πρωτοβάθμια - ελεγεια
πρωτοβάθμια - ελεγεια
πρωτοβάθμια - ελεγεια
You also want an ePaper? Increase the reach of your titles
YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΥΓΕΙΑΣ – Primary Health Care Τόμος 18, Τεύχος 3, Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2006<br />
ΚΩΔ. 3855<br />
ΠΛΗΡΩΜΕΝΟ<br />
ΤΕΛΟΣ<br />
ΚΕΜΠ.ΑΘ.<br />
Αριθμός Άδειας<br />
451/91<br />
Παπαδιαμαντοπούλου 4, 115 28 ΑΘΗΝΑ<br />
<strong>πρωτοβάθμια</strong><br />
φροντίδα<br />
υγείας<br />
Primary Health Care<br />
Τριμηνιαία Έκδοση της Ελληνικής Εταιρείας Γενικής Ιατρικής<br />
Quarterly edited by the Greek Association of General Practitioners<br />
Τόμος 18, Τεύχος 3, Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2006, Volume 18, Number 3, July - September 2006<br />
Της σύνταξης<br />
110 Ν. Αντωνάκης, Κ. Μακρή: Η έρευνα στο χώρο της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας<br />
στην Ελλάδα αρχίζει να βρίσκει το δρόμο της<br />
112 Α.Δ. Μαριόλης: 18 0 Πανελλήνιο Συνέδριο Γενικής Ιατρικής. Η Γενική Ιατρική<br />
κυκλοφορεί αναζητώντας τις επικοινωνίες<br />
Ερευνητικές εργασίες<br />
113 Β. Σαπουνά, A. H. Schene, Β. Δαφέρμος, Π. Θεοδωράκης, Μ. Χατζηαρσένης,<br />
Χ. Λιονής: Επιβάρυνση μελών οικογενειών και άλλων ατόμων που φροντίζουν ασθενείς<br />
με μείζονες ψυχικές διαταραχές στην Κρήτη: Ένα καινούργιο πεδίο για τη Γενική<br />
Ιατρική στην Ελλάδα<br />
125 Π. Θεοδωράκης, Γ. Μαντζαβίνης: Ανισότητες στην κατανομή του ιατρικού δυναμικού<br />
<strong>πρωτοβάθμια</strong>ς φροντίδας υγείας σε δύο γειτονικούς νομούς της Ελλάδας και<br />
Αλβανίας<br />
131 Α. Βήτας, Ε. Νεραντζάκη, Α. Καρτερίδου, Α. Βήτας, Χ. Σεμερτζίδης, Κ. Ζαγορίδης: Η<br />
σημασία του τύπου της σωματικής άσκησης στη διαμόρφωση του κνημοβραχιονίου<br />
δείκτη των υγειών ενηλίκων<br />
142 Δ. Γιαννόπουλος, Α. Αρβανίτης, Σ. Βουλιώτη, Μ. Χρονοπούλου, Α. Σκαρπέλος,<br />
Ν. Ραζής και ομάδα εργασίας του Τμήματος Γενικής Ιατρικής Γ.Ν. Πατρών «Ο<br />
Άγιος Ανδρέας»: Κάπνισμα: Εξάρτηση και Βαθμός Ενημέρωσης σε Μαθητές Μέσης<br />
Εκπαίδευσης και τους Γονείς τους<br />
149 Κ. Μίχας, Γ. Τούντας, Α. Αλεβίζος, Β. Γκιζλής, Ε. Κωνσταντίνου, Δ. Παναγιωτάκος,<br />
Μ. Παπαθανασίου, Π. Δασκαλάκης, Κ. Μαραγιάννης, Στ. Αργυριάδου, Κ.<br />
Κιντζογλανάκης, Χ. Σπέντζος, Ι. Λέντζας, Ελ. Μπουρνουσούζης, Α. Μαριόλης:<br />
Επιδημιολογικά στοιχεία της παχυσαρκίας σε εφήβους αστικής περιοχής.<br />
Αποτελέσματα από τη μελέτη VYRONAS<br />
Νέα<br />
158 Νέα από την Ακαδημία Γενικής Ιατρικής - Η λειτουργία του Κέντρου Τεκμηρίωσης<br />
160 Το Παγκόσμιο Συνέδριο Εναλλακτικής Ιατρικής<br />
ISSN 1105-7432<br />
Cited in Index Copernicus<br />
Recognised by the Greek Ministry of Health and Welfare
ΕΛΠΕΝ / PENRAZOL<br />
2η ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ
ΕΛΠΕΝ / ENTACT<br />
3η ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ
WYETH / EFEXOR<br />
4η ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ
ΕΚΔΟΤΗΣ:<br />
Μποδοσάκης-Πρόδρομος Μερκούρης<br />
Μ. Χουρμούζη 28 Κ. Τούμπα<br />
544 53 Θεσσαλονίκη<br />
Τηλ. (2310) 910342<br />
Διοικητικό Συμβούλιο<br />
της Ελληνικής Εταιρείας<br />
Γενικής Ιατρικής<br />
Πρόεδρος<br />
Μποδοσάκης-Πρόδρομος<br />
Μερκούρης<br />
Αντιπρόεδρος Α<br />
Δημήτριος Έλληνας<br />
Αντιπρόεδρος Β<br />
Στέλλα Αργυριάδου<br />
Γενικός Γραμματέας-Ταμίας<br />
Αθανάσιος Συμεωνίδης<br />
Ειδικός Γραμματέας<br />
Ανάργυρος Μαριόλης<br />
Μέλη<br />
Αντώνης Μπατίκας<br />
Νικόλαος Παπανικολάου<br />
Executive Board<br />
of the Greek Association<br />
of General Practitioners<br />
President<br />
Bodosakis-Prodromos<br />
Merkouris<br />
Vice-President A<br />
Dimitrios Ellinas<br />
Vice-President B<br />
Stella Argiriadou<br />
General Secretary<br />
Treasurer<br />
Athanasios Symeonidis<br />
Special Secretary<br />
Antonis Batikas<br />
Members<br />
Anargiros Mariolis<br />
Nikolaos Papanikolaou<br />
Γραμματεία Σύνταξης:<br />
Αναστασία Ρωμανίδου<br />
Τηλ.: (2810) 394615, (28310) 25833<br />
e-mail: tasrom@yahoo.co.uk<br />
Εκτύπωση:<br />
ΤΕΧΝΟΓΡΑΜΜΑ<br />
Μ. Αυγέρη 12, 15343 Αγ. Παρασκευή<br />
Τηλ.: 210.60.00.643, Fax: 210.6002295<br />
E-mail: techn@hol.gr<br />
<strong>πρωτοβάθμια</strong><br />
φροντίδα<br />
υγείας<br />
Primary Health Care<br />
Διευθυντής Σύνταξης<br />
Χρήστος Λιονής, Aναπληρωτής Καθηγητής<br />
Τμήμα Ιατρικής, Πανεπιστήμιο Κρήτης<br />
Τ.Θ. 2208, Ηράκλειο<br />
Τηλ. (2810) 394621, Fax. (2810) 394606<br />
E-mail: lionis@galinos.med.uoc.gr<br />
Αναπληρωτές Δ/ντές Σύνταξης<br />
Νίκος Αντωνάκης (Ηράκλειο)<br />
Ελευθέριος Θηραίος (Αθήνα)<br />
Επίκουροι Δ/ντές Σύνταξης<br />
Παύλος Θεοδωράκης (Ιωάννινα)<br />
Κορνηλία Μακρή (Ηράκλειο)<br />
Ανάργυρoς Μαριόλης (Αθήνα)<br />
Μέλη Συντακτικής Επιτροπής<br />
Θωμάς Αγγελόπουλος (Θάσος)<br />
Άλκης Αλεβίζος (Αθήνα)<br />
Ελένη Γεωργακίλα (Αθήνα)<br />
Νίκη Γλύστρα (Ζαγκλιβέρι)<br />
Αικατερίνη Κάβουρα (Scotlant)<br />
Ρένα Οικονομίδου (Διαβατά)<br />
Νίκος Παπανικολάου (Καρπενήσι)<br />
Βαγγέλης Πετροβίτσος (Θεσσαλονίκη)<br />
Νίκος Ρουσάκης (Λιτόχωρο)<br />
Κική Στεφανίδου (Σκύδρα)<br />
Γιώργος Τζανίδης (Πάρος)<br />
Ειρήνη Χατζοπούλου (Θεσσαλονίκη)<br />
Αναστασία Χριστοφέλη (Αλίαρτος)<br />
Ανταποκριτές Σύνταξης<br />
Έλενα Ευαγγελάκη (Κύπρος)<br />
Θεοδώρα Ζαχαριάδου (Κύπρος)<br />
Llukan Rrumbullaku (Αλβανία)<br />
Συμβουλευτική Επιτροπή<br />
Π. Βάρδας,<br />
Καθηγητής Καρδιολογίας Παν/μίου Κρήτης<br />
Μ. Γείτονα,<br />
Επικ. Καθηγήτρια Διοίκησης Υπηρ. Υγείας Παν/μίου Θεσσαλίας<br />
Ε. Γελαστοπούλου,<br />
Επίκ. Καθηγήτρια Υγιεινής Παν/μίου Πατρών<br />
Δ. Γλάρος,<br />
Καθηγητής Ιατρικής Φυσικής Παν/μίου Ιωαννίνων<br />
Α. Καφάτος,<br />
Καθηγητής Προληπτικής Ιατρικής & Διατροφής Παν/μίου Κρήτης<br />
Ι. Κυριόπουλος,<br />
Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας Εθνικής Σχ. Δημόσιας Υγείας<br />
Θ. Κωνσταντινίδης,<br />
Επικ. Καθηγητής Υγιεινής, Πανεπιστήμιο Θράκης<br />
Β. Μαυρέας,<br />
Καθηγητής Ψυχιατρικής Παν/μίου Ιωαννίνων<br />
M. Σγάντζος,<br />
Λέκτορας Ανατομίας Παν/μίου Θεσσαλίας<br />
K. Σιαμόπουλος,<br />
Καθηγητής Νεφρολογίας Παν/μίου Ιωαννίνων<br />
Ν. Σιαφάκας,<br />
Καθηγητής Πνευμονολογίας Παν/μίου Κρήτης<br />
K. Σουλιώτης,<br />
Διδάκτωρ Οικονομικών και Πολιτικής Υγείας<br />
Λ. Σπάρος,<br />
Ομότιμος Καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής Παν/μίου Αθηνών<br />
T. Φιλαλήθης,<br />
Αναπλ. Καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής Παν/μίου Κρήτης<br />
Γ. Χριστοδούλου,<br />
Καθηγητής Ψυχιατρικής Παν/μίου Αθηνών<br />
Editor-in-Chief<br />
Christos Lionis, Αssociate Professor<br />
Faculty of Medicine, University of Crete<br />
P.O. Box 2208, Heraklio<br />
Tel.: +30 2810394621, Fax: +30 2810394606<br />
E-mail: lionis@galinos.med.uoc.gr<br />
Associate Editors<br />
Nick Antonakis (Heraklio)<br />
Εleftherios Thireos (Athens)<br />
ISSN 1105-7432<br />
Assistant Editors<br />
Pavlos Theodorakis (Ioannina)<br />
Kornilia Makri (Heraklio)<br />
Anargiros Mariolis (Athens)<br />
Members of Editorial Board<br />
Thomas Aggelopoulos (Thessaloniki)<br />
Alkis Alevizos (Athens)<br />
Eleni Georgalika (Athens)<br />
Niki Glistra (Zagliveri)<br />
Ekaterini Kavoura (Scotlant)<br />
Rena Ikonomidou (Diavata)<br />
Nikos Papanikolau (Karpenisi)<br />
Vaggelis Petrovitsos (Thessaloniki)<br />
Nikos Rousakis (Litochoro)<br />
Kiki Stefanidou (Skidra)<br />
Giorgos Tzanidis (Paros)<br />
Irini Chatzopoulou (Thessaloniki)<br />
Anastasia Christofeli (Aliartos)<br />
Corresponding Editors<br />
Elena Evaggelaki (Cyprus)<br />
Theodora Zaxariadou (Cyprus)<br />
Llukan Rrumbullaku (Αlbania)<br />
Advisory Board<br />
P. Vardas,<br />
Professor of Cardiology, University of Crete<br />
M. Geitona,<br />
Assistant Professor, University of Thessalia<br />
E. Gelastopoulou,<br />
Assistant Professor of Hygiene, University of Patras<br />
D. Glaros,<br />
Professor of Medical Physics, University of Ioannina<br />
A. Kafatos,<br />
Professor of Health Promotion and Nutrition, University of Crete<br />
Τh. Konstantinides,<br />
Assistant Professor of Hygiene, University of Thrace<br />
J. Kyriopoulos,<br />
Professor of Health Economics, National School of Public Health<br />
V. Mavreas,<br />
Professor of Psychiatry, University of Ioannina<br />
M. Sgantzos,<br />
Lecturer of Anatomy in University of Thessalia<br />
K. Siamopoulos,<br />
Professor of Nephrology, University of Ioannina<br />
N. Siafakas,<br />
Professor of Lung and Thorax, University of Crete<br />
K. Souliotis,<br />
PhD, Health Policy and Economics<br />
L. Sparos,<br />
Εmeritus Professor of Social Medicine, University of Athens<br />
A. Philalithis,<br />
Associate Professor of Social Medicine, University of Crete<br />
G. Christodoulou,<br />
Professor of Psychiatry, University of Athens
<strong>πρωτοβάθμια</strong><br />
φροντίδα<br />
υγείας<br />
Primary Health Care<br />
Τριμηνιαία Έκδοση της Ελληνικής Εταιρείας Γενικής Ιατρικής<br />
Quarterly edited by the Greek Association of General Practitioners<br />
Τόμος 18, Τεύχος 3, Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2006, Volume 18, Number 3, July - September 2006<br />
Της Σύνταξης<br />
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ<br />
Ν. Αντωνάκης, Κ. Μακρή: Η έρευνα στο χώρο της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας στην Ελλάδα αρχίζει<br />
να βρίσκει το δρόμο της .............................................................................................................................................................110<br />
Α.Δ. Μαριόλης :18 0 Πανελλήνιο Συνέδριο Γενικής Ιατρικής. Η Γενική Ιατρική κυκλοφορεί αναζητώντας τις επικοινωνίες ...112<br />
Ερευνητικές εργασίες<br />
Β. Σαπουνά, A. H. Schene, Β. Δαφέρμος, Π. Θεοδωράκης, Μ. Χατζηαρσένης, Χ. Λιονής: Επιβάρυνση μελών οικογενειών<br />
και άλλων ατόμων που φροντίζουν ασθενείς με μείζονες ψυχικές διαταραχές στην Κρήτη: Ένα καινούργιο πεδίο για τη<br />
Γενική Ιατρική στην Ελλάδα ........................................................................................................................................................112<br />
Π. Θεοδωράκης, Γ. Μαντζαβίνης: Ανισότητες στην κατανομή του ιατρικού δυναμικού <strong>πρωτοβάθμια</strong>ς φροντίδας<br />
υγείας σε δύο γειτονικούς νομούς της Ελλάδας και Αλβανίας ............................................................................................... 124<br />
Α. Βήτας, Ε. Νεραντζάκη, Α. Καρτερίδου, Α. Βήτας, Χ. Σεμερτζίδης, Κ. Ζαγορίδης: Η σημασία του τύπου<br />
της σωματικής άσκησης στη διαμόρφωση του κνημοβραχιονίου δείκτη των υγειών ενηλίκων ............................................. 130<br />
Δ. Γιαννόπουλος, Α. Αρβανίτης, Σ. Βουλιώτη, Μ. Χρονοπούλου, Α. Σκαρπέλος, Ν. Ραζής και ομάδα εργασίας<br />
του Τμήματος Γενικής Ιατρικής Γ.Ν. Πατρών «Ο Άγιος Ανδρέας»: Κάπνισμα: Εξάρτηση και Βαθμός Ενημέρωσης<br />
σε Μαθητές Μέσης Εκπαίδευσης και τους Γονείς τους ........................................................................................................... 141<br />
Κ. Μίχας, Γ. Τούντας, Α. Αλεβίζος, Β. Γκιζλής, Ε. Κωνσταντίνου, Δ. Παναγιωτάκος, Μ. Παπαθανασίου, Π. Δασκαλάκης,<br />
Κ. Μαραγιάννης, Στ. Αργυριάδου, Κ. Κιντζογλανάκης, Χ. Σπέντζος, Ι. Λέντζας, Ελ. Μπουρνουσούζης, Α. Μαριόλης:<br />
Επιδημιολογικά στοιχεία της παχυσαρκίας σε εφήβους αστικής περιοχής. Αποτελέσματα από τη μελέτη VYRONAS ...... 148<br />
Νέα<br />
Νέα από την Ακαδημία Γενικής Ιατρικής - Η λειτουργία του Κέντρου Τεκμηρίωσης ............................................................. 157<br />
Το Παγκόσμιο Συνέδριο Εναλλακτικής Ιατρικής .......................................................................................................................159<br />
Editorial<br />
CONTENTS<br />
N. Antonakis, K. Makri: The Research in General Practice in Greece finds its way ................................................................110<br />
Α.D. Μariolis:18 th Hellenic Congress in General Practice. General Practice κυκλοφορεί αναζητώντας τις επικοινωνίες ......112<br />
Original Papers<br />
V. Sapouna, A. H. Schene, V. Dafermos, P. Theodorakis, Μ. Chatziarsenis, C. Lionis: Burden for family members<br />
and other individuals who care for patients with mental disorders in Crete ...............................................................................113<br />
P.N. Theodorakis, G.D. Mantzavinis: Inequalities in the distribution of rural primary care physicians<br />
in two remote neighboring prefectures of Greece and Albania...................................................................................................125<br />
A.G. Vitas, E.I. Nerantzaki, A.B. Karteridou, A.G. Vitas, C.L. Semertzidis, K.N. Zagoridis: The Significance<br />
of the Type of Physical Exercise in Conformation of Ankle-Brachial Index in Adults .................................................................131<br />
D. Giannopoulos, A. Arvanitis, S. Voulioti, M. Chronopoulou, A. Skarpelos, N. Razis and General Practice Department<br />
work-team of “St. Andrew” General Hospital of Patra: Smoking: Dependence and degree of briefing in students<br />
of medium education and their parents ......................................................................................................................................142<br />
C. Mihas, Y. Tountas, A. Alevizos, V. Gizlis, E. Konstantinou, M. Papathanassiou, D.B. Panagiotakos, P. Daskalakis,<br />
K. Marayiannis, J. Lentzas, St. Argyriadou, E. Filippoupolitou, E. Bournousouzis, A. Mariolis: Epidemiologic study<br />
of obesity in adolescents of an urban area. Results of the VYRONAS STUDY ...........................................................................149<br />
News<br />
News from the General Practice Academy - Operation of the Documentation Center ............................................................158<br />
Worldwide Congress of Alternative Medicine ............................................................................................................................160
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Ν. Αντωνάκης και Κ. Μακρή<br />
Primary Heatlh Care, Volume 18, Number 3, 110-111, 2006<br />
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, Τόμος 18, Τεύχος 3, 110-111, 2006<br />
Η έρευνα στο χώρο της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας<br />
στην Ελλάδα αρχίζει να βρίσκει το δρόμο της<br />
Η παραγωγή ερευνητικών εργασιών με αντικείμενα<br />
που σχετίζονται με την Πρωτοβάθμια<br />
Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) έχει αυξηθεί θεαματικά<br />
τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Η ποιότητα<br />
των εργασιών αυτών μπορεί να μην ακολούθησε<br />
τη θεαματική αύξηση του αριθμού τους, αλλά σίγουρα<br />
βελτιώνεται σταθερά χρόνο με το χρόνο.<br />
Το περιοδικό μας, αλλά και το ετήσιο Πανελλήνιο<br />
Συνέδριο Γενικής Ιατρικής, είναι ο καθρέπτης και<br />
ο αδιάψευστος μάρτυρας της βελτίωσης αυτής 1 .<br />
Μελετώντας τις εργασίες που βραβεύτηκαν<br />
φέτος, στο 18 ο Πανελλήνιο Συνέδριο Γενικής Ιατρικής<br />
και δημοσιεύονται στο τεύχος αυτό και στο<br />
επόμενο, αισθανθήκαμε ότι η έρευνα στην ΠΦΥ<br />
αρχίζει να βρίσκει το δρόμο της. Τα θέματα ήταν<br />
προσεκτικά διαλεγμένα, τα ερευνητικά ερωτήματα<br />
σαφή, η μεθοδολογία καλά διατυπωμένη, η<br />
στατιστική ανάλυση καλλίτερη σε σχέση με προηγούμενες<br />
χρονιές και η συζήτηση περισσότερο<br />
συγκροτημένη. Ορισμένες μελέτες έγιναν με τη<br />
συνεργασία ξένων πανεπιστημίων και η χρονική<br />
