10.07.2015 Views

5.55 MB

5.55 MB

5.55 MB

SHOW MORE
SHOW LESS

You also want an ePaper? Increase the reach of your titles

YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ΟΙΚΟΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ:ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΧΗΜΙΚΩΝ ΡΥΠΩΝ ΣΤΟΥΣ ΖΩΝΤΑΝΟΥΣΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΤΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ10.1. Εισαγωγή: ΟικοτοξικολογίαΤις τελευταίες δεκαετίες υπάρχει σοβαρόενδιαφέρον για τις επικίνδυνες χημικές ουσίεςκαι την επίδρασή τους στο περιβάλλον. Ηχημική βιομηχανία αποτελεί σημαντικό κλάδοτης βιομηχανίας και η παραγωγή χημικώνπροϊόντων έχει σημειώσει αλματώδη αύξηση.Υπολογίζεται ότι πάνω από 100.000 χημικέςουσίες και παρασκευάσματα (προϊόντα πετρελαίου, πλαστικά, λιπάσματα,φυτοφάρμακα, φάρμακα, κλπ) κυκλοφορούν στο εμπόριο και κάθε χρόνοπροστίθενται περίπου 500-1.000 νέες χημικές ουσίες και παρασκευάσματα. Απότην πληθώρα των χημικών αυτών ουσιών, οι 7.000, περίπου, παράγονται σεσημαντικές ποσότητες.Μεγάλες ποσότητες χημικών ουσιών, κατά την παρασκευή, την χρήσηκαι την απόρριψη τους ρυπαίνουν το φυσικό περιβάλλον. Σήμερα είναι γνωστόότι η χημική ρύπανση αποτελεί σημαντικό παράγοντα περιβαλλοντικήςυποβάθμισης και κινδύνου για την υγεία του ανθρώπου. Ωστόσο, διεθνείς καιεθνικές υπηρεσίες, ερευνητικά ινστιτούτα και άλλοι φορείς έχουν ξεκινήσει εδώκαι πολλά χρόνια προγράμματα περιορισμού της χημικής ρύπανσης και μεκανονιστικές/νομοθετικές διατάξεις προσπαθούν να θέσουν όρια στις εκπομπέςτοξικών ουσιών, και να συντονίσουν την απαγόρευση επικίνδυνων χημικώνουσιών για το περιβάλλον και τον άνθρωπο.Για να πραγματοποιηθούν οι ρυθμίσεις περιορισμών ή/καιαπαγορεύσεων απαιτούνται μελέτες και επιστημονική γνώση της συμπεριφοράςτων χημικών ρύπων στο φυσικό περιβάλλον (αέρας, νερό, έδαφος, πανίδα,χλωρίδα, άνθρωπος). Οι μελέτες των περιβαλλοντικών επιπτώσεων εμπεριέχουν189


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10πολλούς παράγοντες και οι αλληλεξαρτήσεις μεταξύ των ειδών σταοικοσυστήματα καθιστούν είναι αρκετά πολύπλοκες. Οι τοξικολογικές ή άλλεςμελέτες που ερευνούσαν την επίδραση μεμονωμένων χημικών ρύπων στηνπανίδα και την χλωρίδα δεν επαρκούν τώρα. Συνήθως, οι ρύποι είναι σύνθεταμίγματα και η διάχυση, μεταβολισμός, βιοσυσσώρευση και τελικά οι επιδράσειςείναι αρκετά δύσκολο να διερευνηθούν. Έτσι τα τελευταία χρόνια έγινεαπαραίτητος ο συνδυασμός τοξικολογικών και οικολογικών μελετών για τηνμελέτη και αξιολόγηση των επιδράσεων των χημικών ρύπων στο φυσικόπεριβάλλον και τα οικοσυστήματα.Ο όρος οικοτοξικολογία εμφανίσθηκε το 1969 ως μία φυσική επέκτασηαπό την τοξικολογία, της επιστήμης που μελετά τις επιδράσεις τοξικών ουσιώνσε μεμονωμένους οργανισμούς, στις οικολογικές επιδράσεις των ουσιών πουρυπαίνουν το φυσικό περιβάλλον. 1 Οι τοξικολογικές μελέτες γίνονται σεαπομονωμένους οργανισμούς στο εργαστήριο (π.χ. για να βρεθεί η LD 50, lethaldose, για το 50% των πειραματόζωων). Οι οικοτοξικολογικές έρευνεςαποβλέπουν στην διερεύνηση τωνεπιδράσεων χημικών ρύπων πάνω σεκοινότητες ζωντανών οργανισμών πουαναπτύσσονται μέσα σε φυσικάοικοσυστήματα. Στις περισσότερεςπεριπτώσεις οι συγκεντρώσεις τωντοξικών χημικών ουσιών μπορεί να μην προκαλούν τον θάνατο ζωντανώνοργανισμών, αλλά οι οικολογικές τους επιδράσεις να είναι αρκετά σημαντικέςγια την υγεία των οικοσυστημάτων. 2Οι πρώτες μελέτες οικολογικών επιπτώσεων από χημικές ουσίεςαφορούσε τα αγροτικά φυτοφάρμακα, ιδιαίτερα για την δράση τους στηναγριοπανίδα και αγριοχλωρίδα (wildlife). Το βιβλίο της Rachel Carson είναιιστορικής σημασίας μελέτη για την αφύπνιση των επιστημόνων στις επιδράσειςχημικών ουσιών στα οικολογικά συστήματα. 3Άλλες μελέτες εμφανίσθηκαναργότερα. 4190


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10Οι χημικές ουσίες όταν απελευθερωθούν στο φυσικό περιβάλλονυπόκεινται σε διασπορά στην ατμόσφαιρα, τα υδάτινα συστήματα, το έδαφοςκαι στα ιζήματα ανάλογα με τις φυσικοχημικές τους ιδιότητες. Οι σχέσεις τηςτροφικής αλυσίδας, οι ροές ενέργειας και άλλοι παράγοντες μπορούν ναμεταβληθούν. Μια απλή σχηματική εικόνα των σταδίων διασκορπισμού καιτων οικολογικών επιπτώσεων δίνεται στο Σχήμα 10.1.ΠηγήΧημικές ενώσεις (χημικοί ρύποι)(φυσικοχημικές ιδιότητες)ΚατανομήΜεταφοράΜετασχηματισμόςΒιοχημικέςδίοδοι και ροέςΈδαφοςιζήματαΑέραςΥδάτινασυστήματαΈκθεσηκαιπρόσληψηΣυγκεντρώσειςστο περιβάλλονΟργανισμοίΦυσιολογικές ιδιότητεςτων ρύπωνΒιοχημικές ιδιότητεςτων ρύπωνΟργανισμοίΘανατηφόρες & μηθανατηφόρες συνθήκεςΠληθυσμόςΚοινότηταΟικοσύστημαΒιομετασχηματισμοίΒιομεγένθυνσηΤροφική αλυσίδαΔομή τροποποιημένηςκοινωνίας και λειτουργίας τηςΕτερογένεια ειδών, αλλαγές στιςσχέσεις αρπακτικού-θηράματοςΤροποποιημένοιΠληθυσμοί:Χαρακτηριστικά καιδυναμικές σχέσειςΑναπαραγωγήΜετανάστευσηΑνανέωσηΘνησιμότηταΑλλαγές στη λειτουργία του οικοσυστήματος(αναλογία αναπνοής προς φωτοσύνθεση,ρυθμοί κυκλικής κίνησης θρεπτικών ουσιών,πρότυπα ροής θρεπτικών ουσιών)Σχήμα 10.1. Επίδραση χημικών ρύπων στα φυσικά οικοσυστήματα.191


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10σε σταθερή θερμοκρασία είναι άμεσα ανάλογη της πίεσης του αερίου). Ο νόμοςισχύει όταν δεν υπάρχει χημική αντίδραση μεταξύ του αερίου και του υγρού),ii) ο συντελεστής κατανομής (partition) σε σύστημα οκτανόλης-νερού. Οιιδιότητες όμως των χημικών ουσιών δεν μπορούν άμεσα να εξηγήσουν τηνσυμπεριφορά τους στο περιβάλλον. Για παράδειγμα, το τετραχλωροδιφαινύλιο,που έχει σ. ζέσης στην περιοχή 340-375ºC διαχέεται κυρίως στην ατμόσφαιρα,ενώ το DDT που είναι παρόμοια ένωση διασκορπίζεται στα ιζήματα. Οιμετρήσεις που μπορούν να πραγματοποιηθούν στον τομέα της διάχυσης στιςπεριβαλλοντικές φάσεις είναι αρκετά χρήσιμες στην οικοτοξικολογία. Οιμετρήσεις αυτές περιγράφουν μια στατική κατάσταση και απαιτούνται καιάλλοι παράμετροι για να δώσουν την πραγματική εικόνα της περιβαλλοντικήςκατανομής.10.2.2. Βιομεγένθυση των χημικών ρύπων στους ζωντανούς οργανισμούςΗ διεργασία αυτή προσδιορίζει τις συγκεντρώσεις των χημικών ρύπωνστους οργανισμούς και κατά συνέπεια τις τοξικολογικές επιδράσεις στονβιόκοσμο. Οι οργανισμοί προσλαμβάνουν τις χημικές ουσίες με δύο βασικάτρόπους: άμεσα από το περιβάλλον και μέσω της τροφής. Η ατμόσφαιραπεριέχει σχετικά χαμηλές συγκεντρώσεις ρύπων σε σχέση με τα υδάτινασυστήματα (ωκεανοί, λίμνες, ποτάμια κλπ) και για τον λόγο αυτό οι σχέσειςμεταξύ νερών και οργανισμών έχει προσλάβει μεγαλύτερο επιστημονικόενδιαφέρον. Η συσσώρευση που συμβαίνει σε λιπόφιλες χημικές ουσίες μπορείνα χαρακτηρισθεί με τον συντελεστή (K b) που είναι χωρίς διαστάσεις, αναλογίατης συγκέντρωσης στον βιόκοσμο σε σχέση με το μέσο όπου υπάρχουν οιοργανισμοί. Όταν γνωρίζουμε τους συντελεστές βιοσυσσώρευσης και τιςσυγκεντρώσεις στο περιβάλλον των χημικών ρύπων, μπορούμε ναυπολογίσουμε τις συγκεντρώσεις στον βιόκοσμο. Οι συντελεστέςβιοσυσσώρευσης για λιπόφιλες ενώσεις συνδυάζονται άμεσα με τον συντελεστήκατανομής σε σύστημα οκτανόλης/νερού (P ow) που μπορούν να μετρηθούν στοεργαστήριο. Με βάση αρκετές μελέτες και μετρήσεις ισχύει ο τύπος:194


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10log K bw= n log P ow+ b( όπου n, b είναι σταθερές)10.2.3. Διεργασίες ανθεκτικότητας και μετασχηματισμώνΟ ρυθμός με την οποία μετασχηματίζονται οι χημικοί ρύποι στοπεριβάλλον επηρεάζει τις συγκεντρώσεις τους κατά την διάρκεια του χρόνου.Συνήθως η ανθεκτικότητα των χημικών ουσιών χαρακτηρίζεται με τον χρόνουποδιπλασιασμού ή ημιζωή (half-life). Επίσης, οι χημικές ενώσεις με τηνπάροδο του χρόνου υπόκεινται σε μετασχηματισμούς προς άλλες χημικέςενώσεις που μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο τοξικές για τουςζωντανούς οργανισμούς. Επίσης υπόκεινται σε βιοαποικοδόμηση με την δράσημικροοργανισμών. 510.3. Αντιδράσεις των Οργανισμών στους Τοξικούς ΧημικούςΡύπουςΗ περιβαλλοντική τοξικολογία ερευνά κυρίως τις θανατηφόρεςεπιδράσεις των χημικών ρύπων στους οργανισμούς. Οι μετρήσεις αυτέςγίνονται στο εργαστήριο με την χρήση διαφορετικών συγκεντρώσεων σεομοιογενείς ομάδες οργανισμών και ρυθμιζόμενων εργαστηριακών συνθηκών.Η εκατοστιαία θανατηφόρος θνησιμότητα έχει συνήθως ομαλή κατανομή σεσχέση με τον λογάριθμο της συγκέντρωσης της τοξικής ουσίας. Η συγκέντρωσηγια 50% θνησιμότητα των οργανισμών καλείται LC 50(Lethal Concentration).Η μεθοδολογία αυτή έχει και πολλά μειονεκτήματα. Οι εργαστηριακέςσυνθήκες μπορεί να μην ανταποκρίνονται με τις περιβαλλοντικές συνθήκες καιτα πειραματόζωα μπορεί να μην είναι αντιπροσωπευτικά αυτών που υπάρχουνστο περιβάλλον. Επιπλέον, μόνο περιορισμένος αριθμός ειδών μπορεί ναχρησιμοποιηθεί στα πειράματα αυτά. Παρόλα αυτά τα πειραματικά δεδομέναείναι αρκετά χρήσιμα και μπορούν να μας δώσουν πολύτιμες πληροφορίες γιατις θανατηφόρες ή μη συγκεντρώσεις χημικών ρύπων.195


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10Η αξιολόγηση των μη θανατηφόρων επιδράσεων επίσης παρουσιάζειδυσκολίες. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία επιδράσεων, που μπορεί να κυμαίνονταιαπό αλλαγές στα χαρακτηριστικά των μεμβρανών, μέχρι αντιδράσεις μεκυτταρικό RNA και DNA. Πολλές από αυτές τις επιδράσεις μπορεί να τιςγνωρίζουμε από άλλες μελέτες για την τοξική, καρκινογόνο και μεταλλαξιγόνοδράση ουσιών. Αν και οι ποσοτικές εκτιμήσεις και οι μηχανισμοί μηθανατηφόρων επιδράσεων δεν είναι γνωστές, υπάρχουν μελέτες για ορισμένεςαπό αυτές. Παράδειγμα, η μείωση του πάχους των αυγών των πτηνών λόγω τηςδράσης των οργανοχλωριωμένων υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων. 610.3.1. Αντιδράσεις του οικοσυστήματοςΟι οργανισμοί σε ένα οικοσύστημα μπορούν να εκδηλώσουνδιαφορετικές ευαισθησίες (ευπάθειες, susceptibilities) στις τοξικές χημικέςουσίες. Για παράδειγμα, τα ζιζανιοκτόνα έχουν επιλεκτική τοξικότητα στα φυτάκαι τα εντομοκτόνα επιδρούν άμεσα στους πληθυσμούς των εντόμων. Η είσοδοςμιας τοξικής ουσίας σε ένα οικοσύστημα θα απομακρύνει επιλεκτικά ένα είδοςαπό την ποικιλία των οργανισμών που υπάρχουν. Το γεγονός αυτό προκαλείπεριορισμό της ποικιλία των ειδών και αλλαγές στις δομές των κοινωνιών(community structure) του οικοσυστήματος. Για παράδειγμα, η απόρριψητοξικής ουσίας σε ποτάμι: κοντά στοσημείο της πηγής ρύπανσης οπληθυσμός των οργανισμών μειώνεταισε απομακρυσμένα σημεία ησυγκέντρωση πέφτει και οι δομές καιλειτουργίες αποκαθίστανται.Το ίδιο συμβαίνει και με τις πετρελαιοκηλίδες σε θαλάσσιαοικοσυστήματα. Από την μια μεριά κατά την περίοδο της ρύπανσης μειώνονταιτα μικρά και μεγάλα ψάρια, ενώ από την άλλη υπάρχει άνθιση τουφυτοπλαγκτού. Με την πάροδο του χρόνου αποκαθίσταται η ισορροπία. Για ταανθεκτικά φυτοφάρμακα για παράδειγμα, με την πάροδο του χρόνου αρχίζουν196


