐτίμησε ... Τούτους πάντως ἀκούεις παραινοῦντας ... κατέχειν τοὺς<br />
βουλομένους τὴν παράδοσιν ταύτην ... Ἡμεῖς δὲ καὶ τῶν ἁγίων ἐκείνων ἔστιν οἷς<br />
αὐτοπροσώπως ὡμιλήσαμεν καὶ διδασκάλοις ἐχρησάμεθα» (ἐκδ. J. Meyendorff<br />
Grégoire Palamas. Défense des saints hésychastes, Louvain 1973, Triad 1,<br />
1,2, 12.1-33)· Καλομοιράκης, Ἡ Ἐμπειρία τῆς Ἐσωτερικῆς, σ. 23· J.<br />
Meyendorff, Spiritual Trends, σ. 58.
«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />
159<br />
Ἐσφιγμενίτη, ὁμολογητῆ, λόγιου καὶ νηπτικοῦ ἁγίου Θεολήπτου<br />
Μητροπολίτη Φιλαδελφείας. Ὅπως ἔδειξε ἡ νεώτερη ἔρευνα, ἀμφότεροι<br />
οἱ πνευματικοὶ γέροντες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, εἶχαν ὡς δικό<br />
τους πνευματικὸ καθοδηγητὴ καὶ γέροντα, τὸν ἐκ Νοτίου Ἰταλίας<br />
ἁγιορείτη ὅσιο Νικηφόρο τὸν Ἡσυχαστῆ. Ὅταν τὸ 1337 ὁ ἐκ Καλαβρίας<br />
τῆς Νοτίου Ἰταλίας λόγιος μοναχὸς Βαρλαάμ (1290-1348) 40<br />
πρῶτος εἶχε ἐλέγξει ἀπαξιωτικὰ ὡς «καινοτομία», σημεῖα ἀπὸ τὶς<br />
πνευματικὲς καθοδηγήσεις τοῦ ὁσίου Νικηφόρου, γίνεται πλέον<br />
39<br />
«Ἀνδρόνικος ἦν ἐκεῖνος ὁ μέγας ἐν βασιλεῦσιν ὁ Παλαιολόγος, ... καὶ πατριάρχης,<br />
ὁ ἐν ἁγίοις Ἀθανάσιος ὁ οἰκουμενικὸς καὶ θαυμάσιος … Πρὸς δὲ τὸν πατριάρχην<br />
τὸν ἅγιον συνήθης γενόμενος, ἀεὶ εἰσελύληθεν, καὶ αὐτοῦ τοῖς γλυκυτάτοις λόγοις<br />
κατετρύφα καὶ ἐπευφραίνετο, νέον Χρυσόστομον λέγων αὐτόν. Πολλὰ δ’ ὁ πατριάρχης<br />
κατηγωνίσατο εἰσάξαι αὐτὸν ἐν τοῖς κοινοβίοις, οἷς ἀνήγειρεν καὶ ἐκτίσατο<br />
ἐν τῇ Κωνσταντινουπόλει μονύδρια, ἀλλ’ οὐ κατένευσεν οὗτος ὁ ὅσιος», F.<br />
Halkin, Δύο βίοι τοῦ Ἁγίου Μαξίμου Καυσοκαλύβη τοῦ Ὄρους Ἄθως τοῦ<br />
14ου αἰῶνος, ΑΒ 54 (1936) = Saints d’ orient, Paris 1973, (Var. Repr.),<br />
XVII, σ. 71-72· Meyendorff, Spiritual Trends, σ. 60, σημ.12· Καλομοιράκης,<br />
Ὁ Oἰκουμενικὸς πατριάρχης ἅγιος Ἀθανάσιος A΄ καὶ ἡ διδασκαλία<br />
του, σ. 32, σημ. 31· Patedakis, Athanasios I Patriarch of Constantinople<br />
(1289-1293, 1303-1309), κεφ. A. i. Sources and Literature about Athanasios<br />
Revisited, σ. 14, σημ. 120. Βλ. ἐπίσης «Ἀλλ’ ἐκεῖσε ἐπάνειμι. διαδέχεται<br />
μέντοι τὸν πατριαρχικὸν θρόνον μοναχός τις Ἀθανάσιος ὄνομα, ἐκ παιδὸς<br />
τοῖς ἀσκητικοῖς ἐγγυμνασάμενος πόνοις καὶ τὸν ἡσύχιον βίον ἤδη διάγων ἐν<br />
ὄρεσι τοῖς τοῦ Γάνου. ἦν δὲ ὁ ἀνὴρ ἀδαὴς μὲν τῆς τῶν γραμμάτων παιδείας καὶ<br />
τῶν πολιτικῶν ἠθῶν, τἄλλα δὲ ἀγαθὸς καὶ θαυμάσιος, ὅσα τὸν μοναδικὸν<br />
ἀπεργάζεται βίον, ἐγκράτειάν φημι καὶ στάσεις παννύχους· χαμαιεύνης καὶ<br />
ἀνιπτόπους καὶ πεζοπορῶν ἀεὶ καὶ τρόπον ἔχων μάλα προσήκοντα τοῖς διαιτωμένοις<br />
καθ’ αὑτοὺς ἐν ὄρεσι καὶ σπηλαίοις. καὶ ἦν ἂν διὰ βίου μακαριστὸς ὁ<br />
ἀνὴρ, εἰ καθ’ αὑτὸν ἀεὶ διῆγεν· ἀλλ’ ἐχρῆν ὡς ἒοικε παθεῖν κακῶς τούς τε ἄλλους<br />
τῶν ἀρχιερέων καὶ ὅσοι τοῦ κλήρου ἐλλόγιμοι, καὶ ἀντίσταθμα τὰ δεινὰ τῆς σφῶν<br />
εὑρηκέναι κακίας, τῆς τε προτέρας ἐκείνης καὶ ἣν κατὰ τοῦ πατριάρχου ἐνεδείξαντο<br />
Γρηγορίου. πρὸς γὰρ τὸν πατριαρχικὸν ἀναβεβηκὼς θρόνον αὐτοῖς<br />
πρώτοις εὐθὺς βλοσυρόν τε ἐπέῤῥιψεν ὄμμα καὶ ζήλου θείου καὶ πικρίας μεστόν·<br />
ὡς μὲν ἐντεῦθεν τοὺς μὲν συνετωτέρους ἀπὸ πρώτης ὅ φασι γραμμῆς στοχασαμένους<br />
τοῦ μέλλοντος τὴν κατ’ οἶκον ἑκόντας ἑλέσθαι κεκρυμμένην διαγωγὴν,<br />
πρὶν ἄκοντας παθεῖν τι τῶν ἃ μὴ πρὸς βουλήσεως ἦν· τοὺς δ’ ἀναγκασθέντας<br />
μετὰ βραχὺ τῆς βασιλευούσης ὥσπερ φυγάδας γενέσθαι». Νικηφόρος Γρηγορᾶς,<br />
Ῥωμαϊκὴ ἱστορία, τ. 1, σ. 180.15-181.12. (ἔκδ. Bekker-Schopen).<br />
40<br />
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἄρχισε ἀπὸ τὸ 1337 καὶ μετὰ νὰ ἀντιπαρατίθεται<br />
στὸν ἐκ Καλαβρίας τῆς Νοτίου Ἰταλίας λόγιο μοναχὸ Βαρλάαμ, σὲ<br />
σχέση πρὸς ὅσα ἐκεῖνος λογίως θεολογικὰ ἀπέρριπτε, καταφερόμενος<br />
κατὰ τοῦ ὁσίου Νικηφόρου, ὡς «καινοτομία» περὶ τὴν «νηπτικὴ ἄσκησι» καὶ<br />
τὴν ἐξ αὐτῆς δυνατότητα «νηπτικῆς θέας» τοῦ «Θαβωρίου Φωτός». Ἐν τέλει<br />
τὴν θεολογικὴ ἐκείνη λόγια ἀπόρριψη ποὺ εἶχε ἀμφισβητήσει τὸ σύνολο<br />
τῆς ὀρθόδοξης ἐμπειρικῆς θεολογικῆς νηπτικῆς παραδόσεως ἀνέλαβαν
160 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />
εὔκολα κατανοητό, γιατὶ προκάλεσε τὴν ὑπερασπιστικὴ ἀπάντηση<br />
τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ 41· στηρίζοντάς τον, ἐπιβεβαίωνε<br />
καὶ ὅλη τὴν παράδοση στὴν ὁποία καὶ ὁ ἴδιος μετεῖχε, κατὰ τὴν<br />
ἄμεση πνευματικὴ διαδοχὴ ἀπὸ τὸν ἅγιο Νικηφόρο, στοὺς ἁγίους<br />
Ἀθανάσιο Α΄ καὶ Θεόληπτο καὶ μετὰ στὸν ἴδιο.<br />
Ὅταν κατὰ πρῶτον τὸ 1982 διατυπώθηκε ἀπὸ τὸν ὑπογράφοντα<br />
μία πρόταση συνοδευόμενη ἀπὸ σειρὰ παρατηρήσεων, οἱ ὁποῖες συσχέτιζαν<br />
τὴν δημιουργία τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου μὲ τὴν περὶ<br />
τὸ 1290 πολιτεία τῶν πνευματικῶν καθοδηγητῶν τοῦ ἁγίου Γρηγορίου<br />
τοῦ Παλαμᾶ, ἁγίων Ἀθανασίου Α΄ καὶ Θεολήπτου, εἶχαν κυρίως<br />
ἀξιοποιηθεῖ δύο πληροφορίες: α. Ἀπὸ τὸ 1968 εἶχε ἀναδείξει<br />
ὁ αἰδ. J. Meyendorff, τὸν τονισμὸ τῆς «μυσταγωγικῆς πραγματικότητας<br />
/ sacramental realism» 42 τὴν ὁποία κατὰ τὸ τέλος τοῦ 13ου αἰώνα<br />
ἐκπροσωποῦσαν μὲ τὴν πολιτεία τους οἱ ἅγιοι Ἀθανάσιος Α ́ καὶ<br />
Θεόληπτος. Κατὰ κύριο λόγο τὸ 1982 συσχετίσθηκε ἱστορικὰ μὲ τὴν<br />
ἰδιότυπη εἰκαστικὴ τεχνοτροπικὴ ἀπόδοση τῆς «πραγματικότητας»<br />
οἱ ἁγιορεῖτες πατέρες διὰ τῆς κατὰ τὸ 1341 συντάξεως τοῦ «Ἁγιορειτικοῦ<br />
Τόμου». Ἀμέσως μετὰ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὑπῆρξε ὁ κύριος<br />
ἐμπειρικὸς θεολόγος στὶς διατυπώσεις τοῦ ὁποίου στηρίχθηκαν οἱ σχετικὲς<br />
ἀποφάσεις τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Θ΄ οἰκουμενικῆς Συνόδου<br />
(1341-1351) ποὺ συνεκάλεσε ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης ΣΤ΄ ὁ Καντακουζηνὸς<br />
(1347-1354, περ. βίου 1292-1383). Γιὰ τὴν σχετικὴ βιβλιογραφία<br />
βλ. τ. Β΄, κεφ. Β΄, ἑνότητα α΄: Τὰ ἒτη 1258-1290· σχ. βλ. καὶ τ. Β΄,<br />
κεφ. Πρόλογος.<br />
41<br />
J. Meyendorff, Les débuts de la controverse hésychaste, Βυζάντιο 23<br />
(1953), σ. 87-120· τοῦ ἰδίου, L’origine de la controverse Palamite: La<br />
premiere lettre de Palamas à Akindynos, Θεολογία 25 (1954), σ. 602-<br />
630 καὶ 26 (1955), σ. 77-90· τοῦ ἰδίου, Humanisme nominaliste et mystique<br />
chrétienne à Byzance au XIV siècle, Nouvelle Revue Théologique 79<br />
(1957), σ. 905-914· τοῦ ἰδίου, Introduction à l’étude de Grégoire Palamas,<br />
Paris 1959, σ. 31, 70, 210-211, 349, 404, 414.<br />
42<br />
«Wealthy dignitaries and humanists, and not the Hesychast ascetics, had both<br />
the necessary means, the necessary interest, and the taste to become the promoters<br />
of what is called the Palaeologan «renaissance». From examining the<br />
figures of Theoleptus and Athanasius, to whom Palamas refers explicitly as<br />
the main leaders of the Hesychast movement, we already have gained some<br />
idea of the main trends of spirituality among the byzantine monks of that<br />
time: sacramental realism, with a correlative interest in the affairs and structure<br />
of the visible historical church, individual perfection being unthinkable<br />
unless belonging to the visible society where the sacraments are performed,<br />
and austere Puritanism, reflecting the eremitic origins of the movement, its<br />
lack of interest in material wealth, and its ascetical approach to life.» Meyendorff,<br />
Spiritual Trends, σ. 62.
«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />
161<br />
(realism) –ποὺ μεταξὺ ἄλλων χαρακτηρίζει τὴν τέχνη τοῦ «Πανσελήνου»–<br />
ἡ παράμετρος τῆς «μυσταγωγικῆς πραγματικότητας». Τὸν συσχετισμὸ<br />
αὐτὸ εἶχε ἰδιαίτερα ἐνισχύσει ὁ ἀντίστοιχος τὸν ὁποίο εἶχε<br />
κάνει ἡ Θάλεια Γκούμα-Peterson, σὲ σχέση μὲ τὴν θεματογραφία τῶν<br />
εἰκόνων τῆς ἱστορήσεως τοῦ Παρεκκλησίου τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου,<br />
στὴν Βασιλικὴ τοῦ ἁγίου Δημητρίου τῆς Θεσσαλονίκης (1303), ὅπου<br />
εἶχε ἐντοπίσει κοινούς τόπους μὲ τὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Θεολήπτου 43 .<br />
β. Ἀπὸ τὸ 1969 ἡ Μαρία Σωτηρίου, ἂν καὶ παραθεωρημένη στὶς<br />
ἀναφορὲς τῆς ἐπιστημονικῆς κοινότητας, εἶχε προτείνει μὲ ἰδιαίτερα<br />
προσεκτικὸ τρόπο μία χρονικὴ τοποθέτηση τοῦ ἔργου τοῦ Πανσελήνου<br />
ἀνάμεσα στὰ ἔτη 1290-1294, στηριζόμενη σὲ αἰσθητικὲς καὶ<br />
εἰκονογραφικὲς παρατηρήσεις 44 , χωρὶς ὅμως νὰ διαγράφει πλήρως<br />
καὶ μία τοποθέτηση περὶ τὸ 1300 45 . Ἀπὸ κοινοῦ ὅλα τὰ προαναφερόμενα<br />
ἐν συνόλῳ εἶχαν ἱστορικὰ ὁδηγήσει σὲ μία χρονολόγηση στὸ<br />
τέλος τῆς 1ης δεκαετίας τῆς βασιλείας τοῦ λόγιου καὶ νηπτικοῦ αὐτοκράτορος<br />
Ἀνδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου, καὶ συγκεκριμένα κατὰ τὴν<br />
1η πατριαρχεία τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Α ́ (1289-1293) 46 .<br />
Στὴν τοποθέτηση αὐτή, ὅσον ἀφορᾷ ἐπὶ μέρους τεχνοτροπικὰ<br />
κριτήρια, εἶχε τότε συνηγορήσει ἡ ἀναφορὰ στὴν τέχνη δύο σταθερὰ<br />
χρονολογημένων μνημείων· αὐτὰ ὅμως ἀπέχουν μεταξύ τους κατὰ<br />
εἴκοσι ἐννέα ἔτη (1265-1294), τὸ ἕνα τῆς Sopoćani (1260-1265)<br />
καὶ τὸ ἄλλο τῆς Περιβλέπτου (1294-1295). Σύμφωνα μὲ τὶς τότε<br />
παρατηρήσεις, ἡ ὅποια ἀπορία, σὲ σχέση μὲ τὴν χρονικὴ ἀπόσταση<br />
τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου ἀπὸ ἐκείνη τῆς Sopoćani, δὲν μποροῦσε<br />
νὰ ἐπιλυθεῖ μόνο μέσα ἀπὸ τεχνοτροπικὲς παρατηρήσεις καὶ<br />
συσχετισμούς. Ἀντίθετα, οἱ παρατηρήσεις τῆς Σωτηρίου ποὺ ἀφο-<br />
43<br />
Th. Gouma-Peterson, The Parecclesion of St. Euthymios in Thessalonica:<br />
Art and Monastic Policy under Andronicus II, The Art Bulletin 58 (1976),<br />
σ. 168-183.<br />
44<br />
«Ἡ χρονολογία τῆς Περιβλέπτου στὰ 1295 δὲν ἀποτελεῖ ἐμπόδιο, γιὰ τὴν ἐξάρτησή<br />
της ἀπὸ τὸ Πρωτᾶτο, ἀπεναντίας μπορεῖ νὰ χρησιμεύσῃ ὡς βάση, γιὰ νὰ<br />
χρονολογηθῇ τὸ Πρωτᾶτο πρὶν ἀπὸ τὸ 1295, ὅπως ἁρμόζει στὸν κλασσικὸ χαρακτῆρα<br />
τῆς τέχνης τοῦ Πανσελήνου, ποὺ τὸν τοποθετεῖ στὴν ἀρχὴ τῆς Μακεδονικῆς<br />
Σχολῆς καὶ σὰν πρωτοπόρο τῆς γενιᾶς 1290-1320». Μ. Σωτηρίου, Ἡ<br />
μακεδονικὴ σχολὴ καὶ ἡ λεγόμενη σχολὴ Μιλούτιν, ΔΧΑΕ 5 (1969), σ. 20.<br />
45<br />
«Στὸ Ἅγιον Ὄρος ἔχουμε τὰ τρία Καθολικά, τοῦ Πρωτάτου (γύρω στὰ 1300),<br />
τοῦ Βατοπεδίου (1312), καὶ τοῦ Χιλανδαρίου (μεταξὺ 1299-1320) -τὰ δύο τελευταῖα<br />
ἐπιζωγραφισμένα- καὶ ἓνα μικρὸ δεῖγμα ἀπό τις τοιχογραφίες τοῦ Καθολικοῦ<br />
τῆς Λαύρας.» Βλ. Σωτηρίου, Ἡ μακεδονικὴ σχολή, σ. 3.<br />
46<br />
Καλομοιράκης, Παρατηρήσεις ἐπάνω στὸ Volume Style, σ. 38-39· ὁμοίως<br />
τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνευτικὲς παρατηρήσεις, σ. 3-7.
162 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />
ροῦσαν στὴν ξαφνικὴ εἰσαγωγὴ «ἀρχαϊκῶν», περὶ τὸν 9ο μὲ 10ο<br />
αἰώνα, εἰκονογραφικῶν ἰδιομορφιῶν, ἀπὸ κοινοῦ νεοεμφανιζόμενων<br />
στὶς ἱστορήσεις τοῦ Πρωτάτου καὶ τῆς Περιβλέπτου, ἔδειχναν<br />
ὅτι συντρέχει μία πλησιέστερη χρονικὴ μεταξύ τους συγγένεια. Τότε<br />
τὶς παρατηρήσεις αὐτὲς εἶχε ἐνισχύσει τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἀρχόμενη<br />
ἀφηγηματικότητα ποὺ διέπει τὴν ἱστόρηση τῆς Περιβλέπτου ἐκτιμήθηκε<br />
ὅτι κατεῖχε ἕνα μικρὸ βῆμα μεθύστερο σὲ σχέση πρὸς τὴν πρωθύστερη<br />
μνημειακότητα τοῦ 13ου αἰῶνος, ποὺ χαρακτηρίζει τὴν<br />
τέχνη του «Πανσελήνου», παρέχοντας ἔτσι τὴν αἴσθηση ὅτι τὸ ἔργο<br />
του ἀποτελεῖ «τὸ ζητούμενο “μνημεῖο κλειδὶ” στὴν μελέτη τῶν θεωρητικῶν<br />
καὶ εἰκαστικῶν προϋποθέσεων ποὺ διεμόρφωσαν τὸ στὺλ στὸ ὁποῖο κατατάσσεται»<br />
47 . Τὴν παρατήρηση αὐτὴ τὸ 2007 ὁΑ. Βασιλακέρης τεκμηρίωσε<br />
ἀναλυτικά, μελετῶντας τὴν μεταβατικότητα τῆς δομῆς τῆς<br />
συνθέσεως τῆς θεματογραφίας τῶν εἰκόνων τοῦ Πρωτάτου 48 . Ἐπί-<br />
47<br />
«Ἐὰν εἶναι ὀρθὲς ὅλες οἱ παρατηρήσεις ποὺ ἒχουν μέχρι τώρα ἀναφερθῇ, πρέπει<br />
ἴσως νὰ ἐξετασθῇ πλέον σοβαρὰ ἡ περίπτωσις μήπως στὸ Πρωτᾶτο μὲ χρονολόγησι<br />
τῶν τοιχογραφιῶν του στὰ 1289-1293, ἒχουμε τὸ μνημεῖο ἀφετηρία<br />
ὅπου, γιὰ πρώτη φορὰ τὴν ἐποχὴ αὐτή, διατυπώθηκαν μὲ εἰκαστικὸ τρόπο οἱ<br />
ἀπόψεις τῶν “Ἡσυχαστῶν”∙ μία ἄποψι σὰν αὐτὴ θὰ μᾶς ὁδηγοῦσε ἴσως καὶ στὶς<br />
ἀκόλουθες σκέψεις: τὸ μνημεῖο ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ νὰ εἶναι τὸ ζητούμενο “μνημεῖο<br />
κλειδὶ” στὴν μελέτη τῶν θεωρητικῶν καὶ εἰκαστικῶν προϋποθέσεων ποὺ<br />
διεμόρφωσαν τὸ στὺλ στὸ ὁποῖο κατατάσσεται∙ εἶναι δυνατὸν πλέον νὰ δοῦμε<br />
ἀπὸ διαφορετικὴ σκοπιὰ τὸ πρόβλημα τῆς ἐπιλεγόμενης “σχολῆς Μιλοὺτιν” καὶ<br />
τῆς “Σερβικῆς” τέχνης∙ θὰ ἐξηγηθῇ πιὸ ἱκανοποιητικὰ ἡ διηγηματικότητα τῶν<br />
παραστάσεων καὶ ἡ αὔξησι τῶν εἰκονογραφικῶν κύκλων τῶν τοιχογραφιῶν τῶν<br />
ἀρχῶν του 14ου αἰώνα∙ θὰ γίνῃ πιὸ κατανοητὸ γιατὶ στὸ τελευταῖο τέταρτο τοῦ<br />
14ου αἰώνα ἐπανέρχεται τὸ μνημειακὸ στὺλ σὲ ἐποχὴ ποὺ εἶναι γνωστὴ ἡ κυριαρχία<br />
τοῦ Ἡσυχασμοῦ∙ τέλος δὲ ἴσως διαχωρισθῇ τὶ σήμανε ἡ “Ἡσυχαστικὴ”<br />
ἀπὸ τὴν “Οὐμανιστικὴ” ἐπίδρασι σὲ συγκεκριμένα μνημεῖα καὶ περιόδους παράλληλα<br />
μὲ τὴν ἐξέτασι τοῦ προβλήματος τῆς προσωπικῆς συμβολῆς τοῦ<br />
Γρηγορίου Παλαμᾶ στὴν θεωρητικὴ διαμόρφωσι τοῦ “Ἡσυχασμοῦ”». Καλομοιράκης,<br />
Παρατηρήσεις ἐπάνω στὸ Volume Style, σ. 38-39· ὁμοίως τοῦ<br />
ἰδίου, Παρατηρήσεις 2, σ. 6-7.<br />
48<br />
Vasilakeris, Les fresques du Protâton, σ. 94-196, σ. 247-256. Ὁ Βασιλακέρης,<br />
βασιζόμενος στὶς διάσπαρτες ἀπεικονίσεις ἱεραρχῶν ὑπὸ τὸ ὄνομα<br />
Γρηγόριος ἔχει προτείνει ἕνα συσχετισμὸ τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου<br />
μὲ τὴν προγενέστερη τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Α΄ πατριαρχεία τοῦ Γρηγορίου<br />
Β΄ τοῦ Κυπρίου (1283-1289, περ. βίου 1241-1290). Τόσο στὰ κείμενα<br />
τοῦ Γρηγορίου ὅσο καὶ στὸ πλαίσιο τῆς πολιτικῆς ὅπου κινήθηκε, δὲν περιέχεται<br />
κανένα στοιχεῖο συμβατὸ μὲ τὸν τονισμὸ τῆς «μυσταγωγικῆς» καὶ<br />
«ἡσυχαστικῆς» πνευματικότητας ποὺ πολλαπλῶς ἐντοπίζονται σημαινόμενες<br />
στὴν ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου.<br />
49<br />
Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Οἱ τοιχογραφίες τοῦ ἐξωνάρθηκα τοῦ Καθολικοῦ τῆς Ἱερᾶς
«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />
163<br />
σης, ἀπὸ τὸ 1995 καὶ μετά, ὁ Ε. Ν. Τσιγαρίδας κινήθηκε μὲ σειρὰ<br />
ἀνασκοπήσεων καὶ τεκμηριώσεων περὶ τὸ 1290 49 .<br />
Συγκρινόμενη ἡ πρόταση τοῦ γράφοντος, τὸ 1982 (ποὺ περιόριζε<br />
σὲ τέσσερα ἔτη τὴν τοποθέτηση τοῦ ἔργου τοῦ «Πανσελήνου»),<br />
πρὸς τὶς ὑπόλοιπες τρέχουσες ἕως σήμερα μελετητικὲς τοποθετήσεις<br />
(1982-2016) 50 προκύπτουν οἱ ἀκόλουθες διαπιστώσεις: 1. Στὸ<br />
Μονῆς Βατοπεδίου. Ἡμερολόγιο 1995, Ι. Μ. Βατοπεδίου 1995· τοῦ ἰδίου,<br />
Διάγραμμα της μνημειακής ζωγραφικής κατά την βυζαντινή περίοδο (963-<br />
1453), στο Τάσεις του Ορθοδόξου Μοναχισμού, 9ος-20ος αιώνες. Πρακτικά<br />
του Διεθνοὺς Συμποσίου με θέμα, που διοργανώθηκε στα πλαίσια του Προγράμματος<br />
«Οι δρόμοι του Ορθόδοξου Μοναχισμού», Ἀθήνα: Ε.Ι.Ε. 1996· τοῦ<br />
ἰδίου, Παλαιολόγειες εικόνες της Μονής Βατοπεδίου, Το Άγιον Όρος: χθεςσήμερα-αύριο,<br />
Θεσσαλονίκη 1996, σ. 255-273· τοῦ ίδίου, Τὰ ψηφιδωτὰ<br />
καὶ οἱ Βυζαντινὲς τοιχογραφίες, Ἱερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου: Παράδοση-<br />
Ἱστορία-Τέχνη, τ. 1, Ἅγιον Ὄρος 1996, σ. 259-279· τοῦ ίδίου, Πρωτᾶτο. Ὁ<br />
Κυρ Μανουὴλ Πανσέληνος, Ἡμερολόγιο-Λεύκωμα, Θεσσαλονίκη 1996· τοῦ<br />
ἰδίου, Τοιχογραφίες της Περιόδου των Παλαιολόγων σε Ναούς της Μακεδονίας,<br />
Θεσσαλονίκη 1999· τοῦ ἰδίου, Ὁ κὺρ Μανουὴλ Πανσέληνος, Καθημερινή-<br />
Ἑπτὰ Ἡμέρες, 29-30 Ἀπριλίου 2000· τοῦ ἰδίου, Οἱ τοιχογραφίες τοῦ παρεκκλησίου<br />
τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου· τοῦ ἰδίου, L’art au Mont Athos à<br />
l’époque byzantine à la lumière de nouvelles trouvailles. Le rôle de Constantinople<br />
et de Thessalonique, στο XXe Congrès international des études<br />
byzantines. Pré-Actes, vol. I: Séances plénières, Paris 2001, σ. 123-131· τοῦ<br />
ἰδίου, L’activité artistique de peintres thessaloniciens Manuel Panselinos<br />
et Georges Kalliergis, Ἀνακοίνωση στὸ Διεθνὲς Συμπόσιο μὲ θέμα Late<br />
Byzantine Thessalonike, στὸ Dumbarton Oaks. Washington D.C. (4-6<br />
Μαΐου 2001)· τοῦ ἰδίου, Μανουήλ Πανσέληνος: ὁ κορυφαῖος ζωγράφος<br />
τῆς ἐποχῆς τῶν Παλαιολόγων, Μανουήλ Πανσέληνος: ἐκ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ<br />
Πρωτάτου, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 17-65· τοῦ ἰδίου, Les fresques de l’église<br />
Sainte-Catherine de Thessalonique, στο Sur les pas de Vojislav J. Djurí.<br />
Reçu à la séance de la classe des sciences historiques le 31 Mars 2010, Beograd<br />
2011, σ. 157-165.<br />
50<br />
Καλομοιράκης, Παρατηρήσεις ἐπάνω στὸ Volume Style· Μ. Χατζηδάκης,<br />
Ἡ τέχνη κατὰ τὴν ὕστερη Βυζαντινὴ ἐποχή, στὸ Μακεδονία: 4000 χρόνια<br />
ἑλληνικῆς ἱστορίας καὶ πολιτισμοῦ, Ἀθήνα 1982, σ. 348· τοῦ ἰδίου, Βυζαντινὴ<br />
Τέχνη στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὸ Θησαυροὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Κατάλογος<br />
ἒκθεσης, σ. 24· St. Philips, The Church of Protaton and the Art of Panselinos,<br />
Greek Accent 3 (1982), σ. 25· Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Πανσέληνος<br />
καὶ Πρωτᾶτο: Μερικὰ ἐρωτήματα, Σύναξη 14 (1985), σ. 68-71· τοῦ ἰδίου,<br />
Τέχνη καὶ Λατρεία. Κείμενα γιὰ τὴ Ζωγραφικὴ στὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησία, Ἀθήνα<br />
2001, σ. 39-47· Π. Φουντάς, Ἡ τυπολογία τῆς πρώτης φάσης τοῦ Πρωτάτου,<br />
ΣΧΑΕ 5 (1985)· T. Παπαμαστοράκης, Οἱ Προεικονίσεις τῆς Θεοτόκου<br />
στὸν Ἅγιο Γεώργιο Βιάννου, ΔΧΑΕ 14 (1987-1988), σ. 315-328·<br />
τοῦ ἰδίου, Ένα εικαστικό εγκώμιο του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου: οι εξωτερικές<br />
τοιχογραφίες στο καθολικό της μονής της Μαυριώτισσας στην Κα-
164 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />
1982 ἀντιλέγονταν τέσσερεις κύριες χρονικὲς πρωτογενεῖς τεχνοτροπικὲς<br />
τοποθετήσεις μέγιστου χρονικοῦ διαστήματος εἴκοσι τριῶν<br />
ἐτῶν (1289 - ~1312), κατὰ χρονικὴ σειρὰ τὰ ἔτη: α. 1289-1293 51·<br />
β. 1295-1303 52· γ. 1300-1313 53· δ. 1295 - ~1312 54 . Σήμερα<br />
στοριά, ΔΧΑΕ 15 (1989-90), σ. 221-240· S. Kalopissi-Verti, Painters in<br />
Late Byzantine Society. The Evidence of Church Inscriptions, CArch 42<br />
(1994), σ. 139-158· τῆς ἰδίας, Τάσεις της μνημειακής ζωγραφικής περί<br />
το 1300 στον ελλαδικό και νησιωτικό χώρο (εκτός από τη Μακεδονία),<br />
3 ο ΣΕΙΕ/ΙΒΕ 1999, σ. 63-100· καὶ Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Οἱ τοιχογραφίες τοῦ<br />
ἐξωνάρθηκα, ὅ.π. σημ. 57· τοῦ ἰδίου, Διάγραμμα, σ. 147-160· τοῦ ἰδίου,<br />
Παλαιολόγειες εικόνες· τοῦ ἰδίου, Τὰ ψηφιδωτά καὶ οἱ Βυζαντινὲς τοιχογραφίες·<br />
τοῦ ἰδίου, Τοιχογραφίες της Περιόδου των Παλαιολόγων· τοῦ<br />
ἰδίου, Ὁ κὺρ Μανουὴλ Πανσέληνος· τοῦ ἰδίου, L’art au Mont Athos à<br />
l’epoque byzantine· τοῦ ἰδίου, Μανουήλ Πανσέληνος ὁ κορυφαῖος ζωγράφος·<br />
τοῦ ἰδίου, Οἱ τοιχογραφίες τοῦ παρεκκλησίου τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου<br />
(1303/3) στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ἒργο τοῦ Μανουὴλ Πανσέληνου στὴν<br />
Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονικη 2008, σ. 247-248, σημ. 266· Γρηγορόπουλος,<br />
Θεολήπτου Φιλαδελφείας τοῦ Ὁμολογητοῦ, τ. Α΄, σ. 153, σημ. 496· Ε. Constantinides,<br />
The Wall Paintings of the Panagia Olympiotissa at Elasson in<br />
Northern Thessaly, τ. Α΄-Β΄, Ἀθήνα 1992, σ. 285· Μ. Ἀχειμάστου-Ποταμιάνου,<br />
Ἑλληνικὴ Τέχνη. Βυζαντινὲς Τοιχογραφίες, Ἀθήνα 1994, σ. 25-26,<br />
237· Ι. Μ. Χατζηφώτης, Μακεδονική Σχολή. Ἡ Σχολὴ τοῦ Πανσέληνου (1290-<br />
1320), Ἀθήνα 1995, σ. 348· Μ. Panayotidi, Les tendances de la peinture<br />
de Thessalonique en comparaison avec celles de Constantinople, comme<br />
expression de la situation politico-économique de ces villes pendant le<br />
XIVe siècle, στο Βυζάντιο και Σερβία κατὰ τον ΙΔ΄ αιώνα, Αθήνα: ΕΙΕ 1996,<br />
σ. 351-362· G. Subotić, L’art médiéval du Kossovo, Paris 1997· H. J. Gerstel,<br />
Beholding the Sacred Mysteries: Programs of the Byzantine Sanctuary,<br />
Seattle 1999· τῆς ἰδίας, Civic and Monastic Influences on Church Decoration<br />
in Late Byzantine Thessalonike, DOP 57 (2003), σ. 225-239·<br />
Βασιλάκη, Υπήρξε Μανουήλ Πανσέληνος;· Δ. Ἀμπόνης, Στοιχεῖα Οἰκοδομικῆς<br />
Ἱστορίας τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Πρωτάτου, Μανουήλ Πανσέληνος ἐκ<br />
τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Πρωτάτου, σ. 70-81· Ν. Παζαράς, Εἰκονογραφικοὶ<br />
τύποι, Ὁ ἅγιος Δημήτριος στὴν τέχνη τοῦ Ἅγίου Ὄρους, Θεσσαλονίκη 2005,<br />
σ. 43· Γ. Καραμπελιάς, 1204. Η Διαμόρφωση του Νεώτερου Ελληνισμού,<br />
Ἀθήνα 2006, σ. 257-259· Γ. Φουστέρης, Εικονογραφικά προγράμματα σε<br />
βυζαντινούς σταυρεπίστεγους ναούς, Θεσσαλονίκη: Διδ. Διατρ. Α.Π.Θ.,<br />
2006, σ. 23, σημ. 57· Ι. Ταβλάκης, Ν. Μίνως, Ἱερὸς Ναὸς Πρωτάτου 2007-<br />
2008, Πολύγυρος 2008, v, πίν. 1-361· G. Kakavas, Dionysios of Fourna.<br />
Artistic Creation and Literary Description, Leiden 2008, σ. 117-118· Ν.<br />
Τοῦτος-Γ. Φουστέρης, Εὑρετήριον τῆς Μνημειακῆς Ζωγραφικῆς τοῦ Ἁγίου<br />
Ὄρους, 10ος-17ος αἰώνας, Ἀθήνα 2010.<br />
51<br />
Vasilakeris, Les Fresques du Protâton, σ. 258-260.<br />
52<br />
Γ. καὶ Μ. Σωτηρίου, Ἡ Βασιλική τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, τ. 1, σ. 214.<br />
53<br />
A. Ξυγγόπουλος, Οἱ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ζωγράφοι οἱ μιμηθέντες τὸν Μ. Παν-
«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />
165<br />
ἀντιλέγονται πρόσθετες ἄλλες δύο, προεκτείνοντας τὸ σχετικὸ διάστημα<br />
στὰ πενῆντα ἔτη (1262 ― ~1312) 55· 2. τότε ἦταν σὲ συζήτηση<br />
δύο διαφορετικὲς πολιτικο-ἱστορικὲς δευτερογενεῖς<br />
ἀντιστοιχήσεις: α. τῶν χρόνων τῆς βασιλείας τοῦ Ἀνδρονίκου Β΄<br />
Παλαιολόγου 56 καὶ β. τῶν χρόνων τῆς βασιλείας τῶν Σέρβων κράλεων<br />
Στέφανου ΣΤ΄, Οὔρεση Β΄, Μιλούτιν (1282-1321, περ.βίου<br />
~1253-1321) 57 . Σήμερα, ὅπως προαναφέρθηκε, ἔχουν προστεθεῖ<br />
καὶ ἄλλες δύο: α. ἐπὶ τοῦ Μιχαὴλ Η΄ Παλαιολόγου (1261-1282,<br />
περ.βίου: 1223-1282), στὸ πλαίσιο τῶν ἐτῶν 1262-1270 μ.Χ. 58·<br />
β. ἐπὶ τοῦ Ἀνδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου, στὸ πλαίσιο τῶν ἐτῶν<br />
1282-1289 59 : Ἐν τέλει σήμερα τέσσερεις ἱστορικὲς τοποθετήσεις.<br />
3. Ἐπίσης, τότε ὑπῆρχαν τέσσερεις κύριες τριτογενεῖς εὐρύτερες<br />
ἑρμηνευτικὲς πολιτιστικὲς θεωρήσεις: α. «προ-ἀναγεννησιακή, προοὐμανιστική»<br />
60· β. «προ-ἀναγεννησιακή, προ-ρεαλιστική» 61· γ. «προ-ἡσυ-<br />
σέληνον, ΕΕΒΣ 11 (1935), σ. 531-532· V. J. Djurić, L΄Art des Paléologues<br />
et l’État Serbe. Rôle de la Cour et de l’Église serbes dans la première<br />
moitié du XIVe siècle, στὸ Art et société a Byzance sous les Paléologues: actes<br />
du colloque organisé par l’Association Internationale des Études Byzantines<br />
a Venise en septembre 1968, Venise 1971, σ. 177-191.<br />
54<br />
R. Hamann-Maclean, H. Hallensleben, Die Monumentalmalerei in Serbien<br />
und Makedonien vom 11. bis zum frühen 14. Jahrhundert, Giessen 1963, σ.<br />
148-152.<br />
55<br />
α. 1262-1270: A. Καρακατσάνη, Μία τυχαία συνάντηση μὲ τὸν Διονύσιο ἐκ<br />
Φουρνᾶ ποὺ καταλήγει σὲ περιδιάβαση στὸν 13ο αἰώνα καὶ τὸν Μανουὴλ Πανσέληνο,<br />
Ἀθήνα 2008, σ. 66-69· β. 1282-1289: Vasilakeris, Les fresques<br />
du Protâton, σ. 258-260.<br />
56<br />
Μὲ τρεῖς ἐπιμέρους διαφοροποιήσεις ποὺ ἀντιστοιχοῦν στὴν 1η τριακονταετία<br />
τῆς 46 χρόνων βασιλείας τοῦ Ἀνδρονίκου Β΄: α. 1289-1293: Καλομοιράκης,<br />
Παρατηρήσεις ἐπάνω στὸ Volume Style, σ. 38-39·<br />
Τσιγαρίδας, Διάγραμμα της μνημειακής ζωγραφικής, σ. 147-160· β.<br />
1295-1303: Γ. καὶ Μ. Σωτηρίου, Ἡ Βασιλική τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, τ. 1, σ.<br />
214· γ. 1300-1313: Hamann-Maclean, Hallensleben, Die Monumentalmalerei,<br />
σ. 148-152.<br />
57<br />
Ἀνάμεσα στὰ ἔτη: α. 1295-1312: Hamann-Maclean, Hallensleben, Die<br />
Monumentalmalerei, σ. 148-152 καὶ S. Djurić, The Painter Manuel Panselinos:<br />
Towards a Reconstruction of the Opus (ca.1295-1312), Byzantine<br />
Studies 25 (1999), σ. 78-80· β. 1295-1305: Milliner, Man or Metaphor?,<br />
σ. 228.<br />
58<br />
Καρακατσάνη, Μία τυχαία συνάντηση, σ. 64.<br />
59<br />
Vasilakeris, Les fresques du Protâton, σ. 258-260.<br />
60<br />
Ξυγγόπουλος, Οἱ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ζωγράφοι.<br />
61<br />
G. Millet, L’Art des Balkans et Italie au XIII siècle, στο Atti del V Congresso<br />
internazionale di studi bizantini, Roma 1940, τ. 2, σ. 240.
166 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />
χαστική» 62 καὶ δ. διαφόρως «προ-ἐθνογενετική» 63 . Σήμερα ὑπάρχουν<br />
πρόσθετες ἄλλες δύο: α. «ἀντικαθολικῆς ὀρθοδοξίας» 64· β. «Μεταρρυθμίσεως<br />
τῆς Ὀρθοδοξίας / Reformation of Orthodoxy» 65· δηλαδή συνολικὰ<br />
ἕξι. 4. Τέλος, ἀπὸ τὸ 1982, στὴν ἐξ ἀρχῆς ἐπικρατοῦσα «δυτικὴ»<br />
μεθοδολογικὴ προοπτικὴ καὶ κοσμοθεωρητικὴ προσέγγιση ἔχει<br />
προστεθεῖ καὶ ἡ «οἴκοθεν» προοπτικὴ «ἡσυχαστικὴ» προσέγγιση.<br />
Ἤδη ἀνάμεσα στὰ ἔτη 1984-1991 εἶχε ἐπισημανθεῖ ὡς παραθεωρημένος<br />
ἕνας ἰσχυρὸς σκεπτικισμός, προσανατολισμένος στὴν<br />
ἀνάγκη μιᾶς μεθοδολογικῆς ἐπαναξιολογήσεως ὅλης τῆς περὶ τὸ<br />
Πρωτᾶτο τρέχουσας οἰκοδομημένης θεωρητικῆς γνώσεως 66 . Πρὸς<br />
ἐνίσχυση τοῦ τότε διατυπωμένου σκεπτικισμοῦ εἶχαν συμπεριληφθεῖ<br />
προγενέστερες σχετικὲς ἀπορίες, διατυπωμένες σὲ μία ἔκταση<br />
εἴκοσι ἑνὸς ἐτῶν (1969-1980) ἀπὸ τὴν Μ. Σωτηρίου (1969) 67 τὸν<br />
Μ. Χατζηδάκη (1974) 68 καὶ τὸν C. Mango (1980) 69 . Ἡ τότε ἐπισή-<br />
62<br />
Καλομοιράκης, Παρατηρήσεις ἐπάνω στὸ Volume Style· τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνευτικὲς<br />
παρατηρήσεις.<br />
63<br />
Σωτηρίου, Ἡ μακεδονικὴ σχολή· A. Προκοπίου, Το μακεδονικό ζήτημα στη<br />
βυζαντινή ζωγραφική, Ἀθήνα 1962· K. Καλοκύρης, Προέλευσις τῶν Βυζαντινῶν<br />
μνημείων τοῦ γεωγραφικοῦ χώρου τῆς Μακεδονίας, Σερβίας καὶ τῆς Βουλγαρίας,<br />
Θεσσαλονίκη 1970.<br />
64<br />
Χατζηδάκης, Βυζαντινὴ Τέχνη στὸ Ἅγιον Ὄρος, σ. 23.<br />
65<br />
Kalopissi-Verti, Aspects of Byzantine Art, σ. 55.<br />
66<br />
«Ἐὰν τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἒρευνας (δηλαδὴ ὅτι πρωτεύοντα καὶ πρωτοποριακὸ<br />
ρόλο στὴν κατεύθυνση ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸ 1290 μ.Χ. καὶ μετὰ ἡ τέχνη, δὲν ἒπαιξε<br />
μόνο ἡ ἀρχαιοελληνικὴ κλασσικὴ παράδοση, ἀλλὰ ἐξ ἴσου καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς<br />
μυστικῆς θεολογίας), βγῆκε νὰ εἶναι τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀπὸ τὸν ἀρχικό μου<br />
προσανατολισμὸ καὶ ἀπὸ τὶς προκαταλήψεις ποὺ εἶχα, συνεπῶς δὲ ἀντίθετο καὶ<br />
ἀπὸ ὅσα σχεδὸν μέχρι τώρα εἶναι σὲ γενικὲς γραμμὲς ἀποδεκτά, ἦταν ἓνα γεγονὸς<br />
ποὺ μὲ ξάφνιασε ἒντονα. Γιὰ ἓνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα μὲ εἶχε κάνει νὰ ἀμφιβάλλω<br />
καὶ νὰ ἐπανεξετάζω ὅλη τὴν πορεία τῆς ἒρευνάς μου. Μιὰ κατάληξη αὐτῆς<br />
τῆς μορφῆς ἀνέτρεπε τὴν βαθειὰ ριζωμένη μέσα μου πεποίθηση γιὰ τὴν «συντηρητικότητα»,<br />
ὅπως εἶχα διδαχθεῖ σὲ σχολεῖο καὶ πανεπιστήμιο, καὶ τὴν «ἀνεδαφικὴ»<br />
τοποθέτηση καὶ στάση τῶν μοναστικῶν κύκλων, μπροστὰ στὰ γεγονότα τῆς<br />
ἐποχῆς ἐκείνης»: Καλομοιράκης, Ἡ Ἐμπειρία τῆς Ἐσωτερικῆς, σ. 19.<br />
67<br />
«Διαφορὲς γνωμῶν ἀπὸ ἒλλειψη ἀκριβολόγου συγκριτικῆς μεθόδου, προκαταλήψεις<br />
ἐθνικοῦ εἴδους, ἐπαναλήψεις λανθασμένων ἀπόψεων δυσκολεύουν τὴν<br />
ἀντικειμενικὴ ἒρευνα. Τελευταῖα ὑποστηρίζεται ἐντονώτερα ἡ ἄποψη, ὅτι τὰ σερβικά<br />
μνημεῖα τῆς ἐποχῆς αὐτῆς ἀποτελοῦν μία ἰδιαίτερη σχολή, τὴν λεγόμενη<br />
«Σχολή Μιλούτιν» πού περιλαμβάνει καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἒχει ἀκαθόριστες<br />
σχέσεις μὲ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν Θεσσαλονίκη»: Σωτηρίου, Ἡ μακεδονικὴ<br />
σχολή, σ. 2· Καλομοιράκης, Ὁ Oἰκουμενικὸς πατριάρχης ἅγιος<br />
Ἀθανάσιος A΄ καὶ ἡ διδασκαλία του, σ. 73-74, σημ. 2.<br />
68<br />
«Ὑπάρχει ἀρκετὴ σύγχυση καὶ ἀσάφεια ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἐπίσημη ζωγραφικὴ
«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />
167<br />
μανση εἶχε πραγματοποιηθεῖ στὸ πλαίσιο τῆς διευρυμένης μελετητικῆς<br />
καὶ μεθοδολογικῆς διεργασίας ποὺ εἶχε ἀρχίσει νὰ δρομολογεῖται,<br />
προκειμένου νὰ ἐντοπισθοῦν οἱ πραγματικοὶ λόγοι ποὺ εἶχαν<br />
προκαλέσει ὅλη αὐτὴ τὴν μεθοδολογικὴ τρέχουσα ἀταξία. Ἡ ἔκτοτε<br />
δρομολογημένη διεύρυνση, καθὼς περιέλαβε τὴν ἀναλυτικὴ μελέτη<br />
τῆς πολιτικῆς καὶ πολιτιστικῆς καταστάσεως τῆς ἐποχῆς διὰ κειμένων<br />
συγγραφέων οἱ ὁποῖοι τότε πρωταγωνίστησαν, στὸ πέρασμα<br />
τοῦ χρόνου ὄχι μόνο ἐπιβεβαίωσε τὴν ἐνδελεχῆ σχέση τῆς ἱστορήσεως<br />
τοῦ Πρωτάτου μὲ τὰ ἔτη τῆς 1ης πατριαρχείας τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου<br />
Α΄ (1289-1293), ἀλλὰ ἐπίσης ἔδειξε πόσο τὰ ἱστορικὰ<br />
γεγονότα τῆς ἐποχῆς διαψεύδουν καταλυτικὰ τὶς δύο πρωϊμότερες<br />
χρονικὲς τοποθετήσεις τοῦ μνημείου, ὅπως ὑποστήριξαν ἡ Καρακατσάνη,<br />
ἡ ὁποία πρότεινε μία τοποθέτηση ἀνάμεσα στὰ ἔτη 1262-<br />
1270, κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Μιχαὴλ Η΄<br />
Παλαιολόγου, καὶ ὁ Βασιλακέρης σὲ συσχετισμὸ μὲ τὴν πατριαρχεία<br />
τοῦ λόγιου οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Κυπρίου, ἐπίσης<br />
ἐπὶ βασιλείας Ἀνδρονίκου Β΄.<br />
Ἔκτοτε, στὸ σύνολό του, ὁ περὶ τὴν ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου διάλογος,<br />
μὲ ἐξαίρεση τὴν πρὸ τοῦ 1294 τεκμηρίωση ἀπὸ τὸν Βασιλακέρη,<br />
ἐντοπίζεται μᾶλλον πορευόμενος μέσω διάφορων δοξο γραφικῶν<br />
παραλλήλων, ἐπαναλαμβανόμενων ἐπιστημονικῶν μονολόγων,<br />
ἢ μὲ ἐπιγραμματικὲς τοποθετήσεις, ἀκόμη καὶ διὰ τῆς ρητορικῆς<br />
ἀναφορᾶς στὶς ὑφιστάμενες ἀμφιγνωμίες ποὺ συνεχίζουν<br />
τοῦ 14ου αἰώνα δὲν ἒχει μέχρι τώρα ἀντιμετωπισθεῖ ὡς ἓνα ὁμοιογενὲς σύνολο,<br />
ἀνεξάρτητο ἀπὸ γεωγραφικὰ καὶ πολιτικὰ πλαίσια, ἒξω ἀπὸ «ἐθνικὲς» ἢ «τοπικὲς»<br />
σχολές.»: Μ. Χατζηδάκης, Ἡ Ὕστερη Βυζαντινὴ Τέχνη. Μνημειακὴ Ζωγραφικὴ<br />
(1204–1300), Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τ. 9, Ἀθήνα 1974,<br />
σ. 440· ἐπίσης Καλομοιράκης, Ὁ Oἰκουμενικὸς πατριάρχης ἅγιος Ἀθανάσιος<br />
A΄ καὶ ἡ διδασκαλία του, σ. 73, σημ. 1.<br />
69<br />
«Τὴν τελευταία δημιουργικὴ προσπάθεια τῆς βυζαντινῆς τέχνης τὴν ἀντιπροσωπεύει<br />
ἡ παλαιολόγεια ζωγραφικὴ ... Ἡ ἀκτινοβολία τῆς τεχνοτροπίας αὐτῆς ...<br />
ἦταν ... σημαντική: τὴ συναντᾶμε σὲ ὅλα τὰ Βαλκάνια, σὲ ὁρισμένες περιοχὲς<br />
τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, καὶ κάπως ἀργότερα στὴ Ρωσία. Αὐτὸ ἀποδεικνύει ξεκάθαρα<br />
τὸ πνευματικὸ κῦρος τοῦ Βυζαντίου, ἀκόμη καὶ σὲ μιὰ ἐποχὴ μεγάλης πολιτικῆς<br />
ἀδυναμίας.»· «Τὸ νὰ μιλᾶμε λοιπὸν γιὰ παλαιολόγεια ἀναγέννηση εἶναι κάπως<br />
παραπλανητικό, καθὼς ὁ ὅρος «ἀναγέννηση» ὑπονοεῖ μιὰ διεύρυνση τῶν ὁριζόντων<br />
καὶ μιὰ ἀπελευθέρωση τοῦ πνεύματος, ἐνῶ ἡ παλαιολόγεια τέχνη φανερώνει<br />
μία ἀρχαϊκὴ ἐσωστρέφεια.»: C. Mango, Βυζάντιο, ἡ αὐτοκρατορία τῆς<br />
Νέας Ρώμης, ἑλλ. μτφ. Δ. Τσουγκαράκης, Ἀθήνα 1988, σ. 326, 328· ἐπίσης<br />
Καλομοιράκης, Ἑρμηνευτικὲς παρατηρήσεις, σ. 217, σημ. 175· τοῦ ἰδίου,<br />
Πρωτᾶτο, ἡ Ἔρευνα, τὸ Mνημεῖο, σ. 79, σημ. 26.
168 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />
διεθνῶς νὰ τοποθετοῦν τὸ μνημεῖο αὐτὸ ἀκόμη, ὅπως ἀπὸ τὸ 1883<br />
ὁ Bayet «au ΧΙΙΙe ou au commencement du ΧIVe siècle», κυρίως ἀνάμεσα<br />
στο 1290 μὲ 1310 70 ἢ περιφραστικὰ καὶ μὲ πολλὲς συμπεριεχόμενες<br />
ἀμφιγνωμίες, νὰ καταλήγουν στὴν ἀμφιλεγόμενη συμφωνία,<br />
«seven art historians to the stand: Soteriou, Xyngopoylos, Chatzidakis,<br />
Mouriki, Kalomirakis, and Djurić largely agreed that Panselinos<br />
flourished in the late thirteenth and early fourteenth century» 71 .<br />
Σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις, κατὰ κανόνα ἱσχύουν αὐτά, κατ’ ἀκολουθίαν<br />
πρὸς τὰ ἀτομικὰ ἐνδιαφέροντα καὶ κριτήρια τῶν μελετητῶν<br />
οἱ ὁποῖοι κατὰ τρόπο ἀντιστοίχως ἐπιλεκτικὸ μνημονεύουν ἢ παραθεωροῦν<br />
προγενέστερες τοποθετήσεις. Εἰδικὰ ὅσον ἀφορᾷ στὶς ἐπιμέρους<br />
ἀποτιμήσεις τῆς τέχνης τοῦ «Πανσελήνου», αὐτὲς συμβαίνει,<br />
ὁμολογουμένως ἢ ὄχι, νὰ ἀποτελοῦν ἀμφιγνωμίες οἱ ὁποῖες ἄλλοτε<br />
εἶναι ἀτομικές, καὶ ἄλλοτε ἐκπροσωποῦν τάσεις κυρίως ἐθνικῶν μελετητικῶν<br />
παραδόσεων. Στὸ σύνολό τους οἱ πραγματοποιημένες τοποθετήσεις,<br />
καθὼς δὲν ἔχουν μία παγιωμένη παρουσία καὶ κοινὸ<br />
ἄξονα ἀναφορᾶς, δὲν ἔχουν βοηθήσει πρὸς μία ἐπαγωγικὴ σύνθεση<br />
θέσεων ποὺ θὰ διαμόρφωνε ἕνα συνεπῆ, μὴ αὐτοδιαψευδόμενο<br />
γνωσιακὸ κόσμο, ἔστω μὲ ἐντοπισμένα ἀπορούμενα ἢ ἐκκρεμῆ θέματα,<br />
«desiderata». Συνήθως ὅσες θέσεις ἐπικρατοῦν, εὑρίσκονται<br />
βιβλιογραφικὰ σὲ μία σχετικὴ ἐπικαιρότητα, ὅσο εἶναι στὴν ζωὴ οἱ<br />
εἰσηγητές τους, ἕως καὶ οἱ ἄμεσοι μαθητές τους, καὶ στὴν συνέχεια<br />
περιπίπτουν σὲ λήθη, ἀσχέτως πρὸς τὴν πολλὲς φορὲς πραγματικὴ<br />
ἢ γόνιμη ἀξία ποὺ περιέχουν.<br />
Ἀντίθετα πρὸς τὶς ἀμφιγνωμίες ποὺ χαρακτηρίζουν τὶς ἐπὶ μέρους<br />
τεχνοτροπικὲς ἐκτιμήσεις περὶ την τέχνη τοῦ «Πανσελήνου», μία<br />
χαρακτηριστικὴ ὁμογνωμία ἐντοπίζεται σὲ σχέση πρὸς τὴν εὐρύτερη<br />
πολιτιστική ἀποτίμηση καὶ θεώρησή της, ποὺ μὲ ἀφετηρία τὸ 1845<br />
ἔχει προσεγγισθεῖ μὲ βάση μία πάγια «δυτικὴ» θεωρητικὴ προοπτική.<br />
Ἡ «δυτικὴ» αὐτὴ προοπτικὴ μελετητικὰ ὑπάρχει ἀδιαπραγμάτευτη,<br />
παρὰ μία μεγάλη διάψευση ποὺ γνώρισε: Ἀρχικὰ καὶ γιὰ<br />
ἑξῆντα ἔτη (1867-1927) γινόταν ἀποδεκτὴ ἡ τοποθέτηση τῆς τέχνης<br />
τοῦ «Πανσελήνου», περὶ τὸ 1536, δηλαδὴ περίπου ὀγδόντα ἔτη μετὰ<br />
τὴν ὀθωμανικὴ ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1453 72· ἀντί-<br />
70<br />
E. C. Ryder, Micromosaic Icons of the Late Byzantine Period, New York University<br />
2007, σ. 101, σημ. 204.<br />
71<br />
Milliner, Man or Metaphor?, σ. 228.<br />
72<br />
Α. Παπαδόπουλος-Kεραμεύς, Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ, σ. θ΄, σημ. 4, ὅπου<br />
καὶ ἡ ὑπόλοιπη ἕως τὸ 1909 περὶ τὸν 16ο αἰώνα βιβλιογραφία, καὶ σ. ι΄-
«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />
169<br />
θετα τούτου ἕως σήμερα, ὑπερίσχυσε μία τοποθέτηση κατὰ τὸν 13ο<br />
ἕως τὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰώνα, ὀγδόντα περίπου ἔτη, ἕως καὶ λίγο<br />
ἀργότερα, ἀπὸ τὴν σταυροφορικὴ ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως<br />
τοῦ 1204. Κατὰ τὸ 1883 ὁ Ch. Bayet εἶχε πρῶτος προτείνει τεχνοτροπικά,<br />
προσεγγίζοντας τὴν τέχνη τοῦ «Πανσελήνου», μία τοποθέτηση<br />
κατὰ «τὸν 13ο ἢτὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰῶνος» 73· ἡ πρότασή του<br />
ἦταν ἀποδεκτὴ ἀπὸ ἐλαχίστους 74 ἐνῶ ἀπὸ τὸ 1927 ἕως τὶς ἡμέρες<br />
μας εἶναι ἡ πλέον εὐρύτερα ἀποδεκτή, ἀσχέτως ἂν τὸ ὄνομα τοῦ<br />
Bayet δὲν μνημονεύεται 75 .<br />
ιβ΄, σημ. 3-4, γιὰ τὴν σύνοψη τῆς σχετικῆς ρωσικῆς βιβλιογραφίας· E.<br />
Mutafov, Περί Πανσελήνου και του τέλους της αληθινής τέχνης, στὸ Ο<br />
Μανουήλ Πανσέλινος και η εποχή του, Ἀθήνα 1999, σ. 55-61· V. G. Barskij,<br />
Voyage aux lieux Saints d’Europe, d’Asie et d’Afrique (στὰ Ρωσικά), St. Petersburg<br />
1780· V. G. Barskij, L. Duchesne, Votorje poseščenie svjatoj Athonskoj<br />
gori, St. Petersburg 1887, σ. 171· Μ. Τριγώνης, Προσκυνητάριον<br />
τῆς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας τῆς ἐν τῷ Ἄθῳ, Βενετία 1780, σ. 30 και Βενετία<br />
1792, σ. 23· K. Σάθας, Νεοελληνικὴ Φιλολογία, Ἀθήνα 1868, σ. 99-100·<br />
K. Σάθας, Παράρτημα Νεοελληνικῆς Φιλολογίας, Ἀθήνα 1870, σ. 10· L. Duchesne,<br />
Ch. Bayet, Memoire sur une Mission au Mont Athos, Paris 1876, σ.<br />
35· R. Nikolai, Geschichte der Neugriechischen Litteratur, Leipzig 1876, σ.<br />
6· P. Uspenskij, Vtoroe putéestvie po svatoj gore Athosnskoj, II.2, Mόσχα<br />
1880, σ. 272· Ch. Diehl, Manuel d’art byzantin, Paris 1910, σ. 762-776,<br />
ἰδ. σ. 766· V. Georgievskij, Freski Panselina u Protate na Afone, St. Petersburg<br />
1913· Γ. Σωτηρίου, Τὸ Ἅγιον Ὄρος, Ἀθήνα 1915, σ. 12, 123-124·<br />
G. Millet, Recherches sur l’iconographie de l’évangile aux XIVe, XVe et XVIe<br />
siècles d’après les monuments de Mistra, de la Macédoine et du Μont Athos,<br />
Paris 1916, σ. 2, 630, 656-658· A. Ξυγγόπουλος, Ἡ Ἑρμηνεία τῆς Ζωγραφικῆς<br />
Τέχνης καὶ ὁ Μανουὴλ Πανσέληνος, Πινακοθήκη Ζ, τεῦχ. 193-<br />
195 (1917), σ. 20-21.<br />
73<br />
Ch. Bayet, L’art byzantin, Paris 1883 και 3 1904, σ. 263.<br />
74<br />
H. Brockhaus, Die Kunst in den Athos-Klöstern, Leipzig 1891, σ. 24-25,<br />
60, 271· Γ. Λαμπάκης, Βυζαντινὴ Πινακοθήκη, Ἀθήνα 1891· Βλάχος, Ἡ<br />
Χερσόνησος τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω, σ. 164-165· Χ. Κωνσταντινίδη, Μελισμός.<br />
Οἱ συλλειτουργοῦντες ἱεράρχες καὶ οἱ ἄγγελοι-διάκονοι μπροστὰ στὴν<br />
Ἁγία Τράπεζα μὲ τὰ τίμια δῶρα ἢ τὸν εὐχαριστιακὸ Χριστό, Ἀθήνα 2008.<br />
75<br />
Ἀναφέρονται, κατὰ χρονικὴ σειρά, ὁρισμένα βασικὰ δημοσιεύματα ποὺ<br />
διαμόρφωσαν τὴν μελετητικὴ παράδοση τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου,<br />
ὅπως τὰ Bayet, L’art byzantin, καὶ Ch. Bayet, Notes sur le peintre byzantin<br />
Manuel Pansélinos et sur le guide de la peinture du moine Denys, Revue<br />
archéologique 3 (1884), σ. 325-334· Brockhaus, Die Kunst in den Athos-<br />
Klöstern· Παπαδόπουλος-Kεραμεύς, Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ· Ξυγγόπουλος,<br />
Περὶ τὸ πρόβλημα τοῦ Πανσελήνου, Μακεδονικὸ Ἡμερολόγιο 1933, μὲ<br />
πολλαπλὲς δημοσιεύσεις ἕως τὸ 1981· Σωτηρίου, Ἡ μακεδονικὴ σχολὴ<br />
καὶ ἡ λεγόμενη σχολὴ Μιλούτιν· Καλομοιράκης, Παρατηρήσεις ἐπάνω
170 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />
Ἐνῶ γιὰ σαράντα τέσσερα ἔτη (1883-1927) συνυπῆρχαν οἱ δύο<br />
διαφορετικὲς τοποθετήσεις, στάθηκε ἀρκετὴ μία ἄνευ τεκμηριώσεως<br />
ἐπιγραμματικὴ τοποθέτηση τοῦ G. Millet 76 προκειμένου ἡ ἀκαδημαϊκὴ<br />
κοινότητα νὰ ἀρχίσει νὰ ἐγκαταλείπει σταδιακὰ τὸν 16ο αἰώνα<br />
καὶ τὴν μεταβυζαντινὴ τοποθέτηση τοῦ ἔργου τοῦ «Πανσελήνου».<br />
Παρὰ ταῦτα, ἀπαιτήθηκε νὰ παρέλθει ἕνα πρόσθετο διάστημα ἑξῆντα<br />
ἐννέα ἐτῶν (1927-1996), ἕως ὅτου ἡ ὅποια ἀποδοχή, ἢἡρητορική<br />
της μνημόνευση, σταματήσει βιβλιογραφικὰ πλήρως 77 . Ἔκτοτε, κατὰ<br />
τὸ ἕνα της σκέλος, ἡ κύρια κατεύθυνση τῶν σχετικῶν μελετῶν γιὰ<br />
τὴν εὐρύτερη ἱστορικὴ ἢ πολιτιστικὴ δημιουργία τῆς ἱστορήσεως,<br />
διὰ τοῦ Millet εἶναι προσανατολισμένη στοὺς χρόνους τῆς διοικήσεως<br />
τῶν Σέρβων βασιλέων Στέφανου ΣΤ΄, Οὔρεση Β΄, Μιλούτιν.<br />
Κατὰ τὸ δεύτερο σκέλος της, τὸ ἴδιο μνημεῖο εὑρίσκεται ἱστορικὰ<br />
ἀντιστοιχούμενο μὲ τὴν περίοδο τῶν πρώτων Παλαιολόγων, ἀρχῆς<br />
γενομένης ἀπὸ τὸ 1881, ὅταν ὁ Σ. Λάμπρος (1851-1919) θεώρησε<br />
«γνώμη ἀπιθανοτάτη» τὴν ἀξία τῶν μαρτυριῶν περὶ τὸν 16ο αἰώνα,<br />
στὸ Volume Style· Ν. Ζάρρας, Ὁ Χριστὸς ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ, ΣΧΑΕ 22<br />
(2002), σ. 34-35· τοῦ ἰδίου, Ὁ Χριστὸς ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ, ΔΧΑΕ 28 (2007),<br />
σ. 213-224· τοῦ ἰδίου, The Iconographical Cycle of the Eothina Gospel<br />
pericopes in churches from the reign of King Milutin, Ζograf 31 (2006-<br />
2007), σ. 98· Βασιλάκη, Υπήρξε Μανουήλ Πανσέληνος;· Vasilakeris, διάφορες<br />
δημοσιεύσεις ἀνάμεσα στὰ 1999 καὶ 2010· Καρακατσάνη, Μία<br />
τυχαία συνάντηση μὲ τὸν Διονύσιο· Milliner, Man or Metaphor? Ἐπίσης οἱ<br />
κύριες φωτογραφικὲς παρουσιάσεις τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου, Σπ.<br />
Λάμπρος, Ὁ Ἰησοῦς τοῦ Πανσελήνου μετὰ μιᾶς χρωματολιθογραφίας,<br />
Παρνασσὸς 5.5 (1881), σ. 445-452· Georgievskij, Freski Panselina u Protate<br />
na Afone· G. Millet, Monuments de l’Athos, Paris 1927, πίν. 5-58· Γ.<br />
Τσίμας- Π. Παπαχατζηδάκης, Τοιχογραφίαι Πρωτάτου Ἁγίου Ὄρους, Ἀθήνα<br />
1931, τ. Ι-IV· Π. Μυλωνᾶς, Τὸ Πρωτάτο τῶν Καρυών καὶ ὁ ζωγράφος<br />
Μανουὴλ Πανσέληνος, Ημερολόγιο 1973 (ἔκδ. Εμπορικής Τράπεζας Ελλάδος)·<br />
Ν. Νικονάνος, Μανουὴλ Πανσέληνος. Ἡμερολόγιον τῆς Γενικῆς<br />
Τραπέζης τῆς Ἑλλάδος τοῦ 1981· Τσιγαρίδας, Μανουήλ Πανσέληνος: ὁ κορυφαῖος<br />
ζωγράφος· Ταβλάκης, Μίνως, Ἱερὸς Ναὸς Πρωτάτου 2007-2008.<br />
76<br />
Millet, Monuments de l’Athos· τοῦ ἰδίου, Les peintures de l’Athos, Revue<br />
Archeologique 26/5 (1927), σ. 274-278· τοῦ ἰδίου, L’art des Balkans et<br />
Italie au XIII siècle, σ. 274-278, καὶ μὲ ἄλλες δημοσιεύσεις ἕως τὸ 1954.<br />
77<br />
F. Fichter, Wandmalereien der Athos-Klöster. Grundsätzliches zu den Planungen<br />
der Bildfolgen des 14-17. Jahrhunderts Berlin 1931, σ. 52· S. Bettini, La<br />
pittura bizantina, Firenze 1938, σ. 43· E. Wiegand, F. Dölger, Mönchsland<br />
Athos, Munich 1943, σ. 25· A. M. Gravgaard, Inscriptions of Old Testament<br />
Prophesies in Byzantine Churches, Copenhagen 1979, σ. 100· Ε. Aragonés,<br />
La imagen del mal en el Roḿnico Navarro, Pamblona 1996, σ. 42.
«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />
171<br />
καὶ ἀπὸ τότε πρότεινε μία γενικὴ χρονικὴ τοποθέτηση στὸν 14ο<br />
αἰώνα 78 . Τὸν ἴδιο χρόνο τὴν τοποθέτηση αὐτὴ εἶχε ἀποδεχθεῖ ὁ Th.<br />
Davidson 79 τὸ 1884 ὁ Ch. Βayet 80 τὸ 1891 ὁ Γ. Λαμπάκης 81 καὶ ὁ<br />
H. Brockhaus –βάσει ἱστορικῶν μαρτυριῶν τὰ ἔτη μετὰ τὸ 1310 82 –,<br />
καὶ τὸ 1903 ὁ Κ. Βλάχος 83 . Τέλος, ἀπὸ τὸ 2008, ἀπὸ τὴν Α. Καρακατσάνη,<br />
ἔχει προκύψει ὁ νέος συσχετισμὸς μὲ τοὺς χρόνους τῆς<br />
βασιλείας τοῦ Μιχαὴλ Η΄ Παλαιολόγου. Πολιτιστικὰ θεωρούμενες<br />
καὶ οἱ τρεῖς προαναφερόμενες ἱστορικὲς ἀντιστοιχήσεις -πρὸς τὶς<br />
βασιλεῖες τῶν Μιχαὴλ Η΄, Ἀνδρονίκου Β΄ καὶ Μιλούτιν-, κινοῦνται<br />
σὲ ἕνα ποικίλο προ-ἀναγεννησιακὸ ἰδεολογικὸ πλαίσιο «δυτικῆς»<br />
προοδευτικῆς προοπτικῆς, ἀσχέτως ἐὰν ἡ περὶ «Ἀναγεννήσεως» καὶ<br />
οἱ περισσότερες καίριες ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες ἐκτίμησεις δὲν παύουν<br />
διαφόρως νὰ ἀμφιγνωμοῦνται ἀπὸ ἕνα κριτικὸ σκεπτικισμό, ὅπως<br />
ἀπὸ τὸ 1968 τοῦ Meyendorff 84 τὸ 1969 τῆς Σωτηρίου 85 τὸ 1974 τοῦ<br />
78<br />
Λάμπρος, Ὁ Ἰησοῦς τοῦ Πανσελήνου, ὅ.π.<br />
79<br />
Th. Davidson, Reviews and book notices, Journal of Philology 2/8 (1881),<br />
σ. 507.<br />
80<br />
Bayet, Notes sur le peintre byzantin Manuel Pansélinos, ὅ.π.<br />
81<br />
Λαμπάκης, Βυζαντινὴ Πινακοθήκη.<br />
82<br />
Brockhaus, Die Kunst in den Athos-Klöstern.<br />
83<br />
Βλάχος, Ἡ Χερσόνησος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, σ. 167-168.<br />
84<br />
Meyendorff, Spiritual Trends in Byzantium, σ.62: «Wealthy dignitaries<br />
and humanists, and not the Hesychastes ascetics, had both the necessary<br />
means, the necessary interest, and the necessary taste to become the promoters<br />
of what is called the Palaeologan “renaissance”»· σ. 63-64: «This is true as<br />
least of Byzantine society taken as a whole. A few individuals appeared from<br />
time who had some feeling of nostalgia for ancient «Hellas», but they could<br />
never break through the walls of the Christian medieval, theocratic fortress of<br />
Byzantine civilization. The result of this situation was an obvious lack of creative<br />
vigor and organic outburst in what is called «Byzantine humanism». Artificially<br />
imitating the language of Plato or of Demosthenes ordering very<br />
costly copies of their writings, repeating their cosmological and methodological<br />
ideas, these individuals were, at the same time, fervent followers of the unchangeable<br />
rites of the church under the same ancient writers were anathematized<br />
and occasionally were not reluctant to write very classical and orthodox theological<br />
treatises, which had no direct connection with their humanistic interests.<br />
These different and contradictory elements of Byzantine culture, put side<br />
by side as in an encyclopedia without any real interested synthesis, could not<br />
give birth to a cultural revolution similar to the Italian Renaissance. The Byzantine<br />
«renaissance» provoked slight changes in taste and in outlook. But the<br />
medieval patterns of mind were never really abandoned.»<br />
85<br />
Σωτηρίου, Ἡ μακεδονικὴ σχολή, σ. 2.
172 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />
Χατζηδάκη 86 τὸ 1980 τοῦ C. Mango 87 τὸ 1984 καὶ 1990 τοῦ ὑπογράφοντος<br />
88 τὸ 2000 τοῦ R. Cormack 89 τὸ 2007 τοῦ Ε. C. Ryder 90<br />
καὶ τὸ 2012 τοῦ M. J. Milliner 91 .<br />
Ἡ ἀφετηρία τοῦ συνόλου τῆς μελέτης τοῦ δοκιμίου, ὅπως προαναφέρθηκε,<br />
ἀνάγεται στὸ ἔτος 1972 92 , ἐνῶ κατὰ τὸ 1982 ἔγινε ἡ<br />
πρώτη διατύπωση τῶν ἀρχικῶν σχετικῶν συμπερασμάτων μέσα<br />
ἀπὸ μία σειρὰ παρατηρήσεων 93· σὲ ἕνα βαθμὸ οἱ παρατηρήσεις<br />
αὐτὲς τεκμηριώθηκαν ἀποσπασματικὰ στὸ διάστημα τῶν ἐτῶν<br />
1984-1991 94 ἀλλὰ καὶ ἕως τὸ 2011 95 , μὲ κύριο προσανατολισμὸ<br />
παρατηρήσεις στὸ εἰκονογραφικὸ πρόγραμμα τῆς ἱστορήσεως τοῦ<br />
Πρωτάτου καὶ διερευνήσεις περὶ τὸν λόγο τῆς δημιουργίας του σὲ<br />
συνάρτηση μὲ τὴν ἱστορία τῆς ἐποχῆς, στὸ πλαίσιο τῆς ὁποίας δημιουργήθηκε.<br />
86<br />
Χατζηδάκης, Ἡ Ὕστερη Βυζαντινὴ Τέχνη, σ. 440<br />
87<br />
Mango, Βυζάντιο, ἡ αὐτοκρατορία, σ. 326-328.<br />
88<br />
Καλομοιράκης, Ἡ Ἐμπειρία τῆς Ἐσωτερικῆς, σ. 19· Καλομοιράκης,<br />
Πρωτᾶτο, ἡ Ἔρευνα, τὸ Mνημεῖο, σ. 73-74, σημ. 1-2.<br />
89<br />
R. Cormack, Byzantine Art, Oxford 2000, σ. 131.<br />
90<br />
Ryder, Micromosaic Ιcons, σ. 101, σημ. 204.<br />
91<br />
«In a similar way the Manuel Panselinos tradition has infiltrated byzantine art<br />
history with Renaissance ideals (yet again) a dependence that has since required<br />
art historians to erect the awkward scaffolding of Panselinos΄s historicity, despite<br />
strong evidence to the contrary.»: Milliner, Man or Metaphor?, σ. 231.<br />
92<br />
Ἡ μελέτη ἄρχισε ὡς φροντιστηριακὴ ἐργασία στὸ μάθημα τῆς Βυζαντινῆς<br />
Ἀρχαιολογίας στὸ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο τῆς Θεσσαλονίκης. Ἡ σχετικὴ<br />
ἀνάθεση εἶχε δοθεῖ τὸ Φθινόπωρο τοῦ 1972 ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο καθηγητὴ<br />
Στυλιανὸ Πελεκανίδη, σὲ περίοδο κατὰ τὴν ὁποία εἶχε ὡς βοηθοὺς<br />
τοὺς μετέπειτα καθηγητὲς κ.κ. Ἄννα Τσιτουρίδου καὶ Γ. Γούναρη. Ἡ πρώτη<br />
καταγραφὴ στὸ μνημεῖο ἔγινε στὶς 24 Δεκεμβρίου τοῦ 1972 (κατὰ τὸ παλαιὸ<br />
ἡμερολόγιο), ὅταν Πρωτοεπιστάτης ἦταν ὁ μακαριστὸς σήμερα<br />
γέρων Κλεόνικος ὁ Ἰβηρίτης, ὅπως ἐπίσης ἐπιστάτες, ὁ γέρων Παρθένιος<br />
Παντοκρατορινός, ὁ προηγούμενος Εὐγένιος Φιλοθεΐτης καὶ ὁ ἱερομόναχος<br />
Χρυσόστομος Σιμωνοπετρίτης. Τότε τὸ διακόνημα τῆς λειτουργίας τοῦ<br />
ναοῦ τοῦ Πρωτάτου εἶχε ὁ μακαριστὸς γέρων Ἱερόθεος.<br />
93<br />
Καλομοιράκης, Παρατηρήσεις ἐπάνω στὸ Volume Style, σ. 38-39· τοῦ<br />
ἰδίου, Παρατηρήσεις ἐπάνω στὶς τοιχογραφίες, σ. 3-7, ὅπου τὸ πλῆρες<br />
κείμενο τῆς ἀνακοινώσεως τοῦ 1982.<br />
94<br />
Καλομοιράκης, Ἡ Ἐμπειρία τῆς Ἐσωτερικῆς, σ. 19-32· τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνευτικὲς<br />
παρατηρήσεις, σ. 197-220· τοῦ ἰδίου, Πρωτᾶτο, ἡ Ἔρευνα, τὸ<br />
Μνημεῖο, σ. 73-104· τοῦ ἰδίου, Ὁ Oἰκουμενικὸς πατριάρχης ἅγιος Ἀθανάσιος<br />
A΄ καὶ ἡ διδασκαλία του, σ. 22-50.<br />
95<br />
Καλομοιράκης, Ἀναγέννησι ἢ Ἀνακαίνισι, σ. 125-176· τοῦ ἰδίου, Ἡ Ἱστόρηση<br />
τοῦ Πρωτάτου· τοῦ ἰδίου, Πρόοδος καὶ Ἀνανέωση.
«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />
173<br />
Καθὼς δὲν ἔχουν ἀκόμη ὁλοκληρωθεῖ οἱ ἀπαραίτητες ἐργασίες<br />
συντηρήσεως, αἰσθητικῆς ἀποκαταστάσεως καὶ τελικῆς φωτογραφήσεως<br />
τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου, πρὸς τὸ παρὸν δὲν συμπεριλαμβάνεται<br />
ἐδῶ μία νέα συνθετικὴ μελέτη τῆς τεχνοτροπίας καὶ τῆς<br />
εἰκονογραφίας τῶν ἀπεικονίσεων μὲ ἀναλυτικὴ ἀναφορὰ καὶ κριτικὴ<br />
ὅσων δεδομένων ἔχουν ἐκτιμηθεῖ· παρὰ ταῦτα, περιέχεται μία πρώτη<br />
παραμετροποίηση τοῦ ἀντικειμένου τους. Ἡ μελλοντικὴ δημοσίευση<br />
τῆς μελέτης αὐτῆς θὰ συσχετισθεῖ καὶ μὲ τὸ ἀδημοσίευτο ἀρχεῖο τῆς<br />
Μ. Σωτηρίου, κάτω ἀπὸ τὸν εὐρύτερο συντονισμὸ τοῦ ἐπὶ τιμῇ ἐφόρου<br />
ἀρχαιοτήτων Ἰ. Ταβλάκη, μὲ τὴν συμμετοχὴ τοῦ ὑπογράφοντος<br />
καὶ ὁμάδας μελετητῶν μὲ ἐμπειρία στὴν τέχνη τοῦ Πρωτάτου.<br />
Κατὰ τοὺς χρόνους περὶ τὸ 1982 ἡ παράδοση τῆς μυσταγωγικῆς<br />
ἐμπειρίας τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πνευματικότητας εἶχε προταθεῖ,<br />
ὅπως προαναφέρθηκε στὴν Εἰσαγωγή, ὡς ἕνας κύριος λόγος<br />
γιὰ τὸ ἱστορικὸ πλαίσιο ποὺ ὁδήγησε στὴν δημιουργία τῆς ἱστορήσεως<br />
τοῦ Πρωτάτου. Ὁ λόγος αὐτὸς εἶχε τότε ἀντιστοιχηθεῖ: α. τεχνοτροπικά,<br />
μὲ τὸν ἰδιότυπο πραγματισμὸ που χαρακτηρίζει<br />
πλευρὲς τῆς τέχνης τῆς ἱστορήσεως· β. πολιτικά, μὲ τὸ τέλος τῆς 1ης<br />
δεκαετίας τῆς βασιλείας τοῦ λόγιου καὶ νηπτικοῦ αὐτοκράτορα<br />
Ἀνδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου, προσαγορευομένου τὸν καιρὸ ἐκεῖνο<br />
ὡς «Νέου Κωνσταντίνου»· γ. ἐκκλησιαστικά, μὲ τὴν 1η πατριαρχεία<br />
τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Α΄ (1289-1293)· δ. μὲ τὸ πολιτικὸ καὶ πνευματικὸ<br />
δόγμα τῆς ἀνασυγκροτήσεως ποὺ ἀπὸ κοινοῦ Ἀνδρόνικος<br />
Β΄ καὶ ἅγιος Ἀθανάσιος Α΄ ἄρχισαν νὰ ἐφαρμόζουν, δόγμα «τῆς τῶν<br />
Ρωμαίων πραγμάτων μεταβολῆς» ποὺ χαρακτήρισε ὅλη τὴν μετέπειτα<br />
ἰδιαίτερα μακρόχρονη βασιλεία τοῦ Ἀνδρονίκου Β΄· μία «μεταβολὴ»<br />
ἡ ὁποία κυρίως ἐπέτυχε σὲ ἐπίπεδο πολιτιστικῆς παραδόσεως, λόγιας<br />
μυσταγωγικῆς, παρὰ πολιτικῆς, μὲ καταγράψιμους τοὺς λόγους<br />
τῆς ἐπιτυχίας ἕως καὶ τῆς ἀποτυχίας, μέχρι καὶ μιᾶς συνολικης ἀποτιμήσεως.<br />
Ὅπως, ἐπίσης προαναφέρθηκε στὴν Εἰσαγωγή, ἀπὸ τὸ<br />
1968 ὁ J. Meyendorff εἶχε σημειώσει ὅτι μία ἀπὸ τὶς βασικὲς<br />
πλευρὲς τῆς ἀρχιερατείας τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Α΄ ἦταν ἑστιασμένη<br />
στὴν «μυσταγωγικὴ πραγματικότητα» (Sacramental realism) 96 τῆς ὀρθόδοξης<br />
χριστιανικῆς «πνευματικότητας» 97 .<br />
Ἤδη ἀπὸ τὰ ἔτη 1982-1984 εἶχε κατασταλάξει μία συνειδητοποίηση<br />
ὅτι εἶχαν πλέον ἐξαντληθεῖ οἱ ὅποιες τεχνοτροπικὲς συσχετί-<br />
96<br />
Meyendorff, Spiritual Trends, σ. 58.<br />
97<br />
Καλομοιράκης, Ἡ Ἐμπειρία τῆς Ἐσωτερικῆς.
174 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />
σεις μὲ βάση τὰ ἀνάμεσα στὰ ἔτη 1260-<br />
1294 διαθέσιμα σταθερά χρονολογημένα<br />
μνημεῖα. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ἀπὸ τότε προέκυψε<br />
ἕνας προσανατολισμός, σύμφωνα<br />
μὲ τὸν ὁποῖο ἡ ὅποια μελετητικὴ πρόοδος<br />
ἔδειχνε ὅτι ἔπρεπε νὰ περάσει μέσα ἀπὸ<br />
μία μελετητικὴ διεύρυνση πρὸς ἄλλα δεδομένα<br />
τοῦ ἴδιου τοῦ μνημείου, καὶ κυρίως<br />
τῆς τοπογραφικῆς διατάξεως τῆς<br />
θεματογραφίας τῶν εἰκόνων του 98 . Ἐν<br />
γένει ἀπὸ τὰ ἔτη 1984-1989 εἶχε παρατηρηθεῖ<br />
ἀπὸ τὸν γράφοντα ὅτι εἰκαστικὰ δὲν<br />
προβάλλουν ἔντονα τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ<br />
τοῦ μνημείου, ὥστε νὰ γίνωνται<br />
ἀμέσως κατανοητά· τότε εἶχε διαπιστωθεῖ<br />
ὅτι αὐτὰ διέπονται ἀπὸ μία «εἰκαστικὴ ἀποφατικότητα»<br />
99 ἄμεσα βασιζόμενη στὴν «ἐμ -<br />
πειρία» τῆς «μυσταγωγικῆς πραγματικότητας».<br />
2. Ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἱστορήσεως<br />
τοῦ Πρωτάτου<br />
Εἰκ. 3.<br />
Ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας, λεπτομέρεια.<br />
«Μανουὴλ Πανσέληνος», Καρυές, Πρωτᾶτο. Ὁ<br />
ἅγιος εἰκονίζεται στηθαῖος· εὑρίσκεται στὴν 1η<br />
ἀπὸ κάτω πρὸς τὰ ἄνω ζώνη τοῦ ἀνατολικοῦ<br />
ἐσωραχίου τοῦ διαβατικοῦ πρὸς τὸ ΒΔ διάχωρο<br />
τοῦ ναοῦ. Ἡ εἰκόνα εἶναι ἀμέσως ὁρατὴ γιὰ τὸν<br />
εἰσερχόμενο στὸν ναὸ ἀπό τὴν βασίλειο πύλη<br />
τοῦ δυτικοῦ τοίχου τοῦ κεντρικοῦ κλίτους. Ἔχει<br />
συσχετισθῇ μὲ τὸν Ἀνδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο<br />
καὶ τὴν πιθανὴ προσωπογραφία του, ὅταν ἦταν<br />
σὲ ἡλικία περίπου τριάντα ἐτῶν.<br />
«Οὐ ζωγράφων ἐφεύρεσις ἡ τῶν εἰκόνων ποίησις,<br />
ἀλλὰ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἒγκριτος θεσμοθεσία<br />
καὶ παράδοσις ... μαρτυρεῖ δὲ αὐτὴ τῶν<br />
πραγμάτων ἡ ἀρχαιότης, καὶ ἡ τῶν πνευματοφόρων<br />
πατέρων ἡμῶν διδασκαλία, ὅτι ὁρῶντες ταύτας ἐν<br />
τοῖς σεπτοῖς ναοῖς ἠσμενίσαντο· καὶ αὐτοὶ σεπτοὺς<br />
98<br />
Ἀναλυτικὰ βλ. τ. Α΄, κεφ. Α΄, β. Ἡ ἀποκατάστασις<br />
τῆς ἱστορήσεως καὶ γ. Ἡ μυσταγωγικὴ<br />
εἰκόνα τῆς ἱστορήσεως.<br />
99<br />
«Τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ τοῦ μνημείου<br />
δὲν προβάλλουν ἒντονα ὅπως εἶναι ὑπαγορευμένα<br />
ἀπὸ τὴν ἀποφατικότητα τῆς μυσταγωγικῆς<br />
ἐμπειρίας τῆς λειτουργικῆς ζωῆς καὶ νηπτικῆς<br />
παραδόσεως· τὸ περιεχόμενό τους ἀποκαλύπτεται<br />
ὅσο δίνεται ἰδιαίτερη προσοχὴ καὶ ὑπάρχει<br />
ἀπορία γιὰ τὴν θέση, τὴν θεματογραφία καὶ<br />
τὴν εἰκονογραφία τῶν παραστάσεων.» Καλομοιράκης,<br />
Ἑρμηνευτικὲς παρατηρήσεις, σ.<br />
214-215.
«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />
175<br />
ναοὺς δειμάμενοι, ταύτας ἐστηλογράφησαν ... τοῦ γὰρ ζωγράφου ἡ τέχνη μόνον· ἡ<br />
δὲ διάταξις πρόδηλον τῶν δειμαμένων ἁγίων πατέρων ...»<br />
Πρακτικὰ τῆς ἐν Νικαίᾳ<br />
Ζ΄ οἰκουμενικῆς συνόδου 787 μ.Χ. 100<br />
Ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἱστορήσεως 101 βασίσθηκε κυρίως στὴν<br />
ἀνάπτυξη μιᾶς προτυποποιημένης μεθοδολογίας, ἡ ὁποία καθόρισε<br />
τὴν ἀκριβῆ ὁρολογία ποὺ χρησιμοποιήθηκε γιὰ τὴν πρωτογενῆ<br />
ἀρχαιολογικὴ καταγραφὴ ἕως τὴν ἀποκατάσταση τῶν δεδομένων<br />
τῶν «ἀπεικονίσεων» 102 . Κυρίως ἡ μεθοδολογία αὐτὴ ἀξιοποίησε<br />
100<br />
Τὴν Ζ΄ οἰκουμενικὴ συνοδο εἶχαν συγκαλέσει ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος<br />
Δ΄ (780-797, περ. βίου: 771-802) καὶ ἡ μητέρα του αὐτοκράτειρα<br />
Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία (797-802, περ. βίου: 752-803). Ἡ συνέχεια τοῦ<br />
ἀποσπάσματος ἔχει ὡς ἑξῆς: «τὸ δὲ Χριστός, ὄνομα σημαντικόν ἐστι θεότητος<br />
καὶ ἀνθρωπότητος, τῶν δύο τελείων τοῦ σωτῆρος φύσεων· καὶ καθ’ ἣν ὡράθη<br />
φύσιν, τὴν εἰκόνα αὐτοῦ οἱ Χριστιανοὶ ἀναζωγραφεῖν ἐδιδάχθησαν, ἀλλ’ οὐ καθ’<br />
ἥν ἀόρατος ἦν· αὐτὴ γὰρ ἀπερίγραπτος· Θεὸν γὰρ οὐδεὶς ἐώρακε πώποτε, εὐαγγελικῶς<br />
ἠκούσαμεν· τῇ ἀνθρωπίνῃ οὖν φύσει τοῦ Χριστοῦ ἀναζωγραφομένου<br />
δῆλον ὅτι καθὼς ἡ ἀλήθεια ἒδειξε, κατὰ τὸ ὄνομα μόνον ὁμολογοῦσιν οἱ Χριστιανοῖ<br />
κοινωνεῖν τὴν ὁρωμένην εἰκόνα τῷ ἀρχετύπῳ καὶ οὐ κατὰ τὴν οὐσίαν.» Mansi,<br />
13, 252b-d. Γιὰ τὴν σχετικὴ βιβλιογραφία βλ.: Τριανταφυλλόπουλος, Τέχνη<br />
καὶ Λατρεία, σ. 30.<br />
101<br />
Βλ. τ. Α΄, κεφ. Α΄, ἑνότητα β. «Ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἱστορήσεως». Ἡ μελετητικὴ<br />
ἀποκατάσταση τοῦ ἀρχικοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἀπεικονίσεων τῆς ἱστορήσεως<br />
ἔγινε δυνατὴ μετὰ τὴν δημοσίευση τοῦ Ἰ. Ταβλάκη, Ἱερὸς Ναὸς<br />
Πρωτάτου 2007-2008. Ὁ Ἰ. Ταβλάκης ὡς Ἔφορος τῆς 10ης Ἐφορείας Βυζαντινῶν<br />
καὶ Μεταβυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων τοῦ Ἑλληνικοῦ Ὑπουργείου<br />
Πολιτισμοῦ καὶ Τουρισμοῦ, ὅπου ὑπάγεται ἡ προστασία καὶ τῶν χριστιανικῶν<br />
μνημείων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐξέδωσε τὸν σχετικὸ τόμο μὲ τὴ συνεργασία<br />
τοῦ Ν. Μίνου, Διευθυντῆ Συντήρησης Ἀρχαίων καὶ Νεωτέρων<br />
Μνημείων τοῦ προαναφερόμενου Ὑπουργείου, καὶ τοῦ Χ. Λιονῆ τοῦ Τμήματος<br />
Συντήρησης Βυζαντινῶν καὶ Μεταβυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων καὶ μὲ<br />
τὴν ὅλη ἐπίβλεψη τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους διὰ τοῦ Προέδρου<br />
τῆς Ἐπιτροπῆς Πρωτάτου, Γέροντα Βασιλείου Ἰβηρίτη.<br />
102<br />
Στὸ δοκίμιο ὁ ὅρος δηλώνει κάθε εἰκαστικὴ σύνθεση ἡ ὁποία παριστᾷ<br />
ἕνα πλῆρες θέμα. Μία ἀπεικόνιση μπορεῖ νὰ ὁλοκληρώνεται σὲ μία παραστατικὴ<br />
ἑνότητα στὸν χῶρο ἢ σὲ περισσότερες, ἀλλά πάντα στὸ ἴδιο ἐπίπεδο<br />
ζώνης ἑνὸς τοίχου. Ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο της κάθε ἀπεικόνισης<br />
ἐντάσσεται σὲ μία ἀπὸ τὶς ἑξῆς 3 κατηγορίες κατὰ τὸ περιεχόμενό τους: α.<br />
τὴν ἀφηγηματική, β. τὴν προσωπογραφικὴ καὶ γ. τὴν διακοσμητική. Κάθε<br />
ἀφηγηματικὴ καὶ προσωπογραφικὴ ἀπεικόνιση πάντοτε συνιστᾷ μία κατ’<br />
ἔτος ἑορταζόμενη ἐκκλησιαστικὰ εἰκαστικὴ ἱστορία γεγονότος ἢ προσώπου.<br />
Σχετικὰ βλ. τ. Α΄, κεφ. Α΄, Α2 ἡ ἀποκατάστασις τῆς ἱστορήσεως, ἡ<br />
μεθοδολογία τῆς ἀποκαταστάσεως, ἡ τυποποίησις τῆς ὁρολογίας, καὶ τ.<br />
Γ΄, π. Γ΄: λῆμμα «ἀπεικόνισις».
176 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />
Eἰκ. 4. Ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἱστορήσεως τοῦ<br />
Πρωτάτου.<br />
Eἰκ. 5. Ἱστορικὲς ἀπεικονίσεις-εἰκόνες.<br />
Eἰκ. 6. Ἡ θεματογραφία τῶν ἀπεικονίσεων.<br />
Εἰκ. 7. Ἡ ταύτιση τῶν ἀπεικονίσεων.<br />
σειρὰ δεδομένων τῶν ἀπεικονίσεων ἀπὸ τὴν<br />
«ἀρχιτεκτονικὴ» καὶ «τοπογραφική» τους θέση 103<br />
συσχετίζοντάς τα πρὸς δεδομένα τῆς «εἰκονογραφίας»<br />
καὶ τῆς «θεματογραφίας» τους. 104<br />
Πέρα ἀπὸ τὴν προκαθορισμένη ὁρολογία,<br />
στὴν ὁποία ἐφαρμόσθηκαν οἱ ἀρχὲς τῆς<br />
πολιτισμικῆς πληροφορικῆς γιὰ τὴν σύνταξη<br />
ἠλεκτρονικῶν θησαυρῶν ὅρων 105 ἀξιοποι-<br />
103<br />
Ἡ «ἀρχιτεκτονικὴ θέση» παραπέμπει σὲ ἑνότη τες<br />
χώρων τοῦ ναοῦ, ἐνῶ ἡ «τοπογραφικὴ θέση» σὲ<br />
ἐπιφάνειες τῆς τοιχοποιίας ὅλων τῶν πλευρῶν<br />
κάθε χώρου, ὅπως αὐτὸς εἶναι διαχωρισμένος<br />
σὲ ἐπάλληλες ζῶνες. Βλ. ὁμοίως καὶ τ. Γ ́,<br />
π. Γ ́: λήμματα, «ἀρχιτεκτονικὴ θέσις», «τοπογραφικὴ<br />
θέσις».<br />
104<br />
Κρίθηκε ἀπαραίτητη ἡ διάκριση τῆς θεματο -<br />
γραφίας ἀπὸ τὴν εἰκονογραφία, ἐπειδὴ σὲ περιπτώσεις<br />
σωζόμενων ἀπεικονίσεων ἡ μὲν<br />
εἰ κο νογραφία σώζεται πλήρως, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ<br />
νὰ ταυτισθεῖ θεματογραφικὰ τὸ ἱστορούμενο<br />
γεγονὸς ἢ πρόσωπο, π.χ. ἑνὸς εἰκονιζομένου<br />
ἁγίου, γιὰ τὸν ὁποῖο ὅμως κατὰ τὰ ἐνδυματολογικά<br />
του δεδομένα τεκμηριώνεται ὅτι πρόκειται<br />
γιὰ Μάρτυρα ἢ Ἱεράρχη. Ἐπίσης συμβαίνει σὲ<br />
ἄλλες περιπτώσεις ἀπεικονίσεων ποὺ δὲν σώζονται,<br />
νὰ εἶναι δυνατὴ ἡ ταύτιση τῆς εἰκονογραφίας<br />
ἢ καὶ τῆς θεματογραφίας. Περιπτώσεις<br />
ταυτίσεως θεματογραφίας καὶ εἰκονογραφίας μὴ<br />
σωζόμενων εἰκόνων ἀποτελεῖ ἡ εἰκόνα τοῦ<br />
Ἀδάμ πρὸ τῆς Εὔας ἀνάμεσα στοὺς θεοπάτορες<br />
ἢ ἀπὸ τὸν κύκλο τοῦ Δωδεκαόρτου οἱ εἰκόνες<br />
τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τῆς Ἐγέρσεως του Λαζάρου<br />
καὶ τῆς Βαϊοφόρου, χωρὶς βεβαίως νὰ εἶναι καὶ<br />
γνωστὴ ἡ ἐπὶ μέρους τυπολογία τῆς εἰκονογραφίας<br />
κάθε μιᾶς ἀπὸ τὶς μὴ σωζόμενες εἰκόνες.<br />
105<br />
Γιὰ τὴν ἀποκατάσταση ἐφαρμόσθηκε μεθοδολογία<br />
βασιζόμενη στὶς ἀρχὲς τῆς πολιτισμικῆς<br />
πληροφορικῆς μὲ προκαθορισμένη τὴν κατὰ<br />
περίπτωση σημασιολογία τῶν χρησιμοποιουμένων<br />
ὅρων. Παράλληλα προκαθορίσθηκαν γιὰ<br />
τὴν ἀποτίμηση κάθε «ἀπεικονίσεως», τρεῖς «παράμετροι<br />
ταυτοποιήσεως θέματος καὶ εἰκονογραφίας»,<br />
ἑπτὰ «κριτήρια ταυτοποιήσεως» θέματος καὶ<br />
εἰκονογραφίας καὶ δέκα «δεῖκτες ἐπιμετρήσεως».
«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />
177<br />
ήθηκε ἰδιαιτέρως ἡ ἐφαρμογὴ διαφόρων ἐπιμετρήσεων ἐπὶ τῶν<br />
δεδομένων τῶν ἀπεικονίσεων, ὅπως ἐπίσης καὶ πολλαπλῶν στατιστικῶν<br />
ὑπολογισμῶν, τόσο γιὰ τὴν διαμόρφωση μετρήσιμων συμπερασμάτων<br />
ἐξ αὐτῶν, ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἐπαλήθευση τῆς ἐγκυρότητός<br />
τους, καθὼς ἀπὸ τὸν τεκμηριούμενο ἀρχικὸ ἀριθμὸ τῶν ἀπεικονίσεων<br />
δὲν σώζεται σήμερα τὸ σύνολό τους.<br />
Ἀπὸ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς προαναφερομένης μεθοδολογίας προέκυψε<br />
ὅτι ἡ ἱστόρηση πρέπει νὰ περιλάμβανε κατὰ τὸν ἀρχικό της<br />
σχεδιασμὸ ἕνα συνολικὸ ἀριθμὸ τετρακοσίων εἴκοσι δύο (422)<br />
ἀπεικονίσεων, ἀπὸ τὶς ὁποῖες σήμερα σώζονται οἱ τριακόσιες ἑξῆντα<br />
(360) (τὸ 85% ὅλων), ἐνῶ δὲν σώζονται ἑξῆντα δύο (62) ἀπὸ τὶς<br />
ἀρχικὲς (τὸ 15%) (εἰκ. 4). Παράλληλα ἔχει προκύψει ὅτι ἀπὸ τὸν<br />
συνολικὸ ἀρχικὸ ἀριθμὸ (422), μία ἑνότητα, σωζομένων ἢ μή, τριακοσίων<br />
ἐνενῆντα μιᾶς ἀπεικονίσεων (391) (τὸ 93%) ἦταν «εἰκόνες»<br />
μὲ ἱστορικό, «ἀφηγηματικὸ» ἢ «προσωπογραφικὸ» θεματολόγιο, βασισμένο<br />
στὴν Βίβλο καὶ τὸ Συναξάριο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἀπὸ<br />
τὸν ἴδιο συνολικὸ ἀρχικὸ ἀριθμό (422), ὁ ὑπολοιπόμενος ἀριθμὸς<br />
τῶν τριάντα μιᾶς ἀπεικονίσεων (31) ἀφορᾶ σὲ «ἀπεικονίσεις διακοσμητικές»<br />
(τὸ 7%) (εἰκ. 5). Ὡς πρὸς τὰ ἐπὶ μέρους τους, ἀποδελτιώνοντας<br />
τὰ δεδομένα τοῦ συνολικοῦ ἀριθμοῦ τῶν τετρακοσίων εἴκοσι<br />
δύο ἀπεικονίσεων (422), ἐκτὸς ἀπὸ τὶς τριάντα μία (31) «διακοσμη-<br />
Οἱ τρεῖς «παράμετροι» εἶναι οἱ ἑξῆς: α. «ἑορτολογική», β. «τοπογραφική», γ.<br />
«ἀρχιτεκτονική». Τὰ ἑπτὰ «κριτήρια» εἶναι τὰ ἑξῆς: α. «εἰκονογραφικῆς συνάφειας<br />
ζώνης», β. «εἰκονογραφικῆς ἀναγνώρισης», γ. «ἁρμονικῆς ἀντιστοιχίας<br />
εἰκονογραφίας χώρων», δ. «τοπικῆς εἰκονογραφίας χώρου», ε. «ἁγιολογικῆς<br />
ἐντάξεως», ς. «ἀμφίβολης ταυτίσεως», ζ. «λειτουργικῆς συνάφειας χώρου». Μετὰ<br />
τὴν ἀναγραφὴ τοῦ θέματος ἀκολουθεῖ σὲ παρένθεση ἡ μία ἀπὸ τὶς πέντε<br />
διαφορετικὲς ἐνδείξεις ποὺ δηλώνουν τὴν ποιότητα τῆς ταυτίσεως τοῦ<br />
θέματος ἢ τῆς εἰκονογραφίας τῶν ἀπεικονίσεων, γιὰ τὶς σωζόμενες (1),<br />
(1α), (1β), (1γ) καὶ γιὰ τὶς μὴ σωζόμενες (2), (2α), (2β), (2γ), μὲ προκαθορισμένη<br />
τὴν σημασιολογία ἑκάστης· ὅταν δὲν ταυτίζεται ἡ θεματογραφία<br />
δινεται ἡ εἰκονογραφικὴ ταύτιση· ἡ περίπτωση αὐτὴ ἀφορᾶ ὄχι μόνο<br />
μὴ σωζόμενες ἀπεικονίσεις, ἀλλὰ καὶ σωζόμενες. Οἱ δέκα «Δεῖκτες» εἶναι<br />
οἱ ἑξῆς: α. «διατηρήσεως», β. «ἐντάξεως Χώρου», γ. «ἐντάξεως Ζώνης», δ.<br />
«Ἐκκλησιολογικῆς Ἀναφορᾶς», ε. «Εἰκονογραφικοῦ Κύκλου», ς. «Παρεκκλίσεως<br />
Κύκλου», ζ. «Θεματογραφίας», η. «Ἱστορικῆς Ἀναφορᾶς», θ. «Γεωγραφικῆς Περιοχῆς»,<br />
ι. «Εἰκονογραφικῆς Ἀναφορᾶς». Παράλληλα καταρτίσθηκαν κατάλογοι<br />
καὶ πίνακες δεδομένων τῶν ἀπεικονίσεων ποὺ παρουσιάζουν τὶς<br />
ἀριθμήσεις, τὶς στατιστικὲς καὶ τὶς ἐπιμετρήσεις τῶν δεδομένων τῶν ἀπεικονίσεων.<br />
Ὁ ἀριθμὸς τῶν καταρτισμένων διαφόρων πινάκων ὑπερβαίνει<br />
τὸν ἀριθμὸ τῶν χιλίων περιπτώσεων. Ὅλα τὰ παραπάνω δεδομένα θὰ<br />
περιέχονται σὲ συνημμένο ψηφιακὸ δίσκο.
178 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />
τικὲς» ἀπεικονίσεις, ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν ὑπολειπόμενων<br />
τριακοσίων ἐνενῆντα μία (391)<br />
«ἱστορικῶν ἀπεικονίσεων-εἰκόνων», οἱ πενῆντα<br />
πέντε (55) σχεδιάσθηκαν ὡς «ἀφηγηματικὲς»<br />
(14%) καὶ τριακόσιες τριάντα ἕξι (336) ὡς<br />
«προσωπογραφικὲς» (τὸ 86%) (εἰκ. 6), ὅλες σὲ<br />
θεματογραφικὸ συσχετισμὸ μὲ τὶς κατ’ ἔτος τιμώμενες<br />
ἑορτὲς κατὰ τὸ συναξάριο τῆς<br />
Εἰκ. 8. Ἡ Μυσταγωγικὴ διάταξη τῶν<br />
εἰκόνων καὶ οἱ παρεκκλίσεις ἀπὸ αὐτή. Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καὶ σὲ<br />
σχέση μὲ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν Βίβλο, Παλαιὰ<br />
καὶ Καινή Διαθήκη. Μὲ ἰσχυρὴ βεβαιότητα ἔχει τεκμηριωθεῖ<br />
τὸ 100% τῆς εἰκονογραφίας καὶ τὸ 83% τῆς θεματογραφίας ἀπὸ τὶς<br />
τετρακόσιες εἴκοσι δύο ἀρχικὲς ἀπεικονίσεις· τοῦτο σημαίνει ὅτι<br />
ἀπὸ τὶς ἀρχικὲς ἀπεικονίσεις, μόνο γιὰ τὶς τριακόσιες σαράντα ἐννέα<br />
(349) ταυτίζεται ἡ θεματογραφία τους (εἰκ. 7). Τὸ μέγιστο ποσοστὸ<br />
τοῦ θεματογραφικοῦ χάσματος ἐντοπίζεται στὶς παρὰ τὴν στέγη, ὑψηλότερες<br />
ζῶνες τῆς ἱστορήσεως. Ἐλεγχόμενα στατιστικά, τὰ ὑφιστάμενα<br />
θεματογραφικὰ χάσματα δὲν εἶναι ἱκανὰ στὸν ἀριθμό, ὥστε νὰ<br />
ἀνατρέψουν διάφορα γενικὰ εἰκονογραφικά, ἱστορικὰ ἢ γεωγραφικὰ<br />
συμπεράσματα ποὺ ἔχουν ἐξαχθεῖ.<br />
Κρίνοντας ἀπὸ τοὺς ἐπὶ μέρους θεματικοὺς κύκλους ποὺ διαμορφώνει<br />
ἡ τοπο γραφικὴ διάταξη τῆς θεματογραφίας τῶν ἀπει -<br />
κονίσεων-εἰκόνων, ὁ μέγιστος ἀριθμὸς τῶν τριακοσίων ἑβδομῆντα<br />
ἕξι (376) εἰκόνων (τὸ 96%) δὲν ἔχει τοποθετηθεῖ κατὰ χρονικὴ διαδοχή,<br />
ἀλλὰ ἡ διάταξή τους διαμορφώνει ὀκτὼ εὐρύτερους θεματικοὺς<br />
τοπογραφικοὺς κύκλους, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν σειρά τους συνιστοῦν<br />
ἕνα διαχρονικὸ εἰκαστικὸ μυσταγωγικὸ «κανόνα». Οἱ ὑπολειπόμενες<br />
δεκαπέντε εἰκόνες (15) (τὸ 4% τῶν 391) ἐντοπίσθηκε ὅτι κατὰ τὴν<br />
θεματογραφία τους παρεκκλίνουν τῆς τοπογραφικῆς ἐντάξεως, σὲ<br />
σχέση πρὸς τὸν προαναφερόμενο «κανόνα» ὅπου εἶναι ἐνταγμένες οἱ<br />
ὑπόλοιπες (οἱ 376 τῶν 391) (εἰκ. 8). Κατὰ τὴν μελέτη τῶν χαρακτηριστικῶν<br />
ποὺ διαχωρίζουν τὶς δύο αὐτὲς ὁμάδες τῶν εἰκόνων, ἡ<br />
μεγαλύτερη ὁμάδα τῶν 376 εἰκόνων συνδέεται μὲ ἄξονα τὸν<br />
μυσταγωγικό τους ἀκριβῆ συσχετισμὸ πρὸς τὴν διαχρονικότητα τῆς<br />
τελέσεως τῆς Θείας Λειτουργίας. Οἱ ὀκτὼ εἰκονογραφικοὶ κύκλοι ποὺ<br />
συναπαρτίζουν τὴν ὁμάδα τῶν εἰκόνων αὐτῶν, βρέθηκε ἐπακριβῶς<br />
συναρμοζόμενη πρὸς τὶς τρεῖς διαδοχικὲς ἑνότητες διὰ τῶν ὁποίων<br />
ἐξελίσσεται ὅλη ἡ τελούμενη Μυσταγωγία. Ἀντίστοιχα ἡ μικρότερη<br />
ὁμάδα τῶν δέκα πέντε εικόνων ἔχει ἐντοπισθεῖ ὅτι κατὰ ἕναν ἀπο-
«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />
179<br />
φατικὸ εἰκαστικὸ τρόπο ἔχει τοποθετηθεῖ ἔτσι ὥστε νὰ ἱστορεῖ τὴν<br />
ἐπικαιρότητα τῶν χρόνων τῆς δεκαετίας 1280-1290, ἀπὸ τὸ ὁλοκαύτωμα<br />
τοῦ Πρωτάτου ἕως τὸ δόγμα τῆς «ὡς πρὶν συγκροτήσεως» τοῦ<br />
Ἀνδρονίκου Β΄, ὑποστηριζόμενο ἀπὸ τὴν «μυσταγωγικὴ πραγματικότητα»<br />
ποὺ τότε τόνιζαν οἱ ἅγιοι Νικηφόρος, Ἀθανάσιος Α΄ καὶ Θεόληπτος.<br />
Συνοπτικὰ ἐπισκοποῦντες τὴν «παράζευξη» τῆς τοπογραφικῆς<br />
διατάξεως τοῦ μυσταγωγικοῦ κανόνα που ἐκπροσωπεῖ ἡ προαναφερόμενη<br />
εὐρύτερη ὁμάδα τῶν εἰκόνων (376) πρὸς τὴν ἐξέλιξη τῆς<br />
Θείας Λειτουργίας 106 διακρίνονται οἱ ἀκόλουθοι ὀκτὼ τοπογραφικοὶ<br />
κύκλοι: α. τῶν Προεικονίσεων μὲ τρεῖς εἰκόνες 107 β. ὁ Δογματικός<br />
μὲ τέσσερεις εἰκόνες 108 γ. τῶν Προσωπογραφικῶν μὲ τριακόσιες<br />
τριάντα ἐννέα εἰκόνες 109 δ. τοῦ Βίου τῆς Θεοτόκου μὲ δύο εἰκόνες 110<br />
ε. τοῦ Δωδεκαόρτου μὲ δώδεκα εἰκόνες 111 ς. τῶν Δεσποτικῶν Πα -<br />
θῶν μὲ δεκατρεῖς εἰκόνες 112 ζ. τῆς Πεντηκοστῆς μὲ ἐννέα εἰκόνες 113<br />
106<br />
Βλ. τ. Α΄, κεφ. Α΄, ἑνότητα β, «Ἡ ἀποκατάστασις τῆς ἱστορήσεως».<br />
107<br />
Α. Ἡ Βάτος, β. Ἡ Κλῖμαξ τοῦ Ἰακώβ,γ. Ἡ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου.<br />
108<br />
Α. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, Ἔνθρονος Παντοκράτωρ, β. Τὸ Ἅγιον Μανδήλιον,<br />
γ. Ἡ Θεοτόκος Ἔνθρονη Βρεφοκρατοῦσα, δ. Ἡ Πλατυτέρα.<br />
109<br />
Α. Τῶν Ἀρχαγγέλων (2), β. τοῦ τιμίου Προδρόμου καὶ πάντων τῶν ἁγίων<br />
Προφητῶν καὶ Προπατόρων (69), γ. τῶν ἁγίων Ἀποστόλων (12)· δ. τῶν<br />
μεγάλων Ἱεραρχῶν καὶ οἰκουμενικῶν Διδασκάλων (60), ε. τῶν Διακόνων,<br />
Μαρτύρων καὶ Μεγαλομαρτύρων (156), ϛ. τῶν Ὁσίων καὶ θεοφόρων Πατέρων<br />
(29), ζ. τῶν ἁγίων Ἀναργύρων καὶ Θαυματουργῶν (10), η. Πάντων<br />
τῶν Ἁγίων (1)· θ. τῶν συγγραψάντων τὴν Θεία Λειτουργία, κυρίως ἁγίων<br />
Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ Μεγάλου Βασιλείου (μνημονευομένων καὶ<br />
στοὺς μεγάλους Ἱεράρχες). Ἂν καὶ ὁ ναὸς τοῦ Πρωτάτου ἱστορήθηκε ὡς ὁ<br />
καθεδρικὸς τῆς μοναχικῆς Ἁγιορειτικῆς Πολιτείας, ἐκ τῶν διακοσίων<br />
πενῆντα ἕξι ἀπεικονίσεων τῶν ἁγίων τῆς ἀποστολικῆς περιόδου, οἱ εἴκοσι<br />
ἑννέα ἱστορούμενοι Ὅσιοι ἐκπροσωποῦν μόνο τὸ 11% τοῦ συνόλου, μὲ<br />
τὸν ἀριθμὸ τῶν Ὁσίων στὸ ἱστορούμενο ἁγιολόγιο, ἀσχέτως τῆς προβεβλημένης<br />
θέσεώς τους, νὰ μὴν ἀλλοιώνει τὴν γενική του οἰκονομία.<br />
110<br />
Τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου καὶ τὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου.<br />
111<br />
Α. Ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου, β. ἡ Γέννησις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γ. ἡ<br />
Ὑπαπαντή, δ. ἡ Βάπτισις, ε. ἡ Μεταμόρφωσις, ϛ. ἡ Ἔγερσις τοῦ Λαζάρου,<br />
ζ. ἡ Βαϊοφόρος, η. ἡ Σταύρωσις, θ. ἡ Κάθοδος στὸν Ἅδη, ι. ἡ Ἀνάληψις,<br />
ι. ἡ Πεντηκοστή, ιβ. ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου.<br />
112<br />
Α. Ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος, β. ὁ Νιπτήρ, γ. ἡ Διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ<br />
μετὰ τὸν Νιπτῆρα, δ. ἡ Ἱερὰ Προσευχὴ στὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν, ε. ἡ Προδοσία<br />
τοῦ Ἰούδα, ς. ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πρὸ τοῦ Ἄννα καὶ τοῦ Καϊάφα, ζ. ἡ<br />
Ἀπόνιψις τοῦ Πιλάτου, η. ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς Ἑλκόμενος, θ. ἡ Ἀνάβασις τοῦ<br />
Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν Σταυρό, ι. ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας στὸν Πιλᾶτο,<br />
ια. ἡ Ἀποκαθήλωσις, ιβ. ὁ Ἐπιτάφιος Θρῆνος, ιγ. Ἡ Ψηλάφησις τοῦ Θωμᾶ.
180 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />
καὶ η. τῆς Λογικῆς Θυσίας ἕως τῆς Θείας Εὐχαριστίας μὲ δύο εἰκόνες,<br />
τοῦ Μελισμοῦ καὶ τῆς Θείας Μεταλήψεως 114 .<br />
Σε σχέση μὲ τὴ Θεία Λειτουργία ἀντιστοιχοῦν:<br />
1. Στὴν Ἀκολουθία τῆς Ἁγίας Προθέσεως: α. ὁ κύκλος τῶν<br />
Προεικονίσεων, β. ὁ δογματικὸς κύκλος περὶ τὴν «θεανδρικότητα»<br />
τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν «Θεομητορικότα» τῆς Παρθένου<br />
Μαρίας, γ. ὁ κύκλος τῶν προσωπογραφικῶν ἀπεικονίσεων,<br />
σὲ πλήρη ἀντιστοιχία πρὸς τὶς μερίδες τῶν ἐννέα ἀγγελικῶν ταγμάτων<br />
ποὺ μνημονεύονται στὴν ἀκολουθία τῆς Ἁγίας Προσκομιδῆς.<br />
2. Στὴν Θεία Λειτουργία τῶν Κατηχουμένων παραπέμπουν: α. ὁ κύκλος<br />
τοῦ Βίου τῆς Θεοτόκου Μαρίας, β. ὁ κύκλος τοῦ Δωδεκαόρτου<br />
115 ποὺ ἀμφότεροι ἀντιστοιχοῦν στὴν ἑνότητα τῆς Μικρᾶς<br />
Εἰσόδου, συνιστῶντας ἕνα εἰκαστικὸ συνοπτικὸ Εὐαγγέλιο ἀπὸ<br />
ἀρχῆς ἕως τέλους τῆς Εὐαγγελικῆς περιόδου ποὺ ἀρχίζει καὶ ὁλοκληροῦται<br />
διὰ τοῦ βίου τῆς Θεοτόκου (Γέννηση, Κοίμηση), ἀντιστοιχῶντας<br />
εἰκαστικὰ πρὸς τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ ὁ ἱερεὺς ἀνακρατᾶ<br />
κατὰ τὴν Μικρὰ Εἴσοδο. 3. Στὴν Θεία Λειτουργία τῶν Πιστῶν ἀντιστοιχοῦν<br />
οἱ ἀκόλουθοι κύκλοι κατὰ τὴν ἐξέλιξή της: α. στὴν Μεγάλη<br />
Εἴσοδο παραπέμπει ὁ κύκλος τῶν Δεσποτικῶν Παθῶν· β. στὴν Μυσταγωγία<br />
τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς ὡς Λειτουργικῆς Πεντηκοστῆς ἀντιστοιχεῖ<br />
ὁ κύκλος τῆς Πεντηκοστῆς· γ. στὴν ἑνότητα τῆς Λογικῆς<br />
Θυσίας ἕως τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἀντιστοιχοῦν οἱ εἰκόνες τοῦ «Μελισμοῦ»<br />
καὶ τῆς «Θείας Μεταλήψεως». Ἀνάμεσα στοὺς κύκλους ποὺ<br />
ἱστοροῦν τὴν εὐαγγελικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, παρατηρεῖται<br />
ὅτι συγκεκριμένες ἀπεικονίσεις ὑπάρχουν ὡς «γέφυρες» ἱστορικῆς<br />
καὶ λειτουργικῆς μεταβάσεως ἀπὸ κύκλο σὲ κύκλο, ὡς εἰκαστικὸ πα-<br />
113<br />
Α. Τὸ Χαίρετε τῶν Μυροφόρων, β. ἡ Ἴασις τοῦ Παραλυτικοῦ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ<br />
Χριστό, γ. ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς στὸν Ναό, δ. ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ Σαμαρείτιδα,<br />
ε. ἡ Ἴασις τοῦ Τυφλοῦ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ς. ἡἐκδίωξις τῶν Ἐμπόρων<br />
ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ζ. ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐν Ἑτέρᾳ Μορφῇ, η. τὸ<br />
Δεῖπνο στοὺς Ἐμμαούς, θ. ἡ Ἴασις τοῦ Ξηρὰν Ἔχοντος τὴν Χεῖρα.<br />
114<br />
Ἀντί τοῦ καθιερωμένου ὅρου «Θεία Κοινωνία» χρησιμοποιεῖται ὁ ὁρος «Θεία<br />
Μετάληψις» ὡς ἀκριβέστερη διατύπωση, καθὼς στὸ συγκεκριμένο λειτουργικὸ<br />
γεγονὸς προηγεῖται καὶ ἕπεται ἀντίστοιχη ἀκολουθία τῆς «Θείας Μεταλήψεως».<br />
115<br />
Ὅπως βάσει ὑμνογραφικῶν καὶ εἰκονογραφικῶν δεδομένων στὸ δοκίμιο<br />
τεκμηριώνεται, ὁ κατὰ τὰ ἄλλα ἀμφισβητούμενος στὶς ἡμέρες μας κύκλος<br />
τοῦ Δωδεκαόρτου, κατὰ τὸν συγκεκριμενο κανόνα τοῦ Πρωτάτου, πρέπει<br />
νὰ διαμορφώθηκε ἀνάμεσα στὰ τέλη τοῦ 10ου μὲ ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνος.<br />
Βλ τ. Α΄, κεφ. Α΄, ἑνότητα Α.2.2.β. Ἡ εὐαγγελικὴ περίοδος καὶ παράδοση<br />
τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ κύκλος τῶν Δώδεκα ἑορτῶν.
«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />
181<br />
ράλληλο πρὸς τὴν ἐκκλησιαστικὴ ὑμνογραφία, ὅπου στὸ τέλος κάθε<br />
ἑορτῆς προαναγγέλεται ἡ ἀντίστοιχη ἑπόμενή της.<br />
Ἐν τέλει ἡ διάταξη τῶν εἰκόνων στὴν ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου,<br />
φθάνει γιὰ πρώτη φορὰ μὲ περισσὴ ἀκρίβεια νὰ ἐπεξηγεῖ σὲ ὅ,τι<br />
παρέπεμπε ὁ σχετικὸς δογματισμὸς τῆς ἐν Νικαίᾳ Ζ΄ οἰκουμενικῆς<br />
συνόδου (787 μ.Χ.), ὅταν θεσμοθετοῦσε ὅτι ἦταν ἔργο τῆς «ἐπινοίας<br />
τῶν πνευματοφόρων πατέρων» μυσταγωγικὰ συναρτημένο πρὸς «τὰς θεαποδέκτους<br />
αὐτῶν εὐχὰς καὶ ἀναιμάκτους θυσίας», ἡ «στηλογράφησις τῆς<br />
διατάξεως τῶν εἰκόνων ἐν τοῖς σεπτοῖς ναοῖς» ποὺ ἔκτιζαν, καὶ ὄχι ἔργο<br />
«τῆς τέχνης τοῦ ζωγράφου».<br />
Κύρια Ἐπιλεγόμενα<br />
«Τὰ ἐπὶ τῇ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Ἰησοῦ καταφασκόμενα, δύναμιν ὑπεροχικῆς ἀποφάσεως<br />
ἒχοντα». (Γαΐῳ θεραπευτῇ, ἐπιστολὴ 3η, PG 3, 1072Β)<br />
Ἅγιος Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης<br />
Ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν θεματογραφικὰ ταυτισμένων μορφῶν ἁγίων<br />
τῆς ἱστορήσεως, ἐντοπίζεται ὅτι συγκεκριμένες ὁμάδες διαφόρως<br />
ἐξηγοῦν καὶ τὸν λόγο τῆς δημιουργίας τοῦ μνημείου. Ἡ προβολὴ<br />
τῶν ἁγίων παραπέμπει εὐθέως στὰ κύρια πρότυπα τοῦ βίου πρὸς<br />
μίμησιν, ποὺ διαχρονικῶς πρεσβεύει ἡ ὀρθόδοξη πολιτογραφία,<br />
τονίζοντας τὴν ἕως μαρτυρικῆς θυσίας τήρηση τῆς ἀρετῆς τῆς ἀκρίβειας<br />
στὸν βίο τους. Οἱ ἐντοπιζόμενες ποικίλες ἰδιαιτερότητες δὲν<br />
δείχνουν ὅτι ὑπάρχουν μόνο σὲ «παράζευξι» πρὸς τὶς εὐρύτερες<br />
κατηγοριοποιήσεις ποὺ ἀφοροῦν στὴν διαχρονικὴ «πατερικὴ ἐπίνοια»<br />
περὶ τὴν ἱεροκοσμικὴ παράδοση καὶ μυσταγωγικὴ πραγματικότητα<br />
τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας· οἱ ἴδιες μορφὲς προκύπτει<br />
ὅτι ἐπίσης διευκρινίζουν εἰκαστικὰ καὶ τὴν περὶ τὸ 1290<br />
ἐπίκαιρη πατερικὴ ἢ λόγια «ὑπόνοια», ἀπηχῶντας τὴν τότε δρομολογοὺμενη<br />
«ἀνακεφαλαίωσι», «ὡς πρὶν συγκρότησι» καὶ μία πλήρη<br />
ἐλπίδων «ἐπὶ τὰ κρείττω μεταβολὴ» γιὰ μία «ἀνανέωσιν» τῆς ἐννιακοσίων<br />
ἑξήντα χρόνων ἐν Χριστῷ πίστεως καὶ ἀρχῆς τῶν Ῥωμαίων<br />
στὴν Κωνσταντινούπολη (330-1290).<br />
Στὴν ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου, μὲ βάση τὰ ἐκ τῆς καταγωγῆς τῶν<br />
ἱστορουμένων ἁγίων συναξαριακὰ δεδομένα, τὸ ὑπερκείμενο νέφος<br />
αὐτῶν εὑρίσκεται νὰ ὁριοθετεῖ μία εὐρεῖα γεωγραφικὴ ἔκταση ἐκτεινόμενη<br />
ἀπὸ τὴν Ἰταλία, τὴν Χερσόνησο τοῦ Αἵμου, τὴν Σκυθία ἕως<br />
τὴν Περσία καὶ τὴν δυτικὴ Ἰνδία και τέλος τὴν βορειοανατολικὴ
Εἰκ. 9. Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, λεπτομέρεια. «Μανουὴλ Πανσέληνος»,<br />
Καρυές, Πρωτᾶτο. Ἡ παράσταση εὑρίσκεται στὴν ζώνη του Δωδεκαόρτου, τὴν 3η ἀπὸ<br />
κάτω τοῦ κεντρικοῦ κλίτους, στὴν δυτικὴ ἄκρη τοῦ νότιου τοίχου.
«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />
183<br />
πλευρὰ τῆς Ἀφρικῆς. Στὴν οἰκουμένη αὐτὴ χὼρα κατὰ 54% ὑπερισχύουν<br />
ἅγιοι μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὶς περιοχὲς περὶ τὸ ἀρχιπέλαγος<br />
τοῦ Αἰγαίου. Ἀντίστοιχα πρὸς τὰ κείμενα τῆς ἴδιας ἐποχῆς ἡ περιοχὴ<br />
αὐτὴ ἀντιμετωπιζόταν ὡς ὁ μητροπολιτικὸς χῶ ρος τῆς ἱστορούμενης<br />
στὸ Πρωτᾶτο ὀρθόδοξης χριστιανικῆς οἰκουμένης· μιᾶς οἰκουμένης<br />
ἡ ὁποία ἀπὸ τὸν 4ο ἕως καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰῶνος ἐντοπίζεται<br />
μὲ κέντρο της τὴν Κωνσταντινούπολη, «οἴκοθεν» καταγραφόμενη ὡς<br />
«δεσμὸς» ἢ «σύνδεσμος» ἀνατολῆς καὶ δύσεως, βορρᾶ καὶ νότου. Στὴν<br />
Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως παραπέμπει τὸ 60% τῶν συλλειτουργούντων<br />
οἰκουμενικῶν διδασκάλων στὶς κόγχες τῆς Προθέσεως,<br />
τοῦ Ἁγίου Βήματος καὶ τοῦ Διακονικοῦ. Γιὰ τὴν περίοδο τῶν<br />
πρώτων πεντακοσίων χρόνων τῆς χιλιετοῦς ἱστορουμένης πολιτογραφίας,<br />
οἱ ἅγιοι τοῦ 3ου καὶ τοῦ 4ου αἰ. μ.Χ., ὑπερισχύουν κατὰ<br />
78%, ἐνῶ γιὰ τὴν δεύτερη περίοδο πεντακοσίων χρόνων κατὰ 52%<br />
εἰκονογραφοῦνται ἅγιοι τῆς περιόδου τοῦ 8ου καὶ 9ου αἰ. Τοιουτοτρόπως<br />
τεκμηριώνεται ποιὲς κύριες περιόδους «ἀνακεφαλαίωνε» ἡ<br />
ἐπιχειρούμενη τότε «ὡς πρὶν συγκρότησι». Ἐπίσης, στὸ ἴδιο χιλιετὲς<br />
διάστημα, ἐντοπίζεται κατὰ 59% ὡς προέχουσα ἡ παρουσία ἁγίων<br />
Μαρτύρων καὶ Μεγαλομαρτύρων, τὸ πλεῖστον «ξίφει τελειωθέντων»<br />
ἀπὸ χριστιανοὺς ἢ μὴ ἡγεμόνες. Στὴν ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου ὡς<br />
ἐπιστέγασμα τῆς προβολῆς τοῦ μαρτυρίου τῶν ἁγίων ἐντοπίζεται ἡ<br />
διὰ τὴς εἰκόνος τῶν Τριῶν Παίδων ἐν τῇ Καμίνῳ, ἔμμεση ἀποφατικὴ<br />
εἰκαστικὴ ἀναφορὰ στὸ μαρτύριο τῶν σφαγέντων Ἁγιορειτῶν<br />
μαρτύρων τὸ ὁποῖο συνόδευσε τὸ περὶ τὸ 1280 ὁλοκαύτωμα τοῦ<br />
Πρωτάτου. Ἡ εἰκόνα αὐτή, ἀντὶ τοῦ χώρου τῆς Προθέσεως, ἔχει τοποθετηθεῖ<br />
σὲ σημεῖο τῆς ἱστορήσεως, ἐνδιάμεσο τοῦ τάφου τῶν<br />
μαρτυρησάντων Ἁγιορειτῶν καὶ τοῦ σημεῖου τῆς σφαγῆς τους, ὅπου<br />
ἔκτοτε καὶ γιὰ ἑπτακόσια τριάντα ἕξι περίπου χρόνια (~1280-2016)<br />
ἀνάβει ἀκοίμητη κανδὴλα.<br />
Κατὰ τὴν ἐπίκαιρη εἰκαστικὴ «ὑπόνοια» τῶν συντακτῶν τοῦ θεματολογίου<br />
τῆς ἱστορήσεως τοῦ Πρωτάτου, ἡ ὁποία ὑπερτονίζει τὴν<br />
μαρτυρικὴ θυσία τῶν ἁγίων, προκύπτει ὅτι ἡ δόξα καὶ ἡ μακροημέρευση<br />
τῆς ὀρθόδοξης οἰκουμένης δὲν λογιζόταν ἑδραζόμενη τόσο<br />
στὴν πορφύρα τῶν ἡγεμόνων της, ὅσο στὴν πορφύρα τοῦ αἵματος<br />
τῶν μαρτύρων της· μαρτύρων οἱ ὁποῖοι ὑμνολογικὰ καὶ συναξαριακὰ<br />
προβάλλονταν γιὰ τὸν μὲ «παρρησία» ἔλεγχο τῆς «ἀπονοίας»<br />
τῶν ἡγεμόνων τους. Τὸ θυσιαστικὸ ἦθος τῶν μαρτύρων, ὅπως προβάλλεται<br />
στὴν ἱστόρηση τοῦ Πρωτάτου καὶ τὰ κείμενα τῆς ἰδιας<br />
ἐποχῆς, δείχνει ὅτι δὲν καμπτόταν ἀπὸ κανένα ἐκφοβισμὸ ἐξ ἡγεμονικῶν<br />
προσταγμάτων ποὺ ἐπὶ γῆς ἐπιχειροῦσαν νὰ ὑποκαταστή-
184 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />
Εἰκ. 10. Ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ<br />
Σύρος, λεπτομέρεια. «Μανουὴλ<br />
Πανσέληνος», Καρυές, Πρωτᾶτο.<br />
Ὁ ἅγιος εἰκονίζεται ὁ λό σωμος<br />
καὶ μετωπικός, στὴ δυτικὴ ἄκρη<br />
της 1ης ζώνης τοῦ νοτίου τοίχου<br />
τοῦ ἐγκαρσίου κλίτους τοῦ ναοῦ.<br />
σουν τὸν λόγο τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ· παράλληλα οἱ μάρτυρες συνήθιζαν<br />
νὰ ἐλέγχουν «κατ΄ οἰκονομίαν» «σκηνικὰ παίγνια», ὅπως<br />
ἐκεῖνα τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η΄ Παλαιολόγου ἢ τῆς «Ἡγεμονίας<br />
τῆς Ἀποστολικῆς Καθέδρας / Sedis Apostolicae Principatus» τῆς Ρώμης<br />
ποὺ τότε ἀπὸ κοινοῦ ἐπεδίωκαν μία ἐκκλησιαστικὴ ἕνωση, ὁ καθένας<br />
τους γιὰ διαφορετικοὺς λόγους.<br />
Συνολικὰ στὸ Πρωτᾶτο ἱστορεῖται αὐτοπροσδιοριστικὰ ἡ παράδοση<br />
τῆς «οἴκοθεν» «καινῆς» ὀρθόδοξης ἱεροκοσμικῆς πολιτογραφίας<br />
καὶ ἀνθρωπογραφίας τῆς ὑπερέχουσας οἰκουμένης τῆς 1ης<br />
μ.Χ. χιλιετίας. Ἡ παράδοση αὐτὴ ἀποδίδεται ὡς ἕνα εἰκαστικὸ ἱεροκοσμικὸ<br />
ἔπος προσώπων καὶ γεγονότων τῆς ἐκ Θεοῦ ἐπὶ γῆς σωτηρίας<br />
τῶν ἀνθρώπων, 6508 ἐτῶν, ποὺ ἐκτείνονται ἀπὸ Ἀδὰμ καὶ Εὔα<br />
ἕως τὴν κοίμηση τοὺ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, διοργανωτῆ<br />
τοῦ κοινοβιακοῦ ἁγιορειτικοῦ βίου. Ἐπίσης ἐντοπίζεται ὅτι αὐτὸ τὸ<br />
εἰκαστικῶς ἱστορούμενο ἔπος δὲν ἔχει προκύψει ἀπὸ μία τάση προδρομικῆς<br />
ἀνθρωπιστικῆς διαμάχης πρὸς ἕνα Μεσαίωνα ἢ μιᾶς
«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />
185<br />
Εἰκ. 11. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ<br />
Τήρων, λεπτομέρεια. «Μανουὴλ<br />
Πανσέληνος», Καρυές, Πρωτᾶτο.<br />
Ὁ ἅγιος εἰκονίζεται ὁλόσωμος<br />
καὶ μετωπικὸς στὴν 1η ἀπὸ<br />
κάτω ζώνη στὴν δυτικὴ πλευρὰ<br />
τοῦ νότιου τοίχου τοῦ κεντρικοῦ<br />
κλίτους τοῦ ναοῦ.<br />
«ἀντικαθολικῆς ὀρθοδοξίας» ἢ «μεταρρυθμίσεως τῆς ὀρθοδοξίας», ἀλλὰ<br />
ἀπὸ μία περὶ τὰ τέλη τοῦ 13ου αἰῶνος μαχητικὴ περιφρούρηση τῆς<br />
ὀρθόδοξης ἀνθρωπολογίας ἀπὸ τὴν τότε πολιτικὰ ὑπερισχύσασα<br />
δυτικοευρωπαϊκὴ ἡ ὁποία ἀντιμετωπιζόταν ὡς ὅλως «ὑπερόρια» καὶ<br />
«ξένη» τῆς «οἴκοθεν» χριστιανικῆς ὀρθόδοξης πολιτογραφίας. Τόσο<br />
τὰ κείμενα τῆς ἐποχῆς ὅσο καὶ τὸ εἰκαστικὸ ἦθος τῆς ἱστορήσεως<br />
τοῦ Πρωτάτου ἐντοπίζονται ἀπὸ κοινοῦ νὰ ὑπερασπίζονται μαχητικὰ<br />
τὴν κατὰ κόσμον ἀκρίβεια καὶ ἐλευθερία του ἀνθρώπου, ὡς ἀντίδραση<br />
τόσο πρὸς τὴν τότε «γέμουσα αἵματος» πολιτικὴ τοῦ Μιχαὴλ<br />
Η΄, ὅσο καὶ τὴν ἀντίστοιχη σταυροφορικὴ «εἰρωνεία καὶ τὰ παίγνια<br />
κατὰ τοῦ σταυροῦ ... ἅπερ, ἰδίων ἓνεκα πλεονεξιῶν, ἐπενοήθησαν τοῖς<br />
πλείστοις, καὶ φιλαρχικῆς καὶ φιλοχρύσου γνώμης, εὐπρεπὲς προκάλυμμα<br />
καὶ συσκίασμα». Ἡ «καινὴ» καὶ «παράδοξη» «καθολικότητα» ποὺ αὐτοπροσδιορίζει<br />
τὸ εἰκαστικὸ ἦθος τῶν ἀπεικονίσεων τῆς ἱστορήσεως<br />
τοῦ Πρωτάτου, σημαίνει μία ἱεροκοσμικότητα διεπόμενη ἀπὸ τὸ<br />
φῶς καὶ τὴν χάρη, ὄχι μιᾶς ἐπίγειας καθολικῆς βασιλείας, ἀλλὰ ἐκεί-
186 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />
Εἰκ. 12. Ὁ Ἐπιτάφιος Θρῆνος, λεπτομέρεια.<br />
Giotto di Bondone.<br />
Πάδοβα, Παρεκκλήσιο Σκροβένι<br />
(1303-1304). (Ἐνδεικτικὰ βλ. B.<br />
Cole, Giotto: The Scrovegni Chapel,<br />
Padua, New York 1993, σ. 108-<br />
109.)<br />
νης τῆς καθολικότητας τῆς «βασιλείας τῶν οὐρανῶν ποὺ καὶ ἐντὸς ἡμῶν<br />
εἶναι», ὅπως ὑπενθύμιζε ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος Α΄. Ὁ ἴδιος ὀνομάζει<br />
τὸ φῶς αὐτὸ ὡς τὸ «ἀνείδεο τοῦ Ἡλίου τῆς Δικαιοσύνης», δηλαδὴ τὸ<br />
«μὴ ὁρατὸ στὰ σαρκικὰ μάτια», ὅπως ἀργότερα διατύπωσε καὶ τὸ<br />
πνευματικό του τέκνο, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς (εἰκ. 9). Σὲ μεγάλο<br />
βαθμὸ ἡ ἀποφατικὴ εἰκαστικὴ ἀπόδοση τοῦ Θαβωρίου Φωτὸς<br />
στὸ Πρωτᾶτο συμβαίνει κατὰ μία πενηνταετία νὰ προεικονίζει τὶς<br />
διατυπώσεις τῶν σχετικῶν ἀποφάσεων τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου<br />
τῶν μέσων τοῦ 14ου αἰ. Ὡς «ἀνείδεο», τὸ φῶς αὐτὸ ἱστορεῖται<br />
μελανό, περιβάλλοντας ὄχι μόνον ὅλες τὶς μορφὲς τῶν εἰκονιζομένων<br />
ἁγίων, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ αὐτὴν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴν εἰκόνα<br />
τῆς Μεταμορφώσεως. Ἐπίσης τὸ ἴδιο φῶς, διερχόμενο ἀπὸ τὰ μάτια<br />
τῶν ἁγίων, φωτίζει κατὰ τρόπο «ἱλαρὸ» πρόσωπα (εἰκ. 10-11), σώματα<br />
καὶ ἐνδύματα, ὄχι διὰ φυσικῆς μιμήσεως, ἀλλὰ «περιγράφοντας<br />
ἐν βραχεῖ» τὴν μεταμορφωμένη γήινη φύση τους κατὰ τρόπο «καινό»,<br />
ὅπως ἀκριβῶς, ποιητικὰ ἔχει περιγράψει ὁ Μανουὴλ Φιλής.
«ΠΡΩΤΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ»: ΕΙΚΟΝΑ ΑΡΧΕΤΥΠΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ<br />
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΙΕΡΟΚΟΣΜΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />
187<br />
Εἰκ. 13. Ὁ Ἐπιτάφιος Θρῆνος,<br />
λεπτομέρεια. «Μανουὴλ Πανσέληνος»,<br />
Καρυές, Πρωτᾶτο. Ἡ παράσταση<br />
εὑρίσκεται στὸ βόρειο<br />
τμῆμα τοῦ ἐγκαρσίου κλίτους τοῦ<br />
ναοῦ, στὴν ἀνατολικὴ πλευρά,<br />
ὑπεράνω τῆς πύλης πρὸς τὸν<br />
χῶρο τῆς Προθέσεως.<br />
Πόσο εἶχε ἀποξενωθεῖ ἤδη ἀπὸ τότε ὁ δυτικὸς κόσμος ἀπὸ τὴν<br />
καθολικὴ ἱεροκοσμικότητα τὴς οἰκουμένης τῆς 1ης μ.Χ. χιλιετίας,<br />
ὄντας πλέον προσανατολισμένος στὴν καθολικότητα τῆς φυσικῆς<br />
σκηνῆς τοῦ κόσμου τούτου, προκύπτει ἀπὸ μία σύγκριση σὲ σχέση<br />
μὲ τὴν ἀπεικόνιση ἑνὸς κοινοῦ θέματος ἀνάμεσα στὰ πρόσωπα τοῦ<br />
Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Θεοτόκου ἀπὸ τὸν Ἐπιτάφιο Θρήνο. Ἡ σύγκριση<br />
γίνεται ἀνάμεσα στὸ ἔργο τοῦ «Πανσέληνου» καὶ τὸ κατὰ δέκα<br />
ἔτη μεταγενέστερο τοῦ Giotto. Ὅταν τὸ 1845 ὁ M. Didron συσχέτιζε<br />
τὸν «Πανσέληνο» μὲ τὸν Giotto di Bondone (1267-1337) ἢ τὸν Raffaello<br />
Sanzio (1483-1520), δὲν εἶχαν περάσει παρὰ μόνο 24 ἔτη<br />
ἀπὸ τὸ 1821, ὅταν ὁ ἀρχαιολόγος καὶ τεχνοτροπικὸς G. Tambroni<br />
(1773-1824) εἶχε προβεῖ σὲ ἕνα σύντομο σχόλιο ἀνασκοπήσεως<br />
384 ἔτων (1437-1821), σὲ σχέση μὲ τὴν συμβολὴ τοῦ ἔργου τοῦ<br />
Giotto στὴν δυτικὴ τέχνη 116 . Στὸ σχόλιο αὐτὸ παρέπεμπε τόσο στὸν<br />
116<br />
C. Cennini, Il libro dell’arte, o trattato della pittura, ἐπιμ. G.Tambroni, L.
188 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗΣ<br />
Giorgio Vasari (1511-1574) ποὺ προσέδιδε στὸν Giotto τὴν ὑπεροχὴ<br />
τῆς «φυσικῆς λατινικῆς / ἰταλικῆς» τεχνοτροπίας σὲ βάρος τῆς<br />
«ἀδέξιας ἑλληνικῆς» 117 , ὅσο καὶ στὸν Cennino Cennini (~1370 -<br />
~1440) 118 που κατέγραψε ὅτι ὁ Giotto «ἄλλαξε τὴν ζωγραφικὴ τέχνη<br />
ἀπὸ ἑλληνικὴ σὲ λατινικὴ κάνοντάς την σύγχρονη» (εἰκ. 12), ἐγκαταλείποντας<br />
τὴν «ἀδέξια ἑλληνικὴ τεχνοτροπία» τῶν «συγχρόνων του Ἑλλήνων»,<br />
δηλαδὴ τῆς τέχνης τοῦ «Πανσελήνου». Σὲ σχέση πρὸς τὴν<br />
προγενέστερη ἑλληνικὴ ἱεροκοσμικὴ εἰκονογραφία καὶ θεματογραφία,<br />
ὁ ἐκσυγχρονισμὸς ἐκεῖνος προκύπτει ὡς συνδυάζων μιὰ «λατινικὴ»<br />
«σκηνικὴ μίμηση» τῆς κατὰ κόσμον φύσεως, κατὰ «τελειότερα<br />
πρότυπα, ἐν τοῖς ὁρίοις τῆς θρησκευτικῆς ἰδέας». Ἡ τότε σύγχρονη «λατινικὴ»<br />
τεχνοτροπία συμβαίνει κυρίως νὰ ἀποδίδει ἐκκοσμικευμένα<br />
ἱστορούμενα γεγονότα, ὅπως αὐτὰ ὁρῶνται ὑπὸ τὸ φῶς καὶ τὶς σκιὲς<br />
τοῦ φυσικοῦ ἥλιου, ἀπορρίπτοντας δηλαδὴ ὅ,τι «καινὸν» καὶ ἱεροκοσμικῶς<br />
«παράδοξον» –ἕως «τερατῶδες»– σημαινόταν τότε σὲ εἰκαστικὰ<br />
ἔργα διατυπωμένα μὲ τὴν «ἀρχαία» καὶ «divota maniera graeca», ὅπως<br />
αὐτὸ τοῦ «Πανσελήνου» (εἰκ. 13).<br />
Mussini, Ρώμη 1821, σ. 3, ὑποσ. 1: «Il Vasari dona a questo passo un<br />
senso figurato. Io però lo credo proprio, essendo chè Giotto tolse via quella<br />
goffa maniera dei greci moderni, e ne fece una tutta latina, cioè italiana.»<br />
117<br />
G. Vasari, Vite de’ piú eccellenti pittori, scultori e architetti, ἐπιμ. L. Bellosi,<br />
A. Rossi, Τorino 1986, σ. 147, 148.<br />
118<br />
Cennini, Il libro dell’arte, ὅ.π.
Εικ. 1. Αγία Μαρίνα Παναγιάς Πεδιάδος.<br />
Εξωτερική όψη του ναού.
Δρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης<br />
Έφορος Αρχαιοτήτων ε.τ.<br />
Ο ναός της Αγίας Μαρίνας<br />
στον οικισμό<br />
της Παναγιάς Πεδιάδος<br />
του νομού Ηρακλείου<br />
1. Ο οικισμός Παναγιά Πεδιάδος Ηρακλείου<br />
Νοτιοανατολικά της πόλεως του Ηρακλείου (μεσαιωνικού Χάνδακα)<br />
Κρήτης και σε απόσταση 43 χλμ. περίπου από αυτήν, σε εύφορη<br />
κοιλάδα, η οποία είναι κατάφυτη από ελαιόδενδρα, διάφορα οπωροφόρα<br />
δένδρα και αμπέλια, στην οποίαν υπάρχουν εδάφη κατάλληλα<br />
για την καλλιέργεια δημητριακών και οσπρίων, κείται ο οικισμός<br />
«Παναγιά, η» (υψόμετρο 360 μ., κάτοικοι περίπου 700).<br />
Επίσης ο οικισμός ακούεται και ως «Μεγάλη Παναγιά, η», σε αντιδιαστολή<br />
με άλλους ομώνυμους οικισμούς της νήσου Κρήτης. Ο<br />
οικισμός ευρίσκεται στην διαδρομή Αρκαλοχώρι-Γαζέπη Μύλος-<br />
Παναγιά-Έμπαρος-Βιάννος 1 .<br />
Σε συμβόλαιο του συμβολαιογράφου του Χάνδακα Leonardo<br />
Marcello, του έτους 1279 μ.Χ. αναφέρεται, ότι ο Johannes Sachelari<br />
(Ιωάννης Σακελλάρης), κάτοικος του χωριού Παναγιά (Panagia),<br />
οφείλει να παραδώσει στον κάτοικο του Χάνδακα Romano Calando,<br />
δεκαπέντε (15) μουζούρια 2 σιτάρι κλπ. 3 Δυστυχώς δεν αναφέρεται<br />
η επαρχία, στην οποία ευρίσκεται το χωριό αυτό και τούτο δημιουργεί<br />
προβλήματα ως προς την ταυτοποίησή του, επειδή περισσό-<br />
1<br />
Στ. Σπανάκης, Πόλεις και χωριά της Κρήτης στο πέρασμα των αιώνων, τ. Β΄,<br />
Ηράκλειο 1991, σ. 605.<br />
2<br />
Μουζούρι, το: Πρόκειται για μέτρον μετρήσεως δημητριακών και άλλων<br />
ξηρών καρπών. Προφανώς η ονομασία προέρχεται από το «Μεζούρα, η»<br />
που σημαίνει γενικώς μέτρον μετρήσεως. Ως προς το βάρος σιτηρών<br />
ενός μουζουριού, τούτο κυμαίνεται μεταξύ δεκαπέντε και δεκαέξι οκάδων,<br />
ήτοι περίπου είκοσι χιλιόγραμμα ή κιλά.<br />
3<br />
Μ. Ciaudano-Α. Lombardo, Fonti per la storia di Venezia, 1960, σ. 38.
192 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />
τερα χωριά του Νομού Ηρακλείου και της Κρήτης γενικώτερα φέρουν<br />
το όνομα «Παναγιά» 4 . Στον νομό Ηρακλείου αναφέρονται, στις<br />
απογραφές του 16ου και του 17ου αι., τρεις οικισμοί με το όνομα<br />
«Παναγιά», ήτοι: στις επαρχίες Πεδιάδος, Μονοφατσίου και Καινουρίου,<br />
περιφέρειες σιτοπαραγωγικές και οι τρεις. Σε ποιά επαρχία<br />
ανήκει το χωριό που αναφέρεται στο έγγραφο αυτό, δεν μπορούμε<br />
να γνωρίζουμε μετά βεβαιότητος.<br />
Σε έγγραφο του Δουκικού Αρχείου του Χάνδακα του έτους<br />
1374 αναφέρεται ότι ο Angelus Secreto (Άγγελος Σεκρέτος) οφείλει<br />
να επιστρέψει στην Παναγιά Πεδιάδος το χωράφι, το οποίο είχε<br />
ενοικιάσει η σύζυγος του Ludovici Steno Berucia 5 .<br />
Στην επαρχία Πεδιάδος το χωριό αναφέρεται από τον Fr.<br />
Barozzi (f. 24v) ως Panagia το έτος 1577, από τον Καστροφύλακα<br />
(Κ 95) ως Panagia με 278 κατοίκους το έτος 1583 και από τον Βασιλικάτα<br />
ως Panagia το έτος 1630 6 . Στην τουρκική απογραφή του<br />
έτους 1671 αναφέρεται Panagya με 87 χαράτσα 7 . Στην αιγυπτιακή<br />
απογραφή του έτους 1834 αναφέρεται ο οικισμός της Παναγιάς Πεδιάδος<br />
με δεκαπέντε (15) χριστιανικές και δεκαπέντε (15) μουσουλμανικές<br />
οικογένειες 8 . Στην απογραφή του έτους 1881 αναφέρεται<br />
ως «Παναγιά» και είναι έδρα του ομωνύμου Δήμου, με 440<br />
Χριστιανούς και 130 Μουσουλμάνους κατοίκους. Η Παναγιά σήμερα<br />
υπάγεται στον Δήμο Αρκαλοχωρίου.<br />
Λέγεται, ότι η ονομασία του οικισμού οφείλεται στην Μονή της<br />
Παναγίας Ψωμοπούλας, η οποία υπήρχε στην περιοχή αυτή.<br />
Βάση της οικονομίας του οικισμού ήτο και εξακολουθεί να<br />
είναι το ελαιόλαδο, με ετήσια παραγωγή περί τους 350 τόνους. Παλαιότερα<br />
ο οικισμός παρήγαγε επίσης και μεγάλες ποσότητες σταφίδας<br />
(σουλτανίνας), η οποία όμως κατά τα τελευταία έτη έχει πολύ<br />
περιορισθεί, λόγω μικρής ζήτησης και πτώσεως της τιμής της. Παράγoνται<br />
επίσης: καλής ποιότητος οίνος, δημητριακά, φρούτα κλπ.<br />
4<br />
Στην περίπτωση αυτή η ονομασία των ομώνυμων οικισμών προέρχεται<br />
προφανώς από την ύπαρξη σε αυτούς ναών ή μονών αφιερωμένων στην<br />
Παναγία, η οποία τιμάται μεγάλως υπό όλων ανεξαιρέτως των Χριστιανών.<br />
5<br />
E. Santschi, Regestes des arrets civils et des memoriaux (1363-1399) des<br />
Archives du Duc de Crete, Venise 1976, σ. 79.<br />
6<br />
Στ. Σπανάκης, Μνημεία Κρητικής Ιστορίας, τ. 5, Hράκλειο 1969, σ. 123.<br />
7<br />
Ν. Σταυρινίδης, Μεταφράσεις τούρκικων εγγράφων, τ. Β΄, Ηράκλειο 1976,<br />
σ. 117.<br />
8<br />
R. Pashley, Travels in Crete, τ. II, London 1837, σ. 319.
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />
193<br />
2. Χριστιανικά μνημεία οικισμού Παναγιάς<br />
Μνημεία εντός του οικισμού<br />
Άγιος Κωνσταντίνος ο μικρός<br />
Στο κέντρο περίπου του οικισμού της Παναγιάς κείται ο ναός των<br />
Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, ο οποίος φέρεται υπό των κατοίκων<br />
ως «Άγιος Κωνσταντίνος ο μικρός», σε αντιδιαστολή με τον<br />
έτερο ναό του Αγίου Κωνσταντίνου, ο οποίος κείται εκτός του οικισμού<br />
και είναι μεγαλύτερων διαστάσεων. Πρόκειται για μικρών<br />
διαστάσεων μονόχωρο οικοδόμημα, το οποίο καλύπτεται με κτιστή,<br />
ημικυλινδρική οροφή και κοίλα κεραμίδια. Στο μέσο της δυτικής<br />
αυτού πλευράς ανοίγεται η είσοδος. Το Ιερό Βήμα χωρίζεται του<br />
κυρίως ναού με παλαιό, ξυλόγλυπτο τέμπλο (μέσων 18ου αι.). Επί<br />
του τέμπλου κείται η εικόνα του Ιησού Χριστού, η οποία φέρει την<br />
γραπτή επιγραφή: «ΑΨΞΒ΄», ήτοι 1762. Ο G. Gerola αναφέρει ότι<br />
στις αρχές του 20ου αι. στον ναόν αυτόν διετηρούντο λείψανα παλαιών<br />
τοιχογραφιών 9 , τα οποία σήμερα δεν διακρίνονται 10 . Ο ναός<br />
ανηγέρθη πιθανώς κατά την τελευταία περίοδο της Ενετοκρατίας.<br />
Άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος<br />
Δυτικά του ναού του Αγίου Κωνσταντίνου του μικρού, σε απόσταση<br />
150 μ. περίπου, υψώνεται ο ναός του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου.<br />
Πρόκειται για μικρών διαστάσεων μονόχωρο, καμαροσκέπαστο<br />
οικοδόμημα. Στο δυτικό τμήμα της βόρειας αυτού πλευράς<br />
ανοίγεται η είσοδος. Νότια του ναού κείται παλαιό πηγάδι 11 .<br />
9<br />
G. Gerola, Elenco topografico delle chiese affrescate di Creta, Venezia 1934-<br />
1935, σ. 194, αρ. 541 = G. Gerola-Κ. Ε. Λασσιθιωτάκης, Τοπογραφικός<br />
κατάλογος των τοιχογραφημένων εκκλησιών της Κρήτης, Ηράκλειο 1961, σ.<br />
82, αρ. 541.<br />
10<br />
Τον ναόν επεσκέφθη ο γράφων για πρώτη φορά, την 15-5-2006, μαζί με<br />
τον Εφημέριο της Παναγιάς π. Στυλιανό Βερίγο και τον κ. Νικόλαο Ι. Ταμιωλάκη.<br />
11<br />
Ο άγιος Γεώργιος συνδέεται με το νερό, το οποίο αποτελεί ζωτικό στοιχείο<br />
για τον άνθρωπο και την φύση γενικώτερα. Είναι γνωστός ο θρύλος,<br />
σύμφωνα με τον οποίον ο άγιος εφόνευσε τον φοβερό, ανθρωποφάγο<br />
δράκοντα, ο οποίος εμπόδιζε τους κατοίκους της πόλεως Αλαγίας της Μικράς<br />
Ασίας να λαμβάνουν νερό, εάν δεν του προσέφεραν ως τροφή μία<br />
νέα κόρη. Ο άγιος Γεώργιος έσωσε την κόρη του βασιλέως της περιοχής<br />
Σελβίου, την οποία επρόκειτο να καταβροχθίσει ο δράκων. Η απεικόνιση<br />
του θέματος αυτού είναι πολύ προσφιλής, ιδία σε ξύλινες, φορητές, μεταβυζαντινές<br />
εικόνες.
194 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />
Παναγία (Κοίμηση Θεοτόκου)<br />
Εντός του οικισμού υψώνεται ο μεγάλων διαστάσεων δίκογχος ή διμάρτυρος<br />
ναός της Παναγίας, ο οποίος περιλαμβάνει δύο κλίτη, ήτοι:<br />
α) Νότιο κλίτος: Κοίμηση Θεοτόκου<br />
Πρόκειται για το αρχικό κλίτος, το οποίο εμφανίζει ορθογωνίου<br />
σχήματος κάτοψη και καλύπτεται με καμάρα. Στο μέσον της δυτικής<br />
αυτού πλευράς ανοίγεται μία είσοδος. Επί της νοτίας πλευράς αυτού<br />
ανοίγεται δεύτερη είσοδος. Επί του νοτίου κλίτους είναι εντοιχισμένες<br />
οι ακόλουθες λίθινες πλάκες, με επιγραφές.<br />
Στο τυφλό αψίδωμα που σχηματίζεται άνωθεν της δυτικής εισόδου<br />
του νοτίου κλίτους και επί του τυμπάνου αυτού είναι εντοιχισμένη<br />
επιτύμβια πλάκα από μάρμαρο, φέρουσα ανάγλυφη παράσταση<br />
ολόσωμου ορθίου άνδρα και την μεγαλογράμματη, εγχάρακτη,<br />
επτάστιχη επιγραφή: «CΟΥΡΑC | ΚΑΙ ΕΥΦΡ|ΟCYNOC | ΠΑΠΕ ΤΩ<br />
| ΠΑΤΡΙ ΜΝΗ|ΜΗC ΧΑ|ΡΙΝ» Η επιτύμβια αυτή πλάκα χρονολογείται<br />
στον 2ον-3ον αι. μ.Χ.<br />
Επάνω από την νοτία είσοδο του νοτίου κλίτους του ναού είναι<br />
εντοιχισμένη λίθινη πλάκα, η οποία φέρει ανάγλυφο, ισοσκελή<br />
σταυρό και τις επιγραφές: «Ι(ΗCOY)C X(ΡΙCTO)C | Ν(Ι)Κ(Α) 1852<br />
| 1600 | Μ. R.» Η αναφερόμενη χρονολογία 1600 μ.Χ. και τα<br />
αρχικά «Μ. R.», υποδηλούν, ότι το νότιο κλίτος του ναού ανηγέρθη<br />
το έτος 1600. Η χρονολογία 1852 αναφέρεται προφανώς σε ανακαίνιση<br />
του ναού.<br />
Επί του ανωφλίου της νοτίας εισόδου απεικονίζεται ισοσκελής<br />
σταυρός, εγγεγραμμένος εντός κύκλου και εκατέρωθεν αυτού η επιγραφή:<br />
«1836»<br />
Επί της βάσεως του κωδωνοστασίου του ναού είναι εντοιχισμένη<br />
λίθινη πλάκα, η οποία φέρει εγχάρακτη, τετράστιχη επιγραφή, ήτοι:<br />
«Ι(ΕΡΟ)ΣΝ(ΑΟ)Σ. | Κ(Ο)ΙΜΙΣ[ΕΩΣ ΘΕ]|ΟΤΩΚΟ[Υ] | ΜΑΡΤΗΟΣ...»<br />
β) Βόρειο κλίτος: Άγιος Χαράλαμπος<br />
Σε μία δεύτερη οικοδομική περίοδο και όταν ο πληθυσμός του<br />
οικισμού αυξήθηκε, προσετέθη το βόρειο κλίτος. Πρόκειται για μονόχωρο,<br />
καμαροσκέπαστο οικοδόμημα, ίσο περίπου προς το προηγούμενο.<br />
Αγία Τριάδα<br />
Εντός του οικισμού και στη θέση -σύμφωνα με την υπάρχουσα παράδοση-<br />
μουσουλμανικού τεμένους, το οποίο είχε ιδρυθεί επί των<br />
ερειπίων παλαιοτέρου χριστιανικού ναού, έχει κτισθεί στα μέσα
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />
195<br />
του 20ου αι. ο ναός της Αγίας Τριάδος. Αποτελείται από δύο κλίτη,<br />
εκ των οποίων το νότιο είναι αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα και το<br />
βόρειο στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.<br />
Μνημεία εκτός του οικισμού<br />
Άγιος Νικόλαος<br />
Σε μικρή απόσταση από τον οικισμό της Παναγίας και στη θέση<br />
«Κάμπος της Παναγίας», σε κατάφυτη περιοχή, στην οποία δεσπόζουν<br />
αιωνόβια δένδρα δρυός, καθώς επίσης και άλλα δένδρα, υψώνεται<br />
ο ναός του Αγίου Νικολάου. Πρόκειται για ικανών διαστάσεων<br />
μονόχωρο οικοδόμημα, το οποίο καλύπτεται με καμάρα. Εξωτερικά<br />
η στέγη φέρει επίστρωση από αστρακάσβεστο. Στο μέσον της δυτικής<br />
πλευράς του ναού ανοίγεται η είσοδος 12 . Σύμφωνα με σωζόμενη<br />
επιγραφή, ο ναός ανηγέρθη το έτος 1627. Επί του λιθίνου ανωφλίου<br />
της εισόδου διατηρείται η εγχάρακτη επιγραφή: «ΜΑΪΟΥ 15, 1881»,<br />
η οποία αναφέρεται στο έτος ανακαινίσεως του ναού αυτού.<br />
Άγιος Γεώργιος ο Αγριμολόγος<br />
Σε μικρή απόσταση από τον οικισμό της Παναγιάς Πεδιάδος, αριστερά<br />
του αγροτικού δρόμου Παναγιά-Μούλεφε, κείνται τα ερείπια<br />
του παλαιού ναού του Αγίου Γεωργίου του Αγριμολόγου 13 . Πρόκειται<br />
για μικρών διαστάσεων μονόχωρο οικοδόμημα, το οποίο εμφανίζει<br />
ορθογωνίου σχήματος κάτοψη και εκαλύπτετο με καμάρα που έχει<br />
καταπέσει από μακρού χρόνου. Η ανατολική αυτού πλευρά περατούται<br />
σε μίαν ημικυκλική αψίδα, ενώ στο μέσον της δυτικής αυτού πλευράς<br />
ανοίγεται η είσοδος. Οι τοίχοι είναι κατασκευασμένοι από αργολιθοδομή<br />
και ασβεστοκονίαμα. Οι εσωτερικές επιφάνειες των τοίχων<br />
του ναού εκαλύπτοντο με επιχρίσματα, ενώ οι εξωτερικές επιφάνειες<br />
αυτών ήσαν αρμολογημένες. Η τοιχοποιία διατηρείται σε ικανό ύψος.<br />
Δεν διακρίνονται λείψανα τοιχογραφιών, θεωρείται όμως πολύ πιθα -<br />
νόν να υπήρχαν. Ο ναός αυτός ανηγέρθη πιθανώς κατά τον 16ον αι.<br />
12<br />
Στερεωτικές και αναστηλωτικές εργασίες έλαβαν χώραν στον ναόν του<br />
Αγίου Νικολάου κατά τα έτη 2000-2001, με την άδεια της 13ης Ε.Β.Α.,<br />
υπό την επίβλεψη του αρχαιολόγου της κ. Γεωργίου Στ. Κατσαλή, με δαπάνες<br />
της ενορίας Παναγιάς Πεδιάδος και σε αγαστή συνεργασία με τον<br />
εφημέριόν της π. Στυλιανόν Βερίγον.<br />
13<br />
Η ονομασία αυτή σχετίζεται με λαϊκές παραδόσεις και θρύλους της περιοχής.