διάρκεια τους ήταν μεγάλη.<br />
Το αντικείμενο του ιατρικού φακέλου, η επιβάρυνση<br />
των ατόμων που φροντίζουν άτομα με<br />
ψυχικές διαταραχές, η σύγκριση της κατανομής<br />
του ιατρικού δυναμικού σε Ελλάδα και Αλβανία,<br />
η παχυσαρκία και το κάπνισμα ήταν μερικά από<br />
τα αντικείμενα των εργασιών που βραβεύτηκαν.<br />
Φαίνεται καθαρά η στροφή από τις απλές<br />
περιγραφικές μελέτες προηγουμένων ετών, σε<br />
μελέτες πιο πολύπλοκες με ουσιαστικότερα και<br />
πιο χρήσιμα συμπεράσματα. Η στατιστική ανάλυση<br />
δεν θυμίζει σε τίποτα την απογοητευτική<br />
εικόνα ανάλογων εργασιών του παρελθόντος 2 .<br />
110<br />
ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ<br />
EDITORIAL<br />
Η περιγραφική, αλλά και η συμπερασματολογική<br />
βιοστατιστική επιστρατεύτηκαν σωστά για την<br />
ανάλυση των δεδομένων.<br />
Η βελτίωση αυτή, που τη θεωρούμε αναμφισβήτητη,<br />
δε σημαίνει ότι σήμερα η έρευνα στην<br />
ΠΦΥ της χώρας μας έχει φτάσει στα επίπεδα που<br />
όλοι οραματιζόμαστε. Αν ανατρέξουμε στην παγκόσμια<br />
βιβλιογραφία θα δούμε ότι μεγάλα επιτεύγματα<br />
της σύγχρονης ιατρικής ξεκίνησαν από<br />
παρατηρήσεις και ερευνητικές εργασίες μεγάλων<br />
ομάδων Ιατρών Γενικής Ιατρικής 3-5 . Κανένα ερευνητικό<br />
εργαστήριο και καμιά ερευνητική ομάδα<br />
δεν μπορεί να σχεδιάσει σωστά ένα ερευνητικό<br />
πρόγραμμα, αν δεν υπάρχουν προηγούμενες<br />
επιδημιολογικές παρατηρήσεις και μελέτες για<br />
να στηριχθεί πάνω σε αυτές. Πολύ συχνά οι παρατηρήσεις<br />
και οι μελέτες που προαναφέραμε<br />
προέρχονται από μεγάλες βάσεις δεδομένων που<br />
δημιουργούνται από Ιατρούς Γενικής Ιατρικής.<br />
Σαν παραδείγματα αναφέρουμε τις παγκοσμίως<br />
γνωστές βάσεις δεδομένων των Βρετανών Ιατρών<br />
Γενικής Ιατρικής: GPRD και QOF 3-5 .<br />
Σήμερα αυτό που οραματιζόμαστε είναι η<br />
ανάπτυξη τέτοιων βάσεων δεδομένων και στην<br />
Ελλάδα. Οραματιζόμαστε την εξαγωγή συμπερασμάτων<br />
και μελετών από τις βάσεις αυτές, που<br />
θα καταξιώνουν τον Ιατρό Γενικής Ιατρικής στη<br />
χώρα μας αλλά και έξω από αυτήν. Θα είναι εφικτό<br />
να υποστηριχθούν μελέτες που θα σχετίζονται<br />
με την εφαρμοσμένη ιατρική έρευνα, που τόσο<br />
έχει ανάγκη η χώρα μας 6 , αλλά και μελέτες που<br />
ενδιαφέρουν τη διεθνή επιστημονική κοινότητα.<br />
Επειδή όμως πάντα πρέπει να διδασκόμαστε από<br />
την εμπειρία των άλλων, αναφέρουμε τη θέση των
Ν. Αντωνάκης και Κ. Μακρή Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />
Βρετανών Ιατρών Γενικής Ιατρικής που υποστηρίζουν<br />
ότι η ανάπτυξη ενιαίων και σωστών βάσεων<br />
δεδομένων στην ΠΦΥ εξαρτάται και από την<br />
πολιτική βούληση των εκάστοτε κρατούντων 3 .<br />
Αντωνάκης Νίκος<br />
Αναπληρωτής Διευθυντής Σύνταξης<br />
Μακρή Κορνηλία<br />
Επίκουρη Διευθύντρια Σύνταξης<br />
Βιβλιογραφία<br />
1. Θηραίος Ε, Μερκούρης ΜΠ, Αντωνάκης Ν, Μακρή<br />
Κ, Αγγελόπουλος Α, Μαριόλης Α, Λιονής Χ.<br />
“ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΥΓΕΙΑΣ” Μια<br />
εικόνα του περιοδικού της Ελληνικής Εταιρείας<br />
Γενικής Ιατρικής. 15ο Πανελλήνιο Συνέδριο Γενικής<br />
Ιατρικής. Porto Carras, Χαλκιδική, 30/4/2003<br />
- 4/5/2003<br />
2. Φλουρής Γ, Ανδρεαδάκης Μ, Κιαγιαδάκη Χ,<br />
Ρηγάτος Θ, Καπάνταης Ι, Αντωνάκης Ν. Στατιστική<br />
ανάλυση: Το αδύνατο σημείο της έρευνας<br />
στην ελληνική Π.Φ.Υ. 18ο Πανελλήνιο Συνέδριο<br />
Γενικής Ιατρικής, Κέρκυρα 26/4/2006-30/4/2006.<br />
3. General Practice Research Database (GPRD).<br />
Διαθέσιμο στο: http://www.gprd.com<br />
4. QOF database. Διαθέσιμο στο: http://www.<br />
gpcontract.co.uk/map.html<br />
5. Soriano JB, Maier WC, Egger P, Visick G, Thakrar<br />
B, Sykes J, Pride NB. Recent trends in physician<br />
diagnosed COPD in women and men in the UK.<br />
Thorax, 55:789-794, 2000.<br />
6. Αντωνάκης Ν. Πρόταση μοντέλου Ηλεκτρονικής<br />
Συνταγογραφίας για την Ελληνική Πρωτοβάθμια<br />
Φροντίδα Υγείας: Φαρμακοεπιδημιολογική<br />
προσέγγιση. Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας,<br />
17:38-45, 2005.<br />
111
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Ν. Αντωνάκης και Κ. Μακρή<br />
Primary Heatlh Care, Volume 18, Number 3, 112, 2006<br />
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, Τόμος 18, Τεύχος 3, 112, 2006<br />
112<br />
ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ<br />
EDITORIAL<br />
18 ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΓΕΝΙΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ<br />
Η Γενική Ιατρική κυκλοφορεί αναζητώντας τις επικοινωνίες<br />
Το άρθρο σύνταξης μπορεί να γράφεται στα<br />
μέσα του φθινοπώρου όταν στις αυλές των σπιτιών<br />
συσσωρεύονται κίτρινα φύλλα ή κιτρινισμένα αισθήματα,<br />
αδύναμα, μερικές φορές, να αντέξουν<br />
τη λάμψη μια αισιοδοξίας λόγω της αβεβαιότητας<br />
του σύγχρονου κόσμου στον οποίο ζούμε.<br />
Αλλά τα ελπιδοφόρα μηνύματα της άνοιξης<br />
που κόμισε το 18 ο ετήσιο συνέδριο Γενικής Ιατρικής<br />
που πραγματοποιήθηκε στην Κέρκυρα, δείχνουν<br />
ότι στη σύγχρονη και τεκμηριωμένη Γενική<br />
Ιατρική, οι εποχές δεν θα διαδέχονται πλέον η μία<br />
την άλλη κατά κανονική ακολουθία.<br />
Πιο συγκεκριμένα, μέσα από την πληθώρα<br />
νέων ιδεών, διαδικασιών και καινοτόμων αλλαγών<br />
που πραγματοποιήθηκαν και παρουσιάστηκαν<br />
στο συνέδριο, σίγουρα ξεχώρισαν οι εξής:<br />
� Η οργάνωση κλινικών φροντιστηρίων, στρογγυλών<br />
τραπεζών και διαλέξεων με μεγάλο<br />
αριθμό συμμετεχόντων, που επέκτειναν τις<br />
επιλογές για εκπαίδευση των συνέδρων και<br />
τα οποία εμπλουτίστηκαν για πρώτη φορά με<br />
θέματα τα οποία άπτονταν περισσότερο της<br />
κατευθυνόμενης προς και από τον ασθενή<br />
(patient-oriented) κλινικής πράξης. Η παραπάνω<br />
επιτυχία ουσιαστικά επιβράβευσε<br />
όλες τις εκπαιδευτικές συναντήσεις που έγιναν<br />
κατά τη διάρκεια του έτους σε όλες τις<br />
υγειονομικές περιφέρειες τις χώρας από την<br />
Ελληνική Εταιρία Γενικής Ιατρικής.<br />
� Παράλληλα, πραγματοποιήθηκαν με μεγάλη<br />
συμμετοχή οι εκλογές της ΕΛΕΓΕΙΑ καθώς<br />
και της Επαγγελματικής Ένωσης, οι οποίες<br />
και είχαν ως αποτέλεσμα την εκλογή των<br />
νέων διοικητικών συμβουλίων με αρκετά νέα<br />
μέλη στη σύνθεσή τους. Επιπλέον στις γόνιμες<br />
συζητήσεις που προηγήθηκαν, τέθηκαν νέοι<br />
προβληματισμοί για το μέλλον της Γενικής<br />
Ιατρικής στη χώρα μας.<br />
� Η οργανωτική επιτροπή του συνεδρίου όρισε<br />
ως υπεύθυνη για τη βράβευση των εργασιών<br />
μια εξειδικευμένη ομάδα συσταθείσα από<br />
μέλη από όλες τις επιτροπές της ΕΛΕΓΕΙΑ<br />
και από εκπροσώπους από την Ακαδημία<br />
Γενικής Ιατρικής και την Επαγγελματική<br />
Ένωση. Αξίζει να σημειωθεί πως οι περισσότερες<br />
από τις ερευνητικές εργασίες που<br />
κατατέθηκαν ως υποψήφιες για βράβευση<br />
ήταν υψηλού επιπέδου όπως τεκμηριώθηκε<br />
από την ιδιαίτερα υψηλή βαθμολόγησή που<br />
απέσπασαν κατά την διαδικασία αξιολόγησής<br />
τους (critical appraisal).<br />
Τα παραπάνω καθώς και η γενική εικόνα<br />
που παρουσίασε το συνέδριο, μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε<br />
πως όλα όσα είχαμε τολμήσει<br />
να διεκδικήσουμε ήταν πλέον πιο κοντά στην<br />
πραγματικότητα παρά μακριά της.<br />
Το πρόσφατο Πανελλήνιο Συνέδριο Γενικής<br />
Ιατρικής έδειξε το δρόμο προκειμένου η επόμενη<br />
συνάντηση να είναι βελτιωμένη, με μεγαλύτερη<br />
διάρκεια και σαφέστερους στόχους.<br />
Τα οράματα της ανεξουσίαστης μηπω-τοπίας,<br />
ενδεχομένως και ξάστερης ουτοπίας για μιαν άλλη<br />
προσδοκία στη Γενική Ιατρική δεν πρέπει να μείνουν<br />
ανυπεράσπιστα. Δεν θα εγκαταλείψουμε την<br />
αναζήτηση για νέες γέφυρες επικοινωνίας μεταξύ<br />
μας για την περαιτέρω ανάπτυξη της ειδικότητας<br />
Γενικής Ιατρικής στην Ελλάδα.<br />
Είναι η νοσταλγία του μέλλοντος<br />
Dr. Ανάργυρος Δ. Μαριόλης<br />
Ειδικός Γραμματέας ΕΛΕΓΕΙΑ<br />
Επιστημονικός Υπεύθυνος<br />
Κέντρο Υγείας Βύρωνα
Β. Σαπουνά και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />
Primary Heatlh Care, Volume 18, Number 3, 113-124, 2006<br />
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, Τόμος 18, Τεύχος 3, 113-124, 2006<br />
Επιβάρυνση μελών οικογενειών και άλλων ατόμων<br />
που φροντίζουν ασθενείς με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />
στην Κρήτη: Ένα καινούργιο πεδίο για τη Γενική Ιατρική<br />
στην Ελλάδα<br />
Β. Σαπουνά 1 , A.H. Schene 2 , Β. Δαφέρμος 3 , Π. Θεοδωράκης 1,4 , Μ. Χατζηαρσένης 1,5 , Χ. Λιονής 1<br />
Περίληψη<br />
Σκοπός: Η επιβάρυνση των φροντιστών ασθενών με ψυχικές διαταραχές είναι<br />
υψηλή. Σκοπός της μελέτης είναι η εκτίμηση των συνεπειών από την φροντίδα<br />
ασθενών με μείζονες ψυχικές διαταραχές σε μέλη οικογενειών και άλλα άτομα<br />
στην Κρήτη. Πληθυσμός μελέτης και Μέθοδος: Τον πληθυσμό μελέτης μας<br />
αποτέλεσαν οι φροντιστές ασθενών με μείζονες ψυχικές διαταραχές (ICD-10:<br />
χρόνιες ψυχωσικές διαταραχές - F 20#, διπολική διαταραχή - F 31, κατάθλιψη - F<br />
32#), από τους τέσσερις νομούς της Κρήτης και οι οποίοι ήσαν καταγεγραμμένοι<br />
στο αρχείο του Θεραπευτηρίου Ψυχικών Παθήσεων Χανίων το έτος 1999 (Ν=230).<br />
Στη μελέτη μας περιλήφθησαν τελικά 65 φροντιστές (ποσοστό συμμετοχής 61%).<br />
Χρησιμοποιήθηκε, μετά από άδεια, το Ερωτηματολόγιο Αξιολόγησης Συμμετοχής<br />
(IEQ) για την εκτίμηση της επιβάρυνσης και το ερωτηματολόγιο Επισκόπησης<br />
Υγείας του Nottingham (NHP) για τη μέτρηση της ποιότητας ζωής των φροντιστών.<br />
Αποτελέσματα: Η πλειονότητα των φροντιστών ήταν γυναίκες (54, 83,1%),<br />
κυρίως μητέρες, με μέση ηλικία τα 62,6 (S.D. 10,9) έτη. Οι περισσότεροι ασθενείς<br />
με μείζονες ψυχικές διαταραχές (52, 80%) έμεναν με τις οικογένειες τους και η<br />
πλειοψηφία των φροντιστών (54, 83,1%) είχαν περισσότερες από 32 ώρες προσωπικής<br />
επικοινωνίας την εβδομάδα με τον ασθενή. Οι πιο κοινές ανησυχίες των<br />
συγγενών (μέση τιμή 3,74, S.D. 1,96, 95% C.l. 3,25-4,22) αφορούσαν την υγεία<br />
του ασθενή (55, 84,6%), το μέλλον (62, 95,4%), την ασφάλεια (58, 89,2%) και την<br />
οικονομική τους κατάσταση (59, 90,8%). Στατιστική σημαντική συσχέτιση μεταξύ<br />
επιβάρυνσης (συνολική βαθμολογία) και ποιότητας ζωής βρέθηκε στον πόνο<br />
(t=2,952, P=0,005). Οι γυναίκες-φροντιστές ανέφεραν περισσότερα προβλήματα<br />
υγείας σε σχέση με τους άνδρες με μια τάση αύξησης της επίδοσης με την ηλικία,<br />
ενώ βρέθηκε ότι οι συγγενείς-φροντιστές δεν προσέφευγαν σε υψηλό ποσοστό<br />
(54, 83,1%) στις υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Συμπεράσματα:<br />
Οι συγγενείς-φροντιστές στην Κρήτη βιώνουν συνέπειες από την ενασχόληση<br />
τους με τη φροντίδα ασθενών με μείζονες ψυχικές διαταραχές και μάλιστα σε<br />
μεγαλύτερο βαθμό από αυτό που ανέφεραν Ευρωπαϊκές μελέτες. Η εμπλοκή της<br />
Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και της Γενικής Ιατρικής στην υποστήριξη των<br />
φροντιστών υπογραμμίζεται ως ιδιαίτερα σημαντική.<br />
1 Κλινική Κοινωνικής και Οικογενειακής Ιατρικής, Τμήμα Ιατρικής, Πανεπιστημίου Κρήτης,<br />
2 Department of Psychiatry Academic Medical Center Amsterdam, The Netherlands, 3 Τμήμα<br />
Πολιτικών Επιστημών Πανεπιστημίου Κρήτης, 4 Θεραπευτήριο Ψυχικών Παθήσεων Χανίων,<br />
5 Νοσοκομείο-Κέντρο Υγείας Νεάπολης Λασιθίου<br />
Εισαγωγή<br />
ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ<br />
ORIGINAL PAPER<br />
Σύμφωνα με πρόσφατες αναλύσεις<br />
του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας 1 ,<br />
οι ψυχικές διαταραχές και διαταραχές<br />
της συμπεριφοράς αντιπροσωπεύουν<br />
το 12% της παγκόσμιας επιβάρυνσης<br />
της Δημόσιας Υγείας από νοσήματα.<br />
Τις επόμενες δεκαετίες η επιβάρυνση<br />
των ψυχικών διαταραχών εκτιμάται ότι<br />
θα αυξηθεί και η προβολή για το 2020<br />
δείχνει ότι θα ξεπεράσει το 15% των<br />
απολεσθέντων ετών ζωής σταθμισμένων<br />
ως προς την ανικανότητα.<br />
Η επιβάρυνση των οικογενειών<br />
που φροντίζουν ασθενείς με ψυχικές<br />
διαταραχές αποτέλεσε αντικείμενο<br />
Λέξεις κλειδιά (MeSH Hellas): oικογένεια, φροντίδα<br />
περιπατητικού αρρώστου, ψυχική διαταραχή, σχιζοφρένεια,<br />
ποιότητα ζωής<br />
Υποβλήθηκε: Η εργασία υποβλήθηκε στα πλαίσια<br />
του 18ου Πανελληνίου Συνεδρίου Γενικής Ιατρικής<br />
(Κέρκυρα 26-30 Απριλίου 2006) και έλαβε το βραβείο<br />
"Δ. Ίκκου" από την Επιτροπή Κρίσης. Δημοσιεύεται<br />
με κοινή απόφαση της Συντακτικής Επιτροπής του<br />
περιοδικού και της Οργανωτικής Επιτροπής του<br />
Συνεδρίου.<br />
Έγινε δεκτή διά δημοσίευση: 10 Ιουλίου 2006<br />
Υπεύθυνος αλληλογραφίας: Βασιλική Σαπουνά, Κοινωνική<br />
Λειτουργός, ΜΡΗ, Τομέας Κοινωνικής Ιατρικής,<br />
Τμήμα Ιατρικής Πανεπιστημίου Κρήτης, Τ.Θ. 2208, Τ.Κ.<br />
71003, Ηράκλειο Κρήτης, Τηλ. (2810) 394614, e-mail:<br />
sapouna@med.uoc.gr<br />
113
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Β. Σαπουνά και συν.<br />
Burden for family members and other individuals who care for patients<br />
with mental disorders in Crete<br />
V. Sapouna, A. H. Schene, V. Dafermos, P. Theodorakis, Μ. Chatziarsenis, C.<br />
Lionis<br />
Summary<br />
Background: Mental disorders are an important public health problem that leaves<br />
an enormous burden on health care services in modern societies. Although the<br />
literature includes many studies on the needs of informal careers caring for patients<br />
with mental disorders, this subject seems to neglected in Greece. The aim of the<br />
present study was to explore the consequences of caring for mental disorders<br />
οn family caregivers and other individuals in the island of Crete, Greece. Study<br />
population and method: The study population consisted of caregivers of patients<br />
with major mental disorders (ICD-10: F20 Schizophrenia, F31 Bipolar affective<br />
disorder, F32 Depressive episode) who were registered in the only Hospital for<br />
Chronic Mental Illness. We looked at the available data that was operating on this<br />
island in 1999 (N = 230). A total of 65 caregivers participated (rate of attendance<br />
61%). Consequences on caregiver were measured by the Involvement Evaluation<br />
Questionnaire (IEQ) and quality of life by the Nottingham Health Profile (NHP).<br />
Results: Most of the informal careers were female (54, 83.1%), mainly mothers,<br />
with a mean age of 62.6 (SD=10.9 year). Most of them (52, 80%) lived with the<br />
mentally ill person in the same household; the 54 relatives (83.1%) had more than<br />
32 hours per week contact with the patient. Of the four domains of IEQ, worrying<br />
(mean 3.74, S.D. 1.96, 95% C.l. 3.25-4.22) was a consequence that we found to<br />
be more intense, while the main concerns were reported included the patient’s<br />
safety (58, 89.2%), general health (55, 84.6%), future (62, 95.4%), and financial<br />
situation (59, 90.8%). Significant correlation between the IEQ overall score and<br />
quality of life was also found in pain (t= 2.952, P= 0.005). The female-caregivers<br />
reported more problems in comparison with men, with a tendency of being<br />
increased with age. Informal careers to a great extend were not seeking care<br />
from the primary health care physicians. Conclusions: The informal careers of<br />
patients with major mental disorders reported an important burden that seems to<br />
be higher in comparison with other European studies. It is a new and challenging<br />
issue for the Cretan primary care physicians.<br />
Key words: family ambulatory care, caregiver, mental disorders, schizophrenia,<br />
quality of life.<br />
μελέτης τις τελευταίες δεκαετίες 2 . Ο όρος επιβάρυνση<br />