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10να συσσωρεύονται σιγά-σιγά στα ανώτερα τροφικά επίπεδα και λόγω μικρήςβιοδιασπασιμότητας παραμένουν περισσότερο. Έτσι, σαρκοφάγα πουλιάυπόκεινται την επίδραση αργότερα με αντίστοιχη μείωση των πληθυσμών τους.Η εκτίμηση των επιδράσεων χημικών ρύπων σε οικοσυστήματα είναιδύσκολη ερευνητική εργασία. Προέκταση των αποτελεσμάτων από μεμονωμέναείδη σε οικοσυστήματα έχει μέχρι τώρα περιορισμένη επιτυχία. Έτσι, γίνεταιπροσπάθεια να μελετηθούν οι επιδράσεις τοξικών ρύπων σε ελεγχόμενατμήματα μεγάλων φυσικών οικοσυστημάτων (mesocosms, μεσόκοσμοι) και σεμικρά τεχνητά απλοποιημένα οικοσυστήματα (microcosm, μικρόκοσμοι).10.3.2. Οικοτοξικολογική εκτίμηση της επίδρασης των χημικών ρύπωνΗ εκτίμηση εξαρτάται από δύο βασικές ερευνητικές πληροφορίες. Στηνπρώτη, απαιτούνται οι συγκεντρώσεις των χημικών ουσιών που είναιαποτέλεσμα της ρύπανσης και της διάχυσης-κατανομής στο περιβάλλον, στηνδεύτερη πρέπει να γίνουν γνωστές οι τοξικολογικές ιδιότητες των χημικώνουσιών και το είδος του περιβάλλοντος όπου συμβαίνει η ρύπανση (πανίδα,χλωρίδα, κλπ). Στις πληροφορίες αυτές πρέπει να συμπεριληφθούν οισυγκεντρώσεις και τοξικολογικές ιδιότητες των προϊόντων μετασχηματισμούκαι των υποπροϊόντων.10.3.3. Διαχείριση των οικοτοξικολογικών προβλημάτων που προκύπτουναπό την ρύπανσης του περιβάλλοντοςΗ διαχείριση των χημικών ουσιών και παρασκευασμάτων (παλαιών καινέων που εισάγονται στο εμπόριο) που προκαλούν ρύπανση στο περιβάλλονκαι αποτελούν κίνδυνο για την υγεία του ανθρώπου έχουν διερευνηθεί εδώ καιπολλές δεκαετίες. Πολλοί διεθνείς και εθνικοί οργανισμοί, υπηρεσίες και φορείςέχουν αναπτύξει διάφορες κανονιστικές/νομοθετικές ρυθμίσεις για τονπεριορισμό των κινδύνων και τον έλεγχο των χημικών ουσιών και της χημικήςβιομηχανίας.197


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1010.4. Παραδείγματα Χημικών Ρύπων στο Φυσικό ΠεριβάλλονΥπάρχουν πολλές εκπομπές χημικών ουσιών στο περιβάλλον που δενπροκαλούν άμεσες αντιδράσεις στους ζωντανούς οργανισμούς, αλλάμεταβάλλουν το φυσικό και χημικό περιβάλλον με συνέπεια να προκαλούνπροβλήματα επιβίωσης των οικοσυστημάτων.10.4.1. Διοξείδιο του άνθρακα (CΟ 2)Το διοξείδιο του άνθρακα βρίσκεται σε ελάχιστες ποσότητες στηνατμόσφαιρα και η φυσική του συγκέντρωση είναι 0,03%. Το διοξείδιο τουάνθρακα όμως που εκλύεται κατά την καύση ορυκτών καυσίμων, την εκδάσωσηκαι τις αλλαγές στην χρήση γης, αυξάνει την ποσότητα στην ατμόσφαιρα.Υπολογίζεται ότι στην περίοδο 1860-1984 έχουν γίνει εκπομπές της τάξης των183 δισεκατομμυρίων τόνων άνθρακα από την καύση ορυκτών καυσίμων καιπερίπου 150 δισ. τόνων άνθρακα από την εκδάσωση και αλλαγές χρήσης γης.Το 1971 οι εκπομπές σε παγκόσμια κλίμακα ήταν της τάξης των 4,8 δισ. τόνων,ενώ το 1988 αυξήθηκαν σε 6,256 δισ. τόνους άνθρακα (από αυτούς οι 2,793 δισ.τόνοι αφορούσαν τις χώρες του ΟΟΣΑ (Organization for Economic Cooperationand Development, OECD) που περιλαμβάνει όλες τις αναπτυγμένεςβιομηχανικές χώρες της Δύσης. 7 Τις τελευταίες δεκαετίες η αύξηση του CΟ 2στηνατμόσφαιρα είναι περίπου 0,2% κατά έτος, πράγμα που πιστεύεται ότι έχειπροκαλέσει το φαινόμενο τουθερμοκηπίου (Greenhouse Effect,Global Warming) μαζί με άλλουςαέριους ρύπους (Μεθάνιο, Οξείδιααζώτου, Χλωροφθοράνθρακες). 8 Ηεπίδραση στο κλίμα ορισμένωνπεριοχών, αλλά και στην ανάπτυξηφυτών και ζώων σε ευαίσθητα198


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10οικοσυστήματα είναι δύσκολο να διαπιστωθεί. Υπάρχουν ορισμένες υποθέσειςκαι έρευνες των οποίων τα συμπεράσματα είναι αμφιλεγόμενα, τόσο σταοικοσυστήματα,9 όσο και στην υγεία του ανθρώπου. 1010.4.2. Διοξείδιο του θείου (SO2)Το θείο ( S) είναι απαραίτητο συστατικό της ζωής. Έλλειψη θείου μπορείπροκαλέσει τον θάνατο, σε ζώα και φυτά, ενώ υπερβολικές ποσότητες είναιτοξικές. Οι ανθρωπογενείς δραστηριότητες απελευθερώνουν σημαντικέςποσότητες διοξειδίου του θείου στην ατμόσφαιρα. Η καύση κάρβουνου είναι ηκυριότερη πηγή ρύπανσης, οι εκρήξεις ηφαιστείων συνεισφέρουν ένα μικρόποσοστό, ο ψεκασμός με σταγονίδια θαλασσίου νερού είναι σημαντική πηγήθειικών: οι αφροί παράγουν αερολύματα,αλλά το περισσότερο θείο επιστρέφει στηνθάλασσα. Η βιολογική πηγή εκπομπήςθειούχων ενώσεων είναι επίσης σημαντική(κυρίως διμεθυλοσουλφίδιο και πτητικέςοργανικές ενώσεις που περιέχουν θείο). Οιπερισσότερες ενώσεις οξειδώνονται προςδιοξείδιο του θείου στην ατμόσφαιρα.Επίσης, στην ατμόσφαιρα υπάρχει μεγάληποικιλία ανόργανων θειούχων και θειικώνενώσεων (υδρόθειο και θειικά άλατα). Οι εκπομπές διοξειδίου του θείου στατέλη της δεκαετίας του 1980 ήταν σε παγκόσμιο επίπεδο 99.000.000 τόνοι, εκ τωνοποίων 39.000.000 τόνοι προέρχονταν από τις χώρες του ΟΟΣΑ. 11 Η καύσηκάρβουνου και πετρελαίου, η κατεργασία ορυκτών και η διύλιση πετρελαίουσυνεισφέρουν στο 85 % όλων των εκπομπών στην ατμόσφαιρα και υδρόσφαιραυπό μορφή SO 2. 12Το διοξείδιο του θείου από την ατμόσφαιρα υπόκειται σε υγρές και ξηρέςκατακρημνίσεις προς την επιφάνεια του εδάφους υπό μορφή υγρών199


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10εναποθέσεων (σε διάλυμα ή αιώρημα στονερό της βροχής, με το χιόνι και άλλεςμορφές εναπόθεσης), ξηρώνεναποθέσεων (ως σωματίδια ή αέρια)καθώς και με άλλους τρόπους (ομίχλη,σταγονίδια νεφών). Οι ενώσεις του θείουοξειδώνονται προς διοξείδιο, το οποίο μετην επίδραση του οξυγόνου και τουφωτός μετατρέπεται προς τριοξείδιο τουθείου (SΟ3) και αντιδρά με το νερό προςθειικό οξύ. Το οξύ προσδίδει στην βροχήpH < 5,6 και την καθιστά όξινη. Η όξινηβροχή (acid rain) αποτελεί σημαντικό τοπικό και διασυνοριακό περιβαλλοντικόπρόβλημα με επιδράσεις στα φυτά και τα δένδρα. Το φαινόμενο της όξινηςβροχής έχει μελετηθεί σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. 13 Επιδράσεις τηςόξινης βροχής έχουν πιστοποιηθεί στα δένδρα της Πάρνηθας που βρίσκονταιπρος την μεριά της Αθήνας. 14Η οξύτητα της βροχής με τον σχηματισμό του θειικού οξέος εξαρτάταικαι από την παρουσία άλλων ιόντων. Η όξινη βροχή έχει εμφανισθεί κοντά σεβιομηχανικές περιοχές του βορείου ημισφαιρίου, ιδιαίτερα στην ΒΑ πλευράτων ΗΠΑ και τις Σκανδιναβικές χώρες. Όταν η βροχή πέσει στο έδαφος πουέχει την ικανότητα να το εξουδετερώσει τότε οι συνέπειες είναι μικρές, αλλά σεεδάφη από γρανίτη η οξύτητα δεν εξουδετερώνεται και το όξινο νερό καταλήγεισε υδάτινους αποδέκτες. Υπάρχουν μελέτες που δείχνουν την μείωσηπληθυσμών ψαριών και άλλων ζώων. 15 Τα ψάρια πεθαίνουν λόγω βλάβης τωνμηχανισμών ρύθμισης των αλάτων. Αν και πειράματα δείχνουν ότι σε pΗ κάτωαπό 4,6 στα ψάρια δεν παρατηρείται παρά μια μεταβατική φυσιολογικήεπίδραση, στην πραγματικότητα έχει παρατηρηθεί μείωση του πληθυσμού τουςσε λίμνες με pΗ περίπου στο 5,0. 16 Η αυξημένη τοξικότητα φαίνεται να200


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10οφείλεται μερικά στο αργίλιο που εκπλένεται από τα εδάφη μέσω της όξινηςβροχής, αλλά δεν αποκλείονται και άλλοι παράγοντες. 17H επίδραση των όξινωνκατακρημνίσεων σε εδάφη που έχουν φυσικήανεπάρκεια θείου μπορεί να αποβεί θετικήγια τα φυτά που καλλιεργούνται. Οισύντομες αυτές αναφορές δείχνουν τιςποικίλες διαστάσεις που μπορεί ναπροσλάβει η διάχυση ενός χημικού ρύπουστο περιβάλλον και τα φυσικοχημικάχαρακτηριστικά που προσδιορίζουν τις επιδράσεις στους ζωντανούςοργανισμούς.10.4.3. Βαρέα μέταλλα στα υδάτινα συστήματαΤα βαρέα μέταλλα εμφανίζονται στα υδάτινα συστήματα υπό μορφήδιαφόρων ενώσεων τους, αν και οι συγκεντρώσεις τους εκφράζονται σεσυνολικό μέταλλο. Το είδος των ενώσεων των μετάλλων επηρεάζει σε σημαντικόβαθμό την συμπεριφορά τους στο περιβάλλον και τις βιολογικές τουςεπιδράσεις. 18Για παράδειγμα, οι χουμικές ουσίες ( μίγμα οργανικών ενώσεων μεάγνωστη σύνθεση που περιέχεται στο έδαφος, υψηλού μοριακού βάρουςσυνήθως από διάσπαση λιγνίνης και άλλων οργανικών συστατικών,αιωρούνται στα επιφανειακά νερά κλπ) στα νερά των ποταμών μπορούν νασχηματίσουν σύμπλοκα με τον διαλυμένο χαλκό. Αλλά όταν η αλατότητα(salinity) αυξάνεται στην εκβολή του ποταμού, τα ιόντα ασβεστίου καιμαγνησίου εκτοπίζουν τον χαλκό από τα χουμικά σύμπλοκα, έτσι ώστε ένααυξανόμενο τμήμα του χαλκού να εμφανίζεται υπό μορφή ανόργανων αλάτων,που έχουν τοξικές ιδιότητες. 2201


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10Ασταθή οργανικάσύμπλοκαΜη ασταθή οργανικάσύμπλοκαΜεταλλικάιόνταΣωματιδιακάυλικάΑνόργανασύμπλοκαΚολοειδήΣχήμα 10.3. Βασικές μορφές και μετασχηματισμοί των ιχνοστοιχείων στα φυσικά νερά.Σχήμα 10.4. Η σημασία της αλατότητας για τον διαλυμένο χαλκό σε εκβολή ποταμού.Μείωση των χουμικών συμπλόκων και αύξηση των ανόργανων αλάτων.10.4.4. Το φαινόμενο του ευτροφισμούΟ ευτροφισμός των θαλασσών, αλλά και των ποταμών, λιμνών καιάλλων υδάτινων συστημάτων, είναι φαινόμενο που έχει μελετηθεί συστηματικάκαι οι μηχανισμοί του έχουν εξηγηθεί. Παρουσιάζεται συνήθως σε λίμνες, αλλάκαι σε αβαθείς κόλπους θαλασσών, ενώ οι ανοικτές θάλασσες και οι ωκεανοί202


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10έχουν την ικανότητα να ανακυκλώνουν τις οργανικές βιοαποικοδομήσιμεςχημικές ουσίες και τα θρεπτικά συστατικά (θρεπτικά άλατα: φωσφορικά,νιτρικά, νιτρώδη και πυριτικά άλατα, οργανικές ενώσεις: αμινοξέα, πρωτεΐνες,ένζυμα, χουμικά συστατικά). Οευτροφισμός ενός υδάτινουοικοσυστήματος είναι η αύξηση τωνροών ή συγκεντρώσεων θρεπτικώνσυστατικών που διευκολύνει τηναύξηση της βιολογικής παραγωγής,δηλαδή παραγωγή οργανικής ύληςσε κάθε τροφικό επίπεδο. Βιολογική παραγωγή στα διάφορα οικοσυστήματακαλούμε την παραγωγή οργανικής ύλης από τους φωτοσυνθέτοντεςοργανισμούς. Στην περίπτωση των θαλάσσιων οικοσυστημάτων η βιολογικήύλη είναι το φυτοπλαγκτόν και τα θαλάσσια φύκη. 18Υπάρχουν διάφορα είδη φυτοπλαγκτού. Ο ρυθμός αύξησης και ησύνθεση του φυτοπλαγκτού εξαρτάται από τις συγκεντρώσεις των θρεπτικώνσυστατικών και το ηλιακό φως, ιδιαίτερα την ένταση και τον συντελεστήαπορρόφησης (ποιότητα αιωρουμένων στερεών σωματιδίων στο νερό). Γιακάθε είδος φυτοπλαγκτού υπάρχει και ένα ιδανικό βάθος για την ανάπτυξήτου. Κατά την φωτοσύνθεση δεσμεύεται το διοξείδιο του άνθρακα, νερό καιθρεπτικά συστατικά και παράγεται οργανική ύλη, η οποία στην περίπτωση τωνθαλασσών είναι το φυτοπλαγκτόν (δινομαστιγωτά, διάτομα, φύκη) από τοοποίο τρέφεται το ζωοπλαγκτό. Ένα μέρος του φυτοπλαγκτού αιωρείται, αλλάκαι ένα μέρος βυθίζεται σε βαθύτερα νερά όπου λόγω έλλειψης φωτός πεθαίνει,καθώς και σωματίδια ζωοπλαγκτού. Η ύλη αυτή αποικοδομείται από βακτήρια(τροφή), δηλαδή είναι η οξείδωση (παρουσία οξυγόνου απαραίτητη) τηςοργανικής ύλης προς διοξείδιο του άνθρακα, νερό και θρεπτικά συστατικά. 18Η βιοαποικοδόμηση είναι φυσική διεργασία. Εάν όμως οι ποσότητες τηςοργανικής ύλης είναι μεγάλες τότε καταναλώνεται όλο το διαλυμένο οξυγόνο.Τότε στα βαθειά νερά όπου δεν ανανεώνεται το οξυγόνο, η έλλειψη τουαναγκάζει στην χρησιμοποίηση ως πηγή το οξυγόνο των νιτρικών και θειικών203