196 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />
Άγιος Κωνσταντίνος<br />
Νότια του οικισμού και σε απόσταση 3 χλμ. περίπου από αυτόν,<br />
στις ΒΔ. πλαγιές υψώματος, όπου ορισμένοι ερευνητές τοποθετούν<br />
την αρχαία κρητική πόλη «Αρκαδία», υψώνεται ο ναός των Αγίων<br />
Κωνσταντίνου και Ελένης. Πρόκειται για οικοδόμημα των μέσων<br />
του 20ου αι., το οποίο ανηγέρθη επί των ερειπίων παλαιού χριστιανικού<br />
ναού μετά τρούλλου (12ου-13ου αι.), που ίσως είχε ιδρυθεί<br />
στη θέση μίας τρίκλιτης, ξυλόστεγης παλαιοχριστιανικής βασιλικής.<br />
Από τον μεσαιωνικό ναό διατηρούνται οι κορμοί δύο<br />
μαρμάρινων, κυλινδρικών, αρραβδώτων κιόνων, οι οποίοι πιθανώς<br />
κείνται στην αρχική των θέση και έχουν ενσωματωθεί στον σημερι -<br />
νόν ναόν. Ο σύγχρονος ναός έχει διαμορφωθεί σε τρία κλίτη, ήτοι:<br />
α) Βόρειο κλίτος: Τούτο είναι αφιερωμένο στον Τίμιο Σταυρό.<br />
β) Μεσαίο κλίτος: Αυτό τιμάται στην μνήμη των Αγίων Κωνσταντίνου<br />
και Ελένης.<br />
γ) Νότιο κλίτος: Τούτο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Αγίου<br />
Ελευθερίου.<br />
Παναγία η Κερά<br />
ΝΑ. του οικισμού της Παναγίας και σε απόσταση 1,5 χιλ. περίπου<br />
από αυτόν, επάνω σε ύψωμα και σε θέση που δεσπόζει στην περιοχή,<br />
διατηρείται ο παλαιός και από μακρού χρόνου ερειπωμένος<br />
ναός της Παναγίας της Κεράς. Πρόκειται για μικρών διαστάσεων<br />
μονόχωρο οικοδόμημα, το οποίο εμφανίζει ορθογωνίου σχήματος<br />
κάτοψη και εκαλύπτετο με κτιστή καμάρα, η οποία έχει καταπέσει.<br />
Διατηρείται η τοιχοποιία, σχεδόν στο αρχικό της ύψος. Στο μέσον<br />
της δυτικής πλευράς του ναού ανοίγεται η είσοδος. Άνωθεν της εισόδου<br />
είναι εντοιχισμένα πέντε (5) πήλινα σκυφία (πινάκια), τα<br />
οποία σχηματίζουν ισοσκελή σταυρό. Ο ναός ανηγέρθη πιθανώς<br />
τον 14ον-15ον αι. και ίσως έφερε τοιχογραφίες, από τις οποίες<br />
δεν υπάρχουν ορατά λείψανα. Πιθανώτατα να διατηρούνται σπαράγματα<br />
τοιχογραφιών στα κατώτερα τμήματα των εσωτερικών επιφανειών<br />
των τοίχων, τα οποία καλύπτονται με επίχωση.
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />
197<br />
3. Κυρίως μέρος: Ο ναός της Αγίας Μαρίνας 14<br />
Θέση<br />
Ανατολικά του οικισμού της Παναγιάς και σε απόσταση δύο χλμ.<br />
περίπου από αυτόν, δυτικά του όρους Δείκτη (Λασιθιώτικα βουνά),<br />
κείται ο παλαιός ναός της Αγίας Μαρίνας. Ο ναός ευρίσκεται αριστερά<br />
του δρόμου Αρκαλοχωρίου-Παναγιάς-Εμπάρου-Βιάννου (χωματόδρομος),<br />
ο οποίος φέρει την ονομασία «Πέρα Στράτα, η». Γειτνιάζει<br />
επίσης με το ύψωμα «Μπάντουρας, ο» 15 και την περιοχή «Μούλεφε»<br />
16 , όπου έκειτο το ομώνυμο χάνι. ΝΔ. του ναού της Αγίας Μαρίνας<br />
και σε απόσταση περί τα 250 μ. περίπου από αυτόν, δεξιά του<br />
αγροτικού δρόμου Παναγιάς-Αγίας Μαρίνας, κείνται τα ερείπια από<br />
το προαναφερθέν χάνι των χρόνων της Τουρκοκρατίας. 17 Στη θέση,<br />
14<br />
Επιθυμώ να εκφράσω και από την θέση αυτή τις θερμές μου ευχαριστίες<br />
προς όλους εκείνους, οι οποίοι καθ’ οιονδήποτε τρόπον εβοήθησαν τον<br />
γράφοντα και συνέβαλαν ουσιαστικά στην ολοκλήρωση της παρούσης<br />
μελέτης. Ειδικώτερα ευχαριστώ τους εξής: α) τον Αιδεσιμολογιώτατον<br />
Εφημέριον της Ενορίας της Παναγιάς Πεδιάδος π. Στυλιανόν Βερίγον,<br />
για την αγαστή συνεργασία που είχαμε κατά τις εργασίες στερεώσεως του<br />
ναού και αποκαλύψεως, καθαρισμού, στερεώσεως και συντηρήσεως των<br />
τοιχογραφιών, β) τον παλαιό συσπουδαστή και φίλο κ. Νικόλαο Ιω. Ταμιωλάκη,<br />
μετά του οποίου επισκέφθηκα για πρώτη φορά τον ναόν της<br />
Αγίας Μαρίνας, καθώς επίσης και όλα τα χριστιανικά μνημεία της περιοχής,<br />
κατά την 15 Μαΐου 2006, γ) τον συνάδελφον Αρχαιολόγον κ. Γεώργιο<br />
Κατσαλή, ο οποίος επέβλεψε τις εργασίες στερεώσεως του ναού, δ)<br />
τους Συντηρητές κ.κ. Αντώνιον Κριτζαλάκη, μόνιμο υπάλληλο της 13ης<br />
Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και τις επί συμβάσει έργου Συντηρήτριες,<br />
Μαρία Κεσίδου-Κριτζαλάκη και Αναστασία Κουτσάκη για τις εργασίες<br />
αποκαλύψεως, στερεώσεως και καθαρισμού των τοιχογραφιών, ε) τους<br />
Τεχνικούς και Σχεδιαστές κ.κ. Σταύρον Καψάλη, Αικατερίνη Αυγέρη και<br />
Κωνσταντίνον Σουργιά για την αποτύπωση του μνημείου και την εκπόνηση<br />
των σχεδίων αυτού και στ) την σύζυγο και συνεργάτιδα, φιλότεχνον και<br />
φιλίστορα Δρ. Μαρία Gehlhoff-Βολανάκη, Ιατρόν και τα παιδιά μας Ηλία<br />
και Χριστίνα για την ηθική στήριξη, συμπαράσταση και βοήθειά των.<br />
15<br />
Η ετυμολογία του ονόματος προέρχεται πιθανώς από το «πάνθ’ ορώ», επει -<br />
δή από το ύψωμα αυτό έχει κανείς πανοραμική θέα της γύρω περιοχής.<br />
16<br />
Το τοπωνύμιο «Μούλεφε, στου» πιθανώς προέρχεται από το «Μουλάς<br />
Εφέντης», ήτοι από Τούρκο ιδιοκτήτη κτημάτων στην περιοχή.<br />
17<br />
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, τόσον στην Κρήτη, όσον και στις<br />
άλλες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στις μεγάλες οδικές αρτηρίες<br />
και σε τακτές αποστάσεις, υπήρχαν σταθμοί, τα λεγόμενα «χάνια»,<br />
τα οποία ήσαν οικοδομικά συγκροτήματα μικρότερα ή μεγαλύτερα, που<br />
εξυπηρετούσαν ανθρώπους και ζώα, κατά την διάρκεια των ταξιδιών των.
198 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />
Σχεδ. 1-2.<br />
Αγία Μαρίνα<br />
Παναγιάς Πεδιάδος.<br />
Σχέδια κάτοψη-τομής<br />
του ναού.<br />
όπου ευρίσκετο το Χάνι, υπάρχει πηγή νερού, αιωνόβια δένδρα,<br />
καθώς και διάφορα κτίρια ερειπωμένα ή ημιερειπωμένα, τα οποία<br />
ανήκαν σε οικοδομικό συγκρότημα που εξυπηρετούσε αγωγιάτες<br />
και ζώα κατά την μετάβασή των από Βιάννο προς Παναγιά-Αρκαλοχώρι-Ηράκλειον<br />
και κατά την επιστροφήν των. Πρόκειται για το<br />
Χάνι «Μούλεφε», από το οποίο προέρχεται και η ονομασία της γύρω<br />
περιοχής 18 .<br />
Αρχιτεκτονική (Σχεδ. 1-2. Kάτοψη-τομή / Εικ. 1)<br />
Ο ναός της Αγίας Μαρίνας Παναγιάς Πεδιάδος είναι ένα μικρών<br />
διαστάσεων μονόχωρο οικοδόμημα, το οποίο καλύπτεται με κτιστή<br />
καμάρα. Η οροφή εξωτερικά φέρει επίστρωση από υδραυλικό κονίαμα<br />
(κουρασάνι). Ο ναός εμφανίζει ορθογωνίου σχήματος κάτοψη<br />
(εσωτ. διαστ. 4,42 x 2,25 μ. και εξωτ. διαστ. 5,75 x 3,77 μ.). Ο κυρίως<br />
άξονας του οικοδομήματος βαίνει από ΒΔ. προς ΝΑ. και εμ-<br />
18<br />
Στην περιοχή της Παναγιάς Πεδιάδος ελειτούργει παλαιότερα και άλλο<br />
χάνι, το οποίο ήτο γνωστό ως «το Χάνι του Εισαγγελέα», από το παρωνύμιο<br />
του ιδιοκτήτου αυτού.
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />
199<br />
φανίζει απόκλιση 40° προς ΝΑ. Εσωτερικά του ναού έχει κατασκευασθεί<br />
ένα ενισχυτικό τόξο (σφενδόνιο), το οποίο στηρίζεται<br />
σε δύο πεσσούς που εφάπτονται των δύο μακρών εσωτερικών<br />
πλευρών αυτού 19 .<br />
Η ανατολική αυτού πλευρά περατούται σε μίαν ημικυκλικήν<br />
αψίδα (χορδής 1,20 και βέλους 0,75 μ.), στο μέσον της οποίας<br />
ανοίγεται ένα μονόλοβο παράθυρο (πλάτους 0,15 και ύψους 0,34<br />
μ.). Το πάχος του τοίχου της αψίδας είναι 0,60 μ. Εντός της αψίδας<br />
κείται η κτιστή Αγία Τράπεζα, σιγμοειδούς σχήματος (χορδής 1,20,<br />
βέλους 0,78 και ύψους 0,73 μ.), η οποία προέρχεται από μία μεταγενέστερη<br />
οικοδομική περίοδο. Αρχικά η Αγία Τράπεζα έκειτο στο<br />
μέσον του Ιερού Βήματος και αργότερα μετεφέρθη στον χώρον της<br />
αψίδας. Το Ιερό Βήμα εμφανίζει ορθογωνίου σχήματος κάτοψη<br />
(εσωτ. διαστ. 2,25 x 1,14 μ.). Στο μέσον περίπου της βορείας<br />
αυτού πλευράς και εντός του πάχους του τοίχου ανοίγεται μία ορθογωνίου<br />
σχήματος κόγχη (πλάτους 0,37, βάθους 0,44 και ύψους<br />
0,42 μ.). Στο μέσον περίπου της νοτίας πλευράς του Ιερού Βήματος<br />
ανοίχθηκε μεταγενεστέρως ένα μικρό παράθυρο (πλάτους 0,15 και<br />
ύψους 0,18 μ.), για το φωτισμό και τον αερισμό αυτού. Κατά την<br />
διάνοιξη αυτού κατεστράφη τμήμα των εκεί ευρισκομένων τοιχογραφιών.<br />
Ο κυρίως ναός εμφανίζει επίσης ορθογωνίου σχήματος κάτοψη<br />
(εσωτ. διαστ. 2,80 x 2,25 μ.). Το δάπεδο του ναού καλύπτεται με<br />
πλάκα από σκυρόδεμα. Το αρχικό δάπεδο θα εκαλύπτετο, είτε με<br />
λίθινες ή πήλινες πλάκες, είτε με αστρακάσβεστο. Στο μέσον της<br />
δυτικής πλευράς του ναού ανοίγεται η είσοδος, η οποία φέρει περιθύρωμα<br />
από σιτόχρου πωρόλιθο. Το λίθινο ανώφλιο αποτελείται<br />
επίσης από σιτόχρου πωρόλιθο (διαστ. 1,15 x 0,20 x 0,18 μ.).<br />
Στη δυτική πλευρά του ανωφλίου της θύρας και στο μέσον αυτής<br />
υπάρχει εγχάρακτος ισοσκελής σταυρός (διαστ. 0,05 x 0,05 μ.), ο<br />
οποίος φέρει αποτροπαϊκόν χαρακτήρα. Η είσοδος είναι σχήματος<br />
ορθογωνίου (ύψους 1,42 και πλάτους 0,75 μ.) 20 . Εξωτερικά και<br />
19<br />
Η κατασκευή στο εσωτερικό των μεσαιωνικών ναών ενισχυτικών τόξων<br />
(σφενδονίων) αποσκοπούσε τόσον στη στατική ενίσχυση αυτών, όσον<br />
και στη διάσπαση των εσωτερικών επιφανειών των, ώστε το εσωτερικό<br />
των ναών να αναβαθμίζεται αισθητικά.<br />
20<br />
Οι μεσαιωνικοί ναοί της Κρήτης έχουν κατά κανόνα ολιγάριθμα ανοίγματα<br />
(θύρες-παράθυρα) και αυτά περιορισμένων διαστάσεων. Τούτο οφείλεται<br />
μεταξύ άλλων και στους εξής λόγους: α) Διά του τρόπου αυτού επιτυγχάνεται
200 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />
Εικ. 2.<br />
Αγία Μαρίνα<br />
Παναγιάς Πεδιάδος.<br />
Εσωτερική όψη του ναού.<br />
είδος φυσικού κλιματισμού στους ναούς, ήτοι στο εσωτερικό του ναού<br />
κατά τον χειμώνα είναι σχετικά ζεστά και κατά τους θερινούς μήνες δροσερά·<br />
β) οι είσοδοι των ναών είναι χαμηλές, επειδή οι άνθρωποι των μέσων<br />
χρόνων ήσαν χαμηλού σχετικά αναστήματος, λόγω ελλιπούς διατροφής<br />
και λόγω του ότι ησχολούντο από πολύ ενωρίς με βαρειές σωματικές εργασίες·<br />
γ) προκειμένου κατά την είσοδο στους ναούς να είναι υποχρεωμένοι<br />
οι προσκυνητές να σκύβουν, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπον ταπείνωση<br />
και σεβασμό· δ) Υπάρχει επίσης η λαϊκή παράδοση, ότι οι είσοδοι των<br />
ναών ήσαν χαμηλές, προκειμένου να εμποδίζονται εχθροί της χριστιανικής<br />
θρησκείας να εισέρχονται έφιπποι στον ναόν.
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />
201<br />
άνωθεν αυτής σχηματίζεται ένα τυφλό αψίδωμα (χορδής 0,73, βέλους<br />
0,50 και βάθους 0,23 μ.). Ο ναός είναι κτισμένος από αργολιθοδομή<br />
και ισχυρό ασβεστοκονίαμα. Κατά την ανέγερση αυτού<br />
εχρησιμοποιήθησαν μικρού μεγέθους εγχώριοι λίθοι, ενώ στις γωνίες<br />
του οικοδομήματος έγινε χρήση λαξευτών πωρολίθων. Εσωτερικά<br />
οι επιφάνειες των τοίχων του καλύπτονται με επιχρίσματα,<br />
ενώ εξωτερικά οι επιφάνειες αυτών έχουν αρμολογηθεί.<br />
Τοιχογραφίες-εικονογραφικό πρόγραμμα 21 (εικ. 2)<br />
Οι εσωτερικές επιφάνειες των τοίχων του ναού έφεραν τοιχογραφίες,<br />
οι οποίες με την πάροδο του χρόνου είχαν καλυφθεί κατά το<br />
μεγαλύτερο μέρος αυτών με επιχρίσματα. Διεκρίνοντο μόνον ελάχιστα<br />
λείψανά τους 22 .<br />
Το εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού έχει ως εξής:<br />
i. Ιερό Βήμα<br />
Ανατολικό μέτωπο. Άνω ζώνη: Άγιον Μανδήλιον<br />
Στη θέση αυτή εικονίζεται, ως συνήθως, το Άγιον Μανδήλιον 23<br />
(εικ. 3). Στο μέσον ορθογωνίου σχήματος φαιόχρωμου υφάσματος,<br />
το οποίον ομοιάζει με υφαντά κρητικά προσόψια ή μανδήλια και<br />
καταλήγει στα δύο άκρα σε ισάριθμους κόμβους 24 , παρίσταται το<br />
21<br />
Είναι αξιοσημείωτο, ότι ο ναός της Αγίας Μαρίνας Παναγιάς Πεδιάδος<br />
δεν συμπεριλαμβάνεται στον Κατάλογο των τοιχογραφημένων ναών της<br />
Κρήτης του Gerola, ούτε σε εκείνον των Gerola-Λασσιθιωτάκη.<br />
22<br />
Οι εργασίες έγιναν υπό την επίβλεψη της 13ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων<br />
και σε στενή συνεργασία με την Ενορία της Παναγιάς Πεδιάδος<br />
και τον Εφημέριο του οικισμού π. Στυλιανό Βερίγο. Όπως αναφέρθηκε<br />
παραπάνω, συνεργείο της 13ης Ε.Β.Α. εργάσθηκε κατά το μεγαλύτερο διά -<br />
στημα του έτους 2008 για την αποκάλυψη, την στερέωση, τον καθαρισμό<br />
και την συντήρηση των τοιχογραφιών. Η Ενορία της Παναγιάς συμμετείχε<br />
στη χρηματοδότηση των εργασιών, οι οποίες επραγματοποιήθησαν στο<br />
μνημείο.<br />
23<br />
A. Grabar, La sainte face de Laon. Le Mandylion dans l’art orthodoxe,<br />
Prague 1931, σ. 24-31. Α. Ξυγγόπουλος, Σχεδίασμα θρησκευτικής ζωγραφικής<br />
μετά την άλωσιν, Αθήνα 1957, σ. 67, 258. Κ. Καλοκύρης, Αι βυζαντιναί<br />
τοιχογραφίαι της Κρήτης. Συμβολή εις την χριστιανικήν τέχνην της<br />
Ελλάδος, Αθήναι 1957, σ. 93-94. Ι. Βολανάκης, Ο ναός του Αγίου Γεωργίου<br />
στο Βαθειακό Ρεθύμνης, Θεολογία 57 (1976), σ. 608-675 (αυτοτ.<br />
αρίθμ. ιδ. σ. 17).<br />
24<br />
Ο κόμβος απαντά ήδη στην Μινωϊκή Τέχνη και έχει συμβολικό χαρακτήρα<br />
(ιεροί κόμβοι). Επίσης επιβιώνει μέχρι σήμερα στη λαϊκή λατρεία και<br />
την λαογραφία.
202 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />
Εικ. 3.<br />
Το Άγιον Μανδήλιον.<br />
πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Εικονίζεται κατά μέτωπον και περιβάλλεται<br />
με ένσταυρο φωτοστέφανο. Το πρόσωπο είναι ωοειδές, οι<br />
οφθαλμοί αμυγδαλωτοί, η μύτη μεγάλη και ευθεία, το στόμα μικρό,<br />
το πηγούνι στρογγύλο. Φέρει πλούσια, καστανή κόμη και επίσης<br />
καστανόχρωμο γένειο. Εκατέρωθεν της κεφαλής Αυτού υπάρχει η<br />
επιγραφή: «Ι(ΗCΟΥ)C Χ(ΡΙCΤΟ)C».<br />
Mεσαία ζώνη: Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου<br />
Στην μεσαία ζώνη του ανατολικού μετώπου του ναού εικονίζεται,<br />
ως συνήθως, ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Περί του θέματος αυτού<br />
θα γίνει λόγος παρακάτω, κατά την διαπραγμάτευση των συνθέσεων<br />
του κύκλου του λεγομένου Δωδεκαόρτου.<br />
Αψίδα: Τεταρτοσφαίριο, Δέηση<br />
Στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας εικονίζεται, ως συνήθως, η Δέηση<br />
25 . Στο κέντρο της συνθέσεως παρίσταται ο Ιησούς Χριστός στη-<br />
25<br />
Κ. Καλοκύρης, Αι βυζαντιναί τοιχογραφίαι της Κρήτης, σ. 99-101. Ι. Βολανάκης,<br />
Ο εις Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός ναός του Αγίου Γεωργίου
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />
203<br />
θαίος, μετωπικός. Η κεφαλή Του περιβάλλεται<br />
με ένσταυρο φωτοστέφανο, το οποίο<br />
κατ’ εξαίρεση και προκειμένου να εξαρθεί,<br />
κοσμείται με έκτυπα, ημιανάγλυφα αστέρια.<br />
Ο Χριστός φέρει ερυθρού χρώματος χειριδωτό,<br />
ορθόσημο χιτώνα και κυανόχρωμο<br />
ιμάτιο. Ευλογεί με το δεξί Του χέρι, ενώ με<br />
το αριστερό κρατεί ανοικτό κώδικα Ευαγγελίου,<br />
επί του οποίου διατηρείται η επιγραφή:<br />
«ΕΓΩ ΕΙ | [Ο ΑΚΟΛ<br />
ΜΙ ΤΟ ΦΩC | ΟΥΘ]ΩΝ<br />
ΤΟΥ [ΚΟCΜΟΥ] [ΕΜΟΙ…]» 26 .<br />
Εκατέρωθεν της κεφαλής του υπάρχει<br />
η επιγραφή: «Ι(ΗCΟΥ)C Χ(ΡΙCΤΟ)C».<br />
Bόρεια του Χριστού παρίσταται η Θεοτόκος<br />
από την οσφύ και άνω, εστραμμένη<br />
προς αυτόν, σε στάση δεήσεως. Φορεί χειριδωτό,<br />
βαθυπόρφυρο χιτώνα και ερυθρόχρωμο<br />
μαφόριο. Νότια του Χριστού εικονίζεται<br />
ο Ιωάννης ο Πρόδρομος στηθαίος,<br />
εστραμμένος προς τον Ιησούν, επίσης σε<br />
στάση δεήσεως. Το μεγαλύτερο μέρος της<br />
μορφής του Προδρόμου έχει καταστραφεί.<br />
Στο νότιο άκρο του τεταρτοσφαιρίου<br />
και κάτωθεν του Προδρόμου εικονίζεται<br />
από την οσφύ και άνω μία γυναίκα, πιθανώτατα<br />
η κτητόρισσα του ναού, η οποία<br />
φορεί πολυτελή ενδύματα και εκτείνει τα<br />
Εικ. 4.<br />
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.<br />
Ξιφηφόρου, Πεπραγμένα του Δ΄ Διεθνούς Κρητολογικού<br />
Συνεδρίου, Ηράκλειο 1976, τ. Β΄,<br />
Αθήνα 1981, σ. 42-43. Του ιδίου, Ο ναός<br />
του Αγίου Γεωργίου στο Βαθειακό, αυτοτ.<br />
αρίθμ. ιδ. σ. 14-15. Του ιδίου, Ο βυζαντινός<br />
ναός του Αγίου Νικολάου στα Μαριτσά Ρόδου,<br />
Θεολογία 61 (1990), σ. 216-269 (αυτοτ.<br />
αρίθμ. ιδ. σ. 15-16).<br />
26<br />
Κατά Ιωάννην 8,12: «Εγώ ειμί το φως του<br />
κόσμου, ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση<br />
εν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φως της ζωής».
204 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />
Εικ. 5.<br />
Ο Μέγας Βασίλειος.<br />
χέρια της σε στάση δεήσεως προς τον Σωτήρα<br />
Χριστόν.<br />
Κόγχη: Άγιοι Ιεράρχες συλλειτουργούντες<br />
Στην επιφάνεια της κόγχης της αψίδας<br />
του Ιερού Βήματος εικονίζονται δύο ολόσωμοι<br />
άγιοι Ιεράρχες, εστραμμένοι προς<br />
το κέντρο, συλλειτουργούντες 27 , ήτοι (από<br />
Β. προς Ν.).<br />
Βόρεια του παραθύρου της αψίδας του<br />
Ιερού Βήματος εικονίζεται ο άγιος Ιωάννης<br />
ο Χρυσόστομος (344/354-407 μ.Χ.) 28 (εικ.<br />
4). Παρίσταται ολόσωμος, εστραμμένος<br />
προς το κέντρο της αψίδας. Το πρόσωπό<br />
του είναι ελλειψοειδές, οστεώδες, ασκητικό.<br />
Οι οφθαλμοί του είναι αμυγδαλωτοί, η μύτη<br />
ευθεία, το στόμα μικρό, το πηγούνι στρογγύλο.<br />
Φέρει βραχεία κόμη και επίσης βρα -<br />
χύ, αραιό γένειο. Λεπτός και υψηλός λαιμός<br />
στηρίζει το κεφάλι στους ώμους. Φορεί φαι -<br />
ού χρώματος στιχάριο, κίτρινο επιτραχήλιο,<br />
ερυθρού χρώματος επιγονάτιο 29 , φαιού<br />
χρώματος πολυσταύριο φελόνιο και λευκόχρωμο<br />
ωμοφόριο, το οποίο φέρει μεγάλους,<br />
καστανού χρώματος σταυρούς. Και<br />
με τα δυο του χέρια κρατεί ανεπτυγμένο λει-<br />
27<br />
Α. Ξυγγόπουλος, Σχεδίασμα θρησκευτικής ζωγραφικής,<br />
σ. 47. Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου<br />
Αμαρίου Βυζαντινός ναός, σ. 44-46, πίν. 30-<br />
32. Βολανάκης, Ο ναός του Αγίου Γεωργίου<br />
στο Βαθειακό, σ. 17.<br />
28<br />
Β. Altaner-A. Stuiber, Patrologie. Leben, Schriften<br />
und Lehre der Kirchenväter, Freiburg-Basel-<br />
Wien 1966, σ. 322-331. Ι. Βολανάκης, Ο ιερός<br />
ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Λίνδου Ρόδου:<br />
Αρχιτεκτονική-Τοιχογραφίες, Ρόδος 1998, σ. 29.<br />
Ι. Βολανάκης, Ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου<br />
στο Ασκληπιείο Ρόδου, Ρόδος 2006, σ. 15.<br />
29<br />
Το επιγονάτιο είναι από μαλακό ύφασμα και<br />
κρέμεται από την ζώνη. Δεν έχει αποκτήσει<br />
ακόμη το ρομβοειδές σχήμα, το οποίο απέκτησε<br />
αργότερα.
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />
205<br />
τουργικό ειλητάριο, το κείμενο του οποίου είναι εξίτηλο 30 . Εκατέρωθεν<br />
της κεφαλής αυτού υπάρχει η επιγραφή: «[Ο ΑΓΙΟC] ΙΩ(ΑΝ-<br />
ΝΗC) Ο ΧΡΥCΟCΤΟΜΟC».<br />
Νότια του παραθύρου της αψίδας εικονίζεται ολόσωμος, εστραμμένος<br />
προς βορράν, ο Μέγας Βασίλειος, αρχιεπίσκοπος Καισαρείας<br />
της Καππαδοκίας (περί το 330-379 μ.Χ.) 31 (εικ. 5). Το πρόσωπό<br />
του είναι ελλειψοειδές, οι οφθαλμοί μεγάλοι, αμυγδαλωτοί, η μύτη<br />
μακρά, το στόμα μικρό. Φέρει μακριά, καστανόχρωμη κόμη και<br />
μακρύ, επίσης καστανόχρωμο γένειο. Φορεί λευκόχρωμο στιχάριο,<br />
κίτρινο, διάλιθο επιτραχήλιο, ερυθρού χρώματος επιγονάτιο, φαιόχρωμο,<br />
πολυσταύριο φελόνιο, το οποίο κοσμείται με καστανόχρωμους<br />
σταυρούς και λευκόχρωμο ωμοφόριο, το οποίον φέρει<br />
μεγάλους, μέλανες σταυρούς. Εκατέρωθεν αυτού υπάρχει η γραπτή<br />
επιγραφή: «[Ο ΑΓΙΟC] ΒΑCΙΛΕΙΟC». Και με τα δυο του χέρια εκρατούσε<br />
ανεπτυγμένο, ενεπίγραφο, λειτουργικό ειλητάριο, το κείμενο<br />
του οποίου δεν διατηρείται 32 .<br />
Ο Μελισμός ή ο Θυόμενος<br />
Στο μέσον της κόγχης και κάτωθεν του παραθύρου της αψίδος<br />
παρίσταται «Ο Μελισμός» ή «Ο θυόμενος» 33 . Εικονίζεται Αγία Τράπεζα,<br />
η οποία καλύπτεται με ερυθρού χρώματος διάλιθο και μαργα-<br />
30<br />
Τα κείμενα των ειληταρίων των συλλειτουργούντων Ιεραρχών, των εικονιζομένων<br />
στις κόγχες των αψίδων του Ιερού Βήματος των μεσαιωνικών<br />
ναών της Κρήτης και της Ελλάδος γενικώτερα αποτελούν τμήματα των<br />
ίδιων λειτουργικών κειμένων, τα οποία ανεγινώσκοντο ανέκαθεν και εξακολουθούν<br />
να αναγινώσκονται μέχρι σήμερα κατά την διάρκεια της Θείας<br />
Λειτουργίας. Είναι αξιοσημείωτο, ότι ο βασικός πυρήνας της Θείας Λειτουργίας<br />
είχε ήδη διαμορφωθεί κατά τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ., όπως φαίνεται<br />
στην Λειτουργία του Ιππολύτου Ρώμης.<br />
31<br />
Altaner-Stuiber, Patrologie, σ. 290-298. Βολανάκης, Ο ιερός ναός της Κοιμήσεως<br />
της Θεοτόκου Λίνδου, σ. 29-30. Βολανάκης, Ο ναός της Κοιμήσεως<br />
της Θεοτόκου στο Ασκληπιείο, σ. 16.<br />
32<br />
Κατά κανόνα στο ειλητάριο του Μεγάλου Βασιλείου αναγράφεται η ευχή:<br />
«Ουδείς άξιος των συνδεδεμένων ταις σαρκικαίς επιθυμίαις και ηδοναίς,<br />
προσέρχεσθαι ή προσεγγίζειν ή λειτουργείν Σοι βασιλεύ της δόξης. Το<br />
γαρ διακονείν Σοι μέγα και φοβερόν και αυταίς ταις επουρανίαις δυνάμεσιν<br />
...». Πρόκειται για την ευχή, η οποία αναγινώσκεται μυστικώς υπό του ιερέως<br />
κατά την ώραν που οι ψάλτες ψάλλουν τον Χερουβικόν Ύμνον. Βλ.<br />
Αι Θείαι Λειτουργίαι Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Βασιλείου του Μεγάλου, των<br />
Προηγιασμένων, έκδ. Αποστ. Διακ. Εκκλ. Ελλ., Αθήναι 1981, σ. 86-87.<br />
33<br />
Καλοκύρης, Αι βυζαντιναί τοιχογραφίαι, σ. 98-99. Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου<br />
Αμαρίου Βυζαντινός ναός, σ. 46-47, πίν. 33-34. Βολανάκης, Ο<br />
ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Ασκληπιείο, σ. 15.
206 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />
ριτοκόσμητο ποδέα. Επάνω στην Αγία Τράπεζα και δεξιά, ως προς<br />
τον θεατή, παρίσταται Άγιον Ποτήριον και αριστερά Άγιον Δισκάριον,<br />
εντός του οποίου κείται ο Ιησούς Χριστός σε ύπτια θέση, εικονιζόμενος<br />
ως Παιδίον. Το κεφάλι Του περιβάλλεται με ένσταυρο<br />
φωτοστέφανο και έχει κατεύθυνση προς Β., ενώ τα πόδια Αυτού<br />
κείνται προς Ν.<br />
Κάτω ζώνη:<br />
Βόρεια της κόγχης του Ιερού Βήματος, παρίσταται, ως συνήθως,<br />
ο άγιος διάκονος Στέφανος ο Πρωτομάρτυς 34 . Εικονίζεται ολόσωμος,<br />
όρθιος, εστραμμένος προς νότον. Φορεί λευκόχρωμο στιχάριο και<br />
ερυθρόχρωμο οράριο, εν είδει στενής υφασμάτινης ταινίας, το<br />
οποίο κρέμεται από του αριστερού του ώμου και πίπτει μπροστά<br />
και πίσω, όπως συμβαίνει και σήμερα με το οράριο των Διακόνων.<br />
Με το δεξί του χέρι κρατεί θυμιατήριο, η ημισφαιρικού σχήματος<br />
κάψα του οποίου κρέμαται από τρεις μετάλλινες αλυσίδες. Με το<br />
αριστερό του χέρι φέρει εγχείριον και λιβανωτίδα 35 .<br />
Νότια της κόγχης εικονίζεται, ως συνήθως, ο άγιος διάκονος<br />
Ρωμανός ο Μελωδός 36 . Παρίσταται ολόσωμος, όρθιος, εστραμμένος<br />
προς Βορράν. Φορεί λευκόχρωμο στιχάριο, με ερυθρά παρυφή<br />
κάτω και ερυθρόχρωμο οράριο, το οποίο εν είδει στενής υφασμάτινης<br />
ταινίας κρέμεται από του αριστερού αυτού ώμου. Με το δεξί<br />
34<br />
Πράξεις Αποστολων 6, 5-8. και 7, 58-60. Β. Στεφανίδης, Εκκλησιαστική<br />
Ιστορία απ’ αρχής μέχρι σήμερον, Αθήνα 1959, σ. 29. Βολανάκης, Ο εις<br />
Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός ναός, σ. 56-57, πίν. 45. Ι. Βολανάκης,<br />
Ο βυζαντινός ναός του Αγίου Γεωργίου Βάρδα στην Αρνίθα Ρόδου: Αρχιτεκτονική-Τοιχογραφίες,<br />
Ρόδος 1998, σ. 47. Θ. Παπαζώτος, Η Βέροια και οι ναοί<br />
της (11ος-18ος αι.). Ιστορική και αρχαιολογική σπουδή των μνημείων της<br />
πόλης, Αθήναι 1994, πίν. 64 α .<br />
35<br />
Το εγχείριον είναι τμήμα υφάσματος, το οποίο κρέμεται από του αριστερού<br />
ώμου και καλύπτει αυτόν και το αριστερό χέρι. Η λιβανωτίδα είναι ναόσχημο,<br />
μετάλλινο κατασκεύασμα, το οποίο φέρει ο Διάκονος διά του αριστερού<br />
του χεριού και περιέχει λιβάνι θυμιάματος. Και τα δύο είναι μέχρι<br />
σήμερα σε χρήση στους ναούς του Αγίου Όρους. Μ. Χατζηδάκης, Ο κρητικός<br />
ζωγράφος Θεοφάνης. Οι τοιχογραφίες της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα,<br />
Άγιον Όρος 1986, πίν. 67.<br />
36<br />
Ο Ρωμανός ο Μελωδός κατήγετο από την Συρία και έζησε πιθανώτατα<br />
κατά τον 6ον αι. μ.Χ. Πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους υμνογράφους<br />
της Ανατολικής Εκκλησίας. Διονύσιος ο εκ Φουρνά. Ερμηνεία της ζωγραφικής<br />
τέχνης, έκδ. Αθ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Πετρούπολις 1909, σ.<br />
292. Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός ναός, σ. 57-58,<br />
πίν. 46. Βολανάκης, Ο βυζαντινός ναός του Αγίου Γεωργίου Βάρδα, σ. 45-46.
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />
207<br />
του χέρι φέρει άγιον Ποτήριον και με το αριστερό ερυθρόχρωμο<br />
εγχείριον. Το κεφάλι και το άνω τμήμα του σώματος αυτού είναι<br />
κατεστραμμένα.<br />
Καμάρα:<br />
Στην καμάρα του Ιερού Βήματος και άνωθεν της Αγίας Τραπέζης<br />
εικονίζεται, ως συνήθως 37 , η Ανάληψη του Χριστού, περί της οποίας<br />
θα γίνει λεπτομερέστερος λόγος παρακάτω, όπου πραγματευόμεθα<br />
τα θέματα του κύκλου του λεγομένου Δωδεκαόρτου.<br />
Νότιος τοίχος:<br />
Στην επιφάνεια αυτού εικονίζονται δύο άγιοι ιεράρχες, ήτοι<br />
(από Α. προς Δ.). Ο πρώτος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος (;), εικονίζεται<br />
ολόσωμος, όρθιος, μετωπικός. Φορεί φαιόχρωμο στιχάριο, κίτρινο<br />
επιτραχήλιο, ερυθρό επιγονάτιο, κίτρινο φελόνιο και λευκόχρωμο<br />
ωμοφόριο, το οποίο κοσμείται με μεγάλου σχήματος μέλανες σταυρούς.<br />
Ευλογεί με το δεξί του χέρι και θα εκράτει κλειστό κώδικα<br />
ευαγγελίου με το αριστερό. Το δεξιό, ως προς τον θεατή, τμήμα του<br />
σώματος του αγίου δεν διατηρείται. Επίσης η επιγραφή, η οποία<br />
εδήλωνε το όνομα του εικονιζομένου ιεράρχου είναι εξίτηλος. Πιθανώς<br />
πρόκειται για τον Γρηγόριο τον Θεολόγο (περίπου 329-391<br />
μ.Χ.), ο οποίος είθισται να εικονίζεται στην κόγχη της αψίδας του<br />
Ιερού Βήματος και νότια του Μεγάλου Βασιλείου. Επειδή όμως ο<br />
χώρος της αψίδας του ημετέρου ναού δεν επαρκούσε διά την απεικόνισή<br />
του, παρεστάθη πιθανώς στη θέση αυτή.<br />
Ο δεύτερος, ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας (;), παρίσταται ολόσωμος,<br />
όρθιος, μετωπικός. Διατηρείται η κεφαλή του αγίου και το<br />
κάτω τμήμα του σώματος αυτού. Φέρει αρχιερατικά άμφια. Ευλογούσε<br />
με το δεξί του χέρι και έφερε κλειστό κώδικα ευαγγελίου με<br />
το αριστερό. Πιθανώς πρόκειται για τον Αθανάσιο Αλεξανδρείας<br />
(295-373 μ.Χ.). Μεγάλο μέρος της μορφής του κατεστράφη, όταν<br />
μεταγενεστέρως ανοίχθηκε στη θέση αυτή μικρού σχήματος παράθυρο<br />
για φωτισμό και αερισμό του Ιερού Βήματος του ναού.<br />
Βόρειος τοίχος:<br />
Στην επιφάνεια αυτού παρίστανται δύο άγιοι, ήτοι (από Δ.<br />
προς Α.). Ο πρώτος, ο Νικόλαος Μύρων (;), εικονίζεται ολόσωμος,<br />
όρθιος, μετωπικός, φέρων αρχιερατικά άμφια. Φορεί κυανόχρωμο<br />
στιχάριο, ερυθρό επιγονάτιο, κίτρινο επιτραχήλιο (απόχρωση<br />
37<br />
Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός ναός, σ. 38-39, πίν.<br />
24-25.
208 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />
ώχρας), κίτρινο φελόνιο και λευκόχρωμο ωμοφόριο, το οποίο κοσμείται<br />
με μεγάλους, ανισοσκελείς, μέλανες σταυρούς. Ευλογεί με<br />
το δεξί του χέρι και κρατεί κλειστό κώδικα Ευαγγελίου με το αριστερό.<br />
Το πρόσωπο του αγίου είναι κατά το μεγαλύτερο αυτού τμήμα<br />
κατεστραμμένο. Πιθανώς πρόκειται για τον Νικόλαο, αρχιεπίσκοπο<br />
Μύρων της Λυκίας και θαυματουργό (περίπου 270-345 μ.Χ.).<br />
Δίπλα παρίσταται ένας ακόμη άγιος στηθαίος, μετωπικός. Το<br />
πρόσωπό του είναι κατά το μεγαλύτερο αυτού τμήμα κατεστραμμένο.<br />
Πιθανώς πρόκειται για τον άγιο διάκονο Λαυρέντιο (περίπου 210-<br />
258 μ.Χ.) 38 .<br />
ii. Κυρίως ναός<br />
Καμάρα:<br />
Στις εσωτερικές επιφάνειες της καμάρας του κυρίως ναού εικονίζονται,<br />
ως συνήθως, συνθέσεις από τον κύκλο του λεγομένου Δωδεκαόρτου.<br />
Επειδή ο ναός της Αγίας Μαρίνας είναι μικρών διαστάσεων<br />
και ως εκ τούτου οι εσωτερικές αυτού επιφάνειες περιορισμένες,<br />
γι’ αυτό ο αγιογράφος περιορίζεται στην απεικόνιση των κυριωτέρων<br />
σκηνών του Δωδεκαόρτου. Επίσης παρίστανται σκηνές από τον Βίον<br />
(Συναξάριον) της επώνυμης αγίας του ναού, Μαρίνας.<br />
Δωδεκάορτον<br />
Ενταύθα γίνεται λόγος για όλες τις συνθέσεις του κύκλου του<br />
Δωδεκαόρτου, οι οποίες απεικονίζονται στον υπό εξέταση ναόν, ήτοι:<br />
1. Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου<br />
Στην μεσαία ζώνη του ανατολικού μετώπου του Ιερού Βήματος<br />
εικονίζεται, ως συνήθως και όπως ήδη ανεφέρθη, 39 ο Ευαγγελισμός<br />
της Θεοτόκου 40 . Βόρεια της αψίδας του Ιερού Βήματος παρίσταται ο<br />
αρχάγγελος Γαβριήλ 41 ολόσωμος, όρθιος, εν κινήσει, στραμμένος<br />
προς νότον και ατενίζων προς την Παρθένον Μαρίαν. Φορεί πο-<br />
38<br />
Χατζηδάκης, Ο κρητικός ζωγράφος Θεοφάνης, πίν. 68.<br />
39<br />
Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός ναός, σ. 29. Βολανάκης,<br />
Ο ναός του Αγίου Γεωργίου στο Βαθειακό, σ. 24-25.<br />
40<br />
Κατά Λουκάν 1,23-38. Γ. Χριστόπουλος-Ι. Μπαστιάς (επιμ.), Οι Θησαυροί<br />
της Μονής Πάτμου, Αθήναι 1988, σ. 310, πίν. 20. Βολανάκης, Ο βυζαντινός<br />
ναός του Αγίου Γεωργίου Βάρδα, σ. 49-50.<br />
41<br />
Το όνομα «Γαβριήλ» είναι θεωνυμικό και σημαίνει «άνθρωπος του Θεού».<br />
Πρβλ. Γαμαλιήλ, Δανιήλ, Εμμανουήλ, Ιεζεκιήλ, Ισμαήλ, Ισραήλ, Ιωήλ,<br />
Μιχαήλ, Ουριήλ, Ραγουήλ, Ραφαήλ, Ραχήλ, Σαλαθιήλ, Σαμουήλ, Φανουήλ,<br />
κλπ.
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />
209<br />
δήρη, χειριδωτό, κιτρίνου χρώματος χιτώνα, πορφυρόχρωμο ιμάτιο<br />
και ερυθρά υποδήματα. Φέρει κιτρίνου χρώματος πτέρυγες. Έχει<br />
υψωμένο το δεξί του χέρι σε στάση ομιλίας (Redengestus). Συνήθως<br />
άνωθεν του αρχαγγέλου Γαβριήλ υπάρχει γραπτή επιγραφή, η οποία<br />
έχει ως εξής: «Χαίρε, κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου. ...» 42 , η<br />
οποία στην περίπτωση αυτή δεν διατηρείται. Νότια της αψίδας παρίσταται<br />
η Παρθένος Μαρία ολόσωμος, όρθια, στραμμένη προς<br />
βορράν και ατενίζουσα τον αρχάγγελο Γαβριήλ. Φορεί ποδήρη, χειριδωτό,<br />
κυανόχρωμο χιτώνα και βαθυπόρφυρο μαφόριο. Συνήθως<br />
άνωθεν της Παναγίας υπάρχει η γραπτή επιγραφή: «Ιδού η δούλη<br />
Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου. ...» 43 , η οποία στην παρούσα<br />
περίπτωση δεν διατηρείται. Η μορφή αυτής είναι κατά ένα μεγάλο<br />
μέρος εξίτηλος ή ημιεξίτηλος.<br />
2. Η Γέννηση του Χριστού<br />
Στο ανατολικό διάχωρο του βορείου μισού της καμάρας του κυρίως<br />
ναού εικονίζεται μνημειώδης σύνθεση της Γεννήσεως του Χριστού<br />
στο σπήλαιον της Βηθλεέμ 44 . Στο βάθος της συνθέσεως παρίσταται<br />
βραχώδες τοπίον. Οι βράχοι είναι ισχυρώς σχηματοποιημένοι.<br />
Στο κέντρο της συνθέσεως εικονίζεται, ως συνήθως, η Θεοτόκος<br />
λεχώ, ημιανακεκλιμένη διαγωνίως, φέρουσα ποδήρη, χειριδωτό,<br />
πορφυρόχρωμο χιτώνα και βαθυπόρφυρο μαφόριο. Αριστερά της<br />
Παναγίας παρίσταται το Θείον Βρέφος, κείμενον στην φάτνη. Παραπλεύρως<br />
εικονίζονται βους και όνος 45 . Άνωθεν παρίσταται ο Ύμνος<br />
των Αγγέλων, στο μέσον και δεξιά, ως προς τον θεατή, εικονίζονται<br />
οι αγραυλούντες ποιμένες, ενώ κάτω και αριστερά εικονίζεται ο Ιωσήφ<br />
«διαπορών», αμφιβάλλων για την πατρότητα του παιδίου. Ο<br />
42<br />
Κατά Λουκάν 1,28.<br />
43<br />
Κατά Λουκάν 1,38.<br />
44<br />
Κατά Λουκάν 2,1-20. Διονύσιος ο εκ Φουρνά. Ερμηνεία, σ. 86. Κ. Καλοκύρης,<br />
Η Γέννησις του Χριστού εις την βυζαντινήν τέχνην της Ελλάδος, Αθήνα<br />
1956. Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός ναός, σ. 29-<br />
30. Ι. Βολανάκης, Ο ναός του Τιμίου Προδρόμου στο χωριό Άγιος Ιωάννης<br />
Χλιαρός Αμαρίου Ρεθύμνης, Αθήναι 1988, σ. 36-37. Βολανάκης, Ο βυζαντινός<br />
ναός του Αγίου Γεωργίου Βάρδα, σ. 50-54. Στο Βυζαντινό Μουσείο<br />
των Αθηνών φυλάσσεται μαρμάρινο ανάγλυφο, με την παράσταση της<br />
Γεννήσεως του Χριστού. Προέρχεται από την Νάξο και χρονολογείται<br />
στον 4ον-5ον αι. μ.Χ.<br />
45<br />
Ησαΐας 1,3: «Έγνω βους τον κτησάμενον και όνος την φάτνην του Κυρίου<br />
αυτού. Ισραήλ δε με ουκ έγνω και ο λαός μου με ου συνήκεν». Βολανάκης,<br />
Ο βυζαντινός ναός του Αγίου Γεωργίου Βάρδα, σ. 53.
210 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />
Εικ. 6.<br />
Η Μεταμόρφωση<br />
του Χριστού.<br />
μνήστωρ Ιωσήφ κάθεται επάνω σε ένα σκίμποδα, έχοντας γυρισμένη<br />
την πλάτη του προς την Θεοτόκον και το Θείον Βρέφος, ενώ στηρίζει<br />
την κεφαλήν του στο αριστερό του χέρι, σε ένδειξη περισκέψεως<br />
και έντονου προβληματισμού. Προ αυτού ίσταται ένας ποιμένας.<br />
Κάτω και δεξιά, ως προς τον θεατή, εικονίζεται η σκηνή του Λουτρού<br />
46 . Παρίσταται κυλινδρικού σχήματος λεκάνη, η οποία ομοιάζει<br />
με τις σημερινές κολυμβήθρες του βαπτίσματος. Παραπλεύρως<br />
46<br />
Οι απαρχές του θέματος αυτού θα πρέπει να αναζητηθούν στην Αίγυπτο.<br />
Ειδικώτερα στο Κοπτικό Μουσείο του Καΐρου φυλάσσεται μεγάλο, λίθινο<br />
ανάγλυφο (β΄ μισό του 4ου αι. μ.Χ.), με την παράσταση της Γεννήσεως<br />
του Χριστού και του Λουτρού του Θείου Βρέφους. Επίσης σε νωπογραφία<br />
του ναού του Αγίου Βαλεντίνου στη Ρώμη (8ου αι. μ.Χ.) εικονίζεται η<br />
σκηνή του Λουτρού του Θείου Βρέφους. Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου<br />
Αμαρίου Βυζαντινός ναός, σ. 30. Βολανάκης, Ο βυζαντινός ναός του<br />
Αγίου Νικολάου στα Μαριτσά, σ. 31-32. Βολανάκης, Ο βυζαντινός ναός<br />
του Αγίου Γεωργίου Βάρδα, σ. 53-54. Πρβλ. ψηφιδωτή παράσταση δαπέδου,<br />
στην οποία εικονίζεται το Λουτρό του Μεγάλου Αλεξάνδρου (Baalbek<br />
Museum, Beirut). A. Grabar, Christian Iconography. A study of its origins,<br />
Washington 1968, σ. 130, πίν. 314.
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />
211<br />
παρίσταται ολόσωμη, καθήμενη η μαία Σαλώμη, η οποία κρατεί το<br />
Θείον Βρέφος. Δίπλα εικονίζεται νεαρή θεραπαινίδα, η οποία συμπαρίσταται<br />
και επικουρεί. Η παράσταση της Γεννήσεως του Χριστού<br />
παρουσιάζει πολλές φθορές και απολεπίσεις.<br />
3. Η Μεταμόρφωση του Χριστού (εικ. 6)<br />
Στο ανατολικό διάχωρο του νοτίου μισού της καμάρας του κυρίως<br />
ναού και απέναντι ακριβώς από την παράσταση της Γεννήσεως,<br />
παρίσταται η Μεταμόρφωση του Χριστού επί του όρους Θαβώρ 47 .<br />
Η σύνθεση απαρτίζεται από δύο ζώνες.<br />
Στην άνω ζώνη, στο κέντρο της συνθέσεως και εντός ελλειψοειδούς<br />
δόξας εικονίζεται ο μεταμορφούμενος Ιησούς Χριστός. Παρίσταται<br />
ολόσωμος, όρθιος, μετωπικός, ακτινοβολών θείον φως 48 .<br />
Ο Χριστός φορεί ποδήρη, χειριδωτό, λευκόχρωμο χιτώνα και επίσης<br />
λευκόχρωμο, πλούσια πτυχούμενον ιμάτιο. Ευλογεί με το δεξί<br />
Του χέρι και κρατεί ανοικτό κώδικα ευαγγελίου, τον Νέον Νόμον,<br />
με το αριστερό. Δεξιά του Χριστού εικονίζεται ο Προφήτης Ηλίας,<br />
ο οποίος φέρει ποδήρη, χειριδωτό, φαιού χρώματος χιτώνα και<br />
πλούσια πτυχούμενον κυανόχρωμο ιμάτιον. Παρίσταται ως γέρων,<br />
με κεκαμμένο το σώμα σε ένδειξη σεβασμού. Αριστερά του Χριστού<br />
παρίσταται ο Προφήτης Μωϋσής, ο οποίος εικονίζεται με νεανικά<br />
χαρακτηριστικά. Φέρει ποδήρη, χειριδωτό, ερυθρόχρωμο χιτώνα<br />
και επίσης ερυθρού χρώματος, πλούσια πτυχούμενον ιμάτιον. Και<br />
με τα δυο του χέρια κρατεί τις πλάκες του Νόμου. Αμφότεροι, Ηλίας<br />
και Μωυσής είναι στραμμένοι προς το κέντρον της συνθέσεως και<br />
προσβλέπουν προς τον μεταμορφούμενον Κύριον.<br />
Στην κάτω ζώνη παρίστανται οι τρεις απόστολοι, Πέτρος, Ιάκωβος<br />
και Ιωάννης, οι οποίοι παρευρίσκοντο κατά την Μεταμόρφωση. 49<br />
Και οι τρεις είναι πεσμένοι πρηνείς επί του εδάφους, έκθαμβοι από<br />
όλα όσα συμβαίνουν. Στο βάθος της συνθέσεως παρίσταται βραχώδες<br />
τοπίο, οι βράχοι του οποίου είναι πολύ σχηματοποιημένοι.<br />
47<br />
Κατά Ματθαίον 17,1-10. Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός<br />
ναός, σ. 34-35.<br />
48<br />
Δεν είναι τυχαίο, ότι δίδεται ενταύθα ιδιαίτερη σημασία στην παράσταση<br />
της Μεταμορφώσεως του Χριστού. Ο ναός της Αγίας Μαρίνας και οι τοιχογραφίες<br />
του ανάγονται στον 14ον αι. και όπως γνωρίζομε, η εποχή<br />
αυτή χαρακτηρίζεται από την κίνηση των Ησυχαστών, με προεξάρχοντα<br />
τον Γρηγόριο Παλαμά και τους μοναχούς του Αγίου Όρους, με κεντρική<br />
τη θεωρία του ακτίστου φωτός.<br />
49<br />
Κατά Ματθαίον 17,1-2.
212 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />
Εικ. 7.<br />
Η εις Άδου Κάθοδος.<br />
4. Η Σταύρωση του Χριστού<br />
Στο δυτικό διάχωρο του νοτίου μισού<br />
της καμάρας του κυρίως ναού εικονίζεται η<br />
Σταύρωση του Χριστού στον Γολγοθά 50 . Στο<br />
κέντρον της συνθέσεως παρίσταται ο Ιησούς<br />
Χριστός προσηλωμένος επί του ξύλου<br />
του σταυρού. Το σώμα Του είναι ημίγυμνο.<br />
Φέρει βραχύ περίζωμα φαιού χρώματος<br />
προς κάλυψη της αιδούς. Δεξιά Αυτού παρίσταται<br />
η Θεοτόκος, η οποία συνοδεύεται<br />
από όμιλον γυναικών (Κατά Ματθαίον 27,<br />
55-56). Η Παναγία φορεί ποδήρη, χειριδωτό,<br />
ερυθρόχρωμο χιτώνα και βαθυπόρφυρο<br />
μαφόριο. Αριστερά του Χριστού ίσταται<br />
ο αγαπημένος μαθητής του Κυρίου, ο<br />
Απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος και πίσω<br />
από αυτόν εικονίζεται ο Εκατόνταρχος Λογγίνος<br />
(Κατά Ματθαίον 27, 54). Εκατέρωθεν<br />
του σταυρού παρίσταται ανά ένας στρατιώτης.<br />
Οι στρατιώτες αυτοί προσφέρουν στον<br />
Ιησούν «όξος και χολήν» 51 . Ο σταυρός στη-<br />
50<br />
Κατά Ματθαίον 27,33-37. Κατά Μάρκον 15,<br />
21-41. Κατά Λουκάν 23,33-49. Κατά Ιωάννην<br />
19,16-30. G. Millet, Recherches sur l’iconographie<br />
de l’Évangile aux XIVe, XVe et XVIe<br />
siècles d’après les monuments de Mistra, de la<br />
Macédoine et du Mont-Athos, Paris 1960, σ.<br />
396 κ.ε. Μ. Μπορμπουδάκης (επιμ.), Εικόνες<br />
της Κρητικής Τέχνης (από τον Χάνδακα ως την<br />
Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη), Ηράκλειο<br />
1993, πίν. 1. Χριστόπουλος-Μπαστιάς, Οι<br />
Θησαυροί της Μονής Πάτμου, σ. 136, πίν. 9.<br />
Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός<br />
ναός, σ. 35-36. Βολανάκης, Ο ναός<br />
του Αγίου Γεωργίου στο Βαθειακό, σ. 37. Βολανάκης,<br />
Ο βυζαντινός ναός του Αγίου Γεωργίου<br />
Βάρδα, σ. 64-66.<br />
51<br />
Κατά Ματθαίον 27,34: «Έδωκαν αυτώ πιείν<br />
όξος μετά χολής μεμιγμένον». Κατά Ματθαίον<br />
27,48: «Και ευθέως δραμών εις εξ αυτών και<br />
λαβών σπόγγον πλήσας τε όξους και περιθείς<br />
καλάμω επότιζεν αυτόν».
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />
213<br />
ρίζεται επί του Γολγοθά. Κάτωθεν αυτού παρίσταται σπηλαιώδης<br />
κοιλότητα, εντός της οποίας ευρίσκεται το κρανίον του Αδάμ, του<br />
προπάτορος του ανθρωπίνου γένους. Το αίμα του Κυρίου, σύμφωνα<br />
με την διδασκαλία της Εκκλησίας, εξήλειψε το προπατορικόν αμάρτημα,<br />
το οποίον εβάρυνε ολόκληρον το ανθρώπινον γένος. Δεξιά<br />
και αριστερά του σταυρού εικονίζεται ανά ένας ιπτάμενος άγγελος.<br />
5. Η Ανάσταση (εις Άδου Κάθοδος) του Χριστού (εικ. 7)<br />
Στο δυτικό τμήμα του βορείου μισού της καμάρας του κυρίως<br />
ναού παρίσταται η Εις Άδου Κάθοδος του Χριστού 52 , ήτοι η Ανάσταση,<br />
σύμφωνα με την βυζαντινή αγιογραφία 53 . Στο κέντρο της<br />
συνθέσεως εικονίζεται ο Ιησούς Χριστός ολόσωμος, όρθιος, μετωπικός,<br />
φέρων ένσταυρο φωτοστέφανο. Φορεί ποδήρη, χειριδωτό,<br />
πορφυρόχρωμο χιτώνα και βαθυπόρφυρο, πλούσια πτυχούμενον<br />
ιμάτιο. Ο Χριστός πατεί επί των πυλών του Άδου, τις οποίες συνέτριψε<br />
διά του θανάτου και της αναστάσεώς του 54 . Με το δεξί Του<br />
χέρι κρατεί τον προπάτορα του ανθρωπίνου γένους Αδάμ και με το<br />
αριστερό Του την προμήτορα του ανθρωπίνου γένους Εύα και συνεγείρει<br />
αυτούς εκ των νεκρών. Με το αριστερό Αυτού χέρι κρατεί<br />
σταυρόν αναστάσεως 55 . Εκατέρωθεν του Χριστού εικονίζονται οι Δίκαιοι<br />
της Παλαιάς Διαθήκης, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο εκ δεξιών<br />
του Χριστού συσταυρωθείς Ληστής (Κατά Λουκάν 23,39-43).<br />
6. Η Ανάληψη του Χριστού<br />
Στην καμάρα του Ιερού Βήματος και πάνω από την Αγία Τράπεζα<br />
εικονίζεται ως συνήθως και όπως ήδη ανεφέρθη, μνημειώδης παράσταση<br />
της Αναλήψεως 56 . Στο κέντρο της συνθέσεως και εντός<br />
52<br />
Α' Επιστολή Πέτρου 3,18-20. Ι. Καρμίρης, Η εις Άδου Κάθοδος του Χριστού,<br />
Αθήναι 1939, σ. 9 κ.ε. Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός<br />
ναός, σ. 36-37, πίν. 23 α . Βολανάκης, Ο ναός του Αγίου Γεωργίου στο<br />
Βαθειακό, σ. 39. Βολανάκης, Ο βυζαντινός ναός του Αγίου Γεωργίου Βάρδα,<br />
σ. 66-69.<br />
53<br />
Μ. Χατζηδάκης, Εικόνες της Πάτμου. Ζητήματα της βυζαντινής και μεταβυζαντινής<br />
ζωγραφικής, Αθήνα 1977, πίν. 143.<br />
54<br />
Χατζηδάκης, Εικόνες της Πάτμου, πίν. 194. Πρβλ. με τον αναστάσιμον κανόνα<br />
της Κυριακής του Πάσχα, ωδή στ', ειρμός: «Κατήλθες εν τοις κατωτάτοις<br />
της γης και συνέτριψας μοχλούς αιωνίους ...». Πεντηκοστάριον, έκδ.<br />
Αποστ. Διακ. Εκκλ. Ελλ., Αθήνα 1959, σ. 3.<br />
55<br />
Χριστόπουλος-Μπαστιάς, Οι Θησαυροί της Μονής Πάτμου, σ. 309, πίν. 19.<br />
56<br />
Κατά Λουκάν 24,50-53. Πράξεις Αποστολών 1,9-11. Ν. Γκιολές, Η Ανάληψις<br />
του Χριστού βάσει των μνημείων της Α' χιλιετηρίδος, Αθήνα 1981, σ.<br />
21 κ.ε. Ντ. Μουρίκη, Τα ψηφιδωτά της Νέας Μονής Χίου, Αθήνα 1985, τ.<br />
Α', σ. 204-206, τ. Β', πίν. 108-111 και πίν. 274-279.
214 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />
κυκλικής δόξας παρίσταται ολόσωμος, ένθρονος, μετωπικός ο αναλαμβανόμενος<br />
στους ουρανούς Κύριος. Η δόξα φέρεται υπό τεσσάρων<br />
ολοσώμων, ιπταμένων αγγέλων 57 . Φορεί ποδήρη, χειριδωτό,<br />
ερυθρόχρωμο χιτώνα και πορφυρό ιμάτιον. Ευλογεί με το δεξί Του<br />
χέρι και κρατεί συνεπτυγμένο ειλητάριο με το αριστερό. Εκατέρωθεν<br />
του Χριστού και σε δύο ημιχόρια εικονίζονται ανά έξι οι απόστολοι.<br />
Στο νότιο ημιχόριο παρίσταντο έξι απόστολοι ολόσωμοι, όρθιοι,<br />
φέροντες ποδήρεις, χειριδωτούς χιτώνες και πλούσια πτυχούμενα<br />
ιμάτια. Στο μέσον αυτών εικονίζετο ένας Αρχάγγελος. Η παράσταση<br />
είναι πολύ αλλοιωμένη από τον χρόνο, την υγρασία και τις άστοχες<br />
ανθρώπινες επεμβάσεις κατά το παρελθόν. Στο βόρειο ημιχόριο<br />
εικονίζονται έξι απόστολοι ολόσωμοι, όρθιοι, οι οποίοι φορούν<br />
ποδήρεις, χειριδωτούς χιτώνες και ιμάτια. Στο μέσον αυτών παρίσταται<br />
η Θεοτόκος ολόσωμος, όρθια, μετωπική, έχουσα τα χέρια<br />
υψωμένα σε στάση δεήσεως 58 . Φορεί ποδήρη, χειριδωτό, ερυθρόχρωμο<br />
χιτώνα και βαθυπόρφυρο μαφόριο. Δίπλα από την Παναγία<br />
παρίσταται ένας Αρχάγγελος 59 .<br />
7. Η Κοίμηση της Θεοτόκου<br />
Στην άνω ζώνη της δυτικής πλευράς του κυρίως ναού εικονίζεται,<br />
ως συνήθως 60 , η Κοίμηση της υπεραγίας Θεοτόκου 61 . Στον κάθετο<br />
άξονα της συνθέσεως παρίσταται ολόσωμος, όρθιος, μετωπικός<br />
ο Ιησούς Χριστός 62 . Το πρόσωπό Του είναι ωοειδές, οι οφθαλμοί<br />
57<br />
Βολανάκης, Ο ναός του Αγίου Γεωργίου στο Βαθειακό, σ. 41. Βολανάκης,<br />
Ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Ασκληπιείο, σ. 16.<br />
58<br />
Είναι αξιοσημείωτο ότι πιθανώτατα κατά την Ανάληψη του Χριστού δεν<br />
παρίστατο η Θεοτόκος. Ο αγιογράφος δεν ενδιαφέρεται τόσον για την<br />
απόδοση ιστορικών λεπτομερειών, όσον για την έκφραση θεολογικών<br />
νοημάτων. Η απεικόνιση στη σύνθεση της Αναλήψεως συμβολίζει, κατά<br />
μίαν άποψη, την εκκλησία. Κατά μίαν άλλη άποψη διά της απεικονίσεως<br />
της Παναγίας στη θέση αυτή, τονίζεται η σημασία του προσώπου στο<br />
απολυτρωτικό έργο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους.<br />
59<br />
Βολανάκης, Ο ναός του Αγίου Γεωργίου στο Βαθειακό, σ. 42.<br />
60<br />
Βολανάκης, Ο βυζαντινός ναός του Αγίου Γεωργίου Βάρδα, σ. 72-74. Ι. Βολανάκης,<br />
Οι τοιχογραφίες του ναού των Αγίων Θεοδώρων Αρχαγγέλου Ρόδου,<br />
Ρόδος 1982, σ. 38-41. Βολανάκης, Ο βυζαντινός ναός του Αγίου Νικολάου<br />
στα Μαριτσά, σ. 38.<br />
61<br />
Ξυγγόπουλος, Σχεδίασμα θρησκευτικής ζωγραφικής, σ. 44-45. Α. Ορλάνδος,<br />
Αρχείον των Βυζαντινών μνημείων της Ελλάδος, τ. 6, Αθήνα 1948, σ. 131-<br />
132. Μπορμπουδάκης, Εικόνες της Κρητικής Τέχνης, πίν. 87. Βολανάκης,<br />
Ο εις Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός ναός, σ. 41-42, πίν. 26-27.<br />
62<br />
K. Gallas, Rhodos. Eine der sonnenreichsten Inseln des Mittelmeeres-ihre Ge-
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />
215<br />
αμυγδαλωτοί, η μύτη ευθεία, το στόμα μικρό, το πηγούνι στρογγύλο.<br />
Φέρει πλούσια, καστανή κόμη και επίσης καστανόχρωμο γένειο.<br />
Ισχυρός λαιμός στηρίζει το κεφάλι στον κορμό του σώματος, ενώ<br />
το πρόσωπο περιβάλλεται με ένσταυρο φωτοστέφανο. Ο Ιησούς<br />
φορεί ποδήρη, χειριδωτό, ερυθρόχρωμο χιτώνα και επίσης ερυθρόχρωμο,<br />
πλούσια πτυχούμενο ιμάτιο. Στην αριστερή Του αγκάλη<br />
φέρει την ψυχή της Παναγίας, η οποία εικονίζεται ως βρέφος σπαργανωμένο<br />
63 . Στον οριζόντιο άξονα της συνθέσεως εικονίζεται η Θεοτόκος,<br />
η οποία φορεί ποδήρη, χειριδωτό, ερυθρού χρώματος χιτώνα<br />
και βαθυπόρφυρο μαφόριο. Παρίσταται κείμενη σε ύπτια θέση<br />
επί της νεκρικής κλίνης, έχουσα το κεφάλι προς τα αριστερά, ως<br />
προς τον θεατή και τα πόδια προς τα δεξιά. Επίσης έχει τα χέρια<br />
σταυρωμένα επί του στήθους. Εκατέρωθεν του Χριστού και της Παναγίας<br />
εικονίζονται ιεράρχες και οι δώδεκα απόστολοι, οι οποίοι<br />
με έκφραση συγκρατημένης λύπης και βαθυτάτου σεβασμού, περιβάλλουν<br />
το σκήνωμα της Θεοτόκου. Επίσης παρίσταται ο Ιωάννης<br />
ο Θεολόγος, ο οποίος ασπάζεται τα άκρα των ποδών της Παναγίας.<br />
Σκηνές από τον βίο και το μαρτύριο της αγίας Μαρίνας<br />
Ο Βίος της αγίας Μαρίνας εγράφη από τον στρατιώτη Θεότιμον,<br />
ο οποίος έφερε τροφή στην αγία κατά την παραμονή της στο δεσμωτήριο.<br />
Το κείμενο του Βίου σώζεται σε αρκετά χειρόγραφα, τα<br />
αρχαιότερα των οποίων ανάγονται στον 9ον αιώνα 64 .<br />
Η αγία παρθενομάρτυς Μαρίνα 65 –σύμφωνα με την συναξαριακή<br />
παράδοση– εγεννήθη στη μικρή πόλη Αντιόχεια της Πισιδίας<br />
schichte, Kultur und Landschaft, Köln 1984, σ. 284. Βολανάκης, Ο βυζαντινός<br />
ναός του Αγίου Γεωργίου Βάρδα, σ. 73.<br />
63<br />
M. Bissinger, Kreta. Byzantinische Wandmalerei, München 1995, σ. 366,<br />
πίν. 204. Χατζηδάκης, Εικόνες της Πάτμου, πίν. 155. Χριστόπουλος-Μπαστιάς,<br />
Οι Θησαυροί της Μονής Πάτμου, σ. 137, πίν. 10.<br />
64<br />
F. Halkin, Bibliotheca Hagiographica Graeca, τ. 2, Bruxelles 1957, σ. 84-86.<br />
65<br />
Το όνομα «Μαρίνα, η», είναι λατινικής προελεύσεως. Προέρχεται από<br />
την λέξη «mare-maris» (θάλασσα) και το όνομα “Marina”, μεταφράζεται<br />
στα ελληνικά ως «Θαλασσία» ή «Θαλασσινή». Υπό ορισμένων ερευνητών<br />
πιστεύεται, ότι η αγία Μαρίνα, η οποία τιμάται υπό των χριστιανών, είναι<br />
μεταλλαγή της “Venus Marina”, ήτοι είναι μία αγία της θάλασσας. Τ. Αλμπάνη,<br />
Οι τοιχογραφίες του ναού της Αγίας Μαρίνας στον Μουρνέ της<br />
Κρήτης. Ένας άγνωστος βιογραφικός κύκλος της αγίας Μαρίνας, ΔΧΑΕ,<br />
περίοδος Δ', τ. ΙΖ΄ (1993-1994), σ. 215. H. Delehaye, Les Légendes hagiographiques,<br />
Bruxelles 1927, σ. 186-194.
216 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />
της Μικράς Ασίας, επί της εποχής του αυτοκράτορα Αυρηλίου Κλαυδίου<br />
(268-270 μ.Χ.) 66 . Αμέσως μετά την γέννησή της, ή κατ΄ άλλους<br />
σε μικρή ηλικία, η Μαρίνα εστερήθηκε της μητέρας της. Ο πατέρας<br />
αυτής Αιδέσιος, κατήγετο από οικογένεια ευγενών και ήτο επιφανής<br />
πολίτης της περιοχής και ιερεύς αρχαίων θεών. Εκείνος ενεπιστεύθη<br />
σε μίαν γυναίκα την ανατροφή της θυγατέρας του Μαρίνας.<br />
Η Μαρίνα εγνώρισε ενωρίς, μέσω της τροφού αυτής, τον χριστιανισμό<br />
και αφού κατηχήθηκε, εδέχθη το χριστιανικό βάπτισμα.<br />
Σε ηλικία περίπου δεκαεπτά ετών η Μαρίνα οδηγήθηκε ενώπιον<br />
του επάρχου της περιοχής, Ολυμβρίου, ο οποίος προσεπάθησε να<br />
την πείσει να αρνηθεί την χριστιανική θρησκεία και να επανέλθει<br />
στην λατρεία των αρχαίων θεών. Επίσης ο Ολύμβριος «ηράσθη<br />
αυτής» και ηθέλησε να την λάβει ως σύζυγόν του 67 . Οι υποσχέσεις<br />
και οι απειλές του Επάρχου δεν κατώρθωσαν να μεταπείσουν την<br />
νεαράν Μαρίνα. Διά τούτο και εβασανίσθη αρχικά και στη συνέχεια<br />
ερρίφθηκε στο δεσμωτήριο. Αργότερα οδηγήθηκε για δεύτερη φορά<br />
ενώπιον του ηγεμόνος, ακολούθησαν νέες υποσχέσεις και απειλές,<br />
αλλά και νέα άρνηση αυτής. Ακολούθησαν φρικτώτερα μαρτύρια<br />
και οδηγήθηκε για δεύτερη φορά στο δεσμωτήριο. Τότε ο Διάβολος,<br />
προκειμένου να πειράξει την Μαρίνα, έλαβε την μορφή φοβερού<br />
δράκοντος, ο οποίος έβγαζε «πυρ και φλόγα» από το στόμα αυτού 68 ,<br />
και όρμησε κατά της Μαρίνας, για να την κατατρομάξει. Εκείνη<br />
όμως ανεθάρρησε και διά της προσευχής κατετρόπωσε τον Διάβολο.<br />
«Είτα αχθείσα εκείθεν και ερωτηθείσα και ασάλευτον την εις Χριστόν<br />
ομολογίαν φυλάττουσα, την κεφαλήν απετμήθη» 69 .<br />
Η αγία Μαρίνα αποτελεί μία από τις πλέον δημοφιλείς μορφές<br />
της βυζαντινής αγιολογίας και αγιογραφίας και περιλαμβάνεται συχνά<br />
στο εικονογραφικό πρόγραμμα των βυζαντινών ναών. Απεικονίζεται,<br />
66<br />
Ευ. Π. Λέκκος, Αγία Μαρίνα η Μεγαλομάρτυς. Βίος και Παρακλητικός Κανόνας,<br />
άνευ τόπου και χρον. εκδ., σ. 4 κ.ε.<br />
67<br />
Β. Γιαννόπουλος, «Μαρίνα Παρθενομάρτυς», ΘΗΕ, τ. 8, Αθήνα 1966, στ.<br />
729, «του Ολυμβρίου … ερασθέντος (αυτής) και εις γυναίκα έχειν σπουδάσαντος».<br />
68<br />
Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Εικόνες του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών,<br />
Αθήναι 1998, σ. 290-291.<br />
69<br />
H. Delehaye, Synaxarium Ecclesiae Constantinopolitanae, Bruxelles 1902,<br />
σ. 826. Γιαννόπουλος, «Μαρίνα Παρθενομάρτυς», στ. 729-730. Γ. Γ.<br />
Σταυρονικητιανός, Γρηγόριος Κύπριος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως<br />
(1283-1289). Εγκωμιαστικός Λόγος εις Αγίαν Μαρίναν, Γρηγόριος Παλαμάς<br />
19 (1935), σ. 189-200 και 227-239.
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />
217<br />
είτε ως μεμονωμένο πρόσωπο (προσωπογραφία της αγίας), είτε σε<br />
παράσταση, η οποία εικονίζει την πάλη της με τον Βεελζεβούλ.<br />
Στο νότιο και το βόρειο μισό της καμάρας του ναού της Αγίας<br />
Μαρίνας Παναγιάς Πεδιάδος και ακριβώς κάτω από τις συνθέσεις<br />
του Δωδεκαόρτου εικονίζονται ανά τέσσερεις, ήτοι συνολικά οκτώ<br />
σκηνές από τον Βίο και το Μαρτύριο της Αγίας Μαρίνας 70 .<br />
Στους τοιχογραφημένους μεσαιωνικούς ναούς της Κρήτης σε<br />
ολιγάριθμα μόνο γνωστά μνημεία απαντούν αντίστοιχες σκηνές. 71<br />
Στον ναόν της Αγίας Μαρίνας, ο οποίος ευρίσκεται στον οικισμό<br />
«Μουρνέ, η», της πρώην επαρχίας Αγίου Βασιλείου, του νομού Ρεθύμνης<br />
απαντούν σκηνές από τον Βίο και το Μαρτύριο της αγίας<br />
Μαρίνας (αρχών 14ου αι.) 72 . Στον ναόν της Αγίας Μαρίνας, ο<br />
οποίος ευρίσκεται στο νεκροταφείο του οικισμού «Καλογέρου, στου»,<br />
του Δήμου Συβρίτου, της πρώην επαρχίας Αμαρίου, του νομού Ρεθύμνης,<br />
διατηρούνται ορισμένες σκηνές στο νότιο μισό της καμάρας<br />
του κυρίως ναού (1303 μ.Χ.) 73 . Στον ναόν της Αγίας Μαρίνας στον<br />
οικισμό «Ραβδούχα, η», της πρώην επαρχίας Κισάμου, του νομού<br />
Χανίων σώζονται δύο, όχι καλώς διατηρημένες, σκηνές από ένα<br />
ευρύτερο εικονογραφικό κύκλο της αγίας Μαρίνας (τελευταίο τέταρτο<br />
13ου αι.) 74 .<br />
Στους τοιχογραφημένους μεσαιωνικούς ναούς της Κρήτης απαντούν<br />
σκηνές από το βίο και το μαρτύριο ορισμένων μαρτύρων της<br />
χριστιανικής πίστεως. Ενδεικτικά αναφέρουμε παραδείγματα για<br />
τον άγιο Γεώργιο, την αγία Παρασκευή και την αγία Πελαγία. Σχεδόν<br />
σε όλους τους οικισμούς της νήσου απαντούν ναοί, οι οποίοι είναι<br />
αφιερωμένοι στον άγιον Γεώργιον τον Τροπαιοφόρον και Μεγαλο-<br />
70<br />
Μ. Λαγγής, Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήνα 1976,<br />
σ. 311-320.<br />
71<br />
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά στην «Ερμηνεία της Ζωγραφικής<br />
Τέχνης» δεν αναφέρεται σε εικονογραφικό κύκλο με σκηνές από<br />
τον Βίο και το Μαρτύριο της Αγίας Μαρίνας.<br />
72<br />
Αλμπάνη, Οι τοιχογραφίες του ναού της Αγίας Μαρίνας, σ. 211-221.<br />
73<br />
Αλμπάνη, Οι τοιχογραφίες του ναού της Αγίας Μαρίνας, σ. 213. Τον<br />
ναόν επισκέφθηκε ο γράφων την 6η Φεβρουαρίου 2009. Πρόκειται για<br />
μικρών διαστάσεων μονόχωρο, καμαροσκέπαστο οικοδόμημα, οι εσωτερικές<br />
επιφάνειες του οποίου καλύπτονται με τοιχογραφίες. Σύμφωνα με<br />
την σωζόμενη γραπτή, κτητορική επιγραφή, ο ναός ανηγέρθη και αγιογραφήθηκε<br />
κατά το έτος ͵ςωη΄ (= 6808) από κτίσεως κόσμου, ήτοι το<br />
1300 μ.Χ.<br />
74<br />
Αλμπάνη, Οι τοιχογραφίες του ναού της Αγίας Μαρίνας, σ. 213-215.
218 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />
μάρτυρα 75 . Σε όσους από τους ναούς αυτούς υπάρχουν τοιχογραφίες,<br />
είναι πολύ συνηθισμένο ανάμεσά τους να απεικονίζονται σκηνές<br />
από τον Βίον και το Μαρτύριον του αγίου Γεωργίου 76 .<br />
Σε μεσαιωνικούς ναούς της Κρήτης, οι οποίοι είναι αφιερωμένοι<br />
στην αγία Παρασκευή, απαντούν ενίοτε σκηνές από τον Βίον<br />
και το Μαρτύριόν της. Στον ναόν της Αγίας Παρασκευής, ο οποίος<br />
ευρίσκεται εντός του οικισμού της Επισκοπής Πεδιάδος, του νομού<br />
Ηρακλείου, ειδικώτερα στην καμάρα του κυρίως ναού και στη θέση<br />
των συνθέσεων του Δωδεκαόρτου, απαντά ολόκληρος κύκλος με<br />
εικοσιδύο συνθέσεις από τον Βίον και το Μαρτύριον της Αγίας Παρασκευής.<br />
Στον μεσαιωνικόν ναόν της Αγίας Πελαγίας 77 , στην Άνω Βιάννο<br />
του νομού Ηρακλείου, απαντούν σκηνές από τον Βίον και το Μαρτύριον<br />
της αγίας Πελαγίας, μοναδικό γνωστό παράδειγμα διά ολόκληρη<br />
την Κρήτη 78 .<br />
Στο Βυζαντινό Μουσείο των Αθηνών φυλάσσεται μία ξύλινη,<br />
φορητή εικόνα της αγίας Μαρίνας (διαστ. 1,04 x 0,745 μ., Τα.<br />
749), η οποία προέρχεται από την Μικρά Ασία 79 . Στο κέντρο της<br />
συνθέσεως εικονίζεται η αγία ολόσωμος, όρθια, στραμμένη προς<br />
τα αριστερά, ως προς τον θεατή. Με το αριστερό της χέρι κρατεί<br />
75<br />
Ο μεγαλομάρτυς Γεώργιος είναι ο πλέον δημοφιλής άγιος της Ορθοδόξου<br />
Εκκλησίας. Τούτο οφείλεται μεταξύ άλλων και στα εξής: α) Είναι εκπρόσωπος<br />
της νεότητος, της ωραιότητος, της ανδρείας, του θάρρους και της<br />
ευγένειας· β) ενσαρκώνει τις δυνάμεις του αγαθού, οι οποίες μάχονται<br />
εναντίον των δυνάμεων του κακού και τις κατανικούν.<br />
76<br />
Διονύσιος ο εκ Φουρνά. Ερμηνεία, σ. 184-185. M. Borboudakis-K. Gallas-<br />
K. Wessel, Byzantinisches Kreta, München 1983, σ. 90, πίν. 90· σ. 107-<br />
109· σ. 233, πίν. 187· σ. 453-455, πίν. 429. Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου<br />
Αμαρίου Βυζαντινός ναός, σ. 47-49, 58. Βολανάκης, Ο ναός του<br />
Αγίου Γεωργίου στο Βαθειακό, σ. 44-49.<br />
77<br />
Borboudakis-Gallas-Wessel, Byzantinisches Kreta, ό.π., σ. 450-453. Για<br />
απλή απεικόνιση της αγίας στον ναό της Παναγίας στην Αγία Παρασκευή<br />
Αμαρίου βλ. ό.π., σ. 133, πίν. 80.<br />
78<br />
Ως ένα παράδειγμα εκτός Κρήτης, στο νεκροταφείο του οικισμού Γεννάδι<br />
της νήσου Ρόδου διατηρείται ο ναός της Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας,<br />
ο οποίος έχει κτισθεί επί των ερειπίων μίας τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής<br />
βασιλικής. Ο ναός είναι κατάγραφος εσωτερικά. Μεταξύ άλλων διασώζεται<br />
ολόκληρος εικονογραφικός κύκλος με σκηνές από τον Βίο και το Μαρτύριο<br />
της αγίας Αναστασίαςς. Ι. Βολανάκης, Τα παλαιοχριστιανικά μνημεία της<br />
Δωδεκανήσου. Αφιέρωμα εις τον Μητροπολίτην Ρόδου κ. κ. Σπυρίδωνα, επί τη<br />
συμπληρώσει τεσσαράκοντα ετών αρχιερατείας, Αθήναι 1988, σ. 331.<br />
79<br />
Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Εικόνες του Βυζαντινού, σ. 290-291.
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />
219<br />
τον κερασφόρο Διάβολο από τα μαλλιά της κεφαλής και με το δεξί<br />
κρατεί σιδερένιο σφυρί, με το οποίο είναι έτοιμη να πλήξει αυτόν<br />
στην κεφαλή. Άνω και αριστερά προβάλλει η μορφή του Ιησού<br />
Χριστού από τα σύννεφα και ευλογεί την Μαρίνα. Άνω και δεξιά<br />
προβάλλει από τον ουρανό ένας άγγελος, ο οποίος φέρει έναν στέφανον<br />
προς την Μαρίνα. Στην κάτω ζώνη της εικόνας παρίστανται<br />
τέσσερεις σκηνές από τον Βίο και το Μαρτύριό της, ήτοι (από αριστερά<br />
προς τα δεξιά): 1) «Η αγία τύπτεται την κεφαλήν»· 2) «η αγία<br />
ραβδίζεται την ράχιν»· 3) «η αγία παρίσταται τω βασιλεί»· 4) «η<br />
αγία τέμνεται την κεφαλήν». Κάτω και δεξιά της εικόνας διατηρείται<br />
γραπτή, δίστιχη, μικρογράμματη επιγραφή, η οποία έχει ως εξής:<br />
«1857, Μαρτίου 23 | χείρ Λαζάρου».<br />
Στον ναόν της Αγίας Μαρίνας Παναγιάς Πεδιάδος απεικονίζονται<br />
οκτώ συνθέσεις ξεκινώντας από βόρειο μισό της καμάρας (από Δ.<br />
προς Α.):<br />
1. Η αγία Μαρίνα πειράζεται υπό του Διαβόλου (εικ. 8)<br />
Αριστερά, ως προς τον θεατή, παρίσταται η αγία Μαρίνα ολόσωμος,<br />
στραμμένη προς τα δεξιά. Φορεί φαιού χρώματος ποδήρη,<br />
χειριδωτό χιτώνα, πορφυρό ιμάτιο και βαθυπόρφυρο μαφόριο.<br />
Εικ. 8.<br />
Η αγία Μαρίνα<br />
πειράζεται υπό<br />
του Διαβόλου.
220 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />
Εικ. 9.<br />
Η αγία Μαρίνα<br />
στο δεσμωτήριο.<br />
Προτείνει το δεξί της χέρι προς τα εμπρός και έχει υψωμένο το αριστερό<br />
της χέρι σε στάση δεήσεως. Δεξιά της συνθέσεως εικονίζεται<br />
ο Διάβολος, ο οποίος έχει λάβει την μορφή όφεως και έχει περιτυλιχθεί<br />
στον κορμό ενός κυλινδρικού αρραβδώτου κίονα. Σύμφωνα<br />
με την υπάρχουσα συναξαριακή παράδοση, ο Διάβολος μετεμορφώθη<br />
σε φοβερό Δράκοντα, ο οποίος έβγαζε «πυρ και φλόγα» από<br />
το στόμα, διά να πανικοβάλει την Μαρίνα, η οποία διά της προσευχής<br />
της κατενίκησε αυτόν 80 . Η σύνθεση περατούται προς τα επάνω<br />
σε δύο τόξα και το βάθος αυτής είναι βαθυκύανο.<br />
2. Η αγία Μαρίνα στο δεσμωτήριο (εικ. 9)<br />
Ανατολικά της προηγούμενης συνθέσεως παρίσταται η αγία<br />
Μαρίνα στο δεσμωτήριο 81 . Εικονίζεται αριστερά, ως προς τον θεατή,<br />
ολόσωμος, στραμμένη προς τα αριστερά. Φορεί ποδήρη, χειριδωτό,<br />
φαιόχρωμο χιτώνα, πορφυρόχρωμο ιμάτιο και βαθυπόρφυρο μαφόριο.<br />
Στο δεξιό τμήμα της συνθέσεως η αγία επίσης παρίσταται<br />
γονυπετής επί του εδάφους να προσεύχεται. Άνω και δεξιά εικονί-<br />
80<br />
Λαγγής, Ο Μέγας Συναξαριστής, σ. 314-315. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Εικόνες<br />
του Βυζαντινού, σ. 290-291.<br />
81<br />
Λαγγής, Ο Μέγας Συναξαριστής, σ. 314.
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />
221<br />
ζεται ένας άγγελος, ο οποίος προβάλλει από τα σύννεφα και με το<br />
δεξί του χέρι ευλογεί και ενισχύει την Μαρίνα. Μπροστά από τον<br />
άγγελο διατηρούνται τα λείψανα γραπτής, δίστιχης, μεγαλογράμματης<br />
επιγραφής, η οποία έχει ως εξής: «... ΚΩ | ... ΝΑ [...]». Η σύνθεση<br />
περατούται προς τα άνω σε ένα τόξο.<br />
3. Η συνάντηση του άρχοντος Ολυμβρίου μετά της αγίας Μαρίνας<br />
Αριστερά, ως προς τον θεατή, εικονίζεται ολόσωμος ο έπαρχος<br />
της περιοχής Ολύμβριος. Φορεί πολυτελή ενδύματα και φέρει<br />
στέμμα επί της κεφαλής αυτού. Κάθεται επάνω σε μία άμαξα, η<br />
οποία φέρει οκτάκτινους τροχούς και κινείται από δυσμάς προς<br />
ανατολάς. Είναι στραμμένος προς τα δεξιά και ατενίζει προς την<br />
αγία. Πίσω από την άμαξα ακολουθεί μία ομάδα από τέσσερειςπέντε<br />
στρατιώτες, οι οποίοι φέρουν ιδιόρρυθμα καλύμματα στο κεφάλι<br />
(κράνη), με κωνοειδείς απολήξεις προς τα επάνω. Δεξιά εικονίζεται<br />
η αγία Μαρίνα ολόσωμος, όρθια, η οποία είναι στραμμένη<br />
προς τα αριστερά και ατενίζει τον Ολύμβριον. Πρόκειται για την<br />
σκηνή, όπου απεικονίζεται η συνάντηση του Ολυμβρίου μετά της<br />
αγίας Μαρίνας 82 .<br />
4. «Η Αγία Μαρίνα τύπτεται την κεφαλήν» (;)<br />
Η σύνθεση αυτή είναι πολύ αλλοιωμένη και δυσδιάκριτος. Στο<br />
βάθος της παραστάσεως απεικονίζονται ισχυρώς σχηματοποιημένοι<br />
βράχοι. Σε πρώτο επίπεδο εικονίζοντο τουλάχιστον δύο ανθρώπινες<br />
μορφές. Πρόκειται πιθανώς για την σκηνή, όπου η αγία Μαρίνα<br />
βασανίζεται και τύπτεται στο κεφάλι.<br />
Στο νότιο μισό της καμάρας (από Α. προς Δ.) απεικονίζονται<br />
οι παρακάτω σκηνές.<br />
5. «Η αγία Μαρίνα παρίσταται τω βασιλεί»<br />
Αριστερά, ως προς τον θεατή, εικονίζεται ο Ολύμβριος ολόσωμος,<br />
ένθρονος, βλέπων προς τα δεξιά. Φορεί πολυτελή ενδύματα,<br />
ήτοι: ποδήρη, χειριδωτό, φαιού χρώματος χιτώνα, κιτρινέρυθρο<br />
ιμάτιο και στέμμα επί της κεφαλής. Δεξιά παρίσταται η αγία Μαρίνα<br />
ολόσωμος, όρθια, στραμμένη προς τα αριστερά και ατενίζουσα τον<br />
Ολύμβριον 83 . Φορεί ποδήρη, χειριδωτό, λευκόχρωμο χιτώνα, ερυθρό<br />
ιμάτιο και βαθυπόρφυρο μαφόριο.<br />
82<br />
Λαγγής, Ο Μέγας Συναξαριστής, σ. 312-313.<br />
83<br />
Λαγγής, Ο Μέγας Συναξαριστής, σ. 313. Λέκκος, Αγία Μαρίνα, σ. 16. Στον<br />
ναόν της αγίας Παρασκευής, ο οποίος ευρίσκεται στον οικισμό της Επισκοπής<br />
Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου και στο ανατολικό τμήμα του νο-
222 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />
6. Η αγία Μαρίνα και ο Βεελζεβούλ<br />
Στον κάθετο άξονα της συνθέσεως εικονίζεται η αγία Μαρίνα<br />
ολόσωμος, όρθια, στραμμένη προς τα αριστερά, ως προς τον θεατή.<br />
Φορεί ποδήρη, χειριδωτό, λευκόχρωμο χιτώνα, ερυθρό ιμάτιο και<br />
βαθυπόρφυρο μαφόριο. Αριστερά, ως προς τον θεατή, παρίσταται<br />
ο δαίμων Βεελζεβούλ 84 , ο οποίος έχει ανθρώπινη μορφή. Το σώμα<br />
αυτού είναι βραχύ, μέλαν και δύσμορφο. Η αγία είναι στραμμένη<br />
προς αυτόν και τον κρατεί από τις τρίχες της κεφαλής 85 . Η παράσταση<br />
είναι αλλοιωμένη, φαίνεται όμως πιθανόν η αγία Μαρίνα να<br />
εκράτει σφύρα και πράγματι να έτυπτε τον διάβολον. Στο βάθος της<br />
συνθέσεως παρίστανται αρχιτεκτονήματα, ήτοι: Αριστερά εικονίζεται<br />
οικοδόμημα, το οποίο φέρει ξύλινη, αμφικλινή στέγη και κεραμίδια,<br />
ενώ δεξιά παρίσταται έτερο κτίσμα, το οποίο καλύπτεται με ημικυλινδρική<br />
οροφή και κεραμίδια.<br />
7. «Η αγία Μαρίνα δέρεται την ράχιν»<br />
Κάτω και δεξιά, ως προς τον θεατή, εικονίζεται η αγία ολόσωμος,<br />
η οποία κείται πρηνής επί του εδάφους. Το κεφάλι της είναι<br />
προς τα δεξιά και τα πόδια της προς τα αριστερά. Το σώμα της είναι<br />
ημίγυμνο. Κάτω και αριστερά παρίσταται ένας δήμιος, ο οποίος<br />
κρατεί βούνευρο και τύπτει την αγία Μαρίνα στην ράχη.<br />
8. Η Αποτομή της αγίας Μαρίνας<br />
Εικονίζεται η αποτομή της τιμίας κάρας της αγίας Μαρίνας 86 .<br />
Δεξιά, ως προς τον θεατή, παρίσταται η αγία, έτοιμη να δεχθεί το<br />
μαρτύριο του αποκεφαλισμού. Αριστερά εικονίζεται ολόσωμος ο<br />
δήμιος, στραμμένος προς τα δεξιά, ο οποίος έχει σηκωμένο το<br />
ξίφος και είναι έτοιμος να το κατεβάσει και να αποκεφαλίσει την<br />
Αγία Μαρίνα. Στο βάθος της συνθέσεως παρίστανται συμβατικά<br />
αρχιτεκτονήματα.<br />
τίου μισού της καμάρας του κυρίως ναού απεικονίζεται η αγία Παρασκευή,<br />
η οποία σε ανάλογη παράσταση ίσταται ενώπιον του βασιλέως.<br />
84<br />
Η ονομασία αυτή του διαβόλου είναι εβραϊκή.<br />
85<br />
Διονύσιος ο εκ Φουρνά. Ερμηνεία, σ. 283: «Εις την Αγίαν Μαρίναν κρατούσαν<br />
τον διάβολον εκ των τριχών και σφύραν τύπτουσαν, στίχοι: Έλκη<br />
φυγούσα δαιμόνων η Μαρίνα | Σατάν καταβέβληκε και τύπτει σφύρα».<br />
Λέκκος, Αγία Μαρίνα, σ. 25.<br />
86<br />
Λαγγής, Ο Μέγας Συναξαριστής, σ. 318-320. Μ. Γαρίδης-Αθ. Παλιούρας<br />
(γεν. επιμ.), Μοναστήρια νήσου Ιωαννίνων-Ζωγραφική, Ιωάννινα 1993, σ.<br />
181, πίν. 305. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Εικόνες του Βυζαντινού, σ. 290-<br />
191. Λέκκος, Αγία Μαρίνα, σ. 35 και σ. 42.
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />
223<br />
Το θέμα της Αποτομής είναι σύνηθες στις συνθέσεις του Βίου<br />
και του Μαρτυρίου αγίων και μαρτύρων του χριστιανισμού. Ενδεικτικά<br />
αναφέρονται τα επόμενα παραδείγματα: α) Η Αποτομή του<br />
Τιμίου Προδρόμου 87· β) η Αποτομή του αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου<br />
88· γ) Η Αποτομή των αγίων Δέκα 89· δ) Η Αποτομή της<br />
αγίας Παρασκευής 90· και ε) Η Αποτομή της αγίας Αικατερίνης 91 .<br />
Ενισχυτικό τόξο-Άντυγα:<br />
Στην άντυγα (εσωρράχιο) του μοναδικού ενισχυτικού τόξου<br />
(σφενδονίου) του ναού της Αγίας Μαρίνας εικονίζονται έξι συνολικά<br />
μορφές ανδρικών αγίων προσώπων. Πρόκειται πιθανώτατα για<br />
απεικονίσεις Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, όπως παρατηρείται<br />
συχνότατα στους τοιχογραφημένους ναούς της Κρήτης 92 , της Ελλάδος<br />
93 και της χριστιανικής οικουμένης γενικώτερα. Συνήθως οι<br />
Προφήτες παρίστανται στηθαίοι, μετωπικοί και κρατούν ανεπτυγμένα,<br />
ενεπίγραφα ειλητάρια, επί των οποίων αναγράφονται κατά<br />
κανόνα τμήματα από χριστολογικού περιεχομένου προφητείες των<br />
εικονιζομένων 94 . Η απεικόνιση αυτή υποδηλώνει, ότι όλα εκείνα,<br />
όσα προεικόνισαν, προετύπωσαν ή προεφήτευσαν οι Προφήτες<br />
της Παλαιάς Διαθήκης, επραγματοποιήθησαν και εξεπληρώθησαν<br />
πλήρως στην Καινή Διαθήκη. Πρόκειται για την λεγόμενη «Συμφωνία<br />
των δύο Διαθηκών», ήτοι της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης<br />
95 .<br />
87<br />
Χατζηδάκης, Ο κρητικός ζωγράφος Θεοφάνης, πίν. 215. Μπορμπουδάκης,<br />
Εικόνες της Κρητικής Τέχνης, πίν. 63, 65, 141. Ξυγγόπουλος, Σχεδίασμα<br />
θρησκευτικής ζωγραφικής, πίν. 68, 1-2. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Εικόνες<br />
του Βυζαντινού, σ. 244-245.<br />
88<br />
Χατζηδάκης, Εικόνες της Πάτμου, σ. 161-162, πίν. 177. Μπορμπουδάκης,<br />
Εικόνες της Κρητικής Τέχνης, πίν. 181.<br />
89<br />
Μ. Χατζηδάκης, Έλληνες Ζωγράφοι μετά την Άλωση, τ. 2, Αθήνα 1997, σ.<br />
74, πίν. 22.<br />
90<br />
Μ. Χατζηδάκης, Έλληνες Ζωγράφοι μετά την Άλωση, τ. 1, Αθήνα 1987, σ.<br />
242, πίν. 103. Στον ναόν της Αγίας Παρασκευής, ο οποίος κείται εντός<br />
του οικισμού της Επισκοπής Πεδιάδος Ηρακλείου, στο δυτικό άκρο του<br />
βορείου μισού της καμάρας, παρίσταται η Αποτομή της αγίας Παρασκευής.<br />
91<br />
Γαρίδης-Παλιούρας, Μοναστήρια νήσου Ιωαννίνων, σ. 105, πίν. 160δ.<br />
92<br />
Βολανάκης, Ο ναός του Αγίου Γεωργίου στο Βαθειακό, σ. 57-60.<br />
93<br />
Παπαζώτος, Η Βέροια και οι ναοί της, πίν. 99, β. Βολανάκης, Ο βυζαντινός<br />
ναός του Αγίου Νικολάου στα Μαριτσά, σ. 23-27.<br />
94<br />
Χατζηδάκης, Ο κρητικός ζωγράφος Θεοφάνης, πίν. 26-32.<br />
95<br />
Βολανάκης, Ο ναός του Αγίου Γεωργίου στο Βαθειακό, σ. 57.
224 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />
Στο νότιο μισό του τόξου (από επάνω προς τα κάτω) εντός στηθαρίου<br />
εικονίζεται ένας προφήτης αδιάγνωστος από την οσφύ και<br />
άνω, μετωπικός. Φέρει χειριδωτό χιτώνα και ιμάτιο. Η κεφαλή<br />
αυτού περιβάλλεται με φωτοστέφανο. Δεν διακρίνεται εάν έφερε,<br />
ως συνήθως, ανεπτυγμένο, ενεπίγραφο ειλητάριο, πράγμα, το οποίο<br />
θεωρείται πιθανόν. Δεύτερος αδιάγνωστος προφήτης εικονίζεται<br />
ομοίως, όπως και ο προηγούμενος, ενώ τρίτος προφήτης της Παλαιάς<br />
Διαθήκης επίσης αδιάγνωστος παρίσταται από την οσφύ και<br />
άνω, μετωπικός, άνευ κυκλικού στηθαρίου. Στο βόρειο μισό καμάρας<br />
(από επάνω προς τα κάτω) εντός κυκλικού στηθαρίου απεικονίζεται<br />
ένας ακόμη προφήτης αδιάγνωστος. Παρίσταται από την οσφύ και<br />
άνω, μετωπικός, φέρων χειριδωτό χιτώνα και ιμάτιο. Τέλος δύο<br />
ακόμη αταύτιστοι προφήτες, ο πρώτος καθ’ όμοιον τρόπον με τον<br />
προηγούμενον, ενώ ο τελευταίος παρίσταται από την οσφύ και άνω,<br />
άνευ στηθαρίου. Φέρει χειριδωτό χιτώνα και ιμάτιο. Πιθανώς εκράτει<br />
ανεπτυγμένο, ενεπίγραφο ειλητάριο, το οποίο δεν διατηρείται.<br />
Νότιος τοίχος:<br />
Στην επιφάνεια του νοτίου τοίχου του κυρίως ναού και κάτω<br />
από τις συνθέσεις του Δωδεκαόρτου και εκείνες με σκηνές από τον<br />
Βίον και το Μαρτύριον της αγίας Μαρίνας, παρίστανται μορφές αγίων.<br />
1. Απόστολος Πέτρος<br />
Επί της βορείας πλευράς του νοτίου πεσσού, ο οποίος στηρίζει<br />
το ενισχυτικό τόξο (σφενδόνιο), εικονίζεται ολόσωμος, όρθιος, μετωπικός<br />
ο Απόστολος Πέτρος 96 . Το πρόσωπό του είναι ωοειδές, οι<br />
οφθαλμοί αμυγδαλωτοί, η μύτη ευθεία, το στόμα μικρό, το πηγούνι<br />
στρογγύλο. Φέρει βραχεία, βοστρυχωτή κόμη και βραχύ, επίσης<br />
βοστρυχωτό γένειο. Φορεί ποδήρη, χειριδωτό, φαιόχρωμο χιτώνα<br />
και επίσης φαιόχρωμο, πλούσια πτυχούμενο ιμάτιο 97 .<br />
2. Αγία Μαρίνα (εικ. 10)<br />
Δυτικά του αποστόλου Πέτρου εικονίζεται η επώνυμη αγία Μαρίνα<br />
98 , στην μνήμη της οποίας είναι αφιερωμένος ο ναός. Η αγία<br />
παρίσταται ολόσωμος, όρθια, μετωπική, σε σχεδόν φυσικό μέγεθος.<br />
96<br />
Κατά Ματθαίον 4,18-20. Κατά Μάρκον 1,16-18. Κατά Λουκάν 5,1-11.<br />
Κατά Ιωάννην 1,35-42. Β. Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία απ΄ αρχής<br />
μέχρι σήμερον, Αθήναι 1959, σ. 31 κ.ε., 37 κ.ε.<br />
97<br />
Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός ναός, σ. 56.<br />
98<br />
Διονύσιος ο εκ Φουρνά. Ερμηνεία, σ. 149, 206, 273, 278, 300. Μπορμπουδάκης,<br />
Εικόνες της Κρητικής Τέχνης, πίν. 66. Αχειμάστου-Ποταμιάνου,<br />
Εικόνες του Βυζαντινού, σ. 84-85.
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />
225<br />
Φορεί πολυτελή, με πλούσιο διάκοσμο<br />
ενδύματα. Ειδικώτερα, φέρει ποδήρη, χειριδωτό,<br />
κυανού χρώματος χιτώνα, με κυα -<br />
νόχρωμα επιρράματα, ερυθρόχρωμο επενδύτη<br />
και πορφυρό μαφόριο. Το πρόσωπό<br />
της είναι ωοειδές, οι οφθαλμοί μεγάλοι,<br />
αμυγδαλωτοί, η μύτη ευθεία, το στόμα μικρό,<br />
με βαθυκόκκινα χείλη, το πηγούνι<br />
στρογγύλο, ο λαιμός λεπτός και υψηλός. Η<br />
κεφαλή της αγίας περιβάλλεται με φωτοστέφανο,<br />
το οποίο κοσμείται με έκτυπα τετράκτινα,<br />
μικρού σχήματος αστέρια, με προφανή<br />
σκοπό, να εξαρθεί η μορφή της<br />
τιμωμένης αγίας Μαρίνας 99 . Με έκτυπα επίσης<br />
αστέρια κοσμείται και το φωτοστέφανο<br />
του Ιησού Χριστού Παντοκράτορος, ο<br />
Οποίος εικονίζεται στην παράσταση της Δεήσεως,<br />
στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας του<br />
Ιερού Βήματος του ιδίου ναού. Η τεχνική<br />
αυτή της έκτυπης διακόσμησης απαντά στην<br />
Νότια Ιταλία και ιδίως στην Καταλωνία από<br />
του 13ου αι. και εξής, προκειμένου να εξαρθούν<br />
ορισμένα πρόσωπα 100 .<br />
Η αγία Μαρίνα φέρει με το δεξί της<br />
χέρι σταυρό, ενώ έχει ανοικτή την παλάμη<br />
του αριστερού της χεριού, στην τυπική<br />
στάση των μαρτύρων 101 . Το βάθος της συνθέσεως<br />
είναι βαθυκύανο. Δεξιά και αριστερά<br />
Εικ. 10. Η επώνυμη αγία Μαρίνα.<br />
99<br />
Στον Άγιο Γεώργιο Ξιφηφόρο στο Αποδούλου<br />
Αμαρίου Ρεθύμνης, με έκτυπα επίσης αστέρια<br />
κοσμείται, κατά μοναδική εξαίρεση, το φωτοστέφανο<br />
του πάτρωνα του ναού αγίου Γεωργίου,<br />
προκειμένου να εξαρθεί η μορφή του.<br />
Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός<br />
ναός, σ. 54-55, πίν. 43.<br />
100<br />
Δ. Πάλλας, Εικόνα του Αγίου Ευσταθίου στη<br />
Σαλαμίνα, στο Χαριστήριον, εις Α. Κ. Ορλάνδον,<br />
τ. 3, Αθήναι 1966, σ. 347 και 351.<br />
101<br />
Χατζηδάκης, Εικόνες της Πάτμου, σ. 101, πίν.<br />
48, σ. 112 και σ. 116-117, πίν. 49, σ. 127.
226 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />
11 12<br />
Εικ. 11.<br />
Η αγία Άννα<br />
φέρουσα την Θεοτόκον<br />
ως παιδίον.<br />
Εικ. 12.<br />
Άγιοι Κωνσταντίνος<br />
και Ελένη.<br />
της αγίας παρίσταται ανά ένας μαρμάρινος, κυλινδρικός, αρράβδωτος<br />
κίονας, ο κορμός του οποίου φέρει σχηματοποιημένα φυτικά κοσμήματα.<br />
Έκαστος κίονας στηρίζεται σε βάση μετά πλίνθου και στέφεται<br />
με κορινθιάζον κιονόκρανο. Οι δύο αυτοί κίονες στηρίζουν ένα τόξο,<br />
κάτω από το οποίο εικονίζεται η αγία Μαρίνα. Διά του τρόπου αυτού<br />
ο αγιογράφος επιτυγχάνει να εξαρθεί η μορφή της.<br />
3. Αρχάγγελος Μιχαήλ<br />
Δυτικά της αγίας Μαρίνας εικονίζεται ολόσωμος, όρθιος, μετωπικός,<br />
σχεδόν σε φυσικό μέγεθος, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ. Το<br />
πρόσωπό του είναι ωοειδές, οι οφθαλμοί αμυγδαλωτοί, η μύτη μεγάλη<br />
και ευθεία, το στόμα μικρό, το πηγούνι στρογγύλο, ο λαιμός<br />
είναι υψηλός και ισχυρός και στηρίζει το κεφάλι σε στέρεο σώμα.<br />
Φέρει ποδήρη, χειριδωτό, ερυθρού χρώματος χιτώνα, με κίτρινη<br />
παρυφή κάτω και διάλιθο και μαργαριτοκόσμητο λώρο. Με το δεξί<br />
του χέρι φέρει γυμνό ξίφος αναπεπταμένο, ενώ με το αριστερό<br />
κρατεί κυκλικό μετάλλιο χρώματος κυανού (διαμ. 0,28 μ.), το οποίο<br />
κοσμείται με ομόκεντρους κύκλους. Το έδαφος είναι φαιόχρωμο
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />
227<br />
και το βάθος βαθυκύανο. Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ ίσταται πλησίον<br />
της εισόδου και θεωρείται φύλακας αυτής. Τούτο είναι σύνηθες<br />
στους τοιχογραφημένους ναούς της Κρήτης και της Ελλάδος γενικώτερα.<br />
Συνήθως δε εικονίζεται να κρατεί ανεπτυγμένο, ενεπίγραφο<br />
ειλητάριο, το κείμενο του οποίου σχετίζεται προς εκείνους, οι οποίοι<br />
πρόκειται να εισέλθουν στον ναόν και τους προτρέπει να είναι ψυχικά<br />
καθαροί και πολύ προσεκτικοί 102 .<br />
4. Η Αγία Άννα φέρουσα την Θεοτόκον ως παιδίον (εικ. 11)<br />
Δυτικά του Αρχαγγέλου Μιχαήλ εικονίζεται η αγία Άννα, η μητέρα<br />
της Θεοτόκου, η οποία κρατεί στη δεξιά της πλευρά την Παναγία<br />
ως μικρό παιδίο. Παρίσταται ολόσωμος, φέρουσα ποδήρη, χειριδωτό,<br />
λευκού χρώματος χιτώνα, ερυθρό ιμάτιο και πορφυρό μαφόριο.<br />
Η Παναγία εικονίζεται ως μικρό παιδίον, φέρουσα ποδήρη,<br />
χειριδωτό, ερυθρού χρώματος χιτώνα, ερυθρό ιμάτιο και πορφυρό<br />
μαφόριο. Το πρόσωπο της Παναγίας εφάπτεται του προσώπου της<br />
μητέρας αυτής 103 .<br />
Βόρειος τοίχος:<br />
Στην επιφάνεια του βορείου τοίχου του κυρίως ναού παρίστανται<br />
μορφές αγίων (από Δ. προς Α.):<br />
1. Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη (εικ. 12)<br />
Στο δυτικό άκρο της βορείας πλευράς του κυρίως ναού εικονίζονται<br />
οι άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη 104 . Αριστερά, ως προς τον<br />
θεατή, παρίσταται ο Μέγας Κωνσταντίνος και δεξιά η μητέρα του, η<br />
αγία Ελένη. Αμφότεροι παρίστανται ολόσωμοι, όρθιοι, μετωπικοί.<br />
Φορούν πολυτελή, διάλιθα και μαργαριτοκόσμητα αυτοκρατορικά<br />
ενδύματα, φέρουν αυτοκρατορικούς λώρους και στέμματα επί της<br />
κεφαλής αυτών 105 . Στο μέσον αυτών κρατούν τον Τίμιον Σταυρόν,<br />
τον οποίον ανεύρε η αγία Ελένη και ύψωσε επί του Γολγοθά 106 .<br />
102<br />
Διονύσιος ο εκ Φουρνά. Ερμηνεία, σ. 283: «Εις δε την του ναού είσοδον<br />
ίσταται ο αρχιστράτηγος μετά χάρτου εξεσπαθωμένος και λέγων: Θεού<br />
στρατηγός ειμι, την σπάθην φέρω, | τείνω προς ύψος, εκφοβώ Θεού<br />
φόβω, | καταφρονητάς εκδιχάζω συντόμως».<br />
103<br />
Η παράσταση αυτή παρουσιάζει πολλές ομοιότητες προς τον εικονογραφικό<br />
τύπο της Παναγίας βρεφοκρατούσης, γλυκοφιλούσης.<br />
104<br />
Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός ναός, σ. 53-54, πίν. 41.<br />
105<br />
Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Εικόνες του Βυζαντινού, σ. 254-255.<br />
106<br />
Ρουφίνος, Εκκλησιαστική Ιστορία 10,7 κ. ε. Στεφανίδης, Εκκλησιαστική<br />
Ιστορία, ό.π. σ. 317-318. Χατζηδάκης, Εικόνες της Πάτμου, σ. 107-108,<br />
πίν. 40.
228 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />
Εικ. 13.<br />
Ο άγιοι Δημήτριος<br />
και Γεώργιος.<br />
2. Δημήτριος Θεσσαλονίκης, ο Μυροβλύτης (εικ. 13)<br />
Ανατολικά των προηγουμένων αγίων εικονίζεται ολόσωμος,<br />
έφιππος, ο άγιος Δημήτριος Θεσσαλονίκης, ο Μυροβλύτης 107 . Φέρει<br />
βραχύ χιτώνα, λευκή χλαμύδα, η οποία ανεμίζεται προς τα οπίσω,<br />
ώστε να σχηματίζεται το «αναπετάριν», μετάλλινο θώρακα επί του<br />
στήθους και ασπίδα. Ο ίππος επί του οποίου κάθηται φέρει πολυτελή,<br />
διάλιθο και μαργαριτοκόσμητο σκευή και είναι χρώματος<br />
φαιού. Κατά κανόνα ο μεν ίππος του Γεωργίου του Τροπαιοφόρου<br />
είναι χρώματος λευκού, του δε Δημητρίου Θεσσαλονίκης είναι χρώματος<br />
καστανέρυθρου ή πυρρού. Στη περίπτωση αυτή διαπιστώνεται<br />
εξαίρεση του κανόνα. Ο ίππος κινείται από δυσμάς προς ανατολάς.<br />
107<br />
Ν. Θεοτοκάς, Ο εικονογραφικός τύπος του Αγίου Δημητρίου στρατιωτικού<br />
και εφίππου και οι σχετικές παραδόσεις των θαυμάτων, Πεπραγμένα του<br />
Θ΄ Διεθνούς Βυζαντινολογικού Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 1953, τ. Α', Αθήνα<br />
1955, σ. 483. Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός ναός,<br />
σ. 52, πίν. 39.
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />
229<br />
3. Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος (εικ. 14)<br />
Ανατολικά του Δημητρίου Θεσσαλονίκης,<br />
παρίσταται ολόσωμος, έφιππος, ο Γεώργιος<br />
ο Τροπαιοφόρος 108 . Εικονίζεται με<br />
βραχύ χιτώνα, ερυθρά χλαμύδα, η οποία<br />
ανεμίζεται προς τα οπίσω, ώστε να σχημα -<br />
τίζεται το «αναπετάριν» και μετάλλινο θώρακα.<br />
Ο ίππος επί του οποίου κάθηται είναι<br />
χρώματος λευκού, φέρει πολυτελή, διάλιθο<br />
και μαργαριτοκόσμητο σκευή και κινείται<br />
από δυσμάς προς ανατολάς.<br />
Στα οπίσθια του ίππου κάθεται ένα παιδίον,<br />
το οποίο κρατεί ένα αγγείο με στενό<br />
και υψηλό λαιμό. Η παράσταση απεικονίζει<br />
παλαιό θαύμα, σύμφωνα με το οποίο ο<br />
Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος, ο οποίος υμνείται<br />
υπό της εκκλησίας «ως των αιχμαλώτων<br />
ελευθερωτής και των πτωχών υπερασπιστής»<br />
109 επανέφερε στους γονείς του έναν<br />
νέον, ο οποίος ονομάζετο επίσης Γεώργιος.<br />
Αυτόν τον νέον είχαν απαγάγει οι πειρατές<br />
και τον εχρησιμοποιούσαν ως «θερμοδότην».<br />
Το έργο του «θερμοδότου» υπο δηλοί<br />
και το αγγείο, «κουκούμιον» ή «χέρνιψ», το<br />
οποίον φέρεται να κρατεί στα χέρια του ο<br />
νεανίας 110 . Η παράσταση του νεανίου, ο<br />
Εικ. 14.<br />
Ο άγιος Γεώργιος.<br />
108<br />
Ο Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος αρχικά εικονίζετο<br />
ολόσωμος, όρθιος, άνευ ίππου, φονεύων Δράκοντα.<br />
Το πρώτον παρίσταται έφιππος σε ξύλινη,<br />
φορητή εικόνα της Ιεράς Μονής της Αγίας<br />
Αικατερίνης του Σινά, του 9ου αι. Από του<br />
12ου αι. και εξής εικονίζεται συνήθως έφιππος.<br />
Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός<br />
ναός, σ. 54-55.<br />
109<br />
Βλ. Απολυτίκιον αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου).<br />
110<br />
J. Aufhauser, Miracula Sancti Georgii, Leipzig<br />
1913, σ. 100-103. Ορλάνδος, Αρχείον των<br />
Βυζαντινών μνημείων της Ελλάδος, σ. 152-154.<br />
Μπορμπουδάκης, Εικόνες της Κρητικής Τέχνης,<br />
πίν. 37, 146, 187.
230 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />
ο ποίος κάθηται στα οπίσθια του ίππου του αγί ου Γεωργίου, απαντά<br />
συχνά από του 15ου αι. και εξής. Την ευρίσκουμε στην Τρά πεζα<br />
της Ιεράς Μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους (τέλους 16ου-αρχών<br />
17ου αι.) 111 και σε τρίκογχον στο Ορτάκιοϊ της Καππαδοκίας της<br />
Μικράς Ασίας 112 . Ο άγιος Γεώργιος απελευθερώνων νεαρόν απαντά<br />
επίσης και σε τοιχογραφία του ναού του αγίου Γεωργίου (Ιλκ Μιχράμπ,<br />
ήτοι Κόγχη προσευχής) της μεσαιωνικής πόλεως της Ρόδου<br />
(15ου αι.) 113 και στον τετράκογχον ναόν του Αγίου Νικολάου στη<br />
Διμυλιά-Φουντουκλί της νήσου Ρόδου (15ου αι.). 114<br />
Στην απεικόνιση του αγίου Γεωργίου στον ναόν της Αγίας Μαρίνας<br />
Παναγιάς Πεδιάδος το βάθος της συνθέσεως είναι βαθυκύανο.<br />
Ο ίππος φαίνεται να υπερίπταται. Κάτωθεν αυτού εικονίζεται θάλασ -<br />
σα κυματώδης, με ψάρια νηχόμενα εντός αυτής. Διά του τρόπου<br />
αυτού υποδηλούται, ότι ο νεαρός αιχμάλωτος Γεώργιος είχε μεταφερθεί<br />
σε μακρυνή, υπερπόντια χώρα και κατά την θαυματουργική<br />
απελευθέρωση αυτού υπό του αγίου, ήτο αναγκαίο να διαπεράσουν<br />
θάλασσα, προκειμένου να επιστρέψει ο απελευθερωθείς στους γονείς<br />
αυτού 115 .<br />
4. Απόστολος Παύλος<br />
Επί της νοτίας πλευράς του βορείου πεσσού του ενισχυτικού<br />
τόξου (σφενδονίου) του ναού της Αγίας Μαρίνας εικονίζεται ο Απόστολος<br />
των Εθνών, Παύλος 116 , από τον οποίον διατηρείται μόνον<br />
η κεφαλή και το άνω τμήμα του σώματος αυτού 117 . Ο Παύλος παρίσταται<br />
ολόσωμος, όρθιος, μετωπικός. Φέρει ποδήρη, χειριδωτό,<br />
φαιόχρωμο χιτώνα και καστανόχρωμο ιμάτιο. Το πρόσωπό του<br />
είναι ελλειψοειδές, οι οφθαλμοί μεγάλοι, αμυγδαλωτοί, η μύτη με-<br />
111<br />
G. Millet, Athos. Les peintures, Paris 1927, πίν. 211, 3.<br />
112<br />
G. de Jerphanion, Les églises rupestres de Cappadoce et la place de leurs<br />
peintures dans le développement de l’iconographie chrétienne, τ. II.1, Paris<br />
1936, σ. 241.<br />
113<br />
Ορλάνδος, Αρχείον των Βυζαντινών μνημείων της Ελλάδος, σ. 152-154, πίν.<br />
126.<br />
114<br />
Ορλάνδος, Αρχείον των Βυζαντινών μνημείων της Ελλάδος, σ. 190-191, πίν.<br />
147.<br />
115<br />
Ορλάνδος, Αρχείον των Βυζαντινών μνημείων της Ελλάδος, σ. 154 και 190-<br />
191, πίν. 147.<br />
116<br />
Πράξεις Αποστόλων 7,58· 8,1-3· 9,1-30. Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία,<br />
σ. 31-33, 51 κ.ε. Το όνομα «Παύλος» προέρχεται από το λατινικό<br />
επίθετο «paulus, -a, um», που σημαίνει μικρός, μικρόσωμος, ολίγος.<br />
117<br />
Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός ναός, σ. 59.
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />
231<br />
γάλη και ευθεία, το στόμα μικρό, το πηγούνι στρογγύλο και ο λαιμός<br />
υψηλός, ισχυρός και στηρίζει το κεφάλι σε στέρεο σώμα. Ο Παύλος<br />
φέρει μακρύ, καστανόχρωμο γένειο και μακρά, επίσης καστανόχρωμη<br />
κόμη. Δικαίως ο απόστολος Παύλος αποκαλείται ως «ο<br />
πρώτος μετά τον Ένα» 118 , διότι χωρίς τον Παύλο, το διαπρύσιο κήρυγμά<br />
του και την όλη δράση αυτού, πιθανώτατα ο χριστιανισμός<br />
δεν θα αποκτούσε την οικουμενική διάσταση, την οποία εγνώρισε<br />
και θα απέβαινε μία εκ των πολλών ιουδαϊκών αιρέσεων και παραφυάδων<br />
του Ιουδαϊσμού.<br />
Δυτικός τοίχος:<br />
Η επιφάνεια αυτού χωρίζεται σε δύο ζώνες, ήτοι την άνω ζώνη<br />
με την σύνθεση της Κοίμησης της Θεοτόκου -για την οποία έγινε<br />
ήδη λόγος στο οικείο μέρος, όπου πραγματευόμεθα τις συνθέσεις<br />
του λεγομένου κύκλου του Δωδεκαόρτου- και την κάτω ζώνη όπου<br />
παρίστανται επιπλέον μορφές αγίων (από Ν. προς Β.).<br />
5. Αγία Παρασκευή<br />
Νότια της εισόδου του ναού εικονίζεται ολόσωμος, όρθια, μετωπική<br />
η αγία οσιοπαρθενομάρτυς Παρασκευή 119 . Φορεί ποδήρη,<br />
χειριδωτό, ερυθρόχρωμο χιτώνα, ερυθρόχρωμο ιμάτιο και βαθυπόρφυρο<br />
μαφόριο. Το πρόσωπο της αγίας είναι ωοειδές, οι οφθαλμοί<br />
αμυγδαλωτοί, η μύτη ευθεία, το στόμα μικρό, το πηγούνι στρογγύλο<br />
και ο λαιμός λεπτός και υψηλός. Με το δεξί της χέρι φέρει<br />
σταυρό, ενώ έχει ανοικτή την παλάμη του αριστερού χεριού στην<br />
τυπική στάση των μαρτύρων 120 . Εκατέρωθεν της κεφαλής αυτής<br />
διατηρείται γραπτή, μεγαλογράμματη επιγραφή, η οποία έχει ως<br />
εξής: «[Η ΑΓΙΑ ΠΑΡ]ΑCΚΕΥΗ». Η αγία Παρασκευή απεικονίζεται<br />
συχνά σε τοιχογραφημένους ναούς της Κρήτης και πιστεύεται ότι<br />
θεραπεύει οφθαλμικές παθήσεις. Σε ξύλινες φορητές εικόνες παρίσταται<br />
να κρατεί εντός πινακίου ζεύγος οφθαλμών, σε ένδειξη ότι<br />
118<br />
J. Holzner, Paulus. Der erste nach dem Einen, Freiburg 1937 = Παύλος,<br />
μτφ. υπό Αρχιμ. Ιερωνύμου Κοτσώνη, Αθήνα 1948.<br />
119<br />
Διονύσιος ο εκ Φουρνά. Ερμηνεία, σ. 170 και σ. 286-287. Μπορμπουδάκης,<br />
Εικόνες της Κρητικής Τέχνης, πίν. 112. Ορλάνδος, Αρχείον των Βυζαντινών<br />
μνημείων της Ελλάδος, σ. 134. Βολανάκης, Ο βυζαντινός ναός του Αγίου Γεωργίου<br />
Βάρδα, σ. 77. Βολανάκης, Ο ναός του Αγίου Γεωργίου στο Βαθειακό,<br />
σ. 52.<br />
120<br />
Ορλάνδος, Αρχείον των Βυζαντινών μνημείων της Ελλάδος, σ. 138, εικ. 117.<br />
Χατζηδάκης, Εικόνες της Πάτμου, πίν. 48-49.
232 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />
θεωρείται ως η θεραπεύουσα παθήσεις σχετικές με τους οφθαλμούς<br />
και την όραση γενικώτερα.<br />
6. Αγία Κυριακή<br />
Βόρεια της εισόδου του ναού παρίσταται ολόσωμος, όρθια,<br />
μετωπική η αγία Κυριακή 121 . Φορεί ποδήρη, χειριδωτό, κιτρίνου<br />
χρώματος χιτώνα, ερυθρόχρωμο ιμάτιο και βαθυπόρφυρο επενδύτη.<br />
Το μαφόριό της είναι φαιού χρώματος και φέρει πλούσιο διάκοσμο.<br />
Ο αγιογράφος πιθανώτατα είχε υπόψη του παρόμοια υφαντά καλύμματα<br />
της κεφαλής με πλούσιο διάκοσμο, συγχρόνων του γυναικών<br />
της Κρήτης, τα οποία φαίνεται και να μιμείται.<br />
Είναι αξιοσημείωτο, ότι στον ναό της Αγίας Μαρίνας Παναγιάς<br />
Πεδιάδος εικονίζονται μεταξύ άλλων τέσσερεις αγίες που εορτάζονται<br />
κατά τον μήνα Ιούλιο: 1) αγία Κυριακή (7 Ιουλίου)· 2) αγία Μαρίνα<br />
(17 Ιουλίου)· 3) αγία Άννα (25 Ιουλίου) και 4) αγία Παρασκευή<br />
(26 Ιουλίου). Η απεικόνιση των αγίων αυτών δεν πρέπει να θεωρηθεί<br />
τυχαία. Όλες εορτάζουν κατά τον μήνα Ιούλιο. Θα πρέπει να<br />
υποτεθεί, ότι λόγω της θέσεως του ναού της Αγίας Μαρίνας στο μέρος<br />
αυτό, η πλέον κατάλληλος εποχή για την εορτή των ως άνω α -<br />
να φερομένων αγίων, ήτο το θέρος και ειδικώτερα ο μήνας Ιούλιος.<br />
Θεωρείται πολύ πιθανόν, ότι ο ναός της Αγίας Μαρίνας Παναγιάς<br />
Πεδιάδος, τόσον κατά τους μέσους χρόνους, όσον και κατά<br />
την εποχή της Τουρκοκρατίας, απετέλει σπουδαίο κέντρο λατρείας<br />
της περιοχής, με ευρύτερη ακτινοβολία. Εάν δε ληφθεί υπόψη, ότι<br />
η αγία Μαρίνα σχετίζεται προς τους Αγίους Αναργύρους 122 , είναι<br />
δυνατόν να υποτεθεί βασίμως, ότι στον ναόν αυτόν ησκείτο έντονη<br />
λαϊκή λατρεία και πλήθος κόσμου από την γύρω περιοχή συνέρρεε<br />
123 , με την ελπίδα, όπως διά των πρεσβειών της Αγίας Παρθενομάρτυρος<br />
Μαρίνας, τύχει της θείας βοηθείας και αντιλήψεως και<br />
να απαλλαγεί από τα ποικίλα νοσήματα της ψυχής και του σώματος.<br />
121<br />
Ορλάνδος, Αρχείον των Βυζαντινών μνημείων της Ελλάδος, σ. 136, εικ. 115.<br />
122<br />
Διονύσιος ο εκ Φουρνά. Ερμηνεία, σ. 278.<br />
123<br />
Πρβλ. τον ναόν της Αγίας Μαρίνας Βόνης, του νομού Ηρακλείου, ο<br />
οποίος αποτελεί σπουδαίο κέντρο ασκήσεως λαϊκής λατρείας, με σχεδόν<br />
παγκρήτια εμβέλεια. Σπανάκης, Πόλεις και χωριά, τ. Α, σ. 194-195. Γ.<br />
Εμμ. Πατεράκης, Η Βόνη Ηρακλείου (Αρχαιολογία-Ιστορία-Λαογραφία), Αθήνα<br />
1984, σ. 127-133.
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />
233<br />
Χαράγματα:<br />
Στις εσωτερικές επιφάνειες των τοίχων του ναού της Αγίας<br />
Μαρίνας απαντούν, ως συνήθως 124 , διάφορα χαράγματα, μεταξύ<br />
των οποίων συγκαταλέγονται και τα επόμενα:<br />
1. «Λ(Ο)Γ(ΟΘΕΤΗC) | WOPITZE | ... NO ...»<br />
2. «1404 | HIC [FUIT] ...». H σημειούμενη χρονολογία 1404<br />
αποτελεί terminus ante quem τόσο για την χρονολόγηση του ναού,<br />
όσο και την αντίστοιχη των σωζομένων τοιχογραφιών.<br />
3. «1425»<br />
4. Εικονίζεται ανισοσκελής σταυρός, φερόμενος επί τριγωνικού<br />
σχήματος βάσεως, στα δύο άκρα της οριζόντιας κεραίας του οποίου<br />
σημειούνται τα γράμματα Α-Χ, πιθανώς τα αρχικά του ονόματος και<br />
του επωνύμου του επισκέπτου-προσκυνητού, ο οποίος διά του τρόπου<br />
αυτού ήθελε να απαθανατίσει την παρουσίαν του στον ναόν.<br />
Κάτωθεν του σταυρού σημειώνεται η χρονολογία: «1641».<br />
5. Χάραγμα με την τετράστιχη επιγραφή: «... ΠΟCΥΗ . . |<br />
ΠΙΧΧΑ . . | ΔΟ | 1734».<br />
6. «1770»<br />
7. Στη νότια εσωτερική πλευρά και δυτικά της παραστάσεως<br />
της αγίας Μαρίνας, έχουν χαραχθεί τουλάχιστον τρεις φορές ανοικτές<br />
παλάμες. Τα χαράγματα αυτά θα ήτο δυνατόν να θεωρηθούν,<br />
ότι έχουν αποτροπαϊκόν χαρακτήρα 125 .<br />
Επιγραφή με κάρβουνο:<br />
Στη βόρεια πλευρά του νοτίου πεσσού του ενισχυτικού τόξου<br />
(σφενδονίου) του ναού της Αγίας Μαρίνας έχει γραφεί με κάρβουνο<br />
η χρονολογία: «1658».<br />
124<br />
Βλ. ενδεικτικά Δ. Τσουγκαράκης, Ε. Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, Ανέκδοτα<br />
χαράγματα και επιγραφές από ναούς και Μονές της Κρήτης, στο Στ. Κακλαμάνης-Αθ.<br />
Μαρκόπουλος-Γ. Μαυρομάτης (επιμ.), Ενθύμησις Ν. Μ. Παναγιωτάκη,<br />
Ηράκλειον 2000, σ. 681-732.<br />
125<br />
Στον ναό του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, ο οποίος ευρίσκεται εντός<br />
του οικισμού της Επισκοπής Πεδιάδος, του Νομού Ηρακλείου και φέρει<br />
τοιχογραφίες (τέλους 14ου-αρχών 15ου αι.), απαντούν επίσης χαράγματα,<br />
μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η απεικόνιση δύο ανοικτών παλαμών<br />
ανθρωπίνης χειρός. Στην μουσουλμανική θρησκεία η ανοικτή<br />
παλάμη πιστεύεται ότι συμβολίζει το χέρι του Προφήτου Μωάμεθ και θεωρείται<br />
ως ευλογία.
234 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:<br />
Η μελέτη του ναού της Αγίας Μαρίνας του οικισμού της Παναγιάς<br />
Πεδιάδος του Νομού Ηρακλείου Κρήτης και των τοιχογραφιών<br />
του μας οδηγεί μεταξύ άλλων και στα ακόλουθα συμπεράσματα:<br />
1. Η θέση, στην οποία ιδρύθηκε ο ναός αυτός είναι σκόπιμα<br />
επιλεγμένη και εμφανίζει πολλά πλεονεκτήματα. Αυτή κείται ΝΔ.<br />
του υψώματος «Μπάντουρας» και έτσι προστατεύεται από τους ΒΑ.<br />
ανέμους, ευρίσκεται στο ΝΑ. άκρο μιας εύφορης κοιλάδας, κατάφυτης<br />
από ελαιόδενδρα. Επίσης ο ναός αυτός κείται πλησίον της<br />
θέσεως, όπου το Χάνι «Μούλεφε», με πλούσια πηγή νερού και<br />
παρά την ημιονική οδό «Πέρα στράτα», η οποία επί αιώνες και χιλιετηρίδες<br />
αποτελούσε την βασική οδική αρτηρία που συνέδεε τον<br />
Χάνδακα (Ηράκλειον) με το Αρκαλοχώρι, την Παναγιά Πεδιάδος<br />
και τα χωριά της Βιάννου.<br />
2. Η ίδρυση και η αγιογράφηση του ναού αυτού οφείλεται στην<br />
ευγενή πρωτοβουλία και δαπάνη μίας γυναικός της περιοχής, η<br />
οποία πιθανώς έφερε το όνομα Μαρίνα και η οποία απεικονίζεται<br />
στο νότιο άκρο της παραστάσεως της Δεήσεως, στο τεταρτοσφαίριο<br />
της αψίδας του Ιερού Βήματος του ναού. Ο ναός ιδρύθηκε πιθανώς<br />
είτε σε εκπλήρωση τάματος, είτε συνεπεία οράματος ή ονείρου.<br />
3. Πρόκειται για ένα μικρών διαστάσεων μονόχωρο οικοδόμημα,<br />
το οποίο εμφανίζει ορθογωνίου σχήματος κάτοψη (εσωτ.<br />
διαστ. 4,42 x 2,34 μ. και εξωτ. διαστ. 5,75 x 3,77 μ.) και καλύπτεται<br />
με κτιστή καμάρα. Η οροφή του ναού εξωτερικά φέρει επίστρωση<br />
από υδραυλικό κονίαμα (κουρασάνι).<br />
4. Η ανατολική πλευρά του ναού περατούται σε μίαν ημικυκλική<br />
αψίδα (χορδής 1,20 και βέλους 0,65 μ.), στο μέσον της οποίας<br />
ανοίγεται ένα μονόλοβο παράθυρο. Εντός της αψίδας κείται η κτιστή,<br />
σιγμοειδής Αγία Τράπεζα, η οποία μεταφέρθηκε στη θέση αυτή σε<br />
μεταγενέστερη εποχή, ενώ αρχικά έκειτο στο κέντρο του Ιερού Βήματος.<br />
5. Στο μέσον της δυτικής πλευράς του ναού ανοίγεται η είσοδος.<br />
Σε μεταγενέστερη εποχή ανοίχθηκε στη νότια πλευρά του Ιερού Βήματος<br />
ένα μονόλοβο παράθυρο, για φωτισμό και αερισμό, με αποτέλεσμα<br />
την μερική καταστροφή των τοιχογραφιών, οι οποίες ευρίσκοντο<br />
στη θέση αυτή.<br />
6. Οι εσωτερικές επιφάνειες των τοίχων του ναού εκαλύπτοντο<br />
με τοιχογραφίες, οι οποίες με την πάροδο του χρόνου, την υγρασία,<br />
την αιθάλη κηρίων και θυμιάματος και τις κατά καιρούς αδόκιμες
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />
235<br />
ανθρώπινες επεμβάσεις είχαν υποστεί μεγάλες φθορές και αλλοιώσεις<br />
και είχαν καλυφθεί κατά το μεγαλύτερο αυτών μέρος από μεταγενέστερα<br />
επιχρίσματα.<br />
7. Κατά το έτος 2007 η 13η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων<br />
Κρήτης, σε συνεργασία με την Ενορία Παναγιάς Πεδιάδος, προέβη<br />
σε εργασίες στερεώσεως και συντηρήσεως του ναού της Αγίας Μαρίνας.<br />
Ειδικό συνεργείο συντηρητών, υπό την επίβλεψη και την<br />
καθοδήγηση της 13ης Ε.Β.Α., εργάσθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος<br />
του έτους 2008 για την αποκάλυψη, τον καθαρισμό, την στερέωση<br />
και την συντήρηση των τοιχογραφιών του ναού.<br />
8. Πρόκειται για τοιχογραφίες καλής ποιότητας, οι οποίες προέρχονται<br />
από τα μέσα του 14ου αι. Αυτές χαρακτηρίζονται για την<br />
ακρίβεια του σχεδίου, την απόδοση των λεπτομερειών, τον πλούτο<br />
των ενδυμάτων των εικονιζομένων προσώπων και την ποικιλία των<br />
χρησιμοποιουμένων, συνήθως σε σκοτεινούς τόνους, χρωμάτων.<br />
9. Η αγιογράφηση του ναού θα πρέπει να έγινε από συνεργείο<br />
αγιογράφων, του οποίου προΐστατο ο «μαΐστωρ» και στο οποίο<br />
συμμετείχαν ως συνεργάτες και βοηθοί περισσότερα πρόσωπα. Ο<br />
επικεφαλής του συνεργείου έφερε την ευθύνη του σχεδιασμού του<br />
εικονογραφικού προγράμματος και συνήθως εζωγράφιζε τα σημαντικότερα<br />
πρόσωπα και τις κυριώτερες συνθέσεις, ενώ οι λοιποί συνεργάτες<br />
ησχολούντο με την απόδοση δευτερευουσών συνθέσεων<br />
και προσώπων και οι βοηθοί και μαθητευόμενοι με την παροχή<br />
βοηθητικών υπηρεσιών.<br />
10. Οι τοιχογραφίες ακολουθούν το εικονογραφικό πρόγραμμα,<br />
το οποίον διεμορφώθη και επεκράτησε μετά το τέλος της Εικονομαχίας<br />
(726-843 μ.Χ.) στην Ορθόδοξη Εκκλησία, στηριζόμενο εν<br />
πολλοίς σε παραστάσεις και συνθέσεις που είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται<br />
ήδη από τους πριν την Εικονομαχία χρόνους.<br />
11. Επειδή ο ναός είναι μικρών διαστάσεων και ως εκ τούτου<br />
οι προς αγιογράφηση επιφάνειες είναι περιορισμένες, το εικονογραφικό<br />
πρόγραμμα συμπτύσσεται αναγκαστικά και περιορίζεται<br />
στα ουσιώδη και πλέον αναγκαία να παρασταθούν.<br />
12. Οι εικονογραφικές συνθέσεις χαρακτηρίζονται από λιτότητα·<br />
σε αυτές απεικονίζεται κατά κανόνα μικρός αριθμός προσώπων και<br />
ο αγιογράφος με απλά μέσα προσπαθεί να εκφράσει θεμελιώδεις<br />
θεολογικές έννοιες.<br />
13. Οι τοιχογραφίες ακολουθούν την παλαιά μοναχική συντηρητική<br />
παράδοση της ορθοδόξου αγιογραφίας, στην οποίαν και
236 Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ<br />
ανήκουν οργανικά. Παράλληλα παρατηρούνται ανανεωτικές τάσεις,<br />
οι οποίες οφείλονται σε επιδράσεις που προέρχονται από την αναγέννηση<br />
της τέχνης της εποχής των Παλαιολόγων (1261-1453 μ.Χ.).<br />
14. Επίσης διαπιστώνονται ορισμένα δάνεια στοιχεία και περιορισμένες<br />
επιδράσεις από την τέχνη της Δύσεως. Τούτο είναι<br />
ευεξήγητο, επειδή επί αιώνες η Κρήτη ετέλει υπό την κυριαρχία<br />
των Ενετών (1210-1645/1669 μ.Χ.), με αποτέλεσμα την αλληλεπίδραση<br />
και την ανταλλαγή πολιτιστικών και άλλων στοιχείων μεταξύ<br />
γηγενούς πληθυσμού και επήλυδων. Είναι αξιοσημείωτο ότι<br />
τα δάνεια αυτά και οι ξένες επιδράσεις προσλαμβάνονται και αφομοιώνονται<br />
ουσιαστικά και εντάσσονται οργανικά στη βυζαντινή<br />
αγιογραφία.<br />
15. Θεωρείται πολύ πιθανόν ο ναός της Αγίας Μαρίνας Παναγιάς<br />
Πεδιάδος να απετέλει κατά τους μέσους χρόνους σπουδαίο<br />
θρησκευτικό κέντρο της περιοχής, στο οποίο ησκείτο έντονη λαϊκή<br />
λατρεία και στο οποίο προσήρχετο πλήθος προσκυνητών, προσμένον<br />
στη διά των πρεσβειών της αγίας Μαρίνας θεία βοήθεια και<br />
στη θεραπεία των παθών της ψυχής και του σώματος.<br />
16. Η εντός του ναού απεικόνιση περισσοτέρων αγίων γυναικών,<br />
η εορτή των οποίων τελείται κατά τον μήνα Ιούλιο εκάστου<br />
έτους, οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι οι εορτές αυτές ετελούντο με ιδιαίτερη<br />
λαμπρότητα και με την προσέλευση πλήθους πιστών της περιοχής,<br />
κατά την εποχή του θέρους, η οποία ήτο ιδεώδης διά την<br />
τέλεση των εορτών αυτών στην ύπαιθρο.<br />
17. Η μελέτη και η δημοσίευση του ναού της Αγίας Μαρίνας<br />
Παναγιάς Πεδιάδος, του Νομού Ηρακλείου Κρήτης, αποτελεί σημαντική<br />
συμβολή στην έρευνα της Βυζαντινής Τέχνης και φωτίζει<br />
ορισμένες πλευρές της ιστορίας της περιοχής και της Κρήτης γενικώτερα<br />
κατά τους μέσους χρόνους.
Εικ. 2. Άγιος Πέτρος της Βερόνας. Άγιος Γεώργιος στους Αποστόλους Πεδιάδος.
Μαρία Μπορμπουδάκη<br />
Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών<br />
Ο άγιος Πέτρος της Βερόνας<br />
στον Άγιο Γεώργιο<br />
στους Αποστόλους Πεδιάδος<br />
και το τάγμα<br />
των Δομηνικανών<br />
στην Κρήτη<br />
Ο μικρός καμαροσκέπαστος ναός του Αγίου Γεωργίου, κτισμένος<br />
στον παλαιό οικισμό των Αποστόλων στην επαρχία Πεδιάδος Ηρακλείου,<br />
είχε απασχολήσει στο παρελθόν τον τιμώμενο του παρόντος<br />
τόμου 1 . Ο Μ. Μπορμπουδάκης αναγνώρισε σε πολλές μελέτες του<br />
την υψηλή ποιότητα των τοιχογραφιών και ενέταξε τη ζωγραφική<br />
διακόσμηση του ναού στο ρεαλιστικό ρεύμα της παλαιολόγειας τεχνοτροπίας<br />
που διείσδυσε και στη ζωγραφική της Κρήτης κατά τη<br />
1<br />
Ο ναός αναφέρεται για πρώτη φορά στο έργο του γνωστού Ιταλού ερευνητή<br />
G. Gerola, Elenco topografico delle chiese affrescate di Creta, Atti del<br />
Reale Instituto Veneto di Scienze, Lettere ed Arti 94.2 (1934-35), αρ. 511<br />
= Τοπογραφικός κατάλογος των τοιχογραφημένων εκκλησιών της Κρήτης, μτφ.<br />
πρόλ. σημ. Κ. Λασσιθιωτάκης, Ηράκλειο 1961, αρ. 511. Για την τοιχογραφική<br />
διακόσμηση του ναού, βλ. Μ. Μπορμπουδάκης, Η βυζαντινή τέχνη<br />
εις τον νομόν Ηρακλείου, Το Ηράκλειο και ο Νομός του, Ηράκλειο<br />
1971, σ. 114-115· του ιδίου, Η τέχνη κατά την Βενετοκρατία, Κρήτη:<br />
Ιστορία και Πολιτισμός, Ν. Μ. Παναγιωτάκης (επιμ.), Ηράκλειο 1988, τ.<br />
Β΄, σ. 93· Μ. Borboudakis, Κ. Gallas, Κ. Wessel, Byzantinisches Kreta,<br />
München 1983, σ. 113· Μ. Μπορμπουδάκης, Η Βυζαντινή τέχνη στο<br />
Νομό Ηρακλείου, Το Ηράκλειο και η περιοχή του: διαδρομή στο χρόνο. Ιστορία,<br />
Αρχαιολογία, Λογοτεχνία, Κοινωνία, Ν. Γιγουρτάκης (επιμ.), Ηράκλειο<br />
2004, σ. 165. Στη δεκαετία του 1970 η Αρχαιολογική Υπηρεσία, με προϊστάμενο<br />
τότε τον Μανόλη Μπορμπουδάκη, πραγματοποίησε εκτεταμένες<br />
εργασίες συντήρησης και αναστήλωσης της εκκλησίας και καθαρισμό της<br />
τοιχογραφικής διακόσμησης, μέρος της οποίας καλυπτόταν από παχιά<br />
κονιάματα, όπως διαπιστώνουμε από την αναφορά του Gerola.
240 ΜΑΡΙΑ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗ<br />
Εικ. 1.<br />
Άγιος Πέτρος της Βερόνας,<br />
αδιάγνωστη αγία,<br />
άγιος Κωνσταντίνοςαγία<br />
Ελένη,<br />
άγιος Γεώργιος<br />
(το μαρτύριο του τροχού).<br />
Άγιος Γεώργιος στους<br />
Αποστόλους Πεδιάδος.<br />
Βόρειος τοίχος.<br />
διάρκεια του 14ου αι., χρονολογώντας ταυτόχρονα τις παραστάσεις<br />
του ναού στα μέσα έως το τρίτο τέταρτo του αιώνα 2 . Η εκκλησία διατηρεί<br />
ένα αξιόλογο σύνολο τοιχογραφιών, με παραστάσεις από το<br />
Δωδεκάορτο και τις αναπτύξεις του να ιστορούνται στην καμάρα,<br />
ενώ στην κατώτερη διακοσμητική ζώνη σώζονται ολόσωμες μορφές<br />
μετωπικών αγίων (εικ. 1). Ανάμεσα τους περιλαμβάνεται η επιτοίχια<br />
μορφή ενός σπάνιου δυτικού αγίου ο οποίος αποτελεί αντικείμενο<br />
της παρούσας μελέτης.<br />
Ο φωτοστεφανωμένος άγιος (εικ. 2) εικονίζεται στο βόρειο τοίχο<br />
του ναού κάτω από το εσωρράχιο του δυτικού ενισχυτικού τόξου,<br />
με ολοσχερώς φθαρμένο το πρόσωπο και καταστροφές στη ζωγραφική<br />
επιφάνεια από τη μέση και κάτω. Έχει κεφάλι στρογγυλό και<br />
ξυρισμένο, μεγάλη tonsura με βοστρύχους που στεφανώνουν το μέτωπο,<br />
αραιό και κοντό γένι. Φορά λευκό χειριδωτό χιτώνα που προ-<br />
2<br />
Για το ναό βλ. Μαρία Μπορμπουδάκη, Η τοιχογραφική διακόσμηση της εκκλησίας<br />
του Αγίου Γεωργίου στους Αποστόλους στο νομό Ηρακλείου, Ιωάννινα:<br />
αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή 2014.
Ο ΑΓΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΑΣ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />
ΚΑΙ ΤΟ ΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΔΟΜΗΝΙΚΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ<br />
241<br />
βάλλει στο λαιμό σαν γιακάς, από πάνω μαύρο μανδύα που ανοίγει<br />
ελαφρά στο ύψος της μέσης, με κουκούλα πεσμένη πίσω. Κρατά στο<br />
δεξί του χέρι μεγάλο κλαδί φοίνικα με λιγοστά κλαδιά που φτάνει<br />
στο ύψος της κεφαλής, και στο αριστερό κλειστό κόκκινο ευαγγέλιο<br />
με πολυτελή στάχωση. Πάνω στο μανδύα στο ύψος του δεξιού του<br />
βραχίονα σώζεται μόνον το γράμμα Ε της γραπτής επιγραφής.<br />
Τα χαρακτηριστικά του αγίου μάς επιτρέπουν την ταύτισή του<br />
με δομηνικανό άγιο της καθολικής εκκλησίας, όπως αυτοί παριστάνονται<br />
σε βενετικό τρίπτυχο βωμού (αλτάρι) του Fra Angelico<br />
στο Μουσείο San Marco της Φλωρεντίας (1428-1429) 3 (εικ. 3).<br />
3<br />
G. Bonsanti, Firenze, l’Angelico al convento di S. Marco, Milano 1982, σ.<br />
18-19.<br />
Εικ. 3. Άγιος Δομήνικος,<br />
άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής,<br />
Παναγία βρεφοκρατούσα,<br />
άγιος Πέτρος της Βερόνας,<br />
Θωμάς ο Ακινάτης και<br />
σκηνές από τη ζωή<br />
και το θάνατο του αγίου<br />
Πέτρου της Βερόνας<br />
στο επάνω τμήμα<br />
της παράστασης.<br />
Altare του δομηνικανού<br />
ζωγράφου Fra Angelico.<br />
1436. Μουσείο San Marco<br />
στην Φλωρεντία (Bonsanti,<br />
Firenze, l’Angelico,<br />
σ. 18-19).
242 ΜΑΡΙΑ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗ<br />
Εκεί οι άγιοι Δομήνικος, Θωμάς ο Ακινάτης και Πέτρος της Βερόνας<br />
έχουν tonsura στο κεφάλι και φορούν τη χαρακτηριστική ενδυμασία<br />
του τάγματος των δομηνικανών, που περιλαμβάνει λευκό απλό χιτώνα,<br />
ανάλαβο του ίδιου χρώματος και από πάνω μαύρο μανδύα<br />
με κουκούλα ριγμένη στους ώμους 4 , όπως ο εξεταζόμενος άγιος, με<br />
τη διαφορά ότι στους Αποστόλους δεν διακρίνεται ο λευκός ανάλαβος<br />
λόγω των εκτεταμένων φθορών στη ζωγραφική επιφάνεια. Κυρίως,<br />
όμως, το κλαδί φοίνικα που φέρει η αναπαριστώμενη μορφή<br />
στους Αποστόλους οδηγούν στην ταύτισή της με τον άγιο Πέτρο τον<br />
μάρτυρα ή -αλλιώς- της Βερόνας 5 , ο οποίος έχει αντίστοιχα χαρακτηριστικά<br />
στη δυτική τέχνη, όπως στο προαναφερόμενο τρίπτυχο<br />
αλλά και νωρίτερα σε αντιφωνάριο του τέλους του 13ου αι., τώρα<br />
στο Art Institute του Σικάγο (Μs 1911.142.B, c 105r), με μικρογραφίες<br />
εκτελεσμένες από τον Jacobello Muriolo da Salerno 6 . Είναι<br />
μάλιστα ενδιαφέρον ότι το κλαδί φοίνικα αναφέρεται ως τυπικό<br />
στοιχείο της εικονογραφίας του αγίου από τον δομηνικανό θεολόγο<br />
και μαθητή του Ακινάτη, Remigio dei Girolami (1247-1319), ο<br />
οποίος σε λειτουργικά κείμενα που συνέγραψε αναφέρει “unde cum<br />
palma in manu pingitur” 7 . Επιπλέον, ο εξεταζόμενος άγιος κρατά<br />
κόκκινο ευαγγέλιο, στοιχείο που αποδίδεται συστηματικά στην εικονογραφία<br />
του, με ενδιαφέρον παράδειγμα το προαναφερόμενο<br />
τρίπτυχο του Fra Angelico.<br />
Γεννημένος στη Βερόνα στα 1206 από οικογένεια καθολικών,<br />
φιλικά προσκείμενη στην αίρεση των Καθαρών, ο άγιος Πέτρος<br />
4<br />
G. Ferguson, Signs and Symbols in Christian Art, Oxford 1954, σ. 159.<br />
5<br />
L. Reau, Iconographie de l’art chrétien, New York 1983, σ. 1104-1106·<br />
LCI, τ. VIII, στήλ. 185-190 (M. Lechner)· G. Kaftal, Iconography of the<br />
saints in Tuscan painting, Firenze 1952, στήλ. 817-833· του ιδίου, Iconography<br />
of the saints in Central and South Italian schools of painting, Firenze<br />
1965, στήλ 904-909· V. Alce, L’iconografia di San Pietro da Verona<br />
martire domenicano, Memorie Domenicane 830-831 (1953), σ. 100-114,<br />
150-168. Για το βίο και τη λατρεία του αγίου Πέτρου της Βερόνας βλ. D.<br />
Prudlo, The Μartyred Ιnquisitor: Τhe Life and Cult of Peter of Verona<br />
(†1252), Aldershot-Burlington 2008, σ. 13-70.<br />
6<br />
A. Improta, Dal pulpito al sepolcro. Contributo per l’iconografia di San<br />
Pietro Martire da Verona tra XIII e XIV secolo, Porticum. Revista d’ Estudis<br />
Medievals 7 (2011), σ. 108, εικ. 1.<br />
7<br />
D. Delcorno, San Pietro Martire nella predicazione duecentesca, στο G.<br />
Festa (επιμ.), Martire per la fede. San Pietro da Verona domenicano e inquisitore,<br />
Bologna 2007, σ. 277, αρ. 6· Improta, Dal pulpito al sepolcro, σ.<br />
108-109.
Ο ΑΓΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΑΣ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />
ΚΑΙ ΤΟ ΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΔΟΜΗΝΙΚΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ<br />
243<br />
μαθήτευσε σε καθολικά σχολεία και αργότερα στο πανεπιστήμιο<br />
της Μπολόνια. Εκεί γνώρισε στα δεκαπέντε του χρόνια τον θεμελιωτή<br />
του τάγματος των Δομηνικανών 8 άγιο Δομήνικο (γνωστό και<br />
ως Δομήνικο Gudzman) 9 και προσχώρησε στο τάγμα των αδελφών<br />
Ιεροκηρύκων (“Ordo Fratrum Praedicatorum”). Υπήρξε ιεροκήρυκας<br />
του καθολικισμού σε ολόκληρη την Ιταλία, ιεροεξεταστής και μέγας<br />
πολέμιος των αιρέσεων, ιδιαίτερα αυτής των Καθαρών, γεγονός<br />
που προκάλεσε τη δολοφονία του στα 1252 από τον οπαδό τους<br />
Carino Balsamo, αποτελώντας έτσι τον πρώτο μάρτυρα άγιο του<br />
τάγματος. H αγιοποίηση του Πέτρου συντελέστηκε από τον πάπα<br />
Ιννοκέντιο Δ' λίγο μετά τη δολοφονία του αγίου το 1253 10 , οπότε οι<br />
πρώτες απεικονίσεις του δομηνικανού μάρτυρα χρονολογούνται<br />
στο δεύτερο μισό του 13ου αι., όπως στο χειρόγραφο του Σικάγο<br />
που αναφέραμε πιο πάνω 11 . Σύμφωνα με την λατινική παράδοση ο<br />
8<br />
Είναι αξιοσημείωτο ότι οι δομηνικανοί αφοσιώθηκαν περισσότερο στην<br />
καλλιέργεια του κηρύγματος και στην καταπολέμηση των αιρέσεων παρά<br />
στον αναχωρητισμό, ενώ παράλληλα βασική τους αρχή ήταν η αποποίηση<br />
κάθε περιουσιακού στοιχείου και η εναπόθεση της επιβίωσής τους στην<br />
επαιτεία, αποτελούσαν δηλαδή ένα επαιτικό τάγμα. Ασχολήθηκαν με τα<br />
γράμματα και τις επιστήμες, ενώ από το τάγμα τους προήλθαν πάπες,<br />
καρδινάλιοι και δύο σπουδαίοι ζωγράφοι, ο Fra Angelico (Guido di Pietro)<br />
και ο Fra Bartolommeo (Baccio della Porta). Για τον άγιο Δομήνικο<br />
και το τάγμα των Δομηνικανών βλ. W. Hinnebusch, The History of the<br />
Dominican Order, New York 1966· του ιδίου, The Dominicans: A Short<br />
History, Dublin 1985· Δ. Κασαπίδης, Συμβολή στην ιστορία της εγκατάστασης<br />
των Δομηνικανών στον Ελληνικό χώρο. Η περίπτωση της Χίου,<br />
Εκκλησιαστικός Φάρος 86 (1998), σ. 223-252· του ιδίου, Ο άγιος Δομήνικος,<br />
η εποχή του και η ίδρυση του τάγματος των Δομηνικανών, Βυζαντινός<br />
Δομός 13 (2002-2003), σ. 161-171.<br />
9<br />
Καταγόμενος από εύπορους γονείς, ο άγιος Δομήνικος γεννήθηκε στην<br />
Calleruega της Ισπανίας το 1172, σπούδασε στην Palencia και το 1214<br />
ίδρυσε το τάγμα των αδελφών Ιεροκηρύκων. Το τάγμα αναγνωρίστηκε<br />
επίσημα στα 1216 από τον πάπα Ονώριο Γ΄ ο οποίος τους εξασφάλισε<br />
ειδικά προνόμια, ενώ η πρώτη σύνοδος του τάγματος έγινε στη Μπολόνια<br />
το 1220. Εκεί πέθανε ο Δομήνικος ένα χρόνο αργότερα, στις 6 του Αυγούστου<br />
του 1221, εξαντλημένος από τις κακουχίες στις οποίες υπέβαλε<br />
τον εαυτό του. Ο άγιος Δομήνικος εντάχθηκε στο αγιολόγιο της Καθολικής<br />
Εκκλησίας στα 1234, ενώ στο ορθόδοξο αγιολόγιο δεν συμπεριλήφθηκε<br />
ποτέ. Για το βίο του αγίου Δομήνικου, βλ. J. Guiraud, Saint Dominic, London-New<br />
York 1913. Για την εικονογραφία του αγίου Δομήνικου, βλ.<br />
Reau, Iconographie de l’art, σ. 391-398· LCI, τ. VI, στήλ. 72-79 (I. Frank).<br />
10<br />
Prudlo, The Μartyred Ιnquisitor, σ. 118.<br />
11<br />
Improta, Dal pulpito al sepolcro, σ. 108, 110, 114, εικ. 1, 2, 5.
244 ΜΑΡΙΑ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗ<br />
Eικ. 4.<br />
Δολοφονία του αγίου Πέτρου<br />
της Βερόνας.<br />
Φύλλο αντιφωνάριου.<br />
β΄μισό 13ου αιώνα.<br />
Metropolitan Museum of Art.<br />
Carino Balsamo χτύπησε τον Πέτρο με μαχαίρι στο κεφάλι,<br />
προκαλώντας του θανατηφόρο τραυματισμό. Στη σκηνή<br />
αυτή γίνεται συστηματική αναφορά στη δυτική εικονογραφία,<br />
όπως στο αλτάρι του Fra Angelico στο Μουσείο San<br />
Marco της Φλωρεντίας (1429) (εικ. 3) 12 , αλλά και σε εικονογραφημένα<br />
χειρόγραφα του δεύτερου μισού του 13ου<br />
αι., όπως σε φύλλο αντιφωνάριου από τη νότια Ιταλία,<br />
τώρα στο Metropolitan Museum of Art 13 (εικ. 4). Παράλληλα,<br />
στις ολόσωμες απεικονίσεις του αγίου σε ζωγραφικά<br />
έργα δυτικής τέχνης αποτυπώνονται συστηματικά τα αίματα<br />
στο κεφάλι από το θανατηφόρο χτύπημα. Σημειώνουμε<br />
ενδεικτικά την ιστάμενη μορφή του αγίου στην Pala di<br />
Annalena στο μοναστήρι San Vincenzo di Annalena φιλοτεχνημένη<br />
από τον Fra Angelico 15 (εικ. 5), στοιχείο που<br />
παραλείπεται, ωστόσο, από την εξεταζόμενη παράσταση<br />
του δομηνικανού μάρτυρα, η οποία είναι εκτελεσμένη σύμφωνα<br />
με την ορθόδοξη παράδοση.<br />
Η μορφή του αγίου Πέτρου του μάρτυρα εντοπίζεται<br />
σε λίγους μόνο ναούς του τάγματος των Δομηνικανών<br />
στην Κρήτη 16 και στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο. Από τη<br />
βενετική φάση (13ος αι.) της μεγάλης παλαιοχριστιανικής<br />
12<br />
Bonsanti, Firenze, l’Angelico, σ. 18-19.<br />
13<br />
Αριθμός εισαγωγής 2005.273. Για το χειρόγραφο βλ.<br />
www.metmuseum.org/collections/search-the-collections/476564?img=2<br />
Η δολοφονία του αγίου σώζεται επίσης<br />
στο λατινικό αρχίγραμμα Ρ, σε αντιφωνάριο του β΄ μισού του<br />
13ου αι. από την Μπολόνια, τώρα επίσης στο Metropolitan<br />
Museum of Art, www.metmuseum.org/toah/works-ofart/23.21.2<br />
14<br />
Ανάλογη είναι η απεικόνιση του δομηνικανού αγίου στην pala<br />
di altare στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου, φιλοτεχνημένη<br />
από τον Fra Angelico στα 1443 με την ιστορία του Κοσμά και<br />
του Δαμιανού, βλ. Bonsanti, Firenze, l’Angelico, σ. 40-41.<br />
15<br />
Ό.π., σ. 38.<br />
16<br />
Για το θέμα της ανέγερσης των ναών των δομηνικανών στην<br />
Κρήτη, βλ. G. Gerola, Βενετικά Μνημεία της Κρήτης (Eκκλησίες),<br />
μτφ. Σ. Σπανάκης, Ηράκλειο 1993, σ. 111-145· ΘΗΕ 7, 1019<br />
(λήμμα Θ. Τζεδάκης)· Β. Kitsiki-Panagopoulos, Cistercian and<br />
Mendicant Monasteries in Medieval Greece, Chicago 1979, σ. 9·<br />
Ό. Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή. Η μαρτυρία<br />
της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, Ηράκλειο 2010, σ. 35-40,<br />
όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία.
Ο ΑΓΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΑΣ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />
ΚΑΙ ΤΟ ΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΔΟΜΗΝΙΚΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ<br />
245<br />
βασιλικής της Αγίας Παρασκευής στη Χαλκίδα διατηρείται στη γένεση<br />
των δύο σκελών του μεγάλου οξυκόρυφου τόξου του πρεσβυτερίου<br />
που δεσπόζει στο αέτωμα του ιερού 17 , η ολόσωμη μορφή<br />
του αγίου Πέτρου του Μάρτυρα 18 , που αποτελεί την πρωιμότερη<br />
γνωστή απεικόνισή του στον ελλαδικό χώρο και μάλιστα σε ανάγλυφη<br />
μορφή. Εκεί ο άγιος Πέτρος αναγνωρίζεται από τη μοναχική<br />
ενδυμασία του τάγματος, το κούρεμα της παπαλήθρας και τα χαρακτηριστικά<br />
σύμβολα, δηλαδή το μεγάλο κλαδί φοίνικα και το<br />
17<br />
Prudlo, The Μartyred Ιnquisitor, σ. 118.<br />
18<br />
Ν. Δεληνικόλας-Β. Βέμη, Η Αγία Παρασκευή Χαλκίδας. Ένα βενετικό<br />
πρόγραμμα ανοικοδόμησης τον 13ο αιώνα, στο Βενετία-Εύβοια. Από τον<br />
Έγριπο στο Νεγρεπόντε (Χαλκίδα, 12-14 Νοεμβρίου 2004), Χ. Μαλτέζου-Χρ.<br />
Παπακώστα (επιμ.), Βενετία-Αθήνα 2006, σ. 248-249. Στο άλλο σκέλος<br />
του οξυκόρυφου τόξου παριστάνεται η γλυπτή μορφή του ιδρυτή του τάγματος<br />
των δομηνικανών αγίου Δομηνίκου.<br />
Εικ. 5.<br />
Άγιος Πέτρος της Βερόνας<br />
(πρώτος από αριστερά),<br />
Παναγία βρεφοκρατούσα<br />
και άγιοι της καθολικής<br />
εκκλησίας.<br />
Pala di Annalena<br />
του δομηνικανού<br />
ζωγράφου Fra Angelico.<br />
1434-1438.<br />
Μουσείο San Marco<br />
στην Φλωρεντία<br />
(Bonsanti, Firenze,<br />
l’ Angelico, σ. 38).