ή φορτίο (burden) περικλείει οικονομικές<br />
δυσκολίες, συναισθηματικές αντιδράσεις στην<br />
ασθένεια, το άγχος της αντιμετώπισης της διαταραγμένης<br />
συμπεριφοράς, τη διάλυση της καθημερινότητας<br />
της οικογένειας και τον περιορισμό των<br />
κοινωνικών δραστηριοτήτων 3 .<br />
Τα τελευταία χρόνια με τη μεταρρύθμιση στον<br />
τομέα της ψυχικής υγείας και την αντιμετώπιση<br />
του ατόμου με ψυχικές διαταραχές έξω από το<br />
ίδρυμα, στην κοινότητα, ο ρόλος της οικογένειας<br />
γίνεται ακόμη πιο σημαντικός μιας και αποτελεί<br />
το κύριο φυσικό υποστηρικτικό σύστημα για το<br />
άτομο με ψυχικές διαταραχές και τη βασική και<br />
πολλές φορές μοναδική πηγή φροντίδας 4,5 .<br />
Οι οικογένειες των ασθενών με ψυχικές διαταραχές<br />
αναγκάζονται σε πολλές περιπτώσεις<br />
όχι μόνο να υποστούν το οικονομικό κόστος της<br />
114<br />
φροντίδας αλλά και το κοινωνικό κόστος,<br />
όπως το συναισθηματικό βάρος,<br />
την έκπτωση της ποιότητας ζωής, τον<br />
κοινωνικό αποκλεισμό, το στίγμα και<br />
την απώλεια ευκαιριών να βελτιώσουν<br />
τη ζωή τους 6-8 .<br />
Αν και μεγάλο μέρος όλων αυτών<br />
των συνεπειών δεν δηλώνεται πουθενά<br />
και επομένως η επιβάρυνση δεν<br />
μετράται ποσοτικά, επιστημονικές<br />
εκτιμήσεις δείχνουν ότι το βάρος της<br />
φροντίδας για ένα μέλος της οικογένειας<br />
με ψυχικές διαταραχές είναι<br />
σημαντικό 9 .<br />
Στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρεται<br />
μεγάλος αριθμός μελετών σχετικά<br />
με την επιβάρυνση των οικογενειών<br />
ασθενών με μείζονες ψυχικές διαταραχές.<br />
Πολλές έρευνες έχουν δείξει ότι<br />
η επιβάρυνση των οικογενειών από τη<br />
φροντίδα ενός μέλους της με μείζονες<br />
ψυχικές διαταραχές είναι υψηλή 10 .<br />
Τα δεδομένα της μελέτης EPSI-<br />
LON 11 , τα οποία αναφέρονται σε ευρύ<br />
και αντιπροσωπευτικό δείγμα ατόμων<br />
με ψυχικές διαταραχές και μελών οικογενειών<br />
σε πέντε ευρωπαϊκές χώρες,<br />
δείχνουν πως η πιο συνηθισμένη συνέπεια<br />
της παροχής φροντίδας ήταν η<br />
ανησυχία των συγγενών για την υγεία<br />
του ασθενούς, το μέλλον, την ασφάλεια<br />
και την οικονομική κατάσταση του. Η<br />
συνολική βαθμολογία των συνεπειών της παροχής<br />
φροντίδας ήταν μεγαλύτερη στους συγγενείς που<br />
είχαν περισσότερες ώρες επαφής με τα άτομα με<br />
ψυχικές διαταραχές και όταν τα άτομα αυτά ήταν<br />
μεγαλύτερα σε ηλικία.<br />
Στην Ελλάδα η επιβάρυνση των οικογενειακών<br />
φροντιστών φαίνεται να έχει συζητηθεί ελάχιστα.<br />
Από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας<br />
προέκυψε ότι οι μελέτες ελλήνων συγγραφέων<br />
που αναφέρονται στη διερεύνηση των χαρακτηριστικών<br />
των ατόμων και των μελών των οικογενειών,<br />
των αναγκών και των επιπτώσεων από<br />
τη φροντίδα ασθενών με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />
είναι περιορισμένες 12-15 . Τέτοιες όμως<br />
μελέτες κρίνονται απαραίτητες ώστε να διερευνηθούν<br />
πιθανές αιτίες πρόκλησης επιβάρυνσης<br />
στις οικογένειες, την αναγκαιότητα υποστήριξης<br />
και εκπαίδευσης των οικογενειών και των ατόμων
Β. Σαπουνά και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />
που φροντίζουν ασθενείς με ψυχικές διαταραχές<br />
και τον επαναπροσδιορισμό των ρόλων όσων παρέχουν<br />
φροντίδα στο χώρο της ψυχικής υγείας.<br />
Έτσι εκτιμήθηκε ως σημαντικό στο πλαίσιο ενός<br />
μεταπτυχιακού προγράμματος στη Δημόσια Υγεία<br />
και στη Διοίκηση Υπηρεσιών Υγείας 16 να διεξαχθεί<br />
μία μελέτη σε άτομα που φροντίζουν ασθενείς<br />
με ψυχικές διαταραχές με σκοπό την εκτίμηση<br />
των συνεπειών που συνεπάγεται η φροντίδα<br />
ασθενών με μείζονες ψυχικές διαταραχές σε μέλη<br />
οικογενειών ή άλλα άτομα στην Κρήτη. Σκοπός<br />
της παρούσης δημοσίευσης ήταν η παρουσίαση<br />
των χαρακτηριστικών και της επιβάρυνσης τους<br />
από τη φροντίδα ασθενών με μείζονες ψυχικές<br />
διαταραχές σε μέλη οικογενειών ή άλλα άτομα<br />
στην Κρήτη, καθώς και η συζήτηση του ρόλου του<br />
γενικού ιατρού στην εκτίμηση των αναγκών και<br />
την κάλυψη τους.<br />
Πληθυσμός μελέτης και μέθοδοι<br />
Πληθυσμός μελέτης<br />
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στη γεωγραφική<br />
περιφέρεια της Κρήτης, σε αστικές και αγροτικές<br />
περιοχές των νομών Λασιθίου, Ηρακλείου,<br />
Ρεθύμνης και Χανίων, κατά το χρονικό διάστημα<br />
Ιανουαρίου– Ιουλίου του 2005. Ο πληθυσμός<br />
αναφοράς ήταν μέλη οικογενειών ή άλλα άτομα<br />
που φροντίζουν ασθενείς με μείζονες ψυχικές<br />
διαταραχές και ήταν εγγεγραμμένοι στο Αρχείο<br />
του Θεραπευτηρίου Ψυχικών Παθήσεων Χανίων<br />
(Θ.Ψ.Π.Χ.), το έτος 1999. Επιλέχθηκε το<br />
Θ.Ψ.Π.Χ, ως η μόνη κλειστή μονάδα ψυχιατρικής<br />
περίθαλψης σε επίπεδο Κρήτης με ασθενείς με<br />
τεκμηριωμένη διάγνωση και στους οποίους έχει<br />
επιβεβαιωθεί η διάγνωση ψυχικής νόσου.<br />
Σχεδιάστηκε μία συγχρονική επιδημιολογική<br />
μελέτη (cross-sectional study). Για κάθε ασθενή,<br />
με διάγνωση σύμφωνα με το ICD-10 17 : χρόνιες<br />
ψυχωσικές διαταραχές - F 20#, διπολική διαταραχή<br />
- F 31, κατάθλιψη - F 32#, που συμμετείχε<br />
στην έρευνα ορίστηκε ένας φροντιστής και ήταν<br />
το άτομο που διέθετε τον περισσότερο χρόνο για<br />
τη φροντίδα του ασθενή Τα κριτήρια επιλογής των<br />
μελών των οικογενειών και των ατόμων που φροντίζουν<br />
ασθενείς με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />
για τη μελέτη ορίστηκαν τα παρακάτω:<br />
• Mόνιμοι κάτοικοι της Κρήτης.<br />
• Συγγενείς α΄ ή β΄ βαθμού ή άλλα άτομα μη<br />
συγγενικά<br />
• Φροντίδα ασθενών με διαταραχές της ψυχικής<br />
νόσου > της 5ετίας.<br />
• Παραμονή του ασθενή με ψυχικές διαταραχές<br />
στην οικογένεια ≥ για 6 μήνες τον τελευταίο<br />
χρόνο.<br />
• Μέλη οικογενειών ηλικίας >18 ετών<br />
Το σύνολο των ατόμων με μείζονες ψυχικές<br />
διαταραχές που πληρούσαν τα κριτήρια εισόδου<br />
στη μελέτη, ήταν 230.<br />
Καθορισμός του μεγέθους του δείγματος<br />
Προκειμένου να καθορισθεί το μέγεθος του<br />
δείγματος προβήκαμε στις παρακάτω θεωρήσεις:<br />
i. Από το σύνολο των σπουδαιότερων μεταβλητών<br />
εκείνη με τη μεγαλύτερη τυπική απόκλιση<br />
ήταν αυτή που αφορούσε την ένταση (S.D.<br />
1,7).<br />
ii. Διάστημα εμπιστοσύνης 95%.<br />
iii. Αποδεκτό σφάλμα 5%<br />
iv. Πληθυσμός, όπως είπαμε και παραπάνω<br />
Ν=230.<br />
Σύμφωνα με τις παραπάνω θεωρήσεις και<br />
με τη χρήση του γνωστού τύπου, το μέγεθος του<br />
δείγματος προσδιορίστηκε σε 93 άτομα 18 .<br />
Στη μελέτη, τελικά, συμμετείχαν εξήντα πέντε<br />
(65) μέλη οικογενειών ή άλλα άτομα (ποσοστό<br />
συμμετοχής 60%). Έγινε προσπάθεια τηλεφωνικής<br />
επικοινωνίας με όλες τις οικογένειες των<br />
ατόμων αυτών. Εξαιρέθηκαν 165 άτομα για τους<br />
παρακάτω λόγους: θάνατος (15 ασθενείς), εισαγωγή<br />
σε ίδρυμα ή ξενώνα (16 ασθενείς), μη ανάγκη<br />
φροντίδας (10 ασθενείς), άρνηση (19 άτομα<br />
φροντίδας), μη απάντησης στην τηλεφωνική κλήση<br />
ή λανθασμένος τηλεφωνικός αριθμός (105 οικογένειες)<br />
(Σχήμα Ι).<br />
Ερωτηματολόγια<br />
Στη μελέτη χρησιμοποιήθηκαν δύο κύρια εργαλεία/ερωτηματολόγια.<br />
Το Ερωτηματολόγιο Αξιολόγησης<br />
Συμμετοχής (Involvement Evaluation<br />
Questionnaire – EUROPEAN VERSION/IEQ<br />
– EU) 19 , για την εκτίμηση των συνεπειών από τη<br />
φροντίδα ατόμων με μείζονες ψυχικές διαταραχές.<br />
Έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, στα<br />
115
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Β. Σαπουνά και συν.<br />
Αγγλικά, Iταλικά, Iσπανικά, Πορτογαλικά, Γερμανικά,<br />
Γαλλικά, Φιλανδικά και Σουηδικά. Το<br />
ερωτηματολόγιο έχει χρησιμοποιηθεί στη μελέτη<br />
των πέντε ευρωπαϊκών χωρών, Ολλανδία, Δανία,<br />
Αγγλία, Ιταλία, Ισπανία, EPSILON study<br />
(European Psychiatric Services: Inputs Linked to<br />
Outcome Domains and Needs) και έχει αναφερθεί<br />
υψηλή εγκυρότητα και αξιοπιστία 20 . Για τη<br />
μετάφραση και χρήση του Ερωτηματολογίου Αξιολόγησης<br />
Συμμετοχής (Involvement Evaluation<br />
Questionnaire-EU) δόθηκε έγγραφη άδεια από<br />
τον Καθηγητή AH Schene, μέλος της ομάδας που<br />
συνέταξε το πρωτότυπο ερωτηματολόγιο στην<br />
Κλινική Κοινωνικής και Οικογενειακής Ιατρικής<br />
του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου<br />
Κρήτης για χρήση στη μελέτη αυτή. Βασική προϋπόθεση<br />
για να συμπληρωθούν όλες οι ενότητες<br />
του IEQ, είναι φροντιστής και ασθενής να έχουν<br />
τουλάχιστον μία ώρα ανά εβδομάδα προσωπική<br />
ή τηλεφωνική επικοινωνία, κατά τη διάρκεια των<br />
προηγούμενων τεσσάρων εβδομάδων. To IEQ<br />
αποτελείται από 81 ερωτήσεις που δομούνται σε<br />
έξι ενότητες: (1) κοινωνικοδημογραφικά στοιχεία<br />
του ασθενή και της οικογένειας, (2) συνέπειες<br />
για τα άτομα που φροντίζουν ασθενείς με<br />
ψυχικές διαταραχές, (3) πρόσθετες οικονομικές<br />
δαπάνες, (4) ερωτηματολόγιο Γενικής Υγείας 12<br />
(General Health Questionnaire 12), (5) επαγγελματική<br />
βοήθεια για τους συγγενείς του ασθενή, (6)<br />
συνέπειες για τα παιδιά του ασθενή με ψυχικές<br />
116<br />
Σχήμα Ι. Πληθυσμός μελέτης.<br />
διαταραχές.<br />
Οι επιπτώσεις της φροντίδας συνοψίστηκαν<br />
σε τέσσερις συνιστώσες: α)Ένταση (ερωτήσεις<br />
29-35, 42-43), β) Ανησυχία (ερωτήσεις 22-26, 29),<br />
γ) Επίβλεψη (ερωτήσεις 37-41, 43), δ) Προτροπή<br />
(ερωτήσεις 16-21, 27-28) και όλες αυτές εκτιμήθηκαν<br />
με μια συνολική βαθμολογία.<br />
Για τη μέτρηση της ποιότητας ζωής χρησιμοποιήθηκε<br />
το ερωτηματολόγιο Επισκόπηση Υγείας<br />
του Nottingham (Nottingham Health Profile<br />
Health Profile/NHP). Το NHP αξιολογεί την υποκειμενική<br />
δυσφορία από προβλήματα υγείας και<br />
τον βαθμό στον οποίο τα προβλήματα αυτά επηρεάζουν<br />
τι φυσιολογικές δραστηριότητες του ατόμου.<br />
Έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, όπως<br />
Γαλλικά, Ισπανικά, Γερμανικά, Ιταλικά, Νορβηγικά,<br />
Σουηδικά. Η εγκυρότητα και αξιοπιστία του<br />
βρέθηκαν να είναι υψηλές. Το ερωτηματολόγιο<br />
μεταφράστηκε, προσαρμόστηκε στα Ελληνικά<br />
από τους Α. Βιδάλη, Μ. Συγγελάκη 21 . Αποτελείται<br />
από δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος διερευνώνται<br />
με 38 δηλώσεις (statements) (ναι/όχι) έξι τομείς:<br />
κινητικότητα, πόνος, ύπνος, ενεργητικότητα, συναισθηματικές<br />
αντιδράσεις και κοινωνική απομόνωση.<br />
Τα αποτελέσματα σε κάθε κατηγορία<br />
εκφράζονται ως ποσοστό, μεταξύ 0 και 100. Το<br />
δεύτερο μέρος περιέχει επτά γενικές ερωτήσεις<br />
(ναι/όχι) και διερευνά περιοχές της καθημερινής<br />
ζωής, εργασία, νοικοκυριό (και συναφείς δραστηριότητες),<br />
κοινωνική ζωή, οικογενειακή ζωή,
Β. Σαπουνά και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />
σεξουαλικότητα, ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και διακοπές<br />
και οι δυνατές βαθμολογίες είναι 0 ή 1.<br />
Τα δύο μέρη μπορούν να χρησιμοποιηθούν ανεξάρτητα.<br />
Συμπλήρωση ερωτηματολογίων<br />
Τα ερωτηματολόγια συμπληρώθηκαν κατά<br />
τη διάρκεια προσωπικής συνέντευξης. Οι συνεντεύξεις<br />
πραγματοποιήθηκαν στα σπίτια των<br />
συμμετεχόντων μετά από τηλεφωνική ειδοποίησή<br />
τους, διάρκειας περίπου μίας ώρας. Τα ερωτηματολόγια<br />
συμπληρώθηκαν το χρονικό διάστημα<br />
Ιανουαρίου – Ιουλίου 2005.<br />
Τήρηση κανόνων βϊοηθικής<br />
Το Επιστημονικό Συμβούλιο του Θεραπευτηρίου<br />
Ψυχικών Παθήσεων Χανίων και η Διοίκηση<br />
της Μονάδας αυτής ενέκριναν το ερευνητικό<br />
πρωτόκολλο (2/12/2004) που υποβλήθηκε. Όλα τα<br />
άτομα της μελέτης συμμετείχαν μετά από πλήρη<br />
ατομική ενημέρωση και υπογραφή συμφωνητικού<br />
αποδοχής συμμετοχής τους στη μελέτη σύμφωνα<br />
με τους υφισταμένους κανόνες έρευνας βϊοηθικής<br />
και δεοντολογίας 22 .<br />
Στατιστική ανάλυση<br />
Για τη στατιστική επεξεργασία και αξιολόγηση<br />
των αποτελεσμάτων (επίπεδο στατιστικής<br />
σημαντικότητας (P-value
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Β. Σαπουνά και συν.<br />
Πίνακας Ι. Κοινωνικοδημογραφικά χαρακτηριστικά<br />
φροντιστών ασθενών με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />
(n= 65)<br />
n (%)<br />
Φύλο<br />
Γυναίκα 54 (83,1)<br />
Άνδρας 11 (16,9)<br />
Μέση ηλικία (έτη) 62,6 * (10,9) **<br />
Σχέση με το άτομο με ψυχικές διαταραχές<br />
Μητέρα/πατέρας 43 (62,2)<br />
Κόρη/γιος 1 (1,5)<br />
Αδερφή/ αδερφός 3 (4,6)<br />
Άλλος συγγενής 4 (6,2)<br />
Σύζυγος/σύντροφος 8 (12,3)<br />
Φίλος 3 (4,6)<br />
Γείτονας 2 (3,1)<br />
Συνάδελφος/συμφοιτητής<br />
Εκπαίδευση<br />
1 (1,5)<br />
Αναλφάβητοι 21 (32,3)<br />
Δημοτικό 34 (52,3)<br />
Γυμνάσιο 2 (3,1)<br />
Λύκειο 2 (3,1)<br />
Ανώτερες/Ανώτατες Σχολές<br />
Εισόδημα<br />
6 (9,2)<br />
>500€ μηνιαίως 18 (27,7)<br />
500-800€ μηνιαίως 25 (38,5)<br />
800-1400€ μηνιαίως 20 (30,8)<br />
1400-2400€ μηνιαίως<br />
Συγκατοίκηση με το άτομο<br />
με ψυχικές διαταραχές<br />
2 (3,1)<br />
Όχι 13 (20,0)<br />
Ναι 52 (80,0)<br />
Προσωπική ή τηλεφωνική επαφή με το άτομο<br />
με ψυχικές διαταραχές τις τέσσερις<br />
τελευταίες εβδομάδες<br />
> από 1 ώρα την εβδομάδα 1 (1,5)<br />
1-4 ώρες την εβδομάδα 6 (9,2)<br />
5-8 ώρες την εβδομάδα 1 (1,5)<br />
9-16 ώρες την εβδομάδα 3 (4,6)<br />
17-32 ώρες την εβδομάδα - -<br />
< από 32 ώρες την εβδομάδα<br />
* x<br />
54 (83,1)<br />
— , ** S.D.<br />
τρεις δεκαετίες (χρονολογία έναρξης της ψυχικής<br />
διαταραχής τη δεκαετία 1970-1980).<br />
Η επιβάρυνση στους φροντιστές ασθενών με μείζονες<br />
ψυχικές διαταραχές<br />
Η συνολική βαθμολογία της επιβάρυνσης<br />
στους συμμετέχοντες στη μελέτη έλαβε μέση τιμή<br />
9,25 (S.D. 4,8, 95% CI 8,1-10,4). Οι επιμέρους συνιστώσες<br />
της επιβάρυνσης (Διάγραμμα Ι) έλαβαν<br />
ένταση: μέση τιμή 1,8 (S.D. 1,7, 95% CI 1,4-2,2),<br />
118<br />
Διάγραμμα Ι. Επιβάρυνση στους συγγενείς, φροντιστές από τη φροντίδα<br />
ασθενών με μείζονες ψυχικές διαταραχές.<br />
επίβλεψη: μέση τιμή 0,9 (S.D. 1,3, 95% CI 0,6-1,2),<br />
ανησυχία: μέση τιμή 3,7 (S.D. 2,0, 95% CI 3,2-4,2)<br />
και προτροπή: μέση τιμή 3,6 (S.D. 2,4, 95% CI 3,0-<br />
4,2). Στους Πίνακες ΙΙ, ΙΙΙ, IV, V παρουσιάζονται<br />
αναλυτικά τα αποτελέσματα στις τέσσερις συνιστώσες<br />
της επιβάρυνσης ως συνέπειες της φροντίδας<br />
που προσέφεραν οι συγγενείς, φροντιστές<br />
στους ασθενείς με μείζονες ψυχικές διαταραχές.<br />
Όσον αφορά τη συσχέτιση της επιβάρυνσης<br />
με τη χρονική διάρκεια της ψυχικής διαταραχής<br />
του ασθενή βρέθηκε στατιστικώς σημαντική συσχέτιση<br />
μεταξύ συνολικής επιβάρυνσης και χρονικής<br />
διάρκειας (F=8,588, P=0,005). Μεταξύ επίβλεψης<br />
και χρονικής διάρκειας της ψυχικής διαταραχής<br />
βρέθηκε σημαντική συσχέτιση (F= 6,911,<br />
P= 0,011), επίσης βρέθηκε σημαντική συσχέτιση<br />
μεταξύ προτροπής και χρονικής διάρκειας της<br />
ψυχικής διαταραχής του ασθενή (F=4,477, P=<br />
0,038). Βρέθηκε στατιστικώς σημαντική συσχέτιση<br />
μεταξύ ανησυχίας και ηλικίας φροντιστή (Pearson<br />
r= 0,383, P=0,002). Όσον αφορά τις διαφορές<br />
ανάμεσα στα δύο φύλα σημαντική διαφορά βρέθηκε<br />
να υπάρχει στη μέση τιμή μεταξύ γυναικών<br />
4,2 (S.D. 1,8) και ανδρών 1,6 (S.D. 1,1) αναφορικά<br />
με την ανησυχία (t=4,427, df=63, P=0,005). Δεν<br />
βρέθηκε σημαντική συσχέτιση μεταξύ ανησυχίας<br />
και των κατηγοριών γονείς, παιδιά, αδέλφια,<br />
άλλοι συγγενείς, σύζυγοι, φίλοι, γείτονες, συνάδελφοι<br />
(F= 0,780, P=0,606), ενώ βρέθηκε σημαντική<br />
διαφορά μόνο στο ζευγάρι γονείς-σύζυγοι<br />
(P=0,038). Βρέθηκε επίσης σημαντική διαφορά<br />
αναφορικά με την προτροπή στα ζευγάρια συγγενείς<br />
(μέση τιμή=7,5)-γονείς (μέση τιμή=3,6),<br />
(P=0,039) και συγγενείς (μέση τιμή=7,5)-σύζυγοι<br />
(μέση τιμή= 2,7), (P=0,032).