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10αλάτων, που οδηγεί στην παραγωγή αμμωνίας (ΝΗ 4) και υδρόθειου (Η 2S)δημιουργώντας τοξικές συνθήκες στο υδάτινο σύστημα. Οι συνθήκες απουσίαςοξυγόνου και δημιουργίας τοξικών ουσιών είναι καταστροφική για τουςζωντανούς οργανισμούς των υδάτινων συστημάτων. Οι οργανικέςβιοαποικοδομήσιμες ουσίες δεν προέρχονται μόνο από το πλαγκτόν αλλά καιαπό τα αστικά λύματα και βιομηχανικά απόβλητα (κυρίως ενώσεις αζώτου καιφωσφόρου, ιδιαίτερα τα φωσφορικά άλατα των απορρυπαντικών, λιπάσματα,κλπ).Το φαινόμενο του ευτροφισμού παρατηρείται σε αβαθείς κόλπους και σεπεριοχές με βιομηχανική ή τουριστική δραστηριότητα. Οι υψηλέςσυγκεντρώσεις θρεπτικών συστατικών ευνοεί την αύξηση του φυτοπλαγκτού,εκτοπίζοντας όμως την ανάπτυξη άλλων ειδών, δηλαδή μειώνοντας τηνποικιλία των ειδών που είναι αρνητική για τα οικοσυστήματα. Σε οριακέςπεριπτώσεις η ταχύτατη αύξηση των διμαστιγωτών που εκλύουν τοξίνες καικαταστρέφουν άλλους θαλάσσιους οργανισμούς. Το φαινόμενο καλείταικόκκινη παλίρροια (red tide) και φαίνεται να είναι σημαντικός παράγονταςθανάτων ψαριών στον Σαρωνικό και σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Οιμεταβολές αυτές του φυτοπλαγκτού και το ζωοπλαγκτού οδηγεί στην μείωση ήεξαφάνιση άλλων ειδών και μεταφέρεται αλυσιδωτά σε όλα τα τροφικάεπίπεδα. 1910.4.5. Ρύπανση των θαλασσών από πετρέλαιο. Επιδράσεις στουςοργανισμούςΗ θαλάσσια ρύπανση από πετρέλαιο και τα προϊόντα διύλισης αποτελείσημαντικό πρόβλημα σε όλες τις περιοχές του πλανήτη μας. Η ρύπανση τωνθαλασσών προέρχεται κυρίως από τις εξορυκτικές δραστηριότητες (πλατφόρμεςάντλησης), τον καθαρισμό πλοίων που μεταφέρουν πετρέλαιο και ταατυχήματα μικρών και μεγάλων δεξαμενοπλοίων πετρελαίου. Οιπετρελαιοκηλίδες δημιουργούν σημαντικά προβλήματα της οικολογικήςισορροπίας του θαλασσίου περιβάλλοντος. Για τον σκοπό της προστασίας του204


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10είναι επικίνδυνες, β) ουσίες πουπαρουσιάζουν ενδιάμεσους κινδύνους,γ) καυστικά αλκάλια, θειικό οξύ, κλπ μεμειωμένο κίνδυνο και δ) υδροχλωρικόοξύ, κιτρικό και γαλακτικό οξύ, κλπ πουέχουν αμελητέο κίνδυνο και απαιτούνορισμένες προφυλάξεις). Οι οργανισμοίμπορούν να επηρεασθούν με δύοτρόπους: με την άμεση τοξικότητα τωνπετρελαιοειδών και με την φυσική"αποπνικτική" ή "ασφυκτική" κατάσταση(physical smothering) που μπορούν ναδημιουργήσουν οι πετρελαιοκηλίδεςστον βιόκοσμο. 23Οι πετρελαιοκηλίδες που σχηματίζονται στην επιφάνεια της θάλασσαςσχηματίζουν μια γλοιώδη επιφάνεια και τα διάφορα συστατικά τουςακολουθούν διάφορες πορείες: περίπου το μισό της επιφανειακής κηλίδαςεξατμίζεται σε μερικές ημέρες, άλλα συστατικά διαλύονται στην μάζα του νερούκαι παραμένουν για μερικές εβδομάδες. Η πετρελαιοκηλίδα γίνεται πιο ιξώδης(κολλώδης) και διασπάται καθώς τα πτητικά και ευδιάλυτα συστατικάαπομακρύνονται, δημιουργεί γαλακτώματα (water-in-oil), σφαιρίδια πίσσαςκαι κατάλοιπα-ιζήματα που φθάνουν στις παραλιακές περιοχές όπου είναι πιοανθεκτικά απ’ ότι στην θάλασσα. Σε μικρούς προφυλαγμένους κολπίσκους,εκβολές, βάλτους και λιμνοθάλασσες, όπου δεν υπάρχει ενέργεια κυμάτων, οιπετρελαιοκηλίδες μεταφέρονται στα ιζήματα, τα υπολείμματά τους μπορούν ναδιατηρηθούν επί χρόνια και μόνο με μικροβιακή αποικοδόμηση και διάλυσημπορούν να καταστραφούν. Σε βραχώδεις ακτές τα υπολείμματαπετρελαιοκηλίδων μπορούν να καταστραφούν πιο γρήγορα.Η πιο χαρακτηριστική και εντυπωσιακή επίδραση τωνπετρελαιοκηλίδων στους ζωντανούς οργανισμούς είναι η κάλυψη του σώματοςπουλιών, τα οποία εάν δεν καθαριστούν σύντομα θα πεθάνουν. Δεν είναι206


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10δυνατόν να υπολογισθούν τα πουλιά που πεθαίνουν με αυτό τον τρόπο στιςδιάφορες θάλασσες από πετρελαιοειδή, αλλά στην Βορειοδυτική Ευρώπη(Βόρεια θάλασσα) στις αρχές του 1980 πέθαιναν μερικές χιλιάδες. 24 Παρά τηνκαταστροφή αυτή δεν υπάρχουν ενδείξεις για σημαντική μείωση ή εξαφάνισηειδών πουλιών στις θάλασσες αυτές, αντίθετα ορισμένα είδη έχουν αυξηθεί τιςτελευταίες δεκαετίες. Όπου έχουν δημιουργηθεί μειώσεις πληθυσμών ορισμένωνειδών πουλιών, έχουν επιδράσει άλλοι παράγοντες, όπως οι κλιματικέςμεταβολές. 25Οι πετρελαιοκηλίδες επιδρούν και στον βιόκοσμο των παραλιών όπουκαταλήγουν. Οι βραχώδεις ακτές επηρεάζονται λιγότερο από τους κλειστούςκόλπους και οι επιδράσεις είναι ανάλογες της σύστασης του πετρελαίου και τηςευαισθησίας των ειδών. Η μαγκρόβιος βλάστηση (ριζόφορα, mangrove) είναιιδιαίτερα ευπαθής λόγω τηςπροσαρμογής της σε αναερόβιεςλάσπες. Έχουν, είτε βλεφαριδικούςαδένες ή εναέριες ρίζες (π.χ.Rhizophora spp) ή ειδικάπνευματοφόρα από υπόγειες ρίζες(π.χ. Αvicennia spp, Αβικεννία ). Οι οδοί αυτοί αναπνοής των φυτών φράζουναπό τα σταγονίδια πετρελαίου, εμποδίζοντας έτσι την τροφοδοσία τουοργανισμού τους. Μια κοινωνία μαγκρόβιας βλάστησης κάνει αρκετά χρόνιαγια να αποκατασταθεί μετά από έκθεση σε πετρελαιοειδή. Εάν η εξαφάνιση τηςβλάστησης αυτής δημιουργήσει διάβρωση του εδάφους, τότε η αποκατάστασηείναι αδύνατη.Επίσης, και άλλες κοινωνίες που υπάρχουν σε βραχώδες παραλίες είναιευαίσθητες στην ρύπανση από πετρελαιοκηλίδες. Στις εύκρατες ζώνες ιδιαίτερατα πετρελαιοειδή εξοντώνουν τα περισσότερα ασπόνδυλα (invertebrates) καιμερικά φύκια. Τα φύκια δημιουργούν ξανά αποικίες μέσα σε 2-3 χρόνια επειδήδεν υπάρχουν πολλοί φυτοφάγοι οργανισμοί, ενώ τα ασπόνδυλα σχηματίζουναποικίες αργότερα. 26 Οι παρατηρήσεις και έρευνες που έγιναν μετά το μεγάλοατύχημα του πετρελαιοφόρου Torrey Canyon (1967) που βυθίστηκε στα207


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ανοικτά των παραλιών της Cornwall (ΝΔ Μ. Βρετανία) είναι πολύ χρήσιμες γιατο είδος αυτό ρύπανσης και επιδράσεωνστο περιβάλλον. Το φορτίο ήταν 119.000αργού πετρελαίου, σχετικά μικρήςτοξικότητας, από το Κουβέιτ. Μεγάλουμήκους παραλίες στην περιοχήνέκρωσαν από ζωντανούς οργανισμούς,Τorrey Canyonκυρίως από το πετρέλαιο αλλά και απότις χημικές ουσίες που χρησιμοποιήθηκαν για τον διασκορπισμό του. Οι πρώτοιοργανισμοί που δημιούργησαν αποικίες ήταν σπόροι πλαγκτού (Planktonicspores) και προνύμφες (κάμπιες) από περιοχές που δεν επηρεάσθηκαν. Μετάαπό μερικούς μήνες, στην αρχή εμφανίσθηκαν χλωρόφυτα (χλωροφύκη,Enteromorpha & Uva) και μετά τα διαδέχθηκαν μεγάλα φαιοφύκη (Fucusvesiculosis & F. serratus) που κάλυψαν όλους τους βράχους στην περίοδο 1968-1971, όταν εξάλειψαν και τα τελευταία θυσανάποδα (πεταλίδες, Chthamalus spp)που είχαν επιβιώσει από την δράση του πετρελαίου και των ουσιώνδιασκορπισμού. Πεταλίδες του είδους Patella vulgata, που είχαν επιβιώσει,αναπτύχθηκαν γρήγορα στα άφθονα φύκια, και έφθασαν σε υψηλό επίπεδοαριθμών το 1972, από εκείνη την στιγμή άρχισε η μείωση των φαιοφυκών.Καθώς η ποσότητα τροφής περιορίσθηκε, ο πληθυσμός των πεταλίδων Ρ. vulgataμειώθηκε σε χαμηλότερο αλλά σταθερό επίπεδο. Θυσανάποδα άρχισαν ναεμφανίζονται το 1972, τελικά οι παραλίες επανήλθαν στην αρχική τουςοικολογική ισορροπία μετά από 10 χρόνια. Ο λόγος για την αργή επανάκαμψητων δομών της κοινωνίας στις παραλίες της Κορνουάλης, είναι ότι οιοργανισμοί αποτελούν ένα μωσαϊκό με κενά μετά την καταστροφή που δενμπορούν να αναπληρωθούν λόγω μείωσης της ποικιλότητας των ειδών και τηςτροφής στα περισσότερα τροφικά επίπεδα. 2208


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1010.5. Επίδραση των Χημικών Ρύπων σε Ζωντανούς Οργανισμούςστο Φυσικό ΠεριβάλλονΗ μελέτη των οργανισμών θα ήταν περισσότερο αντιπροσωπευτική εάνγίνονταν στο φυσικό περιβάλλον και λαμβάνονταν υπόψη οι αλληλεπιδράσειςμεταξύ των πληθυσμών και των κοινοτήτων κατά την επίδραση των χημικώνρύπων. Ο τρόπος αυτός περιέχει πολλές δυσκολίες, για αυτό η δράση χημικώνουσιών-ρύπων εξετάζεται συνήθως σε μεμονωμένους οργανισμούς και μετάγίνεται προσπάθεια να μελετηθεί η επίδραση στο οικοσύστημα.Το πρόβλημα της δόσης των ρύπων στις οποίες εκτίθενται οι οργανισμοίείναι κεντρικό θέμα των τοξικολογικών και οικοτοξικολογικών μελετών, αλλάσε πολλές περιπτώσεις είναι δύσκολο να προσδιορισθούν. Η χρήση του δείκτηLC 50για την μελέτη τοξικών επιδράσεων δείχνει ότι δεν μπορεί ναχρησιμοποιηθεί άμεσα εάν δεν γνωρίζουμε τις περιβαλλοντικές συνθήκες και τοείδος των οργανισμών. 36 Το πιο συγκεκριμένο παράδειγμα στην περίπτωσηαυτή είναι η μελέτη (εργαστηριακή και στο φυσικό περιβάλλον) της 48-h LC 50(48 hours, Lethal Concentration 50%) στο είδος Σολομός ο ιριδίζων ήπολύχρωμη πέστροφα (rainbow trout, Salmo gaidneri) σε ρυπασμένουςποταμούς της Μ. Βρετανίας. Οι τιμές της θανατηφόρου Συγκέντρωσης 50%(LC 50) υπολογίσθηκαν σε σχέση με αλλαγές στο pΗ, την θερμοκρασία και τοδιαλυμένο οξυγόνο. Στα νερά του ποταμού έγιναν αναλύσεις για φαινόλες,αμμωνία, κυανιούχα, βαρέα μέταλλα (χαλκός, νικέλιο, ψευδάργυρος καικάδμιο). Η ολική τοξικότητα για τον σολομό εκφράσθηκε ως το σύνολο τωνεπιμέρους κλασμάτων τοξικότητας των ρύπων σε τιμές LC 50. Παρά τιςδυσκολίες της μελέτης, βρέθηκε ότι για περιοχές του ποταμού με τοξικότητες 0,1της υπολογιζόμενης LC 50υπήρχαν ψάρια, ενώ για τιμές 0,2 και άνω δενυπήρχαν ψάρια. Οι απλές αυτές μετρήσεις δεν λαμβάνουν υπόψη τιςσυνεργικές ή προσθετικές ιδιότητες των ρύπων και τον τρόπο δράσης στονοργανισμό. 37209