246 ΜΑΡΙΑ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗ<br />
ευαγγέλιο, όπως στην υπό εξέταση παράσταση. Παράλληλα, στον<br />
ίδιο ναό εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια των εργασιών συντήρησης,<br />
το 1975, τοιχογραφίες του 13ου αι., για τις οποίες έχει υποστηριχθεί<br />
ότι περιελάμβαναν σκηνές με το βίο του αγίου Πέτρου του Μάρτυρα<br />
19 , ενδεχόμενο που ενισχύεται από τον εντοπισμό της γλυπτής<br />
μορφής του αγίου στον ίδιο ναό 20 . Επιπλέον, έχει διατυπωθεί η<br />
υπόθεση ότι σκηνές από τη ζωή του αγίου Πέτρου περιλαμβάνονταν<br />
στο εικονογραφικό πρόγραμμα της εκκλησίας του Αγίου Παύλου<br />
και Δομήνικου στο Πέραν της Κωνσταντινούπολης, γνωστή και ως<br />
Arap Camii 21 , η οποία αποτέλεσε το κεντρικό μοναστήρι του τάγματος<br />
των Δομηνικανών στην Κωνσταντινούπολη τον 14ο αι. και έως το<br />
1475 22 , αν και στις τοιχογραφίες του ναού που σώζονται σήμερα<br />
εικονίζεται η μορφή ενός μόνο αγίου της καθολικής εκκλησίας,<br />
αυτή του ιατρού αγίου Αμβροσίου 23 .<br />
Παράλληλα, στη μεγάλου μεγέθους και λιτή στην κατασκευή<br />
της βασιλική του Αγίου Πέτρου των Δομηνικανών στο Ηράκλειο,<br />
19<br />
P. Mackay, St. Mary of the Dominicans: The Monastery of the Fratres<br />
Praedicatores in Negropont, στο Βενετία-Εύβοια, σ. 145· M. Γεωργοπούλου-<br />
Βέρρα, Συντήρηση-καθαρισμός τοιχογραφιών, ΑΔ 30 (1975), Χρονικά Β1,<br />
σ. 173· Δεληνικόλας-Βέμη, Η Αγία Παρασκευή Χαλκίδας, σ. 244-245.<br />
20<br />
Δεληνικόλας-Βέμη, Η Αγία Παρασκευή Χαλκίδας, σ. 248-249.<br />
21<br />
Α. Derbes-Α. Neff, Italy, the Mendicant Orders, and the Byzantine<br />
Sphere, στο Byzantium, Faith and Power (1261-1557), H. Evans (εκδ.),<br />
New York 2004, σ. 451.<br />
22<br />
Η. Cetinkaya, Arap Camii in Istanbul: its architecture and frescoes,<br />
Anatolia Antiqua XVIII (2010), σ. 169-188· Mackay, St. Mary of the<br />
Dominicans, σ. 134· S. Westphalen, Pittori greci nella chiesa domenicana<br />
dei Genovesi a Pera (Arap Camii). Per la genesi di una cultura figurativa<br />
levantina nel Trecento, Intorno al sacro Volto. Genova, Bisanzio e il Mediterraneo<br />
(secoli XI-XIV), A. R. Calderoni Masetti-C. Dufour Bozzo-G. Wolf<br />
(επιμ.), Venezia 2007, σ. 51-62· του ιδίου, Die Dominikanerkirche der<br />
Genuesen von Pera (Arap Camii). Griechische Maler-Lateinische Auftraggeber,<br />
στο Austausch und Inspiration. Kulturkontakt als Impuls architektonischer<br />
Innovation, U. Wulff-Rheidt-F. Pirson (επιμ.), Mainz 2008,<br />
σ. 276-291.<br />
23<br />
Cetinkaya, Arap Camii, σ. 175, εικ. 8a. Ο ναός ο οποίος είχε ανεγερθεί<br />
στις αρχές του 14ου αι., σώζει εξίτηλες τοιχογραφίες εκτελεσμένες πιθανόν<br />
σύμφωνα με την βυζαντινή ορθόδοξη παράδοση, οι οποίες αποκαλύφθηκαν<br />
στο σεισμό του 1999, ενώ η έρευνα δεν έχει καταλήξει ακόμα,<br />
εάν στις αποκαλυφθείσες κατά τα έτη 2010 και 2011 τοιχογραφίες στο<br />
Arap Camii περιλαμβανόταν η μορφή κάποιου δομηνικανού αγίου. Ευχαριστώ<br />
τον κ. Westphalen για τις πληροφορίες που μου παρείχε σχετικά<br />
με τις νέες αποκαλύψεις στο ναό.
Ο ΑΓΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΑΣ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />
ΚΑΙ ΤΟ ΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΔΟΜΗΝΙΚΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ<br />
247<br />
αφιερωμένη στον ομώνυμο δυτικό μάρτυρα 24 , που οικοδομήθηκε<br />
σύμφωνα με τις συνοδικές οδηγίες του τάγματος περί μορφολογικής<br />
λιτότητας και αυστηρότητας, εικονίζονται στον ανατολικό τοίχο του<br />
βόρειου παρεκκλησίου, στην κατώτερη ζώνη, ολόσωμοι μετωπικοί<br />
άγιοι σε κακή κατάσταση διατήρησης, οι οποίοι χρονολογούνται<br />
πιθανόν στη διάρκεια του 14ου αι. 25 . Ανάμεσά τους διακρίνεται η<br />
εξίτηλη φωτοστεφανωμένη μορφή δυτικού αγίου που φορά μαύρο<br />
μανδύα με κουκούλα και έχει μεγάλη tonsura, με λίγα μαλλιά να<br />
στέφουν την κεφαλή, όπως στην υπό εξέταση παράσταση. Τα στοιχεία<br />
αυτά δεν εμποδίζουν την ταύτιση της μορφής με αυτή του<br />
αγίου Πέτρου της Βερόνας, αν και το δηλωτικό σύμβολο, δηλαδή<br />
το κλαδί φοίνικα, καθώς και τα αγιωνύμια που θα μας οδηγούσαν<br />
24<br />
Η ανέγερση του ναού πρέπει να πραγματοποιήθηκε μετά το 1254, χρονολογία<br />
δολοφονίας και ανακήρυξης του αγίου Πέτρου της Βερόνας σε<br />
άγιο της καθολικής εκκλησίας από τον Πάπα Ιννοκέντιο Δ΄. Άλλωστε, η<br />
αγορά οικοπέδων γύρω από το μοναστήρι το 1275 και το 1301, για την<br />
επέκταση των εγκαταστάσεών τους, μας δίνει ένα terminus ante quem για<br />
την ανέγερση του ναού του Αγίου Πέτρου· βλ. Mackay, St. Mary of the<br />
Dominicans, σ. 126-129, 132-133· Χ. Γάσπαρης, Τα αστικά φέουδα<br />
(burghesie). Η ακίνητη ιδιοκτησία των φεουδαρχών στον Χάνδακα,<br />
Πεπραγμένα του Η΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Ηράκλειο 1996), τ.<br />
Α΄, Ηράκλειο 2000, σ. 137-150· Δ. Χρονάκη, Δ. Καλομοιράκης, Ο ναός<br />
του Αγίου Πέτρου των Δομηνικανών στο Ηράκλειο, Πεπραγμένα Θ΄ Διεθνούς<br />
Κρητολογικού Συνεδρίου (Ελούντα, 1-6 Οκτωβρίου 2001), τ. Β2, Ηράκλειο<br />
2004, σ. 119-137· Kitsiki-Panagopoulos, Cistercian and Mendicant,<br />
ό.π., σ. 87-93· Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, ό.π. σ.<br />
26, 142· G. Gerola, Monumenti Veneti nell’ isola di Creta, τ. II.3, Venezia<br />
1908, σ. 125-127. Πιστεύεται, μάλιστα, ότι ο ναός κτίστηκε, όταν αρχιεπίσκοπος<br />
Κρήτης ήταν ο δομηνικανός Giovanni Querini στα 1247-1252,<br />
βλ. S. Borsari, Il dominio veneziano a Creta nel XIII secolo, Napoli 1963, σ.<br />
134· M. Georgopoulou, Venice’s Mediterranean Colonies. Architecture and<br />
Urbansim, Cambridge 2001, σ. 136. Σημειώνεται, ακόμα, ότι ο Mackay<br />
στηριζόμενος στα αρχεία του τάγματος υποστηρίζει ότι οι Δομηνικανοί<br />
εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Κρήτη μετά το 1289· βλ. Mackay, St. Mary<br />
of the Dominicans, σ. 128.<br />
25<br />
Ευχαριστώ την κα. Ε. Κανάκη, αρχαιολόγο της ΕΦΑ Ηρακλείου για τις<br />
χρήσιμες πληροφορίες. Αναφορά στις τοιχογραφίες έχει γίνει από τους<br />
Καλομοιράκη-Χρονάκη οι οποίοι χρονολογούν τις παραστάσεις στον 15ο<br />
αι. Βλ. Χρονάκη-Καλομοιράκης, Ο ναός του Αγίου Πέτρου, σ. 123 και Ε.<br />
Κανάκη-Χ. Μπιλμέζη, Ανασκαφική έρευνα στον Άγιο Πέτρο των Δομηνικανών<br />
(2007-2008), στο Αρχαιολογικό έργο Κρήτης 2. Πρακτικά της 2ης<br />
Συνάντησης. Ρέθυμνο, 26-28 Νοεμβρίου 2010, Μ. Ανδριανάκης-Π. Βαρθαλίτου-Ι.<br />
Τζαχίλη (επιμ.), Ρέθυμνο 2012, σ. 346.
248 ΜΑΡΙΑ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗ<br />
σε ασφαλή ταύτιση έχουν ολοκληρωτικά καταστραφεί. Θεωρούμε<br />
πάντως εύλογο ότι ο άγιος Πέτρος περιλαμβανόταν στο εικονογραφικό<br />
πρόγραμμα του ναού ως ο τιμώμενος άγιος. Το ενδεχόμενο<br />
της απεικόνισης του αγίου Πέτρου στο ναό του Χάνδακα, πιθανόν<br />
στο πρώτο μισό του 14ου αι. 26 , μάς οδηγεί στη σκέψη ότι αποτέλεσε<br />
το πρότυπο της υπό εξέταση τοιχογραφίας στους Αποστόλους. Υποθέτουμε<br />
ακόμα ότι η απεικόνιση του αγίου Πέτρου στο Ηράκλειο<br />
θα ακολούθησε το πρότυπο από κάποιο αλτάρι δυτικής τέχνης που<br />
είχε μεταφερθεί στην Κρήτη από το τάγμα των Δομηνικανών. Η<br />
υπόθεση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι οι μορφές στην κατώτερη<br />
διακοσμητική ζώνη του ναού ορίζονται από οξυκόρυφα γραπτά<br />
τόξα που βαίνουν σε κιονίσκους, καθώς σε αλτάρια δυτικής τέχνης,<br />
όπως ενδεικτικά αναφέραμε πιο πάνω για το τρίπτυχο του Fra Angelico<br />
με τη δολοφονία του αγίου 27 (εικ. 3).<br />
Η πιθανή σύνδεση του ναού στο Χάνδακα με αυτόν στους Αποστόλους,<br />
αλλά και η σχέση των δύο ναών με το τάγμα ενισχύεται<br />
επιπλέον από ένα έγγραφο του 1650-55 που δημοσίευσε το 1944<br />
ο R. Loenertz 28 , στηριζόμενος στα αρχεία της αδελφότητας, στα Monumenta<br />
Ordinis Fratrum. Praedicatorum Historica (MOPH XII,<br />
136). Όπως πληροφορούμαστε από τον ανώνυμο συντάκτη, “Nella<br />
villa di Pediada si ritrova un conventino chiamato s. Giorgio incorporato<br />
alla religione da pochi anni in qua, dove sta un sacerdote et e vicariato<br />
soggetto al convento di s. Pietro di Candia”. Καθώς ο γεωγραφικός<br />
προσδιορισμός “nella villa di Pediada” πιθανότατα εννοεί την περιοχή<br />
ή την επαρχία Πεδιάδος, αφού χωριό με το όνομα Πεδιάδα<br />
δεν υπάρχει στην Κρήτη, μεταφράζουμε το κείμενο ως εξής: «στην<br />
περιοχή της Πεδιάδος υπάρχει μία μικρή μονή αφιερωμένη στον<br />
Άγιο Γεώργιο που συνδέεται με τη θρησκεία εδώ και μερικά χρόνια,<br />
στην οποία ιερουργεί ένας παπάς που είναι και εφημέριος ο οποίος<br />
υπάγεται στη μονή του Αγίου Πέτρου στον Χάνδακα». Αν και το έγγραφο<br />
είναι αρκετά μεταγενέστερο της εποχής ανέγερσης και τοιχογράφησης<br />
της εκκλησίας μας, η αναφορά σε μονή αφιερωμένη στον<br />
26<br />
Από την επιτόπια έρευνα στο ναό πιθανολογούμε ότι οι παραστάσεις<br />
εκτελέστηκαν στο πρώτο μισό του 14ου αι., αν και οι τοιχογραφίες μόλις<br />
που διακρίνονται.<br />
27<br />
Bonsanti, Firenze, l’Angelico, σ. 18-19.<br />
28<br />
R.-J. Loenertz, Documents pour servir à l’histoire de la province dominicaine<br />
de Grèce (1474-1669), Archivum Fratrum Praedicatorum 14<br />
(1944), σ. 113, αρ. 6.
Ο ΑΓΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΑΣ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />
ΚΑΙ ΤΟ ΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΔΟΜΗΝΙΚΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ<br />
249<br />
Άγιο Γεώργιο και μάλιστα μικρού μεγέθους, η σύνδεσή της με τη<br />
θρησκεία (των Δομηνικανών) και τη μονή του τάγματος στο Ηράκλειο<br />
και κυρίως η ανέγερσή της στην περιοχή της Πεδιάδος, αποτελούν<br />
στοιχεία που οδηγούν στην ταύτιση του ναού στους Αποστόλους<br />
με τη δομηνικανική μικρή μονή του εκδεδομένου από τον<br />
Loenertz εγγράφου. Ακόμα, η αναφορά στο έγγραφο σε έναν παπά<br />
ο οποίος υπαγόταν στον Άγιο Πέτρο των Δομηνικανών, μαρτυρεί<br />
τη στενή σύνδεση του ναού του Αγίου Γεωργίου με τη γνωστή μονή<br />
του Χάνδακα κατά τον 17ο αι., σχέση η οποία υποθέτουμε ότι προϋπήρχε<br />
της εποχής αυτής.<br />
Η φράση “incorporato alla religione da pochi anni in qua” πιθανότατα<br />
υπονοεί την επίσημη παραχώρηση του ναού στο τάγμα των<br />
Δομηνικανών κατά τον 17ο αι., όπως άλλωστε συνέβη στα Ιόνια<br />
νησιά και με άλλες εκκλησίες των οποίων οι κτήτορες συνδέονταν<br />
με την αδελφότητα. Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται η μονή του Προφήτη<br />
Ηλία, στη θέση Ψήλωμα της Ζακύνθου (1509), η οποία με το<br />
θάνατο του δομηνικανού ιδρυτή της Δομήνικου di Canea το 1515<br />
παραχωρήθηκε στο τάγμα με διάταγμα του δόγη Λεονάρδου Loredan<br />
(1502-1521) 29 . Όμοια η εκκλησία της Παναγίας των Χαιρετισμών<br />
στην Πλάκα Αργοστολίου στην Κεφαλλονιά παραχωρήθηκε στο<br />
τάγμα των Δομηνικανών από τον Φραντζέσκο Caenazzo με διαθήκη<br />
που φέρει τη χρονολογία 1641 30 .<br />
Αν και το παραπάνω έγγραφο υποδηλώνει τη σύνδεση του<br />
ναού του Αγίου Γεωργίου με το τάγμα κατά τον 17ο αι., ωστόσο θεωρούμε<br />
βέβαιο ότι ο ναός δεν αποτελούσε καθίδρυμα της αδελφότητας<br />
την εποχή ανέγερσης και τοιχογράφησής του, δηλαδή τον<br />
14ο αι. Προς αυτή την κατεύθυνση οδηγεί ο αρχιτεκτονικός τύπος<br />
του ναού, κτισμένος στο συνήθη τύπο των καμαροσκέπαστων και<br />
μικρού μεγέθους ναών της κρητικής υπαίθρου και όχι σύμφωνα με<br />
τις επιταγές της γοτθικής αρχιτεκτονικής παράδοσης ή τις συνοδικές<br />
οδηγίες του τάγματος όπως τα κεντρικά καθιδρύματα των δομηνικανών.<br />
Επίσης, το γεγονός ότι η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου είχε<br />
ανεγερθεί σε επαρχία και όχι εντός του πολεοδομικού ιστού σημαντικής<br />
πόλης της Κρήτης, όπως οι έτεροι ναοί του τάγματος στον<br />
ελλαδικό χώρο (Θήβα, Γλαρέντζα, Χαλκίδα, Ανδραβίδα, Μεθώνη) 31<br />
29<br />
Δ. Κασαπίδης, Εγκαταστάσεις των Δομηνικανών στα νησιά του Ιονίου,<br />
Συνάντηση 149 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2004), σ. 20.<br />
30<br />
Ό.π., σ. 23.<br />
31<br />
P. Lock, The Franks in the Aegean (1204-1500), London-New York 1995,
250 ΜΑΡΙΑ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗ<br />
και την Κρήτη, υποδηλώνει ότι η εκκλησία δεν συνδεόταν άμεσα<br />
με την αδελφότητα κατά τον 14ο αι. Κυρίως, όμως, το εικονογραφικό<br />
πρόγραμμα του ναού του Αγίου Γεωργίου που είναι σύμφωνο με τη<br />
βυζαντινή ορθόδοξη παράδοση 32 , καθώς και η ιστόρηση ενός μόνο<br />
αγίου που σχετίζεται με το τάγμα των Δομηνικανών και όχι σκηνών<br />
από το βίο του αγίου Πέτρου του Μάρτυρα, καταδεικνύουν ότι η εκκλησία<br />
μας αποτελούσε ένα από τα πολυάριθμα ορθόδοξα εκκλησάκια<br />
που βρίσκονταν διάσπαρτα στην κρητική ύπαιθρο.<br />
Σύμφωνα με τα παραπάνω μπορούμε να διατυπώσουμε τις<br />
εξής σκέψεις: η απεικόνιση του δομηνικανού μάρτυρα Πέτρου της<br />
Βερόνας στο ναό του Αγίου Γεωργίου, ανάμεσα στους ολόσωμους<br />
αγίους του ορθόδοξου εορτολογίου και σύμφωνα με τη βυζαντινή<br />
εικονογραφική παράδοση, αποτελεί τη μοναδική έως σήμερα βεβαιωμένη<br />
απεικόνιση δομηνικανού αγίου στην κρητική ύπαιθρο.<br />
Η απεικόνισή του ερμηνεύεται αρχικά από την παρουσία του βενετικού<br />
στοιχείου στο νησί, όπως άλλωστε και των άλλων δυτικών<br />
αγίων που εμφανίζονται σποραδικά στις εκκλησίες της Κρήτης, η<br />
πλειονότητα των οποίων εντοπίζεται στην επαρχία της Πεδιάδος,<br />
όπου και τα σημαντικότερα φέουδα των Βενετών. Η μορφή του έτερου<br />
δυτικού αγίου που σχετίζεται με τα επαιτικά τάγματα, δηλαδή<br />
του αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης, σώζεται σε τέσσερις βυζαντινές<br />
εκκλησίες της νήσου, με τις τρεις από αυτές να βρίσκονται στην<br />
επαρχία Πεδιάδος 33 , ενώ μοναδική είναι η απεικόνιση του αγίου<br />
σ. 233. Μ. L. Coulson, The Dominican church of Saint Sophia at Andravida,<br />
στο P. Lock-G. D. R. Sanders, Archaeology of Medieval Greece,<br />
Oxford 1996, σ. 50.<br />
32<br />
Μπορμπουδάκης, Η βυζαντινή τέχνη εις τον νομόν, σ. 114-115· του<br />
ιδίου, Η τέχνη κατά την Βενετοκρατία, σ. 93· Borboudakis-Gallas-Wessel,<br />
Byzantinisches Kreta, σ. 113· Μπορμπουδάκης, Η Βυζαντινή τέχνη στο<br />
Νομό Ηρακλείου, σ. 165.<br />
33<br />
Ο άγιος Φραγκίσκος απαντά στο μεσαίο κλίτος του ναού της Παναγίας<br />
Κεράς στην Κριτσά Μεραμπέλλου (Μ. Μπορμπουδάκης, Παναγιά Κερά.<br />
Βυζαντινές τοιχογραφίες στην Κριτσά, Αθήνα, χ.χ., εικ. 38 και Κ. Μυλοποταμιτάκη,<br />
Παναγιά Κερά Κριτσάς, Ηράκλειο 2005, σ. 46-48) και στους<br />
πλησιόχωρους στο χωριό των Αποστόλων ναούς της Παναγίας στο Σκλαβεροχώρι<br />
(Μ. Μπορμπουδάκης, Παρατηρήσεις στη ζωγραφική του Σκλαβεροχωρίου,<br />
Ευφρόσυνον Αφιέρωμα στον Μανόλη Χατζηδάκη, τ. 1, Αθήνα<br />
1991, σ. 390, πιν. 203α), του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στους Κάτω Αστρακούς<br />
(Gerola-Λασσιθιωτάκης, Τοπογραφικός κατάλογος, αρ. 476) και της Παναγίας<br />
στο Σαμπά Πεδιάδος (Κ. Λασσιθιωτάκης, Ο Άγιος Φραγκίσκος και η<br />
Κρήτη, Πεπραγμένα του Δ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Ηράκλειο 29
Ο ΑΓΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΑΣ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />
ΚΑΙ ΤΟ ΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΔΟΜΗΝΙΚΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ<br />
251<br />
Ιερωνύμου στη μονή Βαλσαμονέρου στο νομό Ηρακλείου 34 και<br />
σπάνια του αγίου Βαρθολομαίου στην Αγία Πελαγία Βιάννου και<br />
αυτή στο νομό Ηρακλείου 35 , από τα έως σήμερα δημοσιευμένα μνημεία.<br />
Έχει υποστηριχθεί ότι η παρουσία του αγίου Φραγκίσκου στις<br />
κρητικές εκκλησίες οφείλεται στην αποδοχή του “φτωχούλη του<br />
Θεού” από τους υπόδουλους Κρητικούς 36 , ερμηνεία που δεν μπορεί<br />
να υιοθετηθεί για τη σπάνια στη βυζαντινή ζωγραφική μορφή του<br />
αγίου Πέτρου της Βερόνας, καθώς ο δομηνικανός μάρτυρας περιορίζεται<br />
σε ναούς που συνδέονται μόνο με το τάγμα των Δομηνικανών,<br />
όπως αναφέραμε πιο πάνω.<br />
Επιπλέον, η παρουσία του δομηνικανού αγίου σε κρητικό ναό<br />
θα μπορούσε να ερμηνευτεί από το γεγονός ότι ο ναός ήταν πιθανόν<br />
κτισμένος σε φέουδο Βενετού αποίκου, οι οποίοι κατείχαν τις μεγαλύτερες<br />
και σημαντικότερες εκτάσεις στην επαρχία της Πεδιάδος.<br />
Όπως αποδεικνύεται από έγγραφο του 1279 που συνέταξε ο συμ-<br />
Αυγούστου-3 Σεπτεμβρίου 1976), τ. Β΄, Αθήνα 1981, σ. 147-148· Μπορμπουδάκης,<br />
Παρατηρήσεις στη ζωγραφική του Σκλαβεροχωρίου, σ. 390·<br />
Χ. Ρανουτσάκη, Απεικονίσεις του Φραγκίσκου της Ασίζης στις εκκλησίες<br />
της Κρήτης, Πεπραγμένα του Ι΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Χανιά, 1-<br />
8 Οκτωβρίου 2006), τ. Β3, Χανιά 2011, σ. 114-115, εικ. 3, 4, 4α). Στις<br />
παραστάσεις της Κριτσάς και του Σκλαβεροχωρίου ο άγιος αποδίδεται με<br />
το χαρακτηριστικό κούρεμα της παπαλήθρας, το βαθυκάστανο ράσο του<br />
τάγματος των Φραγκισκανών που σφιγγόταν στη μέση με σκοινί, να<br />
αφήνει ακάλυπτο το στίγμα και το κομποσκοίνι, ενώ παράλληλα κρατά<br />
στο αριστερό χέρι διάλιθο ευαγγέλιο και στο δεξί σταυρό (Σκλαβεροχώρι)<br />
ή δέεται (Κριτσά). Στο γειτονικό των Αποστόλων ναό της Παναγίας στο<br />
Σαμπά ο άγιος στρέφεται με απλωμένα στα πλάγια χέρια και δέχεται τα<br />
στίγματα από τον Εσταυρωμένο, που παριστάνεται όμως με τη μορφή<br />
ενός σεραφείμ, θέμα γνωστό στη ζωγραφική της κεντρικής και της βόρειας<br />
Ιταλίας το 14ο και 15ο αι. Παραλλαγή αυτού του τύπου βρίσκεται στο<br />
αριστερό φύλλο τριπτύχου κρητικής τέχνης του β΄ μισού του 15ου αι.,<br />
τώρα στο Μουσείο Μπενάκη, όπως και σε έτερο φύλλο τριπτύχου στο<br />
Μουσείο της Ραβέννας, βλ. Ν. Χατζηδάκη, Εικόνες Κρητικής Σχολής, 15ος-<br />
16ος αιώνας: κατάλογος εκθέσεως, Αθήνα 1983, σ. 44, αρ. 37.<br />
34<br />
Μ. Κωνσταντουδάκη-Κιτρομηλίδου, Ο άγιος Ιερώνυμος με τον λέοντα σε<br />
εικόνες κρητικής τέχνης. Το θέμα και οι συμβολισμοί του, Άνθη Χαρίτων,<br />
Ν. Μ. Παναγιωτάκης (επιμ.), Βενετία 1998, σ. 193-226.<br />
35<br />
M. Vassilakis-Mavrakakis, Western Influences on the Fourteenth Century<br />
Art of Crete, JÖB 32/5 (1982), εικ. 7, 8. Η μορφή του εντοπίζεται επίσης<br />
στους Αγίους Αποστόλους Δρυ στα Πλεμενιανά Χανίων· βλ. Α. Ξυγγόπουλος,<br />
Περί μίαν κρητικήν τοιχογραφίαν, Κρ. Χρ. ΙΒ΄ (1958), σ. 335-342.<br />
36<br />
Λασσιθιωτάκης, Ο άγιος Φραγκίσκος και η Κρήτη, σ. 152.
252 ΜΑΡΙΑ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗ<br />
βολαιογράφος του Χάνδακα Leonardo Marcello, τα χωριά Άγιοι<br />
Απόστολοι (Sancti Apostoloi) και Ζωφόροι (Sophoro) ανήκαν στον<br />
Leonardo Gradenigo, κάτοικο του Χάνδακα, και αποτελούσαν μέρος<br />
της καβαλαρίας “Apossamo” 37 , η οποία με το θάνατο του Leonardo<br />
θα κληροδοτήθηκε σε απόγονο του οίκου των Gradenigo, όπως<br />
συνέβαινε με τις μεγάλες οικογένειες των βενετών αποίκων. Υποθέτουμε,<br />
επομένως, ότι η απεικόνιση του δομηνικανού αγίου πιθανόν<br />
δηλώνει τη θρησκευτική ταυτότητα του καθολικού ιδιοκτήτη<br />
της φεουδαλικής έκτασης την εύνοια του οποίου θα επεδίωκε ο χορηγός-αφιερωτής<br />
του ναού 38 .<br />
Παράλληλα, δεν αποκλείουμε το ενδεχόμενο ο τελευταίος να<br />
ήταν φιλικά προσκείμενος στην ενωτική κίνηση που είχε αναπτυχθεί<br />
στο νησί τις τελευταίες δεκαετίες του 14ου αι. και στην οποία είχαν<br />
εμπλακεί οι δομηνικανοί ήδη από τον 13ο αι. 39 . Η απεικόνιση του<br />
37<br />
“... medietatem duorum meorum casalium, unus quorum vocatur Sancti<br />
Apostoli et alius vocatur Sophoro….”: βλ. Leonardo Marcello, Notaio in<br />
Candia (1278-1281), M. Chiaudano-A. Lombardo (επιμ.), Βενετία 1960,<br />
αρ. 34. Ευχαριστώ τον κ. Γάσπαρη για την ανάγνωση του εγγράφου.<br />
38<br />
Tο εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού στους Αποστόλους εκτελεσμένο<br />
σύμφωνα με τη βυζαντινή ορθόδοξη παράδοση οδηγεί στη σκέψη ότι ο<br />
αφιερωτής-χορηγός του ναού στους Αποστόλους ήταν ορθόδοξος και<br />
επομένως διαφορετικό πρόσωπο από τον Βενετό ιδιοκτήτη της φεουδαλικής<br />
έκτασης, όπως στο ναό του Αγίου Ιωάννη του Ερημίτη στα Φλώρια<br />
Σελίνου· βλ. Μ. Βασιλάκη-Μαυρακάκη, Ο ζωγράφος Ξένος Διγενής και η<br />
εκκλησία των Αγίων Πατέρων στα Απάνω Φλώρια Σελίνου της Κρήτης,<br />
Πεπραγμένα του Δ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Ηράκλειο, 29 Αυγούστου-3<br />
Σεπτεμβρίου 1976), Αθήνα 1981, τ. Β΄, 550-570. Ωστόσο στο ναό<br />
του Αγίου Γεωργίου δεν έχει διασωθεί κτητορική επιγραφή που να επιβεβαιώνει<br />
την ορθότητα αυτής της άποψης.<br />
39<br />
Βλ. Ζ. Ν. Τσιρπανλής, Το κληροδότημα του καρδιναλίου Βησσαρίωνος για<br />
τους φιλενωτικούς της βενετοκρατούμενης Κρήτης (1439-17ος αι.), Θεσσαλονίκη<br />
1967, σ. 37-42· Ν. Τωμαδάκης, Μιχαήλ Καλοφρενάς Κρης, Μητροφάνης<br />
Β΄ και η προς την ένωσιν της Φλωρεντίας αντίθεσις των Κρητών, ΕΕΒΣ<br />
21 (1951), σ. 117· Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ.<br />
179, 221· Mackay, St. Mary of the Dominicans, σ. 126-127, 130·<br />
Tsougarakis, Τhe Latin Religious Orders, σ. 210. Στην ενωτική κίνηση είχαν<br />
εμπλακεί γνωστοί δομηνικανοί θεολόγοι όπως ο Γουλιέλμος του Moerbeke,<br />
επίσκοπος Κορίνθου από το 1277 έως το θάνατό του στα 1286, ο<br />
οποίος είχε πάρει μέρος στη Σύνοδο της Λυών το 1274, όπου ο ιδρυτής<br />
της δυναστείας των Παλαιολόγων αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ (1259-1282)<br />
είχε συμφωνήσει για την ένωση με τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Για το<br />
θέμα βλ. V. Puech, The Byzantine Aristocracy and the Union of the<br />
Churches (1274-1283): A Prosopographical Approach, στο Liquid and
Ο ΑΓΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΑΣ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />
ΚΑΙ ΤΟ ΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΔΟΜΗΝΙΚΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ<br />
253<br />
Ασπασμού του Πέτρου και του Παύλου στο ναό του Χριστού στις Ποταμιές<br />
Πεδιάδος 40 , έργο του ίδιου ζωγράφου με το ναό του Αγίου Γεωργίου<br />
41 , αποτελεί ένα επιπλέον στοιχείο, καθώς είναι γνωστό ότι το<br />
θέμα του Ασπασμού των δύο κορυφαίων αποστόλων έχει συνδεθεί<br />
με την ένωση των δύο εκκλησιών 42 . Η σκηνή αποδίδεται με τον ίδιο<br />
Multiple: Individuals and identities in the thirteenth-century Aegean, G. Saint-<br />
Guillain, D. Stathakopoulos (επιμ.) Paris 2013, σ. 45-54. Προς τα τέλη<br />
του 14ου αι. γνωστή είναι η ενωτική δράση του κατεξοχήν βυζαντινού<br />
λατινόφρονα των χρόνων εκείνων, του δομηνικανού Δημήτριου Κυδώνη<br />
(βλ. σχετικά R.-J. Loenerz (εκδ.), Correspondance de Manuel Calecas, Citta<br />
del Vaticano 1950, σ. 32, 56-57, 62· F. Kianka, Demetrios Kydones and<br />
Italy, DOP 49 (1995), σ. 102. Για τη σχέση του Δημητρίου Κυδώνη με<br />
τον Θωμά Ακινάτη βλ. επίσης F. Kianka, Demetrius Cydones and Thomas<br />
Aquinas, Byzantion 82 (1982), σ. 264-286)· για ανάλογη σχέση του δομηνικανού<br />
Μάξιμου Χρυσοβέργη, βλ. A. Pertusi, L’ umanesimo greco<br />
dalla fine del secolo XIV agli inizi del secolo XVI, στο Storia della cultura<br />
veneta dal primo quattrocento al consilio di trento, G. Arnaldi-M. Pastore<br />
Stocchi (επιμ.), τ. III, Vicenza 1976-1986, σ. 218, σημ. 163, όπως και<br />
των Δημητρίου Σκαράνου και Μανουήλ Καλέκα, βλ. Loenerz, Correspondance<br />
de Manuel Calecas, σ. 77, οι οποίοι ανέπτυσσαν τις θέσεις τους<br />
και προκαλούσαν σε συζητήσεις τον ορθόδοξο κλήρο και λαό.<br />
40<br />
Ch. Ranoutsaki, Die Fresken der Soteras Christos-Kirche bei Potamies. Studie<br />
zur byzantinischen Wandmalerei auf Kreta im 14. Jahrhundert, München<br />
1989, εικ. 38.<br />
41<br />
Για το θέμα έχει ασχοληθεί η υπογράφουσα στη διδακτορική της διατριβή:<br />
Μπορμπουδάκη, Τοιχογραφική διακόσμηση Αγίου Γεωργίου, σ. 206-210.<br />
42<br />
Ο Ασπασμός των δύο κορυφαίων αποστόλων, σκηνή γνωστή από την<br />
παλαιοχριστιανική εικονογραφία, απαντά σποραδικά στον ελλαδικό χώρο<br />
(Ν. Γκιολές, Εικονογραφικά θέματα εμπνευσμένα από την αντιπαράθεση<br />
και τα σχίσματα των δύο εκκλησιών, στο Θωράκιον: Αφιέρωμα στη μνήμη<br />
του Παύλου Λαζαρίδη, Λ. Κυπραίου (επιμ.), Αθήνα 2004, σ. 276-278),<br />
ενώ στην Κρήτη πρωτοεμφανίζεται στους δύο ναούς της επαρχίας της Πεδιάδος,<br />
δηλαδή στις Ποταμιές και στο Αβδού. Κατά τον 15ο αι. το θέμα<br />
επαναλαμβάνεται σποραδικά στη ζωγραφική των κρητικών εκκλησιών, με<br />
γνωστές τις παραστάσεις στο ναό της Παναγίας στον Πρίνο Μυλοποτάμου<br />
(Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 283, 295-296, εικ.<br />
309) και στο νάρθηκα της μονής Βαλσαμονέρου (ό.π., εικ. 321) και με<br />
μεγαλύτερη συχνότητα σε σειρά εικόνων του γνωστού κρητικού αγιογράφου<br />
Άγγελου, στον οποίο και οφείλεται η αποκρυστάλλωση του εικονογραφικού<br />
τύπου· βλ. σχετικά Εικόνες της Κρητικής τέχνης, Από τον Χάνδακα ως τη<br />
Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη. Κατάλογος έκθεσης, Μ. Μπορμπουδάκης<br />
(επιμ.), Ηράκλειο 1993, σ. 474, αρ. 118 (Μπορμπουδάκης)· Μ. Vassilaki,<br />
A Cretan Icon in the Ashmolean: Τhe Embrace of Peter and Paul, JÖB 40<br />
(1990), σ. 416-419 και της ιδίας, Χειρ Αγγέλου. Ένας ζωγράφος εικόνων στη<br />
βενετοκρατούμενη Κρήτη, Αθήνα 2010, αρ. 25, 26, 27.
254 ΜΑΡΙΑ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗ<br />
τρόπο και στο ναό του Αγίου Αντωνίου στο Αβδού πάλι στην επαρχία<br />
της Πεδιάδος (περί τα μέσα του 14ου αι.), καθώς προήλθε από τη<br />
χρήση του ίδιου σχεδίου 43 , υποδεικνύοντας ότι η ενωτική κίνηση<br />
είχε βρει οπαδούς στην επαρχία Πεδιάδος κατά τον 14ο αι.<br />
Γνωρίζουμε ωστόσο ότι στην ένωση των εκκλησιών είχε αντιδράσει<br />
έντονα το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, αποστέλλοντας<br />
στην Κρήτη σημαντικούς ορθόδοξους θεολόγους της εποχής εκείνης,<br />
ανάμεσά τους τον Ιωσήφ Βρυέννιο 44 , ο οποίος πιθανώς διέμεινε<br />
για κάποιο διάστημα στο πλησιόχωρο των Αποστόλων χωριό Σμάρι<br />
στην επαρχία της Πεδιάδος 45 . Η παραμονή του Βρυέννιου στο Σμάρι<br />
είναι ενδεικτική της ανάγκης για ενίσχυση της ορθόδοξης πίστης<br />
των υπόδουλων κρητικών στην περιοχή όπου βρίσκονταν τα σημαντικότερα<br />
φέουδα των Βενετών, ανάμεσά τους και το φέουδο<br />
Αpossamo ιδιοκτησίας του Leonardo Gradenigo, όπου οικοδομήθηκε<br />
ο ναός του Αγίου Γεωργίου και διακοσμήθηκε, όχι τυχαία, με<br />
την παράσταση του δομηνικανού αγίου. Παράλληλα η αποστολή<br />
στην Κρήτη, και μάλιστα στο νομό Ηρακλείου, του Άνθιμου του<br />
Ομολογητή 46 είναι επιπλέον δηλωτική της κατάστασης που επικρα-<br />
43<br />
Αδημοσίευτη παράσταση. Προσωπική παρατήρηση. Ο ναός του Αγίου<br />
Αντωνίου στο Αβδού παρουσιάζει εικονογραφικές συγγένειες με αυτόν<br />
στους Αποστόλους. Βλ. Μπορμπουδάκη, Τοιχογραφική διακόσμηση Αγίου<br />
Γεωργίου, σ. 210-211.<br />
44<br />
Κ. Τωμαδάκης, Ο Ιωσήφ Βρυέννιος και η Κρήτη κατά το 1400, Αθήνα 1947,<br />
σ. 84-85. Κατά την παραμονή του στην Κρήτη ο Ιωσήφ Βρυέννιος ήλθε<br />
σε επαφή με Έλληνες λατινόφρονες, όπως τον Μάξιμο Χρυσοβέργη. Βλ.<br />
Ν Ιωαννίδης, Ιωσήφ Βρυέννιος. Βίος, έργα, διδασκαλία, Αθήνα 1985, σ.<br />
76.<br />
45<br />
Μ. Παρλαμάς, Ο τόπος της εν Κρήτη διαμονής Ιωσήφ του Βρυεννίου, Κρ.<br />
Χρ. 13 (1948), σ. 366. Σε κοντινή απόσταση βρίσκονται τα χωριά Σκλαβεροχώρι,<br />
Σαμπάς και Κάτω Αστρακοί, όπου βρίσκονται εκκλησίες με τις<br />
παραστάσεις του αγίου Φραγκίσκου· βλ. Λασσιθιωτάκης, Ο άγιος Φραγκίσκος,<br />
σ. 151, σημ. 27.<br />
46<br />
Ήταν η πρώτη φορά, μετά την ιστορική συνθήκη του 1299, που ορθόδοξος<br />
αρχιερέας είχε σταλεί στη μεγαλόνησο, καθώς από την ενετική κατάκτηση<br />
της Κρήτης στα 1204 είχε απαγορευτεί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο<br />
να διατηρεί μητροπολίτες και επισκόπους στην Κρήτη και οι<br />
ορθόδοξοι αρχιερείς είχαν αντικατασταθεί από Λατίνους. Για την εκκλησιαστική<br />
κατάσταση της Κρήτης κατά την ενετοκρατία, βλ. Ν. Τωμαδάκης,<br />
Οι ορθόδοξοι παπάδες επί Ενετοκρατίας και η χειροτονία αυτών, Κρ. Χρ.<br />
13 (1959), σ. 39-72· Σ. Σπανάκης, Συμβολή στην εκκλησιαστική ιστορία<br />
της Κρήτης κατά τη βενετοκρατία, Κρ. Χρ. 13 (1959), σ. 243 κ.ε.· ΘΗΕ 7,<br />
1020 (λήμμα Τζεδάκης· Μ. Ι. Μανούσακας, Η χειροτονία ιερέων της
Ο ΑΓΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΑΣ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ ΠΕΔΙΑΔΟΣ<br />
ΚΑΙ ΤΟ ΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΔΟΜΗΝΙΚΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ<br />
255<br />
τούσε στο τρίτο τέταρτο του 14ου αι., όταν άρχισαν να εντείνονται<br />
πλέον οι πιέσεις της λατινικής εκκλησίας προς τον κρητικό λαό για<br />
αποδοχή του λατινικού δόγματος, πιέσεις οι οποίες απ’ ό,τι φαίνεται,<br />
προϋπήρχαν της αποστασίας του Αγίου Τίτου, και κορυφώθηκαν<br />
τις επόμενες δεκαετίες, ιδιαίτερα με τη λήξη της επανάστασης των<br />
Καλλεργών (1364-1367) και την παγίωση της ενετικής κυριαρχίας<br />
στο νησί 47 . Για τον προσηλυτισμό των Ορθοδόξων αλλά και για<br />
την παραμονή των αποίκων στο καθολικό δόγμα, η λατινική εκκλησία<br />
έστελνε στην Κρήτη, και όχι μόνο, καθολικά τάγματα κυρίως<br />
των δομηνικανών 48 και των φραγκισκανών ήδη από τις αρχές του<br />
13ου αι., όταν ακόμα βρίσκονταν στα πρώτα χρόνια της εξάπλωσής<br />
τους 49 . Μάλιστα, η επίμονη δραστηριότητα του Βατικανού να θέσει<br />
υπό τον έλεγχό του τον ορθόδοξο κλήρο και το λαό της Κρήτης<br />
οδήγησε σε εντονότατες θρησκευτικές διαμάχες και θεολογικές αντιπαραθέσεις<br />
ανάμεσα στους Ορθοδόξους και τους Λατίνους 50 .<br />
Κρήτης από το μητροπολίτη Κορίνθου (έγγραφα του ΙΣΤ΄ αιώνα), ΔΧΑΕ<br />
4 (1964), σ. 317-331· Θ. Δετοράκης, Ιστορία της Κρήτης, Αθήνα 1986, σ.<br />
198 κ.ε.<br />
47<br />
Βλ. σχετικά π. Ε. Πριγκιπάκης, Το παπικό πρωτείο κατά τον άγιο Άνθιμο<br />
αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πρόεδρο Κρήτης τον Ομολογητή, Νέα Χριστιανική<br />
Κρήτη 30/31 (2011/2012), σ. 321-403.<br />
48<br />
Ο πάπας πρόσφερε στους Δομηνικανούς πολιτική προστασία σε αντάλλαγμα<br />
των υπηρεσιών που εκείνοι παρείχαν στην Ιερά Εξέταση. Μάλιστα<br />
στο μοναστήρι του Αγίου Πέτρου στο Χάνδακα φιλοξενούνταν και ο ιεροεξεταστής<br />
αδερφός Andrea Doto, ο οποίος είχε αναλάβει τη δίκη μίας<br />
από τις ηγετικές μορφές του ιουδαϊσμού στην Κρήτη, του Sannetay στα<br />
1314· βλ. N. Tsougarakis, The Latin Religious Orders in Medieval Greece,<br />
1204-1500, Turnhout-Abingdon 2012, σ. 216.<br />
49<br />
Μπ. Κιτσίκη-Παναγοπούλου, Δυτικός μοναχισμός στην Πελοπόννησο. Κινστερσιανοί,<br />
Φραγκισκανοί και Δομηνικανοί τον 13ο και 14ο αιώνα, Ο μοναχισμός<br />
στην Πελοπόννησο 4ος-15ος αιώνας, Β. Κόντη (επιμ.), Αθήνα 2004,<br />
σ. 298. Η παρουσία των Δομηνικανών στην Κρήτη, από τις αρχές του<br />
13ου αι., βεβαιώνεται επιπλέον από την αποστολή στο νησί του αδελφού<br />
Pasinus, διαχειριστή της Εκκλησίας της Κρήτης, το 1333, όπως πληροφορούμαστε<br />
από έγγραφο στα Θεσπίσματα της Βενετικής Γερουσίας (Misti<br />
LIBER XVI). Βλ. Σ. Μ. Θεοτόκης, Θεσπίσματα της Βενετικής Γερουσίας, 1281-<br />
1385: Ιστορικά κρητικά έγγραφα εκδιδόμενα εκ του Αρχείου της Βενετίας, Μνημεία<br />
της Ελληνικής Ιστορίας 2, Αθήνα 1936-1937, τ. 2β, σ. 134, αρ. 17.<br />
50<br />
Στις θρησκευτικές αντιπαραθέσεις των Ορθοδόξων με τους Καθολικούς<br />
πήραν μέρος σημαντικοί ορθόδοξοι θεολόγοι. Βλ. Ι. Μανούσακας, Η εν<br />
Κρήτη συνωμοσία του Σήφη Βλαστού (1453-1454) και η νέα συνωμοτική<br />
κίνησις του 1460-1462, Αθήνα 1960, σ. 20-21. Ανάμεσά τους ο Ιωσήφ<br />
Φιλάγρης, βλ. Γ. Παπάζογλου, Ιωσήφ Φιλάγρης ή Φιλάγριος, Θεσσαλονίκη:
256 ΜΑΡΙΑ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗ<br />
Συμπερασματικά, η απεικόνιση του αγίου Πέτρου του Μάρτυρα<br />
στους Αποστόλους αποτελεί τη μοναδική τεκμηριωμένη έως σήμερα<br />
επιτοίχια παράσταση του δομηνικανού αγίου σε ορθόδοξη βυζαντινή<br />
εκκλησία του ελλαδικού χώρου. Ο ναός πιθανότατα συνδεόταν με<br />
το τάγμα των Δομηνικανών και τη μονή του Αγίου Πέτρου στο Χάνδακα<br />
κατά τον 17ο αι. όπως προκύπτει από έγγραφο του τάγματος<br />
των Δομηνικανών, αν και δεν αποτελούσε καθίδρυμα της αδελφότητας<br />
κατά τον 14ο αι. Η απεικόνιση του δομηνικανού αγίου πιθανόν<br />
δηλώνει τη θρησκευτική ταυτότητα του ιδιοκτήτη της φεουδαλικής<br />
έκτασης, μέλους της οικογένειας των Gradenigo, την εύνοια<br />
του οποίου επεδίωκε ο χορηγός-αφιερωτής του ναού. Παράλληλα,<br />
η απεικόνιση του δυτικού αγίου ενδεχομένως υποδεικνύει ότι ο<br />
κτήτορας του Αγίου Γεωργίου ήταν φιλικά προσκείμενος στην ενωτική<br />
κίνηση που είχε αναπτυχθεί στο νησί κατά τον 14ο αι. και<br />
στην οποία είχαν εμπλακεί οι δομηνικανοί. Η δράση, άλλωστε, σημαντικών<br />
ορθόδοξων θεολόγων όπως του Ιωσήφ Βρυέννιου στην<br />
επαρχία της Πεδιάδος, όπου και τα σημαντικότερα φέουδα των Βενετών<br />
αποίκων, είναι δηλωτική του φιλενωτικού κλίματος στην περιοχή.<br />
διδ. διατρ. 1978, σ. 67-68 = Ιωσήφ Φιλάγρης ή Φιλάγριος: λόγιος Κρητικός<br />
ιερωμένος και Αριστοτελικός σχολιαστής του 14ου αιώνα (Συμβολή στην ιστορία<br />
της Βενετοκρατίας στην Κρήτη), Κομοτηνή 2007, σ. 136-147, ο Νείλος Δαμιλάς,<br />
βλ. Μ. Νικολιδάκης, Νείλος Δαμιλάς, Ηράκλειο 1981, σ. 62-70<br />
και ο Ιωσήφ Βρυέννιος, βλ. Τωμαδάκης, Ο Ιωσήφ Βρυέννιος, ό.π. και<br />
Ιωαννίδης, Ιωσήφ Βρυέννιος, ό.π.
Εικ. 4. Το Χαίρε των Μυροφόρων.
Κώστας Ψαράκης<br />
Αρχαιολόγος<br />
O τοιχογραφικός διάκοσμος<br />
του ναού<br />
του Αγίου Παντελεήμονα<br />
στα Ζυμβραγού Κισάμου,<br />
νομού Χανίων 1<br />
Ο ναός του Αγίου Παντελεήμονα, βρίσκεται εκτός του οικισμού<br />
Ζυμβραγού, στο Δήμο Πλατανιά, του Νομού Χανίων, στην πλαγιά<br />
μιας κατάφυτης περιοχής από ελαιόδεντρα. Αρχιτεκτονικά ο ναός<br />
ανήκει στον τύπο του μονόχωρου, καμαροσκέπαστου (σχ. 1). Η ημικυλινδρική<br />
καμάρα του θόλου ενισχύεται εσωτερικά με δύο σφενδόνια<br />
που στηρίζονται σε υφαψίδια (σχ. 2). Η αρχική μορφή του<br />
ναού αλλοιώθηκε με τη διάνοιξη του παραθύρου, στο μέσο περίπου<br />
του βόρειου τοίχου, τη διαπλάτυνση του φεγγίτη του ιερού και την<br />
κατεδάφιση του μονόλοβου κωδωνοστασίου στη δυτική όψη. Οι<br />
δύο πρώτες εργασίες, όπως διαπιστώνουμε από την ανάγλυφη χρονολογία<br />
του φεγγίτη, έγιναν το 1889, ενώ η κατεδάφιση του πέτρινου<br />
κωδωνοστασίου έγινε αυθαίρετα το 1992, για να δώσει τη θέση του<br />
σε ένα τσιμεντένιο, αισθητικά ασυμβίβαστο με το μνημείο.<br />
Χαρακτηριστικό μορφολογικό στοιχείο του ναού, είναι ο γλυπτός,<br />
υστερογοτθικός διάκοσμος του περίθυρου, με το οξυκόρυφο<br />
ανακουφιστικό τόξο (σχ. 3, 4). Το περίθυρο είναι της απλής μορφής 2<br />
1<br />
Η εργασία αυτή αποδίδει ελάχιστο φόρο τιμής στον αείμνηστο Εμμανουήλ<br />
Μπορμπουδάκη, για την πολύχρονη συνεργασία μας στη 13η Ε.Β.Α. Θα<br />
ήθελα να ευχαριστήσω και από τη θέση αυτή τον επίτιμο προϊστάμενο της<br />
28ης Ε.Β.Α., κ. Μιχάλη Ανδριανάκη, ο οποίος είχε την καλοσύνη να διαβάσει<br />
το κείμενο και να κάνει χρήσιμες υποδείξεις. Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω<br />
την τότε αναπληρώτρια διευθύντρια της 28ης ΕΒΑ κ. Αναστασία Τζιγκουνάκη<br />
για την άδεια δημοσίευσης, τη σχεδιάστρια της υπηρεσίας κ. Γαρουφαλιά<br />
Περιβόλα για την επιμέλεια στα σχέδια και το φωτογράφο κ.<br />
Δημήτριο Τομαζινάκη για τις φωτογραφίες του.<br />
2<br />
G. Gerola, Monumenti Veneti nell’ isola di Creta, τ. II, Venezia 1908, σ. 266-<br />
297. Μ. Μπορμπουδάκης, Θυρώματα και παράθυρα σε εκκλησίες της Κρήτης
260 ΚΩΣΤΑΣ ΨΑΡΑΚΗΣ<br />
Σχ. 1.<br />
Κάτοψη του ναού.<br />
Σχ. 2.<br />
Τομή του ναού 1:1.<br />
και αποτελείται από δύο βεργία, μεταξύ των οποίων παρεμβάλλεται<br />
ταινία επίπεδης τομής. Το εσωτερικό βεργίο, διακόπτεται από το<br />
ακόσμητο υπέρθυρο. Το ενισχυτικό τόξο του τυφλού αψιδώματος<br />
είναι του τύπου του χαμηλωμένου τόξου. Στο νομό Χανίων, ανάλογου<br />
διακόσμου θυρώματα, σε τοιχογραφημένες εκκλησίες, συναντώνται<br />
στην Αγία Παρασκευή στα Τοπόλια Κισάμου, στο ναό του<br />
(τέλος 14ου έως μέσα 15ου αιώνα), στο Ό. Γκράτζιου (επιμ.) Γλυπτική και λιθοξοϊκή<br />
στη Λατινική Ανατολή, Ηράκλειο 2007, σ. 60-89.
Ο ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ<br />
261<br />
Χριστού στις Καλάθενες Κισάμου, στο ναό<br />
της Ζωοδόχου Πηγής (Άη-κυρ-Γιάννης)<br />
Αλικιανού και στο ναό του Μιχαήλ Αρχαγγέλου<br />
στο Κακοδίκι Σελίνου.<br />
Η εσωτερική επιφάνεια των παραστάδων<br />
του μεταγενέστερου παραθύρου στο<br />
βόρειο τοίχο, είναι κοίλη και περιβάλλεται<br />
από ανάγλυφη διακόσμηση, ελισσόμενων,<br />
φυλλοφόρων βλαστών με ανθέμια. Οι βάσεις<br />
και οι στέψεις των παραστάδων, καταλήγουν<br />
σε προβόλους κοιλόκυρτης διατομής.<br />
Ο φεγγίτης του ιερού, φέρει<br />
ορθογώνιο, γλυπτό πλαίσιο, με ανάγλυφη<br />
χρονολογία 1889. Το άνοιγμά του χωρίζεται<br />
σε τέσσερα ίσα πλαίσια, καθένα εκ των<br />
οποίων φέρει δύο διαγωνίους, με ανάγλυφα<br />
τετράφυλλα ανθέμια στα σημεία τομής<br />
των.<br />
Το 1970 πραγματοποιήθηκαν περιορισμένης<br />
έκτασης εργασίες για τη στεγανοποίηση<br />
του ναού, καθώς και μικρής έκτασης<br />
στερεωτικές εργασίες του τοιχογραφικού<br />
διακόσμου, από την 13η Ε.Β.Α. 3 .<br />
Το εικονογραφικό πρόγραμμα του ακαταλογράφητου,<br />
από τον G. Gerola, ναού περιλαμβάνει<br />
σκηνές από το δεσποτικό κύκλο,<br />
τη Δευτέρα Παρουσία, το θεομητορικό<br />
και τον αγιολογικό κύκλο.<br />
Στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας του ιερού,<br />
εικονίζεται ο Παντοκράτορας, στηθαίος,<br />
μετωπικός, με ένσταυρο φωτοστέφανο. Ευλογεί<br />
με υψωμένο το δεξί χέρι, ενώ με το<br />
αριστερό κρατά ανοιχτό Ευαγγέλιο, όπου<br />
διαβάζεται το εδάφιο «ΕΓΩ ΕΙΜΙ | ΤΟ ΦΩC<br />
ΤΟΥ | ΚΟCΜΟΥ Ο | ΑΚΟΛΟΥΘΩΝ |<br />
ΕΜΟΙ: ΟΥ ΜΗ | ΠΕΡΙΠΑΤΗ|CΗ ΕΝ ΤΗ ||<br />
3<br />
Εμμ. Μπορμπουδάκης, Ναός Αγίου Παντελεήμονος<br />
Ζυμβραγού Κισάμου, ΑΔ 25, Χρονικά<br />
Β2, (1970), σ. 490.<br />
Σχ. 3. Όψη του θυρώματος.<br />
Σχ. 4. Κάτοψη του θυρώματος.
262 ΚΩΣΤΑΣ ΨΑΡΑΚΗΣ<br />
Εικ. 1.<br />
Μερική άποψη<br />
του ανατολικού τοίχου.<br />
Η Φιλοξενία του Αβραάμ,<br />
ο Ευαγγελισμός<br />
και ο Παντοκράτορας<br />
στο τεταρτοσφαίριο<br />
της αψίδας.<br />
CΚΟΤΕΙΑ | ΑΛΛ’ ΕΞΕΙ | Τ[Ο] ΦΟC Τ|ΗC [Ζ]ΩΗC» (Κατά Ιωάννην,<br />
8,12). Το πρόσωπό Του είναι μακρόστενο, ασκητικό με αδρά χαρακτηριστικά.<br />
Τα μεγάλα τοξωτά φρύδια και τα αμυγδαλωτά μάτια, αποπνέουν<br />
μία αυστηρή μεγαλοπρέπεια.<br />
Στην αψίδα του ιερού εικονίζονται τέσσερις συλλειτουργούντες<br />
ιεράρχες, προσκλίνοντες προς το κέντρο της αψίδας, όπου εικονίζεται<br />
η Αγία Τράπεζα. Στα αριστερά ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο<br />
άγιος Βασίλειος, στα δεξιά ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο Κύριλλος<br />
Αλεξανδρείας. Φέρουν λειτουργικά ενεπίγραφα ειλητάρια, που αναγράφουν<br />
στίχους από τη Θεία Λειτουργία του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου.<br />
Το ειλητάριο του Γρηγορίου μεταγράφεται ως εξής: «Ο<br />
Θ(ΕΟ)C Ο | ΑΓΙΟC | Ο ΕΝ Α|ΓΙΟΙC ΑΝΑΠΑΥΟΜΕ|ΝΟC ...»· το ειλητό<br />
του Χρυσοστόμου γράφει «... ΕΥΛΟ|ΓΟΥΝΤ|ΑC CΕ Κ(ΥΡΙ)Ε |<br />
ΚΑΙ ΑΓΙ|ΑΖΩΝ ...», ενώ του Κύριλλου «ΕΞΑΙΡΕ|ΤΟ ΤΗC |<br />
ΠΑΝΑΓΙ|ΑC ΑΧΡΑ|ΝΤΟΥ ΔΕ|CΠΟΙΝΗC ΗΜΩΝ ...».<br />
Το ανατολικό τύμπανο (εικ. 1) χωρίζεται σε τρεις ζώνες: Στην<br />
άνω εικονίζεται η «ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ», με τους τρεις αγ-
Ο ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ<br />
263<br />
γέλους που συμβολίζουν την Αγία Τριάδα, να κάθονται πίσω από<br />
την πλούσια στρωμένη τράπεζα. Ο Αβραάμ διακρίνεται στην κάτω<br />
αριστερή γωνία της παράστασης, ενώ στο άλλο άκρο φαίνεται η γυναίκα<br />
του Σάρρα. Οι οικοδεσπότες, με καλυμμένα τα χέρια τους, σε<br />
ένδειξη σεβασμού, φέρνουν πινάκια με φαγητά.<br />
Στη μεσαία ζώνη απεικονίζεται σε δύο διάχωρα, εκατέρωθεν<br />
του Παντοκράτορα, ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Στο βόρειο τμήμα<br />
της σύνθεσης, εικονίζεται ο αρχάγγελος Γαβριήλ. Στην κορυφή διακρίνονται<br />
τα αρχικά «Χ. | Κ. Ο. Μ.» (Χαίρε, κεχαριτωμένη, ο Κύριος<br />
μετά σου) (Κατά Λουκάν 1,28). Ο διασκελισμός του Αρχαγγέλου<br />
προς τα εμπρός, το ιμάτιο που ανεμίζει, αλλά και η κίνηση των χεριών,<br />
με το προτεταμένο σε χειρονομία ευλογίας δεξί και το αριστερό<br />
που κρατά τη ράβδο, δημιουργούν την απαραίτητη αφηγηματική<br />
ατμόσφαιρα. Στο νότιο τμήμα η Παναγία, καθισμένη σε θρόνο με<br />
ερεισίνωτο, έχει το κεφάλι στραμμένο προς τον άγγελο, υψώνει το<br />
δεξί χέρι, ενώ με το αριστερό κρατεί νήμα. Απέναντι από το πρόσωπο<br />
της Παναγίας απεικονίζεται το Άγιο Πνεύμα ως ημικύκλιο,<br />
από το οποίο εκπορεύονται τρεις ακτίνες. Στην κορυφή της σύνθεσης<br />
υπάρχει η επιγραφή: «Ο | ΕΒΑΓΓ|ΕΛΛΗCΜ|ΟC ΤΗC Θ[ΕΟΤΟ]ΚΟΥ»,<br />
ενώ χαμηλότερα διακρίνεται το συμπίλημα «Ι. | Η. | Κ. Γ. Κ.» (Ιδού η<br />
δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου) (Κατά Λουκάν 1,38).<br />
Στην κάτω ζώνη, στη βόρεια πλευρά, εικονίζεται ο Πρωτομάρτυς<br />
Στέφανος και στη νότια ο Ρωμανός ο Μελωδός. Οι δύο διάκονοι<br />
παριστάνονται νέοι, αγένειοι, με παπαλήθρα, φορούν λευκά στιχάρια,<br />
σκούρα κόκκινα οράρια και κόκκινα μανδήλια που καλύπτουν<br />
τον αριστερό τους ώμο. Στο δεξί τους χέρι κρατούν θυμιατό.<br />
Η «ΓΕΝΝΙCΙC ΤΟV Χ(ΡΙCΤΟ)V», είναι μια πολυπρόσωπη<br />
σκηνή που αναπτύσσεται γύρω από την ανακεκλιμένη Παναγία<br />
μπροστά στο σπήλαιο. Στην κορυφή της παράστασης, εικονίζεται ο<br />
ουρανός από τον οποίο εκπορεύεται δέσμη τριών ακτίνων, σύμβολο<br />
της Αγίας Τριάδας. Η Παναγία είναι ξαπλωμένη σε μια κόκκινη<br />
στρωμνή, με το σώμα της στραμμένο σε αντίθετη κατεύθυνση απ’<br />
αυτή που βρίσκεται το σπαργανωμένο βρέφος, εντός της κιβωτιόσχημης<br />
φάτνης. Στο πάνω μέρος της σκηνής και εκατέρωθεν του<br />
σπηλαίου εικονίζονται δύο ομάδες αγγέλων, ενώ κάτω από την<br />
αριστερή ομάδα των αγγέλων, εικονίζονται έφιπποι οι τρεις μάγοι,<br />
με τα αρχιγράμματα των ονομάτων τους (Μελχιόρ, Βαλτάσαρ, Γάσπαρ).<br />
Κάτω από τη δεξιά ομάδα των τριών αγγέλων, ιστορείται το<br />
επεισόδιο του ευαγγελισμού των ποιμένων. Ο πρώτος από δεξιά
264 ΚΩΣΤΑΣ ΨΑΡΑΚΗΣ<br />
Εικ. 2.<br />
Η Βάπτιση.<br />
άγγελος, σκυφτός φέρνει το χαρμόσυνο άγγελμα στο γέρο βοσκό<br />
που τον κοιτάζει με έκπληξη. Δίπλα στη φάτνη, ένας μικρός αυλητής<br />
και η επιγραφή «παφσα|τε η αγραυ|λουντες». Στο κάτω μέρος της<br />
σκηνής, εικονογραφείται το επεισόδιο του λουτρού, με τη Σαλώμη<br />
να κρατά το Χριστό και μια θεραπαινίδα να ρίχνει νερό στο λουτήρα.<br />
Η απομόνωση του σκεφτικού Ιωσήφ από τα γενόμενα, υποδηλώνει<br />
τη μη συμμετοχή του στο γεγονός της ενανθρωπίσεως του Υιού του<br />
Θεού. Την παράσταση συμπληρώνουν σκηνές από τη βουκολική<br />
ζωή, όπως ο βοσκός που ταΐζει ένα κατσίκι, ένας άλλος που ετοιμάζεται<br />
να γδάρει ένα πρόβατο, ο βοσκός που βράζει το γάλα, το σκυλί
Ο ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ<br />
265<br />
που κυνηγά ένα λαγό, τα πρόβατα που βόσκουν. Οι σκηνές αυτές<br />
αποτελούν μία ισχυρή υπόμνηση ότι το γεγονός της Γέννησης έλαβε<br />
χώρα σε έναν πραγματικό κόσμο.<br />
Η σύνθεση της Υπαπαντής εικονογραφικά ανήκει στον περισσότερο<br />
διαδεδομένο, κατά τον 14ο αι., τύπο Α 4 . Στο κέντρο της παράστασης<br />
απεικονίζεται ψηλό κιβώριο, κάτω από το οποίο εικονίζεται<br />
Αγία Τράπεζα και πάνω της υπάρχει κλειστό διάλιθο ευαγγέλιο.<br />
Στα δεξιά της παράστασης κυριαρχεί η επιβλητική, γεροντική μορφή<br />
του δίκαιου Συμεών ο οποίος, με προτεταμένα και καλυμμένα τα<br />
χέρια του, σκύβει για να παραλάβει το Χριστό από την Παναγία.<br />
Πίσω διακρίνεται η προφήτιδα Άννα που κρατά ανοιχτό ειλητό, με<br />
το γνωστό χωρίο της προφητείας: «ΤΟΥ|ΤΩ Τ|Ο ΒΡΕ|ΦΟC ΟΥ|ΡΑ-<br />
ΝΟΝ | ΚΑΙ ΓΗΝ ΕΣΤΕ|ΡΕΟCΕΝ». Στα αριστερά, πίσω από την Παναγία,<br />
ο Ιωσήφ, που σύμφωνα με την ευαγγελική διήγηση (Κατά<br />
Λουκάν 2,24), φέρει σε κλουβί «ζεύγος τρυγόνων ή δύο νοσσούς<br />
περιστερών» ως προσφορά στο ναό. Οι μορφές των εικονιζόμενων<br />
προσώπων αποδίδονται ιεροπρεπείς και παραμένουν στατικές,<br />
όπως φανερώνεται από τις άκαμπτες πτυχώσεις των ενδυμάτων.<br />
Η «ΒΑΠΤΙCΙC» (εικ. 2), αποδίδεται με χαρακτηριστικές λεπτομέρειες.<br />
Ο Χριστός με ελαφρά προς τα αριστερά στροφή, στέκεται<br />
όρθιος, στο μέσο του Ιορδάνη, φορώντας λευκό περίζωμα. Στην<br />
αριστερή όχθη, η ασκητική μορφή του Προδρόμου, φορώντας μηλωτή,<br />
δέεται με το αριστερό χέρι, ενώ επιθέτει το δεξί στο κεφάλι<br />
του Χριστού, κοιτάζοντας προς τον ουρανό, όπου τρεις ακτίνες εκπέμπονται<br />
από το τόξο του ουρανού, μία στο κεφάλι του Χριστού,<br />
στην οποία εικονίζεται το Άγιο Πνεύμα «εν είδει περιστεράς», (Κατά<br />
Ματθαίον 3,16: «ὡσεὶ περιστερὰν») εντός κυκλικής δόξας, η άλλη<br />
στο κεφάλι του Προδρόμου και η τρίτη στην ομάδα των αγγέλων.<br />
Στην απέναντι όχθη, δύο σεβίζοντες άγγελοι, σε κλιμακωτή διάταξη,<br />
προσκλίνουν με το λέντιο στα χέρια. Στο βάθος δύο ψηλά και απόκρημνα<br />
βουνά, από τα οποία πηγάζει ο Ιορδάνης. Ψάρια και δύο<br />
καβούρια κολυμπούν στα νερά του ποταμού και ένα μικρό παιδί<br />
ψαρεύει στην αριστερή όχθη. Στις γωνίες που σχηματίζουν οι όχθες,<br />
προβάλλουν τέσσερα κεφάλια δρακόντων, με ανοιχτά στόματα και<br />
αιχμηρά δόντια, στραμμένα προς το Χριστό 5 . Ο τύπος της Βάπτισης<br />
4<br />
Α. Ξυγγόπουλος, Υπαπαντή, ΕΕΒΣ ΣΤ΄ (1929), σ. 328–339.<br />
5<br />
Οι κεφαλές των δρακόντων συμβολίζουν τη σύνθλιψη του κακού από τον<br />
Χριστό. Βλ. Κ. Γιαπιτσόγλου, Ο ναός της Παναγίας στον Άγιο Ιωάννη Μυλοποτάμου,<br />
Ρέθυμνο 2011, σ. 55, σημ. 81.
266 ΚΩΣΤΑΣ ΨΑΡΑΚΗΣ<br />
διαφοροποιείται από το συνηθισμένο, με την απεικόνιση του Κυρίου<br />
με τον Πρόδρομο για δεύτερη φορά. Στα αριστερά πίσω από το<br />
βουνό, εικονίζεται η συνάντηση του Χριστού με τον Πρόδρομο<br />
(Κατά Ιωάννην 1,29-41). Ο Χριστός ακολουθούμενος από τέσσερις<br />
μαθητές, έρχεται από ψηλά κρατώντας κλειστό ειλητό και με το δεξί<br />
ευλογεί τον Πρόδρομο στο κεφάλι, που στέκεται σε χαμηλότερο<br />
επίπεδο έχοντας στραμμένο το πρόσωπό του στο Χριστό. Διακρίνεται<br />
η επιγραφή «ΠΡΟΦ|ΙΤΑ ΔΕΥ|ΡΟ ΒΑΠΤΗC(ΟΝ) | ΜΕ:·». Στα πόδια<br />
του Προδρόμου απεικονίζεται δίκλωνος θάμνος, στον κορμό του<br />
οποίου είναι τοποθετημένος πέλεκυς. Υπάρχει η επιγραφή «ΕΙΔΕ<br />
Κ(ΑΙ) Η | ΑΞΙ|ΝΗ Ε|Ν ΤΗ|ΡΙΖΑ ΤΟΥ | ΔΕΝΔΡΟΥ ΚΙΤΑΙ» (Κατά<br />
Ματθαίον 3,10· Κατά Λουκάν 3,9). 6 Η σχηματοποίηση και η αφηγηματικότητα<br />
είναι τα βασικά γνωρίσματα της παράστασης.<br />
Στη σκηνή της Μεταμόρφωσης, δεσπόζει η λευκοντυμένη μορ -<br />
φή του Χριστού, σε μετωπική στάση, μέσα σε ελλειπτική δόξα, ευλογώντας<br />
με το δεξί χέρι και κρατώντας με το αριστερό κλειστό ειλητάριο.<br />
Στέκεται στη μεσαία κορυφή του τρίκορφου όρους Θαβώρ,<br />
ενώ στις διπλανές και χαμηλότερες κορυφές εικονίζονται οι προσκλίνοντες<br />
προφήτες Ηλίας στα αριστερά και Μωυσής στα δεξιά, ο<br />
οποίος και κρατά τις πλάκες του Νόμου. Το κατακόρυφο σώμα του<br />
Κυρίου, με το κατάλευκο ιμάτιο και τον ομοιόχρωμο χιτώνα, του<br />
προσδίνουν μεγαλοπρέπεια και επιβλητικότητα. Στο κάτω τμήμα<br />
της σκηνής εικονίζονται, ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης πεσμένοι<br />
έντρομοι στο έδαφος.<br />
Το θαύμα, «ΕΓΕΡCΙC ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ», διαδραματίζεται έξω<br />
από την πόλη της Βηθανίας, σε ένα βραχώδες τοπίο. Οι μορφές<br />
μοιράζονται σε τρεις ομάδες, αριστερά ο Χριστός με τους μαθητές<br />
του, δεξιά ο Λάζαρος και στον κεντρικό χώρο που δημιουργείται μεταξύ<br />
των δύο λόφων, μία ομάδα Ιουδαίων που έρχεται από τη Βηθανία.<br />
Ο Χριστός απλώνει το δεξί του χέρι προς το Λάζαρο, σε χειρονομία<br />
ευλογίας, ενώ με το αριστερό κρατεί κλειστό ειλητάριο.<br />
Μπροστά στα πόδια Του είναι πεσμένες οι δύο αδελφές του Λαζάρου,<br />
Μάρθα και Μαρία, η οποία κρατεί τα πόδια του Χριστού, σε ένδειξη<br />
σεβασμού και παράκλησης για το νεκρό αδελφό της. Ο Λάζαρος όρθιος<br />
στο άνοιγμα του μνήματος, το οποίο είναι λαξευ μένο στο βράχο,<br />
τυλιγμένος με λευκές κειρίες. Μπροστά στο μνήμα δύο έφηβοι, προσπαθούν<br />
να ακουμπήσουν στο έδαφος τη βαριά πλάκα.<br />
6<br />
Η επιγραφή απαντά και στο ναό της Παναγίας στον Άγιο Ιωάννη Μυλοποτάμου.<br />
Βλ. ό.π., σ. 55, σημ. 80.
Ο ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ<br />
267<br />
Στη Βαϊοφόρο, ο Χριστός έρχεται με τους μαθητές του από αριστερά<br />
«καθήμενος επί πώλον όνου», (Κατά Ιωάννην 12,15), γυρίζοντας<br />
πίσω το κεφάλι του σε συνομιλία με τον Πέτρο. Στο βάθος<br />
δεξιά η Ιερουσαλήμ, έξω από τα τείχη της οποίας οι Εβραίοι που<br />
βγήκαν να προϋπαντήσουν τον Κύριο. Τα έξι παιδιά που απεικονίζονται<br />
στα πόδια του όνου και πάνω στο δένδρο, προσδίδουν στη<br />
σύνθεση γραφικότητα και ζωντάνια.<br />
Στην παράσταση του Νιπτήρα, τμήμα της οποίας έχει καταστραφεί<br />
με τη διάνοιξη του παραθύρου, ο Χριστός σκουπίζει το<br />
δεξί, γυμνό πόδι του Πέτρου, ευλογώντας τον με το δεξί χέρι. Ο<br />
απόστολος φέρει το χέρι στο κεφάλι του, σύμφωνα με την ευαγγελική<br />
Εικ. 3.<br />
Η Σταύρωση.
268 ΚΩΣΤΑΣ ΨΑΡΑΚΗΣ<br />
διήγηση (Κατά Ιωάννην 13,9). Οι υπόλοιποι μαθητές εικονίζονται<br />
κατά παράταξη, όρθιοι να συνομιλούν, εκφράζοντας την απορία<br />
τους για το γεγονός.<br />
Το επεισόδιο της Προδοσίας διαδραματίζεται σε βραχώδες τοπίο,<br />
με το Χριστό στο κέντρο της σύνθεσης να δέχεται τον εναγκαλισμό<br />
και το φίλημα του Ιούδα που έρχεται από τα αριστερά. Το<br />
σώμα του Ιούδα κάμπτεται και εν μέρει προσκολλάται στο Χριστό<br />
που παραμένει ατάραχος. Γύρω από τα κεντρικά πρόσωπα της παράστασης<br />
συνωθούνται στρατιώτες με κωνικά κράνη, που κρατούν<br />
σπαθιά και ακόντια. Δεξιά ένας Εβραίος, έχοντας καλυμμένο το κεφάλι<br />
του, με το χαρακτηριστικό μαντήλι, κρατά αναμμένο φανό και<br />
κινείται προς το Χριστό. Στο κάτω αριστερό άκρο της σύνθεσης, ο<br />
Πέτρος με το Μάλχο. Στη σκηνή κυριαρχεί το πάθος, η κίνηση των<br />
στρατιωτών και του όχλου, και παράλληλα η σοβαρότητα της ακίνητης<br />
και ήρεμης μορφής του Χριστού.<br />
Δεξιά της Προδοσίας, ως ολιγοπρόσωπη σκηνή, η «ΣΤΑ[Υ]ΡΩ-<br />
CΙC» (εικ. 3), με τον Εσταυρωμένο στον άξονα της σύνθεσης, ανάμεσα<br />
στη Θεοτόκο που εικονίζεται στα αριστερά και τον Ιωάννη στα<br />
δεξιά. Ο Χριστός φορεί περίζωμα και πατεί με ενωμένες τις κνήμες<br />
σε ορθογώνιο υποπόδιο. Το σώμα του καμπυλώνεται ελαφρά, αρμονικά<br />
προς τ’ αριστερά, γέρνοντας το κεφάλι πάνω στον ώμο. Από<br />
το πλευρό του ρέει «αίμα και ύδωρ» (Κατά Ιωάννην 19,34), ενώ το<br />
αίμα που κυλά από τα πόδια του, πέφτει πάνω στο κρανίο του<br />
Αδάμ, που βρίσκεται μέσα στο σπήλαιο του Άδη, στη βάση του<br />
σταυρού. Η Παναγία ατενίζει τον Υιό της και θρηνεί κρατώντας το<br />
μαφόριο γύρω από το λαιμό της, σε ένδειξη οδύνης, ενώ με το δεξί<br />
χέρι δείχνει τον Ιησού. Ο Ιωάννης, συντετριμμένος, υποβαστάζει<br />
το γερτό του κεφάλι. Στο πάνω μέρος της κάθετης κεραίας του σταυρού<br />
υπάρχει η επιγραφή: «·Ο· Β· C· Λ· Τ· Δ·» (Ο Βασιλεύς της Δόξης).<br />
Πάνω από το σταυρό στα αριστερά, ο προσωποποιημένος<br />
σκουροκόκκινος ήλιος και η σκουρογάλανη σελήνη στα δεξιά 7 . Η<br />
παράσταση παρουσιάζεται ιδιαίτερα λιτή και αυστηρή στη σύνθεσή<br />
της, περιορισμένη στα πιο απαραίτητα πρόσωπα του δράματος.<br />
Κυρίαρχη μορφή στην παράσταση του Λίθου, αναδεικνύεται ο<br />
άγγελος που κάθεται στον αποκυλισμένο λίθο του μνήματος (Κατά<br />
Μάρκον 16,4· Κατά Ματθαίον 28,2). Με το δεξί χέρι δείχνει προς<br />
7<br />
Ανάλογη εικόνα στις Πράξεις των Αποστόλων 2,20 και την Αποκάλυψη<br />
6,12.
Ο ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ<br />
269<br />
το ανοιχτό μνήμα, έχοντας στραμμένο το κεφάλι του στις δύο μυροφόρες<br />
που στέκονται στα αριστερά της σύνθεσης. Η μία προτείνει<br />
μυροδοχείο προς τον απαστράπτοντα άγγελο. Δεξιότερα, στην<br />
πλευρά του βράχου, απεικονίζεται ένα μνήμα σκαμμένο σαν λάρνακα,<br />
που περιέχει τα εντάφια του Χριστού, τα οθόνια και το σουδάριο.<br />
Ανάμεσα στον άγγελο και στον τάφο, υπάρχουν οι επιγραφές,<br />
«ίδε ο τόπος | όπου έθικαν | αυτόν» (Κατά Μάρκον 16,6· πρβλ.<br />
Κατά Ματθαίον 28,6) και «το σουδάριον». Στα πρόσωπα των μυροφόρων<br />
φαίνεται η ταραχή και η έκπληξη γι’ αυτό που βλέπουν.<br />
Στο κέντρο της σκηνής της Ανάστασης («ΑΝΑCΤΑCΙC»), εικονίζεται<br />
ο Χριστός, κινούμενος προς τα αριστερά, να πατεί στα πεσμένα<br />
θυρόφυλλα της πύλης του Άδη. Με το αριστερό χέρι κρατάει<br />
μακρύ, διπλό σταυρό και με το δεξί ανασύρει τον Αδάμ από τη<br />
σαρκοφάγο. Η Εύα στα δεξιά, έχει καλυμμένα τα χέρια της, σε<br />
Εικ. 5.<br />
Η Εμφάνιση του Χριστού<br />
στη Μαρία τη Μαγδαληνή.
270 ΚΩΣΤΑΣ ΨΑΡΑΚΗΣ<br />
δέηση προς το Χριστό. Από τη δεξιά ομάδα των ανδρών, διακρίνεται<br />
ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, με τη χαρακτηριστική γενειάδα και τα<br />
ακατάστατα μαλλιά του. Στον αριστερό όμιλο των δικαίων, βρίσκονται<br />
σε πρώτο επίπεδο, οι προφητάνακτες Δαβίδ και Σολομών,<br />
ενώ στο κάτω μέρος της παράστασης, ανάμεσα στα θυρόφυλλα, εικονίζεται<br />
ο Άδης, σε μολυβί απόχρωση, πεσμένος στα γόνατα.<br />
Το «ΧΑΙΡΕ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ» (εικ. 4), εικονίζεται στη μεσαία<br />
ζώνη του νότιου τοίχου. Η γαλήνια και μεγαλοπρεπής μορφή του<br />
Χριστού δεσπόζει στο ορεινό τοπίο καταλαμβάνοντας τον κεντρικό<br />
άξονα της σύνθεσης. Σε συμμετρικές θέσεις, δεξιά και αριστερά του<br />
Χριστού, εικονίζονται δύο γονατιστές μυροφόρες, η Μαρία η Μαγδαληνή<br />
και η άλλη Μαρία (Κατά Ματθαίον 28,1–10· Κατά Μάρκον<br />
16,1-10), έχοντας καλυμμένα τα χέρια τους με το μαφόριο, ατενίζουν<br />
τον Αναστάντα Χριστό που στέκεται στραμμένος προς τα αριστερά,<br />
ευλογώντας με το δεξί χέρι, ενώ στο αριστερό κρατά κλειστό ειλητάριο.<br />
Στην παράσταση η «ΨΙΛΑΦΗCΙC ΤΟΥ ΘΩΜΑ», διακρίνεται αριστερά<br />
ο όμιλος των μαθητών, με πρώτο το Θωμά, νέο, αγένειο, στρογγυλοπρόσωπο,<br />
έχοντας προτεταμένο το δεξί χέρι, στην προσπάθεια<br />
του να αγγίξει την πληγή του Χριστού. Ποικίλοι και έντονοι είναι οι<br />
χρωματισμοί των ενδυμάτων και των φωτοστέφανων των αποστόλων,<br />
σε ώχρα, μπλε, κόκκινη και ανοιχτή πράσινη απόχρωση.<br />
Η Εμφάνιση του Χριστού στη Μαρία τη Μαγδαληνή (εικ. 5),<br />
με επιγραφή «ΜΑΡΙΑ ΜΑ(Γ)|ΔΑ|ΛΗΝΙ | διαλεΓΕ|ΤΕ ΤΟ ΙΥCΟΥ»,<br />
πιθανόν είναι η μοναδική απεικόνιση της σκηνής αυτής στους τοιχογραφημένους<br />
ναούς της Κρήτης, καθώς οι αγιογράφοι προτιμούν<br />
την παράσταση του «Χαίρετε», ακολουθώντας τη διήγηση του ευαγγελιστή<br />
Ματθαίου 8 . Η σκηνή της εμφάνισης του Χριστού στη Μαρία<br />
τη Μαγδαληνή, αποδίδεται διαφορετικά από τον καθιερωμένο<br />
εικονογραφικό τύπο του «Μη μου Άπτου» 9 . Στα δεξιά της παράστασης,<br />
ο Χριστός καθήμενος σε θρόνο χωρίς ερεισίνωτο, πατεί σε<br />
υποπόδιο, κρατώντας με το αριστερό χέρι κλειστό ειλητάριο, ενώ<br />
έχει προτεταμένη την παλάμη του δεξιού του χεριού προς τη Μαγδαληνή,<br />
για να φανεί ο «τύπος των ήλων». Η Μαγδαληνή στέκει<br />
στα αριστερά και με τα απλωμένα της χέρια προσπαθεί να αγγίξει<br />
8<br />
Κ. Καλοκύρης, Αι Βυζαντιναί τοιχογραφίαι της Κρήτης, Αθήνα 1957, σ. 78.<br />
9<br />
Αι. Καλλιγά-Γερουλάνου, Η σκηνή του «Μη μου άπτου», όπως εμφανίζεται<br />
σε βυζαντινά μνημεία και η μορφή που παίρνει στον 16ο αιώνα, ΔΧΑΕ 3<br />
(1962-63), Περίοδος Δ΄, σ. 203-230.
Ο ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ<br />
271<br />
το Χριστό, χωρίς επιτυχία, καθώς της το απαγορεύει, σύμφωνα με<br />
τον ευαγγελιστή Ιωάννη (20,17). Η σύνθεση διακρίνεται για τη λιτότητα<br />
και την παντελή έλλειψη δευτερευόντων προσώπων.<br />
Η «ΑΝΑΛΗΨΙC», χωρισμένη σε τρεις ενότητες, καλύπτει το<br />
ανατολικό τμήμα της καμάρας του θόλου, όπως συνηθίζεται στους<br />
βυζαντινούς ναούς από τον 10ο αι. και έπειτα 10 . Στο κέντρο δεσπόζει<br />
ο αναλαμβανόμενος Χριστός, μέσα σε ελλειπτική δόξα που υποβαστάζουν<br />
τέσσερις άγγελοι. Το πέταγμά τους και η απόδοση των<br />
ανοιγμένων πτερύγων, αποδίδονται με ρεαλισμό και ιδιαίτερη επιμέλεια.<br />
Ανάμεσα στους αγγέλους, αριστερά και δεξιά της δόξας,<br />
υπάρχει από ένα εξαπτέρυγο. Στο νότιο τμήμα της παράστασης, εικονίζονται<br />
έξι απόστολοι σε δύο ομάδες ανά τρεις και στη μέση<br />
ένας αρχάγγελος, ντυμένος ως αυτοκρατορικός αξιωματούχος, δείχνει<br />
με το δεξί του χέρι προς το Χριστό. Στο βόρειο τμήμα της καμάρας,<br />
εικονίζονται οι άλλοι έξι απόστολοι, με την Παναγία στη<br />
μέση, στραμμένη προς τα αριστερά, να προσβλέπει στον αναλαμβανόμενο<br />
Χριστό, με τα χέρια σε δέηση. Οι απόστολοι και στους<br />
δύο ομίλους εικονίζονται να ατενίζουν προς τον ουρανό, εκφράζοντας<br />
έκπληξη στο γεγονός της Ανάληψης. Η ένταση της σκηνής,<br />
αποτυπώνεται στις κινήσεις των χεριών και των πτυχώσεων των<br />
ενδυμάτων των αποστόλων. Το τοπίο αποδίδεται με μία σειρά από<br />
βαθμιδωτούς λόφους, στην κορυφή ενός από τους οποίους διακρίνεται<br />
ένα ελαιόδεντρο και η επιγραφή «ουτοσ ελευσεται ... | ... | καθόν<br />
τρόπον | εθεασασθε | αυτόν» (Πράξεις Αποστόλων 1,11).<br />
Στα Εισόδια της Θεοτόκου, ο σεβάσμιος αρχιερέας Ζαχαρίας,<br />
υποδέχεται τη μικρή Παναγία, την οποία οδηγούν οι γονείς της, ο<br />
Ιωακείμ και η Άννα. Τους θεοπάτορες ακολουθεί ένας όμιλος εφτά<br />
νεαρών κοριτσιών, με πολύχρωμα ρούχα και λαμπάδες στα χέρια.<br />
Πίσω από το Ζαχαρία, εικονίζεται η Παναγία που τρέφεται από τον<br />
άγγελο 11 .<br />
10<br />
Α. Ξυγγόπουλος, Η τοιχογραφία της Αναλήψεως εν τη αψίδι του Αγίου Γεωργίου<br />
της Θεσσαλονίκης, Αρχαιολογική Εφημερίς 1938, σ. 48 = Θεσσαλονίκεια<br />
μελετήματα: (1925-1979), Θεσσαλονίκη 1999, σ. 119-142.<br />
11<br />
Ενδεικτικά αναφέρουμε παρόμοια απόδοση του θέματος στον Άγιο Στέφανο<br />
στη Δρακώνα Κισάμου, την Παναγία στα Παλιά Ρούματα, την Παναγία στον<br />
Αλίκαμπο Αποκορώνου και την Παναγία στο Ανισαράκι. Βλ. Θ. Ξανθάκη, Ο<br />
Θεομητορικός κύκλος στο ναό της Παναγίας στο Ανισαράκι Κανδάνου. Εικονογραφικές<br />
ιδιαιτερότητες, ΔΧΑΕ, περίοδος Δ΄, τ. Λ΄ (2009), σ. 192-<br />
194.
272 ΚΩΣΤΑΣ ΨΑΡΑΚΗΣ<br />
Εικ. 6.<br />
Η Δέηση.<br />
Μόνο μικρό τμήμα, στα αριστερά της παράστασης της Κοίμησης<br />
της Θεοτόκου, έχει διασωθεί μετά τη διάνοιξη του παραθύρου, στο<br />
οποίο διακρίνονται τέσσερις απόστολοι, πάνω από το προσκέφαλο<br />
της νεκρικής κλίνης της Παναγίας.<br />
Στο μέσο της κάτω ζώνης του νότιου τοίχου, εικονίζεται η παράσταση<br />
της Δέησης 12 , με το Χριστό ένθρονο που φέρει το προσηγορικό «Ο<br />
ΦΩΤ|ΟΔΩΤΙC», κρατώντας ανοιχτό ευαγγέλιο με την επιγραφή, «ΕΓΩ<br />
ΕΙ|ΜΙ [Η ΑΜΠΕΛΟC KAI YMEIC || τὰ ΚΛΗΜΑ|ΤΑ [ΚΑΙ] Ὁ | Π(ΑΤ)ΗΡ<br />
Μ(ΟΥ) | Ο ΓΕΟΡΓ(ος) ... (πρβλ. Κατά Ιωάννην 15.1-5) (εικ. 6).<br />
Οι εικονογραφικές ενότητες που απαρτίζουν τη Δευτέρα Παρουσία,<br />
καταλαμβάνουν ολόκληρο το δυτικό τοίχο (εικ. 7) -εκτός<br />
του αριστερού τμήματος της εισόδου, στο οποίο εικονίζονται οι<br />
άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη- και αναπτύσσονται σε δύο ζώνες,<br />
στα δυτικά των πλάγιων τοίχων. Στην κορυφή του τυμπάνου του<br />
δυτικού τοίχου, εικονίζεται η «Ετοιμασία του Θρόνου». Πάνω στο<br />
θρόνο απλώνεται ο πορφυρός χιτώνας του Χριστού, στον οποίο<br />
ακουμπά ανοιχτό Ευαγγέλιο. Πίσω από το θρόνο, διακρίνονται τα<br />
12<br />
Η παράσταση αναλύεται στο Στ. Μαδεράκης, Η Δέηση στις εκκλησίες της<br />
Κρήτης, Νέα Χριστιανική Κρήτη, περίοδος Β΄, 22 (2003), σ. 70, 73.
Ο ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ<br />
273<br />
σύμβολα του Πάθους και μπροστά γονυπετείς ο Αδάμ και η Εύα.<br />
Κάτω η παράσταση της κολάσεως, καταλαμβάνει το μεγαλύτερο<br />
τμήμα του δυτικού τοίχου 13 . Από τα πόδια του ένθρονου Χριστού,<br />
πηγάζει ο πύρινος ποταμός, που ρέει προς τη Λίμνη του Πυρός και<br />
καταλήγει στο ανοιχτό στόμα του Βύθιου Δράκοντα, συμπαρασύροντας<br />
τους αμαρτωλούς.<br />
Σε δύο ζώνες του βόρειου τοίχου, συνεχίζονται οι παραστάσεις<br />
από τη Δευτέρα Παρουσία. Στην πάνω ζώνη, σύμφωνα με τις επιγραφές,<br />
ο «ΧΟΡΟC ΤΩΝ ΒΑCΙΛΕΩΝ», ο «ΧΟΡΟC ΟCΙΩΝ» και ο<br />
«ΧΟΡΟC ΟCΙΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ». Στην κάτω ζώνη ο «Ζυγός της Δικαιοσύνης»,<br />
η «Γη αποδίδουσα τους νεκρούς», η «Θάλασσα αποδίδουσα<br />
τους νεκρούς». Στην πάνω ζώνη του νότιου τοίχου από αριστερά,<br />
ο «ΧΟΡΟC ΕΠΙCΚΟΠΩΝ», ο «ΧΟΡΟC ΙΕΡΑΡΧΩΝ» και ο<br />
«ΧΟΡΟC ΠΡΟΦΗΤΩΝ». Στην κάτω ζώνη, ο «ΧΟΡΟC ΑΠΟCΤΟ-<br />
ΛΩΝ», με τον Πέτρο να ανοίγει την Πύλη του Παραδείσου, την<br />
οποία φυλάσσει χερουβείμ με φλογίνη ρομφαία· μέσα στον Παράδεισο<br />
βρίσκεται ο ληστής Δυσμάς που μετανόησε, κρα τώ ντας το<br />
Εικ. 7.<br />
Μερική άποψη<br />
του Δυτικού τοίχου.<br />
Η ετοιμασία του Θρόνου<br />
και η Δευτέρα Παρουσία.<br />
13<br />
Στ. Μαδεράκης, Η Δέηση στις εκκλησίες της Κρήτης, Γ΄ Η Δέηση στη Δευτέρα<br />
Παρουσία, Νέα Χριστιανική Κρήτη, περίοδος Β΄, 24 (2005), σ. 278.
274 ΚΩΣΤΑΣ ΨΑΡΑΚΗΣ<br />
σταυρό, η Θεοτόκος και ο Αβραάμ που κρατά<br />
τρία σπαργανωμένα μωρά (ψυχές).<br />
Στην κάτω ζώνη του βόρειου τοίχου, εικονίζονται<br />
πάνω σε άλογα ο άγιος Δημήτριος,<br />
ο άγιος Γεώργιος και ο άγιος Θεόδωρος ο<br />
Στρατηλάτης. Στον απέναντι νότιο τοίχο, όρθιοι,<br />
σε μετωπική στάση, ο Μιχαήλ Αρχάγγελος,<br />
ο άγιος Προκόπιος και ο άγιος Νικήτας<br />
(Εικ. 8) με το πρόσωπο στραμμένο προς τα<br />
δεξιά. Την κάτω ζώνη του νότιου τοίχου, συμπληρώνουν<br />
οι άγιοι Νικόλαος, Αντώνιος (Εικ.<br />
9), Σπυρίδωνας και Πολύκαρπος, σε μετωπική<br />
στάση. Στο βόρειο τοίχο χαμηλά, οι άγιοι<br />
Ελευθέριος, Εύπλος και Παντελεήμονας (Εικ.<br />
10), με τη χαρακτηριστική κοντή σγουρή<br />
κόμη, να κρατά ανοιχτό κιβωτίδιο με ιαματικά<br />
φάρμακα και χειρουργικά εργαλεία. Απέναντι<br />
στο νότιο τοίχο, εικονίζονται στηθαίοι, ακόμα<br />
δύο ιαματικοί άγιοι, οι Ανάργυροι, Δαμιανός<br />
και Κοσμάς, και οι ιεράρχες Βλάσιος και<br />
Ιωάννης ο Ελεήμονας.<br />
Στο δυτικό σφενδόνιο εικονίζονται οι άγιοι<br />
Δέκα, στο νότιο τμήμα ο ΑΓΑ|ΘΟ|ΠΟΥ|C, ο<br />
CΑΤ|ΟΡ|ΝΙ|ΝΟC, ο ΓΕΛ|ΑCΙ|ΟC, ο ΕΒΑ|ΡΕ| -<br />
CΤ|ΟC και ο ΕΥ|ΝΗ| ΚΙΑ|ΝΟC στο βόρειο<br />
τμήμα, ο ΘΕΟ|ΔΟΥ|ΛΟC, ο ΖΩΤ|ΙΚ|ΟC, ο<br />
[ΠΟΜΠΙΟΣ], ο ΒΑCΙ|ΛΗΔ|ΙC, και ο ΕΥΠ|Ο -<br />
Ρ|ΟC. Στην κορυφή του ανατολικού σφενδονίου<br />
απεικονίζεται το Μανδήλιον και ακολουθούν<br />
τέσσερις προφήτες, στο βόρειο τμήμα ο<br />
Δαυίδ και ο Ααρών, ενώ του νότιου τμήματος<br />
είναι δυσδιάκριτοι, λόγω των φθορών. Ανατολικά<br />
του σφενδονίου εικονίζονται τέσσερις<br />
ακόμα προφήτες, ο Ησαίας, ο Αβακούμ, ο<br />
Αμώς και ο Ηλίας.<br />
Εικ. 8. Ο άγιος Νικήτας.<br />
Εικ. 10. Ο άγιος Παντελεήμων.
Ο ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ<br />
275<br />
ΤΕΧΝΟΤΡΟΠΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ<br />
Οι συνθέσεις χαρακτηρίζονται από απλότητα και συμμετρία, ενώ<br />
στην οργάνωσή τους παρατηρείται μία ισορροπία ως προς την τοποθέτηση<br />
των μορφών και ως προς την απόδοση του τοπίου. Οι<br />
πρωταγωνιστικές μορφές τοποθετούνται σχεδόν πάντα στον άξονα<br />
των συνθέσεων και απεικονίζονται άλλοτε μετωπικά και άλλοτε σε<br />
τρία τέταρτα. Οι ρεαλιστικές τάσεις που διακρίνονται στις παραστάσεις<br />
της Γέννησης, της Βάπτισης και της Βαϊοφόρου, αποδίδονται<br />
φυσιοκρατικά και χαρακτηρίζονται από αφηγηματική διάθεση, σύμφωνα<br />
με τις περιγραφές των ευαγγελίων. Στην απόδοση της έννοιας<br />
του χώρου, συμβάλλουν τόσο τα λιτά αρχιτεκτονήματα, τα οποία<br />
αποδίδονται με απλές αναλογίες σε δεύτερο επίπεδο, όπως στις<br />
παραστάσεις της Υπαπαντής, του Ευαγγελισμού και της Σταύρωσης,<br />
όσο και το βραχώδες τοπίο με τα απότομα, λοξότμητα βουνά, σύμφωνα<br />
με τη βυζαντινή αντίληψη, στη Βάπτιση, την Προδοσία, το<br />
Χαίρε των Μυροφόρων και την Ανάσταση.<br />
Τα πρόσωπα χαρακτηρίζονται από μία λιτή εκφραστικότητα,<br />
πλάθονται σε ανοιχτό καστανό προπλασμό, πάνω στον οποίο το-<br />
Εικ. 9.<br />
Οι άγιοι Νικόλαος<br />
και Αντώνιος.
276 ΚΩΣΤΑΣ ΨΑΡΑΚΗΣ<br />
ποθετείται ανοιχτοκίτρινο, φωτεινό στρώμα, χωρίς να λείπουν και<br />
οι ελαφρές ρόδινες και φαιοπράσινες σκιές. Γύρω από τις κόγχες<br />
των ματιών, χρησιμοποιούνται καφέ σκιές, ενώ τα εξέχοντα σημεία<br />
των προσώπων τονίζονται με λεπτές, άσπρες πινελιές. Πιο σκληρά<br />
και με έντονες φωτοσκιάσεις στο σκούρο προπλασμό, αποδίδονται<br />
τα πρόσωπα των αγίων, των ασκητών και γενικώς των ηλικιωμένων<br />
προσώπων, στα οποία διακρίνεται ο αυστηρά ιερατικός χαρακτήρας<br />
τους. Τα ενδύματα γενικώς συμβάλλουν στη δήλωση κάποιας πλαστικότητας<br />
του σώματος και στον τονισμό της κίνησής του, σε αντίθεση<br />
με αυτά των ιεραρχών, που πέφτουν άκαμπτα και διαμορφώνουν<br />
επίπεδες επιφάνειες. Οι πτυχές αποδίδονται γραμμικά, με<br />
κάθετες και διαγώνιες γραμμές, σκουρότερης απόχρωσης από αυτής<br />
του υφάσματος.<br />
Η επιδεξιότητα του ζωγράφου αποτυπώνεται στην ορθή απόδοση<br />
του νοηματικού περιεχομένου των σκηνών, στην προσεκτική<br />
απόδοση της κλίμακας των μορφών και του χώρου, καθώς και<br />
στους χρωματικούς συνδυασμούς των ενδυμάτων που αναδεικνύουν<br />
τα πρόσωπα. Τα κοινά προσωπογραφικά χαρακτηριστικά των μορφών,<br />
όπως το ευρύ μέτωπο, τα αμυγδαλωτά μάτια, οι μακριές μύτες<br />
και τα λεπτά χείλη, μαρτυρούν μία συντηρητική, λαϊκότροπη τεχνοτροπικά<br />
αντίληψη, την οποία ακολουθεί ο ανώνυμος ζωγράφος,<br />
παραμένοντας προσηλωμένος στην εικονογραφική παράδοση, όπως<br />
αυτή είχε διαμορφωθεί στο τέλος του 14ου αιώνα 14 .<br />
14<br />
Μπορμπουδάκης, Ναός Αγίου Παντελεήμονος Ζυμβραγού Κισάμου, σ. 490.
Εικ. 1. Άποψη των τοιχογραφιών μετά το πρώτο στρώμα του οπλισμού.
Μιχαήλ Ι. Τρουλλινός<br />
Συντήρηση<br />
των τοιχογραφιών<br />
του καθολικού<br />
της Ιεράς Μονής Οδηγητρίας<br />
Οι τοιχογραφίες στο καθολικό της Ιεράς Μονής Οδηγητρίας<br />
καλύπτουν το δυτικό τμήμα του θόλου του Νότιου κλίτους. Έχουν<br />
γίνει με την μέθοδο της νωπογραφίας (FRESCO) 1 πάνω σε υπόστρωμα<br />
με ασβεστιτικά υλικά 2 , που περιέχει άχυρο και διακρίνεται<br />
σε ορισμένα σημεία με φθορές. Οι χρωστικές είναι το λευκό του<br />
Αγίου Ιωάννη, το μαύρο του κάρβουνου, κόκκινες και κίτρινες<br />
ώχρες, πράσινη γη και πιθανόν μπλε του κοβαλτίου. Υπάρχουν<br />
επίσης ίχνη τοιχογραφημένου διακόσμου, κάτω από το υπάρχον<br />
ασβεστοκονίαμα, στην κόγχη του ιερού, καθώς και στο τυφλό αψίδωμα<br />
στο βόρειο μέρος Νότιου κλίτους.<br />
Το υπόβαθρο των τοιχογραφιών (η τοιχοδομή) παρουσίαζε σε<br />
ορισμένους τόπους μεγάλα κενά, ρίζες από φυτά και αποσαθρώσεις<br />
του μεταγενέστερου κονιάματος, στα σημεία όπου δεν υπάρχουν<br />
τοιχογραφίες. Οι φθορές αυτές δημιουργήθηκαν από τη ροή των<br />
όμβριων υδάτων, σε εποχές όπου το καθολικό είχε εντελώς παραμεληθεί.<br />
Το συνδετικό κονίαμα της τοιχοδομής ήταν τόσο σαθρό<br />
(από τη διάβρωση), ώστε σε ορισμένα σημεία που υπήρχαν κενά ή<br />
στα άκρα των τοιχογραφιών, αρκούσε το παραμικρό άγγιγμα και<br />
άρχιζε να ρέει πλήθος σκόνης για αρκετή ώρα. Για τους προηγούμενους<br />
λόγους, μεγάλο τμήμα των τοιχογραφιών είχε καταρρεύσει<br />
και συμπληρωθεί με στρώματα τσιμεντοσοβάδων. Στο κεντρικό<br />
1<br />
Γι’ αυτήν την τεχνική της τοιχογραφίας βλ. D. Thompson, Οι τεχνικές και<br />
τα υ λικά της μεσαιωνικής ζωγραφικής, Αθήνα 1998, σ. 81 και Φ. Κόντογλου,<br />
Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας, Αθήνα 1998: α' έκδ. 1960, τ. Α',<br />
σ. 52.<br />
2<br />
Υπόστρωμα λέγεται το κονίαμα που φέρει τη ζωγραφική. Βλ. Α. Ορλάνδος,<br />
Τα υλικά δομής των αρχαίων Ελλήνων και οι τρόποι εφαρμογής αυτών, Αθήνα<br />
1959-60, τ. 2, σ. 51 και τις αντίστοιχες σημειώσεις και παραπομπές.
280 ΜΙΧΑΗΛ Ι. ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΣ<br />
τμήμα του θόλου ένα τέτοιο μπάλωμα καταλάμβανε μεγάλη έκταση<br />
παγιδεύοντας περιμετρικά τα άκρα των όμορων τοιχογραφιών. Η<br />
ζωγραφική επιφάνεια καλυπτόταν από στρώσεις κάπνας και σκόνης,<br />
ενώ υπήρχαν μεγάλης έκτασης μεταγενέστεροι οπλισμοί με γάζες 3 .<br />
Η μεγαλύτερη όμως φθορά, οι απολεπίσεις, σε συνδυασμό με<br />
τις άπειρες ρηγματώσεις, ήταν έντονα ανησυχητικές. Οι απολεπίσεις<br />
αυτές δεν είχαν στερεωθεί αλλά απλώς καλύπτονταν από τη γάζα<br />
των οπλισμών, ενώ επίσης υπήρχαν αρκετές κρούστες ανθρακικών<br />
αλάτων.<br />
Στη φθορά των τοιχογραφιών και την καταστροφή του μεγάλου<br />
μέρους της ζωγραφικής έδρασαν κυρίως οι παρακάτω παράγοντες:<br />
- Μηχανικές φθορές από την επίδραση υψηλής θερμοκρασίας<br />
από καταστροφική φωτιά. Στο παραπάνω γεγονός είναι αδιάψευστος<br />
μάρτυρας τα πρόσωπα της Θεοτόκου, του Χριστού και των Αρχαγγέλων<br />
του ιερού αλλά και η πλειονότητα των κόκκινων κυρίως<br />
χρωμάτων στο Δυτικό τοίχο, στην παράσταση «Δύναμις του Υψίστου»<br />
από τους οίκους του Ακαθίστου. Τα χρώματα στις παραπάνω παραστάσεις<br />
απολεπίσθηκαν εκλεκτικά από τη μεγάλη και απότομη θερμοκρασία<br />
(το ανθρακικό ασβέστιο είναι κακός αγωγός της θερμότητας),<br />
στα πρόσωπα και τα ρούχα των μορφών. Η εντονότερη<br />
φθορά αυτού του τύπου διακρίνεται στην παράσταση του Ακαθίστου,<br />
«Κήρυκες θεοφόροι γεγονότες οι Μάγοι», όπου λόγω της θέσης της<br />
(πάνω από την πόρτα-έξοδο των καυσαερίων) εξετέθη περισσότερο<br />
στη δράση της φθοράς. Για τους ακριβώς αντίθετους λόγους, διατηρήθηκαν<br />
καλύτερα οι παραστάσεις στο τυφλό αψίδωμα (όπου δεν<br />
υπήρχε «ροή» καυσαερίων).<br />
Η φωτιά που αναφέρεται, πρέπει να είχε κύρια εστία το ιερό<br />
(κάπου στην Αγία Τράπεζα) και ενδεχομένως απώτερο σκοπό την<br />
καταστροφή και τη βεβήλωση. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η παράσταση<br />
της κόγχης έχει υποστεί καθολική απολέπιση των προσώπων<br />
και των γυμνών μερών, καθώς και τονική διαφορά χρωστικών<br />
λόγω της ορυκτολογικής μετάπτωσης και αλλαγής των χρωμάτων<br />
από την υψηλή θερμοκρασία.<br />
- Ένας δεύτερος λόγος διάβρωσης υπήρξε η για πολύ καιρό<br />
«εγκατάλειψη» του καθολικού (χωρίς επισκευές) με αποτέλεσμα την<br />
ανάπτυξη φυτών στους τοίχους και την οροφή και την δημιουργία<br />
πλέγματος ριζών στη διεπιφάνεια μεταξύ τοίχου και υποστρώματος<br />
3<br />
Οι τελευταίες επεμβάσεις συγκράτησης πραγματοποιήθηκαν το 1977<br />
από συνεργεία της 13ης Ε.Β.Α.
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ<br />
ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΟΔΗΓΗΤΡΙΑΣ<br />
281<br />
των τοιχογραφιών, προκαλώντας μηχανικές αλλά και χημικές καταστροφικές<br />
δράσεις από τα νιτρίδια που εκλύονται.<br />
- Ο κυριότερος όμως και πλέον ύπουλος παράγοντας φθοράς,<br />
που συνέχισε τη δράση του μέχρι πρόσφατα, ήταν η κυκλοφορία<br />
διαλυτών αλάτων με τη δράση του νερού. Πηγή των αλάτων αυτών<br />
(κυρίως χλωριούχων, θειϊκών και λιγότερο ανθρακικών) 4 ήταν τα<br />
ίδια τα δομικά υλικά του μνημείου. Η δράση του νερού που απ’ ότι<br />
φαίνεται ήταν εκτενής, ενεργοποιούσε τα άλατα με τη διάλυση και<br />
την κρυστάλλωση τους (μετά την εξάτμιση του νερού) στους πόρους<br />
και την επιφάνεια των τοιχογραφιών. Στη συνέχεια φαινόμενα ενυδάτωσης<br />
με τις αντίστοιχες σχετικές μεταβολές του όγκου και τις<br />
εκρηκτικές διαστάσεις που συνεπάγονται (π.χ. αυτές του θειϊκού<br />
νατρίου από Τεναρδίτη σε δεκανατρίτη με αύξηση 308%), οδήγησαν<br />
σε φαινόμενα όχι μόνο απολεπίσεως αλλά και καθολικής πτώσης<br />
τοιχογραφημένου κονιάματος.<br />
- Φθορές από τη δράση του διοξειδίου του άνθρακα με σχηματισμό<br />
κρούστας ανθρακικού ασβεστίου (σταλακτιτοποίηση-σταλαγμιτοποίηση)<br />
πάνω στη ζωγραφική επιφάνεια, και των ασβεστοχρωμάτων<br />
που τοποθετήθηκαν αργότερα πάνω από τις τοιχογραφίες, 5<br />
υπήρξαν ασήμαντες σε σχέση με τις προηγούμενες.<br />
Εργασίες συντήρησης<br />
Για τη συντήρηση των τοιχογραφιών του δυτικού τμήματος της<br />
κόγχης, μέσα από τη συνεργασία αρχαιολόγων, συντηρητών και<br />
μηχανικών της 13ης ΕΒΑ, κρίθηκε σκόπιμο να γίνει αποτοίχιση<br />
και μεταφορά τους στο εργαστήριο, λόγω και των επισκευών που<br />
έπρεπε να γίνουν στην τοιχοδομή, κάτω από τις τοιχογραφίες. Η<br />
εργασία αυτή ήταν αρκετά δύσκολη λόγω της υπερβολικής σαθρότητας<br />
των τοιχογραφιών, των αρκετών απολεπίσεων και του παλαιότερου<br />
υπάρχοντος οπλισμού που ήταν αδύνατον να αφαιρεθεί<br />
από ορισμένα σημεία χωρίς συνέπειες βλαβερές για το αντικείμενο.<br />
4<br />
Θ. Ν. Σκουλικίδης, Διάβρωση και συντήρηση των δομικών υλικών των μνημείων,<br />
Ηράκλειο 2000, σ. 140 κ.ε., και Ν. Μπελογιάννης, Αντιστροφή της<br />
γυψοποίησης του μαρμάρου, Αθήνα (διδακτ. διατριβή ΕΜΠ) 1983, σ. 14 -<br />
19.<br />
5<br />
Μετά την επικάλυψη με ασβεστόχρωμα, η εξάτμιση της υγρασίας συντελείται<br />
πλέον στη νέα επιφάνεια, με αποτέλεσμα τη δημιουργία νέου επικαλυπτικού<br />
στρώματος δευτερογενή ασβεστίτη.
282 ΜΙΧΑΗΛ Ι. ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΣ<br />
Οι δυσκολίες ήταν περισσότερες στα σημεία όπου δεν υπήρχε τοιχογραφία<br />
και προστέθηκαν μεταγενέστερα συμπληρώματα σκληρής<br />
τσιμεντοκονίας που εισερχόμενη στα κενά πίσω από το υπόστρωμα<br />
παγίδευε την τοιχογραφία, τροφοδοτώντας το ζωγραφικό στρώμα<br />
με άλατα Na 2 SO 4 , δυσχεραίνοντας την εργασία μας.<br />
Αποτοίχιση τοιχογραφιών του καθολικού<br />
Η απόσπαση των τοιχογραφιών έγινε μετά τη φωτογραφική<br />
και σχεδιαστική τεκμηρίωση και τους απαραίτητους οπλισμούς,<br />
αφού προηγούμενα έγινε όπου ήταν ανάγκη facing, επιφανειακή<br />
στερέωση του χρώματος με διάλυμα πολυβινυλικής αλκοόλης,<br />
επειδή δεν διαλύεται στους οργανικούς διαλύτες που θα αφαιρέσουν<br />
τους οπλισμούς. Οι προηγούμενες εργασίες έγιναν μετά από ελαφρύ<br />
ξεσκόνισμα με μαλακό πινέλο και με ταμπονάρισμα ηπίου τασιενεργού<br />
διαλύματος 6 και εκπλύσεων απιονισμένου νερού, όπου η<br />
κατάσταση της ζωγραφικής το επέτρεπε.<br />
Οι παραστάσεις αριθμήθηκαν ανά ζώνη με γράμματα του ελληνικού<br />
αλφάβητου και ανά σειρά με αραβικούς αριθμούς. Στη συνέχεια<br />
άρχισε η διαδικασία οπλισμών με γάζα, σε τρεις στρώσεις ανά<br />
παράσταση, που γίνονταν διαδοχικά μετά το στέγνωμα της προηγούμενης<br />
στρώσης (εικ. 1). Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τελευταίες<br />
παραστάσεις της κορυφής του θόλου έπεφταν από μόνες τους και<br />
χρειάστηκε να υποβαστάζονται κατά τη διάρκεια του οπλισμού τους,<br />
για να μην καταρρεύσουν.<br />
Η διαδικασία της αποτοίχισης μετά το κόψιμο των παραστάσεων<br />
σε επιλεγμένα σημεία του «φιλέτου» με νυστέρι, έγινε με ελαφρύ<br />
σκάλισμα με μαχαίρα αποτοίχισης του υπόβαθρου και ταυτόχρονα<br />
τράβηγμα της γάζας. Εκτός του τοιχογραφημένου στρώματος αποτοιχίστηκε<br />
και το υπόστρωμα σε πάχος 5 εκ. Στα κεντρικά σημεία<br />
του θόλου η εργασία ήταν επίπονη, επειδή μεγάλη συμπαγής επιφάνεια<br />
τσιμέντου κάλυπτε περιμετρικά τις τέσσερις παραστάσεις<br />
παγιδεύοντας μέρος των τοιχογραφιών.<br />
Οι τοιχογραφίες τοποθετήθηκαν πάνω σε ειδικά καλούπια που<br />
είχαν κατασκευασθεί αντίστοιχα για την κάθε μια, με την ανάλογη<br />
κύρτωση και μεταφέρθηκαν σε προσωρινό αποθηκευτικό χώρο<br />
6<br />
P. Mora–L. Mora–P. Philippot, Conservation of Wall Paintings, London<br />
1984, σ. 298-299.
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ<br />
ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΟΔΗΓΗΤΡΙΑΣ<br />
283<br />
απέναντι από το καθολικό. Τα καλούπια αυτά κατασκευάστηκαν από<br />
κόντρα πλακέ θαλάσσης, πάχους 3 εκ., και λεπτής μελαμίνης που<br />
συνδέθηκαν με νευρώσεις από σουηδικό ξύλο, ενώ στις γωνίες το<br />
καλούπι φτιάχτηκε από μασίφ φλαμούρι, με συνεχόμενες συνδεδεμένες<br />
σανίδες για την επίτευξη του επιθυμητού πάχους.<br />
Στη συνέχεια οι τοιχογραφίες μεταφέρθηκαν στο Ρέθυμνο, εις<br />
το τότε εργαστήριο του Καρά Μουσά, που είχε επιλεγεί λόγω του<br />
μεγάλου χώρου του, προκειμένου να απλωθούν και να γίνουν οι<br />
απαιτούμενες επόμενες εργασίες:<br />
- Αφαίρεση του υποστρώματος και των πρόσθετων κονιών μέχρι<br />
ορισμένου πάχους. Η εργασία αυτή έγινε μηχανικά με νυστέρια,<br />
μαχαιρίδια, σκαρπέλα και μικρό λειαντικό τροχό οδοντοτεχνίας.<br />
- Στερέωση και εμποτισμός των μικρορηγματώσεων στην πίσω<br />
όψη του υποστρώματος με διάλυμα Primal AC 33 σε αργό εμποτισμό,<br />
με τη μέθοδο των τριχοειδών με φλεβοκαθετήρες και υδραυλικό<br />
σύστημα σωληνώσεων Latex και ορών (εικ. 2).<br />
- Σφράγισμα των ρηγματώσεων από καθαρό CaCO 3 (ανθρακικό<br />
ασβέστιο) της MERC με υδροξείδιο του ασβεστίου και λείανση του<br />
Εικ. 2.<br />
Εμποτισμός<br />
της πίσω επιφάνειας<br />
μέσω τριχοειδούς.
284 ΜΙΧΑΗΛ Ι. ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΣ<br />
Εικ. 3.<br />
Λεπτομέρεια δείγματος<br />
σε ηλεκτρονικό μικροσκόπιο<br />
SEM.<br />
προκύπτοντος στοκαρίσματος μετά το στέγνωμα για τη δημιουργία<br />
ενιαίας επιφάνειας.<br />
- Σε μεγάλα κενά και ρηγματώσεις έγινε λάσπη με προσθήκη<br />
αδρανών από κοσκινισμένο τρίμα του υποστρώματος που είχε φυλαχτεί<br />
γι’ αυτόν το σκοπό.<br />
- Καθολικός εμποτισμός με πινέλα και διαδοχικά περάσματα<br />
με διάλυμα Primal AC 33, καζεΐνης και υδροξειδίου του ασβεστίου.<br />
- Εφαρμογή διαδοχικά 3-4 στρώσεων γάζας και ασβεστόκολλας<br />
με ασβέστη, καζεΐνη και Primal AC 33 7 με προσθήκη 10 κ.εκ. βιοκτόνου<br />
ενώσεως του τεταρτογενούς αμμωνίου. Η παραπάνω εργασία<br />
επαναλαμβάνονταν (από στρώση σε στρώση) μετά από 48 ώρες<br />
για το ικανοποιητικό στέγνωμα των στρωμάτων.<br />
7<br />
Κ. W. Allen, Adhesion and adhesives-Some fundamentals, στο N. S.<br />
Brommelle-E. M. Pye-G. Smith-G. Thomson (επιμ.), Adhesives and Consolidants.<br />
1984 IIC, Paris Congress, London 1984, σ. 5-12.
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ<br />
ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΟΔΗΓΗΤΡΙΑΣ<br />
285<br />
Πριν εφαρμοστούν τα προηγούμενα υλικά και μέθοδοι έγιναν<br />
οι απαραίτητες δοκιμές (εικ. 3), ώστε να πληρούνται οι παρακάτω<br />
παράμετροι:<br />
α) Ίδιος συντελεστής θερμοδιαστολής.<br />
β) Αναπνοή-διαπνοή των υλικών ταυτόσημη με αυτή της τοιχογραφίας.<br />
γ) Ικανή πρόσφυση.<br />
δ) Παρόμοια ελαστικότητα με το κονίαμα.<br />
ε) Αντιστρεψιμότητα υλικών.<br />
Μετά την αλλαγή των τελάρων από κυρτή σε κοίλη επιφάνεια<br />
και την αφαίρεση των οπλισμών με κομπρέσες ακετόνης ρ.α. (εικ.<br />
4), ακολούθησε ο καθαρισμός των τοιχογραφιών ως εξής:<br />
- Αφαίρεση της επιφανειακής κάπνας με εκπλύσεις και ταμποναρίσματα<br />
διαλύματος Vulpex και Texapon εκλεκτικά.<br />
- Αφαίρεση των λιπαρών λεκέδων με κομπρέσες και στυλεούς<br />
σε τετραχλωριούχο άνθρακα.<br />
Εικ. 4.<br />
Αφαίρεση των οπλισμών<br />
της ζωγραφικής επιφάνειας.
286 ΜΙΧΑΗΛ Ι. ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΣ<br />
Εικ. 5.<br />
Μηχανικοί καθαρισμοί.<br />
- Καθαρισμός των επικαθίσεων αλάτων και ασβέστη μηχανικά<br />
με νυστέρια και οδοντιατρικό τροχό (εικ. 5).<br />
- Εκλεκτική χρήση απορροφητικών αργίλων σε εναποθέσεις<br />
με μικρή επιφάνεια για την αποφυγή παρατεταμένης δράσης της<br />
υγρασίας.<br />
- Επιφανειακή στερέωση των χρωμάτων και του ζωγραφικού<br />
στρώματος, όπου ήταν ανάγκη, με διάλυμα Hydroground με σύριγγες<br />
ή με πινέλα ζωγραφικής ανάλογα με την περίπτωση.<br />
- Επανατοποθέτηση των τοιχογραφιών στα προκαθορισμένα<br />
σημεία όπου ήταν με τη βοήθεια Upat και ανοξείδωτων βιδών,<br />
που τοποθετήθηκαν σε σημεία φθοράς της ζωγραφικής (χαρτογράφηση<br />
των οποίων γίνεται με φωτογράφιση στο υπεριώδες φάσμα).<br />
Πριν χρησιμοποιηθούν οι βίδες και οι ροδέλες παρόλο που ήταν<br />
ανοξείδωτες, θερμάνθηκαν στους 150°C και εμποτίσθηκαν με Incralac.<br />
Στη συνέχεια έγιναν τα απαραίτητα στοκαρίσματα μεταξύ<br />
των «ραφών» στα φιλέτα, αφού τοποθετήθηκαν οι σωληνίσκοι για<br />
να γίνουν ενέσεις (εργασία που υπολείπεται να γίνει). Αισθητικές<br />
αποκαταστάσεις έγιναν με αντιστρέψιμες τέμπερες, πάνω στα στο-
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ<br />
ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΟΔΗΓΗΤΡΙΑΣ<br />
287<br />
Εικ. 6.<br />
Μέρος των<br />
τοιχογραφιών<br />
με οίκους<br />
του Ακαθίστου<br />
μετά<br />
τη συντήρηση.
288 ΜΙΧΑΗΛ Ι. ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΣ<br />
Εικ. 7.<br />
Η παράσταση του οίκου<br />
του Ακαθίστου<br />
«Έχουσα Θεοδόχον ...»<br />
μετά τη συντήρηση.<br />
καρίσματα στις ραφές και τις βίδες (εικ. 6-7).<br />
- Στις τοιχογραφίες που παρέμειναν στο Καθολικό (τυφλό αψίδωμα<br />
και κόγχη ιερού), αφαιρέθηκε ο ασβέστης μηχανικά, ενώ<br />
υπολείπεται να γίνουν οι στερεώσεις στο ιερό μετά το επιφανειακό<br />
facing που έγινε με διάλυμα Hydroground.<br />
Εργασθέντες στο έργο:<br />
Μιχαήλ Τρουλλινός, Θανάσης Τρουλλινός, Νικόλαος Ποθητός,<br />
Γεώργιος Μακράκης, Μαρία Χαλκιαδάκη, Ειρήνη Τσάμη, Ερμιόνη<br />
Καστανάκη, Λάμπρος Λαμπρόπουλος, Φωτεινή Τρουλλινού, Νικόλαος<br />
Λιγοξυγκάκης, Χαρίλαος Παντερμάκης, Γρηγόρης Γαβριλάκης.
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ<br />
ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΟΔΗΓΗΤΡΙΑΣ<br />
289<br />
Εικόνες από τα στάδια<br />
αποτείχισης
Ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας<br />
στο βόρειο κλίτος (Παναγίας).
Βασιλική Συθιακάκη-Κριτσιμάλλη<br />
Προϊσταμένη Εφορείας Αρχαιοτήτων Ηρακλείου<br />
Παρατηρήσεις<br />
για την ιστορία<br />
και την αρχιτεκτονική<br />
του καθολικού<br />
της Μονής Βαλσαμονέρου<br />
Το καθολικό της Μονής Βαλσαμονέρου, το μοναδικό κτίσμα<br />
του συγκροτήματος που διατηρείται ακέραιο, αποτελεί ένα από τα<br />
σημαντικότερα εκκλησιαστικά μνημεία της Κρήτης. Φημισμένο κυρίως<br />
για τις υψηλής καλλιτεχνικής αξίας τοιχογραφίες του, εντυπωσιάζει<br />
εξίσου τον επισκέπτη με τη σύνθετη αρχιτεκτονική του και<br />
τον πλούσιο γλυπτό του διάκοσμο (εικ. 1).<br />
Ο αρχικός ναός ήταν αφιερωμένος στην Παναγία, αργότερα<br />
όμως επικράτησε η λατρεία του αγίου Φανουρίου, στον οποίο αφιερώθηκε<br />
το εγκάρσιο κλίτος 1 . Δύο εικόνες του αγίου Φανουρίου<br />
συνδέουν τη μονή Βαλσαμονέρου με το φημισμένο ζωγράφο φορητών<br />
εικόνων Άγγελο Ακοτάντο 2 , ο οποίος με την τέχνη του βοήθησε<br />
ιδιαίτερα στη διάδοση της λατρείας του νεοφανούς αγίου 3 .<br />
Στη μονή ανήκε επίσης το μονόχωρο εξωκκλήσιο του Τιμίου<br />
Σταυρού, σε μικρή απόσταση προς τα δυτικά, που φαίνεται ότι οικοδομήθηκε<br />
ταυτόχρονα με την αρχική φάση του καθολικού.<br />
1<br />
Γ. Κ. Μαυρομάτης, Η βιβλιοθήκη και η κινητή περιουσία της κρητικής<br />
μονής Βαλσαμονέρου (1644), Θησαυρίσματα 20 (1990), σ. 459, σημ. 2<br />
(στο εξής Μαυρομάτης, Η βιβλιοθήκη).<br />
2<br />
Μ. Βασιλάκη, Ο ζωγράφος Άγγελος Ακοτάντος: το έργο και η διαθήκη<br />
του (1436), Θησαυρίσματα 18 (1981), σ. 290-298, πίν. ΙΓ΄-ΙΗ΄ (στο<br />
εξής Βασιλάκη, Ο ζωγράφος Άγγελος). Της ίδιας, Η τέχνη του ζωγράφου<br />
Αγγέλου, στο Μ. Βασιλάκη (επιμ.), Χειρ Αγγέλου, ένας ζωγράφος εικόνων<br />
στη βενετοκρατούμενη Κρήτη, Αθήνα 2010, σ. 114-123 (στο εξής Βασιλάκη,<br />
Χειρ Αγγέλου). Για τις δύο εικόνες βλ. Βασιλάκη, Χειρ Αγγέλου, σ. 144-<br />
145, αρ. 21 και σ. 146-147, αρ. 22.<br />
3<br />
M. Vassilakes-Mavrakakes, Saint Fhanourios: Cult and Iconography,<br />
ΔΧΑΕ περ. Δ΄, τ. 10 (1980-1981), σ. 223-238, πίν. 49-60.
292 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />
Εικ. 1.<br />
Άποψη του καθολικού<br />
της Μονής Βαλσαμονέρου<br />
από τα ΝΑ.<br />
Το καθολικό αποτελείται από δύο παράλληλα κλίτη, εκ των<br />
οποίων το βόρειο είναι αφιερωμένο στη Θεοτόκο Οδηγήτρια και το<br />
νότιο στον Ιωάννη τον Πρόδρομο, ένα εγκάρσιο δυτικό κλίτος αφιερωμένο<br />
στον άγιο Φανούριο και ένα νάρθηκα δυτικότερα. Στη βόρεια<br />
πλευρά διαμορφώνεται ξυλόστεγος παρανάρθηκας, ανοικτός<br />
μόνο στα ανατολικά (εικ. 2).<br />
Ο ναός εσωτερικά είναι κατάγραφος με τοιχογραφίες υψηλής<br />
ποιότητας, που εκτελέστηκαν σταδιακά και εκφράζουν τις καλλιτεχνικές<br />
τάσεις διαφορετικών ζωγράφων, ενταγμένων στην καλλιτεχνική<br />
παράδοση της περιόδου από τα τέλη του 14ου ως τα μέσα<br />
του 15ου αι. (εικ. 3).<br />
Τα στοιχεία που έφεραν στο φως οι παλαιότερες αναστηλωτικές<br />
επεμβάσεις 4 , οι σωζόμενες γραπτές επιγραφές 5 , η ανάλυση του ζω-<br />
4<br />
Ευχαριστώ τον κ. Δ. Καλομοιράκη για τις πληροφορίες αναφορικά με τις<br />
επεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν τη δεκαετία του ΄80 και δεν έχουν<br />
δημοσιευτεί.<br />
5<br />
G. Gerola, Monumenti veneti nell’ isola di Creta, τ. IV, Venezia 1932, σ.<br />
539-541.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />
ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />
293<br />
γραφικού του διακόσμου 6 και τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των<br />
ανάγλυφων αρχιτεκτονικών στοιχείων του μνημείου 7 επιβεβαιώνουν<br />
ότι τα επιμέρους τμήματα του καθολικού οικοδομήθηκαν σε διαφορετικές<br />
περιόδους.<br />
Το σημερινό βόρειο κλίτος, αφιερωμένο εξαρχής στην Παναγία<br />
(στα παλαιότερα έγγραφα αναφέρεται ως Chiesa della Madonna di<br />
Varsamonerο) 8 ήταν στην αρχική φάση μονόχωρος, καμαροσκέπαστος<br />
ναός με ενισχυτικά σφενδόνια και εκτεινόταν ως τη σημερινή<br />
γένεση του εγκαρσίου κλίτους, όπου στο ανώτερο τμήμα της βορεινής<br />
εξωτερικής τοιχοποιίας διακρίνονται οι αρχικοί γωνιόλιθοι<br />
(εικ. 4). Η χαμηλή στενή θύρα με το υπερυψωμένο κατώφλι που<br />
οδηγεί στον βορεινό παρανάρθηκα είχε διαμορφωθεί πριν από την<br />
τοιχογράφηση του κλίτους.<br />
3<br />
Εικ. 3.<br />
Άποψη του βόρειου κλίτους<br />
από το εγκάρσιο.<br />
Εικ. 2.<br />
Κάτοψη του καθολικού.<br />
2<br />
6<br />
Μ. Χατζηδάκης, Τοιχογραφίες στην Κρήτη, Κρητ. Χρον. ΣΤ΄ (1952), σ.<br />
72-74.<br />
7<br />
Μ. Μπορμπουδάκης, Θυρώματα και παράθυρα σε εκκλησίες της Κρήτης<br />
(τέλος 14ου-μέσα 15ου αι.), στο Ο. Γκράτζιου (επιμ.), Γλυπτική και λιθοξοϊκή<br />
στη Λατινική Ανατολή. 13ος-17ος αιώνας, Ηράκλειο 2007, σ. 67 κ.ε. (στο<br />
εξής Μπορμπουδάκης, Θυρώματα).<br />
8<br />
Β. Λαούρδας, Κρητικά Παλαιογραφικά, Κρητ. Χρον. Δ΄ (1950), σ. 235.
294 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />
4<br />
5<br />
Εικ. 4.<br />
Άποψη του<br />
καθολικού από Α.<br />
Εικ. 5.<br />
Το αγιοθύριδο του κλίτους<br />
της Παναγίας.<br />
Terminus ante quem για την ανέγερση του βόρειου κλίτους είναι<br />
το έτος 1400, χρονολογία κατά την οποία διανοίχθηκαν τα τόξα στο<br />
νότιο τοίχο του, προκειμένου να διασφαλιστεί η επικοινωνία με το<br />
πρόσθετο νότιο κλίτος. Στην ίδια εποχή παραπέμπει κατά τον Μ.<br />
Μπορμπουδάκη και το λίθινο αγιοθύριδο της αψίδας (εικ. 5), που<br />
απολήγει σε τρίφυλλο τόξο με καμπύλο τον κεντρικό λοβό (arco a<br />
nasi). Ο χαρακτηριστικός αυτός τύπος παραθύρου απαντά σε μικρό<br />
αριθμό μνημείων της ευρύτερης περιοχής που χρονολογούνται γύρω<br />
στο 1400, με τυπικότερο παράδειγμα το ναό της Παναγίας στα Καπετανιανά,<br />
του οποίου οι τοιχογραφίες χρονολογούνται από κτητορική<br />
επιγραφή στα 1401-1402 9 . Ίδιου τύπου αγιοθύριδο τοποθετήθηκε<br />
στο γειτονικό εξωκκλήσιο του Τιμίου Σταυρού (εικ. 6) 10 . Η χρονο-<br />
9<br />
Μπορμπουδάκης, Θυρώματα, σ. 63-64, 67, εικ. 6, 9. Ο. Γκράτζιου, Η Κρή -<br />
τη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή. Η μαρτυρία της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής,<br />
Ηράκλειο 2010, σ. 62 (στο εξής Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική<br />
εποχή). Επομένως το παράθυρο του Βαλσαμονέρου είναι πρωιμότερο.<br />
10<br />
Μπορμπουδάκης, Θυρώματα, σ. 70-71, εικ. 16-17.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />
ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />
295<br />
7<br />
λόγηση του τοιχογραφικού διακόσμου της αρχικής φάσης επίσης<br />
προσδιορίζεται στις τελευταίες δεκαετίες του 14ου αι. 11 .<br />
Κατά την προετοιμασία της μελέτης αποκατάστασης του καθολικού<br />
από τη 13η Ε.Β.Α., παρατηρήθηκε για πρώτη φορά μία διαφοροποίηση<br />
στη δόμηση του ανώτερου τμήματος του ημικυλίνδρου<br />
της βόρειας (αρχικής) αψίδας, οφειλόμενη σε ανακατασκευή (εικ.<br />
4). Η διαταραχή, αντίστοιχου πλάτους με την κεραμοπλαστική ζωφόρο<br />
από ιχθυάκανθα που διατηρείται στο εξωκκλήσιο του Τιμίου<br />
Σταυρού κάτω από το οδοντωτό γείσο του τεταρτοσφαιρίου (εικ. 7),<br />
υποδηλώνει ότι ο αρχικός μονόχωρος ναός του Βαλσαμονέρου<br />
έφερε κεραμοπλαστικό διάκοσμο στην ίδια θέση, και πιθανότατα<br />
αντίστοιχης μορφής. Οι δύο ναοί είχαν επομένως ανεγερθεί σχεδόν<br />
ταυτόχρονα, με κοινά μορφολογικά χαρακτηριστικά.<br />
Οι πλίνθινες ζωφόροι στην απόληξη τοίχων, και μάλιστα αψίδων,<br />
απαντούν στους ελλαδικούς ναούς ήδη από τον 11ο και παραμένουν<br />
σε χρήση τουλάχιστον ως τον όψιμο 13ο αι., ενώ παραδείγματα<br />
από το 14ο επιβιώνουν, κυρίως στις δυτικές περιοχές της<br />
11<br />
Μ. Χατζηδάκης, Τοιχογραφίες στην Κρήτη, Κρητ. Χρον. ΣΤ΄ (1952), 72-<br />
73. Μ. Μπορμπουδάκης, Η τέχνη κατά τη Βενετοκρατία, στο Ν. Μ. Παναγιωτάκης<br />
(επιμ.), Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισμός, τ. Β΄, Ηράκλειο 1988,<br />
σ. 250 (στο εξής Μπορμπουδάκης, Η τέχνη κατά τη Βενετοκρατία).<br />
6<br />
Εικ. 7.<br />
Κεραμοπλαστική ζωφόρος<br />
με ιχθυάκανθα<br />
στην κόγχη του ναού<br />
του Τιμίου Σταυρού<br />
Βαλσαμονέρου.<br />
Εικ. 6.<br />
Το αγιοθύριδο του ναού<br />
του Τιμίου Σταυρού.
296 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />
βυζαντινής αυτοκρατορίας 12 . Η κεραμοπλαστική ζωφόρος με ιχθυάκανθα<br />
φαίνεται να επιχωριάζει στην Κρήτη. Το πρωιμότερο γνωστό<br />
παράδειγμα προέρχεται από το ναό των Αγίων Δέκα στους Αγίους<br />
Δέκα, ο οποίος διατηρεί μία ευδιάκριτη βυζαντινή φάση στο κάτω<br />
τμήμα της ανατολικής και βόρειας αψίδας 13 . Στις αψίδες του ναού<br />
των Αγίων Δέκα η ζωφόρος έτρεχε χαμηλά, κάτω από τη γένεση<br />
των παραθύρων 14 . Στην περιοχή της Ιεράπετρας απαντά στην απόληξη<br />
της αψίδας σε μία ομάδα μνημείων που έχουν χρονολογηθεί<br />
στον 14ο αι. (Άγιος Γεώργιος και Άγιος Μάμας στο Σταυρό, Άγιος<br />
Γεώργιος στο Κεντρί), πιθανόν υποδεικνύοντας τη δράση ή την<br />
επιρροή συγκεκριμένου συνεργείου 15 .<br />
Δεν μπορεί πάντως ν’ αποκλειστεί ότι ο μονόχωρος ναός της<br />
Παναγίας ανεγέρθηκε στα λείψανα προγενέστερου ναού. Στην εξωτερική<br />
όψη του νότιου τοίχου του κλίτους του Προδρόμου, που ανεγέρθηκε<br />
στα 1400, εντοιχίστηκε τμήμα μαρμάρινου πεσσίσκου τέμπλου,<br />
κοσμημένο με ανάγλυφους σηρικούς τροχούς που περικλείουν<br />
ρόδακες και πυροστρόβιλους (εικ. 8). Τόσο ο διάκοσμος όσο και η<br />
τεχνική της εκτέλεσης οδηγούν σε μία χρονολόγηση στον 11ο αι. 16 .<br />
Τμήμα της παλαιότερης οικοδομικής φάσης ενδεχομένως αποτελεί<br />
το κατώτερο τμήμα του βόρειου τοίχου του παρανάρθηκα (εικ. 4) 17 .<br />
12<br />
Χ. Μπούρας-Λ. Μπούρα, Η ελλαδική ναοδομία κατά τον 12ο αιώνα, Αθήνα<br />
2002, σ. 401, σημ. 157. Γ. Μ. Βελένης, Ερμηνεία του εξωτερικού διακόσμου<br />
στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, Θεσσαλονίκη: αδημ. διδ. διατριβή 1984, σ.<br />
188.<br />
13<br />
Έχει πιθανολογηθεί (βλ. Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή,<br />
σ. 193-195) ότι ο βυζαντινός ναός θεμελιώθηκε στα ερείπια μίας τρίκλιτης<br />
παλαιοχριστιανικής βασιλικής η οποία ωστόσο δεν εντοπίστηκε ανασκαφικά<br />
κατά τις έρευνες που διενήργησε στο προαύλιο η αρχαιολόγος της<br />
13ης Ε.Β.Α. Κ. Μυλοποταμιτάκη. Βλ. A. Di Vita, A. Chighine, K.<br />
Milopotamitaki, M. Ricciardi, L’ Anfiteatro e il teatro romano di Gortina,<br />
Annuario della Scuola Archeologica di Atene e delle Missioni Italiane in<br />
Oriente 64/65 (1986/87), σ. 327-352, εικ. 1, 13. Κατά την ανασκαφέα,<br />
η τοιχοποιία με τον κεραμοπλαστικό διάκοσμο πρέπει να αποδοθεί στους<br />
μέσους βυζαντινούς χρόνους, άποψη που υιοθέτησαν οι Μ. Μπορμπουδάκης,<br />
Η βυζαντινή τέχνη στο Νομό Ηρακλείου, στο Ν. Μ. Γιγουρτάκης<br />
(επιμ.), Το Ηράκλειο και η περιοχή του. Διαδρομή στο χρόνο, Ηράκλειο<br />
2004, σ. 145-146 (στο εξής Μπορμπουδάκης, Η βυζαντινή τέχνη), και η<br />
Ο. Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 193.<br />
14<br />
Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 194, εικ. 195.<br />
15<br />
Μία παραλλαγή αυτού του διακόσμου απαντά στην περιοχή της Νεάπολης<br />
(Παναγία στο Βιγλί, Αφέντης Χριστός Νεάπολης).<br />
16<br />
Η μεταφορά του από άλλη περιοχή πρέπει λογικά ν’ αποκλειστεί λόγω<br />
του δύσβατου της περιοχής.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />
ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />
297<br />
Στον αρχικό μονόχωρο ναό του Βαλσαμονέρου,<br />
όπως και στο γειτονικό ναό<br />
του Τιμίου Σταυρού, δεν απαντούν εντοιχισμένα<br />
πινάκια. Κάνουν την εμφάνισή<br />
τους στην ανατολική όψη στο σημείο ένωσης<br />
του πρώτου με το δεύτερο κλίτος. Η<br />
χρήση τους συνεχίζεται σε βαθμό υπερβολής<br />
κατά τις επόμενες οικοδομικές φάσεις.<br />
Το νότιο κλίτος κατασκευάστηκε στενότερο<br />
και χαμηλότερο και στεγάστηκε με<br />
τεταρτοκυκλική καμάρα ενισχυμένη με<br />
σφενδόνια, απολήγοντας στα ανατολικά σε<br />
κόγχη μικρότερων διαστάσεων από τη βορεινή<br />
(εικ. 4 και 9).<br />
Η τεταρτοκυκλική καμάρα φαίνεται ότι<br />
χρησιμοποιήθηκε στην Κρήτη από το 14ο<br />
αι. Ενδέχεται μάλιστα να εισήχθη ως νέα<br />
αρχιτεκτονική λύση για την αντικατάσταση<br />
των ξύλινων στεγών στα πλευρικά κλίτη<br />
υφιστάμενων βυζαντινών βασιλικών, όπου<br />
το περιορισμένο πλάτος δεν επέτρεπε την<br />
πλήρη ανάπτυξη καμαρωτών οροφών 18 .<br />
Σε δίκλιτους ναούς απαντά επίσης από το<br />
Εικ. 8.<br />
Τμήμα μαρμάρινου πεσσίσκου τέμπλου,<br />
εντοιχισμένου δεξιά<br />
της θύρας του νότιου κλίτους.<br />
17<br />
Σύμφωνα τον αρχαιολόγο Δ. Καλομοιράκη,<br />
ο βορεινός αδιάσπαστος τοίχος του ξυλόστεγου<br />
παρανάρθηκα βρέθηκε στη σημερινή του<br />
κατάσταση κατά τις εργασίες του 1980. Στη<br />
βάση του διακρίνεται καθαρά μία προγενέστερη<br />
φάση με διαφορετική δόμηση.<br />
18<br />
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το καθολικό<br />
της Μονής Παληανής. Όπως διαπιστώθηκε<br />
από την πρόσφατη, ακόμη αδημοσίευτη,<br />
έρευνα της 13ης Ε.Β.Α., ο αρχικός βυζαντινός<br />
πυρήνας, που χρονολογείται πιθανότατα στον<br />
11ο αι., μετασκευάστηκε πλήρως στην περίοδο<br />
της βενετοκρατίας, και πιθανότατα μετά<br />
το σεισμό του 1303. Κατά την επισκευή, τα<br />
στενά ξυλόστεγα πλευρικά κλίτη έλαβαν τεταρτοκυκλικές<br />
καμάρες. Αντίστοιχη μετατροπή<br />
γνώρισε η μεσοβυζαντινή βασιλική των Αγίων<br />
Δέκα (Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική<br />
εποχή, σ. 187-209).
298 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />
9<br />
10<br />
Εικ. 9.<br />
Τομή στον άξονα Β-Ν.<br />
Εικ. 10.<br />
Φωτογραφία του καθολικού<br />
πριν από τις αναστηλωτικές<br />
επεμβάσεις του 1947.<br />
14ο αι. στο Καστρί Μυλοποτάμου 19 , πιθανόν δε και στην αρχική<br />
φάση της Παναγίας στο Μέρωνα 20 , ενώ παραμένει σε χρήση στο<br />
λίγο μεταγενέστερο ναό των Αγίων Χαραλάμπους και Αποστόλων<br />
στην Παλιάμα Καινουργίου 21 . Η Ο. Γκράτζιου υποστήριξε πρόσφατα<br />
ότι στα μνημεία αυτά το δεύτερο κλίτος κατασκευάστηκε για να εξυπηρετήσει<br />
μία παράλληλη καθολική λατρεία 22 .<br />
19<br />
Μ. Ανδριανάκης, Χριστιανικά μνημεία επαρχίας Μυλοποτάμου, στο Ειρ.<br />
Γαβριλάκη-Γ. Τζιφόπουλος (επιμ.), Ο Μυλοπόταμος από την αρχαιότητα ως<br />
σήμερα. Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, Ρέθυμνο 2006, σ. 66, εικ. 23.<br />
Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 132-135, εικ. 142-<br />
144.<br />
20<br />
Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 136-137.<br />
21<br />
Ό.π., σ. 140, εικ. 150.<br />
22<br />
Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 132-141. Της ίδιας,
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />
ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />
299<br />
Η σημερινή διαμόρφωση της στέγης του Βαλσαμονέρου σε<br />
δύο επίπεδα είναι αποτέλεσμα επέμβασης της δεκαετίας του ’80. Η<br />
στέγη που εικονίζεται στις παλαιότερες φωτογραφίες είχε ένα ενιαίο<br />
νότιο ρίχτι, από τον κορφιάτη της αρχικής δίρριχτης στέγης του<br />
πρώτου καθολικού ως τη στέψη του νότιου τοίχου του πρόσθετου<br />
κλίτους (εικ. 10). Το ίχνος της παραμένει και σήμερα ευδιάκριτο<br />
στην τοιχοποιία (εικ. 4).<br />
Η διαμόρφωση φαίνεται να ανάγεται στην εποχή της προσθήκης<br />
του νότιου κλίτους, καθώς ήταν η πλέον ενδεδειγμένη για τη σωστή<br />
απομάκρυνση του νερού της βροχής από τη στέγη του τοιχογραφημένου<br />
μνημείου και την αποφυγή των μόνιμων προβλημάτων στεγανότητας<br />
που δημιουργούν τα κανάλια απορροής ανάμεσα στις<br />
δίρριχτες στέγες των διπλών ναών. Η κατασκευή ενός στενότερου<br />
και χαμηλότερου πρόσθετου κλίτους, στεγασμένου με τεταρτοκυκλική<br />
καμάρα, που μπορούσε να ενσωματωθεί στο ενιαίο ρίχτι της στέγης,<br />
ήταν λύση αρχιτεκτονικά ευφυής, και σίγουρα σχεδιάστηκε για ν’<br />
αντιμετωπίσει με τρόπο πρακτικό ένα κατασκευαστικό ζήτημα που<br />
ανέκυπτε στην περίπτωση αναγκαστικής επέκτασης των μνημείων 23 .<br />
Φαίνεται μάλιστα ότι το ενιαίο ρίχτι εφαρμόστηκε σε όλους τους διπλούς<br />
ναούς με τεταρτοκυκλική καμάρα 24 .<br />
Όσοι πιστοί προσέλθετε … Προσκυνήματα για αμφότερα τα δόγματα σε<br />
μοναστήρια κατά τη Βενετική περίοδο, στο Η. Κολοβός (επιμ.), Μοναστήρια,<br />
Οικονομία και Πολιτική, Ηράκλειο 2010, σ. 118-122 (στο εξής Γκράτζιου,<br />
Όσοι πιστοί).<br />
23<br />
Στο σύνολο των δύο και πλέον χιλιάδων εκκλησιών της Κρήτης, οι σωζόμενοι<br />
δίκλιτοι ασύμμετροι ναοί είναι πραγματικά ελάχιστοι. Κατά την<br />
Ο. Γκράτζιου, (Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 132-140) άλλοι<br />
κατασκευάστηκαν έτσι εξαρχής (Παναγία στο Καστρί Μυλοποτάμου, Μιχαήλ<br />
Αρχάγγελος στην Αξό, Άγιοι Χαράλαμπος και Απόστολοι στην Παλιάμα<br />
Μεσαράς) και άλλοι διαμορφώθηκαν με μετασκευή (Παναγία στο<br />
Μέρωνα) ή προσθήκη (καθολικό στο Βαλσαμόνερο), αλλά όλοι πρέπει<br />
να σχετίζονται με την τέλεση διπλής λατρείας. Πάντως για εκείνους που<br />
θεωρείται ότι κατασκευάστηκαν εξαρχής ως δίκλιτοι δεν υπάρχει επαρκής<br />
τεκμηρίωση (στην Παναγία στο Καστρί υπάρχει δυσαναλογία στις διαστάσεις<br />
και ασυμμετρία στη θέση των τόξων επικοινωνίας σε σχέση με τα<br />
ενισχυτικά σφενδόνια, ο Μιχαήλ Αρχάγγελος στην Αξό είναι ερειπωμένος,<br />
ενώ ο ναός στην Παλιάμα πιθανόν αντιγράφει το Βαλσαμόνερο).<br />
24<br />
Είναι σαφώς ορατό στην Παναγία στο Καστρί Μυλοποτάμου (Γκράτζιου,<br />
ό.π., σ. 132, εικ. 142) και διατηρείται με την παρεμβολή του κωδωνοστασίου<br />
στο ναό των Αγίων Χαραλάμπους και Αποστόλων στην Παλιάμα<br />
(Γκράτζιου, ό.π. εικ. 150).
300 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />
11<br />
Η χρονολογική διαφορά των δύο κλιτών<br />
αποτυπώνεται και στη μορφή των παραθύρων<br />
των αψίδων. Το λοξότμητο πλαίσιο<br />
του λίθινου αγιοθύριδου της νότιας<br />
κόγχης (εικ. 11) ορίζεται από ραβδώσεις<br />
με οξεία ράχη, που απολήγουν επάνω σε<br />
αντίνωτες σπείρες, και σχηματίζει ισοσκελές<br />
οξυκόρυφο τόξο (arco acuto equilatero) με<br />
επίπεδο εισέχον τύμπανο, χαρακτηριστικό<br />
που απαντά σε αρκετά μνημεία της εποχής 25 .<br />
Κατά το Μ. Μπορμπουδάκη, η σημερινή<br />
διαμόρφωση της νότιας θύρας (εικ.<br />
12) οφείλεται σε ανακατασκευή της αρχικής,<br />
καθώς έχει προκαλέσει την μερική καταστροφή<br />
της σειράς ασκητών αγίων στην<br />
εσωτερική όψη του νότιου τοίχου και την<br />
αντικατάσταση της παράστασης της Βρεφοκτονίας<br />
πάνω από το υπέρθυρο 26 . Παρόλ’<br />
αυτά, η κύρια είσοδος του κλίτους φαίνεται<br />
ότι παρέμεινε στη δυτική πλευρά, όπως<br />
μαρτυρεί η λίθινη θύρα που αποκαλύφθηκε<br />
μετά την πτώση μέρους της τοιχογραφικής<br />
παράστασης του Μανδηλίου που την είχε<br />
επικαλύψει κατά την τοιχογράφηση του<br />
εγκαρσίου κλίτους το 1431 (εικ. 13). Η<br />
μορφή της είναι απλή, με πλαίσια που φέρουν<br />
πλατύ βεργίο και τοξωτό υπέρθυρο,<br />
που στο τύμπανό του πρέπει να έφερε παράσταση<br />
του Προδρόμου. Η απλοποιημένη<br />
25<br />
Μπορμπουδάκης, Θυρώματα, σ. 69-70, εικ.<br />
15.<br />
26<br />
Ό.π., σ. 70, 75, εικ. 24. Η ύπαρξη προγενέστερης<br />
νότιας θύρας δεν πρέπει να θεωρείται<br />
βέβαιη όπως θα δούμε στη συνέχεια.<br />
Εικ. 11.<br />
Το αγιοθύριδο της νότιας αψίδας (κλίτος Προδρόμου).<br />
12<br />
Εικ. 12.<br />
Το θύρωμα στο νότιο τοίχο του νότιου κλίτους.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />
ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />
301<br />
μορφή του πλαισίου βρίσκει αναλογίες στο θύρωμα της δυτικής<br />
όψης του ναού του Αγίου Ιωάννη, παρεκκλησίου της Μονής Οδηγήτριας,<br />
του οποίου ο τοιχογραφικός διάκοσμος χρονολογείται στο<br />
τέλος της πρώτης δεκαετίας του 15ου αι. 27 . Έτσι, κατά την επέκταση<br />
του ναού στα 1400, υπήρχαν πλέον δύο θύρες εισόδου στη δυτική<br />
πλευρά, μία στο κλίτος της Παναγίας, που αφαιρέθηκε κατά τη διάνοιξη<br />
του τόξου επικοινωνίας με το εγκάρσιο κλίτος το 1423, και<br />
μία στο κλίτος του Προδρόμου, που επικαλύφθηκε με τοιχογράφηση<br />
το 1431.<br />
Κατά την προσθήκη του νοτίου κλίτους, το δυτικό άκρο του νοτίου<br />
τοίχου υποδέχτηκε το κωδωνοστάσιο, όπως μαρτυρεί η βάση<br />
του, κοσμημένη με οριζόντια ανάγλυφη ταινία που απολήγει σε<br />
σπείρες (εικ. 14) 28 . Η επιλογή της νότιας όψης αντί της δυτικής<br />
οφείλεται προφανώς στη θέση του μνημείου, καθώς το δυτικό πρα-<br />
Εικ. 13.<br />
Το θύρωμα<br />
της αρχικής δυτικής όψης<br />
του νότιου κλίτους.<br />
27<br />
Ό.π., σ. 73, 74, εικ. 23.<br />
28<br />
Ό.π., σ. 76, εικ. 26.
302 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />
Εικ. 14.<br />
Άποψη του καθολικού<br />
από τα νότια.<br />
νές, που αντιστηριζόταν με αναλημματικό τοίχο, απείχε λίγα μόνο<br />
μέτρα από τη δυτική όψη του ναού, δυσχεραίνοντας τη θέασή του<br />
από τη δυτική πλευρά. Αντίθετα, το νότιο πλάτωμα επέτρεπε την<br />
άνετη θέαση της νότιας όψης που με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκε<br />
σε κύρια όψη του μνημείου. Η έκκεντρη σημερινή θέση<br />
των ποδαρικών του κωδωνοστασίου σε σχέση με τη βάση του και<br />
η στήριξη του δυτικού ποδαρικού του πάνω στον υπερυψωμένο<br />
ανατολικό τοίχο του εγκαρσίου κλίτους υποδεικνύουν ότι είναι προϊόν<br />
ανακατασκευής, με ελαφρή μετατόπιση προς τα δυτικά. Η τεχνοτροπική<br />
ομοιότητα της τρίλοβης τοξωτής του διαμόρφωσης με<br />
το νότιο αγιοθύριδο και η πλήρωση του κενού ως τα καταέτια γείσα<br />
με λιθοδομή μαρτυρούν επίσης ότι το μεγαλύτερο μέρος του αρχικού<br />
κωδωνοστασίου πρέπει να ανασυναρμολογήθηκε στη νέα θέση.<br />
Το σημείο ένωσης των δύο φάσεων στην ανατολική όψη του<br />
μνημείου δεν είναι πλέον ορατό (εικ. 4). Η αφαίρεση των ενισχυ-
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />
ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />
303<br />
τικών γωνιόλιθων από τη νότια τοιχοποιία του βορείου κλίτους,<br />
κατά την επέκταση, και η αντικατάσταση των εξωτερικών επιχρισμάτων<br />
του μνημείου με βαθύ αρμολόγημα, κατά τις ανακαινιστικές<br />
εργασίες της δεκαετίας του ’80, εξαφάνισαν κάθε ίχνος της ραφής 29 .<br />
Η θέση της πρέπει να βρισκόταν σχεδόν σε επαφή με το βορειότερο<br />
εντοιχισμένο πινάκιο, από τα έξι που τοποθετήθηκαν σταυροειδώς<br />
βόρεια και πάνω από το τεταρτοσφαίριο της κόγχης του νοτίου κλίτους<br />
κατά την οικοδόμησή του.<br />
Η προσθήκη του νοτίου κλίτους οδήγησε σε μία σειρά τροποποιήσεων<br />
του εικονογραφικού προγράμματος του αρχικού καθολικού,<br />
υπό τη θεολογική καθοδήγηση του ηγουμένου Ιωνά Παλαμά, όπως<br />
πληροφορεί τον επισκέπτη η επιγραφή στο εγκάρσιο κλίτος. Οι παραστάσεις<br />
που επικάλυψαν τις κατεστραμμένες αρχικές 30 , εκφράζουν<br />
με τον καλύτερο τρόπο την επικράτηση της κλασικιστικής παράδοσης<br />
της κωνσταντινουπολίτικης ζωγραφικής 31 . Η αντιπαραβολή των τοιχογραφιών<br />
του αρχικού βόρειου κλίτους με τις παραστάσεις του νότιου<br />
και εγκάρσιου καταδεικνύει τη μεταβολή των τεχνοτροπικών τάσεων,<br />
από την περισσότερο επαρχιακή ζωγραφική που κυριαρχούσε<br />
στην Κρήτη στις τελευταίες δεκαετίες του 14ου αι., προς το νέο καλλιτεχνικό<br />
ρεύμα που εισήχθη από την Κωνσταντινούπολη γύρω στο<br />
1400 και συμπίπτει με την έναρξη καθόδου στην Κρήτη κωνσταντινουπολιτών<br />
λογίων και ζωγράφων. Το νέο αυτό καλλιτεχνικό ρεύμα<br />
σχετίζεται αναμφίβολα με την υποστήριξη χορηγών από τις ανώτερες<br />
κοινωνικές τάξεις του νησιού, όπως η οικογένεια των Καλλεργών,<br />
αλλά και λόγιων ηγουμένων, όπως ο Νείλος Δαμιλάς και στην περίπτωση<br />
του Βαλσαμονέρου ο Ιωνάς Παλαμάς 32 .<br />
Ιδιαίτερα αξιόλογη είναι η τοιχογράφηση του νοτίου κλίτους,<br />
από την άποψη τόσο του εικονογραφικού προγράμματος, όσο και<br />
29<br />
Αυτή ήταν ωστόσο εμφανής στη στέψη του ανατολικού τοίχου, σύμφωνα<br />
με παρατήρηση του Δ. Καλομοιράκη.<br />
30<br />
Σε αντίθεση με την παρατήρηση της Ο. Γκράτζιου, (Όσοι πιστοί, σ. 121)<br />
η τοιχογράφηση του Ακαθίστου Ύμνου στο νότιο ήμισυ της καμάρας και<br />
τον αντίστοιχο τοίχο του αρχικού καθολικού, είχε ολοκληρωθεί, καθώς<br />
αφενός αναγνωρίζεται το ίδιο καλλιτεχνικό χέρι και αφετέρου οι παραστάσεις<br />
έχουν κοπεί κατά τη διάνοιξη των τόξων. Ο διάκοσμος στον<br />
πεσσό και τις παραστάδες, καθώς και στα εσωρράχια των τόξων, με τις<br />
μορφές του Προδρόμου και των αγίων μοναχών, ανήκουν στη δεύτερη<br />
φάση τοιχογράφησης και σε ζωγράφο με υψηλή καλλιτεχνική δεξιότητα.<br />
31<br />
Μπορμπουδάκης, Η τέχνη κατά τη Βενετοκρατία, σ. 249-253.<br />
32<br />
Ό.π., σ. 246, 249.
304 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />
15<br />
16<br />
Εικ. 15.<br />
Η θύρα της αρχικής δυτικής όψης<br />
του εγκάρσιου κλίτους (Αγίου Φανουρίου).<br />
Εικ. 16.<br />
Το παράθυρο στο νότιο τοίχο<br />
του εγκάρσιου κλίτους.<br />
της εξέλιξης της τεχνοτροπίας, καθώς υλοποιήθηκε<br />
σταδιακά και από διαφορετικούς<br />
ζωγράφους κατά το διάστημα από το 1407<br />
ως το 1428, σύμφωνα με τις επιγραφές<br />
στο ανατολικό και δυτικό τόξο αντίστοιχα.<br />
Το εγκάρσιο κλίτος, αφιερωμένο στον<br />
άγιο Φανούριο, ανεγέρθηκε το 1423 και<br />
τοιχογραφήθηκε το 1431 (εικ. 14). Ο ανατολικός<br />
του τοίχος υψώθηκε ως τη στάθμη<br />
της στέψης των πλευρικών τοίχων του βορείου<br />
κλίτους, ενώ για τη στέγασή του επελέγη<br />
και πάλι η τεταρτοκυκλική καμάρα<br />
που φέρει δύο ενισχυτικά σφενδόνια και<br />
καλύπτεται με μονόρριχτη στέγη. Η προσθήκη<br />
προκάλεσε προφανώς τη μετατόπιση<br />
των ποδαρικών του κωδωνοστασίου,<br />
προκειμένου να εξαλειφθεί το δημιουργούμενο<br />
κενό 33 . Ο δυτικός τοίχος του βόρειου<br />
κλίτους καθαιρέθηκε ως ένα ύψος προκειμένου<br />
να διαμορφωθεί ευρύ τοξωτό<br />
άνοιγμα επικοινωνίας με το εγκάρσιο, που<br />
ενισχύθηκε με θολίτες (εικ. 3).<br />
Η είσοδος στο εγκάρσιο κλίτος, κύρια<br />
πλέον είσοδος στο μνημείο, γινόταν τώρα<br />
από τη βόρεια πλευρά του δυτικού τοίχου<br />
του, όπου τοποθετήθηκε περίτεχνο θύρωμα<br />
με τοξωτό υπέρθυρο και τύμπανο σε εσοχή<br />
με παράσταση της Θεοτόκου Οδηγήτριας<br />
(εικ. 15). Το πλαίσιο του θυρώματος διαμορφώνεται<br />
με βεργίο, που περιβάλλεται<br />
εξωτερικά από οδοντωτή ταινία και απολήγει<br />
σε χαμηλωμένο οξυκόρυφο τόξο (arco<br />
acuto compresso) 34 . Το οριζόντιο υπέρθυρο<br />
που στηρίζεται σε κιλίβαντες με κοιλόκυρτα<br />
33<br />
Ο Μπορμπουδάκης, (Θυρώματα, σ. 76) θεωρεί<br />
ότι το κωδωνοστάσιο είναι μεταγενέστερο<br />
από την κατασκευή του εγκαρσίου κλίτους.<br />
34<br />
Ό.π., σ. 76-78, εικ. 27.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />
ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />
305<br />
κυμάτια, φέρει κάτω κυρτό κυμάτιο και πάνω επίπεδη πλατιά ταινία<br />
που κοσμείται στο μέσον με ανάγλυφο εξάφυλλο ρόδακα εγγεγραμμένο<br />
σε κύκλο. Ο γραπτός διάκοσμος πάνω στο θύρωμα ανήκει<br />
στην περίοδο τοιχογράφησης του νάρθηκα. Η θύρα πλαισιωνόταν<br />
από πινάκια με γραπτό διάκοσμο, όμοια με τα εντοιχισμένα στο ναό<br />
του Μιχαήλ Αρχαγγέλου στα Βλαχιανά και του Αγίου Φανουρίου<br />
στην Κιθαρίδα 35 , από τα οποία, μετά την τοιχογράφηση του εξωνάρθηκα,<br />
παρέμεινε ορατό μόνο το δεξί. Η παράσταση στο τύμπανο<br />
της θύρας αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα ότι ακόμη και μετά την<br />
προσθήκη του κλίτους του Αγίου Φανουρίου το καθολικό εξακολουθούσε<br />
να τιμάται στην Παναγία Οδηγήτρια.<br />
Το παράθυρο της νότιας πλευράς του εγκαρσίου κλίτους έχει<br />
λαξευτή ποδιά κοσμημένη με γείσωμα από διαδοχικές ανάγλυφες<br />
ταινίες (εικ. 16). Τα πλαίσιά του αποτελούνται από δύο λαξευτούς<br />
δόμους που επιστέφονται από επίκρανο, κοσμημένο με κοιλόκυρτα<br />
κυμάτια και λεπτές λοξότμητες ταινίες 36 . Η μορφή τους παραπέμπει<br />
απευθείας στο νότιο παράθυρο του ναού του Αγίου Ιωάννη της<br />
Οδηγήτριας 37 . Ωστόσο η περίτεχνη τοξωτή απόληξη του παραθύρου<br />
οφείλεται πιθανότατα σε οψιμότερη μετασκευή, όχι μόνο επειδή<br />
διαφοροποιείται ως προς το ύφος και το υλικό κατασκευής, αλλά<br />
και γιατί η συναρμογή της προς το τετράγωνο εσωτερικό άνοιγμα<br />
είναι ανεπιτυχής 38 . Όπως θα δούμε στη συνέχεια, η επέμβαση στο<br />
τόξο πρέπει να θεωρηθεί σύγχρονη με την τελευταία οικοδομική<br />
φάση του μνημείου.<br />
Αντίθετα, στην περίοδο κατασκευής του εγκαρσίου κλίτους θα<br />
πρέπει πιθανότατα να αποδοθεί η τοποθέτηση της νότιας θύρας<br />
του κλίτους του Προδρόμου, η οποία είναι εντελώς δυσανάλογη με<br />
το ύψος της τοιχοποιίας (εικ. 12) 39 . Ο Μ. Μπορμπουδάκης υποστήριξε<br />
ότι η αρχική θύρα αντικαταστάθηκε για αισθητικούς λόγους,<br />
προκειμένου να υπάρξει ομοιομορφία στο καλλιτεχνικό ύφος προς<br />
το παράθυρο της νότιας πλευράς του εγκαρσίου κλίτους. Κάτι τέτοιο<br />
δε φαίνεται πιθανό, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, η τελική<br />
διαμόρφωση του παραθύρου πρέπει να ανάγεται σε οψιμότερη<br />
35<br />
Είναι ενδιαφέρον να διερευνηθεί περαιτέρω η χρονολογική και αρχιτεκτονική<br />
σχέση των δύο μνημείων στη βάση της κοινής αφιέρωσής τους<br />
σ’ ένα νεοφανή άγιο.<br />
36<br />
Ό.π., σ. 75-76, εικ. 25.<br />
37<br />
Ό.π., σ. 72, 74, εικ. 20.<br />
38<br />
Ο Μπορμπουδάκης (ό.π., σ. 75-76) το θεωρεί ενιαίο.<br />
39<br />
Ό.π., σ. 75, εικ. 24.