Β. Σαπουνά και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />
Πίνακας ΙΙ. Ένταση από τη φροντίδα ασθενών με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />
Προβλήματα συμπεριφοράς Συγγενείς/Φροντιστές (n= 65)<br />
ατόμου με μείζονες ψυχικές Ποτέ Μερικές Φορές Τακτικά Συχνά Πάντα<br />
διαταραχές n (%) n (%) n (%) n (%) n (%)<br />
Ενόχληση κατά τη διάρκεια<br />
του ύπνου εξαιτίας του ατόμου<br />
με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />
42 (64,6%) 11 (16,9%) 7 (10,8%) 5 (7,7%) -<br />
Τεταμένη ατμόσφαιρα 26 (40,0%) 33 (50,8%) 2 (3,1%) 3 (4,6%) 1 (1,5%)<br />
Καυγάδες που προξένησε<br />
το άτομο με μείζονες<br />
ψυχικές διαταραχές<br />
29 (44,6%) 31 (47,7%) - 4 (6,2%) 1 (1,5%)<br />
Ενόχληση του συγγενή από<br />
τη συμπεριφορά του ατόμου<br />
με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />
25 (38,5%) 29 (44,6%) 2 (3,1%) 4 (6,2%) 5 (7,7%)<br />
Ενόχληση άλλων από<br />
τη συμπεριφορά του ατόμου<br />
με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />
42 (64,6%) 20 (30,8%) - 3 (4,6%) -<br />
Αίσθηση πως απειλείται<br />
από το άτομο με μείζονες<br />
ψυχικές διαταραχές<br />
52 (80,0%) 9 (13,8%) - 4 (6,2%) -<br />
Σκέψη να μετακομίσει 44 (67,7%) 18 (27,7%) - 3 (4,6%) -<br />
Ανησυχία από τους συγγενείς<br />
για το δικό τους μέλλον<br />
6 (9,2%) 27 (41,5%) 8 (12,3%) 15 (23,1%) 9 (13,8%)<br />
Φορτίο Κανένα Φορτίο Ελαφρύ Αρκετά Μεγάλο Μεγάλο Πολύ Μεγάλο<br />
16 (24,6%) 9 (13,8%0 16 (24,6%) 12 (18,5%) 12 (18,5%)<br />
Πίνακας ΙΙΙ. Επίβλεψη των ασθενών με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />
Προβλήματα συμπεριφοράς ατόμου Συγγενείς/Φροντιστές (n= 65)<br />
με μείζονες ψυχικές διαταραχές Ποτέ Μερικές φορές Τακτικά Συχνά Πάντα<br />
n (%) n (%) n (%) n (%) n (%)<br />
Προφύλαξη από το να διαπράξει<br />
επικίνδυνες πράξεις (να βάλει<br />
φωτιά, αναμμένο τσιγάρο)<br />
45 (69,2%) 10 (15,4%) 2 (3,1%) 5 (7,7%) 3 (4,6%)<br />
Προφύλαξη από αυτοτραυματισμό 53 (81,5%) 5 (7,7%) 2 (3,1%) 4 (6,2%) 1 (1,5%)<br />
Εξασφάλιση επαρκούς ύπνου στο άτομο<br />
με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />
35 (53,8%) 12 (18,5%) 8 (12,3%) 6 (9,2%) 4 (6,2%)<br />
Προφύλαξη από κατανάλωση αλκοόλ 50 (76,9%) 4 (6,2%) 1 (1,5%) 6 (9,2%) 4 (6,2%)<br />
Προφύλαξη από χρήση ναρκωτικών 59 (90,8%) 5 (7,7%) - 1 (1,5%) -<br />
Ενόχληση των συγγενών, φροντιστών<br />
από τα άτομα με μείζονες διαταραχές<br />
κατά τη διάρκεια του ύπνου τους<br />
42 (64,6%) 11 (16,9%) 7 (10,8%) 5 (7,7%) -<br />
Αποτελέσματα πολλαπλής παλίνδρομης ανάλυσης<br />
με εξαρτημένη μεταβλητή τη συνολική επιβάρυνση<br />
Διενεργήθηκε πολλαπλή παλινδρομική ανάλυση<br />
με εξαρτημένη μεταβλητή τη συνολική επιβάρυνση<br />
και ανεξάρτητες μεταβλητές, βοήθεια<br />
από τον γενικό οικογενειακό γιατρό, βοήθεια<br />
από κοινωνικό λειτουργό, ψυχολόγο, ψυχίατρο,<br />
φαρμακευτική αγωγή για τυχόν προβλήματα που<br />
δημιουργήθηκαν από τη φροντίδα των ασθενών με<br />
μείζονες ψυχικές διαταραχές, χρονική διάρκεια<br />
της ψυχικής διαταραχής του ασθενή και συγκατοίκηση<br />
του συγγενή, φροντιστή με τον ασθενή.<br />
Διαπιστώθηκε ότι υπάρχει σημαντική συσχέτιση<br />
μεταξύ χρονικής διάρκειας της ψυχικής διαταραχής<br />
(έτους εμφάνισης της νόσου) και συνολικής<br />
επιβάρυνσης (t= -2,590, P=0,012), καθώς και μεταξύ<br />
της μεταβλητής βοήθεια από τον γενικό οικο-<br />
119
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Β. Σαπουνά και συν.<br />
Πίνακας ΙV. Ανησυχία από τη φροντίδα ασθενών με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />
Συγγενείς/Φροντιστές (n= 65)<br />
Τομείς φροντίδας Ποτέ Μερικές φορές Τακτικά Συχνά Πάντα<br />
n (%) n (%) n (%) n (%) n (%)<br />
Ανησυχία για την ασφάλεια του ατόμου<br />
με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />
7 (10,8%) 19 (29,2%) 7 (10,8%) 15 (23,1%) 17 (26,2%)<br />
Ανησυχία για είδος της βοήθειας/<br />
θεραπείας<br />
15 (23,1%) 23 (35,4%) 11 (16,9%) 10 (15,4%) 6 (9,2%)<br />
Ανησυχία για τη γενική υγεία του ατόμου<br />
με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />
10 (15,4%) 21 (32,3%) 7 (10,8%) 21 (32,3%) 6 (9,2%)<br />
Ανησυχία για το πώς το άτομο με μείζονες<br />
ψυχικές διαταραχές θα αντεπεξέλθει<br />
οικονομικά, αν σταματήσει η βοήθεια<br />
από το συγγενή<br />
6 (9,2%) 10 (15,4%) 5 (7,7%) 16 (24,6%) 28 (43,1%)<br />
Ανησυχία για το μέλλον του ατόμου<br />
με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />
3 (4,6%) 8 (12,3%) 4 (6,2%) 16 (24,6%) 34 (52,3%)<br />
Φορτίο Κανένα Φορτίο Ελαφρύ Αρκετά Μεγάλο Μεγάλο Πολύ Μεγάλο<br />
16 (24,6%) 9 (13,8%) 16 (24,6%) 12 (18,5%) 12 (18,5%)<br />
Πίνακας V. Προτροπή του φροντιστή προς τον ασθενή με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />
Συγγενείς/Φροντιστές (n= 65)<br />
Τομείς φροντίδας Ποτέ Μερικές φορές Τακτικά Συχνά Πάντα<br />
n (%) n (%) n (%) n (%) n (%)<br />
Προτροπή στο άτομο με μείζονες ψυχικές<br />
διαταραχές να περιποιείται τον εαυτό του<br />
22 (33,8%) 9 (13,8%) 10 (15,4%) 5 (7,7%) 19 (29,2%)<br />
Βοήθεια στο άτομο με μείζονες ψυχικές<br />
διαταραχές να περιποιείται τον εαυτό του<br />
27 (41,5%) 10(15,4%) 5 (7,7%) 5 (7,7%) 18 (27,7%)<br />
Προτροπή στο άτομο με μείζονες<br />
ψυχικές διαταραχές να τρώει αρκετά<br />
42 (64,6%) 13(20,0%) 4 (6,2%) 2 (3,1%) 4 (6,2%)<br />
Προτροπή στο άτομο με μείζονες<br />
ψυχικές διαταραχές για δραστηριότητες<br />
22 (33,8%) 14(21,5%) 5 (7,7%) 3 (4,6%) 21 (32,3%)<br />
Συνοδεία του ατόμου με μείζονες ψυχικές<br />
διαταραχές σε εξωτερικές δραστηριότητες<br />
24 (36,9%) 14(21,5%) 2 (3,1%) 10(15,4%) 15 (23,1%)<br />
Εξασφάλιση δόσης απαιτούμενου<br />
φαρμάκου<br />
11 (16,9%) 5 (7,7%) 8 (12,3%) 16(24,6%) 23 (35,4%)<br />
γενειακό γιατρό και της συνολικής επιβάρυνσης<br />
(t=2,420, P=0,019). Το γεγονός ότι η προβλεπτική<br />
ικανότητα του μοντέλου είναι μικρή (R 2 = 23,1%),<br />
υποδηλώνει ότι υπάρχουν και άλλοι παράγοντες<br />
που επηρεάζουν τη συνολική επιβάρυνση και οι<br />
οποίοι δεν περιλαμβάνονται στο συγκεκριμένο<br />
120<br />
μοντέλο (Πίνακας VI).<br />
Οικονομική επιβάρυνση των συγγενών, φροντιστών<br />
Τα επιπλέον χρήματα που δαπάνησαν 29<br />
Πίνακας VI. Μοντέλο γραμμική παλινδρόμησης συνολικής επιβάρυνσης και εξειδικευμένης παροχής βοήθεια,<br />
έτους εμφάνισης της νόσου και συγκατοίκησης (Εξαρτημένη μεταβλητή: Συνολική επιβάρυνση).<br />
B S. E.* t Τιμή του P (P-value)<br />
Σταθερά 344,124 130,501 2,637 0,011<br />
Έτος εμφάνισης προβλημάτων -0,170 0,065 -2,590 0,012<br />
Γενικός Γιατρός 4,971 2,054 2,420 0,019<br />
Κοινωνικός Λειτουργός/Ψυχολόγος/Ψυχίατρος -3,121 1,820 -1,715 0,092<br />
Φαρμακευτική Αγωγή -0,668 2,110 -0,316 0,753<br />
Συγκατοίκηση 2,678 1,701 1,574 0,121
Β. Σαπουνά και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />
(44,6%) συγγενείς, φροντιστές για τους ασθενείς<br />
με μείζονες ψυχικές διαταραχές αφορούσαν: επαγγελματική<br />
βοήθεια (7, 10,8%), ζημιά (2, 3,1%),<br />
πληρωμή μεγάλων δαπανών (4, 6,2%), έξοδα ταξιδιού<br />
(10, 15,4%), φάρμακα (3, 4,6%), πληρωμή<br />
χρεών (3, 4,6%), άλλες δαπάνες (29, 44,6%).<br />
Το κατά προσέγγιση ποσό που δαπανήθηκε<br />
από τους φροντιστές για λογαριασμό του ατόμου<br />
με ψυχικές διαταραχές κυμαίνονταν για είκοσι δύο<br />
συγγενείς, φροντιστές (33,8%), σε ποσό μικρότερο<br />
των 50€. Ποσό 50 - 80€ ξόδεψαν 13 (14,3%)<br />
φροντιστές , 80 - 200€ ξόδεψαν 22 (33,8%) φροντιστές,<br />
200 - 400€ οι 5 (7,7%) φροντιστές και τέλος<br />
ποσό μεγαλύτερο των 400€ ξόδεψαν 5 φροντιστές<br />
(7,7%).<br />
Εξειδικευμένη παροχή υπηρεσιών υγείας<br />
στους συγγενείς, φροντιστές<br />
Η πλειοψηφία των συγγενών, φροντιστών<br />
(48, 73%) δεν πραγματοποίησαν επισκέψεις σε<br />
υπηρεσίες και επαγγέλματα υγείας. Έντεκα συγγενείς,<br />
φροντιστές (ποσοστό 16,9%) ανέφεραν ότι<br />
δεν επισκέφτηκαν γενικό/οικογενειακό γιατρό τις<br />
τέσσερις τελευταίες εβδομάδες, ενώ ο αντίστοιχος<br />
αριθμός για επίσκεψη σε κοινωνικό λειτουργό ή<br />
ψυχολόγο ή ψυχίατρο ήσαν: 12 συγγενείς, φροντιστές<br />
(18,5%). Λήψη φαρμακευτικής αγωγής<br />
αναφέρθηκε από 12 (18,5%) συμμετέχοντες.<br />
Συσχέτιση της επιβάρυνσης με τις επιπτώσεις<br />
στην ποιότητα ζωής των ατόμων και οικογενειών που<br />
φροντίζουν άτομα με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />
Διενεργήθηκε πολλαπλή παλινδρομική ανάλυση<br />
με εξαρτημένη μεταβλητή τη συνολική επιβάρυνση<br />
και ανεξάρτητες μεταβλητές κινητικότητα,<br />
πόνος, ύπνος, ενεργητικότητα, συναισθηματικές<br />
αντιδράσεις και κοινωνική απομόνωση. Διαπιστώθηκε<br />
ότι υπάρχει στατιστικώς σημαντική συσχέτιση<br />
μεταξύ συνολικής επιβάρυνσης από τη<br />
φροντίδα ασθενών με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />
και του πόνου (t=2,952, P=0,005), ενώ<br />
παρατηρήθηκε ότι όσο αυξάνεται η κινητικότητα<br />
μειώνεται η συνολική βαθμολογία των συνεπειών<br />
(t=-1,636, P=0,108) (Πίνακας VΙΙ).<br />
Συζήτηση – Συμπεράσματα<br />
Η παρούσα μελέτη εστίασε σε θέματα όπως,<br />
σχέση φροντίδας, επιβάρυνσης και χαρακτηριστικά<br />
ατόμων και μελών οικογενειών που φροντίζουν<br />
ασθενείς με μείζονες ψυχικές διαταραχές και της<br />
σχέσης τους.<br />
Ένα κύριο εύρημα της μελέτης μας ήταν η<br />
υψηλή επιβάρυνση που παρουσίασαν τα άτομα της<br />
μελέτης μας συγκριτικά με άλλους πληθυσμούς της<br />
Ευρώπης 12,26-28 . Η μεγάλη πλειοψηφία των φροντιστών<br />
(90,8%) ήταν συγγενείς και κυρίως γονείς<br />
(66,2%) των ασθενών, εύρημα το οποίο συμφωνεί<br />
με τις περισσότερες μελέτες 10,12 . Σε μεγάλο ποσοστό<br />
τη φροντίδα των ασθενών είχαν αναλάβει οι<br />
γυναίκες (83,1%), με μέσο όρο ηλικίας 62,6 έτη,<br />
ποσοστό αρκετά υψηλότερο από αυτό που αναφέρουν<br />
άλλες μελέτες 8,10,12 . Η επικράτηση του γυναικείου<br />
φύλου αναμενόταν, αφού στην παραδοσιακή<br />
ελληνική οικογένεια, η γυναίκα είναι αυτή που<br />
αναλαμβάνει την ευθύνη της φροντίδας 29 . Ακόμη<br />
στη χώρα μας είναι γνωστό 30 το δημογραφικό<br />
πρόβλημα, με ιδιαίτερη αναφορά στις αγροτικές<br />
περιοχές, γεγονός που εξηγεί τη μεγάλη ηλικία<br />
των ατόμων που φροντίζουν ασθενείς με μείζονες<br />
ψυχικές διαταραχές.<br />
Οι περισσότεροι συγγενείς, φροντιστές (80%)<br />
ζούσαν μαζί με τον ασθενή με μείζονες ψυχικές<br />
Πίνακας VII. Μοντέλο Γραμμικής Παλινδρόμησης Συνολικής Επιβάρυνσης και των επιπτώσεων της ποιότητας ζωής<br />
φροντιστών συγγενών (Εξαρτημένη μεταβλητή: Συνολική Επιβάρυνση).<br />
Β S. E.* t Τιμή του P (P-value)<br />
Σταθερά 4,534 1,129 4,016 0,000<br />
Ενέργεια 0,035 0,027 1,271 0,209<br />
Πόνος 0,073 0,025 2,952 0,005<br />
Συναισθηματικές Αντιδράσεις 0,012 0,021 0,576 0,567<br />
Ύπνος 0,007 0,024 0,314 0,755<br />
Κοινωνική Ζωή 0,016 0,026 0,629 0,532<br />
Φυσική Κινητικότητα<br />
* S.E.: standard error<br />
- 0,087 0,053 -1,636 0,108<br />
121
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Β. Σαπουνά και συν.<br />
διαταραχές αποτέλεσμα το οποίο συμφωνεί με<br />
τα ευρήματα κυρίως μελετών στις ισπανικές και<br />
ιταλικές περιοχές 25 . Ο χρόνος που αφιερώνει<br />
ο φροντιστής στον ασθενή με μείζονες ψυχικές<br />
διαταραχές, φαίνεται να συνδέεται άμεσα με τη<br />
συγκατοίκηση, ποσοστό 83,1% (53 φροντιστές)<br />
είχαν περισσότερες από 32 ώρες την εβδομάδα<br />
προσωπική επαφή, εύρημα που επιβεβαιώνεται<br />
και από άλλη μελέτη 31 .<br />
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης<br />
μας δεν βρέθηκε η ηλικία να συσχετίζεται με τη<br />
συνολική επιβάρυνση ούτε με τις επιμέρους συνιστώσες<br />
της, με εξαίρεση την ανησυχία (P
Β. Σαπουνά και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />
συμπεριέλαβε μικρό αριθμό ατόμων και μελών οικογενειών<br />
που φροντίζουν άτομα με μείζονες ψυχικές<br />
διαταραχές, γεγονός που ίσως δεν επιτρέπει<br />
τη γενίκευση τους στον πληθυσμό της Κρήτης.<br />
Επίσης εξετάζεται το ενδεχόμενο σφάλμα<br />
επιλογής ως συνέπεια της δειγματοληψίας από<br />
το προϋπάρχον αρχείο του Θεραπευτηρίου Ψυχικών<br />
Παθήσεων Χανίων, με πιθανή επίδραση στην<br />
ερμηνεία των αποτελεσμάτων της μελέτης μας.<br />
Συμπεράσματα<br />
Η μελέτη μας παρά τα μεθοδολογικά της προβλήματα<br />
που αυτή αντιμετωπίζει έδειξε την υψηλή<br />
επιβάρυνση των συγγενών που φροντίζουν άτομα<br />
με μείζονες ψυχικές διαταραχές και μάλιστα σε<br />
υψηλότερα επίπεδα από αυτά του ανέφεραν παρόμοιες<br />
Ευρωπαϊκές μελέτες. Η επιβάρυνση αυτή<br />
αφορούσε κυρίως γυναίκες και φαίνεται να επηρεάζει<br />
την ποιότητα ζωής τους. Το γεγονός είναι<br />
ιδιαίτερα ανησυχητικό για τη χώρα μας και προσδιορίζει<br />
απαραίτητες ενέργειες που θα πρέπει ν΄<br />
αναληφθούν στα πλαίσια ενός ολοκληρωμένου<br />
συστήματος φροντίδας υγείας στην περιφέρεια,<br />
ενώ συγχρόνως αποκαλύπτουν το νέο ρόλο των<br />
γιατρών γενικής ιατρικής στην Ελλάδα.<br />
Ευχαριστίες<br />
Το προσωπικό του Θεραπευτηρίου Ψυχικών<br />
Παθήσεων Χανίων για τη συμβολή του στην υλοποίηση<br />
της παρούσης μ ελέτης, θερμά ευχαριστούμε.<br />
Βιβλιογραφία<br />
1. World Health Organization (WHO). The World<br />
Health Report 2001: Mental Health: New Understanding,<br />
New Hope. Geneva: World Health<br />
Organization, 2001.<br />
2. Κουκιά Ε, Μαδιανός Μ. Οικογενειακή επιβάρυνση<br />
και ψυχική αρρώστια: Μέθοδοι εκτίμησης.<br />
Εγκέφαλος, 41:2, 2004.<br />
3. Schene AH, Tessler RC, Gamache GM. Instruments<br />
measuring family or caregiver burden in<br />
severe mental illness. Soc Psychiatry Psychiatr<br />
Epidemiol, 24:228–240, 1994.<br />
4. Κονταξάκης Β, Χριστοδούλου Γ. Η ψυχοκοινωνική<br />
αποκατάσταση των χρόνιων ασθενών. Προλη-<br />
πτική ψυχιατρική. Εκδ. ΒΗΤΑ, Αθήνα, 2000, σελ.<br />
175-179.<br />
5. Οικονόμου M. Ο ρόλος της οικογένειας στην ψυχοκοινωνική<br />
αποκατάσταση. Προληπτική ψυχιατρική.<br />
Εκδ. ΒΗΤΑ, Αθήνα, 2000, σελ. 69-76.<br />
6. Sartorius N. Stigma: what can psychiatrists do<br />
about it? Lancet, 352:1058-1059, 1998.<br />
7. Östman M, Kjellin L. Stigma by association. Psychological<br />
factors in relatives of people with mental<br />
illness. Br J Psychiatry, 181:494-498, 2002.<br />
8. Winefield HR, Harvey EJ. Determinants of psychological<br />
distress in relatives of people with<br />
chronic schizophrenia. Schizophr Bull, 19:619–625,<br />
1994.<br />
9. Fadden G, Bebbington P, Kuipers L. The burden of<br />
care: the impact of functional psychiatric illness on<br />
the patient’ s family. Br J Psychiatry, 150:285-292,<br />
1987.<br />
10. Schene AH, van Wijngaarden B, Koeter MWJ.<br />
Family caregiving in schizophrenia: domains and<br />
distress. Schizophr Bull, 2:609-618, 1998.<br />
11. Becker T, Knapp M, Knudsen HC. The EPSILON<br />
study of schizophrenia in five European countries:<br />
design and methodology for standardizing outcome<br />
measures and comparing patterns of care and<br />
service costs. Br J Psychiatry, 175:514-521, 1999.<br />
12. Meijer K, Schene A, Koeter M, Knudsen H, Becker<br />
T, Thornicroft G, Vasquez-Barquero JL, Tansella<br />
M. Needs for care of patients with schizophrenia<br />
and the consequences for their informal caregivers.<br />
Results from the EPSILON multi center study on<br />
schizophrenia. Soc Psychiatr Epidemiol, 39:251-<br />
258, 2004.<br />
13. Bibou-Nakou I, Dikaiou M, Bairactaris C. Psychosocial<br />
dimensions of family burden among two<br />
groups of carers looking after psychiatric patients.<br />
Soc Psychiatry Psychiatr Epidemiol, 32:104-108,<br />
1997.<br />
14. Madianos M, Economou M, Dafni O, Koukia E,<br />
Palli A, Rogakou E. Family disruption, economic<br />
hardship and psychological distress in schizophrenia:<br />
can the be measured? Eur Psychiatry, 19:408-<br />
414, 2004.<br />
15. Madianos GM, Madianou D, Vlachonikolis J, Stefanis<br />
NC. Attitudes towards mental illness in the<br />
Athens area: Implications for community mental<br />
health intervention. Acta Pcychiatr Scand, 75:158-<br />
165, 1987.<br />
16. Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, Δημόσια<br />
Υγεία και Διοίκηση Υπηρεσιών Υγείας, ΕΠΕ-<br />
ΑΕΚ, Τμήμα Ιατρικής, Πανεπιστημίου Κρήτης<br />
(Επιστημονικός Υπεύθυνος: Τάσος Φιλαλήθης,<br />
Αναπληρωτής Καθηγητής). On line: http://vml.<br />
med.uoc.gr/moodle/login/index.php<br />
123
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Β. Σαπουνά και συν.<br />
17. Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (Π.Ο.Υ.) και Ψυχιατρική<br />
Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών-Αιγινήτιο<br />
Νοσοκομείο. Οι Ψυχικές Διαταραχές στην<br />
<strong>πρωτοβάθμια</strong> φροντίδα-ICD10/Κεφάλαιο V. Γ.Ν.<br />
Χριστοδούλου, Β. Αλεβίζος και Β. Μαυρέας.<br />
Εκδόσεις ΒΗΤΑ, Αθήνα 1998.<br />
18. Δαφέρμος Β. Κοινωνική Στατιστική με το SPSS.<br />
Εκδόσεις ΖΗΤΗ, Θεσσαλονίκη 2005.<br />
19. Schene AH, van Wijngaarden B. The Involvement<br />
Evaluation Questionnaire. Department of Psychiatry,<br />
University of Amsterdam 1992, Amsterdam.<br />
In: Schene AH, Tessler RC, Gamache GM. Instruments<br />
measuring family or caregiver burden<br />
in severe mental illness. Soc Psychiatry Psychiatr<br />
Epidemiol, 29:228-240, 1994.<br />
20. Wijngaarden B, Schene A, Koeter M, Vasquez-<br />
Barquero JL, Knudsen HC, Lasalvia A, McCrone<br />
P, and the EPSILON Study Group. Caregiving in<br />
schizophrenia: development, internal consistency<br />
and reliability of the Involvement Evaluation Questionnaire<br />
– European Version. EPSILON Study 4.<br />
Br J Psychiatry, 177:21-27, 2000.<br />
21. Vidalis A, Syngelakis M, Papathanasiou M, Whalley<br />
D, Mc Kenna SP. The Greek version of the<br />
Nottingham Health Profile. Hippokratia, 1:79-82,<br />
2002.<br />
22. World Health Organization (WHO). Operational<br />
Guidelines for Ethics Committees That Review<br />
Biomedical Research. Geneva 2000.<br />
23. Stevens J. Applied Multivariate Statistics for the<br />
Social Sciences, LEA, 2002.<br />
24. Mehta CR, Patel NR. SPSS Exact Test 7.0 for<br />
Windows. SPSS INC, 1996.<br />
25. Thornicroft G, Tansella M, Becker T, Knapp M,<br />
Leese M, Sceene A, Vasquez-Barquero JL. The<br />
EPSILON Study Group. Τhe personal impact of<br />
schizophrenia in Europe. Schizophr Res 69:125-<br />
132, 2004.<br />
26. Samele C, Manning N. Level of caregiver burden<br />
among relatives of the mentally ill in South Verona.<br />
124<br />
Eur Psychiatry, 15:196-204, 2000.<br />
27. Magliano L, Fadden G, Economou M, Held T,<br />
Xavier M, Guarneri M, Malangone C, Maj M.<br />
Family burden and coping strategies in schizophrenia:<br />
1 year follow-up data from the BIOMED<br />
1 study. Soc. Psychiatry Psychiatr Epidemiol,<br />
35:109–115, 2000.<br />
28. McCrone P, Leese M, Thornicroft G, Schene A,<br />
Knudsen HC, Vasquez-Barquero JL, Tansella<br />
M, Becker T, for the EPSILON Study Group. A<br />
comparison of needs of patients in five European<br />
countries: the EPSILON Study. Acta Psychiatr<br />
Scand, 103:370-379, 2001.<br />
29. Κατάκη Χ. Οι τρεις ταυτότητες της ελληνικής<br />
οικογένειας. Ψυχοκοινωνικές διεργασίες. Σειρά:<br />
Ανθρώπινα Συστήματα. Εκδόσεις Ελληνικά<br />
Γράμματα, 1998.<br />
30. Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος 2004. Απογραφή<br />
Ελληνικού Πληθυσμού 2001. Διαθέσιμο<br />
στο: http://www.statistics.<br />
31. Harvey K, Burns T, Fiander M, Huxley P, Manley<br />
C, Fahy T. The effect of intensive case management<br />
on the relatives of patients with severe mental<br />
illness. Psychiatr Serv, 53:1580-1585, 2002.<br />
32. Greenberg JS. The other side of caring: adult children<br />
with mental illness as supports to their mothers<br />
in later life. Soc Work, 40:414-423, 1995.<br />
33. Stefansson C-G, Hansson L. Mental health care<br />
reform in Sweden, 1995. Acta Psychiatr Scand,<br />
104:82-88, 2001.<br />
34. Shibre T, Kebede D, Alem A, Negash A, Deyassa<br />
N, Fekadu A, Fekadu A, Jacobsson L, Kullgren G.<br />
Schizophrenia: illness impact on family members<br />
in a traditional society – rural Ethiopia. Soc Psychiatry<br />
Psychiatr Epidemiol, 38:27–34, 2003.<br />
35. Foldemo A, Gullberg M, Ek A-C, Bogren L.<br />
Quality of life and burden in parents of outpatients<br />
with schizophrenia. Soc Psychiatr Epidemiol,<br />
40:133-138, 2005.