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10Οι μελέτες με χημικούς ρύπους στο περιβάλλον έδειξαν ότι υπάρχουνόρια κάτω από τα οποία δεν συμβαίνουν υπο-θανατηφόρες ή άλλες επιδράσειςστους οργανισμούς. Οι κρίσιμες αυτές συγκεντρώσεις κατωφλίου (ή ουδός,Threshold) για κάθε χημικό ρύπο διαφέρει σημαντικά από είδος σε είδος καιανάλογα με το περιβάλλον και τον τρόπο έκθεσης. Οι επιστήμονες επίσηςδιαφέρουν μεταξύ τους στο τι είναι ορατό ως επίδραση και τι μπορεί ναδημιουργηθεί με την πάροδο του χρόνου από μικρές συγκεντρώσεις στηνεσωτερική βιολογική λειτουργία ενός οργανισμού. Στην περίπτωση τηςκαρκινογόνου δράσης υπάρχουν σημαντικές αμφιβολίες εάν υπάρχει όριοκατωφλίου (ουδός) για κίνδυνο καρκινογένεσης. Η ανάπτυξη ενός οργανισμούείναι ένα είδος επιβλαβούς επίδρασης, η οποία όμως δεν έχει άμεσες ενδείξειςφανερών φθορών ή βλαβών. Η επίδραση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στονρυθμό ανάπτυξη φυτών και δένδρων έχει μελετηθεί με πολυάριθμες ερευνητικέςπροσπάθειες.Το παράδειγμα που αναφέρεται συχνά είναι της ήρας, ζιζάνιο σιτηρών,σε σχέση με την ρύπανση της ατμόσφαιρας σε διοξείδιο του θείου. Η ανάπτυξητου φυτού περιορίσθηκε αισθητά με την αύξηση του χημικού ρύπου. 38 Τατελευταία χρόνια υπάρχουν μελέτες και για άλλα είδη ατμοσφαιρικών ρύπωνπου επιδρούν στην ανάπτυξη των φυτών. Τα οξείδια αζώτου, το διοξείδιο τουθείου και το όζον που είναι δευτερογενές προϊόν φωτοχημικής ρύπανσηςεπιδρούν ανασταλτικά στην ανάπτυξη των φυτών. 39 Επίσης, είναι γνωστό απόπολυάριθμες μελέτες ότι τα δάση της Ευρώπης έχουν υποστεί σοβαρές βλάβεςαπό την ατμοσφαιρική ρύπανση βιομηχανικών περιοχών. 40 Οι επιδράσεις αυτέςμπορεί να προκαλέσουν αλλαγές στην ανάπτυξη ορισμένων τμημάτων τουφυτού, στην σύνθεση των αμινοξέων ή στην δραστικότητα ορισμένωνένζυμων. 41Οι αρχικές έρευνες για τον τρόπο δράσης των χημικών ρύπων έδειξανότι επιδρούν σε ορισμένους υποδοχείς (receptors), οι οποίοι είναι ειδικάκύτταρα ή τμήματα κυττάρων, προκαλώντας την βιοχημική αλλοίωση(biochemical lesion) που είναι το πρώτο βήμα πριν την εκδήλωση της βλάβης. 42210


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10Το παράδειγμα που έχει μελετηθεί με την υπόθεση αυτή και έχει τεκμηριωθεί μεέρευνες είναι η επίδραση των οργανοφωσφορικών εντομοκτόνων. Ταεντομοκτόνα αυτά, που είναι τοξικά στα ασπόνδυλα και προκαλούν βλάβεςστην άγρια φύση, αναστέλλουν την δράση μεγάλου φάσματος ένζυμων,ιδιαίτερα της ακετυλοχολινεστεράσης (AChE) που έχει ως αποτέλεσμα τηνπαραγωγή συμπτωμάτων δηλητηρίασης. Η ακετυλοχολίνη, το φυσικόυπόστρωμα της ακετυλοχολινεστεράσης, είναι γνωστό ότι κύριος μεταβιβαστήςερεθισμάτων (ωθήσεων) κατά μήκος των συνάψεων μεταξύ γειτονικών άκρωννεύρων, και κατά μήκος των νευρομυϊκών συνδέσμων(κόμβων). Τα ερεθίσματατων νεύρων διεγείρουν την έκκριση της ακετυλοχολίνης, η οποία μεταβιβάζειτο ερέθισμα κατά μήκος του κενού των γειτονικών νεύρων ή μυϊκών κυττάρων.Η ACh φυσιολογικά διασπάται γρήγορα, με υδρόλυση, καταλυόμενη από τοένζυμο AChE. Παρεμπόδιση της τελευταίες σημαίνει ότι η ακετυλοχολίνηπαραμένει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, δηλαδή συσσωρεύεται στα άκρατων νεύρων, οι λειτουργίες των νεύρων διαταράσσονται και υψηλή διαταραχήμπορεί να προκαλέσει τον θάνατο. Συνήθως στα ασπόνδυλα η διαταραχή αυτήπροκαλεί παράλυση του αναπνευστικού συστήματος. 43 Η ενζυματική υδρόλυσητης ακετυλοχολίνης εξαρτάται από την δράση της υδροξυλικής ομάδας πουβρίσκεται στο μόριο της σερίνης του ένζυμου. Το υδροξύλιο αντιδρά με τηνακετυλοχολίνη απελευθερώνοντας χολίνη και το ακετυλιωμένο ένζυμο μετάαντιδρά με νερό για να παρασκευάσει εκ νέου το ένζυμο και οξικό οξύ. Τουδροξύλιο είναι και η ομάδα δράσης του οργανοφωσφορικού εντομοκτόνου. 2Ορισμένες φορές η επίδραση χημικών ρύπων στους οργανισμούς δενείναι σε βιοχημικό μόνο επίπεδο, αλλά έχει να κάνει με την τοξικότητα τηςχημικής ουσίας σε ένα κρίσιμο όργανο (critical organ) του οργανισμού. Σεπολλά πουλιά και άλλα μικρά ζώα τα οργανοφωσφορικά εντομοκτόναπροκαλούν και μια δεύτερη βλάβη που δεν σχετίζεται με την παρεμπόδιση τηςAChE. Τα συμπτώματα εμφανίζονται μετά από 1-2 εβδομάδες, με παράλυσητων άκρων. Αρχικά η κατάσταση αυτή ονομάσθηκε απομυελίνωση(demyelination) λόγω της φθοράς της μυελίνης των νεύρων. Τώρα πιστεύεται211


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ότι η πρωταρχική βλάβη είναι στον νευράξονα (nerve axon), και η κατάστασηκαλείται επιβραδυνόμενη νευροτοξικότητα (delayed neurotoxicity). 44H δράση των οργανοφωσφορικών εντομοκτόνων έχει μελετηθεί σεμεγάλη έκταση και για πολλά είδη. Μικρές δόσεις του εντομοκτόνουDicrotophos σε μαυροπούλια ή ψαρόνια (Starlings, Sturnus vulgaris) πουπαρεμπόδιζε την λειτουργία του 50 % της χολινεστεράσης του εγκεφάλου,προκάλεσαν διαταραχές στην συμπεριφορά των πτηνών προς τα νεογνά. 45Σερίνη στο ενεργό κέντρο τηςακετυλοχολινεστεράσηHglu HN C CO alaglu NH H C CO ala(α)CH 2CH 2OHακετυλίωσημε ένζυμοOCH+HO CH 2 CH 2 N(CH 3 ) 3χολίνηH 3 CCOO CH 2 CH 2 N(CH 3 ) 3OυδρόλυσηακετυλοχολίνηgluNH H C CO alaCH 2OH+CH 3 COOHΑναγένηση τηςακετυλοχολινεστεράσης(β)gluHNHC CO alagluHNHC CO alaCH 2CH 2OHOH 3 COH 3 COPOOCH 2 Cl 2φωσφορυλίωσημε ένζυμοH 3 COH 3 COPO+ H + + OCH Cl 2DichlorvosΣχήμα 10.5. Αντιδράσεις μεταξύ της ακετυλοχολινεστεράσης και δύο υποστρώματα: (α)ακετυλοχολίνη και (β) το οργανοφωσφορικό εντομοκτόνο Dichlorvos (Διμεθυλο-2-διχλωροβινυλο φωσφορικός εστέρας).212


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10Η επίδραση του εντομοκτόνου p,p΄-DDΤ είναι επίσης μια άλλητεκμηριωμένη ερευνητικά περίπτωση δράσης χημικής ένωσης σε ζωντανούςοργανισμούς. Το οργανοχλωριωμένο αυτό εντομοκτόνο (1946) ήταν πολύαποτελεσματικό για πολλά βλαβερά για τον άνθρωπο έντομα (ιδιαίτερακουνούπια) που μάστιζαν πληθυσμούς αγροτικών περιοχών (βάλτους, έλη,κλπ). Η χρήση του όμως αποδείχθηκε καταστροφική για πολλούς πληθυσμούςευαίσθητων οργανισμών. Το DDΤ επιδρά στονευρικό σύστημα και η βιοχημική βλάβησυμβαίνει στην αξονική μεμβράνη της νευρικήςίνας, και όχι στις συνάψεις. 46 Το νευρικόσύστημα εκτός από τις νευρικές διεγέρσειςπροκαλεί και τις νευροεκκρίσεις, οι οποίεςβοηθούν στην προσέγγιση του ορμονικού καινευρικού συστήματος. Πειράματα δείχνουν ότιτο DDΤ και ο μεταβολίτης του DDE επιδρά στους θυρεοειδείς αδένες τωνπτηνών, 47 και στην μείωση του πάχους του κελύφους των αυγών τους (κυρίωςλόγω διαταραχής της μεταφοράς ασβεστίου). 48,49 Φυσικά υπάρχουν και άλλεςπαρενέργειες στους ζωντανούς οργανισμούς από την χρήση φυτοφαρμάκωνκαι ιδιαίτερα των οργανο-χλωριωμένων, τα οποία έχουν μικρήβιοδιασπασιμότητα και μπορούν να συσσωρευθούν στους λιπόφιλους ιστούςτων οργανισμών. 50Η δράση των χημικών ρύπων μπορεί να μεταβληθεί σημαντικά ότανυπάρχει μίγμα χημικών ουσιών στο περιβάλλον. Τότε μπορούν να υπάρξουνπροσθετικές δράσεις, συνεργικές ή ανταγωνιστικές. Το όζον και το διοξείδιο τουθείου δρουν συνεργικά στα φυτά. 51 Οι γνώσεις μας για την δράση μιγμάτωνχημικών ρύπων στους οργανισμούς αλλά και στα οικοσυστήματα είναι πολύλίγες. 52 Υπάρχουν σημαντικές δυσκολίες στο να μετρηθούν ποσοτικά οι εκθέσειςτων οργανισμών σε χημικούς ρύπους στο περιβάλλον (έκθεση άμεσα από τασυστατικά του περιβάλλοντος, την τροφή, κλπ). Σε ορισμένες περιπτώσεις είναιπιο εύκολο να διεξαχθούν πειράματα σε εργαστηριακό επίπεδο. Παρόλα αυτά213


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10είναι εμφανές ότι για κάθε χημικό ρύπο τα διάφορα είδη αντιδρούνδιαφορετικά. Ο τρόπος που οι χημικές ουσίες βιοσυσσωρεύονται,μεταβολίζονται, κατανέμονται και απεκκρίνονται από τον οργανισμό διαφέρεισημαντικά από είδος σε είδος. Είναι γνωστό για παράδειγμα ότι τα διάφοραζώα διαφέρουν στον χρόνο που κατακρατούν τον μεθυλοϋδράργυρο στο σώματους (ημιζωή σε ημέρες: μύες: 8 ημέρες, επίμυες 16, άνθρωπος 70, όρνιθα 25, χέλι1000, κλπ). 53Τα κεφάλαια αυτά αποτελούν ένα είδος εισαγωγής στα προβλήματα τηςοικοτοξικολογίας στις πραγματικές περιβαλλοντικές συνθήκες ενόςοικοσυστήματος, όπου υπάρχουν αλληλεπιδράσεις μεταξύ κοινοτήτωνοργανισμών και του φυσικού περιβάλλοντος. Η μελέτη των πληθυσμών, ηπληθυσμιακή δυναμική, η γενετική δυναμική των ατόμων των ειδών και οιεπιδράσεις των χημικών ρύπων σε μεμονωμένους οργανισμούς αποκτούνιδιαίτερη σημασία για την πρόβλεψη των οικολογικών επιδράσεων των ρύπωνστα οικοσυστήματα.10.6. Προβλέψεις για τις Οικολογικές Επιπτώσεις των ΧημικώνΡύπων στα ΟικοσυστήματαΗ πρόβλεψη των επιδράσεων και των επιπτώσεων των χημικών ρύπωνστα οικοσυστήματα παρουσιάζει σημαντικές δυσκολίες λόγω των πολλώνπαραμέτρων και αλληλεπιδράσεων βιοτικών και αβιοτικών παραγόντων.Η πρώτη βασική δυσκολία είναι ο καθορισμός των χημικών ρύπων γιατίστις περισσότερες περιπτώσεις είναι μίγματα ουσιών, μεταβολίτες ή προϊόνταδιάσπασης. Επίσης οι χημικές αυτές ουσίες μπορούν να έχουν προσθετική ή/καισυνεργική δράση στις βιολογικές τους επιδράσεις. Δεύτερη δυσκολία προκύπτειαπό την διασπορά των ρύπων που δεν είναι ομοιόμορφη, μεταβάλλεται με τηνεπίδραση διαφόρων περιβαλλοντικών παραγόντων και το επίπεδο έκθεσηςδιαφέρει σημαντικά στις διάφορες περιοχές ενός οικοσυστήματος. Τρίτηδυσκολία είναι η εκτίμηση της βιολογικής δράσης στον βιόκοσμο, τααποτελέσματα είναι πολύπλοκα για κάθε ζωντανό οργανισμό. Τέλος, η214


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10συνολική εκτίμηση των επιδράσεων στα οικοσυστήματα, δηλαδή οργανισμούςκαι φυσικό περιβάλλον, παρουσιάζει προβλήματα λόγω των πολλαπλώναλληλεπιδράσεων.Από την δεκαετία του 1980 ξεκίνησαν οι πρώτες νομοθετικές ρυθμίσεις,τόσο για την επίδραση των εμπορικών χημικών ουσιών, όσο και για τηνρύπανση που προκύπτει από την βιομηχανική και αστική ρύπανση. 5410.6.1. Πρόβλεψη των επιπτώσεων χημικών ρύπων. Βασικές προϋποθέσειςΤα βασικά ερωτήματα για την πρόβλεψη της επίδρασης χημικών ρύπωνσε ζωντανούς οργανισμούς είναι: Ποια είναι η σχέση μεταξύ έκθεσης και της ποσότητας του ρύπου μέσα στονοργανισμό; Είναι χρήσιμο να διακρίνουμε, ιδιαίτερα για τα ζώα, τηνπρόσληψη χημικών ρύπων μέσω της τροφής, και απευθείας από το φυσικόπεριβάλλον (αέρας, νερά και έδαφος με την εισπνοή, δερματική επαφή καικατάποση). Επίσης, πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι διεργασίες: α)βιοσυγκέντρωση (bioconcentration), δηλαδή την αύξηση της συγκέντρωσηςτου ρύπου από το νερό καθώς διεισδύει στον ζωντανό υδρόβιο οργανισμό,β) βιοσυσσώρευση (bioaccumulation), με παρόμοια έννοια με τονπροηγούμενο όρο, αλλά προσδιορίζει την συνδυασμένη πρόσληψη ρύπωναπό την τροφή και το νερό, και γ) βιομεγένθυνση (biomagnification) πουσημαίνει την αύξηση της συγκέντρωσης των χημικών ρύπων στουςβιολογικούς ιστούς των ζώων κατά την διαδικασία διαδοχής οργανισμώνστην τροφική αλυσίδα. Ποια είναι τα βιολογικά αποτελέσματα συγκεκριμένων ποσοτήτων χημικώνρύπων σε ζωντανούς οργανισμούς; Ποιες είναι οι επιδράσεις στα οικοσυστήματα; Εδώ πρέπει να κάνουμε τηνδιάκριση ότι τα αποτελέσματα δεν είναι μόνο οι άμεσες τοξικές επιδράσειςτων ρύπων στους οργανισμούς, αλλά και έμμεσα μπορεί να προέρχονταιαπό αλλαγές στο αβιοτικό περιβάλλον.215