306 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />
εποχή. Από την άλλη πλευρά, το επιχείρημα της ομοιομορφίας<br />
προσκρούει στην αισθητική δυσαρμονία που δημιούργησε η αναντιστοιχία<br />
των διαστάσεων του θυρώματος, το οποίο αφενός ξεπερνούσε<br />
το ύψος του νοτίου τοίχου, εξαναγκάζοντας τους κατασκευαστές<br />
να καταφύγουν στην προσθήκη της αετωματικής επίστεψης,<br />
και αφετέρου προκάλεσε την αποκοπή και αντικατάσταση μέρους<br />
των τοιχογραφιών του νοτίου κλίτους.<br />
Η πιθανότερη ερμηνεία για τη δυσαναλογία του θυρώματος είναι<br />
ότι δεν κατασκευάστηκε για τη συγκεκριμένη θέση, αλλά μεταφέρθηκε<br />
εκεί από τον αρχικό δυτικό τοίχο του βορείου κλίτους,<br />
προκειμένου να διασωθεί, όταν αυτός καθαιρέθηκε κατά τις εργασίες<br />
κατασκευής του εγκαρσίου κλίτους το 1423. Το γεγονός ότι το θύρωμα<br />
κατασκευάστηκε ως κύρια είσοδος για τον σημαντικά ψηλότερο<br />
δυτικό τοίχο του αρχικού ναού εξηγεί επαρκώς την ασυμβατότητα<br />
των διαστάσεων ως προς τη νέα του θέση, ενώ η σπουδαιότητά<br />
του ερμηνεύει τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν για την επιτυχή<br />
ενσωμάτωσή του. Η απλότητα των βεργίων του, το ιδιαίτερα υψηλό<br />
ανάγλυφο της εξωτερικής οδοντωτής ταινίας και το περίτεχνο λεπτοδουλεμένο<br />
ανάγλυφο του ρόδακα, που διατηρεί ακόμη ζωντανή<br />
τη βυζαντινή παράδοση, δικαιολογούν μία χρονολόγηση πριν από<br />
το 1400. Αντίθετα, το καταέτιο γείσο επαναλαμβάνει τις ταινίες των<br />
καταέτιων του κωδωνοστασίου (εικ. 14) και την ποδιά του νοτίου<br />
παραθύρου του εγκαρσίου κλίτους (εικ. 16), τα οποία συσχετίσαμε<br />
με τη δεύτερη και τρίτη οικοδομική φάση αντίστοιχα, και ο ανάγλυφος<br />
ρόδακας στην κορυφή βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την<br />
παράδοση της Βενετοκρατίας.<br />
Ένα ακόμη παράθυρο διανοίχτηκε στο βόρειο τοίχο του εγκαρσίου<br />
κλίτους, πολύ κοντά στο σημείο ένωσής του με το βόρειο αρχικό.<br />
Έχει πλαίσιο με απλό ραβδίο και απολήγει σε χαμηλωμένο<br />
οξυκόρυφο τόξο. Η έκκεντρη τοποθέτησή του δεν παραπέμπει αναγκαστικά<br />
σε οψιμότερη κατασκευή -άλλωστε το πλαίσιό του σχετίζεται<br />
στενά με τη μορφή των θυρωμάτων της δεύτερης και τρίτης κατασκευαστικής<br />
φάσης-, άλλα ερμηνεύεται πιθανότατα από ανάγκες<br />
που σχετίζονται με τη διάταξη του τοιχογραφικού διακόσμου.<br />
Η τοιχογράφηση του εγκαρσίου κλίτους εκτελέστηκε από τον<br />
Κωνσταντίνο Ειρίκο (Ειρηνικό) στα 1431 με πρωτοβουλία και πάλι<br />
του Ιωνά Παλαμά. Η προσθήκη του κλίτους προκάλεσε τη μερική<br />
καταστροφή της ζωγραφικής επιφάνειας στο δυτικό τοίχο του βορείου<br />
κλίτους.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />
ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />
307<br />
Το συναξάριο του αγίου Φανουρίου<br />
κατέλαβε το βόρειο και ανατολικό τοίχο του<br />
νέου κλίτους, ενώ στην τεταρτοκυκλική καμάρα<br />
τοποθετήθηκαν οι σπάνιες παραστάσεις<br />
της Θεοτόκου ως Επτάφωτης Λυχνίας<br />
και του Ιησού διδάσκοντος στο Ναό καθώς<br />
και η παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας<br />
στα βόρεια. Στο νότιο τμήμα του εγκαρσίου<br />
κλίτους διατάσσονται ευαγγελικές σκηνές<br />
από τα Θαύματα. Στον ανατολικό τοίχο του<br />
βήματος που διαμορφώθηκε στη νότια<br />
πλευρά, ανοίγεται κόγχη με την παράσταση<br />
του Παντοκράτορα στο τεταρτοσφαίριο ανάμεσα<br />
στη Θεία Λειτουργία κάτω και την παράσταση<br />
του Χριστού εν δόξη στο άνω<br />
τμήμα του ανατολικού τοίχου.<br />
Η μορφή του συναξαρίου του αγίου<br />
Φανουρίου που αναπτύσσεται στο Βαλσαμόνερο<br />
δεν θα επαναληφθεί σε κανέναν<br />
από τους πενήντα περίπου ναούς της ίδιας<br />
εποχής στο νησί. Ο τύπος του νεαρού στρατιωτικού<br />
αγίου που καθιέρωσε στις εικόνες<br />
του ο Άγγελος Ακοτάντος συναντάται στον<br />
πεσσό του εγκαρσίου κλίτους, ενώ δεν αποκλείεται<br />
να φιλοτεχνήθηκε από τον ίδιο<br />
(εικ. 17) 40 . Στον ίδιο τύπο επαναλαμβάνεται<br />
η απεικόνιση του αγίου στη μία από τις<br />
εικόνες που φιλοτέχνησε ο ζωγράφος για<br />
το τέμπλο του καθολικού, ενώ στην άλλη<br />
που είναι αμφιπρόσωπη, πάνω από την<br />
ιδιότυπη παράσταση του αγίου στον οποίο<br />
προσφέρει αναμμένο κερί ο Χριστός, υπάρ-<br />
40<br />
Η στάση, η διάταξη των ενδυμάτων, ακόμη και<br />
ο κόμβος και η ανάπτωση του ιματίου πάνω<br />
από το αριστερό χέρι και πίσω από το δεξιό<br />
ώμο ως κάτω, η κλίση του ξίφους, είναι πανομοιότυπα<br />
στην εικόνα του αγίου Θεοδώρου του<br />
Τήρωνος από το Β.Χ.Μ. (Βασιλάκη, Χειρ Αγγέλου,<br />
σ. 168-169, αρ. 33).<br />
Εικ. 17.<br />
Παράσταση του αγίου Φανουρίου ολόσωμου<br />
στον πεσσό του εγκαρσίου κλίτους.
308 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />
Εικ. 18.<br />
Άποψη του νάρθηκα από τα ΝΑ.<br />
χουν μικρογραφικές παραστάσεις του συναξαρίου<br />
του. Από τις υπόλοιπες εικόνες<br />
που ο Άγγελος ζωγράφισε για το τέμπλο<br />
του Βαλσαμονέρου, μία δεσποτική εικόνα<br />
της Παναγίας Οδηγήτριας κλάπηκε από το<br />
ναό μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’70,<br />
ενώ στη μονή Βροντησίου φυλάσσεται εικόνα<br />
του Χριστού ως Αμπέλου.<br />
Η επόμενη και τελευταία χρονολογικά<br />
επέκταση του μνημείου προς τα δυτικά πραγματοποιήθηκε<br />
με την κατασκευή του νάρθηκα<br />
ο οποίος κάλυψε ουσιαστικά το κενό<br />
ανάμεσα στον αναλημματικό τοίχο του πρανούς<br />
και το δυτικό τοίχο του εγκαρσίου κλίτους<br />
(εικ. 18). Όπως διαπιστώθηκε κατά τις<br />
εργασίες της δεκαετίας του ’80, ο αναλημματικός<br />
τοίχος ενσωματώθηκε αυτούσιος<br />
στη δυτική τοιχοποιία του νάρθηκα και για<br />
το λόγο αυτό η εξωτερική στάθμη του εδάφους<br />
δυτικά του νάρθηκα παρέμεινε ψηλά,<br />
φτάνοντας λίγο κάτω από την ποδιά των<br />
δύο δυτικών παραθύρων 41 . Τα τελευταία είναι<br />
απλής ορθογώνιας μορφής και φαίνεται<br />
να έχουν διανοιχθεί οψιμότερα από την αρχική<br />
τοιχογράφηση του νάρθηκα, η οποία<br />
πάντως έχει επιδιορθωθεί στα αντίστοιχα<br />
σημεία. Η τοιχογράφηση τοποθετείται με<br />
στυλιστικά κριτήρια στην τέταρτη ή πέμπτη<br />
δεκαετία του 15ου αι. 42 και επομένως η επέκταση<br />
του ναού πρέπει να αναχθεί στην ίδια<br />
περίοδο. Στη βόρεια πλευρά του νάρθηκα<br />
ανοίγεται μία απλή τοξωτή θύρα, που οδηγεί<br />
στο βόρειο παρανάρθηκα.<br />
41<br />
Την παρατήρηση οφείλω στον Δ. Καλομοιράκη.<br />
42<br />
Μπορμπουδάκης, Θυρώματα, σ. 78 και Ν.<br />
Πύρρου, Θεραπευτής και πεταλωτής: Νέα στοιχεία<br />
για τον Ρωμανό τον Σκλεποδιώκτη από<br />
τη μνημειακή ζωγραφική της Κρήτης, ΔΧΑΕ<br />
34 (2013), σ. 173 (β΄ τέταρτο 15ου αι.).
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />
ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />
309<br />
Ενδιαφέρον στοιχείο είναι το τοξωτό άνοιγμα επικοινωνίας του<br />
νάρθηκα με το κλίτος του Αγίου Φανουρίου (εικ. 19). Μέχρι πρόσφατα<br />
η χρησιμότητά του είχε παραμείνει ασχολίαστη, παρά το<br />
γεγονός ότι για τη διάνοιξή του αποκόπηκαν οι παραστάσεις του<br />
δυτικού τοίχου. Πρόσφατα η Ο. Γκράτζιου υποστήριξε ότι το ασυνήθιστο<br />
αυτό στοιχείο διευκόλυνε την παρακολούθηση της λειτουργίας<br />
από τον εξωνάρθηκα, ώστε να αποφεύγεται ο συνωστισμός<br />
στο παρεκκλήσι του Αγίου Φανουρίου 43 . Ωστόσο οι διαστάσεις και<br />
το σχήμα του, που παραπέμπουν απευθείας σε αρκοσόλιο, σε συνδυασμό<br />
με το απόσπασμα από τα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής,<br />
που περιτρέχει τη δυτική του όψη πάνω σε κόκκινη ταινία (Τὸν<br />
Ληστὴν αὐθημερόν, τοῦ Παραδείσου ἠξίωσας Κύριε, κἀμὲ τῷ ξύλῳ τοῦ<br />
Σταυροῦ, φώτισον καὶ σῶσόν με) και τις απεικονίσεις σκηνών του<br />
Παραδείσου στο εσωρράχιο, δεν αφήνουν αμφιβολίες για την ταφική<br />
του χρήση 44 .<br />
Εικ. 19.<br />
Άποψη του νάρθηκα<br />
και του αρκοσολίου<br />
από τα ΝΔ.<br />
43<br />
Γκράτζιου, Όσοι πιστοί, σ. 130.<br />
44<br />
Για τη χρήση υμνογραφικών κειμένων σε σχέση με τον θάνατο και τη
310 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />
Εικ. 20.<br />
Άγιος Ονούφριος<br />
και Ιωάννης Δαμασκηνός (;)<br />
στο δυτικό τοίχο του νάρθηκα.<br />
Η εντύπωση αυτή ενισχύεται περαιτέρω από άλλα στοιχεία. Στο<br />
βόρειο ήμισυ της χαμηλής ζώνης του δυτικού τοίχου εικονίζονται<br />
παρατακτικά ολόσωμες ιερές μορφές. Η πρώτη από αριστερά απεικονίζει<br />
μακρυγένη άγιο με μηλωτή που πρέπει πιθανότατα να ταυτιστεί<br />
με τον ασκητή άγιο Ονούφριο (εικ. 20). Δεξιά του εικονίζεται<br />
άγιος μοναχός (εικ. 20, δεξιά) που φέρει ειλητό με τη φράση «Οὐ<br />
γάρ ἐστιν | ἐν τῷ Ἅδῃ με|τάνοια· οὐκ ἐ|στιν θανάτου | συγχώρησις·<br />
| οὐκ έστιν ἐν τῷ μνήματι | κομίσασθαι | ἄνεσιν. [Πανήγυρις γάρ |<br />
ἐστιν ὁ ἡμέτε|ρος βίος ...]». Το χωρίο αυτούσιο συναντάται ως θεοσύνδεσή<br />
τους με ταφικά τμήματα μνημείων βλ. επίσης N. Patterson-<br />
Ševčenko, The Five Hymnographers at Nerezi, στο P. Schreiner and O.<br />
Strakhov (επιμ.) Chrysai Pylai. Essays presented to I. Sevcenko, = Palaeoslavica<br />
10, 2 (2002), ιδ. σ. 66-67, σημ. 39, 42.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />
ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />
311<br />
λογική άποψη στα spuria του Ιωάννη του Χρυσοστόμου 45 και επαναλαμβάνεται<br />
ως ιδέα σε αρκετά πατερικά έργα αλλά και στη Νεκρώσιμη<br />
Ακολουθία εις ιερείς (ενδέκατο τροπάριο μετὰ τὴν στ΄ὠδὴ<br />
του κανόνα), σύμφωνα με την οποία οι αμαρτίες των ανθρώπων δεν<br />
μπορούν να συγχωρεθούν μετά θάνατον. Δεξιά της μορφής του μοναχού<br />
εικονίζονται πιθανότατα οι τρεις Ιεράρχες (εικ. 21). Ο αριστερός<br />
εκ των τριών φέρει ειλητό με τη φράση «Εἶπεν ὁ Κύριος, ἐὰν<br />
δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις [τὰ παραπτώματα αὐτῶν] οὐδὲ ὁ πατὴρ<br />
ὑμῶν (ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν)» (Κατά Ματθαίον, 6.14-15).<br />
Το απόσπασμα του Ευαγγελίου δεν είναι τυχαίο. Συνδέεται άμεσα<br />
με το νόημα του προηγούμενου εδαφίου στο ειλητό του μοναχού. Η<br />
τέταρτη Κυριακή του Τριωδίου (Τυρινής) κατά την οποία διαβάζεται<br />
το σχετικό απόσπασμα, είναι αφιερωμένη στην εκδίωξη των πρωτοπλάστων<br />
από τον Παράδεισο και στην εκ των υστέρων μεταμέλεια<br />
για την οποία ωστόσο δεν συγχωρέθηκαν. Ο μεσαίος ιεράρχης του<br />
οποίου διασώζεται το σώμα, αλλά όχι η κεφαλή, φέρει ειλητό με το<br />
Εικ. 21.<br />
Οι Τρεις Ιεράρχες<br />
στο δυτικό τοίχο<br />
του νάρθηκα.<br />
45<br />
PG 55, 548.48-50.
312 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />
Εικ. 22.<br />
Ο ασπασμός Πέτρου και Παύλου<br />
στο δυτικό τοίχο του νάρθηκα.<br />
απόσπασμα από την επί του Όρους ομιλία<br />
«Εἶπεν ὁ Κύριος: Καθὼς θέλετε ἴνα ποιῶσιν<br />
ὑμῖν οἱ ἂνθρ(ωποι) οὕτω καὶ (αὐτοῖς) ὑμεῖς<br />
ὁμοίως ποι(εῖτε) (Κατά Λουκά, 6.31, Κατά<br />
Ματθαίον 7.12).<br />
Είναι σαφές ότι τα κείμενα των ειλητών<br />
που συνοδεύουν τις μορφές έχουν σωτηριολογικό<br />
περιεχόμενο και επιλέχθηκαν<br />
προσεκτικά από άνθρωπο με βαθιά θεολογική<br />
γνώση. Η επιλογή του αγίου ασκητή<br />
και του αγίου μοναχού δεν φαίνεται επίσης<br />
τυχαία. Ο εξωνάρθηκας της Μονής του Βαλσαμονέρου<br />
φαίνεται να διαμορφώθηκε ως<br />
ταφικό παρεκκλήσι για να φιλοξενήσει το<br />
λείψανο ενός βαθιά μορφωμένου μοναχού,<br />
πιθανότατα του ηγουμένου της Ιωνά Παλαμά.<br />
Για την ταφή του επιλέχθηκε μία θέση<br />
από την οποία μπορούσε να ατενίζει μετά<br />
θάνατον ολόκληρο το καθολικό που ουσιαστικά<br />
ο ίδιος διαμόρφωσε. Παρατηρώντας<br />
μάλιστα προσεκτικότερα το διάκοσμο του<br />
εξωνάρθηκα, καταλήγει κανείς σε μία σειρά<br />
από άλλες ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις:<br />
Εκ πρώτης όψεως το εικονογραφικό<br />
πρόγραμμα του εξωνάρθηκα δεν παρουσιάζει<br />
ενότητα. Αποτελείται από παραστάσεις<br />
διαφορετικής θεματολογίας, που φαίνονται<br />
ασύνδετες μεταξύ τους, θυμίζοντας<br />
σε αρκετές περιπτώσεις φορητές εικόνες.<br />
Δυστυχώς βρίσκονται σε πολύ κακή κατάσταση<br />
διατήρησης. Ξεχωρίζει ο Ασπασμός<br />
Πέτρου και Παύλου σε ολόσωμη απεικόνιση<br />
(εικ. 22). Η εντυπωσιακή εικονογραφική<br />
ομοιότητα της παράστασης με την<br />
ομώνυμη φορητή εικόνα του Αγγέλου από<br />
τη Μονή Οδηγήτριας 46 , αφήνει ανοικτό το<br />
ενδεχόμενο ο διάσημος ζωγράφος να ανα-<br />
46<br />
Βασιλάκη, Χειρ Αγγέλου, σ. 152-153, αρ. 25.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />
ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />
313<br />
μίχθηκε στην τοιχογράφηση. Έχει ήδη παρατηρηθεί<br />
ότι ο Άγγελος Ακοτάντος έχει<br />
πιθανότατα φιλοτεχνήσει ορισμένες από τις<br />
τοιχογραφίες στη Μονή του Αγίου Ιωάννη<br />
του Θεολόγου στην Πάτμο 47 . Είναι χαρακτηριστική<br />
η ομοιότητα του μακρυγένη αγίου<br />
Ονουφρίου του εξωνάρθηκα (εικ. 20) με<br />
την τοιχογραφική παράσταση του Αγίου Δανιήλ<br />
του Στυλίτη στην Πάτμο 48 . Εκτός από<br />
το πλάσιμο του προσώπου και της γενειάδας,<br />
ομοιότητες διαπιστώνονται στη σχεδίαση<br />
των βράχων, στη μικρογραφική απόδοση<br />
των δέντρων και στο χρυσωμένο<br />
φωτοστέφανο με το λεπτό λευκό περίγραμμα.<br />
Ο τρόπος που κομβώνεται το ιμάτιο<br />
χαμηλά στα πόδια στην παράσταση του μοναχού<br />
αγίου δεξιά του αγίου Ονουφρίου<br />
απαντά στην παράσταση των Δέκα Παρθένων<br />
στη Μονή της Πάτμου που αποδίδεται<br />
στον Άγγελο 49 καθώς και στην εικόνα των<br />
Εισοδίων της Θεοτόκου στο Βυζαντινό και<br />
Χριστιανικό Μουσείο 50 . Η διάταξη της πτυχολογίας<br />
και η απόχρωση του εξωτερικού<br />
πορφυρού ιματίου που δυστυχώς διατηρείται<br />
σε άσχημη κατάσταση, εμφανίζει αναλογίες<br />
με την εικόνα του αγίου Χριστοδούλου<br />
της Πάτμου, που αποδίδεται στο ζωγράφο 51 ,<br />
ενώ τα γράμματα και η απόδοση του ειλητού<br />
είναι σχεδόν πανομοιότυπα, τόσο με την εικόνα<br />
του αγίου Χριστοδούλου, όσο και με<br />
την εικόνα του Προδρόμου που βρίσκεται<br />
στο Βέλγιο 52 . Το χρώμα του φελονίου του<br />
επισκόπου δεξιά του αγίου μοναχού (εικ.<br />
47<br />
Ό.π., σ. 119-123.<br />
48<br />
Ό.π., σ. 120, εικ. 24.<br />
49<br />
Ό.π., σ. 121, εικ. 25.<br />
50<br />
Ό.π., σ. 166-167, αρ. 32.<br />
51<br />
Ό.π., σ. 129, εικ. 23.<br />
52<br />
Ό.π., σ. 178-179, αρ. 38.<br />
Εικ. 23.<br />
Αρχάγγελος στον ανατολικό τοίχο του νάρθηκα,<br />
αριστερά της θύρας.
314 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />
Εικ. 24.<br />
Λεπτομέρεια<br />
από την παράσταση<br />
της Σταύρωσης<br />
στο βόρειο τοίχο<br />
του νάρθηκα.<br />
21, αριστερά) και ο τρόπος που σχεδιάζεται και αποδίδεται τονικά<br />
η γεωμετρική πτυχολογία του θυμίζουν την εικόνα του αγίου Νικολάου<br />
σε ιδιωτική συλλογή της Κέρκυρας 53 . Οι αναλογίες, η στάση,<br />
ο τύπος της ενδυμασίας των στρατιωτικών αγίων στις φορητές εικόνες<br />
του Αγγέλου, όπως η μορφή του αγίου Φανουρίου από τις εικόνες<br />
της Πάτμου 54 και της Φολεγάνδρου 55 , αναγνωρίζεται στις πολυάριθμες<br />
παραστάσεις στρατιωτικών αγίων και των αρχαγγέλων<br />
στο νάρθηκα του Βαλσαμονέρου, όπως στην παράσταση του Αρχαγγέλου<br />
αριστερά της εισόδου προς το εγκάρσιο κλίτος (εικ. 23).<br />
Αλλά εκείνο που κυρίως μαρτυρεί ότι ο νάρθηκας του Βαλσαμονέρου<br />
τοιχογραφήθηκε από έναν έξοχο ζωγράφο είναι η τεράστια παράσταση<br />
της Σταύρωσης στο δυτικό τοίχο (εικ. 24). Οι εκφράσεις των<br />
μορφών, οι δραματοποιημένες τους κινήσεις, η χρήση της προ-<br />
53<br />
Ό.π., σ. 198-199, αρ. 48.<br />
54<br />
Ό.π., σ. 136-137, αρ. 17.<br />
55<br />
Ό.π., σ. 141-142, αρ. 19.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />
ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />
315<br />
οπτικής συνίζησης με απεικόνιση μορφών από την πλάτη, όπως ο<br />
ληστής στο σταυρό, η λεπτομερειακή σχεδίαση των ενδυμάτων,<br />
όπως οι μεταλλικές πανοπλίες της έφιππης στρατιωτικής ομάδας<br />
αριστερά και τα δυτικότροπα καπέλα των μορφών δεξιά, τα κόκκινα<br />
σταυρωτά χάμουρα των αλόγων, τα κεφάλια των οποίων αποδίδονται<br />
με μεγάλη ρεαλιστικότητα, είναι χαρακτηριστικά που προδίδουν<br />
την υψηλή κλάση του ζωγράφου που έχει εντρυφήσει στα διδάγματα<br />
της αναγεννησιακής ζωγραφικής και μπορούν να<br />
συγκριθούν με τις πολυπρόσωπες παραστάσεις από τη Μονή της<br />
Πάτμου, όπως η Γέννηση και η Βρεφοκτονία που αποδίδονται στον<br />
Άγγελο 56 . Η φημισμένη εικόνα της Σταύρωσης που φιλοτέχνησε<br />
μερικές δεκαετίες αργότερα ο ζωγράφος Ανδρέας Παβίας, αν και<br />
φανερά επηρεασμένη από πρότυπα της υστερογοτθικής ζωγραφικής,<br />
εμφανίζει εκπληκτικές αναλογίες ως προς τη σύνθεση και τη στάση<br />
των επιμέρους μορφών, με την τοιχογραφία του Βαλσαμονέρου 57 .<br />
Αν οι παραπάνω πρώτες ενδείξεις αποδειχθούν ορθές μετά<br />
από ενδελεχή μελέτη, τότε ο εξωνάρθηκας της Μονής Βαλσαμονέρου<br />
αποτελεί ίσως μία απόπειρα του Αγγέλου να ασχοληθεί με την<br />
τοιχογραφία, σε μία προσπάθεια να κοσμήσει το ταφικό παρεκκλήσι<br />
που θα υποδεχόταν το λείψανο του στενού του φίλου ηγουμένου<br />
Παλαμά, με τον τρόπο που εκείνος θα επιθυμούσε. Στην περίπτωση<br />
αυτή ο εξωνάρθηκας τοιχογραφήθηκε στην περίοδο μετά την τοιχογράφηση<br />
του κλίτους του Αγίου Φανουρίου και πριν από το θάνατο<br />
του ζωγράφου το 1450. Η ομοιότητα ανάμεσα στη ζωγραφική<br />
αυτή και τις τοιχογραφίες της Πάτμου αποτελεί ένδειξη ότι μετά το<br />
Βαλσαμόνερο ο Άγγελος επιχείρησε εκεί κάτι ανάλογο. Στην περίπτωση<br />
αυτή η τοιχογράφηση του Βαλσαμονέρου πρέπει να έλαβε<br />
χώρα μέσα στην τέταρτη δεκαετία του 15ου αι.<br />
Η κατάληψη του εναπομείναντος ελεύθερου χώρου της δυτικής<br />
πλευράς από τον εξωνάρθηκα οδήγησε αναπόφευκτα στη διαμόρφωση<br />
της κυρίας εισόδου του καθολικού στο δυτικό άκρο της νότιας<br />
πλευράς. Φαίνεται μάλιστα ότι η τελευταία φάση της κατασκευής<br />
συνοδεύτηκε από μία γενική αναδιοργάνωση των ανοιγμάτων του<br />
μνημείου. Το πλαίσιο του νέου θυρώματος διαμορφώθηκε ιδιαίτερα<br />
περίτεχνο, με διπλό ανισοπαχές σχοινί, που στο τμήμα των παρα-<br />
56<br />
Ό.π., σ. 122-123, εικ. 26-27.<br />
57<br />
Την ύπαρξη ενός κοινού εικονογραφικού προτύπου μαρτυρεί η φορητή εικόνα<br />
των αρχών του 15ου αι. από τη Στοκχόλμη (ό. π., σ. 90-91, αρ. 11).
316 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />
Εικ. 25.<br />
Θύρα εισόδου στο νάρθηκα.<br />
στάδων έχει μορφή διπλών ημικιονίσκων<br />
με τεκτονικές επιστέψεις (εικ. 25) 58 . Τόσο<br />
τα σχοινιά, όσο και η εξωτερική ταινία με<br />
το ανάγλυφο γεισιπόδισμα που περικλείεται<br />
από λεπτά πλαίσια πρισματικής διατομής,<br />
περιτρέχουν το θύρωμα ως την ελαφρά<br />
οξυκόρυφη τοξωτή του απόληξη. Το ανώφλιο<br />
αντίθετα διαμορφώνεται ως επίπεδη<br />
πλάκα με λοξότμητα άκρα, πάνω στην<br />
οποία λαξεύεται περίτεχνο οικόσημο: μέσα<br />
σε κύκλο από στρεπτό σχοινί μία μηνοειδής<br />
ασπίδα, ο διάκοσμος της οποίας δεν είναι<br />
ευδιάκριτος, περιβάλλεται από δύο κλάδους<br />
δάφνης. Στη βάση της αψίδας μετά βίας<br />
διακρίνεται ανάγλυφο κρινάνθεμο, που περιβάλλεται<br />
από τα εγχάρακτα αρχικά Μ και<br />
Ν. Το κεντρικό μετάλλιο περιβάλλεται από<br />
κλάδους με πλατιά φύλλα, που φύονται από<br />
αυτό και απλώνονται γεμίζοντας έναν ορθογώνιο<br />
χώρο. Το τύμπανο του τόξου του<br />
υπερθύρου δεν σώζει την αρχική παράσταση.<br />
Το πιθανότερο είναι ότι, όπως το<br />
αντίστοιχο τύμπανο της αμέσως προγενέστερης<br />
κύριας εισόδου στο δυτικό τοίχο<br />
του εγκαρσίου κλίτους, θα εικόνιζε τη Θεοτόκο<br />
στον τύπο της Οδηγήτριας, στην οποία<br />
ήταν αφιερωμένο εξαρχής το καθολικό 59 .<br />
Πάνω από το θύρωμα ανοίγεται κυκλικός<br />
οφθαλμός φωτισμού (εικ. 26) 60 . Το<br />
περίτεχνο λίθινο πλαίσιό του αποδίδεται<br />
με επάλληλες ταινίες σε βαθμιδωτή υπο-<br />
58<br />
Μπορμπουδάκης, Θυρώματα, σ. 78-79, εικ.<br />
28-29.<br />
59<br />
Δεν θα μπορούσε να εικονίζει έναν άγιο στον<br />
οποίο θα ήταν αφιερωμένος ο νάρθηκας, όπως<br />
υποστήριξε ο Μ. Μπορμπουδάκης, ό. π., σ.<br />
79, καθώς ο νάρθηκας αποτελεί λειτουργικό<br />
και όχι λατρευτικό χώρο. Επιπλέον, όπως σχολιάστηκε,<br />
αποτελούσε ταφικό παρεκκλήσιο.<br />
60<br />
Ό.π., σ. 79, εικ. 29.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />
ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />
317<br />
χώρηση: η εξωτερική αποδίδεται οδοντωτή, η δεύτερη με dente di<br />
cane, ακολουθεί ταινία με ιχθυάκανθα και παχύ στρεπτό σχοινί.<br />
Στην εσωτερική ράχη του οφθαλμού διαμορφώνεται στεφάνη με<br />
διάτρητο κόσμημα (traforo) από συνεχόμενα τρίγωνα με κυκλικές<br />
απολήξεις. Είναι όμοια με τη διακόσμηση της εσωτερικής ράχης<br />
της τοξωτής απόληξης του νοτίου παραθύρου του εγκαρσίου κλίτους<br />
(εικ. 16), γεγονός που επιβεβαιώνει την αντικατάσταση του τελευταίου<br />
κατά την τελευταία οικοδομική περίοδο του μνημείου. Γύρω<br />
από το φωτιστικό οφθαλμό έχουν ενσωματωθεί στην τοιχοποιία<br />
τρεις ομάδες πινακίων σε σταυρόσχημη διάταξη, καθώς και ένα λίθινο<br />
μέλος με κυκλικές ταινιωτές γλυφές σε βαθμιδωτή υποχώρηση.<br />
Πινάκια έχουν επίσης εντοιχιστεί κάτω από την αετωματική απόληξη<br />
της δίρριχτης στέγης στη διάρκεια μιας αρκετά οψιμότερης υπερύψωσης<br />
της στάθμης των στεγών 61 .<br />
Δύο ακόμη στρογγυλοί φεγγίτες διανοίχτηκαν στις αετωματικές<br />
απολήξεις της στέγης του βορείου κλίτους, προκαλώντας καταστροφές<br />
στον τοιχογραφικό διάκοσμο του εσωτερικού. Εκείνος της ανατολικής<br />
Εικ. 26.<br />
Οφθαλμός πάνω<br />
από τη θύρα εισόδου<br />
στο νάρθηκα.<br />
61<br />
Με τη μελέτη των εφυαλωμένων πινακίων του Βαλσαμονέρου ασχολείται<br />
η δρ. Αν. Γιαγκάκη.
318 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />
Εικ. 27.<br />
Οφθαλμός<br />
στην αετωματική απόληξη<br />
του βορείου κλίτους.<br />
πλευράς, που είναι πλουσιότερα κοσμημένος (εικ. 27) 62 , επαναλαμβάνει<br />
τα ίδια βασικά διακοσμητικά μοτίβα (οδοντωτή ταινία, dente<br />
di cane και απλή επίπεδη ταινία) με τον οφθαλμό του νάρθηκα.<br />
Η καταστροφή παραστάσεων με εξέχουσα θεολογική σημασία,<br />
όπως της «Φιλοξενίας του Αβραάμ» στην αετωματική απόληξη του<br />
ανατολικού τοίχου και της «Ἄνωθεν οἱ προφῆται» στο δυτικό, προ -<br />
κειμένου να διαμορφωθούν πολυτελώς διακοσμημένα φωτιστικά<br />
ανοίγματα, αντανακλά μία συγκεκριμένη αντίληψη κοσμικής πολυτέλειας<br />
σε βάρος των θρησκευτικών συμβολισμών. Η στάση αυτή<br />
έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το θεολογικό υπόβαθρο πίσω από το<br />
εικονογραφικό πρόγραμμα που εμπνεύστηκε ο ηγούμενος Ιωνάς<br />
Παλαμάς και γενικότερα τις βυζαντινές αντιλήψεις περί των χώρων<br />
λατρείας 63 . Ακριβώς μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να εκτιμηθεί η<br />
παρουσία των –δυστυχώς δυσδιάκριτων– γραπτών οικοσήμων στη<br />
δυτική θύρα του εγκαρσίου κλίτους, πάνω σε γραπτό ασπρόμαυρο<br />
αβακωτό βάθος (εικ. 28) 64 και του ανάγλυφου -επίσης διαβρωμέ-<br />
62<br />
Ό.π., σ. 80, εικ. 30. Είναι πάντως πιθανό ότι το πλαίσιο του δυτικού<br />
οφθαλμού αντικαταστάθηκε σε οψιμότερη φάση.<br />
63<br />
Η αύξηση του φωτισμού ασφαλώς διαφοροποίησε σημαντικά και τη μυστικιστική<br />
ατμόσφαιρα που μέχρι τότε επικρατούσε στο μισοσκότεινο<br />
εσωτερικό του μνημείου.<br />
64<br />
Πρόκειται για δύο ασπίδες που διαιρούνται οριζόντια σε δύο τμήματα,
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />
ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />
319<br />
νου- οικόσημου, στη νότια θύρα του εξωνάρθηκα (εικ. 29), που<br />
δηλώνουν απερίφραστα την ιδιωτική παρέμβαση στη μονή. Θα<br />
έλεγε κανείς, ότι η τοποθέτηση του οικοσήμου στην τελευταία πλέον<br />
κύρια είσοδο του καθολικού έγινε με σκοπό την κατοχύρωση της<br />
ιδιοκτησίας και όχι απλά τη δήλωση χορηγίας και πιθανόν σχετίζεται<br />
με μία αλλαγή στο καθεστώς ή τον τρόπο λειτουργίας της μονής η<br />
οποία μετά την εισαγωγή της λατρείας του αγίου Φανουρίου είχε<br />
αρχίσει ν’ αποκτά ιδιαίτερη φήμη 65 .<br />
Μέχρι πρόσφατα τα οικόσημα του νάρθηκα παρέμεναν αταύτιστα<br />
και το ιδιοκτησιακό καθεστώς της μονής ουσιαστικά ασχολίαστο.<br />
Στο δεύτερο μισό του 16ου αι. η Μονή φέρεται ν’ ανήκει στην<br />
οικογένεια Querini 66 . Τα πολύ φθαρμένα οικόσημα στο υπέρθυρο<br />
Εικ. 28.<br />
Γραπτά οικόσημα<br />
στο ανώφλιο<br />
της θύρας εισόδου<br />
από το νάρθηκα<br />
στο εγκάρσιο κλίτος.<br />
γκρίζο επάνω και κόκκινο κάτω. Το αριστερό φέρει τρία άστρα στο άνω<br />
ήμισυ. Το δεξιό έχει κάποιο δυσανάγνωστο συμπίλημα με μαύρο χρώμα<br />
στο κάτω τμήμα.<br />
65<br />
Βλ. και το σχετικό σχόλιο για τα οικόσημα των εκκλησιών, με αφορμή τα<br />
οικόσημα των Καλλεργών στην Παναγία στο Καστρί Μυλοποτάμου, στο<br />
Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 133.<br />
66<br />
R. Tsakiri, L’ istituzione della cessione dei monasteri ortodossi nella<br />
Creta dei secoli XVI e XVII ed il suo contributo alle attività economiche<br />
degli ambienti circostanti, στο Fr. Ammannati (επιμ.) Religione e istituzioni<br />
religiose nell’ economia europea. 1000-1800, Atti della Quarantatreesima<br />
Settimana di Studi, 8-12 maggio 2011, Firenze 2012, σ. 513, σημ. 4.
320 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />
Εικ. 29.<br />
Ανάγλυφο οικόσημο<br />
στο ανώφλιο<br />
της θύρας εισόδου<br />
στο νάρθηκα.<br />
της δυτικής εισόδου από το νάρθηκα προς το κλίτος του Αγίου Φανουρίου<br />
θα μπορούσαν με επιφύλαξη να συσχετιστούν με την ομώνυμη<br />
οικογένεια 67 . Αντίθετα, στην προμετωπίδα της καταγραφής της<br />
βιβλιοθήκης και της περιουσίας της μονής που συντάχθηκε το 1644<br />
κατονομάζεται ρητά «…ο ιψιλοτατος αφεντης Ρανιερι Νταντολο, καβαλαρις<br />
και νικοκιρις του αυτου μοναστηριου…» 68 . Ένας κλάδος της οικογένειας<br />
κατοικούσε στις αρχές του 17ου αι. στο χωριό Μαργαρίτες<br />
του Ρεθύμνου, όπου σώζεται αρχοντικό με τα αρχικά Z-D και με<br />
χρονολογία 1634. Στο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στον ίδιο οικισμό<br />
σώζεται τμήμα από το οικόσημο της οικογένειας των Dandolo,<br />
που εμφανίζει στο κέντρο μια μηνοειδή ασπίδα, από τη βάση της<br />
οποίας εκκινούν κλάδοι δάφνης 69 , όπως στο οικόσημο της νότιας<br />
θύρας του νάρθηκα του Βαλσαμονέρου. Στο τελευταίο, το αρχικό Ν<br />
δεξιά του κρινάνθεμου θα μπορούσε να σημαίνει Ντάντολο, σύμφωνα<br />
με τη γραφή της διαθήκης.<br />
Όπως ήδη αναφέρθηκε, στην πρόσφατη μελέτη της για τη μεσαιωνική<br />
εκκλησιαστική αρχιτεκτονική της Κρήτης καθώς και σε<br />
άρθρο που ακολούθησε, η καθηγήτρια Όλγα Γκράτζιου υποστήριξε<br />
67<br />
Βλ. σχετικά το πρόσφατο άρθρο της U. Ritzerfeld, Bildpropaganda im Zeichen<br />
des Konzils von Florenz: Unionistische Bildmotive im Kloster Balsamonero<br />
auf Kreta, Orientalia Christiana Periodica 2 (2014), σ. 400 και<br />
σημ. 54 (στο εξής Ritzerfeld, Bildpropaganda), το οποίο συντάχθηκε και<br />
δημοσιεύτηκε μετά από επιτόπια επίσκεψη και ανταλλαγή απόψεων με τη<br />
γράφουσα και ενώ το παρόν κείμενο είχε ήδη κατατεθεί για δημοσίευση.<br />
Η κακή κατάσταση διατήρησης και η πιθανότητα επιζωγράφισης επιβάλει<br />
την επιφύλαξη ως προς την απόδοση των οικοσήμων.<br />
68<br />
Γ.Κ. Μαυρομάτης, Η βιβλιοθήκη και η κινητή περιουσία της κρητικής<br />
μονής Βαλσαμονέρου (1644), Θησαυρίσματα 20 (1990), 458-499.<br />
69<br />
G. Gerola, Monumenti Veneti, ΙΙΙ, Venezia 1917, 282-283.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />
ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />
321<br />
ότι το καθολικό του Βαλσαμονέρου εμφανίζει αρχιτεκτονικά στοιχεία<br />
που υποδηλώνουν την παράλληλη άσκηση λατρείας και των δύο<br />
δογμάτων 70 . Η άποψη στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην προσθήκη<br />
του νότιου κλίτους και στην παραδοχή ότι τα ιερά των δύο κλιτών<br />
δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Η τελευταία παρατήρηση ωστόσο<br />
δεν είναι ακριβής, καθώς το ευρύ ανατολικό τόξο της διαχωριστικής<br />
τοξοστοιχίας δημιουργεί ικανό χώρο για άνετη επικοινωνία των<br />
δύο ιερών πίσω από το μεγάλο ενιαίο τέμπλο (εικ. 30). Ακόμη και<br />
Εικ. 30.<br />
Άνοιγμα επικοινωνίας<br />
μεταξύ των ιερών<br />
των δύο παράλληλων κλιτών,<br />
πίσω από το ενιαίο τέμπλο<br />
του καθολικού.<br />
70<br />
Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 138, 142 και Γκράτζιου,<br />
Όσοι πιστοί, σ. 118-122.
322 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />
αν το τέμπλο που υπάρχει σήμερα δεν σχετίζεται με το αρχικό 71 , η<br />
ύπαρξη διπλού ξύλινου εικονοστασίου στην ίδια θέση επιβεβαιώνεται<br />
από αντίστοιχες πλατιές ταινίες στο βόρειο και νότιο τοίχο,<br />
μεταξύ των τοιχογραφικών παραστάσεων. Για το τέμπλο αυτό των<br />
αρχών του 15ου αι. ο Άγγελος Ακοτάντος φιλοτέχνησε μία εικόνα<br />
της Παναγίας Οδηγήτριας, πιθανότατα τη μία από τις δύο εικόνες<br />
του αγίου Φανουρίου (η δεύτερη θα βρισκόταν στο τέμπλο του ομώνυμου<br />
κλίτους) και ίσως τον Χριστό ως Άμπελο που φυλάσσεται<br />
στο Βροντήσι. Τα κατασκευαστικά στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι το<br />
τέμπλο που δημιουργήθηκε μετά την προσθήκη του νότιου κλίτους<br />
ήταν ενιαίο 72 .<br />
Είναι γεγονός ότι στην Κρήτη το φαινόμενο της προσθήκης κλιτών<br />
σε υφιστάμενους μονόχωρους ναούς κατά την περίοδο της βενετοκρατίας<br />
υπήρξε διαδεδομένο. Κατά το Μ. Μπορμπουδάκη η πρακτική<br />
μπορεί να ερμηνευτεί από τη σταδιακή ανάγκη αύξησης του<br />
λειτουργικού χώρου, άποψη που είχε υιοθετήσει παλαιότερα και ο<br />
G. Gerola 73 , ενώ κατά την Ο. Γκράτζιου η προσθήκη παράλλη λων<br />
κλιτών στους μονόχωρους καμαροσκέπαστους ναούς αποτελεί ένδειξη<br />
παράλληλης λειτουργίας των δύο δογμάτων, δεδομένου μά λιστα ότι<br />
τα κλίτη αυτά φέρουν κατά κανόνα διπλά ιερά. Στην ερμηνεία αυτή,<br />
θα μπορούσε κανείς να διατυπώσει μία σειρά από ενστάσεις.<br />
Καταρχήν, σε όλες τις περιπτώσεις, τα ιερά είναι καθαγιασμένα<br />
σε δύο (ή στην περίπτωση του Βαλσαμονέρου σε τρεις) διαφορετικούς<br />
αγίους, αλλά, παρά την πληθώρα των περιπτώσεων, δεν απαντούν<br />
αφιερώσεις σε κάποιον από τους δημοφιλείς καθολικούς αγίους.<br />
Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα διπλά κλίτη έχουν ελεύθερη<br />
μεταξύ τους επικοινωνία, γεγονός που καθιστά πρακτικά αδύνατη<br />
την ταυτόχρονη λειτουργία τους κατά την τάξη των δύο δογμάτων.<br />
Για να επιτευχθεί μάλιστα η επικοινωνία λάμβαναν χώρα εκτεταμένες<br />
71<br />
Ο ιδιαίτερα έμπειρος συντηρητής ξυλογλύπτων Α. Πατεράκης, ο οποίος<br />
εργάστηκε στο παρελθόν στο μνημείο, θεωρεί ιδιαίτερα πιθανό ότι τα<br />
τμήματα του επιστυλίου με τις αχιβαδωτές κόγχες αποτελούν έργο του<br />
15ου αι. Εντυπωσιακά φυσιοκρατική είναι και η απόδοση του ελισσόμενου<br />
βλαστού φύλλων αμπέλου του κοσμήτη.<br />
72<br />
Η θέση του ανατολικού ποδαρικού του μεταξύ των δύο ιερών τοξωτού<br />
ανοίγματος σε σχέση με τις ταινίες στους πλευρικούς τοίχους που δηλώνουν<br />
την αρχική θέση του τέμπλου (από τις οποίες προκύπτει ότι συνέπιπτε<br />
με τη σημερινή), δεν επιτρέπει την πάκτωση ανεξάρτητου τέμπλου<br />
στο βόρειο κλίτος (εικ. 30).<br />
73<br />
Μπορμπουδάκης, Η βυζαντινή τέχνη, σ. 151.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />
ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />
323<br />
μετασκευές, που περιελάμβαναν, εκτός από τη διάνοιξη ευρύτατων<br />
τόξων, την αποκατάσταση του κατεστραμμένου τοιχογραφικού διακόσμου.<br />
Αυτό καταδεικνύει ότι η άνετη επικοινωνία μεταξύ των μερών<br />
αποτελούσε επιδίωξη των κατασκευαστών. Στο Βαλσαμόνερο,<br />
όπως και στα περισσότερα αντίστοιχα μνημεία, ο διάκοσμος ακολουθεί<br />
αυστηρά τα βυζαντινά πρότυπα τόσο στην τεχνοτροπία όσο<br />
και στην επιλογή και διάταξη του εικονογραφικού προγράμματος.<br />
Στην πραγματικότητα, κανένα εξωτερικό στοιχείο δεν επιτρέπει να<br />
ανιχνεύσουμε ή να έστω να υποπτευθούμε μία διαφοροποίηση στο<br />
τελετουργικό 74 . Επιπλέον οι ιστορικές συνθήκες της εποχής δεν<br />
φαίνεται να ευνοούσαν ιδιαίτερα μία τέτοια συνήθεια 75 .<br />
Ειδικότερα για τα μοναστήρια, η προσθήκη λατρευτικών χώρων<br />
με διαφορετική αφιέρωση υπήρξε συνηθισμένη πρακτική, όχι μόνο<br />
στην Κρήτη, αλλά και στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο και την ίδια<br />
την Κωνσταντινούπολη κατά τους βυζαντινούς χρόνους, οδηγώντας<br />
μάλιστα στην καθιέρωση ιδιαίτερων αρχιτεκτονικών τύπων, όπως<br />
τα αθωνίτικου τύπου καθολικά με τυπικαριά που απαντούν από τον<br />
14ο ως τον 16ο αι. (Μονή Ακαπνίου Θεσσαλονίκης, Μονή Αγάθωνος<br />
Φθιώτιδας, Μονή Αγίου Δημητρίου στο Στόμιο Λάρισας<br />
κ.λ.π.). Η συνήθεια πιθανόν συνδέεται με τους προστάτες αγίους<br />
των εκάστοτε ηγουμένων, σίγουρα όμως πρέπει να εξυπηρετούσε<br />
και πρακτικούς σκοπούς, εξασφαλίζοντας στις μονές την ευκαιρία<br />
να δέχονται προσκυνητές περισσότερες φορές το χρόνο, με απώτερο<br />
στόχο την αύξηση των εσόδων τους.<br />
Ειδικά για την περίπτωση του Βαλσαμονέρου, θα πρέπει να<br />
συνεκτιμηθεί το εξής: Η προσθήκη του νοτίου κλίτους συνδέεται<br />
74<br />
Για παράδειγμα, στο δίκογχο ναό του Αγίου Νικολάου και Χαραλάμπους<br />
στο Μιλιαρίσι, τα ονόματα των αγίων στον τοιχογραφικό διάκοσμο του<br />
δεξιού κλίτους έχουν αποδοθεί δίγλωσσα στα ελληνικά και στα λατινικά.<br />
75<br />
Μέχρι τουλάχιστον την επανάσταση των Βλαστών (1460-1462), η αντίδραση<br />
του ντόπιου στοιχείου στη θρησκευτική αφομοίωση που προσπαθούσε<br />
να επιβάλει, ακόμη και με βίαιο τρόπο, η Βενετία, υπήρξε σθεναρή.<br />
Στα τέλη πια του 16ου αι. ο νούντσιο του πάπα Alberto Bolognetti αναφέρει<br />
ότι από τους 200.000 κατοίκους του νησιού μόνο 2.000 ήταν καθολικοί.<br />
Βλ. Χ. Μαλτέζου, Η Κρήτη στη διάρκεια της περιόδου της Βενετοκρατίας<br />
(1211-1669), στο Ν. Μ. Παναγιωτάκης (επιμ.), Κρήτη, Ιστορία<br />
και Πολιτισμός, τ. Β΄, Ηράκλειο 1988, σ. 152. Την ίδια περίοδο ο γενικός<br />
προνοητής J. Foscarini αφηγείται ότι οι καθολικοί κάτοικοι της υπαίθρου<br />
αναγκάζονταν να παντρεύονται και να βαφτίζονται σύμφωνα με το ορθόδοξο<br />
δόγμα, καθώς σε κανένα χωριό του νησιού δεν υπήρχε η δυνατότητα<br />
να λειτουργηθούν σύμφωνα με το λατινικό (ό.π., σ. 151).
324 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />
αναμφισβήτητα με την τοποθέτηση στη θέση του ηγουμένου του<br />
Ιωνά Παλαμά 76 . Οι στενές σχέσεις του τελευταίου με την Κωνσταντινούπολη<br />
και ο δογματικός του προσανατολισμός καθίσταται απολύτως<br />
ξεκάθαρος από το γεγονός ότι για την τοιχογράφηση του κλίτους<br />
του Προδρόμου προσκάλεσε κωνσταντινουπολίτες ζωγράφους<br />
οι οποίοι την περίοδο αυτή εγκαθίσταντο μαζικά στο νησί. Η σαφής<br />
καλλιτεχνική επιρροή της πρωτεύουσας του Βυζαντίου στο διάκοσμο<br />
του νότιου κλίτους δεν μπορεί να συμβαδίσει με τη λειτουργία του<br />
ως παρεκκλησίου του καθολικού δόγματος, σε μία εποχή που αφενός<br />
η σθεναρή αντίδραση του ντόπιου στοιχείου στην προσπάθεια<br />
της Βενετίας να επιβάλει τους όρους της Συνόδου της Φλωρεντίας<br />
εκδηλωνόταν με το χλευασμό των ουνιτών ιερέων του Βησσαρίωνα 77<br />
και αφετέρου η αντίδραση της Βενετίας στην κωνσταντινουπολίτικη<br />
επιρροή που μεταλαμπάδευαν στο νησί ζωγράφοι και ιερείς από<br />
την πρωτεύουσα, οδήγησε πολλούς από αυτούς στην αναγκαστική<br />
εξορία την περίοδο 1418-1419. Μέσα σε αυτό το κλίμα, η είσοδος<br />
λατίνων ιερέων σε ένα ορθόδοξο μοναστήρι της ορεινής ενδοχώρας<br />
φαντάζει αδύνατη.<br />
Η εισαγωγή της λατρείας του αγίου Φανουρίου από τον Ιωνά<br />
αποσκοπούσε προφανώς στο να ενισχύσει το ρεύμα των πιστών<br />
προς το μοναστήρι, που μειονεκτούσε σοβαρά, λόγω της δυσπρόσιτης<br />
θέσης του, σε σχέση με τις ισχυρές μονές της βόρειας ακτής.<br />
Φαίνεται μάλιστα ότι ο Ιωνάς και ο Άγγελος Ακοτάντος είναι προσωπικά<br />
υπεύθυνοι για την επινόησή του, ισχυριζόμενοι ότι μετέφεραν<br />
στην Κρήτη τη λατρεία ενός Ρόδιου αγίου, του οποίου η προ<br />
του 20ού αι. λατρεία στην ίδια τη Ρόδο δεν έχει αφήσει κανένα<br />
ίχνος. Η πρώιμη εικονογραφία του αγίου Φανουρίου ως στρατιωτικού<br />
αγίου που φονεύει το δράκο, πηγάζει απευθείας από την εικονογραφία<br />
του αγίου Γεωργίου. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η αμφιπρόσωπη<br />
εικόνα που ζωγράφισε ο Άγγελος για τη μονή, ήταν αρχικά<br />
δεσποτική, πιθανόν μία τυπική παράσταση του αγίου Γεωργίου,<br />
και προοριζόταν για μεγαλύτερο τέμπλο. Όταν τοποθετήθηκε στο<br />
μικρό τέμπλο του κλίτους του αγίου Φανουρίου κόπηκε πάνω και<br />
76<br />
Η προσπάθεια αποσύνδεσης του Ιωνά από την τοιχογράφηση του νοτίου<br />
κλίτους που επιχειρείται στο άρθρο της Ritzerfeld, Bildpropaganda, σ.<br />
390-391 και σημ. 15, αποσκοπεί κυρίως σε μια απόπειρα ενίσχυσης των<br />
επιχειρημάτων περί φιλενωτικής προπαγάνδας στο εικονογραφικό πρό -<br />
γραμμα κυρίως του νάρθηκα.<br />
77<br />
Ό.π., σ. 132.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />
ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />
325<br />
κάτω (ο άγιος παριστάνεται ως λίγο κάτω από τα γόνατα) και δέχθηκε<br />
στην πίσω όψη της δεύτερη παράσταση με σκηνές του βίου<br />
του, προφανώς για να χρησιμοποιηθεί και ως εικόνα λιτανείας. Οι<br />
παραστάσεις του βίου του αγίου τόσο στην εικόνα όσο και στις τοιχογραφίες<br />
του εγκαρσίου κλίτους αποτελούν τις πρώτες γνωστές<br />
παραστάσεις του συναξαρίου του που πιθανότατα δημιουργήθηκε<br />
στο Βαλσαμόνερο. Η απεικόνιση του αγίου Φανουρίου ως στρατιωτικού<br />
αγίου διαδόθηκε έκτοτε στη ζωγραφική φορητών εικόνων,<br />
οι περισσότερες από τις οποίες συνδέονται άμεσα με τον Άγγελο ή<br />
με ζωγράφους που επηρεάστηκαν από αυτόν 78 .<br />
Η πιθανότητα η φιλοδοξία του Ιωνά να στόχευε εξαρχής στο<br />
να προσελκύσει και λατίνους προσκυνητές δεν μπορεί ν’ αποκλειστεί,<br />
απέχει ωστόσο πολύ μία τέτοια επιδίωξη από την τέλεση καθολικών<br />
λειτουργιών μέσα στο μοναστήρι και μάλιστα σε κλίτος<br />
που ανεγέρθηκε ειδικά για το σκοπό αυτό 79 . Φαντάζει πιθανότερο<br />
ότι για τους ορθόδοξους προσκυνητές ο άγιος Φανούριος αποτελούσε,<br />
όχι έναν άγιο «πολιτικά ορθό» για τους Βενετούς, αλλά μία<br />
συγκαλυμμένη υπόμνηση της λατρείας του αγίου Γεωργίου δρακοντοκτόνου,<br />
με τον ιδιαίτερο δογματικό συμβολισμό που πάντα του<br />
αποδιδόταν ως νικητή της ορθοδοξίας 80 .<br />
Η εμφάνιση του βενετικού οικοσήμου στο κεντρικό θύρωμα του<br />
καθολικού κατά την τελευταία οικοδομική περίοδο, η οποία συμπίπτει<br />
με ανακαινιστικές εργασίες και με μία τάση για εκζήτηση στο γλυπτό<br />
διάκοσμο σε βάρος του τοιχογραφικού, είναι ενδεχομένως δηλωτική<br />
μίας αλλαγής στο καθεστώς λειτουργίας του. Οι αγωνιώδεις προσπάθειες<br />
του Ιωνά Παλαμά να καταστήσει γνωστή τη μικρή και άσημη<br />
μονή που προσπάθησε να αναστήσει στις δύσβατες πλαγιές του Ψηλορείτη,<br />
μέσα στα όρια του βενετικού φέουδου, τον οδήγησαν στην<br />
78<br />
Ενώ γράφονταν αυτές οι γραμμές, η Μ. Βασιλάκη παρουσίαζε στο Εαρινό<br />
Συμπόσιο της ΧΑΕ άγνωστη εικόνα του Αγγέλου από ιδιωτική συλλογή<br />
του Παρισιού που επαναλαμβάνει ακέραια την παράσταση του αγίου Φανουρίου<br />
με το Χριστό, όπως στην πίσω όψη της αμφιπρόσωπης εικόνας<br />
του Βαλσαμονέρου. Στο ανοιχτό βιβλίο που κρατά ο Ιησούς αναγράφεται<br />
απόσπασμα σχετικό με την αγιοποίηση, γεγονός που επιβεβαιώνει την<br />
άποψη που διατυπώθηκε παραπάνω.<br />
79<br />
Γκράτζιου, Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, σ. 142-144.<br />
80<br />
Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι σε οψιμότερα μνημεία, όπως τον Άγιο Κωνσταντίνο<br />
στο Αβδού και τον Άγιο Νικόλαο στο Ζαρό (1445) η συγκεκριμένη<br />
εικονογραφία εγκαταλείφθηκε και ο άγιος Φανούριος απεικονιζόταν<br />
πλέον ως διάκονος ή νεαρός άγιος.
326 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΥΘΙΑΚΑΚΗ-ΚΡΙΤΣΙΜΑΛΛΗ<br />
εισαγωγή μίας νέας λατρείας και στην καθιέρωση του συναξαρίου<br />
ενός νέου θαυματουργού αγίου. Η απρόσμενα μεγάλη φήμη και επισκεψιμότητα<br />
που απέκτησε η μονή χάρη στη λατρεία του αγίου Φανουρίου<br />
φαίνεται ότι σύντομα παρακίνησε το ενδιαφέρον του τοπικού<br />
φεουδάρχη ο οποίος, πιθανότατα με μία ισχυρή δωρεά, συνοδευόμενη<br />
από την επιβολή των αισθητικών του προτιμήσεων, φρόντισε<br />
να καταστήσει σαφή την ιδιοκτησία του επί της μονής με την τοποθέτηση<br />
του οικοσήμου του στο θύρωμα της τελευταίας φάσης.<br />
Η αλλαγή αντιλήψεων αποτυπώνεται γλαφυρά και στο εικονογραφικό<br />
πρόγραμμα του νάρθηκα, που στερείται ενότητας και κεντρικού<br />
ιδεολογικού άξονα, πέραν του σωτηριολογικού χαρακτήρα<br />
του. Ο διάκοσμος απαρτίζεται κατά κύριο λόγο από παραστάσεις<br />
ολόσωμων Αγίων ή σκηνών του Βίου τους και περιορισμένο<br />
αριθμό παραστάσεων του Χριστολογικού κύκλου. Ξεχωρίζει ανάμεσά<br />
τους η παράσταση του ασπασμού των Αποστόλων Πέτρου και<br />
Παύλου στο βόρειο άκρο του δυτικού τοίχου. Η εντυπωσιακή ομοιότητα<br />
της σύνθεσης με τη γνωστή εικόνα του Αγγέλου οδηγεί αναπόφευκτα<br />
στη συσχέτισή της με τη δράση ή την επιρροή που άσκησε<br />
ο τελευταίος στη Μονή, ενώ ο συμβολισμός της παράστασης καταδεικνύει<br />
μια ουσιώδη μεταστροφή των αντιλήψεων υπέρ της ειρηνικής<br />
συνύπαρξης των δύο δογμάτων. Δεν φαίνεται ωστόσο να<br />
στηρίζεται χρονολογικά η θεωρία που πρόσφατα διατύπωσε η U.<br />
Ritzerfeld, σύμφωνα με την οποία η τοιχογράφηση του νάρθηκα<br />
του καθολικού έγινε με πρωτοβουλία του λογίου και ευγενή Lauro<br />
Querini, μετά την επιστροφή του στην Κρήτη από τη Φλωρεντία,<br />
στο διάστημα μεταξύ του 1452 και του 1475/9, και το δογματικό<br />
της περιεχόμενο στόχο είχε να προπαγανδίσει την εφαρμογή των<br />
αποφάσεων της Συνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας που πρέσβευε ο<br />
Βησσαρίωνας 81 . Αντίθετα είναι ξεκάθαρο ότι ο νάρθηκας του Βαλσαμονέρου<br />
κατασκευάστηκε ως ταφικό παρεκκλήσιο προορισμένο<br />
να φιλοξενήσει έναν σπουδαίο μοναχό, προφανώς τον ηγούμενο<br />
της μονής Ιωνά Παλαμά, και τοιχογραφήθηκε από ένα εξίσου σπουδαίο<br />
ζωγράφο που θα μας εξέπληττε αν ήταν άλλος από τον προσωπικό<br />
του φίλο Άγγελο Ακοτάντο. Η τεχνοτροπία της ζωγραφικής<br />
συμβαδίζει με μία χρονολόγηση στην πέμπτη δεκαετία του 15ου<br />
αιώνα και επομένως τοποθετείται πριν από το θάνατο του Ακοτάντου<br />
το 1450 και την επιστροφή του Querini στην Κρήτη το 1452.<br />
81<br />
Ritzerfeld, Bildpropaganda, σ. 400-406.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ<br />
ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΣΑΜΟΝΕΡΟΥ<br />
327<br />
Η ιστορία της μονής Βαλσαμονέρου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη<br />
με την ιστορία της Κρήτης στην περίοδο της Βενετοκρατίας. Κατά<br />
ένα θαυμάσιο τρόπο, όχι μόνο ο τοιχογραφικός διάκοσμος αλλά<br />
και η αρχιτεκτονική εξέλιξη του καθολικού αντανακλούν γλαφυρά<br />
τα γεγονότα της ιδιαίτερης εποχής που τα δημιούργησε, και επιβεβαιώνουν<br />
την ξεχωριστή αξία που έχει λάβει ως μνημείο στο πέρασμα<br />
των αιώνων.
Η επιγραφή με το επίγραμμα.
Μανόλης Σ. Πατεδάκης<br />
Τμήμα Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης<br />
Μία επιγραφή<br />
με ηγεμονική διάσταση:<br />
Eπίγραμμα<br />
του Θεοδώρου Προδρόμου<br />
στο Βίβλος γενέσεως<br />
(ευαγγ. Ματθαίου 1.1)<br />
από την Παναγία<br />
στον Μέρωνα *<br />
Μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί λιγοστά παραδείγματα με βυζαντινά<br />
επιγράμματα σε τοιχογραφημένους ναούς της Κρήτης από<br />
την περίοδο της βενετοκρατίας (13ος-15ος αι.). Αυτό έχει γίνει στο<br />
πλαίσιο της δημοσίευσης των αντίστοιχων μνημείων ή σε μελέτες<br />
για την εικονογραφία, και λιγότερο σε αυτό της έκδοσης και της παρουσίασης<br />
του κειμένου τους 1 . Από την άλλη τα τελευταία χρόνια<br />
* Ο αείμνηστος Μανόλης Μπορμπουδάκης είχε το χάρισμα να ξεχωρίζει<br />
τα σημαντικά. Τον γνώρισα καλύτερα στα τελευταία χρόνια της ζωής του,<br />
είτε όταν πηγαίναμε στο Βαλσαμόνερο για να διαβάσουμε τα κείμενα στα<br />
ειλητάρια, και αυθόρμητα-χωρίς δισταγμό σημείωνε με κιμωλία πάνω<br />
στους μοναστές αγίους -για να αντιστοιχήσει πιο εύκολα, αργότερα, τις<br />
φωτογραφίες με τις μορφές-, είτε όταν με τον Δημήτρη Καλομοιράκη τον<br />
επισκεπτόμαστε στο σπίτι του. Ήξερε με σιγουριά ποια μνημεία στην<br />
Κρήτη ξεχώριζε και είχε αγαπήσει ιδιαίτερα, κάποια από τα οποία ανέδειξε<br />
ο ίδιος, ανάμεσά τους την Παναγία στην Κριτσά, τον άγιο Φανούριο στο<br />
Βαλσαμόνερο, την Παναγία στον Μέρωνα, τον άγιο Νικόλαο στα Κυριακοσέλια,<br />
για να αναφερθούν μόνο μερικά.<br />
1<br />
Βλ. ενδεικτικά Ι. Η. Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου Αμαρίου Βυζαντινός<br />
ναός του αγίου Γεωργίου Ξιφηφόρου, Πεπραγμένα του Δ΄ Διεθνοῦς Κρητολογικοῦ<br />
Συνεδρίου, τ. Β ́, Αθήνα 1981, σ. 25, πιν. 18 και Χ. Κωνσταντινίδη,<br />
Ο Μελισμός. Οι συλλειτουργούντες ιεράρχες και οι άγγελοι-διάκονοι μπροστά
330 ΜΑΝΟΛΗΣ Σ. ΠΑΤΕΔΑΚΗΣ<br />
σημαντικές μελέτες έχουν έρθει στο φως με τη συστηματική συ -<br />
γκέντρωση και δημοσίευση δεκάδων επιγραμμάτων, κυρίως από<br />
τη μέση και την ύστερη βυζαντινή περίοδο, τα οποία συνόδευαν<br />
έργα τέχνης σε τοιχογραφημένα σύνολα, φορητές εικόνες, αντικείμενα<br />
μικροτεχνίας ή αποτελούσαν ανάγλυφες επιγραφές 2 . Σε ό,τι<br />
αφορά την ύπαρξη και τον εντοπισμό βυζαντινών επιγραμμάτων σε<br />
τοιχογραφημένα σύνολα από ναούς της Κρήτης, τα πολυάριθμα μεμονωμένα<br />
αδημοσίευτα παραδείγματα που έχουμε εντοπίσει μέχρι<br />
σήμερα, καταρχήν επιβεβαιώνουν το φαινόμενο της χρήσης τους<br />
ως επιγραφές στο νησί, όπως και στις επαρχίες του ύστερου Βυζαντίου.<br />
Ταυτόχρονα αποτελούν ένα σημαντικό σύνολο που αξίζει να<br />
μελετηθεί και να ερμηνευθεί, παρόλο που η Κρήτη τότε δεν ανήκε<br />
οργανικά στα εδάφη της αυτοκρατορίας 3 .<br />
στην Αγία Τράπεζα με τα τίμια δώρα ή τον ευχαριστιακό Χριστό, Θεσσαλονίκη<br />
2008, σ. 179 αρ. 26, σ. 184 αρ. 49, σ. 209 αρ. 170.<br />
2<br />
Στις εν λόγω μελέτες έχουν καταγραφεί έξι (6) παραδείγματα από τη Κρήτη<br />
στον 1ο τόμο, A. Rhoby, Byzantinische Epigramme in inschriftlicher Uberlieferung.<br />
Βand. 1. Βyzantinische Epigramme auf Fresken und Mosaiken, Wien<br />
2009, σ. 154-157. Σε παλιότερη μελέτη μας, που αφορά τη δημοσίευση<br />
τεσσάρων (4) ακόμη, έχει γίνει συζήτηση εισαγωγικά για τη λειτουργία<br />
του βυζαντινού επιγράμματος ως ποιητικού κειμένου που συνοδεύει εικαστικές<br />
παραστάσεις, στο πλαίσιο αφήγησης εορτολογικών κύκλων ή μεμονωμένων<br />
απεικονίσεων. Βλ. Μ. Πατεδάκης, Άγνωστο επίγραμμα στο<br />
ναό της Παναγίας στον Άγιο Ιωάννη Μυλοποτάμου, στο I. Bάσσης-Στ. Κακλαμάνης-Μαρίνα<br />
Λουκάκη (επιμ.), Παιδεία και πολιτισμός στην Κρήτη.<br />
Βυζάντιο-Βενετοκρατία. Αφιέρωμα στον Θεοχάρη Δετοράκη, Ηράκλειο 2008,<br />
σ. 62-64 και Κ. Γιαπιτσόγλου, Ο ναός της Παναγίας στον Άγιο Ιωάννη Μυλοποτάμου,<br />
Ρέθυμνο 2011. Για τη δημοσίευση της παραπάνω ομάδας επιγραμμάτων<br />
βλ. τα addenda του 2ου τόμου W. Hörandner, A. Rhoby, A,<br />
Paul, Byzantinische Epigramme in inschriftlicher Uberlieferung. Βand. 2. Byzantinische<br />
Epigramme auf Ikonen und Objekten der Kleinkunst, Wien 2010,<br />
σ. 393-396, όπου καταγράφονται τρεις (3) επιπλέον περιπτώσεις από την<br />
Κρήτη. Επίσης στα addenda του πολύ πρόσφατα εκδεδομένου 3ου τόμου<br />
της ίδιας σειράς, έχουν προστεθεί άλλα δύο (2) από τον Άγιο Φανούριο<br />
στο Βαλσαμόνερο: A. Rhoby, Byzantinische Epigramme in inschriftlicher<br />
Überlieferung. Band 3, Τeil II. Byzantinische Epigramme auf Stein nebst Addenda<br />
zu den Bänden 1 und 2, Wien 2014, σ. 785-787. Θα ήταν παράλειψη<br />
να μην τονιστεί η συμβολή του εγχειριδίου I. Vassis, Initia Carminum Byzantinorum,<br />
Berlin-New York 2005, στην προώθηση της έρευνας. Βλ. και<br />
I. Vassis, Initia Carminum Byzantinorum: Supplementum I, Παρεκβολαί 1<br />
(2011), σ. 187-285.<br />
3<br />
Ο Στ. Αλεξίου αρκετά χρόνια πριν είχε παρατηρήσει για την Κρήτη την<br />
εξασθένηση του βυζαντινού, σε ιαμβικό τρίμετρο στίχο, επιγράμματος και
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΒΙΒΛΟΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ<br />
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΜΕΡΩΝΑ<br />
331<br />
Από την παραπάνω ευρεία σε αριθμό κατηγορία αδημοσίευτων<br />
βυζαντινών επιγραμμάτων σε ναούς στην ύπαιθρο του νησιού, ξεχωρίζουμε<br />
και αφιερώνουμε, ως προσφορά στη μνήμη του Μανόλη<br />
Μπορμπουδάκη, τη μελέτη ενός ιδιαίτερου παραδείγματος, από ένα<br />
μνημείο το οποίο ο ίδιος είχε αναστηλώσει και αναδείξει. Το επίγραμμα<br />
βρίσκεται στην Παναγία στον Μέρωνα Αμαρίου, μία τρίκλιτη<br />
καμαροσκέπαστη βασιλική, με τοιχογραφημένα τα δύο κλίτη, το<br />
παλαιότερο βόρειο του Αγίου Γεωργίου και το λίγο νεότερο, κεντρικό<br />
κλίτος της Παναγίας -το τρίτο είναι αφιερωμένο στους αποστόλους<br />
Πέτρο και Παύλο-· ο διάκοσμός τους που χρονολογείται ανάμεσα<br />
στα μέσα του 14ου και τις αρχές του 15ου αι., διατηρείται μέχρι<br />
σήμερα 4 .<br />
την τάση προς αρχαιοπρεπέστερα μέτρα, μόνον αργότερα, κατά τον 16ο<br />
και 17ο αι. Βλ. Στ. Αλεξίου, Η κρητική λογοτεχνία και η εποχή της, Κρ. Χρ.<br />
8 (1954), σ. 88. Μέχρι τότε, σε όλη την περίοδο της βενετοκρατίας μετά<br />
τον 13ο αι., φαίνεται ότι κυριαρχούσε η χρήση του βυζαντινού ιαμβικού<br />
δωδεκασύλλαβου στις επιγραφές με επιγράμματα σε τοιχογραφημένους<br />
ναούς, όπως πράγματι μπορεί να καταδειχθεί μέσα από τουλάχιστον σαράντα<br />
(40) παραδείγματα που έχουν εντοπιστεί μέχρι τώρα και η δημοσίευση<br />
των οποίων ετοιμάζεται από τον γράφοντα.<br />
4<br />
Για την ιστορία-χρονολόγηση, την αρχιτεκτονική και τις τοιχογραφίες του<br />
μνημείου βλ. τις εξής μελέτες: Μ. Μπορμπουδάκης, Οι τοιχογραφίες της<br />
Παναγίας του Μέρωνα και μία συγκεκριμένη τάση της κρητικής ζωγραφικής,<br />
Πεπραγμένα Ε ́ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Άγιος Νικόλαος,<br />
1981), Ηράκλειο 1986, σ. 396-412· Μ. Βorboudakis-Κl. Gallas-Kl. Wessel,<br />
Byzantinische Kreta, München 1983, σ. 280· Μ. Βissinger, Kreta: byzantinische<br />
Wandmalerei, München 1995, σ. 199-200· Μαρία Μπορμπουδάκη,<br />
Νέες παρατηρήσεις στη ζωγραφική της Παναγίας του Μέρωνα, στο 11ο<br />
Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο. Ρέθυμνο, 21-27 Οκτωβρίου 2011 (Πρόγραμμαπεριλήψεις),<br />
Ρέθυμνο 2011, σ. 330-331· Ι. Spatharakis-T. van Essenberg,<br />
Byzantine Wall Paintings of Crete. v. ΙΙΙ: Αmari Province, London 2012, σ.<br />
119-177, πιν. 346-414· Μ. Ανδριανάκης-Κ. Γιαπιτσόγλου, Χριστιανικά<br />
μνημεία της Κρήτης, Ηράκλειο 2011, σ. 307. Την πρώτη πειστική προσπάθεια<br />
χρονολόγησης του διακόσμου, με όρια ανάμεσα στα 1339/41<br />
και 1381/82, σχετίζοντας τον ναό με την ευρύτερη παρουσία της οικογένειας<br />
των Καλλεργών στη δυτική Κρήτη, έκανε ο Μανόλης Μπορμπουδάκης<br />
στην παραπάνω μελέτη του (ό.π., σ. 410). Συναφή χρονολόγηση,<br />
μετά τα μέσα του 14ου αι. και γύρω στα 1380, δίνει η Μαρία Μπορμπουδάκη,<br />
τόσο στο Μπορμπουδάκη, Νέες παρατηρήσεις, όσο και στις δύο<br />
πρόσφατες μελέτες της, Μ. Βorboudakis, The Church of the Virgin of<br />
Meronas and the Kallergis Family, Cahiers archéologiques 55 (2013-<br />
2014), σ. 105-118 και Μ. Μπορμπουδάκη, Η τοιχογραφική διακόσμηση<br />
του ναού της Παναγίας στο χωριό Μέρωνας Αμαρίου. Νέα στοιχεία, στο<br />
Β. Κατσαρός-Α. Τούρτα (επιμ.), Αφιέρωμα στον Ακαδημαϊκό Παναγιώτη Λ.
332 ΜΑΝΟΛΗΣ Σ. ΠΑΤΕΔΑΚΗΣ<br />
Ο οικισμός Μέρωνας, στην περιοχή της πρώην επαρχίας Αμαρίου,<br />
ανήκε κατά τα μεσαιωνικά χρόνια (δεύτερη βυζαντινή περίοδο<br />
και πρώτους αιώνες της βενετοκρατίας) στη διοικητική διαίρεση<br />
της τούρμας Απάνω Συβρίτου 5 . Η περιοχή της Συβρίτου (Απά -<br />
νω/Πάνω και Κάτω), Apano/Pano και Cato Sivrito, στα νεότερα<br />
χρόνια οι πρώην επαρχίες Αμαρίου και Αγίου Βασιλείου-, έχοντας<br />
αναλάβει ενεργό ρόλο κατά τις μεγάλες επαναστάσεις εναντίον των<br />
Βενετών, τον 13ο και τον 14ο αι., και μετά τις συνθήκες που ακολούθησαν,<br />
κατά τους επόμενους αιώνες, παρέμεινε υπό τον έλεγχο<br />
της σημαίνουσας για την εποχή οικογένειας των Καλλεργών. Η περιοχή<br />
αποτέλεσε σταδιακά όχι μόνο κεκτημένο φέουδο αλλά τον<br />
πιο σημαντικό γεωγραφικά χώρο επιρροής τους, όπως θα σημειωθεί<br />
παρακάτω. 6 Η διοίκηση της Συβρίτου, όπως και σε άλλες περιοχές,<br />
νομιμοποιούνταν σχεδόν με «μυθικό» τρόπο, ως δικαίωμα που<br />
απέρρεε από τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο της Κρήτης και την καταγωγή<br />
των Καλλεργών από την οικογένεια των Φωκάδων, όταν με<br />
βάση το λεγόμε νο χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Αλεξίου Β ́ Κο-<br />
Βοκοτόπουλο, Αθήνα 2015, σ. 125-136 (υπό δημοσίευση). Την ευχαριστώ<br />
για την αποστολή των μελετών πριν τη δημοσίευσή τους. Αξίζει να σημειωθεί<br />
η διαφορετική προτεινόμενη χρονολόγηση, στις αρχές του 15ου<br />
αι., από τους Spatharakis-van Essenberg. Για το ιστορικό της αποκάλυψης<br />
του διακόσμου και της συντήρησής του βλ. Μ. Ι. Τρουλλινός, Η συντήρηση<br />
των τοιχογραφιών της Παναγίας στο Μέρωνα, στο Στ. Ε. Μανουράς<br />
(επιμ.), Η επαρχία Αμαρίου από την αρχαιότητα έως σήμερα. Πρακτικά συνεδρίου:<br />
Δήμοι Κουρητών και Συβρίτου. 27-31 Αυγούστου 2010, Αθήνα 2014,<br />
σ. 341-360.<br />
5<br />
Βλ. τη σχετική συζήτηση στην εισαγωγή των δύο μελετών της Μ. Μπορμπουδάκη<br />
(ό.π.), με βάση το άρθρο, Χ. Γάσπαρης, Η τούρμα Απάνω Συβρίτου<br />
στα μεσαιωνικά χρόνια, στο Μανουράς, Η επαρχία Αμαρίου από<br />
την αρχαιότητα έως σήμερα, σ. 411-429, ιδ. σ. 415. Η ευρύτερη περιοχή<br />
της Συβρίτου επίσης έχει καταγραφεί ιστορικά για τη λεγόμενη επανάσταση<br />
των Δύο Συβρίτων ή αλλιώς των Σκορδίληδων και Μελισσηνών, τις<br />
πρώτες δεκαετίες της βενετοκρατίας (βλ. Θ. Δετοράκης, Ιστορία της Κρήτης,<br />
Αθήνα 1986, σ. 174-176), όπως και για το λεγόμενο Συνοδικό της Συβρίτου,<br />
στο β΄ μισό του 13ου αι. Βλ. V. Laurent, Le Synodicon de Sybrita et<br />
les métropolites de Créte aux Xe-XIIIe siècles, ÉO 32 (1933), σ. 385-<br />
412. Ειδικότερα για το όνομα Μέρωνας και τα σωζόμενα μεσαιωνικά<br />
μνημεία από την περιοχή του βλ. Ν. Πύρρου, Ο ναός του Αγίου Νικολάου<br />
στο Μέρωνα Αμαρίου. Παρατηρήσεις στον τοιχογραφικό διάκοσμο, στο<br />
Μανουράς, Η επαρχία Αμαρίου από την αρχαιότητα έως σήμερα, σ. 237<br />
σημ. 1, σ. 259 σημ. 89.<br />
6<br />
Ιδιαίτερα χρήσιμη εξέταση των ιστορικών συνθηκών που διαμόρφωσαν<br />
την παρουσία των Καλλεργών στη Σύβριτο, για την ερμηνεία της διείσδυ-
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΒΙΒΛΟΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ<br />
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΜΕΡΩΝΑ<br />
333<br />
μνηνού, για «τα δώδεκα αρχοντόπουλα» που εποίκισαν την Κρήτη<br />
το 1182, η περιοχή είχε αποδοθεί δικαιωματικά στους Φωκάδες 7 .<br />
Για την εν λόγω αφήγηση που εκείνα τα χρόνια μεταφερόταν από<br />
στόμα σε στόμα, γράφει ο Χριστόφορος Μπουοντελμόντι που επισκέπτεται<br />
τον Μέρωνα στα 1415, κοντά στην εποχή ανέγερσης του<br />
ναού της Παναγίας. Όπως αναφέρει, πρώτα ένας ντόπιος καλόγερος<br />
τού μιλά για την εξουσία των Καλλεργών στις ορεινές περιοχές της<br />
Κρήτης (Δίκτη και Λευκά Όρη), ειδικά του κυρίου τους Ματθαίου<br />
Καλλέργη στην κοιλάδα του Αμαρίου, στους πρόποδες της Ίδης·<br />
στη συνέχεια ένα δεύτερο πρόσωπο, κάποιος πρωτόπαπας, κατά<br />
τον περίπατό τους με τον ίδιο τον άρχοντα Ματθαίο Καλλέργη 8 , τονίζει<br />
εμφατικά τη γνησιότητα καταγωγής της εξουσίας του άρχοντά<br />
τους και των υπόλοιπων ρωμαϊκών οικογενειών της Κρήτης από<br />
τον ίδιο τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης 9 . Οι βενετικές<br />
σης της συγκεκριμένης ζωγραφικής τεχνοτροπίας στους ναούς της περιοχής,<br />
«με κεντρικό μνημείο ... την εκκλησία του Μέρωνα», αλλά και στη<br />
Δυτική Κρήτη γενικότερα, με συγκέντρωση των σχετικών μαρτυριών<br />
υπάρχει στο Μπορμπουδάκης, Οι τοιχογραφίες της Παναγίας του Μέρωνα,<br />
σ. 409-412.<br />
7<br />
Βλ. E. Gerland, Histoire de la noblesse crétoise au Moyen Âge, Paris 1907, σ.<br />
103-104· παραθέτουμε μία μεταγενέστερη παραλλαγή του ίδιου κειμένου,<br />
σε μεταγραφή από το άρθρο, Α. Ν. Τσουρδαλάκης, Ένα νέο χειρόγραφο<br />
για τα δώδεκα αρχοντόπουλα της Κρήτης, Κρητολογικά γράμματα 11 (1995),<br />
σ. 301: Τῶν Φωκάδων. Ἔχοντες ἐν πρώτοις οἱ ἄρχοντες Φωκάδες εἰς τὰ μέρη τοῦ<br />
Χανδάκου καὶ Ρυθύμνης, τὰ Σταυρωτὰ Βουνὰ μὲ τὰ Βασιλικὰ καὶ τ’ Ἀξικὰ<br />
Ἀνώγεα, καὶ τὰς Λιβάδας σὺν τοῖς περιχωρίοις αὐτῶν, ἓως τὸν Μέγαν Ποταμόν,<br />
ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης ἀπὸ τὸ νότιον μέρος νὰ ὑπάγῃ ἓως τὸ<br />
ἄλλο χεῖλος τῆς θαλάσσης εἰς τὰ βορινὰ μέρη, εἰς τοὺ Μύλου τὸ Ποτάμι νὰ<br />
γυρίσῃ νὰ ἒλθῃ ἓως εἰς τὰ ὀρινά, ἓως τοὺς κάμπους τῶν Ἀσκυφίων ὅπου εἶναι τὰ<br />
σύνορα τῶν Σκορδίληδων. Σχετικά με την καταγωγή της οικογένειας των<br />
Καλλεργών βλ. και Γ. Κ. Παπάζογλου, «Ὃς τὸν τοῦ μαρτυρίου δέχεται στέφανον»:<br />
Ὁ Αλέξιος Καλλέργης καὶ μία ἄγνωστη διήγηση τῶν κρητικῶν<br />
ἐπαναστάσεων του 1365/67, Θησαυρίσματα 36 (2006), σ. 18-20 σημ. 18.<br />
8<br />
Διορθωτικές παρατηρήσεις για τη μετάφραση του χωρίου (από την Μ.<br />
Αποσκίτη-βλ. επόμενη σημ.) έχουν διατυπωθεί από τον Στ. Αλεξίου, Αρχαιολογικά<br />
και ιστορικά στοιχεία στην «Περιγραφή της Κρήτης του Βuo -<br />
ndelmonti, στο Φίλια έπη εις Γ. Ε. Μυλωνάν, Αθήνα 1989, σ. 346-347,<br />
όπου διευκρινίζεται ότι ο αρχικός καλόγηρος δεν οδήγησε τον Μπουοντελμόντι<br />
στον ηγούμενό του, αλλά στον αφέντη του Ματθαίο Καλλέργη,<br />
ενώ ούτε ο δεύτερος ντόπιος κληρικός ήταν ηγούμενος του μοναχού,<br />
αλλά πρωτόπαπας, πιθανόν επίσκοπος, επικεφαλής του ορθόδοξου κλήρου<br />
της περιοχής.<br />
9<br />
Bλ. το σχετικό χωρίο στο Ένας γύρος της Κρήτης στα 1415: περιγραφή της
334 ΜΑΝΟΛΗΣ Σ. ΠΑΤΕΔΑΚΗΣ<br />
αρχές, μετά τα αλλεπάλληλα επαναστατικά κινήματα, ουσιαστικά<br />
τότε είχαν πλέον αναγνωρίσει την εξουσία της ισχυρότερης οικογένειας<br />
των ντόπιων ευγενών σε συγκεκριμένες περιοχές του νησιού,<br />
με βάση και το προϋπάρχον βυζαντινό δίκαιο.<br />
Ανεξάρτητα αν στην πραγματικότητα το χρυσόβουλλο για τα<br />
δώδεκα αρχοντόπουλα ήταν αυθεντικό ή όχι, το περιεχόμενό του,<br />
όσον αφορά τους Καλλέργηδες, φαίνεται ότι είχε αναβιώσει και<br />
τεθεί σε ισχύ σε μεγάλο βαθμό, τόσο μετά τη συνθήκη του Αλεξίου<br />
Καλλέργη του παλαιού, το 1299, όσο και το 1381, όταν αποδίδεται<br />
στον Γεώργιο Καλλέργη, γιο του Αλεξίου του νεότερου (εγγονού του<br />
Αλεξίου του παλαιού), ο τίτλος της βενετικής ευγένειας 10 . Στην περιοχή<br />
της Απάνω Συβρίτου και τον Μέρωνα από πολλές διαφορετικές<br />
πηγές μαρτυρείται η παρουσία των απογόνων του πρώτου<br />
Αλεξίου Καλλέργη, από τον γιο του Γεώργιο μέχρι τον εγγονό του<br />
Αλέξιο και τον δισέγγονό του Ματθαίο, πρωτότοκο γιο του Αλεξίου,<br />
o οποίος φαίνεται ότι υπήρξε ο κληρονόμος του στην περιοχή στα<br />
νήσου Κρήτης. Χριστόφορου Μπουοντελμόντι, μτφ. και εισ. Μ. Αποσκίτη,<br />
πρόλ. Στ. Αλεξίου, Ηράκλειο 1983, σ. 78: «Ἀφοῦ ὁ Κὺρ-Φωκᾶς ἀνέκτησε<br />
τὴ νήσο γιὰ λογαριασμὸ τοῦ αὐτοκράτορά μας, ἦρθε ὁ γιὸς τοῦ αὐτοκράτορα<br />
στὸ νησὶ μὲ δώδεκα ἀπὸ τοὺς πιὸ σπουδαίους Ρωμαίους ἄρχοντες<br />
τῆς Πόλης, γιὰ νὰ ἐξουσιάσουν τὸ νησί. Παραχώρησε σ’ ὅλους αὐτοὺς<br />
τοὺς ἀφέντες ἐξουσία καὶ γαῖες. Ἔπειτα, ἀφοὺ πέρασε ἕνα ἀρκετὰ μακρὺ<br />
διάστημα, ἐξαντλημένοι ἀπὸ συνεχεῖς πολέμους, συγκεντρώθηκαν σ’ αὐτὰ<br />
ἐδὼ τὰ βουνά. Αὐτοὶ οἱ σημερινοὶ φέρουν ἀκόμη τὰ οἰκόσημα καὶ τὰ<br />
ὀνόματα τῶν παλιῶν ρωμαϊκῶν οἰκογενειῶν. ...» Για τον λεγόμενο μύθο<br />
των δώδεκα αρχοντόπουλων και την ερμηνεία του υπάρχουν πολλές αναφορές<br />
στη βιβλιογραφία. Βλ. ενδεικτικά Fr. Luzzati Laganà, La funzione<br />
politica della memoria di Bisanzio nella Descriptio Gretae (1417-1422)<br />
di Cristoforo Buondelmonti, Bullettino dell’Istituto storico italiano per il<br />
medio evo 94 (1988), σ. 404, 413-414, 419-420· Ch. A. Μaltezou, Βyzantine<br />
Consvetudines in Venetian Crete, DOP 49 (1995), σ. 278-279·<br />
S. Mckee, Uncommon Dominion. Venetian Crete and the Myth of Ethnic<br />
Purity, Philadelphia 2000, σ. 74-75· Χ. Μαλτέζου, Το ιστορικό και κοινωνικό<br />
πλαίσιο, στο D. Holton (επιμ), Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη<br />
της Αναγέννησης, Ηράκλειο 2002, σ. 26.<br />
10<br />
Βλ. Παπάζογλου, «Ὃς τὸν τοῦ μαρτυρίου δέχεται στέφανον», σ. 22 σημ.<br />
23. Ενώ το γεγονός επισημαίνεται με βεβαιότητα από την υπάρχουσα βιβλιογραφία,<br />
δεν είναι σαφές το ιστορικό για την παραχώρηση της βενετικής<br />
ευγένειας στην οικογένεια των Καλλεργών στα 1381: Ν. Μ. Παναγιωτάκης,<br />
Ἔρευναι ἐν Βενετίᾳ, Θησαυρίσματα 5 (1968), σ. 46· Χ. Μαλτέζου, Η Κρήτη<br />
κατά τη Βενετοκρατία, στο Ν. Μ. Παναγιωτάκης (επιμ.), Κρήτη: Ιστορία και<br />
πολιτισμός, τ. Β΄, Ηράκλειο 1988, σ. 125· Mckee, Uncommon Dominion, σ.<br />
130· Χ. Μαλτέζου, Το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, σ. 30.
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΒΙΒΛΟΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ<br />
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΜΕΡΩΝΑ<br />
335<br />
1375, την περίοδο που μας αφορά, στα τέλη του 14ου και τις αρχές<br />
του 15ου αι. Η παρουσία του Ματθαίου Καλλέργη μαρτυρείται σίγουρα<br />
μέχρι τα 1388, όταν ο ίδιος δημοσίευσε τη διαθήκη του 11 .<br />
Για τον ναό της Παναγίας στον Μέρωνα με βάση τη μεταγραφή<br />
της πολύ αποσπασματικά σωζόμενης κτητορικής επιγραφής, που<br />
επιχειρήσαμε για τη δημοσίευση της Μαρίας Μπορμπουδάκη, προ-<br />
11<br />
Βλ. Γάσπαρης, Η τούρμα Απάνω Συβρίτου, σ. 427-428. Για έγγραφα σχετικά<br />
με τον Ματθαίο Καλλέργη και το γενεαλογικό δένδρο αυτού του κλάδου<br />
της οικογένειας βλ. Mckee, Uncommon Dominion, σ. 78-80 και Βorboudakis,<br />
The Church of the Virgin of Meronas, σ. 114 σημ. 64-69. Τα<br />
ανάγλυφα ή γραπτά οικόσημά τους σε πολλά μνημεία της ευρύτερης περιοχής<br />
επιβεβαιώνουν την επιρροή τους στην κοιλάδα του Αμαρίου. Βλ.<br />
Εμμ. Καλλέργης, Οικόσημα και τοπωνύμια των Καλλεργών στην Κρήτη,<br />
Νέα Χριστιανική Κρήτη 11-14 (1995) = Πεπραγμένα του Z΄ Διεθνούς Κρητολογικού<br />
Συνεδρίου, Β1, Τμήμα Βυζαντινών και Μέσων Χρόνων, 6-7 (1994-<br />
1995), σ. 307-311. Για τα ανάγλυφα οικόσημα στο εξωτερικό του ναού<br />
στον Μέρωνα, βλ. G. Gerola, Monumenti Veneti nell’ isola di Creta, τ. 4,<br />
Βενετία 1932-40, σ. 251-252. Για τις εκκλησίες που συνδέονται με τις<br />
οικογένειες των Καλλεργών με βάση το οικόσημο, βλ. επίσης Μπορμπουδάκης,<br />
Οι τοιχογραφίες της Παναγίας του Μέρωνα, ό.π., σ. 410· M.<br />
Georgopoulou, Vernacular Architecture in Venetian Crete: Urban and<br />
Rural Practices, στο H. E. Grossman-Alicia Walker (επιμ.), Mechanisms<br />
of Exchange: Transmission in Medieval Art and Architecture of the Mediterranean,<br />
ca. 1000-1500, Leiden 2013, σ. 469-471, και Εμμ. Σ. Καλλέργης,<br />
Εισαγωγή στην ιστορία των Καλλεργών, Ρέθυμνο 2007, σ. 22-39. Αξίζει να<br />
αναφερθεί, ως άλλη μία μαρτυρία για την παρουσία της οικογένειας στην<br />
περιοχή, το χειρόγραφο περγαμηνό ευαγγέλιο του 12ου αι., που ανήκε<br />
κάποια περίοδο στον ναό της Παναγίας στον Μέρωνα με βάση ένα από τα<br />
αχρονολόγητα βιβλιογραφικά του σημειώματα (φ. 189r). Bλ. Σ. Καδάς,<br />
Το εικονογραφημένο χειρόγραφο αρ. 2 της Μονής Αγίου Παντελεήμονος (Άγιον<br />
Όρος): Συμβολή στη μελέτη των βυζαντινών Ευαγγελίων, Θεσσαλονίκη 2001,<br />
σ. 43. Μόνη ένδειξη χρονολόγησης, ο παπά Κωνσταντίνος Μοσχιώτης<br />
(ό.π., σ. 46 σημ. 78) του οποίου η χήρα μαρτυρείται σε έγγραφο του<br />
1613 στον Μέρωνα και στον οποίο έστειλε το χειρόγραφο ο αντονηος καληεργίς-αντ(ώ)νιος<br />
ο καλιέργις με βάση τα βιβλιογραφικά σημειώματα. Εκεί<br />
η αναφορά δύο ονομάτων, Αλέξιος και Αντώνιος Καλλέργης, συνδέει τον<br />
κώδικα με την οικογένεια των Καλλεργών· ωστόσο η εντελώς ανορθόγραφη<br />
μορφή τους μας παραπέμπει, το πιθανότερο, σε λιγότερο επιφανή<br />
μέλη της, παρά στον γνωστό λόγιο Αντώνιο Καλλέργη του 16ου αι., όπως<br />
υποθέτει ο Καδάς (ό.π., σ. 45-46, 268-269). Δεν αποκλείεται και το κατά<br />
πολύ νεότερο χειρόγραφο λαϊκής ιατρικής, με βυζαντινές εντούτοις καταβολές,<br />
επίσης από το χωριό του Μέρωνα, να σχετίζεται με την κίνηση βιβλίων<br />
κατά την εν λόγω περίοδο (βλ. P. A. Clark, A Cretan Ηealer’s Ηandbook<br />
in the Byzantine tradition. Τext, Τranslation and Commentary,<br />
Farnham-Burlington 2011).
336 ΜΑΝΟΛΗΣ Σ. ΠΑΤΕΔΑΚΗΣ<br />
Εικ. 1.<br />
Η ΒΔ πλευρά της καμάρας<br />
στο κεντρικό κλίτος,<br />
όπου από αριστερά,<br />
στα τρίγωνα των τόξων,<br />
εικονίζονται κατά σειρά<br />
ο ευαγγελιστής Λουκάς,<br />
το οικόσημο των Καλλεργών,<br />
οι ευαγγελιστές Ματθαίος,<br />
Μάρκος και Ιωάννης.<br />
Στο μέτωπο του πεσσού<br />
κάτω από τους Ματθαίο<br />
και Μάρκο<br />
διακρίνεται το επίγραμμα,<br />
ως γραπτή επιγραφή.<br />
στίθενται ελάχιστα νέα διαφωτιστικά στοιχεία 12 : καταρχήν βεβαιώνονται<br />
τα ονόματα της αφιέρωσης των δύο κλιτών του ναού στην<br />
Παναγία-«αειπάρθενο Μαρία» και τον άγιο Γεώργιο, στον δεύτερο<br />
και τον τρίτο στίχο, ενώ από τα αμέσως επόμενα σωζόμενα γράμματα<br />
χορηγοί του ναού φαίνεται να είναι κάποιος ευγενέστατος -ή άλλο τιμητικό<br />
επίθετο σε υπερθετικό βαθμό- άρχοντας και η συμβία του,<br />
όπως μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε ανάλογες εκφράσεις από<br />
άλλες πηγές που σχετίζονται με τους Καλλέργηδες 13 . Οι βασικοί μελετητές<br />
του μνημείου πιθανολογούν ότι ο άρχοντας κτήτορας της επι-<br />
12<br />
Βλ. τη μεταγραφή στο Βorboudakis, The Church of the Virgin of Meronas,<br />
ό.π., σ. 114 σημ. 68: ... . Ν . . . | ... HΠΑΡΘΕΝ(ΟΥ) [ΜΑΡΙΑC] ... | ...<br />
(ΓΕΩΡ)Γι(ΟΥ)· ΔΙΑ CI[N] ... | ... . ΄AΤ(ΟΥ) ΑΡΧ[ΟΝΤΟC] ... | ... C<br />
CIMBI(OY) | ... B | ...<br />
13<br />
Συγκριτικά παρατίθεται φράση από κτητορική επιγραφή του έτους 1516<br />
στην ίδια περιοχή, του ναού της Παναγίας στην Αγία Παρασκευή Αμαρίου:<br />
«...ἐπὶ τῇ ἐπαρχίᾳ τοῦ εὐγενεστάτου καὶ τρισεντιμωτάτου αὐθεντὸς κυροῦ<br />
Γεωργίου Καλιέργι. ...» Βλ. σχετικά Gerola, Monumenti Veneti, σ. 500·<br />
Spatharakis-van Essenberg, Byzantine Wall Paintings of Crete. v. ΙΙΙ: Αmari<br />
Province, σ. 12-13. Μέλη της οικογένειας των Καλλεργών αναφέρονται<br />
ως αὐθέντες-ἀφέντες και σε άλλη μία, παλαιότερη, κτητορική επιγραφή του<br />
1315, στη Μονή Σελίνου (βλ. Gerola, Monumenti Veneti, σ. 470), όπως
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΒΙΒΛΟΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ<br />
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΜΕΡΩΝΑ<br />
337<br />
γραφής ήταν ο Ματθαίος Καλλέργης, δισέγγονος του Αλεξίου του<br />
παλαιού και γιος του Αλεξίου του νεότερου, και κτητόρισσα η συμβία<br />
του, η δεύτερη γυναίκα του από την οικογένεια Corner 14 .<br />
Ανάμεσα στο κεντρικό και το βόρειο κλίτος του ναού (εικ. 1),<br />
στο νότιο μέτωπο του βορειοδυτικού πεσσού (από τη μεριά του<br />
κεντρικού κλίτους) και κάτω από τις μορφές των ευαγγελιστών<br />
Μάρκου (δεξιά) και Ματθαίου (αριστερά), οι οποίες καλύπτουν το<br />
ανώτερο τμήμα του πεσσού και τα αντίστοιχα μισά των δύο τόξων,<br />
υπάρχει δυσανάγνωστη επιγραφή που δεν έχει τύχει ιδιαίτερης<br />
μνείας μέχρι σήμερα από τους μελετητές 15 . Μετά από επιστάμενη<br />
προσπάθεια ανάγνωσης και μεταγραφής των γραμμάτων που διακρίνονται,<br />
καταλήξαμε στο παρακάτω κείμενο (εικ. 2):<br />
Εικ. 2.<br />
Το επίγραμμα<br />
του Θεοδώρου Προδρόμου<br />
«εἰς τὸ Βίβλος γενέσεως»,<br />
στη νότια πλευρά του<br />
πεσσού.<br />
και σε χειρόγραφο από την Κρήτη, του έτους 1313. Βλ. Γεννάδιος Αραμπατζόγλου<br />
Μητροπολίτης Ηλιουπόλεως, Μία ἐνθύμησις ἑνὸς χειρογράφου,<br />
φυλασσομένου εἰς τὴν γυναικείαν μονὴν Ζωοδόχου Πηγῆς Πάτμου,<br />
Ορθοδοξία 30.Β (1955), σ. 173.<br />
14<br />
Μπορμπουδάκη, Νέες παρατηρήσεις, σ. 331· Βorboudakis, The Church<br />
of the Virgin of Meronas, σ. 114· Spatharakis-van Essenberg, Byzantine<br />
Wall Paintings of Crete. v. ΙΙΙ: Αmari Province, σ. 171-172.<br />
15<br />
Για την ακριβή θέση της επιγραφής στον τοιχογραφικό διάκοσμο και τη
338 ΜΑΝΟΛΗΣ Σ. ΠΑΤΕΔΑΚΗΣ<br />
ΕΙC TO BΊΒΛ(ος) ΓΕΝΕ΄ΣΕΟC:· |<br />
. . . ΤΕΛΩΝΗN Κ΄ ΒΛΕ΄ΠΕ. . . . . |<br />
AΒΡΑ(α)Μ Y(I)ON T(ὸν) ΛΟ (. . .) ΔΕΙ΄ΚΝ . . K΄ ΠΕ |<br />
ΔΑ ΔΑ(ΥΙ)Δ τ(ον) ΥΙΟΝ ΔΑ(ΥΙ)Δ ΛΕ . . . . . . |<br />
. ΑΡΚΙΚῆ ΠΑΡ(ΟΥ)CIA |<br />
H φράση του τίτλου «εἰς τὸ βίβλος γενέσεως», όπως η μορφή που<br />
υπέρκειται, πράγματι μπορεί να σχετισθεί με την αρχή του ευαγγελίου<br />
του Ματθαίου (1.1-17), όπου απαριθμείται ονομαστικά σε τρεις<br />
ομάδες, των δεκατεσσάρων γενεών η κάθε μία –από τον Αβραάμ<br />
μέχρι τον Δαυίδ, από τον Δαυίδ μέχρι τη μετοικεσία Βαβυλώνος και<br />
από τη μετοικεσία Βαβυλώνος μέχρι τον Ιωσήφ τον Μνήστορα, τον<br />
νόμιμο άνδρα της Μαρίας–, η συνολική γενεαλογία του Ιησού Χριστού<br />
που μέσω του Ιωσήφ κατάγεται από τον Αβραάμ και τον Δαυίδ 16 .<br />
διακρινόμενη φράση BΙΒΛΟC ΓΕΝΕCΕΩC, που παραπέμπει στην αρχή του<br />
Κατά Ματθαίον ευαγγελίου βλ. Spatharakis-van Essenberg, Byzantine Wall<br />
Paintings of Crete. v. ΙΙΙ: Αmari Province, σ. 122-123, αρ. 28 και σ. 133. Ευχαριστώ<br />
ιδιαίτερα τον καθηγητή στο Πανεπισήμιο του Leiden κ. Σπαθαράκη<br />
που πρώτη φορά έθεσε υπόψη μου την ύπαρξη της δυσανάγνωστης και<br />
αταύτιστης επιγραφής.<br />
16<br />
Η σχετική περικοπή διαβάζεται την τελευταία Κυριακή πριν τα Χριστούγεννα·<br />
η προτελευταία Κυριακή είναι αφιερωμένη στους Προπάτορες,<br />
ενώ χωριστά η μνήμη του Ιωσήφ του Μνήστορος εορτάζεται την Κυριακή<br />
αμέσως μετά τα Χριστούγεννα. Η σειρά της γενεαλογίας καθορίζεται από<br />
τους άρρενες απογόνους, και με βάση αυτή την αρχή ο Χριστός καταγόταν<br />
από τον Δαυίδ μέσω του Ιωσήφ, όπως και η Παναγία καταγόταν από τον<br />
Δαυίδ. Η γενεαλογία του Χριστού τόσο μέσω του Ιωσήφ όσο και μέσω<br />
της Παναγίας, από τον Δαυίδ και τους υπόλοιπους προπάτορες, τονίζεται<br />
ιδιαίτερα στην τέχνη και τα κείμενα (βλ. εισαγωγικά στο λήμμα genealogy<br />
of Christ, ODB, τ. 2, σ. 828). Εκτός από την επαναφορά του Δαυίδ, ως<br />
βασιλικού προτύπου, στην αυτοκρατορική ρητορική της πρώιμης Παλαιολόγειας<br />
περιόδου (βλ. D. Angelov, Imperial Ideology and Political Thought<br />
in Byzantium, Cambridge 2007, σ. 86-90, 127-130), ιδιαίτερο ενδιαφέρον<br />
έχει και η ανάλυση της γενεαλογίας του Ιησού σε λίγο μεταγενέστερα κείμενα,<br />
όπως την ομιλία του Γρηγορίου Παλαμά, «Περὶ τῆς κατὰ σάρκα γενεαλογίας<br />
τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς αὐτὸν ἐν παρθενίᾳ τεκούσης<br />
ἀειπαρθένου καὶ Θεοτόκου», για την Κυριακή των Πατέρων, ένα κείμενο<br />
των μέσων περίπου του 14ου αι. Βλ. Π. Κ. Χρήστου (εκδ.), Γρηγορίου τοῦ<br />
Παλαμᾶ ἅπαντα τὰ ἒργα, τ. 11 [ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας 79], Θεσσαλονίκη<br />
1986, ομιλία 57. Σε χαρακτηριστικό απόσπασμα τονίζεται η διπλή<br />
καταγωγή της Παναγίας και του Ιωσήφ από την ίδια φυλή, φύσει και ἐκ<br />
νόμου, δύο πλευρές της καταγωγής στις οποίες εστιάζουν οι ευαγγελιστές<br />
Λουκάς και Ματθαίος, όπως και στον βασιλικό και τον ιερατικό της χαρακτήρα<br />
αντίστοιχα: Ἐντεῦθεν δὲ καὶ διπλῆ τις ἀναφαίνεται ἡ σειρὰ τοῦ μακαρίου<br />
γένους τῆς Θεομήτορος καὶ Ἰωσὴφ τοῦ μνηστῆρος αὐτῆς· ἄμφω γὰρ τῆς
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΒΙΒΛΟΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ<br />
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΜΕΡΩΝΑ<br />
339<br />
Η απαρίθμηση των γενεών καταγωγής του Ιησού στον ευαγγελιστή<br />
Λουκά (3.23-38), ξεκινά από τον Αδάμ και τον Σήθ, τον Αβραάμ<br />
και τον Δαυίδ, μέχρι τον Ιωσήφ, μέσα από 74 συνολικά γενεές 17 .<br />
Ο τρόπος μάλιστα που εισάγεται η αρχική φράση της επιγραφής,<br />
με την πρόθεση εἰς (τυπική στους τίτλους βυζαντινών επιγραμμάτων) 18 ,<br />
αὐτῆς φυλῆς καὶ πατριᾶς ἦσαν κατὰ τὸν νόμον. ... Καὶ διὰ τοῦτο διαφόρως<br />
παρά τε τοῦ Λουκᾶ καὶ τοῦ Ματθαίου τῶν εὐαγγελιστῶν γενεαλογεῖται κατὰ<br />
σάρκα ὁ Κύριος, τοῦ μὲν τοὺς φύσει, τοῦ δὲ τοὺς ἐκ νόμου προτιθέντος εἰς ἀπαρίθμησιν,<br />
καὶ τοῦ μὲν τῶν ἐκ τοῦ βασιλικοῦ γένους μεμνημένου μόνον, τοῦ δὲ<br />
Λουκᾶ συνεισφέροντος καὶ τοὺς ἐκ τῆς λεϋιτικῆς ἢ τῆς βασιλικῆς φυλῆς καθ’<br />
ἱερατείαν ἢ κῆδος ἀλλήλοις συναφθέντας. (12.5-7, 19-25) Αξίζει να αναφερθεί<br />
η μουσική έκδοση (δύο cd), σε κείμενα του Μάξιμου Λαυριώτη,<br />
Βηθλεέμ ἐτοιμάζου. Προεόρτιοι ὕμνοι Χριστουγέννων. Romeiko ensemble, Αθήνα<br />
2002, όπου παρατίθενται σχετικά παραθέματα και το ιστορικό του εορτασμού<br />
των Προπατόρων μέχρι και τον 14ο αι. Βλ. παρακάτω και τα σχετικά<br />
για την παράσταση της Ρίζας Ιεσσαί.<br />
17<br />
Σε δύο ακόμη χωρία (Κατά Λουκάν 1.26-27 και 2.4-5), γίνεται συντομότερη<br />
αναφορά στην καταγωγή του Ιωσήφ από τον Δαυίδ, στην αρχή της<br />
αφήγησης του Ευαγγελισμού, «... ἀπεστάλη ὁ ἄγγελος Γαβριὴλ ... πρὸς παρθένον<br />
ἐμνηστευμένην ἀνδρὶ ᾧ ὄνομα Ἰωσὴφ ἐξ οἴκου Δαυὶδ ...» (πρβλ. Κατά<br />
Λουκάν 1.32-33), όπως επίσης στο σημείο πριν την αφήγηση της Γέννησης<br />
του Ιησού, «... Ἀνέβη δὲ καὶ Ἰωσὴφ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Ναζαρὲθ<br />
εἰς τὴν Ἰουδαίαν εἰς πόλιν Δαυὶδ ἥτις καλεῖται Βηθλέεμ, διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐξ<br />
οἴκου καὶ πατριᾶς Δαυίδ, ἀπογράψασθαι ...». Στην Παναγία του Μέρωνα η<br />
εμφατική αναφορά της καταγωγής του Ιωσήφ από τον Δαυίδ τονίζεται άλλωστε<br />
και μέσα από αντίστοιχες σκηνές με τον Ιωσήφ που κατέχουν περισσότερο<br />
ή λιγότερο κεντρική θέση στο εικονογραφικό πρόγραμμα του<br />
μνημείου. Βλ. τις σχετικές παρατηρήσεις για τις σκηνές του Ενυπνίου του<br />
Ιωσήφ, της Φυγής στην Αίγυπτο και κυρίως της λεγόμενης Απογραφής<br />
του Κυρηνίου από την Μπορμπουδάκη, Νέες παρατηρήσεις, σ. 330-331<br />
και στη συνέχεια στις μελέτες Spatharakis-van Essenberg, Byzantine Wall<br />
Paintings of Crete. v. ΙΙΙ: Αmari Province, σ. 152-154 και Βorboudakis,<br />
The Church of the Virgin of Meronas, σ. 110. Επίσης στη μελέτη της Ν.<br />
Πύρρου, Οι τοιχογραφίες του ναού της Παναγίας στην Πατσώ Αμαρίου.<br />
Μια πρώτη παρουσίαση, στο Ευμάθιος Φιλοκάλης. Ανάδειξη βυζαντινών<br />
μνημείων Κρήτης και Κύπρου, Ρέθυμνο 2014, σ. 86-87. Μάλιστα η σκηνή<br />
της απογραφής συνοδεύεται από το σχετικό χωρίο που τονίζει την καταγωγή<br />
από τον οίκο Δαυίδ. Ανάλογα είναι τα συνοδευτικά χωρία για τη<br />
σκηνή του ενυπνίου του Ιωσήφ και σε άλλους ναούς από την πρώην<br />
επαρχία Μυλοποτάμου (βλ. I. Spatharakis, Byzantine Wall Paintings of<br />
Crete. v. 2: Μilopotamos Province, Leiden 2010, σ. 201, πίν. 306).<br />
18<br />
Για την αμφισημία στη χρήση της πρόθεσης ως αναφορά είτε στο θέμα<br />
του επιγράμματος είτε στην απεικόνιση που μπορεί να συνοδεύει βλ. Μ.<br />
D. Lauxterman, Βyzantine Poetry from Pisides to Geometres, τ. 1, Vienna<br />
2003, σ. 152.
340 ΜΑΝΟΛΗΣ Σ. ΠΑΤΕΔΑΚΗΣ<br />
προϊδεάζει τον αναγνώστη ότι το κείμενο που ακολουθεί, θα αναφερθεί<br />
στο εν λόγω χωρίο του ευαγγελίου σχολιάζοντάς το. Ανάλογα ο πρώτος<br />
στίχος της επιγραφής «εἰς τὸ βίβλος ...», ξεχωρίζει με μεγαλύτερο μεσοδιάστημα<br />
από το κύριο σώμα της, ως τίτλος στο θέμα, την αρχή<br />
του ευαγγελίου του Ματθαίου· μάλιστα και η στίξη στο τέλος του<br />
στίχου, με τρεις τελείες, δημιουργεί μία παύση που τον διακρίνει από<br />
το κείμενο που ακολουθεί και το οποίο διατάσσεται σε τέσσερις γραμμές.<br />
Όσον αφορά την ταυτότητα του κειμένου, αποτελεί γνωστό επίγραμμα<br />
του βυζαντινού ποιητή του 12ου αι. Θεοδώρου Προδρόμου 19 ,<br />
με το οποίο ξεκινά στη χειρόγραφη παράδοση η σχετική ομάδα επιγραμμάτων<br />
που αναφέρονται σε διαφορετικά σημεία της αφήγησης<br />
από το ευαγγέλιο του Ματθαίου 20 . Το πλήρες κείμενο του επιγράμματος<br />
έχει ως εξής, όπως έχει εκδοθεί από τον Γ. Παπαγιάννη:<br />
Εἰς τὸ “Βίβλος γενέσεως”<br />
Ὁρᾷς τελώνην καὶ βλέπεις οἷα γράφει;<br />
Ἁβραὰμ υἱὸν τὸν Λόγον δείκνυσί σοι<br />
καὶ παῖδα Δαβὶδ τὸν Θεὸν Δαβὶδ λέγει<br />
ἐν τῇ πρὸς ἡμᾶς σαρκικῇ παρουσίᾳ 21 .<br />
19<br />
Βλ. Vassis, Initia Carminum Byzantinorum, σ. 543. Για τον Θεόδωρο Πρόδρομο,<br />
βλ. σύντομα το λήμμα Prodromos, Theodore, στο ODB, τ. 3, σ. 1726-1727.<br />
20<br />
G. Papagiannis (έκδ.), Theodoros Prodromos-Jambische und hexametrische<br />
Tetrasticha auf die Haupterzaehlungen des Alten und Neuen Testaments, τ.<br />
7/1-2, Wiesbaden 1997, σσ. 196-245, αρ. 186-233. H συλλογή περιλαμβάνει<br />
επιγράμματα για επιλεγμένα χωρία της Παλαιάς και της Καινής<br />
Διαθήκης, ενώ ανάμεσά τους ξεχωριστή ενότητα αφιερώνεται στα τέσσερα<br />
ευαγγέλια. Σε κάθε βιβλικό χωρίο ο ποιητής αφιερώνει δύο επιγράμματα,<br />
ένα πρώτο τετράστιχο, ἰαμβεῖον, σε ιαμβικό τρίμετρο δωδεκασύλλαβο<br />
στίχο, και ένα δεύτερο, ἡρῷον, σε δακτυλικό εξάμετρο. Το αντίστοιχο του<br />
επιγράμματός μας σε δακτυλικό εξάμετρο έχει ως εξής: Ὃς γενεὴν τεκτήνατο<br />
ἄχρονος ἄναξ, | νῦν γενεαλογίην κατεδέξατο· ἐν δέ οἱ ἦλθον | Ἀβραάμ τ’ Ἰσαάκ<br />
τε προπάτορε, τοῖς δ’ ἔπι Δαβίδ, | κούρη θ’ ἁγνοτόκεια κυήσατο ἄρρενος ἄτερ.<br />
21<br />
Papagiannis, Theodoros Prodromos, τ. 7/2, σ. 196, αρ. 186a. Ιδιαίτερη<br />
εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο ίδιος κώδικας Βononiensis Univ.<br />
2911 που ανάμεσα σε άλλους περιέχει την ομάδα επιγραμμάτων του Θεοδώρου<br />
Προδρόμου σε χωρία από τους τέσσερις ευαγγελιστές (φφ. 73v-<br />
79v· βλ. Papagiannis, Theodoros Prodromos, τ. 7/1, σ. 52-53), παραδίδει<br />
και τα επιγράμματα του Μιχαήλ Ψελλού που υπάρχουν ως επιγραφές<br />
στην Παναγία στον Άγιο Ιωάννη Μυλοποτάμου (βλ. Πατεδάκης, Άγνωστο<br />
επίγραμμα, σ. 63) και μάλιστα στο αμέσως επόμενο τμήμα του (φφ. 79r-<br />
81v). Βλ. την περιγραφή του σχετικού καταλόγου, Α. Οlivieri-N. Festa,<br />
Indice dei codici greci delle biblioteche Universitaria e Comunale di Bo-
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΒΙΒΛΟΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ<br />
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΜΕΡΩΝΑ<br />
341<br />
Πρόκειται για το πρώτο τετράστιχο σε ιαμβικό τρίμετρο στίχο<br />
που αφιερώνει ο Θεόδωρος Πρόδρομος στο σχετικό χωρίο από<br />
την αρχή του κατά Ματθαίον ευαγγελίου, δίνοντας έμφαση ακριβώς<br />
στην καταγωγή του Ιησού από τον Αβραάμ και τον Δαυίδ. Αξίζει<br />
καταρχήν να σημειωθεί η παράδοση στα χειρόγραφα ομάδων επιγραμμάτων<br />
που αναφέρονται στο κάθε ευαγγέλιο στο σύνολό του ή<br />
στον κάθε ευαγγελιστή χωριστά, αποτελώντας μικρούς κύκλους τεσσάρων<br />
ή παραπάνω επιγραμμάτων, αφιερωμένους στους τέσσερις<br />
ευαγγελιστές 22 . Στην παρούσα περίπτωση το επίγραμμα εἰς τὸ βίβλος<br />
γενέσεως δεν φαίνεται να αποτελεί μέρος ενός τέτοιου σύντομου<br />
κύκλου, ως ένα από τέσσερα επιγράμματα, για τους αντίστοιχους<br />
logna, SIFC 3 (1895), σ. 423-424. Ο κώδικας με βάση το βιβλιογραφικό<br />
του σημείωμα (Οlivieri-Festa, Indice dei codici, σ. 428-429), μεταφέρθηκε<br />
στην Ιταλία «ἐξ ἑώας παρὰ τοῦ κυροῦ Φραγκίσκου ἀκκίδα πρωτοπαππᾶ<br />
Μεσσήνης», ενώ με βάση άλλο ανορθόγραφο σημείωμα «πολλῷ κόπῳ καὶ<br />
δαπάνῃ ... ἐκ τῶν ἀνατολικῶν», για να το δωρίσει ο ίδιος το 1585 στον<br />
Πάπα Σίξτο Ε'. Καθώς ο εν λόγω κώδικας χρονολογείται στον κατάλογο<br />
τον 16ο αι., εφόσον είναι σωστή η χρονολόγησή του, αναρωτιόμαστε αν<br />
το πρότυπο του στη χειρόγραφη παράδοση των δύο κειμένων υπήρχε<br />
στην Κρήτη κατά την περίοδο που μας αφορά, και ήταν σε χρήση από τα<br />
συνεργεία των ζωγράφων στα δύο μνημεία. Άλλωστε τόσο η Παναγία<br />
στον Άγιο Ιωάννη Μυλοποτάμου (βλ. Γιαπιτσόγλου, Ο ναός της Παναγίας,<br />
ό.π. σ. 74-76), όσο και η Παναγία στον Μέρωνα, σχετίζονται με το περιβάλλον<br />
της οικογένειας των Καλλεργών. Για παρόμοιες περιπτώσεις χρήσης<br />
κωδίκων με επιγράμματα από ζωγράφους βλ. Α. Rhoby, Inscriptions<br />
and Manuscripts in Byzantium: A Fruitful Symbiosis?, στο M. Maniaci-<br />
P. Orsini (επιμ.), Scrittura epigrafica e scrittura libraria: fra Oriente e Occidente,<br />
Cassino 2015, σ. 28-29.<br />
22<br />
Βλ. σχετικά στη μονογραφία Lauxterman, Βyzantine Poetry, ό.π., σ. 202<br />
σημ. 15, στο πλαίσιο της ευρύτερης κατηγορίας του λεγόμενου «βιβλιακού<br />
επιγράμματος» για το οποίο θα συζητήσουμε αναλυτικότερα παρακάτω.<br />
Βλ. και τις ειδικές μελέτες, Α. Κομίνης, Συναγωγή επιγραμμάτων εἰς τοὺς<br />
τέσσαρας εὐαγγελιστάς, ΕΕΒΣ 21 (1951), σ. 254-279 και Ε. Follieri, Epigrammi<br />
sugli evangelisti dai codici Barberiniani graeci 352 e 520, BollGrott<br />
10 (1956), σ. 61-80, 135-156 και K. Bentein-F. Bernard, A Cycle of<br />
Book Epigrams on the Four Evangelists, Scriptorium 65.2 (2011), σ. 237-<br />
249, πίν. 13. Στις παραπάνω μελέτες συγκεντρώνονται και εκδίδονται<br />
επιγράμματα από τους εν λόγω κύκλους, ενώ εντοπίζονται τα χαρακτηριστικά<br />
μοτίβα και η θεματική τους σε σχέση με τον κάθε ευαγγελιστή.<br />
Ειδικά στην τελευταία διευκρινίζεται η χρήση τους ως συνοδευτικών σε<br />
μικρογραφίες των ευαγγελιστών στην αρχή κάθε ευαγγελίου, σε χειρόγραφους<br />
κώδικες-ευαγγελιστάρια, μία κατηγορία στην οποία θα μπορούσε να<br />
εμπίπτει το επίγραμμά μας, όπως φαίνεται καταρχήν μέσα από την εισαγωγική<br />
αποστροφή ὁρᾷς προς τον θεατή-αναγνώστη.
342 ΜΑΝΟΛΗΣ Σ. ΠΑΤΕΔΑΚΗΣ<br />
ευαγγελιστές, αλλά ως ένα από τα 34 ζεύγη επιγραμμάτων (σε ιαμβικό<br />
τρίμετρο και δακτυλικό εξάμετρο στίχο) που συνέθεσε ο Θεόδωρος<br />
Πρόδρομος ως σχόλια σε επιλεγμένα χωρία από το ευαγγέλιο του<br />
Ματθαίου 23 .<br />
Η χειρόγραφη παράδοση για τη συλλογή των επιγραμμάτων<br />
του Θεοδώρου Προδρόμου υπήρξε από τις πιο πλούσιες κατά τους<br />
βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς αιώνες 24 . Όπως μπορεί ο σημερινός<br />
μελετητής να παρατηρήσει μέσα από τους διάφορους τίτλους<br />
κάτω από τους οποίους παραδίδονται 25 , οι πιο εκτενείς ή οι συντομευμένες<br />
παραλλαγές της συλλογής για τα ευαγγέλια επιγράφονται<br />
ως τετράστιχα «εἰς τὰ κεφαλαιωδῶς ῥηθέντα ἐν τῷ Τετραευαγγέλῳ»,<br />
τα «κεφαλαιωδῶς εἰρημένα παρὰ τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν», ή<br />
«εἰς τὰς δεσποτικὰς ἑορτὰς» και «τὰ παρὰ τοῦ Χριστοῦ γεγονότα<br />
θαύματα». Όπως ορθά διαπιστώνει ο Lauxtermann, είναι εμφανές<br />
πως αυτοί οι τίτλοι αντικατοπτρίζουν την αρχική πρόθεση του ποιητή<br />
αλλά και τη μετέπειτα χρήση των επιγραμμάτων για να συνοδεύουν<br />
εικαστικά έργα τέχνης, ειδικά αυτά για τις δεσποτικές εορτές ως έμμετρες<br />
επιγραφές συνοδευτικές για τους λεγόμενους εορταστικούς<br />
κύκλους παραστάσεων 26 . Με βάση τα τότε δεδομένα της έρευνας,<br />
όπως ο ίδιος μελετητής βιάστηκε να παρατηρήσει, ανάμεσα στα<br />
ελάχιστα δείγματα μνημειακής τέχνης με βυζαντινά επιγράμματα<br />
που έχουν διασωθεί –ενώ μπορούν να εντοπιστούν χειρόγραφοι<br />
κύκλοι επιγραμμάτων προορισμένοι για τέτοια χρήση– 27 , έχουν επιβιώσει<br />
δύο τουλάχιστον επιγράμματα του Θεοδώρου Προδρόμου<br />
συνοδευτικά σε έργα τέχνης, ένα σε παράσταση της αποκαθήλωσης<br />
σε τοιχογραφημένο ναό του Αγίου Στεφάνου που διασωζόταν ως<br />
τις αρχές του 20ου αι., στο Ακρωτήριον, στη Φρυγία της Μ. Ασίας,<br />
και ένα δεύτερο σε μία εικόνα του 15ου αι. με θέμα τη Σταύρωση<br />
23<br />
Papagiannis, Theodoros Prodromos, τ. 7/2, σ. 196-245, αρ. 186-233.<br />
24<br />
Αυτό μπορεί να διαπιστωθεί από την περιγραφή της στην έκδοση Papagiannis,<br />
Theodoros Prodromos, τ. 7.1, σ. 14-163. Βλ. και Vassis, Initia<br />
carminum Byzantinorum, index auctorum, σ. 930-931.<br />
25<br />
Papagiannis, Theodoros Prodromos, τ. 7.2, σ. 193.<br />
26<br />
Lauxterman, Βyzantine Poetry from Pisides, σ. 78-81.<br />
27<br />
Lauxtermann, Βyzantine Poetry, ό.π., σ. 186: “sad remnants of Byzantine<br />
monumental art”, μία μάλλον πρόωρη παρατήρηση, αφού αυτή η εντύπωση<br />
έχει αμβλυνθεί σημαντικά από την έρευνα των τελευταίων ετών.<br />
Βλ. Α. Rhoby, A Short History of Byzantine Epigraphy, στο Inscriptions<br />
in Byzantium and Beyond. Methods-Projects-Case Studies, Wien 2015, σ.<br />
19 σημ. 15-16.
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΒΙΒΛΟΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ<br />
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΜΕΡΩΝΑ<br />
343<br />
που βρίσκεται σήμερα στον καθεδρικό της Κοίμησης στη Μόσχα 28 .<br />
Ως τρίτη περίπτωση σωζόμενου παραδείγματος, με επίγραμμα του<br />
Θεοδώρου Προδρόμου, συνοδευτικό σε έργο τέχνης, έρχεται να<br />
προστεθεί το παρόν από τον ναό της Παναγίας στον Μέρωνα.<br />
Όσον αφορά την παράδοση του επιγράμματος, από το σωζόμενο<br />
τμήμα της επιγραφής στον ναό της Παναγίας στον Μέρωνα, υπάρχουν<br />
μικρές διαφορές ανάμεσα στη μεταγραφή του και το κείμενο<br />
της έκδοσης. Συγκεκριμένα δύο ήσσονος σημασίας ορθογραφικά<br />
λάθη, Γενέσεος αντί Γενέσεως στον τίτλο, και πέδα αντί παῖδα στον<br />
στίχο 3, και μία πιο σημαντική διαφοροποίηση, η γραφή υἱὸν αντί<br />
Θεὸν στον ίδιο στίχο, όπως έχει εκδοθεί από τον Παπαγιάννη, η<br />
οποία δε μαρτυρείται στη χειρόγραφη παράδοση, με βάση το κριτικό<br />
υπόμνημα της έκδοσης. Για να κατανοηθεί το βάσιμο ή όχι αυτής<br />
της νέας γραφής που παραδίδει η επιγραφή, θα επιχειρήσουμε<br />
πρώτα τη μεταφραστική απόδοση του επιγράμματος, όπως είναι<br />
στην έκδοση, και στη συνέχεια μία σύντομη ερμηνεία:<br />
Στο (χωρίο) «Βίβλος Γενέσεως».<br />
Κοιτάς τον τελώνη και βλέπεις τι πράγματα γράφει;<br />
Σου δείχνει ότι ο Λόγος (του Θεού) είναι γιος του Αβραάμ<br />
και ονομάζει παιδί του Δαυίδ τον Θεό του Δαυίδ,<br />
καθώς παρουσιάστηκε με σάρκα-σώμα ανάμεσά μας (στους ανθρώπους).<br />
Καταρχήν, όπως αναφέρθηκε, από τον τίτλο είναι ξεκάθαρο<br />
ότι το τετράστιχο επίγραμμα που ακολουθεί, θα αναφερθεί στην<br />
αρχή του ευαγγελίου του Ματθαίου (1.1: Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ<br />
υἱοῦ Δαυίδ υἱοῦ Ἀβραάμ). Ο πρώτος στίχος ξεκινά με μία αποστροφή<br />
στον αναγνώστη και ταυτόχρονα θεατή 29· θεατή της μορφής<br />
28<br />
Lauxtermann, Βyzantine Poetry, σ. 81 σημ. 83, σ. 186 σημ. 90, όπου και<br />
η σχετική βιβλιογραφία. Πιο αναλυτικά για την έκδοση των δύο επιγραμμάτων,<br />
βλ. τις πολύ πρόσφατες μελέτες, Horandner, Rhoby, Paul, Byzantinische<br />
Epigramme in inschriftlicher Uberlieferung, σ. 310-311, και Rhoby,<br />
Byzantinische Epigramme auf Ikonen, ό.π., σ. 124-126. Παραλλαγή του<br />
πρώτου επιγράμματος παραδίδεται εν μέρει και στον οδηγό του Διονυσίου<br />
εκ Φουρνά. Βλ. A. Παπαδόπουλος-Kεραμεύς, Διονυσίου του εκ Φουρνά<br />
Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης: εκ χειρογράφου του ιη΄ αιώνος εκδοθείσα<br />
κατά το πρωτότυπον αυτής κείμενον = Denys de Fourna. Manuel d’ iconographie<br />
chrétienne, accompagné de ses sources principales inédites et publié avec preface,<br />
Αγία Πετρούπολη 1909, σ. 277.<br />
29<br />
Οι τύποι από το ρήμα ὁρῶ που απευθύνονται στον θεατή-ες, είναι συνήθεις<br />
ως εναρκτήριες λέξεις σε βυζαντινά επιγράμματα. Βλ. Vassis, Initia
344 ΜΑΝΟΛΗΣ Σ. ΠΑΤΕΔΑΚΗΣ<br />
του Ευαγγελιστή Ματθαίου και αναγνώστη της αρχής του ευαγγελίου<br />
του αλλά και ολόκληρου του πρώτου κεφαλαίου που αναλύει τη γενεαλογία<br />
του Χριστού. Ταυτόχρονα ο πρώτος στίχος απευθύνεται<br />
σε μορφή ερώτησης: «κοιτάς τον τελώνη;», –συνήθης χαρακτηρισμός<br />
του φοροεισπράκτορα Ματθαίου–, «βλέπεις τι πράγματα γράφει;»<br />
Η αποστροφή και η ερώτηση «βλέπεις οἷα γράφει;» αποκτούν νόημα,<br />
μόνο αν εκληφθούν ότι αφορούν κάτι παράδοξο και θαυμαστό.<br />
Πολύ εύστοχα ο Παπαγιάννης στο υπόμνημα πηγών της έκδοσης<br />
εντοπίζει την ακριβή σχέση της εναρκτήριας φράσης του ευαγγελίου<br />
του Ματθαίου, υἱοῦ Δαυίδ υἱοῦ Ἀβραάμ, με τους επόμενους στίχους<br />
2 και 3 του επιγράμματος. Αυτοί οι στίχοι στην ουσία απαντούν στη<br />
ρητορική ερώτηση που διατυπώνει ο στίχος 1 αλλά και ερμηνεύουν<br />
το θαυμαστό του πράγματος: πώς γίνεται ο Υιός και Λόγος του Θεού<br />
να είναι μαζί γιος του Δαυίδ και του Αβραάμ, Θεός και άνθρωπος<br />
ταυτόχρονα; Στα επόμενα χωρία του εναρκτήριου κεφαλαίου του<br />
ευαγγελίου του Ματθαίου (1.2-17), πράγματι η καταγωγή από τον<br />
Αβραάμ και τον Δαυίδ αποτελεί δύο από τα τρία κομβικά σημεία<br />
της σειράς των προπατόρων του Θεανθρώπου. Στους στίχους λοιπόν<br />
2-3 του επιγράμματος δίνεται έμμεσα απάντηση: «ο τελώνης, θεατή-αναγνώστη,<br />
σου αποδεικνύει –μέσα από την αφήγηση της γενεαλογίας<br />
του Ιησού– ότι ο Λόγος του Θεού είναι γιος του Αβραάμ·<br />
την ίδια στιγμή τον ονομάζει παιδί του Δαυίδ, μέσα από την αναλυτική<br />
καταγραφή της γενεαλογίας του 30 , αυτόν που είναι ταυτόχρονα<br />
και Θεός του Δαυίδ. Αυτό το παράδοξο έχει συντελεστεί στην ουσία<br />
μέσα από το γεγονός της ενανθρώπισης του Ιησού και της σαρκικής<br />
του παρουσίας ανάμεσα σε μας, τους ανθρώπους».<br />
Με βάση την παραπάνω ερμηνεία, ας επιστρέψουμε στην γραφή<br />
Carminum Byzantinorum, ό.π., σ. 542-544. Για την αποστροφή στον θεατή<br />
στο πλαίσιο της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στην επιγραφή, την εικόνα και<br />
στο ανθρώπινο υποκείμενο που τις βλέπει και τις διαβάζει, βλ. σε αρκετές<br />
από τις μελέτες των τελευταίων ετών: Α. Rhoby, Interactive Inscriptions.<br />
Byzantine Works of Art and Their Beholders, στο Α. Lidov (επιμ.), Spatial<br />
Icons. Performativity in Byzantium and Medieval Russia, Moscow 2011, σ.<br />
317-333, ιδ. σ. 320-326· A. Rhoby, The Meaning of Inscriptions for the<br />
Early and Middle Byzantine Culture. Remarks on the Interaction of<br />
Word, Image and Beholder, στο Scrivere e leggere nell’alto medioevo. Spoleto,<br />
28 aprile–4 maggio 2011, Spoleto 2012, σ. 731-753.<br />
30<br />
Άλλωστε η πρώτη λέξη, βίβλος, μοιάζει να σημαίνει περισσότερο καταγραφή,<br />
κατάλογος, παρά βιβλίο, και αποτελεί την αναλυτική τεκμηρίωση<br />
της καταγωγής του Θεανθρώπου.
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΒΙΒΛΟΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ<br />
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΜΕΡΩΝΑ<br />
345<br />
ὑιὸν που παραδίδει η επιγραφή, αντί Θεὸν που παραδίδουν τα χειρόγραφα,<br />
στον τρίτο στίχο του επιγράμματος. «Ο τελώνης», όπως<br />
απαντά το επίγραμμα, με βάση το εναρκτήριο χωρίο του ευαγγελίου<br />
του Ματθαίου (1.1), «παρουσιάζει τον Ιησού ως γιο του Αβραάμ<br />
και παιδί του Δαυίδ». Το θαυμαστό έγκειται στο γεγονός ότι ονομάζεται<br />
γιος του Αβραάμ και παιδί του Δαυίδ αυτός που είναι Θεός<br />
του Δαυίδ, και όχι γιος του Δαυίδ. Άρα περισσότερο λογική μοιάζει<br />
η γραφή Θεὸν της χειρόγραφης και όχι υἱὸν της επιγραφικής παράδοσης.<br />
Η γραφή υἱὸν της επιγραφής επηρεάζεται μάλλον από τον<br />
πρώτο στίχο του ευαγγελίου και τη φράση «υἱοῦ Δαυίδ», αλλά αν<br />
την υιοθετήσουμε ως αυτή που ήθελε να γράψει ο Πρόδρομος, τότε<br />
το επίγραμμα χάνει το πιο σημαντικό μέρος του, το παράδοξο νόημα<br />
στο οποίο καλείται να απαντήσει και το οποίο εισάγεται στο ερώτημα<br />
του πρώτου στίχου. Γι’ αυτό παρόλο που ο μελλοντικός εκδότης<br />
χρειάζεται να καταγράψει και τη γραφή υἱὸν της επιγραφής, η αντίστοιχη<br />
Θεόν της χειρόγραφης παράδοσης είναι η επικρατέστερη 31 .<br />
Μέχρι αυτό το σημείο της μελέτης μας, το επίγραμμα «εἰς τὸ Βίβλος<br />
γενέσεως» μοιάζει ως ένα επίγραμμα συνοδευτικό σε έργο τέχνης,<br />
συγκριμένα στην απεικόνιση του ευαγγελιστή Ματθαίου, στον ναό<br />
της Παναγίας του Μέρωνα, χωρίς να έχει αποκλεισθεί η αρχική<br />
σύνθεσή του για να συνοδέψει την εικόνα του ευαγγελιστή σε κάποιον<br />
χειρόγραφο κώδικα, πιθανόν ευαγγελιστάριο ή τετραευάγγελο.<br />
Συζητώντας παραπάνω το περιεχόμενο και τα νοήματα του επιγράμματος,<br />
ήδη έχει γίνει νύξη για πιθανή σύνδεσή του με κύκλους<br />
επιγραμμάτων που συνοδεύουν τις απεικονίσεις των τεσσάρων<br />
ευαγγελιστών. Ωστόσο η θέση του μέσα στο ποιητικό έργο του Θεοδώρου<br />
Προδρόμου, ως ένα ανάμεσα σε πολλά επιγράμματα που<br />
αναφέρονται σε διαφορετικά σημεία της αφήγησης των ευαγγελίων,<br />
περιπλέκει την επιχειρηματολογία προς αυτήν την κατεύθυνση, καθώς<br />
το πλαίσιο που τίθεται μέσα από τους ίδιους τους τίτλους της<br />
συλλογής στα χειρόγραφα, μοιάζει να είναι ευρύτερο, όχι μόνο η<br />
31<br />
Για τη συμπληρωματική συμβολή της επιγραφικής στη χειρόγραφη παράδοση<br />
των βυζαντινών επιγραμμάτων βλ. γενικά W. Hörandner, Zur Textkritik<br />
inschriftlich überlieferter Epigramme, στο W. Hörandner-A. Rhoby<br />
(επιμ.), Die kulturhistorische Bedeutung byzantinischer Epigramme, Wien<br />
2008, σ. 29-35, και πιο συγκεκριμένα στην ποίηση του Χριστόφορου<br />
Μυτιληναίου, στο Α. Rhoby, On the Inscriptional Versions of the Epigrams<br />
of Christophoros Mitylenaios, στο F. Bernard-K. Demoen (επιμ.), Poetry<br />
and its Contexts in Eleventh-century Byzantium, Farnham-Burlington 2012,<br />
σ. 147-154.
346 ΜΑΝΟΛΗΣ Σ. ΠΑΤΕΔΑΚΗΣ<br />
αρχή των ευαγγελίων αλλά πολλά διαφορετικά χωρία και γεγονότα<br />
της αφήγησής τους 32 . Παρόλο που δεν έχει εντοπιστεί κάποιο παράδειγμα<br />
από σωζόμενο χειρόγραφο με το επίγραμμα να συνοδεύει<br />
μικρογραφία του ευαγγελιστή Ματθαίου 33 , προέκυψε ένα άλλο<br />
ισχυρό δεδομένο για την κατάταξη του επιγράμματος στην ευρύτερη<br />
κατηγορία την οποία έχει ονομάσει η νεότερη έρευνα ως “book<br />
epigrams”, δηλαδή βιβλιακά επιγράμματα που είχαν συντεθεί για<br />
να εγγραφούν σε κάποιο χειρόγραφο, είτε ως συνοδευτικά μικρογραφίας,<br />
είτε ως συνοδευτικά απλώς του ίδιου του χειρογράφου 34 .<br />
32<br />
Βλ. παραπάνω σημ. 23 και 25.<br />
33<br />
Στο ερευνητικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου της Γάνδης και στη βάση<br />
δεδομένων που έχει δημιουργηθεί για τα βιβλικά επιγράμματα (database<br />
of byzantine book epigrams), το εν λόγω τετράστιχο ποίημα σημειώνεται<br />
ότι υπάρχει σε δύο περιπτώσεις, στην Ελλάδα, στο χειρόγραφο Ms. Lesbiacus<br />
Leimonos 35 της Μονής Λειμώνος στη Λέσβο, και στην Ιταλία,<br />
στον κώδικα Marcianus gr. app. I 15 της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης, ως<br />
βιβλιακό. Ευχαριστώ θερμά τους υπευθύνους στο πρόγραμμα του Πανεπιστημίου<br />
της Γάνδης, ιδιαίτερα τον ερευνητή δρ. Δημήτρη Σκρέκα, για<br />
την προθυμία του να θέσει υπόψη μου το παραπάνω υλικό, καθώς και<br />
για την πολύ χρήσιμη συζήτηση μαζί του κατά την ολοκλήρωση αυτής της<br />
μελέτης. Όπως διαπιστώθηκε, μελετώντας το σχετικό προσβάσιμο υλικό,<br />
στον κώδικα της Μονής Λειμώνος, στο τέλος του περγαμηνού του μέρους<br />
(φ. 132r-166v) που περιέχει εξήγηση στο Κατά Ματθαίον ευαγγέλιο από<br />
τον Θεοφύλακτο Βουλγαρίας, μετά ακριβώς από το βιβλιογραφικό σημείωμα<br />
του κώδικα από τον αντιγραφέα Μιχαήλ «ἀλιτρό», όπως αυτοαποκαλείται,<br />
κλείνει το σχετικό τμήμα με το επίγραμμα «ὁρᾷς τὸν τελώνην ...» για<br />
το ευαγγέλιο του Ματθαίου (βλ. τη σχετική αναζήτηση στη εξαιρετική<br />
βάση δεδομένων με ψηφιοποιημένα χειρόγραφα της μονής, http://<br />
84.205.233.134/library/results.php). Στον κώδικα της Βενετίας, που είναι<br />
ένα ευαγγελιάριο, πιθανόν του 14ου αι., υπάρχουν εκτός από το επίγραμμα<br />
στο ευαγγέλιο του Ματθαίου (φ. 7r) άλλες δύο περιπτώσεις επιγραμμάτων,<br />
ένα στον ευαγγελιστή Λουκά (φ. 90r) και στους τέσσερις<br />
ευαγγελιστές (φ. 145r)· και τα δύο ακολουθούνται από μικρογραφίες του<br />
ευαγγελιστή Λουκά (φ. 90v) και του ευαγγελιστή Ιωάννη (φ. 146r), ενώ<br />
δεν είναι ξεκάθαρο από την περιγραφή του κώδικα, αν υπάρχει και μικρογραφία<br />
με τον ευαγγελιστή Ματθαίο, αμέσως μετά το φ. 7r. (βλ. Ε.<br />
Mioni, Bibliothecae Divi Marci Venetiarum codices graeci manuscripti, vol.<br />
1.1., Rome 1967, σ. 20-22).<br />
34<br />
Βλ. τις διαφορετικές κατηγοριοποιήσεις (επιγράμματα σε κολοφώνες χειρογράφων,<br />
αφιερωματικά, εγκωμιαστικά, συνοδευτικά σε μικρογραφίες<br />
χειρογράφων κ.ά.) από τον Lauxtermann, Βyzantine Poetry, ό.π., σ. 197-<br />
212, τους Κ. Bentein-K. Demoen, The Reader in Eleventh-century Book<br />
Epigrams, στο Βernard-Demoen, Poetry and its Contexts, σ. 70, όπως και<br />
στην ιστοσελίδα του ομώνυμου ερευνητικού προγράμματος από το Πανε-
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΒΙΒΛΟΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ<br />
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΜΕΡΩΝΑ<br />
347<br />
Το ξεκάθαρο τεκμήριο για την ερμηνεία και κατάταξη του επιγράμματός<br />
μας ως βιβλιακού (“book epigram”) δίνει μία ιδιάζουσα<br />
μικρογραφία από χειρόγραφο περγαμηνό κώδικα, το υπ’ αριθμόν<br />
9 τετραευάγγελο του Πρότυπου Πειραματικού Γενικού Λυκείου –Α΄<br />
Γυμνασίου την εποχή δημοσίευσής του– Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου<br />
Αιγαίου, που πιθανόν χρονολογείται στο διάστημα ανάμεσα<br />
στα τέλη του 12ου και τις αρχές του 13ου αι. 35 . Εκτός από τα τέσσερα<br />
επίτιτλα, τις μικρογραφίες στην αρχή του κάθε ευαγγελίου στον κώδικα,<br />
σύμφωνα με τον μελετητή του, ακαδημαϊκό Π. Βοκοτόπουλο,<br />
υπάρχουν άλλες «τέσσερις ολοσέλιδες παραστάσεις των ευαγγελιστών<br />
... και 89 ευαγγελικές σκηνές μέσα σε ορθογώνιο πλαίσιο» σε<br />
ζωγραφικές απεικονίσεις, ενώ ο κώδικας «ανήκει στη λεγόμενη<br />
ομάδα της Νικαίας» 36 . Ξεχωριστή σημασία για τη μελέτη μας έχει η<br />
μικρογραφία-επίτιτλο (φ. 7r) (εικ. 3) στην αρχή του ευαγγελίου του<br />
Εικ. 3.<br />
Το επίτιτλο<br />
στην αρχή του ευαγγελίου<br />
του Ματθαίου<br />
από το τετραευάγγελο<br />
της Μυτιλήνης, φ. 7r.<br />
πιστήμιο της Γάνδης, http://www.dbbe.ugent.be/node/4.ParText Bibl. Basel.<br />
35<br />
Βλ. σχετικά Π. Βοκοτόπουλος, Τα επίτιτλα ενός τετραευαγγέλου της «ομάδος<br />
της Νικαίας» (πίν. 33-36), ΔXAE 9 (1977-1979), Περίοδος Δ΄ = Στη<br />
μνήμη της Μαρίας Γεωργίου Σωτηρίου (1888-1979), σ. 133-141.<br />
36<br />
Βοκοτόπουλος, Τα επίτιτλα ενός τετραευαγγέλου, σ. 133.
Εικ. 4. H αρχή του ευαγγελίου του Ματθαίου από το τετραευάγγελο της Μυτιλήνης, φ. 6v-7r.
350 ΜΑΝΟΛΗΣ Σ. ΠΑΤΕΔΑΚΗΣ<br />
Ματθαίου (φ. 6v-7r) (εικ. 4) στην περιγραφή της οποίας ο μελετητής<br />
δίνει ιδιαίτερη έμφαση: ο ευαγγελιστής Ματθαίος εικονίζεται να<br />
«προχωρεί με γρήγορη κίνηση από αριστερά, κρατώντας ειλητάριο,<br />
όπου είναι γραμμένη η αρχή του ευαγγελίου του, ενώ υψώνει το<br />
δεξί χέρι σε σχήμα λόγου προς τον Χριστό Εμμανουήλ, που εικονίζεται<br />
στο επάνω μέρος στηθαίος, με ένσταυρο φωτοστέφανο, μέσα<br />
σε τμήμα κύκλου. Δεξιά δύο άνδρες με γενειάδα και φωτοστέφανο,<br />
από τους οποίους ο πρώτος φορεί στέμμα, υψώνουν τα χέρια σε<br />
σχήμα δεήσεως προς τον Χριστό. ... Η δεομένη μορφή με το στέμμα<br />
είναι προφανώς ο προφήτης Δαβίδ, ενώ ο δεύτερος δεόμενος, με<br />
λευκή γενειάδα και μαλλιά, θα μπορούσε να ταυτισθή με τον προπάτορα<br />
Αβραάμ» 37 . Επιπλέον στις λεπτομέρειες αυτής της απεικόνισης,<br />
α) στο ειλητάριο που κρατά ο ευαγγελιστής Ματθαίος με το<br />
αριστερό χέρι, αναγράφεται ακριβώς το χωρίο «Βίβλος γενέσεως<br />
Ἰησοῦ Χριστοῦ υἱοῦ Δαυίδ υἱοῦ Ἀβραάμ», β) με το δεξί χέρι ο ίδιος<br />
δείχνει τον Χριστό Εμμανουήλ, αγένειο, σε νεαρή ηλικία, ενώ γ)<br />
δεξιά οι δύο προπάτορες, ο βασιλιάς Δαυίδ και ο πατριάρχης<br />
Αβραάμ, παρακολουθούν την κίνησή του δεόμενοι στον Χριστό.<br />
Είναι φανερό ότι η σύλληψη και το νόημα της αφήγησης στο επίγραμμα<br />
του Θεοδώρου Προδρόμου συμπίπτει με αυτό της μικρογραφίας<br />
στο επίτιτλο του ευαγγελίου του Ματθαίου από το τετραευάγγελο<br />
της Μυτιλήνης: «βλέπεις (ὁρᾷς) τον Τελώνη και αυτά που<br />
γράφει στο ειλητάριό του; Σου δείχνει (δείκνυσί σοι) τον Λόγο του<br />
Θεού, που μέσα από την παρουσία του ως άνθρωπος, νεαρός Εμμανουήλ,<br />
(ἐν τῇ σαρκικῇ παρουσίᾳ) φανερώνεται ότι κατάγεται από<br />
τον βασιλιά Δαυίδ και τον γέροντα πατριάρχη Αβραάμ.»<br />
Όπως τονίζει ο Βοκοτόπουλος, «ο Αβραάμ και ο Δαβίδ παρίστανται<br />
εδώ μάρτυρες της ενανθρωπήσεως του Ιησού»· σε επίπεδο<br />
καταβολών της απεικόνισης, ο ίδιος μελετητής διαπιστώνει ότι ενώ<br />
και σε άλλα χειρόγραφα υπάρχουν παρόμοιες παραστάσεις με επιλογή<br />
από μορφές των προπατόρων, η εν λόγω μικρογραφία δε συναντάται<br />
κάπου αλλού 38 . Η μοναδική αυτή και ιδιάζουσα στις λε-<br />
37<br />
Βλ. για την πλήρη περιγραφή και τη σχετική ασπρόμαυρη φωτογραφία,<br />
Βοκοτόπουλος, Τα επίτιτλα ενός τετραευαγγέλου, σ. 134-136 και πίν. 33.<br />
38<br />
Βλ. τη σχετική συζήτηση Βοκοτόπουλος, Τα επίτιτλα ενός τετραευαγγέλου,<br />
σ. 135-136. Παρόμοια στη σύλληψή της απεικόνιση υπάρχει στον κώδικα<br />
υπ. αρ. 3 (Ψαλτήριο και Καινή Διαθήκη) της συλλογής του Dumbarton<br />
Oaks στην Ουάσιγκτον (βλ. S. Der Nersessian, A Psalter and New Testament<br />
Manuscript at Dumbarton Oaks, DOP 19 (1965), σ. 179-180, εικ.
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΒΙΒΛΟΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ<br />
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΜΕΡΩΝΑ<br />
351<br />
πτομέρειές της απεικόνιση αντιστοιχεί ακριβώς με τη σύλληψη του<br />
επιγράμματος του Θεοδώρου Προδρόμου για το «Βίβλος γενέσεως».<br />
Το επίγραμμα σαν να συνδέεται με τη σύνθετη παράσταση-μικρογραφία<br />
του εν λόγω τετραευαγγέλου, παρόλο που δεν είναι δυνατό<br />
να προσδιοριστεί ξεκάθαρα, σε αυτό το στάδιο της έρευνάς μας, αν<br />
η μικρογραφία είναι εμπνευσμένη από το επίγραμμα ή το αντίστροφο.<br />
Γεγονός είναι ότι τα δύο, το επίγραμμα του Προδρόμου και<br />
η μικρογραφία του ευαγγελίου της Μυτιλήνης, δεν συναντώνται στο<br />
ίδιο αντικείμενο, αλλά αποκομμένα το ένα από το άλλο· το πρώτο<br />
ως ποίημα στη συλλογή των επιγραμμάτων του Προδρόμου και<br />
στον ναό της Παναγίας στον Μέρωνα –κάτω από την παράσταση<br />
του ευαγγελιστή Ματθαίου–, ενώ η δεύτερη ως επίτιτλο του ευαγγελίου<br />
του Ματθαίου, στον κώδικα της Μυτιλήνης. Ο όμοιος τρόπος<br />
της αφήγησής τους επιτρέπει να υποθέσουμε ότι έχει δημιουργηθεί<br />
το ένα σε σχέση με το άλλο, ενώ μικρότερη μοιάζει η πιθανότητα τα<br />
δύο να έχουν δημιουργηθεί ανεξάρτητα, ως σχόλια στο αρχικό χωρίο<br />
«Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ υἱοῦ Δαυίδ υἱοῦ Ἀβραάμ» του<br />
28), όπου ωστόσο οι προπάτορες Δαυίδ και Αβραάμ απεικονίζονται κάτω<br />
από τη μορφή του Χριστού, στην δεξιά κάτω ώα του φύλλου, χωρίς να<br />
συνδέονται οργανικά με τη μορφή του ευαγγελιστή Ματθαίου που καταλαμβάνει<br />
σε ξεχωριστό πλαίσιο ολόκληρο το πάνω μέρος του, ως επίτιτλο.<br />
Με ανάλογες νοηματικές συνδέσεις απεικόνιση συναντάται στον επίσης<br />
μικρογραφημένο κώδικα υπ. αρ. 522 (τετραευάγγελο, πιθανόν του 11ου<br />
αι.) από την Walters Art Gallery της Βαλτιμόρης, όπου –με την ίδια ακριβώς<br />
διάταξη όπως στον κώδικα της Μυτιλήνης– σε ολόκληρο το φ. 11v<br />
εικονίζεται ο ευαγγελιστής Ματθαίος να συγγράφει το ευαγγέλιό του, ενώ<br />
στο φ. 12r ως επίτιτλο συνοδεύει την αρχή της περικοπής στην Κυριακή<br />
των Προπατόρων η μικρογραφία της Γέννησης του Χριστού, μαζί με τις<br />
μορφές του προπάτορα Αβραάμ (πάνω) και του προφήτη Δαυίδ (κάτω)<br />
στην δεξιά ώα. (Βλ. σχετικά στην ιστοσελίδα http://www.thedigitalwalters.org/Data/WaltersManuscripts/html/W522/description.html<br />
και G. R.<br />
Parpulov, A Catalogue of the Greek Manuscripts at the Walters Art Museum,<br />
The Journal of the Walters Art Museum 62 (2004), σ. 88-90) Όπως<br />
αναφέραμε παραπάνω στη σημ. 11, ένα εικονογραφημένο περγαμηνό<br />
ευαγγέλιο μαρτυρείται στον Μέρωνα μεταγενέστερα, πιθανόν κατά τους<br />
αι. 15ο και 16ο· ωστόσο ελέγχοντας πώς εικονογραφείται ο ευαγγελιστής<br />
Ματθαίος, δεν εντοπίσαμε κάποια σχέση με τη συζήτησή μας. (Βλ. Καδάς,<br />
Το εικονογραφημένο χειρόγραφο, σ. 66-68 και πίν. 4) Εδώ η ολοσέλιδη<br />
απεικόνισή του Ματθαίου χωρίς τους προπάτορες, αποτελεί μόνο ένα<br />
δείγμα από την πλούσια διακόσμηση (και άλλες ολοσέλιδες απεικονίσεις,<br />
επίτιτλα και παρασελίδιες μικρογραφίες, με ευαγγελικές σκηνές και μορφές<br />
αγίων) που περιέχει ο κώδικας.
352 ΜΑΝΟΛΗΣ Σ. ΠΑΤΕΔΑΚΗΣ<br />
ευαγγελίου του Ματθαίου 39 . Δεν αποκλείεται τα δύο να δημιουργηθήκαν<br />
συγχρόνως εξαρχής και ο Θεόδωρος Πρόδρομος να έγραψε<br />
το επίγραμμα για να συνοδέψει ένα εικονογραφημένο ευαγγέλιο, με<br />
επιγεγραμμένα επιγράμματα, αλλά μία τέτοια υπόθεση χρειάζεται<br />
επιπλέον μαρτυρίες ώστε να επιβεβαιωθεί.<br />
Προς το παρόν, πιο ισχυρό συνδετικό σημείο ανάμεσα στις<br />
άλλες ομοιότητές τους, είναι η χειρονομία του Ματθαίου, εικονογραφικά,<br />
να δείχνει με το χέρι του τον Χριστό Εμμανουήλ, και η έκφραση<br />
αυτής της χειρονομίας με τη φράση «δείκνυσί σοι» στον στ. 2 του επιγράμματος<br />
αντίστοιχα. Κρίνοντας και από τους τίτλους στο υποσύνολο<br />
αυτής της συλλογής του Θεοδώρου Προδρόμου για επιγράμματα<br />
αφιερωμένα σε «χωρία, ... γιορτές ... ή γεγονότα» από τα ευαγγέλια,<br />
δεν αποκλείεται ένα τέτοιο τετραευάγγελο με πλήθος μικρογραφιών<br />
για διαφορετικά χωρία, γιορτές ή γεγονότα να είχε αποτελέσει την<br />
πηγή έμπνευσης για τα αντίστοιχα επιγράμματα του Θεοδώρου Προ-<br />
39<br />
Ως ισοδύναμες πιθανότητες μοιάζουν οι δύο, α) πρώτα να προηγήθηκε η<br />
μικρογραφία, που άλλωστε μπορούσε να έχει εμπνευσθεί από την αρχή<br />
του ευαγγελίου του Ματθαίου, και να ακολούθησε το σχετικό επίγραμμα<br />
του Προδρόμου –ο οποίος μάλιστα ενδεχομένως διάβαζε το ευαγγέλιο<br />
από έναν τέτοιο μικρογραφημένο κώδικα–, αλλά και το αντίστροφο, δηλαδή<br />
β) πρώτα να γράφτηκε το επίγραμμα επίσης εμπνευσμένο από την<br />
αρχή του ευαγγελίου του Ματθαίου και μετά να ακολούθησε η μικρογραφία,<br />
ή ακόμη και ως συνοδευτικό της μικρογραφίας. Η μελέτη του χειρογράφου<br />
από τη Μυτιλήνη στο σύνολο των μικρογραφιών του και η σχέση<br />
τους με τα επιγράμματα της συλλογής του Θεοδώρου Προδρόμου θα μπορούσαν<br />
να δώσουν επιχειρήματα προς τη μία ή προς την άλλη κατεύθυνση.<br />
Από το δεύτερο πιο αναλυτικό άρθρο του ίδιου μελετητή, με γύρω στις<br />
20 φωτογραφίες μικρογραφιών του κώδικα (βλ. P. L. Vokotopoulos,<br />
L’évangile illustré de Mytilène, στο Studenica et l’art byzantin autour de<br />
l’année 1200, Beograd 1988, σ. 377-383, εικ. 1-23), διαπιστώνεται η πιθανή<br />
σχέση ανάμεσα στην επιλογή των σκηνών που εικονογραφούνται<br />
στον κώδικα και τα αντίστοιχα επιγράμματα από τη συλλογή του Προδρόμου.<br />
Όλες σχεδόν οι μικρογραφίες που δημοσιεύονται από τον Βοκοτόπουλο,<br />
αποτελούν και θέμα αντίστοιχων επιγραμμάτων στη εκδεδομένη<br />
από τον Παπαγιάννη συλλογή του Προδρόμου. Αυτή τη σχέση προτίθεται<br />
να ερευνήσει ο γράφων στο άμεσο μέλλον, αφού η παρούσα μελέτη βασίσθηκε<br />
πρωτίστως στις δημοσιεύσεις του Π. Βοκοτόπουλου και όχι σε<br />
αυτοψία του συνόλου του κώδικα. Δεν αποκλείεται ο μελλοντικός εντοπισμός<br />
αντίστοιχων επιγραμμάτων του Θεοδώρου Προδρόμου σε ευαγγελιστάρια<br />
επίσης να διαφωτίσει τη σχετική υπόθεση. Για την αποστολή έγχρωμων<br />
φωτογραφιών του κώδικα υπ’ αρ. 9, ιδιαίτερες ευχαριστίες<br />
οφείλονται στη διευθύντρια του Πρότυπου Πειραματικού Γενικού Λυκείου<br />
Μυτιλήνης κ. Σκαλοχωρίτου και τον δρα. Θεολογίας κ. Καλαμάτα.
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΒΙΒΛΟΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ<br />
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΜΕΡΩΝΑ<br />
353<br />
δρόμου, ή αντίστροφα τα επιγράμματα του Προδρόμου να αποτέλεσαν<br />
πηγή έμπνευσης για τις μικρογραφίες. Το πιο ασφαλές πρώτο συμπέρασμα<br />
αποτελεί ότι το συγκεκριμένο επίγραμμα, παρόλο που συνοδεύει<br />
τη μορφή σε τοιχογραφία του ευαγγελιστή Ματθαίου στην<br />
Παναγία στον Μέρωνα, μπορεί να χαρακτηριστεί ως βιβλιακό, αφού<br />
ο τρόπος αφήγησής του βρίσκεται πολύ κοντά στην αντίστοιχη μικρογραφία<br />
από το τετραευάγγελο της Μυτιλήνης. Αυτή η διαπίστωση<br />
δημιουργεί σκέψεις για έρευνα προς αντίστοιχες κατευθύνσεις για το<br />
σύνολο των επιγραμμάτων της εκδεδομένης συλλογής του Θεοδώρου<br />
Προδρόμου στα διάφορα ευαγγελικά χωρία και τη σχέση της με εικονογραφημένους<br />
κώδικες της περιόδου.<br />
Μέχρι αυτό το σημείο έχει εξεταστεί το εν λόγω εύρημα της<br />
επιγραφής στον Μέρωνα, ως ένα επίγραμμα του Θεοδώρου Προδρόμου,<br />
που μας ήταν γνωστό από τα χειρόγραφα, συνοδευτικό<br />
στην περίπτωσή μας σε έργο τέχνης, καθώς και οι μικρές λανθασμένες<br />
αποκλίσεις που μας παρέχει όσον αφορά την παράδοση<br />
του κειμένου, ενώ σε συνδυασμό με τη μικρογραφία του χειρογράφου<br />
της Μυτιλήνης, ως ένα τεκμήριο της αξίας της συλλογής των<br />
αντίστοιχων επιγραμμάτων του Προδρόμου ως βιβλιακά. Παρακάτω<br />
θα διερευνηθεί περαιτέρω και θα ερμηνευθεί η θέση και η χρήση<br />
του επιγράμματος στο συγκεκριμένο μνημείο. Έχει ήδη επισημανθεί<br />
η σύνδεση της Παναγίας του Μέρωνα με την οικογένεια των Καλλεργών,<br />
καθώς και η επιχειρούμενη ιδεολογική σύνδεση του κλάδου<br />
με την Κωνσταντινούπολη, όπως κατέγραψε λίγο αργότερα, στις<br />
αρχές του 15ου αι., και ο Βuondelmonti. Η οικογένεια φαίνεται ότι<br />
επιδίωκε να τονίσει την ευγενική καταγωγή της από τα αρχοντόπουλα<br />
της άλλοτε κραταιάς αυτοκρατορίας, με βάση το σχετικό, περιβεβλημένο<br />
από μυθικά στοιχεία, χρυσόβουλλο, ένας ισχυρισμός που<br />
θα εξακολουθήσει να επιβιώνει και κατά τους επόμενους αιώνες 40 .<br />
Πιστεύουμε ότι η Παναγία του Μέρωνα και τα μηνύματα του διακόσμου<br />
της μπορεί να συσχετισθεί με τις παραπάνω προθέσεις και<br />
συμβολισμούς, λαμβάνοντας υπόψη κάποια βασικά γνωρίσματα του<br />
μνημείου, όπως έχουν ήδη αναφερθεί. Με βάση τόσο δεδομένα<br />
για την τέχνη των τοιχογραφιών του όσο και γενεαλογικές μαρτυρίες,<br />
40<br />
Η ίδια απώτερη καταγωγή μαρτυρείται από ένα από τα επιφανέστερα<br />
μέλη της οικογένειας, τον Αντώνιο Καλλέργη τον 16ο αι. που την ανάγει<br />
στην οικογένεια των Φωκάδων. Βλ. N. M. Παναγιωτάκης, Λέων Διάκονος,<br />
ΕΕΒΣ 34 (1965), σ. 60, 74 σημ. 4.