Π.Ν. Θεοδωράκης και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />
Primary Heatlh Care, Volume 18, Number 3, 125-130, 2006<br />
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, Τόμος 18, Τεύχος 3, 125-130, 2006<br />
Ανισότητες στην κατανομή του ιατρικού δυναμικού<br />
<strong>πρωτοβάθμια</strong>ς φροντίδας υγείας σε δύο γειτονικούς<br />
νομούς της Ελλάδας και της Αλβανίας<br />
Π.Ν. Θεοδωράκης 1 , Γ.Δ. Μαντζαβίνης 2<br />
Περίληψη<br />
Σκοπός της μελέτης: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η αξιολόγηση και<br />
σύγκριση του βαθμού ανισοκατανομής του ιατρικού δυναμικού <strong>πρωτοβάθμια</strong>ς<br />
φροντίδας υγείας (ΠΦΥ) σε δύο γειτονικούς αγροτικούς και απομακρυσμένους<br />
νομούς της Ελλάδας και Αλβανίας. Υλικό και μέθοδος: Μελετήθηκαν οι νομοί Ιωαννίνων<br />
(Ελλάδα) και Αργυροκάστρου (Αλβανία) κατά το έτος 2001. Υπολογίστηκε<br />
η αναλογία γιατρών ΠΦΥ ανά πληθυσμό ευθύνης. Οι γιατροί ΠΦΥ περιελάμβαναν<br />
τους γενικούς γιατρούς, ειδικευόμενους και γιατρούς υπηρεσίας υπαίθρου. Για<br />
τον υπολογισμό της ανισοκατανομής χρησιμοποιήθηκαν δύο δείκτες σχετικής<br />
ανισοκατανομής. Σχεδιάστηκαν οι καμπύλες Lorenz και υπολογίστηκαν οι δείκτες<br />
Gini. Η σύγκριση της ανισοκατανομής έγινε με τον υπολογισμό της διαφοράς<br />
των δύο δεικτών Gini με διαστήματα εμπιστοσύνης 95%. Αποτελέσματα: Για<br />
το νομό Ιωαννίνων αντιστοιχούσαν 1222 κάτοικοι ανά γιατρό, με ελάχιστο 205<br />
(που αντιστοιχεί σε καλύτερη παροχή γιατρών) και μέγιστο 8166. Στο νομό<br />
Αργυροκάστρου αντιστοιχούσαν 2376, με ελάχιστο 1323 και μέγιστο 4546 κατοίκους<br />
ανά γιατρό. Ο δείκτης Gini για το νομό Ιωαννίνων ήταν 0,489 (SD=0,045),<br />
ενώ για το νομό Αργυροκάστρου 0,186 (SD=0,034). Η διαφορά ήταν 0,303<br />
(P
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Π.Ν. Θεοδωράκης και συν.<br />
Inequalities in the distribution of rural primary care physicians in two<br />
remote neighboring prefectures of Greece and Albania<br />
P.N. Theodorakis, G.D. Mantzavinis<br />
Summary<br />
Objectives: To evaluate and compare the degree of inequality in the provision of<br />
primary care physicians in two neighboring prefectures of Greece and Albania.<br />
Material and Methods: We studied the cases of Ioannina, Greece and Gjirokaster,<br />
Albania during 2001. We used the total number of physicians providing primary care<br />
in rural areas. This includes GPs, internal medicine specialists, non-specialised<br />
graduate physicians. We calculated the population per physician ratio (PPR)<br />
in each prefecture. For the comparison of the inequality we used two relative<br />
inequality measures. We plotted the Lorenz curves and calculated the Gini<br />
coefficients. The P values for the comparison were calculated for 95% confidence<br />
levels. Results: The PPR for the whole prefecture of Ioannina, Greece was 1222;<br />
the lowest PPR, which corresponds to higher supply of human resources, was<br />
205, while the highest was 8166. In the case of Gjirokaster the PPR was 2376<br />
for the whole prefecture; the lowest PPR was 1323, while the highest was 4546<br />
inhabitants per physician. The Gini coefficient for the distribution of primary care<br />
physicians in Ioannina was 0.489 (SD = 0.045), while that of the Gjirokaster district<br />
was 0.186 (SD = 0.034). The difference between the two Gini indices was 0.303<br />
(P
Π.Ν. Θεοδωράκης και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />
Κάθε γιατρός παρέχει υπηρεσίες σε συγκεκριμένο<br />
αριθμό χωριών με καθορισμένο πληθυσμό<br />
ευθύνης. Για το λόγο αυτό στην παρούσα μελέτη<br />
δεν χρησιμοποιήθηκαν γεωγραφικές περιοχές,<br />
αλλά κάθε αγροτική δομή <strong>πρωτοβάθμια</strong>ς φροντίδας<br />
υγείας χρησιμοποιήθηκε ως μονάδα για τον<br />
υπολογισμό των δεικτών ανισοκατανομής.<br />
Η καμπύλη Lorenz εκφράζει την ποσοτική<br />
σχέση μεταξύ του αθροιστικού ποσοστού του<br />
πληθυσμού και του αθροιστικού ποσοστού της<br />
υπό μελέτη μεταβλητής κατά τη διάρκεια κάποιας<br />
χρονικής περιόδου. Όσο η καμπύλη πλησιάζει<br />
την διαγώνιο της πλήρους ισοκατανομής<br />
τόσο πιο δίκαιη είναι η κατανομή της μεταβλητής<br />
(εδώ του ανθρώπινου δυναμικού) στον πληθυσμό.<br />
Αντίθετα, όσο αυτή απομακρύνεται από τη διαγώνιο,<br />
τόσο μεγαλύτερη είναι η ανισοκατανομή<br />
(διάγραμμα Ι) 6 .<br />
Ο συντελεστής Gini συνδέεται με την καμπύλη<br />
Lorenz και η τιμή του εξάγεται και γεωμετρικά<br />
από αυτήν (διάγραμμα Ι). Ο δείκτης Gini διατυπώθηκε<br />
από τον Ιταλό οικονομολόγο Gini το 1912<br />
για την ποσοτικοποίηση της ανισοκατανομής του<br />
εισοδήματος σε μία ομάδα πληθυσμού για κάποια<br />
συγκεκριμένη χρονική στιγμή 3,7-12 . Γεωμετρικά η<br />
τιμή του ορίζεται ως το πηλίκο του εμβαδού της<br />
περιοχής που περικλείεται μεταξύ της καμπύλης<br />
ανισοκατανομής Lorenz και της διαγωνίου ισοκατανομής<br />
(διάγραμμα Ι, περιοχή Α) δια του συνολικού<br />
εμβαδού της περιοχής κάτω από τη διαγώνιο<br />
(διάγραμμα Ι, περιοχή Α+Β) 7 .<br />
Για τον αλγεβρικό προσδιορισμό του δείκτη<br />
Gini έχουν χρησιμοποιηθεί από ερευνητές διάφο-<br />
G= A/A+B όπου Α: εμβαδόν μεταξύ της διαγωνίου ισοκατανομής και<br />
της καμπύλης ανισοκατανομής (Lorenz) και B: Εμβαδόν μεταξύ της<br />
καμπύλης ανισοκατανομής (Lorenz) και του οριζόντιου άξονα τιμών<br />
Διάγραμμα I. Δείκτες σχετικής ανισοκατανομής: Καμπύλη Lorenz και<br />
συντελεστής Gini (G).<br />
ροι μαθηματικοί τύποι. Στην παρούσα μελέτη ο<br />
υπολογισμός έγινε με τη χρήση του μαθηματικού<br />
τύπου που δίνεται από τον Μ. Brown8 :<br />
G �1<br />
�<br />
� � k 1<br />
i�0<br />
( Y<br />
i�1<br />
�Y<br />
)( X<br />
i<br />
i�1<br />
� X )<br />
G: ο δείκτης Gini, Yi: η αθροιστική αναλογία<br />
της υπό μελέτη μεταβλητής στις k περιοχές, Xi:<br />
το αθροιστική αναλογία του πληθυσμού που απολαμβάνει<br />
τη συγκεκριμένη μεταβλητή στις k περιοχές.<br />
Στην παρούσα μελέτη οι καμπύλες Lorenz<br />
σχεδιάστηκαν με τη βοήθεια του Microsoft Excel<br />
2000 για Windows. Για τον υπολογισμό των<br />
συντελεστών Gini στους δύο υπό μελέτη νομούς<br />
χρησιμοποιήθηκε το λογισμικό “DAD 4.2” 13 . Το<br />
ίδιο λογισμικό χρησιμοποιήθηκε για τη σύγκριση<br />
των τιμών Gini μεταξύ των δύο Νομών. Οι τιμές<br />
P ήταν δίπλευρες και υπολογίστηκαν για διαστήματα<br />
εμπιστοσύνης 95%.<br />
Αποτελέσματα<br />
Στις αγροτικές περιοχές του Νομού Ιωαννίνων<br />
οι υπηρεσίες <strong>πρωτοβάθμια</strong>ς φροντίδας υγείας<br />
παρέχονται από 6 κέντρα υγείας: Βουτσαρά,<br />
Δελβινακίου, Δερβιζιάνων, Κόνιτσας, Μετσόβου,<br />
Πραμάντων. Συνολικά 85 γιατροί <strong>πρωτοβάθμια</strong>ς<br />
φροντίδας υγείας παρέχουν υπηρεσίες υγείας<br />
στις αγροτικές περιοχές του Νομού Ιωαννίνων.<br />
Ο πληθυσμός των αγροτικών περιοχών του Νομού<br />
υπολογίστηκε σε 103.876 κατοίκους. Η αναλογία<br />
ΚΑΓ για το σύνολο του νομού ήταν 1.222. Η χαμηλότερη<br />
αναλογία ήταν 205, ενώ η υψηλότερη<br />
ήταν 8.166 (Πίνακας Ι).<br />
Στο Νομό Αργυροκάστρου υπάρχουν 11 κέντρα<br />
υγείας αγροτικού τύπου, στα οποία υπηρετούν<br />
18 γιατροί, προσφέροντας υπηρεσίες <strong>πρωτοβάθμια</strong>ς<br />
φροντίδας υγείας σε 42.777 κατοίκους.<br />
Η αναλογία ΚΑΓ στο σύνολο των αγροτικών<br />
περιοχών του Νομού ήταν 2.376. Η χαμηλότερη<br />
αναλογία ήταν 1.323, ενώ η υψηλότερη ήταν 4.546<br />
(Πίνακας ΙΙ).<br />
Οι καμπύλες Lorenz που αποτυπώνουν την<br />
κατανομή των γιατρών <strong>πρωτοβάθμια</strong>ς φροντίδας<br />
υγείας στους δύο γειτονικούς Νομούς φαίνονται<br />
στο διάγραμμα ΙΙ. Όπως φαίνεται από τις καμπύλες,<br />
οι γιατροί <strong>πρωτοβάθμια</strong>ς φροντίδας υγείας<br />
στο Νομό Ιωαννίνων είναι πιο άνισα κατανεμημένοι<br />
σε σχέση με τους γιατρούς του Νομού<br />
i<br />
127
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Π.Ν. Θεοδωράκης και συν.<br />
Πίνακας I. Αναλογία κατοίκων ανά γιατρό σε κάθε<br />
κέντρο υγείας και περιφερειακό ιατρείο του νομού<br />
Ιωαννίνων για το έτος 2001<br />
Κέντρα Υγείας<br />
128<br />
Δελβινάκι<br />
Βουτσαρά<br />
Πράμαντα<br />
Κόνιτσα<br />
Δερβίζιανα<br />
Μέτσοβο<br />
205 257 220 235 297 612<br />
207 548 308 490 844 618<br />
254 704 377 615 1179 693<br />
371 1048 786 747 1496 787<br />
571 1207 837 752 1727 1108<br />
674 1294 913 825 1778 1178<br />
769 1564 1086 863 1904 1254<br />
1073 3583 1181 904 2862 1268<br />
1090 6486 3050 1171<br />
1162 6654 3828<br />
1165 6912<br />
1196 8166<br />
1406<br />
1576<br />
2007<br />
Πίνακας II. Αναλογία κατοίκων ανά γιατρό σε κάθε<br />
κέντρο υγείας του Νομού Αργυροκάστρου για το έτος<br />
2001<br />
Κέντρα Υγείας Αναλογία κατοίκων ανά γιατρό<br />
Σοφράτικα 2810 2014 1819 1673<br />
Καρντίκι 2360 2304<br />
Λουντζέρια 2478 2315<br />
Βρυσερά 4546 4369<br />
Λαζαράτι 1752 1752<br />
Λιμπόχοβο 2895<br />
Πικάρι 2599<br />
Πωγώνι 2562<br />
Αντιγονέα 1677<br />
Όντριε 1529<br />
Ζαγορία 1323<br />
Διάγραμμα II. Καμπύλες Lorenz της κατανομής των γιατρών <strong>πρωτοβάθμια</strong>ς<br />
φροντίδας υγείας στο νομό Ιωαννίνων και Αργυροκάστρου για<br />
το έτος 2001.<br />
Αργυροκάστρου. Η σύγκριση αυτή είναι δυνατό<br />
να γίνει με βεβαιότητα από τη στιγμή που οι<br />
καμπύλες αυτές δεν τέμνονται μεταξύ τους 6 . Τα<br />
ίδια αποτελέσματα προκύπτουν με τη σύγκριση<br />
των συντελεστών Gini. Ο συντελεστής Gini για<br />
την κατανομή των γιατρών <strong>πρωτοβάθμια</strong>ς φροντίδας<br />
υγείας στο Νομό Ιωαννίνων ήταν 0,489<br />
(SD= 0,045, 95% ΔΕ= 0,401-0,578), ενώ για την<br />
κατανομή των γιατρών <strong>πρωτοβάθμια</strong>ς φροντίδας<br />
υγείας στο Νομό Αργυροκάστρου ο συντελεστής<br />
Gini ήταν 0,186 (SD= 0,034, 95% ΔΕ= 0,119-<br />
0,254) Η διαφορά των δύο τιμών Gini ήταν 0,303<br />
(P
Π.Ν. Θεοδωράκης και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />
πλασιαστεί ο αριθμός των γενικών/οικογενειακών<br />
γιατρών οι δείκτες σχετικής ανισοκατανομής θα<br />
παραμείνουν αμετάβλητοι ενώ η τυπική απόκλιση<br />
θα διπλασιαστεί. Αντιστρόφως, αυξάνοντας τους<br />
γενικούς/ οικογενειακούς γιατρούς κατά τον ίδιο<br />
αριθμό σε κάθε μονάδα <strong>πρωτοβάθμια</strong>ς φροντίδας<br />
υγείας έτσι ώστε οι απόλυτες διαφορές μεταξύ<br />
των μονάδων να παραμείνουν σταθερές η τυπική<br />
απόκλιση θα παραμείνει αμετάβλητη ενώ η σχετική<br />
διαφορά μεταξύ των υποεξυπηρετούμενων<br />
και υπερεξυπηρετούμενων μονάδων που εκφράζεται<br />
με τους δείκτες σχετικής ανισοκατανομής<br />
θα μειωθεί. Ο συνηθέστερος λόγος για τον οποίο<br />
χρησιμοποιούνται στις μελέτες οι δείκτες σχετικής<br />
ανισοκατανομής είναι για να φανεί η τάση<br />
της ανισοκατανομής στο χρόνο, η διαφορά των<br />
ανισοκατανομών σε σύγκριση μεταξύ χωρών,<br />
αλλά και η σχέση των ανισοκατανομών διαφόρων<br />
μεταβλητών (ιατρικό δυναμικό, νοσηλευτικό<br />
δυναμικό, εισόδημα, κ.λπ.). Στην παρούσα έρευνα<br />
επιχειρήθηκε να δοθεί μία “στιγμιαία” εικόνα των<br />
συνθηκών που επικρατούσαν στην κατανομή του<br />
πρωτοβάθμιου ιατρικού δυναμικού των υπό μελέτη<br />
νομών κατά τη διάρκεια του 2001 καθώς και η<br />
μεταξύ τους σύγκριση.<br />
Ένα επιπλέον ζήτημα αποτελεί το γεγονός<br />
ότι στην παρούσα μελέτη η στάθμιση του δείκτη<br />
έγινε μόνο με τον εξυπηρετούμενο πληθυσμό.<br />
Αυτός ο δείκτης αποτελεί έναν από τους πλέον<br />
χρησιμοποιούμενους στην μελέτη υπηρεσιών υγείας<br />
4,9,11,12 . Μία πιο ακριβής μέθοδος μέτρησης της<br />
παροχής υπηρεσιών ΠΦΥ θα δινόταν με την στάθμιση<br />
με έναν δείκτη ανάγκης πληθυσμού 3 . Τέτοιοι<br />
δείκτες θα μπορούσαν να είναι η θνησιμότητα, η<br />
μακροχρόνια περιοριστική νόσος και η νοσηρότητα<br />
3,14 . Η μελέτη της ανισοκατανομής θα ήταν<br />
επίσης δυνατό να βοηθηθεί από άλλες επιστήμες,<br />
για παράδειγμα με τη χρήση Γεωγραφικών Πληροφοριακών<br />
Συστημάτων (GIS) 15 , δίνοντας μία<br />
πιο ξεκάθαρη εικόνα για την κατάσταση της παροχής<br />
υπηρεσιών ΠΦΥ σε γεωγραφικές περιοχές<br />
αυτού του τύπου.<br />
Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης είναι<br />
δυνατό να χρησιμοποιηθούν από ερευνητές στο<br />
χώρο της πολιτικής υγείας. Φαίνεται ότι η μελέτη<br />
της κατανομής του ανθρώπινου δυναμικού είναι<br />
σημαντικός δείκτης για τη μελέτη των υπηρεσιών<br />
υγείας, ειδικά σε αγροτικές και απομακρυσμένες<br />
περιοχές. Επιπλέον, όσοι εφαρμόζουν πολιτική<br />
υγείας θα πρέπει να επικεντρωθούν στην ανακα-<br />
τανομή του ιατρικού δυναμικού με δικαιότερο τρόπο<br />
και εφαρμογή πολιτικών που θα προσελκύσουν<br />
δυναμικό σε υποστελεχωμένες περιοχές. Πέραν<br />
αυτού, η συνεχής καταγραφή των διακρατικών διαφορών<br />
θα βοηθήσει στη διακρατική συνεργασία<br />
και ανταλλαγή γνώσεων με στόχο την ισότητα και<br />
την ποιότητα στην παροχή υπηρεσιών υγείας.<br />
Σχόλια<br />
H παρούσα μελέτη έχει δημοσιευθεί στο<br />
ηλεκτρονικής πρόσβασης αγγλόφωνο περιοδικό<br />
Rural and Remote Health: PN Theodorakis, GD<br />
Mantzavinis. Inequalities in the distribution of rural<br />
primary care physicians in two remote neighboring<br />
prefectures of Greece and Albania. Rural<br />
Remote Health. 2005 Jul-Sep;5(3):457. Epub 2005<br />
Aug 30. Δημοσιεύεται στο περιοδικό Πρωτοβάθμια<br />
Φροντίδα Υγείας μετά από έγγραφη άδεια<br />
του παραπάνω περιοδικού.<br />
Βιβλιογραφία<br />
1. European Observatory on Health Care Systems.<br />
Health care systems in transition: Albania. (http//<br />
www.observatory.dk). Accessed on June 10, 2005.<br />
2. European Observatory on Health Care Systems.<br />
Health care systems in transition: Greece. (http//<br />
www.observatory.dk). Accessed on June 10, 2005.<br />
3. Gravelle H, Sutton M. Inequality in the geographical<br />
distribution of general practitioners in England<br />
and Wales 1974-1995. J Health Serv Res Policy,<br />
6:6-13, 2001.<br />
4. Wilkinson D. Inequitable distribution of general<br />
practitioners in australia: analysis by state and<br />
territory using census data. Aust J Rural Health,<br />
8:87–93, 2000.<br />
5. General Secretariat of National Statistical Service of<br />
Greece. Actual population of Greece, 2001 census.<br />
(http://www.statistics.gr). Accessed on August 5,<br />
2003.<br />
6. Torado MP. Growth, Poverty and Income<br />
Distribution. In: Economic Development. 6 ed.<br />
Essex: Addison Wesley Longman Ltd, 1997, pp:137-<br />
188.<br />
7. Pan American Health Organization (PAHO).<br />
Measuring Health Inequalities: Gini Coefficient<br />
and Concentration Index. (http://www.paho.org).<br />
Accessed on April 10, 2001.<br />
8. Brown M. Using Gini-style indices to evaluate the<br />
129
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Π.Ν. Θεοδωράκης και συν.<br />
spatial patterns of health practitioners: theoretical<br />
considerations and an application based on Alberta<br />
data. Soc Sci Med, 38:1243-1256, 1994.<br />
9. Kobayashi Y, Takaki H. Geographic distribution<br />
of physicians in Japan. Lancet, 340:1391-1393,<br />
1992.<br />
10. Gravelle H, Sutton M. Trends in geographical<br />
inequalities in provision of general practitioners<br />
in England and Wales. Lancet, 352:1910, 1998.<br />
11. Chang R-KR, Halfon N. Geographic Distribution<br />
of Pediatricians in the United States: An Analysis<br />
of the Fifty States and Washington, DC. Pediatrics,<br />
100:172-179, 1997.<br />
12. Mantzavinis G, Theodorakis PN, Lionis C, Trell<br />
E. Geographical inequalities in the distribution of<br />
130<br />
general practitioners in Sweden. Lakartidningen,<br />
100:4294-4297, 2003.<br />
13. Duclos J-Y, Araar A, Forten C. DAD: A software<br />
for Distributive Analysis/Analyse Distributive.<br />
MIMAP programme, International Development<br />
Research Centre, Government of Canada and<br />
CIRPΙE, Universite Laval.<br />
14. Mantzavinis GD, Theodorakis PN, Dimoliatis I.<br />
Robin Hood Index under discussion. Aust N Z J<br />
Public, 26:79-80, 2002.<br />
15. Kohli S, Sahlen K, Lofman O, Sivertun A, Foldevi<br />
M, Trell E, Wigertz O. Individuals living in areas<br />
with high background radon: a GIS method to<br />
identify populations at risk. Comput Methods<br />
Programs Biomed, 53:105-112, 1997.