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10οικοσυστημάτων ήταν φυσικό να εισάγουν κάποιο βαθμό απλοποίησης. Έτσιδημιουργήθηκαν τα πρότυπα (μοντέλα) οικοσυστημάτων ή μικρόκοσμοι(microcosms). Ένα από τα πρότυπα αυτά ήταν για την μελέτη φυτοφαρμάκωνσε ένα σύστημα που περιλάμβανε φυτά, ψάρια, φύκια, κάμπιες, σαλιγκάρια,διάτομα, πλαγκτόν και προνύμφες κουνουπιών. Χρησιμοποιήθηκανραδιοεπισημασμένα φυτοφάρμακα. Είναι ένα εφήμερο σύστημα αλλάμπορούσαν να εξαχθούν συμπεράσματα για την πορεία των φυτοφαρμάκωνμέσα από την τροφική αλυσίδα, τις οικολογικές μεγεθύνσεις (ecologicalmagnification) και τον δείκτη βιοδιασπασιμότητας (biodegradability index). 63Tα πρότυπα αυτά έχουν ορισμένα πλεονεκτήματα, αλλά τααποτελέσματά τους είναι δύσκολο να εκτιμηθούν ποσοτικά για τα πραγματικάοικοσυστήματα. Αργότερα οι ίδιοι ερευνητές δέχθηκαν ότι τα πρότυπα αυτάείναι περιορισμένης αξίας. 64 Για τον λόγο αυτό δεν υπάρχει κοινή συνισταμένηστις γνώμες των επιστημόνων για τους μικρόκοσμους, 65 αλλά θεωρούνται ότιαποτελούν ενδιάμεσες πειραματικές διατάξεις για απλά εργαστηριακάπειράματα σε οργανισμούς και έρευνες πεδίου. 66Ένα άλλο πρότυπο που χρησιμοποιήθηκε ήταν το CEPEX (ControlledEcosystem Population Experiment) από θαλάσσιους βιολόγους. Αποτελούνταναπό πλαστικές σακούλες μεγάλης επιφάνειας που περιείχαν, το μεγαλύτερο,1700 κυβικά μέτρα, κρεμασμένα από την επιφάνεια της θάλασσας με κλειστό ήανοικτό πυθμένα. Τα συστήματα αυτά είχαν το πλεονέκτημα ότι διάφορα είδηζούσαν σε συνθήκες περιβάλλοντος, σε φυσικές διαστάσεις και μεαλληλεπιδράσεις στα διάφορα τροφικά επίπεδα, αν και τα μεγάλα ψάρια είχαναποκλειστεί. 67 Αρχικά μελετήθηκε η επίδραση υδραργύρου. Τα αποτελέσματαείχαν αρκετά ενδιαφέρουσες πλευρές, αλλά παρουσιάσθηκαν και τεχνικέςδυσκολίες, όπως η καταβύθιση οργανισμών, η προσκόλληση οργανισμών σταπλαστικά τοιχώματα και η στέρηση φωτός για το πλαγκτόν. 68Οι κανονιστικές/νομοθετικές ρυθμίσεις στις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίαςτου 1960 (National Environmental Policy Act, 1969) και οι ανάγκες για τηναξιολόγηση των επιπτώσεων και των κινδύνων από χημικές ουσίες στο219


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10περιβάλλον (environmental impact assessment) προέτρεψαν τους επιστήμονεςστην κατασκευή προτύπων που θα μελετούσαν την κατανομή των ρύπων, τιςμεταβολές τους με τον χρόνο και τις βιολογικές συνέπειες. Ένα από τα αρχικάπρότυπα χρησιμοποιήθηκε για την μελέτη του DDΤ και των μεταβολιτών τουστα νερά της λίμνης Clear Lake, στην Καλιφόρνια. Το πρότυπο διαχώρισε τοοικοσύστημα σε διάφορα συστατικά μέρη-είδη οργανισμών με παρόμοιεςοικολογικές λειτουργίες. Κάθε τμήμα υποτίθεται ότι μεταφέρει τα υπολείμματασε άλλο τμήμα με έναν ορισμένο ρυθμό. Τα πρότυπα αυτά, κυρίως πρότυπατροφικού πλέγματος, έβγαλαν σύνθετα και χρήσιμα συμπεράσματαχρησιμοποιώντας στοιχεία από συντελεστές κατανομής, ρυθμούς διατροφής,φυσιολογίας οργανισμών και τοξικολογίας. Μπορούν να αποβούν χρήσιμαακόμη και με λιγότερα τμήματα, αλλά που θα διατηρούν τις πιο σημαντικέςδιεργασίες των οργανισμών σε σχέση με το περιβάλλον τους. 69X1ΝεράX5Μικρά πελαγικάψάριαX10Πτηνά(βουτηχτάρα)X3ΠλαγκτόνX7Μεγάλα πελαγικάψάριαX6Μικρά βενθικάψάριαX9ΙχθυοφάγαπτηνάX12ΆνθρωποςX2ΙλύςX4ΒένθοςX6Μεγάλα βενθικάψάριαX11ΝήσσεςΣχήμα 10.7. Τα τμήματα του προτύπου για το οικοσύστημα της λίμνης Clear, στηνΚαλιφόρνια. Μελέτη της μεταφοράς των υπολειμμάτων DDΤ-Residues (DDT, DDE,DDD) στα διάφορα τμήματα με διάφορους συντελεστές μεταφοράς. 69220


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10Τα πρότυπα απομίμησης των οικοσυστημάτων για την μελέτη τωνχημικών ρύπων παρουσιάζουν αρκετά πλεονεκτήματα για τον μελετητή καιμπορούν να δώσουν χρήσιμες ιδέες για τις έρευνες πεδίου. Επίσης, μπορούν ναμελετήσουν υποθέσεις σε σύντομο χρονικό διάστημα με ποσοτικά δεδομένα,αλλά με κανένα τρόπο δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την αξία των ερευνώνπεδίου.10.7. Παρακολούθηση της Διασποράς Ρύπων στο Περιβάλλον καιστους Οργανισμούς των ΟικοσυστημάτωνΗ παρακολούθηση της πορείας των χημικών ρύπων στο περιβάλλον(monitoring) και οι επιδράσεις στους οργανισμούς απαιτούν συστηματικήδειγματοληψία, στρατηγική δειγματοληψίας για την λήψη αντιπροσωπευτικώνδειγμάτων, αναλύσεις και μεθοδολογία αναλύσεων για την καλύτερηπιστοποίηση των συγκεντρώσεων των ουσιών στα δείγματα. Οι αντικειμενικοίσκοποί ενός προγράμματος παρακολούθησης χημικών ρύπων σεοικοσυστήματα πρέπει να περιλαμβάνει: α) τους ρυθμούς απελευθέρωσηςχημικών ρύπων στο περιβάλλον, β)ποσοτική εκτίμηση και αλλαγές των ρύπωνστο περιβάλλον, και γ) τις συγκεντρώσειςτων ρύπων ή μεταβολιτών τους στουςβιολογικούς ιστούς και τις βιολογικέςεπιδράσεις. 70,71 Οι αλλαγές που επέρχονταιπρέπει να συγκρίνονται με παρόμοιαοικοσυστήματα στα οποία δεν υπάρχειρύπανση. 72Υπάρχει σημαντική δυσκολία να προσδιορισθούν οι βιολογικέςεπιδράσεις σε έρευνες πεδίου, για τον λόγο αυτό ορισμένοι επιστήμονεςθεωρούν ότι είναι ευκολότερο να μετρηθούν οι συγκεντρώσεις μεταβολιτώνστους οργανισμούς και να συγκριθούν με πρότυπα. Η ιδανική παρακολούθηση(monitoring) απαιτεί να προσδιορισθούν οι βασικέςς πορείες των χημικών221


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ρύπων, που είναι κρίσιμες για την δράση και ο στόχος ή στόχοι προσβολήςστους οργανισμούς. Ακολουθεί ο προσδιορισμός του κρίσιμου επιπέδου δόσηςαποτελέσματος,κάτω από το οποίο δεν υπάρχει βλάβη ή κάποιος βαθμόςανεκτής παροδικής βλάβης. 73 Όταν πραγματοποιηθούν οι προσδιορισμοίαυτοί, τότε είναι δυνατό να καθιερωθούν τα κριτήρια για την ποσοτική σχέσημεταξύ έκθεσης και αποτελέσματος.Τα αποτελέσματα αυτά βοηθούν άμεσα στην εφαρμογή: α) βασικώνπροτύπων (standards) για προστασία του περιβάλλοντος, β) περιβαλλοντικώνπροτύπων ποιότητας (environmental quality standards), και γ) αναλογούνταόρια εκπομπών από πηγές ρύπανσης που δεν θα προκαλέσουν βλαβερέςεπιδράσεις. 2 Τα πρότυπα αυτά για την περιβαλλοντική προστασία έχουνεφαρμοσθεί σε πολλές χώρες και η παρακολούθηση των συγκεντρώσεων επίσυνεχούς βάσης είναι απαραίτητη με τις υπάρχουσες κανονιστικές/νομοθετικέςρυθμίσεις των τελευταίων δεκαετιών. Ωστόσο υπάρχουν αρκετά προβλήματακαι κενά στις γνώσεις των επιστημόνων για την επίδραση πολλών χημικώνρύπων στο περιβάλλον. 74 Η συνεχής παρακολούθηση τοξικών ρύπων με τιςμεθόδους που υπάρχουν έχει διάφορα προβλήματα: δεν είναι δυνατό ναμετρηθούν όλοι οι ρύποι, οι αναλύσεις ρουτίνας δεν έχουν μεγάλη ευαισθησία,οι ρύποι μπορεί να δρουν συνεργικά και ορισμένες φορές στις αναλύσειςμπορεί να διαφύγουν υψηλές, παροδικές εκπομπές.Ειδικά για τα τοξικά απόβλητα (υγρά και στερεά που εκπέμπονται σευδατικά συστήματα) χρησιμοποιούνται ψάρια, των οποίων η συμπεριφοράπαρακολουθείται επί συνεχούς βάσης. 75Για χημικές ουσίες-ρύπους που διατηρούνται για μακρό χρονικόδιάστημα (μικρής βιοδιασπασιμότητας) στο περιβάλλον υπάρχουν διαφορετικάκριτήρια, λόγω των βιομεγενθύνσεων που μπορούν να συμβούν μέσω τωντροφικών αλυσίδων. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση δημιουργήθηκαν δύο απόψειςγια τον έλεγχο των υπαρχουσών χημικών ουσιών που είναι συγχρόνως τοξικές,μη οικοδομήσιμες και τείνουν να συσσωρευθούν στους βιολογικούςοργανισμούς. Η Μ. Βρετανία αποδέχεται τους αντικειμενικούς σκοπούςπεριβαλλοντικής ποιότητας (environmental quality objectives, ΕQOs)- δηλαδή222


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ανεκτές ποσότητες ρύπων στο περιβάλλον, ενώ οι άλλες χώρες της ΕΕπροτείνουν πρότυπα εκπομπών, δηλαδή ανεκτές ποσότητες εκπομπών. 76 Έτσι,για το κάδμιο στα νερά, με το πρώτο πρότυπο η ολική ποσότητα καδμίου μεπρέπει να ξεπερνά τα 5 μg/l, ενώ το πρότυπο εκπομπής για το κάδμιο στιςχρωστικές ουσίες σημαίνει ότι λιγότερο από 0,03% του καδμίου πουχρησιμοποιήθηκε μπορεί να απελευθερωθεί στο περιβάλλον, και επιπλέον δενπρέπει να υπάρχουν συγκεντρώσεις μεγαλύτερες των 0,2mg καδμίου ανά λίτρουγρών αποβλήτων. 77 Τα πρότυπα εκπομπών θεωρούνται ότι καθορίζουν ίσουςόρους συναγωνισμού στις χώρες-μέλη της ΕΕ. Η μεγάλη διαφορά μεταξύ τωνδύο απόψεων για πρότυπα τοξικών ουσιών φαίνεται ιδιαίτερα σε μηαποικοδομήσιμες ουσίες. Το κάδμιο δεν διασπάται, άρα η συνολική ποσότηταπαίζει σημαντικότερο ρόλο για τις επιδράσεις στους οργανισμούς, σε σχέση μετις ποσότητες που εκλύονται στο περιβάλλον κοντά στο σημείο απελευθέρωσης. 2Πολλοί επιστήμονες έχουν επιχειρηματολογήσει για την μελέτη τωνεπιδράσεων στους οργανισμούς σε αντίθεση με τα επιτρεπόμενα όρια τωνεκπομπών. 78 Ιδιαίτερα όταν τα όρια αυτά έχουν προσδιορισθεί με τις "καλύτερα τεχνικά διαθέσιμα μέσα" (best practical means) ή με την τελευταίαεξέλιξη της "καλύτερης πρακτικά περιβαλλοντικά εκλογής" (best practicableenvironmental option), η οποία είναι συνδυασμός μεθόδων ελέγχου καιαπόρριψης αποβλήτων σε μορφές που δεν προκαλούν περιβαλλοντική βλάβημέσα στα όρια του τεχνικά εφικτού και οικονομικά αποδεκτού. 7910.7.1. Αναλύσεις για χημικές ουσίες-ρύπους μέσα στους οργανισμούςΥπάρχουν διάφορα πρότυπα διεθνών και εθνικών οργανισμών για τηνανάλυση χημικών ρύπων μέσα σε ζωντανούς οργανισμούς. Οι υδρόβιοιοργανισμοί αποτελούν ιδανική περίπτωση για την μελέτη της συσσώρευσηςχημικών ουσιών σε οργανισμούς σε αντίθεση με τις αναλύσεις σε αβιοτικάδείγματα (δηλαδή νερού από διάφορα υδάτινα συστήματα όπου ζουν ταυδρόβια). 80 Τα πλεονεκτήματα είναι:223