354 ΜΑΝΟΛΗΣ Σ. ΠΑΤΕΔΑΚΗΣ<br />
ο Ματθαίος Καλλέργης ως κτήτορας ολοκλήρωσε τον ναό και τον<br />
διάκοσμό του, σε μία χρονολογία κοντά στο 1380, ενδεχομένως<br />
και στις αρχές του 15ου αι., μετά τη χρονική συγκυρία κατά την<br />
οποία η οικογένεια απέκτησε επίσημα τον τίτλο της βενετικής ευγένειας<br />
το 1381 41 . Στις πιο πρόσφατες μελέτες έχουν επισημανθεί<br />
εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στο εικονογραφικό πρόγραμμα,<br />
όπως οι παραστάσεις με την Απογραφή του Κυρηνίου πριν την Γέννηση<br />
του Ιησού, το Ενύπνιο του Ιωσήφ μετά τη Γέννηση 42 , όπως<br />
και η Ρίζα του Ιεσσαί 43 , στο ίδιο μεσαίο κλίτος και σε κοντινή απόσταση<br />
σε σχέση με τη θέση όπου βρίσκεται το επίγραμμα. Έχει<br />
γίνει σαφές ότι το επίγραμμα εἰς τὸ βίβλος γενέσεως, την αρχή του<br />
ευαγγελίου του Ματθαίου, σχολιάζει τη γενεαλογία του Ιησού από<br />
τον Αβραάμ έως τον Δαυίδ, από τον Δαυίδ μέχρι τη μετοικεσία Βαβυλώνος,<br />
από τη μετοικεσία Βαβυλώνος μέχρι τον Ιωσήφ το μνήστορα.<br />
Η έμφαση στο συγκεκριμένο επίγραμμα, όπως και στις ιδιαίτερες<br />
παραστάσεις του μνημείου –την Απογραφή του Κυρηνίου<br />
και το Ενύπνιο του Ιωσήφ–, δίνεται στο ζήτημα της καταγωγής, καταρχήν<br />
μέσα από τη δαυιδική καταγωγή του Ιωσήφ, του πατέρα της<br />
θείας οικογένειας, αλλά και στη συνέχεια μέσα από τη δαυιδική καταγωγή<br />
της Θεοτόκου, της μητέρας του Θεανθρώπου, στην παράσταση<br />
της Ρίζας Ιεσσαί.<br />
Σε άρθρο του για την παράσταση της Ρίζας Ιεσσαί στο καθολικό<br />
της Μονής Μαυριώτισσας, στην Καστοριά, ο Τ. Παπαμαστοράκης,<br />
με ιδιαίτερα αναλυτικό και οξυδερκή τρόπο, εξηγεί πως για τη «ράβδο<br />
εκ της Ρίζης Ιεσσαί», την Παναγία, τονίζεται η δαυιδική καταγωγή<br />
της μέσω της καταγωγής του Ιωσήφ, ώστε να συνάγεται και η αντί-<br />
41<br />
Βλ. παραπάνω σημ. 4, 11, 14.<br />
42<br />
Βλ. παραπάνω σημ. 17.<br />
43<br />
Για τη Ρίζα Ιεσσαί στο μνημείο βλ. παρακάτω σημ. 47. Μία επιπλέον<br />
σπάνια ιδιαίτερη παράσταση αποτελεί η απεικόνιση σκηνής θαύματος<br />
του αγίου Ρωμανού του λεγόμενου Σκλεποδιώκτη, προστάτη και θεραπευτή<br />
των αλόγων. Για τη σύνδεση της εν λόγω απεικόνισης με μνημεία συνδεδεμένα<br />
με τους Καλλέργηδες και ενδεχομένως το δικαίωμά τους να διατηρούν<br />
στην ιδιοκτησία τους πολεμικά άλογα βλ. Ν. Πύρρου, Θεραπευτής<br />
και πεταλωτής: Νέα στοιχεία για τον Ρωμανό τον Σκλεποδιώκτη από τη<br />
μνημειακή ζωγραφική της Κρήτης, ΔΧΑΕ 34 (2013), σ. 167-178. Η χρονολόγηση<br />
μάλιστα της εν λόγω παράστασης στο πρώτο στρώμα τοιχογράφησης<br />
του μνημείου (βλ. Μπορμπουδάκη, Η τοιχογραφική διακόσμηση<br />
του ναού της Παναγίας, ό.π., σημ. 102) σημαίνει ότι ενδεχομένως ήδη<br />
από την φάση κατασκευής του πρώτου κλίτους του Αγίου Γεωργίου το<br />
μνημείο συνδεόταν με την οικογένεια των Καλλεργών.
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΒΙΒΛΟΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ<br />
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΜΕΡΩΝΑ<br />
355<br />
στοιχη του Ιησού από τον Δαυίδ τον βασιλέα. Οι υπόλοιποι προπάτορες<br />
στην παράσταση της Ρίζας απεικονίζονται επίσης ως αδιάσπαστος<br />
κρίκος στην αλυσίδα της ευγενικής καταγωγής 44 . Ιδιαίτερα κατά<br />
τη διάρκεια του 12ου αι. και εξής εμφανίζονται αντίστοιχες αναγωγές<br />
για τους αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης με σκοπό να τονιστεί<br />
η ευγενική και αριστοκρατική καταγωγή τους ως αρετή μεγάλης αξίας<br />
στο πλαίσιο του εγκωμίου τους. Στη φιλολογία, τη ρητορική και<br />
γενικά στον πνευματικό λόγο των λογίων της εποχής –ανάμεσα τους<br />
ο Θεόδωρος Πρόδρομος– 45 , ιδιαίτερα στα επιγράμματα του 12ου<br />
αι., αντίστοιχες εκφράσεις με φυτολογικό περιεχόμενο (ἀναδενδράς,<br />
βλάστη, βλαστός, κλάδος, δένδρο ...), αποδίδουν αυτήν την υψηλή καταγωγή.<br />
Λίγο αργότερα, την πρώιμη εποχή των Παλαιολόγων, ο Μιχαήλ<br />
Η' διεκδικεί ως νέος Δαυίδ ή νέος Χριστός αντίστοιχη ευγένεια:<br />
όπως ο Δαυίδ, όπως ο Χριστός, έτσι και ο αυτοκράτορας 46 . Η συγκέντρωση<br />
ανάλογων συμβολισμών σε σχέση με την καταγωγή, όπως<br />
η Ρίζα Ιεσσαί και το υπό μελέτη επίγραμμα, στην Παναγία στον Μέρωνα<br />
47 , είναι δυνατόν να περιέχουν ανάλογες συνδηλώσεις.<br />
Η καταγωγή από τον Δαυίδ, όπως τονίζεται στη «Βίβλο Γενέσεως»<br />
του Ματθαίου και τα υπόλοιπα ευαγγελικά χωρία 48 , φαίνεται<br />
ακριβώς να αξιοποιείται από το πνεύμα του 12ου αι. που στο πλαίσιο<br />
44<br />
Τ. Παπαμαστοράκης, Ένα εικαστικό εγκώμιο του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου:<br />
Οι εξωτερικές τοιχογραφίες στο καθολικό της μονής της Μαυριώτισσας<br />
στην Καστοριά, ΔΧΑΕ 15 (1989-1990), σ. 221-240.<br />
45<br />
Παπαμαστοράκης, Ένα εικαστικό εγκώμιο, σ. 230, σημ. 55.<br />
46<br />
Παπαμαστοράκης, Ένα εικαστικό εγκώμιο, σ. 236.<br />
47<br />
Για την αναλυτική περιγραφή της Ρίζας Ιεσσαί στον Μέρωνα βλ.<br />
Spatharakis-van Essenberg, Byzantine Wall Paintings of Crete. v. ΙΙΙ: Αmari<br />
Province, σ. 159-165 (με επιπλέον παραδείγματα από την υπόλοιπη Κρήτη)·<br />
επίσης στη Μαρία Μπορμπουδάκη, όπου και ο σχολιασμός του θέματος<br />
με βάση ανάλογες απεικονίσεις της περιόδου και της Κρήτης (βλ. Η τοιχογραφική<br />
διακόσμηση, ό.π., σημ. 84-95) και Βorboudakis, The Church<br />
of the Virgin of Meronas, σ. 112· τέλος μία κάπως διαφορετική περιγραφή<br />
των σκηνών στο Στ. Γ. Γουλούλης, «Ρίζα Ιεσσαί». Ο σύνθετος εικονογραφικός<br />
τύπος (13ος-18ος αι.). Γένεση, ερμηνεία και εξέλιξη ενός μύθου, Θεσσαλονίκη<br />
2007, σ. 381-382. Είναι ενδεικτικό ότι και στον κώδικα υπ. αρ. 9 της<br />
Μυτιλήνης, εικονίζεται σε μικρογραφία η Ρίζα Ιεσσαί (φ. 8v), επίσης στην<br />
αρχή του Ευαγγελίου του Ματθαίου, και μόλις στο επόμενο φύλλο μετά<br />
την μικρογραφία που απεικονίζει το επίγραμμα «εἰς τὸ Βίβλος γενέσεως».<br />
Βλ. Vokotopoulos, L’évangile illustré de Mytilène, σ. 180, εικ. 6.<br />
48<br />
Το ευαγγέλιο του Ματθαίου άλλωστε ήδη αρκετά πρώιμα λόγω της εναρκτήριας<br />
ενότητάς του έχει συνδεθεί με τους προπάτορες και το θέμα της<br />
καταγωγής. Βλ. για τη σύνδεση μικρογραφιών προπατόρων σε χειρόγραφα
356 ΜΑΝΟΛΗΣ Σ. ΠΑΤΕΔΑΚΗΣ<br />
του γράφεται το επίγραμμα-σχόλιο του Θεοδώρου Προδρόμου 49 .<br />
Εφόσον ο κτήτορας του μνημείου και του εικονογραφικού του προγράμματος<br />
είναι ο Ματθαίος Καλλέργης, ενδεχομένως οι παραπομπές<br />
που γίνονται είναι παραπάνω από σκόπιμες. Η επιλογή του επιγράμματος,<br />
στη συγκεκριμένη θέση στο κεντρικό κλίτος, δεν υπονοεί<br />
μόνον το όνομα του κτήτορα (που έχει το ίδιο όνομα με τον ευαγγελιστή)<br />
αλλά και την ευγενική του καταγωγή: όπως ο Χριστός έτσι και<br />
ο Ματθαίος Καλλέργης έχει παλαιά και βασιλική-ευγενική καταγωγή.<br />
Έχει άλλωστε ήδη επισημανθεί η διεκδίκηση της νομιμοποίησης<br />
της ευγενικής καταγωγής των Καλλεργών και η αναγωγή της στην<br />
αυτοκρατορική βυζαντινή-ρωμαϊκή οικογένεια των Φωκάδων 50 , ένας<br />
ισχυρισμός που ήταν ανάγκη ακόμη περισσότερο να τονιστεί τότε,<br />
σχεδόν συγχρόνως και με την απόκτηση της βενετικής ευγένειας.<br />
Αξίζει να παρατηρηθεί η διάταξη των μορφών του ευαγγελιστή<br />
Ματθαίου και του ευαγγελιστή Μάρκου εκατέρωθεν πάνω από το<br />
επίγραμμα, στο ανώτερο τμήμα του μετώπου του πεσσού, σε συνδυασμό<br />
με το οικόσημο της οικογένειας των Καλλεργών, αριστερά<br />
και δίπλα στη μορφή του ευαγγελιστή Ματθαίου στον βόρειο τοίχο<br />
του κλίτους 51 , στην αρχή του σφενδονίου του τόξου όπου εικονίζονται<br />
οι άγιοι Δέκα εν Κρήτη μάρτυρες 52 . Αν διαβάζουμε σωστά<br />
με το ευαγγέλιο του Ματθαίου (Παπαμαστοράκης, Ένα εικαστικό εγκώμιο,<br />
σ. 231 σημ. 42 και σημ. 51).<br />
49<br />
Όπως φαίνεται και στο Γουλούλης, «Ρίζα Ιεσσαί», σ. 239 σημ. 35, 240 σημ.<br />
42, 245 σημ. 77, 257 σημ. 154, 258 σημ. 156, 284-285, ο Θεόδωρος<br />
Πρόδρομος θεματικά επενδύει στο ζήτημα της αυτοκρατορικής καταγωγής,<br />
ειδικά μέσα από τον μεταφορικό λόγο που αναφέρεται στη ανάπτυξη του<br />
νέου φυτού για να δηλώσει την καταγωγή. Όπως εύστοχα διατύπωσε ο<br />
Παπαμαστοράκης, Ένα εικαστικό εγκώμιο, σ. 238 « ... ανιχνεύονται και<br />
ρητορικά σχήματα που έχουν μεταφερθεί στη εικαστική γλώσσα. ... ».<br />
50<br />
Αξίζει να σημειωθεί ένα απόσπασμα από την ἱστορία του Μιχαήλ Ατταλειάτη<br />
(11ος αι.), όπου η καταγωγή των Φωκάδων ανάγεται στον Μεγάλο Κωνσταντίνο:<br />
«εὑρήσει κατηγμένους αὐτοὺς ἀπὸ τοῦ τρισμάκαρος καὶ μεγάλου Κωνσταντίνου»<br />
(σ. 217-220· εκδ. Brunet de presle-Bekker). Βλ. Luzzatti-<br />
Lagana, La funzione politica della memoria di Bisanzio, σ. 419, σημ. 61.<br />
51<br />
Βλ. Spatharakis-van Essenberg, Byzantine Wall Paintings of Crete. v. ΙΙΙ:<br />
Αmari Province, το σχέδιο στη σ. 122, δίπλα στον Ματθαίο (αρ. 16), το οικόσημο<br />
των Καλλεργών (αρ. 15), ενώ από την άλλη πλευρά ο ευαγγελιστής<br />
Μάρκος (αρ. 17), και κάτω από τους δύο το επίγραμμα (αρ. 28) και την<br />
περιγραφή στη σ. 133. Σε αντίστοιχη θέση εικονίζονται οι ευαγγελιστές<br />
στην Κερά-Καρδιώτισσα, στον νομό Λασιθίου (βλ. Κ. Γιαπιτσόγλου, Προσκυνητάριον<br />
Ιεράς Μονής Καρδιωτίσσης, Θεσσαλονίκη 2013, σ. 57).<br />
52<br />
Υποψιασμένος για τους συμβολισμούς, παρόλο που οι άγιοι Δέκα δεν
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΒΙΒΛΟΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ<br />
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΜΕΡΩΝΑ<br />
357<br />
τους συμβολισμούς, δίπλα στην απεικόνιση του ευαγγελιστή Ματθαίου,<br />
το οικόσημο δηλώνει ότι ο κτήτορας είναι ο Ματθαίος Καλλέργης·<br />
δεξιά ο ευαγγελιστής Μάρκος θα μπορούσε να υπαινίσσεται<br />
είναι στρατιωτικοί μάρτυρες, ο συντάκτης του λήμματος για την Παναγία<br />
στον Μέρωνα (στον τόμο Spatharakis-van Essenberg, Byzantine Wall<br />
Paintings of Crete. v. ΙΙΙ: Αmari Province, σ. 133· πρβλ. σ. 173) παρατηρεί:<br />
«Below these saints, the second coat of arms of the Kallergis family<br />
within the church is depicted. Βy placing the coat of arms below of<br />
these military saints, Kallergis clearly asks their protection for his military<br />
enterprises against the Venetians.» Πρβλ. Μπορμπουδάκης, Οι τοιχογραφίες<br />
της Παναγίας του Μέρωνα, σ. 410. Αναρωτιόμαστε αν η σχεδόν<br />
σύγχρονη τότε θυσία των τριών Καλλεργών από την Κίσσαμο, αδελφών<br />
Ιωάννη, Γεωργίου και Αλεξίου, στα 1367, μετά μάλιστα από την εμπλοκή<br />
τους στην αποστασία του Αγίου Τίτου (1363-66), την επικήρυξή τους και<br />
την εκ νέου αποτυχημένη επανάσταση στη δυτική Κρήτη, απηχείται επίσης<br />
μέσα από τις παραπάνω συνδέσεις. Βλ. Γ. Κ. Παπάζογλου, «Ὃς τὸν τοῦ<br />
μαρτυρίου δέχεται στέφανον», σ. 9-35. Το κείμενο που εκδίδει ο Παπάζογλου,<br />
από αυτόγραφο χειρόγραφο του Ιωσήφ Φιλάγρη, από άγνωστο<br />
συντάκτη, φέρει ξεκάθαρα αγιολογικά χαρακτηριστικά ενός μαρτυρίου,<br />
ενώ οι εγκωμιαζόμενοι παρουσιάζονται ως μάρτυρες, ειδικά ο Αλέξιος<br />
που εκτελέσθηκε χωριστά στον Χάνδακα: «... Ἑπτὰ λοιπὸν ἡμέρας τῷ τάφῳ<br />
κατακλεισθεὶς, τῇ ὀγδόῃ, ἥτις τοῦ μέλλοντός ἐστιν αἰῶνος τεκμήριον, τὸν ἅπαντα<br />
χῶρον εὐωδίας πλείστης πεπλήρωκεν.» (ό.π. σ. 34) Ανάλογα μπορούν να<br />
ερμηνευθούν οι τρεις παίδες οι εν Καμίνω στη παράσταση της Ρίζας<br />
Ιεσσαί στον Μέρωνα (Spatharakis-van Essenberg, Byzantine Wall Paintings<br />
of Crete. v. ΙΙΙ: Αmari Province, σ. 162)· ενδεχομένως παραπέμπουν στο<br />
μαρτύριο των τριών αδερφών Καλλέργηδων στα Χανιά. Άλλωστε η Μαρία<br />
Μπορμπουδάκη χρονολογεί τη διακόσμηση του μνημείου στην περίοδο<br />
μετά τα γεγονότα. (Βλ. Βorboudakis, The Church of the Virgin of Meronas,<br />
σ. 113) Άλλη μία μαρτυρική μορφή της ίδιας περιόδου ο Άνθιμος ο<br />
Ομολογητής, μητροπολίτης Αθηνών και πρόεδρος Κρήτης, πέθανε στη<br />
φυλακές του Χάνδακα περίπου στα 1370-71. Στο λεγόμενο Συνοδικό της<br />
Συβρίτου αναφέρεται ως ο τελευταίος ορθόδοξος επίσκοπος στο νησί με<br />
την εξής μνεία: «Ἀνθίμου νέου ὁμολογητοῦ καὶ ἀρχιεπισκόπου Κρήτης αἰωνία<br />
ἡ μνήμη», μία φράση που με τους προσδιορισμούς νέου ὁμολογητοῦ αναδεικνύει<br />
τόσο το πρόσφατο του θανάτου του όσο και τη μαρτυρική του<br />
κατάταξη. (Βλ. Laurent, Le Synodicon de Sybrita, σ. 389, 405-411).<br />
Μάλιστα στο ίδιο Συνοδικό το όνομά του ακολουθεί αυτό του «Μακαρίου<br />
ἀρχιεπισκόπου Κρήτης» ο οποίος μαρτυρείται μάλλον ότι επιχωρίαζε και<br />
στην περιοχή της Συβρίτου, στη σημερινή Πατσώ Αμαρίου. Βλ. σχετικά<br />
Μ. Γ. Ανδριανάκης, Ο ναός της Παναγίας στην Πατσώ Αμαρίου, στο Ευμάθιος<br />
Φιλοκάλης, σ. 59. Για τη συζήτηση σχετικά με την έδρα του ορθόδοξου<br />
επισκόπου βλ. Ειρ. Βλαχάκη, Η διαθήκη της Αγνής, κόρης του<br />
Αλεξίου Καλλέργη (1331) και ο ορθόδοξος επίσκοπος Μακάριος, Πεπραγμένα<br />
του Ε΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. Β΄, Ηράκλειο 1985,<br />
σ. 56-63.
358 ΜΑΝΟΛΗΣ Σ. ΠΑΤΕΔΑΚΗΣ<br />
τη Βενετία, ενώ ακριβώς από κάτω από τους δύο ευαγγελιστές το<br />
επίγραμμα για τη Βίβλο γενέσεως θα μπορούσε να μιλάει για τη διπλή<br />
ευγενική καταγωγή της οικογένειας τόσο από την ντόπια κρητικήκωνσταντινουπολίτικη<br />
ευγένεια των Φωκάδων –που τονίζεται και<br />
από τις μορφές των μαρτύρων αγίων Δέκα ακριβώς πάνω από το<br />
οικόσημο– 53 όσο και από τη βενετική ρίζα της. Κοντά στα παραπάνω<br />
στοιχεία, στον ίδιο χώρο του κεντρικού κλίτους –στο δυτικό τοίχο–<br />
βρίσκεται η παράσταση της Ρίζας Ιεσσαί αλλά και απέναντι η σχεδόν<br />
κατεστραμμένη κτητορική επιγραφή, στοιχεία που επίσης συμπλήρωναν<br />
τις εμφατικές στιγμές της αφήγησης για την ευγενική καταγωγή<br />
των κτητόρων, μέσα στο εν λόγω μνημείο, όπως παρουσιάσθηκαν<br />
παραπάνω.<br />
Η παρούσα μελέτη, με τη δημοσίευση του αταύτιστου μέχρι<br />
σήμερα επιγράμματος του Θεοδώρου Προδρόμου, το οποίο βρίσκεται<br />
σε περίοπτο σημείο της γραπτής διακόσμησης του κλίτους<br />
της Παναγίας στον Μέρωνα, επιχείρησε καταρχήν την ανάγνωση<br />
και παρουσίαση της επιγραφής, καθώς και την ανάλυση και ερμηνεία<br />
του κειμένου με βάση την πρόθεση του ίδιου του συγγραφέα τον<br />
12ο αι., το νόημα του εναρκτήριου χωρίου από το ευαγγέλιο του<br />
Ματθαίου στο οποίο βασίζεται, αλλά και τις πνευματικές ζυμώσεις<br />
στο Βυζάντιο κατά τους επόμενους πρώτους αιώνες των Παλαιολόγειων<br />
χρόνων. Οι αρχικά αδύναμες ενδείξεις ότι το εν λόγω επίγραμμα<br />
μπορούσε να είναι συνοδευτικό σε χειρόγραφο (βιβλιακό),<br />
έγιναν περισσότερο ξεκάθαρες μέσα από το ιδιάζον επίτιτλο-μικρογραφία<br />
στην αρχή του ευαγγελίου του Ματθαίου από το τετραευάγγελο<br />
της Μυτιλήνης. Ακόμη κι αν δεν είναι δυνατόν να ανιχνευθεί<br />
ακριβώς η σειρά δημιουργίας της απεικόνισης σε σχέση με το επίγραμμα,<br />
ή το αρχέτυπο πλαίσιο που πιθανόν περιείχε μαζί το κείμενο<br />
και την εικαστική του αναπαράσταση, είναι σαφές ότι οι δύο τρόποι<br />
αφήγησης σχετίζονται, μέσα από λεπτομέρειες της σύνθεσης, όπως<br />
η χαρακτηριστική χειρονομία του Ματθαίου που εικονογραφικά<br />
δείχνει τον Χριστό-Εμμανουήλ αλλά και συμβολικά αποδεικνύει<br />
την καταγωγή του Χριστού. Συγχρόνως το κείμενο του επιγράμματος<br />
και ο εμφατικός λόγος περί καταγωγής του Ιησού από τους προπά-<br />
53<br />
Το οικόσημο υπάρχει και στο δεύτερο-απέναντι άκρο του σφενδονίου του<br />
τόξου με τις απεικονίσεις των αγίων Δέκα. Βλ. Spatharakis-van Essenberg,<br />
Byzantine Wall Paintings of Crete. v. ΙΙΙ: Αmari Province, σ. 124-125.
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΒΙΒΛΟΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ<br />
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΜΕΡΩΝΑ<br />
359<br />
τορες της Παλαιάς Διαθήκης, συνδέεται με παρόμοιες συνδηλώσεις<br />
από παραστάσεις στο ίδιο μνημείο (σχετικές με τον Ιωσήφ τον<br />
Μνήστορα, Ρίζα Ιεσσαί, οικόσημα της οικογένειας), ενώ η δυναμική<br />
του μηνύματός του είναι δυνατόν να ερμηνευθεί μέσα στο πλαίσιο<br />
της ταραγμένης εποχής των κρητικών επαναστάσεων, της διεκδίκησης<br />
προνομίων και της αντίστασης στις βενετικές αρχές από τον<br />
κλάδο των Καλλεργών στην περιοχή της Συβρίτου, με βάση τις σχετικές<br />
ιστορικές μαρτυρίες που διαθέτουμε. Πιστεύ ουμε ότι η παράθεση<br />
και η επιλογή του επιγράμματος δεν έγινε τυχαία, αλλά το μήνυμά<br />
του στόχευε να δηλώσει τη στάση και τη θέση του κτήτορα του<br />
μνημείου για την ευγενική καταγωγή και τα ηγεμονικά κεκτημένα<br />
της οικογένειάς του, στον Μέρωνα αλλά και ευρύτερα την κοινωνία<br />
της Κρήτης, στα τέλη του 14ου και τις αρχές του 15ου αι.
Εικ. 2. Η κόλαση, τοιχογραφία, γύρω στο 1400.
Τζένη Αλμπάνη<br />
Εἰ δὲ κακὰ ἐργάζῃ,<br />
φοβήθητι τὸν Κριτήν 1 .<br />
Σχόλια σε τοιχογραφία<br />
με ποινές αμαρτωλών<br />
στον Άγιο Ιωάννη της Αξού<br />
Μυλοποτάμου, Κρήτη<br />
Ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στο κοιμητήριο του<br />
χωριού Αξός, στην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνου,<br />
είναι ένα μονόκλιτο καμαροσκεπές κτίριο (εικ. 1), εξωτερικών διαστάσεων<br />
10.00 x 5.10 μ. Εσωτερικά ενισχύεται με δύο σφενδόνια<br />
και είναι διακοσμημένος με τοιχογραφίες που χρονολογούνται με<br />
βάση εικονογραφικά και τεχνοτροπικά κριτήρια γύρω στο 1400 2 .<br />
1<br />
Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Τὰ Ἱερὰ Παράλληλα, PG, 95, στ. 1165D. Μια<br />
πρωιμότερη εκδοχή αυτού του άρθρου παρουσιάσθηκε στο συνέδριο<br />
«The Place of Hell. Topographies–Structures–Genealogies» (Λονδίνο,<br />
King’s College και The Warburg Institute, 31 Μαΐου–1 Ιουνίου 2013).<br />
Η περίληψη στο http://www.open.ac.uk/Arts/damned-in-hell/the-placeof-hell-programme-abstracts.pdf,<br />
σ. 8. Θα ήθελα να ευχαριστήσω και<br />
από αυτή τη θέση τον κ. Μιχάλη Ανδριανάκη, Επίτιμο Διευθυντή της<br />
28ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, για την παραχώρηση της άδειας<br />
μελέτης και δημοσίευσης των τοιχογραφιών του μνημείου. Ευχαριστώ<br />
επίσης τους επιστημονικούς επιμελητές του τόμου κ. Κώστα Γιαπιτσόγλου<br />
και κ. Μανόλη Πατεδάκη για τις σημαντικές υποδείξεις τους αναφορικά<br />
με το κείμενο.<br />
2<br />
Για τον ναό του Αγίου Ιωάννη στην Αξό και τις τοιχογραφίες του βλ. G.<br />
Gerola, Monumenti veneti nell’isola di Creta, τ. II, Βενετία 1908 (στο εξής<br />
Gerola, Monumenti veneti), σ. 343-344, αρ. 31. G. Gerola, Κ. Λασιθιωτάκης,<br />
Τοπογραφικός κατάλογος των τοιχογραφημένων εκκλησιών της Κρήτης,<br />
Ηράκλειο 1961 (στο εξής Gerola-Λασιθιωτάκης, Τοπογραφικός κατάλογος),<br />
αρ. 297. K. Gallas, K. Wessel, M. Borboudakis, Byzantinisches Kreta. Reise<br />
und Studium, Mόναχο 1983, σ. 347-348. M. Bissinger, «II. Teil: K. in<br />
mittel- u. spätbyz. Zeit bis ins frühe 16. Jh.», Reallexikon zur byzantinischen
362 ΤΖΕΝΗ ΑΛΜΠΑΝΗ<br />
Εικ. 1.<br />
Ο ναός του Αγίου Ιωάννη<br />
στην Αξό από BΔ.<br />
Ο τοιχογραφικός αυτός διάκοσμος ακολουθεί μια εκλεπτυσμένη τεχνοτροπική<br />
τάση η οποία ανιχνεύθηκε από τον Μανόλη Μπορμπουδάκη<br />
σε μια ομάδα υστεροβυζαντινών μνημείων του τέλους του<br />
Kunst, τ. IV, στ. 905-1174, σποράδην. M. Bissinger, Kreta. Byzantinische<br />
Wandmalerei [Münchener Arbeiten zur Kunstgeschichte und Archäologie,<br />
Bd. 4], Μόναχο 1995, σ. 212, αρ. 194. Ι. Σπαθαράκης, Βυζαντινές τοιχογραφίες<br />
Νομού Ρεθύμνου, Ρέθυμνο 1999, σ. 72-73. Μ. Τroulis, The Holy<br />
Metropolis of Rethymna and Avlopotamos. History-Monuments-Art Treasures,<br />
Ρέθυμνο 2000, σ. 69-70. Τζ. Aλμπάνη, Οι τοιχογραφίες του ναού του<br />
Αγίου Ιωάννη στην Αξό Μυλοποτάμου, στο Ει. Γαβριλάκη-Γ. Ζ. Τζιφόπουλος,<br />
Ο Μυλοπόταμος από την Αρχαιότητα ώς σήμερα. Περιβάλλον-Αρχαιολογία-Ιστορία-Λαογραφία-Κοινωνιολογία.<br />
V: Βυζαντινοί Χρόνοι. Πρακτικά Διεθνούς<br />
Συνεδρίου, Ρέθυμνο 2006 (στο εξής Αλμπάνη, Οι τοιχογραφίες), σ.<br />
159-196. J. Albani, Sins and Punishment. A Representation of the Last<br />
Judgement in the Church of St. John at Axos, Crete, Proceedings of the<br />
Second International Symposium «Christianity in Our Life: Past, Present, Future»<br />
(Tbilisi 22-27 November 2005) [=Logos. Journal of the International<br />
Center of Christian Studies IV], Τυφλίδα 2007, σ. 328-332. Ι. Spatharakis,<br />
Byzantine Wall Paintings of Crete. Vol. II. Mylopotamos Province, Leiden<br />
2010 (στο εξής Spatharakis, Byzantine Wall Paintings ... Μylopotamos), σ.<br />
97-119, αρ. 10.
ΣΧΟΛΙΑ ΣΕ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΠΟΙΝΕΣ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ<br />
ΤΗΣ ΑΞΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ<br />
363<br />
14ου και των αρχών του 15ου αι., κυρίως στη δυτική Κρήτη, και<br />
συνδέθηκε με τις καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες της μεγάλης οικογένειας<br />
των Καλλεργών και τη διασπορά κωνσταντινουπολιτών ζωγράφων<br />
στην Κρήτη τον 14ο αι. 3<br />
Καθώς ο ναός του Αγίου Ιωάννη είχε, πιθανώς, και στους βυζαντινούς<br />
χρόνους κοιμητηριακό χαρακτήρα 4 , περιλαμβάνει στο εικονογραφικό<br />
του πρόγραμμα μια πληθωρική σύνθεση της Δευτέρας<br />
Παρουσίας η οποία έχει θέση στο δυτικό τμήμα του κυρίως ναού.<br />
Συγκεκριμένα στο κλειδί του δυτικού σφενδονίου εικονίζεται η Χειρ<br />
του Θεού και στο δυτικό τμήμα της καμάρας διατάσσονται εννιά<br />
σκηνές με εσχατολογικό περιεχόμενο: Χορός προφητών, Χορός ιεραρχών<br />
και Χορός μαρτύρων σε τρία διάχωρα του νότιου μισού της<br />
και χαμηλότερα ο Παράδεισος. Αντιστοίχως, σε τρία διάχωρα του<br />
βόρειου μισού της καμάρας παριστάνονται Χορός αγίων γυναικών,<br />
Χορός μοναχών και ερημιτών, Χορός οσίων γυναικών και χαμηλότερα Η<br />
Γη αποδίδει τους νεκρούς και η Θάλασσα αποδίδει τους νεκρούς.<br />
Στο τύμπανο του δυτικού τοίχου διατηρείται ελάχιστα το κεντρικό<br />
εικονογραφικό θέμα της σύνθεσης της Δευτέρας Παρουσίας:<br />
η Δέηση, πλαισιωμένη από αγγέλους. Χαμηλότερα διακρίνονται η<br />
Ετοιμασία του Θρόνου, μπροστά από την οποία γονατίζουν ο Αδάμ<br />
και η Εύα, και οι δώδεκα απόστολοι ένθρονοι σε δύο διάχωρα<br />
δεξιά και αριστερά της Ετοιμασίας.<br />
Τέλος, στην κατώτερη ζώνη του δυτικού τοίχου, στα δεξιά της<br />
θύρας, παριστάνεται η Κόλαση την οποία συνθέτουν δεκαεπτά μικρά<br />
διάχωρα (εικ. 2). Στο πάνω τμήμα της διαμορφώνεται ένα ορθογώνιο<br />
διάχωρο μέσα στο οποίο μαύροι δαίμονες σε ζωηρή κίνηση<br />
προβάλλονται σε κόκκινο βάθος. Χαμηλότερα, σε τρεις οριζόντιες<br />
σειρές, διατάσσονται δώδεκα τετράγωνα διάχωρα μέσα στα οποία,<br />
πάνω σε λευκό βάθος, εικονίζονται από ένας ή δύο αμαρτωλοί που<br />
υποβάλλονται σε ατομικές τιμωρίες. Στο κατώτερο μέρος της σύνθεσης<br />
διαμορφώνονται τέσσερα ορθογώνια διάχωρα σε σειρά, τα<br />
οποία διατηρούνται ελάχιστα. Στο πρώτο από αριστερά διαβάζουμε<br />
Ο ΑΚΙΜΗΤΟ[C CΚΩΛΗΞ], ενώ στο τελευταίο ΤΟ CΚΟΤΟC ΤΟ ΕΞΩ-<br />
ΤΕΡΟ. Στα δύο ενδιάμεσα πιθανώς να εικονίζονταν ο Βρυγμός των<br />
οδόντων και το Άσβεστον πυρ.<br />
3<br />
Μ. Μπορμπουδάκης, Οι τοιχογραφίες της Παναγίας του Μέρωνα και μια<br />
συγκεκριμένη τάση της κρητικής ζωγραφικής, Πεπραγμένα του Ε΄ Διεθνούς<br />
Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. Β΄, Ηράκλειο 1985, σ. 396-412.<br />
4<br />
Αλμπάνη, Οι τοιχογραφίες, σ. 191.
364 ΤΖΕΝΗ ΑΛΜΠΑΝΗ<br />
Η εικονογραφική μελέτη των ατομικών ποινών των αμαρτωλών<br />
5 μπορεί να μας δώσει ενδιαφέροντα στοιχεία για τον ηθικό<br />
κώδικα της τοπικής κοινωνίας. Στο πρόσωπό τους καταδικάζονται<br />
συγκεκριμένα αδικήματα που θεωρούνταν αξιόμεμπτα και, κατά τις<br />
μεσαιωνικές αντιλήψεις, αποδίδονταν στην επέμβαση συγκεκριμένων<br />
για κάθε αμάρτημα δαιμόνων 6 . Όπως και σε άλλες παραστάσεις<br />
της Δευτέρας Παρουσίας, ήδη από τον 13ο αι., οι φιλολογικές<br />
πηγές των ατομικών ποινών στον ναό της Αξού μπορούν να αναζητηθούν<br />
σε απόκρυφα κείμενα, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται<br />
η Ἀποκάλυψις τῆς Θεοτόκου, η Ἀποκάλυψις τοῦ Πέτρου και η Ἀποκάλυψις<br />
τοῦ Παύλου 7 . Είναι επίσης πιθανό, στην εικαστική απόδοση των<br />
5<br />
Απλή μνεία για 17 από τους κολασμένους της Αξού σε Gerola, Monumenti<br />
veneti, σ. 343-344. Gerola-Λασιθιωτάκης, Τοπογραφικός κατάλογος, σ. 125.<br />
Βλ. επίσης Σ. Ν. Μαδεράκης, Η κόλαση και οι ποινές των κολασμένων<br />
σαν θέματα της Δευτέρας Παρουσίας στις εκκλησίες της Κρήτης. Γ΄. Οι<br />
ποινές, Ύδωρ εκ Πέτρας 2 (1979) (στο εξής Μαδεράκης, Η κόλαση και οι<br />
ποινές), σ. 21-80, σ. 23, 74-76, 78-79. Αλμπάνη, Οι τοιχογραφίες,<br />
2006, σ. 180-184, εικ. 20-23. Spatharakis, Byzantine Wall Paintings ...<br />
Μylopotamos, σ. 110-112, εικ. 139.<br />
6<br />
Όπως, για παράδειγμα, του δαίμονα της αλαζονείας, της συκοφαντίας,<br />
του φθόνου, του θυμού, της λαιμαργίας, της μέθης της πορνείας. Οι<br />
λαϊκές αυτές πεποιθήσεις πηγάζουν από λαοφιλή μεσαιωνικά αναγνώσματα,<br />
όπως Τὰ Ἱερὰ Παράλληλα. «Οὐ πάντες οἱ δαίμονες τὰ αὐτὰ ἐπιτηδεύματα,<br />
ἢ τὰς αὐτὰς πονηρὰς λειτουργίας ἐπιτάσσονται παρὰ τοῦ<br />
διαβόλου. Ἄλλος γὰρ ἄλλην βδελυρὰν καὶ θεοστυγῆ διακονίαν πεπίστευται.<br />
Καὶ οὗτος μὲν βλασφημίας λογισμοὺς ταῖς τῶν ἀνθρώπων καρδίαις<br />
ἐγγλύφουσιν· ἐκεῖνοι δὲ αἰσχρὰς ἐπιθυμίας ὑποτίθενται τῇ ψυχῇ. Καὶ<br />
ἄλλοι μὲν εἰς κενοδοξίαν, καὶ φθόνον, καὶ τὰ ἑξῆς διεγείρειν εἰώθασιν·<br />
ἄλλοι δὲ τοῖς αἱρετικοῖς τὰς ὕλας τῶν νοημάτων χορηγοῦσιν· ἄλλοι δὲ<br />
περὶ γαστριμαργίαν καὶ μέθην, καὶ πορνείαν σχολάζουσι …». Βλ. Ἰωάννου<br />
τοῦ Δαμασκηνοῦ, Τὰ Ἱερὰ Παράλληλα, PG, 95, στ. 1169Α.<br />
7<br />
D. Mouriki, An unusual Representation of the Last Judgment in a<br />
thirteenth century fresco at St. George near Kouvaras in Attica, ΔΧΑΕ Η'<br />
(1975-1976) (στο εξής Mouriki, An unusual Representation), σ. 163-<br />
164. M. Garidis, Les punitions collectives et individuelles des damnés<br />
dans le Jugement dernier (du XIIe au XIVe siècle), Zbornik za Likovne<br />
Umetnosti 18 (1982) (στο εξής Garidis, Les punitions collectives), σ. 4<br />
κ.ε. Για τις πηγές της εικονογραφίας της σύνθεσης της Δευτέρας Παρουσίας<br />
βλ. επίσης S. Kalopissi-Verti, The Murals of the Narthex: The Paintings<br />
of the Late Thirteenth and Fourteenth Centuries, στο A. Weyl Carr-A.<br />
Nicolaïdès (επιμ.), Asinou Across Time. Studies in the Architecture and Murals<br />
of the Panagia Phorbiotissa, Cyprus [Dumbarton Oaks Studies, 41],<br />
Washington D.C. 2012 (στο εξής Kalopissi-Verti, The Murals of the<br />
Narthex), σ. 131-132.
ΣΧΟΛΙΑ ΣΕ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΠΟΙΝΕΣ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ<br />
ΤΗΣ ΑΞΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ<br />
365<br />
ποινών να έχουν παίξει ρόλο και ηθικοδιδακτικά δημώδη ποιήματα<br />
της υστεροβυζαντινής περιόδου σχετικά με καθόδους στον Άδη.<br />
Επιρροές αυτών των έργων ανιχνεύονται και σε μεταγενέστερα ποιήματα,<br />
όπως στην συλλογή Κατάνυξις ὡφέλιμος του Μαρίνου Τζάνε<br />
Μπουνιαλή (πριν το 1684), στην οποία η Κόλαση και οι ποινές<br />
των αμαρτωλών παρουσιάζονται με αρκετές ομοιότητες προς την<br />
παράσταση της Αξού 8 .<br />
Στο πρώτο διάχωρο της πρώτης σειράς, κοιτάζοντας από αριστερά<br />
προς τα δεξιά, εικονίζονται δύο μορφές κολασμένων, η πρώτη<br />
από τις οποίες διατηρείται αποσπασματικά. Πρόκειται για μια ανδρική<br />
μορφή που διατρυπάται από σπαθί. Το ένα πόδι του αμαρτωλού<br />
είναι δεμένο στο έδαφος, ενώ το άλλο είναι δεμένο από<br />
ψηλά 9 . Με βάση τα εικονογραφικά της χαρακτηριστικά, η μορφή<br />
αυτή ταυτίζεται με τον Φονιά, η απεικόνιση του οποίου είναι ιδιαίτερα<br />
συχνή σε συνθέσεις της Δευτέρας Παρουσίας στην Κρήτη 10 . Γίνεται<br />
έτσι φανερή η σοβαρότητα της πράξης αυτής, την οποία απαγόρευσε<br />
ο Μωσαϊκός Νόμος 11 αλλά και ο Χριστός στην Ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία<br />
του 12 . Τιμωρία ανάλογη με την ποινή του φονιά στην Αξό αποδίδεται<br />
στους φονευτάδες της Κατανύξεως ὡφελίμου 13 . Ο άνδρας με τα δεμένα<br />
χέρια, στο ίδιο διάχωρο, ο οποίος είναι κρεμασμένος από τη γλώσσα<br />
του, ταυτίζεται από την επιγραφή Ο ΒΛΑCΦΗΜΟC. Βλάσφημος είναι<br />
ο άνθρωπος που υβρίζει τα θεία 14 . Τη σοβαρότητα του αμαρτήματος<br />
8<br />
Η συλλογή αυτή εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1684, ενώ<br />
ακολούθησαν και άλλες εκδόσεις της που δείχνουν ότι έγινε ιδιαίτερα<br />
αγαπητή στην Κρήτη. Γ. Πασχαλίδου-Παπαδοπούλου, Η «Κατάνυξις ὡφέλιμος»<br />
του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή, Κρητολογία 12-13 (1981) (στο<br />
εξής Πασχαλίδου-Παπαδοπούλου, Η «Κατάνυξις ὡφέλιμος»), σ. 5 κ.ε.<br />
Για τον συγγραφέα της συλλογής βλ. κυρίως Ν. Τωμαδάκης, Εμμανουήλ,<br />
Κωνσταντίνος και Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής. Φιλολογικόν και βιβλιογραφικόν<br />
διάγραμμα, Κρ. Χρ. 1 (1947), σ. 123-154.<br />
9<br />
Όμοια είναι η απόδοση του φονιά στον τοιχογραφικό διάκοσμο της Παναγίας<br />
στη Σκλαβοπούλα Σελίνου. Βλ. Μαδεράκης, Η κόλαση και οι ποινές,<br />
εικ. 22.<br />
10<br />
Μαδεράκης, Η κόλαση και οι ποινές, σ. 74.<br />
11<br />
Δευτερονόμιο 5.17.<br />
12<br />
Κατά Ματθαίον 5.21.<br />
13<br />
Πασχαλίδου-Παπαδοπούλου, Η «Κατάνυξις ὡφέλιμος», σ. 29.<br />
14<br />
Ε. Κριαράς, Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας. 1100-<br />
1669, τ. Α'-ΙΕ', Θεσσαλονίκη 1968-2006 (στο εξής Κριαράς, Λεξικό της<br />
Μεσαιωνικής), τ. Δ', σ. 129. H. G. Liddel, R. Scott, Μέγα λεξικόν της ελληνικής<br />
γλώσσης (μτφρ. Ξ. Π. Μόσχου, επιστασ. Μ. Κωνσταντινίδου), 4
366 ΤΖΕΝΗ ΑΛΜΠΑΝΗ<br />
αυτού, που οδηγεί στην αιώνια τιμωρία, τονίζουν οι ευαγγελιστές 15 ,<br />
ενώ τιμωρία ανάλογη με του κολασμένου της Αξού περιγράφεται<br />
στην Ἀποκάλυψιν τῆς Θεοτόκου 16 , την Ἀποκάλυψιν του Πέτρου 17 και<br />
την Κατάνυξιν ὡφέλιμον 18 .<br />
Στο επόμενο διάχωρο ο πρώτος αμαρτωλός, ο οποίος συνοδεύεται<br />
από την επιγραφή [Ο Ζ]ΟΥΡΑΡΙC, είναι ο τοκογλύφος. Το<br />
γυμνό σώμα του, διπλωμένο και κρεμασμένο από δύο γάντζους,<br />
περιβάλλεται από φίδι που ετοιμάζεται να του δαγκώσει το πρόσωπο,<br />
ενώ από τα ανήμπορα χέρια του ξεφεύγουν ένα μελανοδοχείο και<br />
μια θήκη με κυλίνδρους. Κρεμασμένο από τα πόδια, να τον κατατρώγουν<br />
σκώληκες, περιγράφουν τον τοκογλύφο τα απόκρυφα κείμενα<br />
19 και η παρουσία του στην εικονογραφία της Κόλασης ανιχνεύεται<br />
από τον 13ο αι. 20 Ως ζουράρις επιγράφεται, ωστόσο, μόνον<br />
στη βενετοκρατούμενη Κρήτη 21 , δεδομένου ότι ετυμολογικά η λέξη<br />
τόμοι, Αθήνα 1925 (στο εξής Liddell-Scott, Μέγα λεξικόν), τ. 1, σ. 494.<br />
G. W. H. Lampe, A Patristic Greek Lexicon, Οξφόρδη 1968, σ. 299.<br />
15<br />
Κατά Ματθαίον 12.31-32, κατά Μάρκον 3.28-30, κατά Λουκάν 12.10.<br />
Για ατιμωρησία της βλασφημίας κριτικάρει, στα μέσα του 14ου αι., ο Ιωσήφ<br />
Βρυέννιος την κοινωνία της εποχής του. L. ΟΕkonomos, L’état intellectuel<br />
et moral des Byzantins vers le milieu du XIVe siècle d’après une<br />
page de Joseph Bryennios, Mélanges Charles Diehl. Premier volume. Histoire,<br />
Paris 1930 (στο εξής ΟΕkonomos, L’état intellectuel), σ. 227.<br />
16<br />
H. Pernot, Descente de la Vierge aux enfers. D’après les manuscrits<br />
grecs de Paris, Revue des Études Grecques XIIΙ (1900) (στο εξής Pernot,<br />
Descente de la Vierge), σ. 249.<br />
17<br />
Μ. R. James, The Apocryphal New Testament being the Apocryphal Gospels,<br />
Acts, Εpistles, and Apocalypses, Οξφόρδη 1926 (στο εξής James, The<br />
Apocryphal), σ. 509. A. Harnack, Bruchstücke des Evangeliums und der<br />
Apocalypse des Petrus, Sitzungsberichte der königlichen Preussischen Akademie<br />
der Wissensschaften zu Berlin XLV/2 (1892), σ. 950.<br />
18<br />
Πασχαλίδου-Παπαδοπούλου, Η «Κατάνυξις ὡφέλιμος», σ. 31.<br />
19<br />
Pernot, Descente de la Vierge, σ. 246. James, The Apocryphal, σ. 523,<br />
544.<br />
20<br />
Πρβλ. την τοιχογραφία της Παναγίας Μαυριώτισσας στην Καστοριά (13ος<br />
αι.). Σ. Πελεκανίδης, Καστορία. Ι. Βυζαντιναί τοιχογραφίαι. Πίνακες [Εταιρεία<br />
Μακεδονικών Σπουδών. Μακεδονική Βιβλιοθήκη, 17], Θεσσαλονίκη<br />
1953, πίν. 81β.<br />
21<br />
Πρβλ. τις απεικονίσεις του στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο στην Κριτσά<br />
(1353/54), στην Παναγία στη Σκλαβοπούλα, στην Αγία Πελαγία στην<br />
Απάνω Βιάνο (Μαδεράκης, Η κόλαση και οι ποινές, σ. 33-34, εικ. 17)<br />
της Κρήτης. Για τη λέξη ζούρα (τοκογλυφία) από την ιταλική usuraia, βλ.<br />
E. Trapp, Lexikon zur byzantinischen Grazität, Βιέννη 1991-2001 (στο<br />
εξής: Trapp, Lexikon), τ. 3, σ. 644. Σε μεταβυζαντινές τοιχογραφίες με
ΣΧΟΛΙΑ ΣΕ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΠΟΙΝΕΣ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ<br />
ΤΗΣ ΑΞΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ<br />
367<br />
προέρχεται από την ιταλική λέξη usuraio. Η ελάχιστα διατηρημένη<br />
ανδρική μορφή δίπλα του είναι κρεμασμένη ανάποδα, πιθανώς με<br />
τα χέρια δεμένα μπροστά στο στήθος. Η αποσπασματικά διατηρημένη<br />
επιγραφή Ο [CA]ΤΥΡ[O]C την ταυτίζει με τον Σάτυρο, άνθρωπο<br />
λάγνο και ασελγή 22 .<br />
Οι μορφές του τρίτου στη σειρά διαχώρου συνοδεύονται από<br />
τις επιγραφές Η ΑΝΙΦΑΝΤΟΥ και Ο ΠΑΡΑΚΑΘΙ(CT)ΙC. Η Ανυφαντού 23 ,<br />
μια ιδιαίτερα φθαρμένη μορφή, είναι όρθια, με δεμένα τα πόδια<br />
και τυλιγμένη με ένα φίδι. Από τα μπράτσα της κρέμονται κουβάρια<br />
με νήμα. Πρόκειται πιθανότατα για μια γυναίκα επαγγελματία που<br />
τιμωρείται, διότι είχε διαπράξει ατιμίες κατά την άσκηση του επαγγέλματός<br />
της, σχετικά με το οποίο υπάρχουν αρκετές μνείες σε νοταριακά<br />
έγγραφα της βενετοκρατούμενης Κρήτης 24 . Ο Παρακαθιστής<br />
είναι επίσης όρθιος και γύρω από το σώμα του τυλίγεται φίδι με τη<br />
γλώσσα απλωμένη προς το στόμα του. Ο αμαρτωλός αυτός, άγνωστος<br />
από άλλες τοιχογραφικές διακοσμήσεις, αναφέρεται, ωστόσο,<br />
στο ποίημα Κατάνυξις ὠφέλιμος 25 αλλά και σε κρητική εκδοχή της<br />
ποινές κολασμένων σε ναούς της Μάνης απαντά και η επιγραφή ζουριαστής.<br />
Ο αμαρτωλός αυτός έχει ταυτισθεί με τον φιλάργυρο ή τον τοκογλύφο.<br />
Βλ. Ευ. Πάντου, Οι ατομικοί κολασμοί των αμαρτωλών σε μεταβυζαντινούς<br />
ναούς της Μάνης, στο Ευ. Π. Ελευθερίου, Α. Μέξια (επιμ.),<br />
Επιστημονικό Συμπόσιο στη μνήμη Νικολάου Β. Δρανδάκη για τη βυζαντινή<br />
Μάνη, Πρακτικά, Σπάρτη 2008-2009, σ. 243. Για τις απεικονίσεις του<br />
ζουράρη στην Κρήτη και την εξάπλωση του φαινομένου της τοκογλυφίας<br />
στο νησί επί βενετοκρατίας βλ. Μ. Βασιλάκη, Οι πλούσιοι πάνε στην κόλαση;<br />
στο Χ. Μαλτέζου (επιμ.), Πλούσιοι και φτωχοί στην κοινωνία της ελληνολατινικής<br />
Ανατολής, Βενετία 1998 (στο εξής Βασιλάκη, Οι πλούσιοι),<br />
σ. 476-481.<br />
22<br />
Liddell-Scott, Μέγα λεξικόν, τ. 4, σ. 41.<br />
23<br />
Για τη λέξη βλ. Κριαράς, Λεξικό της Μεσαιωνικής, τ. Β΄, σ. 286-287. Γ. Ι.<br />
Λούπασης, Γλωσσογεωγραφικά (Ονόματα εις -ου θηλυκά), Κρητική Εστία<br />
6 (1997-1998), σ. 14.<br />
24<br />
X. Α. Μαλτέζου, Η παρουσία της γυναίκας στις νοταριακές πράξεις της περιόδου<br />
της Βενετοκρατίας, Κρητολογία 16-19 (1983-1984) (στο εξής Μαλτέζου,<br />
Η παρουσία της γυναίκας), σ. 75. Χ. Α. Μαλτέζου, Η γυναίκα στη<br />
Βενετοκρατούμενη Κρήτη με βάση τις Nοταριακές πηγές, Αρχαιολογία 21<br />
(1986) (στο εξής Μαλτέζου, Η γυναίκα στη βενετοκρατούμενη), σ. 38-40.<br />
Για το επάγγελμα της υφάντριας βλ. και A. E. Laiou, The Role of Women<br />
in Byzantine Society, JÖB 31/1 (1981) (= XVI. Internationaler Byzantinistenkongress,<br />
Akten I/I) (στο εξής Laiou, The Role of Women), σ. 243-245.<br />
25<br />
Τότες τοῦ παρακαθιστοῦ τ’ ἀφτιὰ θὲ νὰ καρφώνουν | μὲ τὰ σουβλιὰ τὰ<br />
πύρινα νὰ τόνε θανατώνουν (στ. 463-464). Πασχαλίδου-Παπαδοπούλου,
368 ΤΖΕΝΗ ΑΛΜΠΑΝΗ<br />
Εικ. 3.<br />
Ο κτηνοβάτης (;)<br />
και ο ράπτης.<br />
Ἀποκάλυψεως τῆς Θεοτόκου, ένα κείμενο που έχει χρονολογηθεί στο<br />
τέλος της Βενετοκρατίας 26 . Μπορεί να ταυτισθεί με τον ωτακουστή 27<br />
o οποίος, αν κρίνουμε από την τιμωρία του, μεταδίδει τα όσα κρυφακούει.<br />
Η εγκράτεια στον λόγο είναι μια αρετή που αναφέρεται<br />
ήδη στην Παλαιά Διαθήκη 28 , ενώ στην Κρήτη η φλυαρία και το<br />
Η «Κατάνυξις ὡφέλιμος», σ. 32. Όπως δηλώνει ο ποιητής στην Αφιέρωσή<br />
του, στ. 85, τα ποιήματά του είναι γραμμένα «στην γλώσσαν των Ρεθύμνιων<br />
και Κρητικών» (στ. 86). Στο ίδιο, σ. 14, 18.<br />
26<br />
R. M. Dawkins, Κρητική Αποκάλυψις της Παναγίας, Κρ. Χρ. Β΄ (1948),<br />
σ. 491, 494. Για τη χρονολόγηση του κειμένου, βλ. σ. 488.<br />
27<br />
Για την ερμηνεία της λέξης βλ. Κριαράς, Λεξικό της Μεσαιωνικής, τ. ΙΔ΄, σ.<br />
78-79. Για άλλα παράγωγα του ρήματος παρακαθίζω (πολιορκώ) βλ.<br />
Trapp, Lexikon, τ. 6, σ. 1211. Η παρακαθίστρια, με την έννοια της κυρίας<br />
επί των τιμών της αυγούστας, είναι λέξη σε χρήση ήδη από τον 10ο αι. J.<br />
J. Reiske (εκδ.), Constantini Porphyrogeniti Imperatoris De Cerimoniis Aulae<br />
Byzantinae, [Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae], τ. Ι, Βόννη 1829,<br />
κεφ. μα΄, σ. 216, στ. 2.<br />
28<br />
Σοφία Σειράχ 19.10. Παροιμίαι 10.19.
ΣΧΟΛΙΑ ΣΕ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΠΟΙΝΕΣ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ<br />
ΤΗΣ ΑΞΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ<br />
369<br />
κουτσομπολιό συνδέονται στις παραστάσεις των ατομικών ποινών<br />
της Δευτέρας Παρουσίας σχεδόν αποκλειστικά με γυναίκες 29 .<br />
Στο τελευταίο διάχωρο της πρώτης σειράς εικονίζονται δύο<br />
ακόμη αμαρτωλοί (εικ. 3). Ο πρώτος φέρει την επιγραφή Ο ΚΤΗ-<br />
ΜΟΤΙC. Είναι δεμένος χειροπόδαρα, και κρεμασμένος ανάποδα,<br />
ενώ ένα φίδι, ζωσμένο γύρω από το σώμα του, τον γλύφει στα απόκρυφα<br />
μέρη. Έχει επικρατήσει η άποψη ότι ο κολασμένος αυτός<br />
ταυτίζεται με τον Κτηνοβάτη 30 , για τον οποίο η Παλαιά Διαθήκη είχε<br />
ορίσει σκληρή τιμωρία 31 . Ο δεύτερος αμαρτωλός, με την επιγραφή<br />
Ο ΡΑΠΤΗC, εικονίζεται επίσης δεμένος χειροπόδαρα και κρεμασμένος<br />
ανάποδα, με το κεφάλι του ανάμεσα σε φλόγες. Το επάγγελμα<br />
του ράπτη ήταν αρκετά συχνό στην υστεροβυζαντινή περίοδο, όπως<br />
διαφαίνεται σε αρχειακές πηγές 32 . Η απεικόνιση κολασμένου με<br />
την επιγραφή ὁ ράπτης ὅπου κλέπτϊ στην παράσταση της Δευτέρας<br />
Παρουσίας στην Αγία Παρασκευή στην Κίτυρο Σελίνου 33 , επιτρέπει<br />
την υπόθεση ότι ανάλογη απάτη σε βάρος των πελατών του διέπραττε<br />
και ο ράπτης της Αξού.<br />
Στο πρώτο διάχωρο της δεύτερης σειράς, βλέπουμε έναν άνδρα<br />
με την αποσπασματικά διατηρημένη επιγραφή [Ο ΠΛΟΥCIOC] ΛΑ-<br />
ΖΑΡΟC, καθισμένο σε σκαμνί με μαξιλάρι. Δείχνει με το δάχτυλο το<br />
29<br />
Μ. Βασιλάκη, Οι παραστάσεις των κολαζομένων γυναικών στις εκκλησίες<br />
της Κρήτης, Αρχαιολογία 21 (1986) (στο εξής Βασιλάκη, Οι παραστάσεις<br />
των κολαζομένων), σ. 43. Μαδεράκης, Η κόλαση και οι ποινές, σ. 30,<br />
33, 48, 58, 76. Ει. Θεοχαροπούλου, Οι τοιχογραφίες του ναού του Αγίου<br />
Ιωάννη Προδρόμου στον Άγιο Βασίλειο Πεδιάδας, Κρητική Εστία 9 (2002),<br />
σ. 90.<br />
30<br />
Μαδεράκης, Η κόλαση και οι ποινές, σ. 78. Βασιλάκη, Οι παραστάσεις<br />
των κολαζομένων, σ. 42. Garidis, Les punitions collectives, σ. 10. Την<br />
άποψη αυτή ενισχύει το γεγονός ότι στην Κρήτη του 15ου και 16ου αι. τα<br />
ζώα αναφέρονται στις γραπτές πηγές γενικά με τον όρο κτήματα. Μ. Μ.<br />
Παπαδάκης, Συμβολή στη μελέτη της γεωργίας και της αμπελουργίας της<br />
Κρήτης στο 15ο και 16ο αι., Κρητολογία IV (1977) (στο εξής Παπαδάκης,<br />
Συμβολή στη μελέτη), σ. 15, σημ. 58. Βλ. και Κριαράς, Λεξικό της Μεσαιωνικής,<br />
τ. Θ΄, σ. 21.<br />
31<br />
Λευιτικόν 20.15.<br />
32<br />
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το 1300-1301, στο χωριό Γομάτου<br />
της Μακεδονίας, με γνωστό πληθυσμό 562 ατόμων, υπήρχαν έξι ράπτες<br />
Α. Λαΐου-Θωμαδάκη, Η αγροτική κοινωνία στην ύστερη βυζαντινή εποχή,<br />
Αθήνα 1987 (στο εξής Λαΐου-Θωμαδάκη, Η αγροτική κοινωνία), σ. 170-<br />
171. Ο ράπτης θεωρείται, ωστόσο, κοινό επάγγελμα και στην αγροτική<br />
κοινωνία της μεσοβυζαντινής περιόδου. Βλ., για παράδειγμα, ό.π., σ. 174.<br />
33<br />
Μαδεράκης, Η κόλαση και οι ποινές, σ. 41, εικ. 18 (κάτω).
370 ΤΖΕΝΗ ΑΛΜΠΑΝΗ<br />
Εικ. 4.<br />
Η αποστρέφουσα τα νήπια<br />
και ο ταβερνιάρης.<br />
μέτωπό του σε χειρονομία μετάνοιας. Η επιγραφή συγχέει, όπως<br />
και σε πολλές ακόμη εκκλησίες της Κρήτης καθώς και άλλων περιοχών,<br />
τον πτωχό Λάζαρο με τον φιλάργυρο πλούσιο της ευαγγελικής<br />
παραβολής 34 . Η απεικόνιση του Πλουσίου είναι ιδιαίτερα συχνή<br />
μεταξύ των κολασμένων στις παραστάσεις της Δευτέρας<br />
Παρουσίας, εφόσον η φιλαργυρία αντίκειται στο πνεύμα αλληλεγγύης<br />
που καλλιεργεί ο χριστιανισμός και, όπως πιστευόταν, οδηγεί<br />
επίσης σε άλλα βαριά αμαρτήματα 35 .<br />
34<br />
Κατά Λουκάν 16.19-31.<br />
35<br />
Προς Τιμόθεον Α΄ 6.9-10. Σύμφωνα δε με την καθολική επιστολή του<br />
Ιακώβου (κεφ. 5.1): «Ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὀλολύζοντες ἐπὶ ταῖς<br />
ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις». Σχετικά με την απεικόνιση του<br />
φιλάργυρου πλούσιου, βλ. και Garidis, Les punitions collectives, σ. 2.<br />
Mouriki, An unusual Representation, σ. 156-157, σημ. 35. Ν. Β. Δρανδάκης,<br />
Βυζαντινές τοιχογραφίες της Μέσα Μάνης [Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις<br />
Αρχαιολογικής Εταιρείας, αρ. 141], Αθήναι 1995 (στο εξής Δρανδάκης,
ΣΧΟΛΙΑ ΣΕ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΠΟΙΝΕΣ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ<br />
ΤΗΣ ΑΞΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ<br />
371<br />
Στο δεύτερο διάχωρο εικονίζονται Η ΑΠΟCΤΡΕΦΟΥCΑ ΤΑ ΝΗ-<br />
ΠΙΑ και Ο ΤΑΒΡΕΝΑΡΗ[C] (εικ. 4). Η Γυναίκα που δεν θηλάζει είναι<br />
κρεμασμένη από τα χέρια, τα πόδια της καίγονται από φλόγες και<br />
ένα φίδι, τυλιγμένο γύρω της, θηλάζει από το στήθος της. Η δημογραφική<br />
πτώση στις αγροτικές κοινωνίες του 14ου αι., που σχετιζόταν<br />
και με την υψηλή παιδική θνησιμότητα 36 , δημιούργησε πιθανώς<br />
το πλαίσιο για τη διάδοση αυτού του τύπου αμαρτωλής που<br />
απαντά συχνά στους τοιχογραφημένους ναούς της Κρήτης, αλλά<br />
Εικ. 5.<br />
Η μάγισσα και ο πόρνος.<br />
Βυζαντινές τοιχογραφίες), σ. 205-206. Βασιλάκη, Οι πλούσιοι, σ. 473-476.<br />
W. Bosing, Iερώνυμος Μπος. Περ. 1450-1516. Μεταξύ Παράδεισου και Κόλασης,<br />
Αθήνα 2004, σ. 47. Η φιλαργυρία, ως ένα από τα επτά κύρια αμαρτήματα,<br />
τιμωρείται παραδειγματικά και στις απεικονίσεις της Δευτέρας<br />
Παρουσίας στη Δύση. Ο θρίαμβος της απληστίας είναι βασικό θέμα και<br />
στο ζωγραφικό έργο του Hieronymus Bosch. Στο ίδιο, σ. 47.<br />
36<br />
Laiou, The Role of Women, σ. 236. Λαΐου-Θωμαδάκη, Η αγροτική κοινωνία,<br />
σ. 29.
372 ΤΖΕΝΗ ΑΛΜΠΑΝΗ<br />
και άλλων περιοχών 37 . Δεν είναι, ωστόσο, σαφές, εάν πρόκειται<br />
για την άστοργη μητέρα ή για την τροφό, ακριβοπληρωμένη επαγγελματία<br />
της βενετοκρατούμενης Κρήτης, όπως μαρτυρούν οι νοταριακές<br />
πηγές 38 . Ο Ταβερνιάρης έχει κρεμασθεί από το κεφάλι. Από<br />
τον λαιμό του κρέμεται εξάρτημα που μοιάζει με κάνουλα και από<br />
τα δύο χέρια του, τεντωμένα και δεμένα μπροστά από το σώμα του,<br />
κρέμονται μια κανάτα και ένα ποτήρι. Πρόκειται, προφανώς, για<br />
τον κάτοχο οινοπωλείου 39 , ο οποίος κλέβει τους πελάτες του.<br />
Στο διάχωρο που ακολουθεί εικονίζονται η Μάγισσα (Η ΜΑ-<br />
ΓΙCA) και ο Πόρνος (Ο ΠΟΡΝΟC) (εικ. 5). Η αμαρτωλή απαγχονίζεται<br />
με σκοινί που σχηματίζει θηλιά γύρω από τον λαιμό της, ενώ το<br />
σώμα της διπλώνεται σαν να υποφέρει από πόνους δηλητηρίασης.<br />
Με δεδομένο το εύρος των σχετικών με τη μαγεία δραστηριοτήτων<br />
στο Βυζάντιο, αλλά και τη ρευστότητα των ορίων τους 40 , οι αξιόποινες<br />
πράξεις αυτής της αμαρτωλής δεν μπορούν να προσδιορισθούν<br />
με ακρίβεια. Πάντως, η μαγεία είναι ένας χώρος όπου η παρουσία<br />
των γυναικών ήταν έντονη, κυρίως στην παρασκευή φαρμάκων και<br />
ερωτικών φίλτρων 41 . Η τιμωρία της μάγισσας της Αξού με απαγχο-<br />
37<br />
Στην Κρήτη στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο στην Κριτσά. Μαδεράκης, Η<br />
κόλαση και οι ποινές, σ. 29-30. Για τις άλλες περιοχές βλ. στο ίδιο, σημ.<br />
85. Στις τοιχογραφίες του β' στρώματος στον Άϊ-Στράτηγο Μπουλαριών<br />
της Μέσα Μάνης (β' μισό 13ου αι.) η αμαρτωλή αυτή επιγράφεται ως η μὴ<br />
θηλάζουσα τἀρφανά. Δρανδάκης, Βυζαντινές τοιχογραφίες, σ. 462, εικ. 75.<br />
38<br />
Μαλτέζου, Η παρουσία της γυναίκας, σ. 74. Μαλτέζου, Η γυναίκα στη βενετοκρατούμενη,<br />
σ. 39-40.<br />
39<br />
Η λέξη προέρχεται από τη λατινική taberna και σήμαινε, όπως και σήμερα,<br />
το καπηλειό και το πανδοχείο. Liddell-Scott, Μέγα λεξικόν, τ. 4, σ. 283.<br />
Για τον αμαρτωλό αυτό, η παρουσία του οποίου έχει διαπιστωθεί επίσης<br />
στο ναό του Σωτήρα Χριστού στον Βουτά Σελίνου, βλ. Β. Αγγελάκη, Η<br />
παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας από το ναό της Ζωοδόχου Πηγής<br />
στο Ντιμπλοχώρι Δ. Λάμπης, στο Κ. Ηλ. Παπαδάκης, Θ. Στ. Πελεντάκης<br />
(επιμ.), Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου Η επαρχία Αγίου Βασιλείου από<br />
την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Περιβάλλον–Αρχαιολογία–Ιστορία–Κοινωνία<br />
(Σπήλι–Πλακιάς, 19-23 Οκτωβρίου 2008), τόμος Β. Βυζαντινοί Χρόνοι–Βενετοκρατία,<br />
Ρέθυμνο 2014, σ. 340.<br />
40<br />
R. P. H. Greenfield, A Contribution to the Study of Palaeologan Magic,<br />
στο H. Maguire (επιμ.), Byzantine Magic, Washington D.C. 1995 (στο<br />
εξής Maguire, Byzantine Magic), σ. σ. 120-121. Ειδικότερα για το αντικείμενο<br />
της μαγείας στην υστεροβυζαντινή περίοδο βλ. σ. 131 κ.ε.<br />
41<br />
Σ. Ν. Τρωιάνος, Η θέση των μάγων στη βυζαντινή κοινωνία (στο εξής<br />
Τρωιάνος, Η θέση των μάγων), στο Χ. Α. Μαλτέζου (γεν. εποπτ.), Οι περιθωριακοί<br />
στο Βυζάντιο, Πρακτικά Ημερίδας, Αθήνα 1993 (στο εξής Μαλ-
ΣΧΟΛΙΑ ΣΕ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΠΟΙΝΕΣ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ<br />
ΤΗΣ ΑΞΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ<br />
373<br />
νισμό φαίνεται ότι αντανακλά παλαιότερες του 14ου αι. βυζαντινές<br />
νομοθετικές διατάξεις, που προέβλεπαν για τους μάγους τη θανατική<br />
ποινή, με κατά κανόνα σκληρό τρόπο εκτέλεσης 42 , ενώ η Ἀποκάλυψις<br />
τοῦ Παύλου τοποθετεί τους μάγους σε αἱματωμένο βόθυνο μαζί με άλλους<br />
κολασμένους 43 . Ο Πόρνος εικονίζεται κρεμασμένος από τα<br />
Εικ. 6.<br />
Η πόρνη και ο μυλωνάς.<br />
τέζου, Οι περιθωριακοί), σ. 278-279. D. de F. Abrahamse, Magic and<br />
Sorcery in the Hagiography of the Middle Byzantine Period, BF 8 (1982),<br />
σ. 3-17, σ. 13, 14, 16. ΟΕkonomos, L’état intellectuel, σ. 227-228.<br />
42<br />
Σ. Ν. Τρωιάνος, Μαγεία και Δίκαιο στο Βυζάντιο, Αρχαιολογία 20 (1986),<br />
σ. 41 κ.ε. Τρωιάνος, Η θέση των μάγων, σ. 271 κ.ε. S. N. Troianos, Zauberei<br />
und Giftmischerei in mittelbyzantinischer Zeit, στο G. Prinzing-<br />
D. Simon (επιμ.), Fest und Alltag in Byzanz, Μόναχο 1990, σ. 37-51, σ.<br />
37 κ.ε. M. Th. Fögen, Balsamon on Magic: From Roman Secular Law to<br />
Byzantine Canon Law, στο Maguire, Byzantine Magic, σ. 99 κ.ε. Βασιλάκη,<br />
Οι παραστάσεις των κολαζομένων, σ. 43.<br />
43<br />
C. Tischendorf (εκδ.), Apocalypses apocryphae Mosis, Esdrae, Pauli, Ioannis,<br />
item Mariae Dormitio, Itineris orientalis cui codex sinaiticus debetur adiutori
374 ΤΖΕΝΗ ΑΛΜΠΑΝΗ<br />
χέρια και τα πόδια, ενώ ένα φίδι που τον ζώνει, δαγκώνει τα γεννητικά<br />
του όργανα.<br />
Στο τελευταίο διάχωρο αυτής της σειράς (εικ. 6) η Πόρνη (Η<br />
ΠΟΡΝΗ) υφίσταται ανάλογη τιμωρία από φίδι. Είναι εξάλλου κρεμασμένη<br />
από το κεφάλι με τα χέρια δεμένα μπροστά στο σώμα της.<br />
Το ένα πόδι της είναι δεμένο στη γη μέσα σε φλόγες, ενώ το άλλο<br />
δένεται με σκοινί με τα χέρια του επόμενου κολασμένου. Η πορνεία<br />
που συνδέεται με απαγορευμένες ερωτικές σχέσεις, υποσκάπτοντας<br />
τα θεμέλια του γάμου, ήταν κατακριτέα στη λαϊκή συνείδηση, όπως<br />
προκύπτει και από την αγιολογική παράδοση 44 . Σύμφωνα εξάλλου<br />
με τα απόκρυφα κείμενα, οι αμαρτωλοί αυτής της κατηγορίας καίγονται<br />
μέσα σε κοχλάζοντα ποταμό είτε οι μαστοί τους κατατρώγονται<br />
από δικέφαλα θηρία 45 . Ο αμαρτωλός δίπλα στην πόρνη είναι ο Μυλωνάς<br />
(Ο ΜΗΛΟΝΑC). Εικονίζεται κρεμασμένος ανάποδα με μια<br />
μυλόπετρα γύρω από τον λαιμό του. Από το δεξιό πόδι του, δεμένο<br />
ψηλά, κρέμονται ένα φλασκί, η σέσουλα (τύπος μικρού φαρασιού)<br />
και ένας δίσκος ζυγού, ενώ το δεξιό χέρι του είναι δεμένο με το<br />
δεξιό πόδι της πόρνης. Στις αρχές του 13ου αι. οι Βενετοί βρήκαν<br />
στην Κρήτη πολυάριθμους μύλους -σε λειτουργία ή κατεστραμμένους-<br />
οι οποίοι ήταν, από τα βυζαντινά χρόνια, ένα ακόμη από τα<br />
κύρια χαρακτηριστικά του αγροτικού τοπίου. Οι γαιοκτήμονες, στους<br />
οποίους ανήκαν οι μύλοι ή οι θέσεις μύλων, τους εκμεταλλεύθηκαν,<br />
παραχωρώντας τους σε ιδιώτες, με αποτέλεσμα και να εξακολουθήσουν<br />
να υπάρχουν άφθονοι μύλοι -ανεμόμυλοι ή υδρόμυλοικαι<br />
ο μυλωνάς να αποτελεί ένα από τα βασικά παραγωγικά μέλη<br />
της αγροτικής κοινωνίας στη Βενετοκρατία 46 . Δεδομένου ότι στην<br />
accerimo, Λειψία 1866 (στο εξής Tischendorf, Apocalypses apocryphae),<br />
σ. 60.<br />
44<br />
Α. Guillou, Οι επίμεμπτοι της λαϊκής συνειδήσεως, στο Μαλτέζου, Οι περιθωριακοί,<br />
σ. 55<br />
45<br />
Tischendorf, Apocalypses apocryphae, σ. 57. Pernot, Descente de la Vierge,<br />
σ. 252.<br />
46<br />
Για τους μύλους στη μεσαιωνική Κρήτη βλ. Χ. Γάσπαρης, Φυσικό και αγροτικό<br />
τοπίο στη μεσαιωνική Κρήτη. 13ος-14ος αι., Αθήνα 1994 (στο εξής Γάσπαρης,<br />
Φυσικό και αγροτικό), σ. 61-62. Ενδεικτικό είναι επίσης το ότι,<br />
σύμφωνα με γραπτές πηγές, στο χωριό Γομάτου, το 1300-1301, μεταξύ<br />
36 επαγγελματιών καταγράφεται ένας μυλωνάς. Λαΐου-Θωμαδάκη, Η<br />
αγροτική κοινωνία, σ. 170-171. Στην επαρχία Μυλοποτάμου έχουν πρόσφατα<br />
καταγραφεί ενενήντα νερόμυλοι, οχτώ από τους οποίους βρίσκονται<br />
στην Αξό. Βλ. Α. Δαφέρμος, Νερόμυλοι του Μυλοποτάμου, στο Ει. Γαβριλάκη-Γ.<br />
Ζ. Τζιφόπουλος, Ο Μυλοπόταμος από την Αρχαιότητα ως σήμερα.
ΣΧΟΛΙΑ ΣΕ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΠΟΙΝΕΣ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ<br />
ΤΗΣ ΑΞΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ<br />
375<br />
Αγία Παρασκευή στην Κίτυρο ο κολαζόμενος μυλωνάς φέρει την<br />
επιγραφή ὁ μϊλον(άς) οπου βαρϊξαγιαζη 47 , μπορούμε να υποθέσουμε<br />
ότι και ο μυλωνάς της Αξού, ο οποίος εικονίζεται με τα σχετικά όργανα,<br />
τιμωρείται διότι παίρνει για αμοιβή στο άλεσμα του σταριού<br />
περισσότερο αλεύρι (ξάγι) από όσο δικαιούται.<br />
Στο πρώτο διάχωρο της τελευταίας σειράς βλέπουμε, πλαγιασμένο<br />
σε κλίνη, ένα ζευγάρι με την επιγραφή Η ΚΙΜΟΜΕ(NOI) ΤΗΝ<br />
ΑΓΙ[AN ΚY]ΡΙΑΚΙ (εικ. 7). Το κρεββάτι φλέγεται από παντού, ενώ<br />
ένας δαίμονας καρφώνει πάνω του τη γυναίκα. Σε φλεγόμενες κλίνες<br />
και με δράκοντες να τους κατατρώγουν, τιμωρούνται οι οκνηροί<br />
που δεν παρευρίσκονται στον όρθρο και τη λειτουργία της αγίας<br />
Κυριακής, στην Ἀποκάλυψιν τῆς Θεοτόκου που φαίνεται ότι αποτέλεσε<br />
Εικ. 7.<br />
Οι κοιμώμενοι<br />
την αγία Κυριακή.<br />
Περιβάλλον-Αρχαιολογία-Ιστορία-Λαογραφία-Κοινωνιολογία. VIII: Νεότεροι<br />
Χρόνοι. Λαϊκός Πολιτισμός. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Ρέθυμνο 2006, σ.<br />
58, 66-67.<br />
47<br />
Μαδεράκης, Η κόλαση και οι ποινές, σ. 41, εικ. 18 (κάτω).
376 ΤΖΕΝΗ ΑΛΜΠΑΝΗ<br />
Εικ. 8.<br />
Η αρνουμένη<br />
την προσφορά,<br />
ο παραυλακιστής.<br />
τη βάση για την εικονογραφική απόδοση αυτού του τύπου αμαρτωλών<br />
48 .<br />
Η μερικώς διατηρημένη επιγραφή [H] Α[ΡΝΟΥΜΕΝΗ Τ]ΙΝ<br />
ΠΡΟCΦΟΡΑ ταυτίζει την ελάχιστα διατηρημένη γυναικεία μορφή του<br />
δεύτερου διαχώρου (εικ. 8), η οποία γονατίζοντας, ζυμώνει μέσα<br />
σε λεκάνη, με την αμαρτωλή που δεν παραδίδει τα πρόσφορα στην<br />
εκκλησία. Ένας δαίμονας της μολύνει τη ζύμη και ένας άλλος της<br />
περνά θηλιά στον λαιμό.<br />
Στο τρίτο στη σειρά διάχωρο (εικ. 8) εικονίζεται ο Παραυλακιστής<br />
([Ο ΠΑΡΑ]ΒΛΑΚΙCT[ΗC]), σε στάση τετράποδου, με το ένα χέρι και<br />
τα δύο πόδια του δεμένα στο έδαφος και μέσα σε φλόγες. Είναι ζωσμένος<br />
σε άροτρο που οδηγούν δύο δαίμονες. Ο ένας στα αριστερά<br />
τραβάει τα σκοινιά προς τα εμπρός, ενώ ο άλλος πατεί πάνω σε<br />
αυτά, παρακωλύοντάς τον. Ο κολασμένος σηκώνει το ελεύθερο χέρι<br />
του προς τον δαίμονα μπροστά του σαν να συνομιλεί μαζί του. Ο<br />
παραυλακιστής είναι ο γεωργός που αλλάζει προς όφελός του τα<br />
σύνορα των αγρών. Όπως και στα βυζαντινά χρόνια έτσι και στην<br />
Κρήτη του 13ου και του 14ου αι. η καλλιεργούμενη γη ήταν κατακερματισμένη<br />
σε αγροτεμάχια που τα εκμεταλλεύονταν μικροκαλλιεργητές<br />
και καθορίζονταν σαφώς με σύνορα από πέτρινους φράκτες,<br />
τους τράφους, ή από αβαθή αυλάκια, τα fossati 49 . Ο καθορισμός<br />
των συνόρων της κτηματικής ιδιοκτησίας και η δίκαια κατανομή<br />
της ήταν ένα καίριο ζήτημα στη βενετοκρατούμενη Κρήτη, όπως<br />
φανερώνει και ο σημαντικός αριθμός εγγράφων (κατάστιχα), με λε-<br />
48<br />
Pernot, Descente de la Vierge, σ. 247-248.<br />
49<br />
Γάσπαρης, Φυσικό και αγροτικό, σ. 47-48. Για τα σύνορα των αγρών βλ.<br />
και Παπαδάκης, Συμβολή στη μελέτη, σ. 12-14.
ΣΧΟΛΙΑ ΣΕ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΠΟΙΝΕΣ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ<br />
ΤΗΣ ΑΞΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ<br />
377<br />
πτομερείς περιγραφές των συνόρων των έγγειων ιδιοκτησιών, που<br />
φυλάσσονται στα Κρατικά Αρχεία της Βενετίας 50 .<br />
Στο τελευταίο διάχωρο εικονίζονται δύο αμαρτωλοί (εικ. 9). Ο<br />
πρώτος είναι κρεμασμένος από σκοινί περασμένο στον λαιμό του,<br />
έχει τα χέρια του δεμένα στην πλάτη, το δεξιό πόδι διπλωμένο και<br />
κρεμασμένο από ψηλά, ενώ το αριστερό δεμένο στο έδαφος ανάμεσα<br />
σε φλόγες. Η επιγραφή δεν διατηρείται. Ο τελευταίος κολασμένος<br />
συνοδεύεται από την επιγραφή Ο ΚΛΕΠΤΙC. Βαδίζει προς τα αριστερά,<br />
μέσα σε φλόγες, κρατώντας στο αριστερό χέρι του ένα ποιμενικό<br />
ραβδί και έχοντας δεμένο στο σβέρκο του ένα μαύρο πρόβατο.<br />
Η ζωοκλοπή είναι συνηθισμένο παράπτωμα στις αγροτικές<br />
κοινωνίες μέχρι τις ημέρες μας, σύμφωνα δε με απόκρυφα κείμενα,<br />
όπως η Ἀποκάλυψις τοῦ Παύλου, οι κλέπτες καίγονται μέσα στον πύρινο<br />
ποταμό της κόλασης 51 .<br />
Εικ. 9.<br />
Αδιάγνωστος αμαρτωλός<br />
και ο κλέπτης.<br />
50<br />
Γάσπαρης, Φυσικό και αγροτικό, σ. 19-20.<br />
51<br />
Tischendorf, Apocalypses apocryphae, σ. 57-58.
378 ΤΖΕΝΗ ΑΛΜΠΑΝΗ<br />
Οι είκοσι ένας κολαζόμενοι της Δευτέρας Παρουσίας της Αξού,<br />
αριθμός μεγάλος σε σύγκριση με ανάλογες παραστάσεις στους ναούς<br />
της Κρήτης, όπου οι ατομικές ποινές κυμαίνονται συνήθως μεταξύ<br />
επτά και οκτώ 52 , δίνουν την εικόνα μιας κοινωνίας σε κρίση 53 .<br />
Αριθμητικά υπερτερούν μεταξύ των αμαρτωλών τα άτομα, των<br />
οποίων η συμπεριφορά έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ισορροπία<br />
του κοινωνικού συνόλου, όντας αντίθετη στους ηθικούς κανόνες<br />
και τα ήθη της εποχής. Βαρύτερο μεταξύ των αμαρτημάτων τους<br />
είναι βέβαια ο φόνος· ο φονιάς έχει την πρώτη θέση στην Κόλαση<br />
της Αξού. Ο βλάσφημος, ο κουτσομπόλης, ο φιλάργυρος, η γυναίκα<br />
που αρνείται τον θηλασμό, ο κτηνοβάτης, ο σάτυρος, ο πόρνος, η<br />
πόρνη ανήκουν επίσης σε αυτή την κατηγορία. Μια αρκετά μεγάλη<br />
ομάδα απαρτίζουν στη συνέχεια οι αμαρτωλοί που έχουν διαπράξει<br />
απάτες στον επαγγελματικό τομέα: ο παραυλακιστής, ο ζωοκλέπτης,<br />
ο τοκογλύφος, ο μυλωνάς, ο ταβερνιάρης, ο ράπτης, η υφάντρια. Η<br />
σχετικά μεγάλη ομάδα απατεώνων επαγγελματιών φανερώνει από<br />
την άλλη πλευρά ότι η Αξός ήταν, την εποχή της τοιχογράφησης<br />
του ναού του Αγίου Ιωάννη, μια αρκετά παραγωγική κοινότητα.<br />
Μικρότερη είναι, τέλος, η ομάδα των αμαρτωλών που έχουν υποπέσει<br />
σε θρησκευτικά παραπτώματα, όπως το ζευγάρι που δεν εκκλησιάζεται<br />
την Κυριακή, η γυναίκα που αρνείται να παραδώσει τα<br />
πρόσφορα στην εκκλησία, η μάγισσα. Ανάμεσα στους κολασμένους<br />
υπερτερούν αριθμητικά οι άνδρες αμαρτωλοί: είναι τετραπλάσιοι<br />
σε αριθμό από τις γυναίκες, δύο από τις οποίες 54 μπορούν να θεωρηθούν<br />
ως επαγγελματίες.<br />
Ο τρόπος, με τον οποίο τιμωρούνται οι αμαρτωλοί της Αξού,<br />
σχετίζεται άμεσα, σε ορισμένες περιπτώσεις, με το ίδιο το όργανο ή<br />
το αντικείμενο του αμαρτήματός τους, όπως στην περίπτωση του<br />
φονιά, του παραυλακιστή, της γυναίκας που αρνείται να παραδώσει<br />
τα πρόσφορα στην εκκλησία, των κοιμωμένων την αγία Κυριακή,<br />
μια πρακτική που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη και σε έργα<br />
των βυζαντινών θεολόγων 55 , αλλά ανιχνεύεται και στη δυτική θεο-<br />
52<br />
Μαδεράκης, Η κόλαση και οι ποινές, σ. 23.<br />
53<br />
Πρβλ. το κείμενο του Ιωσήφ Βρυεννίου στο οποίο αναφέρεται στην κρίση<br />
της κοινωνίας των ημερών του. ΟΕkonomos, L’état intellectuel, σ. 227-<br />
228).<br />
54<br />
Η υφάντρια και, ενδεχομένως, η βυζάστρα.<br />
55<br />
«Δι’ ὧν τις ἁμαρτάνει, διὰ τούτων κολάζεται» (Σοφ. Σολομ. 11.16). Πρβλ.<br />
Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Τὰ Ἱερὰ Παράλληλα (PG, 95, στ. 1521D).
ΣΧΟΛΙΑ ΣΕ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΠΟΙΝΕΣ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ<br />
ΤΗΣ ΑΞΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ<br />
379<br />
λογία 56 . Σε άλλες περιπτώσεις, κατά τις οποίες συγκεκριμένα μέρη<br />
του σώματος σχετίζονται με την αμαρτία, όπως στην περίπτωση του<br />
παρακαθιστή, του βλάσφημου, της αρνούμενης να θηλάσει τα<br />
βρέφη, του πόρνου και της πόρνης, του κτηνοβάτη, κακοποιούνται<br />
τα μέρη αυτά. Η εικονογραφική πηγή αυτής της πρακτικής θα πρέπει<br />
να αναζητηθεί στα ευαγγέλια 57 , ενώ απαντά επίσης σε δυτικές παραστάσεις<br />
της Δευτέρας Παρουσίας 58 . Θα πρέπει ακόμη να μνημονευθεί<br />
ο εικονογραφικός συσχετισμός ορισμένων από τους αμαρτωλούς<br />
με το αντικείμενο του παραπτώματός τους, το οποίο κρέμεται<br />
στον λαιμό τους, στα χέρια ή τα πόδια τους, όπως στην περίπτωση<br />
του μυλωνά, του τοκογλύφου, του ζωοκλέπτη, του ταβερνιάρη, της<br />
υφάντριας. Η πρακτική αυτή, που επιβιώνει στη νεοελληνική παροιμία<br />
«το κρίμα στο λαιμό σου» 59 , ακολουθεί μια πολύ παλαιά παράδοση<br />
που ανιχνεύεται ήδη σε κείμενα του 9ου αι., όπως για παράδειγμα<br />
στο χρονικό του Γεωργίου Αμαρτωλού, σύμφωνα με το<br />
οποίο οι αμαρτωλοί είχαν δεμένα στον λαιμό τους πιττάκια, στα<br />
οποία αναγραφόταν η αμαρτία τους 60 . Παρατηρείται εξάλλου σε<br />
απεικονίσεις κολασμένων της Δευτέρας Παρουσίας και στη Δύση 61 .<br />
Κακοποίηση με φίδια, δαίμονες και φλόγες, ο απαγχονισμός, το<br />
δέσιμο ή το κρέμασμα μελών του σώματος σε άβολες στάσεις είναι<br />
γενικά οι τιμωρίες που, σε διαφόρους μεταξύ τους συνδυασμούς,<br />
επεφύλαξε ο ζωγράφος της Αξού για τους κολασμένους του.<br />
Οι αμαρτίες των κολασμένων της Αξού προσιδιάζουν σε αγροτικές<br />
κοινωνίες και απαντούν με ανάλογες τιμωρίες και σε άλλους<br />
56<br />
Mouriki, An unusual Representation, σ. 162.<br />
57<br />
Τα ευαγγέλια προτρέπουν να αφαιρείται το όργανο του σώματος με το<br />
οποίο ο άνθρωπος ωθείται προς την αμαρτία, ώστε να μη βρεθεί ολόκληρο<br />
το σώμα στην κόλαση (Kατά Ματθαίον 5:29-30 και 18:9. Κατά Μάρκον<br />
9:43, 45, 47).<br />
58<br />
Για παράδειγμα, στην ανάγλυφη παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας στο<br />
τύμπανο της δυτικής θύρας του ναού της Αγίας Πίστης στην Conques-en-<br />
Rouergues (β΄τέταρτο 12ου αι.) ένας δαίμονας σκίζει τη γλώσσα του κουτσομπόλη.<br />
U. Geese, Romanesque Sculpture, στο R. Toman (επιμ.), Romanesque.<br />
Architecture, Sculpture, Painting, Κολονία 1997, 256-375, εικ.<br />
στη σ. 330 (κάτω) και στη σ. 331.<br />
59<br />
Κ. Π. Χατζηϊωάννου, Αι παραστάσεις των κολαζομένων εις τους βυζαντινούς<br />
και μεταβυζαντινούς ναούς της Κύπρου, ΕΕΒΣ 23 (1953), σ. 299.<br />
60<br />
C. de Boor (έκδ.), Georgii Monachi Chronicon [Βibliotheca Scriptorum<br />
Graecorum et Romanorum Teubneriana], τ. II, Λειψία 1904, τ. 2, σ.<br />
701. Πρβλ. Mouriki 1975-1976, σ. 162.<br />
61<br />
Mouriki, An unusual Representation, σ. 162.
380 ΤΖΕΝΗ ΑΛΜΠΑΝΗ<br />
ναούς της Κρήτης 62 , γεγονός που υποδηλώνει την ύπαρξη τετραδίων<br />
με σχέδια τα οποία οι ζωγράφοι μετέφεραν στις καλλιτεχνικές τους<br />
αποσκευές 63 . Περισσότερο συνηθισμένες είναι οι απεικονίσεις του<br />
άπληστου πλούσιου, του φονιά, του παραυλακιστή, του μυλωνά,<br />
της πόρνης και του πόρνου, της αρνούμενης τον θηλασμό, των<br />
κοιμώμενων την αγίαν Κυριακήν, οι οποίες απαντούν συχνά και<br />
εκτός Κρήτης 64 . Σπανιότερα εικονίζονται η μάγισσα, η υφάντρια, ο<br />
βλάσφημος, ο τοκογλύφος, η αρνούμενη τα πρόσφορα στον ναό 65 .<br />
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο σάτυρος, ο κτημώτης και ο<br />
παρακαθιστής είναι αμαρτωλοί που δεν έχουν επισημανθεί μέχρι<br />
τώρα, από όσο γνωρίζω, σε άλλες παραστάσεις της Δευτέρας Παρουσίας<br />
στην Κρήτη.<br />
62<br />
Μαδεράκης, Η κόλαση και οι ποινές, σ. 21 κ.ε.<br />
63<br />
Garidis, Les punitions collectives, σ. 9.<br />
64<br />
Για παράδειγμα, ο παραυλακιστής εικονίζεται στον Άγιο Γεώργιο στον<br />
Κουβαρά Αττικής (Mouriki, An unusual Representation, σ. 159, πίν. 89)<br />
στην Παναγία της Ασίνου (1332/3) (Α. αnd J. Stylianou, The Painted<br />
Churches of Cyprus. Treasures of Byzantine Art, Λονδίνο 1985 (στο εξής<br />
Stylianou, The Painted Churches of Cyprus), σ. 134. Kalopissi-Verti, The<br />
Murals of the Narthex, σ. 145) και στον Αντιφωνητή στην Καλογρέα της<br />
Κύπρου (τελευταία 10ετία 15ου αι.) (Stylianou, The Painted Churches of<br />
Cyprus, σ. 481), στον Άϊ-Στράτηγο στους Μπουλαριούς Μέσα Μάνης (β΄<br />
μισό 13ου αι.) (Δρανδάκης, Βυζαντινές τοιχογραφίες, σ. 463). Ο μυλωνάς<br />
εικονίζεται και στον ναό του Αντιφωνητή στην Καλογρέα της Κύπρου (τελευταία<br />
10ετία 15ου αι.) (Stylianou, The Painted Churches of Cyprus, σ.<br />
481). Η αποστρέφουσα τα νήπια στην Παναγία της Ασίνου στην Κύπρο<br />
(1332/3) (Stylianou, The Painted Churches of Cyprus, σ. 134) και στον<br />
Άϊ-Στράτηγο στους Μπουλαριούς Μέσα Μάνης (Δρανδάκης, Βυζαντινές<br />
τοιχογραφίες, σ. 462). Ο φονιάς και ο άνθρωπος που κοιμάται την Κυριακή<br />
εικονίζονται και στο εξωτερικό του Β. τοίχου στην Παναγία του Μουτουλλά<br />
(β΄ μισό 14ου αι.) στο όρος Τρόοδος της Κύπρου (Α. Νicolaidès, «Le jugement<br />
dernier de l’église de la Panagia de Moutoullas à Chypre. Une<br />
peinture inédite de la seconde moitié du XIVe siècle», ΔΧΑΕ ΙΗ΄ (1995),<br />
σ. 72, 74-75). Ο άφρων πλούσιος εικονίζεται στον Τίμιο Σταυρό στο χωριό<br />
Κουκά της Κύπρου (Stylianou, The Painted Churches of Cyprus, σ.<br />
235), στον Άγιο Γεώργιο στον Κουβαρά Αττικής (4η δεκαετία 13ου αι.)<br />
(Mouriki, An unusual Representation, σ. 156, πίν. 85), στην Επισκοπή<br />
κοντά στο Σταυρί της Μέσα Μάνης (γύρω στο 1200) (Δρανδάκης, Βυζαντινές<br />
τοιχογραφίες, σ. 205-206), στην Αγήτρια κοντά στο χωριό Αγία Κυριακή<br />
Μέσα Μάνης (τέλος 13ου αι.) (Δρανδάκης, Βυζαντινές τοιχογραφίες,<br />
σ. 251-252. S. Τomeković, Le Jugement Dernier inédit de l’église d’Agetria<br />
(Magne), JÖB 32/5 (1982) (= XVI. Internationaler Byzantinistenkongress,<br />
Akten II/5), σ. 471).<br />
65<br />
Πρβλ. Μαδεράκης, Η κόλαση και οι ποινές, σ. 76-79.
ΣΧΟΛΙΑ ΣΕ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΠΟΙΝΕΣ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ<br />
ΤΗΣ ΑΞΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ<br />
381<br />
Είναι γνωστό ότι η ύπαιθρος και οι κοινωνικές σχέσεις στην<br />
ύπαιθρο είχαν καθοριστική σπουδαιότητα στη βυζαντινή αυτοκρατορία<br />
σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της 66 . Έτσι, παράλληλα με<br />
τους αγροτικούς νόμους, οι παραστάσεις με τις ατομικές ποινές των<br />
αμαρτωλών, που απαντούν μόνον σε ναούς αγροτικών και μοναστικών<br />
κοινοτήτων και όχι αστικών κέντρων 67 , αποσκοπούσαν,<br />
λειτουργώντας στο επίπεδο της οπτικής πρόσληψης, στην προαγωγή<br />
της έννομης τάξης και στη διατήρηση της ισορροπίας των ανθρώπινων<br />
σχέσεων στις τοπικές κοινωνίες. Προειδοποιούσαν τους<br />
αμαρτωλούς για τα μετά θάνατον δεινά, αλλά και καθησύχαζαν τους<br />
αδικημένους και ασθενέστερους με τη διαβεβαίωση της μελλοντικής<br />
απονομής Δικαιοσύνης.<br />
66<br />
Λαΐου-Θωμαδάκη, Η αγροτική κοινωνία, σ. 23.<br />
67<br />
Πρβλ. Garidis, Les punitions collectives, σ. 14.
Εικ. 1. Ο ναός του Σωτήρος Χριστού στο Μέσα Παντέλι. Άποψη από ΒΑ.
Γεώργιος Φουστέρης<br />
Ο ναός του Σωτήρος<br />
στη θέση Μέσα Παντέλι<br />
Χαντρά Σητείας:<br />
Παρατηρήσεις στο<br />
εικονογραφικό πρόγραμμα<br />
Ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος βρίσκεται σε κατάφυτη<br />
θέση στην περιοχή Μέσα Παντέλι (εικ. 1, 2). Παρά το γεγονός ότι<br />
ανήκει στην κοινότητα Χαντρά της επαρχίας Σητείας, είναι πιο κοντά<br />
στους οικισμούς Παπαγιαννάδες και Σκλάβοι. Θεωρείται καθολικό<br />
Μονής για την οποία δεν έχουν εντοπιστεί πληροφορίες στις μέχρι<br />
σήμερα γνωστές πηγές 1 .<br />
Πρόκειται για έναν μονόχωρο καμαροσκεπή ναό, με δύο ενισχυτικά<br />
εγκάρσια σφενδόνια που βαίνουν πάνω σε υφαψίδια και<br />
διαιρούν την οξυκόρυφη καμάρα σε τρία σχεδόν ισότιμα μέρη (βλ.<br />
εικ. 3). Για τις ανάγκες της μελέτης αυτής χαρακτηρίζουμε τα τρία<br />
αυτά τμήματα ως Τ1, Τ2, Τ3, από ανατολάς προς δυσμάς. Το σχετικά<br />
μεγάλο, για τα δεδομένα του τύπου του ναού, μέγεθος (5,75 x<br />
8,50 μ.) και το λαξευτό πλαίσιο του μοναδικού θυρώματος, στο κέντρο<br />
της δυτικής πλευράς, είναι τα μόνα στοιχεία που μαρτυρούν κάποιες<br />
ιδιαίτερες προθέσεις των κτητόρων 2 .<br />
1<br />
Κατά τον Ν. Ψιλάκη ο περιβάλλων χώρος «παρουσιάζει την τυπική εικόνα<br />
παλιού μικρού μοναστηριού με ερείπια γύρω από το ναό»· βλ. Ν. Ψιλάκης,<br />
Μοναστήρια και ερημητήρια της Κρήτης, τ. Β΄, Ηράκλειο 1993, σ. 573-574.<br />
Το εικονογραφικό πρόγραμμα και ιδιαίτερα το γεγονός ότι στην κάτω ζώνη<br />
των ολόσωμων αγίων αναγνωρίζουμε αποκλειστικά οσίους και ασκητές<br />
(βλ. εικ. 11 και τους αρ. 82-94 στο σχετικό κατάλογο παραστάσεων), δεν<br />
αφήνει καμία αμφιβολία ότι ο ναός ανήκε σε ανδρώα μονή.<br />
2<br />
Για τα λαξευτά θυρώματα στο πλαίσιο της ναοδομίας της Κρήτης, βλ. Μ.<br />
Μπορμπουδάκης, Θυρώματα καὶ παράθυρα σε εκκλησίες της Κρήτης<br />
(τέλος 14ου έως μέσα 15ου αιώνα), στο Ό. Γκράτζιου (επιμ.), Γλυπτική και<br />
λιθοξοϊκή στη Λατινική Ανατολή, Ηράκλειο 2007, και Ό. Γκράτζιου, Η Κρήτη
384 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΟΥΣΤΕΡΗΣ<br />
Εικ. 2.<br />
Ο ναός του Σωτήρος Χριστού<br />
στο Μέσα Παντέλι.<br />
Άποψη από τα δυτικά.<br />
Εσωτερικά ο ναός είναι κατάγραφος (εικ. 4-8). Οι τοιχογραφίες<br />
δεν διατηρούνται όλες σε καλή κατάσταση, ωστόσο μπορούμε να<br />
αναγνωρίσουμε το σύνολο σχεδόν των παραστάσεων του εικονογραφικού<br />
προγράμματος (εικ. 11). Εκτεταμένες φθορές και απώλεια<br />
του τοιχογραφικού διακόσμου παρατηρούνται κυρίως στην κατώτερη<br />
ζώνη, όπου πολλές από τις ολόσωμες μορφές είτε έχουν καταστραφεί<br />
είτε δεν είναι πλέον δυνατό να αναγνωρισθούν 3 .<br />
Ο ναός έγινε γνωστός στην έρευνα από την συστηματική καταγραφή<br />
των τοιχογραφημένων ναών της Κρήτης του G. Gerola<br />
στην ύστερη μεσαιωνική εποχή. Η μαρτυρία της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής,<br />
Ηράκλειο 2010, σ. 55-91.<br />
3<br />
Οι αποτυπώσεις του ναού έγιναν στο πλαίσιο της καταγραφής των τοιχογραφημένων<br />
ναών της Ιεράς Μητροπόλεως Ιεραπύτνης και Σητείας με πρωτοβουλία<br />
του Σεβ. Μητροπολίτου κ. Ευγενίου και γενικό συντονισμό του<br />
Πρωτοσυγκέλου αρχιμ. Κυρίλλου Διαμαντάκη. Η καταγραφή πραγματοποιήθηκε<br />
από τον υπογράφοντα με την συνεργασία της Δρ. Βυζαντινής Αρχαιολογίας<br />
Leonela Fundić, σε δύο περιόδους κατά τα έτη 2008 και 2012.
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΜΕΣΑ ΠΑΝΤΕΛΙ ΧΑΝΤΡΑ ΣΗΤΕΙΑΣ:<br />
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ<br />
385<br />
Εικ. 3. Σωτήρας Χριστός,<br />
Μέσα Παντέλι Χαντρά.<br />
Κάτοψη και τομή κατά μήκος.<br />
(1935), όπου γίνεται και η πρώτη συνοπτική αναφορά στο εικονογραφικό<br />
του πρόγραμμα 4 . Μισόν αιώνα αργότερα, μία περισσότερο<br />
λεπτομερής αναφορά στον εντοίχιο διάκοσμο του ναού έγινε από<br />
τους Gallas-Wessel-Borboudakis στον γνωστό οδηγό τους (1983) 5 .<br />
Ελλείψει επιγραφικών δεδομένων ή άλλων ιστορικών πληροφοριών,<br />
η χρονολόγηση των τοιχογραφιών του Σωτήρος στο<br />
Πα ντέ λι γίνεται βάσει τεχνοτροπικών κριτηρίων. Συγκεκριμένα<br />
4<br />
G. Gerola, Τοπογραφικός κατάλογος των τοιχογραφημένων Εκκλησιών της Κρήτης,<br />
μτφ. Κ. Ε. Λασσιθιωτάκης, Ηράκλειον 1961, αρ. 801, σ. 106 =<br />
Elenco topografico delle chiese affrescate di Creta, Atti del reale istituto<br />
veneto di scienze, lettere ed arti CXIV.2 (1934-35), 139-216.<br />
5<br />
Στη δημοσίευση αυτή περιλαμβάνονται και τρείς ασπρόμαυρες φωτογραφίες<br />
από τον τοιχογραφικό διάκοσμο του ναού, βλ. K. Gallas - K. Wessel<br />
- M. Borboudakis, Byzantinisches Kreta, München 1983, σ. 461-464, εικ.<br />
436-438. Σύντομη μνεία του ναού και του τοιχογραφικού του διακόσμου<br />
κάνουν και οι Μ. Ανδριανάκης - Κ. Γιαπιτσόγλου, Χριστιανικά μνημεία της<br />
Κρήτης, Ηράκλειο 2012, σ. 246.
386 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΟΥΣΤΕΡΗΣ<br />
Εικ. 4.<br />
Άποψη του εσωτερικού<br />
προς τα ανατολικά.<br />
ανα γνωρίζεται ένα καλλιτεχνικό εργαστήριο με σημαντική παρουσία<br />
στην ευρύτερη περιοχή. Κατά τον Στ. Μαδεράκη οι τοιχογραφίες<br />
που εξετάζουμε «παρουσιάζουν πάρα πολλές αναλογίες» με εκείνες της<br />
Παναγίας του Βρυωμένου 6 , οι οποίες χρονολογούνται με γραπτή<br />
6<br />
Ο Μαδεράκης διατυπώνει την υπόθεση ότι υπάρχει σχέση δασκάλου-μαθητή<br />
ανάμεσα στους αγιογράφους της Παναγίας Βρυωμένου και του Σωτήρα<br />
στο Παντέλι· βλ. Στ. Ν. Μαδεράκης, Βυζαντινή ζωγραφική από την<br />
Κρήτη στα πρώτα χρόνια του 15ου αιώνα», Πεπραγμένα του ΣΤ΄ Διεθνούς<br />
Κρητολογικού Συνεδρίου, τόμος Β΄, Χανιά 1991, σ. 274. Ο Μ. Μπορμπουδάκης<br />
συγκρίνοντας τις τοιχογραφίες του Βρυωμένου με άλλες σύγχρονες<br />
που έχουν κωνσταντινουπολίτικες καταβολές, θεωρεί ότι έχουν έναν περισσότερο<br />
επαρχιακό χαρακτήρα· βλ. Μ. Μπορμπουδάκης, Η τέχνη κατά<br />
τη Βενετοκρατία, στο Ν. Μ. Παναγιωτάκης (επιμ.), Κρήτη Ιστορία και Πολιτισμός,<br />
τ. Β΄, Ηράκλειο 1988, σ. 246 και 248.
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΜΕΣΑ ΠΑΝΤΕΛΙ ΧΑΝΤΡΑ ΣΗΤΕΙΑΣ:<br />
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ<br />
387<br />
επιγραφή στο έτος 1401/2. Ο ίδιος ερευνητής θεωρεί πολύ συγγενικές<br />
και τις τοιχογραφίες του Αγίου Γεωργίου στο Καβούσι 7 . Σε<br />
αυτές τις διαπιστώσεις προσθέτουμε ότι ο διάκοσμος που εξετάζουμε,<br />
συνδέεται, και μάλιστα πολύ στενά, με εκείνον στον ναό της<br />
Παναγίας στις γειτονικές Λιθίνες 8 . Επίσης, θεωρούμε πιθανό, μέλη<br />
Εικ. 5.<br />
Άποψη του εσωτερικού<br />
προς τα δυτικά.<br />
7<br />
Οι τοιχογραφίες του Αγίου Γεωργίου στο Καβούσι δεν χρονολογούνται με<br />
ασφάλεια· κατά τον Μαδεράκη «μπορεί να είναι και λίγο παλαιότερες από τα<br />
1400»· βλ. Μαδεράκης, Βυζαντινή ζωγραφική, σ. 274 και 277.<br />
8<br />
Ο διάκοσμος του ναού αυτού δεν χρονολογείται με ασφάλεια, καθώς δεν<br />
σώζεται κτητορική επιγραφή που να συνδέεται με την τοιχογράφηση. Το<br />
παλαιότερο από τα 31 χαράγματα που φέρουν χρονολογίες είναι του1440·<br />
βλ. Δ. Τσουγκαράκης - Ε. Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, Σύνταγμα (Corpus)<br />
χαραγμάτων εκκλησιών και μονών της Κρήτης, Αθήνα 2015, σ. 239-242.
Εικ. 6. Βόρειο τμήμα της καμάρας μεταξύ του δυτικού σφενδονίου και του δυτικού τοίχου.
Εικ. 7. Βόρειο τμήμα της καμάρας μεταξύ των δύο σφενδονίων.
390 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΟΥΣΤΕΡΗΣ<br />
του ίδιου καλλιτεχνικού εργαστηρίου να έχουν εργαστεί και στον<br />
ναό των Αγίων Αποστόλων στη θέση Αδρόμυλοι της περιφέρειας<br />
των Λιθινών, όπου βάσει γραπτής επιγραφής ο διάκοσμος χρονολογείται<br />
στο έτος 1415 9 . Τέλος, στο ίδιο το μνημείο που εξετάζουμε,<br />
ένα χάραγμα που διάβασε ο Δ. Τσουγκαράκης στον βόρειο τοίχο με<br />
χρονολογία 1424 10 , μας δίνει ένα όριο ante quem για την χρονολόγηση<br />
του διακόσμου. Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι τοιχογραφίες<br />
του Σωτήρα στο Παντέλι είναι έργο των αρχών του 15ου αιώνα.<br />
Με δεδομένο λοιπόν ότι ο τοιχογραφικός διάκοσμος του μνημείου<br />
και ο ανώνυμος προς το παρόν καλλιτέχνης ή συνεργείο σχετίζονται<br />
και με άλλα τοιχογραφημένα σύνολα της ευρύτερης<br />
περιοχής, είναι βέβαιο ότι μία συστηματική μελέτη του μνημείου σε<br />
επίπεδο εικονογραφίας και τεχνοτροπίας (εικ. 9) θα προσφέρει<br />
πολλά για την κατανόηση της τοπικής ζωγραφικής στα τέλη του 14ου<br />
και τις αρχές του 15ου αιώνα 11 . Στην παρούσα μελέτη θα επιχειρήσουμε<br />
μία θεολογική προσέγγιση και ερμηνεία του εικονογραφικού<br />
προγράμματος του ναού και την ένταξή του στα πνευματικά ρεύματα<br />
της εποχής.<br />
Ο βασικός χριστολογικός κύκλος<br />
Η διάρθρωση του εικονογραφικού προγράμματος γίνεται σε<br />
κάνναβο που προκύπτει από οριζόντιες ζώνες οι οποίες διαιρούνται<br />
με κάθετες ταινίες, δημιουργώντας ορθογώνια πλαίσια. Στον δυτικό<br />
9<br />
Για τον ναό των Αγίων Αποστόλων, βλ. M. Bissinger, Kreta. Byzantinische<br />
Wandmalerei, München 1995, σ. 224. Η κτητορική επιγραφή εκδόθηκε<br />
αρχικά από τον Στ. Ξανθουδίδη, Χριστιανικαὶ επιγραφαὶ Κρήτης, Αθηνά<br />
15 (1903), σ. 83 και στη συνέχεια από τον G. Gerola, Monumenti Veneti<br />
dell’ Isola di Creta, τ. 4, Βενετία 1932, σ. 586. Ανοικτό επίσης παραμένει<br />
το θέμα της σύνδεσης και άλλων τοιχογραφικών συνόλων που φαίνεται<br />
ότι δημιουργήθηκαν στην περιοχή κατά την ίδια περίοδο, όπως για παράδειγμα<br />
ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος του Κονταξή και ο Άη-Στράτηγος,<br />
και τα δύο στην περιφέρεια των Λιθινών.<br />
10<br />
Τσουγκαράκης - Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, Σύνταγμα (Corpus) χαραγμάτων,<br />
σ. 251. Οι συγγραφείς παραθέτουν και άλλα τέσσερα μεταγενέστερα χαράγματα<br />
με χρονολογίες 1462, 1477, 1486 και 1499. Τα τρία τελευταία<br />
χαράγματα αναφέρει και ο Ψιλάκης, Μοναστήρια και ερημητήρια, σ. 574.<br />
11<br />
Οι βάσεις στην έρευνα έχουν τεθεί προκαταρκτικά στις μελέτες Μπορμπουδάκης,<br />
Η τέχνη κατά τη Βενετοκρατία, σ. 231-288 και Μαδεράκης,<br />
Βυζαντινή ζωγραφική, σ. 265-315. Ο μεγάλος αριθμός των τοιχογραφημένων<br />
ναών της Κρήτης, εν πολλοίς αδημοσίευτων, καθιστά το ζήτημα<br />
ανοιχτό για την έρευνα.
Εικ. 8. Νότιο τμήμα της καμάρας μεταξύ ανατολικού σφενδονίου και ανατολικού τοίχου.
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΜΕΣΑ ΠΑΝΤΕΛΙ ΧΑΝΤΡΑ ΣΗΤΕΙΑΣ:<br />
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ<br />
393<br />
και ανατολικό τοίχο τα πλαίσια διαφοροποιούνται αναγκαστικά,<br />
λόγω της καμπυλότητας της καμάρας (εικ. 4, 5, 11).<br />
Το σύνολο των παραστάσεων ανέρχεται στον αριθμό 45. Από<br />
αυτές οι 31 (δηλαδή το 69% του συνόλου) συγκροτούν έναν συμπαγή<br />
χριστολογικό κύκλο που αντιστοιχεί, με συνέπεια ως προς την<br />
χρονική ακολουθία, στην αφήγηση των γεγονότων της Καινής Διαθήκης<br />
από τον Ευαγγελισμό μέχρι και την Ανάληψη. Εκτός από 5 παραστάσεις<br />
στην αρχή (Ευαγγελισμός μέχρι την Μεταμόρφωση) και 2<br />
στο τέλος του κύκλου (Ανάληψη και Πεντηκοστή), οι υπόλοιπες 24<br />
αναφέρονται στα γεγονότα του Πάθους και στα μετά την Ανάσταση<br />
και καταλαμβάνουν πλήρως το κεντρικό και το δυτικό από τα τρία<br />
ισότιμα τμήματα της καμάρας (Τ2, Τ3· βλ. εικ. 12). Στο δυτικό<br />
τμήμα (Τ3) παρατηρούμε ότι έχουμε παραστάσεις αποκλειστικά από<br />
τον κύκλο των Παθών, με πυκνότερη διάταξη η οποία προκύπτει<br />
με την προσθήκη μίας τρίτης οριζόντιας ζώνης, σε σχέση με τα άλλα<br />
δύο τρίτα της καμάρας (Τ1, Τ2).<br />
Όλες αυτές οι επιλογές δεν προκύπτουν τυχαία, αλλά ως αποτέλεσμα<br />
ευφυούς σχεδιασμού από καλλιτέχνες με ιδιαίτερες ικανότητες<br />
στην διαχείριση και την προσαρμογή των εικονογραφικών<br />
προγραμμάτων. Είναι σαφές, λόγου χάριν, ότι οι 16 παραστάσεις<br />
του ανατολικού και κεντρικού τμήματος (Τ1 και Τ2), μαζί με τον<br />
Ευαγγελισμό του ανατολικού τυμπάνου της καμάρας, συγκροτούν<br />
έναν άρτιο βασικό χριστολογικό κύκλο, αυτοτελώς αναγνώσιμο.<br />
Γνωρίζοντας την εξοικείωση των πιστών με παρόμοιες διατάξεις<br />
που προσιδιάζουν σε μικρότερους ναούς του ίδιου τύπου με ένα<br />
σφενδόνιο (εικ. 12), οι καλλιτέχνες επιλέγουν να διατηρήσουν συμπαγή<br />
αυτή την ενότητα. Απόρροια αυτής της επιλογής είναι η δημιουργία<br />
μίας «εμβόλιμης» ενότητας, στο δυτικό τμήμα (Τ3), όπου<br />
εκτυλίσσεται η αφήγηση των λεπτομερειών του Πάθους. Με τον<br />
τρόπο αυτόν καλύπτεται το κενό του βασικού χριστολογικού κύκλου<br />
από τον Μυστικό Δείπνο μέχρι την Σταύρωση. Υπενθυμίζουμε ότι στο<br />
κεντρικό τμήμα Τ2, αποτυπώνονται επαρκώς τόσο η εισαγωγή<br />
(Έγερση του Λαζάρου - Βαϊοφόρος - Μυστικός Δείπνος - Νιπτήρας) όσο<br />
και η κορύφωση του Πάθους (Σταύρωση – Ενταφιασμός - Επιτάφιος<br />
Θρήνος). Με τον χειρισμό αυτόν οι εικονογράφοι του Παντελίου «εντάσσουν»<br />
τον κύκλο του Πάθους στην ενιαία χριστολογική αφήγηση<br />
12 , διατηρώντας ταυτόχρονα και την αυτοτέλειά του.<br />
12<br />
Ο κύκλος των Παθών ενίοτε αναπτύσσεται σε μία ανεξάρτητη ζώνη κάτω<br />
από τον βασικό χριστολογικό κύκλο, όπως στο χαρακτηριστικό παρά-<br />
Εικ. 9. Η Άκρα Ταπείνωσις.
394 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΟΥΣΤΕΡΗΣ<br />
Παραστάσεις πέραν του χριστολογικού κύκλου<br />
Το πρόγραμμα, λοιπόν, της διακόσμησης του ναού χαρακτηρίζεται<br />
από την κυριαρχία ενός εκτεταμένου χριστολογικού κύκλου<br />
που καταλαμβάνει πλήρως την κατά μήκος καμάρα, διαρθρωμένος<br />
ορθολογικά με τον τρόπο που αναλύσαμε. Με δεδομένη αυτήν την<br />
βασική επιλογή εξετάζεται και ο ρόλος των υπολοίπων παραστάσεων<br />
που δεν εντάσσονται «άμεσα» στον χριστολογικό κύκλο. Όπως<br />
θα δείξουμε, πρόκειται για παραστάσεις που δεν στερούνται χριστολογικού<br />
χαρακτήρα και συγχρόνως συμβάλλουν στη δημιουργία<br />
ενός ενιαίου συνόλου που περιγράφει το έργο της θείας Οικονομίας<br />
από την Δημιουργία μέχρι την Δευτέρα Παρουσία.<br />
α) Η Κοινωνία των Αποστόλων σε δύο χωριστά τμήματα (Μετάδοση<br />
και Μετάληψη) στην κατώτερη ζώνη του Τ1 (εικ. 13) θεωρείται<br />
τμήμα ενός «λειτουργικού κύκλου» που επιχωριάζει στο Ιερό Βήμα.<br />
Η παράσταση, ωστόσο, είναι μία επανάληψη του Μυστικού Δείπνου<br />
που ήδη εικονίζεται μέσα στον βασικό χριστολογικό κύκλο. Επομένως,<br />
έχουμε το ίδιο γεγονός σε δύο εκδοχές: την ιστορική και την<br />
λειτουργική. Πρόκειται για μία υπόμνηση ότι το σύνολο του εικονογραφικού<br />
προγράμματος αποτελεί απεικόνιση-επιτομή της θείας<br />
Οικονομίας, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το μυστήριο της Θείας<br />
Ευχαριστίας που επιτελείται μέσα στο ναό 13 . Επομένως, η Κοινωνία<br />
των Αποστόλων δεν αποτελεί μία μεμονωμένη λειτουργική παράσταση,<br />
αλλά μία υπενθύμιση του λειτουργικού χαρακτήρα ολόκληρου<br />
του εντοίχιου διακόσμου. Η διπλή συμμετρική απεικόνιση της<br />
Μετάδοσης του Άρτου-Σώματος και της Μετάληψης του Οίνου-Αίματος<br />
αντιστοιχεί και στην κορύφωση της ευχής της Αγίας Αναφοράς<br />
με την διττή εκφώνηση-πρόσκληση προς τους πιστούς: «Ἔδωκε<br />
τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ μαθηταῖς … Λάβετε Φάγετε και Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες».<br />
Άλλωστε, στην ίδια την Ευχή της Αγίας Αναφοράς έχει προηγηθεί<br />
η μνεία των γεγονότων της θείας Οικονομίας, όπως ακριβώς εικονίζονται<br />
στο εικονογραφικό πρόγραμμα 14 .<br />
δειγμα του Αγίου Νικολάου του Ορφανού στη Θεσσαλονίκη· βλ. Α. Τσιτουρίδου,<br />
Ὁ ζωγραφικὸς διάκοσμος τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ὀρφανοῦ στὴ Θεσσαλονίκη.<br />
Συμβολὴ στὴ μελέτη τῆς παλαιολόγειας ζωγραφικῆς κατὰ τὸν πρώιμο<br />
14ο αἰῶνα, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 51.<br />
13<br />
Βλ. Χ. - Γ. Σουλτς, Η βυζαντινή Λειτουργία. Μαρτυρία πίστεως και συμβολική<br />
έκφραση, μτφ. Δ. Τζέρπος, Αθήνα 1998 [πρωτότυπη έκδ. Trier 1980], σ.<br />
142 κ.ε.<br />
14<br />
Σὺ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς παρήγαγες καὶ παραπεσόντας ἀνέστησας<br />
πάλιν (= Δημιουργία – Πτώση) καὶ οὐκ ἀπέστης πάντα ποιῶν ἓως ἡμᾶς εἰς
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΜΕΣΑ ΠΑΝΤΕΛΙ ΧΑΝΤΡΑ ΣΗΤΕΙΑΣ:<br />
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ<br />
395<br />
β) Μέσα στο πλαίσιο αυτής της «ολιστικής» θεώρησης του<br />
έργου της θείας Οικονομίας εντάσσεται και ο κύκλος των Πρωτοπλάστων.<br />
Περιλαμβάνει 11 παραστάσεις από τις οποίες η πρώτη είναι<br />
αφιερωμένη στην Δημιουργία (Κτίση) του Κόσμου, ενώ οι υπόλοιπες<br />
εστιάζουν στους Πρωτόπλαστους (από την Δημιουργία του Αδάμ<br />
μέχρι και τον Θρήνο του Αδάμ και της Εύας μετά την έξωση από τον<br />
Παράδεισο· βλ. ενδεικτικά εικ. 14, με την επιγραφή «ἡ τοῦ φυτοῦ<br />
μετάληψις»). Η θέση του κύκλου έχει επιλεγεί σε αντίστιξη τόσο με<br />
την υπερκείμενη χριστολογική αφήγηση - ιδιαίτερα με τα γεγονότα<br />
του Πάθους-, όσο και με την Δευτέρα Παρουσία η οποία αποτελεί<br />
την εσχατολογική αποκατάσταση του ανθρώπου και της Κτίσης στο<br />
κατά φύσιν. Ο χειρισμός είναι απολύτως συνειδητός και η στόχευση<br />
Εικ. 10.<br />
Ο Αρχάγγελος Ραφαήλ.
Κ ΑΤΑ Λ Ο Γ Ο Σ Π Α ΡΑ Σ ΤΑ Σ Ε Ω Ν<br />
1. Θεοτόκος Βρεφοκρατούσα<br />
2. Αρχάγγελος Μιχαήλ<br />
3. Αρχάγγελος Γαβριήλ<br />
4. Αρχάγγελος Ουριήλ<br />
5. Αρχάγγελος Ραφαήλ<br />
6. Ευαγγελισμός. α. Αρχάγγελος Γαβριήλ, β. Θεοτόκος<br />
7. Γέννηση<br />
8. Υπαπαντή<br />
9. Βάπτιση<br />
10. Μεταμόρφωση<br />
11. Έγερση του Λαζάρου<br />
12. Βαϊοφόρος<br />
13. Νιπτήρας<br />
14. Μυστικός Δείπνος<br />
15. Προδοσία<br />
16. Χριστός κρινόμενος υπό Άννα και Καϊάφα<br />
17. Απόνιψη του Πιλάτου<br />
18. Ελκόμενος<br />
19. Άρνηση και Μετάνοια του Πέτρου<br />
20. Πήξη του Σταυρού<br />
21. Εμπαιγμός<br />
22. Πόση όξους και χολής<br />
23. Πορεία προς τον Σταυρό<br />
24. Επιστροφή των Αργυρίων<br />
25. Απαγχονισμός του Ιούδα<br />
26. Μαστίγωση<br />
27. Σταύρωση<br />
28. Επιτάφιος Θρήνος<br />
29. Ενταφιασμός<br />
30. Ανάσταση (Εις Άδου Κάθοδος)<br />
31. Λίθος<br />
32. Το Χαίρε των Μυροφόρων<br />
33. Πεντηκοστή<br />
34. Ανάληψη<br />
35. Αγία Τριάς (Φιλοξενία του Αβραάμ)<br />
36. Δευτέρα Παρουσία<br />
37. Κοινωνία των Αποστόλων. α. Μετάδοση, β.<br />
Μετάληψη<br />
38. Δημιουργία του κόσμου<br />
39. Δημιουργία Αδάμ (α)<br />
40. Δημιουργία Αδάμ (β)<br />
41. Αδιάγνωστη παράσταση (Δημιουργία Εύας;)<br />
42. Αδιάγνωστη παράσταση κύκλου πρωτοπλάστων<br />
43. Παρακοή Εύας<br />
44. Παρακοή Αδάμ<br />
45. Ο Θεός αναζητεί τον Αδάμ και την Εύα<br />
46. Αδάμ και Εύα με δερμάτινους χιτώνες<br />
47. Έξωση εκ του Παραδείσου<br />
48. Θρήνος Αδάμ και Εύας<br />
49. Στηθαίος Προφήτης (μετάλλιο)<br />
50. Στηθαίος Προφήτης (μετάλλιο)<br />
51. Δανιήλ (μετάλλιο)<br />
52. Ιεζεκιήλ (μετάλλιο)<br />
53. Ααρών (μετάλλιο)<br />
54. Ησαΐας (μετάλλιο)<br />
55. Δαυίδ (μετάλλιο)<br />
56. Στηθαίος Προφήτης (μετάλλιο)<br />
57. Στηθαίος Προφήτης (μετάλλιο)<br />
58. Στηθαία οσιομάρτυς (μετάλλιο)<br />
59. Στηθαία οσιομάρτυς (μετάλλιο)<br />
60. Στηθαία οσιομάρτυς (μετάλλιο)<br />
61. Ειρήνη (μετάλλιο)<br />
62. Θέκλα (μετάλλιο)<br />
63. Αικατερίνα (μετάλλιο)<br />
64. Στηθαία οσιομάρτυς (μετάλλιο)<br />
65. Στηθαία οσιομάρτυς (μετάλλιο)<br />
66. Αναστασία η Φαρμακολύτρια<br />
67. Στηθαία οσιομάρτυς (μετάλλιο)<br />
68. Στηθαία αγία με στέμμα (μετάλλιο)<br />
69. Ελευθέριος (;)<br />
70. Σταυρός<br />
71. Λαυρέντιος<br />
72. Διάκονος-΄Αγγελος<br />
73. Άκρα Ταπείνωση<br />
74. Κύριλλος Αλεξανδρείας<br />
75. Ιωάννης ο Χρυσόστομος<br />
76. Μελισμός<br />
77. Βασίλειος ο Μέγας<br />
78. Νικόλαος (;)<br />
79. Ιεράρχης<br />
80. Ιεράρχης<br />
81. Αδιάγνωστη μορφή με φωτοστέφανο<br />
82. Αδιάγνωστος ασκητής γυμνός<br />
83. Αδιάγνωστος ασκητής γυμνός<br />
84. Αδιάγνωστος ασκητής γυμνός<br />
85. Αδιάγνωστος όσιος<br />
86. Αδιάγνωστος όσιος<br />
87. Αγένειος όσιος (Ιωάννης Καλυβίτης;)<br />
88. Αρχάγγελος Μιχαήλ<br />
89. Αδιάγνωστος άγιος<br />
90. Αδιάγνωστος άγιος<br />
91. Αδιάγνωστος άγιος<br />
92. Αδιάγνωστος άγιος<br />
93. Αδιάγνωστος όσιος<br />
94. Αντώνιος ο Μέγας<br />
95. Ιωάννης ο Πρόδρομος<br />
96. Θεοτόκος Βρεφοκρατούσα<br />
97. Αδιάγνωστος άγιος δεόμενος προς την Θεοτόκο<br />
Εικ. 11. Το εικονογραφικό πρόγραμμα (προοπτική άνοψη).
398 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΟΥΣΤΕΡΗΣ<br />
Εικ. 12.<br />
Διάταξη και φορά χριστολογικού κύκλου και κύκλου των<br />
Πρωτοπλάστων.<br />
φαίνεται στην κατάληξή του: ακριβώς<br />
πάνω από τον Θρήνο του Αδάμ<br />
και της Εύας βρίσκεται η Ανάσταση<br />
στον τύπο της Εις Άδου Καθόδου. Οι<br />
συνέπειες της Πτώσης αίρονται με<br />
τον Σταυρικό θάνατο του Χριστού<br />
που ανιστά από σαρκοφάγους τον<br />
Αδάμ και την Εύα και ουσιαστικά<br />
επαναφέρει το ανθρώπινο γένος<br />
στην προπτωτική κατάσταση.<br />
γ) Η Αγία Τριάς (Φιλοξενία του<br />
Αβραάμ) στο κέντρο του ανατολικού<br />
τυμπάνου πάνω από την κόγχη του<br />
Ιερού, σε μία πρώτη ανάγνωση μοιά -<br />
ζει εμβόλιμη στο υπόλοιπο εικονογραφικό<br />
πρόγραμμα, καθώς περιβάλλεται<br />
από παραστάσεις του χριστολογικού<br />
κύκλου (εικ. 4, 15). Η εξαιρετικά<br />
προβεβλημένη θέση της εξασφαλίζει<br />
την άμεση επαφή της προς το εκκλησίασμα<br />
15 . Ο προφανής λειτουργικός-ευχαριστιακός<br />
χαρακτήρας της<br />
παράστασης αυτής, για τον οποίο γίνεται<br />
συνήθως λόγος, δεν αρκεί για<br />
να ερμηνεύσει το σύνθετο σημασιοτὸν<br />
οὐρανὸν ἀνήγαγες καὶ τὴν βασιλείαν<br />
σου ἐχαρίσω τὴν μέλλουσαν. (=Δευτέρα<br />
Παρουσία) … μεμνημένοι τοίνυν τῆς σωτηρίου<br />
ταύτης ἐντολῆς, καὶ πάντων τῶν<br />
ὑπὲρ ἡμῶν γεγενημένων, τοῦ σταυροῦ,<br />
τοῦ τάφου, τῆς τριημέρου ἀναστάσεως,<br />
τῆς εἰς οὐρανοὺς ἀναβάσεως (= Χριστολογικός<br />
Κύκλος), τῆς ἐκ δεξιῶν καθέδρας,<br />
τῆς δευτέρας καὶ ἐνδόξου πάλιν<br />
παρουσίας. (=Δευτέρα Παρουσία)<br />
15<br />
Η παράσταση είναι γενικότερα καθιερωμένη<br />
στην ίδια θέση, όχι μόνο σε<br />
ναούς της Κρήτης. Βλ. τα παραδείγματα<br />
από τις γειτονικές Λιθίνες: στην<br />
Κοίμηση, τον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο<br />
Κονταξή και τον Άη-Στράτηγο.
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΜΕΣΑ ΠΑΝΤΕΛΙ ΧΑΝΤΡΑ ΣΗΤΕΙΑΣ:<br />
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ<br />
399<br />
λογικό της περιεχόμενο. Στην συγκεκριμένη ιστορική περίοδο (τέλη<br />
14ου-αρχές 15ου αιώνα) είναι βέβαιο ότι ήταν φορτισμένη με ένα<br />
«ομολογιακό» δογματικό περιεχόμενο, καθώς τότε κορυφώνονταν οι<br />
αντιπαραθέσεις Ανατολής-Δύσης με επίκεντρο την Αγία Τριάδα και<br />
κυρίως το ζήτημα της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος.<br />
Εκτός όμως από τον λειτουργικό και δογματικό χαρακτήρα της,<br />
η Φιλοξενία είναι οργανικά ενταγμένη ως συνέχεια του χριστολογικού<br />
κύκλου, καθώς βρίσκεται ανάμεσα στα δύο τμήματα του Ευαγγελισμού.<br />
Ως ενιαία σύνθεση με δογματικό περιεχόμενο, ο Ευαγγελισμός<br />
και η Φιλοξενία, παραπέμπουν στο 2ο και το 3ο άρθρο του Συμβόλου<br />
της Πίστεως 16 , συνδέοντας άμεσα την Αγία Τριάδα με την ενανθρώπηση<br />
του Χριστού. Επομένως το γεγονός του Ευαγγελισμού που απο-<br />
Εικ. 13.<br />
Η Κοινωνία<br />
των Αποστόλων (Μετάδοση).<br />
16<br />
Καὶ εἰς ἓνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ<br />
τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων· φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν<br />
ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι’ οὗ τὰ<br />
πάντα ἐγένετο. Τὸν δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν<br />
κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας<br />
τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα. Σημειώνουμε εδώ προκαταρκτικά την<br />
χριστολογική αναφορά στη Δημιουργία (δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο) η οποία<br />
εκπροσωπείται με ιδιαίτερο κύκλο.
Εικ. 14. Η Παρακοή των Πρωτοπλάστων («ἡ τοῦ φυτοῦ μετάληψις»).
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΜΕΣΑ ΠΑΝΤΕΛΙ ΧΑΝΤΡΑ ΣΗΤΕΙΑΣ:<br />
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ<br />
401<br />
τελεί την αφετηρία της χριστολογικής αφήγησης, τοποθετείται με τις<br />
ερμηνευτικές-δογματικές προϋποθέσεις του. Στο ίδιο πλαίσιο επομένως<br />
εντάσσεται και η Θεοτόκος βρεφοκρατούσα της κόγχης 17 την<br />
οποία πλαισιώνουν και οι υπόλοιπες παραστάσεις στην αφηγηματική<br />
ακολουθία του χριστολογικού κύκλου (Γέννηση, Υπαπαντή).<br />
Όμως η παράσταση της Αγίας Τριάδος εκτός από την έναρξη<br />
σηματοδοτεί και την ολοκλήρωση του χριστολογικού κύκλου, αλλά<br />
και του εικονογραφικού προγράμματος συνολικά. Αυτό προκύπτει<br />
από την συνάφειά της με την Ανάληψη και την Πεντηκοστή. Με την<br />
δεύτερη μάλιστα αποτελεί αναπόσπαστη ενότητα, καθώς η εορτή της<br />
Αγίας Τριάδος (δηλαδή η Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος 18 ) είναι συναπτή<br />
με εκείνη της Κυριακής της Πεντηκοστής. Η σύνδεση επομένως<br />
της Φιλοξενίας με τον χριστολογικό κύκλο γίνεται με βάση την<br />
λειτουργική-εορτολογική πράξη που είναι αποτυπωμένη στην ίδια<br />
την Θεία Λειτουργία 19 αλλά και την τάξη του Πεντηκοσταρίου 20 .<br />
δ) Η Δευτέρα Παρουσία που καταλαμβάνει ολόκληρο τον δυτικό<br />
τοίχο (εικ. 5, 12) 21 , εκ πρώτης όψεως διακόπτει την γενική δεξιόστροφη<br />
συνέχεια τόσο του χριστολογικού κύκλου όσο και εκείνου<br />
των Πρωτοπλάστων. Όμως οι εικονογράφοι αλλά και οι πιστοί ήταν<br />
εξοικειωμένοι και αντιλαμβάνονταν τα εικονιζόμενα γεγονότα μέσα<br />
από την λειτουργική-εορτολογική τους συνάφεια. Στο πλαίσιο αυτό,<br />
η Δευτέρα Παρουσία σχετίζεται με την ολοκλήρωση του Πεντηκοσταρίου,<br />
καθώς απεικονίζει το ευαγγέλιο της Κυριακής των Αγίων Πάντων<br />
που έπεται αμέσως μετά Πεντηκοστή 22 . Η οργανική συνέχεια<br />
17<br />
Για τη θέση του Ευαγγελισμού, βλ. Ι. Βαραλής, Παρατηρήσεις για τη θέση<br />
του Ευαγγελισμού στη μνημειακή ζωγραφική κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο,<br />
ΔXAE 19 (1996-1997), σ. 201-220.<br />
18<br />
Για την εορτή της Αγίας Τριάδος, βλ. πρωτοπρεσβ. Στ. Χατζηγρηγορίου,<br />
Εορτές και ύμνοι στο λειτουργικό βιβλίο «Πεντηκοστάριον». Συμβολή στην μελέτη<br />
της δομής και του περιεχομένου του, Θεσσαλονίκη 2014, σ. 57-58.<br />
19<br />
Βλ. υποσημ. 13.<br />
20<br />
Το Πεντηκοστάριο αποτελεί την συνέχεια του Τριωδίου με το οποίο αρχικά<br />
ήταν ενιαίο. Βλ. Χατζηγρηγορίου, Εορτές και ύμνοι, σ. 26-28.<br />
21<br />
Η θέση της Δευτέρας Παρουσίας στον δυτικό τοίχο είναι καθιερωμένη<br />
στους ναούς της Κρήτης ήδη από το τέλος του 14ου αιώνα· βλ. I. Spatharakis,<br />
Byzantine wall painting of Crete, v. II, Mylopotamos province, Leiden<br />
2010, σ. 269-270. Βλ. επίσης Στ. Ν. Μαδεράκης, Η κόλαση και οι ποινές<br />
των κολασμένων σαν θέματα της Δευτέρας Παρουσίας στις εκκλησίες της<br />
Κρήτης. Δ’. Προβλήματα σχετικά με τα θέματα της κολάσεως, Ύδωρ εκ Πέτρας<br />
3-4.5-6 (1980-1981), σ. 51-130.<br />
22<br />
Στο Ευαγγέλιο της Κυριακής των Αγίων Πάντων, μεταξύ άλλων αναφέρεται<br />
και το χωρίο από το Κατά Ματθ. 19,28 στο οποίο ουσιαστικά περι-
402 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΟΥΣΤΕΡΗΣ<br />
Εικ. 15.<br />
Η Αγία Τριάς<br />
(Φιλοξενία του Αβραάμ).<br />
γράφεται η άνω ζώνη της παράστασης της Δευτέρας Παρουσίας: «ὅταν καθίσῃ<br />
ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ<br />
δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ». Ως προς το γενικότερο<br />
πνεύμα της παράστασης, πρέπει να επισημανθεί και το στοιχείο
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΜΕΣΑ ΠΑΝΤΕΛΙ ΧΑΝΤΡΑ ΣΗΤΕΙΑΣ:<br />
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ<br />
403<br />
Πεντηκοστής - Φιλοξενίας - Δευτέρας Παρουσίας,<br />
εισάγει και μία δυναμική «αξονική» σχέση<br />
ενώνοντας τα δύο άκρα του κατά μήκος άξονα<br />
του ναού, υπογραμμίζοντας την «λειτουργική<br />
πραγματικότητα ως βιούμενη εικόνα των εσχάτων»<br />
23 . Ο εσχατολογικός ρεαλισμός της Δευτέρας<br />
Παρουσίας λειτουργεί ως κατακλείδα<br />
ολόκληρου του εικονογραφικού προγράμματος<br />
και ανταποκρίνεται απόλυτα στον χαρακτήρα<br />
της Θείας Λειτουργίας ως «εμπράγματης<br />
ανάμνησης του σωτηριολογικού έργου του Χριστού»<br />
24 . Το γενικό σχήμα περιγράφει τις ενότητες-φάσεις<br />
του έργου της θείας Οικονομίας:<br />
1. Δημιουργία-Πτώση, 2. Ενανθρώπηση-<br />
Αναί ρεση των συνεπειών της Πτώσης, 3. Δευτέρα<br />
Παρουσία-Αποκατάσταση της Βασιλείας<br />
του Θεού. Τόσο ο κύκλος της Δημιουργίας,<br />
όσο και ο βασικός χριστολογικός κύκλος αποτελούν<br />
μία ενιαία αφήγηση με κατάληξη την<br />
Δευτέρα Παρουσία. Με την ανάγνωση αυτή<br />
γίνεται φανερό ότι ο χαρακτήρας του εικονογραφικού<br />
προγράμματος που εξετάζουμε είναι<br />
ταυτόχρονα ιστορικός, λειτουργικός-εορτολογικός<br />
και δογματικός συνολικά, χωρίς να μπορεί<br />
να αποδοθεί κάποιος από αυτούς τους<br />
χαρακτηρισμούς σε έναν μόνο από τους επιμέρους<br />
κύκλους ή παραστάσεις. Τα πάντα λειτουργούν<br />
συνεκτικά και συμπληρωματικά,<br />
ενώ υπόκεινται σε μία ευφυή οργάνωση που<br />
προϋποθέτει θεολογική επάρκεια και προσεκτικό<br />
σχεδιασμό.<br />
της ομολογίας που έχει τονιστεί σε άλλο σημείο<br />
του ίδιου ευαγγελικού αναγνώσματος (Κατά<br />
Ματθ. 10, 32-33).<br />
23<br />
Βλ. Χρ. Νάσσης, Η τελεσιουργία του Μυστηρίου<br />
της Ευχαριστίας, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 152-<br />
153.<br />
24<br />
Σούλτς, Η βυζαντινή Λειτουργία, σ. 112 και Α.<br />
Σμέμαν, Ευχαριστία. Το Μυστήριο της Βασιλείας,<br />
Αθήνα 2000, σ. 51 κ.ε.
404 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΟΥΣΤΕΡΗΣ<br />
Εικ. 16.<br />
«Ἡ πῆξις τοῦ Σταυροῦ».<br />
Οι θεολογικής σημασίας λεπτομέρειες του Τ3<br />
Το υψηλό θεολογικό επίπεδο του εικονογραφικού προγράμματος<br />
δεν αφορά μόνο στην γενική διάρθρωση που περιγράψαμε,<br />
αλλά και στις επιμέρους λεπτομέρειες, σε ορισμένες από τις οποίες<br />
ήδη αναφερθήκαμε. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα, με ιδιαίτερη<br />
θεολογική σημασία, αφορά τον τρόπο διάταξης των παραστάσεων<br />
στο δυτικό τμήμα της καμάρας (Τ3). Στο τμήμα αυτό, όπως<br />
ήδη επισημάναμε, προστίθεται μία επιπλέον ζώνη, σε σχέση με τα<br />
άλλα δύο τμήματα (Τ1 και Τ2), με αποτέλεσμα να έχουμε πυκνότερη<br />
αφήγηση (εικ. 11, 12). Εάν οι εικονογράφοι διατηρούσαν τον ίδιο<br />
κάναβο με τα τμήματα Τ1 και Τ2, τότε θα είχαν τη δυνατότητα να
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΜΕΣΑ ΠΑΝΤΕΛΙ ΧΑΝΤΡΑ ΣΗΤΕΙΑΣ:<br />
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ<br />
405<br />
επεκτείνουν την αφήγηση του Πάθους με 8 ακόμη παραστάσεις. Με<br />
την πρόσθετη ζώνη έχουμε ένα ευρύτερο σύνολο 14 παραστάσεων.<br />
Επισημαίνουμε δύο εξαιρετικά σπάνιες παραστάσεις που δεν απαντώνται<br />
ακόμη και σε εκτεταμένους κύκλους του Πάθους (εικ. 16 και<br />
17, με τις επιγραφές «ἡ πῆξις τοῦ Σταυροῦ» και «ὄξος καὶ χολὴν ποτίζουσιν<br />
αὐτῷ»). Ποια ήταν λοιπόν η αναγκαιότητα που επέβαλε την<br />
προσθήκη μίας επιπλέον ζώνης και μίας τόσο λεπτομερούς αφήγησης<br />
των Παθών;<br />
Η απάντηση δίνεται από την διάταξη των παραστάσεων του<br />
τμήματος Τ3 (εικ. 12). Κατ’ αρχήν παρατηρούμε ότι υπάρχει κάποια<br />
«ασυνέχεια» όσον αφορά την αφηγηματική διαδοχή των παραστάσεων.<br />
Σε σχέση μάλιστα με τις κυκλικές και σιγμοειδείς κινήσεις<br />
που επισημάναμε στις παραστάσεις του βασικού χριστολογικού κύκλου<br />
(Τ1 και Τ2), μπορούμε να πούμε ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει<br />
κι εδώ, αλλά μόνον στις δύο ανώτερες ζώνες. Εκεί, πράγματι, η Προδοσία<br />
και τα λοιπά γεγονότα μέχρι και την Πόση του Όξους είναι διατεταγμένα<br />
σε μία συνεχή αφήγηση. Οι παραστάσεις όμως της<br />
κατώτερης ζώνης δεν εντάσσονται οργανικά στην ροή της αφήγησης<br />
και λειτουργούν ως ένα ιδιαίτερο «σχόλιο», με αφορμή δύο πρόσωπα<br />
που αρνούνται τον Χριστό. Πιο συγκεκριμένα, στην κατώτερη<br />
ζώνη του νοτίου τμήματος, αναπτύσσεται σε τρεις ξεχωριστούς<br />
πίνακες η Άρνηση του Πέτρου και η Μετάνοια του Πέτρου. Κατ’ αντιστοιχία,<br />
στην ίδια θέση του βορείου τμήματος υπάρχουν δύο παραστάσεις<br />
με την Μεταμέλεια του Ιούδα (Επιστροφή των αργυρίων -<br />
Απαγχονισμός). Πρόκειται για μία αντιπαράθεση Πέτρου και Ιούδα,<br />
ένα σημαντικό στοιχείο αντίστιξης με θεολογικό περιεχόμενο που<br />
αποτυπώνεται ήδη στα πατερικά κείμενα 25 . Επίσης δεν μπορούμε<br />
να αγνοήσουμε και την στενή σχέση με τον υποκείμενο κύκλο των<br />
Πρωτοπλάστων με τον οποίο υπάρχει σαφής αντίστιξη όσον αφορά<br />
τις έννοιες της άρνησης-παρακοής και του θρήνου-μετάνοιας 26 .<br />
Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι όλα τα παραπάνω είναι πιθανόν<br />
αποτέλεσμα απλής επανάληψης καθιερωμένων διατάξεων, τις οποίες<br />
25<br />
«Μετενόησεν ὁ μακάριος Πέτρος καὶ ὁ ἄθλιος Ἰούδας· ἀλλ’ ὁ μὲν Πέτρος γνησίως<br />
μετανοήσας καὶ δακρύσας καὶ τὴν ἄρνησιν διὰ τῶν δακρύων ἀποπλύνας, εἰς τὴν<br />
προτέραν τιμὴν πάλιν ἐπανῆλθεν· ὁ δὲ Ἰούδας πάρεργον εἰργάσατο τὴν μετάνοιαν<br />
… οὐκ ἐστέναξεν, οὐκ ἐδάκρυσεν, οὐκ ἄξια τῆς μετανοίας ἒπραξεν»: (έκδ. Montfaucon)<br />
Ἰωάννου Χρυσοστόμου τὰ εὑρισκόμενα πάντα, τ. 11, σ. 924.<br />
26<br />
Χαρακτηριστικά είναι και τα της υμνολογίας: ενδεικτικά ο Ιούδας «ἐκπίπτει<br />
τοῦ φωτός και ἀλλοτριοῦται τοῦ χαρίσματος» (Δ΄ αντίφωνον του Όρθρου της<br />
Μ. Παρασκευής).
406 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΟΥΣΤΕΡΗΣ<br />
οι εικονογράφοι αντιγράφουν από άλλα μνημεία. Ωστόσο, προς το<br />
παρόν δεν έχει επισημανθεί άμεση εξάρτηση του εικονογραφικού<br />
προγράμματος που εξετάζουμε, από κάποιο συγκεκριμένο πρότυπο.<br />
Επιπλέον, σε κανένα από τα σχετιζόμενα με το ίδιο καλλιτεχνικό συνεργείο<br />
τοιχογραφημένα σύνολα δεν επαναλαμβάνεται η ίδια διάρθρωση<br />
κύκλων και παραστάσεων. Θεωρούμε λοιπόν ότι οι ιδιαίτεροι<br />
χειρισμοί που επισημαίνουμε στο υπό εξέταση μνημείο, προϋποθέτουν<br />
συνειδητή και βαθειά κατανόηση των θεολογικών τους παραμέτρων.<br />
Η υψηλή θεολογική παιδεία των συντελεστών του προγράμματος<br />
τεκμηριώνεται σε ιδιαίτερα λεπτές πτυχές που εκπλήσσουν<br />
για την ευρηματικότητα και το σημασιολογικό τους περιεχόμενο.<br />
Το ιστορικό υπόβαθρο<br />
Οι παραπάνω διαπιστώσεις είναι απολύτως συμβατές με τα ιστορικά<br />
δεδομένα της περιόδου στην ανατολική Κρήτη, όπου ένας πυρήνας<br />
λογίων κληρικών και μοναχών, φορέων του λεγόμενου<br />
ησυχαστικού πνεύματος, εκπροσωπούσαν τις ανθενωτικές ορθόδοξες<br />
θέσεις μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Ο αντίκτυπος των θεολογικών<br />
αντιπαραθέσεων είχε μεταφερθεί -ήδη από τα μέσα του<br />
14ου αιώνα- από την Κωνσταντινούπολη στην βενετοκρατούμενη<br />
Κρήτη. Σε επιστολή του ιερομονάχου Νείλου-Ναθαναήλ Μπέρτου γίνεται<br />
ονομαστική αναφορά σε 13 πρόσωπα «διδασκάλων, πνευματικών<br />
πατέρων, … μοναχών και καλογήρων, … αγωνιστών και καλών εργατών» 27 .<br />
Πρόκειται για ένα τοπικό πνευματικό κίνημα με συγκεκριμένο προσανατολισμό,<br />
στην περιοχή της Ιεράπετρας τις πρώτες δεκαετίες του<br />
15ου αιώνα 28 . Ως ηγέτης της ομάδας αυτής μνημονεύεται «ὁ μέγας διδάσκαλος,<br />
ὁ δεύτερος Παλάμας (sic), ὁ κῦρις Νεῖλος Νταμιλᾶς, ὁ Ὑπέρμαχος<br />
τῆς ὀρθοδοξίας» 29 . Ο Νταμιλάς ή Δαμιλάς είναι γνωστό ότι υπήρξε<br />
μοναχός, αν όχι και ηγούμενος, στη μονή του Σωτήρος στα Πάνω<br />
27<br />
Δ. Αθανασιάδου Στεφανουδάκη, Νείλος Ναθαναήλ Μπέρτος. Το ομιλητικό<br />
του έργο, Θεσσαλονίκη 2015, σ. 20-21.<br />
28<br />
Όπως ορθώς έχει παρατηρηθεί «ο Δαμιλάς και άλλοι πατέρες που εγκαταβίωσαν<br />
στα μοναστήρια αυτά, ήταν στην ουσία οι εγκαινιαστές αυτής της μοναστικής<br />
παράδοσης στην περιοχή της Ιεράπετρας»· βλ. Δ. Τσουγκαράκης,<br />
Μοναστήρια της Ανατολικής Κρήτης κατά τη Βενετική περίοδο, στο Ι. Βάσσης,<br />
Στ. Κακλαμάνης, Μ. Λουκάκη (επιμ.), Παιδεία και Πολιτισμός στην<br />
Κρήτη. Βυζάντιο – Ενετοκρατία. Μελέτες αφιερωμένες στον Θεοχάρη Δετοράκη,<br />
Ηράκλειο 2008, σ. 295. Ειδικότερα για τον Νείλο Δαμιλά, βλ. Μ. Νικολιδάκης,<br />
Νείλος Δαμιλάς, Ηράκλειο 1981.<br />
29<br />
Αθανασιάδου Στεφανουδάκη, Νείλος Ναθαναήλ Μπέρτος, σ. 20.
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΜΕΣΑ ΠΑΝΤΕΛΙ ΧΑΝΤΡΑ ΣΗΤΕΙΑΣ:<br />
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ<br />
407<br />
Καρκάσια της περιφέρειας του χωριού Ανατολή Ιεράπετρας 30 . Ο ίδιος<br />
ήταν ιδρυτής (1399) της γυναικείας μονής της Παναγίας Βαγιωνέας<br />
και συντάκτης του τυπικού της (1417) 31 .<br />
Εικ. 17.<br />
Η πόση του όξους<br />
και της χολής.<br />
30<br />
Τσουγκαράκης, Μοναστήρια της Ανατολικής Κρήτης, σ. 295 και 297.<br />
31<br />
Το κείμενο δημοσιεύθηκε από τον S. Pétridès, Le Typikon de Nil Damilas<br />
pour le monastère de Baeonia en Crète (1400), Iszestija Ruskago Instituta<br />
v Kosntantinopole 15 (1911), σ. 92-111· βλ. και Neilos Damilas: Testament<br />
and Typikon of Neilos Damilas for the Convent of the Mother of<br />
God Pantanassa at Bagionaia on Crete (μτφ. Alice-Mary Talbot), στο J.<br />
Thomas-A. Constantinides Hero (επιμ.), Byzantine Monastic Foundation<br />
Documents, Washington D.C. 2000, τ. 4, σ. 1462-1482. Υπενθυμίζουμε<br />
ότι η Μονή της Παναγίας του Βρυωμένου, το καθολικό της οποίας τοιχογραφήθηκε<br />
το 1401, έχει συσχετισθεί τεχνοτροπικά με τον διάκοσμο του<br />
Σωτήρα στο Παντέλι (βλ. παραπάνω υποσημ. 6), ενώ βρίσκεται πολύ
408 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΟΥΣΤΕΡΗΣ<br />
Οι ρίζες αυτού του κινήματος ασφαλώς βρίσκονται στην Κωνσταντινούπολη<br />
από την οποία μεταλαμπαδεύεται το ησυχαστικό<br />
πνεύμα, στο πλαίσιο της μέριμνας του Πατριαρχείου για την αντίσταση<br />
στην φιλολατινική προπαγάνδα, στην διοικητικά και εκκλησιαστικά<br />
απομονωμένη βενετοκρατούμενη Κρήτη. Ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες<br />
του 14ου αιώνα ο Ιωσήφ Βρυέννιος, με βεβαιωμένη μακρόχρονη<br />
παρουσία στην Κρήτη (1381-1401) 32 και ο Ιωσήφ Φιλάγρης 33<br />
εκπροσωπούν με υψηλό θεολογικό εξοπλισμό τον αντίλογο έναντι<br />
εξίσου πεπαιδευμένων λογίων της φιλολατινικής προπαγάνδας 34 . Ενδιαφέρον<br />
είναι επίσης το γεγονός ότι στον συγκεκριμένο κύκλο των<br />
ανθενωτικών λογίων μαρτυρείται και η παρουσία ζωγράφων, όπως<br />
η περίπτωση του Αλεξίου Απόκαυκου τον οποίο ο Βρυέννιος γνώρισε<br />
στην Κρήτη 35 , καθώς και του Νικολάου Φιλανθρωπηνού 36 . Ο Ιωσήφ<br />
Βρυέννιος, μάλιστα, κάνει υποδείξεις προς τους ζωγράφους για συγκεκριμένα<br />
εικονογραφικά θέματα 37 . Αν και η επίδραση των απόψεών<br />
του δεν έχει τεκμηριωθεί, απηχούν έναν ευρύτερο διάλογο θεολόγων<br />
– εικονογράφων που αφορούν το ίδιο το ζωγραφικό έργο στον χώρο<br />
του ναού. Επομένως, είναι προφανές ότι την περίοδο αυτή η τοιχογράφηση<br />
ναών δεν μπορούσε να είναι «ουδέτερη», όσον αφορά τις<br />
έντονες συζητήσεις για τα δογματικά ζητήματα.<br />
Στο εικονογραφικό πρόγραμμα του Σωτήρα στο Μέσα Παντέλι με<br />
βάση την ανάλυση που προηγήθηκε, βλέπουμε αποτυπωμένες όλες τις<br />
κοντά στις μονές των Καρκασίων και δεν αποκλείεται επίσης να ήταν υπό<br />
την εποπτεία του Δαμιλά ή κάποιου εκ του κύκλου του.<br />
32<br />
Για τον Ιωσήφ Βρυέννιο βλ. πρωτοπρεσβ. Ν.Χ. Ιωαννίδης, Ο Ιωσήφ Βρυέννιος.<br />
Βίος-έργο-διδασκαλία, Αθήνα 1985. Ειδικώτερα για την παρουσία του<br />
στην Κρήτη, βλ. Ν. Τωμαδάκης, Ο Ιωσὴφ Βρυέννιος και η Κρήτη, Αθήνα 1948.<br />
33<br />
Για τον Φιλάγρη βλ. Γ. Παπάζογλου, Ιωσήφ Φιλάγρης ή Φιλάγριος, Θεσσαλονίκη<br />
1978· Κομοτηνή 2 2008 .<br />
34<br />
Βλ. τις επιστολές του Νείλου Δαμιλά προς τον εκπρόσωπο της λατινικής<br />
προπαγάνδας, ήδη τότε Δομηνικανό μοναχό, Μάξιμο Χρυσοβέργη. Για<br />
την αλληλογραφία Δαμιλά – Χρυσοβέργη βλ. αναλυτικά, Νικολιδάκης,<br />
Νείλος Δαμιλάς, σ. 62-92.<br />
35<br />
Έχουν σωθεί έξι επιστολές του Ιωσήφ προς τον Αλέξιο, μέσα από τις<br />
οποίες φαίνεται ο στενός φιλικός δεσμός των δύο ανδρών και ο κοινός<br />
«ιδεολογικός» τους προσανατολισμός όσον αφορά τα εκκλησιαστικά ζητήματα·<br />
βλ. Τωμαδάκης, Ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος, σ. 122-130.<br />
36<br />
Ο Νικόλαος Φιλανθρωπηνός συμμετείχε σε αποστολή στην Κωνσταντινούπολη,<br />
προκειμένου να αρθεί επιτίμιο που είχε επιβληθεί σε Κρητικό ιερέα,<br />
υπόθεση για την οποία γνωμοδότησε αρχικά ο Ιωσήφ Βρυέννιος. Βλ. Ν. Τωμαδάκης,<br />
Σύλλαβος Βυζαντινών μελετών και κειμένων, Αθήνα 1961, σ. 556-557.<br />
37<br />
Ιωσήφ Βρυέννιος. Τα Ευρεθέντα Α΄, σ. 46 (Περί Αγίας Τριάδος) και Β΄, σ.<br />
301-302, 314-315 (περί Δευτέρας Παρουσίας).
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΜΕΣΑ ΠΑΝΤΕΛΙ ΧΑΝΤΡΑ ΣΗΤΕΙΑΣ:<br />
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ<br />
409<br />
βασικές παραμέτρους της ησυχαστικής θεολογίας από τους επιγόνους<br />
του Γρηγορίου Παλαμά. Ο ησυχασμός δεν απετέλεσε μία καινοφανή<br />
μυστική τάση, αλλά μία συνολική ανακεφαλαίωση και επικαιροποίηση<br />
της θεολογικής παράδοσης των Πατέρων 38 , σε διαλεκτική αντιπαράθεση<br />
με την σχολαστική θεολογία της Δυτικής Εκκλησίας 39 . Ιδιαίτερα<br />
στον χώρο της Κρήτης κατά την περίοδο της βενετοκρατίας οι θεολογικές<br />
συζητήσεις είχαν, όπως ήταν φυσικό, ακόμη μεγαλύτερο αντίκτυπο<br />
στην κοινωνία. Είναι λοιπόν αναμενόμενο, η δυναμική των<br />
εικονογραφικών προγραμμάτων στη Μεγαλόνησο να αξιοποιείται ως<br />
βασικό μέσο θεολογικής-ομολογιακής διαπαιδαγώγησης.<br />
Συμπεράσματα<br />
Με βάση όσα αναπτύξαμε, γίνεται φανερό ότι στη Μονή του Σωτήρος<br />
στο Μέσα Παντέλι υπάρχει αναμφίβολα ένα εμπνευσμένο εικονογραφικό<br />
πρόγραμμα στο οποίο απηχείται μία «συμπαγής» θεολογική<br />
αντίληψη. Η χρονολόγηση του διακόσμου του ναού με κριτήρια κυρίως<br />
τεχνοτροπικά στις αρχές του 15ου αιώνα και ο συσχετισμός του<br />
ανώνυμου καλλιτεχνικού εργαστηρίου με εκείνο της μονής της Παναγίας<br />
Βρυωμένου, μας υποχρεώνει να συσχετίσουμε αυτήν την θεολογική<br />
εικαστική μαρτυρία με το τοπικό κίνημα του Νείλου Δαμιλά και<br />
των περί αυτόν. Η ίδρυση μονών στην περιοχή συνδέεται με την κορύφωση<br />
της διαμάχης ενωτικών-ανθενωτικών, που είχε ως αποτέλεσμα<br />
την συσπείρωση των ορθοδόξων γύρω από λογίους κληρικούς<br />
και μοναχούς που διαπνέονταν από το πνεύμα του ησυχασμού. Η συγκρότηση<br />
ενός εικονογραφικού προγράμματος υψηλού θεολογικού επιπέδου,<br />
με εξαιρετική συνοχή, αντικατοπτρίζει τις θεολογικές διεργασίες<br />
της περιόδου και εκφράζει την ανάγκη μίας συνολικής αποτύπωσης<br />
της δογματικής ακρίβειας και σε εικαστικό επίπεδο. Οι ζωγράφοι,<br />
όπως διαφαίνεται από τον χειρισμό του εικονογραφικού προγράμματος,<br />
είχαν πλήρη συνείδηση της διάστασης αυτής, στοιχείο που έμμεσα<br />
ενισχύεται και από τις μαρτυρίες των πηγών. Άλλωστε η εικονογραφία<br />
πάντοτε υπηρετούσε την Εκκλησία ως μία εύληπτη και συνοπτική αποτύπωση<br />
της διδασκαλίας της μέσα στον λειτουργικό χώρο.<br />
38<br />
Γ. Φλωρόφσκυ, Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις, μτφ. Δ. Ι. Τσάμης, Θεσσαλονίκη<br />
1976, σ. 144-165.<br />
39<br />
Χρ. Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση στην Νεώτερη Ελλάδα, Αθήνα 1992,<br />
σ. 42 κ.ε.
Χαράλαμπος Γάσπαρης<br />
Ο λοιμός και το τάμα:<br />
Οι εκκλησίες<br />
του Αγίου Αθανασίου<br />
στον μεσαιωνικό Χάνδακα<br />
Κατά τους πρώτους μήνες του έτους 1389 η Κρήτη δέχτηκε για<br />
άλλη μια φορά το κτύπημα θανατηφόρου λοιμού. Αν και οι μαρτυρίες<br />
γι’ αυτόν είναι πολύ λίγες, δείχνουν ωστόσο ότι δεν επρόκειτο<br />
για σύντομο και μεμονωμένο φαινόμενο 1 . Χαρακτηριστικές από την<br />
άποψη αυτή είναι δύο αποφάσεις της βενετικής Γερουσίας. Στις 31<br />
Μαΐου 1389 το μητροπολιτικό συμβούλιο παραχώρησε άδεια αναβολής<br />
μέχρι νεοτέρας του ταξιδιού των Συνδίκων της Ανατολής<br />
προς την Κρήτη, έτσι ώστε να μην κινδυνέψουν από τον λοιμό που<br />
είχε ήδη ενσκήψει εκεί 2 . Ένα χρόνο αργότερα ο λοιμός ενδημούσε<br />
ακόμη στην Κρήτη, στην περιοχή τουλάχιστον των Χανίων, ενώ<br />
είχε ήδη εξαπλωθεί και στην περιοχή της Κορώνης στην Πελοπόννησο,<br />
όπως μαρτυρείται σε δεύτερη απόφαση του ίδιου συμβουλίου<br />
στις 26 Μαΐου του 1390 3 . Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, το<br />
ταξίδι των Συνδίκων δεν αναβαλλόταν αυτή τη φορά, αλλά εξαιτίας<br />
του λοιμού δόθηκε άδεια οι αξιωματούχοι αυτοί να εγκατασταθούν<br />
έξω από την Κορώνη σε περιοχή με συνθήκες πιο υγιεινές από<br />
εκείνες του κάστρου. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι με την ίδια απόφαση<br />
παραχωρήθηκε επίσης άδεια στον ρέκτορα Ρεθύμνου, ύστερα από<br />
αίτησή του, να προχωρήσει στην ανέγερση εκκλησίας και ξενώνα<br />
1<br />
Πρβλ. Θ. Δετοράκης, «Η πανώλης εν Κρήτη. Συμβολή εις την ιστορίαν<br />
των επιδημιών της νήσου», Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής<br />
του Πανεπιστημίου Αθηνών 21 (1970-1971), σ. 121· K. Π. Κωστής, Στον<br />
καιρό της πανώλης. Eικόνες από τις κοινωνίες της ελληνικής χερσονήσου. 14ος<br />
- 19ος αιώνας, Hράκλειο 1995, σ. 315, 320.<br />
2<br />
H. Noiret, Documents inédits pour servir à l’ histoire de la domination vénitienne<br />
en Crète de 1380 à 1485, Παρίσι 1892, σ. 27.<br />
3<br />
F. Thiriet, Régestes des Délibérations du Sénat de Venise concernant la Romanie,<br />
τ. 1, (1329-1399), Παρίσι 1958, αρ. 774.