Α.Γ. Βήτας και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />
Primary Heatlh Care, Volume 18, Number 3, 131-141, 2006<br />
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, Τόμος 18, Τεύχος 3, 131-141, 2006<br />
Η σημασία του τύπου της σωματικής άσκησης στη διαμόρφωση<br />
του κνημοβραχιονίου δείκτη των υγειών ενηλίκων<br />
Α.Γ. Βήτας 1 , Ε.Ι. Νεραντζάκη 1 , Α.Β. Καρτερίδου 2 , Α.Γ. Βήτας 2 , Χ.Λ. Σεμερτζίδης 3 , Κ.Ν. Ζαγορίδης 4<br />
Περίληψη<br />
Στην παρούσα προοπτική εργασία, αναζητήθηκε ο επωφελέστερος τύπος σωματικής<br />
άσκησης (αερόβια ή αναερόβια), προκειμένου να επιτευχθεί η βέλτιστη<br />
ελάττωση του καρδιαγγειακού κινδύνου (ΚΚ) των ενηλίκων, αξιολογώντας τις<br />
ανακύπτουσες τιμές του κνημοβραχιονίου δείκτη (ΚΒΔ). Για το σκοπό αυτό<br />
58 ενήλικες υποβλήθηκαν σε ένα συστηματικό πρόγραμμα επιβλεπόμενης<br />
σωματικής άσκησης, συνολικής διάρκειας έξι μηνών. Διενεργήθηκε εναρμονισμός<br />
του δείγματος σε δύο ομάδες, οι δοκιμαζόμενοι της πρώτης ομάδας (Α)<br />
ακολούθησαν συγκεκριμένο πρόγραμμα αναερόβιας κυκλικής προπόνησης με<br />
βάρη, ενώ της δεύτερης (Β) ένα άλλο πρόγραμμα αερόβιας άσκησης. Από την<br />
ανάλυση των διαθέσιμων δεδομένων φάνηκε ότι οι ενήλικες που εκτέλεσαν το<br />
6μηνο πρόγραμμα συστηματικής αεροβικής άσκησης (ομάδα Β), παρουσίασαν<br />
μια αξιόλογη σταθερή βελτίωση του ΚΒΔ, κάτι ανάλογο δε συνέβη σε όσους<br />
ασκήθηκαν με βάρη. Η μέση σταθερή βελτίωση του ΚΒΔ στο τέλος της εργασίας<br />
βρέθηκε σχεδόν παρόμοια ανάμεσα στους ασκούμενους της κάθε ομάδας,<br />
ανεξάρτητα από τις τιμές που είχαν καταγραφεί κατά την έναρξη της μελέτης.<br />
Γεγονός που υπαινίσσεται ότι η διαμόρφωση του δείκτη οφείλεται στον τύπο της<br />
άσκησης χωρίς να επηρεάζεται από τους μη τροποποιήσιμους παράγοντες ΚΚ.<br />
Τέλος, η αναερόβια άσκηση φάνηκε ασφαλέστερη της αερόβιας, όσον αφορά<br />
τις επιπλοκές ρυθμού από την καρδιά.<br />
1 Ειδικός Γενικός Ιατρός - Επιμελητής Β΄- Ε.Σ.Υ., 2 Ιατρός, 3 Ειδικός Παθολόγος - Επιμελητής<br />
Β΄- Ε.Σ.Υ., 4 Ειδικός Καρδιολόγος, Περιφερειακό Ιατρείο Δοξάτου/Κέντρο Υγείας<br />
Προσοτσάνης/Κέντρο Υγείας Κάτω Νευροκοπίου/Γενικό Νοσοκομείο Δράμας<br />
Εισαγωγή<br />
ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ<br />
ORIGINAL PAPER<br />
Η αρτηριακή πίεση (ΑΠ) που<br />
αποτελεί την κινητήριο δύναμη ροής<br />
του αίματος στα αγγεία, καθορίζεται<br />
ως το γινόμενο της καρδιακής παροχής<br />
επί (Χ) τις ολικές περιφερικές αντιστάσεις.<br />
Η καρδιακή παροχή εξαρτάται<br />
βασικά από τη λειτουργικότητα της<br />
αριστεράς κοιλίας της καρδιάς, ενώ<br />
οι περιφερικές αντιστάσεις καθορίζονται<br />
κυρίως από τον τόνο των λείων<br />
μυϊκών ινών των αρτηριολίων και από<br />
την ελαστικότητα του τοιχώματος των<br />
μεγάλων αγγείων 1 .<br />
Ο παράγοντας που επηρεάζει<br />
σε σημαντικό βαθμό τις περιφερικές<br />
αντιστάσεις είναι η αρτηριοσκλήρωση,<br />
περιλαμβάνει μια ομάδα διαταραχών<br />
(αθηροσκλήρυνση, αγγειίτιδα Monckeberg,<br />
αρτηριοσκλήρυνση) οι οποίες<br />
έχουν κοινό χαρακτηριστικό τους την<br />
πάχυνση και την απώλεια της ελαστι<br />
Λέξεις κλειδιά (MeSH Hellas): Καρδιά, άσκηση,<br />
καρδιαγγειακός κίνδυνος<br />
Υποβλήθηκε: Η εργασία υποβλήθηκε ως ελεύθερη<br />
ανακοίνωση στα πλαίσια του 18ου Πανελληνίου<br />
Συνεδρίου Γενικής Ιατρικής (Κέρκυρα 26-30 Απριλίου<br />
2006) και έλαβε έπαινο από την Επιτροπή Κρίσης.<br />
Δημοσιεύεται με κοινή απόφαση της Συντακτικής<br />
Επιτροπής του περιοδικού και της Οργανωτικής<br />
Επιτροπής του Συνεδρίου.<br />
Έγινε δεκτή δια δημοσίευση: 10 Ιουλίου 2006<br />
Υπεύθυνος αλληλογραφίας: Αθανάσιος Γ. Βήτας, Ειδικός<br />
Γενικός Ιατρός, Επ. Β’ ΕΣΥ, Δοξάτο Δράμας, Τηλ.<br />
(25210) 66666, e-mail: athanasiosgvitas@yahoo.gr<br />
131
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Α.Γ. Βήτας και συν.<br />
The Significance of the Type of Physical Exercise in Conformation of<br />
Ankle-Brachial Index in Adults<br />
A.G. Vitas, E.I. Nerantzaki, A.B. Karteridou, A.G. Vitas, C.L. Semertzidis, K.N.<br />
Zagoridis<br />
Summary<br />
In the present study examined which is the more advantageous type of physical<br />
exercise (aerobic or anaerobic), in order to achieve the most optimal alleviation of<br />
cardiovascular risk (CR) in adults, evaluating the measurements of the ankle-brachial<br />
index (ABI). For this aim 58 adults were submitted in a program of systematic<br />
physical exercise. The study’s duration was six continues months. Matching and<br />
sample classification were held creating two groups. The trainees of the first group<br />
(A) followed a concrete program of circular anaerobic exercises with weights, while<br />
the second (B) attended another program of aerobic training. From the available<br />
data analysis appeared that the adults who attended the semester program of<br />
systematic isotonic exercise (group B), presented an appreciable improvement<br />
of ABI. Something that did not happen in those that practised with weights. The<br />
mean standard ABI improvement in the end of study was found almost similar in<br />
all adults of each team, independent from the values that had been registered in<br />
the beginning of the study. This means that the modulation of index has to do with<br />
the type of exercise, without being influenced by the non modification factors of<br />
CR. Finally, the isometric exercise appeared to be more secure than the isotonic,<br />
concerning rhythm complications from the heart.<br />
Key words: Heart, exertion, cardiovascular agents.<br />
κότητας του αρτηριακού τοιχώματος 2 .<br />
Οι παραπάνω παράμετροι διαμορφώνουν<br />
κατά μείζωνα λόγο τη συστηματική ΑΠ και κατά<br />
συνέπεια και τον κνημοβραχιόνιο δείκτη (ΚΒΔ).<br />
Ο ΚΒΔ είναι η συγκριτική αναλογία της συστολικής<br />
(Σ) πίεσης του σφυρού προς τη Σ πίεση<br />
του βραχίονα. Σε ένα φυσιολογικό άτομο είναι<br />
≥1,0 και δεν ελαττώνεται σημαντικά ύστερα από<br />
άσκηση (προσδιοριζόμενος μετά την πάροδο 60<br />
sec). Η τιμή του είναι αντιστρόφως ανάλογη της<br />
βαρύτητας των στενωτικών βλαβών 3 .<br />
Αρκετές, πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι<br />
τιμές του ΚΒΔ 45%, λειτουργική ικανότητα<br />
>7 METς, απουσία υποτασικής ή υπερτασικής<br />
Πίνακας Ι. Τροποποιήσιμοι Παράγοντες Καρδιαγγειακού<br />
Κινδύνου<br />
• Δυσλιπιδαιμία<br />
• Κάπνισμα<br />
• Αρτηριακή Υπέρταση<br />
• Σακχαρώδης Διαβήτης<br />
• Παχυσαρκία<br />
• Ψυχοκοινωνικοί Παράγοντες (προσωπικότητα τύπου<br />
Α – stress)<br />
• Καθιστική Ζωή (φυσική αδράνεια)<br />
• Λήψη Αντισυλληπτικών
Α.Γ. Βήτας και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />
απάντησης στην κόπωση, έλλειψη τηθαγχικών<br />
συμπτωμάτων κατά την άσκηση, καθώς και απουσία<br />
βαρείας προγνώσεως κοιλιακών αρρυθμιών<br />
ή άλλων αξιόλογων διαταραχών του καρδιακού<br />
ρυθμού.<br />
Ακολούθησε εναρμονισμός (matching) του<br />
πληθυσμού με βάση τους μη τροποποιήσιμους<br />
παράγοντες κινδύνου ΚΝ (φύλο, ηλικία, θετικό<br />
οικογενειακό ιστορικό ΚΝ) και το δείκτη μάζας<br />
σώματος (ΒΜΙ), σε δύο ισάριθμες ομάδες (Α και<br />
Β). Στη συνέχεια, όλοι οι δοκιμαζόμενοι υποβλήθηκαν<br />
σε ένα συστηματικό πρόγραμμα επιβλεπόμενης<br />
σωματικής άσκησης συνολικής διάρκειας<br />
έξι (6) συνεχόμενων μηνών.<br />
Οι ενήλικες της πρώτης ομάδας (Α) ακολούθησαν<br />
συγκεκριμένο πρόγραμμα αναερόβιας<br />
κυκλικής προπόνησης (circuit weight training) με<br />
βάρη, ενώ της δεύτερης (Β) ένα άλλο πρόγραμμα<br />
αερόβιας άσκησης. Η επιτέλεση των παραπάνω<br />
προγραμμάτων λάμβανε χώρα μόνο το απόγευμα<br />
(19:00μ.μ. – 21:00μ.μ.) και πάντοτε τουλάχιστον 4<br />
ώρες μετά από το τελευταίο γεύμα.<br />
Εξαιρέθηκαν, κατά τη διάρκεια της εργασίας<br />
13 άτομα (17,5%) που δεν προσήλθαν σε περισσότερες<br />
από μία συνεδρίες (χωρίς να αναπληρώσουν<br />
την απουσία τους εντός της ίδιας εβδομάδας).<br />
Επίσης, εξαιρέθηκαν άλλοι δύο (2,7% – της Β<br />
ομάδας) επειδή εμφάνισαν εκτακτοσυστολική<br />
κοιλιακή αρρυθμία και ένας (1,3%) με ήπια έως<br />
μετρίου βαθμού στένωση της αορτικής βαλβίδας,<br />
χωρίς ωστόσο να διαταραχθεί η αναλογική σχέση<br />
της διαξονικής ταξινόμησης (2 way classification)<br />
από το εναπομείναν δείγμα, (n=58).<br />
Αποτελεί κοινή γνώση ότι οι μέσες τιμές<br />
της καρδιακής συχνότητας κατά την καταβολή<br />
μέγιστης προσπάθειας στην κυκλική προπόνηση<br />
με βάρη, αναλογούν στο 50–65% των αντίστοιχων<br />
τιμών που καταγράφονται κατά τη μέγιστη<br />
αερόβια άσκηση. Έτσι, για την ακριβή εξομοίωση<br />
του τύπου άσκησης μεταξύ των ομάδων, δεν<br />
επιλέχθηκε ο προσδιορισμός της έντασης (από<br />
την καταγραφή των μεταβολών της καρδιακής<br />
συχνότητας), ούτε και οι εργομετρικές μέθοδοι<br />
υπολογισμού του καταναλισκομένου οξυγόνου<br />
(VO 2 ) από τις μετρήσεις ανταλλαγής των αερίων.<br />
Υπολογίστηκε αδρά το καταναλισκόμενο έργο,<br />
υπό τη μορφή χιλιοθερμίδων (kcal) 8 .<br />
Η επιλογή των ασκήσεων έγινε κατά τέτοιο<br />
τρόπο ώστε να προσπίπτουν ακριβώς οι ίδιες γυμναζόμενες<br />
μυϊκές περιοχές – ζώνες, προκειμένου<br />
να είναι πανομοιότυπες στους ασκούμενους και<br />
των δύο ομάδων.<br />
Πριν την έναρξη του καθημερινού προγράμματος,<br />
όλοι πραγματοποιούσαν μια ομότροπη πεντάλεπτη<br />
προθέρμανση που περιλάμβανε χαλαρό<br />
joking, στατικές διατάσεις, στροφές κορμού 30<br />
μοιρών, οριζόντιες και εγκάρσιες απαγωγές 135<br />
και 180 μοιρών 9 .<br />
Οι ενήλικες της Α ομάδας (n=29) εκτελούσαν<br />
οκτώ ασκήσεις με κυκλική μορφή οργάνωσης και<br />
την ακόλουθη σειρά: προβολές (σκελών) με αλτήρες,<br />
εκτάσεις γόνατος, κάμψεις γόνατος, σκουότ<br />
με μπάρα, άρσεις κνημών με αλτήρες (όρθια<br />
θέση), άρσεις δακτύλων (ποδών) με προσαρμοζόμενο<br />
βάρος (καθιστή θέση), ασκήσεις κοιλιακών<br />
(κάμψεις του άνω ημιμορίου του σώματος<br />
με προσαρμοσμένες καρπιαίες αντιστάσεις) και<br />
ασκήσεις ραχιαίων (έκταση του άνω ημιμορίου<br />
του σώματος με προσαρμοσμένη τραχηλικό βάρος<br />
“good day” με μπάρα). Σε κάθε άσκηση καταβαλλόταν<br />
η μέγιστη φυσική ικανότητα του ατόμου και<br />
αποπερατωνόταν χωρίς βοήθεια. Ο μέσος χρόνος<br />
διεκπεραίωσης κάθε άσκησης ήταν 103,1±33,9<br />
sec και γινόταν συνολικά τρία set. Οι αντιστάσεις<br />
προσαρμοζόταν ανάλογα με την ικανότητα του<br />
κάθε ασκούμενου (2 μεσοδιαστήματα ανάπαυλας<br />
1min μεταξύ των set και 2 1 /2 min σε κάθε αλλαγή<br />
άσκησης), σε τέσσερις συγκεκριμένες συνεδρίες<br />
κάθε εβδομάδα (103,1 sec Χ 8 ασκήσεις = 824,8<br />
sec Χ 3 set = 2,474 sec ή 41,2 min αναερόβιας<br />
σωματικής άσκησης ≥41,2 min X 7,8 kcal, δαπάνη<br />
321,6 kcal/συνεδρία).<br />
Στη Β ομάδα (n=29) ακολουθήθηκε ένα πρόγραμμα<br />
που απαρτιζόταν από γρήγορο βάδισμα<br />
(2,7 – 4,7 km/ώρα) έως χαλαρό τρέξιμο (6,7 – 8,7<br />
km/ώρα) σε ισόπεδο κυλιόμενο τάπητα ή στατικό<br />
ποδήλατο. Η μέση ταχύτητα (Km/h) διεξαγωγής<br />
της κάθε άσκησης ήταν 5,8±2,1 Km/ώρα. Σε κάθε<br />
set καταβαλλόταν η μέγιστη φυσική ικανότητα. Οι<br />
ασκούμενοι εκτελούσαν τρία set των 15 min έκαστο,<br />
με ένταση προσαρμοσμένη στην ικανότητα<br />
του κάθε ατόμου (2 μεσοδιαστήματα ανάπαυλας<br />
των 2 1 /2 min), σε τέσσερις συνεδρίες κάθε εβδομάδα<br />
(15min X 3 set = 45min αερόβιας σωματικής<br />
άσκησης με μέση ταχύτητα 5,8±2,1 Km/ώρα ≥45<br />
min X 7,15 kcal, δαπάνη 321,7 kcal/συνεδρία) 9 .<br />
Γινόταν αιμοδυναμικός έλεγχος με φορητό<br />
monitor παρακολούθησης της καρδιακής συχνότητας<br />
(τριών απαγωγών) και αυτόματη – έμμεση<br />
(ψηφιακή) καταγραφή των τιμών της ΣΑΠ<br />
133
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Α.Γ. Βήτας και συν.<br />
(Συστολικής Αρτηριακής Πίεσης) των άκρων σε<br />
όλους τους ενήλικες, καθ’ όλη τη διάρκεια, αλλά<br />
και για 15 min μετά τη διεκπεραίωση του κάθε<br />
προγράμματος άσκησης (monitoring).<br />
Όλες οι μετρήσεις γινόταν πάντοτε από τους<br />
ίδιους εξεταστές και αφορούσαν την καταγραφή<br />
του ΚΒΔ πριν την έναρξη του προγράμματος εν<br />
ηρεμία, 1 min μετά την τελευταία άσκηση του<br />
προγράμματος και στο τέλος του προγράμματος,<br />
επίσης εν ηρεμία. Ο προσδιορισμός της ΣΑΠ των<br />
κάτω άκρων πραγματοποιόταν αυστηρά σε κατακεκλιμένη<br />
θέση, με συσκευή υπερήχων Doppler<br />
(H.J. – Bidirectional – S8 MHz), με ψηφιακό<br />
μανόμετρο και θερμοκρασία περιβάλλοντος 20 ο C<br />
– 23 ο C. Ο ΚΒΔ τόσο του αριστερού όσο και του<br />
δεξιού ημιμορίου του σώματος, ανέκυπτε από την<br />
αριθμητική τιμή ενός κλάσματος. Η μέση τιμή της<br />
ΣΑΠ από τις μετρήσεις στην οπίσθια κνημιαία<br />
και την πρόσθια ραχιαία του ποδός αρτηρία,<br />
αποτελούσε τον αριθμητή του κλάσματος. Παρανομαστής<br />
ήταν η τιμή της ΣΑΠ που ανευρισκόταν<br />
στη σύστοιχο βραχιόνιο αρτηρία 10 .<br />
Στατιστική Ανάλυση<br />
Για τον εναρμονισμό (matching) των ενηλίκων<br />
σε ομάδες και τη μετέπειτα διάρθρωση των<br />
υποομάδων (ταξινόμηση δύο διευθύνσεων), χρησιμοποιήθηκε<br />
η σχεσιακή βάση δεδομένων MS<br />
Access 2003. Οι συνεχείς (continuous) παράμετροι<br />
εκφράσθηκαν ως μέσες τιμές (mean values), με<br />
μια σταθερή απόκλιση (±1SD).<br />
Η στατιστική ανάλυση των ποιοτικών παρατηρήσεων<br />
έγινε με το Chi Square test, (χ 2 ). Για<br />
τη διαπίστωση των διαφορών στις εξαρτημένες<br />
μεταβλητές μεταξύ των δύο ομάδων (Α και Β)<br />
χρησιμοποιήθηκε η ανάλυση διακύμανσης δύο<br />
παραγόντων (two way ANOVA). Οι στατιστικά<br />
σημαντικές διαφορές εντοπίστηκαν με τη βοήθεια<br />
του Post Hot of Tukey test.<br />
Ιδιαίτερη ανάλυση (Multivariate Regression<br />
Analysis), χρησιμοποιήθηκε για την εκτίμηση<br />
των σχέσεων μεταξύ των τιμών του ΚΒΔ και των<br />
επιβαρυμένων ενηλίκων με μη τροποποιήσιμους<br />
παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου.<br />
Όριο στατιστικής σημαντικότητας ορίστηκε<br />
το επίπεδο 5% (p≤0,05), κάθε άλλη πιθανότητα<br />
(P) >5% (P>0,05), θεωρήθηκε μη σημαντική<br />
στατιστικά (NS).<br />
134<br />
Αποτελέσματα<br />
Οι μέσες τιμές των ανθρωπομετρικών μετρήσεων<br />
της ομάδας Α (17 άνδρες – 12 γυναίκες),<br />
ήταν: ηλικία= 29,7±8 έτη, ΒΜΙ= 23,2±3. Οι<br />
αντίστοιχες τιμές της Β ομάδας (17 άνδρες – 12<br />
γυναίκες) ήταν: 29,5±7 έτη (P: NS) και BMI=<br />
22,9±4 (P: NS).<br />
Η μέση τιμή του ΚΒΔ, στο δείγμα που μελετήθηκε<br />
ήταν αρχικά 1,1±0,06. Στους νεώτερους<br />
ηλικιακά 18 – 30 ετών (1 η υποομάδα), παρατηρήθηκαν<br />
οι υψηλότερες τιμές: 1,3±0,1 (μέση τιμή).<br />
Στους από 31 – 40 ετών (2 η υποομάδα), η μέση<br />
τιμή ήταν: 1,1±0,03 και σ’ αυτούς ≥41 ετών (3 η<br />
υποομάδα): 1,02±0,04.<br />
Οι χαμηλότερες τιμές: 0,99±0,01 ανήκαν σε<br />
έναν ενήλικα της 1 ης υποομάδας, σε τρεις της 2 ης<br />
και σε πέντε της 3 ης (συνολικά 7 άρρενες – 2 γυναίκες),<br />
απ’ αυτούς μόνο οι τρεις ήταν επιβαρυμένοι<br />
με θετικό οικογενειακό ιστορικό ΚΝ. Σε κάθε<br />
ηλικιακή υποομάδα, οι γυναίκες είχαν ελαφρά πιο<br />
αυξημένες τιμές ΚΒΔ, χωρίς όμως να σημειώνονται<br />
με στατιστικά σημαντικές διαφορές.<br />
Η μέση ΣΑΠ των άνω άκρων (ΑΑ), των<br />
ενηλίκων της ομάδας Α, πριν την έναρξη του<br />
προγράμματος άσκησης (ΠΑ), εν ηρεμία ήταν:<br />
129±12,2 για το δεξί (ΔΕ) και 130,1±12,2 για το<br />
αριστερό (ΑΡ). Οι αντίστοιχες τιμές στη Β ομάδα,<br />
επίσης ΠΑ εν ηρεμία ήταν: 124,8±12,2 ΔΕ (P:<br />
NS) και 125,1±12,3 ΑΡ (P: NS). Η μέση ΣΑΠ<br />
των κάτω άκρων (ΚΑ) ΠΑ για τους ενήλικες της<br />
ομάδας Α ήταν: 139,9±18,7 ΔΕ, 136,6±17,4 ΑΡ,<br />