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10‣ Αρκετοί χημικοί ρύποι, όπως τα βαρέα μέταλλα και οι οργανοχλωριωμένεςενώσεις, βρίσκονται σε υψηλότερες συγκεντρώσεις στους οργανισμούς σεσχέση με το νερό, με παράγοντα που κυμαίνεται από 10 3 -10 6 , καθιστώνταςτην ανάλυση ευκολότερη.‣ Οι αναλύσεις των οργανισμών μετρούν την διαθεσιμότητα του ρύπου, πουείναι πιο σημαντική για τις βιολογικές επιδράσεις.‣ Οι οργανισμοί αφομοιώνουν τις ποσότητες των ρύπων σε κάποιο χρονικόδιάστημα που είναι διαφορετικό για κάθε είδος και ανάλογα με τονσυνδυασμό των άλλων ουσιών του μίγματος.Παρόμοια επιχειρήματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για τιςαναλύσεις των χημικών ρύπων μέσα στο σώμα των χερσαίων οργανισμών. Οβιολογικός έλεγχος είναι πάντοτε πιο χρήσιμος λόγω της ποικιλίας των ειδώνκαι των διαφορετικών χρόνων αφομοίωσης των χημικών ουσιών, πουκαθορίζουν την βιομεγέθυνση στα διάφορα όργανα και τις βιολογικές βλάβες. 81Ωστόσο, πρέπει να προσεχθούν δύο βασικές προϋποθέσεις. Πρώτη, ότι οιαναλύσεις των βιολογικών ιστών για χημικές ουσίες-ρύπους πρέπει να είναιαποτέλεσμα της περιβαλλοντικής ρύπανσης. Οι αναλύσεις αυτές ορισμένεςφορές δεν δίνουν μια ξεκάθαρη εικόνα των συγκεντρώσεων στο περιβάλλον,εκτός και αν γνωρίζουμε τους συγκεκριμένους ρύπους, τα είδη και τονοικοτόπο. Οι αναλύσεις όμως σε ένα είδος δεν δίνουν αυτόματα ενδείξεις γιασυγκεντρώσεις σε άλλα είδη του αυτού οικοτόπου. Η δεύτερη προϋπόθεση είναιότι οι αναλύσεις οργανισμών (φυτά ή ζώα) είναι αντιπροσωπευτικοί τωνπληθυσμών στην περιοχή όπου πραγματοποιούνται οι μετρήσεις. 82Τα βασικότερα προβλήματα στις μετρήσεις οργανισμών είναι:‣ Οι συγκεντρώσεις σε ορισμένα δείγματα να ξεπερνούν κατά πολύ τον μέσοόρο των άλλων δειγμάτων. Σε ένα διεθνές πρόγραμμα αναλύσεων χημικώνουσιών σε οργανισμούς του ΟΟΣΑ, οι περιπτώσεις των δειγμάτων πουπαρουσίαζαν εξαιρετικά υψηλές συγκεντρώσεις απορρίπτονταν. Στιςπεριπτώσεις όπου η διαφορά μεταξύ των υψηλών τιμών και του μέσου όρουήταν τριπλάσια της τυπικής απόκλισης (standard deviation) όλων των τιμώντων δειγμάτων. 83224


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10‣ Οι συγκεντρώσεις των χημικών ρύπων στο σώμα των οργανισμών εξαρτάταιαπό το βάρος και την ηλικία του οργανισμού. Οι σχέσεις αυτές μπορεί ναείναι πολύπλοκες ανάλογα με το είδος και την χημική ουσία. Ησυγκέντρωση υδραργύρου, για παράδειγμα, στις ρέγκες (Clupea harengus),αυξάνεται με την ηλικία, αλλά για τα δύο πρώτα χρόνια ζωής, τα άτομα πουείναι βαρύτερα (παρόμοιας ηλικίας) έχουν μικρότερες συγκεντρώσεις. 84 Γιατον λόγο αυτό πρέπει στις αναλύσεις να προσδιορίζονται η ηλικία και τοβάρος του σώματος των οργανισμών.10.7.2. Προσδιορισμός των επιβλαβών επιδράσεων των ρύπων στουςοργανισμούςΟι βασικές προϋποθέσειςγια να μετρηθούν οι επιβλαβείςεπιπτώσεις της έκθεσης τωνοργανισμών σε ρύπους, είναινα υπάρξει κατάλληλη μέθοδοςνα προσδιορισθούν οιμεταβολές, και να γίνει σωστήεκτίμηση των αιτίων αυτών των αλλαγών στον οργανισμό. Η βασική αρχή γιατις μετρήσεις των χημικών ρύπων στους βιολογικούς ιστούς και σε ολόκληρο τοσώμα ενός οργανισμού, είναι ότι πρέπει να αναμένεται η αποκατάσταση τηςισορροπίας για να υπάρχει διασύνδεση των συγκεντρώσεων και σε αναλογία μετην έκθεση από το περιβάλλον. Ιδιαίτερα για τα άγρια ζώα που έχουνδιαφορετικού βαθμού έκθεσης σε ορισμένο χρονικό διάστημα, οι ποσότητες τωνχημικών ρύπων σε έναν ιστό θα διαφέρουν από τους άλλους. Για τον λόγο αυτόπρέπει να ληφθεί υπόψη η συνολική επιβάρυνση του σώματος σε χημικούςρύπους, εάν όμως γίνει ανάλυση σε κάποιον βιολογικό ιστό πρέπει ναδιευκρινισθούν οι λόγοι για την εκλογή. 2Η γνώση των συγκεντρώσεων χημικών ρύπων σε οργανισμούς μπορεί νασυνδεθεί άμεσα με την σχέση δόσης-αποτελέσματος, και κατά συνέπεια με225


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10επιδράσεις που μπορεί να είναι βλαβερές στον πληθυσμό ενός είδους. Ωστόσουπάρχουν και άλλοι παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη για ναεξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα. Οι επιστήμονες ενδιαφέρονται βασικά γιατο μέγεθος, την δομή και την κατανομή πληθυσμών συγκεκριμένων ειδών καισε ιδανικές μελέτες θα εξετασθούν όλα τα είδη μιας κοινότητας. Η παρουσίασητων αποτελεσμάτων, ποιοτικών και ποσοτικών είναι αρκετά δύσκολη εργασίακαι σε αρκετές περιπτώσεις προκύπτουν παρανοήσεις. 85Προσπάθειες σχεδιασμού βιοτικών δεικτών (biotic indices) για τηνρύπανση του περιβάλλοντος βασίσθηκαν στην αφθονία, παρουσία ή απουσίαδιαφόρων ειδών, δηλαδή την συχνότητα κατανομής σε μια κοινότητα. Οιπροσπάθειες αυτές περιέχουν πολλές παραμέτρους αλλά και για λόγουςσυντομίας έχουν πολλά κενά. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα τέτοιωνμοντέλων που εφαρμόσθηκαν σε συγκεκριμένες κοινότητες. Οι Gray και Mirzaανάπτυξαν ένα μοντέλο βιοτικών δεικτών για τις μεταβολές στην δομήπαράκτιων βενθικών κοινοτήτων (φυτά και ζώα που ζουν στο πυθμένα τηςθάλασσας ή λίμνης) από την ρύπανση με οργανικές ουσίες. 86 Ωστόσο, πρέπεινα ληφθούν υπόψη και φυσικοί παράγοντες, όπως καταιγίδες και χαμηλέςσυγκεντρώσεις οξυγόνου. Παρόμοιες μελέτες στην Νορβηγία δεν έδειξαν ταίδια αποτελέσματα (συχνότητα κατανομής των ειδών της βενθικής κοινότητας)για ρύπανση από βαρέα μέταλλα. 87 Άλλοι επιστήμονες χρησιμοποιούν τουςδείκτες ανομοιογένειας ή ποικιλίας (diversity indices) των ειδών. Το μέγιστο τηςποικιλίας επιτυγχάνεται όταν όλα τα είδη έχουν παρόμοιο αριθμό μελών.Επίσης έχουν δημιουργηθεί και μη παραμετρικοί δείκτες οι οποίοι συνδυάζουντους παραπάνω δείκτες. Υπάρχουν αρκετές κριτικές για τους δείκτες, όπως είναιφυσικό υπάρχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. 88 Οι βιοτικοί δείκτες καιοι δείκτες ποικιλίας επίσης παρουσιάζουν αρκετά μειονεκτήματα. Για τηνχρησιμοποίησή τους απαιτούνται εκτενείς πληροφορίες για το οικοσύστημα καιτο είδος των ρύπων και ιδιαίτερα ακριβή προσδιορισμό των ειδών πουμελετούνται. 89,90226


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1010.7.3. Παρακολούθηση των επιδράσεων της ρύπανσης με συγκεκριμένα είδηΟρισμένα είδη σε ένα οικοσύστημα διατηρούν κεντρικό ρόλο για τηνκατάσταση που επικρατεί. Η παρακολούθηση των ειδών αυτών μπορεί ναληφθεί ως αντιπροσωπευτική και για το σύνολο, ενώ συγχρόνως μπορεί ναπροσδιορισθεί ο βαθμός ρύπανσης του φυσικού περιβάλλοντος. Υπάρχουνπολλά κριτήρια για τα είδη που μπορούν να χρησιμοποιηθούν, αλλά καιπολλές κριτικές για την επιλογή τους. Οι οργανισμοί που θα χρησιμοποιηθούνως αντιπροσωπευτικοί πρέπει να πληρούν τα παρακάτω βασικά κριτήρια: 91 να είναι ευρύτατα διαδεδομένοι και σε αφθονία, εύκολο να εξακριβωθούν και να συλλεγούν, να υπάρχουν σε μια ορισμένη ποσότητα ώστε να διευκολύνουν τιςαναλύσεις και τις παρατηρήσεις, επιδημητικά (δηλαδή παραμένουν στην ίδια περιοχή ή χώρα σε αντίθεση μετα αποδημητικά πτηνά) στα περισσότερα στάδια του κύκλου της ζωής τους, να είναι γηράσκουν εύκολα ώστε να γίνονται παρατηρήσεις και σε σχέση μετην ηλικία, να περιέχουν τέτοιες συγκεντρώσεις του χημικού ρύπου ή ρύπων ώστε ναδιευκολύνεται η ανάλυση, αλλά και σε ποσότητες που να μην προκαλούνδιαταραχές ή να σκοτώνουν τα άτομα του πληθυσμού, να είναι κατάλληλα για εργαστηριακές μελέτες, να είναι είδη που να χρειάζεται να προστατεύσουμε από την ρυπανση καιγια τα οποία να υπάρχουν αρκετές μελέτες και πληροφορίες, να είναι είδη που να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή επίδρασης τηςρύπανσης, εκτός και αν απαιτούνται πειράματα σε ζώα που βρίσκονται σταανώτερα επίπεδα της τροφικής αλυσίδας.Ένα από τα πιο απλά παραδείγματα χρησιμοποίησης του πληθυσμούενός είδους για την πιστοποίηση της ρύπανσης είναι η περίπτωση των λειχήνωνγια την ρύπανση από διοξείδιο του θείου. Η ιστορία της μελέτης των λειχήνωνστην Μ. Βρετανία είναι 200 ετών και είναι γνωστό ποια είδη υπήρχαν ή έχουνπεριορισθεί ή εξαφανισθεί στην περίοδο αυτή. Έχει προταθεί μία κλίμακα με 11227


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ζώνες όπου η παρουσία ή απουσία λειχήνων στους κορμούς των δένδρωνμπορεί να συσχετισθεί με την συγκέντρωση διοξειδίου του θείου στηνατμόσφαιρα (μέσες τιμές κατά τους χειμερινούς μήνες) μετά από μελέτες καιπαρατηρήσεις αρκετών χρόνων. Επειδή το είδος των λειχήνων στους κορμούςεπηρεάζεται και από άλλους παράγοντες, πρέπει να επιλεγούν με προσοχή. 92Σχήμα 10.8. Είδη λειχήνων που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση των επιπέδωνρύπανσης του ατμοσφαιρικού αέρα.228


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1010.8. Πρόσφατες Εξελίξεις και Εκτίμηση Ερευνών τηςΟικοτοξικολογίαςΤην τελευταία δεκαετία οι οικοτοξικολογικές έρευνες και ο πρότυπεςδοκιμασίες τοξικότητας σε οργανισμούς και οικοσυστήματα έχουν διευρυνθείσε μεγάλο βαθμό. Συγχρόνως έχουν διαφανεί οι κυριότερες δυσκολίες τηςεκτίμησης των αποτελεσμάτων στα πολύπλοκα οικοσυστήματα. Στο τμήμααυτό γίνεται προσπάθεια να καταγραφούν σύντομα οι κυριότερες εξελίξεις καιπροβλήματα.Οι απλές τοξικολογικές μελέτες που εκτελούνταν πριν μερικές δεκαετίεςαφορούσαν κυρίως βαρέα μέταλλα, φυτοφάρμακα και οργανικές ουσίες. Τηντελευταία δεκαετία οι τοξικολογικές έρευνες έχουν επεκταθεί σε πιο σύνθεταμίγματα χημικών ουσιών, για οικοσυστήματα με πολλαπλές αλληλεπιδράσειςκαι με αναλυτικές τεχνικές που είναι μετρούν χαμηλότερες συγκεντρώσεις. Οιέρευνες προσδιορίζουν όχι μόνο θανατηφόρες δόσεις αλλά και άλλεςεπιδράσεις πιο ευαίσθητες (ικανότητα αναπαραγωγής, ανάπτυξη οργανισμών,ειδικούς δείκτες τοξικότητας σε βιολογικούς ιστούς, κλπ).Οι οικοτοξικολογικές έρευνες έχουν επιτύχει να διαφοροποιήσουν τηνρύπανση χαμηλών συγκεντρώσεων πάνω από το κανονικό επίπεδο(contamination) από την ρύπανση (pollution) υψηλών συγκεντρώσεων ρύπων,που έχει σαν αποτέλεσμα επιβλαβείς επιδράσεις ή/και κίνδυνο για την υγείατου ανθρώπου. 9310.8.1. Πρότυπες δοκιμασίες τοξικότητας: πλεονεκτήματα και μειονεκτήματαΟι δοκιμασίες τοξικότητας που χρησιμοποιούνται σήμερα έχουνπλεονεκτήματα αλλά και μειονεκτήματα. Μεταξύ των πλεονεκτημάτων είναι ηπροτυποποίηση των πρωτοκόλλων δοκιμών τοξικότητας ώστε ναεφαρμόζονται και σε ιδιωτικά εργαστήρια. Οι μέθοδοι δίνουν επαναλήψιμααποτελέσματα, μπορούν να εφαρμοσθούν οι πρακτικές της καλήςεργαστηριακής τεχνικής και ελέγχου ποιότητας των αποτελεσμάτων (quality229