412 ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΑΣΠΑΡΗΣ<br />
στο όνομα της Αγίας Τριάδας και του Αγίου Λαυρεντίου. Το αίτημα<br />
του ρέκτορα και η άδεια της Γερουσίας δεν αποκλείεται να επισπεύτηκαν,<br />
εξαιτίας της συνεχιζόμενης νοσηρότητας στο νησί, αλλά και<br />
εκείνης του χρόνου που είχε προηγηθεί.<br />
Ο νέος αυτός λοιμός, ύστερα από πολλούς άλλους κατά τη<br />
διάρκεια προηγούμενων δεκαετιών και ιδιαίτερα του Μαύρου Θανάτου<br />
το 1348-1349, ενίσχυε και πάλι το φόβο του θανάτου μεταξύ<br />
των κατοίκων ολόκληρης της Κρήτης, αλλά ιδιαίτερα εκείνων που<br />
κατοικούσαν στις πνιγηρές και ανθυγιεινές πόλεις. Στο βεβαρυμμένο<br />
αυτό κλίμα και πιθανότατα κατά τους πρώτους μήνες εμφάνισης<br />
του θανατικού, ο Νικολός Μαυρικάς, κάτοικος στο βούργο του Χάνδακα,<br />
όπως ο ίδιος διηγείται σε σχετικό έγγραφο, έκανε τάμα για<br />
να σταματήσει ο λοιμός, υποσχόμενος να κτίσει μέσα σε μια μέρα<br />
μια εκκλησία προς τιμή του αγίου Αθανασίου 4 . Ο Μαυρικάς ακολούθησε<br />
όλες τις νόμιμες διαδικασίες για να μπορέσει να υλοποιήσει<br />
το τάμα του. Τον Απρίλιο λοιπόν του 1389 απευθύνθηκε στις<br />
τοπικές βενετικές αρχές και ζήτησε άδεια ανέγερσης εκκλησίας, η<br />
οποία του παραχωρήθηκε χωρίς δυσκολίες. Σχεδόν αμέσως μετά<br />
την παραχώρηση της άδειας οι δύο Σύμβουλοι του δούκα Κρήτης<br />
πήγαν στο βούργο και σε συνεργασία με τον ίδιο τον Μαυρικά καθόρισαν<br />
τη γη, κοντά το σπίτι του ενδιαφερόμενου, όπου θα κτιζόταν<br />
η εκκλησία. Σύμφωνα πάντα με τον ίδιο τον Μαυρικά, στις 13<br />
Μαΐου του 1389 με μεγάλη κατάνυξη θεμελιώθηκε και κτίστηκε η<br />
εν λόγω εκκλησία με έξοδα δικά του, καθώς και με εθελοντική εργασία<br />
που πρόσφεραν και άλλοι κάτοικοι της περιοχής ως ένδειξη<br />
της πίστης τους.<br />
Μετά από ένα και πλέον χρόνο ο Νικολός Μαυρικάς απευθύνθηκε<br />
και πάλι προς την κυβέρνηση της Κρήτης και ζήτησε από τον<br />
δούκα την παραχώρηση της εκκλησίας σ’ εκείνον. Το κύριο επιχείρημά<br />
του είχε σχέση με την κατάσταση στην οποία βρισκόταν η εκκλησία.<br />
Φαίνεται πως στην πραγματικότητα το Μάιο του 1389 εκτός<br />
4<br />
Τα όσα διηγείται ο Μαυρικάς περιέχονται σε δουκική απόφαση του 1390,<br />
την οποία θα δούμε στη συνέχεια. Το τάμα για την ανέγερση εκκλησίας<br />
σε μια μέρα φαίνεται πως δεν ήταν και τόσο σπάνιο. Βλ. για παράδειγμα<br />
αντίστοιχη αναφορά το 1320 για την ανέγερση της εκκλησίας του Σωτήρα<br />
σε μια μέρα αμέσως μετά τον μεγάλο σεισμό του 1302 στην Κρήτη (ecclesia<br />
Sancti Salvatoris, que facta fuit in terremotu in una die...) (Ζ. Ν. Τσιρπανλής,<br />
«Kατάστιχο εκκλησιών και μοναστηριών του Kοινού» (1248-1548). Συμβολή<br />
στη μελέτη των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας στη βενετοκρατούμενη Κρήτη,<br />
Iωάννινα 1985, αρ. 135).
ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ ΧΑΝΔΑΚΑ<br />
413<br />
από την καθαγίαση της θέσης είχαν ολοκληρωθεί τα θεμελιώδη<br />
μόνο δομικά στοιχεία της εκκλησίας. Όπως επισημαίνει ο Μαυρικάς,<br />
η εκκλησία ήταν ανοικτή σε πολλά σημεία και αν δεν ολοκληρώνονταν<br />
οι εργασίες δεν θα μπορούσε να αντέξει τον επόμενο χειμώνα.<br />
Στην αίτησή του τόνιζε ακόμη μια φορά το γεγονός ότι ήταν<br />
εκείνος που είχε ζητήσει την ανέγερσή της και είχε υποδείξει τη γη<br />
που κτίστηκε, καθώς και ότι τα έξοδα για τα υλικά και τις εργασίες<br />
ήταν δικά του. Ζήτησε λοιπόν την έγγραφη παραχώρηση της εκκλησίας,<br />
με σκοπό να συνεχίσει τις εργασίες με δικά του και πάλι<br />
έξοδα και να αποτρέψει την κατάρρευσή της. Έναντι της παραχώρησης<br />
αυτής ήταν διατεθειμένος να καταβάλλει ως αναγνωριστικό<br />
δικαίωμα εκείνο που θα έκριναν δίκαιο οι αρχές.<br />
Στις 5 Ιουλίου του 1390, ο δούκας Κρήτης, λαμβάνοντας υπόψη<br />
όλα τα παραπάνω επιχειρήματα του Μαυρικά, του παραχώρησε<br />
πράγματι την εκκλησία του αγίου Αθανασίου με πλήρη κτητορικά<br />
δικαιώματα (ius patronatus) 5 . Ο ίδιος, σύμφωνα με την παραχώρηση<br />
αυτή, μπορούσε να ορίζει τον ιερέα που θα λειτουργούσε στην εκκλησία<br />
και αναλάμβανε την υποχρέωση, όπως εξάλλου είχε ζητήσει,<br />
να την συμπληρώσει με όλα τα απαραίτητα για να μην καταρρεύσει<br />
και στη συνέχεια να τη συντηρεί με δικά του έξοδα. Έναντι της παραχώρησης<br />
αυτής θα πρόσφερε κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα δύο<br />
λαμπάδες αξίας 12 γροσίων για το ιερό του Αγίου Μάρκου.<br />
Η ανέγερση και τις περισσότερες φορές η εκμετάλλευση εκκλησιών<br />
στις πόλεις, αλλά και στα χωριά της Κρήτης από ιδιώτες δεν<br />
ήταν σπάνιο φαινόμενο, όπως πολύ χαρακτηριστικά αναδεικνύεται<br />
στο «Κατάστιχο των εκκλησιών», το οποίο έχει συνταχθεί το 1320,<br />
αλλά αντανακλά επίσης γεγονότα και φαινόμενα από τον 13ο αιώνα 6 .<br />
Η διαδικασία αδειοδότησης για την ανέγερση μιας ιδιωτικής (μη<br />
ενοριακής) εκκλησίας και στη συνέχεια τα δικαιώματα σ’ αυτήν δεν<br />
φαίνεται, τουλάχιστον κατά τον 14o αι., να ακολουθούν κάποιον<br />
αυστηρό κανόνα. Δεν υπάρχει δηλαδή καθιερωμένη διαδικασία<br />
ούτε μία και μοναδική αρχή παροχής της άδειας, και βέβαια τα δι-<br />
5<br />
Archivio di Stato di Venezia (= ASV), Duca di Candia, b. 11, fascicolo<br />
11, φ. 40r. Αναφορά στο ίδιο έγγραφο βλ. G. Gerola, «Topografia delle<br />
chiese della città di Candia», Bessarione 34 (1918), σ. 12 σημ. 1· Th.<br />
Ganchou, «Iôannès Argyropoulos, Géorgios Trapézountios et le patron<br />
crétois Géorgios Maurikas», Θησαυρίσματα 38 (2008), σ. 200.<br />
6<br />
Βλ. γενικές παρατηρήσεις σχετικά με τα θέματα αυτά, οι οποίες βασίζονται<br />
στο «Κατάστιχο των εκκλησιών», Τσιρπανλής, Κατάστιχο, σ. 81-87.
414 ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΑΣΠΑΡΗΣ<br />
καιώματα στην εκκλησία και οι αντίστοιχες εισφορές παρουσιάζουν<br />
ποικιλία. Μια από τις βασικές παραμέτρους πάντως στο ζήτημα<br />
αυτό αναδεικνύεται ο ιδιοκτήτης και/ή ο ενοικιαστής της γης, στην<br />
οποία μια εκκλησία ανεγειρόταν. Ο ιδιοκτήτης της γης ήταν αυτός<br />
που ουσιαστικά παρείχε την άδεια και στη συνέχεια παραχωρούσε<br />
το δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης της εκκλησίας, χωρίς ορισμένες<br />
φορές να παραβλέπεται και η λατινική Εκκλησία. Έτσι, άδεια<br />
ανέγερσης εκκλησίας μπορούσε να παραχωρήσει το κράτος, ο φεουδάρχης<br />
ή η Εκκλησία (αρχιεπισκοπή, επισκοπές, μονές) ως ιδιοκτήτες<br />
της γης. Την άδεια εξασφάλιζε ο κτήτορας της εκκλησίας, ο<br />
οποίος στη συνέχεια είχε κατά κανόνα το δικαίωμα να την παραχωρήσει<br />
με τη σειρά του, επίσης κατά κανόνα, στον ιερέα που θα ιερουργούσε<br />
σ’ αυτήν, εφόσον δεν ήταν ο ίδιος ιερέας. Η εκμετάλλευση<br />
της εκκλησίας γινόταν είτε από τον ίδιο τον κτήτορα είτε από<br />
τον ιερέα της εκκλησίας, ο οποίος νοίκιαζε την εκκλησία και τα<br />
τυχόν εξαρτήματά της. Μπορούσε έτσι να δημιουργηθεί μια σειρά<br />
προσώπων με δικαιώματα επί της εκκλησίας: ο ιδιοκτήτης της γης,<br />
ο κτήτορας της εκκλησίας και ο παπάς, με τους δύο τελευταίους να<br />
καταβάλλουν δικαιώματα στον αμέσως προηγούμενο της σειράς.<br />
Ταυτόχρονα, ανάλογα και πάλι με την περίπτωση και ανεξάρτητα<br />
σε τίνος την ιδιοκτησία είχαν ανεγερθεί και τι ενοίκια όφειλαν,<br />
ορισμένοι ιερείς κατέβαλλαν κάποιο, πολλές φορές τυπικό, αναγνωριστικό<br />
δικαίωμα στην λατινική Εκκλησία της Κρήτης 7 .<br />
Τι σήμαινε όμως στην ουσία η εκμετάλλευση μιας εκκλησίας<br />
και ποια θα μπορούσε να είναι η απόδοση μιας μικρής εκκλησίας,<br />
όπως στην προκειμένη περίπτωση; Το ενδιαφέρον αυτό θέμα δεν<br />
έχει μέχρι σήμερα επαρκώς αναλυθεί 8 . Σε γενικές γραμμές, εφόσον<br />
η εκκλησία δεν διέθετε περιουσιακά στοιχεία, τότε οι κύριες απο-<br />
7<br />
Βλ. χαρακτηριστικά παραδείγματα ανάλογων περιπτώσεων Τσιρπανλής,<br />
Κατάστιχο, αρ. 153, 154, 155, 158. Σχετικά με το ζήτημα της άδειας ανέγερσης<br />
και λειτουργίας εκκλησιών βλ. Όλγα Γκράτζιου, Η Κρήτη στην<br />
ύστερη μεσαιωνική εποχή. Η μαρτυρία της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής,<br />
Ηράκλειο 2010, σ. 114-123. Για το θέμα γενικά των ορθόδοξων εκκλησιών<br />
της Κρήτης (ίδρυση, λειτουργία, εκμετάλλευση κλπ.) κατά τον 13ο<br />
και 14ο αι. βλ. την ανέκδοτη διπλωματική εργασία: Claire Bonnélie, Contribution<br />
à l’étude de l’Église orthodoxe en Crète vénitienne (XIII e -XIV e siècles),<br />
Thèse pour le diplôme d’archiviste paléographe, École Nationale des<br />
Chartes 2000.<br />
8<br />
Βλ. σχετικές παρατηρήσεις, που προέρχονται αποκλειστικά από το «Κατάστιχο<br />
των εκκλησιών», Τσιρπανλής, Κατάστιχο, σ. 85-87.
ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ ΧΑΝΔΑΚΑ<br />
415<br />
δόσεις προέρχονταν αποκλειστικά και μόνο από τους πιστούς με<br />
την ευκαιρία θρησκευτικών μυστηρίων ή μικροδωρεών σε χρήμα<br />
ή είδος. Στις προοπτικές όμως μιας εκκλησίας υπήρχαν πάντα και<br />
οι μόνιμες ή και ορισμένου χρόνου δωρεές ακινήτων (γη, κατοικίες)<br />
ή η απόκτηση τέτοιων από άλλα έσοδα της εκκλησίας, τα οποία θα<br />
μπορούσαν να αποδώσουν κάποιο αξιόλογο εισόδημα. Πλάι όμως<br />
στο κίνητρο για εισοδήματα θα πρέπει να προσθέσει κανείς και την<br />
ικανοποίηση του θρησκευτικού συναισθήματος του κτήτορα και<br />
ίσως την ενίσχυση του κοινωνικού του προφίλ, καθώς και την ικανοποίηση<br />
του ιερέα για την άσκηση της κυριότερης αποστολής στη<br />
ζωή του, η οποία δεν ήταν πάντα δεδομένο ότι μπορούσε να την<br />
ασκήσει για κοινωνικούς, δογματικούς ή οικονομικούς λόγους.<br />
Στην συγκεκριμένη περίπτωση η εκκλησία του αγίου Αθανασίου<br />
δεν φαίνεται, το 1390 τουλάχιστον, να είναι προικισμένη με κάποια<br />
υποτυπώδη έστω περιουσιακά στοιχεία, και ο κτήτορας αιτείται το<br />
κτητορικό δικαίωμα για προσωπικούς λόγους (πίστη, κοινωνική<br />
θέση), με την ελπίδα ίσως ταυτόχρονα ότι η εκκλησία του θα αποκτήσει<br />
κάποτε και κάποια συμπληρωματικά περιουσιακά στοιχεία<br />
είτε από τον ίδιο είτε από άλλους πιστούς.<br />
Το όνομα του κτήτορα της εκκλησίας του αγίου Αθανασίου, του<br />
Νικολού δηλαδή Μαυρικά, και η πρακτική του τάματος στο αστικό<br />
περιβάλλον του Χάνδακα, καθώς επίσης και ο ίδιος ο άγιος υποδηλώνουν<br />
ορθόδοξο χριστιανό. Γνωρίζουμε ότι ο Νικολός Μαυρικάς<br />
ανήκε στο εύπορο αστικό στρώμα των Ελλήνων του Χάνδακα.<br />
Εξάλλου, η ανέγερση μιας έστω και πολύ μικρής εκκλησίας, ακόμη<br />
και με τη χειρωνακτική βοήθεια άλλων προσώπων, και όλες οι τυπικές<br />
ενέργειες για την απόκτηση του κτητορικού δικαιώματος και<br />
με προοπτική τη συντήρησή της δεν θα μπορούσαν να γίνουν από<br />
ένα μέλος του κατώτερου οικονομικά στρώματος της πόλης. Ο Νικολός<br />
και τα αδέλφια του, Ιωάννης ή Τζανίνος και Γεώργιος, ήταν<br />
αναμεμειγμένοι στο επικερδές εμπόριο της εποχής. O Νικολός απόκτησε<br />
τουλάχιστον δύο γιους, τον Κωνστάντιο, γνωστό νοτάριο της<br />
πόλης, και τον Γεώργιο, ο οποίος ήταν γαμπρός του πρωτοπαπά<br />
Χάνδακα, Γεώργιου Συμεωνάκη. Οι διαθέσιμες μαρτυρίες για τον<br />
Νικολό Μαυρικά δείχνουν ότι ζούσε ακόμη το 1400 9 . Η οικογένεια<br />
9<br />
Για τον Νικολό Μαυρικά και την οικογένειά του βλ. Ganchou, «Iôannès<br />
Argyropoulos», σ. 198-209. Διαθέτουμε ακόμη μια παλαιότερη μαρτυρία<br />
για κάποιον μακαρίτη Νικόλαο Μαυρικά. Το 1359 υποθηκεύτηκε από<br />
τον Μάρκο Vido μια σερβενταρία έναντι της προίκας, ύψους 600 υπ., της
416 ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΑΣΠΑΡΗΣ<br />
του Νικολού Μαυρικά, η οποία προερχόταν από το ελληνικό ορθόδοξο<br />
περιβάλλον του Χάνδακα, δεν ήταν μόνο εύπορη, αλλά διατηρούσε<br />
σχέσεις και με το τοπικό βενετικό στοιχείο 10 . Οι απόγονοι<br />
και συγγενείς του, ίσως και ο ίδιος, μετείχαν της λατινικής και ελληνικής<br />
παιδείας.<br />
Σχετικά με την εκκλησία που κτίστηκε το 1389, το παραπάνω<br />
έγγραφο του 1390 δεν προσφέρει δυστυχώς περισσότερες πληροφορίες,<br />
οι οποίες θα βοηθούσαν στην ταύτισή της ή τον εντοπισμό<br />
της θέσης της στο βούργο του Χάνδακα. Αντίθετα, η προσπάθεια<br />
αυτή περιπλέκεται, όταν συνδυαστεί με πολύ λίγες αλλά ενδιαφέρουσες<br />
πληροφορίες που διαθέτουμε και σχετίζονται με άλλες εκκλησίες<br />
του αγίου Αθανασίου. Ας δούμε χρονολογικά τις μαρτυρίες αυτές.<br />
Μέχρι τα μέσα περίπου του 14ου αι. δεν έχει μέχρι σήμερα εντοπιστεί<br />
καμιά μαρτυρία για την ύπαρξη εκκλησίας του αγίου Αθανασίου<br />
στον Χάνδακα ή στην ευρύτερη περιοχή του (Παραχάνδακας)<br />
11 . Η πρώτη μέχρι σήμερα γνωστή μαρτυρία για εκκλησία του<br />
αγίου Αθανασίου ανάγεται στο 1348. Τη χρονιά αυτή ο Donato<br />
Truno άφησε με τη διαθήκη του δέκα υπέρπυρα υπέρ της εκκλησίας<br />
του αγίου Αθανασίου, η οποία, όπως σημειώνεται, είχε πρόσφατα<br />
ανεγερθεί σε γη του, που βρισκόταν στην περιοχή των κήπων στο<br />
βούργο του Χάνδακα 12 . Το 1376 ο Ανδρέας Mazamurdi άφησε<br />
συζύγου του, Αγνής κόρης του ποτέ Νικόλαου Μαυρικά (Χ. Γάσπαρης,<br />
Catastici Feudorum Crete. Catasticum sexterii Dorsoduri. 1227-1418, τ. 2,<br />
Αθήνα 2004, αρ. 261). Δεν γνωρίζουμε αν ο παραπάνω μακαρίτης Νικόλαος<br />
συνδέεται με κάποιο τρόπο με τον δικό μας Νικολό Μαυρικά,<br />
αλλά θα μπορούσε να είναι ο ομώνυμος παππούς του.<br />
10<br />
Ακόμη και σε μεταγενέστερη εποχή συναντούμε έναν ιερέα, μέλος της οικογένειας<br />
Μαυρικά. Το 1548, ο πατέρας (patera) Νεόφυτος Μαυρικάς ιερουργούσε<br />
στην εκκλησία της Θεοτόκου στο χωριό Γιοφυράκια κοντά<br />
στην πόλη του Χάνδακα και ανήκε στους ορθόδοξους ιερείς που υπάγονταν<br />
στη λατινική αρχιεπισκοπή [Z. N. Τσιρπανλής, «Nέα στοιχεία σχετικά<br />
με την εκκλησιαστική ιστορία της βενετοκρατούμενης Kρήτης (13ος-17ος<br />
αι.) από ανέκδοτα βενετικά έγγραφα», Eλληνικά 20 (1967), σ. 83, 101].<br />
11<br />
Η συστηματική δουλειά των αρχών για τη σύνταξη του «Κατάστιχου των<br />
εκκλησιών» το 1320, στο οποίο δεν υπάρχει αναφορά σε εκκλησία του<br />
αγίου Αθανασίου στον Χάνδακα, στο βούργο του και στα χωριά του Παραχάνδακα,<br />
μειώνει την πιθανότητα μια τέτοια εκκλησία να έχει παραλειφθεί.<br />
12<br />
Item dimitto ecclesie Sancti Athanasii nuper hedificate super meum locum<br />
çardinorum burgi Candide yperpera decem (Wills from the Late Medieval Venetian<br />
Crete. 1312-1420, έκδ. Sally McKee, Oυάσιγκτον 1998, σ. 671).
ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ ΧΑΝΔΑΚΑ<br />
417<br />
επίσης με τη διαθήκη του πέντε υπέρπυρα για εργασίες στην εκκλησία<br />
του αγίου Αθανασίου στο βούργο του Χάνδακα 13 . Σε μια τρίτη,<br />
τέλος, διαθήκη την ίδια χρονιά ο Νικόλαος Cornario άφησε και<br />
αυτός με τη σειρά του τέσσερα υπέρπυρα για τον ίδιο λόγο και στην<br />
ίδια εκκλησία 14 . Μια τελευταία μαρτυρία από τον 14ο αι. περιέχεται<br />
σε καταγγελία του 1394 σχετικά με τον τραυματισμό της Καλής<br />
Gradonico από τον έμπορο Γεώργιο Ανδριώτη. Ως τόπος κατοικίας<br />
του θύματος δηλώνεται ο (εντός των τειχών) Χάνδακας «στον Άγιο<br />
Αθανάσιο» 15 .<br />
Έγγραφο, δυστυχώς εν μέρει κατεστραμμένο, του Ιουνίου 1414<br />
προσφέρει ακόμη μια πολύ ενδιαφέρουσα μαρτυρία 16 . Με απόφαση<br />
του δούκα Κρήτης, η οποία υλοποιούσε αντίστοιχη του δούκα της<br />
Βενετίας, θα μοιράζονταν οι κατοικίες που ανήκαν στην εκκλησία<br />
της Παναγίας Φανερωμένης στο βούργο του Χάνδακα 17 σε δύο μερίδια,<br />
το ένα από τα οποία θα παρέμενε στην ίδια εκκλησία, ενώ το<br />
άλλο μισό θα παραχωρούνταν στην «ενορία της εκκλησίας του αγίου<br />
Αθανασίου και της αγίας Θεοδοσίας, η οποία είχε πρόσφατα ανεγερθεί<br />
στο βούργο» (…pro enoria ecclesie Sancti Athanasii et Sancte<br />
Theodosie de novo constructe in burgo). Η απόφαση μάλιστα έθετε<br />
και συγκεκριμένο όρο, σύμφωνα με τον οποίο το μισό μερίδιο από<br />
τα έσοδα των σπιτιών αυτών θα περιέρχονταν στον λατίνο ιερέα<br />
που ιερουργούσε στην εκκλησία, ενώ το άλλο μισό στον έλληνα<br />
παπά που ιερουργούσε στην ίδια επίσης εκκλησία 18 . Μαθαίνουμε<br />
ακόμη ότι η εκκλησία αυτή είχε ανεγερθεί με πρωτοβουλία (ίσως<br />
και έξοδα) του Ιωάννη Bono και ότι ο λατίνος ιερέας της εκκλησίας<br />
13<br />
Item dimitto pro laborerio ecclesie Sancti Athanasii de burgo Candide yperpera<br />
quinque pro anima mea (Wills from the Late Medieval Venetian Crete, σ.<br />
966).<br />
14<br />
Item dimitto pro laborerio ecclesie Sancti Athanasii de dicto burgo Candide<br />
yperpera quatuor (Wills from the Late Medieval Venetian Crete, σ. 968).<br />
15<br />
Elisabeth Santschi, Régestes des Arrets Civils et des Memoriaux (1363-<br />
1399), des archives du Duc de Crète, Bενετία 1976, σ. 332, αρ. 1506.<br />
16<br />
ASV, Duca di Candia, b. 11, fascicolo 18, φ. [12v].<br />
17<br />
Η εκκλησία της Παναγίας Φανερωμένης ιδρύθηκε το 1319 από τον παπά<br />
Γεώργιο Χρουσολωρά ύστερα από άδεια του δούκα Κρήτης Νικόλαου<br />
Zane σε δημόσια γη στο βούργο του Χάνδακα «κοντά στη φόσσα Κουτσοπόδιο»,<br />
όπου παλαιότερα υπήρχε επίσης εκκλησία. Βλ. Τσιρπανλής, Κατάστιχο,<br />
αρ. 135, 136.<br />
18<br />
…debeat dari capellano latino, qui officiet sive celebrabit in dicta ecclesia<br />
divina officia, et reliqua dimidietas ipsius utilitatis debeat dari papati greco,<br />
qui similiter celebrabit in ea…
418 ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΑΣΠΑΡΗΣ<br />
θα προερχόταν από τους μοναχούς της μονής του Αγίου Παύλου<br />
του Τάγματος των Servi di Maria στο βούργο του Χάνδακα 19 . Ο τότε<br />
ηγούμενος της μονής αυτής, Πέτρος de Pizolis, και ο εκάστοτε ηγούμενος<br />
στο μέλλον θα επέλεγε τον ιερέα, ο οποίος θα ιερουργούσε<br />
κάθε μέρα «στη λατινική Αγία Τράπεζα», και θα εισέπραττε εκ μέρους<br />
της μονής το μερίδιο από τα έσοδα των σπιτιών της εκκλησίας 20 .<br />
Στόχος της απόφασης αυτής φαίνεται πως ήταν η προικοδότηση<br />
της νεοανεγερθείσας με πρωτοβουλία βενετού πιστού εκκλησίας<br />
του αγίου Αθανασίου και της αγίας Θεοδοσίας, έτσι ώστε να διαθέτει<br />
έσοδα απαραίτητα για τη συντήρησή της 21 . Η διμάρτυρη αυτή εκκλησία,<br />
η οποία αποτελούσε και έδρα ενορίας, δεν αποκλείεται να<br />
ήταν και δίκλιτη, αφού ήταν διπλού δόγματος και διέθετε Αγία<br />
Τράπεζα καθολικού δόγματος.<br />
Στον γνωστό, τέλος, χάρτη του Cristoforo Buondelmonti του<br />
1419 σημειώνεται στο βορειοδυτικό τμήμα του βούργου του Χάνδακα<br />
η εκκλησία του αγίου Αθανασίου. Το γεγονός ότι στο χάρτη<br />
αυτό σημειώνονται λίγες σχετικά εκκλησίες σημαίνει ότι η συγκε-<br />
19<br />
Το μοναστήρι του Αγίου Παύλου βρισκόταν στα δυτικά του βούργου. Βλ.<br />
Maria Georgopoulou, Venice’s Mediterranean Colonies. Architecture and<br />
Urbanism, Cambridge University Press 2001, σ. 35, 148-149.<br />
20<br />
…ex nunc de consensu venerabilis fratris Petri de Pizolis ................ prioris<br />
... ordinis servorum conventus Sancti Pauli de burgo Candide per dominium<br />
suprascriptum provisum et ordinatum ac statutum est, quod dictus prior et<br />
qui exit per tempora prior in dicto conventu debeat ponere unum fratrem sui<br />
ordinis pro celebrando missam omni die super altari latino suprascripte ecclesie,<br />
qui frater sive conventus predictus pro eo debeat habere illam integram<br />
dimidietatem utilitatis enorie date prefate ecclesie Sancti Athanasii et Sancte<br />
Theodosie dictam decanam, sicut in litteris ducalibus predictis continetur…<br />
Ο Πέτρος de Pizolis ή Pizolo υπήρξε ηγούμενος της μονής του Αγίου<br />
Παύλου μέχρι περίπου το 1424, οπότε εκλέχτηκε για πρώτη φορά ηγούμενος<br />
στη μονή και τον ξενώνα του Αγίου Αντωνίου στο βούργο του Χάνδακα.<br />
Παραιτήθηκε από τη θέση αυτή το 1428 και επανήλθε το 1431.<br />
Πέθανε το 1435-1436. Βλ. Τσιρπανλής, Κατάστιχο, σ. 115 και αρ. 179,<br />
182-183.<br />
21<br />
Δεν γνωρίζουμε τίνος πρωτοβουλία και πρόταση ήταν αυτή, αλλά εντύπωση<br />
προκαλεί η εμπλοκή στην υπόθεση μόνο των πολιτικών αρχών<br />
και όχι της λατινικής Εκκλησίας, παρόλο που και οι δύο εκκλησίες, της<br />
Παναγίας Φανερωμένης δηλαδή και του αγίου Αθανασίου και της αγίας<br />
Θεοδοσίας, ήταν ενοριακές. Ακόμη και για την κατανομή των σπιτιών εντέλλονται<br />
δύο Βενετοί, ο Πέτρος Habramo και ο Ερρίκος de Molino,<br />
χωρίς την παρέμβαση άλλου προσώπου. Στα εκκλησιαστικά ζητήματα<br />
στην Κρήτη η Βενετία ήταν ιδιαίτερα παρεμβατική ακόμη και σε θέματα<br />
που άπτονταν στενά της λατινικής αρχιεπισκοπής.
ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ ΧΑΝΔΑΚΑ<br />
419<br />
κριμένη εκκλησία του αγίου Αθανασίου ήταν μια από τις μάλλον<br />
σημαντικές εκκλησίες της πόλης 22 .<br />
Σύμφωνα με όλες τις παραπάνω μαρτυρίες μέχρι και τη δεύτερη<br />
δεκαετία του 15ου αι. παρατηρούμε τα εξής: Η διαθήκη του 1348<br />
μιλά για «νέα» εκκλησία μέσα στους κήπους του διαθέτη, πιθανότατα<br />
δηλαδή στο νέο βούργο της εποχής ή αλλιώς στην επέκταση του<br />
παλαιού. Η ίδια μάλλον εκκλησία υπήρχε τουλάχιστον μέχρι και το<br />
1376, όταν οι δύο άλλοι διαθέτες άφησαν σχετικά κληροδοτήματα.<br />
Δεκατρία μόλις χρόνια μετά την τελευταία αυτή αναφορά μια «νέα»<br />
εκκλησία του αγίου Αθανασίου κτίζεται από τον Νικολό Μαυρικά,<br />
επίσης στο βούργο. Το 1414, μια επίσης «νέα» διμάρτυρη εκκλησία<br />
του αγίου Αθανασίου καταγράφεται στο βούργο. Εξαίρεση, τέλος,<br />
αποτελεί η μαρτυρία του 1394, η οποία δεν αναφέρει ρητά για εκκλησία<br />
του αγίου Αθανασίου, αλλά για θέση εντός των τειχών,<br />
οπότε θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι επρόκειτο για περιοχή<br />
όπου ίσως να υπήρχε (την εποχή εκείνη ή παλαιότερα) ομώνυμη<br />
εκκλησία. Και στις τρεις πρώτες μαρτυρίες οι εκκλησίες καταγράφονται<br />
ως «νέες», γεγονός που σημαίνει ότι δεν πρόκειται για την<br />
ίδια εκκλησία ούτε για την επανοικοδόμηση κάθε φορά της παλαιότερης<br />
λόγω μικρής σχετικά χρονικής απόστασης μεταξύ των μαρτυριών,<br />
αλλά πράγματι για τρεις διαφορετικές εκκλησίες αφιερωμένες<br />
στον άγιο Αθανάσιο στα όρια του βούργου του Χάνδακα.<br />
Δυστυχώς, στο στάδιο αυτό της έρευνας, κανένα απολύτως στοιχείο<br />
γραπτό ή αρχαιολογικό από την εποχή εκείνη δεν μας βοηθά να<br />
ξεκαθαρίσουμε την εικόνα και να τοποθετήσουμε με βεβαιότητα τις<br />
εκκλησίες αυτές σε θέσεις στο βούργο.<br />
Αν θεωρήσουμε ότι ακόμη και στην περίπτωση κατάρρευσης<br />
του κτηρίου οι θέσεις των εκκλησιών σπάνια εγκαταλείπονταν, αλλά<br />
συνήθως οικοδομούνταν εκ νέου, τότε μπορούμε να δεχτούμε ότι<br />
μεταγενέστερες εκκλησίες του αγίου Αθανασίου, του 16ου και 17ου<br />
αι., πιθανόν να ταυτίζονται με τις παλαιότερες, του 14ου και των<br />
αρχών του 15ου αιώνα. Υπό το πρίσμα αυτό, ας δούμε μαρτυρίες<br />
από μεταγενέστερες εποχές, οι οποίες θα μπορούσαν να βοηθήσουν<br />
στην έρευνά μας. Οι πρώτες σχετικές μαρτυρίες προέρχονται από τα<br />
μέσα περίπου του 16ου αιώνα. Το 1548 καταγράφηκαν για άλλη<br />
μια φορά οι 130 ιερείς, οι οποίοι υπάγονταν στη λατινική αρχιεπι-<br />
22<br />
Πρβλ. Georgopoulou, Venice’s Mediterranean Colonies, σ. 33.
420 ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΑΣΠΑΡΗΣ<br />
σκοπή της Κρήτης. Εκτός από το όνομα του ιερέα καταγράφεται και<br />
ο ναός, στον οποίο ιερουργούσε. Αυτή τη φορά ερχόμαστε αντιμέτωποι<br />
με τέσσερις διαφορετικούς ιερείς, οι οποίοι ιερουργούσαν σε<br />
εκκλησίες του αγίου Αθανασίου, και πάλι μόνο στο βούργο του Χάνδακα<br />
23 . Το γεγονός ότι κάθε ιερέας φέρεται να ιερουργεί σε πάνω<br />
από μία εκκλησίες σημαίνει αντίστροφα ότι δύσκολα σε μία εκκλησία<br />
θα ιερουργούσαν περισσότεροι του ενός ιερείς. Αυτό με τη σειρά<br />
του σημαίνει ότι έχουμε να κάνουμε με τέσσερις διαφορετικές εκκλησίες<br />
του αγίου Αθανασίου. Ανεξάρτητα όμως από τον αριθμό<br />
των ιερέων, δύο προσδιοριστικά επίθετα των εκκλησιών αυτών στο<br />
ίδιο έγγραφο μάς οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν πράγματι<br />
τρεις τουλάχιστον διαφορετικές εκκλησίες αφιερωμένες στον άγιο<br />
Αθανάσιο. Η μία από τις εκκλησίες καταγράφεται ως Άγιος Αθανάσιος<br />
ο Νέος (S. Athanasius Novus), η άλλη ως Άγιος Αθανάσιος<br />
στον Δερματά (S. Athanasius de Dermata), ενώ οι άλλες δύο απλά<br />
ως Άγιος Αθανάσιος. Από τα ίδια περίπου χρόνια, και συγκεκριμένα<br />
από τα έτη 1541 και 1549, διαθέτουμε μαρτυρίες για την ύπαρξη<br />
και του ενοριακού ναού του αγίου Αθανασίου του Παλαιού 24 .<br />
Ανάλογη εικόνα δίνουν και ακόμη οψιμότερες μαρτυρίες από<br />
καταγραφές εκκλησιών ή ιερέων του Χάνδακα κατά το δεύτερο μισό<br />
του 16ου και το πρώτο μισό του 17ου αιώνα 25 . Σε αυτές συναντούμε<br />
και νέα προσδιοριστικά επίθετα εκκλησιών, όπως ο Άγιος Αθανάσιος<br />
των Παπαδόπουλων (de Papadopuli), ο Άγιος Αθανάσιος «εις<br />
την Κερά Παναγιά», ο Άγιος Αθανάσιος «εις την Αγία Μαρίνα» και<br />
ο Άγιος Αθανάσιος «δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του<br />
Αγιασμένου», τα τρία τελευταία χαρακτηριστικά της θέσης της εκκλησίας<br />
26 . Πιθανότατα πολλοί από τους διάφορους αυτούς προσ-<br />
23<br />
Tσιρπανλής, «Νέα στοιχεία», σ. 98, 99, 100.<br />
24<br />
Σε συμβολαιογραφική πράξη του 1541 παραχωρήθηκε σπίτι στην ενορία<br />
του Αγίου Αθανασίου του Παλαιού (Αναστασία Παπαδία-Λάλα, Ευαγή και<br />
νοσοκομειακά ιδρύματα στη Βενετοκρατούμενη Κρήτη, Βενετία-Ηράκλειο<br />
1996, σ. 84). Το 1549 συντάχθηκαν δύο συμβόλαια, το ένα πώλησης<br />
και το άλλο ενοικίασης σπιτιών, τα οποία βρίσκονταν «εις την κοντράδα<br />
του Αγίου Αθανασίου του Παλαιού» (Μιχαήλ Μαράς νοτάριος Χάνδακα.<br />
Κατάστιχο 149, τ. 3, [1/7 – 28/9 1549], έκδ. Τ. Μαρμαρέλη, Μ. Γ. Δρακάκης,<br />
Ηράκλειο 2006, αρ. 14 και 194).<br />
25<br />
Βλ. συγκεντρωτικούς καταλόγους και προσπάθεια ταύτισης των εκκλησιών<br />
του Χάνδακα, Gerola, «Topografia», σ. 99-119, 239-281.<br />
26<br />
Gerola, «Topografia», σ. 244, 246. Η μαρτυρία για τον Άγιο Αθανάσιο<br />
δίπλα στον Άγιο Ιωάννη Αγιασμένο προέρχεται από διαθήκη του 1581,
ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ ΧΑΝΔΑΚΑ<br />
421<br />
διορισμούς αναφέρονται σε ίδιες εκκλησίες, οι οποίες κατά εποχές<br />
μπορεί να άλλαζαν επωνυμία και που προς το παρόν δεν μπορούν<br />
όλες να ταυτιστούν. Ο G. Gerola στο κλασικό άρθρο του για την τοπογραφία<br />
των εκκλησιών του Χάνδακα, λαμβάνοντας υπόψη όλους<br />
τους γνωστούς τότε καταλόγους εκκλησιών του 16ου και του 17ου<br />
αι., καταλήγει στην ύπαρξη πέντε διαφορετικών εκκλησιών του<br />
αγίου Αθανασίου στο βούργο του Χάνδακα, αν και δεν αποκλείεται<br />
να υπήρχαν και λίγο περισσότερες 27 .<br />
Παρά την ύπαρξη όλων των παραπάνω διαθέσιμων στοιχείων η<br />
προσπάθεια ταύτισης των τριών πρωιμότερων εκκλησιών, του 14ου<br />
δηλαδή και των αρχών του 15ου αι., οι οποίες στάθηκαν αφορ μή<br />
για τη συγγραφή της παρούσας εργασίας, με εκείνες του 16ου και<br />
17ου αι. δεν είναι εύκολη και κρύβει σημαντικές παγίδες. Ωστόσο<br />
θα προχωρήσουμε σε κάποιες υποθέσεις, συνδυάζοντας τις γραπτές<br />
μαρτυρίες με τις θέσεις εκκλησιών του αγίου Αθανασίου, όπως αποτυπώνονται<br />
κυρίως στον χάρτη του Werdmüller του 17ου αιώνα.<br />
Στην ανέγερση και των τριών πρωιμότερων εκκλησιών είναι<br />
αναμεμειγμένοι με κάποιο τρόπο ιδιώτες, κάτι καθόλου σπάνιο,<br />
ένας από αυτούς ελληνικής και δύο βενετικής καταγωγής. Η εκκλησία<br />
του 1348 είχε ανεγερθεί σε γη που ανήκε στον Donato Truno, αν<br />
και δεν διαφαίνεται αν κατείχε το κτητορικό δικαίωμα· η εκκλησία<br />
του 1389-1390 ανεγέρθηκε σε δημόσια γη, αλλά με πρωτοβουλία<br />
και έξοδα του Νικολού Μαυρικά, ο οποίος απέκτησε το κτητορικό<br />
δικαίωμα· η εκκλησία, τέλος, του 1414 ανεγέρθηκε με πρωτοβουλία<br />
του Ιωάννη Bono, ο οποίος δεν φαίνεται να διατηρεί κάποιο δικαίωμα.<br />
Αντίθετα, η τελευταία αυτή εκκλησία γίνεται ενοριακός<br />
ναός, το καθολικό τμήμα του οποίου ελέγχεται από την καθολική<br />
μονή του Αγίου Παύλου. Επομένως, η μόνη από τις τρεις αυτές εκκλησίες,<br />
για την οποία θα μπορούσαμε να πούμε ότι διατηρεί το<br />
στενά «ιδιωτικό» καθεστώς είναι εκείνη του 1389/1390.<br />
Μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία από τον πρώιμο 16ο αι. παραπέμπει<br />
σε συνθήκες ανάλογες με εκείνες της μικρής εκκλησίας του<br />
αγίου Αθανασίου που έκτισε ο Νικολός Μαυρικάς. Το 1531 ο μαστρο-Νικολός<br />
Τζηρίγος «σομαράς την τέχνην» και κάτοικος του βούργου<br />
Χάνδακα (Εξώπορτον) άφησε με τη διαθήκη του χρήματα «εις<br />
σύμφωνα με την οποία ο διαθέτης κληροδότησε ποσό …alla fabrica della<br />
chiesa de Santo Athanasio che è conzonta con la chiesa de San Zuane Agiasmeno<br />
(ASV, Notai di Candia, b. 168 notaio Andrea Mavroianni, φ. 70v).<br />
27<br />
Gerola, «Topografia», σ. 263.
422 ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΑΣΠΑΡΗΣ<br />
τον Άγιον Αθανάσιον, ήγουν εις την εμήν εκκλησίαν, εις ανακαινισμόν<br />
και ανάστασιν αυτής». Αφήνει μάλιστα την ίδια εκκλησία μαζί<br />
με «το κελλοίον της ρηθείσης εκκλησίας» στον παπά Κωνσταντίνο<br />
Πολίτη «ίνα ιερουργεί και ψάλλειν» 28 . Ο Νικολός Τζηρίγος φαίνεται<br />
να κατέχει το κτητορικό δικαίωμα της εκκλησίας, το δικαίωμα δηλαδή<br />
της «εκμετάλλευσης» και κληροδότησης της εκκλησίας, καθώς και<br />
του καθορισμού του παπά που θα ιερουργούσε σ’ αυτήν, όπως ακριβώς<br />
και ο Νικολός Μαυρικάς 29 . Θα μπορούσαμε άραγε να θεωρήσουμε<br />
ότι πρόκειται για την ίδια εκκλησία, η οποία διατηρεί κατά τη<br />
διάρκεια σχεδόν ενάμισι αιώνα τον «ιδιωτικό» της χαρακτήρα και<br />
μεταβιβάζεται ως κληρονομιά ή προίκα; Αν και μια τέτοια υπόθεση<br />
φαίνεται λογική, ωστόσο πρέπει να περιμένουμε στο μέλλον και<br />
άλλες μαρτυρίες για να μπορέσουμε να την αποδεχτούμε πλήρως.<br />
Αν λάβουμε ως βάση τις πλησιέστερες προς τον 15ο αι. μαρτυρίες<br />
σχετικά με τις τέσσερις εκκλησίες που αναφέρονται στον κατάλογο<br />
του 1548 και τις συνδυάσουμε με κάποιες μεταγενέστερες<br />
πληροφορίες, μπορούμε να επισημάνουμε τα παρακάτω:<br />
1. Σχετικά με τον Άγιο Αθανάσιο τον Παλαιό είναι ξεκάθαρο<br />
από τις μαρτυρίες που διαθέτουμε ότι πρόκειται για παρεκκλήσι<br />
(capella) της εκκλησίας της Παναγίας Κεράς Παναγιάς 30 . Τοποθετείται<br />
28<br />
Μανουήλ Γρηγορόπουλος, νοτάριος Χάνδακα. 1506-1532. Διαθήκες, απογραφές-εκτιμήσεις,<br />
έκδ. Στ. Κακλαμάνης – Στ. Λαμπάκης, Ηράκλειο 2003, αρ.<br />
148.<br />
29<br />
Παρόμοια εικόνα «ιδιωτικής» εκκλησίας δίνουν και άλλες δύο μαρτυρίες<br />
από τον 17ο αιώνα. Το 1635 ο παπάς Γεώργιος Ζεππές (Seppe) δήλωσε<br />
ότι η εκκλησία του Αρχάγγελου Μιχαήλ και αγίου Αθανασίου, στην οποία<br />
ιερουργούσε, είχε περιέλθει σ’ εκείνον ως μέρος της προίκας του (βλ.<br />
Αγγελική Πανοπούλου, Συντεχνίες και θρησκευτικές αδελφότητες στη βενετοκρατούμενη<br />
Κρήτη, Αθήνα-Βενετία 2012, σ. 395). «Ιδιωτικά» χαρακτηριστικά<br />
προσδίδει και το προσδιοριστικό της εκκλησίας του αγίου Αθανασίου<br />
των Παπαδόπουλων, την οποία συναντούμε σε κατάλογο του 17ου αι.<br />
(Gerola, «Topografia», σ. 244). Ο Gerola μάλιστα ταυτίζει την εκκλησία<br />
αυτή με τον Άγιο Αθανάσιο τον Νέο και την τοποθετεί στην περιοχή των<br />
κήπων προς τον προμαχώνα της Βηθλεέμ (Gerola, «Topografia», 263).<br />
30<br />
Στον κατάλογο του 1548 ο ίδιος ιερέας λειτουργεί στην Κερά Παναγιά,<br />
τον Άγιο Αθανάσιο και τον Άγιο Θεόδωρο: Papas Georgius Primichiri officiator<br />
ecclesiarum de Chiera Panagia, Sancti Athanasii et Sancti Theodori<br />
(Τσιρπανλής, «Νέα στοιχεία», σ. 98). Σε συμβόλαιο του 1566 αναφέρεται:<br />
…Santa Maria Chera Panagia sive San Athanasio Vecchio (ASV, Notai di<br />
Candia, b. 170 notaio Zorzi Manganari, φ. 211r-v). Το 1572, σε κατάλογο<br />
και πάλι ιερέων και των εκκλησιών, στις οποίες ιερουργούσαν, ο παπάς<br />
Ιωάννης Γαϊτάνης δήλωσε ότι ιερουργούσε στις εκκλησίες Santa Maria
ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ ΧΑΝΔΑΚΑ<br />
423<br />
επομένως στο νοτιοανατολικό τμήμα του βούργου (βλ. χάρτης<br />
Werdmüller αρ. 65 ως Αγία Αθανασία 31 ). Το προσδιοριστικό Παλαιός<br />
παραπέμπει σε χρονικά πολύ παλαιότερη του 1548 εκκλησία<br />
και οπωσδήποτε παλαιότερη από εκείνη του Αγίου Αθανασίου του<br />
Νέου. Καθώς ο Άγιος Αθανάσιος ο Παλαιός πρόκειται για ενοριακή<br />
εκκλησία θα μπορούσαμε να τη συνδέσουμε με την εκκλησία του<br />
αγίου Αθανασίου και της αγίας Θεοδοσίας των αρχών του 15ου αιώνα.<br />
Στην περίπτωση αυτή, και δεδομένου ότι κατά τον 16ο αι.<br />
υπήρχαν δύο διαφορετικές ενορίες, του Αγίου Αθανασίου και της<br />
Αγίας Θεοδοσίας 32 , πρέπει να υποθέσουμε ότι η παλαιά διμάρτυρη<br />
ενοριακή εκκλησία διατήρησε σε βάθος χρόνου τον έναν μόνο από<br />
τους δύο αγίους και μια νέα εκκλησία αφιερώθηκε στον άλλο. Δεν<br />
γνωρίζουμε δυστυχώς ποιος άγιος διατηρήθηκε στην παλαιότερη<br />
εκκλησία και βέβαια ούτε πότε και κάτω από ποιες συνθήκες έγινε<br />
αυτό. Πιθανότατα όμως η αλλαγή αυτή σχετίζεται με τη σταδιακή<br />
επέκταση του βούργου νοτιότερα και την ανάγκη δημιουργίας μιας<br />
νέας ενορίας. Το γεγονός ότι η εκκλησία της αγίας Θεοδοσίας κατά<br />
τον 17ο αι. βρισκόταν κοντά στα μεσαιωνικά τείχη (βλ. χάρτης<br />
Werdmüller αρ. 55), στην περιοχή δηλαδή του παλαιότερου βούρ-<br />
Chera Panagia et Santo Theodoro et de Santo Athanasio Vechio poste in<br />
borgo (ASV, Notai di Candia, b. 197 notaio Antonio Pantaleo, libro 9, φ.<br />
218v: Πανοπούλου, Συντεχνίες, σ. 395, σημ. 655). Σε διάταγμα του 1655<br />
σχετικά με τον αριθμό των παπάδων και τις εκκλησίες στις οποίες αυτοί<br />
ιερουργούν γίνεται ακόμη πιο ξεκάθαρη η θέση του Αγίου Αθανασίου<br />
του Παλαιού: …San Athanasio Vechio. La chiesa de San Athanasio Vechio<br />
con parochia serve per capella della sudetta, officiator il medesimo papa<br />
Coti… (ASV, Duca di Candia, b. 17, reg. 18, φ. 30v: Πανοπούλου, Συντεχνίες,<br />
σ. 395, σημ. 655). Ευχαριστώ τη συνάδελφο Αγγελική Πανοπούλου<br />
που μου επισήμανε και παραχώρησε προς μελέτη όλες τις παραπάνω<br />
ανέκδοτες πηγές σχετικές με εκκλησίες του αγίου Αθανασίου κατά τον<br />
16ο και 17ο αιώνα. Γνωρίζουμε, τέλος, ότι κατά το πρώτο μισό του 17ου<br />
αι. ο Γεράσιμος Βλάχος, στα χρόνια κάποιου μεγάλου λοιμού στο Χάνδακα,<br />
επισκεπτόταν τις εκκλησίες της ενορίας του, δηλαδή την Παναγία και τον<br />
Άγιο Αθανάσιο τον Παλαιό [βλ. Κ. Δ. Μέρτζιος, «Νέαι ειδήσεις περί<br />
Κρητών εκ των αρχείων της Βενετίας», Κρητικά Χρονικά 2 (1948), σ. 289·<br />
πρβλ. Β. Ν. Τατάκης, Γεράσιμος Βλάχος ο Κρης (1605/7-1685). Φιλόσοφος,<br />
θεολόγος, φιλόλογος, Βενετία 1973, σ. 10].<br />
31<br />
Βλ. το χάρτη του Werdmüller στο Στ. Σπανάκης, Μνημεία της Κρητικής<br />
Ιστορίας, τ. 6, χάρτης και υπομνήματα ανάμεσα στις σελίδες 176 και 177.<br />
32<br />
Οι δύο ενορίες καταγράφονται στην απογραφή του Πέτρου Καστροφύλακα<br />
το 1583 (Βλ. πρόχειρα τον κατάλογο των ενοριών Σπανάκης, Μνημεία,<br />
υπόμνημα στο χάρτη ανάμεσα στις σ. 176 και 177).
424 ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΑΣΠΑΡΗΣ<br />
γου, μας προκαλεί να προτείνουμε ότι ίσως πρόκειται για τη διμάρτυρη<br />
ενοριακή εκκλησία των αρχών του 15ου αι., η οποία παρέμεινε<br />
με την πάροδο του χρόνου μόνο ως Αγία Θεοδοσία.<br />
2. Ο ίδιος ιερέας λειτουργεί στην Αγία Μαρίνα, τον Άγιο Αθανάσιο<br />
και τον Άγιο Γεώργιο των Κατεργάρων (κωπηλατών) 33 . Ο<br />
Άγιος Αθανάσιος ταυτίζεται με τον Άγιο Αθανάσιο «εις την Αγία<br />
Μαρίνα» του 17ου αι. και τοποθετείται στο βορειοδυτικό τμήμα του<br />
βούργου (βλ. χάρτης Werdmüller αρ. 122). Ταυτίζεται ακόμη με<br />
τον Άγιο Αθανάσιο στον χάρτη του Buondelmonti. Αυτό σημαίνει<br />
ότι η συγκεκριμένη εκκλησία υπήρχε τουλάχιστον από τη δεύτερη<br />
δεκαετία του 15ου αι.<br />
3. Ο ίδιος ιερέας λειτουργεί στον Άγιο Ιωάννη Samacho/Stamachelia,<br />
στον Τίμιο Σταυρό (Santa Croce) και τον Άγιο Αθανάσιο<br />
στον Δερματά 34 . Ο Άγιος Αθανάσιος επομένως θα βρισκόταν και<br />
αυτός λογικά κοντά στις δύο εκκλησίες. Μπορεί λοιπόν να τοποθετηθεί<br />
στο βόρειο τμήμα του βούργου κοντά στον κόλπο του Δερματά<br />
και στον άξονα περίπου που ενώνει τις δύο άλλες εκκλησίες (βλ.<br />
χάρτης Werdmüller αρ. 118 και 110).<br />
4. Ο ιερέας που δηλώνει τον Άγιο Αθανάσιο το Νέο δεν δηλώνει<br />
άλλη εκκλησία, κάτι που θα μας έδινε έστω κάποια ένδειξη<br />
περιοχής 35 . Γνωρίζουμε όμως ότι η εκκλησία ήταν έδρα της συντεχνίας<br />
των ραφτών, προστάτης άγιος των οποίων ήταν ο Αρχάγγελος<br />
Μιχαήλ. Σχετικές μαρτυρίες από τον 16ο και 17ο αι. αναφέρουν:<br />
chiesa di Santo Athanasio Novo over San Michael Arcangelo, και San<br />
Michiel Arcangelo et Santo Athanasio posta in questa città... nella<br />
quale vi è la confraternita dei sartori 36 . Οι παραπάνω εκφράσεις<br />
μοιά ζει να αναφέρονται σε μία εκκλησία και όχι σε δύο. Κατά την<br />
Αγγελική Πανοπούλου πιθανότατα στις αρχές του 17ου αι. η εκκλησία<br />
του αγίου Αθανασίου απόκτησε νέο κλίτος που ήταν αφιερωμένο<br />
στον αρχάγγελο Μιχαήλ 37 . Στο βούργο ο Werdmüller σημειώνει<br />
δύο εκκλησίες του Αρχαγγέλου Μιχαήλ (αρ. 70 και 98),<br />
33<br />
Papas Antonius Chalchiopulus officiator ecclesiarum Sancte Marine, Sancti<br />
Athanasii et Sancti Georgii Catergari (Τσιρπανλής, «Νέα στοιχεία», σ. 100).<br />
34<br />
Papas Antonius Armachi officiator ecclesiarum Sancti Iohannis de Samacho,<br />
Sancte Crucis et Sancti Athanasii de Dermata (Τσιρπανλής, «Νέα στοιχεία»,<br />
σ. 100).<br />
35<br />
Papas Çanachius Rodhius officiator ecclesie Athanasii Novi (Τσιρπανλής,<br />
«Νέα στοιχεία», σ. 99).<br />
36<br />
Πανοπούλου, Συντεχνίες, σ. 394-396.<br />
37<br />
Πανοπούλου, Συντεχνίες, σ. 395.
ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ ΧΑΝΔΑΚΑ<br />
425<br />
ενώ ο Gerola ταυτίζει μια τρίτη θέση εκκλησίας με εκείνη του Αρχιστράτηγου<br />
(αρ. 126). Δεν μπορούμε προς το παρόν να ταυτίσουμε<br />
μια από τις παραπάνω εκκλησίες του αρχαγγέλου Μιχαήλ με τον<br />
Άγιο Αθανάσιο το Νέο. Από την άλλη, η εκκλησία αυτή πιθανότατα<br />
ιδρύθηκε κατά τον 16ο αι., οπότε δεν σχετίζεται με κάποια από τις<br />
παλαιότερες εκκλησίες.<br />
Συνοψίζοντας, μπορούμε ύστερα από όλα τα παραπάνω να υποστηρίξουμε<br />
ως απλές και μόνο υποθέσεις, που περιμένουν την επιβεβαίωσή<br />
τους από μελλοντικές έρευνες σε αρχεία ή αρχαιολογικά<br />
ευρήματα, τα παρακάτω: 1. Οι παλαιότερες εκκλησίες του αγίου<br />
Αθανασίου, του 1348 δηλαδή και του 1389-1390, θα μπορούσαν<br />
να ταυτίζονται με τις δύο εκκλησίες του αγίου Αθανασίου στο βορειοδυτικό<br />
τμήμα του βούργου, κοντά στην Αγία Μαρίνα και κοντά<br />
στον κόλπο του Δερματά, χωρίς όμως να μπορούμε να τις αντιστοιχίσουμε.<br />
2. Η διμάρτυρη εκκλησία του αγίου Αθανασίου και της<br />
αγίας Θεοδοσίας του 1414 θα μπορούσε να ταυτίζεται με την εκκλησία<br />
της αγίας Θεοδοσίας στο ανατολικό τμήμα του βούργου, κοντά<br />
στα μεσαιωνικά τείχη του Χάνδακα, ή ακόμη και με εκείνη του αγίου<br />
Αθανασίου του Παλαιού και της Κεράς Παναγιάς στο νοτιοανατολικό<br />
τμήμα του βούργου κοντά στον προμαχώνα του Ιησού.<br />
Ο αριθμός των εκκλησιών των αφιερωμένων στον άγιο Αθανάσιο<br />
στον Χάνδακα αποκαλύπτει ότι η λατρεία του, τουλάχιστον<br />
από το δεύτερο περίπου μισό του 14ου αι. και εξής, μοιάζει να εντείνεται.<br />
Εκκλησίες του αγίου Αθανασίου υπήρχαν και στην υπόλοιπη<br />
Κρήτη ήδη από τα βυζαντινά χρόνια αλλά και στη συνέχεια<br />
από τον 13ο αι. και εξής, όπως μαρτυρούν σωζόμενα μνημεία στις<br />
Λιθίνες Λασιθίου, στο Χουδέτσι Ηρακλείου, στο Νίππος, στη Σκλαβοπούλα,<br />
στο Καψοδάσος και τις Μέσα Βουκολιές Χανίων 38 . Την<br />
ίδια περίπου εποχή που είδαμε να κτίζονται οι εκκλησίες στο βούργο<br />
του Χάνδακα, και συγκεκριμένα το 1394, ανεγέρθηκε σωζόμενη<br />
σήμερα εκκλησία του αγίου Αθανασίου στο Κεφάλι Κισάμου, όπου<br />
απεικονίζονται και οι δύο ιδρύτριες 39 . Ο άγιος Αθανάσιος συναντάται<br />
επίσης και σε τοιχογραφίες πολλών ναών αφιερωμένων σε άλλους<br />
38<br />
G. Gerola, Τοπογραφικός κατάλογος των τοιχογραφημένων εκκλησιών της<br />
Κρήτης, μτφ., προλ., σημ. Κ. Ε. Λασσιθιωτάκης, Ηράκλειο 1961, σ. 30,<br />
41, 47, 49, 109.<br />
39<br />
G. Gerola, Monumenti veneti nell’isola di Creta, τ. 2, Βενετία 1908, 328·<br />
Gerola, Τοπογραφικός κατάλογος των τοιχογραφημένων εκκλησιών της Κρήτης,<br />
σ. 25.
426 ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΑΣΠΑΡΗΣ<br />
αγίους 40 . Κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, τέλος, εκτός από τις εκκλησίες<br />
που συναντούμε στο βούργο του Χάνδακα, ο άγιος Αθανάσιος απεικονιζόταν,<br />
όπως αναφέρθηκε ήδη, στη μία πλευρά του λάβαρου<br />
της συντεχνίας των ραφτών του Χάνδακα, ενώ στην άλλη πλευρά<br />
βρισκόταν ο προστάτης της συντεχνίας Αρχάγγελος Μιχαήλ 41 .<br />
Εκτός από την ταύτιση των εκκλησιών, βασικό ερώτημα παραμένει<br />
η ταυτότητα του αγίου, τον οποίο τιμούσαν οι πιστοί στις εκκλησίες<br />
αυτές, αν πρόκειται δηλαδή για τον Μέγα Αθανάσιο ή για<br />
τον άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη ή ακόμη και για τον άγιο Αθανάσιο<br />
το Νέο πατριάρχη Κωνσταντινούπολης 42 . Οι γραπτές μαρτυρίες δεν<br />
προσφέρουν καμιά πληροφορία στο ζήτημα αυτό, το ίδιο και οι<br />
σωζόμενες εκκλησίες. Θα μπορούσαμε ίσως να συνδέσουμε τη λατρεία<br />
του αγίου Αθανασίου στην Κρήτη με τη θρυλούμενη παρουσία<br />
του Αθανασίου του Αθωνίτη μαζί με τον αυτοκράτορα Νικηφόρο<br />
Φωκά κατά την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Άραβες και<br />
την τόνωση της χριστιανικής θρησκείας και του μοναχισμού στο<br />
νησί 43 . Ακόμη όμως και στην περίπτωση αυτή δεν είναι βέβαιο ότι<br />
όλες οι εκκλησίες του αγίου Αθανασίου ήταν αφιερωμένες στον<br />
40<br />
Βλ. ενδεικτικά: άγιος Αθανάσιος και αφιερωτές στην εκκλησία της Παναγίας<br />
Καμπανού, άγιος Αθανάσιος μαζί με Ιωάννη Χρυσόστομο, άγιο Βασίλειο<br />
και άγιο Νικόλαο στην εκκλησία του Αγ. Ιωάννη στον Ασώματο<br />
Ρεθύμνου (1347), άγιος Αθανάσιος μαζί με άλλους ιεράρχες στην εκκλησία<br />
του Αγίου Γεωργίου (1302) και στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, και<br />
οι δύο στο Τυμπάκι (βλ. Gerola, Τοπογραφικός κατάλογος των τοιχογραφημένων<br />
εκκλησιών της Κρήτης, σ. 45, 67, 86-87, 87).<br />
41<br />
Βλ. Πανοπούλου, Συντεχνίες, σ. 394.<br />
42<br />
Ο άγιος Αθανάσιος ο Νέος υπήρξε πατριάρχης Κωνσταντινούπολης από<br />
το 1289 έως το 1293 και από το 1303 έως το 1309. Στα τέλη ήδη του<br />
14ου αι. τα λείψανά του βρίσκονταν τοποθετημένα σε λειψανοθήκη προς<br />
προσκύνηση στο ναό του Σωτήρος στο μοναστήρι του Ξηρολόφου, το<br />
οποίο είχε ιδρύσει ο ίδιος. Τα λείψανά του μεταφέρθηκαν το 1455 από<br />
την Κωνσταντινούπολη στη Βενετία [βλ. Επισκόπου Φαναρίου Αγαθαγγέλου,<br />
Χρύσας Μαλτέζου, Ενρίκο Μορίνι, Ιερά λείψανα αγίων της καθ’ ημάς<br />
Ανατολής στη Βενετία, Αθήνα 2005, σ. 83-89· M. S. Patedakis, The testament<br />
of the Patriarch Athanasios I of Constantinople (1289-93, 1303-<br />
09), Byzantine religious culture. Studies in honor of Alice-Mary Talbot, επιμ.<br />
Denis Sullivan, Elizabeth Fisher, Stratis Papaioannou, Leiden-Boston<br />
2012, σ. 439-461]. Η επιγραφή που ακολουθεί το λείψανό του στο ναό<br />
του San Zaccaria της Βενετίας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα σύγχυσης<br />
ανάμεσα στον Μέγα Αθανάσιο και τον άγιο Αθανάσιο τον Νέο.<br />
43<br />
Η περίπτωση να πρόκειται για τον άγιο Αθανάσιο το Νέο μάλλον αποκλείεται,<br />
καθώς είναι δύσκολο κατά το τελευταίο τέταρτο του 14ου αι. να
ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ ΧΑΝΔΑΚΑ<br />
427<br />
Αθωνίτη και όχι και στον Μέγα Αθανάσιο. Θα μπορούσαμε ακόμη<br />
να υποθέσουμε ότι στη λαϊκή συνείδηση της εποχής εκείνης οι δύο<br />
άγιοι συγχέονταν. Ωστόσο, ο άγιος Αθανάσιος ο Μέγας συνδέεται<br />
με ιαματικές ιδιότητες και την αποτροπή του θανάτου (το τελευταίο<br />
και λόγω ονόματος). Υπό την έννοια αυτή θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε<br />
ότι ο Νικολός Μαυρικάς, ο οποίος έκανε το τάμα για να<br />
τελειώσει ο λοιμός, είχε στο μυαλό του τον άγιο Αθανάσιο τον<br />
Μέγα, ο οποίος θα γλίτωνε τον τόπο από το θανατικό 44 . Δεν είναι<br />
τυχαία λοιπόν η επιλογή του αγίου, αν λάβουμε μάλιστα υπόψη ότι<br />
κανένα από τα γνωστά μέλη της ευρύτερης οικογένειας του Μαυρικά<br />
δεν φέρει το όνομα Αθανάσιος, γεγονός ίσως που θα τον οδηγούσε<br />
να τιμήσει άγιο «προστάτη» κάποιου συγγενικού του προσώπου.<br />
Ανεξάρτητα όμως ποιος από τους δύο αγίους πρόκειται, είναι άξιο<br />
απορίας ότι παρά την ύπαρξη τόσων εκκλησιών αφιερωμένων στον<br />
άγιο Αθανάσιο τουλάχιστον μέχρι και τον 17ο αι., στο σημερινό<br />
Ηράκλειο δεν διασώζεται καμιά παλαιότερη ομώνυμη εκκλησία,<br />
ούτε το όνομα του αγίου Αθανασίου διατηρείται ως απλό τοπωνύμιο<br />
στην ευρύτερη περιοχή της πόλης. Αξίζει να επισημανθεί, τέλος,<br />
ότι ως βαπτιστικό το όνομα Αθανάσιος από τον 13ο μέχρι και τις<br />
αρχές του 15ου αιώνα εμφανίζεται σπανιότατα.<br />
είχε φτάσει η λατρεία του στην Κρήτη και μάλιστα να του αφιερωθεί και<br />
εκκλησία. Αποκλείεται επίσης να πρόκειται για έναν άλλο επίσης Αθανάσιο<br />
που επισκέφθηκε την Κρήτη στις αρχές του 14ου αιώνα. Πρόκειται για<br />
τον Αθανάσιο τον εν Σταγοίς ιδρυτή του Μεγάλου Μετεώρου, ο οποίος<br />
σύμφωνα με το βίο του (γραμμένο τον 15ο αι.) έγινε θερμά δεκτός από<br />
τους Κρητικούς. Βλ. Ελεωνόρα Κουντούρα-Γαλάκη, «Ο Άνθιμος Αθηνών,<br />
πρόεδρος Κρήτης, και οι αντιθετικές τάσεις ορθόδοξης συσπείρωσης και<br />
διάσπασης στην ύστερη βυζαντινή εποχή. Μια προσέγγιση μέσω των λόγιων<br />
αγιολογικών κειμένων», Θησαυρίσματα 41/42 (2011-2012), σ. 349-<br />
350.<br />
44<br />
Εντύπωση προκαλεί ταυτόχρονα το γεγονός ότι η απόφαση, με την οποία<br />
ο Νικολός Μαυρικάς απόκτησε το κτητορικό δικαίωμα της εκκλησίας,<br />
έχει εκδοθεί στις 5 Ιουλίου, ημέρα εορτής του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη.<br />
Δεν μπορούμε παρά να αποδεχτούμε ότι πρόκειται για απλή σύμπτωση.
Εικ. 1. Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών, Συλλογή Λοβέρδου. Η Γέννηση του Χριστού.
Μυρτάλη Αχειμάστου-Ποταμιάνου<br />
Επιλεγόμενα<br />
σε μία εικόνα της Γέννησης<br />
στη Συλλογή Λοβέρδου<br />
Η εικόνα της Γέννησης του Χριστού (εικ. 1-6), γνωστή από δημοσιεύσεις<br />
των τελευταίων δεκαετιών, καταλέγεται στις παλαιότερες και<br />
τις πλέον σημαντικές της Συλλογής Δ. Λοβέρδου στο Βυζαντινό Μουσείο<br />
Αθηνών (Λ.217-ΣΛ.216) 1 . Κίνητρο για τη στενότερη, αν και<br />
σύντομη εξέτασή της εδώ, έδωσε η ενδιαφέρουσα συνάφεια των εικονογραφικών<br />
στοιχείων της με τη Γέννηση στις προγενέστερες τοιχογραφίες<br />
των Εισοδίων της Παναγίας στο Σκλαβεροχώρι Πεδιάδος<br />
και της Παναγίας στα Καπετανιανά της Κρήτης 2 . Τη γνώση των δύο<br />
διακοσμήσεων οφείλουμε στον αείμνηστο φίλο και συνάδελφο Μανόλη<br />
Μπορμπουδάκη 3 , ο οποίος προσέφερε με το επιστημονικό,<br />
υπηρεσιακό και συγγραφικό του έργο πολλά και σπουδαία στη διάσωση<br />
και ανάδειξη των βυζαντινών μνημείων της μεγαλονήσου.<br />
Μικρό αφιέρωμα στη μνήμη του ας είναι αυτή η εργασία.<br />
Η Γέννηση της Συλλογής Λοβέρδου, ωραίο έργο ζωγράφου της<br />
Κρήτης του 15ου αι., εντάσσεται σε μία σειρά από πρώιμες κρητικές<br />
εικόνες του θέματος, που διακρίνονται με εξέχουσα ποιότητα τέχνης.<br />
1<br />
Χρ. Μπαλτογιάννη, Εικόνες. Μήτηρ Θεού, Αθήνα 1994, αρ. 63, σ. 228<br />
κ.ε., πίν. 118-121. Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Εικόνες του Βυζαντινού<br />
Μουσείου Αθηνών, Αθήνα 1998, αρ. 26, σ. 96, εικ. σ. 97, 98. Μυστήριον<br />
Μέγα και Παράδοξον, Σωτήριον Έτος 2000, Έκθεσις Εικόνων και Κειμηλίων,<br />
κατάλογος έκθεσης, Αθήνα 2001, αρ. 31, σ. 144, εικ. σ. 144, 145 (Κ.-Φ.<br />
Καλαφάτη). Χρ. Μπαλτογιάννη, Εικόνες. Ο Χριστός στην Ενσάρκωση και<br />
στο Πάθος, Αθήνα 2003, αρ. 29, σ. 117 κ.ε., πίν. 59, 60. Α. Αλεξοπούλου-Α.<br />
Α. Καμινάρη, Μελέτη και τεκμηρίωση με υπέρυθρη ανακλαστογραφία<br />
της εικόνας «Άγιος Γεώργιος» του ζωγράφου Αγγέλου, στο Κ. Μιλάνου<br />
κ.ά. (επιμ.), Εικόνες με την υπογραφή «Χειρ Αγγέλου», Η τεχνική ενός<br />
Κρητικού ζωγράφου του 15ου αιώνα, Αθήνα 2008, σ. 157, εικ. 7-9.<br />
2<br />
Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Εικόνες του Βυζαντινού Μουσείου, ό.π.<br />
3<br />
Μ. Μπορμπουδάκης, Παρατηρήσεις στη ζωγραφική του Σκλαβεροχωρίου,<br />
στο Ευφρόσυνον, Αφιέρωμα στον Μανόλη Χατζηδάκη, τ. 1, Αθήνα 1991, σ.<br />
375 κ.ε.
430 ΜΥΡΤΑΛΗ ΑΧΕΙΜΑΣΤΟΥ-ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ<br />
Πρόκειται, κυρίως, για τις εικόνες της Συλλογής Ρ. Ανδρεάδη στην<br />
Αθήνα (Γέννηση Volpi) 4 , του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών 5 , του<br />
Ελληνικού Ινστιτούτου της Βενετίας 6 , της Μονής της Ζωοδόχου<br />
Πηγής στην Πάτμο 7 και της Συλλογής Λιχάτσεφ στο Ερμιτάζ της<br />
Αγίας Πετρούπολης 8 . Κατά πολύ μεγαλύτερη από τις άλλες, η Γέννηση<br />
της Συλλογής Λοβέρδου (διαστ. 1,19 x 0,92 μ.) θα πρέπει να<br />
είχε θέση στη ζώνη των δεσποτικών εικόνων του τέμπλου.<br />
Ο εικονογραφικός τύπος, η δομή και τα συστατικά στοιχεία<br />
των αναφερομένων έργων εντοπίζονται σε εξαίρετες διακοσμήσεις<br />
του 14ου αι., συγκεκριμένα στα ψηφιδωτά των Αγίων Αποστόλων<br />
της Θεσσαλονίκης 9 και της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη<br />
10 , στις τοιχογραφίες των Αγίων Αποστόλων του Peć 11 και της<br />
Μονής της Περιβλέπτου στο Μυστρά 12 , καθώς και σε μία αδημοσίευτη<br />
εικόνα στη Γερμανία (Galerie Ilas Neufert) 13 , που η εκτίμηση<br />
4<br />
M. Acheimastou-Potamianou (επιμ.), From Byzantium to El Greco. Greek<br />
Frescoes and Icons, κατάλογος έκθεσης, Αθήνα 1987, αρ. 30, σ. 166 κ.ε.,<br />
εικ. 30 (Ν. Chatzidakis). Α. Δρανδάκη, Εικόνες, 14ος–18ος αιώνας. Συλλογή<br />
Ρ. Ανδρεάδη, Αθήνα 2002, αρ. 4, σ. 24 κ.ε., εικ. 13, 15, 16, εικ. σ. 25-<br />
28, 29-31. Μπαλτογιάννη, Εικόνες. Ιησούς Χριστός, αρ. 25, σ. 169 κ.ε.,<br />
πίν. 50. Η Δρανδάκη (ό.π., σ. 34) θεωρεί ότι ο ζωγράφος της εικόνας<br />
ήταν Κωνσταντινουπολίτης.<br />
5<br />
Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Εικόνες του Βυζαντινού Μουσείου, αρ. 25, σ. 92, εικ. σ.<br />
93-95. Μπαλτογιάννη, Εικόνες. Ιησούς Χριστός, αρ. 26, σ. 171 κ.ε., πίν. 51, 52.<br />
6<br />
Ν. Χατζηδάκη, Από τον Χάνδακα στη Βενετία. Ελληνικές εικόνες στην Ιταλία,<br />
15ος–16ος αι., Αθήνα 1993, αρ. 12, σ. 62 κ.ε., εικ. σ. 63, 65. Μπαλτογιάννη,<br />
Εικόνες. Ιησούς Χριστός, αρ. 27, σ. 173 κ.ε., πίν. 53-56.<br />
7<br />
Μ. Χατζηδάκης, Εικόνες της Πάτμου. Ζητήματα βυζαντινής και μεταβυζαντινής<br />
ζωγραφικής, Αθήνα 1995 2 , αριθ. 39, σ. 88 κ.ε., πίν. 35, 97.<br />
8<br />
Iz Kollekczii Academica N. P. Lichaceva, Katalog Vistavki, St. Petersburg<br />
1993, αρ. 273, σ. 104, εικ. 273.<br />
9<br />
Α. Ξυγγόπουλος, Η ψηφιδωτή διακόσμησις του ναού των Αγίων Αποστόλων<br />
Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1953, σ. 9 κ.ε., πίν. 11-13. Ε. Κουρκουτίδου-Νικολαϊδου―Α.<br />
Τούρτα, Περίπατοι στη βυζαντινή Θεσσαλονίκη, Αθήνα<br />
1997, εικ. 146-149.<br />
10<br />
P. A. Underwood, The Kariye Djami, τ. 2, New York 1966, αρ. 103.<br />
11<br />
R. Ljubinković, The Church of the Apostles in the Patriarchate of Peć,<br />
Beograd 1964, σ. XII, εικ. 36.<br />
12<br />
G. Millet, Monuments Byzantins de Mistra, Paris 1910, πίν. 118.1-2. Μ.<br />
Χατζηδάκης, Μυστράς. Η μεσαιωνική πολιτεία και το Κάστρο, Αθήνα 1992,<br />
εικ. 46. Μ. Ασπρά-Βαρδαβάκη―Μ. Εμμανουήλ, Η Μονή της Παντάνασσας<br />
στον Μυστρά. Οι τοιχογραφίες του 15ου αιώνα, Αθήνα 2005, εικ. 138.<br />
13<br />
Δρανδάκη, Εικόνες, σ. 35, υποσ. 40. Ευχαριστώ θερμά την καθηγήτρια Μ.<br />
Βασιλάκη που έθεσε πρόθυμα στη διάθεσή μου διαφάνεια της εικόνας.
ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΕ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΣΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΛΟΒΕΡΔΟΥ<br />
431<br />
της τέχνης της οδηγεί από πρώτη όψη στον 14ο αι. Η τυπολογική<br />
συνταύτιση της Γέννησης στους Αγίους Αποστόλους του Peć και<br />
στην Περίβλεπτο του Μυστρά και η θέση των δύο τοιχογραφιών σε<br />
απέχοντες τόπους και χρόνους (πρώτο και δεύτερο μισό του 14ου<br />
αι., αντίστοιχα) δεν αφήνουν αμφιβολία για την προέλευση του<br />
προτύπου από μεγάλο κέντρο, και δη την Κωνσταντινούπολη, στην<br />
οποία, άλλωστε, οδηγεί κατευθείαν η τέχνη της Περιβλέπτου. Αυτό<br />
το πρότυπο επεξεργάστηκαν επίσης ο άριστος ζωγράφος της εικόνας<br />
στη Γερμανία και οι επόμενοι των εικόνων στη Συλλογή Ανδρεάδη,<br />
το Βυζαντινό Μουσείο, τη Βενετία και το Ερμιτάζ.<br />
Εικ. 2.<br />
Γέννηση.<br />
Η Παναγία και το παιδί<br />
στη φάτνη.
432 ΜΥΡΤΑΛΗ ΑΧΕΙΜΑΣΤΟΥ-ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ<br />
Εικ. 3.<br />
Γέννηση.<br />
Οι δοξολογούντες άγγελοι<br />
και οι μάγοι.<br />
Έχει ήδη σημειωθεί 14 η εικονογραφική συγγένεια της Γέννησης<br />
στη Συλλογή Λοβέρδου με την ιταλοκρητικής τέχνης εικόνα της Ζωοδόχου<br />
Πηγής στην Πάτμο 15 , η οποία διατηρεί λείψανα των επιγραφών<br />
που τη συνδέουν με το Στιχηρό των Χριστουγέννων «Τί σοι προσενέγκωμεν,<br />
Χριστέ». Του ίδιου τύπου παράσταση κοσμεί το κεντρικό φύλλο<br />
μικρού τριπτύχου (άλλοτε στην Temple Gallery του Λονδίνου), που<br />
έχει χρονολογηθεί στο α' μισό του 15ου αι. 16 . Σε αδρή ταξινόμηση,<br />
οι τρεις εικόνες συγκροτούν άλλη ομάδα από εκείνη στην οποία<br />
14<br />
Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Εικόνες του Βυζαντινού Μουσείου, σ. 96.<br />
15<br />
Χατζηδάκης, Εικόνες της Πάτμου, σ. 88, πίν. 35.<br />
16<br />
Μπαλτογιάννη, Εικόνες. Ιησούς Χριστός, αρ. 28, σ. 175 κ.ε., πίν. 57, 58.
ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΕ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΣΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΛΟΒΕΡΔΟΥ<br />
433<br />
ανήκουν τα προαναφερόμενα έργα. Βασικές διαφορές τους, σε σχέση<br />
με της πρώτης ομάδας, συνιστούν η διαμόρφωση του όρους χωρίς<br />
το μεγάλο άνοιγμα της αριστερής κορυφής και η διάρθρωση του<br />
ανοίγματος του σπηλαίου, η απουσία των αγγέλων επάνω που προσκυνούν<br />
τον τεχθέντα Χριστό, όπως και της πηγής στους βράχους<br />
δεξιά στις εικόνες του 15ου αι., και η αντίστροφη διάταξη των δύο<br />
επεισοδίων κάτω, με το λουτρό του βρέφους δεξιά και τον Ιωσήφ<br />
αριστερά. Η εικονογραφική σύνθεση, αυστηρότερη, όπως ενδεικτικά<br />
στους Αγίους Αποστόλους της Θεσσαλονίκης και στη Μονή της Χώρας,<br />
έχει το πλησιέστερο ανάλογο στις κρητικές τοιχογραφίες της<br />
Γέννησης στο Σκλαβεροχώρι και στα Καπετανιανά.<br />
Εικ. 4.<br />
Γέννηση.<br />
Η Παναγία, ο άγγελος<br />
και ο νεαρός ποιμένας.
434 ΜΥΡΤΑΛΗ ΑΧΕΙΜΑΣΤΟΥ-ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ<br />
Η διάκριση δεν εκτείνεται στα καθέκαστα των εικόνων. Μορφές<br />
και στοιχεία εναλλάσσονται, μεταφέρονται και συνδέουν τις παραστάσεις<br />
των δύο ομάδων, με τρόπο που δηλοποιεί και την τοπική<br />
τους συνάφεια. Τα στενά όρια της εργασίας επιτρέπουν τη διαπίστωσή<br />
τους μόνο από την άποψη της Γέννησης στη Συλλογή Λοβέρδου.<br />
Η διαγώνια θέση, παράλληλη του Βρέφους, η στάση και οι χειρονομίες<br />
της Παναγίας είναι κοινές σε όλες τις εικόνες, ενώ διαφέρει<br />
η στροφή της, δεξιά ή αριστερά, που καθορίζεται συνήθως από τη<br />
θέση του λουτρού του παιδιού, προς το οποίο βλέπει. Κοινή τους<br />
είναι και η μορφή του Ιωσήφ, κλεισμένου στο ιμάτιό του – στην εικόνα<br />
Λοβέρδου με το δεξιό του χέρι σκεπασμένο από το ένδυμα,<br />
όπως σε αυτές της πρώτης ομάδας. Ο γηραιός ποιμένας κοντά στον<br />
Ιωσήφ, τυλιγμένος στη μαύρη κάπα και στηριγμένος με τα δύο του<br />
χέρια στον καλαυρόπα, έχει το όμοιό του στη Γέννηση του Βυζαντινού<br />
Μουσείου, επίσης της Βενετίας και του Ερμιτάζ που ακολουθούν<br />
τον τύπο της. Όμως, και στις τρεις ίσταται με νεαρό βοσκό πλάι<br />
του, σε ζεύγος που επαναλαμβάνεται στη σκηνή του ευαγγελισμού<br />
τους επάνω. Χωριστά οι βοσκοί παριστάνονται στις δύο σκηνές της<br />
εικόνας Ανδρεάδη, αλλά ο ώριμης ηλικίας ποιμένας με την κάπα<br />
να σκεπάζει την κεφαλή και ο νέος επάνω χωρίς τον τορβά του. Στο<br />
πρότυπό της αποδίδεται επίσης η σκηνή του λουτρού με τη χαρακτηριστική<br />
μορφή της μαίας που δοκιμάζει τη θερμοκρασία του νερού,<br />
με το παιδί στην ποδιά της – στη στάση της διαφορετική στις<br />
εικόνες του Βυζαντινού Μουσείου, της Βενετίας και του Ερμιτάζ.<br />
Αντίθετα, στις τελευταίες αντιστοιχεί η Σαλώμη ως προς τα ενδύματα<br />
και τον τρόπο που κρατεί την, ίδια με εκείνων, υδρία. Αξίζει να<br />
προστεθεί ότι η τυπολογία των μορφών στην εικόνα Ανδρεάδη,<br />
και συγκεκριμένα στις τρεις σκηνές για τις οποίες ο λόγος, παραπέμπει<br />
κυρίως στην τοιχογραφία των Αγίων Αποστόλων του Peć<br />
και στην εικόνα της Γερμανίας, όπου και η στρογγυλή κολυμβήθρα<br />
της εικόνας Λοβέρδου.<br />
Τα προαναφερόμενα στοιχεία επιτρέπουν να φανεί σύντομα,<br />
αλλά με επάρκεια, η εικονογραφική συνάφεια σε ουσιώδη σημεία<br />
της Γέννησης στη Συλλογή Λοβέρδου με τις εικόνες της πρώτης<br />
ομάδας, και ιδίως με τη Γέννηση της Συλλογής Ανδρεάδη. Επιτρέπουν,<br />
εξάλλου, να εντοπισθούν στο περιβάλλον της Κρήτης οι συναλλαγές<br />
των μορφών κατά μέρος, που παρατηρούνται επίσης ανάλογες<br />
ανάμεσα στα διάφορα συγγενή έργα. Από αυτή την άποψη<br />
ενδιαφέρει και η σύγκριση με τις τοιχογραφίες της Παναγίας στο
ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΕ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΣΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΛΟΒΕΡΔΟΥ<br />
435<br />
Σκλαβεροχώρι και της Παναγίας στα Καπετανιανά της περιοχής του<br />
Ηρακλείου, από τα τέλη του 14ου αι. και το 1401/2, αντίστοιχα.<br />
Στο Σκλαβεροχώρι απομένουν τμήματα της Γέννησης, κυρίως<br />
στο κάτω μέρος 17 , ενώ στα Καπετανιανά η παράσταση, παρότι σε<br />
κακή κατάσταση, διατηρείται ακέραιη 18 . Στις δύο τοιχογραφίες αντιστοιχεί<br />
η διάταξη των σκηνών σε πρώτο επίπεδο κάτω της εικόνας<br />
Λοβέρδου, με τον Ιωσήφ και τον ποιμένα αριστερά και το λουτρό<br />
δεξιά 19 . Αντίστοιχες επίσης μορφές είναι ο βοσκός, με όμοια κάπα<br />
και υποδήματα και ασκεπής στα Καπετανιανά, όπου σώζεται ολόκληρος,<br />
και η Σαλώμη, με τα ίδια φορέματα και υδρία. Αντίθετα, η<br />
μαία κρατεί το παιδί επάνω από τη λεκάνη, καθώς στη Γέννηση του<br />
Βυζαντινού Μουσείου. Στο Σκλαβεροχώρι σημειώνεται και η στρογγυλή<br />
κολυμβήθρα της εικόνας Λοβέρδου, ενώ εντυπωσιακή είναι η<br />
ταύτισή της με την τοιχογραφία ως προς το διαχωρισμό των δύο<br />
κάτω σκηνών, με ένα μαύρο τραγί που μασουλάει φύλλα από δεντράκι<br />
– λεπτομέρεια γνωστή, μα που δεν υπάρχει αλλού στο ίδιο<br />
σημείο.<br />
Στα Καπετανιανά η Παναγία έχει τις ίδιες χειρονομίες και στάση<br />
και βλέπει προς το παιδί 20· το στόμιο του σπηλαίου διαμορφώνεται<br />
όμοιο, με οδοντωτές προεξοχές του βράχου επάνω, ο βους και ο<br />
όνος βρίσκονται στην ίδια αντιμέτωπη θέση κοντά στην κεφαλή του<br />
παιδιού· ο νεαρός βοσκός που δέχεται από τον άγγελο τη χαρμόσυνη<br />
είδηση έχει το ίδιο σακούλι, κρεμασμένο επίσης διαγώνια από τον<br />
ώμο στο άλλο πλευρό του· τα πρόβατα ταυτίζονται ως προς τον<br />
17<br />
Μπορμπουδάκης, Παρατηρήσεις στη ζωγραφική του Σκλαβεροχωρίου,<br />
σ. 379, 386 κ.ε., πίν. 192α.<br />
18<br />
Ό.π., σ. 379, πίν. 192β, και σ. 376 κ.ε. για την εικονογραφική σχέση<br />
των τοιχογραφιών γενικά στους δύο ναούς.<br />
19<br />
Την ίδια θέση έχουν τον 14ο αι. σε έργα ζωγράφων της Κωνσταντινούπολης,<br />
στο ψηφιδωτό δίπτυχο της Φλωρεντίας (Π. Λ. Βοκοτόπουλος, Ελληνική<br />
Τέχνη. Βυζαντινές Εικόνες, Αθήνα 1995, αρ. 86) και στην τοιχογραφία<br />
του Θεοφάνη στην Κοίμηση της Θεοτόκου στο Βολότοβο (G. I. Vzdornov,<br />
Freski Ζerkvi Υspeni na Volotobom pole bliz Novgoroda, Mockva 1989, αρ.<br />
59, εικ. 59.1). Eπίσης σε τοιχογραφίες της Κρήτης (M. Borboudakis-K.<br />
Gallas-K. Wessel, Byzantinisches Kreta, München 1983, εικ. 412. I.<br />
Spatharakis, Dated Byzantine Wall Paintings of Crete, Leiden 2001, εικ.<br />
85) και τον 15o αι. στην Παντάνασσα του Μυστρά (Βαρδαβάκη―Εμμανουήλ,<br />
Η Μονή της Παντάνασσας, σ. 98 κ.ε., εικ. 41, 137).<br />
20<br />
Με ανάλογες χειρονομίες η Παναγία στη Γέννηση του ναού του Χριστού<br />
στη Βέροια (Στ. Πελεκανίδης, Καλλιέργης, όλης Θετταλίας άριστος ζωγράφος,<br />
Αθήνα 1973, σ. 24, πίν. Γ΄, 16).
436 ΜΥΡΤΑΛΗ ΑΧΕΙΜΑΣΤΟΥ-ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ<br />
Εικ. 5.<br />
Γέννηση.<br />
Ο Ιωσήφ με τον ποιμένα.<br />
αριθμό και τη διάταξη, με τη θέση τους ίδια στο άκρο δεξιά της παράστασης.<br />
Η συγγένεια τοιχογραφίας και εικόνας επεκτείνεται στη<br />
σύνθεση, που καθορίζεται από το μέγεθος και το στενόμακρο σχήμα<br />
τους, με αντίστοιχη διάταξη των σκηνών και μορφών στον παρόμοια<br />
διαρθρωμένο ορεινό όγκο, που έχει ανάλογο σχηματισμό των πυκνών<br />
βράχων στην κεντρική κορυφή του. Χαρακτηριστική, προπάντων,<br />
είναι η ασυνήθιστη, παράπλευρη και στις δύο θέση του<br />
σπηλαίου με τον μικρό Χριστό στη φάτνη δεξιότερα από τον κεντρικό<br />
άξονα της παράστασης, προς το άκρο, με την ακτίνα φωτός από το<br />
τόξο του ουρανού να κατευθύνεται διαγώνια προς το παιδί, και με<br />
την Παναγία στο κέντρο 21 . Διαφέρουν οι μάγοι, που στην τοιχογραφία<br />
φθάνουν πεζοί με τα δώρα. Έφιπποι, μπροστά από όμοιους με της<br />
21<br />
Η Παναγία καλύπτει πλέον του ενός τρίτου της τοιχογραφίας κατά το<br />
ύψος, όπως στην εικόνα, όπου οι μικρογραφημένες σκηνές στα πλάγια<br />
τονίζουν με την αντίθεση το μέγεθος της μορφής της.
ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΕ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΣΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΛΟΒΕΡΔΟΥ<br />
437<br />
εικόνας σχηματισμούς των βράχων, παριστάνονται οι μάγοι στη<br />
σύγχρονη των Καπετανιανών Γέννηση στο ναό της Παναγίας στου<br />
Βρυωμένου, στους Μεσελέρους Ιεράπετρας 22 , όπου και το βοσκόπουλο<br />
κάθεται με σταυρωμένα πόδια στην πέτρα δεξιά, τα ζώα στο<br />
σπήλαιο παριστάνονται αντιμέτωπα και το λουτρό αποδίδεται στον<br />
ίδιο τύπο της εικόνας Λοβέρδου, αλλά με θέση στα αριστερά.<br />
Η εξέταση των εικονογραφικών στοιχείων δείχνει με αρκετή<br />
σαφήνεια την άμεση σχέση της Γέννησης στη Συλλογή Λοβέρδου<br />
με παλαιολόγειες παραστάσεις του θέματος, ειδικότερα σε τοιχογραφίες<br />
της Κρήτης που χρονολογούνται στην καμπή του 14ου με<br />
τον 15ο αι. Πρόκειται για διακοσμήσεις, ανάμεσά τους και υψηλής<br />
τέχνης όπως της Παναγίας στο Σκλαβεροχώρι, που συμβάλλουν<br />
ευρύτερα, με άλλες παραστάσεις και μορφές αγίων επίσης, στη<br />
γνώση των προτύπων που χρησιμοποίησαν οι ζωγράφοι στις πρώιμες<br />
κρητικές εικόνες του 15ου αι. 23 .<br />
Άγνωστα από αλλού στοιχεία τα οποία συνδέουν ευθύς την εικόνα<br />
της Συλλογής Λοβέρδου με τη Γέννηση των ναών στο Σκλαβεροχώρι<br />
και στα Καπετανιανά αποτελούν το κατσίκι που τρώει φύλλα<br />
του δέντρου ως προς τη θέση του, όμοια στο ενδιάμεσο χαμηλά<br />
των σκηνών του Ιωσήφ και του λουτρού στο σωζόμενο τμήμα της<br />
τοιχογραφίας στο Σκλαβεροχώρι· τα πρόβατα στο δεξιό άκρο που<br />
ταυτίζονται με εκείνα στα Καπετανιανά, οι αιχμηρές προεξοχές του<br />
βράχου στο σπήλαιο και, προπάντων, η θέση του παιδιού στη<br />
φάτνη που εκφεύγει δεξιά στην ίδια τοιχογραφία, για να προβληθεί<br />
η Θεοτόκος στον κύριο άξονα. Προστίθεται η διαμόρφωση των<br />
βράχων στο αριστερό του βουνού, μπροστά από τον όμιλο των δοξολογούντων<br />
αγγέλων, ακριβώς όπως στην παράσταση της Παναγίας<br />
στου Βρυωμένου. Αυτά και η καθόλου συγγένεια της σύνθεσης με<br />
της ακέραιης τοιχογραφίας στα Καπετανιανά τοποθετούν τον ζωγράφο<br />
της εικόνας στην Κρήτη, μάλιστα στο καλλιτεχνικό περιβάλλον<br />
του Χάνδακα, και σε χρόνους που δεν θα πρέπει να απείχαν πολύ<br />
22<br />
Στ. Ν. Μαδεράκης, Βυζαντινή ζωγραφική από την Κρήτη στα πρώτα χρόνια<br />
του 15ου αιώνα, Πεπραγμένα ΣΤ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. Β΄,<br />
Χανιά 1991, σ. 273, 283, πίν. 93α, 94β. Βλ. επίσης τη Γέννηση στο ναό<br />
της Παναγίας στο Χρωμοναστήρι Ρεθύμνου, περί το 1400 (I. Spatharakis,<br />
Byzantine Wall Paintings of Crete. v. Ι, Rethymnon Province, London 1999,<br />
σ. 108 κ.ε., εικ. 101).<br />
23<br />
Βλ. σχετ. Μπορμπουδάκης, Παρατηρήσεις στη ζωγραφική του<br />
Σκλαβεροχω ρίου, σ. 382 κ.ε., Μαδεράκης, Βυζαντινή ζωγραφική από<br />
την Κρήτη, σ. 280 κ.ε.
438 ΜΥΡΤΑΛΗ ΑΧΕΙΜΑΣΤΟΥ-ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ<br />
από αυτές τις τοιχογραφίες. Στην ίδια άποψη οδηγούν τα τεχνοτροπικά<br />
δεδομένα.<br />
Έχουν ήδη αναλυθεί πολλά από τα στοιχεία που προσδιορίζουν<br />
το ζωγραφικό πλάσιμο και την απόδοση των μορφών με τρόπο<br />
που σημειοδοτεί τη συνάφεια της εικόνας με τα παλαιολόγεια έργα 24 .<br />
Θετική αποβαίνει, προσέτι, η αναζήτησή τους στο χώρο της Κρήτης,<br />
όπου εντοπίζονται και άλλα γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν την τέχνη<br />
της.<br />
Σε παραβολή με τις εικόνες της Γέννησης από τον 15ο αι. προβάλλει<br />
ισχυρότερη η συγγένεια της εικόνας στη Συλλογή Λοβέρδου<br />
με την εξαίρετη Γέννηση της Συλλογής Ανδρεάδη, από τις αρχές<br />
του αιώνα, σε ό,τι αφορά στις χρωματικές επιλογές των ζωγράφων,<br />
στη διάπλαση των μορφών και στον τρόπο του φωτισμού 25 . Ο ιδιαίτερος<br />
τόνος τής λαμπρότερης, στην εικόνα Ανδρεάδη, χρωματικής<br />
σύνθεσης συνάπτεται και στις δύο με τη θαμπή, «βελούδινη» υφή<br />
του ανάμεικτου χρώματος στο ορεινό τοπίο, με τους παρόμοια απότομους<br />
και αδρά φωτισμένους κλιμακωτούς βράχους και τα πρανή,<br />
που όμοια αναδίδει την αίσθηση μιας χρυσαφένιας ατμόσφαιρας.<br />
Τα πλατιά λαμπερά φωτίσματα στα φορέματα και το ζωγραφικό πλάσιμο<br />
των προσώπων, με πράσινο προπλασμό, με αρμονικά μοιρασμένες<br />
διάφανες σκιές και φωτεινές επιφάνειες με ρόδινους γλυκασμούς,<br />
καθώς στα παλαιότερα έργα, συνδέουν επίσης σε ορισμένο<br />
βαθμό τις δύο εικόνες, ενώ παραπέμπουν αντίστοιχα σε μορφές<br />
σαν εκείνες της Παναγίας στο Σκλαβεροχώρι 26 .<br />
Σημεία συγγένειας υπάρχουν και στις μορφές κατά μέρος, παρά<br />
την ιδιάζουσα νευρώδη σχηματοποίησή τους ενίοτε στη μεγαλύτερη<br />
εικόνα της Συλλογής Λοβέρδου, όπως στα σφικτά πρόσωπα των<br />
δύο κάτω σκηνών. Συγκρίνονται οι δοξολογούντες άγγελοι με τη<br />
χαρακτηριστική διάρθρωση της πλούσιας βοστρυχωτής κόμης, καθώς<br />
στο Σκλαβεροχώρι και στον Άγιο Αντώνιο Επισκοπής Πεδιά-<br />
24<br />
Μπαλτογιάννη, Εικόνες. Μήτηρ Θεού, σ. 228 κ.ε.. Της ιδίας, Εικόνες. Ιησούς<br />
Χριστός, σ. 179. Η Μπαλτογιάννη αποδίδει την εικόνα στον Ξένο Διγενή<br />
(μνείες 1470-1491) και τη χρονολογεί στα τέλη του 15ου αι. Ας σημειωθεί<br />
ότι από τις λεπτομέρειες που θεωρεί ότι δεν είναι κρητικές, ο χρυσός ελικοειδής<br />
βλαστός που κοσμεί κατά ζώνες τη στρωμνή της Παναγίας, υπάρχει<br />
ίδιος στις δύο από τις τρεις ταινίες της στρωμνής στην ιταλοκρητική<br />
Γέννηση της Πάτμου (Χατζηδάκης, Εικόνες της Πάτμου, πίν. 35).<br />
25<br />
Για την εικόνα Ανδρεάδη, βλ. Δρανδάκη, Εικόνες, σ. 26 κ.ε.<br />
26<br />
Μπορμπουδάκης, Παρατηρήσεις στη ζωγραφική του Σκλαβεροχωρίου,<br />
πίν. ΚΒ΄-ΚΣΤ΄. Πρβλ. Δρανδάκη, Εικόνες, σ. 33.
ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΕ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΣΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΛΟΒΕΡΔΟΥ<br />
439<br />
δος 27 , με τους οποίους μοιάζουν περισσότερο οι άγγελοι της εικόνας<br />
Λοβέρδου με το γεμάτο πρόσωπο και τον πλατύ λαιμό. Παρόμοιες<br />
στις δύο εικόνες οι εκφραστικές μορφές του Ιωσήφ, της μαίας με το<br />
δυνατό σε κατατομή πρόσωπο και του παιδιού με την έντονη σωματική<br />
διάπλαση, βρίσκουν το ανάλογο στη Γέννηση της Παναγίας<br />
στου Βρυωμένου, όπου ο ίδιος τύπος της σκηνής του λουτρού. Στην<br />
τοιχογραφία στου Βρυωμένου αντιστοιχεί η Σαλώμη, επίσης, με το<br />
πρόσωπο σε κατατομή 28 , όπως και στη Γέννηση του Βυζαντινού<br />
Μουσείου, της Βενετίας, του Ερμιτάζ και της Πάτμου.<br />
Σε σύγκριση με τη Γέννηση της Συλλογής Ανδρεάδη, ο ζωγράφος<br />
της εικόνας Λοβέρδου ακολουθεί αυστηρότερες τάσεις ως προς<br />
Εικ. 6.<br />
Γέννηση.<br />
Το λουτρό.<br />
27<br />
Μπορμπουδάκης, ό.π., πίν. 188α-β.<br />
28<br />
Μαδεράκης, Βυζαντινή ζωγραφική από την Κρήτη, πίν. 93α, 94β. Με το<br />
πρόσωπο σε κατατομή εικονίζονται η μαία και η Σαλώμη στη Γέννηση<br />
του ψηφιδωτού διπτύχου της Φλωρεντίας (Βοκοτόπουλος, Βυζαντινές Εικόνες,<br />
ό.π.) και η Σαλώμη στη Μονή της Χώρας (βλ. ό.π., υποσημ. 10).
440 ΜΥΡΤΑΛΗ ΑΧΕΙΜΑΣΤΟΥ-ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ<br />
τη διάπλαση των μορφών, ιδίως στα γυμνά μέλη με τις πυκνές και<br />
σύμμετρες ζωηρές πινελιές των φώτων, που θυμίζουν έργα του Αγγέλου,<br />
ενώ και η τυπικότερη σχεδίαση των αρθρώσεων και των<br />
μυώνων, στα χέρια της μαίας και της Σαλώμης και στα άκρα του νεαρού<br />
ποιμένα ψηλά, απομακρύνεται από τη φυσιοκρατική τους<br />
απόδοση στην εικόνα Ανδρεάδη. Αντίστοιχη διαφορά σημειώνεται<br />
στην απόδοση των ζώων στο σπήλαιο. Από το άλλο μέρος, οι<br />
πυκνές και λαγαρές γραμμές των πτυχών στο ιμάτιο του ακραίου<br />
αριστερά από τους αγγέλους που ψάλλουν επάνω, και του άλλου<br />
που ευαγγελίζεται τον ποιμένα, ξαναβρίσκονται στην εικόνα της<br />
Συλλογής Ανδρεάδη, ιδίως στα φορέματα της μαίας. Τέλος, με ανάλογη<br />
αντίληψη στις δύο εικόνες φωτοσκιάζεται και λεπτολογείται<br />
με γραμμική δεξιοτεχνία η διαφορετικής μορφής μηλωτή του ποιμένα<br />
κοντά στον Ιωσήφ, και όμοια διαγράφεται το νερό στη λεκάνη,<br />
όπως και στην πηγή. Με τον ίδιο τρόπο αποδίδονται ο όγκος, η<br />
φορά και οι κυματισμοί των υδάτων στη Γέννηση και στη Βάπτιση<br />
της Παναγίας στο Σκλαβεροχώρι και στα Καπετανιανά 29 , καθώς και<br />
σε εικόνες του Αγγέλου 30 .<br />
Η εικονογραφική και η τεχνοτροπική ανάλυση της Γέννησης<br />
στη Συλλογή Λοβέρδου αποκαλύπτει σε ουσιαστικά σημεία την<br />
άμεση σχέση της με έργα που δεν υπερβαίνουν τις αρχές του 15ου<br />
αι. Με αυστηρότερη δομή και εργασία από της Γέννησης στη Συλλογή<br />
Ανδρεάδη, η μεγάλη εικόνα χρονολογείται στο πρώτο μισό αυτού<br />
του αιώνα, αν όχι στις πρώτες δεκαετίες του· δηλαδή, σε εποχή<br />
που τα συστατικά της γνωρίσματα, οικεία στην εργαστηριακή παράδοση<br />
της Κρήτης, θα ήταν ακόμη σε τρέχουσα χρήση από τους ζωγράφους<br />
του Χάνδακα. Αλλιώς, δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί εύκολα<br />
η οργανική και ευθεία συνάφεια αποκλειστικά με τα<br />
προηγούμενα έργα, μάλιστα από την πλευρά σπουδαίου ζωγράφου<br />
όπως αυτός της εικόνας 31 . Με δημιουργική συμβίωση των παλαι-<br />
29<br />
Μπορμπουδάκης, Παρατηρήσεις στη ζωγραφική του Σκλαβεροχωρίου,<br />
πίν. 194, 195α. Spatharakis, Dated Byzantine Wall Paintings, εικ. 138.<br />
30<br />
Εικόνες της Κρητικής Τέχνης (Από τον Χάνδακα ως την Μόσχα και την Αγία<br />
Πετρούπολη), κατάλογος έκθεσης, (επιστ. επιμ. Μ. Μπορμπουδάκης),<br />
Ηράκλειο 1993, αριθ. 117, βλ. και αριθμ. 94.<br />
31<br />
Χωρίς ευδιάκριτα χαρακτηριστικά προχωρημένων χρόνων, η εικόνα δεν<br />
θα μπορούσε να τοποθετηθεί στο δεύτερο μισό του 15ου αι. Και, ειδικότερα,<br />
δεν θα μπορούσε να συνδεθεί με τον Ξένο Διγενή ή με το εργαστήριό<br />
του, όπως έχει υποστηριχθεί (βλ. ό.π. σημ. 24). Η απόδοσή της στον ζωγράφο<br />
από το Μουχλί της Πελοποννήσου, με την τέχνη του οποίου δεν
ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΕ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΣΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΛΟΒΕΡΔΟΥ<br />
441<br />
οτέρων μορφών και στοιχείων σε άριστα οργανωμένη, ζωηρή και<br />
πειθαρχημένη σύνθεση, η ωραία Γέννηση της Συλλογής Λοβέρδου<br />
παρουσιάζει ποιότητα και τρόπους της τέχνης που κρατούν ζωντανά<br />
στο ύφος, στο πλάσιμο και στο χρώμα τα γνωρίσματα όψιμου παλαιολόγειου<br />
έργου· ενός από τα σημαντικότερα φορητά της Κρήτης,<br />
που διασώθηκαν από το α' μισό του 15ου αι.<br />
παρουσιάζει ουσιώδη σημεία συγγένειας, προσκρούει επίσης στα αρνητικά<br />
πορίσματα που αποφέρει η σύγκρισή της, εικονογραφική και τεχνοτροπική,<br />
με τη Γέννηση του Χριστού στις υπογεγραμμένες τοιχογραφίες του<br />
Διγενή στους Αγίους Πατέρες στα Απάνω Φλώρια, του έτους 1470 (Μ.<br />
Βασιλάκη-Μαυρακάκη, Ο ζωγράφος Ξένος Διγενής και η εκκλησία των<br />
Αγίων Πατέρων στα Απάνω Φλώρια Σελίνου της Κρήτης, Πεπραγμένα του<br />
Δ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Ηράκλειο 1976, τ. Β΄, Αθήνα 1981,<br />
σ. 550 κ.ε. Π. Λ. Βοκοτόπουλος, Η χρονολογία των τοιχογραφιών του<br />
Ξένου Διγενή στα Απάνω Φλώρια Σελίνου, ΑΑΑ ΧVI (1983), σ. 142 κ.ε.<br />
Spatharakis, Dated Byzantine Wall Paintings, αρ. 71, σ. 215 κ.ε.) και στο<br />
καθολικό της μονής της Μυρτιάς, του 1491 (Α. Κ. Ορλάνδος, Η εν Αιτωλία<br />
Μονή της Μυρτιάς, ΑΒΜΕ Θ΄ (1961), σ. 87 κ.ε. Α. Παλιούρας, Βυζαντινή<br />
Αιτωλοακαρνανία. Συμβολή στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή μνημειακή<br />
τέχνη, Αθήνα 1985, σ. 116 κ.ε., 213 κ.ε.). Οφείλω πολλές ευχαριστίες<br />
στον συνάδελφο Μ. Ανδριανάκη για την ευγενική παραχώρηση διαφανειών<br />
της Γέννησης στους Αγίους Πατέρες.
Παναγία Οδηγήτρια, λεπτομέρεια.<br />
Μονή Καρακάλλου.
Ευθύμιος Ν. Τσιγαρίδας<br />
Ομότιμος Καθηγητής<br />
Χριστιανικής Αρχαιολογίας και Τέχνης του Α.Π.Θ.<br />
Δύο εικόνες<br />
κρητικής σχολής<br />
της Μονής Καρακάλλου<br />
στο Άγιον Όρος<br />
Η εικόνα του Χριστού Παντοκράτορα (εικ. 1), διαστάσεων 43<br />
x 28 εκ. εντάσσεται μαζί με την επόμενη εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας<br />
(εικ. 2), που έχει ίδιες διαστάσεις και είναι έργο του αυτού<br />
καλλιτέχνη, στις δεσποτικές εικόνες του τέμπλου ενός παρεκκλησίου<br />
της Μονής Καρακάλλου 1 .<br />
Ο Χριστός Παντοκράτωρ εικονίζεται στηθαίος και μετωπικός.<br />
Με το δεξί χέρι ευλογεί, ενώ με το αριστερό κρατάει κλειστό κώδικα<br />
Ευαγγελίου με διάλιθη στάχωση, το κάτω πέρας του οποίου μόλις<br />
διακρίνεται κάτω από την παλάμη. Φοράει βυσσινί ορθόσημο χιτώνα<br />
και βαθυπράσινο ιμάτιο. Το περίγραμμα του φωτοστεφάνου<br />
είναι εγχάρακτο και ορίζεται, όπως και ο σταυρός, με εμπίεστες<br />
κουκίδες. Στα δύο κενά του σταυρού αναπτύσσεται στικτός ελισσόμενος<br />
βλαστός που περικλείει εμπίεστους ρόδακες. Εκατέρωθεν<br />
του φωτοστεφάνου, πάνω στο πορτοκαλόχρωμο βάθος αναγράφεται<br />
η βραχυγραφία Ι(ΗΣΟΥ)C Χ(ΡΙΣΤΟ)C, ενώ πάνω στις κεραίες του<br />
σταυρού η επιγραφή Ο ΩΝ. Η εικόνα έχει πλατύ αυτόξυλο πλαίσιο<br />
με ρόδινη ταινία στα άκρα.<br />
Ο εικονογραφικός τύπος της εικόνας του Χριστού, ο οποίος<br />
ανάγεται στα παλαιοχριστιανικά χρόνια 2 γνωρίζει ιδιαίτερη διάδοση<br />
στα χρόνια των Παλαιολόγων. Ωστόσο, η εικόνα της Μονής Καρακάλλου<br />
παρουσιάζει ιδιαίτερη συνάφεια με έργα της κρητικής σχολής<br />
1<br />
Η εικόνα απόκειται σήμερα στο εικονοφυλάκιο της Μονής.<br />
2<br />
M. Chatzidakis, An Encaustic Icon of Christ at Sinai, Art Bulletin 49<br />
(1967), 197–208 = Studies in Byzantine Art and Archaeology, London:<br />
Var. Repr. 1972, XVII. Χ. Μπαλτογιάννη, Εικόνες. Ο Χριστός στην ενσάρκωση<br />
και στο πάθος, Αθήνα 2003, σ. 11 κ.ε.
444 Ε. Ν. ΤΣΙΓΑΡΙΔAΣ<br />
Εικ. 1. Χριστός Παντοκράτωρ. Μονή Καρακάλλου.
ΔΥΟ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ<br />
ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΚΑΡΑΚΑΛΛΟΥ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ<br />
445<br />
Εικ. 2. Παναγία Οδηγήτρια. Μονή Καρακάλλου.
446 Ε. Ν. ΤΣΙΓΑΡΙΔΑΣ<br />
του 16ου αι., τα οποία έχουν ως πρότυπο πρώιμα έργα της σχολής<br />
αυτής, όπως είναι η εικόνα του Χριστού στο Μουσείο Puškin της<br />
Μόσχας 3 . Ειδικότερα, ιδιαίτερος είναι ο εικονογραφικός σύνδεσμος<br />
του Χριστού με ομόθεμες εικόνες του Θεοφάνη του Κρητός, όπως<br />
είναι η εικόνα του Χριστού Παντοκράτορα της Μονής Παντοκράτορος<br />
(1535-1545) 4 και της Μονής Σταυρονικήτα (1545-1546) 5 . Εικονογραφική<br />
συνάφεια της εικόνας της Μονής Καρακάλλου αναγνωρίζεται<br />
επίσης με τις ομόθεμες εικόνες της Μονής Μεγίστης<br />
Λαύρας (1535) 6 και Μονής Ιβήρων (1535-1546) 7 , όπως και με<br />
την εικόνα του Χριστού Παντοκράτορα της Μονής Λειμώνος Λέσβου<br />
(εικ. 3, δεύτερο μισό 16ου αι.) 8 , με τη διαφορά ότι στις εικόνες<br />
αυτές ο Χριστός κρατάει ανοικτό κώδικα Ευαγγελίου. Μάλιστα, ο<br />
Χριστός της Μονής Καρακάλλου έχει στον φωτοστέφανο στικτό<br />
διάκοσμο με ελισσόμενο βλαστό, που περικλείει ρόδακες, όπως<br />
και στις εικόνες του Χριστού της Μονής Παντοκράτορος και της<br />
Μονής Ιβήρων 9 .<br />
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εικόνας της Μονής Καρακάλλου<br />
είναι ο τρόπος που ευλογεί. Παρόμοιο τρόπο ευλογίας έχει ο Χριστός<br />
3<br />
Η εικόνα χρονολογείται στο πρώτο μισό του 15ου αιώνα και αποδίδεται<br />
στον ζωγράφο Άγγελο, βλ. Εικόνες της Κρητικής Τέχνης. Από τον Χάνδακα ως<br />
την Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη, Κατάλογος Έκθεσης, Ηράκλειο 1993,<br />
σ. 435-437, αρ. 85. (O. Etinhof).<br />
4<br />
Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Άγνωστες εικόνες και τοιχογραφίες του Θεοφάνη του<br />
Κρητός στη Μονή Παντοκράτορος και στη Μονή Γρηγορίου στο Άγιον<br />
Όρος, ΔΧΑΕ, περ. Δ', τ. ΙΘ΄ (1996-1997), σ. 98, εικ. 1. Τ. Παπαμαστοράκης,<br />
Εικόνες 13ου-16ου αιώνα, Εικόνες Μονής Παντοκράτορος, Άγιον<br />
Όρος 1998, σ. 102, εικ. 50.<br />
5<br />
X. Πατρινέλης, Α. Καρακατσάνη, Μ. Θεοχάρη, Μονή Σταυρονικήτα. Ιστορία-Εικόνες-Χρυσοκεντήματα,<br />
Αθήναι 1974, εικ. 14.<br />
6<br />
Τσιγαρίδας, Άγνωστες εικόνες, εικ. 2 και 1.<br />
7<br />
Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Νέα στοιχεία της καλλιτεχνικής δραστηριότητος του<br />
Θεοφάνη του Κρητός στη Ιερά Μονή Ιβήρων, στο Μνήμη Μανόλη Ανδρόνικου,<br />
Θεσσαλονίκη 1997, εικ. 10.1. Έγχρωμη απεικόνιση στο Θησαυροί<br />
του Αγίου Όρους, Θεσσαλονίκη 1997, αρ. 241.<br />
8<br />
Γ. Γούναρης, Εικόνες της μονής Λειμώνος Λέσβου, Θεσσαλονίκη 1999, αρ.<br />
57. Για ανάλογη τεχνική στην εικόνα του Χριστού Μεγάλης Δέησης της<br />
Μονής Ξενοφώντος (1544), βλ. Ε. Ν. Κυριακούδης, Εικόνες του 16ου<br />
αιώνα, Ιερά Μονή Ξενοφώντος. Εικόνες, Άγιον Όρος 1998, εικ. 28.<br />
9<br />
Τσιγαρίδας, Άγνωστες εικόνες, εικ. 1. Παπαμαστοράκης, Εικόνες 13ου-<br />
16ου αιώνα, ό.π., εικ. 50 και Τσιγαρίδας, Νέα στοιχεία, εικ. 10.1. Ανάλογη<br />
διακόσμηση θα έφερε πιθανότατα και ο φωτοστέφανος του Χριστού Παντοκράτορα<br />
της Μονής Μεγίστης Λαύρας. Βλ. Τσιγαρίδας, Άγνωστες εικόνες,<br />
εικ. 2.
ΔΥΟ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ<br />
ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΚΑΡΑΚΑΛΛΟΥ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ<br />
447<br />
της εικόνας του Θεοφάνη της Μονής Σταυρονικήτα (1545-1546) 10 ,<br />
ο Χριστός της Μεγάλης Δεήσεως, που αποδίδεται στον ζωγράφο<br />
Αντώνιο της Μονής Ξενοφώντος (1544) 11 και ο Χριστός Παντοκράτωρ<br />
της εικόνας της Μονής Λειμώνος Λέσβου (δεύτερο μισό<br />
16ου αι.) 12 .<br />
Στον φυσιογνωμικό τύπο, στην απόδοση των χαρακτηριστικών<br />
και στην τεχνική απόδοσης του προσώπου ο καλλιτέχνης της εικόνας<br />
της Μονής Καρακάλλου έχει ως πρότυπο έργα της κρητικής σχολής<br />
και μάλιστα εικόνες του Θεοφάνη του Κρητός, όπως είναι η δεσποτική<br />
εικόνα του Χριστού Παντοκράτορα στη Μονή Μεγίστης Λαύρας,<br />
στη Μονή Ιβήρων και στη Μονή Παντοκράτορος. Μάλιστα στον<br />
μακρόστενο φυσιογνωμικό τύπο, στην τεχνική απόδοση του προσώπου<br />
και στον τρόπο ευλογίας η εικόνα της Μονής συνδέεται στενότερα<br />
με ύστερα έργα του Θεοφάνη, όπως είναι η εικόνα της<br />
Μονής Σταυρονικήτα (1545-1546) 13 . Ωστόσο, παρατηρείται ελαφρά<br />
διαφοροποίηση από τη ζωγραφική του Θεοφάνη στη θερμή σάρκα<br />
που ροδίζει και στον σκιοφωτισμό του μετώπου, καθώς η φωτισμένη<br />
επιφάνεια δεν εκτείνεται σ’ όλο το μέτωπο, όπως στις εικόνες του<br />
Θεοφάνη, αλλά περιορίζεται σε τμήμα του μετώπου. Ανάλογη ζωγραφική<br />
παρατηρείται σε έργα των μέσων και του δεύτερου μισού<br />
του 16ου αι., όπως είναι η εικόνα του Χριστού της Μεγάλης Δεήσεως<br />
του καθολικού της Μονής Ξενοφώντος (1544), η εικόνα του Χριστού<br />
Παντοκράτορα στη Μονή Λειμώνος Λέσβου και η εικόνα του Χριστού<br />
Παντοκράτορα στην οροφή της Τράπεζας της Μονής Χιλανδαρίου,<br />
έργο του ζωγράφου Γεωργίου Mitrofanović (1621-1622) 14 .<br />
Συμπερασματικά, η εικόνα του Χριστού της Μονής Καρακάλ -<br />
λου στον εικονογραφικό, φυσιογνωμικό τύπο και στην τεχνική απόδοση<br />
του προσώπου έχει ως πρότυπο εικόνες του Θεοφάνη του<br />
Κρητός και ιδιαίτερα την εικόνα της Μονής Σταυρονικήτα (1545-<br />
1546). Ωστόσο, ο στενότερος προσωπογραφικός και καλλιτεχνικός<br />
σύνδεσμος που παρουσιάζει με την εικόνα της Μονής Λειμώνος<br />
(εικ. 3) μας επιτρέπει να την εντάξουμε στο ίδιο καλλιτεχνικό<br />
10<br />
Πατρινέλης, Καρακατσάνη, Θεοχάρη, Μονή Σταυρονικήτα, εικ. 14.<br />
11<br />
Κυριακούδης, Εικόνες του 16ου αιώνα, εικ. 28.<br />
12<br />
Γούναρης, Εικόνες της μονής Λειμώνος, αρ. 57.<br />
13<br />
Πατρινέλης, Καρακατσάνη, Θεοχάρη, Μονή Σταυρονικήτα, (σημ. 5), εικ.<br />
14.<br />
14<br />
Γούναρης, Εικόνες της μονής Λειμώνος, ό.π., αρ. 57. Κυριακούδης, Εικόνες<br />
του 16ου αιώνα, εικ. 28. Σ. Πέτκοβιτς, Εικόνες Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου,<br />
Άγιον Όρος 1997, εικ. στη σ. 42 κ.α.
448 Ε. Ν. ΤΣΙΓΑΡΙΔΑΣ<br />
Εικ. 3.<br />
Χριστός Παντοκράτωρ.<br />
Μονή Λειμώνος Λέσβου.<br />
εργαστήριο του Αγίου Όρους που ακολουθεί Θεοφάνεια πρότυπα<br />
και να την χρονολογήσουμε στα μέσα ή στο τρίτο τέταρτο του 16ου<br />
αι. Στην χρονολόγηση αυτή συνηγορούν η απουσία χρυσού βάθους<br />
και η ποιοτική υποβάθμιση στην εκτέλεση της στικτής διακοσμήσεως<br />
του φωτοστεφάνου, συγκριτικά με την άψογη εκτέλεση σε εικόνες<br />
του Θεοφάνη.
ΔΥΟ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ<br />
ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΚΑΡΑΚΑΛΛΟΥ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ<br />
449<br />
Στην επόμενη εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας, που έχει τις<br />
ίδιες διαστάσεις (43 x 28 εκ.) με την προηγούμενη, η Παναγία εικονίζεται<br />
έως τη μέση, κρατώντας με το αριστερό χέρι τον Χριστό<br />
στην αγκαλιά της, ενώ το δεξιό τείνει σε χειρονομία ικεσίας 15 .<br />
Κλίνει στοργικά το κεφάλι της προς τον Χριστό, προς τον οποίο<br />
έχει στρέψει ελαφρά το σώμα της. Φοράει βαθυκύανο χιτώνα με<br />
πορτοκαλί περίκλειση και ομοιόχρωμες χειρίδες και βαθυκόκκινο<br />
μαφόριο με αραιά κρόσσια στον δεξιό βραχίονα. Στο κεφάλι και<br />
στους ώμους το μαφόριο, φέρει τρία αστεροειδή κοσμήματα που<br />
συμβολίζουν την Αγία Τριάδα και υπαινίσσονται τον ρόλο της Θεοτόκου<br />
στην Ενσάρκωση 16 . Ο Χριστός που είναι ιδιαίτερα μεγαλόσωμος,<br />
κάθεται με στητό το κορμί του στην αγκαλιά της Παναγίας,<br />
ευλογεί με το δεξί χέρι, ενώ στο αριστερό κρατάει κλειστό ειλητάριο.<br />
Είναι ενδεδυμένος με γκριζογάλαζο χιτώνα, κεντητό με κυκλίσκους<br />
κρινάνθεμα και τρεις κουκίδες που σχηματίζουν τρίγωνα. Το ιμάτιο,<br />
που είναι καφέ ανοιχτό, φέρει άφθονες χρυσοκονδυλιές και σχηματίζει<br />
απόπτυγμα που πέφτει πάνω στον αριστερό βραχίονα. Σημειώνουμε<br />
τον ασυνήθη τρόπο με τον οποίο η Παναγία συγκρατεί<br />
το ιμάτιο του Χριστού μέσα στα δάχτυλα του αριστερού χεριού. Το<br />
περίγραμμα των φωτοστεφάνων είναι συνδυασμός εμπίεστης και<br />
εγχάρακτης τεχνικής, ενώ στο βάθος αναπτύσσεται με στικτή τεχνική<br />
ελισσόμενος ανθοφόρος βλαστός. Η Παναγία και ο Χριστός συνοδεύονται<br />
με τις συνήθεις βραχυγραφίες Μ(ΗΤΗ)Ρ Θ(ΕΟ)Υ και<br />
Ι(ΗΣΟΥ)C Χ(ΡΙΣΤΟ)C, ενώ στις κεραίες του φωτοστεφάνου του Χριστού<br />
αναπτύσσεται η επιγραφή Ο ΩΝ. Η εικόνα φέρει πλατύ αυτόξυλο<br />
πλαίσιο με ρόδινη ταινία περιμετρικά. Το βάθος είναι πορτοκαλί<br />
με ελάχιστες χρωματικές απολεπίσεις.<br />
Ο εικονογραφικός τύπος της Παναγίας με την κλίση της κεφαλής<br />
και την ελαφρά στροφή του σώματος προς τον Χριστό, που με την<br />
σειρά του στρέφει το σώμα του προς την Παναγία και έχει ελαφρά<br />
υψωμένη την κεφαλή, ανήκει σε παραλλαγή του βασικού τύπου της<br />
Παναγίας Οδηγήτριας, ο οποίος φέρει συνήθως την προσωνυμία<br />
15<br />
Η εικόνα φυλάσσεται στο εικονοφυλάκιο της Μονής.<br />
16<br />
G. Galavaris, The stars of the Virgin: An ekphrasis of an Icon of the<br />
Mother of God, Eastern Churches Review 1 (1966-67), σ. 364-369. Κ. Καλοκύρης,<br />
Η Θεοτόκος εις την εικονογραφίαν Ανατολής και Δύσεως, Θεσσαλονίκη<br />
1972, σ. 27-28. Κατ’ άλλους αποτελεί σύμβολο της τριπλής Παρθενίας<br />
της Παναγίας. Η άποψη αυτή, κατά τον Καλοκύρη, πρέπει να<br />
εγκαταλειφθεί.
450 Ε. Ν. ΤΣΙΓΑΡΙΔΑΣ<br />
Ελεούσα 17 . Ο τύπος αυτός της Παναγίας βρεφοκρατούσας απαντά<br />
από τη μεσοβυζαντινή περίοδο, 18 καθιερώνεται την περίοδο των<br />
Παλαιολόγων, αλλά γνωρίζει ιδιαίτερη διάδοση σε έργα της κρητικής<br />
σχολής από τον 15ο αι. και μετά 19 . Μάλιστα, ο συγκεκριμένος εικονογραφικός<br />
τύπος της εικόνας της Παναγίας Οδηγήτριας της Μονής<br />
Καρακάλλου παρουσιάζει ιδιαίτερη εικονογραφική σχέση με έργα<br />
του Θεοφάνη του Κρητός, όπως είναι η εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας<br />
της Μονής Παντοκράτορος (1535-1546) 20 και η ομόθεμη<br />
εικόνα της Μονής Σταυρονικήτα (1545-1546) 21 . Μάλιστα, ο καλλιτέχνης<br />
της εικόνας της Μονής Καρακάλλου, με βάση ορισμένες λεπτομέρειες,<br />
φαίνεται πως έχει ως άμεσο πρότυπο την εικόνα της<br />
Μονής Παντοκράτορος. Αυτό συνάγεται από κοινά στοιχεία στις<br />
δύο εικόνες, όπως ο τρόπος ευλογίας του Χριστού, το απόπτυγμα<br />
του ιματίου που πέφτει πάνω στον αριστερό βραχίονα της Παναγίας,<br />
την άκρη του χιτώνα που μόλις διακρίνεται κάτω από το ιμάτιο, την<br />
στικτή διακόσμηση των φωτοστεφάνων.<br />
Επίσης, ο ιδιαίτερος σύνδεσμος του ανώνυμου ζωγράφου της<br />
εικόνας της Μονής Καρακάλλου με την καλλιτεχνική παράδοση του<br />
Θεοφάνη συνάγεται και από τον τρόπο με τον οποίο η Παναγία αγ-<br />
17<br />
Βλ. σχετικά Π. Λ. Βοκοτόπουλος, Εικόνες της Κέρκυρας, Αθήνα 1990, σ.<br />
14. Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Κ. Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου.<br />
Βυζαντινές εικόνες και επενδύσεις, Άγιον Όρος 2006, σ. 263.<br />
18<br />
Βλ. την Παναγία Πορταΐτισσα της Μονής Ιβήρων (Π. Λ. Βοκοτόπουλος,<br />
Η εικόνα της Παναγίας Πορταΐτισσας της Ιεράς Μονής των Ιβήρων, Πρακτικά<br />
Συνεδρίου «Άγιον Όρος. Φύση-Λατρεία-Τέχνη», τ. Β΄, Θεσσαλονίκη<br />
2001, σ. 273, πίν. Ι) και την Παναγία Βηματάρισσα της Μονής Βατοπαιδίου<br />
(Τσιγαρίδας, Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Βυζαντινές εικόνες, εικ. 212-213).<br />
19<br />
Σχετικά παραδείγματα βλ. Βοκοτόπουλος, Εικόνες Κέρκυρας, σ. 13-14.<br />
Πρόσθεσε επίσης την εικόνα της Παναγίας Ελεούσας της Μονής Βατοπαιδίου<br />
(δεύτερο μισό 15ου αι.), όπου και άλλα παραδείγματα (Τσιγαρίδας,<br />
Λοβέρδου-Τσιγαρίδα, Βυζαντινές εικόνες, σ. 263, εικ. 192).<br />
20<br />
Τσιγαρίδας Άγνωστες εικόνες, εικ. 3. Παπαμαστοράκης, Εικόνες 13ου-<br />
16ου αιώνα, σ. 104, εικ. 51. Πρόσθεσε ακόμη την εικόνα της Παναγίας<br />
Ελεούσας της Μονής Γωνιάς στην Κρήτη (τέλος 15ου αι.), Εικόνες της<br />
Κρητικής Τέχνης, εικ. 163 (Μ. Μπορμπουδάκης).<br />
21<br />
Πατρινέλης, Καρακατσάνη, Θεοχάρη, Μονή Σταυρονικήτα, αρ. 3. Πρόσθεσε<br />
επίσης την Παναγία Οδηγήτρια της Μονής Ξενοφώντος (μέσα 16ου αι.)<br />
που αποδίδεται στον ζωγράφο Αντώνιο, (Κυριακούδης, Εικόνες του 16ου<br />
αιώνα, σ. 120, εικ. 46) και την Παναγία Οδηγήτρια της Μονής Βατοπαιδίου<br />
(πρώτο μισό 17ου αι.) (Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Φορητές εικόνες, Ιερά Μεγίστη<br />
Μονή Βατοπαιδίου. Παράδοση-Ιστορία-Τέχνη, Άγιον Όρος 1996, εικ.<br />
343).
ΔΥΟ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ<br />
ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΚΑΡΑΚΑΛΛΟΥ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ<br />
451<br />
γίζει με τα δάχτυλά της το ιμάτιο του Χριστού. Ο τρόπος αυτός παρατηρείται<br />
μόνο σε εικόνες της Παναγίας του Θεοφάνη, όπως είναι<br />
η εικόνα της Μονής Παντοκράτορος και της Μονής Σταυρονικήτα<br />
ή σε εικόνες που επηρεάζονται από την καλλιτεχνική παράδοση<br />
του εργαστηρίου του Θεοφάνη, όπως είναι η εικόνα της Παναγίας<br />
Οδηγήτριας της Μονής Ξενοφώντος που αποδίδεται στον ζωγράφο<br />
Αντώνιο (μέσα 16ου αι.), η εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας της<br />
Μονής Βατοπαιδίου (πρώτο μισό 17ου αι.), κ.ά.<br />
Από καλλιτεχνική άποψη ο φυσιογνωμικός τύπος της Παναγίας<br />
και του Χριστού, τα προσωπογραφικά χαρακτηριστικά και ο τρόπος<br />
αποδόσεως του προσώπου ανάγεται σε φυσιογνωμικούς τύπους<br />
και καλλιτεχνικούς τρόπους της κρητικής σχολής. Μάλιστα, ιδιαίτερα<br />
στενός είναι ο καλλιτεχνικός σύνδεσμος με έργα του Θεοφάνη του<br />
Κρητός, όπως είναι η εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας της Μονής<br />
Παντοκράτορος και της Μονής Σταυρονικήτα. Ειδικότερα, η κεφαλή<br />
της Παναγίας και του Χριστού με το μακρόστενο πρόσωπο έχει τα<br />
γνώριμα προσωπογραφικά χαρακτηριστικά εικόνων του Θεοφάνη.<br />
Μάλιστα, ο προσωπογραφικός τύπος της Παναγίας και του Χριστού,<br />
όπως και το εκφραζόμενο ήθος είναι ταυτόσημο με αυτό της εικόνας<br />
της Παναγίας Οδηγήτριας της Μονής Παντοκράτορος (1535-1546).<br />
Στην τεχνική απόδοση του προσώπου διαφοροποιείται ελαφρά<br />
από αυτή του Θεοφάνη, καθώς συνυπάρχουν η γραμμικότητα των<br />
προσωπογραφικών χαρακτηριστικών με την πλαστικότητα ζωγραφικού<br />
χαρακτήρα του προσώπου με τα λαδοπράσινα σαρκώματα,<br />
που διαβαθμίζεται μαλακά, και την αχνορόδινη ώχρα του προσώπου<br />
που ροδίζει στα μάγουλα της Παναγίας. Παράλληλα, σε σχέση με<br />
την υψηλή ποιότητα των εικόνων του Θεοφάνη και μάλιστα της εικόνας<br />
της Παναγίας Οδηγήτριας της Μονής Παντοκράτορος 22 , διακρίνει<br />
κανείς κάποια υστέρηση στους καλλιτεχνικούς τρόπους που<br />
συμβαδίζει με την απουσία του χρυσού βάθους.<br />
Συνοψίζοντας, έχουμε τη γνώμη ότι ο ανώνυμος καλλιτέχνης<br />
της εικόνας της Παναγίας της Οδηγήτριας της Μονής Καρακάλλου,<br />
έργο του οποίου είναι και η προηγούμενη εικόνα του Χριστού Παντοκράτορα<br />
(εικ. 1), ακολουθεί πιστά εικονογραφικούς τύπους και<br />
22<br />
Έχω τη γνώμη ότι η αποδιδομένη στον Θεοφάνη εικόνα της Παναγίας<br />
Οδηγήτριας της Μονής Σταυρονικήτα πρέπει να αποδοθεί στον γιο του,<br />
Συμεών. Βλ. M. Chatzidakis, Recherches sur le peintre Théophane le<br />
Crétois, DOP 23-24 (1969-1970), εικ. 83. Πατρινέλης, Καρακατσάνη,<br />
Θεοχάρη, Μονή Σταυρονικήτα, αρ. 3.
452 Ε. Ν. ΤΣΙΓΑΡΙΔΑΣ<br />
καλλιτεχνικούς τρόπους της κρητικής σχολής, η οποία αντιπροσωπεύεται<br />
στο Άγιον Όρος με το έργο, κυρίως, του Θεοφάνη του Κρητός.<br />
Μάλιστα, στην διατύπωση της εικόνας της Παναγίας Οδηγήτριας<br />
ο καλλιτέχνης συνδυάζει εικονογραφικά, τυπολογικά και διακοσμητικά<br />
στοιχεία παρμένα από τις δύο εικόνες του Θεοφάνη που προαναφέραμε.<br />
Ιδιαίτερα, στον τρόπο που η Παναγία αγγίζει με το αριστερό<br />
χέρι το ιμάτιο του Χριστού, επαναλαμβάνει βασικά τυπολογικά<br />
χαρακτηριστικά της ζωγραφικής του Θεοφάνη, άγνωστα σε προηγούμενα<br />
έργα της κρητικής σχολής. Έτσι, ο καλλιτέχνης της εικόνας<br />
της Παναγίας Οδηγήτριας της Μονής Καρακάλλου έχει ως πρότυπο<br />
έργα του Θεοφάνη που χρονολογούνται στη δεκαετία 1535-1546,<br />
και συνεπώς η εικόνα μπορεί να χρονολογηθεί στα μέσα ή στο<br />
τρίτο τέταρτο του 16ου αιώνα.<br />
Θεσσαλονίκη, Ιανουάριος 2011
Εἰκ. 1. Μονὴ Ἀπεζανῶν. Μιχαὴλ Δαμασκηνοῦ,<br />
Ἅγιος Ἀντώνιος καὶ σκηνὲς τοῦ βίου του.<br />
Φωτ. Ἑλένης Κανάκη.
ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΑΠΕΖΑΝΩΝ<br />
Παναγιώτης Λ. Βοκοτόπουλος<br />
Εἰκόνα τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου<br />
στὴν Μονὴ Ἀπεζανῶν<br />
Θέμα τῆς μικρῆς αὐτῆς προσφορᾶς στὸν τόμο εἰς μνήμην τοῦ συμφοιτητοῦ,<br />
συναδέλφου μου στὴν Ἀρχαιολογικὴ Ὑπηρεσία καὶ ἀγαπητοῦ<br />
φίλου Μανόλη Μπορμπουδάκη εἶναι μία εἰκόνα τοῦ ἁγίου<br />
Ἀντωνίου μὲ σκηνὲς τοῦ βίου του, ποὺ ἀπόκειται στὴν κρητικὴ<br />
Μονὴ Ἀπεζανῶν, στὴν νότια πλευρὰ τῶν Ἀστερουσίων Ὀρέων 1<br />
(εἰκ. 1). Εἶναι ζωγραφισμένη σὲ λεπτὴ σανίδα ὕψους 51, πλάτους<br />
41 καὶ πάχους 1,1 ἑκ., ποὺ εἶναι ἔντονα κυρτωμένη καὶ φέρει στὸ<br />
πίσω μέρος δύο δοκίδες, τῶν ὁποίων ἡ ἐσωτερικὴ πλευρὰ ἀκολουθεῖ<br />
τὴν καμπύλη τῆς εἰκόνας (εἰκ. 3). Ἡ ζωγραφικὴ ἐπιφάνεια,<br />
σὲ κακὴ γενικὰ κατάσταση, ἔχει ἀπολεπισθεῖ κατὰ μῆκος δύο καθέτων<br />
διαμπερῶν ρωγμῶν καὶ στὰ ἄκρα τῆς σανίδας. Τμήματα τῆς<br />
ζωγραφικῆς ἐπιφάνειας, ζωγραφισμένα πάνω στὸ χρυσὸ βάθος,<br />
εἶναι ἐξίτηλα, ὅπως ἕνα φτερὸ τοῦ ἀριστεροῦ διαβόλου καὶ ἕνα δενδρύλλιο<br />
στὴν εἰκ. 14, τὸ ἀριστερὸ χέρι τοῦ διαβόλου ποὺ πετᾶ στὴν<br />
εἰκ. 15 καὶ μέρος τοῦ ἀγγέλου στὴν εἰκ. 20. Τὰ περιγράμματα τῶν<br />
παραστάσεων εἶναι χαρακτά. Τὴν εἰκόνα περιβάλλει λεπτὸ κόκκινο<br />
πλαίσιο. Ὁ ἔξεργος φωτοστέφανος μὲ φυτικὸ διάκοσμο τῆς κεντρικῆς<br />
μορφῆς ἀνάγεται μᾶλλον σὲ μεταγενέστερη ἐπέμβαση (εἰκ. 5).<br />
Ἡ εἰκόνα ἦταν ἐπιζωγραφισμένη καὶ συντηρήθηκε περὶ τὸ<br />
1985-1990 ἀπὸ συνεργεῖο τῆς 13ης Ἐφορείας Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων<br />
ὑπὸ τὸν κ. Μαν. Στεφανάκη. Στὴν κάτω παρυφὴ ἀφέθηκε<br />
δεῖγμα τῆς ἐπιζωγραφήσεως μὲ τὴν χρονολογία 1841 (εἰκ. 19).<br />
Ἡ εἰκόνα εἶναι προσαρμοσμένη σὲ ξύλινο προσκυνητάριο μὲ<br />
ἀετωματικὴ ἀπόληξη, διαστάσεων 98 x 88,5 ἑκ. (εἰκ. 2). Στὸ ἀέτωμα<br />
παριστάνεται σὲ γαλάζιο βάθος ὁ Χριστὸς ἡμίσωμος, ποὺ εὐλογεῖ<br />
μὲ τὰ δύο χέρια. Τὴν εἰκόνα πλαισιώνουν δύο στρεπτοὶ κίονες καί,<br />
1<br />
Γιὰ τὴν Μονὴ Ἀπεζανῶν βλ. ΘΗΕ, 2, στ. 1048-1049 (Ν. Β. Τωμαδάκης).<br />
Ν. Ψιλάκης, Μοναστήρια καὶ ἐρημητήρια τῆς Κρήτης, Ἡράκλειο 1994, τ. Α΄,<br />
σ. 239-240, 245-259. Ἡ ἱστορία τῆς Μονῆς, ἀπὸ τὶς σημαντικώτερες τῆς<br />
Κρήτης, ἡ ὁποία παλιότερα ὀνομαζόταν Ἀπεζωνῶν, ἔχει ἐλάχιστα μελετηθεῖ.<br />
Ἀναφέρεται σὲ ἀρχειακὲς πηγὲς ἤδη ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 16ου αἰ. (Ν. Ψιλάκης,<br />
ἔ.ἀ., σ. 240).
Εἰκ. 2. Μονὴ Ἀπεζανῶν. Ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου στὸ προσκυνητάριο τοῦ 19ου αἰ.
ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΑΠΕΖΑΝΩΝ<br />
457<br />
ἀπὸ κάθε πλευρά, τρία κενὰ διάχωρα γιὰ τὴν τοποθέτηση μικρῶν<br />
ξυλίνων πινάκων. Στὰ δύο ἐπάνω εἰκονίδια εἶναι ζωγραφισμένο<br />
ἀπὸ ἕνα κόκκινο ἑξαπτέρυγο πάνω σὲ χρυσὸ κάμπο. Ὅμοια παράσταση,<br />
πολὺ ἀπολεπισμένη, διακρίνεται στὸ κάτω δεξιὸ διάχωρο.<br />
Τὸ κάτω ἀριστερὸ εἰκονίδιο, ποὺ ἔχει χαθεῖ, θὰ διεκοσμεῖτο<br />
ἀσφαλῶς μὲ τὸ ἴδιο θέμα. Ἀπὸ τοὺς πίνακες τῶν μεσαίων διαχώρων<br />
καλύτερα διατηρεῖται ὁ δεξιός. Λευκογένειος<br />
ἐρημίτης μὲ κοντὸ ψάθινο χιτώνα κρατεῖ διαγωνίως<br />
σταυρό. Σύμφωνα μὲ τὴν προσγεγραμμένη<br />
ἐπιγραφὴ εἶναι Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ<br />
ὁ Θηβαῖος 2 . Στὸ πάρισο εἰκονίδιο στέκεται<br />
μοναχός, ποὺ στηρίζεται στὴν ράβδο του καὶ<br />
κρατεῖ κι αὐτὸς διαγωνίως σταυρό. Τὸ ἡμιεξίτηλο<br />
ἁγιωνύμιο μπορεῖ νὰ συμπληρωθεῖ<br />
Ο ΑΓΙΟΣ Π[ΑΥΛ]ΟΣ ὁ [Ἁπ]λοῦς 3 . Εἰκονίζονται<br />
λοιπὸν δύο ἀναχωρηταί, μὲ τοὺς ὁποίους<br />
εἶχε σχέση ὁ ἅγιος Ἀντώνιος. Τὸ προσκυνητάριο<br />
καὶ τὰ εἰκονίδια ἀνάγονται πιθανώτατα<br />
στὸ 1841, ὅταν ἐπιζωγραφήθηκε ἡ<br />
εἰκόνα, ἢ λίγο μετά.<br />
Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, ποὺ στέκεται στὸ κέντρο<br />
τῆς εἰκόνας, ὄρθιος, μετωπικός, μὲ τὸ<br />
δεξὶ πόδι στάσιμο καὶ τὸ ἀριστερὸ ἄνετο,<br />
πατεῖ πάνω σὲ πράσινο ἔδαφος, πιὸ σκοῦρο χαμηλά (εἰκ. 4). «Γέρων<br />
κοντοδιχαλογένης», σύμφωνα μὲ τὴν Ἑρμηνεία τοῦ Διονυσίου τοῦ<br />
ἐκ Φουρνᾶ 4 , φορεῖ ὅπως συνήθως χιτώνα, μανδύα, ἀνάλαβο, ζώνη<br />
περασμένη πάνω ἀπὸ τὸν ἀνάλαβο καὶ κουκούλλιον, ἡ ἄκρη τοῦ<br />
Εἰκ. 3.<br />
Ἡ πίσω πλευρὰ<br />
τῆς εἰκόνας<br />
τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου.<br />
2<br />
Ἔζησε στὴν Θηβαΐδα, ὅπως καὶ ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, μὲ τὸν ὁποῖο εἶχε συναντηθεῖ.<br />
Βλ. ΒΗG, ΙΙ, σ. 183-184 καὶ πρβλ. κατωτέρω τὶς σκηνὲς 9 καὶ 10.<br />
3<br />
Ὁ ἅγιος Παῦλος ὁ Ἁπλοῦς ἦταν σύγχρονος καὶ μαθητὴς τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου.<br />
Βλ. ΒΗG, ΙΙ, σ. 186-187. Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Ἱστορία τῆς<br />
Ἐκκλησίας Ἀλεξανδρείας, Ἀλεξάνδρεια 1935, σ. 216-217. ΘΗΕ, 10, στ.<br />
213. Ἡ πρώτη συνάντησή του μὲ τὸν ἅγιο Ἀντώνιο ἔχει ἀπεικονισθεῖ,<br />
σύμφωνα μὲ πρόσφατη ταύτιση, σὲ σκηνὴ τοῦ κύκλου τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου<br />
στὸ Matejić· βλ. S. Tomeković, Les saints ermites et moines dans la peinture<br />
murale byzantine, Paris 2011 (ἐφ’ ἑξῆς Tomeković, Les saints ermites), σ.<br />
163, εἰκ. 131. Γιὰ τὴν εἰκονογραφία του βλ. αὐτόθι, σ. 52.<br />
4<br />
Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ, Ἑρμηνεία τῆς ζωγραφικῆς τέχνης, ἐκδ. Ἀ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς,<br />
ἐν Πετρουπόλει 1909 (ἐφ’ ἑξῆς Ἑρμηνεία), σ. 162.
458 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Λ. ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΣ<br />
Εἰκ. 4. Ἡ κεντρικὴ παράσταση τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου.
ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΑΠΕΖΑΝΩΝ<br />
459<br />
ὁποίου πέφτει ἐδῶ στὸν ἀριστερὸ ὦμο. Κρατεῖ στὸ ἀριστερὸ χέρι<br />
εἰλητάριο ποὺ πέφτει κάθετα, μὲ τὴν συνηθισμένη ἐπιγραφὴ ΙΔΟΝ<br />
| ΕΓΩ ΤΑC | ΠΑΓΙΔ[Α] C | ΤΟΥ ΔΙ|ΑΒΟΛΟΥ | ΗΠΛΩ|ΜΕΝΑC | ΕΝ ΤΗ<br />
| ΓΗ 5 , καὶ ἁπλώνει τὸ δεξὶ σὲ χειρονομία ὁμιλίας, ἑνώνοντας τὸν<br />
ἀντίχειρα μὲ τὸν παράμεσο. Τὸ ἁγιωνύμιο δὲν σώζεται.<br />
Κάτω ἀριστερὰ (εἰκ. 6), σώζεται ἡ ὑπογραφὴ τοῦ ζωγράφου,<br />
γραμμένη μὲ μαῦρα κεφαλαῖα:<br />
ΧΕΙΡ ΜΙΧΑΗΛ. ΔΑΜΑC[Κ]ΗΝΟΥ<br />
Κάτω δεξιά (εἰκ. 7), εἶναι γραμμένη ἡ ἀφιερωματικὴ ἐπιγραφὴ<br />
Δ(έησις) ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ Θ(ΕΟ)Υ ΓΕΩΡΓΙΟΥ. ΜΑ[- -]ΚΗ<br />
Τελεῖες μεσολαβοῦν μεταξὺ τῶν λέξεων. Ἡ μεσαία συλλαβὴ<br />
τοῦ ἐπωνύμου τοῦ ἀναθέτου ἔχει δυστυχῶς καταστραφεῖ ἀπὸ τὴν<br />
δεξιὰ ρωγμή.<br />
(ἀριστερά)<br />
Εἰκ. 5. Τὸ κεφάλι<br />
τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου.<br />
(δεξιά ἐπάνω)<br />
Εἰκ. 6. Ἡ ὑπογραφὴ τοῦ<br />
Μιχαὴλ Δαμασκηνοῦ.<br />
(δεξιά κάτω)<br />
Εἰκ. 7. Ἡ ἀναθηματικὴ<br />
ἐπιγραφή.<br />
5<br />
Αὐτόθι. Λείπει, ὅπως συχνὰ συμβαίνει, τὸ τέλος τοῦ παραθέματος: καὶ<br />
εἶπον· τὶς δύναται ἐκφυγεῖν ταύτας: καὶ εἶπέ μοι ἄγγελος: Ἡ ταπεινοφροσύνη.<br />
Πρόκειται γιὰ παραλλαγὴ τοῦ Ἀποφθέγματος ἀριθ. 7 τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου<br />
(Εἶδον πάσας τὰς παγίδας τοῦ ἐχθροῦ ἡπλωμένας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ στενάξας εἶπον,<br />
τὶς ἄρα παρέρχεται ταύτας; Καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι ‘ἡ ταπεινοφρο-
460 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Λ. ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΣ<br />
Ὁ Μιχαὴλ Δαμασκηνὸς (περὶ τὸ 1530-1592) ὑπῆρξε, μαζὶ μὲ<br />
τὸν Γεώργιο Κλόντζα, ὁ σημαντικώτερος ζωγράφος τῆς κρητικῆς<br />
σχολῆς κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 16ου αἰ. 6 Ἦταν ἐγκατεστημένος<br />
στὸν Χάνδακα ἀλλὰ ἐργάσθηκε γιὰ πολλὰ χρόνια, ἀπὸ τὸ 1569<br />
τουλάχιστον, μέχρι τὸ 1583, στὴν Ἰταλία, κυρίως στὴν Βενετία. Στὰ<br />
περισσότερα ἔργα του ἀκολουθεῖ τὴν παλαιολόγειο εἰκονογραφία,<br />
ὅπως εἶχε ἀποκρυσταλλωθεῖ στὴν Κρήτη τὸν 15ο αἰώνα, σὲ ἄλλα<br />
ὅμως ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὴν σύγχρονη ἰταλικὴ ζωγραφική, ἔχει δὲ<br />
ζωγραφίσει καὶ ἔργα ἀμιγῶς ἰταλικῆς τεχνοτροπίας 7 . Εἰκονογραφικοὶ<br />
τύποι ποὺ αὐτὸς εἰσήγαγε ἐνέπνευσαν συγχρόνους καὶ μεταγενεστέρους<br />
του ἁγιογράφους ἐπὶ δύο περίπου αἰῶνες 8 . Ἡ ὑπογραφή<br />
του στὸν τύπο τῆς εἰκόνας μας ἔχει ἐπισημανθεῖ σὲ ἄλλα ὀκτὼ ἔργα<br />
του καὶ μὲ τὴν προσθήκη τοῦ ἄρθρου τοῦ σὲ ἄλλα 16 9 .<br />
Ὁ Μιχαὴλ Δαμασκηνὸς ζωγράφισε μόνο του τὸν ἅγιο Ἀντώνιο<br />
σὲ δύο ὑπογεγραμμένες εἰκόνες, ἄν κρίνωμε ἀπὸ τὰ σωζόμενα ἔργα:<br />
Στὴν ἐξαίρετη δεσποτικὴ εἰκόνα τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου Ἀθηνῶν<br />
εἰκονίζεται σὲ προτομή, κρατώντας μὲ τὰ δύο χέρια εἰλητάριο 10 , ἐνῶ<br />
σὲ εἰκόνα τοῦ Νεκροταφείου Κερκύρας στέκεται ὄρθιος, κατὰ μέτωπον,<br />
κρατώντας στὸ ἀριστερὸ χέρι ραβδὶ καὶ εἰλητάριο, καὶ ἁπλώσύνη’).<br />
Βλ. Ἀποφθέγματα Γερόντων, ἔκδ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1978,<br />
σ. 46. Γιὰ τὰ κείμενα ποὺ ἀναγράφονται στὸ εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ ὁ ἅγιος<br />
Ἀντώνιος βλ. Tomeković, Les saints ermites, σ. 69-70.<br />
6<br />
Γιὰ τὸν κορυφαῖο αὐτὸ καλλιτέχνη βλ. Μ. Χατζηδάκης, Ἕλληνες ζωγράφοι<br />
μετὰ τὴν Ἅλωση (1450-1830), 1, Ἀθήνα 1987, σ. 241-254, μὲ τὴν προγενέστερη<br />
βιβλιογραφία, καὶ τελευταῖα Ε. Δρακοπούλου, Ἕλληνες ζωγράφοι<br />
μετὰ τὴν Ἅλωση (1450-1850), 3, Ἀθήνα 2010, σ. 232-242, ὅπου συνοψίζονται<br />
τὰ τελευταῖα πορίσματα τῆς ἔρευνας καὶ παρατίθεται ἡ νεώτερη βιβλιογραφία,<br />
στὴν ὁποία πρέπει νὰ προστεθεῖ τὸ πρόσφατο ἄρθρο τῆς Μ.<br />
Κωνσταντουδάκη-Κιτρομηλίδου, Τάσεις καὶ κυριότεροι ἐκπρόσωποι τῆς<br />
ζωγραφικῆς εἰκόνων στὴν Κρήτη, τὴν Κύπρο καὶ τὰ Ἑπτάνησα μετὰ τὴν<br />
Ἅλωση, στὸν τόμο Βενετοκρατούμενη Ἑλλάδα. Προσεγγίζοντας τὴν ἱστορία της,<br />
Ἀθήνα-Βενετία 2010, σ. 505-507.<br />
7<br />
Πρβλ. πίνακα στὸ Conversano τῆς Ἀπουλίας: M. S. Calὸ, La pittura del Cinquecento<br />
e del Primo Seicento in terra di Bari, Bari 1969, σ. 31-33, εἰκ. 13-14.<br />
8<br />
Βλ. Π. Λ. Βοκοτόπουλος, Εἰκόνες τῆς Κερκύρας, Ἀθήνα 1990 (ἐφ ἑξῆς Βοκοτόπουλος,<br />
Εἰκόνες Κερκύρας), σ. 39-40.<br />
9<br />
Μ. Χατζηδάκης, Ἕλληνες ζωγράφοι μετὰ τὴν Ἅλωση, ἔ.ἀ., σ. 241. Ε. Δρακοπούλου,<br />
Ἕλληνες ζωγράφοι μετὰ τὴν Ἅλωση, ἔ.ἀ., σ. 235.<br />
10<br />
Οἱ πύλες τοῦ Μυστηρίου. Θησαυροὶ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, Ἀθήνα<br />
1994, σ. 191-192, ἀριθ. 7 (Χρ. Μπαλτογιάννη). Μ. Ἀχειμάστου-Ποταμιάνου,<br />
Εἰκόνες τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1998 (ἐφ’ ἑξῆς Μ.<br />
Ἀχειμάστου-Ποταμιάνου, Εἰκόνες Βυζαντινοῦ Μουσείου), σ. 178, ἀριθ. 53.
ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΑΠΕΖΑΝΩΝ<br />
461<br />
νοντας τὸ δεξὶ σὲ χειρονομία εὐλογίας· ἡ ἄκρη τοῦ κουκουλλίου πέφτει<br />
στὸν ἀριστερὸ ὦμο, ὅπως στὴν εἰκόνα τῆς Μονῆς Ἀπεζανῶν 11 .<br />
Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, σεβίζων, μαζὶ μὲ τὸν ἐπίσης προσκλίνοντα ἅγιο<br />
Νικόλαο, πλαισιώνει τὴν ἁγία Ἄννα ποὺ κρατεῖ τὴν Βρεφοκρατοῦσα<br />
Θεοτόκο σὲ εἰκόνα τοῦ ζωγράφου μας ποὺ ἀπόκειται στὸν ναὸ τοῦ<br />
Ἁγίου Ἰωάννου στὸ Γαλαξείδι 12 . Ὁ τύπος τῆς ὑπογραφῆς εἶναι καὶ<br />
στὶς τρεῖς εἰκόνες ὁ ἴδιος. Στὸν Δαμασκηνὸ ἔχει ἀποδοθεῖ καὶ θύρα<br />
τέμπλου στὴν Ζάκυνθο, ὅπου ὁ ἅγιος κρατεῖ μὲ τὸ ἀριστερὸ χέρι<br />
ἀνεπτυγμένο εἰλητάριο καὶ εὐλογεῖ μὲ τὸ ὑψωμένο δεξί 13 . Στὶς εἰκόνες<br />
τῶν Ἀθηνῶν, τῆς Κερκύρας καὶ τῆς Ζακύνθου οἱ ἐπιγραφὲς τῶν<br />
εἰληταρίων εἶναι ἴδιες μὲ αὐτὴν τῆς εἰκόνας μας. Σημειωτέον ὅτι σὲ<br />
ἐνθύμηση τοῦ 1648 σὲ κώδικα προερχόμενο ἀπὸ τὴν κρητικὴ Μονὴ<br />
Βροντησίου, ἀναφέρεται ὅτι μεταξύ ὀκτὼ «ντεσένιων» (ἀνθιβόλων)<br />
ποὺ δόθηκαν στὸν μετέπειτα μητροπολίτη Φιλαδελφείας Γεράσιμο<br />
Βλάχο, ἦταν καὶ ἕνα «Ἀντωνίου κεφαλὴ τοῦ δαμασκηνοῦ» 14 .<br />
Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας (περ. 250-355), θεμελιωτὴς τοῦ<br />
μοναχισμοῦ στὴν Αἴγυπτο, εἰκονίζεται μὲ κοντά, διχαλωτά, κατσαρὰ<br />
γκρίζα γένεια, στὸν τύπο ποὺ καθιερώθηκε ἀπὸ τὸν 11ο αἰ. 15 Ὁ<br />
ἅγιος παριστάνεται στὴν ἴδια στάση μὲ τῆς εἰκόνας μας στὴν τοιχογραφία<br />
τοῦ Τζώρτζη στὴν Μονὴ Διονυσίου 16 καὶ σὲ εἰκονίδιο τῆς<br />
Ραβέννας τοῦ 17ου αἰ. 17 Ἔχει τὴν ἴδια στάση, κρατεῖ ὅμως καὶ<br />
ραβδὶ στὸ ἀριστερὸ χέρι, σὲ εἰκόνα τοῦ ζωγράφου ἱερέως Δημητρίου<br />
στὴν Ζάκυνθο (περὶ τὸ 1500), ὅπου πλαισιώνεται ἀπὸ δώδεκα<br />
προτομὲς ἀσκητῶν 18 , καὶ σὲ τρίπτυχο τοῦ 1746 τοῦ Μουσείου<br />
11<br />
Βοκοτόπουλος, Εἰκόνες Κερκύρας, σ. 47-48, ἀριθ. 24, εἰκ. 124.<br />
12<br />
Μ. Κωνσταντουδάκη-Κιτρομηλίδου, Εἰκόνα τοῦ Μιχαὴλ Δαμασκηνοῦ<br />
στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη στὸ Γαλαξείδι, στὸν τόμο Τὸ Γαλαξείδι ἀπὸ τὴν<br />
ἀρχαιότητα ἓως σήμερα. Πρακτικὰ Πρώτου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου. Γαλαξείδι,<br />
29-30 Σεπτεμβρίου 2000, Ἀθήνα 2003, σ. 67-72, πίν. 25.<br />
13<br />
Ζ. Μυλωνᾶ, Μουσεῖο Ζακύνθου, Ἀθήνα 1998, σ. 102, ἀριθ. 18.<br />
14<br />
Μ. Μανούσακας, Δύο ἄγνωστα ἔργα τοῦ Γερασίμου Βλάχου εἰς ἁγιορειτικὸν<br />
κώδικα, Κρ. Χρ. Η΄ (1954), σ. 59-60.<br />
15<br />
Tomeković, Les saints ermites, σ. 24-25.<br />
16<br />
Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Διονυσίου. Οἱ τοιχογραφίες τοῦ καθολικοῦ, Ἅγιον Ὄρος<br />
2003, εἰκ. 375.<br />
17<br />
P. Angiolini Martinelli, Le icone della collezione classense di Ravenna, Bologna<br />
1982, ἀριθ. 158. Ἡ μόνη διαφορὰ εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος δὲν εὐλογεῖ μὲ<br />
τὸ ἁπλωμένο δεξὶ χέρι.<br />
18<br />
Μ. Ἀχειμάστου-Ποταμιάνου, Εἰκόνες τῆς Ζακύνθου, Ἀθήνα 1997, σ. 80,<br />
ἀριθ. 13.
462 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Λ. ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΣ<br />
Εἰκ. 8. Βυζαντινὸ<br />
καὶ Χριστιανικὸ<br />
Μουσεῖο Ἀθηνῶν.<br />
Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος<br />
μὲ σκηνὲς τοῦ βίου του<br />
(ἀριθ. Τ 1581).<br />
Μπενάκη 19 . Στὴν εἰκόνα τοῦ Ἀνδρέα Ρίτζου στὸ Τόκιο, σὲ εἰκόνα<br />
τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου τοῦ 16ου αἰ. καὶ στὴν τοιχογραφία τῆς<br />
Παναγίας Ρασιώτισσας στὴν Καστοριὰ ἡ μορφὴ εἶναι κλειστή, χωρὶς<br />
ραβδί, μὲ τὴν εὐλογοῦσα δεξιὰ μπροστὰ στὸ στῆθος καὶ ἀνοικτὸ<br />
19<br />
Ἀ. Ξυγγόπουλος, Μουσεῖον Μπενάκη. Κατάλογος τῶν εἰκόνων, ἐν Ἀθήναις<br />
1936, σ. 93, ἀριθ. 69, πίν. 48.
ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΑΠΕΖΑΝΩΝ<br />
463<br />
εἰλητάριο στὸ ἀριστερὸ χέρι 20 . Ἀλλοῦ στηρίζεται σὲ ραβδὶ μὲ τὸ<br />
δεξὶ χέρι ἐνῶ κρατεῖ ἀνεπτυγμένο εἰλητάριο στὸ ἀριστερό, ὅπως<br />
στὴν τοιχογραφία τοῦ Θεοφάνη στὴν Μονὴ Σταυρονικήτα 21 καὶ σὲ<br />
εἰκόνες τοῦ Ἀνδρέα Παβία στὴν Συλλογὴ Χαροκόπου, σήμερα στὴν<br />
Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη τοῦ Ἀργοστολίου 22 , τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἰνστιτούτου<br />
τῆς Βενετίας 23 καὶ τοῦ ἱερέως Δημητρίου στὸ Σινᾶ, ὅπου περιβάλλεται<br />
ἀπὸ Τρίμορφο καὶ ἁγίους σὲ προτομὴ καὶ ἀπὸ τὶς τέσσερις<br />
πλευρές 24 . Συνηθέστερος εἶναι ὁ τύπος τῆς εἰκόνας τοῦ Μιχαὴλ Δαμασκηνοῦ<br />
στὸ Βυζαντινὸ Μουσεῖο, ὅπου ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, κατὰ<br />
μέτωπον, κρατεῖ μὲ τὰ δύο χέρια εἰλητάριο. Ἀπαντᾶ ἤδη στὴν εἰκόνα<br />
τοῦ ὁμωνύμου ναοῦ στὴν Κέρκυρα, ποὺ ἔχω χρονολογήσει στὸ<br />
δεύτερο ἥμισυ τοῦ 14ου αἰ. 25 , καί, τὸν 15ο αἰ., στὸ στιχηράριον<br />
Σινᾶ 1234, τοῦ 1469 26 καὶ στὴν εἰκόνα τῆς ἔνθρονης Παναγίας<br />
20<br />
Γιὰ τὴν εἰκόνα τοῦ Τόκιο βλ. προχείρως Le icone. Il viaggio da Bisanzio al<br />
‘900, Milano 2005, σ. 55, εἰκ. 24 (P. L. Vocotopoulos) καὶ Μ. Ἀχειμάστου-Ποταμιάνου,<br />
Οἱ τοιχογραφίες τῆς Μονῆς τῶν Φιλανθρωπηνῶν στὸ Νησὶ<br />
τῶν Ἰωαννίνων, Ἀθήνα 2004, σ. 154, 228, εἰκ. 129. Γιὰ τὴν εἰκόνα τοῦ Βυζαντινοῦ<br />
Μουσείου: Μ. Ἀχειμάστου-Ποταμιάνου, Εἰκόνες Βυζαντινοῦ Μουσείου,<br />
σ. 196, ἀριθ. 59. Γιὰ τὴν τοιχογραφία τῆς Καστοριᾶς: Γ. Γούναρης,<br />
Οἱ τοιχογραφίες τὼν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῆς Παναγίας Ρασιώτισσας στὴν Καστοριά,<br />
Θεσσαλονίκη 1980, σ. 144, πίν. 36. Πρβλ. καὶ ἐπαρχιακὴ εἰκόνα<br />
τοῦ ἁγίου στηθαίου στὸ Μουσεῖο Μπενάκη, ποὺ ἔχει ἀποδοθεῖ στὸν 14ο<br />
αἰ. (Οἱ πύλες τοῦ Μυστηρίου. Θησαυροὶ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα,<br />
Ἀθήνα 1994, σ. 224, ἀριθ. 45 [Ἀ. Δρανδάκη]. Ἡ Ἑλλάδα τοῦ Μουσείου<br />
Μπενάκη, Ἀθήνα 1997, εἰκ. 445). Σὲ τοιχογραφία τῆς ἁγιορειτικῆς Μονῆς<br />
Παντοκράτορος, τοῦ 14ου αἰ. μὲ ἐπιζωγραφήσεις τοῦ 19ου, ὁ ἅγιος κρατεῖ<br />
μὲ τὸ δεξὶ χέρι σταυρό (G. Millet, Monuments de l’Athos, Paris 1927, πίν.<br />
97.1). Στὸ πλαίσιο εἰκόνας τῆς Παναγίας τοῦ 15ου αἰ. στὸ Σινᾶ ὁ ἅγιος<br />
εὐλογεῖ καὶ κρατεῖ κλειστὸ εἰλητάριο: Σινᾶ. Οἱ θησαυροὶ τῆς Ἱ. Μονῆς Ἁγίας<br />
Αἰκατερίνης, Ἀθήνα 1990, σ. 127, εἰκ. 82 (Ν. Β. Δρανδάκης).<br />
21<br />
Μ. Χατζηδάκης, Ὁ κρητικὸς ζωγράφος Θεοφάνης. Ἡ τελευταία φάση τῆς τέχνης<br />
του στὶς τοιχογραφίες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα, Ἅγιον Ὄρος 1986, σ.<br />
60, εἰκ. 209.<br />
22<br />
Ν. Χατζηδάκη, Εἰκόνες κρητικῆς σχολῆς. 15ος-16ος αἰώνας, Ἀθήνα 1983, σ.<br />
30-31, ἀριθ. 19. Π. Λ. Βοκοτόπουλος, Βυζαντινὲς εἰκόνες, Ἀθήνα 1995,<br />
ἀριθ. 157.<br />
23<br />
M. Chatzidakis, Icônes de Saint-Georges des Grecs et de la Collection de l’Institut,<br />
Venise 1962, σ. 111, ἀριθ. 87, πίν. 16.<br />
24<br />
Σινᾶ. Οἱ θησαυροὶ τῆς Ἱ. Μονῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης, ἔ.ἀ. (σημ. 20), σ. 128,<br />
εἰκ. 88 (Ν. Β. Δρανδάκης).<br />
25<br />
Βοκοτόπουλος, Εἰκόνες Κερκύρας, σ. 3-4, ἀριθ. 2, εἰκ. 66, ὅπου στὴν σημ.<br />
3 παρατίθενται καὶ παραδείγματα ἀπὸ τὴν μνημειακὴ ζωγραφική.<br />
26<br />
Π. Λ. Βοκοτόπουλος, Εἰκονογραφικὲς παρατηρήσεις στὸ Στιχηράριον Σινᾶ
464 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Λ. ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΣ<br />
Εἰκ. 9. Κέρκυρα, Παναγία τῶν Ξένων.<br />
Ἐμμανουὴλ Τζάνε, Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος μὲ σκηνὲς τοῦ βίου του (1645).
ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΑΠΕΖΑΝΩΝ<br />
465<br />
ποὺ πλαισιώνεται ἀπὸ σκηνὲς καὶ ἁγίους τοῦ Μουσείου Μπενάκη 27 ,<br />
ἐπαναλαμβάνεται δὲ τὸν 16ο αἰ. σὲ εἰκόνες τῆς Πάτμου, τοῦ Ἑλληνικοῦ<br />
Ἰνστιτούτου Βενετίας, τοῦ Ἑρμιτὰζ καὶ τοῦ Ἱστορικοῦ Μουσείου<br />
τῆς Μόσχας 28 καὶ στὶς τοιχογραφίες τοῦ Θεοφάνη στὸ καθολικὸ τῆς<br />
Μεγίστης Λαύρας 29 , τοῦ Ἀντωνίου στὸ καθολικὸ τῆς Μονῆς Ξενοφῶντος<br />
30 καὶ πιθανώτατα τοῦ ἴδιου ζωγράφου στὸ παρεκκλήσιο<br />
τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῆς Μονῆς Ἁγίου Παύλου 31 , στὴν Μονὴ Ντίλιου<br />
32 καὶ ἀργότερα σὲ εἰκόνες τῆς Πινακοθήκης τῆς Βολωνίας, τῆς<br />
Συλλογῆς Βελιμέζη καὶ τῆς Μονῆς Κηπουρίων στὴν Κεφαλληνία 33 .<br />
Γύρω ἀπὸ τὴν κεντρικὴ μορφὴ εἰκονίζονται δώδεκα σκηνὲς<br />
τοῦ βίου τοῦ ἁγίου διαστάσεων περίπου 12 x 9 ἑκ. ἡ κάθε μία, ποὺ<br />
προβάλλονται στὸ χρυσὸ βάθος, χωρὶς νὰ περιβάλλωνται ἀπὸ πλαίσιο.<br />
Τὶς ἐπεξηγοῦσαν μεγαλογράμματες ἐπιγραφές, γραμμένες μὲ<br />
κιννάβαρι, ποὺ εἶναι δυστυχῶς σχεδὸν τελείως ἐξίτηλες. Ἀπὸ τὴν<br />
ἐνδυμασία τοῦ ἁγίου παραλείπεται συχνὰ ὁ μανδύας. Κύκλοι τοῦ<br />
Βίου τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου εἶναι γνωστοὶ στὴν καθ᾽ἡμᾶς Ἀνατολὴν<br />
κυρίως ἀπὸ εἰκόνες. Μία εἰκόνα τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου Ἀθηνῶν<br />
ἔχει ἀποδοθεῖ στὶς ἀρχὲς τοῦ 16ου αἰ. 34 (εἰκ. 8), ἄλλη στὸ Μουσεῖο<br />
Παύλου καὶ Ἀλεξάνδρας Κανελλοπούλου διασώζει τὴν ὑπογραφὴ<br />
τοῦ Φραγγιᾶ Καβερτζᾶ, ζωγράφου τοῦ πρώτου ἡμίσεος τοῦ 17ου<br />
αἰ. 35 , ἐνῶ εἰκόνα τοῦ Ἐμμανουὴλ Τζάνε στὴν κερκυραϊκὴ ἐκκλησία<br />
1234, ΔΧΑΕ περ. Δ΄, ΚΒ΄ (2001), σ. 96, εἰκ. 11. Ὁ ἴδιος τύπος χρησιμοποιεῖται<br />
στὸ ἴδιο χειρόγραφο στὴν μικρογραφία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ<br />
Δαμασκηνοῦ: Αὐτ., σ. 94, εἰκ. 7.<br />
27<br />
Ν. Χατζηδάκη, ἔ.ἀ., σ. 30, ἀριθ. 18.<br />
28<br />
Μ. Χατζηδάκη, Εἰκόνες τῆς Πάτμου, Ἀθήνα 1977, σ. 97-98, ἀριθ. 51, πίν.<br />
108. M. Kazanaki-Lappa, Arte bizantina e postbizantina a Venezia, Villorba<br />
2009, σ. 56-57, ἀριθ. 18. Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης, Ἡράκλειον 1993,<br />
σ. 348-349, εἰκ. 13, καὶ σ. 397-398, εἰκ. 35.<br />
29<br />
G. Millet, ἔ.ἀ., πίν. 138.3.<br />
30<br />
Ν. Τουτός―Γ. Φουστέρης, Εὑρετήριον τῆς μνημειακῆς ζωγραφικῆς τοῦ Ἁγίου<br />
Ὄρους, Ἀθῆναι 2010, σ. 401.<br />
31<br />
G. Millet, ἔ.ἀ., πίν. 191.1.<br />
32<br />
Θ. Λίβα-Ξανθάκη, Οἱ τοιχογραφίες τῆς Μονῆς Ντίλιου, Ἰωάννινα 1980, σ.<br />
168, εἰκ. 74.<br />
33<br />
P. Angiolini Martinelli, Icone Bizantine nella Pinacoteca Nazionale di Bologna,<br />
Bologna 1984, σ. 81-82, ἀριθ. 13. Ν. Χατζηδάκη, Εἰκόνες τῆς Συλλογῆς<br />
Βελιμέζη, Ἀθήνα 1997, σ. 242-245, ἀριθ. 22. Ἀρχαιολογικὸν Δελτίον<br />
24 (1969), Β΄2, σ. 286-287, πίν. 284β (Π. Λ. Βοκοτόπουλος).<br />
34<br />
Μ. Ἀχειμάστου-Ποταμιάνου, Εἰκόνες Βυζαντινοῦ Μουσείου, σ. 158, ἀριθ. 46.<br />
35<br />
Μουσεῖο Παύλου καὶ Ἀλεξάνδρας Κανελλοπούλου. Βυζαντινὴ καὶ Μεταβυζαντινὴ<br />
Τέχνη, Ἀθήνα 2007, σ. 330-333, ἀριθ. 180 (Ν. Χατζηδάκη).
466 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Λ. ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΣ<br />
Εἰκ. 10. Κρήτη. Μονὴ Πρέβελη.<br />
Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος μὲ σκηνὲς τοῦ βίου του.
ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΑΠΕΖΑΝΩΝ<br />
467<br />
τῆς Παναγίας τῶν Ξένων εἶναι χρονολογημένη στὸ 1645 36 (εἰκ. 9).<br />
Πολὺ μεταγενέστερη εἶναι εἰκόνα τῆς Μονῆς Πρέβελη, ποὺ ἔχει<br />
ἀποδοθεῖ σὲ ἁγιογράφο τῆς πρώτης πεντηκονταετίας τοῦ 19ου αἰ. ὁ<br />
ὁποῖος δραστηριοποιεῖται στὶς ἐπαρχίες Σφακίων καὶ Ἁγίου Βασιλείου<br />
37 (εἰκ. 10). Καὶ στὶς τέσσερις εἰκόνες οἱ σκηνὲς πλαισιώνουν<br />
τὴν μορφὴ τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου ὁλοσώμου, πλὴν τῆς πρώτης εἰκόνας,<br />
ὅπου εἰκονίζεται μέχρι τὴν μέση. Στὶς εἰκόνες τοῦ Βυζαντινοῦ<br />
Μουσείου, τοῦ Μουσείου Κανελλοπούλου καὶ τῆς Μονῆς Πρέβελη<br />
οἱ σκηνὲς –δέκα στὶς δύο πρῶτες εἰκόνες καὶ δώδεκα στὴν τρίτη–<br />
περιβάλλουν τὴν κεντρικὴ μορφὴ ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρές, ὅπως στὴν<br />
εἰκόνα μας, ἐνῶ στὴν εἰκόνα τοῦ Ἐμμανουὴλ Τζάνε οἱ σκηνὲς ποὺ<br />
εἶναι ὀκτὼ τὴν πλαισιώνουν μόνο ἀπὸ τὰ πλάγια. Τὸ ἄνω μέρος τῆς<br />
εἰκόνας τῆς Μονῆς Πρέβελη ἔχει ξακρισθεῖ καὶ ἔτσι σώζονται ἐννέα<br />
μόνο σκηνὲς ποὺ ἐδῶ περιβάλλονται ἀπὸ πλαίσια μπαρόκ. Διαφέρει<br />
τὸ τοπίο πού, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Μιχάλης Ἀνδριανάκης, «δὲν εἶναι<br />
τὸ σχηματοποιημένο ὀρεινὸ μὲ τὸ σπήλαιο ἀλλὰ μιὰ ἀπόπειρα φυσιοκρατικῆς<br />
ἀπόδοσης τοῦ χώρου τῆς Αἰγύπτου μὲ καθοριστικὸ<br />
στοιχεῖο τὰ φοινικόδεντρα». Σὲ εἰκόνα τοῦ Μουσείου Κανελλοπούλου<br />
ποὺ ἔχει ἀποδοθεῖ στὸν ἱερέα Γεώργιο Γαβαλᾶ, ὁ ὁποῖος μνημονεύεται<br />
στὸν Χάνδακα τὸ 1636, τέσσερα ἐπεισόδια εἰκονίζονται<br />
ἀριστερὰ καὶ δεξιὰ τοῦ καθιστοῦ ἁγίου 38 .<br />
Λίγες σκηνὲς τοῦ Βίου τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου ὑπάρχουν σὲ βυζαντινὲς<br />
τοιχογραφίες, εἴτε ἀδημοσίευτες, ὅπως στὴν λιτὴ τῆς Μονῆς<br />
Χελανδαρίου 39 , εἴτε σὲ μεγάλο βαθμὸ κατεστραμμένες, ὅπως στὸν<br />
Ἅγιο Ἀντώνιο τῆς Σούγιας στὴν Κρήτη (1382/3 ;) 40 . Στὸ Matejić<br />
36<br />
Βοκοτόπουλος, Εἰκόνες Κερκύρας, σ. 108-110, ἀριθ. 72, εἰκ. 50-51, 204,<br />
207-208, 339.<br />
37<br />
Μ. Ἀνδριανάκης, Ἱερὰ σταυροπηγιακὴ καὶ πατριαρχικὴ Μονὴ Πρέβελη, Ρέθυμνο<br />
2 1998, σ. 104-107.<br />
38<br />
Μουσεῖο Παύλου καὶ Ἀλεξάνδρας Κανελλοπούλου (σημ. 35), σ. 334-337,<br />
ἀριθ. 181 (Ν. Χατζηδάκη).<br />
39<br />
M. Marković, The Original Paintings of the Monastery’s Main Church,<br />
στὸν τόμο Hilandar Monastery, Βελιγράδι 1998, σ. 230. Ν. Τουτός―Γ.<br />
Φουστέρης, ἔ.ἀ., σ. 187-188.<br />
40<br />
Κ. Λασσιθιωτάκης, Ἐκκλησίες τῆς Δυτικῆς Κρήτης, Δ. Ἐπαρχία Σελίνου,<br />
Κρ. Χρ. ΚΒ΄ (1970), σ. 386. S. Tomeković, Le cycle inédit de Saint Antoine<br />
dans l’église sous son vocable à Soughia (Crète), Byzantinische<br />
Forschungen XI (1987) (ἐφ’ ἑξῆς Tomeković, Soughia), σ. 445-463, εἰκ.<br />
1-5, 8. Tomeković, Les saints ermites, σ. 164-167, 210.
468 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Λ. ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΣ<br />
(περὶ τὸ 1360) διακρίνονται μόνο δύο σκηνές 41 . Στὴν Δύση κύκλοι<br />
τοῦ βίου σώζονται σὲ τοιχογραφίες, π.χ. στὸ Sant’Angelo in Formis<br />
στὰ τέλη τοῦ 12ου αἰ. 42 καὶ στὴν Santa Maria Antiqua στὴν Ρώμη 43 ,<br />
σὲ μικρογραφίες, ὅπως σὲ χειρόγραφο ποὺ γράφηκε τὸ 1426 γιὰ<br />
τὸ ἀββαεῖο τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου στὸ Dauphiné καὶ βρίσκεται σήμερα<br />
στὴν Μάλτα 44 , καθὼς καὶ σὲ χαρακτικά, ὅπως σὲ φλωρεντινὴ ξυλογραφία<br />
τῶν μέσων τοῦ 15ου αἰ., ὅπου τὸν ὄρθιο ἅγιο Ἀντώνιο<br />
πλαισιώνουν ἐπάνω καὶ στὰ πλάγια ἕνδεκα σκηνὲς τοῦ βίου του 45 .<br />
Ἡ εἰκονογράφηση τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου ἀκολουθεῖ κυρίως<br />
τὸν Βίο του, ποὺ ἀποδίδεται στὸν ἅγιο Ἀθανάσιο 46 . Κύκλο μὲ δώδεκα<br />
ἐπεισόδια περιγράφει στὴν Ἑρμηνεία τῆς ζωγραφικῆς τέχνης ὁ Διονύσιος<br />
ὁ ἐκ Φουρνᾶ 47 .<br />
Πρώτη σκηνὴ στὴν εἰκόνα μας, ποὺ παριστάνει τὴν διανομὴ<br />
ἀπὸ τὸν ἅγιο τῶν ὑπαρχόντων του, στὴν ἀρχὴ τοῦ Βίου του, εἶναι ἡ<br />
ἄνω ἀριστερά 48 . Ὁ κύκλος συνεχίζεται πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ μετὰ κάτω,<br />
ὅπως στοὺς δεῖκτες τοῦ ὡρολογίου, καὶ καταλήγει στὴν ταφή του,<br />
ἀκριβῶς κάτω ἀπὸ τὴν πρώτη σκηνή.<br />
1. Στὴν πρώτη σκηνὴ τῆς ἄνω σειρᾶς ὁ ἅγιος, ποὺ δὲν φορεῖ<br />
τὸν μανδύα του, κρατεῖ πουγγὶ στὸ ἀριστερὸ χέρι καὶ ἐλεεῖ ἕναν ἡμίγυμνο<br />
ἄνδρα καθισμένο στὸ χῶμα, ἀπὸ τὸν ὦμο τοῦ ὁποίου κρέμεται<br />
ἕνα σακκούλι (εἰκ. 11). Πίσω του στέκονται ἕνας ἡμίγυμνος<br />
ἄνδρας μὲ κοντὸ γένι, ποὺ ἁπλώνει ἱκετευτικὰ τὸ ἀριστερὸ χέρι ἐνῶ<br />
ὑψώνει τὸ δεξὶ στὸ στῆθος, καὶ ἕνας ἀγένειος μὲ κοντὸ χιτωνίσκο,<br />
ψάθινο σκιάδιο καὶ σακκίδιο κρεμασμένο ἀπὸ ραβδὶ στὴν πλάτη.<br />
Πίσω ὑψώνεται τοῖχος καὶ κτήριο στὸ μέσο μὲ ἡμικυλινδρικὴ ὑπερκατασκευή,<br />
στὸ ὁποῖο ἀνοίγονται θύρα μὲ ἀετωματικὴ ἀπόληξη καὶ<br />
41<br />
E. Dimitrova, Manastir Matejče, Skopje 2002, σ. 204, 282, 321 ἀριθ. 228-<br />
229, πίν. 77, 78, LIII. Tomeković, Les saints ermites, σ. 162-164, 210.<br />
42<br />
Tomeković, Les saints ermites, σ. 142-144, 306.<br />
43<br />
Αὐτόθι, σ. 144-145, 306.<br />
44<br />
Rose Graham, A Picture Book of the Life of Saint Anthony the Abbot reproduced<br />
from a Manuscript of the year 1426 in the Malta Public Library at Valletta,<br />
with supplementary plates of related subjects, Oxford 1937.<br />
45<br />
A. M. Hind, Early Italian Engraving, London 1938, I, σ. 51 καὶ ΙΙ, πίν.<br />
64. Πρβλ. Laurence Meiffret, Saint Antoine Ermite en Italie (1340-1540),<br />
École Française de Rome, 2004, σ. 155-158, εἰκ. 48.<br />
46<br />
PG, 26, στ. 835-976. Γιὰ ἄλλες πηγὲς σχετικὲς μὲ τὸν ἅγιο, βλ. ΘΗΕ, 2,<br />
στ. 966-967.<br />
47<br />
Ἑρμηνεία, σ. 187-189.<br />
48<br />
PG, 26, στ. 843-844Α.
ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΑΠΕΖΑΝΩΝ<br />
469<br />
τρίλοβο ὀρθογώνιο παράθυρο. Ἀριστερὰ ὑψώνεται δένδρο. Ἡ ἴδια<br />
σκηνὴ μὲ μικρὲς διαφορὲς στὴν στάση τῶν τριῶν ἀνδρῶν καὶ στὰ<br />
ἀρχιτεκτονήματα ἀρχίζει τὸν κύκλο στὴν εἰκόνα τοῦ Ἐμμανουὴλ<br />
Τζάνε στὴν Κέρκυρα 49 (εἰκ. 9). Τὴν ἄνω ἀριστερὴ γωνία καταλαμβάνει<br />
καὶ στὴν εἰκόνα τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου, γύρω στὸ 1500<br />
(εἰκ. 8), καὶ στὴν εἰκόνα τοῦ Φραγκιᾶ Καβερτζᾶ στὸ Μουσεῖο Κανελλοπούλου,<br />
μὲ σημαντικὲς ὅμως διαφορὲς<br />
στοὺς εἰκονιζομένους καὶ τὸ τοπίο. Τὸ ἐπεισόδιο<br />
αὐτὸ δὲν ἀπαντᾶ στὴν Ἑρμηνεία τοῦ<br />
Διονυσίου. Μὲ τὴν διανομὴ τῆς περιουσίας<br />
του σὲ φτωχοὺς ἀρχίζει καὶ ὁ κύκλος τοῦ<br />
ἁγίου Γεωργίου σὲ βιογραφικὲς εἰκόνες του<br />
τῆς Μονῆς Σινᾶ 50 καὶ τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου<br />
Ἀθηνῶν 51 καθὼς καὶ σὲ πίνακα τῶν<br />
μέσων τοῦ 14ου αἰ. στὸ Ἐθνικὸ Μουσεῖο τῆς<br />
Καταλωνίας στὴν Βαρκελώνη 52 .<br />
2. Τρεῖς δαίμονες ἐπιτίθενται στὸν ἅγιο<br />
ποὺ βαδίζει σὲ ὀρεινὸ δασωμένο τοπίο στρέφοντας<br />
τὸ κεφάλι πίσω, μὲ τὸν μανδύα του<br />
κρεμασμένο σὲ ραβδὶ ποὺ στηρίζει στὸν ὦμο<br />
(εἰκ. 12). Ἕνας μελαψὸς διώκτης του, μὲ μυτερὰ<br />
αὐτιὰ ζώου καὶ φτερά, ντυμένος τριανταφυλλὶ<br />
θώρακα μὲ χρυσοκοντυλιές, κρατεῖ<br />
ρόπαλο. Ἕνας ἄλλος μὲ κόκκινο μανδύα καὶ<br />
περικεφαλαία ὑψώνει ἀκόντιο γιὰ νὰ χτυπήσει<br />
τὸν ἅγιο, ἐνῶ ὁ τρίτος βουλώνει τ’ αὐτιὰ μὲ τὰ χέρια του. Πρόκειται<br />
μᾶλλον γιὰ τὸ ἐπεισόδιο κατὰ τὸ ὁποῖο οἱ δαίμονες<br />
ἐκύκλωσαν τὸν ἅγιο καὶ τὸν ἀπειλοῦσαν «ὡς στρατιῶται μετὰ πανοπλίας»<br />
53 . Ὁ Διονύσιος δὲν ἀναφέρει τὴν σκηνή.<br />
3. Ὁ ἅγιος, στὴν εἴσοδο σπηλιᾶς, τρέχει χειρονομώντας ἀπελπισμένα,<br />
ἐνῶ δίπλα τέσσερις διάβολοι γκρεμίζουν ἕναν ξύλινο οἰκί-<br />
Εἰκ. 11.<br />
Πρώτη σκηνή.<br />
Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος<br />
διανέμει<br />
στοὺς πτωχοὺς<br />
τὰ ὑπάρχοντά του.<br />
49<br />
Βοκοτόπουλος, Εἰκόνες Κερκύρας, σ. 109, εἰκ. 204.<br />
50<br />
Γ. καὶ Μ. Σωτηρίου, Εἰκόνες τῆς Μονῆς Σινᾶ, Ἀθῆναι 1956-1958, σ. 149-<br />
151, εἰκ. 167 καὶ σ. 154-155, εἰκ. 169.<br />
51<br />
Ἀχειμάστου-Ποταμιάνου, Εἰκόνες Βυζαντινοῦ Μουσείου, σ. 26, ἀριθ. 5.<br />
52<br />
L. Fenelli, Dall’ eremo alla stalla. Storia di sant’ Antonio abate e del suo<br />
culto, Bari 2011, εἰκ. 13.<br />
53<br />
PG, 26, στ. 900A-901A. Πρβλ. Θ. Προβατάκης, Ὁ διάβολος εἰς τὴν βυζαντινὴν<br />
τέχνην, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 87-88.
470 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Λ. ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΣ<br />
σκο μὲ στέγη ἀπὸ ψάθα (εἰκ. 13). Μεγάλη<br />
ὁμοιότητα μὲ τὴν σκηνή μας παρουσιάζει<br />
ἡ ἀντίστοιχη σκηνὴ τῆς εἰκόνας τῆς Μονῆς<br />
Πρέβελη, ὅπου διαφέρει τὸ τοπίο (εἰκ. 10,<br />
δεξιὰ στὸ μέσο). Ἡ ἴδια σκηνὴ ἀποδίδεται<br />
μὲ τὸν οἰκίσκο κτιστὸ καὶ ἀκέραιο καὶ μὲ<br />
τὸν ἅγιο γονυπετῆ στὴν ἀριστερὴ σκηνὴ<br />
τῆς δεύτερης σειρᾶς τῆς εἰκόνας τοῦ Βυζαντινοῦ<br />
Μουσεῖου 54 (εἰκ. 8).<br />
4. Τέσσερις πτερωτοὶ δαίμονες ἐπιτίθενται<br />
κατὰ τοῦ ἁγίου, ξαπλωμένου σὲ<br />
ἀνοικτὴ σαρκοφάγο στὴν εἴσοδο σπηλιᾶς<br />
(εἰκ. 14). Τριπλὴ βραχώδης κορυφὴ ὑψώνεται<br />
δεξιά. Πρόκειται πιθανώτατα γιὰ τὸ<br />
ἐπεισόδιο κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ ἅγιος Ἀντώνιος<br />
κλείσθηκε σὲ μνῆμα ὅπου πλῆθος δαιμόνων<br />
τοῦ ἐπετέθη, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ νομισθεῖ<br />
ὅτι εἶναι νεκρός 55 . Ἀντιστοιχεῖ μᾶλλον<br />
στὸ θαῦμα τοῦ ἁγίου ποὺ περιγράφει<br />
πρῶτο ἡ Ἑρμηνεία. Σὲ ἀνάλογη σκηνή, στὸ<br />
μέσο τῆς ἄνω σειρᾶς τῆς εἰκόνας τοῦ Βυζαντινοῦ<br />
Μουσείου, οἱ ροπαλοφόροι δαίμονες<br />
εἶναι τρεῖς καὶ ὁ ἅγιος ἀντιδρᾶ<br />
ὑψώνοντας τὰ χέρια (εἰκ. 8). Τὸ ἐπεισόδιο<br />
ἀπαντᾶ, ἐπάνω δεξιά, καὶ στὴν εἰκόνα τοῦ<br />
Φραγκιᾶ Καβερτζᾶ, στὴν πρώτη σκηνὴ τῆς<br />
εἰκόνας τοῦ Μουσείου Κανελλοπούλου ποὺ<br />
ἀποδίδεται στὸν Γεώργιο Γαβαλᾶ, καθὼς<br />
καὶ στὴν ἰταλικὴ χαλκογραφία τοῦ 15ου αἰ.<br />
5. Μετὰ τὴν ἐπίθεση τῶν δαιμόνων ὁ<br />
ἅγιος ξανακλείσθηκε στὸ μνῆμα καὶ προσευχόταν.<br />
Οἱ δαίμονες τότε τοῦ ἐπετέθησαν<br />
πάλι μὲ τὴν μορφὴ θηρίων. Ἴσως στὸ ἐπεισόδιο<br />
αὐτὸ ἀναφέρεται ἡ ἑπόμενη εἰκόνα,<br />
(ἐπάνω) Εἰκ. 12. Δεύτερη σκηνή.<br />
(κάτω) Εἰκ. 13. Τρίτη σκηνή.<br />
54<br />
Ἀχειμάστου-Ποταμιάνου, Εἰκόνες Βυζαντινοῦ<br />
Μουσείου, σ. 158, εἰκ. σ. 160. Τὸ ἐπεισόδιο<br />
εἰκονίζεται καὶ στὴν φλωρεντινὴ χαλκογραφία<br />
τοῦ 15ου αἰ.<br />
55<br />
PG, 26, στ. 856B.
ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΑΠΕΖΑΝΩΝ<br />
471<br />
ὅπου ὁ ἅγιος Ἀντώνιος προσκυνεῖ γονυπετὴς<br />
εἰκόνα εὐλογούσης στηθαίας μορφῆς<br />
ποὺ κρατεῖ εὐαγγέλιο, μᾶλλον τοῦ Χριστοῦ,<br />
κρεμασμένης ἀπὸ κρίκο στὴν εἴσοδο σπηλιᾶς<br />
(εἰκ. 15). Δύο κερασφόροι πτερωτοὶ<br />
δαίμονες ἀγκαλιάζονται ἀριστερά, ἐνῶ δύο<br />
ἄλλοι πετοῦν πάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιο. Τὸ<br />
ἐπεισόδιο, μὲ τρεῖς διαβόλους καὶ καντήλι<br />
στὴν σπηλιά, ἐπαναλαμβάνεται στὴν δεύτερη<br />
ἀριστερὰ σκηνὴ τῆς εἰκόνας τοῦ Ἐμμανουὴλ<br />
Τζάνε, ὅπου φέρει τὴν ἐπιγραφὴ «Ὁ<br />
ἅγιος Ἀντώνιος προσευχόμενος διώκει τοὺς<br />
δαίμονας» (εἰκ. 9). Σὲ ἀνάλογη σκηνὴ τῆς<br />
εἰκόνας τοῦ Καβερτζᾶ (δεύτερη τῆς δεύτερης<br />
σειρᾶς) οἱ δαίμονες εἶναι τρεῖς καὶ λείπει τὸ<br />
εἰκόνισμα. Στὴν ἀποδιδόμενη στὸν Γαβαλᾶ<br />
εἰκόνα οἱ δαίμονες, στὴν ἄνω δεξιὰ σκηνή,<br />
ἔχουν τὴν μορφὴ θηρίων.<br />
6. Ὁ ἅγιος, καθισμένος στὴν εἰσοδο<br />
σπηλιᾶς, ἀπευθύνεται σὲ τέσσερις διαβόλους,<br />
δύο ἀπὸ τοὺς ὁποίους κρατοῦν ἕνα<br />
σχοινί, ποὺ ἀπολήγει σὲ ἁρπάγη (εἰκ. 16).<br />
Ἀνάλογη εἶναι ἡ προτελευταία σκηνὴ δεξιὰ<br />
στὴν εἰκόνα τῆς Μονῆς Πρέβελη (εἰκ. 10).<br />
7. Ἡ ἑπόμενη σκηνὴ ἀντιστοιχεῖ στὸ<br />
τρίτο θαῦμα ποὺ περιγράφει ὁ Διονύσιος,<br />
κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ διάβολος ἐπιχειρεῖ νὰ<br />
ἐμποδίσει τὴν μετάβαση τοῦ ἁγίου στὴν<br />
ἔρημο μὲ τὸν πειρασμὸ πολύτιμου δίσκου:<br />
«Βουνὰ καὶ δρόμος καὶ μέσ’ τὸν δρόμον<br />
κείμενος μέγας δίσκος ἀργυρός· καὶ ὀλίγο<br />
παρέκει σωρὸς φλωρία πολλὰ καὶ ὁ ἅγιος<br />
ἔχων τὸ δικανίκι του μὲ τὸ ροῦχον του εἰς<br />
τὸν ὦμον του φεύγει δρομαῖος βλέπων<br />
αὐτά» 56 (εἰκ. 17). Ἡ ἀπόδοση στὴν εἰκόνα<br />
μας ἀκολουθεῖ πιστότερα τὸν Βίο, ὅπου<br />
μνημονεύονται ὁ διάβολος καὶ ὁ δίσκος<br />
56<br />
Ἑρμηνεία, σ. 187.<br />
(ἐπάνω) Εἰκ. 14. Τέταρτη σκηνή.<br />
(κάτω) Εἰκ. 15. Πέμπτη σκηνή.
472 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Λ. ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΣ<br />
ἐνῶ δὲν γίνεται λόγος γιὰ φλουριά 57 . Ὁ<br />
πτερωτὸς διάβολος πρὸς τὸν ὁποῖο ἀπευθύνεται<br />
ὁ ἅγιος ποὺ στρέφει πίσω, φεύγει<br />
τρέχοντας. Ἀντίστροφα εἶναι σχεδιασμένο<br />
τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ στὴν μεσαία ἀριστερὰ<br />
σκηνὴ στὴν εἰκόνα τῆς Μονῆς Πρέβελη<br />
(εἰκ. 10). Στὴν ἀθηναϊκὴ εἰκόνα τῶν<br />
ἀρχῶν τοῦ 15ου αἰ. ἀκολουθεῖται τὸ ἴδιο<br />
σχῆμα στὴν δεξιὰ σκηνὴ τῆς δεύτερης<br />
ζώνης, ὁ διάβολος ὅμως ζωγραφίζεται,<br />
ὅπως καὶ στὰ ἄλλα ἐπεισόδια τῆς εἰκόνας<br />
αὐτῆς, σὲ μικρότερη κλίμακα 58 (εἰκ. 8). Ἡ<br />
ἀείμνηστος Svetlana Tomeković ἀνεγνώριζε<br />
τὴν σκηνὴ αὐτὴ σὲ μία πολὺ ἐφθαρμένη<br />
τοιχογραφία τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου<br />
στὴν Σούγια 59 .<br />
8. Σύμφωνα μὲ τὸν Βίο τοῦ ἁγίου Παύλου<br />
τοῦ Θηβαίου, ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, θέλοντας<br />
νὰ κάνει τὴν γνωριμία του καὶ<br />
ψάχνοντας ποῦ θὰ τὸν βρεῖ, συνήντησε<br />
ἕναν ἱπποκένταυρο, ὁ ὁποῖος τοῦ ὑπέδειξε<br />
«τὴν ζητουμένην ὁδόν». Στὸ ἐπεισόδιο<br />
αὐτὸ πρέπει νὰ ἀναφέρεται ἡ ὀγδόη σκηνή.<br />
Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, καθισμένος στὴν<br />
εἴσοδο σπηλιᾶς ποὺ ἀνοίγεται σὲ δικόρυφο<br />
βουνό, συζητεῖ μὲ κένταυρο ποὺ κρατεῖ<br />
ρόπαλο (εἰκ. 18). Τὸ κεφάλι τοῦ ἁγίου<br />
εἶναι πολὺ ἐφθαρμένο. Ἀντίστοιχη σκηνὴ<br />
στὴν εἰκόνα τοῦ Τζάνε, ὅπου ὁ ἅγιος εἶναι<br />
ὄρθιος ἀριστερὰ καὶ ἔχει κρεμασμένο<br />
(ἐπάνω) Εἰκ. 16. Ἕκτη σκηνή.<br />
(κάτω) Εἰκ. 17. Ἑβδόμη σκηνή.<br />
57<br />
PG, 26, στ. 860Β-861Α. Τὰ νομίσματα λείπουν<br />
καὶ ἀπὸ δυτικὲς ἀποδόσεις τῆς σκηνῆς,<br />
ὅπως στὸ χειρόγραφο 5080 τῆς παρισινῆς<br />
Bibliothèque de l’Arsenal, φ. 315: R. Graham,<br />
ἔ.ἀ., σ. 132, πίν. LΙΙ.<br />
58<br />
Ἀχειμάστου-Ποταμιάνου, Εἰκόνες Βυζαντινοῦ<br />
Μουσείου, σ. 158, εἰκ. σ. 161.<br />
59<br />
Tomeković, Soughia, σ. 448-449, εἰκ. 2. Tomeković,<br />
Les saints ermites, σ. 165, εἰκ. 133b.
ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΑΠΕΖΑΝΩΝ<br />
473<br />
ὅπως συνήθως τὸν μανδύα του ἀπὸ τὸ ραβδὶ ποὺ κρατεῖ στὸν ὦμο,<br />
συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ἐπιγραφὴ «Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ἀπαντᾶ τὸν ἱπποκένταυρον<br />
εἰς τὰ ἐνδότερα τῆς ἐρήμου». Βουνὰ πλαισιώνουν ἐκεῖ τὴν<br />
σκηνὴ ἀριστερὰ καὶ δεξιά, καὶ ἀνάμεσά τους ὑψώνεται δένδρο 60 (εἰκ.<br />
9, δεύτερη σκηνὴ δεξιά). Στὴν εἰκόνα τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου τὸ<br />
ἐπεισόδιο αὐτὸ εἰκονίζεται μὲ τὸν ἅγιο<br />
ὄρθιο ἀριστερά, στηριγμένο στὸ ραβδί του,<br />
καὶ τὸν ἱπποκένταυρο πρὸς τὰ δεξιά, μὲ γυρισμένο<br />
τὸ κεφάλι πρὸς τὸν ἅγιο Αντώνιο<br />
(εἰκ. 8, τρίτη σκηνὴ δεξιά). Ἡ εἰκόνα τοῦ<br />
Καβερτζᾶ μοιάζει στὴν σύνθεση τοῦ ἐπεισοδίου<br />
αὐτοῦ μὲ τὴν δική μας ἀλλὰ τὸ τοπίο<br />
εἶναι πιὸ σύνθετο 61 . Ἡ σκηνὴ αὐτὴ λείπει<br />
ἀπὸ τὴν Ἑρμηνεία.<br />
9. Ἀκολουθοῦν δύο ἐπεισόδια ἀπὸ τὴν<br />
συνάντηση τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου μὲ τὸν ἅγιο<br />
Παῦλο τὸν Θηβαῖο, τὴν ὁποῖα παραλείπει<br />
ὁ Βίος ποὺ ἔγραψε ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, ἀλλὰ<br />
ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἱερώνυμο 62 . Ἐν<br />
ἀντιθέσει πρὸς τὴν συνήθη εἰκονογραφία<br />
του, ὁ ἅγιος Παῦλος παριστάνεται φαλακρός,<br />
μὲ κοντὴ λευκὴ γενειάδα 63 . Φορεῖ<br />
«ψιάθιον ἕως τὰ γόνατα», ὅπως ὁρίζει ὁ<br />
Διονύσιος ὁ ἐκ Φουρνᾶ 64 . Σὲ τοπίο ἀνάλογο μὲ τῆς προηγούμενης<br />
σκηνῆς, οἱ δύο ἀσκητές, καθισμένοι σὲ βράχους, μοιράζονται ἕνα<br />
ψωμί, ἐνῶ ἀριστερὰ ὁ κένταυρος πού, ὅπως παραδίδεται, ὁδήγησε<br />
τὸν Ἀντώνιο στὸ σπήλαιο τοῦ Παύλου, χειρονομεῖ μὲ τὸ δεξὶ χέρι 65<br />
(εἰκ. 19). Φοινικόδενδρο πίσω ἀπὸ τοὺς ἐρημίτες διχοτομεῖ τὴν παράσταση<br />
66 . Τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ συμπτύσσεται μὲ τὸ ἑπόμενο στὸ κάτω<br />
Εἰκ. 18.<br />
Ὀγδόη σκηνή.<br />
60<br />
Βοκοτόπουλος, Εἰκόνες Κερκύρας, σ. 109, εἰκ. 208.<br />
61<br />
Μουσεῖο Παύλου καὶ Ἀλεξάνδρας Κανελλοπούλου, ἔ.ἀ. (σημ. 35), εἰκ. σ. 332.<br />
62<br />
PL, 23, στ. 17-28.<br />
63<br />
Tomeković, Les saints ermites, σ. 41-42.<br />
64<br />
Γιὰ τὴν ἀμφίεση τοῦ ἁγίου βλ. Tomeković, Les saints ermites, σ. 95.<br />
65<br />
Εἰκονίζεται π.χ. τὸν 14ο αἰ. στὸν ναὸ τῶν Δομηνικανῶν στὸ Bolzano καὶ<br />
τὸν 16ο σὲ πίνακα τοῦ Lazzaro Bastiani (G. Kaftal, Iconography of the<br />
saints in the Painting of North East Italy, Florence 1978, στ. 66, εἰκ. 86-<br />
87). Τὸ ἐπεισόδιο ὅπου οἱ δύο ἀσκητὲς μοιράζονται ψωμί, ἀπαντᾶ στὴν<br />
Δύση ἀπὸ τὸν 7ο αἰ. κατὰ τὴν Graham, ἔ.ἀ., σ. 40.<br />
66<br />
Ἡ διάταξη αὐτὴ συνηθίζεται σὲ δυτικὰ ἔργα, ὅπως στὸ Sant’Angelo in Formis
474 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Λ. ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΣ<br />
ἀριστερὰ διάχωρο τῆς εἰκόνας στὴν Μονὴ<br />
Πρέβελη, ὅπου ὁ ἅγιος Παῦλος φορεῖ χιτώνα<br />
(εἰκ. 10). Στὴν ἀντίστοιχη σκηνὴ τοῦ<br />
Sant’Angelo in Formis 67 , τῆς τράπεζας τῆς<br />
Μονῆς Σινᾶ 68 καὶ φύλλου τριπτύχου τοῦ<br />
15ου αἰ. στὸ Βατικανὸ 69 περιλαμβάνεται<br />
καὶ ὁ κόρακας ποὺ ἔφερε τὸ ψωμί 70 . Δύο<br />
ἐπεισόδια ἀπὸ τὴν συνάντηση τοῦ ἁγίου<br />
Ἀντωνίου μὲ τὸν ἅγιο Παῦλο τὸν Θηβαῖο<br />
διακρίνονται στὶς ἡμιεξίτηλες τοιχογραφίες<br />
τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου στὴν Σούγια 71 .<br />
Ἔμφαση στὴν συνάντηση τῶν δύο ἀσκητῶν<br />
δίνεται στὴν ἤδη μνημονευθεῖσα φλωρεντινὴ<br />
χαλκογραφία τοῦ 1460-1470 72 .<br />
(ἐπάνω) Εἰκ. 19. Ἐνάτη σκηνή.<br />
(κάτω) Εἰκ. 20. Δεκάτη σκηνή.<br />
(G. Kaftal, Iconography of the saints in Central<br />
and South Italian schools of Painting, Florence<br />
1965, στ. 95, εἰκ. 101), στὴν Santa Maria di<br />
San Sepolcro, κοντὰ στὴν Φλωρεντία (1372)<br />
καὶ στὴν Pescia κοντὰ στὴν Πίζα, περὶ τὸ 1420<br />
(L. Meiffret, ἔ. ἀ., σ. 67, εἰκ. 10 καὶ σ. 121,<br />
εἰκ. 38).<br />
67<br />
Tomeković, Les saints ermites, σ. 143, εἰκ.<br />
127.<br />
68<br />
M. Panayotidi, Thirteenth-Century Icons and<br />
Frescoes at St. Catherine’s Monastery on<br />
Mount Sinai. Some Observations, J.-P. Caillet―F.<br />
Joubert (ἐκδ.), Orient et Occident méditerranéens<br />
au XIIIe siècle. Les programmes<br />
picturaux, Paris 2012, σ. 95.<br />
69<br />
M. Bianco Fiorin, Icone della Pinacoteca Vaticana,<br />
Città del Vaticano 1995, σ. 15-16,<br />
ἀριθ. 2, εἰκ. 5. Τοὺς δύο ἐρημίτες πλαισιώνει<br />
ἐδῶ τὸ ἄνοιγμα μεγάλης σπηλιᾶς.<br />
70<br />
Στὸ χειρόγραφο τῆς Μάλτας (1426), σὲ πίνακα<br />
τοῦ καταλανοῦ ζωγράφου Pablo Vergos<br />
(περὶ τὸ 1470) καὶ σὲ σμάλτο τοῦ Léonard<br />
Limousin τοῦ 1536 ὁ κόρακας δὲν ἔχει ἀφήσει<br />
τὸ ψωμὶ ποὺ κρατοῦν οἱ δύο ἐρημίτες (R.<br />
Graham, ἔ.ἀ., σ. 118, 135, 143, πίν. ΧLΙΙΙ,<br />
LV, LΧΙV).<br />
71<br />
Tomeković, Soughia, σ. 449-451. Tomeković,<br />
Les saints ermites, σ. 166, εἰκ. 134-135. Γιὰ<br />
τὴν σκηνὴ αὐτὴ πρβλ. αὐτόθι, σ. 187-188.
ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΑΠΕΖΑΝΩΝ<br />
475<br />
10. Παριστάνεται ἡ σκηνὴ ποὺ στὴν Ἑρμηνεία ἐπιγράφεται «Ὁ<br />
ἅγιος Ἀντώνιος εὑρὼν τὸν ἅγιον Παῦλον ἀσπάζεται αὐτόν» (εἰκ.<br />
20). Ἡ συνάντηση τῶν δύο ἀσκητῶν θὰ ἔπρεπε νὰ προηγεῖται τῆς<br />
προηγουμένης σκηνῆς μὲ τὸ κοινὸ γεῦμα. Φοίνικας σχηματίζει καὶ<br />
ἐδῶ κάθετον ἄξονα. Ἀριστερὰ πετᾶ στηθαῖος ἄγγελος, ἀπὸ κάτω διακρίνεται<br />
στὸ βάθος σπίτι, καὶ δεξιὰ σπηλιὰ<br />
μὲ δύο λαγουδάκια ἀνοίγεται στὴν πλαγιὰ<br />
ἀπόκρημνου βράχου. Στὸ Sant’Angelo in<br />
Formis τὸ ἐπεισόδιο τοποθετεῖται μέσα<br />
στὴν σπηλιὰ τοῦ ἁγίου Παύλου 73 . Στὴν<br />
εἰκόνα τοῦ Τζάνε ὁ Παῦλος φορεῖ χιτωνίσκο<br />
ἀντὶ γιὰ ψάθα, τὸ δένδρο ποὺ διχοτομεῖ<br />
τὴν σύνθεση δὲν εἶναι φοίνικας, καὶ<br />
στὸ βάθος ἀριστερὰ ὑψώνεται σπίτι (εἰκ. 9,<br />
ἐπάνω δεξιά). Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις<br />
λείπει ὁ κόρακας ποὺ «βαστᾷ ψωμὶ εἰς τὸ<br />
στόμα του», τὸν ὁποῖο προβλέπει ἡ Ἑρμηνεία.<br />
Τὸ ἐπεισόδιο παραλείπεται στὶς εἰκόνες<br />
τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου καὶ τοῦ<br />
Καβερτζᾶ. Ὅπως ἤδη σημειώθηκε, στὴν<br />
εἰκόνα τῆς Μονῆς Πρέβελη συνδυάζεται μὲ<br />
τὸ προηγούμενο ἐπεισόδιο.<br />
11. Στὴν τελευτή του ὁ ἅγιος εἶναι ξαπλωμένος<br />
στὴν εἴσοδο σπηλιᾶς (εἰκ. 21). Τὸν ἀνακρατεῖ ἄνδρας<br />
γονατιστὸς πίσω του. Φαλακρὸς λευκογένειος μαθητής του τοῦ δείχνει<br />
εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ στηθαίου, ἐνῶ νεαρὸς ποὺ μόλις ἔσκαψε<br />
τὸν τάφο στηρίζεται στὸ φτυάρι του καὶ ἀκουμπᾶ τὸ κεφάλι στὸ ἀριστερό<br />
του χέρι. Τὸ ἴδιο εἰκονογραφικὸ σχῆμα ἐπαναλαμβάνει σὲ γενικὲς<br />
γραμμὲς ὁ Φραγκιᾶς Καβερτζᾶς. Στὴν εἰκόνα τοῦ Τζάνε ὁ τάφος<br />
δὲν ἔχει ἀκόμη σκαφεῖ, καὶ ἀνάμεσα στὶς κορυφὲς τοῦ βουνοῦ ὅπου<br />
ἀνοίγεται ἡ σπηλιά, τρεῖς ἄγγελοι κρατοῦν τὴν ψυχὴ τοῦ ἁγίου (εἰκ.<br />
9, τρίτη σκηνὴ δεξιά). Ἀνεστραμμένη εἶναι ἡ σκηνὴ στὴν εἰκόνα τῆς<br />
Μονῆς Πρέβελη, ὅπου λείπει πάλι ὁ λάκκος (εἰκ. 10, μεσαία σκηνὴ<br />
κάτω). Στὴν Σούγια ὁ ἅγιος εἶναι ξαπλωμένος σὲ ψάθα 74 .<br />
12. Τὸν κύκλο κλείνει ἡ ταφὴ τοῦ ἁγίου, τυλιγμένου μὲ λευκὲς<br />
ταινίες, τὸν ὁποῖο κατεβάζουν στὸν φρεσκοσκαμμένο λάκκο δύο ἀγέ-<br />
Εἰκ. 21.<br />
Ἑνδεκάτη σκηνή.<br />
72<br />
A. M. Hind, Early Italian Engraving, ἔ.ἀ. (σημ. 45).<br />
73<br />
Tomeković, Les saints ermites, σ. 143, εἰκ. 126.<br />
74<br />
Tomeković, Les saints ermites, σ. 166-167, εἰκ. 136.
476 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Λ. ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΣ<br />
Εἰκ. 22.<br />
Δωδεκάτη σκηνή.<br />
νειοι ἄνδρες καὶ ἕνας μεσόκοπος, μὲ κοντὸ γένι καὶ σκοῦφο (εἰκ.<br />
22). Δίπλα στὸν τάφο εἶναι ἀπιθωμένα πιάτο μὲ ἀναμμένα κάρβουνα<br />
καὶ θυμίαμα, φτυάρι καὶ σκαλιστήρι. Πίσω ὑψώνονται δύο ἀπόκρημνα<br />
βουνά· σπηλιὰ ἀνοίγεται στὸ δεξί. Σύμφωνα μὲ τὸν Βίο του, τὴν<br />
Λαυσαϊκὴ Ἱστορία τοῦ Παλλαδίου καὶ τὴν Ἑρμηνεία, δύο μαθητὲς<br />
τοῦ ἁγίου τὸν κατέβασαν στὸν τάφο 75 . Δύο<br />
ἐπίσης εἰκονίζονται σὲ μικρογραφία τοῦ<br />
Μηνολογίου τοῦ Βασιλείου τοῦ Β' 76 , στὴν<br />
πολὺ ἐφθαρμένη τοιχογραφία τῆς Σούγιας,<br />
στὴν ἰταλικὴ χαλκογραφία τοῦ 15ου αἰ. καὶ<br />
στὶς ἄλλες κρητικὲς εἰκόνες μὲ εἰκονογραφικὸ<br />
κύκλο τοῦ ἁγίου. Στὸ Μηνολόγιο ὁ<br />
ἅγιος, ντυμένος τὰ μοναστικά του ἐνδύματα,<br />
εἶναι ξαπλωμένος σὲ ψάθα μὲ τὰ<br />
χέρια σταυρωμένα. Ἕνας ἀσκητὴς στέκεται<br />
κοντὰ στὸ κεφάλι του ἐνῶ ὁ ἄλλος εἶναι γονατισμένος<br />
στὰ πόδια του. Κτήριο μὲ δικλινῆ<br />
στέγη καὶ κιονοστοιχία ποικίλλει<br />
δεξιὰ τὸ ἥμερο τοπίο. Στὴν εἰκόνα τοῦ<br />
Τζάνε δένδρο ὑψώνεται ἀνάμεσα στὰ<br />
βουνά (εἰκ. 9, κάτω δεξιά). Στὴν εἰκόνα<br />
τοῦ Καβερτζᾶ ἄγγελος παραλαμβάνει τὴν<br />
ψυχὴ τοῦ ἁγίου σὲ μορφὴ βρέφους. Στὴν<br />
εἰκόνα τῆς Μονῆς Πρέβελη (εἰκ. 10, κάτω<br />
δεξιά) τρεῖς ἄνδρες ἀποθέτουν σὲ σαρκοφάγο τὸ σκήνωμα, τυλιγμένο<br />
σὲ ράσο· ἄγγελος παραλαμβάνει τὴν ψυχὴ τοῦ ἁγίου σὲ μορφὴ βρέφους,<br />
ὅπως καὶ στὴν εἰκόνα τοῦ Καβερτζᾶ. Ἡ Ἑρμηνεία παραγγέλλει<br />
νὰ ζωγραφίζωνται «ἐπάνω τοῦ ἁγίου πλῆθος ἀγγέλων μὲ λαμπάδας<br />
καὶ θυμιάματα». Ἀνάλογη σκηνὴ θὰ χρησιμοποίησε ὡς πρότυπο ὁ<br />
ζωγράφος εἰκονιδίου τοῦ Ἐνταφιασμοῦ τοῦ ὁσίου Χριστοδούλου στὸ<br />
Σκευοφυλάκιο τῆς Μονῆς τῆς Πάτμου, ὅπου δύο μοναχοὶ κατεβάζουν<br />
στὸν τάφο τὸ λείψανο, μπροστὰ στὸ ἄνοιγμα σπηλιᾶς 77 .<br />
75<br />
PG, 26, στ. 969-972C· και PG, 34, στ. 1073A. Ἑρμηνεία, σ. 189. Κατὰ τὸν<br />
Παλλάδιο ὠνομάζοντο Μακάριος καὶ Ἀμάτας.<br />
76<br />
Βλ. τὴν σ. 327 στὴν πανομοιότυπη ἔκδοση τῆς Μαδρίτης (2005). Τὸ εἰκονογραφικὸ<br />
σχῆμα τοῦ Μηνολογίου τοῦ Βασιλείου Β΄ ἐπαναλαμβάνει ἡ<br />
ἀντίστοιχη μικρογραφία τοῦ Μηνολογίου Walters 521 στὴν Βαλτιμόρη<br />
(N. Patterson Ševčenko, The Walters “Imperial” Menologion, Journal of<br />
the Walters Art Gallery, 51 (1993), σ. 52-53, εἰκ. 34).
ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΑΠΕΖΑΝΩΝ<br />
477<br />
Ὁ κύκλος τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου περιλαμβάνει πολλὰ ἐπεισόδια,<br />
ποὺ δὲν εἰκονίζονται ὅλα, οὔτε μὲ τὴν ἴδια σειρὰ στὰ γνωστὰ παραδείγματα.<br />
Ἐν σχέσει πρὸς τοὺς κύκλους ἄλλων ἐρημιτῶν 78 , δίδεται<br />
ἔμφασις στοὺς πειρασμοὺς ποὺ ὑπέμεινε ὁ ἅγιος ὡς νέος μοναχὸς<br />
στὴν Ἡρακλεόπολη καὶ στὴν ἔρημο Πισπίρ, στοὺς ὁποίους εἶναι<br />
ἀφιερωμένες στὴν εἰκόνα μας οἱ μισὲς σκηνές. Δύο παριστάνουν<br />
τὴν συνάντηση τοῦ ἁγίου μὲ ἄλλον ἀσκητή ―στὴν προκειμένη περίπτωση<br />
τὸν ἅγιο Παῦλο τὸν Θηβαῖο― καὶ ἡ τελευτὴ τοῦ ἁγίου ἱστορεῖται<br />
σὲ δύο σκηνές. Στοιχεῖο συνοχῆς τῶν σκηνῶν εἶναι τὸ<br />
βραχῶδες τοπίο μὲ τὶς ἀπόκρημνες κορφὲς μπροστὰ στὸ ὁποῖο διαδραματίζονται,<br />
ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐπάνω ἀριστερά.<br />
Στὶς ἄλλες βιογραφικὲς εἰκόνες τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου ἡ διήγηση<br />
ἀρχίζει ἐπάνω ἀριστερά, προχωρεῖ πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ στηληδὸν καὶ<br />
καταλήγει στὴν ταφὴ τοῦ ἁγίου κάτω δεξιά. Ἀνάλογη διάταξη ἀκολουθεῖται<br />
καὶ σὲ πρώιμες βιογραφικὲς εἰκόνες 79 . Στὴν εἰκόνα τῆς<br />
Μονῆς Ἀπεζανῶν ἡ πορεία τῆς διηγήσεως φαίνεται ἐπηρεασμένη<br />
ἀπὸ τὴν κίνηση τῶν δεικτῶν τοῦ ὡρολογίου.<br />
Οἱ εἰκόνες μὲ μία κεντρικὴ μορφὴ ποὺ περιβάλλεται ἀπὸ<br />
σκηνὲς μαρτυροῦνται στὸ Βυζάντιο ἀπὸ τὸν 12ο αἰ., ὑπάρχουν ὅμως<br />
ἐνδείξεις ὅτι ὑπῆρχαν τουλάχιστον ἀπὸ τὸν 11ο 80 . Ἰσχύουν γιὰ τὴν<br />
εἰκόνα μας οἱ παρατηρήσεις τῆς N. Patterson Ševčenko γιὰ τὴν τυχαία<br />
ἀκολουθία τῶν σκηνῶν, πλὴν τῆς γεννήσεως καὶ τῆς κοιμή-<br />
77<br />
Μ. Χατζηδάκης, Εἰκόνες τῆς Πάτμου, Ἀθήνα 1977, σ. 162-163, ἀριθ. 136,<br />
πίν. 178.<br />
78<br />
Βλ. Tomeković, Les saints ermites, σ. 181-183.<br />
79<br />
T. Papamastorakis, Pictorial Lives. Narrative in thirteenth-century vita<br />
icons, Μουσεῖο Μπενάκη 7 (2007), σ. 59.<br />
80<br />
Γιὰ τὶς βιογραφικὲς εἰκόνες βλ. μεταξὺ ἄλλων N. Patterson Ševčenko, Vita<br />
Icons and “Decorated” Icons of the Komnenian Period, B. Devezac (ἐκδ.),<br />
Four Icons in the Menil Collection, Houston 1992, σ. 57-69. Τῆς ἰδίας, The<br />
Vita Icon and the Painter as Hagiographer, DOP 53 (1999), σ. 149-165.<br />
P. L. Vocotopoulos, στὸν τόμο Le grand livre des Icônes. Des origines à la<br />
chute de Byzance, ἐπιμ. T. Velmans, Milano 2002, σ. 125-133, ὅπου καὶ<br />
ἡ προγενέστερη βιβλιογραφία. T. Papamastorakis, Pictorial Lives. Narrative<br />
in thirteenth-century vita icons, ἔ. ἀ., σ. 33-61, ὅπου ὑποστηρίζεται<br />
(σ. 61) ὅτι οἱ βιογραφικὲς εἰκόνες ἐμφανίζονται τὸ ἀργότερο τὸν δέκατο<br />
αἰώνα. Ἡ διάταξη αὐτὴ φαίνεται νὰ ἐφαρμόσθηκε ἀρχικὰ σὲ μεταλλικὲς<br />
εἰκόνες. Κατάλογο βυζαντινῶν βιογραφικῶν εἰκόνων ἔχει δημοσιεύσει ἡ<br />
A. Mitsani, A Thirteenth-Century Vita-Icon of Saint John Lampadistis in<br />
Cyprus, Griechische Ikonen, Symposium in Marburg vom 26-29.6.2000,<br />
Athen 2010, σ. 181-183.
478 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Λ. ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΣ<br />
σεως τοῦ τιμωμένου ἁγίου, καὶ γιὰ τὴν ἔλλειψη ἀναφορᾶς σὲ ὡρισμένο<br />
ναό του ἢ στὰ λείψανά του 81 . Οἱ διαστάσεις τῆς εἰκόνας μας<br />
εἶναι αἰσθητὰ μικρότερες ἀπὸ αὐτὲς τῆς μεγάλης πλειονότητος τῶν<br />
βυζαντινῶν βιογραφικῶν εἰκόνων 82 , δὲν διαφέρουν ὅμως πολὺ ἀπὸ<br />
τὶς διαστάσεις πολλῶν μεταβυζαντινῶν, μεταξὺ ἄλλων τῶν εἰκόνων<br />
τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου Ἀθηνῶν καὶ τοῦ<br />
Μουσείου Κανελλοπούλου (51 x 41 ἑκ. ἔναντι 43,5 x 39 καὶ 48,5<br />
x 38,5 ἑκ. ἀντιστοί χως). Στὴν βυζαντινὴ καὶ τὴν μεταβυζαντινὴ τέχνη<br />
ὑπερέχουν κατὰ πολὺ σὲ ἀριθμὸ οἱ εἰκόνες ποὺ πλαισιώνονται μὲ<br />
σκηνὲς καὶ ἀπὸ τὶς τέσσερις πλευρές, ὅπως στὴν περίπτωσή μας,<br />
καὶ ἀκολουθοῦν οἱ εἰκόνες μὲ σκηνὲς μόνο στὰ πλάγια καὶ αὐτὲς μὲ<br />
σκηνὲς στὰ πλάγια καὶ στὴν ἐπάνω πλευρά. Συχνότερα εἰκονίζεται<br />
ὁ δημοφιλὴς ἅγιος Νικόλαος, καὶ ἀκολουθοῦν ἡ Θεοτόκος, ὁ ἅγιος<br />
Γεώργιος καὶ ὁ Πρόδρομος 83 .<br />
Μόνο μία ἄλλη βιογραφικὴ εἰκόνα τοῦ Μιχαὴλ Δαμασκηνοῦ μοῦ<br />
εἶναι γνωστή: ὁ ἅγιος Γεώργιος μὲ δέκα σκηνὲς τοῦ μαρτυρίου του<br />
στὰ πλάγια, στὸν ναὸ τῆς Παναγίας Σπηλαιώτισσας στὴν Κέρκυρα,<br />
ἔργο μὲ ἔντονες ἰταλικὲς ἐπιδράσεις, ἰδίως στὴν κεντρικὴ παράσταση<br />
84 . Ἐξ ἄλλου ὀκτὼ σκηνὲς τοῦ βίου τοῦ ἁγίου Νικολάου, σὲ δύο<br />
σανίδες ποὺ προσετέθησαν ἐκ τῶν ὑστέρων στὰ πλάγια εἰκόνας τοῦ<br />
ἁγίου ποὺ φέρει τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Ἀγγέλου, ἁγιογράφου ποὺ ἔδρασε<br />
τὸ δεύτερο τέταρτο τοῦ 15ου αἰ., ἔχουν μεγάλη σχέση μὲ τὴν τέχνη<br />
τοῦ Δαμασκηνοῦ, καὶ ἔχουν ἀποδοθεῖ στὸν ἴδιο ἢ στὸν κύκλο του 85 .<br />
Ὁ Δαμασκηνὸς ἀκολουθεῖ στὴν εἰκόνα τῆς Μονῆς Ἀπεζανῶν<br />
τὴν παλαιολόγειο τεχνοτροπία ὅπως εἶχε ἀποκρυσταλλωθεῖ στὰ<br />
81<br />
N. Patterson Ševčenko, The Vita Icon, ἔ.ἀ., σ. 150-152. Ἡ διάταξη τῶν<br />
σκηνῶν χωρὶς νὰ τηρεῖται ἡ χρονολογικὴ διαδοχὴ τῶν ἐπεισοδίων, παρατηρεῖται<br />
συχνὰ καὶ στὶς βιογραφικὲς εἰκόνες ἄλλων ἁγίων. Πρβλ. Ν. Χατζηδάκη,<br />
Εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικολάου μὲ βιογραφικὲς σκηνές. Ἕνα ἄγνωστο<br />
ἔργο τοῦ Γεωργίου Κλόντζα, ΔΧΑΕ περ. Δ', ΚΒ΄ (2001), σ. 402, σημ. 48.<br />
82<br />
N. Patterson Ševčenko, ἔ.ἀ., σ. 150, 157.<br />
83<br />
Γιὰ τοὺς βιογραφικοὺς κύκλους στὴν μνημειακὴ ζωγραφικὴ βλ. T. Gouma-<br />
Peterson, Narrative Cycles of Saints’ Lives in Byzantine Churches from<br />
the Tenth to the Mid-Fourteeenth Century, Greek Orthodox Theological Review<br />
30 (1985), σ. 31-44.<br />
84<br />
Βοκοτόπουλος, Εἰκόνες Κερκύρας, σ. 50-51, ἀριθ. 26, εἰκ. 29.<br />
85<br />
A. Drandaki, Between Byzantium and Venice: Icon Painting in Venetian<br />
Crete in the Fifteenth and Sixteenth Centuries, στον τόμο A. Drandaki<br />
(ἐκδ.), The Origins of El Greco. Icon Painting in Venetian Crete, New York<br />
2009, σ. 18. Μ. Vassilaki, Χεὶρ Ἀγγέλου. Ἕνας ζωγράφος εἰκόνων στὴ βενετοκρατούμενη<br />
Κρήτη, Ἀθήνα 2010, σ. 198, ἀριθ. 48 (Π. Λ. Βοκοτόπουλος).
ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΑΠΕΖΑΝΩΝ<br />
479<br />
ἔργα τῶν Κρητικῶν τοῦ 15ου αἰ., μὲ ἐλάχιστες δυτικὲς ἐπιδράσεις<br />
στὶς χειρονομίες καὶ τὴν στάση τῶν μορφῶν, π.χ. στὸν μεσαῖο<br />
ἐπαίτη τῆς πρώτης σκηνῆς καὶ στὶς ζωηρὲς κινήσεις τῶν δαιμόνων,<br />
τῶν ὁποίων ἡ σωματικὴ διάπλαση ἀποδίδεται φυσιοκρατικά. Στὸν<br />
παραδοσιακό, συντηρητικὸ χαρακτήρα τῆς εἰκόνας συμβάλλει καὶ<br />
ὁ ἑνιαῖος χρυσὸς κάμπος 86 . Ὁ προπλασμὸς εἶναι βαθυκάστανος, τὸ<br />
ρόδινο σάρκωμα καταλαμβάνει μικρὴ ἔκταση καὶ ἐλάχιστες πολὺ<br />
ἐλεύθερες λευκὲς ψιμμυθιὲς τονίζουν τοὺς ὄγκους (εἰκ. 5). Στὴν κεντρικὴ<br />
παράσταση ὁ ἅγιος Ἀντώνιος φαίνεται πιὸ προσηνὴς ἀπὸ ὅ,τι<br />
στὴν εἰκόνα τοῦ Δαμασκηνοῦ στὴν Κέρκυρα 87 . Λόγῳ τῆς μικρῆς κλίμακος<br />
τῶν παραστάσεων, τὰ πρόσωπα τῶν σκηνῶν ζωγραφίζονται<br />
συνοπτικά, μὲ λίγες γρήγορες πινελλιές. Δύσκαμπτες, συχνὰ διχαλωτὲς<br />
καὶ ἀνόργανες πτυχές, ὅπως στοὺς μηροὺς τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου,<br />
αὐλακώνουν τὰ ροῦχα, ποὺ πλάθονται μὲ κοφτὰ ἐπίπεδα σὲ<br />
ἀνοικτότερους τόνους τοῦ χρώματος τοῦ ὑφάσματος καὶ μὲ διακριτικὲς<br />
λευκὲς πινελλιὲς ἢ μεγαλύτερες κηλίδες. Στὸν χιτώνα τῆς κεντρικῆς<br />
μορφῆς, χαμηλότερα ἀπὸ τὸν ἀνάλαβο, σειρὰ ἐλλειψοειδῶν<br />
ὑπόλευκων κηλίδων παραπέμπει σὲ παλαιολόγεια πρότυπα. Τὰ περιγράμματα<br />
εἶναι συχνὰ τονισμένα. Ὁ ἅγιος φορεῖ καστανὸ χιτώνα,<br />
καστανέρυθρο μανδύα καὶ ὑπόλευκο κουκούλλιο καὶ ἀνάλαβο. Διαφέρει<br />
ὡς πρὸς τὸ τελευταῖο αὐτὸ σημεῖο ἀπὸ τὶς περισσότερες παραστάσεις<br />
του, ὅπου τὸ κουκούλλιο καὶ ὁ ἀνάλαβος ἔχουν σκοῦρο,<br />
συχνὰ βαθυκύανο χρῶμα 88 . Τὸ ραβδί του τονίζεται μὲ χρυσὴ<br />
γραμμή. Ποικιλόχρωμα εἶναι τὰ ροῦχα τῶν ἄλλων μορφῶν· χρησιμοποιήθηκαν<br />
τὸ τριανταφυλλί, τὸ βαθυπράσινο, τὸ καστανό, τὸ κόκκινο,<br />
τὸ ἀνοικτόφαιο. Τὸ κτίσμα τῆς πρώτης σκηνῆς εἶναι γκρίζο,<br />
ἐνῶ στοὺς ἀπόκρημνους βραχώδεις ὄγκους ποὺ ὑψώνονται στὸ<br />
βάθος τῶν ὑπολοίπων σκηνῶν, ἐκτὸς ἀπὸ διάφορες ἀποχρώσεις<br />
86<br />
Ἀντιθέτως, σὲ σύγχρονη βιογραφικὴ εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικολάου, ποὺ ἔχει<br />
ἀποδοθεῖ στὸν Γεώργιο Κλόντζα, ὁ κάμπος εἶναι γαλάζιος μὲ σύννεφα (Ν.<br />
Χατζηδάκη, Εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικολάου μὲ βιογραφικὲς σκηνές, ἔ. ἀ., σ.<br />
393, 407). Φυσιοκρατικὰ ἀποδίδεται τὸ βάθος καὶ σὲ παλαιότερες εἰκόνες<br />
μὲ δυτικὲς ἐπιδράσεις, ὅπως στὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Vicenza καὶ σὲ ἔργα τοῦ<br />
Ἰωάννου Περμενιάτη (βλ. π.χ. Τῆς ἰδίας, Ἀπὸ τὸν Χάνδακα στὴ Βενετία. Ἑλληνικὲς<br />
εἰκόνες στὴν Ἰταλία. 15ος-16ος αἰώνας, Ἀθήνα 1993, ἀριθ. 11, 32, 34).<br />
87<br />
Βοκοτόπουλος, Εἰκόνες Κερκύρας, εἰκ. 24.<br />
88<br />
Tomeković, Les saints ermites, σ. 25. Μεταξὺ τῶν ἐξαιρέσεων μνημονεύομε<br />
εἰκόνες τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου Ἀθηνῶν, ποὺ ἔχουν ἀποδοθεῖ<br />
στὸν 16ο αἰ.: Μ. Ἀχειμάστου-Ποταμιάνου, Εἰκόνες Βυζαντινοῦ Μουσείου,<br />
ἀριθ. 46, 53 (τοῦ Δαμασκηνοῦ), 59.
480 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Λ. ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΣ<br />
τοῦ καστανοῦ καὶ τοῦ γκρίζου, ἀπαντοῦν καὶ ἐξωπραγματικὰ χρώματα,<br />
λ.χ. πράσινο καὶ ἰῶδες. Ἡ ἄκρη τῶν βράχων τονίζεται μὲ<br />
λευκὲς πινελλιές. Λίγες σχεδιαστικὲς ἀτέλειες παρατηροῦνται, ὅπως<br />
ὁ διάβολος ποὺ πατεῖ μέσα στὸν δίσκο στὴν ἕβδομη σκηνὴ καὶ ἡ<br />
ἀπόδοση τοῦ κενταύρου στὴν ἔνατη.<br />
Γιὰ τὴν ἀπεικόνιση τῶν δαιμόνων ὁ Δαμασκηνὸς χρησιμοποιεῖ<br />
τὸν ἀνθρωπόμορφο τύπο 89 . Τοὺς ζωγραφίζει γυμνούς ―ἐκτὸς ἀπὸ<br />
τὴν δεύτερη σκηνή―, μὲ κανονικὸ μέγεθος καὶ ἀναλογίες, βαθυκάστανο<br />
δέρμα, μικρὰ μυτερὰ αὐτιά, κέρατα κατσίκας, κοντὴ οὐρὰ καὶ<br />
μικρὰ φτερὰ νυχτερίδας 90 . Οἱ περισσότεροι ζωγράφοι τοῦ 16ου καὶ<br />
17ου αἰ. ὅπως ὁ Κλόντζας στὴν Δευτέρα Παρουσία τῆς Βενετίας 91 ,<br />
τὸν κώδικα Βute 92 ἢ τὸ τρίπτυχο τῆς Συλλογῆς Λάτση 93 καὶ ὁ Λέος<br />
Μόσκος στὴν Δευτέρα Παρουσία τῆς ἴδιας Συλλογῆς 94 , προτιμοῦν<br />
τὸν ζωόμορφο τύπο, ὅπου οἱ δαίμονες ἀποδίδονται σὲ μικρὴ σχετικῶς<br />
κλίμακα, εἶναι τριχωτοὶ καὶ ἔχουν μεγάλα φτερὰ καὶ οὐρὰ καὶ<br />
μεγάλα γαμψὰ νύχια στὰ πόδια. Ὁ τύπος αὐτὸς ἀπαντᾶ ἤδη στὰ τέλη<br />
τοῦ 15ου αἰ. στὴν ἰταλικὴ ζωγραφική, ὅπως στὴν predella μὲ τὴν εἰς<br />
Ἅδου Κάθοδο τῆς pala Gattamelata τοῦ Jacopo Bellini στὴν Πάδουα,<br />
τοῦ 1460 95 . Ἀλλοῦ ζωγραφίζονται σὲ μικροσκοπικὴ κλίμακα, ὅπως<br />
στὴν Ἀλληγορία τοῦ θανάτου τῆς τράπεζας τῆς Λαύρας 96 . Ἀπὸ τοὺς<br />
ζωγράφους τοῦ 16ου αἰ. τὸν ἀνθρωπόμορφο τύπο χρησιμοποιεῖ καὶ<br />
ὁ Τζώρτζης στὸ καθολικὸ τῆς Μονῆς Διονυσίου· ὁ διάβολος ἀποδίδεται<br />
σὲ μικρὴ κλίμακα, ἔχει κανονικὰ φτερὰ καὶ φορεῖ χιτώνα 97 .<br />
89<br />
Γιὰ τὴν ἀπεικόνιση τοῦ διαβόλου βλ. μεταξὺ ἄλλων M. Garidis, L’évolution<br />
de l’iconographie du démon dans la période postbyzantine, L’Information<br />
d’Histoire de l’Art 12 (1967), σ. 143-155. Θ. Προβατάκης, ἔ. ἀ.<br />
(σημ. 53). L. Petzoldt―S. de Rachewitz (ἐκδ.), Der Dämon und sein Bild,<br />
Frankfurt am Main 1989.<br />
90<br />
Τέτοια φτερὰ ἀπαντοῦν ἤδη στὰ τέλη τοῦ 13ου αἰ. στὸ ἔργο τοῦ Giotto.<br />
Ὅμοια ζωγραφίζεται ὁ διάβολος σὲ τοιχογραφίες τοῦ 1585-1590 ποὺ ἀποδίδονται<br />
στὸν Giovanni Battista Lombardelli. Βλ. προχείρως R. Graham,<br />
ἔ. ἀ., σ. 36-37, πίν. LΧV.<br />
91<br />
M. Chatzidakis, Icônes de Saint-Georges des Grecs, ἔ. ἀ., πίν. ΧΧΧΙ.<br />
92<br />
J. Vereecken―L. Hadermann-Misguich, Les oracles de Léon le Sage illustrés<br />
par Georges Klontzas. La version Barozzi dans le Codex Bute, Venise 2000,<br />
πίν. 41.<br />
93<br />
Μετὰ τὸ Βυζάντιο, Ἀθήνα 1996, σ. 98-101, ἀριθ. 24. Πρβλ. καὶ τὴν Οὐρανοδρόμο<br />
Κλίμακα σὲ τρίπτυχο τοῦ 16ου αἰ.: Αὐτόθι, σ. 54, 60, ἀριθ. 12.<br />
94<br />
Αὐτόθι, σ. 166-169, ἀριθ. 40.<br />
95<br />
La pittura nel Veneto. Il Quattrocento, Milano 1990 (Εlecta), II, εἰκ. 613.<br />
96<br />
G. Millet, Monuments de l’Athos, Paris 1927, πίν. 142.2.
ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΑΠΕΖΑΝΩΝ<br />
481<br />
Ἔχει ἤδη σημειωθεῖ ἡ δυσκολία στὴν χρονολογικὴ κατάταξη<br />
τῶν ἔργων τοῦ Δαμασκηνοῦ, ποὺ τὰ περισσότερα δὲν φέρουν χρονολογία,<br />
καὶ στὸν καθορισμὸ τῶν φάσεων τῆς τέχνης του 98 . Ἡ<br />
εἰκόνα ποὺ ἐξετάζομε, ποὺ παριστάνει τὸν ἐπώνυμο ἅγιο τῆς Μονῆς<br />
Ἀπεζανῶν, ζωγραφίσθηκε κατὰ πᾶσαν πιθανότητα γιὰ τὴν μονή, ἡ<br />
ὁποία ἤκμαζε τὴν δεύτερη πεντηκονταετία τοῦ 16ου αἰ. 99 Λογικὸ<br />
εἶναι νὰ ὑποθέσωμε ὅτι ἡ εἰκόνα παρηγγέλθη στὸν Δαμασκηνὸ ἐνῶ<br />
βρισκόταν στὴν Κρήτη καὶ ὄχι κατὰ τὴν μακρὰ ἀπουσία του στὴν<br />
Ἰταλία, ἄρα πρὸ τοῦ 1569 ἢ μεταξὺ 1583 καὶ 1592.<br />
Ὁ τύπος τῆς ὑπογραφῆς Χεὶρ Μιχαὴλ Δαμασκηνοῦ, μὲ ἢ χωρὶς<br />
τὸ ἄρθρο, εἶναι ὁ συνηθέστερος σὲ παραδοσιακὰ ἔργα τοῦ ζωγράφου<br />
καὶ δὲν ἀποτελεῖ χρονολογικὸ τεκμήριο 100 . Τὸ ὄνομα τοῦ ἀφιερωτή,<br />
πολὺ κατεστραμμένο, δὲν βοηθᾶ οὔτε αὐτὸ στὴν<br />
χρονολόγηση. Θὰ μποροῦσε ἐνδεχομένως νὰ συμπληρωθεῖ Γεωργίου<br />
Μα[λά]κη, καὶ ὁ δωρητὴς νὰ ταυτισθεῖ μὲ τὸν πλοίαρχο καὶ<br />
πλοιοκτήτη Τζώρτζη Μαλάκη, ποὺ μνημονεύεται σὲ διάφορα<br />
ἔγγραφα ἀπὸ τὸ 1567 μέχρι τὸ 1587, εἶχε διατελέσει μέλος τῆς<br />
ἑλληνικῆς ἀδελφότητος τῆς Βενετίας, βαρδιάνος τῆς ἀδελφότητος<br />
τῶν ναυτικῶν τοῦ Χάνδακα τὸ 1587, λιμενάρχης καὶ πρόξενος τῶν<br />
Ἄγγλων 101 . Ἦταν ἑπομένως ἔγκριτος πολίτης τῆς πρωτεύουσας τοῦ<br />
νησιοῦ. Ἀπὸ ἄλλο ἔγγγραφο συνάγεται ὅτι τὸ 1593 εἶχε ἤδη ἀποβιώσει<br />
102 . Ἂς σημειωθεῖ ὅτι ὁ Μαλάκης εἶχε ζητήσει τὸ 1574, τὸ<br />
97<br />
Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Διονυσίου. Οἱ τοιχογραφίες τοῦ καθολικοῦ, Ἅγιον Ὄρος<br />
2003, εἰκ. 275.<br />
98<br />
Βοκοτόπουλος, Εἰκόνες Κερκύρας, σ. 39.<br />
99<br />
Βλ. σημ. 1.<br />
100<br />
Γιὰ τοὺς τύπους τῆς ὑπογραφῆς τοῦ ζωγράφου βλ. Βοκοτόπουλος, Εἰκόνες<br />
Κερκύρας, σ. 39-40. Μ. Χατζηδάκης, Ἕλληνες ζωγράφοι μετὰ τὴν Ἅλωση<br />
(1450-1830), 1, Ἀθήνα 1987, σ. 241.<br />
101<br />
Μ. Κωνσταντουδάκη-Κιτρομηλίδου, Εἰδήσεις γιὰ τὴ συντεχνία τῶν ζωγράφων<br />
τοῦ Χάνδακα τὸν 16ο αἰώνα, Πεπραγμένα τοῦ Δ' Διεθνοῦς Κρητολογικοῦ<br />
Συνεδρίου (Ἡράκλειο, 29 Αὐγούστου-3 Σεπτεμβρίου 1976), Β΄, Ἀθήνα<br />
1981, σ. 132 σημ. 8. Ν. Μ. Παναγιωτάκης, Ἡ κρητικὴ περίοδος τῆς ζωῆς<br />
τοῦ Δομηνίκου Θεοτοκοπούλου, Ἀθῆναι 1986, σ. 43 σημ. 1. Σ. Κακλαμάνης,<br />
Μάρκος Δεφαράνας (1503-1575;). Ζακύνθιος στιχουργὸς τοῦ ΙϚ΄ αἰώνα,<br />
Θησαυρίσματα 21 (1991), σ. 311. Ἀγγελικῆς Πανοπούλου, Συντεχνίες καὶ<br />
θρησκευτικὲς ἀδελφότητες στὴ βενετοκρατούμενη Κρήτη, Ἀθήνα-Βενετία 2012,<br />
σ. 53, 362, 365, 370, 371, 416, 419, μὲ τὴν προγενέστερη βιβλιογραφία.<br />
102<br />
Κ. Λαμπρινός (ἐκδ.), Michiel Gradenigo, νοτάριος στὴ δουκικὴ γραμματεία<br />
τοῦ Χάνδακα. Libro 1593-1617, Ἀθήνα 2010, σ. 150. Εὐχαριστῶ θερμῶς<br />
τὸν κ. Κώστα Λαμπρινὸ γιὰ τὴν σχετικὴ ὑπόδειξη.
482 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Λ. ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΣ<br />
1577 καὶ τὸ 1579 νὰ τοῦ παραχωρηθοῦν κτήματα στὴν περιοχὴ<br />
Φραγκοτόπι κοντὰ στὸ Castel Novo καὶ τὸ Castel Priotissa, ὅπου<br />
βρίσκεται ἡ Μονὴ Ἀπεζανῶν 103 . Λαμβανομένης ὑπ᾽ὄψιν τῆς ἐξαιρετικῆς<br />
ποιότητος τῆς εἰκόνας ποὺ ἐξετάζομε, ἔργου τῆς ὡριμότητος<br />
τοῦ ζωγράφου, κλίνομε ὑπὲρ τῆς ἀποδόσεώς της στὴν δεκαετία<br />
1583-1592.<br />
Ἡ εἰκόνα ἡ ὁποία παρουσιάζεται ἐδῶ εἰς μνημόσυνον τοῦ Μανόλη<br />
Μπορμπουδάκη, ποὺ τόσο ἐμόχθησε γιὰ τὴν συντήρηση καὶ<br />
προβολὴ τῆς τέχνης τῆς ἰδιαιτέρας του πατρίδος, εἶναι μία εὐπρόσδεκτη<br />
προσθήκη στὸ corpus τῶν ὑπογεγραμμένων εἰκόνων τοῦ Μιχαὴλ<br />
Δαμασκηνοῦ, δεδομένου μάλιστα ὅτι διαφέρει ὡς πρὸς τὴν<br />
τυπολογία καὶ τὴν θεματολογία ἀπὸ τὰ περισσότερα γνωστὰ ἔργα<br />
τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Κρητικοῦ καλλιτέχνη 104 .<br />
103<br />
Γ. Πλουμίδης, Αἰτήματα καὶ πραγματικότητες τῶν Ἑλλήνων τῆς Βενετοκρατίας<br />
(1554-1600), Ἰωάννινα 1985, σ. 39-40, ἀριθ. 130.<br />
104<br />
Εὐχαριστῶ θερμότατα τὸν Γέροντα Γαβριὴλ τῆς Μονῆς Ἀπεζανῶν γιὰ τὴν<br />
διευκόλυνση τῆς μελέτης τῆς εἰκόνας καὶ τὴν ἀβραμιαία φιλοξενία, τὴν<br />
Διευθύντρια τῆς 13ης Ἐφορείας Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων Κυρία Βάσω Συθιακάκη<br />
γιὰ τὴν πρόθυμη παραχώρηση τῆς ἀδείας δημοσιεύσεως καὶ τὴν<br />
βοήθεια στὴν σχετικὴ ἔρευνα, καθὼς καὶ τὸ προσωπικὸ τῆς Ἐφορείας καὶ<br />
ἰδίως τὴν Κυρία Ἑλένη Κανάκη γιὰ τὴν βοήθειά τους. Θερμὰ εὐχαριστῶ<br />
γιὰ τὴν βοήθειά τους τὴν κυρία Μαρία Μπορμπουδάκη καὶ τὸν κ. Μανόλη<br />
Πατεδάκη. Η εἰκ. 1 εἶναι τῆς κυρίας Κανάκη, τὴν ὁποία καὶ εὐχαριστῶ ἰδιαιτέρως<br />
γιὰ τὴν παραχώρηση.
Εικ. 1. Ο άγιος Παντελεήμων και σκηνές του βίου του (χαρακτικό, 0,41 x 0,30 εκ.,<br />
Άγιον Όρος. Χαράκτης o μοναχός Θεοδόσιος. Bλ. στη σημ. 5, Παπαστράτου, Χάρτινες εικόνες, τ. Β΄, 476).
† Αθανάσιος Δ. Παλιούρας<br />
Το κύκνειο άσμα<br />
της κρητικής ζωγραφικής:<br />
Η περίπτωση<br />
των χάρτινων εικόνων που<br />
αντικαθιστούν τις φορητές<br />
τον 18ο και 19ο αι.<br />
Πολλά έχουν γραφεί για την καταγωγή των κρητικών εικόνων, για<br />
την αναζήτηση των πηγών και των προτύπων στην προηγηθείσα<br />
παλαιολόγεια ζωγραφική, για τις δημιουργικές αφετηρίες τους, για<br />
τη σύνδεσή τους με τη δυτική τέχνη, για την προετοιμασία του καλλιτεχνικού<br />
δρόμου, που γέννησε μεγάλα ονόματα και δημιούργησε<br />
τελικά σχολή, την Κρητική Σχολή. Εξάλλου μία τεράστια βιβλιογραφία<br />
αναφέρεται στο περιεχόμενο αυτής της Σχολής, στους ζωγράφους<br />
και στη συστηματική τους σπουδή, στα εργαστήρια ζωγραφικής,<br />
τα περισσότερα στους κεντρικούς δρόμους του Χάνδακα,<br />
στα νέα θέματα που εμπλούτισαν την εικονογραφία, στις παραγγελίες<br />
των εικόνων, στη σχέση τους με τα μεγάλα μοναστικά κέντρα της<br />
Ορθοδοξίας, στο άπλωμα της τέχνης στην Ανατολική Μεσόγειο,<br />
στην τεράστια συλλογή κρητικών, επώνυμων ή ανώνυμων, χρονολογημένων<br />
ή μη εικόνων, που κατακυρίεψαν τον κόσμο.<br />
Η δεύτερη πενηντακονταετία του 20ού αιώνα κοσμείται με ερευνητές<br />
βυζαντινολόγους πρώτου μεγέθους, οι οποίοι ξόδεψαν πολλές<br />
χρονοώρες ερευνώντας και μελετώντας την Κρητική Σχολή, εκδίδοντας<br />
το έργο των κρητικών ζωγράφων, διαφωτίζοντας και επιχειρώντας<br />
βαθειές τομές σε μιαν ολόκληρη εποχή (15ο, 16ο και 17ο<br />
αι.) 1 . Ο Ορλάνδος, ο Χατζηδάκης, ο Ξυγγόπουλος, ο Πελεκανίδης,<br />
1<br />
Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα (1950-2000) σημειώνεται έξαρση στο<br />
ζήτημα της έρευνας (αρχειακής και των εικόνων) και μελέτης της Κρητικής<br />
Σχολής. Εκατοντάδες βιβλία, μονογραφίες, διδακτορικές διατριβές, άρθρα<br />
και ανακοινώσεις σε συνέδρια είδαν και βλέπουν το φως της δημοσιότη-
486 ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Δ. ΠΑΛΙΟΥΡΑΣ<br />
ο Πάλλας, ο Μανούσακας, ο Δρανδάκης, ο Αλεξίου, ο Καλοκύρης,<br />
ο Λασιθιωτάκης, ο Γαρίδης, ο Βοκοτόπουλος, ο Παναγιωτάκης και<br />
ένας αξιόλογος αριθμός νεότερων ερευνητών έστησαν, μέσα από<br />
την αρχειακή έρευνα και τη μελέτη των δεδομένων, το καλλιτεχνικό<br />
Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο με κέντρο την Κρήτη 2 .<br />
Σήμερα, ύστερα από όλα αυτά προβάλλει από μόνο του το ερώτημα:<br />
Ποιο είναι το τέλος της Κρητικής Σχολής; Πότε και πώς παρήκμασε<br />
αυτό το μεγάλο εικαστικό κίνημα; Ποια είναι τα στοιχεία<br />
που δείχνουν τα τελευταία ίχνη και την τελευταία σφραγίδα που<br />
επισφράγισε αυτό το τέλος;<br />
«Όριο ιστορικό, αλλά και καλλιτεχνικό παραμένει το 1669, γενικότερα<br />
τα μέσα του 17ου αι., με τη μεγάλη πολιτική αλλαγή που<br />
έλαβε χώρα, τη συρρίκνωση δηλαδή και σύμπτυξη του ισχυρού<br />
ναυτικού κράτους της Βενετίας και την κατάληψη των νησιών του<br />
Αιγαίου και ιδιαίτερα της Κρήτης, αλλά και των παραθαλασσίων<br />
φρουρίων από τους νέους Οθωμανούς κατακτητές.<br />
Οι εικόνες, που με κέντρο την Κρήτη κυκλοφορούν ως τότε σε<br />
όλη την Ανατολική Μεσόγειο, στεριανή και νησιωτική, φέρουν την<br />
έμπνευση, ανανεωτική σφραγίδα και υπογραφή των κρητικών καλλιτεχνών<br />
3 .»<br />
Έτσι στη μεγάλη αλλαγή των μέσων του 17ου αι., που είχε για<br />
τα μέτρα της εποχής της παγκόσμιες κοινωνικές, οικονομικές, θρητας.<br />
Κεντρικά σημεία αναφοράς των κρητικών ζωγράφων και του έργου<br />
τους παραμένουν τα δέκα (10) Κρητολογικά Συνέδρια καθώς και το Ελληνικό<br />
Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας.<br />
Κορυφαίοι εξάλλου βυζαντινολόγοι, Έλληνες και ξένοι, προώθησαν την<br />
έρευνα της Κρητικής ζωγραφικής (από τον 15ο-17ο αι.) σε τέτοιο σημείο<br />
ώστε να μοιάζει δυσανάλογη και συντριπτικά υπέρ αυτής, σε σύγκριση<br />
με τη μελέτη άλλων ζωγράφων και καλλιτεχνικών ρευμάτων άλλων περιοχών<br />
την ίδια εποχή στον ορθόδοξο βαλκανικό χώρο.<br />
2<br />
Για μία συνοπτική παρουσίαση της καλλιτεχνικής πορείας της Κρητικής<br />
Σχολής, δες Α. Παλιούρας, Εισαγωγή στη Βυζαντινή Αρχαιολογία, Πανεπιστήμιο<br />
Ιωαννίνων 3 2002, σ. 186-204, στα κεφάλαια: 4. Εικονογράφοι<br />
της Κρητικής Σχολής: οι πρόδρομοι και οι συνεχιστές, 5. Θεοφάνης ο<br />
Κρητικός: από τη γοητεία της εικόνας στη μαγεία της τοιχογραφίας, 6.<br />
Κλόντζας και Θεοτοκόπουλος, η ένδοξη δυάδα της Κρήτης: έργο «μικρό<br />
και μέγα», 7. Οι σπουδαιότεροι Κρητικοί εικονογράφοι και η εμβέλεια του<br />
έργου τους. Από το Χάνδακα στη Βενετία. Ο μεγάλος δρόμος της τέχνης.<br />
3<br />
Α. Παλιούρας, Ο Σίφνιος ζωγράφος «Δευτερεύων»: το κύκνειο άσμα της<br />
αιγαιοπελαγίτικης εικονογραφίας, Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Σιφναϊκού Συμποσίου<br />
(Σίφνος 25-28 Ιουνίου 1998), τ. Β΄, Αθήνα 2001, σ. 241.
ΤΟ ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ<br />
ΧΑΡΤΙΝΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΠΟΥ ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΟΥΝ ΤΙΣ ΦΟΡΗΤΕΣ ΤΟΝ 18ο ΚΑΙ 19ο ΑΙ.<br />
487<br />
σκευτικές και καλλιτεχνικές συνέπειες, ο ευρύτερος ορθόδοξος χώρος<br />
ακολούθησε το γενικότερο ρεύμα της παρακμής. Πέρα από τις<br />
άλλες επιπτώσεις το φαινόμενο αντικατοπτρίζεται πιο φανερά στην<br />
τέχνη, η οποία σε όλες της τις εκφράσεις γίνεται ταπεινότερη, μη<br />
έχοντας πλέον τη δύναμη, τη δυνατότητα και τις προϋποθέσεις να<br />
αναγεννηθεί, αφού το γενικότερο οικονομικό-κοινωνικό, αλλά και<br />
εκκλησιαστικό πλαίσιο βρισκόταν σε κατάσταση αποδιοργάνωσης,<br />
σε ορισμένες περιοχές και διάλυσης.<br />
Άλλαξε η νομοθεσία, συρρικνώθηκε το εμπόριο με τραγικές<br />
συνέπειες στην οικονομία και κατ’ επέκταση στην καθημερινή ζωή,<br />
η κοινωνία έχασε τη συνοχή της, εξαφανίστηκαν οι εστίες γραμμάτων,<br />
έκλεισαν οι σχολές ζωγραφικής με πιο ονομαστή εκείνη του<br />
Αγίου Λουκά στο Χάνδακα, άδειασαν τα εργαστήρια, έλειψαν οι<br />
μεγάλοι καλλιτέχνες. Όσοι κρητικοί ζωγράφοι επέζησαν της μεγάλης<br />
καταστροφής, κάποιοι και πριν από αυτή, έφυγαν για Επτάνησα<br />
και Βενετία.<br />
Και ενώ στον άλλο τουρκοκρατούμενο ορθόδοξο κόσμο των<br />
Βαλκανίων, από το δεύτερο μισό του 17ου και ολόκληρο τον 18ο<br />
αι., παρουσιάστηκαν δείγματα ανάκαμψης, οι άλλες περιοχές, που<br />
είχαν ως τότε μακρά περίοδο βενετοκρατίας και τώρα μόλις γεύονταν<br />
την οθωμανική κατοχή και τις διαλυτικές συνέπειές της, άργησαν<br />
περισσότερο να συνέλθουν, καθώς μας φανερώνουν τα παραδείγματα<br />
της Κρήτης και της Κύπρου.<br />
Ωστόσο στα νησιά του Αιγαίου και στην ίδια την Κρήτη την τέχνη<br />
θεραπεύουν τοπικά, περιορισμένα εργαστήρια, αποκομμένα<br />
από τα ευρύτερα καλλιτεχνικά ρεύματα της Δύσης, γι’ αυτό κατά κανόνα<br />
μέσα στο πλαίσιο της ορθόδοξης παράδοσης. Αυτή η εκκλησιαστική<br />
παράδοση του 18ου και 19ου αι. αποκτά απλοϊκό, λαϊκό<br />
χαρακτήρα, με τις τοπικές ιδιαιτερότητες, τις όψεις της καθημερινής<br />
ζωής, τις προτιμήσεις, τα έθιμα και τις αντιλήψεις της κλειστής και<br />
περιορισμένης κοινωνίας.<br />
Παρόλα αυτά κάποιοι τολμηροί και αποφασιστικοί κατόρθωσαν<br />
να διοχετεύσουν την χαμηλού αισθητικού αποτελέσματος καλλιτεχνική<br />
τους παραγωγή και σε γειτονικά προς την Κρήτη νησιά. Ιδιαίτερα<br />
μετά την συνθήκη του Κάρλοβιτς του 1699, με τις νέες ευνοϊκότερες<br />
αποφάσεις που θέσπισε, έδωσε την ευκαιρία να<br />
αναδιοργανωθεί ξανά το καλλιτεχνικό εκκλησιαστικό εμπόρευμα<br />
που κάλυπτε τις λατρευτικές ανάγκες μοναστηριών, ενοριακών ναών<br />
και ιδιωτών όλων των αιγαιοπελαγίτικων νησιών.
488 ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Δ. ΠΑΛΙΟΥΡΑΣ<br />
Είναι εντυπωσιακή η παρατήρηση του Μανόλη Χατζηδάκη,<br />
όταν βρέθηκε μπροστά σε τεράστιο αριθμό ζωγράφων, περίπου<br />
750 τον 18ο αι. τους οποίους περιλαμβάνει στη μνημειώδη δίτομη<br />
έκδοση του Καταλόγου, καθώς τους εντοπίζει να δουλεύουν οι περισσότεροι<br />
στα αιγαιοπελαγίτικα νησιά, ιδιαίτερα στη Ρόδο, τη Χίο,<br />
τη Σίφνο, τη Σάμο, τη Λέσβο. Τη μερίδα του λέοντος φυσικά καταλαμβάνει<br />
η Κρήτη 4 .<br />
Γνωρίζουμε πως η μεγάλη αλλαγή από τον Βενετό γενικό Προβλεπτή<br />
και τον Δούκα της Κρήτης στον Τούρκο Πασά, οδήγησε την<br />
Κρήτη σε οικονομικό και κοινωνικό μαρασμό, πνευματική πενία<br />
και καλλιτεχνική ένδεια. Γι’ αυτό η περίπτωση της τέχνης, ιδιαίτερα<br />
της ζωγραφικής, αποτελεί κραυγαλέο δείγμα της γενικότερης υποβάθμισης<br />
των πάντων.<br />
Έτσι εξηγείται το φαινόμενο μεγάλου αριθμού «ζωγράφων» χωρίς<br />
πηγαίο ταλέντο, να καταφεύγουν στην εύκολη λύση της «μεταγραφής»<br />
των χάρτινων εικόνων, των θρησκευτικών δηλαδή χαρακτικών<br />
που έρχονται από τη δυτική και κεντρική Ευρώπη, και τη<br />
μετατροπή τους σε φορητές εικόνες. Η μεγάλη και μοναδική έως<br />
τώρα δίτομη έκδοση των Χάρτινων εικόνων της αείμνηστης Ντόρης<br />
Παπαστράτου 5 προσφέρει στην έρευνα ένα πολύτιμο Corpus των<br />
ετών 1665-1899, με τη βοήθεια του οποίου μπορεί κανείς σήμερα<br />
να αντιπαραβάλει χαρακτικές και φορητές εικόνες και να εντοπίσει<br />
τη μεγάλη χρήση των πρώτων για τη δημιουργία των δεύτερων.<br />
Παρουσιάζεται συνεπώς ένα νέο φαινόμενο, που αποτελεί όχι<br />
μόνο καινοτομία, ως προς την αναζήτηση των προτύπων, αλλά και<br />
ως προς τις νέες τεχνικές που εφαρμόζονται πλέον. Ο λόγος είναι<br />
αυτονόητος για όσους μελετούν την καλλιτεχνική δραστηριότητα<br />
στην Ανατολική Μεσόγειο από τα μέσα του 17ου μέχρι τις αρχές του<br />
20ού αι. Αλλά και ο καλλιτεχνικός στόχος αλλάζει με τη νέα μέθοδο.<br />
Α. Ο αυτονόητος λόγος λοιπόν πηγάζει από τις μικρές δυνατότητες<br />
που έχουν οι ζωγράφοι, οι οποίοι στην συντριπτική τους πλειοψηφία<br />
είναι μέτριοι. Έχει χαθεί η παλαιά αυστηρή και απαιτητικών<br />
4<br />
Μ. Χατζηδάκης, Έλληνες ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450-1830), τ. Α΄,<br />
Αθήνα 1987 και Μ. Χατζηδάκης - Ε. Δρακοπούλου, Έλληνες ζωγράφοι<br />
μετά την Άλωση (1450-1830), τ. Β΄, Αθήνα 1997. Μ. Χατζηδάκης, Πνευματικός<br />
βίος και πολιτισμός (1669-1821), Ιστορία του ελληνικού έθνους,<br />
τ. ΙΔ΄, σ. 258-260 (Κρήτη).<br />
5<br />
Ντ. Παπαστράτου, Χάρτινες εικόνες. Ορθόδοξα χαρακτικά (1665-1899), τ.<br />
Α΄-Β΄, Αθήνα 1986.
ΤΟ ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ<br />
ΧΑΡΤΙΝΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΠΟΥ ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΟΥΝ ΤΙΣ ΦΟΡΗΤΕΣ ΤΟΝ 18ο ΚΑΙ 19ο ΑΙ.<br />
489<br />
προδιαγραφών παράδοση, που ήταν απόρροια της λειτουργίας στην<br />
Κρήτη σχολών ζωγραφικής, εργαστηρίων φημισμένων ζωγράφων,<br />
καθώς οι επώνυμες και συχνά χρονολογημένες εικόνες ταξίδευαν<br />
σε όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα τον ορθόδοξο.<br />
Οι καλλιτεχνικές οικογένειες μεταβιβάζουν τα ανθίβολα από<br />
πατέρα σε γιο ή από δάσκαλο σε μαθητή, μια και θεωρούνται τα<br />
πολύτιμα «συνοδευτικά εργαλεία δουλειάς» απαραίτητα για την καλλιτεχνική<br />
παραγωγή προπαντός των φορητών εικόνων. Έπρεπε το<br />
Εικ. 2.<br />
Παναγία Οδηγήτρια με αγίους<br />
(χαρακτικό, 0,52 x 0,38 εκ.,<br />
Άγιον Όρος, 1816.<br />
Χαράκτης ο ζακύνθιος<br />
ιερομόναχος Παρθένιος.<br />
Βλ. Παπαστράτου,<br />
Χάρτινες εικόνες,<br />
τ. Α', 110 και τ. Β', 4).
490 ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Δ. ΠΑΛΙΟΥΡΑΣ<br />
ζωγραφικό έργο, λειτουργικό ή προσκυνηματικό, για δημόσια ή<br />
ιδιωτική χρήση, να έχει ποιότητα, να εκφράζει τον πιστό αισθητικά<br />
και να καλύπτει όλες εκείνες τις εικονογραφικές, λειτουργικές και<br />
στυλιστικές προδιαγραφές ώστε να γίνει αποδεκτό από μία εκκλησιαστική<br />
διοίκηση που είχε καλλιτεχνική παιδεία, και από μία εκκλησιαστική<br />
κοινωνία η οποία και επίπεδο είχε και γνώριζε. Γι’<br />
αυτό αναζητούσαν ή συνιστούσαν συνήθως τον καλύτερο ζωγράφο<br />
για την ιστόρηση ενός μνημείου ή για τη δημιουργία φορητών εικόνων.<br />
Οι αρχειακές μαρτυρίες είναι πάρα πολλές και τα παραδείγματα<br />
σε πρώτη ζήτηση.<br />
Τώρα οι μεταγενέστεροι ζωγράφοι, ξεκομμένοι από την απαιτητική<br />
παράδοση και παιδεία και μη έχοντας καλλιτεχνικό έλεγχο, προ -<br />
τιμούν τις εύκολες και έτοιμες λύσεις. Στερούμενοι πλέον ανθιβόλων,<br />
αφού η καλλιτεχνική αγωγή που έλαβαν οι περισσότεροι ήταν εμπειρική,<br />
έπαιρναν ως πρότυπο και ως μοντέλο μία χάρτινη εικόνα, χαλκογραφία,<br />
λιθογραφία, αν χρειαζόταν την μεγάλωναν ως προς το μέγεθος<br />
και τις διαστάσεις και σε πρώτη φάση την αποτύπωναν πάνω<br />
σε ξύλο. Η δεύτερη φάση αναφέρεται στα χρώματα, τα οποία τις περισσότερες<br />
φορές αποτελούν επιλογή του ζωγράφου, μια και το χαρακτικό<br />
πρότυπο είναι μαυρόασπρο, μέχρι τα μισά περίπου του 18ου<br />
αι. (εικ. 1-2). Από τότε οι εκτυπωτές των θρησκευτικών χαρακτικών<br />
με τη βοήθεια ζωγράφων επιζωγραφίζουν τις εικόνες, ύστερα από<br />
την εκτύπωση, οι οποίες έτσι γίνονται πιο αυθεντικές, αποκτούν μεγαλύτερη<br />
καλλιτεχνική αξία και ανεβάζουν το αισθητικό κριτήριο του<br />
εκκλησιάσματος. Για τους εικονογράφους συνεπώς, από τότε και<br />
ύστερα, το «υλικό» είναι έτοιμο, δεν χρειάζεται πια ούτε τον χρωματισμό<br />
να αναζητήσουν, ούτε πειράματα να κάνουν.<br />
Β. Ο καλλιτεχνικός στόχος αποκτά τώρα νέες προοπτικές, αφού<br />
ο ζωγράφος έχει μπει για τα καλά στην περιοχή της αντιγραφής, η<br />
οποία απαιτεί μικρές ή ελάχιστες προϋποθέσεις. Έτσι οι χάρτινες<br />
τυπωμένες εικόνες τον βολεύουν, γιατί βρίσκει το θέμα που του<br />
παράγγειλαν και γρήγορα προχωρά στη σύνθεση με τον τρόπο που<br />
εξηγήσαμε σ’ ένα είδος που θα το ονομάζαμε με τον πρωθύστερο<br />
όρο «αναπαραγωγή».<br />
Πιθανόν να υποστηριχθεί ότι δεν μεσολαβεί άλλη διεργασία<br />
από αυτή και πως επειδή πολλές επιχρωματισμένες χαλκογραφίες<br />
έχουν το μέγεθος εικόνων τέμπλου οι ζωγράφοι επικολλούσαν τη<br />
χαλκογραφία πάνω στο ξύλο και την παρουσίαζαν ως φορητή εικόνα.<br />
Όχι, δεν είναι έτσι.
ΤΟ ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ<br />
ΧΑΡΤΙΝΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΠΟΥ ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΟΥΝ ΤΙΣ ΦΟΡΗΤΕΣ ΤΟΝ 18ο ΚΑΙ 19ο ΑΙ.<br />
491<br />
Οι φορητές εικόνες του παραδείγματος που χρησιμοποιούμε,<br />
δηλαδή του τέμπλου του Αγίου Παντελεήμονα του Χάρακα της Μεσσαράς<br />
είναι αποκαλυπτικές 6 .<br />
Οι ζωγράφοι, που υπογράφουν και χρονολογούν τα έργα τους, ο<br />
γνωστός και από άλλες εικόνες σε άλλα μνημεία Αντώνιος Βεβελάκης<br />
Εικ. 3.<br />
Ο άγιος Παντελεήμων<br />
και σκηνές του βίου του.<br />
Χειρ Ι. Σταθάκη, 1890.<br />
Ναός Αγίου Παντελεήμονα<br />
Χάρακα.<br />
6<br />
Οι φωτογραφίες των εικόνων οφείλονται στον αγαπητό φίλο και πολυτάλαντο<br />
συγγραφέα Νίκο Ψιλάκη. Τον ευχαριστώ από καρδιάς.
492 ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Δ. ΠΑΛΙΟΥΡΑΣ<br />
Εικ. 4.<br />
Σκηνές του βίου<br />
και του μαρτυρίου<br />
από την εικόνα<br />
του αγίου Παντελεήμονα.<br />
Ναός Αγίου Παντελεήμονα<br />
Χάρακα.<br />
δηλαδή και ο Ιωάννης Σταθάκης, παράγγειλαν το ξύλο στον ξυλουργό<br />
και ύστερα κάθησαν στα εργαστήριά τους, ο πρώτος το 1851 και ο<br />
δεύτερος το 1890 και «ξεσήκωσαν» με κάθε λεπτομέρεια, ως κανονικοί<br />
εικονογράφοι, τις χαλκογραφίες που είχαν στη διάθεσή τους:<br />
του αγίου Παντελεήμονα (εικ. 3-4), του αγίου Χαραλάμπη (εικ. 5-6),<br />
του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου (εικ. 7) και όλες τις άλλες που κο-
ΤΟ ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ<br />
ΧΑΡΤΙΝΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΠΟΥ ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΟΥΝ ΤΙΣ ΦΟΡΗΤΕΣ ΤΟΝ 18ο ΚΑΙ 19ο ΑΙ.<br />
493<br />
σμούν σήμερα το θαυμάσιο ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού. Πρόκειται<br />
για ζωγραφική πάνω στο ξύλο, όπου έχει προηγηθεί όλη η τεχνική<br />
προεργασία των φορητών εικόνων, προετοιμασία του ξύλου, επίστρωση<br />
με γύψο της επιφάνειας, σχεδιασμός του θέματος, δηλαδή<br />
«ξεσήκωμα», προπλασμός, χρώματα, χρυσώματα, γλυκασμοί και ψιμιθιές.<br />
Όλα. Η νέα τεχνική στο αποκορύφωμά της.<br />
Εικ. 5.<br />
Ο άγιος Χαραλάμπης (sic)<br />
και σκηνές του βίου του.<br />
Χειρ Ι. Σταθάκη, 1890.<br />
Ναός Αγίου Παντελεήμονα<br />
Χάρακα.
494 ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Δ. ΠΑΛΙΟΥΡΑΣ<br />
Εικ. 6.<br />
Σκηνές από την εικόνα<br />
του αγίου Χαραλάμπους<br />
και επεξηγηματικές επιγραφές.<br />
Ναός Αγίου Παντελεήμονα<br />
Χάρακα.<br />
Βλέποντας σήμερα ο υποψιασμένος ερευνητής τις εικόνες στο<br />
τέμπλο διερωτάται και απορεί προς στιγμήν μήπως σε κάποια εποχή<br />
στολίστηκαν με επιζωγραφισμένες χαλκογραφίες. Αλλά προσεκτική<br />
μελέτη του θέματος τον οδηγεί στα συμπεράσματα που μόλις προαναφέραμε.<br />
Άλλωστε το απαραίτητο ενημερωτικό σημείωμα, συνήθως<br />
καλλιγραφημένο σε ταινία που παραπέμπει σε αναπτυγμένο πά-
ΤΟ ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ<br />
ΧΑΡΤΙΝΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΠΟΥ ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΟΥΝ ΤΙΣ ΦΟΡΗΤΕΣ ΤΟΝ 18ο ΚΑΙ 19ο ΑΙ.<br />
495<br />
πυρο, φανερώνει τις δεξιοτεχνικές ικανότητες του καλλιτέχνη. Διαβάζω<br />
μερικές επιγραφές από τις Δεσποτικές εικόνες του ναού του<br />
Χάρακα: «Ευλαβεία και δαπάνη της κοινότητος της κώμης Χάρακος. Χείρ<br />
Ι. Σταθάκη Ρεθυμνίου εκ Χωρίου Μέση. Ιανουαρίου. Έτος 1890», στην<br />
εφέστια εικόνα του αγίου Παντελεήμονα (εικ. 4). Η ίδια επιγραφή<br />
στην εικόνα του αγίου Χαραλάμπη. Εδώ αλλάζει ο μήνας: «Ιουλίου<br />
1, έτος 1890». Επίσης στις Δεσποτικές εικόνες του Χριστού Παντοκράτορος<br />
και της Θεοτόκου Γαλακτοτροφούσας σημειώνονται οι κεφαλαιογράμματες<br />
επιγραφές: «Μνήσθητι Κύριε του δούλου σου Βασιλείου<br />
ιερομονάχου του εκ Χάρακα και ελέησον αυτόν.ˏˏΑΩΠΔ΄ (= 1884).<br />
Χείρ Στεφάνου», στην πρώτη και «Παρθενομήτερ Δέσποινα μνήσθητι<br />
του δούλου σου Βασιλείου ιερομονάχου και των γονέων αυτού του χωρίου<br />
Χάρακα ˏΑΩΠΔ΄. Χείρ Στεφάνου» στη δεύτερη.<br />
Στην ανυπόγραφη εικόνα Ιωάννου του Θεολόγου που έχει τοποθετηθεί<br />
σε ειδικό προσκυνητάρι και συνδέει τα τέμπλα του διμάρτυρου<br />
ναού, σημειώνεται η επιγραφή: «Η ΑΓΙΑ ΑΝΟΙΨΩΣΟΙΣ<br />
ΙΩΑΝΝΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ» και η χρονολογία «ˏΑΩΟΓ΄» (1873).<br />
Απεναντίας στον ίδιο ναό του Αγίου Παντελεήμονα εικόνα του<br />
τέμπλου με τον ένθρονο Χριστό ιστορείται με την τεχνική της παλαιάς<br />
παράδοσης, που δείχνει καθαρά ότι ο ζωγράφος δεν δέχτηκε να<br />
ασπασθεί τις μοντέρνες και ανορθόδοξες τεχνικές της εποχής του.<br />
Το μοναχικό όνομα που υπογράφει φανερώνει αντίληψη αντίστασης<br />
σ’ αυτόν τον «μοντερνισμό»: «έγραψεν ο Εφραίμ εν έτει 1901».<br />
Αυτό και μόνο δημιουργεί νέα ερωτηματικά. Δηλαδή άλλοι ζωγράφοι<br />
είχαν ασπασθεί τη νέα τεχνική, χρησιμοποιώντας ως πρότυπα<br />
τις χάρτινες εικόνες και άλλοι έμειναν προσκολημένοι στην αρχαία<br />
παράδοση της εκκλησίας αρνούμενοι να συμφιλιωθούν με τα νέα<br />
δεδομένα και μη δεχόμενοι καμία παραχώρηση. Να υποθέσουμε ότι<br />
οι ζωγράφοι που είχαν την ιδιότητα του μοναχού αντιστέκονταν, ενώ<br />
οι ζωγράφοι που ζούσαν μέσα στην κοινωνία είχαν αδιαμαρτύρητα<br />
συμφιλιωθεί και αποδεχτεί τις νέες συνήθειες; Χρειάζεται, πιστεύω,<br />
πολύ έρευνα ακόμη για να φτάσουμε ως αυτές τις λεπτές διακρίσεις.<br />
Αλλά για να μη θεωρηθεί το παράδειγμα του Χάρακα μοναδικό<br />
και μεμονωμένο μεταφέρω εδώ τις εικόνες του τέμπλου από το καθολικό<br />
της Μονής του προφήτη Ηλία στα Ρούστικα.<br />
Λίγες εικόνες (Χριστός Άμπελος κ.λ.π.) υπογράφονται: «Χείρ<br />
Αλεξίου Πετρίδη, 1851», ενώ οι περισσότερες εικόνες, Πρόδρομος,<br />
Αγία Τριάδα, Επί Σοι Χαίρει, Προφήτης Ηλίας, Ρίζα Ιεσσαί, Ιωάννης<br />
ο Θεολόγος φέρουν την υπογραφή του ζωγράφου που ίσως είναι
496 ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Δ. ΠΑΛΙΟΥΡΑΣ<br />
Εικ. 7.<br />
Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος<br />
και σκηνές του βίου του.<br />
1893.<br />
Ναός Αγίου Παντελεήμονα<br />
Χάρακα.<br />
συνεργάτης του Πετρίδη: «Χείρ Αντωνίου Βεβελάκη» με χρονολογία<br />
άλλες 1851 και άλλες 1852.<br />
Είναι προφανές ότι η δυάδα Βεβελάκη-Πετρίδη χρησιμοποίησε<br />
για τις εικόνες ως πρότυπα χαλκογραφίες που κυκλοφορούσαν<br />
στην εποχή τους.<br />
Εξ άλλου το 1801, μαθαίνουμε από αρχειακή μαρτυρία, πως ο
ΤΟ ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ<br />
ΧΑΡΤΙΝΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΠΟΥ ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΟΥΝ ΤΙΣ ΦΟΡΗΤΕΣ ΤΟΝ 18ο ΚΑΙ 19ο ΑΙ.<br />
497<br />
κρητικός ζωγράφος Ιωάννης Κορνάρος παραγγέλνει στη Βενετία<br />
μαζί με έργα άλλων χαρακτών ζωγράφων (Ιγνάτιος Κολόμβος, Ιωάννης<br />
Αντώνιος Ζουλιάννης) να χαλκοχαράξουν και τυπώσουν και<br />
ένα δικό του έργο για να μπει κι αυτό στην παραγωγή των εικόνων.<br />
Το περίεργο για όλους είναι ότι, στα μέτρα των δυνατοτήτων<br />
τους αντιγράφουν ακριβώς, με κάθε λεπτομέρεια, την χάρτινη εικόνα.<br />
Δεν επεμβαίνουν στο σχέδιο, ούτε προσπαθούν να την «μεταποιήσουν»,<br />
έστω με κάποιες δικές τους ζωγραφικές παρεμβάσεις.<br />
Γι’ αυτό είναι αναγνωρίσιμες οι πηγές και οικεία τα πρότυπα.<br />
Το τιμώμενο άγιο πρόσωπο ή ιερό γεγονός, για παράδειγμα,<br />
τοποθετείται στο μέσον της εικόνας, σε κάθετο άξονα. Ο άγιος είναι<br />
ολόσωμος, υψώνοντας το δεξί χέρι σε στάση χαιρετισμού, ενώ με<br />
το αριστερό κρατεί τα σύμβολα που χαρακτηρίζουν την κατά κόσμον<br />
ιδιότητά του, κατά την διήγηση του Συναξαριστή. Π.χ. ο ιαματικός<br />
Παντελεήμων ως γιατρός κρατά κιβωτίδιο με φάρμακα και ιατρικά<br />
εργαλεία. Πλαισιώνεται με μικρά εικονίδια, όπου εξιστορείται ο<br />
βίος, τα κατορθώματα, τα θαύματα, το μαρτύριό του και η Κοίμηση.<br />
Το κάθε εικονίδιο βρίσκεται μέσα σε ορθογώνιο πλαίσιο ή διακοσμείται<br />
με φυτικά νεομπαρόκ σχέδια και συνοδεύεται με τις απαραίτητες<br />
επεξηγηματικές επιγραφές. Το εικονογραφικό μοτίβο δηλαδή<br />
δεν αλλάζει σε τίποτε, μένει το ίδιο.<br />
Ήδη, μια ομάδα ζωγράφων, ο ρεθύμνιος Ι. Σταθάκης, ο Αλέξιος<br />
Πετρίδης, ο Αντώνιος Βεβελάκης, ο Στέφανος, ο Εφραίμ, και πολλοί<br />
άλλοι μάς οδηγούν στην συστηματική έρευνα για να μπορέσουμε<br />
να επισημάνουμε την πορεία και το επίπεδο της θρησκευτικής ζωγραφικής<br />
στην Κρήτη. 7 Οι πρώτες μαρτυρίες και τα δείγματα που<br />
συγκεντρώθηκαν κατ’ αρχήν αποκαλύπτουν τη στενή σχέση εικόνων<br />
7<br />
Ο Ν. Ψιλάκης, Μοναστήρια και ερημητήρια της Κρήτης, τ. Α΄-Β΄, Ηράκλειο<br />
3<br />
2002, σημείωσε και δημοσίευσε πλήθος παραδειγμάτων από όλη την<br />
Κρήτη: τ. Α΄, σ. 38 (εικ. 36), σ. 40 (εικ. 39), σ. 83 (εικ. 92), σ. 96 (εικ.<br />
107), σ. 206, σ. 234 (εικ. 259, Ευαγγελισμός Ι. Σταθάκη), σ. 235 (λεπτ.<br />
εικόνας Παναγίας Μαρτσάλου Ι. Σταθάκη), σ. 253, σ. 317 (εικ. 351), σ.<br />
381-383 (εικ. 427-431), σ. 430 (εικ. 485)· τ. Β΄, σ. 64 (εικ. 57), σ. 126<br />
(εικ. 106), σ. 157 (εικ. 143), 160 (εικ. 147 Προφήτη Ηλία με 16 εικονίδια<br />
με θαύματα του προφήτη, έργο Αντωνίου Βεβελάκη), σ. 222 (εικ.<br />
195), σ. 275-276 (επίσκοπος και ζωγράφος Μισαήλ Μαρμαράκης, πρώην<br />
ηγούμενος Μονής Χρυσοπηγής του Χαρτοφύλακα Χανίων), σ. 291 (εικ.<br />
258), σ. 385 (εικ. 332: άγιος Ονούφριος, του μοναχού και ζωγράφου<br />
Αθανασίου, 1708), σ. 389 (εικ. 334), σ. 402 (εικ. 346), σ. 403 (εικ.<br />
348), σ. 404-405 (Μονή Πρέβελη, εικόνες αγίων Χαραλάμπους και
498 ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Δ. ΠΑΛΙΟΥΡΑΣ<br />
και χαλκογραφιών σε σημείο μάλιστα, που θα τολμούσαμε να ισχυρισθούμε,<br />
ότι πρόκειται για μόδα, αν το μελαγχολικό συμπέρασμα<br />
της εύκολης λύσης απλοϊκών και αδέξιων ζωγράφων δεν μας οδηγούσε<br />
σε άλλα συμπεράσματα. Η κρητική ζωγραφική υποβαθμίστηκε,<br />
φτώχυνε σε ιδέες και ευρηματικές λύσεις, έπαψε να ανανεώνεται<br />
και να έχει φαντασία, έλειψε το όραμα και ο ανταγωνισμός<br />
υψηλού επιπέδου. Όλα έγιναν επαγγελματικά. Η ζωγραφική έχει<br />
γίνει πλέον μια τέχνη που μαθαίνεται από όλους.<br />
Αλλά η έρευνα βρίσκεται στο ξεκίνημα. Θα συνεχιστεί σε όλη<br />
την Κρήτη, για να συγκεντρωθούν όλα τα δείγματα και να καταγραφούν<br />
τα παραδείγματα. Για να αποκτήσουμε μια πλήρη, ολοκάθαρη<br />
και σαφή εικόνα του τέλους μιας ένδοξης καλλιτεχνικής πορείας, η<br />
οποία κατέληξε εκεί που καταλήγουν όλα τα μεγάλα ποτάμια. Στη<br />
θάλασσα του εκσυγχρονισμού όπου όλα παίρνουν άλλη διάσταση<br />
και φτωχαίνουν. Εκτός από εκείνη της παντοτινής ομορφιάς που<br />
μόνο η μεγάλη τέχνη ξέρει να χαρίζει. Και οι κρητικοί μαέστροι του<br />
15ου, του 16ου και του πρώτου μισού του 17ου αιώνα ήξεραν.<br />
Γιατί είχαν μπολιαστεί με τη σφραγίδα της αιωνιότητας.<br />
Χρυσάνθου, εικόνα Αγίας Τριάδος, ζωγράφος Αντώνιος Βεβελάκης 1845<br />
και 1853), σ. 411 (εικ. 352, Μέγας Αρχιερεύς και εικονίδια με το πάθος<br />
του Χριστού, ζωγράφος Μιχαήλ 1750), σ. 412 (εικ. αγίων Χαραλάμπους<br />
και Καλλινίκου, ζωγράφος Ι. Σταθάκης, 1875), σ. 414-415 (εικ. 353-<br />
356), σ. 464 (εικ. αγίας Αναστασίας με εικονίδια από το βίο και το μαρτύριο,<br />
έργο Ιωάννου Κορνάρου, 1765, Μ. Τοπλού), σ. 489 (εικ. Παναγία<br />
η Ακρωτηριανή, έργο Ι. Κορνάρου 1770, Μ. Τοπλού), σ. 512, 515 (λεπτ.<br />
της εικ. Μέγας ει Κύριε, Ι. Κορνάρου, 1767, Μ. Τοπλού), σ. 580 (εικ.<br />
509), σ. 585 (εικ. 517), σ. 598 (εικ. Μυστικού Δείπνου, ζωγράφος Δημήτριος<br />
Σγουρός 1672 και εικ. του τέμπλου, ζωγράφος Παρθένιος 1771).
Φωτ. 1. Ἡ ἐκκλησία στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ. (Στ. Ξανθουδίδης)
Kώστας Γ. Tσικνάκης<br />
Φροντίδες γιὰ τὴ συντήρηση<br />
τῶν ἐκκλησιῶν τῆς βενετικῆς<br />
περιόδου τῆς Κρήτης<br />
στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα:<br />
Ἡ ἐκκλησία τοῦ Προφήτη<br />
Ἠλία Περιβολιῶν Κυδωνίας<br />
Ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα μέτρα ποὺ ἐλήφθησαν, μετὰ τὴ δημιουργία τῆς<br />
Κρητικῆς Πολιτείας τὸ 1898, ἦταν γιὰ τὴν προστασία τῶν ἀρχαιοτήτων<br />
τοῦ νησιοῦ. Ὕστερα ἀπὸ σχετικὲς γνωματεύσεις, ὁ πρίγκιπας<br />
Γεώργιος τῆς Ἑλλάδος, Ὑπατος Ἁρμοστὴς Κρήτης, ἐξέδωσε στὶς 18<br />
Ἰουνίου 1899 τὸ Διάταγμα «Περὶ Ἀρχαιοτήτων» 1 . Ὁ Νόμος 24, ποὺ<br />
ἀποτελοῦσε σχεδὸν ἀντιγραφὴ τοῦ ἀντίστοιχου τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους,<br />
προέβλεπε τὴ διαίρεση τοῦ νησιοῦ σὲ δύο Ἀρχαιολογικὲς Περιφέρειες.<br />
Σ’ αὐτὲς ἱδρύονταν ἀντίστοιχα Μουσεῖα, τὰ ὁποῖα ἐποπτεύονταν<br />
ἀπὸ ἰσάριθμους Ἐφόρους Ἀρχαιοτήτων. Μὲ τὰ<br />
Διατάγματα 7 καὶ 8, τὰ ὁποῖα ἐκδόθηκαν στὶς 23 Ἰουνίου 1899,<br />
Ἔφορος τῶν Ἀρχαιοτήτων Ἡρακλείου διορίστηκε ὁ πρόεδρος τοῦ<br />
«Φιλεκπαιδευτικοῦ Συλλόγου Ἡρακλείου» Ἰωσὴφ Χατζιδάκις (1848-<br />
1936) καὶ Ἔφορος τῶν Ἀρχαιοτήτων Χανίων ὁ γραμματέας τοῦ<br />
ἴδιου Συλλόγου Στέφανος Ξανθουδίδης (περ. 1861-1928) 2 . Δύο<br />
περίπου χρόνια ἀργότερα, ψηφίστηκε ὁμόφωνα ἀπὸ τὴν Κρητικὴ<br />
Βουλὴ ὁ Νόμος 430 «Περὶ ἀρχαιοτήτων», ποὺ ἐξέδωσε στὶς 30<br />
Αὐγούστου 1901 ὁ πρίγκιπας Γεώργιος 3 .<br />
1<br />
Ἐπίσημος Ἐφημερὶς τῆς Κρητικῆς Πολιτείας, Ἔτος Α΄, ἀρ. 51, Ἐν Χανίοις τῇ<br />
21 Ἰουνίου 1899, σ. 1-4. Πρβλ. Nόμος περὶ ἀρχαιοτήτων, Xανιά, Tύποις<br />
Kρητικῆς Πολιτείας, 1899, σ. 14.<br />
2<br />
Ἐπίσημος Ἐφημερὶς τῆς Κρητικῆς Πολιτείας, Ἔτος Α΄, ἀρ. 53, Ἐν Χανίοις τῇ<br />
25 Ἰουνίου 1899, σ. 4. Πρβλ. Ἰ. Χατζιδάκης, Ἱστορία τοῦ Κρητικοῦ Μουσείου<br />
καὶ τῶν ἀρχαιολογικῶν ἐρευνῶν ἐν Κρήτῃ (Βιβλιοθήκη τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικῆς<br />
Ἑταιρείας ἀριθ. 26), Ἀθήνα 1931, σ. 22.<br />
3<br />
Ἐπίσημος Ἐφημερὶς τῆς Κρητικῆς Πολιτείας, Τεῦχος πρῶτον, ἔτος Β΄, ἀρ.
502 ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ<br />
Στὸ πρῶτο κιόλας ἄρθρο τοῦ Νόμου προσδιοριζόταν: «Πάντα<br />
τὰ ἐν Κρήτῃ ἀρχαῖα, κινητά τε καὶ ἀκίνητα, εἶναι ἰδιοκτησία τῆς<br />
Κρητικῆς Πολιτείας. Κατ’ ἀκολουθίαν τὸ δικαίωμα καὶ ἡ φροντὶς<br />
περὶ διασώσεως, ἀνακαλύψεως, περισυναγωγῆς καὶ καταθέσεως<br />
αὐτῶν ἐν δημοσίοις Μουσείοις ἀνήκει εἰς τὴν Κρητικὴν Κυβέρνησιν.<br />
Πᾶσα πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον ἐνέργεια ὑπάγεται εἰς τὴν δικαιοδοσίαν<br />
τῆς Ἀνωτέρας Διευθύνσεως τῆς Δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως» 4 .<br />
Ὡς πρὸς τὸ ποιά θεωροῦνταν «ἀρχαῖα», στὸ δεύτερο ἄρθρο τοῦ<br />
Νόμου, ἀποσαφηνιζόταν: «Ἀρχαῖα λογίζονται πάντα ἀνεξαιρέτως<br />
τὰ ἔργα τῆς Ἀρχιτεκτονικῆς, Γλυπτικῆς, Γραφικῆς ἢ οἱασδήποτε ἐν<br />
γένει τέχνης ἀπὸ τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τῆς καταλήψεως<br />
τῆς Κρήτης ὑπὸ τῶν Ἑνετῶν, οἷον παντοῖα οἰκοδομήματα καὶ ἀρχιτεκτονικὰ<br />
μνημεῖα, λίθοι μετὰ γλυφῆς τινὸς ἐκ τῶν μνημείων τούτων<br />
προερχόμενοι καὶ βάθρα, τείχῃ, τάφοι, λαξεύματα, ἀγάλματα, ἀνάγλυφα,<br />
εἰδώλεια, ἐπιγραφαί, ζωγραφίαι, ψηφοθετήματα, ἀγγεῖα,<br />
ὅπλα, κοσμήματα καὶ ἄλλα ἐξ οἱασδήποτε ὕλης ἔργα καὶ σκεύη, δακτυλιόλιθοι,<br />
νομίσματα κ.τ.λ. Εἰς τὰς διατάξεις τοῦ παρόντος νόμου<br />
ὑπάγονται καὶ τὰ κατὰ τὴν γνώμην τοῦ ἁρμοδίου Ἐφόρου ἢ τῆς<br />
Ἀρχαιολογικῆς Ἐπιτροπῆς ἱστορικὴν ἢ καλλιτεχνικὴν ἀξίαν ἔχοντα<br />
κινητά τε καὶ ἀκίνητα μνημεῖα τέχνης ἀπὸ τῆς καταλήψεως τῆς Κρήτης<br />
ὑπὸ τῶν Ἑνετῶν, μέχρι τῆς ἀπελευθερώσεως αὐτῆς» 5 .<br />
Τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἀρχαιολόγων γιὰ τὴ συντήρηση τῶν μνημείων<br />
τῆς Κρήτης τῆς βενετικῆς περιόδου, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κιόλας<br />
τῆς ἰσχύος τοῦ Νόμου «Περὶ ἀρχαιοτήτων», ὑπῆρξε μεγάλο. Ἐνδεικτικὰ<br />
ἀναφέρεται ἡ περίπτωση τοῦ Ἐπιμελητῆ τοῦ Ἀρχαιολογικοῦ<br />
Μουσείου Ρεθύμνου Εὐσταθίου Ν. Πετρουλάκι (περ. 1870-1927),<br />
ὁ ὁποῖος, σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Γενικὸ Διοικητὴ Κρήτης Στέφανο<br />
Δραγούμη στὶς 10 Φεβρουαρίου 1913, ἐπισήμαινε τὴν ἀνάγκη<br />
συντήρησης «τῶν ἀπείρων χριστιανικῶν μετ’ ἀρίστων τοιχογραφιῶν<br />
64, Ἐν Χανίοις τῇ 31 Αὐγούστου 1901, σ. 404-407. Πρβλ. Βασίλειον<br />
τῆς Ἑλλάδος – Ἡ Γενικὴ Διοίκησις Κρήτης (Τμῆμα Δ΄. Ἐκκλησίας καὶ<br />
Παιδείας), Ἀρχαιολογικὴ Νομοθεσία, [Ἀθήνα], Ἐκ τοῦ Ἐθνικοῦ Τυπογραφείου,<br />
1913, σ. 1-11. Στὸ τεῦχος ἔχει συγκεντρωθεῖ ὅλη ἡ ἀρχαιολογικὴ<br />
νομοθεσία γιὰ τὴν Κρήτη ὣς τὸ 1913.<br />
4<br />
Ἐπίσημος Ἐφημερὶς τῆς Κρητικῆς Πολιτείας, ἔτος Β΄, ἀρ. 64, Ἐν Χανίοις τῇ<br />
31 Αὐγούστου 1901, σ. 404. Πρβλ. Ἀρχαιολογικὴ Νομοθεσία, σ. 1, Κεφάλαιον<br />
Α΄. Περὶ ἀρχαιοτήτων ἐν γένει. Ἄρθρον 1.<br />
5<br />
Ἐπίσημος Ἐφημερὶς τῆς Κρητικῆς Πολιτείας, ἔτος Β΄, ἀρ. 64, Ἐν Χανίοις τῇ<br />
31 Αὐγούστου 1901, σ. 404. Πρβλ. Ἀρχαιολογικὴ Νομοθεσία, σ. 1, Κεφάλαιον<br />
Α΄. Περὶ ἀρχαιοτήτων ἐν γένει. Ἄρθρον 2.
ΦΡΟΝΤΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ<br />
ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 2ΟΥ ΑΙΩΝΑ: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ<br />
ΠΕΡΙΒΟΛΙΩΝ ΚΥΔΩΝΙΑΣ<br />
503<br />
ναῶν τῶν ἀνὰ τὴν νῆσον ὑπαρχόντων» 6 . Χαρακτηριστική, γιὰ τὸ<br />
θέμα, εἶναι ἡ περίπτωση τῆς ἐκκλησίας τοῦ τέλους τοῦ 16ου αἰώνα,<br />
ποὺ θὰ μᾶς ἀπασχολήσει στὴ συνέχεια.<br />
Ἡ μικρὴ καὶ κομψὴ ἐκκλησία τοῦ Προφήτη Ἠλία βρίσκεται<br />
ἀνάμεσα στὰ χωριὰ Περιβόλια καὶ Μουρνιὲς Κυδωνίας. Ἡ πρὸς<br />
δυσμὰς πρόσοψη τοῦ ναοῦ εἶναι χτισμένη ὣς τὴν κορυφή, συμπεριλαμβανομένου<br />
καὶ τοῦ ἄλλοτε κωδωνοστασίου του, ἀπὸ λίθους<br />
τετράγωνους καὶ πελεκητούς. Στὴν πρόσοψή του ὑπάρχουν δύο λαξευτὲς<br />
ἐπιγραφές. Ἡ μία, δίστιχη, γραμμένη μὲ ἀρχαϊκοὺς χαρακτῆρες<br />
σὲ ἰαμβικοὺς δωδεκασυλλάβους, βρίσκεται στὸ ὑπέρθυρο<br />
τῆς εἰσόδου. Ἡ ἄλλη, χαραγμένη μὲ ἀρχαϊκὰ γράμματα, ἑκατέρωθεν<br />
τοῦ ἀνάγλυφου οἰκοσήμου τῶν Καλλεργῶν, βρίσκεται σὲ διακοσμητικὴ<br />
ζώνη, κάτω ἀπὸ τὸν φεγγίτη. Τὰ γράμματα, ἐξαιτίας τοῦ<br />
παρεμβαλλόμενου οἰκοσήμου, ἀπέχουν μεταξύ τους καὶ χαράχθηκαν<br />
σὲ τρεῖς στίχους. Στὴν πραγματικότητα πρόκειται γιὰ δίστιχο ἐπίγραμμα<br />
σὲ ἰαμβικοὺς τονικοὺς δωδεκασυλλάβους. Σύμφωνα μὲ τὴν<br />
δεύτερη ἐπιγραφή, ποὺ εἶναι ἡ κτητορική, ἡ ἐκκλησία χτίστηκε ἀπὸ<br />
τὸν Πέτρον τὸν Καλιέργην τὸ ἔτος 1598.<br />
Περισσότερα στοιχεῖα γιὰ τὴ μονόχωρη ἐκκλησία δὲν ἔχουν<br />
ἐντοπιστεῖ. Στὸν γνωστὸ κατάλογο τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ διαμερίσματος<br />
τῶν Χανιῶν τοῦ ἔτους 1637, ἀναφέρεται ὅτι ἀνῆκε σὲ μοναστήρι.<br />
Ὁ καλόγερος Ματθαῖος Μεγαλοκονόμος ποὺ διέμενε στὸ μοναστήρι<br />
τοῦ Προφήτη Ἠλία, κοντὰ στὸ χωριὸ Μουρνιές, ἐμφανίστηκε στὶς<br />
βενετικὲς ἀρχὲς καὶ δήλωσε ὅτι εἶχε τὴ φροντίδα ἑνὸς ἱερομονάχου<br />
καὶ ἑνὸς καλογέρου. Τὸ μοναστήρι εἶχε ἐνοριακὴ μέριμνα πιστῶν.<br />
Τὰ ἔσοδά του, τακτικὰ καὶ ἔκτακτα, ἀνέρχονταν σὲ διακόσια μίστατα<br />
κρασί, δέκα μίστατα σιτάρι καὶ 3 μίστατα λάδι 7 .<br />
Γιὰ τὴν πορεία του, τὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν, πολὺ διαφωτιστικὰ<br />
εἶναι ὁρισμένα ἔγγραφα τῆς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ<br />
Ἁγίου Ὄρους 8 . Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1637-1675, πιθανότατα μετὰ τὸ<br />
ἔτος 1645, ὁπότε ἡ περιοχὴ τῶν Χανιῶν καταλήφθηκε ἀπὸ τοὺς<br />
6<br />
Βλ. σχετικὰ Κ. Γ. Τσικνάκης, Οἱ ἀγωνίες ἑνὸς ἀρχαιολόγου στὴν Κρήτη.<br />
Μιὰ ἐπιστολὴ τοῦ Εὐσταθίου Πετρουλάκι πρὸς τὸν Στέφανο Δραγούμη τὸ<br />
1913, Ἀντιδώρημα. Τιμητικὸς τόμος στὸν Γ. Π. Ἐκκεκάκη, Ρέθυμνο 2013, σ.<br />
343 καὶ 347.<br />
7<br />
Μαρία Κ. Χαιρέτη, Ἡ ἀπογραφὴ τῶν ναῶν καὶ τῶν μονῶν τῆς περιοχῆς<br />
Χανίων τοῦ ἔτους 1637, ΕΕΒΣ 36 (1968), σ. 349, ἀρ. 53.<br />
8<br />
Βλ. γι’ αὐτὰ Ν. Ψιλάκης, Μοναστήρια καὶ ἐρημητήρια τῆς Κρήτης, τ. 2, Ἡράκλειο<br />
1993, σ. 252-253.
504 ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ<br />
Τούρκους, τὸ μοναστήρι περιῆλθε στὴν κυριότητα τῆς Μονῆς Ἁγίας<br />
Τριάδας Περιβολιῶν 9 . Στὶς 4 Μαΐου 1675, ὕστερα ἀπὸ συμφωνία<br />
ἀνάμεσα στὴ Μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδας καὶ τὴ Μονὴ Μεγίστης Λαύρας,<br />
τὸ μοναστήρι τοῦ Προφήτη Ἠλία παρέμεινε στὴν ἰδιοκτησία τῆς<br />
πρώτης, ἐνῶ ἡ Ἁγία Μονὴ τοῦ Σαρακήνα 10 , ποὺ ἀποτελοῦσε τὸ διαφιλονικούμενο<br />
μοναστήρι, πέρασε ὑπὸ τὸν ἔλεγχο τῆς Μονῆς Μεγίστης<br />
Λαύρας 11 . Κάτω ἀπὸ ἀδιευκρίνιστες συνθῆκες, τὸ «ἐκκλησίδιον<br />
τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ μὲ τὴν περὶ αὐτὸ γῆν, ὂν ἀρχαῖον μονίδιον μὲ<br />
μοναχοὺς εἶχεν ἐλαιοτριβεῖον», προσαρτήθηκε στὴ Χαροντιά 12 .<br />
Ἄγνωστος ὡστόσο παραμένει ὁ χρόνος αὐτῆς τῆς προσάρτησης.<br />
Ἡ ἐκκλησία τοῦ Προφήτη Ἠλία ἀποτέλεσε ἀντικείμενο μελέτης<br />
ἀπὸ τὶς ἀρχὲς ἤδη τοῦ 20οῦ αἰώνα. Πρῶτος μελετητής της ὑπῆρξε ὁ<br />
Στέφανος Ξανθουδίδης. Ὡς Ἔφορος τῶν Ἀρχαιοτήτων Χανίων,<br />
τὴν εἶχε ἐντοπίσει κατὰ τὴ διάρκεια τῶν περιοδειῶν του, καὶ εἶχε<br />
ἀντιληφθεῖ τὴ σημασία της 13 . Σὲ ἕνα μάλιστα ἀπὸ τὰ πρῶτα ἐπι -<br />
στημο νικὰ ἄρθρα του εἶχε δημοσιεύσει τὴν κτητορικὴ ἐπιγραφή<br />
της 14 . Ὁ ἴδιος ἐρευνητής, στὸ γνωστὸ ἄρθρο του γιὰ τὶς χριστιανι κὲς<br />
ἐπιγραφὲς τῆς Κρήτης, ἐπανῆλθε στὴ μελέτη τῆς ἐκκλησίας. Ὕστερα<br />
ἀπὸ μιὰ σύντομη περιγραφή της, δημοσίευσε μὲ σχόλια τὶς δύο ἐπιγραφές<br />
της, ἔκανε λόγο γιὰ τὸν κτήτορα καὶ τὴν οἰκογένεια τῶν<br />
Καλλεργῶν καὶ παρέθεσε φωτογραφία τῆς πρόσοψής της (φωτ. 1) 15 .<br />
9<br />
Βλ. γι’ αὐτὴν Ψιλάκης, Μοναστήρια καὶ ἐρημητήρια τῆς Κρήτης, ὅ.π., σ.<br />
329-330 καὶ 335, σημ. 51-60. Ἐπίσης, Μ. Ἀνδριανάκης, Τὸ Σιναϊτικὸ<br />
Μετόχι τῆς Ἁγίας Τριάδας στὰ Περιβόλια Χανίων Κρήτης, Σιναϊτικὰ μετόχια<br />
σὲ Κρήτη καὶ Κύπρο, Ἀθήνα [2009], σ. 113-123 (κείμενο) καὶ σ. 359-<br />
364 (φωτογραφικὸ ὑλικό).<br />
10<br />
Περισσότερα γι’ αὐτὴν βλ. Ψιλάκης, Μοναστήρια καὶ ἐρημητήρια τῆς Κρήτης,<br />
ὅ.π., σ. 317-329 καὶ 335, σημ. 1-50.<br />
11<br />
Τὸ ἔγγραφο δημοσιεύεται ἀπὸ τὸν Ψιλάκη, Μοναστήρια καὶ ἐρημητήρια<br />
τῆς Κρήτης, ὅ.π., σ. 320-321 (τὸ ἀπόσπασμα, στὸ ὁποῖο γίνεται ἀναφορὰ<br />
στὸ μοναστήρι τοῦ Προφήτη Ἠλία, στὴ σ. 320: ... ἐξεχωρήσαμεν πρώτον τὸ<br />
πρᾶγμα του ἁγίου ἡλιοῦ...).<br />
12<br />
Γ. Παπαδοπετράκης, Ἱστορία τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐπονομαζομένης<br />
τῶν Ζαγκαρόλων καὶ ἐν τῷ Άκρωτηρίῳ Μελέχα τῆς Κρήτης<br />
εὑρισκομένης, Κρητικὰ Χρονικὰ 20 (1966), σ. 67. Πρβλ. Ψιλάκης, Μοναστήρια<br />
καὶ ἐρημητήρια τῆς Κρήτης, ὅ.π., σ. 252 καὶ 253, σημ. 85.<br />
13<br />
Γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴ δράση του βλ. Θ. Δετοράκης, Στέφανος Ξανθουδίδης. Βιογραφικὰ<br />
– Βιβλιογραφικά, Β΄ ἔκδοση, Ἡράκλειο 2002.<br />
14<br />
Στ. Ξανθουδίδης, Συνθήκη μεταξὺ τῆς Ἑνετικῆς Δημοκρατίας καὶ Ἀλεξίου<br />
Καλλιέργου, Ἀθηνᾶ 14 (1902), σ. 289, σημ. 1.<br />
15<br />
Στ. Ξανθουδίδης, Χριστιανικαὶ ἐπιγραφαὶ Κρήτης, Ἀθηνᾶ 15 (1903), σ.
ΦΡΟΝΤΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ<br />
ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 2ΟΥ ΑΙΩΝΑ: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ<br />
ΠΕΡΙΒΟΛΙΩΝ ΚΥΔΩΝΙΑΣ<br />
505<br />
Ἀναφερόμενος στὴν κατάσταση, στὴν ὁποία βρισκόταν, σημείωνε:<br />
«Ἡ ὡραία πρόσοψις τοῦ ἐκκλησιδίου, ὡς φαίνεται καὶ ἐκ τῆς εἰκόνος,<br />
εἶναι ἑτοιμόρροπος» 16 .<br />
Τὸ ἴδιο περίπου χρονικὸ διάστημα ἐπισκέφθηκε τὴν ἐκκλησία<br />
ὁ γνωστὸς ἰταλὸς ἀρχαιολόγος Giuseppe Gerola (1877-1938), ποὺ<br />
περιηγήθηκε στὴν Κρήτη τὰ χρόνια 1900-1902 17 , στὸ πλαίσιο ἐπι-<br />
Φωτ. 2.<br />
Ἡ ἐκκλησία<br />
στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ.<br />
(G. Gerola)<br />
102-104, εἰκ. 9 (ἔνθετη μεταξὺ τῶν σ. 102-103 στὸ ἀνάτυπο).<br />
16<br />
Ξανθουδίδης, Χριστιανικαὶ ἐπιγραφαὶ Κρήτης, ὅ.π., σ. 102.<br />
17<br />
Γιὰ τὴν παρουσία του στὴν Κρήτη, βλ. Κ. Γ. Τσικνάκης, Ἡ ἀποστολὴ τοῦ
506 ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ<br />
στημονικῆς ἀποστολῆς ποὺ εἶχε ὀργανωθεῖ ἀπὸ τὸ Istituto Veneto<br />
di Scienze, Lettere ed Arti, μὲ στόχο τὴν καταγραφὴ τῶν μνημείων<br />
τῆς βενετικῆς περιόδου 18 . Ἀναφορὰ στὸν ναὸ τοῦ Προφήτη Ἠλία<br />
ἔκανε στὸ μνημειῶδες ἔργο του Monumenti veneti nell’isola di Creta<br />
ποὺ ἄρχισε νὰ ἐκδίδει ὕστερα ἀπὸ λίγα χρόνια. Πιὸ συγκεκριμένα,<br />
στὸν δεύτερο τόμο ἀναφέρθηκε στὴν ἐκκλησία καὶ δημοσίευσε φωτογραφία<br />
τῆς πρόσοψής της ἀπὸ τὴ νοτιοδυτικὴ πλευρά (φωτ. 2) 19 .<br />
Στὸν τέταρτο τόμο τοῦ ἔργου του περιέγραψε τὸ οἰκόσημο τοῦ Πέτρου<br />
Καλλέργη καὶ δημοσίευσε τὸ κείμενο τῆς ἐπιγραφῆς τοῦ 1598 20 .<br />
Τὰ ἀμέσως ἑπόμενα χρόνια, μπροστὰ στὸν κίνδυνο κατάρρευσης<br />
τοῦ σημαντικοῦ αὐτοῦ μνημείου, ἔγιναν παραστάσεις ἀπὸ τοὺς<br />
ἀρχαιολόγους στὶς ἁρμόδιες ὑπηρεσίες τῆς Κρητικῆς Πολιτείας 21 .<br />
Δὲν ὑπῆρξε ὅμως κανένα ἀποτέλεσμα. Στὴν ἀδιαφορία ποὺ ἐπιδείχθηκε<br />
σημαντικὸ ρόλο ἔπαιξε ἡ ρευστὴ πολιτικὴ κατάσταση ποὺ<br />
ἐπικρατοῦσε τότε στὸ νησί.<br />
Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1912 τὸ πολιτικὸ σκηνικὸ εἶχε πλέον ἀλλάξει.<br />
Ἡ ἐπικείμενη ἕνωση τοῦ νησιοῦ μὲ τὴν Ἑλλάδα δημιουργοῦσε ἐλπίδες<br />
γιὰ τὴν ἐπίλυση προβλημάτων ποὺ χρόνιζαν 22 . Ἐπιμελητὴς τοῦ<br />
Μουσείου Χανίων ἦταν τότε ὁ φιλόλογος Παῦλος Α. Βαλάκης<br />
(1872-1940) 23 , ἰδιαίτερα εὐαίσθητος σὲ θέματα προστασίας τῶν<br />
Giuseppe Gerola στὴν Κρήτη (1900-1902) καὶ ἡ καταγραφὴ τῶν μνημείων<br />
τῆς βενετικῆς περιόδου, Ἡ τελευταία φάση τοῦ Κρητικοῦ Ζητήματος, ἐπιμ.<br />
Θ. Δετοράκης – Ἀλ. Καλοκαιρινός, Ἡράκλειο 2001, σ. 561-583· ὁ ἴδιος,<br />
Giuseppe Gerola a Creta e la registrazione dei monumenti del periodo<br />
veneziano, Candia e Cipro. Le due isole “maggiori” di Venezia, ἐπιμ. M.<br />
Scroccaro – M. G. Andrianakis, Μιλάνο 2010, σ. 25-42.<br />
18<br />
G. Gullino, L’Istituto Veneto di Scienze, Lettere ed Arti. Dalla rifondazione<br />
alla secona guerra mondiale (1838-1946), Βενετία 1996 (στὶς σ. 140-145<br />
γιὰ τὴν ἀποστολὴ τοῦ Giuseppe Gerola στὴν Κρήτη).<br />
19<br />
G. Gerola, Monumenti veneti nell’isola di Creta, τ. 2, Βενετία 1908, σ. 177<br />
σημ. 3, σ. 196 εἰκ. 135, 289 σημ. 1 καὶ σ. 292 φωτ. 362. Πρβλ. G.<br />
Gerola, Βενετικὰ Μνημεῖα τῆς Κρήτης (Ἐκκλησίες), μτφ. Στ. Γ. Σπανάκης,<br />
εἰσαγ. Στ. Γ. Σπανάκης καὶ A. Di Vita, Ἡράκλειο 1993, σ. 177 σημ. 382,<br />
σ. 196 εἰκ. 135, σ. 289, σημ. 501 καὶ σ. 292, εἰκ. 362.<br />
20<br />
G. Gerola, Monumenti veneti dell’isola di Creta, τ. 4, Βενετία 1932, σ. 239,<br />
ἀρ. 260 (οἰκόσημο), σ. 421, ἀρ. 6 (ἐπιγραφή).<br />
21<br />
Βλ. πιὸ κάτω.<br />
22<br />
Γιὰ τὴν ἐποχὴ βλ. Θ. Δετοράκης, Ἱστορία τῆς Κρήτης, Β΄ ἔκδοση, Ἡράκλειο<br />
Κρήτης 1990, σ. 454-456.<br />
23<br />
Βλ. γι’ αὐτὸν Ἀντ. Ν. Σεργεντάνης, Φιλολογικὸν μνημόσυνον Παύλου Ἀνδρέου<br />
Βαλάκη, Γυμνασιάρχου, Χανιὰ 1962. Γιὰ τὸ βιβλίο του Ἱστορία τῆς Κρήτης,<br />
τὸ ὁποῖο χρησιμοποιοῦσαν ὡς διδακτικὸ ἐγχειρίδιο οἱ μαθητὲς τῶν Δη-
ΦΡΟΝΤΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ<br />
ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 2ΟΥ ΑΙΩΝΑ: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ<br />
ΠΕΡΙΒΟΛΙΩΝ ΚΥΔΩΝΙΑΣ<br />
507<br />
χριστιανικῶν μνημείων 24 . Ἐκμεταλλευόμενος τὴν εὐνοϊκὴ συγκυρία<br />
ἔκρινε σκόπιμο νὰ ἐπανέλθει στὸ ζήτημα. Σὲ ἐπιστολὴ ποὺ ἀπέστειλε<br />
στὶς 14 Ἀπριλίου 1912 πρὸς τὴν «Ἀνωτέρα Διεύθυνσι ἐπὶ τῆς Παιδείας»,<br />
ἀφοῦ περιέγραψε τὴν ἄσχημη κατάσταση στὴν ὁποία βρισκόταν<br />
ἡ ἐκκλησία τοῦ Προφήτη Ἠλία Περιβολιῶν, ζήτησε τὴν<br />
ἄμεση λήψη μέτρων γιὰ τὴν προστασία της. Τὸ κείμενο τῆς δακτυλογραφημένης<br />
ἐπιστολῆς του δημοσιεύεται πιὸ κάτω. Μὲ μαῦρα<br />
στοιχεῖα ἀποδίδονται οἱ ἔντυπες λέξεις 25 .<br />
ΤΜΗΜΑ Δ΄<br />
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ & ΠΑΙΔΕΙΑΣ<br />
Ἀριθ. Πρωτ. 293<br />
Διεκπ. 197<br />
ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ<br />
—<br />
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΙΣ ΚΡΗΤΗΣ<br />
ΕΝ ΧΑΝΙΟΙΣ<br />
τῇ 1912<br />
Ἐν Χανίοις τῇ 14 Ἀπριλίου 1912<br />
Πρὸς τὴν Σεβ. Ἀνωτέραν Διεύθυνσιν ἐπὶ τῆς Παιδείας<br />
Κύριε Διοικῶν Ἐπίτροπε,<br />
Εὐσεβάστως ἀναφέρω Ὑμῖν ὅτι καθὼς ἐξέθηκα καὶ ἐν τῷ ὑπ’ ἀριθ. 85 τῆς<br />
29 Αὐγούστου 1908 πρὸς τὴν Σεβ. Ἀν. Διεύθυνσιν ἐπὶ τῆς Παιδείας<br />
ἐγγράφου μου, ὁ μεταξὺ τῶν χωρίων Μουρνιῶν καὶ Περιβολίων ἐπὶ ἐπό-<br />
μοτικῶν Σχολείων, βλ. Ν. Ε. Παπαδογιαννάκης – Ἀντ. Χουρδάκης – Ἡρ.<br />
Ρεράκης, Ἡ δημόσια χριστιανικὴ ἐκπαίδευση στὴν Κρήτη τὸ 19ο καὶ τὶς<br />
ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα: ἱστορικὴ ἐπισκόπηση, κεφαλαιώδης καταγραφὴ<br />
σχολικοῦ ἀρχειακοῦ ὑλικοῦ καὶ ἀνθολόγηση σχολικῶν ἐγχειριδίων, Κρητολογικὰ<br />
Γράμματα 14 (1998), σ. 338, 399, 431, 433 καὶ 436-453. Στὸ<br />
ἄρθρο διατηρεῖται ἡ γραφὴ «Βαλάκης», μὲ τὴν ὁποία καὶ εἶναι γνωστός<br />
σήμερα, ἀντὶ τῆς γραφῆς «Βαλάκις» μὲ τὴν ὁποία ὑπογράφει τὴν ἐπιστολὴ<br />
ποὺ δημοσιεύεται πιὸ κάτω.<br />
24<br />
Ἀπὸ τὰ σχετικὰ ἄρθρα ποὺ εἶχε δημοσιεύσει γιὰ τὰ χριστιανικὰ μνημεῖα<br />
ἀναφέρεται Ἡ οἰκοδομικὴ τῶν χριστιανικῶν ναῶν. Ἀνατύπωσις ἐκ τοῦ “Κρητικοῦ<br />
Ἀστέρος”, Ἐν Χανίοις, Ἐκ τοῦ Τυπογραφείου τῆς “Νέας Ἐρεύνης”, 1909.<br />
25<br />
Ἀμερικανικὴ Σχολὴ Κλασικῶν Σπουδῶν στὴν Ἀθήνα, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη,<br />
Ἀρχεῖο Στέφανου Ν. Δραγούμη, Κρήτη–Γενικὴ Διοίκηση, Φάκελος
508 ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ<br />
πτου θέσεως κείμενος ναὸς τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, ἀνήκων εἰς τὴν κοινότητα<br />
τῶν Περιβολίων φέρει ἐν τῇ προσόψει αὐτοῦ ῥῆγμα ἀπὸ τῆς θύρας μέχρι<br />
τοῦ θόλου, τοιαῦτα δὲ ῥήγματα φέρει καὶ ἀπὸ τῶν δύο πλαγίων παραθύρων<br />
καὶ ὄπισθεν ἀπὸ τῆς κόγχης μέχρι τοῦ ἐνετικοῦ θόλου, διὰ τούτων δὲ<br />
εἶναι καταφανὲς ὅτι ὑπάρχει ἄμεσος κίνδυνος πτώσεως τοῦ ὡραίου τούτου<br />
ναΐσκου. Ἐπειδὴ δ’ οὗτος κτισθεὶς τὸ 1598 ὑπὸ Πέτρου Καλιέργου ἔχει<br />
τὴν διὰ λίθων ὀρθογωνίαν ἐκτισμένην πρόσοψιν ἀρκετὰ κεκοσμημένην 26<br />
καὶ ἐπιμελῶς ἐπεξειργασμένην, φέρουσα δὲ καὶ ἐπιγραφὰς καὶ τὸ οἰκόσημον<br />
τῶν Καλιεργῶν, διὰ ταῦτα νομίζω ὅτι πρέπει νὰ ληφθῇ φροντὶς<br />
περὶ διασώσεως αὐτοῦ.<br />
Δι’ ὃ λαμβάνω τὴν τιμὴν νὰ προτείνω καὶ πάλιν ὅπως ἀποσταλῇ μηχανικὸς<br />
ἵνα μετ’ ἐξέτασιν ὑποβάλῃ προϋπολ/σμὸν τῆς ἀπαιτηθησομένης δαπάνης<br />
καὶ ἂν αὔτη δὲν ἀνέλθῃ εἰς σημαντικὸν ποσόν, ὡς ἐλπίζω, διατάξητε τὴν<br />
ἐπισκευὴν αὐτοῦ.<br />
Εὐπειθέστατος ὁ ἐπιμελητὴς τοῦ Ἀρχαιολογικοῦ Μουσείου Χανίων<br />
Τ. Σ. Παῦλος Βαλάκις<br />
Ἡ ἐκκλησία, μὲ βάση τὸ παραπάνω ἔγγραφο, διέτρεχε σοβαρότατο<br />
κίνδυνο. Χρειαζόταν νὰ ἐγκριθεῖ, χωρὶς καμία καθυστέρηση,<br />
χρηματικὸ ποσὸ προκειμένου νὰ ἐπισκευαστεῖ. Μιὰ ἰδέα γιὰ τὴν<br />
κατάσταση τῆς πρόσοψής της ἐκείνη τὴν περίοδο προσφέρει τὸ<br />
γνωστὸ φωτογραφικὸ ὑλικὸ τῆς περιόδου. Στὴ φωτογραφία τόσο<br />
τοῦ Στέφανου Ξανθουδίδη (βλ. φωτ. 1) ὅσο καὶ σ’ ἐκείνη τοῦ Giuseppe<br />
Gerola (βλ. φωτ. 2) εἶναι εὐδιάκριτο τὸ ἀναφερόμενο ἀπὸ<br />
τὸν Παῦλο Βαλάκη ῥῆγμα ἀπὸ τῆς θύρας μέχρι τοῦ θόλου.<br />
Πιὸ συγκεκριμένα, εἶχε δημιουργηθεῖ μιὰ κατὰ μῆκος ρωγμή,<br />
πλάτους 0,10 μ. περίπου, ποὺ ἐκτονωνόταν στὴν πρόσοψη, μὲ ἀντίστοιχη<br />
μετακίνηση τῶν δόμων, π.χ. στὴν ἐπιγραφή, στὸ γεῖσο καὶ<br />
δεξιὰ στὸ διακοσμημένο occulus, τμήματα τοῦ ὁποίου εἶχαν μετακινηθεῖ<br />
καὶ εἶχαν παραμορφώσει τὸν κύκλο. Ἡ ρωγμή συνεχιζόταν<br />
στὸ νότιο τμῆμα τῆς ὀξυκόρυφης καμάρας ἀλλὰ καὶ στὸ νότιο τμῆμα<br />
τοῦ ἀνατολικοῦ τοίχου. Εἶχε προκαλέσει ἀποκοπὴ καὶ κατάρρευση<br />
μεγάλου τμήματος τοῦ ὑπέρθυρου ἀπὸ τὴ νότια πλευρὰ καθὼς ἐπίσης<br />
93.3. Ἔγγραφο ἀρ. 66. Εὐχαριστῶ τὶς κυρίες Ναταλία Βογκέικωφ-Brogan,<br />
Ὑπεύθυνη Ἀρχείων Ἀμερικανικῆς Σχολῆς Κλασικῶν Σπουδῶν, καὶ Ἐλευθερία<br />
Δαλέζιου, ἀρχειονόμο-ἱστορικὸ τῶν Ἀρχείων τῆς Γενναδείου Βιβλιοθήκης,<br />
οἱ ὁποῖες διευκόλυναν τὴν ἔρευνά μου.<br />
26<br />
Οἱ λέξεις πρόσοψιν ἀρκετὰ κεκοσμημένην ἔχουν προστεθεῖ ἀπὸ τὸν Παῦλο<br />
Βαλάκη στὸ περιθώριο τῆς δακτυλόγραφης ἐπιστολῆς.
ΦΡΟΝΤΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ<br />
ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 2ΟΥ ΑΙΩΝΑ: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ<br />
ΠΕΡΙΒΟΛΙΩΝ ΚΥΔΩΝΙΑΣ<br />
509<br />
τοῦ δίλοβου καμπαναριοῦ, τοῦ ὁποίου οἱ πεσμένοι δόμοι φαίνονταν<br />
ἐπιτόπου (σώζονταν οι βάσεις τῶν πεσσών). Μιὰ ἄλλη, μεγάλη<br />
ρωγμή, ὑπῆρχε στὸ παράθυρο, στὸν νότιο τοῖχο. Εἶχε προέλθει, κα -<br />
τὰ πάσα πιθανότητα, ἀπὸ σεισμό, σὲ συνδυασμὸ μὲ πιθανὰ προβλήματα<br />
θεμελίωσης. Αὐτό δείχνει καὶ ἡ κατάρρευση τοῦ καμπαναριοῦ 27 .<br />
Ἡ ἀνταπόκριση τοῦ Διοικοῦντος Ἐπιτρόπου τῆς Ἀνωτέρας Διευθύνσεως<br />
ἐπὶ τῆς Παιδείας 28 , αὐτὴ τὴ φορά, ὑπῆρξε ἄμεση. Γιὰ<br />
τὶς κινήσεις στὶς ὁποῖες προχώρησε καὶ τὴν ἐξέλιξη τοῦ θέματος,<br />
μᾶς ἐνημερώνει τὸ ἀκόλουθο, ἀνυπόγραφο χειρόγραφο σημείωμα,<br />
ποὺ εἶναι συνημμένο στὴν παραπάνω ἐπιστολή 29 :<br />
Κατόπιν τοῦ ὑπ’ ἀριθμ. 293/197 τοῦ 1912 ἐγγράφου τοῦ Ἐπιμελητοῦ<br />
τοῦ Μουσείου Χανίων πρὸς τὴν Ἀν. Διεύθυνσιν τῆς Παιδείας διετάχθη ἡ<br />
Διεύθυνσις τῶν Δημοσίων ἒργων νὰ ἀποστείλῃ Μηχανικὸν καὶ ἐξετάσῃ<br />
τὸν ἐν τῷ ἐγγράφω ἀναφερόμενον ναὸν καὶ ὑποβάλῃ συγχρόνως τὴν μελέτην<br />
καὶ τὸν προϋπολογισμὸν τῆς ἀπαιτηθησομένης δαπάνης διὰ τὴν<br />
ἐπισκευὴν αὐτοῦ.<br />
Τῇ 18ῃ Ἀπριλίου 1912 ὑπεβλήθη ὑπὸ τῆς Διευθύνσεως τῶν Δημοσίων<br />
ἒργων εἰς τὴν Διεύθυνσιν τῆς Παιδείας ὁ προϋπολογισμὸς τῆς ἀπαιτηθησομένης<br />
δαπάνης διὰ τὴν ἐπισκευὴν τοῦ ναοῦ ἐκ δραχμῶν 429,90, ὅστις<br />
καὶ ἐνεκρίθη χορηγηθείσης καὶ τῆς σχετικῆς πιστώσεως.<br />
Τὸ ἒργον ἐδόθη εἰς μειοδοσίαν· ἐκτελεσθείσης τῆς ἐργασίας ἐγένετο καὶ<br />
ὁριστικὴ παραλαβὴ τὴν 28ην Αὐγούστου 1912 καὶ ἐξεδόθη ἐπ’ ὀνόματι<br />
τοῦ ἐργολάβου τὴν 13 Σ/βρίου 1912 χρηματικὸν ἒνταλμα ἐκ δραχ.<br />
421,30 διὰ τὴν ἐπισκευὴν τοῦ ναοῦ.<br />
Μὲ ἐντολὴ τῆς Ἀνωτέρας Διευθύνσεως ἐπὶ τῆς Παιδείας, ἐστάλη<br />
ἀπὸ τὴ Διεύθυνση τῶν Δημοσίων Ἔργων μηχανικός, προκειμένου<br />
νὰ ἐξετάσει τὴν ἐκκλησία καὶ ὑποβάλει μελέτη καὶ προϋπολογισμὸ<br />
τῆς δαπάνης. Διευθυντὴς Δημοσίων Ἔργων, τὴν περίοδο ἐκείνη,<br />
27<br />
Εὐχαριστῶ τὸν ἀρχαιολόγο Μιχάλη Ἀνδριανάκη ὁ ὁποῖος, μὲ βάση τὶς<br />
φωτογραφίες τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰώνα, μοῦ ἔγραψε τὶς παρατηρήσεις<br />
του σχετικὰ μὲ τὶς ζημιὲς ποὺ εἶχε ὑποστεῖ ἡ ἐκκλησία.<br />
28<br />
Τὴ θέση κατεῖχε ἀπὸ τὶς 3 Μαρτίου 1912 ὁ Βασίλειος Σκουλᾶς. Γιὰ τὴν<br />
τοποθέτησή του βλ. Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος. Παράρτημα τῆς Ἐφημερίδος τῆς<br />
Κυβερνήσεως ἐν Κρήτῃ, Τεῦχος πρῶτον, ἀρ. 20, Ἐν Χανίοις τῇ 3 Μαρτίου<br />
1812, σ. 1.<br />
29<br />
Ἀμερικανικὴ Σχολὴ Κλασικῶν Σπουδῶν στὴν Ἀθήνα, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη,<br />
Ἀρχεῖο Στέφανου Ν. Δραγούμη, Κρήτη–Γενικὴ Διοίκηση, Φάκελος<br />
93.3. Ἔγγραφο ἀρ. 67.
510 ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ<br />
ἦταν ὁ Σ. Πεζανός 30 . Αὐτὸς φαίνεται ὅτι κινητοποιήθηκε. Ὅσον<br />
ἀφορᾶ τὸν μηχανικό, κατὰ πάσα πιθανότητα ἦταν ὁ Γεώργιος Καρυωτάκης,<br />
ὁ ὁποῖος τὸ διάστημα ἐκεῖνο ἦταν ὁ νομομηχανικὸς τῆς<br />
1ης Περιφέρειας 31 . Ὅπως κι ἂν ἔχουν τὰ πράγματα, ὁ προϋπολογισμὸς<br />
τῆς δαπάνης ἐπισκευῆς ὑπολογίστηκε σὲ 429,90 δραχμές.<br />
Ἡ σχετικὴ πίστωση ἐγκρίθηκε ἀπὸ τὴν Ἀνωτέρα Διεύθυνση ἐπὶ τῆς<br />
Παιδείας. Τὸ ἔργο δόθηκε σὲ μειοδοσία ἀλλὰ δὲν γνωρίζουμε ποιός<br />
ἐργολάβος ἀνέλαβε τὶς ἐργασίες οὔτε τὸν τρόπο δουλειᾶς του. Χάρη<br />
στὶς ἐπισκευαστικὲς ἐργασίες, πάντως, οἱ ὁποῖες ὁλοκληρώθηκαν<br />
στὶς 28 Αὐγούστου 1912, φαίνεται ὅτι ἀποκαταστάθηκαν σὲ σημαντικὸ<br />
βαθμὸ οἱ βλάβες ποὺ ὑπῆρχαν στὴ μικρὴ ἐκκλησία. Ὁ<br />
ἐργολάβος, γιὰ τὶς ὑπηρεσίες του, εἰσέπραξε στὶς 13 Σεπτεμβρίου<br />
τὸ ποσὸ τῶν 421,30 δραχμῶν. Περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὴν<br />
ὑπόθεση, δυστυχῶς, δὲν ἔχουν ἐντοπιστεῖ.<br />
Γιὰ τὶς ἐργασίες ποὺ πραγματοποιήθηκαν ἀπὸ τὸν ἐργολάβο<br />
προκειμένου νὰ ἐπισκευάσει τὶς ζημιὲς τῆς ἐκκλησίας, μᾶς διαφωτίζουν<br />
μεταγενέστερες φωτογραφίες της (βλ. φωτ. 3) 32 . Οἱ ἐργασίες,<br />
ὅπως συνάγεται, στράφηκαν ἀρχικὰ στὸ κλείσιμο τῆς μεγάλης<br />
ρωγμῆς. Ἔτσι, στὴν πρόσοψη, καταβλήθηκε ἰδιαίτερη προσπάθεια<br />
«συμπλήρωσης» τῆς ρωγμῆς μὲ μικρὰ τμήματα λαξευτοῦ πωρολίθου<br />
(μιὰ ἀναστηλωτικὴ ἐπέμβαση) μὲ κανονικὴ λάξευση. Τὰ τμήματα<br />
τοῦ occulus ἐπανατοποθετήθηκαν στὴ θέση τους καὶ τὸ κενὸ ποὺ<br />
εἶχε δημιουργηθεῖ συμπληρώθηκε μὲ χαλικολόγημα καὶ (πιθανῶς)<br />
κονίαμα. Μὲ κανονικὴ λάξευση συμπληρώθηκε καὶ τὸ ὑπέρθυρο<br />
ποὺ στηρίχθηκε ἐσωτερικὰ πάνω σὲ ὁριζόντιο σίδερο. Ἡ ρωγμή<br />
κλείστηκε ἐσωτερικὰ μὲ ἁπλὴ συμπλήρωση τῆς κοινῆς τοιχοποιίας.<br />
Μὲ τὴν τοποθέτηση συμπληρώματος, ἀνάμεσα στὰ δύο τμήματα<br />
τῆς ἐπιγραφῆς, διατηρήθηκε τὸ κενὸ μεταξὺ τῶν δύο λίθων. Κατὰ<br />
ἀνάλογο τρόπο συμπληρώθηκε ἡ ρωγμὴ στὴν καμάρα καὶ στὸν<br />
30<br />
Γιὰ τὴν Ὑπηρεσία Δημοσίων Ἔργων τὴν περίοδο ἐκείνη βλ. Χρυσούλα<br />
Τζομπανάκη, Ἡ ἀρχιτεκτονικὴ στὴν Κρήτη. Περίοδος τῶν νεωτέρων χρόνων,<br />
τόμ. 1/1 19ος αἰ. καὶ Περίοδος τῆς Αὐτονομίας, Ἡράκλειο 2005, σ. 90-102<br />
(στὴ σ. 100 γιὰ τοὺς μηχανικοὺς καὶ τοὺς ἀρχιτέκτονες κατὰ τὸ ἔτος<br />
1912). Γιὰ τὸ θέμα βλ. καὶ Αἰμιλία Κλάδου-Μπλέτσα, Τὰ Χανιὰ ἒξω ἀπὸ τὰ<br />
τείχη, Δεύτερη ἔκδοση, Χανιά 1998, σ. 34-39.<br />
31<br />
Πρόκειται γιὰ τὸν πατέρα τοῦ ποιητῆ Κώστα Καρυωτάκη (1896-1928).<br />
Βλ. σχετικὰ Ν. Β. Τωμαδάκης, Ὁ Κώστας Καρυωτάκης στὴν Κρήτη, Κρητικὲς<br />
Σελίδες, ἔτος Α΄, τεῦχ. 5, Ἡράκλειο, Ἰούνιος 1936, σ. 146-148.<br />
32<br />
Ἡ φωτογραφία ποὺ δημοσιεύεται εἶναι τοῦ ἔτους 1982, προέρχεται ἀπὸ<br />
τὸ Φωτογραφικὸ Ἀρχεῖο τῆς 28ης Ἐφορείας Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων<br />
καὶ τέθηκε στὴ διάθεσή μου ἀπὸ τὸν ἀρχαιολόγο Μιχάλη Ἀνδριανάκη.
ΦΡΟΝΤΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ<br />
ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 2ΟΥ ΑΙΩΝΑ: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ<br />
ΠΕΡΙΒΟΛΙΩΝ ΚΥΔΩΝΙΑΣ<br />
511<br />
ἀνατολικό τοίχο. Γιὰ τὴ συγκράτηση τοῦ ναοῦ, ἐξαιτίας τῆς ἀπόκλισης<br />
ποὺ παρουσίαζε, τοποθετήθηκαν κατὰ μῆκος καὶ κατὰ πλάτος ἀνὰ<br />
δύο σιδερένιοι ἑλκυστῆρες. Οἱ ἀπολήξεις τους, φαίνονται ἐξωτερικά,<br />
Φωτ. 3.<br />
Ἡ ἐκκλησία κατὰ τὸ 1982.
512 ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ<br />
στὴ ζώνη μὲ τὸ οἰκόσημο 33 . Ἡ ὅλη ἐργασία, σύμφωνα μὲ τὸν ἀρχαιολόγο<br />
Μιχάλη Ἀνδριανάκη, «ἦταν μιὰ ἐνδιαφέρουσα προσπάθεια<br />
ἀποκατάστασης μὲ σεβασμὸ τῆς ἀρχικῆς μορφῆς τοῦ ναοῦ».<br />
Τὸ χρονικὸ διάστημα, ἀμέσως μετὰ τὴν ἐπισκευή της τὸ 1912,<br />
ἡ ἐκκλησία τοῦ Προφήτη Ἠλία συνέχισε νὰ ἀποτελεῖ ἀντικείμενο<br />
μελέτης. Μεταξὺ τῶν ἐπισκεπτῶν της ἦταν ὁ Στέφανος Ν. Δραγούμης<br />
(Ἀθήνα 1842-1923) 34 . Τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν ἐκκλησία φαίνεται<br />
πὼς ὑπῆρξε ζωηρό. Αὐτὸς συνέταξε καὶ τὸ ἀνυπόγραφο σημείωμα<br />
μὲ τὴν κατάληξη τῆς ὑπόθεσης. Ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ ἡ ὕπαρξη στὸ<br />
ἀρχεῖο του τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Παύλου Βαλάκη.<br />
Ὁ Στέφανος Δραγούμης, ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους Ἕλληνες<br />
ἀρχαιολόγους τῆς ἐποχῆς, διορίστηκε Γενικὸς Διοικητὴς Κρήτης<br />
τὴν περίοδο ἀπὸ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1912 ὣς τὸν Ἰούνιο τοῦ 1913 35 .<br />
Κατὰ τὸ διάστημα τῆς θητείας του, μεταξὺ τῶν ἄλλων θεμάτων, στὰ<br />
ὁποῖα κλήθηκε νὰ δώσει λύσεις, ἦταν καὶ γιὰ τὰ ἀρχαιολογικὰ ζητήματα<br />
36 . Γιὰ νὰ σχηματίσει μάλιστα ἀκριβὴ εἰκόνα γιὰ αὐτά, φρόντισε<br />
νὰ διατηρεῖ στενὲς ἐπαφὲς μὲ τοὺς διανοούμενους τοῦ νησιοῦ.<br />
Στὶς ἐπισκέψεις του σὲ διάφορες περιοχὲς τοῦ νησιοῦ, παράλληλα<br />
μὲ τὴν ἐπίλυση καθημερινῶν προβλημάτων 37 , μελέτησε καὶ τὰ μνημεῖα.<br />
Μὲ βάση τὸ ὑλικὸ ποὺ συγκέντρωσε ἔστειλε στὶς 23 Μαρτίου<br />
1913 στὸν Στέφανο Ξανθουδίδη τὶς παρατηρήσεις του σχετικὰ μὲ<br />
τὴν ἐπιστημονικὴ ἐργασία τοῦ τελευταίου «Χριστιανικαὶ ἐπιγραφαὶ<br />
Κρήτης». Αὐτές, θεωρήθηκαν ἀπὸ τὸν Στέφανο Ξανθουδίδη ὅτι<br />
33<br />
Τὶς ἐπισημάνσεις γιὰ τὶς ἐργασίες ποὺ ἀναλήφθηκαν ἀπὸ τὸν ἐργολάβο,<br />
ὀφείλω στὸν ἀρχαιολόγο Μιχάλη Ἀνδριανάκη, τὸν ὁποῖο καὶ εὐχαριστῶ<br />
γιὰ τὴν προθυμία του νὰ ἀνταποκριθεῖ σὲ αἴτημά μου.<br />
34<br />
Γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Στέφανου Ν. Δραγούμη βλ. γενικὰ Εὐάγγ. Κωφός,<br />
Δραγούμης Στέφανος, Ἐκπαιδευτικὴ Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, τ. 3<br />
Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Ἀθήνα 1985, σ. 308-309. Βλ. καὶ Ἀρχεῖα<br />
Οἰκογένειας Δραγούμη. Εὑρετήρια, ἐπιμ. Χριστίνα Βάρδα – Βούλα Κόντη,<br />
Ἀθήνα 1989, σ. 39-302.<br />
35<br />
Γιὰ τὴ σημασία τῆς ἀποστολῆς του στὴν Κρήτη βλ. Γ. Παπαντωνάκης, Ἡ<br />
ἀποστολὴ τοῦ κ. Στεφ. Δραγούμη εἰς Κρήτην, στὸ βιβλίο του, Ἑλληνικὰ ζητήματα,<br />
Ἀθήνα 1916, σ. 84-86.<br />
36<br />
Γιὰ τὴν κατάσταση ποὺ ἐπικρατοῦσε τότε ὡς πρὸς τὰ ἀρχαιολογικὰ πράγματα<br />
τοῦ νησιοῦ ἀναλυτικότερα στοιχεῖα διασώζει στὸ βιβλίο του ο Χατζιδάκης,<br />
Ἱστορία τοῦ Κρητικοῦ Μουσείου καὶ τῶν ἀρχαιολογικῶν ἐρευνῶν ἐν<br />
Κρήτῃ, ὅ.π.<br />
37<br />
Γιὰ τὴν παρουσία του στὴν Κρήτη βλ. Ἑλένη Γαρδίκα-Κατσιαδάκη, Ὁ Στέφανος<br />
Δραγούμης καὶ ἡ ὁριστικὴ λύση τοῦ Κρητικοῦ Ζητήματος, Ἡ τελευταία<br />
φάση τοῦ Κρητικοῦ Ζητήματος, ὅ.π., σ. 67-79.
ΦΡΟΝΤΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ<br />
ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 2ΟΥ ΑΙΩΝΑ: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ<br />
ΠΕΡΙΒΟΛΙΩΝ ΚΥΔΩΝΙΑΣ<br />
513<br />
πρόσφεραν νέα στοιχεῖα στὴν ἔρευνα, γι’ αὐτὸ καὶ ἔκρινε σκόπιμο<br />
νὰ τὶς δημοσιεύσει στὸ περιοδικὸ Χριστιανικὴ Κρήτη, τοῦ ὁποίου<br />
ἦταν διευθυντής 38 . Ὡς πρὸς τὴν ἐκκλησία τοῦ Προφήτη Ἠλία, ὁ<br />
Στέφανος Δραγούμης πρότεινε ὁρισμένες βελτιώσεις στὴν ἀνάγνωση<br />
τῆς ἐπιγραφῆς τοῦ 1598 ἀπὸ τὸν Στέφανο Ξανθουδίδη 39 .<br />
Τὸ ἐρευνητικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἐκκλησία τοῦ Προφήτη Ἠλία<br />
διατηρεῖται ἀμείωτο ὣς τὶς μέρες μας. Ἀναφέρονται, ἐνδεικτικά,<br />
ὁρισμένες περιπτώσεις. Ἀπὸ τοὺς Spiridione Alessandro Curuni<br />
καὶ Lucilla Donati στὸ βιβλίο τους γιὰ τὴ «Βενετικὴ Κρήτη»<br />
ἀναδημοσιεύτηκε ἡ φωτογραφία τῆς πρόσοψης τῆς ἐκκλησίας ποὺ<br />
εἶχε τραβήξει στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα ὁ Giuseppe Gerola 40 . Ὁ<br />
Ἐμμανουὴλ Καλλέργης ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα μὲ τὴν ἐκκλησία τοῦ<br />
Προφήτη Ἠλία, τὸ οἰκόσημο καὶ τὴν ἐπιγραφὴ τοῦ Πέτρου<br />
Καλιέργη 41 . Ὁ Νίκος Ψιλάκης, στὸ γνωστὸ βιβλίο του γιὰ τὰ<br />
μοναστήρια καὶ τὰ ἐρημητήρια τῆς Κρήτης, ἀναφέρθηκε στὴν<br />
ἐκκλησία, παρουσιάζοντας νέα ἀρχειακὰ τεκμήρια γι’ αὐτήν 42 . Τὴν<br />
«ἄριστα ὀργανωμένη μανιεριστικὴ» πρόσοψη τῆς ἐκκλησίας<br />
σχολίασε ὁ Μιχάλης Ἀνδριανάκης 43 . Ὁ Στυλιανὸς Ἀλεξίου<br />
ἀσχολήθηκε ξανὰ μὲ τὶς ἐπιγραφὲς τῆς ἐκκλησίας, ἐπιφέροντας<br />
38<br />
Στ. Ν. Δραγούμης, Παρατηρήσεις εἰς χριστιανικὰς ἐπιγραφὰς Κρήτης Σ.<br />
Ξανθουδίδου, Χριστιανικὴ Κρήτη 2 (1913), σ. 129-132 (στὴ σ. 129, σημ.<br />
1, δημοσιεύεται μικρὸ, ἀνυπόγραφο ἐγκωμιαστικὸ σχόλιο γιὰ τὸ ἄρθρο,<br />
γραμμένο ἀπὸ τὴ Διεύθυνση τοῦ περιοδικοῦ, δηλαδὴ τὸν Στέφανο Ξανθουδίδη).<br />
39<br />
Δραγούμης, Παρατηρήσεις εἰς χριστιανικὰς ἐπιγραφὰς Κρήτης Σ. Ξανθουδίδου,<br />
ὅ.π., σ. 130.<br />
40<br />
S. A. Curuni – Lucilla Donati, Creta Veneziana. L’Istituto Veneto e la Missione<br />
Cretese di Giuseppe Gerola. Collezione fotografica 1900-1902, Βενετία 1988,<br />
σ. 294, ἀρ. πλάκας 462.<br />
41<br />
Ἐμμ. Καλλέργης, Τὸ οἰκόσημο Καλλέργη στὴν Κρήτη, Κρητολογικὰ Γράμματα<br />
2 (1990), σ. 126 καὶ 131· ὁἴδιος, Ἐπιγραφὲς γιὰ τοὺς Καλλέργες στὴν<br />
Κρήτη, Ἀμάλθεια, ἔτος ΚΑ', τεῦχ. 82-85, Ἅγιος Νικόλαος, Ἰανουάριος-Δεκέμβριος<br />
1990, σ. 146. Τὰ ἄρθρα ἀναδημοσιεύτηκαν στὸ βιβλίο: Ἐμμ.<br />
Σ. Καλλέργης, Εἰσαγωγὴ στὴν ἱστορία τῶν Καλλεργῶν, Α', Ρέθυμνο 2007, σ.<br />
25, σ. 30, ἀρ. 33 καὶ 45· στὴ σ. 182 φωτογραφία τῆς πρόσοψης τῆς<br />
ἐκκλησίας μὲ τὸ οἰκόσημο και τὴν ἐπιγραφή.<br />
42<br />
Ψιλάκης, Μοναστήρια καὶ ἐρημητήρια τῆς Κρήτης, ὅ.π., σ. 252-253 καὶ<br />
254 (φωτογραφία τῆς ἐκκλησίας).<br />
43<br />
Μ. Ἀνδριανάκης, Ἡ ἀρχιτεκτονικὴ γλυπτικὴ στὴν Κρήτη, Γλυπτικὴ καὶ Λιθοξοϊκὴ<br />
στὴ Λατινικὴ Ἀνατολή. 13ος–17ος αἰώνας, ἐπιμ. Ὄλγα Γκράτζιου,<br />
Ἡράκλειο 2007, σ. 28 καὶ σημ. 78, εἰκ. 19.
514 ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ<br />
βελτιώσεις στὶς ἀναγνώσεις τῆς ἐπιγραφῆς τοῦ 1598 τοῦ Στέφανου<br />
Ξανθουδίδη καὶ τοῦ Στέφανου Δραγούμη 44 . Τελευταῖα, ἡ Ὄλγα<br />
Γκράτζιου, σχολίασε σὲ βιβλίο της τὴν πρόσοψη τῆς ἐκκλησίας 45 .<br />
44<br />
Βλ. σχετικὰ Στ. Ἀλεξίου, Βενετοκρητικὲς ἐπιγραφὲς Σιλάμου, Περβολιῶν,<br />
Ρεθύμνου, Ψηφίδες. Μελέτες Ἱστορίας, Ἀρχαιολογίας καὶ Τέχνης. Στὴ μνήμη<br />
τῆς Στέλλας Παπαδάκη-Oekland, ἐπιμ. Ὄλγα Γκράτζιου – Χρ. Λοῦκος, Ἡράκλειο<br />
2009, σ. 225-226 (= Στ. Ἀλεξίου, Βενετοκρητικὲς ἐπιγραφές, Ποικίλα<br />
Ἑλληνικά. Μελέτες, Ἀθήνα 2009, σ. 69-71).<br />
45<br />
Ὄλγα Γκράτζιου, Ἡ Κρήτη στὴν ὕστερη μεσαιωνικὴ ἐποχή. Ἡ μαρτυρία τῆς<br />
ἐκκλησιαστικῆς ἀρχιτεκτονικῆς, Ἡράκλειο 2010, σ. 92 καὶ 106-107 εἰκ.<br />
125.
Πρωτοπρεσβύτερος Περίανδρος Ι. Επιτροπάκης<br />
Λατρευτικός προορισμός<br />
και μνημειακός χαρακτήρας<br />
του χριστιανικού ναού:<br />
Dicatio ad patriam versus<br />
deputationem ad cultum 1<br />
“sunt lacrimae rerum, et mentem mortalia tangunt”<br />
Publius Vergilius Maro, Æneis I,462<br />
Στην ελληνική έννομη τάξη παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το<br />
ζήτημα της οριοθέτησης των αρμοδιοτήτων Κράτους και Εκκλησίας<br />
στο θέμα της προστασίας των ακίνητων θρησκευτικών πολιτιστικών<br />
αγαθών λατρευτικού προορισμού. Όταν κατά την έννοια του αρχαιολογικού<br />
νόμου ένας χριστιανικός ναός συνιστά μνημείο, ενδέχεται<br />
να προκληθεί σύγκρουση των ατομικών δικαιωμάτων που διέπουν<br />
το διφυή χαρακτήρα του. Το παρόν κείμενο αποτελεί προσπάθεια<br />
θεωρητικής προσέγγισης του συνταγματικού εναρμονισμού του δικαιώματος<br />
της ελευθερίας στη λατρεία 2 και του «δικαιώματος στον<br />
πολιτισμό» 3 . Το ζήτημα επιλύεται με την αρχή της αναλογικότητας,<br />
1<br />
Αφορμή για το θέμα αποτέλεσε η εκπόνηση στη Θεολογική Σχολή του<br />
ΑΠΘ, το 2013, Μεταπτυχιακής Διπλωματικής εργασίας Εκκλησιαστικού<br />
& Κανονικού Δικαίου, με τίτλο: «Ο χριστιανικός ναός υπό το πρίσμα του<br />
δικαιώματος στον πολιτισμό και του δικαιώματος στη λατρεία: Σχέση έντασης<br />
ή αρμονικής συνύπαρξης;» και επιβλέποντα τον Επ. Καθ. κ. Νικόλαο<br />
Μαγγιώρο. Ιδιαίτερες ευχαριστίες απευθύνω στον Εφέτη Κρήτης κ. Απόστολο<br />
Αλ. Φωτόπουλο και στον Επ. Καθ. Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο<br />
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Δρ. Ιωάννη Δ. Βαραλή.<br />
2<br />
Αποτελεί βασική εκδήλωση του ευρύτερου ατομικού δικαιώματος της θρησκευτικής<br />
ελευθερίας και εισάγεται με το άρθρο 13 παρ. 2 εδ. α΄, β΄ Σ:<br />
«Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της<br />
τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. Η άσκηση της λατρείας<br />
δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη».<br />
3<br />
Πρώτη χρήση του όρου στο: Α. Μανιτάκης, «Το συνταγματικό δικαίωμα
518 ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΠΕΡΙΑΝΔΡΟΣ Ι. ΕΠΙΤΡΟΠΑΚΗΣ<br />
η οποία εισάγεται από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. δ ́ του<br />
Συντάγματος της Ελλάδας [1975/1986/2001/ 2008] 4 .<br />
Τα δύο παραπάνω δικαιώματα προστατεύονται σε διεθνές και<br />
ενωσιακό-εθνικό επίπεδο 5 . Στην Ελλάδα βασικό νομοθέτημα για<br />
την προστασία του χριστιανικού ναού ως λατρευτικού χώρου, αλλά<br />
και ως πολιτιστικού αγαθού, αποτελεί ο ισχύων αρχαιολογικός νόστον<br />
πολιτισμό», Το Βήμα 3.12.1995, Νέες Εποχές 6 (44). Το δικαίωμα<br />
αυτό εισάγεται με το άρθρο 24 παρ. 1 εδ. α΄, β΄ και παρ. 6 Σ: «Η προστασία<br />
του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση<br />
του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος<br />
έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα<br />
στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. … Τα μνημεία, οι παραδοσιακές<br />
περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το Κράτος. Ο<br />
νόμος θα ορίσει τα αναγκαία για την πραγματοποίηση της προστασίας<br />
αυτής περιοριστικά μέτρα της ιδιοκτησίας, καθώς και τον τρόπο και το είδος<br />
της αποζημίωσης των ιδιοκτητών».<br />
4<br />
«Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν<br />
στα δικαιώματα αυτά (του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του<br />
κοινωνικού συνόλου) πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το<br />
Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και<br />
να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας».<br />
5<br />
Η θρησκευτική ελευθερία κατοχυρώνεται σε διεθνές επίπεδο από: α) το<br />
άρθρο 1 του Χάρτη Ο.Η.Ε. (26.6.1945), β) τα άρθρα 18, 1(γ, δ, στ),<br />
2(α, β, ε), 21, 26, 29 της Οικουμενικής Διακήρυξης Δικαιωμάτων του<br />
Ανθρώπου που υιοθέτησε ο Ο.Η.Ε. (1948), γ) το άρθρο 18 του Διεθνούς<br />
Συμφώνου Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων Ο.Η.Ε. (1966) που<br />
κυρώθηκε με τον Ν 2462/1997 (ΦΕΚ 25/Α΄/26.2.1997), δ) τα άρθρα<br />
2, 3, 4, 5, 6 της Διακήρυξης της Γενικής Συνέλευσης Ο.Η.Ε. (1981), ε)<br />
τη Διακήρυξη της Γενικής Συνέλευσης Ο.Η.Ε. περί μειονοτήτων (1992),<br />
και στ) το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά<br />
Δικαιώματα (Νέα Υόρκη, 1985) που κυρώθηκε με τον Ν 1532/1985<br />
(ΦΕΚ 45/Α΄/19.3.1985). Η θρησκευτική ελευθερία προστατεύεται σε<br />
περιφερειακό επίπεδο από: α) τα άρθρα 5, 6, 8, 9, 10, 11, 14 της Ευρωπαϊκής<br />
Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου<br />
και των Θεμελιωδών Ελευθεριών ή ΕΣΔΑ (Ρώμη, 4 11.1950) και το άρθρο<br />
2 του Α΄ Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της (Παρίσι, 20.3.1952) που κυρώθηκαν<br />
με το ΝΔ 53/1974 (ΦΕΚ 256/Α΄/20.9.1974), β) την Τελική<br />
Πράξη της Διάσκεψης Ασφάλειας και Συνεργασίας στην Ευρώπη (Ελσίνκι,<br />
1975), γ) τα άρθρα 70, 80, 81, 82 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων<br />
της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Νίκαια Γαλλίας, 7.12.2000), ο οποίος ενσωματώθηκε<br />
στο λεγόμενο «Ευρωπαϊκό Σύνταγμα», δ) τη Συνθήκη Άμστερνταμ<br />
(2.10.1997), η οποία τροποποίησε τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή<br />
Ένωση και τις ιδρυτικές Συνθήκες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ε) το<br />
άρθρο 6 των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Λισαβόνα, 2007), οι<br />
οποίες κυρώθηκαν με τον Ν 3671/2008 (ΦΕΚ 129/Α΄/3.7.2008), στ)
ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ<br />
ΝΑΟΥ: DICATIO AD PATRIAM VERSUS DEPUTATIONEM AD CULTUM<br />
519<br />
την Αμερικανική Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Costa Rica, 1978),<br />
και ζ) την υιοθέτηση του Χάρτη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Δικαιωμάτων<br />
των Λαών από τον Οργανισμό Αφρικανικής Ενότητας (1981). Για<br />
την Ελλάδα, σημαντική προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας προβλέπει<br />
το Πρωτόκολλο Προστασίας της Καθολικής Εκκλησίας (Λονδίνο, 1830)<br />
και οι Συνθήκες: Λονδίνου για την παραχώρηση των Ιονίων Νήσων<br />
(1864), Αθηνών (1913), Σεβρών (1920) και τα άρθρα 37-45 (Τμ. Γ')<br />
της Συνθήκης της Λοζάνης για την προστασία των μειονοτήτων στην Ελλάδα<br />
(24.7.1923). Η τελευταία κυρώθηκε με το ΝΔ 25.8.1923 (ΦΕΚ<br />
238/Α'/25.8.1923). Στην προστασία των θρησκευτικών πολιτιστικών<br />
αγαθών, αναφορά «ad hoc» γίνεται: α) στη Διεθνή Σύμβαση Χάγης<br />
(14.5.1954) που κυρώθηκε με τον Ν 1114/1981 (ΦΕΚ 6/Α΄/8.1.1981),<br />
β) στη Διεθνή Σύμβαση Παρισίων (17.11.1970) που κυρώθηκε με τον<br />
Ν 1103/1980 (ΦΕΚ 297/Α'/29.12.1980), γ) στη Διεθνή Σύμβαση Παρισίων<br />
(23.11.1972) που υιοθετήθηκε από τη Γενική Διάσκεψη UNESCO<br />
και κυρώθηκε με τον Ν 1126/1981 (ΦΕΚ 32/Α'/3, 10.2.1981), δ) στη<br />
Σύσταση για την προστασία της πολιτιστικής περιουσίας που τίθεται σε<br />
κίνδυνο από δημόσια ή ιδιωτικά έργα, η οποία υιοθετήθηκε από την<br />
UNESCO (Παρίσι, 19.11.1968), ε) στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Λονδίνου<br />
(6.5.1969) που κυρώθηκε με τους Ν 1127/1981 (ΦΕΚ 32/Α'/3,<br />
10.2.1981) και Ν 3378/2005 (ΦΕΚ 203/Α΄/19.8.2005), στ) στην Ευρωπαϊκή<br />
Σύμβαση Γρανάδας (3.10.1985) που κυρώθηκε με τον Ν<br />
2039/1992 (ΦΕΚ 61/Α'/13.4.1992), ζ) στο Στοιχείο Α' της Σύστασης<br />
UNESCO (15-16.11.1989) βάσει του οποίου, το άρθρο 5 του ισχύοντος<br />
αρχαιολογικού νόμου (υποσημ. 6) και το ΠΔ 62/2012 (ΦΕΚ<br />
112/Α'/3.5.2012), καθόρισαν τα σχετικά με την προστασία, καταγραφή,<br />
αποτύπωση και τεκμηρίωση άυλων πολιτιστικών αγαθών (τελετουργίες),<br />
η) στη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για προσβολές που αφορούν<br />
στην πολιτιστική κληρονομιά (Δελφοί, 23.6.1985), με εκκρεμότητα<br />
επικύρωσης του Παραρτήματος ΙΙ (Απόφαση ΑΠ 1264/1999), και θ)<br />
στη Διακήρυξη για τα Πολιτιστικά Δικαιώματα (Fribourg Ελβετίας,<br />
7.5.2007). Ενδιαφέρον παρουσιάζουν σε ενωσιακό επίπεδο: α) τα άρθρα<br />
της ΣΛΕΕ: 36 (πρώην 30 ΣΕΚ) για τη μετακίνηση εθνικών θησαυρών με<br />
καλλιτεχνική, ιστορική ή αρχαιολογική αξία, 167 (πρώην 151 ΣΕΚ) για<br />
τον πολιτισμό και 191-193 (πρώην 174-176 ΣΕΚ) για το περιβάλλον, β)<br />
ο Κανονισμός ΕΟΚ 3911/1992 (EE αρ. L 395/31.12.1992) για την εξαγωγή<br />
πολιτιστικών αγαθών, όπως τροποποιήθηκε με τους Κανονισμούς<br />
ΕΚ 2469/1996 (EE αρ. L 335/24.12.1996), 974/2001 (EE αρ. L<br />
137/19.5.2001) και 806/2003 (EE αρ. L 122/16.5.2003), και γ) η<br />
Οδηγία 93/7/ΕΟΚ (EE αρ. L 74/27.3.1993, 74 κεξ.) για την επιστροφή<br />
πολιτιστικών αγαθών, παράνομα εξαχθέντων από κράτος-μέλος, όπως<br />
τροποποιήθηκε και εναρμονίστηκε με τις Οδηγίες 96/100/ΕΚ (EE αρ. L<br />
60/1.3.1997) και 2001/38/ΕΚ (EE αρ. L 187/10.7.2001). Η ελληνική<br />
πράξη προσαρμογής της Οδηγίας, έγινε με το ΠΔ 133/1998 (ΦΕΚ<br />
106/Α΄/19.5.1998), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το ΠΔ<br />
67/2003 (ΦΕΚ 71/Α΄/21.3.2003).
520 ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΠΕΡΙΑΝΔΡΟΣ Ι. ΕΠΙΤΡΟΠΑΚΗΣ<br />
μος 6 , ο οποίος αποτελεί το πρώτο μετά το 1932 συστηματικό και<br />
ολοκληρωμένο νομοθέτημα για την προστασία της πολιτιστικής<br />
κληρονομιάς εν γένει 7 . Από τις θεμελιώδεις αρχές του νόμου αυτού<br />
ενδιαφέρον για την προστασία του χριστιανικού ναού ως μνημείου<br />
παρουσιάζουν: α) η έννοια της πολιτιστικής κληρονομιάς και συγκεκριμένα<br />
τα «άυλα πολιτιστικά αγαθά» και το «μνημειακό περιβάλλον»<br />
8 ως ειδικότερες εκφάνσεις της, β) ο εμπλουτισμός της παραδοσιακής<br />
προστασίας των μνημείων με νέες προστατευτικές<br />
6<br />
Ν 3028/2002 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής<br />
Κληρονομιάς» (ΦΕΚ 153/Α΄/28.6.2002): στη συνέχεια ΑρχΝ.<br />
7<br />
Πρώτο συστηματικό νομικό κείμενο ήταν ο Ν 10/22.5.1834 με συμπληρωματικά<br />
νομοθετήματα. Στη συνέχεια, ο Ν ΒΧΜΣΤ΄/1899 «περί αρχαιοτήτων»<br />
μαζί με τους μεταγενέστερους Ν 491/1914, 2447/1920,<br />
4823/1930, το ΝΔ 12/16.6.1926 και το Ν 5351/1932, κωδικοποιήθηκαν<br />
(ΠΔ 9/24.8.1932) σε ενιαίο κείμενο νόμου, το οποίο απετέλεσε τον<br />
προηγούμενο ΚΝ 5351/1932 «περί αρχαιοτήτων». Σχετικές διατάξεις<br />
περιλαμβάνονταν και στους Ν 401/1914 «περί ιδρύσεως Βυζαντινού και<br />
Χριστιανικού Μουσείου και 2674/1921 «περί προστασίας των Βυζαντινών<br />
και Μεσαιωνικών έργων τέχνης». Ε. Δωρής, Το δίκαιον των αρχαιοτήτων.<br />
Νομοθεσία, νομολογία, ερμηνεία, Αθήνα-Κομοτηνή 1985, σ. 27-30. Δ. Παπαπετρόπουλος,<br />
Νόμος 3028/2002 “για την προστασία των αρχαιοτήτων και<br />
εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς”. Κείμενο, σχόλια, ερμηνεία, Αθήνα-<br />
Θεσσαλονίκη 2006, σ. 1-13. Π. Σκουρής – Ε. Τροβά, Προστασία αρχαιοτήτων<br />
και της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ο Ν 3028/2002, Αθήνα-Θεσσαλονίκη<br />
2003, σ. 9-54. Β. Πετράκος, Δοκίμιο για την αρχαιολογική νομοθεσία,<br />
Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Δελτίου 29, Αθήναι 1982, σ. 13-38.<br />
Γ. Αποστολάκης, Προστασία Αρχαιοτήτων και Θρησκευτικά Μνημεία, Νομικές<br />
Μελέτες Εκκλησιαστικού Ενδιαφέροντος 1, Τρίκαλα-Αθήνα 2002, σ. 22.<br />
Επομένως, στην ελληνική έννομη τάξη το νομοθετικό πλαίσιο για την<br />
προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς καθοριζόταν, εκτός των συνταγματικών<br />
ρυθμίσεων (άρθρα 18 παρ. 1 και 24 Σ 1975), βασικά από τον<br />
ΚΝ 5351/1932 και το Ν 1469 «περί προστασίας ειδικής κατηγορίας οικοδομημάτων<br />
και έργων τέχνης μεταγενεστέρων του 1830», όπως τροποποιήθηκε<br />
με το ΝΔ 4177/1961, όπου τα προστατευόμενα έννομα<br />
αγαθά χαρακτηρίζονταν με πράξη του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού<br />
Πολιτισμού ή ΠΕΧΩΔΕ. Οι βασικές αυτές ρυθμίσεις συμπληρώνονταν<br />
με διατάξεις νόμων που αφορούσαν επιμέρους θέματα προστασίας της<br />
πολιτιστικής κληρονομιάς και διατάξεις που βρίσκονται διάσπαρτες στην<br />
περιβαλλοντική νομοθεσία (Ν 1650/1986 «για την προστασία του περιβάλλοντος»)<br />
και την εκάστοτε πολεοδομική νομοθεσία [Ν 944/1979<br />
«περί οικιστικών περιοχών», Ν 1337/1983 «για την επέκταση των πολεοδομικών<br />
σχεδίων», Ν 2300/1995 «για τη μεταφορά του συντελεστή δόμησης»<br />
και ιδίως τις διατάξεις του Ν 1577/1985 (ΓΟΚ) που αφορούν<br />
τους παραδοσιακούς οικισμούς και τα διατηρητέα κτήρια].
ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ<br />
ΝΑΟΥ: DICATIO AD PATRIAM VERSUS DEPUTATIONEM AD CULTUM<br />
521<br />
διατάξεις που ανταποκρίνονται στη σύγχρονη κοινωνική και οικονομική<br />
ζωή των πολιτών 9 , γ) η ανάδειξη της κοινωνικής διάστασης<br />
της προστασίας τους στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και των<br />
συλλογικών ταυτοτήτων, δ) η διευκόλυνση πρόσβασης των πολιτών<br />
στα μνημεία με όρους ισότητας και με τους αναγκαίους μόνο περιορισμούς<br />
ως προς τη φύλαξη και συντήρησή τους, ε) η συμπληρωματική<br />
συμμετοχή της Πολιτείας, των δημοσίων και ιδιωτικών φορέων<br />
και των πολιτών στην προστασία των πολιτιστικών αγαθών,<br />
και στ) η άσκηση των εμπραγμάτων δικαιωμάτων που αφορούν<br />
στα μνημεία κατά τρόπο που σέβεται τον λατρευτικό τους χαρακτήρα<br />
10 . Το άρθρο 3 του ΑρχΝ εισάγει ειδικότερα την υποχρέωση<br />
της Πολιτείας για τη διατήρηση και αποτροπή της καταστροφής, αλλοίωσης<br />
και κάθε άμεσης ή έμμεσης βλάβης όλων των στοιχείων<br />
που απαρτίζουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα ενός μνημείου, τη διευκόλυνση<br />
πρόσβασης και επικοινωνίας του κοινού με τα πολιτιστικά<br />
αγαθά, την ανάδειξη και την ένταξη αυτών των αγαθών στη σύγχρονη<br />
κοινωνική ζωή και τη συμβολή στην παιδεία, την αισθητική<br />
αγωγή και την ευαισθητοποίηση των πολιτών σε σχέση με την πολιτιστική<br />
κληρονομιά.<br />
Διατάξεις για την προστασία των θρησκευτικών πολιτιστικών<br />
αγαθών περιέχονται και στις κανονιστικές πηγές της Εκκλησίας της<br />
Ελλάδος 11 . Η έννομη προστασία των αγαθών αυτών θεμελιώνεται<br />
στον Ν 590/1977 «Περί Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της<br />
Ελλάδος» (ΦΕΚ 146/Α΄/27-31.5.1977), ο οποίος μνημονεύεται<br />
8<br />
Ι. Χατζοπούλου, «Ο Ν 3028/2002 “Για την προστασία των Αρχαιοτήτων<br />
και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς”», Ελληνική Δικαιοσύνη 45<br />
(2004), σ. 653-655. Γ. Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, «Τα μνημεία και οι διακρίσεις<br />
τους (Κατά το Ν 3028/2002 “Για την προστασία των αρχαιοτήτων<br />
και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς”)», Αρμενόπουλος 11 (Νοέμ.<br />
2003), σ. 1549-1559. Ι. Κουρεμπελές – Στ. Αθανασίου – Ζ. Σίσκος (επιμ.),<br />
Θεός, κτίση, άνθρωπος, Θεολογία και κόσμος 1, Θεσσαλονίκη 2011.<br />
9<br />
Σπ. Τρωϊάνος – Μ. Παπαδημητρίου, «Η προστασία των μνημείων θρησκευτικού<br />
χαρακτήρα. Με βάση τον Ν. 3028/2002», Χρονικά Ιδιωτικού<br />
Δικαίου 7 (Ιούλ.-Αύγ. 2006), σ. 584-591.<br />
10<br />
Γ. Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, Νομικό καθεστώς μνημείων. Συλλέκτες, αρχαιοπώλες,<br />
έμποροι νεότερων μνημείων. (Κατά το Ν. 3028/2002 “Για την προστασία των<br />
αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς”), Αθήνα-Θεσσαλονίκη<br />
2009, σ. 31-32.<br />
11<br />
Θ. Τσιβόλας, Η έννομη προστασία των θρησκευτικών πολιτιστικών αγαθών,<br />
Βιβλιοθήκη Εκκλησιαστικού Δικαίου - Μελέτες 7, Αθήνα-Θεσσαλονίκη<br />
2013, σ. 335-347.
522 ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΠΕΡΙΑΝΔΡΟΣ Ι. ΕΠΙΤΡΟΠΑΚΗΣ<br />
και στη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 Σ 12 , σε Κανονιστικές Διατάξεις<br />
της Εκκλησίας 13 , οι οποίες εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 43<br />
παρ. 2 εδ. β΄ Σ με βάση τις οικείες εξουσιοδοτικές διατάξεις του Ν<br />
590/1977 και σε Εγκυκλίους της Ιεράς Συνόδου 14 , οι οποίες ερμη -<br />
νεύουν αυθεντικά την εκκλησιαστική βούληση, όπως αυτή εκφέρεται<br />
δημόσια 15 . Συγκεκριμένα, στη διάταξη του άρθρου 45 παρ. 1 Ν<br />
12<br />
Ι. Κονιδάρης, Θεμελιώδεις διατάξεις Σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας, Βιβλιοθήκη<br />
Εκκλησιαστικού Δικαίου - Πηγές 1, Αθήνα-Κομοτηνή 2006 2 , 4. Του ίδιου,<br />
«Θεσμική μεταρρύθμιση σχέσεων Πολιτείας-Εκκλησίας. Η αυτονομία της<br />
Εκκλησίας», στο: Θρησκευτική Ελευθερία και Δημοκρατία, έκδ. Κίνησης Πολιτών<br />
κατά του Ρατσισμού, Αθήνα 2000, σ. 52. Του ίδιου, Η διαπάλη νομιμότητας<br />
και κανονικότητας και η θεμελίωση της εναρμονίσεώς τους, Αθήνα-<br />
Κομοτηνή 1994, σ. 202-203.<br />
13<br />
Από τις πολυάριθμες που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση του προαναφερθέντος<br />
άρθρου 45 παρ. 5 Ν 590/1977 και του άρθρου 14 ΚανονΕκκλΕ<br />
160/2004 «Περί λειτουργίας των Συνοδικών Επιτροπών» (ΦΕΚ<br />
100/Α΄/20.5.2004), το οποίο αφορά στο έργο «Συνοδικής Επιτροπής<br />
επί της Εκκλησιαστικής Τέχνης και Μουσικής», σημαντικά είναι και τα<br />
άρθρα 2, 4 του ΚανονΕκκλΕ 137/11.10.1999 «Περί συστάσεως, οργανώσεως<br />
και λειτουργίας Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής δια τα Χριστιανικά<br />
Μνημεία» (ΦΕΚ 236/Α΄/8.11.1999). Πρβλ. Σπ. Τρωϊάνος – Γ. Πουλής,<br />
Εκκλησιαστικό Δίκαιο, Αθήνα-Κομοτηνή 2003 2 , σ. 42-43. Ι. Κονιδάρης,<br />
Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2011 2 , σ. 103-<br />
104. Σ. Ορφανουδάκης, «Η Ροτόντα Θεσσαλονίκης μεταξύ θυρανοιξίων<br />
και διαχείρισης. Σχόλιο με αφορμή την Ολ.ΣτΕ 2068/1999», Το Σύνταγμα<br />
26(2000), σ. 102 κ.εξ.<br />
14<br />
Η διαρκής μέριμνα της Εκκλησίας της Ελλάδος για διαχρονική προστασία<br />
ακίνητων και κινητών θρησκευτικών πολιτιστικών αγαθών αποτυπώνεται<br />
στις συναφείς Συνοδικές Εγκυκλίους των πρώτων ήδη χρόνων της αυτοκεφαλίας<br />
της. Συγκεκριμένα για τους ναούς, στην 2939/30.4.1835 Εγκύκλιο,<br />
η Σύνοδος υπογραμμίζει την πολιτειακή «ἀπαγόρευσιν τῆς βεβήλου<br />
χρήσεως ἐκκλησιῶν», ενώ στην 5586/31.3.1856 Εγκύκλιο αναγνωρίζει<br />
ότι «ἐκκλησία δὲν δύναται οὔτε ν’ ἀνεγερθῇ οὔτε νὰ ἐπισκευασθῇ […]<br />
χωρὶς τῶν πρὸς συντήρησιν αὐτῆς ἀναποφεύκτων πόρων καὶ χωρὶς τῆς<br />
ἀδείας τῆς πολιτικῆς ἀρχῆς διὰ τὴν ἀνέγερσιν». Στη συνέχεια, με την<br />
676/09.10.1874 Εγκύκλιο, η Σύνοδος απαγορεύει τη φθοροποιό χρήση<br />
«νενοθευμένου κηροῦ». Αρχιμ. Στέφανος Γιαννόπουλος (επιμ.), Συλλογή<br />
των Εγκυκλίων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος μετά των οικείων<br />
Νόμων, Β. Διαταγμάτων, Υπουργικών εγγράφων, οδηγιών κτλ., από του 1833<br />
μέχρι σήμερον, Αθήναι 1901 (ανατ.: Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1998),<br />
σ. 582, 588, 617-618. Επίσης, η 299/01.4.1932 Εγκύκλιος, απευθυνόμενη<br />
στους Ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος, επισημαίνει την ανάγκη<br />
προστασίας των τοιχογραφιών στους ναούς. Αι Συνοδικαί Εγκύκλιοι, εκδιδόμεναι<br />
υπό της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος επί τῃ εκατοστῄ<br />
περιόδῳ από των εργασιών αυτής, τ. Α΄: 1901-1933, Αποστολική Διακονία,
ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ<br />
ΝΑΟΥ: DICATIO AD PATRIAM VERSUS DEPUTATIONEM AD CULTUM<br />
523<br />
590/1977 «Περί Κ.Χ.Ε. της Ελλάδος» 16 , οριοθετείται ο χαρακτήρας<br />
όλων ανεξαιρέτως των θρησκευτικών πολιτιστικών αγαθών που<br />
αναγνωρίζονται και προστατεύονται ως «ιερά πράγματα» (“res<br />
sacrae”) 17 , καθιερωμένα ή καθαγιασμένα 18 και ισχύουν επ’ αυτών<br />
οι διατάξεις των άρθρων 966 και 971 ΑΚ. Ωστόσο, στο βαθμό που<br />
Αθήναι 1955, σ. 601. Ίδιο θέμα έχει και η 2725/31.10.1939 Εγκύκλιος<br />
«Περί αυστηρών συστάσεων προς τα Εκκλησιαστικά Συμβούλια, ίνα μη<br />
προβαίνωσιν εις την επίχρισιν ή επισκευήν παλαιών τοιχογραφιών εν<br />
Ιεροίς Ναοίς». Στο ίδιο, τ. Β΄: 1934-1956 (Αθήναι 1956), σ. 239. Η<br />
3004/18.11.1958 Εγκύκλιος, αναγνωρίζει ρητά τα θρησκευτικά πολιτιστικά<br />
αγαθά ως καλλιτεχνήματα και ιστορικές μαρτυρίες και καλεί τις τοπικές<br />
Εκκλησιαστικές αρχές να τα διαφυλάττουν επιμελώς. Επίσης, η<br />
257/24.1.1961 Εγκύκλιος «Περί συντηρήσεως και διαφυλάξεως των εν<br />
ταις Ιεραίς Μητροπόλεσιν ευρισκομένων παλαιοχριστιανικών και βυζαντινών<br />
έργων τέχνης», τονίζει την αναγκαιότητα συνεργασίας Εκκλησίας<br />
και Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Αι Συνοδικαί Εγκύκλιοι, εκδιδόμεναι υπό της<br />
Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος επί τῃ εκατονπεντηκονταετηρίδι από<br />
της ανακηρύξεως του αυτοκεφάλου αυτής, τ. Γ΄: 1957-1967, Αποστολική<br />
Διακονία, Αθήναι 2000, σ. 123 και 258. Τέλος, ενδιαφέρουσα είναι και<br />
η 1945/6.5.1974 Εγκύκλιος για τη «Συλλογήν στοιχείων περί των εν<br />
τοις χωρίοις υφισταμένων Ι. Ναών, παρεκκλησίων και κειμηλίων» Στο<br />
ίδιο, τ. Ε΄: 1972-1981 (Αθήναι 2001), σ. 278-280. Πρβλ. Τρωϊάνος –<br />
Πουλής, ό.π. (υποσημ. 13), σ. 42.<br />
15<br />
Για την προστασία θρησκευτικών πολιτιστικών αγαθών της ημιαυτόνομης<br />
Εκκλησίας της Κρήτης καθώς και των εκκλησιαστικών επαρχιών της Δωδεκανήσου<br />
στις οποίες συγκαταλέγεται και η Πατριαρχική Εξαρχία Πάτμου,<br />
ισχύουν εν πολλοίς οι αντίστοιχες διατάξεις της αυτοκέφαλης Εκκλησίας<br />
της Ελλάδος. Για το εντός της ελληνικής επικράτειας αυτοδιοίκητο τμήμα<br />
του Αγίου Όρους, οι διατάξεις του ΑρχΝ ισχύουν στο πλαίσιο της αρχής<br />
της επικουρικότητας στην ειδική αγιορείτικη νομοθεσία, η οποία εφαρμόζεται<br />
προνομιακά. Βλ. Γ. Κ. Αποστολάκης, Εκκλησιαστική νομοθεσία<br />
Κρήτης. Κείμενα, τροποποιήσεις, σχόλια κλπ., Ηράκλειο 1993. Τσιβόλας,<br />
ό.π. (υποσημ. 11), σ. 347-362.<br />
16<br />
Ενδιαφέρουσα άποψη για το άρθρο αυτό βλ.: Βλ. Φειδάς, «Εκκλησία και<br />
αρχαιολογική υπηρεσία. Οριοθέτηση αρμοδιοτήτων για τους ναούς, τις<br />
εικόνες και τα λοιπά ιερά κειμήλια», στο: Σ. Λάμπρου – Γλ. Χατζούλη<br />
(επιμ.), Άγιος Γεώργιος – Ροτόντα: Λατρευτικός ή μνημειακός χώρος; Ιστορική,<br />
Αρχαιολογική, Νομοκανονική και Θεολογική προσέγγιση (Πρακτικά Επιστημονικής<br />
Ημερίδας: 21.3.1997), Τμ. Ποιμαντικής & Κοινωνικής Θεολογίας<br />
Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 131.<br />
17<br />
Β. Τουρπτσόγλου-Στεφανίδου, Περίγραμμα Βυζαντινών Οικοδομικών Περιορισμών:<br />
από τον Ιουστινιανό στον Αρμενόπουλο και η προβολή τους στη νομοθεσία<br />
του νεοελληνικού κράτους, Σειρά Νομική & Οικονομική 6 Εταιρείας<br />
Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 61-62. A. Weidner, Kulturgüter<br />
als res extra commercium im internationalen Sachenrecht, Schriften
524 ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΠΕΡΙΑΝΔΡΟΣ Ι. ΕΠΙΤΡΟΠΑΚΗΣ<br />
ο χριστιανικός ναός, ως “templum” 19 , συνιστά και μνημείο, αποτελεί<br />
αντικείμενο προστασίας της Πολιτείας με σκοπό την προαγωγή του<br />
δημόσιου συμφέροντος 20 .<br />
Τα θρησκευτικά μνημεία (“res religiosae”) 21 λατρευτικού χαραzum<br />
Kulturgüterschutz, Berlin-New York 2001, σ. 16. Από άποψη Εκκλησιαστικού<br />
Δικαίου βλ. †Επίσκ. Νικόδημος Μίλας, Το Εκκλησιαστικόν<br />
Δίκαιον της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, συνταγέν κατά τας γενικάς εκκλησιαστικάς<br />
πηγάς και κατά τους εν ταις αυτοκεφάλοις εκκλησίαις ισχύοντας<br />
ειδικούς νόμους (μτφρ. Μ. Αποστολόπουλος), Αθήναι 1906, σ. 815-816.<br />
H. Kalb – R. Potz – B. Schinkele, Religionsrecht, Wien 2003, σ. 206-207.<br />
A. von Campenhausen – H. DeWall, Staatskirchenrecht. Eine systematische<br />
Darstellung des Religionsverfassungsrechts in Deutschland und Europa, Juristische<br />
Kurz-Lehrbücher, München 2006 4 , σ. 260 κ.εξ. N. Doe, Law and<br />
Religion in Europe. A comparative Introduction, Oxford 2011, σ. 171-172.<br />
18<br />
Τουρπτσόγλου-Στεφανίδου, ό.π. (υποσημ. 17), σ. 68-71. Weidner, ό.π.<br />
(υποσημ. 17), σ. 17. Χρ. Αργυρόπουλος, «Τα μνημεία ως αντικείμενο<br />
συναλλαγής και εμπορίου», στο: Σπ. Φλογαΐτης – Ε. Τροβά (επιμ.), Η πολιτιστική<br />
κληρονομιά και το Δίκαιο (Πρακτικά Διημερίδας), Ευρωπαϊκό<br />
Κέντρο Δημοσίου Δικαίου, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2004, σ. 239.<br />
19<br />
Μίλας, ό.π. (υποσημ. 17), σ. 809. Πρβλ. W. Burkert, Αρχαία Ελληνική<br />
Θρησκεία: Αρχαϊκή και Κλασσική Εποχή (μτφρ. Ν. Μπεζαντάκος, Α. Αβαγιανού),<br />
Αθήνα 1993, σ. 201, όπου ο ελληνικός πολιτισμός χαρακτηρίζεται<br />
ως «πολιτισμός του ναού». Για τη μετάβαση από τη χριστιανική «κατ’ οίκον<br />
εκκλησία» (“domus ecclesia”) στο ναό (“templum”), βλ. J. G. Davies, The secular<br />
use of Church Buildings, New York 1968, σ. 1-35. D. Carmichael – J.<br />
Hubert – B. Reeves – A. Schanche (επιμ.), Sacred Sites, Sacred Places, One<br />
World Archaeology 23, London-New York 1994 1 , σ. 3. I. Serageldin – E.<br />
Shluger – J. Martin-Brown (επιμ.), Historic Cities and Sacred Sites: Cultural<br />
Roots for Urban Futures, The World Bank, Washington 2001, σποράδην.<br />
20<br />
Το δικαίωμα στον πολιτισμό, είτε ως ατομικό (“legem perfectam”) είτε ως<br />
συλλογικό κοινωνικο-οικονομικό (“legem imperfectam”), έχει χαρακτήρα<br />
δικαιώματος δημοσίου δικαίου. Κ. Γώγος, «Η άμεση επαφή των πολιτών<br />
με τους αρχαιολογικούς χώρους και τα μνημεία: πρόσβαση και χρήση»,<br />
Επιθεώρηση Δημοσίου Δικαίου & Διοικητικού Δικαίου 1 (2005), σ. 19. Θ.<br />
Αντωνίου, «Η ανάπτυξη της εθνικής πολιτιστικής ταυτότητας υπό το πρίσμα<br />
του ισχύοντος Συντάγματος και του κοινοτικού δικαίου», στο: Φλογαΐτης<br />
– Τροβά, ό.π. (υποσημ. 18), σ. 563-564. J.-Η. Merryman, Thinking<br />
about the Elgin Marbles: Critical Essays on Cultural Property, Art and Law,<br />
Kluwer Law International, Alphen aan den Rijn (Netherlands) 2009 2 ,<br />
97, σ. 101-120. Sh. Hutt – T. McKeown, «Control of Cultural Property<br />
as Human Rights Law», Arizona State Law Journal 31(1999), σ. 363 κ.εξ.<br />
Τα θρησκευτικά πολιτιστικά αγαθά, αναπόσπαστα συνδεδεμένα με την<br />
ευρύτερη έννοια της πολιτιστικής κληρονομιάς, συμβάλλουν στη συγκρότηση<br />
της πολιτιστικής ταυτότητας, η οποία πρέπει να διαφυλάσσεται σε<br />
ατομικό, συλλογικό και πανανθρώπινο επίπεδο. J. Blake, «On defining<br />
the Cultural Heritage», The International and Comparative Law Quarterly
ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ<br />
ΝΑΟΥ: DICATIO AD PATRIAM VERSUS DEPUTATIONEM AD CULTUM<br />
525<br />
κτήρα ανήκουν σε μια ιδιαίτερη κατηγορία μνημείων, καθώς συνενώνουν<br />
άρρηκτα δύο αξίες (“res mixtae”) 22 . Αυτή ακριβώς η συνένωση<br />
της πολιτιστικής-καλλιτεχνικής αξίας με τη θρησκευτική-ιερή<br />
φύση των μνημείων αποτελεί την αιτία της συχνά παρατηρούμενης<br />
σύγκρουσης συμφερόντων 23 μεταξύ «νομιμότητας» 24 και «κανονικότητας»<br />
25 . Η θρησκευτική ελευθερία προϋποθέτει τη διατήρηση<br />
και την ανάδειξη του λατρευτικού προορισμού τους. Αντίθετα, η<br />
προστασία τους ως πολιτιστικά αγαθά τείνει κυρίως στη διατήρηση<br />
49:1 (2000), σ. 82. Σε επίπεδο νομολογίας βλ. ΟλΣτΕ: 2282/1992,<br />
2758/1994, 1821/1995 και ΣτΕ 2258/2005. Ενδιαφέρουσα αναφορά<br />
στην έννοια του ευρύτερου δημόσιου συμφέροντος με σκοπό την προστασία<br />
«της αισθητικής και λειτουργικής αξίας» ενός θρησκευτικού μνημείου<br />
και του περιβάλλοντος χώρου του, στην Απόφαση ΣτΕ 828/2009<br />
(Νομοκανονικά 1/2000, 104).<br />
21<br />
Τουρπτσόγλου-Στεφανίδου, ό.π. (υποσημ. 17), σ. 62-68. Weidner, ό.π.<br />
(υποσημ. 17), σ. 16.<br />
22<br />
Τσιβόλας, ό.π. (υποσημ. 11), σ. 98-109. Πρβλ. και M. Heckel, Staat,<br />
Kirche, Kunst: Rechtsfragen kirchlicher Kulturdenkmäler, Tübinger Rechtswissenschaftliche<br />
Abhandlungen 22, Tübingen 1986, σ. 224, 263, 265.<br />
Campenhausen – DeWall, ό.π. (υποσημ. 17), σ. 196 κ.εξ. Το νομοθετικό<br />
έρεισμα της έννοιας των “res mixtae” θεμελιώνεται, σύμφωνα με τη συστηματική<br />
ερμηνεία των διατάξεων του ΑρχΝ και την Εισηγητική του Έκθεση<br />
(παρ. Δ V), στην αρχή της συμπληρωματικότητας των καθηκόντων<br />
της Πολιτείας για προστασία των πολιτιστικών αγαθών. Βλ. Σκουρής –<br />
Τροβά, ό.π. (υποσημ. 7), 65-66. Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, Νομικό καθεστώς<br />
(υποσημ. 10), σ. 21.<br />
23<br />
Για την προβληματική της σύγκρουσης συμφερόντων από νομική σκοπιά<br />
βλ. K. Engisch, Εισαγωγή στη νομική σκέψη (μτφρ. Δ. Σπινέλλης), Αθήνα<br />
1999 3 , σ. 218-227.<br />
24<br />
Για τη σχέση «νομιμότητας – κανονικότητας» βλ. Α. Μαρίνος, Σχέσεις Εκκλησίας<br />
και Πολιτείας, Αθήνα 1984, σ. 51 κ.εξ. Του ίδιου, Νομιμότης και<br />
κανονικότης: Έννομος τάξις της Πολιτείας και έννομος τάξις της Εκκλησίας,<br />
Αθήνα 1987. Του ίδιου, «Σκέψεις για την κρίση στην Ελλαδική Εκκλησία,<br />
Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου 7(1994), σ. 53-54. Σπ. Τρωϊάνος, «Η κανονιστική<br />
αρμοδιότητα των διοικητικών οργάνων της Εκκλησίας», Εφαρμογές<br />
Δημοσίου Δικαίου έτος 7 (1994), σ. 81-92. Κονιδάρης, Η διαπάλη (υποσημ.<br />
12), σποράδην.<br />
25<br />
Η διοίκηση και διαχείριση του συνόλου των «ιερών πραγμάτων» και μεταξύ<br />
αυτών και των τόπων, ανάγεται στη σφαίρα των λατρευτικών θεμάτων<br />
που αποτελούν προτεραιότητα των εσωτερικών υποθέσεων των αντίστοιχων<br />
θρησκευτικών κοινοτήτων. Heckel, Staat (υποσημ. 22), σ. 176 κ.εξ.<br />
F. Hammer, Die geschichtliche Entwicklung des Denkmalrechts in Deutschland,<br />
Jus Ecclesiasticum 51, Tübingen 1995, σ. 309. K. Odendahl, Kulturgüterschutz:<br />
Entwicklung, Struktur und Dogmatik eines ebenenübergreifen den<br />
Normensystems, Jus Publicum 140, Tübingen 2005, σ. 335.
526 ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΠΕΡΙΑΝΔΡΟΣ Ι. ΕΠΙΤΡΟΠΑΚΗΣ<br />
και αξιοποίηση της ιστορικής, επιστημονικής και καλλιτεχνικής<br />
τους αξίας 26 .<br />
Την αντίληψη της Εκκλησίας εξέφρασε εναργώς ο Μητρ. Τρίκκης<br />
και Σταγών κυρός Διονύσιος (Χαραλάμπους) 27 σε σχετική εισήγησή<br />
του με θέμα: «Τα δικαιώματα της Εκκλησίας έναντι των Ιερών<br />
Ναών, Παρεκκλησίων, και Εξωκκλησίων, των κηρυσσομένων,<br />
υπό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας ως διατηρητέων Μνημείων ή<br />
Αρχαιολογικών Χώρων» 28 στη Συνεδρίαση της Ιεραρχίας της Ορθόδοξης<br />
Εκκλησίας της 8 ης Οκτωβρίου 1965. Βεβαίως, η έννοια<br />
της «μουσειοποίησης» στην οποία αναφέρθηκε αφορά αποκλειστικά<br />
στην κατηγορία λατρευτικών οικοδομημάτων που απώλεσαν παντελώς<br />
τον λατρευτικό τους χαρακτήρα. Το γεγονός της γενικότερης<br />
εξάρτησης των ναών-μνημείων «ἀπὸ τὴν Διεύθυνσιν Ἀρχαιοτήτων<br />
εἰς σημεῖον ὥστε ἄνευ τῆς ἀδείας της νὰ μή δύναται οὐδὲν νὰ ἐπιτελεσθῇ<br />
ἐν αὐτοῖς», αποτελεί απόρροια της εκ του νόμου κρατικής<br />
προστασίας των πολιτιστικών αγαθών και δεν αντιβαίνει στο συνταγματικό<br />
δικαίωμα της ελευθερίας της λατρείας, αφού δεν παρακωλύει<br />
αντικειμενικά την άσκησή της ούτε άμεσα ούτε έμμεσα.<br />
Από την άλλη πλευρά, μια πολύ σύγχρονη θέση της αρχαιολογικής<br />
επιστήμης εξέφρασε ο αείμνηστος Καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας<br />
Δημήτριος Πάλλας 29 . Τόσο ο Μητροπολίτης όσο και ο<br />
Αρχαιολόγος, από διαφορετική σκοπιά ο καθένας, εναντιώθηκαν<br />
26<br />
M. Heckel, «Der Denkmalschutz an den Sakralbauten der Bundesrepublik<br />
Deutschland: Kulturschutz und Kirchenfreiheit im säkularen Verfassungssystem»,<br />
στο: J. Listl – J. Schlick (επιμ.), Denkmalpflege und Denkmalschutz<br />
an den Sakralbauten in der Bundesrepublik Deutschland und in Frankreich<br />
(Πρακτικά Συνεδρίου), Kirche-Staat-Gesellschaft-Strassburger Kolloquien<br />
7, Kehl am Rhein-Strassburg 1987, σ. 85. Πρβλ. Μ. Μπαρούχα, «Περί<br />
κριτηρίων αξιολόγησης των έργων της τέχνης», στην ηλεκτρ. δ/νση:<br />
http://archive.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=656895. Μιλτ.<br />
Παπανικολάου, Ιστορία της τέχνης στην Ελλάδα. Ζωγραφική και γλυπτική του<br />
20 ού αιώνα, τ. 1, Αθήνα 1999. Ν. Δασκαλοθανάσης, «Κριτήρια και κατατάξεις.<br />
Πώς μπορεί να καταγραφεί η ιστορία της ελληνικής τέχνης του 20 ού<br />
αιώνα; Πώς βαραίνουν οι κοινωνικές συνθήκες; Πώς κατηγοριοποιούνται<br />
οι δημιουργοί; Κρίσιμα ερωτήματα με αφορμή μια έκδοση», Το Βήμα<br />
8.6.2013, Βιβλία & Ιδέες, στην ηλεκτρ. δ/νση: http://www.tovima.gr/<br />
books-ideas/article/?aid=117977<br />
27<br />
Πρωτ. Πολύκαρπος Τύμπας, Ο Μητροπολίτης Τρίκκης και Σταγών Διονύσιος<br />
(μια λαμπρά ενδεκαετία), Αθήναι 1985.<br />
28<br />
Αρχιμ. Θεόκλητος Στράγκας, Εκκλησίας Ελλάδος ιστορία εκ πηγών αψευδών<br />
(1817-1967), τ. 7, Αθήναι 1983, 4505 κ.εξ.
ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ<br />
ΝΑΟΥ: DICATIO AD PATRIAM VERSUS DEPUTATIONEM AD CULTUM<br />
527<br />
στην παλαιότερη επιστημονική άποψη και διοικητική πρακτική της<br />
«μουσειοποίησης» πολλών λατρευτικών οικοδομημάτων. Ο χαρακτηρισμός<br />
ενός ενεργού ναού ως μουσείου με διοικητική πράξη,<br />
παραβιάζει καταφανώς το συνταγματικό δικαίωμα ελευθερίας της<br />
λατρείας. Αντίθετα, όταν άμεσα ή έμμεσα δεν παρακωλύει αντικειμενικά<br />
την άσκηση λατρείας, δεν αντιβαίνει στο άρθρο 13 παρ. 2<br />
εδ. α΄ Σ. Επίσης, αν οι αρμόδιες θρησκευτικές αρχές ζητήσουν τη<br />
λελογισμένη λατρευτική επαναλειτουργία ενός θρησκευτικού μνημείου,<br />
το οποίο χαρακτηρίστηκε ως μουσείο με διοικητική πράξη<br />
και, έκτοτε, λειτούργησε αποκλειστικά ως πολιτιστικό αγαθό, η<br />
άδεια των αρμοδίων κρατικών αρχών συνιστά μια οφειλόμενη και<br />
συνταγματικά κατοχυρωμένη πράξη 30 .<br />
Είναι συνεπώς σαφές ότι λατρευτικός και πολιτιστικός προορισμός<br />
στους ναούς-μνημεία βρίσκονται σε άρρηκτη σχέση. Ο ναός<br />
μπορεί να διατίθεται στο κοινό τόσο ως χώρος άσκησης του δικαιώματος<br />
στη λατρεία, όσο και ως πολιτιστικό αγαθό. Βέβαια, ο<br />
λατρευτικός προορισμός (“deputatio ad cultum”) συνιστά, από άποψη<br />
δημόσιας χρήσης, στενότερο σκοπό σε σχέση με τον πολιτιστικό<br />
προορισμό (“dicatio ad patriam”). Στην πρώτη περίπτωση το κοινό<br />
είναι χαρακτηρισμένο και περιορισμένο στην κοινότητα των πιστών,<br />
ενώ στη δεύτερη περίπτωση το κοινό είναι το σύνολο των πολιτών.<br />
Αποκλείεται κατά συνέπεια η πλήρης ικανοποίηση του πολιτιστικού<br />
μέσω του λατρευτικού προορισμού, επειδή υπάρχει ποσοτική κυρίως<br />
διαφορά των ικανοποιούμενων συνόλων και συλλογικών συμφερόντων.<br />
Έχει βέβαια υποστηριχθεί ότι ο λατρευτικός προορισμός<br />
των ναών-μνημείων μπορεί έμμεσα να ικανοποιήσει και το γενικό<br />
συμφέρον για πολιτιστική χρήση των ίδιων αγαθών, αφού κατά τη<br />
διάρκεια των λατρευτικών ακολουθιών, δεν απαγορεύει την πρόσβαση<br />
επισκεπτών, οι οποίοι ωστόσο οφείλουν να σεβαστούν τον<br />
ιερό χαρακτήρα του χώρου και των τελούμενων σε αυτόν 31 .<br />
Ακίνητα και κινητά πολιτιστικά αγαθά λατρευτικού χαρακτήρα<br />
δεν θα μπορούσαν να εξαιρεθούν της κρατικής προστασίας από<br />
τον ΑρχΝ, γιατί αυτό θα παραβίαζε ευθέως το Σύνταγμα (άρθρο 24<br />
29<br />
Δ. Πάλλας, «Εκκλησία και Αρχαιολογική Υπηρεσία», Αντί 411(1989), σ.<br />
48-49.<br />
30<br />
I. Aldanondo, «Protección de los bienes culturales y libertad religiosa»,<br />
Patrimonio Cultural 5-6 (1987), σ. 85.<br />
31<br />
T. Alibrandi – P.-G. Ferri, I beni culturali e ambientali, Milano 1985, σ.<br />
438-440.
528 ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΠΕΡΙΑΝΔΡΟΣ Ι. ΕΠΙΤΡΟΠΑΚΗΣ<br />
παρ. 1 εδ. α', β' & παρ. 6, άρθρο 4 παρ. 1, άρθρο 13 και άρθρο 3<br />
παρ. α', β' Σ). Ωστόσο, εντός του πλαισίου της προστασίας αυτής, ο<br />
παραπάνω διφυής χαρακτήρας τους δημιουργεί μια υποχρέωση<br />
για συμβιβαστική εναρμόνιση της διοικητικής δράσης 32 τόσο για<br />
την προστασία τους ως μνημείων (άρθρο 24 παρ. 1 εδ. α', β' και<br />
παρ. 6 Σ), όσο και για τη διασφάλιση και ανάδειξη της ιδιαίτερης<br />
και ιερής τους φύσης (άρθρο 13 παρ. 2 εδ. α', β' Σ). Όταν η κοσμική<br />
εκδοχή της προστασίας υπεισέρχεται σε θέματα λατρευτικού προορισμού,<br />
οφείλει να το κάνει με τον προσήκοντα σεβασμό στις βασικές<br />
εκκλησιαστικές αρχές και αποφάσεις σε δογματικά, λατρευτικά<br />
και θρησκευτικά ζητήματα, ώστε ουσιαστικά να μην τον καταργεί.<br />
Είναι σαφές ότι διαφοροποιημένα μέτρα προστασίας δικαιολογού -<br />
νται μόνο για όσα μνημεία διατηρούν ή δύνανται να επανακτήσουν<br />
το λατρευτικό προορισμό τους εφόσον αυτά και μόνο αυτά υπερβαίνουν<br />
το απλώς τουριστικό, ιστορικό, επιστημονικό και καλλιτεχνικό<br />
ενδιαφέρον. Ανάλογο καθεστώς προστασίας μη ιερών θρησκευτικών<br />
πολιτιστικών αγαθών, τα οποία κατέχονται από εκκλη σιαστικά ή<br />
θρησκευτικά νομικά πρόσωπα ή ανήκουν κατά κυριότητα σε αυτά<br />
(επισκοπεία, πρεσβυτέρια, μοναστηριακά συγκροτήματα κελιών, διοικητικά<br />
κτήρια, φιλανθρωπικού ή εκπαιδευτικού σκοπού κτήρια<br />
κλπ.), θα παραβίαζε ευθέως τη συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο<br />
4 παρ. 1 Σ) 33 . Η περισσότερο δυναμική-λειτουργική και όχι<br />
στατική-μουσειακή προστασία 34 των «ιερών πραγμάτων», αποτελεί<br />
πρακτική εφαρμογή μιας τελολογικής ερμηνείας των θεμελιωδών<br />
32<br />
Heckel, «Der Denkmalschutz» (υποσημ. 26), 85-106. Πρβλ. Fl. Hübler,<br />
«Cultura e culto, due istanze che non devono essere confuse o … deluse»,<br />
στο: I beni culturali nello sviluppo e nelle attese della società italiana. Analisi<br />
e proposte per la legge di tutele dei beni culturali: Atti del Convegno di studio<br />
promosso dalle Commissioni per l’arte delle diocesi lombarde, dall’Unione<br />
Giuristi Cattolici, dalla rivista “Città e Società”, Milano 28-29 Marzo 1980<br />
(Πρακτικά Διημερίδας), Vita e pensiero, Milano 1980, σ. 131-136. G.<br />
Feliciani, «I beni culturali ecclesiastici nell’ambito della tutela dei beni<br />
culturali: la prospettiva canonistica», στο: I beni culturali ό.π., σ. 121-<br />
125. Aldanondo, ό.π. (υποσημ. 30), 76-90. Πρβλ. L. Maffeo, «Natura e<br />
limiti della ingerenza statuale nella gestione del patrimonio storico e<br />
artistico della Chiesa», Il diritto ecclesiastico 70 (1959), σ. 87-91. C. Mirabelli,<br />
«Profili ecclesiastici nella tutela dei beni culturali», στο: I beni<br />
culturali ό.π., σ. 112-115. R. Coppola, «Tutela del patrimonio storico e<br />
artistico», Apollinaris 60 (1987), σ. 168-171.<br />
33<br />
Πρ. Δαγτόγλου, Συνταγματικό δίκαιο. Ατομικά δικαιώματα, τ. Β΄, Αθήνα-Κομοτηνή<br />
1991, 1038-1040.<br />
34<br />
Κ. Κυριαζόπουλος, «Η ελευθερία της λατρείας και η προστασία των μνη-
ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ<br />
ΝΑΟΥ: DICATIO AD PATRIAM VERSUS DEPUTATIONEM AD CULTUM<br />
529<br />
αρχών του νέου ΑρχΝ που απορρέουν από το Σύνταγμα (άρθρο 24<br />
παρ. 1 εδ. α', β' Σ) και από τις Διεθνείς Συνθήκες που έχουν κυρωθεί<br />
από την Ελλάδα. Άλλωστε, το Σύνταγμα εγγυάται ρητά την ελευθερία<br />
της τέχνης (άρθρο 16 παρ. 1 εδ. α' Σ). Στην αντίστροφη όψη του, το<br />
συνταγματικό αυτό δικαίωμα συνιστά υποχρέωση του Κράτους να<br />
σέβεται την εσωτερική νομιμότητα, τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και την<br />
κατά προορισμό χρήση των λατρευτικών πολιτιστικών αγαθών. Θεωρείται,<br />
επομένως, αντισυνταγματικός ο μη σεβασμός ή ο κρατικός<br />
αποκλεισμός με κανονιστική διάταξη οποιασδήποτε λατρευτικής<br />
χρήσης χωρίς επαρκείς λόγους. Ως γνωστόν η Ελλάδα ανήκει στο<br />
συνταγματικό σύστημα σχέσεων της θρησκευτικής ομολογιακότητας<br />
του Κράτους (ελληνορθόδοξης) και ειδικότερα στο σύστημα του μετριοπαθούς<br />
δυϊσμού ή της νόμῳ κρατούσας Πολιτείας 35 . Έτσι, το δικαίωμα<br />
της ελευθερίας στη λατρεία εκλαμβάνεται (νομοθετικά και<br />
διοικητικά) στο πλαίσιο μιας συνταγματικά περιορισμένης καταστατικής<br />
και θεσμικής αυτονομίας που αναφέρεται στη δογματική, τη<br />
λατρεία και την απαγόρευση της θεμελιώδους μεταβολής των πάγια<br />
καθιερωμένων και μακροχρόνιων βασικών διοικητικών θεσμών<br />
του οικείου γνωστού θρησκεύματος.<br />
Η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας (άρθρο<br />
25 παρ. 1 εδ. δ' Σ) 36 αποτελεί το καταλληλότερο μεθοδολογικό<br />
εργαλείο για την επίλυση της σύγκρουσης 37 . Τα έννομα συμφέροντα<br />
μείων», στο: Λάμπρου –Χατζούλη, ό.π. (υποσημ. 16), σ. 157-158. Του<br />
ίδιου, Προστασία πολιτιστικών αγαθών και θρησκευτική ελευθερία, Δίκαιο &<br />
Θεσμοί 1, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 234-237. Aldanondo, ό.π. (υποσημ.<br />
30), σ. 79.<br />
35<br />
Μαρίνος, Σχέσεις (υποσημ. 24), σ. 133, 140, 143, 147. Χ. Παπαστάθης,<br />
«Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας κατά το Σύνταγμα του 1975», στο:<br />
Σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας (Αφιέρωμα), Δίκαιο & Πολιτική 15, Θεσσαλονίκη<br />
1988, σ. 69-77.<br />
36<br />
Η συνταγματική της κατοχύρωση δεσμεύει τόσο τη νομοθετική, όσο και<br />
την εκτελεστική (άρθρο 1 παρ. 3 Σ) και τη δικαστική εξουσία (άρθρα 1<br />
παρ. 3 και 87 παρ. 2 Σ) κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Ο νομοθέτης<br />
ειδικότερα επιβάλλεται να λαμβάνει υπόψη του την αρχή της<br />
αναλογικότητας, όταν ρυθμίζει έννοιες, σχέσεις ή καταστάσεις και ιδίως,<br />
όταν με νόμο περιορίζει δικαιώματα. Κατά δεύτερο λόγο, η κατά διακριτική<br />
ευχέρεια ενέργεια των οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας υποβάλλεται<br />
σε έλεγχο σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Η θεωρητική θεμελίωση<br />
της αρχής αποτέλεσε ένα από τα πιο δυσχερή επιστημονικά ζητήματα.<br />
Επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί στην έννοια του κράτους δικαίου η<br />
οποία συνίσταται στην απαγόρευση της αυθαιρεσίας, στην ιδέα της δικαιοσύνης<br />
και στην προστασία του ατόμου έναντι του αυθαίρετου κρατικού
530 ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΠΕΡΙΑΝΔΡΟΣ Ι. ΕΠΙΤΡΟΠΑΚΗΣ<br />
που αφενός προστατεύονται και αφετέρου θίγονται από την κρατική<br />
ενέργεια, πρέπει να σταθμίζονται ανάλογα. Σε ενδεχόμενη, δηλαδή,<br />
σύγκρουση των δύο συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων,<br />
τόσο η Διοίκηση όσο και ο Δικαστής οφείλουν να συνεκτιμούν όλα<br />
τα δεδομένα της αυξημένης προστασίας του πολιτιστικού αγαθού<br />
και βάσει ειδικής αιτιολογίας να επιλέγεται η ενδεχόμενη υποχώρηση<br />
του ενός δικαιώματος έναντι του άλλου. Την εν λόγω αρχή<br />
απαρτίζουν τρείς επιμέρους συστατικές αρχές 38 : α) η αρχή της καταλληλότητας<br />
του μέτρου, η οποία υλοποιείται με “ex ante” πρόβλεψη<br />
καταναγκασμού, στην αξία του ανθρώπου, στην αρχή της απαγορεύσεως<br />
της προσβολής του πυρήνα των θεμελιωδών δικαιωμάτων και στην αρχή<br />
της ισότητας. Βλ. Θ. Δαλακούρας, Αρχή της αναλογικότητας και μέτρα δικονομικού<br />
καταναγκασμού, Μελέτες ποινικού δικονομικού δικαίου, Αθήνα-<br />
Κομοτηνή 1993, σ. 141-157.<br />
37<br />
Γενικότερα εκφράζει την ιδέα του μέτρου στη συσχέτιση δύο μεγεθών. Οι<br />
ιστορικές καταβολές του όρου εντοπίζονται στην αρχαιότητα, στις αρχές<br />
του Μεσαίωνα, στα έργα και τη διδασκαλία των κύριων εκπροσώπων του<br />
φυσικού δικαίου καθώς και άλλων εκπροσώπων της θεωρίας. Για την<br />
ιστορική εξέλιξη της έννοιας βλ. Δ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, Η αρχή<br />
της αναλογικότητας στο εσωτερικό δημόσιο δίκαιο, Θεσσαλονίκη 1989, σ.<br />
11, 59. Η σύγχρονη νομική έννοια της αρχής της αναλογικότητας, η<br />
οποία συνάπτεται και συνδυάζεται με το μετασχηματισμό του φιλελεύθερου<br />
κράτους σε κοινωνικό Κράτος Δικαίου, διαμορφώθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο<br />
Πόλεμο. Τότε, η εν λόγω αρχή θεωρήθηκε από τη γερμανική νομική<br />
θεωρία ύψιστη δικαιοηθική επιταγή και υιοθετήθηκε από τη νομολογία<br />
του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας.<br />
Απ. Γέροντας, «Η αρχή της αναλογικότητας στο γερμανικό δημόσιο δίκαιο»,<br />
Το Σύνταγμα 9:1 (Ιαν.-Μάρτ. 1983), σ. 20 κ.εξ. Δαλακούρας, ό.π. (υποσημ.<br />
36), σ. 29-39, 89. Στη Χώρα μας εμφανίστηκε νομολογιακά το έτος 1984<br />
(ΣτΕ 2112/1984, Ελληνική Δικαιοσύνη 26, 130), ενώ με την αναθεώρηση<br />
του Συντάγματος του 2001 καθιερώθηκε ρητά στον Καταστατικό μας<br />
Χάρτη, όπου ορίστηκε ότι «οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν<br />
κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα… πρέπει… να σέβονται<br />
την αναλογικότητα» (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ Σ). Η αρχή απαντά και στο<br />
άρθρο 52 παρ. 1 εδ. β΄ του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.<br />
Κατά τη διάταξη αυτή «τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί<br />
επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και<br />
ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικότερου ενδιαφέροντος που<br />
αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και<br />
ελευθεριών των τρίτων». Ο Χάρτης, αφότου τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη<br />
της Λισαβόνας (1.12.2009) απέκτησε δεσμευτική ισχύ για τα κράτη-μέλη<br />
της Ένωσης και έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες (άρθρο 6 παρ.<br />
1 ΣΕΕ). Βλ. Απ. Γεωργιάδης, Γενικές αρχές Αστικού Δικαίου, Δίκαιο & Οικονομία,<br />
Αθήνα 2012 4 , σ. 84-85.
ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ<br />
ΝΑΟΥ: DICATIO AD PATRIAM VERSUS DEPUTATIONEM AD CULTUM<br />
531<br />
του μέτρου, βάσει ιστορικών, επιστημονικών, καλλιτεχνικών και<br />
εμπειρικών δεδομένων και δικαιολογείται τροποποίηση ή ανάκληση<br />
του μέτρου σε περιπτώσεις μεταβολής των δεδομένων ή πλάνης· β)<br />
η αρχή της αναγκαιότητας: αναγκαίο μέτρο είναι το πιο ήπιο, το λιγότερο<br />
επαχθές, από τα εξίσου αποτελεσματικά που διαθέτει η Πολιτεία<br />
για τη διαφύλαξη του δημόσιου συμφέροντος. Η αναγκαιότητα<br />
συναρτάται με τη μεταβλητότητα και τη στατικότητα του μέτρου και<br />
του σκοπού και διαγράφει τα όρια της νομιμότητας εντός των οποίων<br />
οφείλει να δρα η Διοίκηση· γ) η «ἐν στενῇ ἐννοίᾳ» (“stricto sensu”)<br />
αρχή της αναλογίας, με την οποία επιβάλλεται η ύπαρξη εύλογης<br />
σχέσης μεταξύ λαμβανομένου μέτρου και επιδιωκόμενου σκοπού,<br />
ώστε τα μειονεκτήματα να μην υπερισχύουν των πλεονεκτημάτων<br />
που συνεπάγεται η εφαρμογή του μέτρου 39 . Αφορά, επομένως, στην<br />
ορθή σχέση μεταξύ μέτρου και σκοπού, μεταξύ κανόνος δικαίου<br />
και πραγματικής καταστάσεως και εμπεριέχει την απαίτηση για<br />
ισόρροπη ικανοποίηση δημόσιου συμφέροντος και κοινωνικού κόστους.<br />
Πρέπει να σημειωθεί ότι όσο πιο έντονη είναι η προσβολή<br />
του ατομικού δικαιώματος, τόσο πιο σπουδαίο πρέπει να είναι το<br />
38<br />
Ε. Μπέης, «Η αρχή της αναλογικότητας», Δίκη 30:4 (Μάιος 1999), σ.<br />
470-478. Πρ. Δαγτόγλου, Γενικό διοικητικό δίκαιο, Αθήνα-Κομοτηνή 2004,<br />
σ. 184.<br />
39<br />
Βλ. ΕΣ 848/2005: «Σύμφωνα με την απορρέουσα από την έννοια του<br />
κράτους δικαίου συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, όταν ο κοινός<br />
νομοθέτης θεσπίζει ένα δυσμενές μέτρο σε βάρος μιας κατηγορίας προσώπων,<br />
που συνεπάγεται την εξαίρεσή της από έναν ευμενή γενικότερο<br />
κανόνα δικαίου, επιβάλλεται να χρησιμοποιεί κριτήρια αντικειμενικά,<br />
που να δικαιολογούνται από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Τα επαχθή<br />
δε μέτρα τα οποία θεσπίζονται πρέπει να είναι μόνο τα αναγκαία για την<br />
επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με τη ρύθμιση και να τελούν σε<br />
άμεση συνάφεια όχι μόνο προς αυτόν τούτον τον επιδιωκόμενο σκοπό,<br />
αλλά και προς το αντικείμενο της ρύθμισης. Τα μέτρα δηλαδή που επιβάλλονται<br />
με βάση τα άνω κριτήρια πρέπει να είναι αφενός μεν κατάλληλα,<br />
ώστε να επιφέρουν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, αφετέρου δε τα απολύτως<br />
αναγκαία, με την έννοια ότι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου<br />
δημόσιου σκοπού δεν είναι δυνατή η επιλογή ενός άλλου εξίσου αποτελεσματικού,<br />
αλλά λιγότερο επαχθούς μέτρου. Σε αντίθετη περίπτωση, αν<br />
δηλαδή το μέτρο που επιβάλλεται έχει τέτοια ένταση και διάρκεια που<br />
υπερακοντίζει κατάδηλα τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε τα μειονεκτήματα<br />
που συνεπάγεται να τελούν σε δυσαναλογία προς τα πλεονεκτήματα που<br />
απορρέουν από την εξυπηρέτηση του δημοσίου σκοπού, αντίκειται στην<br />
άνω αρχή και επομένως, η προβλέπουσα το εν λόγω μέτρο σχετική<br />
διάταξη είναι αντισυνταγματική».
532 ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΠΕΡΙΑΝΔΡΟΣ Ι. ΕΠΙΤΡΟΠΑΚΗΣ<br />
δημόσιο αγαθό που προστατεύεται. Τέλος, όταν ο περιορισμός του<br />
δικαιώματος που εισάγεται με το λαμβανόμενο μέτρο, θίγει και<br />
πολύ περισσότερο αναιρεί τον ίδιο τον πυρήνα του δικαιώματος,<br />
παρέλκει η εξέταση της αναλογικότητας του μέτρου σε σχέση με τον<br />
επιδιωκόμενο σκοπό, καθώς αυτό αποκλείεται ήδη από το στάδιο<br />
της καταλληλότητας για την πραγμάτωση του σκοπού του νόμου.<br />
Αυτή η αρχή έχει καθαρά αξιολογικό χαρακτήρα και μορφή ανοιχτή<br />
(μη κανονιστική), καθώς δεν στηρίζεται σε συγκεκριμένους κανόνες<br />
δικαίου, αλλά έχει ευρύτερη εφαρμογή. Η εξειδίκευση της εφαρμογής<br />
της σε κάθε δεδομένη περίπτωση, προσλαμβάνει κι ένα δημιουργικό<br />
χαρακτήρα, καθώς κάνει χρήση εξωνομικών, ηθικοπολιτικών<br />
κριτηρίων. Στο πλαίσιο αυτό, η συγκεκριμένη αρχή γίνεται<br />
αντιληπτή με διάφορους τρόπους, οι οποίοι συνοψίζονται στην<br />
αρχή της ελάχιστης δυνατής προσβολής ή του ηπιότερου μέσου 40 ,<br />
στην αρχή της αποφυγής των δυσανάλογων συνεπειών και στην<br />
απαγόρευση της χρονικής ασυνέπειας ή υπερβολής 41 .<br />
Την αόριστη νομική έννοια της αρχής της αναλογικότητας 42 του<br />
συνταγματικού νομοθέτη κλήθηκε να εξειδικεύσει ο κοινός νομοθέτης<br />
στον ΑρχΝ και σε ό,τι αφορά στην προστασία των θρησκευτικών<br />
μνημείων λατρευτικού χαρακτήρα. Ωστόσο, ακόμα και σε αυτή την<br />
εξειδίκευση έγινε χρήση γενικών (μη δικαιικών) όρων από άλλα<br />
επιστημονικά πεδία. Τα αόριστα αυτά αξιολογικά κριτήρια του ΑρχΝ<br />
καλείται σε κάθε περίπτωση να συγκεκριμενοποιήσει η Διοίκηση,<br />
αρχικά, και ενδεχομένως ο Δικαστής, στη συνέχεια, βάσει σύγχρονων<br />
επιστημονικών και εμπειρικών δεδομένων. Για παράδειγμα, όπως<br />
προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 β', ββ',<br />
6 παρ. 1 β', γ' και 20 παρ.1 γ', δ', ε' του ΑρχΝ, ο δικαστής πρέπει να<br />
κρίνει αν η διοικητική πράξη για την προστασία συγκεκριμένων λατρευτικών<br />
μνημείων τεκμηριώνεται με συγκεκριμένα ιστορικά, επιστημονικά<br />
και καλλιτεχνικά κριτήρια. Στην αξιολόγηση όμως αυτή,<br />
απευθείας από το Σύνταγμα απορρέει και η υποχρέωση συνεκτίμησης<br />
και θεολογικών, δογματικών και θρησκειολογικών κριτηρίων.<br />
Σε τέτοιες περιπτώσεις σύγκρουσης των δύο ατομικών δικαιω-<br />
40<br />
Δαγτόγλου, Συνταγματικό δίκαιο (υποσημ. 33), σ. 177. Ζ. Παπαϊωάννου,<br />
Η αρχή της αναλογικότητας κατά την άσκηση της αστυνομικής εξουσίας, Αθήνα-<br />
Θεσσαλονίκη 2003, σ. 31-32.<br />
41<br />
Δαγτόγλου, Γενικό διοικητικό (υποσημ. 38), σ. 217-218.<br />
42<br />
Π. Φίλιος, Νομική μεθοδολογία, Αθήνα-Κομοτηνή 2007, σ. 44-47. Για αόριστες<br />
νομικές έννοιες βλ. Engisch, ό.π. (υποσημ. 23), σ. 131-166.
ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ<br />
ΝΑΟΥ: DICATIO AD PATRIAM VERSUS DEPUTATIONEM AD CULTUM<br />
533<br />
μάτων, θα πρέπει να γίνεται χρήση της συνταγματικής αρχής της<br />
αναλογικότητας, που κατέχει εξέχουσα θέση στο ερμηνευτικό σύστημα<br />
αξιών της έννομης τάξης και αποτελεί τη μείζονα σκέψη του<br />
δικανικού συλλογισμού πολλών δικαστικών αποφάσεων 43 . Αρχικά,<br />
η Διοίκηση προβαίνει σε “in concreto” στάθμιση, σύμφωνα με τα<br />
οριζόμενα από το Νόμο, και σε ενδεχόμενη αμφισβήτηση δευτερευόντως<br />
αποφαίνεται ο Δικαστής βάσει αντικειμενικών και ελέγξιμων<br />
κριτηρίων, ανάλογα με τη διακινδύνευση που υφίστανται<br />
κατά περίπτωση τα συγκρουόμενα αγαθά. Η ακώλυτη λατρευτική<br />
χρήση ενός θρησκευτικού πολιτιστικού αγαθού μπορεί να δικαιολογηθεί<br />
μόνο σε περιπτώσεις που δεν αλλοιώνει και δεν υποβαθμίζει<br />
το μνημειακό του χαρακτήρα, αναστέλλοντας ουσιαστικά την<br />
όποια κρατική προσπάθεια προστασίας και διαφύλαξής του. Έτσι,<br />
για χώρους που, σύμφωνα με το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας,<br />
θεωρούνται ιεροί και βρίσκονται στην κατοχή της αντίστοιχης θρησκευτικής<br />
κοινότητας, μπορεί πράγματι να υποχωρεί η μεγαλύτερου<br />
εύρους υποχρέωση του κράτους για προστασία του δικαιώματος<br />
στον πολιτισμό σε βαθμό που θα διασφαλίζει μια ισόρροπη άσκηση<br />
των δύο συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων. Και αντίστροφα,<br />
σε περιπτώσεις, όπου η διαφύλαξη και η αξιοποίηση ενός<br />
υψίστης σημασίας θρησκευτικού μνημείου επιβάλλει την άμεση ή<br />
έμμεση και κατά δίκαιη πολιτειακή κρίση υποχώρηση της λατρευτικής<br />
του χρήσης, θα πρέπει κι από την πλευρά των Εκκλησιαστικών<br />
αρχών να υπάρχουν οι απαραίτητες εναλλακτικές προτάσεις για<br />
απρόσκοπτη άσκηση της λατρείας των πιστών.<br />
Ο ναός του Αγίου Γεωργίου ή «Ροτόντα» Θεσσαλονίκης αποτελεί<br />
αντιπροσωπευτικό παράδειγμα «πολιτιστικού αγαθού θρησκευτικού<br />
χαρακτήρα με προεχόντως μνημειακό-ιστορικό και παρεπόμενο λατρευτικό<br />
προορισμό» 44 . Εδώ, η λατρευτική χρήση του μνημείου δεν<br />
μπορεί να στηριχθεί σε προηγηθείσα πάγια και σταθερή πρακτική<br />
ούτε σε ρητή Απόφαση της Πολιτείας. Βάσει των κείμενων νομοθε-<br />
43<br />
Ωστόσο, η απουσία προκαθορισμένων κριτηρίων βάσει των οποίων γίνεται<br />
η “in concreto” στάθμιση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων δημιουργεί<br />
αναπόφευκτα ανασφάλεια δικαίου και θέτει υπό αμφισβήτηση την<br />
αρχή της τυπικής ισοδυναμίας των συνταγματικών διατάξεων. Α. Δημητρόπουλος,<br />
«Προβλήματα της στάθμισης ως νομικής μεθόδου», άρθρο<br />
στην ηλεκτρ. δ/νση: www.greeklaws.com/pubs/uploads/2566.pdf, σ.<br />
7, 9-10.<br />
44<br />
Αν και η περίπτωση αντιμετωπίστηκε με την παλαιότερη αρχαιολογική<br />
νομοθεσία δεν διαφοροποιήθηκε ωστόσο η νομική αντιμετώπιση του ζη-
534 ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΠΕΡΙΑΝΔΡΟΣ Ι. ΕΠΙΤΡΟΠΑΚΗΣ<br />
τικών διατάξεων και των σχετικών πολιτειακών Αποφάσεων, η ευθύνη<br />
διατήρησης, συντήρησης και χρήσης του εν λόγῳ μνημείου,<br />
ως δημόσιου ιδιόχρηστου πράγματος, ανήκει ολοκληρωτικά και<br />
αποκλειστικά στη δικαιοδοσία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, η<br />
οποία οφείλει -κατά προτεραιότητα- να προστατεύει το μνημείο ως<br />
πολιτιστικό αγαθό κατά τις επιταγές του άρθρου 24 Σ. Αυτό σημαίνει<br />
ότι η Πολιτεία οφείλει αφενός να εγγυάται τη συντήρηση και διατήρησή<br />
του και αφετέρου να φροντίζει για τη σύμφωνη με το μνημειακό<br />
προορισμό του, και με σεβασμό προς το θρησκευτικό χαρακτήρα<br />
του, πολιτιστική αξιοποίησή του. Μετά από τα παραπάνω, η σχετική<br />
Υπουργική Απόφαση 45 , η οποία προτάσσει την πολιτιστική αξία<br />
έναντι του λατρευτικού προορισμού και εξαρτά κάθε περαιτέρω ή<br />
διαφορετική χρήση του μνημείου από την έγκριση της Αρχαιολογικής<br />
Υπηρεσίας, θα πρέπει να θεωρηθεί σύμφωνη με τον ισχύοντα<br />
ΑρχΝ, καθώς και με τις διατάξεις του Συντάγματος που προστατεύουν<br />
το πολιτιστικό περιβάλλον και την ελευθερία της λατρείας.<br />
Επίσης, η συγκεκριμένη Απόφαση δεν παρακωλύει και δεν στερεί<br />
το δικαίωμα των πιστών της Θεσσαλονίκης να ασκούν ακώλυτα<br />
την κατά το Σύνταγμα επιτρεπόμενη λατρεία τους και να εκκλησιάζονται<br />
τακτικά σε άλλους ναούς της περιοχής.<br />
Ο στόχος της προστασίας που οραματίζονται Αρχαιολόγοι και<br />
Εκκλησιαστικές αρχές είναι κοινός. Η Εκκλησία, ως σύνολο κληρικών<br />
και λαϊκών, ουδέποτε υποβάθμισε ηθελημένα κάποιον «ιερό»<br />
της χώρο αλλά, αντίθετα, συνεισέφερε ουσιαστικά στη μακραίωνη<br />
διατήρηση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς 46 . Επίσης, η αποκλειστική<br />
επιλογή της πολιτιστικής ή της λατρευτικής αξίας ενός θρητήματος.<br />
Α. Μανιτάκης, «Η συνταγματική προστασία των πολιτιστικών<br />
αγαθών και η ελευθερία της λατρείας (Με αφορμή τις χρήσεις της Ροτόντας).<br />
Γνωμοδότηση», Αρμενόπουλος 9 (Σεπτ. 1995), 1232-1238. Λάμπρου<br />
– Χατζούλη, ό.π. (υποσημ. 16). Μιχ. Τιβέριος, «Η Ροτόντα του Καίσαρα<br />
Γαλερίου στη Θεσσαλονίκη. Σύντομο ιστορικό», Το Βήμα 05.02.1995.<br />
Αρχιμ. (νυν Μητρ.) Ιωάννης Τασσιάς (επιμ.), Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου<br />
(Ροτόντα). Κατάθεση, μαρτυρία, Θεσσαλονίκη 1998.<br />
45<br />
ΥΑ: ΥΠ.ΠΟ./ΑΡΧ/Β1/Φ34/3522/34/24.01.1995.<br />
46<br />
Βλ. το διοριστήριο του Μητροπολίτη Γαγγρών από τον Πατρ. Ματθαίο. F.<br />
Miklosich – J. Müller (επιμ.), Acta et diplomata monasteriorum et ecclesiarum<br />
Orientis, τ. Β΄, Αθήνα 1996 2 , σ. 493, αρ. εγγρ.: DCXLV(=645).6909 (1400-<br />
1401), ind. IX. Πρβλ. και Τ. Τσονίδης, Κύριλλος ΣΤ΄, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως<br />
1813-1818: Απηγχονίσθη υπό των Τούρκων τον Απρίλιον του 1821<br />
εις την γενέτειραν του Αδριανούπολιν, Νέα Ορεστιάς 1986 2 , σ. 24 κ.εξ.
ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ<br />
ΝΑΟΥ: DICATIO AD PATRIAM VERSUS DEPUTATIONEM AD CULTUM<br />
535<br />
σκευτικού μνημείου δεν είναι παρά ψευδοδίλημμα. Η κατά περίπτωση<br />
υποχώρηση της μιας αξίας έναντι της άλλης, νοείται ως<br />
εξανθρωπισμένη (κοινωνική) εκδοχή και λειτουργία της έννοιας<br />
του ατομικού δικαιώματος. Οποιαδήποτε μονοσήμαντη επιλογή<br />
ισοδυναμεί με ατομοκεντρική εκδοχή του δικαιώματος 47 , αποδεσμεύει<br />
απειλές ανθρωπολογικών αλλοιώσεων, θεσμοποιεί μια ριζικά<br />
αντικοινωνική δυναμική και υπονομεύει τις ίδιες τις κοινωνικές<br />
σχέσεις και την πολιτική τους πραγμάτωση.<br />
47<br />
Χρ. Γιανναράς, Η απανθρωπιά του δικαιώματος, Αθήνα 2006 3 , σ. 7-10,<br />
206-229.
Αναστασία Τζιγκουνάκη,<br />
Προϊσταμένη Εφορείας Αρχαιοτήτων Ρεθύμνου<br />
Προστασία, διαχείριση<br />
και ανάδειξη<br />
βυζαντινών μνημείων<br />
Η διεθνής σύμβαση 1972 1<br />
Για τον τιμητικό αυτό τόμο στη μνήμη του Προϊστάμενου της Εφορείας<br />
Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Κρήτης, ενίοτε δε και δικού μου<br />
προϊστάμενου, ιδιαίτερα αγαπητού μου για το δίκαιο του εκρηκτικού<br />
χαρακτήρα, το οξύ πνεύμα, τη μεγάλη καρδιά, την αστείρευτη ζωντάνια,<br />
την επιστημονική κατάρτιση και τη χαρισματική προσωπικότητα,<br />
επέλεξα να παρουσιάσω το θέμα της διεθνής προσέγγισης<br />
και πρακτικής για την προστασία, διαχείριση και ανάδειξη των Βυζαντινών<br />
Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Ο Μανόλης Μπορμπουδάκης<br />
με τις κατά τόπους ομάδες των υπαλλήλων του προστάτευσε,<br />
διαχειρίστηκε και ανάδειξε τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά<br />
μνημεία όλης της Κρήτης, στα πολλά έτη της θητείας του ως επικεφαλής<br />
της 13 ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Κρήτης, χωρίς<br />
δυνατότητα για εκπόνηση διαχειριστικών σχεδίων με βραχυπρόθεσμες,<br />
μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες δράσεις σε συγκεκριμένο<br />
χρονικό ορίζοντα, χωρίς σταθερή ροή χρηματοδότησης,<br />
χωρίς πάντα στη διάθεσή του το αναγκαίο προσωπικό, όπως εξάλλου<br />
ισχύει έως σήμερα στις Εφορείες Αρχαιοτήτων της χώρας.<br />
Η Σύμβαση του 1972, για την Προστασία των Πολιτιστικών<br />
και Φυσικών Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς, με σαράντα<br />
τρία χρόνια εφαρμογής της στα πιο σημαντικά μνημεία του πλανήτη<br />
1<br />
Το θέμα παρουσιάστηκε από τη γράφουσα στην ενότητα «Διαχείριση της<br />
βυζαντινής πολιτισμικής κληρονομιάς» του 2 ου Συνέδριου «Βυζαντινές Σπουδές»<br />
του Δήμου Αθηναίων, στο πλαίσιο του Κύκλου Συνεδρίων «Η Ελλάδα<br />
στον Κόσμο», Μέγαρο Μουσικής 25-27 Ιουνίου 2009. Ακολούθως επικαιροποιήθηκε<br />
για τη δημοσίευσή του στον Τιμητικό Τόμο για τον αείμνηστο<br />
Επίτιμο Έφορο Αρχαιοτήτων Μανόλη Μπορμπουδάκη.
538 ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΖΙΓΚΟΥΝΑΚΗ<br />
Πίν. 1.<br />
Στατιστική ανάλυση<br />
όπου φαίνεται η αναλογία<br />
Βυζαντινών Μνημείων<br />
Παγκόσμιας Κληρονομιάς<br />
σε σχέση με τα υπόλοιπα<br />
Μνημεία Παγκόσμιας<br />
Κληρονομιάς στην Ευρώπη,<br />
από τον τόμο J. Jokilehto κ.ά.<br />
The World Heritage List,<br />
Filling the Gaps...<br />
θεωρώ ότι μπορεί να μας παρέχει διάφορα εργαλεία προβληματισμού<br />
και καλών πρακτικών και θα επικεντρωθώ εδώ σε σχέση με<br />
τα βυζαντινά μνημεία.<br />
Τα θέματα προστασίας και ανάδειξης των βυζαντινών μνημείων<br />
που είναι εγγεγραμμένα στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς,<br />
λόγω του θεσμικού διεθνούς ελέγχου και της παρακολούθησης της<br />
κατάστασης συντήρησης και διαχείρισής τους, μπορούν να αποτελέσουν<br />
παράδειγμα ως προς τις δράσεις για την αειφόρο διατήρηση<br />
και διαχείριση και για τα υπόλοιπα μνημεία. Σε θεωρητικό επίπεδο,<br />
οι προβληματισμοί και οι στόχοι που διαγράφονται μέσα από τις<br />
Επιχειρησιακές Οδηγίες 2 για την εφαρμογή της Σύμβασης Προστασίας<br />
Παγκόσμιας Κληρονομιάς, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως σημεία<br />
αναφοράς για τη συντήρηση, την προστασία, τη διαχείριση και την<br />
προβολή κάθε μνημείου, εγγεγραμμένου στον κατάλογο ή μη. Χαρακτηριστικά<br />
αναφέρεται ότι από το 1977 που υιοθετήθηκαν οι Επιχειρησιακές<br />
Οδηγίες της Διεθνούς Σύμβασης του 1972, επικαιροποιούνται<br />
-εμπλουτιζόμενες- σχεδόν ανά διετία 3 , εναρμονιζόμενες<br />
2<br />
http://whc.unesco.org/archive/opguide08-en.pdf<br />
3<br />
Οι Επιχειρησιακές Οδηγίες περιελάμβαναν μόλις 28 παραγράφους το
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ -<br />
Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ 1972<br />
539<br />
με σύγχρονους προβληματισμούς και οπτικές, ώστε στρατηγικοί στόχοι,<br />
νέες καλές πρακτικές και καινοτόμες προσεγγίσεις να απο φέρουν<br />
τις καλύτερες δυνατές δράσεις για τη διατήρηση τους στο διηνεκές.<br />
Στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, ο οποίος τo 2014<br />
περιλαμβάνει 1007 μνημεία, ο βυζαντινός πολιτισμός εκπροσωπείται<br />
από 26 μνημεία. Στη μελέτη του Διεθνούς Συμβουλίου Μνημείων<br />
και Τοποθεσιών του 2005 καταγράφονται 20 μνημεία που αντανακλούν<br />
τον βυζαντινό πολιτισμό 4 (Πίν. 1) στα οποία προστέθηκαν<br />
άλλα έξι έως τώρα (Πίν. 2 και 3), ενώ αρκετά μνημεία, εγγεγραμμένα<br />
στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, έχουν επιρροές από τον<br />
βυζαντινό πολιτισμό (π.χ. Longobards in Italy. Places of the Power<br />
[568-774 A.D.] κ.ά.). Επισημαίνεται ότι περίπου 20% των εγγε-<br />
Πίν . 2.<br />
Βυζαντινά μνημεία<br />
Παγκόσμιας Κληρονομιάς<br />
ανά κράτος<br />
και επί του συνόλου κρατών<br />
παγκοσμίως.<br />
1977, ενώ η τελευταία επικαιροποίηση κατά το 2013 περιλαμβάνει 290<br />
παραγράφους και 12 παραρτήματα. Α. Τζιγκουνάκη, «Παγκόσμια Κληρονομιά:<br />
Διαδικασίες, Δεσμεύσεις, Ωφέλειες», Πολιτιστική Αρχιτεκτονική Κληρονομιά<br />
και Περιβάλλον. Η συμβολή τους στην ανάπτυξη των νησιών μας. 7η<br />
Συνδιάσκεψη Νησιωτικών Περιφερειακών Τμημάτων Τεχνικού<br />
Επιμελητηρίου Ελλάδας, ΤΕΕ/ΤΔΚ, Χανιά 24-26 Απριλίου 2009.<br />
4<br />
J. Jokilehto κ.ά., The World Heritage List, Filling the Gaps- An Action Plan for<br />
the Future. Monuments and Sites XII, Paris 2005.
540 ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΖΙΓΚΟΥΝΑΚΗ<br />
Πίν. 3.<br />
Κατάλογος<br />
βυζαντινών μνημείων<br />
Παγκόσμιας Κληρονομιάς,<br />
έτος εγγραφής, κράτος<br />
και κριτήρια εγγραφής.<br />
γραμμένων μνημείων στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς έχει<br />
κάποια μορφή θρησκευτικής ή πνευματικής σύνδεσης.<br />
Θα αναφερθώ εδώ, υπενθυμίζοντας, στα κριτήρια που λαμβάνονται<br />
υπόψη για την εγγραφή ενός μνημείου στον Κατάλογο Παγκόσμιας<br />
Κληρονομιάς 5 , υπό την προϋπόθεση της αυθεντικότητας<br />
και/ή της ακεραιότητας του μνημείου 6 . Τα κριτήρια είναι δέκα, έξι<br />
των οποίων αφορούν την πολιτιστική διάσταση και τέσσερα στη<br />
5<br />
http://whc.unesco.org/archive/opguide13-en.pdf, Επιχειρησιακές Οδηγίες<br />
2013, II.D 77, σ. 20 -21.<br />
6<br />
http://whc.unesco.org/archive/opguide13-en.pdf, Επιχειρησιακές Οδηγίες<br />
2013, II.D 78, II.E 79-95, σ. 21-25.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ -<br />
Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ 1972<br />
541<br />
φυσική διάσταση. Για να εγγραφεί κάποιο μνημείο στον Κατάλογο<br />
Παγκόσμιας Κληρονομιάς πρέπει να πληροί κάποια από τα ακόλουθα<br />
κριτήρια:<br />
(i) Να αντιπροσωπεύει ένα αριστούργημα της ανθρώπινης διάνοιας.<br />
(ii) Να παρουσιάζει μία σημαντική ανταλλαγή ανθρώπινων αξιών,<br />
σε μία χρονική περίοδο ή σε μία πολιτισμική περιοχή του<br />
κόσμου, η οποία αφορά εξελίξεις στην αρχιτεκτονική ή την<br />
τεχνολογία, τις μνημειακές τέχνες, το σχεδιασμό πόλεων ή<br />
τοπίου.<br />
(iii) Να αποτελεί μοναδικό ή τουλάχιστον εξαιρετικής σημασίας<br />
τεκμήριο μίας πολιτιστικής παράδοσης ή ενός πολιτισμού<br />
που διατηρείται ή που έχει εξαφανιστεί.<br />
(iv) Να συνιστά εξέχον δείγμα ενός κτηριακού τύπου, αρχιτεκτονικού<br />
τεχνολογικού συνόλου ή τοπίου που μαρτυρεί σημαντική/ές<br />
φάση/εις στην ανθρώπινη ιστορία.<br />
(v) Να αποτελεί εξέχον δείγμα παραδοσιακού οικισμού, συγκεκριμένου<br />
τρόπου χρήσης γης ή θαλάσσιας εκμετάλλευσης -<br />
αντιπροσωπευτικό πολιτισμού/ών- ή της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης<br />
με το περιβάλλον, ειδικότερα όταν αυτό έχει<br />
πληγεί από μη αναστρέψιμη αλλαγή.<br />
(vi) Να συνδέεται, με απτό τρόπο, με γεγονότα ή ζωντανές παραδόσεις,<br />
ιδέες, ή πεποιθήσεις, καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά<br />
έργα εξέχουσας οικουμενικής σημασίας. (Η Επιτροπή θεωρεί<br />
ότι αυτό το κριτήριο θα πρέπει να ισχύει σε συνδυασμό με<br />
άλλα κριτήρια.)<br />
(vii) Να περιλαμβάνει εξέχοντα φυσικά φαινόμενα ή περιοχές εξαιρετικού<br />
φυσικού κάλλους και αισθητικής σημασίας.<br />
(viii) Να συνιστά εξέχον δείγμα σημαντικών φάσεων της ιστορίας<br />
της γης συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής της ζωής, αξιόλογων<br />
εν εξελίξει γεωλογικών διαδικασιών που έλαβαν χώρα<br />
κατά τη διαμόρφωση του εδάφους ή σημαντικά γεωμορφικά<br />
ή φυσιογραφικά χαρακτηριστικά.<br />
(ix) Να είναι εξέχον δείγμα σημαντικών υφιστάμενων οικολογικών<br />
και βιολογικών διαδικασιών που σχετίζονται με την ανάπτυξη<br />
χερσαίων, υδάτινων, παράκτιων και θαλάσσιων οικοσυστημάτων<br />
και με την εξέλιξη λοιπών ομάδων φυτών και ζώων.<br />
(x) Να εμπεριέχει τα πιο σημαντικά φυσικά ενδιαιτήματα για την<br />
κατά χώραν διατήρηση της βιοποικιλότητας, συμπεριλαμβα-
542 ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΖΙΓΚΟΥΝΑΚΗ<br />
νομένων αυτών που φιλοξενούν απειλούμενα είδη εξέχουσας<br />
οικουμενικής αξίας από άποψη επιστήμης ή διατήρησης.<br />
Από τα είκοσι έξι μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς στα οποία<br />
καταγράφονται σαφώς στοιχεία της βυζαντινής περιόδου, δώδεκα<br />
πληρούν το κριτήριο i, δηλαδή αποτελούν αριστούργημα της ανθρώπινης<br />
δημιουργικής διάνοιας, και τέσσερα από αυτά πληρούν<br />
και ένα από τα κριτήρια φυσικής κληρονομιάς, και ως εκ τούτου καταγράφονται<br />
ως μικτά μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Τα περισσότερα<br />
κριτήρια ένταξης, έξι, πληροί το Άγιο Όρος και ακολουθούν<br />
τα Μετέωρα με πέντε κριτήρια· τα δύο αυτά μνημεία είναι εγγεγραμμένα<br />
ως μεικτά μνημεία φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς.<br />
Κατάσταση Διατήρησης - παρακολούθηση δράσεων<br />
Τα βασικά εργαλεία για την προστασία των Μνημείων Παγκόσμιας<br />
Κληρονομιάς, από πλευράς του Κέντρου Παγκόσμιας Κληρονομιάς,<br />
των συμβουλευτικών Οργάνων της Σύμβασης (ICCROM,<br />
ICOMOS, IUCN) και της Επιτροπής Παγκόσμιας Κληρονομιάς,<br />
είναι η παρακολούθηση της κατάστασης διατήρησής τους, ο Περιοδικός<br />
Έλεγχος, καθώς και η παρακολούθηση της υλοποίησης διαχειριστικών<br />
σχεδίων των μνημείων από τους εθνικούς φορείς κάθε<br />
κράτους, στου οποίου την επικράτεια σώζονται τα μνημεία αυτά.<br />
Μέσα από ένα διεθνές δίκτυο ενημέρωσης, το Κέντρο Παγκόσμιας<br />
Κληρονομιάς και τα Συμβουλευτικά Όργανα αξιολογούν πιθανούς<br />
κινδύνους ως προς την προστασία των μνημείων και εισηγούνται<br />
προς την Επιτροπή Παγκόσμιας Κληρονομιάς, η οποία<br />
μπορεί να προβεί σε συγκεκριμένες συστάσεις προς το Κράτος-μέλος,<br />
κατά την ετήσια Σύνοδό της. Στη συνέχεια παρακολουθείται η<br />
εφαρμογή των συστάσεων, ενώ σε περίπτωση μη εναρμόνισης και<br />
εφόσον ο κίνδυνος εις βάρος της διατήρησης της οικουμενικής<br />
εξέχουσας αξίας του μνημείου είναι σημαντικός, η Επιτροπή μπορεί<br />
να προχωρήσει, σε συμφωνία με το Κράτος-μέλος, ακόμη και στην<br />
εγγραφή ενός μνημείου στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς<br />
σε Κίνδυνο ή σε Διαγραφή του από τον Κατάλογο Παγκόσμιας<br />
Κληρονομιάς.<br />
Μία ενδεικτική έρευνα στις αποφάσεις των κατ’ έτος Συνόδων<br />
της Επιτροπής Παγκόσμιας Κληρονομιάς, μπορεί να μας σκιαγραφήσει<br />
τα προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι φορείς<br />
λειτουργίας και εποπτείας των βυζαντινών μνημείων Παγκόσμιας<br />
Κληρονομιάς.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ -<br />
Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ 1972<br />
543<br />
Κατά την 33 η Σύνοδο της Επιτροπής Παγκόσμιας Κληρονομιάς 7 ,<br />
τον Ιούλιο 2009, για παράδειγμα, εξετάστηκε η κατάσταση διατήρησης<br />
5 μνημείων βυζαντινού πολιτισμού, κατόπιν εισηγήσεων<br />
του Κέντρου Παγκόσμιας Κληρονομιάς και των Συμβουλευτικών<br />
Οργάνων, δεδομένου ότι εντοπίστηκαν τρωτά σημεία για την κατάσταση<br />
διατήρησης των μνημείων αυτών, τα οποία συζητήθηκαν<br />
στην Επιτροπή και αφορούσαν στα παρακάτω:<br />
Αυθαίρετες κατασκευές στη ζώνη προστασίας, έλλειψη σχεδίου<br />
δράσης για την αντιμετώπιση αυθαιρέτων κατασκευών, έλλειψη συστήματος<br />
σχεδιασμού και ελεγκτικού μηχανισμού σχετικά με αναπτυξιακά<br />
προγράμματα που δημιουργούν οπτική ή/και ακουστική<br />
και ευρύτερα περιβαλλοντική όχληση, έλλειψη θεσμικού πλαισίου<br />
για έλεγχο ανάπτυξης που εξελίσσεται εις βάρος του μνημείου, έλλειψη<br />
δεικτών παρακολούθησης αναστηλωτικών εργασιών, ανάγκη ελέγχου<br />
εξέλιξης τεχνικών μελετών για αναστηλωτικά προγράμματα, θέματα<br />
ποιότητας εργασιών συντήρησης-αναστήλωσης, θέματα πυροπροστασίας,<br />
ανάγκη πολιτικής για αρχαιολογικές έρευνες στον χώρο, ανάγκη<br />
ανάπτυξης χρηματοδοτικού συστήματος σε ετήσια βάση, έλλειψη<br />
σφαιρικού Σχεδίου Τουριστικής Ανάπτυξης, μη επαρκή οριοθέτηση<br />
ζωνών προστασίας, ανάγκη ευαισθητοποίησης των εμπλεκόμενων<br />
και ιδίως της τοπικής κοινωνίας ως προς την αξία του μνημείου, μη<br />
έγκαιρη εφαρμογή Διαχειριστικού Σχεδίου, αναγκαιότητα εκπόνησης<br />
Διαχειριστικού Σχεδίου και Σχεδίου Συντήρησης για όσα εκ των μνημείων<br />
δεν διαθέτουν. Και στα πέντε βυζαντινά μνημεία που εξετάστηκαν<br />
κατά την προαναφερόμενη Σύνοδο έγινε αναφορά στην ανάγκη<br />
εκπόνησης Σχεδίου Διαχείρισης ή την ανάγκη έγκαιρης εφαρμογής<br />
του στην περίπτωση που αυτό είχε ήδη εκπονηθεί.<br />
Κάποια από τα παραπάνω προβλήματα που ενδεικτικά αναφέρθηκαν,<br />
μπορούν να εντοπιστούν σε αρκετά από τα βυζαντινά<br />
μνημεία μας εν γένει, αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο μνημείο. Ένα<br />
ισχυρό εργαλείο για την αντιμετώπιση αυτών ή άλλων προβλημάτων,<br />
εκτός των νομοθετικών εργαλείων που έχουμε στη διάθεσή<br />
μας, είναι η εκπόνηση και υλοποίηση Σχεδίου Διαχείρισης.<br />
Από το 1997 υπάρχει στις Επιχειρησιακές Οδηγίες της Σύμβασης<br />
του 1972 δέσμευση κατάθεσης Σχεδίου Διαχείρισης 8 , μαζί<br />
7<br />
http://whc.unesco.org/en/decisions/<br />
8<br />
http://whc.unesco.org/archive/opguide97.pdf, Operational Guidelines<br />
1997, G 64, 4, σ. 17.
544 ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΖΙΓΚΟΥΝΑΚΗ<br />
με το φάκελο Υποψηφιότητας. Παράλληλα, παρατηρείται ότι η Επιτροπή<br />
Παγκόσμιας Κληρονομιάς κατά τις ετήσιες Συνόδους της,<br />
όταν εξετάζει την κατάσταση διατήρησης κάποιου μνημείου Παγκόσμιας<br />
Κληρονομιάς εγγεγραμμένου προ του 1997, για το οποίο δεν<br />
τηρούνται κάποιες από τις συμβατικές υποχρεώσεις ως προς την<br />
προστασία και συντήρησή του, μεταξύ των συστάσεων προς το κράτος-μέλος<br />
της Σύμβασης στη χωρική αρμοδιότητα του οποίου αυτό<br />
βρίσκεται, κάνει και σύσταση για εκπόνηση Σχεδίου Διαχείρισης<br />
του μνημείου.<br />
Ωστόσο, με την ενεργοποίηση του Περιοδικού Ελέγχου, ως<br />
μίας εκ των υποχρεώσεων των κρατών-μελών στη Σύμβαση που<br />
μπήκε σε ισχύ τελευταία, έχει πλέον συγκεκριμενοποιηθεί η ανάγκη<br />
των διαχειριστικών σχεδίων για όλα τα μνημεία, και τα κράτη-μέλη<br />
έχουν προχωρήσει στις διαδικασίες σύνταξης Διαχειριστικών Σχεδίων<br />
για την καλύτερη προστασία των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς.<br />
Ο Περιοδικός αυτός Έλεγχος 9 αφορά στη σφαιρική αποτίμηση<br />
της εφαρμογής της Σύμβασης Παγκόσμιας Κληρονομιάς από το κάθε<br />
κράτος μέλος της Σύμβασης και στον έλεγχο της διατήρησης της οικουμενικής<br />
εξέχουσας αξίας των μνημείων αυτών, την κατάσταση<br />
συντήρησής τους και την καταγραφή πιθανών αλλαγών, πρόκειται<br />
δε για ένα μηχανισμό που στοχεύει στη συνεργασία, ενημέρωση και<br />
ανταλλαγή εμπειριών ανάμεσα στα κράτη-μέλη για την καλύτερη<br />
εφαρμογή της Σύμβασης για την προστασία της Παγκόσμιας Κληρονομιάς.<br />
Τα κράτη μέλη καλούνται να καταθέσουν περιοδικές αναφορές<br />
κάθε έξι έτη. Οι περιοδικές αυτές αναφορές καταγράφουν αφενός<br />
τις νομοθετικές και διοικητικές διατάξεις που έχει υιοθετήσει το<br />
κάθε Κράτος Μέλος, καθώς και άλλες σχετικές δράσεις για την εφαρμογή<br />
της Σύμβασης και την αποκτηθείσα εμπειρία στον τομέα αυτό,<br />
και αφ’ ετέρου την κατάσταση συντήρησης του κάθε Μνημείου Πα -<br />
γκόσμιας Κληρονομιάς χωριστά.<br />
Η μελέτη της δημοσίευσης των αποτελεσμάτων μας δίνει τη<br />
δυνατότητα μίας οικουμενικής αντίληψης, και είναι ένα ισχυρό εργαλείο<br />
ενημέρωσης, για τη διαχείριση προβλημάτων, για περαιτέρω<br />
προβληματισμούς, προτεινόμενες διορθωτικές τακτικές και καλές<br />
9<br />
http://whc.unesco.org/archive/opguide08-en.pdf, Operational Guidelines<br />
2008, V. Periodic Reporting on the Implementation of the World<br />
Heritage Convention. V.A. 199-202, V.B. 202-207, V.C. 208-210, σ.<br />
54-56.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ -<br />
Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ 1972<br />
545<br />
πρακτικές 10 . Η μελέτη της έντυπης και της αναλυτικής ηλεκτρονικής<br />
έκδοσης των πεπραγμένων ανά ήπειρο, μπορεί να μας βοηθήσει<br />
για τον εντοπισμό αξόνων και θεματικών που ενδεχομένως δεν<br />
έχουμε λάβει υπόψη και μπορούν να λειτουργήσουν ως βελτιωτικοί<br />
παράγοντες στη διαχείριση των μνημείων.<br />
Τι μπορεί να προσδώσει ένα Διαχειριστικό Σχέδιο για την καλύτερη<br />
προστασία ενός μνημείου Παγκόσμιας Κληρονομιάς, βυζαντινού<br />
ή άλλου, λαμβάνοντας υπόψη ότι κάθε κράτος έχει κάποια<br />
συγκεκριμένη διαχειριστική πολιτική/πρακτική για τα μνημεία του;<br />
Ένα Σχέδιο Προστασίας και Διαχείρισης Μνημείου Παγκόσμιας<br />
Κληρονομιάς θα πρέπει να εγγυάται ότι η Οικουμενική Εξέχουσα<br />
Αξία, οι συνθήκες της ακεραιότητας / αυθεντικότητας που υπήρχαν<br />
κατά την διάρκεια της εγγραφής, διατηρούνται ή επαυξάνονται στο<br />
διηνεκές. Σε αυτό θα πρέπει να αντανακλάται η ικανοποιητική μακροπρόθεσμη<br />
νομοθετική, ρυθμιστική (καθιερωμένη και / ή παραδοσιακή)<br />
προστασία και διαχείριση που να εξασφαλίζει την προστασία<br />
τους, και πιθανά συμπληρωματικούς νομικούς και / ή<br />
εθιμικούς περιορισμούς για τη χρήση και για αναπτυξιακά θέματα.<br />
Για μία αειφόρο διαχείριση ενός μνημείου είναι αναγκαία η ύπαρξη<br />
κατάλληλου θεσμικού και νομικού πλαισίου, αειφόρου χρηματοδότησης<br />
και ανάπτυξης δυναμικής, σε μία συνεχή ροή παρακολούθησης<br />
και επικαιροποίησης των στοιχείων αυτών. Ένα αποτελεσματικό<br />
σύστημα διαχείρισης εξαρτάται από τον τύπο, τα χαρακτηριστικά<br />
και τις ανάγκες του μνημείου και του πολιτιστικού και φυσικού του<br />
περιβάλλοντος. Τα συστήματα διαχείρισης μπορεί να διαφέρουν<br />
ανάλογα με τις διαφορετικές πολιτιστικές προοπτικές, τα διαθέσιμα<br />
μέσα κ.ά.<br />
Κάθε κύκλος Διαχειριστικού Σχεδίου αποτελείται από στάδια<br />
ανάλυσης, σχεδιασμού, ενεργειών, παρακολούθησης, έχει δε χρονικό<br />
ορίζοντα περίπου πενταετίας. Από τα αποτελέσματα του τελευταίου<br />
σταδίου, προκύπτουν τα στοιχεία που επεξεργάζεται το πρώτο<br />
στάδιο του επόμενου κύκλου. Απαραίτητα στοιχεία για ένα αποτελεσματικό<br />
Σχέδιο Διαχείρισης είναι η πλήρης και από κοινού αντί-<br />
10<br />
http://whc.unesco.org/en/series/11/, World Heritage Papers no 11,<br />
Periodic Report and Regional Programme, Arab States 2000-2003, WHC,<br />
2004· http://whc.unesco.org/en/series/20/, World Heritage Papers no<br />
20, Periodic Report and Action Plan, Europe 2005-2006, WHC, 2007.
546 ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΖΙΓΚΟΥΝΑΚΗ<br />
ληψη του μνημείου από όλους τους εμπλεκόμενους, η συνεπής έκβαση<br />
των σταδίων κάθε κύκλου του (προγραμματισμός, υλοποίηση,<br />
παρακολούθηση, αξιολόγηση και ανάδραση), η σύνδεση εταίρων<br />
/ φορέων και εμπλεκομένων, η κατανομή των αναγκαίων πόρων,<br />
η αειφόρος ανάπτυξη δυναμικών και μία υπεύθυνη και διαφανής<br />
περιγραφή της λειτουργίας του συστήματος διαχείρισης.<br />
Ως προς τη διαχείριση, εκτός από την προσέγγιση σε θέματα<br />
συντήρησης, αναστήλωσης και εν γένει προστασίας του μνημείου<br />
και τον ορισμό χρονικών πλαισίων υλοποίησης του σχεδιασμού<br />
τους, θεματικές που δεν πρέπει να αγνοηθούν κατά την εκπόνηση<br />
ενός Σχεδίου Διαχείρισης είναι η προσπάθεια υποστήριξης των<br />
ντόπιων, η συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας, οι προσαρμοσμένες<br />
νέες χρήσεις κτηρίων, η βελτίωση χρήσεων δημόσιων χώρων και<br />
φυσικού περιβάλλοντος, η διασφάλιση της προστασίας του περιβάλλοντος<br />
και του πολιτιστικού τοπίου, η αναζωογόνηση των τοπικών<br />
παραδόσεων και εθίμων καθώς και των τοπικών προϊόντων,<br />
η εκπαίδευση και ανάπτυξη ανθρώπινου δυναμικού, η μεγαλύτερη<br />
προβολή της Παγκόσμιας Κληρονομιάς και η ενδυνάμωση της ενημέρωσης,<br />
καθώς και η μεγαλύτερη διάχυση σε όλες τις βαθμίδες<br />
εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένων και πανεπιστημιακών μεταπτυχιακών<br />
προγραμμάτων, σε συνεργασία διεθνώς με πανεπιστημιακά<br />
ιδρύματα, κ.ά.<br />
Στο γενικό Σχέδιο Διαχείρισης πρέπει να εμπεριέχεται ένα Σχέδιο<br />
Διαχείρισης Κινδύνων 11 από φυσικές και ανθρωπογενείς καταστροφές,<br />
όπως σεισμούς, φωτιά, πλημμύρες, κλιματική αλλαγή,<br />
ακούσιες και εκούσιες ανθρωπογενείς καταστροφές, εμπρησμοί,<br />
graffiti, κ.ά., καθώς και από πιέσεις ανάπτυξης και κινδύνους περιβαλλοντικής<br />
επιβάρυνσης, όπως ατμοσφαιρικής ρύπανσης, εδαφολογικής<br />
ρύπανσης, ηλεκτρομαγνητικής ρύπανσης, ηχορρύπανσης,<br />
ραδιενεργούς ρύπανσης, ρύπανσης των υδάτων, ρύπανσης<br />
τοπίων/παράνομες κατασκευές, απόβλητα, κ.ά. Το γενικό Σχέδιο<br />
Διαχείρισης, ακόμη, πρέπει να περιλαμβάνει ένα Σχέδιο Διαχείρισης<br />
Τουρισμού / Επισκεψιμότητας. Η επισκεψιμότητα των μνημείων<br />
που εγγράφονται στον Κατάλογο, στατιστικά, αυξάνεται σημαντικά,<br />
11<br />
H. Stovel, Risk Preparedness: A Management Manual for World Cultural<br />
Heritage, Rome 1998 και Cr. Menegazzi (επιμ.), Cultural Heritage Disaster<br />
Preparedness and Response, International Symposium 23-27 Nov 2003, Paris<br />
2004· http://whc.unesco.org/en/news/472/ Olympia’s Workshop on<br />
World Heritage and Disasters 2008, κ.ά.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ -<br />
Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ 1972<br />
547<br />
εφόσον εξασφαλίζεται η κατάλληλη προβολή και η χρήση της διάκρισης<br />
(brand) της Παγκόσμιας Κληρονομιάς για πρόσθεση αξίας<br />
στην ανάπτυξη ποιοτικού, πολιτιστικού, θεματικού, προσκυνηματικού<br />
τουρισμού, παράλληλα με την εκπαίδευση και επικοινωνία<br />
των τοπικών πληθυσμών και των επισκεπτών, ως προς την οικουμενική<br />
εξέχουσα αξία των μνημείων, αλλά και τον μεταξύ τους σεβασμό<br />
με βάση τις αρχές της διαφορετικότητας. Στόχος είναι ο αειφόρος<br />
πολιτιστικός τουρισμός, που θα λειτουργεί προς όφελος της<br />
συντήρησης, διατήρησης και προβολής των μνημείων.<br />
Η προσέγγιση της θεματικής της επισκεψιμότητας μέσα από<br />
μία σφαιρική διεθνή οπτική, με καθορισμό μίας στρατηγικής αειφόρου<br />
τουριστικής ανάπτυξης που θα αποφέρει ποιοτικά και ποσοτικά<br />
οφέλη και θα ελαχιστοποιήσει τους κίνδυνους αλλοίωσης<br />
της οικουμενικής εξέχουσας αξίας των μνημείων, με τη δημιουργία<br />
Δικτύου Προορισμών σε μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς και<br />
τη σύνδεση του τουρισμού με τη συντήρηση των μνημείων, με τον<br />
συντονισμό και τη συνέργεια της τουριστικής βιομηχανίας με τους<br />
εμπλεκόμενους φορείς και τους υπεύθυνους διαχείρισης των μνημείων,<br />
μπορεί να λειτουργήσει ως ουσιαστικός πόλος ποιοτικού<br />
τουρισμού και οικονομικής ανάπτυξης (Πίν. 4). Εφόσον όμως δεν<br />
γίνεται κατάλληλος προγραμματισμός, δεν έχει προηγηθεί στατιστική<br />
ανάλυση και μελέτη του βεληνεκούς της τουριστικής δυναμικής<br />
του κάθε μνημείου, δεν έχει διαμορφωθεί τουριστική στρατηγική<br />
μέσα από τους προαναφερθέντες άξονες, δεν έχουν<br />
προβλεφθεί οι κατάλληλες υποδομές, δεν έχουν ληφθεί υπόψη<br />
καλές και κακές πρακτικές, τότε η τουριστική αύξηση μπορεί να<br />
αποβεί εις βάρος αντί προς όφελος των μνημείων, αλλά και των<br />
κατοίκων της ευρύτερης περιοχής, μέσα από αλλαγές παραγωγικών<br />
και κοινωνικών μοντέλων. Σεμινάρια και δημοσιεύσεις 12 του Κέ -<br />
ντρου και των Συμβουλευτικών Οργάνων βοηθούν προς τους άξονες<br />
που θα εδραιώσουν μία επιτυχή πολιτιστική τουριστική στρατηγική,<br />
με θεσμικά αντίβαρα που να μετατρέπουν την ανεξέλεγκτη<br />
μαζική τουριστική προσέλευση και τον αντίκτυπό της στα μνημεία<br />
και τους ανθρώπους, σε αειφόρο τουριστική ανάπτυξη, ώστε η ανθρώπινη<br />
αξιοπρέπεια και οι ηθικές αξίες της ανθρώπινης αλλη-<br />
12<br />
Tourism at world heritage cultural sites: the site manager’s hand book, Paris:<br />
International Scientific Committee on Cultural Tourism 1993 και A.<br />
Pedersen, Managing Tourism at World Heritage Sites: a Practical Manual for<br />
World Heritage Site Managers, World Heritage Μanuals 1, Paris 2002 κ.α.
548 ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΖΙΓΚΟΥΝΑΚΗ<br />
λεγγύης να είναι οι άυλες διαστάσεις σύνδεσης μνημείου, τοπικού<br />
πληθυσμού και επισκεπτών.<br />
Ως προς τα θρησκευτικά μνημεία, η τουριστική προβολή τους<br />
οφείλει να απευθύνεται και σε επισκέπτες από διαφορετικά πολιτιστικά,<br />
εθνικά και θρησκευτικά υπόβαθρα, με προσέγγιση που να<br />
δημιουργεί παράλληλα πλαίσιο ενθάρρυνσης ενός πνεύματος κατανόησης<br />
και αποδοχής της διαφορετικότητας και εμβάθυνσης σε θέματα<br />
που αφορούν στη θρησκεία και τον πολιτισμό άλλων λαών.<br />
Ακόμη σημαντική είναι η παράλληλη ενίσχυση και προβολή των<br />
ισχυρών άυλων σχέσεων μεταξύ των θρησκευτικών μνημείων και<br />
των τοπικών πληθυσμών, που καταδεικνύουν την ουσιαστική πολιτιστική<br />
συνέχεια. Τέλος σημαντικό είναι, εφόσον η επισκεψιμότητα<br />
αφορά σε ενεργό λατρευτικά μνημείο, να διασφαλίζεται παράλληλα<br />
η απρόσκοπτη λειτουργία του από τους θρησκευτικούς χρήστες του 13 .<br />
Ελεγχόμενη επισκεψιμότητα εφαρμόζεται στο Άγιο Όρος, για<br />
την είσοδο στην περιοχή. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα<br />
ελεγχόμενης επισκεψιμότητας που εφαρμόζεται στον τοιχογραφημένο<br />
ναό Cappella degli Scrovegni στην Πάντοβα της Ιταλίας, όπου<br />
η εκάστοτε ώρα προσέλευσης αναγράφεται στο εισιτήριο, και προηγείται<br />
της εισόδου στον ναό εικονική ξενάγηση με βιντεοπαρουσίαση,<br />
ώστε με την είσοδο στον ναό ο επισκέπτης να αφοσιώνεται<br />
κατανυκτικά στο μνημείο, στο περιορισμένο χρονικό διάστημα που<br />
προβλέπεται για την παραμονή του στο χώρο, ενώ γίνεται συνεχής<br />
έλεγχος του μικροκλίματος, ώστε η επισκεψιμότητα να μην επιβαρύνει<br />
την κατάσταση διατήρησης των μοναδικών τοιχογραφιών του<br />
Giotto (1306 μ.Χ.). Πρόκειται για μία άριστη πρακτική, για την<br />
προστασία του μνημείου, που παράλληλα δίνει σαφή παιδαγωγικά<br />
μηνύματα στους επισκέπτες.<br />
Η μελέτη των πεπραγμένων της άσκησης των Περιοδικών<br />
Ελέγχων και γενικότερα η μελέτη των διαδικασιών και του πλαισίου<br />
προστασίας και ανάδειξης των μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς,<br />
προσφέρει σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά κυρίως, στο επίπεδο της<br />
πρακτικής διαμόρφωσης προγραμματικής ποιοτικής παρέμβασης<br />
13<br />
J.-M. Mallarach, Th. Papayannis (επιμ.), Protected Areas and Spirituality,<br />
Proceedings of the First Workshop of the Delos Initiative-Montserrat 2006,<br />
Gland, Montserrat 2007 και Th. Papayannis, J.-M. Mallarach (επιμ.),<br />
The Sacred Dimension of Protected Areas, Proceedings of the Second<br />
Workshop of the Delos Initiative-Ouranoupolis 2007, Gland, Athens 2009.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ -<br />
Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ 1972<br />
549<br />
Πίν. 4.<br />
Στοιχεία επισκεψιμότητας σε βυζαντινά μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς από στατιστική<br />
αποτίμηση του περιοδικού ελέγχου 2004-2006.<br />
Πίν. 5.<br />
Στατιστικά στοιχεία<br />
για τη συντήρηση, την προβολή,<br />
την τεκμηρίωση, την εκπαίδευση,<br />
τη διαχείριση και τη διαχείριση<br />
επισκεπτών κατά τον περιοδικό έλεγχο<br />
2004-2006.
550 ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΖΙΓΚΟΥΝΑΚΗ<br />
από τους διαχειριστές των μνημείων, για αειφόρα αποτελέσματα.<br />
Από τα 16 μνημεία που σκιαγραφούν το βυζαντινό πολιτισμό,<br />
τα οποία είχαν συμπεριληφθεί στον πρώτο περιοδικό έλεγχο το<br />
2004-2006 (εγγεγραμμένα στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς<br />
μετά το 1998) προέκυψε ότι:<br />
Ως προς την οριοθέτηση των μνημείων, δηλώθηκε από τους<br />
κρατικούς φορείς ότι:<br />
Δεκατρία (13) είχαν σωστή οριοθέτηση, ένα (1) δεν είχε σωστή<br />
οριοθέτηση, ένα (1) έπρεπε να επανεξεταστεί και ένα (1) είχε ανεπαρκή<br />
οριοθέτηση.<br />
Ως προς τις ζώνες προστασίας δηλώθηκε από τους κρατικούς<br />
φορείς ότι:<br />
Οκτώ (8) δεν είχαν επαρκή ζώνη προστασίας, σε μία περίπτωση<br />
(1) ήταν μερικώς επαρκής και τρία (3) δεν είχαν ζώνη προστασίας,<br />
ωστόσο δηλωνόταν ότι δεν υπήρχε τέτοια ανάγκη. Οι ζώνες προστασίας<br />
σε δύο (2) μνημεία, θεωρούσαν ότι χρειάζονταν επανεξέταση<br />
και σε δύο (2) μνημεία ότι χρειάζονταν περαιτέρω έρευνα και<br />
προετοιμασία για τον ορισμό της αναγκαίας ζώνης προστασίας<br />
Σχετικά με τα Διαχειριστικά Σχέδια δηλώθηκε από τους κρατικούς<br />
φορείς ότι: Δεκατρία (13) δεν είχαν Διαχειριστικό Σχέδιο,<br />
ενώ για επτά (7) από αυτά δηλώθηκε ότι έχουν Διαχειριστικό Σύστημα<br />
το οποίο είναι επαρκές, για ένα (1) δε μνημείο δηλώθηκε<br />
ότι οι αρχές της χώρας προτίθενται να ετοιμάσουν σχέδιο διαχείρισης.<br />
Σε μία περίπτωση αναφέρεται ότι το αρχικό Διαχειριστικό<br />
Σχέδιο δεν ισχύει πλέον και έχει ετοιμαστεί νέο, ενώ σε άλλη μία<br />
περίπτωση ότι θα ξεκινούσε η προετοιμασία του το 2006. Μόνο<br />
δύο (2) μνημεία είχαν Διαχειριστικό Σχέδιο σε ισχύ από το 2003<br />
και 2005 αντίστοιχα. Το ένα εξ αυτών βρίσκεται σε χώρα που πρωτοπορεί<br />
ως προς την προσέγγιση της Σύμβασης σε επίπεδο συμμετοχής<br />
και εγγραφών μνημείων στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς,<br />
σε διοικητικό και νομοθετικό επίπεδο και το άλλο ήταν<br />
μνημείο που βρισκόταν στον κατάλογο μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς<br />
σε κίνδυνο και ετοιμάστηκε Σχέδιο Διαχείρισης κατόπιν<br />
σύστασης της Επιτροπής, υπό την καθοδήγηση του Κέντρου Παγκόσμιας<br />
Κληρονομιάς, των Συμβουλευτικών Οργάνων της Σύμβασης<br />
και τη βοήθεια από ΜΚΟ. Και στις δύο περιπτώσεις δηλώθηκε ότι<br />
το Διαχειριστικό Σχέδιο είναι πολύ αποτελεσματικό.<br />
Δεν είναι τυχαίο ότι στα στοιχεία που παρουσιάστηκαν παραπάνω<br />
και στον στατιστικό πίνακα 5, παρατηρείται σχετική ανομοι-
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ -<br />
Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ 1972<br />
551<br />
ογένεια ως προς τα επίπεδα επιτυχίας στους τομείς που εξετάζονται<br />
(τη συντήρηση, την προβολή, την τεκμηρίωση, την εκπαίδευση, τη<br />
διαχείριση και τη διαχείριση επισκεπτών), δεδομένου ότι μόνο<br />
μέσα από ένα ουσιαστικό Σχέδιο Διαχείρισης, που προβλέπει για<br />
όλους τους τομείς και εμπλέκει συγχρόνως όλους τους φορείς και<br />
τους χρήστες ενός μνημείου σε συνέργεια, μπορεί να επιτύχουμε<br />
αρμονικό αποτέλεσμα, που θα εκλαμβάνεται ικανοποιητικό από<br />
όλους τους εμπλεκομένους για όλες τις θεματικές και θα λειτουργεί<br />
αειφόρα για την προστασία του μνημείου.<br />
Μέσα από τους προβληματισμούς που αναπτύχθηκαν κατά τον<br />
Περιοδικό Έλεγχο, στο πλαίσιο του Διεθνούς Έτους για την προσέγγιση<br />
των Πολιτισμών κατά το 2010, ανακοινώθηκε από τη<br />
Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών διεθνές σεμινάριο σχετικά<br />
με τον ρόλο των θρησκευτικών κοινοτήτων στη διαχείριση των<br />
μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς, το οποίο ακολούθως πραγματοποιήθηκε<br />
στο Κίεβο (Ουκρανία) από 2 ως 5 Νοεμβρίου 2010,<br />
υπό την αιγίδα του Προέδρου της Ουκρανίας και της UNESCO<br />
(Πίν. 6), στο οποίο συμμετείχα ως εθνική συντονίστρια του Υπουργείου<br />
Πολιτισμού για την UNESCO.<br />
Για πρώτη φορά στην ιστορία της Σύμβασης Παγκόσμιας Κληρονομιάς,<br />
το θέμα σχετικά με την προστασία της θρησκευτικής και<br />
ιερής κληρονομιάς συζητήθηκε σε διεθνές επίπεδο με ενεργή συμμετοχή<br />
θρησκευτικών αρχών. Ο κύριος στόχος της πρώτης αυτής<br />
μεγάλης διεθνούς συνάντησης ήταν να διερευνήσει τρόπους και<br />
διαχειριστικά εργαλεία που θα λαμβάνουν υπόψη τον καθοριστικό<br />
παράγοντα για τη διατήρηση των μνημείων, που είναι η ιδιαίτερη<br />
πνευματική φύση τους, μέσα από διαβουλεύσεις, ουσιαστικό διάλογο<br />
και συνεργασία όλων των ενδιαφερομένων μερών, με κοινό<br />
πάντα στόχο την προστασία των θρησκευτικών μνημείων Παγκόσμιας<br />
Κληρονομιάς και της άυλης διάστασής τους, και ταυτόχρονα<br />
ότι ο εκσυγχρονισμός και η ανάπτυξη της κοινωνίας οφείλει να<br />
ενισχύει την ταυτότητα και την κοινωνική συνοχή με τρόπο πολιτιστικά<br />
και ιστορικά ευαίσθητο για τη διατήρηση της ιερής κληρονομιάς<br />
σε στενή συνεργασία των εθνικών αρχών, των θρησκευτικών<br />
κοινοτήτων (πιστών, αυτοχθόνων και παραδοσιακών πληθυσμών<br />
κ.ά.), ειδικών εμπειρογνωμόνων, διαχειριστών των μνημείων και<br />
άλλων ενδιαφερομένων εταίρων. Οι συμμετέχοντες στο Διεθνές Σεμινάριο<br />
14 ενέκριναν ομόφωνα την ακόλουθη δήλωση του Κιέβου
552 ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΖΙΓΚΟΥΝΑΚΗ<br />
Πίν. 6.<br />
Διεθνές σεμινάριο<br />
σχετικά με τον ρόλο<br />
των θρησκευτικών κοινοτήτων<br />
στη διαχείριση των μνημείων<br />
Παγκόσμιας Κληρονομιάς.<br />
Κίεβο, Ουκρανία,<br />
2-5 Νοεμβρίου 2010.<br />
σχετικά με την προστασία των θρησκευτικών μνημείων, στο πλαίσιο<br />
της σύμβασης της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, το πρώτο<br />
και μοναδικό έγγραφο γενικών συστάσεων σχετικά με το συγκεκριμένο<br />
θέμα:<br />
1. Ο κύριος στόχος του Σεμιναρίου του Κιέβου 2010, σχετικά<br />
με τον ρόλο των θρησκευτικών κοινοτήτων στη διαχείριση των<br />
μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς, ήταν να διερευνήσει τρόπους<br />
δημιουργίας διαλόγου μεταξύ όλων των ενδιαφερομένων μερών<br />
και πιθανούς τρόπους ενθάρρυνσης και προώθησης της αμοιβαίας<br />
κατανόησης και συνεργασίας μεταξύ τους για την προστασία των<br />
θρησκευτικών μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς.<br />
2. Στα ενδιαφερόμενα μέρη θα πρέπει να περιλαμβάνονται οι<br />
θρησκευτικές κοινότητες, οι οποίες μπορεί να αφορούν στους πιστούς,<br />
παραδοσιακούς και αυτόχθονες πληθυσμούς, καθώς και τις<br />
αρχές του κράτους, επαγγελματίες και εμπειρογνώμονες στους σχετικούς<br />
τομείς, ιδιοκτήτες ακινήτων στους χώρους, φορείς χρηματοδότησης<br />
και άλλους ενδιαφερόμενους εταίρους.<br />
14<br />
«Kyiv Statement on the Protection of Religious Properties within the<br />
Framework of the World Heritage Convention», Kiev, Ukraine, 5 November<br />
2010. http://whc.unesco.org/en/religious-sacred-heritage/
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ -<br />
Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ 1972<br />
553<br />
3. Οι συμμετέχοντες στο σεμινάριο χαιρέτισαν το Διεθνές Έτος<br />
για την προσέγγιση μεταξύ πολιτισμών, που ανακοινώθηκε από τη<br />
Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, ως ένα πολύτιμο εργαλείο<br />
για την αμοιβαία ανταλλαγή εμπειριών και τον διάλογο μεταξύ των<br />
πολιτισμών, με στόχο να προασπίσει το σεβασμό για τις πεποιθήσεις<br />
του καθενός.<br />
4. Περαιτέρω αναγνώρισαν το ρόλο που διαδραματίζουν οι θρησκευτικές<br />
κοινότητες στη δημιουργία, τη συντήρηση και τη συνεχή<br />
διαμόρφωση των ιερών τόπων, καθώς και τον ρόλο που διαδραματίζουν<br />
στην επιμέλεια κα φροντίδα τους ως ζώσα κληρονομιά.<br />
5. Επιβεβαίωσαν τον ζωτικό ρόλο των θρησκευτικών κοινοτήτων<br />
στη μετάδοση, έκφραση και διατήρηση πνευματικής ταυτότητας,<br />
νοήματος και σκοπού στη ζωή του ανθρώπου, θεωρώντας ότι αυτά<br />
προσφέρουν σημαντικές ευκαιρίες σε ένα ταχέως εξελισσόμενο και<br />
παγκοσμιοποιημένο κόσμο, καθώς και ότι αντιμετωπίζουν σοβαρές<br />
προκλήσεις.<br />
6. Τόνισαν ότι η πολιτιστικά και περιβαλλοντικά βιώσιμη διαχείριση<br />
αυτής της κληρονομιάς θα πρέπει να είναι ευθύνη όλων<br />
των ενδιαφερομένων, καθώς και ότι η αμοιβαία αποδοχή και ο σεβασμός<br />
θα φέρει διαφορετικές και συμπληρωματικές προοπτικές<br />
για κοινές πολιτιστικές και πνευματικές αξίες.<br />
7. Υπενθύμισαν ότι η προστασία της θρησκευτικής κληρονομιάς<br />
αποτελεί μία ιδιαίτερη πρόκληση και ευκαιρία που θα πρέπει να κατευθυνθεί<br />
στην αποτελεσματική εφαρμογή της Σύμβασης Παγκόσμιας<br />
Κληρονομιάς, και σημείωσαν ότι οι ενεργοί θρησκευτικοί τόποι συχνά<br />
έχουν εγγραφεί στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNE-<br />
SCO, ειδικά για τη θρησκευτική και πνευματική τους σημασία, ενώ<br />
σε άλλες περιπτώσεις, θρησκευτικά μνημεία και ιεροί τόποι μπορούν<br />
να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος μεγαλύτερων συγκροτημάτων,<br />
όπως είναι οι ιστορικές πόλεις, τα πολιτιστικά τοπία και οι φυσικές<br />
τοποθεσίες. Η σημασία των τόπων αυτών και των ενδιαφερόντων<br />
των συνδεδεμένων θρησκευτικών κοινοτήτων θα πρέπει να είναι δεόντως<br />
αναγνωρισμένη μέσα από βιώσιμες διαδικασίες διαχείρισης.<br />
8. Τόνισαν ότι η συνεχιζόμενη φύση της θρησκευτικής κληρονομιάς<br />
καλεί για διάλογο και αμοιβαία κατανόηση μεταξύ των θρησκευτικών<br />
κοινοτήτων και όλων των άλλων ενδιαφερομένων οι<br />
οποίοι πρέπει να εργαστούν από κοινού για να διατηρήσουν τη σημασία<br />
των πολιτιστικών, μικτών και φυσικών μνημείων κληρονομιάς<br />
που συνδέονται με την ιερότητα.
554 ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΖΙΓΚΟΥΝΑΚΗ<br />
9. Θεώρησαν ιδιαίτερα επίκαιρο τον καθορισμό μίας ολοκληρωμένης<br />
στρατηγικής για την ανάπτυξη του θεματικού προγράμματος<br />
Παγκόσμιας Κληρονομιάς σχετικά με τη θρησκευτική κληρονομιά,<br />
σε συνεργασία και στενή σύμπλευση όλων των ενδιαφερομένων<br />
μερών, καθώς και ότι το πρόγραμμα αυτό θα πρέπει να εκπονήσει<br />
ένα σχέδιο δράσης για την προστασία της θρησκευτικής κληρονομιάς<br />
σε όλο τον κόσμο, με στόχο την ενίσχυση του ρόλου των κοινοτήτων<br />
και την αποφυγή παρεξηγήσεων, εντάσεων, ή στερεότυπων.<br />
10. Αναγνώρισαν την ανάγκη να αυξηθεί η ευαισθητοποίηση<br />
όλων των εμπλεκόμενων φορέων σχετικά με τη σημασία της διαχείρισης<br />
των θρησκευτικών τόπων, προκειμένου να καταστεί δυνατή<br />
η αμοιβαία κατανόηση και αποδοχή της σημασίας της Παγκόσμιας<br />
Κληρονομιάς και η ιδιαιτερότητα του κάθε τόπου κληρονομιάς, καθώς<br />
και συναφείς πνευματικές και θρησκευτικές του αξίες.<br />
11. Για την προώθηση του θέματος και λαμβάνοντας υπόψη το<br />
ψήφισμα 17 GA 9 των κρατών μερών της Σύμβασης Παγκόσμιας<br />
Κληρονομιάς, κάλεσαν για τη δημιουργία ολοκληρωμένων και διαδραστικών<br />
προγραμμάτων κατάρτισης στη διαχείριση των θρησκευτικών<br />
τόπων, σε συνεργασία με τα συμβουλευτικά όργανα ICCROM,<br />
ICOMOS και την IUCN, με στόχο να βοηθήσουν τους εκπροσώπους<br />
των θρησκευτικών κοινοτήτων να ενισχύουν και να μοιράζονται<br />
τις διαχειριστικές ικανότητές τους.<br />
12. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η διαφύλαξη της θρησκευτικής<br />
κληρονομιάς, εξέχουσας οικουμενικής αξίας για τις μελλοντικές<br />
γενεές, απαιτεί νέες μορφές δράσης, και ότι το σεμινάριο του Κίεβου<br />
διαμόρφωσε το ξεκίνημα μίας νέας εν εξελίξει διαδικασίας, καθώς<br />
και μία ευκαιρία για τη δημιουργία πλατφόρμας για διάλογο και<br />
κοινή γνώση μεταξύ όλων των κοινοτήτων που συμμετέχουν για τη<br />
διατήρηση της κοινής μας κληρονομιάς.<br />
Η Επιτροπή Παγκόσμιας Κληρονομιάς κατά την 35η σύνοδό<br />
της το 2011 15 έλαβε γνώση των συστάσεων του Διεθνούς Σεμιναρίου<br />
σχετικά με τον ρόλο των θρησκευτικών κοινοτήτων στη διαχείριση<br />
των θρησκευτικών μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς και ζήτησε<br />
από το Κέντρο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, σε συνεργασία με τα συμβουλευτικά<br />
όργανα της Σύμβασης, να επεξεργαστεί μία θεματική<br />
μελέτη που θα προτείνει στα κράτη μέρη της Σύμβασης γενική καθοδήγηση<br />
σχετικά με τη διαχείριση της πολιτιστικής και φυσικής<br />
15<br />
http://whc.unesco.org/en/decisions/4373/, παράγραφος 7, της απόφασης<br />
35 COM 5Α.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ -<br />
Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ 1972<br />
555<br />
κληρονομιάς θρησκευτικού ενδιαφέροντος, λαμβάνοντας υπόψη τις<br />
εθνικές ιδιαιτερότητες, ενώ κάλεσε τα συμβαλλόμενα κράτη μέρη<br />
της Σύμβασης να παρέχουν εθελοντικές εισφορές για το σκοπό<br />
αυτό. Στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας για την κληρονομιά θρησκευτικού<br />
ενδιαφέροντος, έκτοτε, έχουν γίνει διάφορες θεματικές συναντήσεις<br />
16 , μεταξύ των οποίων το διεπιστημονικό εργαστήριο για<br />
το στρατηγικό σχέδιο για τη συντήρηση και διαχείριση της πολιτιστικής<br />
και φυσικής κληρονομιάς του Όρους Άθως κατά το 2013,<br />
θεσμική υποχρέωση κατόπιν σύστασης της Επιτροπής Παγκόσμιας<br />
Κληρονομιάς, συνάντηση για τη θρησκευτική κληρονομιά και τον<br />
τουρισμό το 2014, το πρώτο Διεθνές Συνέδριο για τον τουρισμό<br />
και το προσκύνημα το 2014, κ.ά.<br />
Κλείνοντας θα ήθελα να επανασυνδέσω το θέμα της παρουσίασης<br />
αυτής με τον Μανόλη Μπορμπουδάκη, στη μνήμη του οποίου<br />
είναι αφιερωμένος ο τόμος αυτός. Το παλίμψηστο της Γόρτυνας,<br />
συμπεριλαμβανομένης της πρωτοβυζαντινής βασιλικής στη Μητρόπολη<br />
Γόρτυνας που ανασκάφηκε από ελληνο-ιταλική αποστολή υπό<br />
τη διεύθυνση του τιμώμενου στο παρόν βιβλίο και του καθηγητή,<br />
επίσης εκλιπόντα, Antonino Di Vita –στην οποία συμμετείχα και<br />
μου εμπιστεύτηκαν τη μελέτη της στρωματογραφίας–, διαθέτει την<br />
αδιαμφισβήτητη δυναμική για την συμπερίληψή του στον ελληνικό<br />
ενδεικτικό κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς, μετά την<br />
κατάθεση σχετικού φακέλου υποψηφιότητας για εγγραφή στον Κατάλογο<br />
Παγκόσμιας Κληρονομιάς, εμπλουτίζοντάς τον ως προς την<br />
εκπροσώπηση από μνημεία βυζαντινού πολιτισμού στη χώρα μας.<br />
16<br />
http://whc.unesco.org/en/religious-sacred-heritage/
O Μελισμός (14ος αι.).<br />
Ναός Αγίου Γεωργίου στη Λούτρα,<br />
Μάλλες.
Την πρωτοβουλία και τη σύλληψη για έναν τόμο με μελέτες<br />
στη Μνήμη του Μανόλη Μπορμπουδάκη, καθώς και τη<br />
βασική συλλογή της ομάδας των κειμένων, ενεργοποίησε<br />
και ορ γάνωσε ο Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων Μιχάλης<br />
Γ. Ανδριανάκης. Σημαντική επίσης υπήρξε η υποστήριξη<br />
από τις Εφορείες Αρχαιοτήτων της Κρήτης, τους κατά καιρούς<br />
προϊσταμένους και τους αρχαιολόγους τους, καθώς<br />
και την αρχαιολόγο κ. Μαρία Μπορμπουδάκη, στα διάφο -<br />
ρα στάδια μέχρι την ολοκλήρωσή του. Ο Σεβ. Μητροπολίτης<br />
Ιεραπύτνης και Σητείας κ.κ. Ευγένιος και το Κοινωφελές<br />
Ίδρυμα της Μητροπόλεως «Παναγία Ακρωτηριανή» αγκάλιασαν<br />
από την πρώτη στιγμή την έκδοσή του και έκαναν<br />
δυνατή την υλοποίησή της. Τέλος, ευχαριστούμε θερμά<br />
τον Πρω τοσύγκελλο της Μητροπόλεως Αρχιμ. Κύριλλο<br />
Διαμαντάκη για την άψογη συνεργασία, τις Γραφικές Τέχ νες<br />
ΤΥΠΟΚΡΕΤΑ Γ. Καζανάκης για την ανάληψη του βάρους<br />
της εκτύπωσης, τον κ. Νίκο Ντρετάκη για τη σχε δία ση του<br />
εξωφύλλου και την κ. Ελευθερία Μαυρογιάννη για την<br />
υπο μονή, τη γνώση και το μεράκι με τα οποία πλαισίω σε<br />
το τυπογραφικό στήσιμο του τόμου.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «MAΡΓΑΡΙΤΑΙ. ΜΕΛΕΤΕΣ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΜΑ-<br />
ΝΟΛΗ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗ» ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ, ΤΥΠΩΘΗΚΕ<br />
ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΗΘΗΚΕ ΣΕ 1.000 ΑΝΤΙΤΥΠΑ ΤΟ ΣΕ-<br />
ΠΤΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2016 ΣΤΙΣ ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ<br />
«ΤΥΠΟΚΡΕΤΑ» Γ. ΚΑΖΑΝΑΚΗΣ Δ/ΧΟΙ<br />
ΑΒΕ ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ<br />
ΩΣ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙ-<br />
ΝΩΦΕΛΟΥΣ ΙΔΡΥ-<br />
Μ Α Τ Ο Σ<br />
«ΠΑ-<br />
Ν Α Γ Ι Α<br />
Η Α Κ Ρ Ω Τ Η -<br />
ΡΙΑΝΗ» ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ<br />
Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ε Ω Σ<br />
ΙΕΡΑΠΥΤΝΗΣ ΚΑΙ ΣΗΤΕΙΑΣ
ISBN: 978-960-86769-6-1