ενώ ο ΚΒΔ ΔΕ ήταν 1,08±0,06, ΑΡ 1,04±0,08<br />
και ο μέσος (Μ) ΚΒΔ 1,06±0,06. Οι αντίστοιχες<br />
τιμές της ΣΑΠ για τη Β ομάδα ήταν: 137,9±10,5<br />
ΔΕ (P: NS), 135,1±10,5 ΑΡ (P: NS), ο ΚΒΔ ΔΕ<br />
1,1±0,08 (P: NS), ΑΡ 1,07±0,09 (P: NS) και ο Μ<br />
ΚΒΔ 1,085±0,06 (P: NS).<br />
Η μέση καρδιακή συχνότητα (ΚΣ) ΠΑ ήταν<br />
76,5±10,3/min και 73,5±7,8/min (P: NS) σε κάθε<br />
ομάδα, αντίστοιχα.<br />
Οι μέσες τιμές των προαναφερθέντων παραμέτρων,<br />
όπως αυτές ανέκυψαν από τις μετρήσεις<br />
μετά τη διεκπεραίωση των προγραμμάτων άσκησης<br />
(μια μέρα μετά το τέλος του έκτου μήνα) εν<br />
ηρεμία, παρατίθενται στον πίνακα ΙΙ.<br />
Όλες οι μέσες τιμές πριν και μετά την άσκηση<br />
(ΜΑ) καθώς και οι συγκρίσεις που διενεργήθηκαν<br />
μεταξύ τους, απεικονίζονται στο διάγραμμα Ι.<br />
Οι μέσες τιμές της ΚΣ μετά τη λήξη της μελέ
Α.Γ. Βήτας και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />
Πίνακας ΙΙ. Οι μέσες τιμές των υπό μελέτη παραμέτρων μετά το τέλος του προγράμματος<br />
(n=58) ΣΑΠ ΑΑ ΔΕ ΣΑΠ ΑΑ ΑΡ ΣΑΠ ΚΑ ΔΕ ΣΑΠ ΚΑ ΑΡ ΚΒΔ ΔΕ ΚΒΔ ΑΡ Μ ΚΒΔ ΚΣ<br />
Ομάδα Α 128,5 129,4 141,2 138,1 1,1 1,1 1,1 68<br />
Ομάδα Β 122,1 122,9 153,1 152,4 1,2 1,2 1,2 70<br />
της, εν ηρεμία, βρέθηκαν κατά 10,5% μειωμένες<br />
στους ενήλικες της Α ομάδας και κατά 4,1% σ’<br />
αυτούς της Β (P: NS).<br />
Κατά την έναρξη της μελέτης μας και πριν<br />
από τη διεξαγωγή του εναρκτήριου προγράμματος<br />
άσκησης, εν ηρεμία, η μέση τιμή του ΚΒΔ<br />
στους ενήλικες της Α ομάδας βρέθηκε 1,06 και<br />
1,1 σ’ αυτούς της Β, (διαφορά 0,02 – P: NS). Έξι<br />
μήνες μετά, οι μέσες τιμές του ΚΒΔ, επίσης σε<br />
κατάσταση ηρεμίας, διαμορφώθηκαν σε 1,1 και<br />
1,2, αντίστοιχα, P=0,05 (διαφορά 0,2).<br />
Η μέση σταθερή βελτίωση του ΚΒΔ, μετά<br />
έξι συνεχόμενους μήνες συστηματικής άσκησης,<br />
ήταν 0,01 (P: NS) για όσους γυμνάστηκαν με βάρη<br />
και 0,16 (P=0,05) γι’ αυτούς που εκτελούσαν το<br />
πρόγραμμα των αερόβιων ασκήσεων.<br />
Κάτι ακόμη που θα πρέπει να αναφερθεί<br />
Διάγραμμα Ι. Όλες οι μέσες τιμές πριν και μετά την άσκηση και οι<br />
συγκρίσεις που διενεργήθηκαν μεταξύ τους.<br />
είναι οι μεταβολές των τιμών του ΚΒΔ ακριβώς<br />
ένα min μετά από τη διεκπεραίωση της τελευταίας<br />
άσκησης του προγράμματος. Οι μέσες τιμές από<br />
τις μετρήσεις 60 sec μετά τη διεκπεραίωση της<br />
άσκησης, στην αρχή του πρώτου μήνα, παρατίθενται<br />
στον πίνακα ΙΙΙ.<br />
Οι μέσες τιμές από τις μετρήσεις 60 sec μετά<br />
τη διεκπεραίωση της τελευταίας άσκησης του<br />
προγράμματος, κατά τον τελευταίο μήνα, παρατίθενται<br />
στον πίνακα IV.<br />
Από την ανάλυση των μετρήσεων που διενεργήθηκαν<br />
μετά το πρώτο λεπτό από την αποπεράτωση<br />
της τελευταίας άσκησης του προγράμματος,<br />
φάνηκε ότι ενώ ο Μ ΚΒΔ τον πρώτο μήνα ήταν<br />
σχεδόν παρόμοιος στους δοκιμαζόμενους των δύο<br />
ομάδων (P:NS), τον τελευταίο μήνα παρουσίασε<br />
μια αξιόλογη βελτίωση σε όλους τους ενήλικες,<br />
στατιστικά σημαντική μάλιστα σε αυτούς της Β<br />
ομάδας, P
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Α.Γ. Βήτας και συν.<br />
ένας της Α (οι οποίοι κατάφεραν να ολοκληρώσουν<br />
το 6μηνο πρόγραμμα), εκδήλωσαν κάποιες<br />
σποραδικές έκτακτες κοιλιακές συστολές κατά τη<br />
διάρκεια της άσκησης, χωρίς όμως να διακοπή η<br />
διεξαγωγή της (δείκτης πρωιμότητας 60sec), οι συστολικές πιέσεις των κάτω άκρων<br />
σε φυσιολογικές αρτηρίες μένουν σταθερές ή<br />
μειώνονται ελαφρά, αντίθετα ελαττώνονται σημαντικά<br />
(±30mmHg) σε αρτηρίες με στενωτικές<br />
βλάβες. Η μείωση των συστολικών πιέσεων είναι<br />
ανάλογη της βαρύτητας των στενώσεων. Πολλές,<br />
διεθνούς κύρους μελέτες, συσχετίζουν θετικά τις<br />
παθολογικές τιμές του ΚΒΔ αγγειακών ασθενών,<br />
με την έκταση ή/και τη βαρύτητα των αθηρωματικών<br />
βλαβών του στεφανιαίου αγγειακού<br />
δικτύου 14,15 .<br />
Σύμφωνα με τον Wiecek και τους συνεργάτες<br />
του οι κυριότεροι παράγοντες που διαμορφώνουν<br />
την αξιοπιστία των τιμών από τη ΣΑΠ των δοκιμαζόμενων,<br />
είναι η χρονική στιγμή της μέτρησης<br />
(στο τέλος αυτής) και η εμπειρία του εξεταστή.<br />
Αποτελεί κλασική γνώση ότι η ΑΠ αμέσως μετά το<br />
τέλος της έντονης άσκησης παρουσιάζει βραχείας<br />
διάρκειας πτώση (ιδιαίτερα σε νεαρά άτομα),<br />
επανερχόμενη συνήθως στα φυσιολογικά επίπεδα<br />
εντός 45 – 55 sec. Έτσι, αποτελεί θεμελιώδη<br />
αναγκαιότητα όλες οι μετρήσεις (όπως εξάλλου<br />
και στη δική μας μελέτη), να γίνονται από τους<br />
ίδιους εξεταστές αμέσως μετά τα πρώτα 56 – 60 sec<br />
από τον τερματισμό της κάθε δοκιμασίας. Όταν<br />
ανευρίσκονται σε επανειλημμένες μετρήσεις μετά<br />
~1 min από οποιοδήποτε είδος άσκησης, ελαττωμένες<br />
συστολικές πιέσεις των κάτω άκρων κατά<br />
≥30mmHg από αυτές που είχαν καταγραφεί ΠΑ<br />
εν ηρεμία, τότε συνήθως είναι δηλωτικές περιφερικής<br />
αγγειακής νόσου και συνοδεύονται από<br />
ανάλογα κλινικά συμπτώματα 16 . Στον πληθυσμό<br />
της δικής μας εργασίας η μεγαλύτερη διαφορά<br />
ΣΑΠ που καταγράφηκε μεταξύ της ΠΑ εν ηρεμία<br />
και 1 min μετά την άσκηση, ήταν 25,8mmHg<br />
αφορούσε τα κάτω άκρα και δεν συνοδευόταν<br />
από κανένα κλινικό σύμπτωμα.<br />
Έναρξη των μετρήσεων αμέσως μετά το<br />
πρώτο λεπτό (από τη διεκπεραίωση της τελευταίας<br />
άσκησης του προγράμματος) προτείνει και ο Desvaux<br />
για κάθε υποψήφιο αθλούμενο άτομο, επισημαίνοντας<br />
ότι «ο ΚΒΔ μειώνεται αμέσως μετά<br />
την άσκηση σε υγιείς ενήλικες λόγω διαταραχών<br />
– μεταβολών εξαιτίας του πολύ υψηλού επιπέδου<br />
ροής (turbulences at high flow levels) και όχι λόγω<br />
μετακίνησης του δραστικού κυκλοφορούντος<br />
όγκου αίματος προς τους ασκούμενους μύες» 17 .<br />
Στον πληθυσμό της εργασίας μας, η μέση τιμή<br />
του ΚΒΔ κατά την έναρξή της βρέθηκε 1,11±0,06,<br />
η τιμή αυτή συμφωνεί μ’ αυτές του συνόλου
Α.Γ. Βήτας και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />
των ανακοινωμένων μελετών της παγκόσμιας<br />
βιβλιογραφίας, που αφορούν ανάλογους υγιείς<br />
ενήλικες 18,19 .<br />
Δυστυχώς όμως, δε βρέθηκαν ανάλογες<br />
εργασίες, τόσο από την ελληνική όσο και τη σύγχρονη<br />
διεθνή βιβλιογραφία, που να εξετάζουν τις<br />
μεταβολές του ΚΒΔ μετά από ένα συγκεκριμένο<br />
χρονικό διάστημα αντίστοιχης μεθοδολογικά,<br />
επιβλεπόμενης σωματικής άσκησης, σε υγιείς<br />
ενήλικες χωρίς τροποποιήσιμους παράγοντες<br />
αθηροσκλήρωσης. Εντοπίστηκαν δυο ενδιαφέρουσες<br />
παραθετικές τοποθετήσεις, η πρώτη από<br />
τον Gardner και τους συνεργάτες του: «…δεν<br />
είναι γνωστό εάν κατά πόσο μια στρατηγική στερεότυπης<br />
δοκιμασίας – άσκησης σε επιλεγμένους<br />
ασθενείς με τεκμηριωμένη περιφερική αποφρακτική<br />
αρτηριοπάθεια, θα μείωνε τον κίνδυνο<br />
της πρόωρης θνητότητας ή/και της (στατιστικά)<br />
σημαντικής καρδιαγγειακής νοσηρότητας». Η<br />
δεύτερη, προσομοιότερη και πιο πρόσφατη, από<br />
τον Lauer και τους συνεργάτες του, οι οποίοι<br />
σε τυχαίο δείγμα ασυμπτωματικών ενηλίκων,<br />
επιβαρυμένων όμως με διάφορους παράγοντες<br />
καρδιαγγειακού κινδύνου και με ποικίλη φυσική<br />
δραστηριότητα, εφάρμοσαν ορισμένα «πρωτοποριακά»<br />
προγράμματα άσκησης. Συμπερασματικά<br />
λοιπόν αναφέρεται ότι: «…η απάντηση του ΚΒΔ<br />
στους διαφόρους τύπους άσκησης δεν φαίνεται να<br />
είναι αρκετά σαφής…». Ακολούθως, αμφότεροι<br />
αινίττονται ορισμένα καινοτομικά αποτελέσματα,<br />
συγκριτικά με αυτά των μέχρι σήμερα παρεμφερών<br />
ανακοινωμένων μελετών, ενώ παράλληλα<br />
αφήνουν και σαφείς αιχμές ελλόγιμης βιβλιογραφικής<br />
ένδειας 20,21 . Εντοπίστηκαν ακόμη αρκετές<br />
εργασίες που μελέτησαν τις μεταβολές του ΚΒΔ<br />
μετά από μέγιστη φυσική άσκηση σε νέους και ηλικιωμένους,<br />
σε αθλητές και ανάσκητους, ακόμη και<br />
σε ποδηλάτες 2224 . Σε καμία παρεμφερή μελέτη δεν<br />
ανεβρέθηκε συνταύτιση των ασκήσεων, εξομοίωση<br />
του τύπου της άσκησης, ή των εκγυμναζόμενων<br />
μυϊκών ομάδων, μ’ αυτή της δικής μας εργασίας.<br />
Ακόμη, τα δείγματα του πληθυσμού των μελετών<br />
που εντοπίστηκαν δεν αφορούσαν ποτέ μόνο υγιείς<br />
ενήλικες δίχως παράγοντες καρδιαγγειακού<br />
κινδύνου.<br />
Συνεπώς, τα αποτελέσματα της μελέτης μας<br />
στερούνται συγκριτικής βιβλιογραφικής ανάλυσης.<br />
Χωρίς λοιπόν αντίλογο, και λαμβάνοντας<br />
υπόψη τις προαναφερθέντες τοποθετήσεις, τα<br />
απαρχής δεδομένα από μόνα τους εμπεριείχαν<br />
μια πρόκληση, να περιληφθεί όλη η απαραίτητη<br />
συντείνουσα Ιατρική γνώση πάνω σε ένα εξειδικευμένο<br />
πλαίσιο μιας πρωτότυπης επιστημονικής<br />
μελέτης, με άσειστη μεθοδολογικά διάρθρωση,<br />
ώστε να τα αποτελέσματά της αφ’ ενός να στερούνται<br />
αμφισβητήσεων και αφ’ ετέρου να αποτελέσουν<br />
ακαταφρόνητη βιβλιογραφική ειδημοσύνη.<br />
Ξεκινώντας λοιπόν, από την εποχή που άρχισαν<br />
να ακούγονται παγκοσμίως τα πρώτα συμπεράσματα<br />
για τα οφέλη της σωματικής άσκησης με<br />
αντιστάσεις. Σταχυολογούμε το σημασιολογικό<br />
έτος 1972, όταν ο Siegel και οι συνεργάτες του<br />
είχαν καταλήξει ότι η προπόνηση με βάρη δεν<br />
είναι ασφαλές μέσο άσκησης και παρουσιάζει<br />
αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης δυσάρεστων επιπλοκών<br />
(αρρυθμίες, δυσλειτουργία αριστερής<br />
κοιλίας). Ένα χρόνο αργότερα, ο Mullins και οι<br />
συνεργάτες του τονίζανε ότι ενδεχόμενη αύξηση<br />
του διπλού γινομένου, απότοκος της ισομετρικής<br />
(αναερόβιας) άσκησης, θα είχε ως δυσάρεστη<br />
συνέπεια την αιφνίδια αύξηση των αναγκών του<br />
μυοκαρδίου σε οξυγόνο, με άμεσο κίνδυνο πρόκλησης<br />
ισχαιμικών συμπτωμάτων σε ασθενείς με<br />
υποκλινική στεφανιαία νόσο, ενώ σε ασθενείς με<br />
φτωχή λειτουργία της αριστερής κοιλίας (μικρό<br />
κλάσμα εξώθησης), υπήρχε κίνδυνος εμφάνισης<br />
σοβαρών αρρυθμιών 25,26 .<br />
Τη δεκαετία του ’80 στα περισσότερα μέλη<br />
της Ιατρικής κοινότητας ανά τον κόσμο επικρατούσε<br />
έντονος σκεπτικισμός για το όφελος αυτού<br />
του είδους άσκησης, ενώ και η αντίστοιχη βιβλιογραφία<br />
ήταν φειδωλή. Τα προγράμματα των<br />
ισοτονικών (αερόβιων) ασκήσεων μονοπωλούσαν<br />
το είδος της συνιστώμενης άσκησης στους υγιείς<br />
αλλά και τους ασθενείς με ΚΝ.<br />
Νεότερες όμως ερευνητικές εργασίες, άρχισαν<br />
να αποδεικνύουν περίτρανα ότι η προπόνηση<br />
με βάρη είναι ασφαλής και από αιμοδυναμικής<br />
άποψης. Οι καλά σχεδιασμένες, ελεγχόμενες<br />
μελέτες, άρχισαν να πληθαίνουν και η πρώτη<br />
επίσημη ανατοποθέτηση ήρθε μαζί με τις οδηγίες<br />
της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας: «η<br />
άσκηση με αντιστάσεις εκτός ότι είναι ασφαλής<br />
ακόμη και στην πλειοψηφία των στεφανιαίων<br />
ασθενών, επιφέρει στους ασκούμενους πολλαπλά<br />
φυσιολογικά αλλά και ψυχολογικά οφέλη» 27 .<br />
Ένας δραστήριος ερευνητής της δεκαετίας<br />
του ’80, ο Kelemen, παρατήρησε ότι κατά τη διάρκεια<br />
της κυκλικής προπόνησης με αντιστάσεις, οι<br />
μέσες τιμές της ΚΣ ήταν σημαντικά χαμηλότερες<br />
137
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Α.Γ. Βήτας και συν.<br />
συγκριτικά με τις τιμές των ιδίων ασκούμενων,<br />
όταν αυτοί εκτελούσαν (παρόμοιας έντασης)<br />
αερόβια άσκηση 28 .<br />
Αργότερα, πλήθος μελετών συμπλήρωνε ότι<br />
κατά την άσκηση με βάρη οι μέγιστες τιμές της<br />
ΑΠ των ασκούμενων είναι πολύ σημαντικά χαμηλότερες<br />
από τις αντίστοιχες όσων ακολουθούσαν<br />
προγράμματα αερόβιας άσκησης 29 . Όλες αυτές οι<br />
αντιλήψεις συμφωνούν απόλυτα με τα αποτελέσματα<br />
της δικής μας μελέτης.<br />
Τελευταία όμως, γίνεται λόγος για τη δυνατότητα<br />
υποστροφής της αθηρωμάτωσης δια μέσου<br />
της συστηματικής σωματικής άσκησης, ενώ και<br />
τα αποτελέσματα από τις σχετικές μελέτες είναι<br />
εντυπωσιακά. Ο Niebauer και οι συνεργάτες, έδειξαν<br />
ότι η συστηματική σε βάθος χρόνου άσκηση,<br />
επέφερε μείωση της εξέλιξης (59% έναντι 74%<br />
της ομάδας ελέγχου) και σε ποσοστό 19% των<br />
ασθενών συνετέλεσε στη σημαντική υποστροφή<br />
της αθηρωματικής βλάβης, ενώ κάτι αντίστοιχο<br />
δεν παρατηρήθηκε και στην ομάδα ελέγχου 30 .<br />
Σε μια άλλη συναφή εργασία αποδείχτηκε ότι<br />
απαιτείται κατανάλωση 1.533kcal/εβδομάδα μέσω<br />
της άσκησης για τη μείωση του ρυθμού εξέλιξης<br />
και 2.200kcal/εβδομάδα για την υποστροφή της<br />
αθηρωμάτωσης, σε ασθενείς με αγγειογραφικά<br />
διαπιστούμενες αθηρωματικές βλάβες 31 .<br />
Η δική μας μελέτη έδειξε ότι η δαπάνη 1.286<br />
kcal/εβδομάδα μέσω τακτικής αεροβικής άσκησης,<br />
μετά από 6 συνεχόμενους μήνες, προάγει τη<br />
σταθερή βελτίωση του ΚΒΔ κατά 0,16 (μέση τιμή),<br />
σε υγιείς ενήλικες δίχως τροποποιήσιμους παράγοντες<br />
καρδιαγγειακού κινδύνου, οι οποίοι δεν<br />
ασκήθηκαν ποτέ συστηματικά στο παρελθόν.<br />
Από την ανάλυση των αντιπαραθέσιμων<br />
δεδομένων μεταξύ των ομάδων, διαπιστώθηκε<br />
ότι μολονότι ο αρχικά Μ ΚΒΔ ΠΑ στην Α ομάδα<br />
ήταν σχεδόν ίσος (1,06) μ’ αυτόν στην ομάδα Β<br />
(1,08), μετά το τέλος της μελέτης ο Μ ΚΒΔ ΠΑ<br />
της πρώτης ομάδας παρέμεινε σχεδόν ο ίδιος<br />
(1,07 – μέση σταθερή βελτίωση του δείκτη: 0,01),<br />
ενώ της δεύτερης αυξήθηκε αρκετά (1,24 – μέση<br />
σταθερή βελτίωση του δείκτη: 0,16 – P=0,05).<br />
Αυτά τα δεδομένα αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον<br />
όταν συγκριθούν με τα αποτελέσματα<br />
προσφάτως ανακοινωμένων μελετών που κατέγραψαν<br />
αδιακρίτως τον ΚΒΔ εννέα (9) χιλιάδων<br />
ενηλίκων (screening tests), διαφόρων γεωγραφικών<br />
περιοχών, παρόμοιας φυλετικής μορφολογίας<br />
με αυτή του πληθυσμού της εργασίας μας και που<br />
138<br />
παρακολούθησαν (στη συνέχεια) την επίπτωση<br />
της καρδιαγγειακής νοσηρότητας και θνητότητας,<br />
για περισσότερα από επτά (7) συνεχόμενα έτη,<br />
κάνοντας στο τέλος αδρή διαστρωμάτωση του<br />
σχετικού κινδύνου. Αυτές οι μελέτες εκτιμούν<br />
ότι στατιστικά σημαντική αύξηση της επιβίωσης,<br />
με ταυτόχρονη σημαντική μείωση του σχετικού<br />
κινδύνου εκδήλωσης καρδιοαγγειακών συμβαμάτων<br />
(relative risk reduction 2,4 και 4,6 αντίστοιχα),<br />
επιτυγχάνεται με κάθε 0,1 αύξηση του<br />
ΚΒΔ (ανεξαρτήτως των επιμέρους παραγόντων<br />
κινδύνου ΚΝ) 32,33 .<br />
Πολυπαραγοντική στατιστική ανάλυση έδειξε<br />
ότι η μέση σταθερή βελτίωση του ΚΒΔ ανά ομάδα,<br />
μετά από έξι μήνες συστηματικής άσκησης, δεν<br />
παρουσίαζε αξιοσημείωτες διαφορές ανάμεσα<br />
στα δύο φύλα, τις ηλικιακές υποομάδες ή μεταξύ<br />
των απογόνων ασθενών με ΚΝ και των υπολοίπων<br />
ενηλίκων της εργασίας μας.<br />
Επίσης, ένα ακόμη σημαντικό εύρημα της<br />
μελέτης μας, αποτελεί η ελάττωση της διαφοράς<br />
του ΚΒΔ ανάμεσα στο δεξί και αριστερό ημιμόριο<br />
του σώματος στους ενήλικες της Β ομάδας (μέση<br />
διαφορά ΚΒΔ πριν την έναρξη της εργασίας 0,03<br />
και μέση διαφορά ΚΒΔ στο τέλος 0,01 – P=0,005),<br />
χωρίς να συμβεί κάτι ανάλογο και σ’ αυτούς της Α<br />
ομάδας. Μια ευρέως αποδεκτή, συμπερασματική<br />
διατύπωση, των Taylor και George: «…διαφορά<br />
του ΚΒΔ της τάξης του 0,18 μεταξύ των ημιμορίων<br />
του σώματος, σε ασυμπτωματικούς ενήλικες, αποτελεί<br />
ένα νέο – πρόσθετο διαγνωστικό κριτήριο<br />
για την περιφερική αρτηριακή αποφρακτική<br />
νόσο…», μας κάνει να κατανοήσουμε καλύτερα<br />
τη σπουδαιότητα των δικών μας ευρημάτων 34 .<br />
Σ’ αυτό το σημείο ανακύπτουν τρία εύλογα<br />
ερωτήματα:<br />
� Πώς θα διαμορφωνόταν οι τιμές του ΚΒΔ,<br />
εάν παρόμοια πρωτόκολλα άσκησης εκτελούνταν<br />
και από άτομα επιβαρυμένα με<br />
διάφορους τροποποιήσιμους παράγοντες<br />