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10assurance/quality control). Οι νέες δοκιμασίες περιλαμβάνουν αρκετή ποικιλίαειδών και απαιτούμενων αποτελεσμάτων, είναι χαμηλού κόστους καιαυξημένης παραγωγικότητας. Στα μειονεκτήματα μπορούν να περιληφθούν, ητάση χρησιμοποίησης οργανισμών που αναπτύσσονται εύκολα και ο χειρισμόςτους είναι απλός στο εργαστήριο, με αποτέλεσμα να περιορίζονται οι στόχοιτων δοκιμασιών και των απαιτούμενων αποτελεσμάτων, καθώς και τηςδιάρκειας (δοκιμασίες σε μέρος του κύκλου ζωής αντί για ολόκληρο κύκλοζωής).Σαν παραδείγματα μπορούν νααναφερθούν η χρήση στην δεκαετία του ’70της Daphnia pulex σε σχέση με τις άλλεςδαφνίδες λόγω της μεγαλύτερης ευαισθησίαςτης σε δοκιμασίες αναπαραγωγικότητας. ΗDaphnia magna και Ceriodaphnia dubia παρουσιάζουν μικρότερη ευαισθησία απότην Dapnhia pulex, αλλά τα τελευταία χρόνια οι τοξικολόγοι τις χρησιμοποιούνσε μεγαλύτερο βαθμό λόγω του ότι μπορούν να αναπτυχθούν ευκολότερα. 94Επίσης, άλλες δοκιμασίες που διαρκούσαν μερικούς μήνες έχουναντικατασταθεί με δοκιμασίες ημερών, αλλά δεν είναι το ίδιο ευαίσθητοι. Όπωςσυμβαίνει με τα ψάρια rainbow trout (Oncorhynchus mykiss) και flagfish(Jordanella floridiae) για δοκιμασίες 44-92 ημερών, ενώ το ψάρι fathead minnow(Pimephales promelas) χρησιμοποιείται πρόσφατα για δοκιμασίες 7 ημερών. 95Οι δοκιμασίες με τυποποιημένες μεθοδολογίες και σύντομη διάρκειαείναι πρακτικές και παράγουν γρήγορα τοξικολογικά δεδομένα, αλλάχρειάζεται να προωθούνται και έρευνες με οικοτοξικολογικά κριτήρια, τόσο μεμακροχρόνιες δοκιμασίες, όσο και με είδη που είναι ευαίσθητα και μεγαλύτερηςοικολογικής σημασίας, παρά τις δυσκολίες που παρουσιάζουν στο πειραματικόμέρος. 95,96Παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί υπάρχουν ακόμη περιορισμένοςαριθμός δοκιμασιών και τελικών-σημείων (end-points) στα πειραματικάαποτελέσματα, τόσο για διάφορους βιοτόπους, όσο και για επιβλαβείςεπιδράσεις. Νέα είδη δοκιμασιών αναπτύσσονται και βελτιώνονται ολοένα από230


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10διάφορα εργαστήρια. 97-99 Για πολλές δοκιμασίες οικοτοξικότητας μεοργανισμούς που χρησιμοποιούνται στο εργαστήριο υπάρχουν χρήσιμεςτράπεζες δεδομένων. 100Οι πρότυπες δοκιμασίες εφαρμόζονται στα 4 στάδια της βιολογικήςοργάνωσης: βιοχημικό και κυτταρικό στάδιο, ολόκληρος οργανισμός,πληθυσμοί ειδών και βιοκοινότητες. Στο πρώτο στάδιο χρησιμοποιούνταιβιοδείκτες (biomarkers) για βιοχημικές, φυσιολογικές και ιστολογικέςμεταβολές λόγω της επίδρασης ρύπων στο περιβάλλον. Παράδειγμα οιβιοδείκτες για έκθεση ψαριών πυθμένα σε αρωματικούς πολυκυκλικούςυδρογονάνθρακες (ΠΑΥ). 101 Οι τεχνικές αυτές εφαρμόζονται ολοένα καιπερισσότερο με την πρόοδο των αναλυτικών μεθόδων. Υπάρχουν ορισμέναπροβλήματα στην εφαρμογή τους. 102Άλλοι επιστήμονες θεωρούν τουςβιοδείκτες χρήσιμους, 103 ενώ άλλοι πιστεύουν ότι οι οικοτοξικολογικές έρευνεςπρέπει να λαμβάνουν υπόψη την πολυπλοκότητα των βιολογικώνοικοσυστημάτων και δεν είναι εύκολο να προεκτείνουν τα τοξικολογικάαποτελέσματα από απλούς οργανισμούς. 104,105Οι οδοί έκθεσης των πειραματόζωων σε χημικούς ρύπους παίζουνσημαντικό ρόλο όταν πρόκειται να γίνει σύγκριση αποτελεσμάτων σευδρόβιους οργανισμούς. Στην περίπτωση των πειραμάτων με στήλες ύδατος(water column) ενώ η ισορροπία κατανομής του ρύπου είναι πρωταρχικήςσημασίας στις συγκεντρώσεις των μη πολικών ρύπων, όπως τα PCBs, στα μικράψάρια, η τροφή είναι πρωταρχικός παράγοντας εισόδου στο σώμα τωνπειραματόζωων για ψάρια που βρίσκονται σε υψηλότερα τροφικά επίπεδα. 106Οι έρευνες για την επίδραση ρύπων στο αναπαραγωγικό σύστημαπειραματόζωων είναι ειδικές περιπτώσεις και τα αποτελέσματα τουςχρειάζονται πρωτότυπη ανάλυση. Oι δυσλειτουργίες του αναπαραγωγικούςσυστήματος ζωντανών οργανισμών αναγνωρίζονται εδώ και αρκετά χρόνια ωςπρωταρχικής σημασίας στις οικοτοξικολογικές έρευνες. Οι παρενέργειεςεμφανίζονται σε σχετικά χαμηλές συγκεντρώσεις ρύπων στο περιβάλλον. 107231


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10Για το θέμα αυτό έχουν γίνει πρόσφατα διάφορα συνέδρια και έχουν ξεκινήσειερευνητικά προγράμματα. 108,10910.8.2. Αποδοχή ορίων πειραματικών αποτελεσμάτων και χρησιμότητα γιακανονιστικές ρυθμίσεις. Συσχετισμός εξωτερικής συγκέντρωσης ρύπων καιεσωτερικής δόσης. Κανονιστικές ρυθμίσεις.Οι οικοτοξικολογικές έρευνες διεξάγονται σε πολλά εργαστήρια και σεδιάφορες χώρες. Οι εργαστηριακές πρακτικές ποικίλουν. Τα πειραματικάαποτελέσματα διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους και πρέπει να υπάρξουναποδεκτά όρια διακύμανσης των δεδομένων για αποδοχή από υπηρεσίες πουρυθμίζουν κανονιστικές/νομοθετικές διατάξεις. Τα αποτελέσματα διαφέρουνσημαντικά σε χρόνιες έρευνες σε σχέση με οξείες τοξικολογικές έρευνες καιαπαιτούνται κάποια αποδεκτά όρια διακύμανσης των αποτελεσμάτων. 110Ορισμένα αποτελέσματα, όπως LC 50 και EC 50, μπορούν να συγκριθούνποσοτικά, ενώ αποτελέσματα, όπως NOECs (no observed effect concentrations)είναι δύσκολο να συγκριθούν λόγω της μεγάλης ποικιλίας που παρουσιάζουν,για τον σκοπό αυτό έχουν προταθεί εναλλακτικές λύσεις. 111Συγκρίσεις, σε τοξικολογικά πειράματα, μεταξύ εξωτερικής τοξικήςσυγκέντρωσης χημικών ρύπων και εσωτερικής δόσης (που παραλαμβάνει έναςοργανισμός) είναι χρήσιμες. Η εσωτερική δόση έχει χρησιμοποιηθεί για τηνπρόβλεψη επιβλαβών επιδράσεων σε υδρόβια τοξικολογικά πειράματα.112Πειράματα με ιζήματα και ρυπασμένα εδάφη παρουσιάζουν πολυπλοκότηταλόγω των πολλών ρύπων και των πολλαπλών οδών έκθεσης σε οργανισμούς.Αλλά για ορισμένες χημικές ουσίες και οργανισμούς η προσέγγιση τουπροβλήματος με βάση τον προσδιορισμό του υπολείμματος είναι αρκετή γιατην εκτίμηση της βλάβης. 113 Στους χερσαίους οργανισμούς οι εσωτερικέςσυγκεντρώσεις διαφέρουν ανάλογα με τον οργανισμό (ή υπάρχειβιοσυσσώρευση του ρύπου ή βιοαποικοδόμηση και αποβολή με τον χρόνο) σεσχέση με τις εξωτερικές συγκεντρώσεις. 114232


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10Τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται πολλές νέες οικοτοξικολογικέςυποθέσεις που απαιτούν νέες διευρυμένες ερευνητικές προσπάθειες και μεγάλοαριθμό πειραματικών αποτελεσμάτων. 115Χρήσιμα αποτελέσματα και οικοτοξικολογικές εκτιμήσεις εξάγονται απόσυνδυασμούς πειραματικών δεδομένων (χημικές αναλύσεις, παρατηρήσειςτοξικότητας σε απλούς οργανισμούς, παρατηρήσεις από πειράματα πεδίου σεοικοσυστήματα κλπ). 116 Σε πολλές χώρες οι οικοτοξικολογικές έρευνες και ησυσσώρευση πειραματικών δεδομένων έχει ως αποτέλεσμα την εκτέλεσημελετών οικολογικών επιπτώσεων από την χρήση ορισμένων ουσιών ή τηναπόρριψη αποβλήτων. Ήδη ορισμένες έρευνες προώθησαν την ταχείαεφαρμογή μέτρων προστασίας ευαίσθητων οικοσυστημάτων και αρχώνπρόληψης του περιβάλλοντος10.9. Βιβλιογραφία1. Truhaut R. Ecotoxicology: objectives, principles and perspectives.Ecotoxicology and Environmental Safety, 1: 151-173, 1977.2. Moriarty F. Ecotoxicology. The Study of Pollutants in Ecosystems.Academic Press, London, 1983, (2nd ed) 1988.3. Carson R. Silent Spring. Houghton Miffin, Boston, 1962.4. Rudd RL. Pesticides and the Living Landscape. Univ. of Wisconsin Press,Madison, 1964.5. Connell DW. Ecotoxicology -A framework for investigations of hazardouschemicals in the environment. A<strong>MB</strong>IO, 16: 47- 50, 1987.6. Connell DW, Miller GJ. The Chemistry and Ecotoxicology of Pollution. JohnWiley and Sons, New York, 1984.7. OECD. The State of the Environment. OECD, Paris, 1991.8. Jones PD, Wigley TML. Global warming trends. Scientific American 267:66-73, 1990; Grubb M. The Greenhouse Effect: Negotiating Targets. Energyand Environmental Programme, Royal Institute of International Affairs,London, 1989.233


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 109. Houghton RA. The future role of tropical forests in affecting the carbondioxide concentration of the atmosphere. A<strong>MB</strong>IO, 19: 204-209, 1990.10. Haines A. Global warming and health. Brit Med J, 302: 669-670, 1991.11. Cullis CF, Hirschler MM. Atmospheric sulfur: natural and man-madesources. Atmospheric Environ, 14: 1263-1278, 1980.12. OECD. Environmental Data. Compedium 1993. OECD, Paris, 1993.13. Σίσκος ΠΑ, Σμυρνιούδη ΒΝ. Χημεία υγρών και ξηρών κατακρημνίσεωνστον ελλαδικό χώρο. Πρακτικά Συνεδρίου Χημεία και Περιβάλλον, ΕΕΧ,Αθήνα, 1990.14. Heliotis F, Karandinos M, Whiton J. Air pollution and the decline of theforest in Parnis National Park near Athens, Greece. Environ Pollution 54:29-40, 1988.15. Dickson W.Acidification effects in the aquatic environment. In: SchneiderT,ed. Acidification and its Policy Implications. Studies in EnvironmentalStudies, 30: 19-28, 1986.16. Muniz IP. The effects of acidification on Scandinavian freshwater fishfauna. Philos Trans Royal Society London B, 305: 517-528, 1984.17. Howells GD. Fishery decline: mechanisms and predictions. Philos TransRoyal Society London B, 305: 529-547, 1984.18. Ζαφειρόπουλος Δ. Μηχανισμοί ρύπανσης της θάλασσας. Στο: Ρύπανση καιΠροστασία Περιβάλλοντος. Ένωση Ελλήνων Χημικών, Αθήνα,1982: 73-109.19. Σκούλλος Μ. Χημεία Περιβάλλοντος Ι και ΙΙ. Τμήμα Χημείας,Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 1992, Σκούλλος Μ. Χημική Ωκεανογραφία.Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 1993.20. Γρηγορίου ΠΓ. Το Νομικό Σύστημα Προστασίας του ΘαλασσίουΠεριβάλλοντος της Μεσογείου κατά της Ρύπανσης. Παπαζήσης, Αθήνα,1992.21. Mitchell RB. Lessons from international oil pollution. Environment, 37 (4):10-15, 36-41, 1995.234


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1022. International Maritime Organization. Petroleum in the MarineEnvironment.MEPC 30/INF.13, London, September 1990; NationalAcademy of Sciences and National Research Council. Oil in the Sea: Inputs,Fates and Effects. National Academy Press, Washington DC, 1985.23. Anderson JW. An assessment of knowledge concerning the fate and effectsof petroleum hydrocarbons in the marine environment. In: Vernberg WB,CalaBrese A, Thurberg FP, Vernberg FJ, eds. Marine Pollution : FunctionalResponses. Academic Press, New York, 1979.24. Dunnet GM. Oil pollution and seabird population. Philos Trans RoyalSociety, London B 297: 413-427, 1982.25. Clark RB. Impact of oil pollution on seabirds. Environ Pollution A 33:1-22,1984.26. Southward AJ. An ecologist's view of the implications of the observedphysiological and biochemical effects of petroleum compounds on marineorganisms and ecosystems. Philos Trans Royal Society London B 297: 241-255, 1982.27. Καρανδεινός Μ. Εισαγωγή στην Πληθυσμιακή Οικολογία. Αθήνα, 1983.28. Krebs CJ. Ecology. The Experimental Analysis of Distribution andAbundance. Harper & Row, New York, 3rd ed, 1985.29. Βishop JA, Cook LM, Muggleton J, Seaward MRD. Moths, lichens and airpollution along a transect form Manchester to North Wales. JournalApplied Ecology, 12: 83-98, 1975; Clarke CA, Mani GS, Wynne G.Evolution in reverse : clean air and the peppered moth. Biological JLinnaean Society, 26: 189-199, 1985.30. Antonovics J, Bradshaw AD, Turner RG. Heavy metal tolerance in plants.Advances in Ecological Research, 7: 1-85, 1971; Bradshaw AD. Evolution ofheavy metal resistance-an analogy for herbicide resistance? In: LeBaronHM, Gressel J, eds. Herbicide Resistance in Plants. Wiley, New York, 1982:293-307.235


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1031. Walley KA, Khan MSI, Bradshaw AD. The potential for evolution of heavymetal tolerance in plants 1. Copper and zinc tolerance in Agrostis tenuis.Heredity, 32: 309-319, 1974.32. Bradshaw AD. Pollution and evolution. In : Mansfield TA, ed. Effects of AirPollutants on Plants. Cambridge University Press, Cambridge, 1976.33. Taylor GE, Murdy WH. Poppulation differentiation of an annual plantspecies Geranium carolinianum, in response to sulfur dioxide. BotanicalGazette, 136: 212-215, 1975.34. Bell JNB, Mudd CH. Sulfur dioxide resistance in plants: a case study ofLolium perenne. In: Mansfield TA. Effects of Air Pollutants on Plants.Cambridge University Press, Cambridge, 1976.35. LeBaron HM, Gressel J, eds. Herbicide Resistance in Plants. Wiley, NewYork, 1982; Wood RJ. Insecticide resistance: genes and mechanisms. In:Bishop JA, Cook LM, eds. Genetic Consequences of Man Made Change.Academic Press, London, 1981; Georghiou GP, Saito T, eds. Pest Resistanceto Pesticides. Plenum Press, New York, 1983; U.S. National researchCouncil,Board of Agriculture. Pesticide Resistance: Strategies and Tacticsfor Management. National Academy Press, Washington DC, 1986.36. Butler GC. Estimation of doses and integrated doses. In : Butler GC, ed.Principles of Ecotoxicology. SCOPE, Vol 12. Wiley, Chichester, 1978: 91-112.37. Alabaster JS, Garland JHN, Hart IC, Solbe JF. An approach to the problemof pollution and fisheries. In: Edwards RW, Garrod DJ, eds. Conservationand Porductivity of Natural Waters. Academic Press, London, 1972: 87-114.38. Bell JNB, Clough WS. Depression of yield in ryegrass exposed to sulfurdioxide. Nature, 241: 47-49, 1973.39. Πελεκάση Κ, Σκούρτος Μ. Η Ατμοσφαιρική Ρύπανση στην Ελλάδα.Παπαζήσης- WWF, Αθήνα, 1992.40. UNECE. Forest damage and air pollution. Report of the 1990 forest damagesurvey in Europe. UN/ECE/UNEP, Geneva, 1991.236


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1041. Linzon SN. Effects of airborne sulfur pollutants on plants. In: Nriagu JO,ed. Sulfur in the Environment. Part II: Ecological Impacts. Wiley, New york,1978: 109-162.42. Ariens EJ, Simonis AM, Offrmeier J. Introduction to General Toxicology.Academic Press, New York, 1976.43. Eto M. Organophosphorus Pesticides: Organic and Biological Chemistry.Chemical Rubber Company Press, Cleveland, 1974.44. Baron RL. Delayed neurotoxicity and other consequences oforganophosphate esters. Ann Review Entomology, 26: 29-48, 1981.45. Grue CE, Powell GVN, McChesney MJ. Care of nestlings by wild femalestarlings exposed to an organophosphate pesticide. J Applied Ecology, 19:327-335, 1982.46. Beeman RW. Recent advances in mode of action of insecticides. AnnReview Entomology, 27: 253-281, 1982.47. McArthur MLB, Fox GA, Peakall DB, Philogene BJR. Ecological significanceof behavioral and hormonal abnormalities in breeding ring doves fed anorganochlorine chemical mixture. Arch Environ Contamination &Toxicology. 12: 343-353, 1983.48. Ratcliffe DA. Changes attributable to pesticides in egg breakage frequencyand eggshell thickness in some British birds. J Applied Ecology, 7: 67-115,1970 ; Haegele MA, Hudson RH. DDE effects on reproduction of ringdoves. Environmental Pollution, 4: 53-57, 1973.49. Lundholm E. Thinning of eggshells in birds by DDE: mode of action on theeggshell gland. Comp Biochem Physiology, 88: 1-22, 1987;50. Conway GR, Pretty JN. Unwelcomed Harvest. Agriculture and Pollution.Earthscan publication, London , 1991: 50-89.51. Τingey DT, Reinert RA. The effect of ozone and sulfur dioxide singly and incombination on plant growth. Environ Pollution, 9: 117-125, 1975.52. Vouk VB, Butler GC, Upton AC, Parke DV, Asher SC. Methods forAssessing the Effects of Mixtures of Chemicals. SCOPE 30. SGOMSEC 3.Wiley, Chichester, 1987.237


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1053. Clarkson TW. Recent advances in the toxicology of mercury with emphasison alkylmercurials. Critical reviews in Toxicology, 1: 203-234, 1972.54. Whyte AV, Burton I, eds. Environmental Risk Assessment. SCOPE 15.Wiley, Chichester, 1980; U.S. EPA. Summary Report on Issues in EcologicalRisk Assessment. EPA/625/3-91/o18, Risk Assessment Forum,Washington DC, 1991.; Suter GW, ed. Ecological Risk Assessment. Lewispubls, Boca Raton, 1993.55. Hamelink JL, Waybrant RC, Ball RC. A proposal: exchange equilibriacontrol the degree chlorinated hydrocarbons are biologically magnified inlentic environments. Trans American Fisheries Society 100: 207-214, 1971.56. Davies RP, Dobbs AJ. The prediction of bioconcentration in fish. Water Res18: 1253-1262, 1984.57. Moriarty F, Walker CH. Bioaccumulation in food chains-a rationalapproach. Ecotoxicology and Environmental Safety, 13: 208-215, 1987.58. Phillips DJH. Use of biological indicator organisms to quantitateorganochlorine pollutants in aquatic environments-a review. EnvironPollution, 16:167-229, 1978.59. Scura ED, Theilacker GH. Transfer of the chlorinated hydrocarbon PCB in alaboratory marine food chain. Marine Biology, 40: 317-325, 1977.60. Biddinger GR, Gloss SP. The importance of trophic transfer in thebioaccumulation of chemical contaminants in aquatic ecosystems. ResidueReviews, 91: 103-145, 1984.61. Moriarty F. Bioaccumulation in terrestrial food chains. In : Sheehan P, KorteF, Klein W, Bourdeau P, eds. Appraisal of Tests to Predict theEnvironmental Behaviour of Chemicals. Wiley, Chichester, 1985: 257-284.62. Orians GH. Diversity, stability and maturity in natural ecosystems. In: vanDobben WH, Lowe-McConnell RH, eds. Unifying Concepts in Ecology.Junk publs, The Hague, 1975: 139-150.63. Metcalf RL, Sangha GK, Kapoor IP. Model ecosystem for the evaluation ofpesticide biodegradability and ecological magnification. Environ SciTechnol, 5: 709-713, 1971.238


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1064. Metcalf RL. Model ecosystem approach to insecticide degradation: acritique. Annual Review of Entomology, 22: 241-261, 1977.65. Cairns J, ed. Multispecies Toxicity Testing. Pergamon Press, New York,1985.66. Prichard PH. Model ecosystems. In: Conway RA, ed.Environmental RiskAnalysis for Chemicals. Van Nostrand Reinhold, New York, 1982: 257-353.67. Parsons TR. Controlled aquatic ecosystem experiments in ocean ecologyresearch. Marine Pollution Bulletin, 9: 203-205, 1978.68. Davies JM, Gamble JC. Experiments with large enclosed ecosystems.Philosophical Transactions of the Royal Society of London B 286: 523-544,1979.69. Craig RB, Rudd RL. The ecosystem approach to toxic chemicals in thebiosphere. In: Khan MAQ, Bederka JP, eds. Survival in Toxic Environments.Academic Press, New York, 1974: 1-24.70. Holgate MW. A Perspective of Environmental Pollution. CambridgeUniversity Press, Cambridge, 1979.71. Segar DA, Stamman E. A strategy for design of marine pollutionmonitoring studies. Water Science & Technology, 18: 15-26, 1986.72. Eskin RA, Coull BC. A priori determination of valid control sites: anexample using marine meiobenthic nematodes. Marine EnvironmentResearch, 12: 161-172, 1984.73. Preston A. Standards and environmental criteria: the practical applicationof results of laboratory experiments and field trials to pollution control.Philosophical Transactions of the Royal Society of London B 286: 611-624,1979.74. Smeets J. Ecotoxicological aspects of the European environmental actionprogrammes. Ecotoxicology and Environmental Safety 2 : 143-150, 1978.75. Price DRH. Fish as indicators of water quality. Water Pollution Control, 77:285-296, 1978 ; Carlson RW, Drummond RA. Fish cough response- amethod for evaluating quality of treated complex effluents. WaterResearch, 12: 1-6, 1978.239


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1076. Mance G. Pollution Threat of Heavy Metals in Aquatic Environments.Elsevier Applied Science, London, 1987.77. Gardiner J, Mance G. Proposed Environmental Quality Standards for ListII, Substances in Water. Introduction. Tech Report TR 206, Water ResearchCentre, Medmenham, 1984.78. Cairns J. Scenarios on alternative futures for biological monitoring 1978-1985. In: Worf DL, ed. Biological Monitoring for Environmental Effects.Heath pls, Lexington, Mass, 1980.79. Saunders PJW. Soil protection programmes and strategies in othercommunity member states: the UK approach to soil and landscapeprotection. In: Barth H, l'Hermite P, eds. Scientific Basis for Soil Protectionin the European Community. Elsevier, London, 1987: 445-460.80. Phillips DJH. Quantitative Aquatic Biological Indicators. Their Use toMonitor Trace Metal and Organochlorine Pollution. Applied Science,London, 1980.81. Martin MH, Coughtrey PJ. Biological Monitoring of Heavy Metal Pollution.Land and Air. Applied Science, London, 1982.82. Newman MC, McIntosh AW. The influence of lead in components of afresh-water ecosystem on molluscan tissue lead concentrations. AquaticToxicology, 2: 1-19, 1982.83. OECD. Chemical Trends in Wildlife: an International Cooperative Study.Organisation for Economic Co-operation and Development. Paris, 1980.Braune BM. Mercury accumulation in relation to size and age of Atlanticherring (Clupea harengus harengus) form the Southwest Bay of Fundy,Canada. Archives of Environmental Contamination and Toxicology, 16:311-320, 1987.84. Buffington JD, Little LW. Research needs and priorities. In: Worf DL, ed.Biological Monitoring for Environmental Effects. Heath publs, Lexington,1980: 197-199.85. Gray JS, Mirza FB. A possible method for the detection of pollutioninduceddisturbance on marine benthic communities. Marine Pollution240


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10Bulletin 10: 142-146, 1979; Gray JS. Detecting pollution induced changes incommunities using the long-normal distribution of individuals amongspecies. Marine Pollut Bull, 12: 173-176, 1981.86. Rygg B. Heavy-metal pollution and log-normal distribution of individualsamong species in benthic communities. Marine Pollution Bulletin, 17: 31-36,1986.87. May RM. Patterns of species abundance and diversity. In: Cody ML,Diammond JM, eds. Ecology and Evolution of Communities. BelknapPress, Cambridge, Mass, 1975: 81-120.88. Helawell JM. Biological Indicators of Freshwater Pollution andEnvironmental Management. Applied Science, London, 1986.89. Chadwick JW, Canton SP. Inadequacy of diversity indices in discerningmetal mine drainage effects on a stream invertebrate community. Water,Air and Soil Pollution, 22: 217-223, 1984.90. Bryan GW, Langston WJ, Hummerstone LG. The Use of BiologicalIndicators of Heavy Metal Contamination in Estuaries. With specialreference to an assessment of the biological availability of metals inestuarine sediments from South-west Britain. Occasional Publication No. 1.Marine Biological Association of the UK, Plymouth, 1980.91. Hawksworth DL, Rose F. Qualitative scale for estimating sulphur dioxideair pollution in England and Wales using epiphytic lichens. Nature, 227:145-148, 1970; Hawksworth DL, Rose F. Lichens as Pollution Monitors.Arnold, London, 1976.92. Preston MR. Marine pollution. In: Riley JP, ed. Chemical Oceanography.Vol 9. Academic Press, New York, 1989, pp. 53-197.93. Chapman PM, Paine MD, Moran T, Kierstead T. Refinery water (intake andeffluent) quality: update of 1970s with 1990s toxicity testing. EnvironToxicol Chem, 13: 897-909, 1994.94. Chapman PM. Ecotoxicology and pollution--key issues. Mar Pollut Bull, 31:167-177, 1995.95. Cairns J, Jr. Third wave ecotoxicology. Ecotoxicology, 3: 1-3, 1994.241


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1096. Richardson BJ, Martin M. Marine and estuarine toxicity testing: a way togo? Additional sittings from Northern and Southern Hemisphereperspectives. Mar Pollut Bull, 28: 138-142, 1994.97. Schmitz P, Krebs F, Irmer U. Development, testing and implementation ofautomated biotests for the monitoring of the River Rhine, demostrated bybacteria and algea tests. Wat Sci Tech, 29: 215-221, 1994.98. Balk F, Okkerman PC, Van Helmond AM, Noppert F, Van der Putte I.Biological early warning systems for surface water and industrial effluents.Wat SciTech, 29: 211-213, 1994.99. EPA/USACE. Evaluation of Dredged Material Proposed for Discharge inWaters of the US-Testing Manual.EPA-823-B-94-002, Washington DC, 1995.100. Baumann PC, Harshbarger JC, Hartman KJ. Relationship between livertumors in brown bullhead populations from two Lake Erie tributaries. SciTot Environ, 95: 71-78, 1990.101. McCarty LS. Munkittrick KR. Environmental biomarkers: fiction, fantasy orfunctional? Proc 21st Annual Aquatic Toxicity Workshop. Can Tech ReptFish Aquat Sci, 2050: 114115, 1995.102. Forbes VE, Forbes TL. Ecotocicology in Theory and Practice. Chapman andHall, London, 1994, pp. 247-250.103. Cairns JJr, Pratt JR. Trends in ecotoxicology. Sci Tot Environ, Suppl 1993: 7-22, 1993.104. Cairs JJr, McCormick PV, Belanger SE. Prospects for the continueddevelopment of environmentally-realistic toxicity test usingmicroorganisms. J Environ Sci, 5: 253-268, 1993.105. Mandenjian CP, Carpenter SR, Rand PS. Why are the PCB concentrations ofsalmonnine individualw form the same lake so highly variable? Can J FishAquat Sci, 51: 800-807, 1994.106. Neilson AH, Allard A-S, Hymming P-A, Remberger M. A strategy forevaluating organic compounds in the aquatic environment. Environ SciTechnol, 28: 278A-288A, 1994.242


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10107. Colborn T, Von Saal FS, Soto AM. Developmental effects of endocrinedisruptingchemicals in wildlife and humans. Environ Health Perspect, 101:378-384, 1993.108. Ginsburg J. Tackling environmental endocrine disrupters. Lancet 347: 1501-1502, 1996; Anonymous. EPA begins endocrine disrupter screening plan.Environ Sci Techno, 30: 327A, 1996.109. Biomonitoring Science Advisory Service. West Coast Marine SpeciesChronic Variability Study: Evaluation of Results and Recommended TestProcedures. Washington State BSAS Board, Olympia, WA, 1994.110. Hoekstra JA, Van Ewijk PH. Alternatives to the no-observed-effect level.Environ Toxicol Chem, 12: 187-194, 1993.111. McCarty LS. The relationship between aquatic toxicity QSARs andbioconcentration for some organic chemicals. Environ Toxicol Chem, 5:1071-1080, 1986.112. Landrum PF, Dupuis WS, Kukkonen J. Toxicokinetics and toxicity ofsediment-associated pyrene and phenanthrene in Diporeia spp:examination of equilibrium-partitioning theory and residue-based effectsfor assessing hazards. Environ Toxicol Chem, 13: 1769-1780, 1994.113. Dallinger R. Strategies of metal detoxification in terrestrial invertebrates. In:Dallinger R, Rainbow PS, eds. Ecotoxicology of Metals in Invertebrates.Lewis Publs, FA, 1993, pp. 245-289.114. Watzin MC, Roscigno PF, Burke WD. Community-level field method fortesting the toxicity of contaminated sediments in estuaries. Environ ToxicolChem, 13: 1187-1193, 1994.115. Austen MC, McEvoy AJ, Warwick RM. The specificity of meiobenthiccommunity responses to different pollutants: results from microcosmexperiments. Mar Poll Bull 28: 557-563, 1994.116. Hendricks AJ. Monitoring and estimating concentrations and effects ofmicrocontaminants in the Rhine-delta: chemical analysis, biologicallaboratory assays and field observations. Wat Sci Technol, 29: 223-232, 1994.243

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!