καρδιαγγειακού κινδύνου; (outcome).<br />
� Η διαφορά της ΣΑΠ των κάτω άκρων που<br />
προέκυπτε από τις μετρήσεις ΠΑ εν ηρεμία<br />
και 1 min μετά την τελευταία άσκηση θα<br />
μπορούσε να αποτελέσει πρώιμο προγνωστικό<br />
δείκτη για τη διαμόρφωση του ΚΒΔ<br />
στους συγκεκριμένους τύπους άσκησης που<br />
μελετήθηκαν; (outcome).<br />
� Η πιθανή αύξηση τόσο στη διάρκεια όσο και<br />
τη συχνότητα της αεροβικής άσκησης, θα
Α.Γ. Βήτας και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />
επιτύχαινε περαιτέρω αύξηση του ΚΒΔ; Εάν<br />
ναι, πόσο; (outcome).<br />
Κύρια, αντιξοότητα, πριν το σχεδιασμό ενός<br />
τέτοιου πιθανού μελλοντικού πρωτοκόλλου, όπου<br />
θα ζητηθεί αύξηση της διάρκειας, της έντασης,<br />
αλλά και της συχνότητας άσκησης, είναι ο αιφνίδιος<br />
καρδιακός θάνατος κατά τη διάρκεια της<br />
άθλησης. Αυτός ο κίνδυνος μας είχε απασχολήσει<br />
έντονα τόσο πριν όσο και κατά το χρόνο εκπόνησης<br />
της μελέτης, αφού τέσσερις στους πέντε<br />
αιφνίδιους καρδιακούς θανάτους που συμβαίνουν<br />
κατά τη διάρκεια της άθλησης (άσκησης) αφορούν<br />
ασυμπτωματικά άτομα, άνω των 35 ετών 35 .<br />
Ένα απρόσμενο τέλος, που απειλεί ζωές,<br />
συνειδήσεις, υπολήψεις και σταδιοδρομίες. Η<br />
παρούσα μελέτη ποδηγετεί συνάμα την περαιτέρω<br />
έρευνα, καλπάζοντας παράλληλα και συναγωνιστικά<br />
προς τις δαμόκλειες σπάθες, που πάντα θα<br />
επικρέμονται στις κονίστρες, σε πείσμα επίπονων<br />
πρωτοκόλλων, μετρήσεων, αλγορίθμων, κόπων<br />
και αφιέρωσης.<br />
Συμπεράσματα<br />
Στον πληθυσμό της μελέτης μας, ο ΚΒΔ<br />
παρουσίασε μια μικρή, αλλά σταθερή ηλικιωεξαρτώμενη<br />
ελάττωση, από τις μικρότερες προς<br />
τις μεγαλύτερες ηλικίες (δηλ. οι τιμές του ήταν<br />
αντιστρόφως ανάλογες των ηλικιών του δείγματος<br />
που εξετάστηκε).<br />
Οι ενήλικες που εκτέλεσαν το 6μηνο πρόγραμμα<br />
συστηματικής αεροβικής άσκησης, παρουσίασαν<br />
στη λήξη της μελέτης μια σημαντική<br />
σταθερή βελτίωση του ΚΒΔ, χωρίς να συμβεί<br />
κάτι ανάλογο και σε εκείνους που ασκήθηκαν με<br />
βάρη. Πιο συγκεκριμένα, φάνηκε ότι η δαπάνη<br />
1.286kcal/εβδομάδα, για 6 συνεχόμενους μήνες,<br />
δια μέσου της τακτικής αεροβικής άσκησης,<br />
προκάλεσε σημαντική βελτίωση του ΚΒΔ των<br />
εν λόγω ασκούμενων. Αντίθετα, η ίδια δαπάνη<br />
kcal/εβδομάδα για το ίδιο χρονικό διάστημα, σε<br />
εξομοιωμένο δείγμα πληθυσμού, κατάφερε να<br />
βελτιώσει, χωρίς όμως στατιστική σημαντικότητα,<br />
τον ΚΒΔ των δοκιμαζόμενων της ομάδας Α.<br />
Η μέση σταθερή βελτίωση του ΚΒΔ στο τέλος<br />
της μελέτης, βρέθηκε σχεδόν παρόμοια (χωρίς<br />
στατιστική σημαντικότητα) μεταξύ των ενηλίκων<br />
σε κάθε ομάδα ξεχωριστά, ανεξάρτητα από τις<br />
τιμές που είχαν καταγραφεί κατά την έναρξη της<br />
εργασίας. Αυτό φανερώνει ότι η διαμόρφωση του<br />
δείκτη οφείλεται κατά μείζονα λόγο από τύπο<br />
της άσκησης και δεν επηρεάζεται από τους μη<br />
τροποποιήσιμους παράγοντες καρδιαγγειακού<br />
κινδύνου.<br />
Η συστηματική αεροβική άσκηση επιτελούμενη<br />
σε βάθος χρόνου (6 μήνες), έδειξε ότι μπορεί<br />
να ελαττώσει σημαντικά τη σταθερή διαφορά<br />
του ΚΒΔ ανάμεσα στα ημιμόρια του σώματος<br />
των ασκούμενων, μειώνοντας παράλληλα και<br />
τον κίνδυνο εμφάνισης περιφερικής αρτηριακής<br />
νόσου. Κάτι ανάλογο δε συνέβη και σε όσους<br />
γυμνάστηκαν με αντιστάσεις.<br />
Στο δείγμα πληθυσμού που μελετήθηκε, η<br />
αναερόβια άσκηση φάνηκε ασφαλέστερη της<br />
αερόβιας, όσον αφορά τις επιπλοκές ρυθμού από<br />
την καρδιά.<br />
Ίσως, χρειάζονται κι άλλες, μεγαλύτερες μελέτες,<br />
προκειμένου να εδραιωθούν τα παραπάνω<br />
συμπεράσματα. Όμως, έστω και οι υπάρχουσες<br />
ενδείξεις, καθιστούν αναγκαία την ανεπιτήδευτη<br />
υπόδειξη τόσο του τύπου όσο και της μεθόδου<br />
ασφαλούς διεξαγωγής σωματικής άσκησης, που<br />
συνάδει σε υγιείς (ασυμπτωματικούς) ενήλικες οι<br />
οποίοι επιθυμούν να μειώσουν τον καρδιαγγειακό<br />
τους κίνδυνο.<br />
Ευχαριστίες<br />
• Ευχαριστούμε θερμά όλους τους εθελοντές<br />
συμμετέχοντες, που αποτέλεσαν τον πληθυσμό<br />
της εργασίας, για το σεβασμό την εμπιστοσύνη<br />
αλλά και τη συνέπεια που έδειξαν.<br />
Χωρίς τη συμβολή τους η πραγματοποίηση<br />
της μελέτης μας θα ήταν αδύνατη.<br />
• Ευχαριστούμε θερμά τη διεύθυνση και το<br />
προσωπικό από το γυμναστήριο INTESIO,<br />
Προύσης 32 Δράμα, για την πολύτιμη βοήθειά<br />
τους στη διεξαγωγή και διεκπεραίωση<br />
της μελέτης.<br />
• Ευχαριστούμε θερμά τη διεύθυνση και το<br />
προσωπικό από το γυμναστήριο KINISIS<br />
– Health and Fitness Center, Αθηνάς 2 <br />
Δράμα, για την πολύτιμη βοήθειά τους στη<br />
διεξαγωγή και διεκπεραίωση της μελέτης.<br />
• Ευχαριστούμε θερμά τη διεύθυνση και το<br />
προσωπικό από το γυμναστήριο SPORT<br />
FITNESS CLUB, Ελευθερίου Βενιζέλου 125<br />
Δράμα, για την πολύτιμη βοήθειά τους στη<br />
139
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Α.Γ. Βήτας και συν.<br />
140<br />
διεξαγωγή και διεκπεραίωση της μελέτης.<br />
Βιβλιογραφία<br />
1. Παπαδημητρίου Μ. Εσωτερική Παθολογία. Αρτηριακή<br />
Υπέρταση. 2ος Τόμος 7. University Studio<br />
Press Θεσσαλονίκη, 1998, σελ:895897.<br />
2. Cotran R. Pathologic Basis of Disease. 5th Vol.<br />
Philadelphia Sauders, 1994, pp:467516.<br />
3. Jeanette Mladenovic MD. Primary Care Secrets.<br />
2nd Vol. HALEY Philadelphia, pp:531541,<br />
2001.<br />
4. Raman PG. Ankle Brachial Index as a Predictor<br />
of Generalized Atherosclerosis. J Assoc Physicians<br />
India, 49:10741077, 2001.<br />
5. Leng GC. Use of Ankle Brachial Pressure Index<br />
to Predict Cardiovascular Events and Death: A<br />
Cohort Study, BMJ, 70:14401444, 1999.<br />
6. Vander LB. Acute Cardiovascular Responses to<br />
Nautilus Exercise: implications. Ann Sports Med,<br />
2:165169, 1987.<br />
7. Βόλακλης Κ. Επίδραση Ενός Εξειδικευμένου<br />
Προγράμματος Συνδυασμού Άσκησης με Βάρη<br />
και Αερόβιας Άσκησης στα Επίπεδα Λιπιδίων και<br />
Λιποπρωτεϊνών σε Ασθενείς με Στεφανιαία Νόσο.<br />
Ελληνική Καρδιολογική Επιθεώρηση, 5:424431,<br />
2001.<br />
8. Hurley B. Resistive Training cans Reduce Coronary<br />
Risk Factors without Altering VO2max or<br />
Percent Body Fat. Med Sci Sports Exerc, 20:150<br />
154, 1988.<br />
9. Αδαμόπουλος Π. Η Παθολογία στην Ιατρική<br />
Πράξη. Πρόληψη. 1ος Τόμος. Α΄ Μέρος 3ο. Αθήνα,<br />
1998, σελ:120122.<br />
10. AbuRahma AF. Overview of Noninvasive Vascular<br />
Techniques in PAD. Bergan JJ (Eds), pp:203212,<br />
2000.<br />
11. Κόκκινος Φ. Παχυσαρκία και Καρδιοαγγειακή<br />
Νόσος: ο Ρόλος της Δίαιτας και Άσκησης. Καρδιά<br />
& Αγγεία, 4:306316, 2003.<br />
12. Τούτουζας Π. Άσκηση και Καρδιαγγειακές Παθήσεις.<br />
Καρδιά και Αγγεία, 11:3648, 2006.<br />
13. Κολιόπουλος Χ. Σύγχρονη Διάγνωση των Αγγειακών<br />
Παθήσεων. Αναίμακτοι Τρόποι Εξέτασης<br />
των Αρτηριοπαθών. Αθήνα, 1988, σελ:57651.<br />
14. Papamichael C. Anklebrachial Index as a Predictor<br />
of the Extent of Coronary Atherosclerosis and<br />
Cardiovascular Events in Patients with Coronary<br />
Artery Disease. Am J Cardiol, 86:615618, 2000.<br />
15. Loponen P. Peripheral Vascular Disease as Predictor<br />
of Outcome after Coronary Artery Bypass<br />
Grafting. Scand J Surg, 2:160165, 2002.<br />
16. Wiecek E. Comparison of Direct and Indirect<br />
Measures of Systemic Arterial Pressure during<br />
Weightlifting in CAD. Am J Cardiol, 66:10651069,<br />
1990.<br />
17. Desvaux B, Abraham P, Colin D, Leftheriotis G,<br />
Saumet J. Ankle to Arm Index Response to Exercise<br />
and Heart Stress in Healthy Subjects. Clin<br />
Physiol, 16:17, 1996.<br />
18. Ziegler R. Physiologic Assessment of PAD. Vascular<br />
Surgery. Vol. I. 5th Ed. Philadelphia, 2000,<br />
pp:140165.<br />
19. Dormancy G. Intermittent Claudication: A Condition<br />
with Underrated Risks. Semin Vasc Surg<br />
12:96108, 1999.<br />
20. Gardner A, Skinner J, Vaughan N, Bryant C, Smith<br />
L. Comparison of Treadmill Walking and Stair<br />
Climbing over a Range of Exercise Intensities in<br />
Peripheral Vascular Occlusive Disease. Angiology,<br />
44:353360, 1993.<br />
21. Lauer M, Froelicher E, Williams M, Kligfield P.<br />
Exercise Testing in Asymptomatic Adults: a Statement<br />
for Professionals from the American Heart<br />
Association Council on Clinical Cardiology, S<br />
ubcommittee on Exercise, Cardiac Rehabilitation<br />
and Prevention. Circulation. Epub, 112:771776,<br />
2005.<br />
22. Le Faucheur A, Desvaux BN, Bouye P, Jaquinandi<br />
V, Saumet JL, Abraham P. The Physiological<br />
Response of Ankle Systolic Blood Pressure and<br />
Ankle to Brachial Index After Maximal Exercise in<br />
Athletes is Dependent on Age. Eur J Appl Physiol,<br />
96:505510, 2006.<br />
23. Desvaux B, Abraham P, Colin D, Leftheriotis G,<br />
Saumet JL. Ankle to Arm Index Following Maximal<br />
Exercise in Normal Subjects and Athletes.<br />
Med Sci Sports Exerc, 28:836839, 1996.<br />
24. Abraham P, Desvaux B, Saumet JL. AnkleBrachial<br />
Index After Maximum Exercise in Treadmill<br />
and Cycle Ergometers in Athletes. Clin Physiol,<br />
18:321326, 1998.<br />
25. Siegel W. Use Isometric Handgrip for the Indirect<br />
Assessment of Left Ventricular Function. Am J<br />
Cardiol, 30:4854, 1972.<br />
26. Mullins C. Isometric Exercise and the Cardiac<br />
Patient. Texas Med, 69:5358, 1973.<br />
27. Fletcher. Exercise Standards: A Statement for<br />
Health Care Professionals from the American<br />
Heart Association. Circulation, 91:580615, 1999.<br />
28. Kelemen M. Circuit Weight Training in Cardiac<br />
Patients. J Am Coll. Cardiol, 7:3842, 1986.<br />
29. Ghilarducci E. Effects of High Resistance Training<br />
in CAD. Am J Cardiol, 64:866870, 1989.<br />
30. Niebauer J, Hambrecht R, Velich T, Hauer K,<br />
Marbuger C, Weiss C, Hodenberg E, Schlierf G,<br />
Schuler G, Zimmermann R, Kuebler W. Attenu
Α.Γ. Βήτας και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />
ated Progression of Coronary Artery Disease After<br />
Six Years of Multifactorial Risk Intervention: Role<br />
of Physical Exercise. Circulation, 96:25342541,<br />
1997.<br />
31. Hambrecht R, Niebauer J, Marbuger C, Crunze<br />
M, Kaelberer B, Hauer K, Schlierf G, Kuebler<br />
W, Schuler G. Various Intensities of Leisure time<br />
Physical Activity in Patients with Coronary Artery<br />
Disease: Effects on Cardiorespiratory Fitness and<br />
Progression of Coronary Atherosclerotic Lesions.<br />
Journal of American Cardiology, 22:468477,<br />
1993.<br />
32. Newman B. AnkleArm Index as a Predictor<br />
of Cardiovascular Disease and Mortality in the<br />
Cardiovascular Health Study. Arteriosclerosis<br />
Thrombus Vascular Biologic, 3:538545, 2002.<br />
33. Hooie J. Peripheral Arterial Occlusive Disease:<br />
Prognostic Value of Signs, Symptoms, and the<br />
Anklebrachial Pressure Index. Med Decis Making,<br />
2:99107, 2002.<br />
34. Taylor A, George K. Ankle to Brachial Pressure<br />
Index in Normal Subjects and Trained Cyclists<br />
with ExerciseInduced Leg Pain. Med Sci Sports<br />
Exercise, 33:18621867, 2001.<br />
35. Κυρατζόγλου Θ. Αθλητική Δραστηριότητα. Συνοψίζοντας,<br />
τι Πρέπει να Γνωρίζει ο Καρδιολόγος<br />
της Πρώτης Γραμμής. Καρδιά & Αγγεία, 7:152<br />
155, 2002.<br />
141
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Δ. Γιαννόπουλος και συν.<br />
Primary Heatlh Care, Volume 18, Number 3, 142-148, 2006<br />
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, Τόμος 18, Τεύχος 3, 142-148, 2006<br />
Κάπνισμα: Εξάρτηση και Βαθμός Ενημέρωσης<br />
σε Μαθητές Μέσης Εκπαίδευσης και τους γονείς τους<br />
Δ. Γιαννόπουλος 1 , Α. Αρβανίτης 2 , Σ. Βουλιώτη 1 , Μ. Χρονοπούλου 2 , Α. Σκαρπέλος 3 , Ν. Ραζής 4<br />
και ομάδα εργασίας του Τμήματος Γενικής Ιατρικής Γ.Ν. Πατρών «Ο Άγιος Ανδρέας»<br />
Περίληψη<br />
Σκοπός: Παρ’ όλη την εντατική αντικαπνιστική εκστρατεία των τελευταίων ετών,<br />
το πρόβλημα του καπνίσματος στον ελληνικό πληθυσμό και ειδικότερα στους<br />
εφήβους παραμένει έντονο. Σκοπός της μελέτης είναι η εκτίμηση του μεγέθους<br />
του προβλήματος σε μαθητές Γυμνασίου και στους γονείς τους. Πληθυσμός μελέτης<br />
και μέθοδος: Μετά τη λήψη των καταλλήλων αδειών από τη Περιφερειακή<br />
Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας & Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Δυτικής Ελλάδας,<br />
απευθυνθήκαμε σε 640 συνολικά μαθητές (ηλικία: 11-15 ετών) 5 Γυμνασίων.<br />
Στους μαθητές μοιράστηκαν δύο ανώνυμα ερωτηματολόγια, ένα για να απαντηθεί<br />
από τους ίδιους και ένα για να απαντηθεί από έναν εκ των γονέων τους (τυχαία<br />
επιλογή από τους μαθητές). Τα ερωτηματολόγια μαθητή – γονέα παρέμειναν σε<br />
αντιστοιχία. Οι ερωτήσεις αφορούσαν στις καπνιστικές συνήθειες μαθητών και<br />
γονέων, στην ενημερότητα των γονέων για το εάν καπνίζουν τα παιδιά τους και,<br />
τέλος, στη γνώση των συνεπειών του καπνίσματος. Αποτελέσματα: 35% των<br />
μαθητών καπνίζουν, με υπεροχή των αγοριών (P
Δ. Γιαννόπουλος και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />
Smoking: Dependence and degree of briefing in students of medium<br />
education and their parents<br />
D. Giannopoulos, A. Arvanitis, S. Voulioti, M. Chronopoulou, A. Skarpelos, N.<br />
Razis and General Practice Department work-team of “St. Andrew” General<br />
Hospital of Patra<br />
Summary<br />
Aim: In spite of the intensive anti-smoking expedition of the last years, the problem<br />
of smoking in the Greek population and more specifically in adolescents remains<br />
intense. The aim of the study is to estimate the size of the problem in High School<br />
students and their parents. Study population and method: Having obtained<br />
suitable authorization, we addressed 640 students (age: 11-15 years) from 5<br />
High Schools. We gave them two anonymous questionnaires to be answered<br />
by themselves and also by their parents. The questionnaires of each student<br />
and his/her parent were kept in correspondence. The questions concerned the<br />
smoking habits of students and their, parents, the knowledge of parents as to<br />
whether their children smoke, and the consequences of smoking. Results: 35%<br />
(224) of students smoke with a predominance of boys (P
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Δ. Γιαννόπουλος και συν.<br />
προπαγάνδας, η μέση ετήσια αύξηση κατανάλωσης<br />
ανήλθε πάλι στο 5% 4,5 .<br />
Βέβαια σαν αντίδραση στα μέτρα περιορισμού<br />
του καπνίσματος σε παγκόσμια κλίμακα,<br />
η καπνοβιομηχανία εισήγαγε τα λεγόμενα “ελαφρά”<br />
τσιγάρα τα οποία περιέχουν λιγότερη ποσότητα<br />
πίσσας και νικοτίνης, “επιτρέπουν” όμως σε<br />
πολλούς καπνιστές να καπνίζουν περισσότερο.<br />
Η νικοτίνη είναι μία εθιστική ουσία όσο και<br />
η ηρωίνη. Τα δύο πιο γνωστά συστήματα ταξινόμησης<br />
των ψυχικών νόσων (ICD-10 και DSM-IV)<br />
εντάσσουν το κάπνισμα στις ψυχικές διαταραχές.<br />
Και στη χώρα μας παλαιότερες εργασίες, όπως<br />
των Χ. Φραγκίδη και Μ. Μαρσέλου από το Εργαστήριο<br />
Φαρμακολογίας του Πανεπιστημίου των<br />
Ιωαννίνων 6 υποστηρίζουν ότι το κάπνισμα είναι<br />
μια γνήσια φαρμακευτική εξάρτηση και ότι η<br />
κεντρική δράση της νικοτίνης είναι ένας ισχυρός<br />
πρωταρχικός ενισχυτής εξαρτημένης συμπεριφοράς.<br />
Σε αρκετές μελέτες επίσης όπως του Γ.Ν.<br />
Χριστοδούλου καθώς και των Α. Κοκκέβη και Κ.<br />
Στεφανή τονίζεται ότι ένας από τους λόγους που<br />
ο καπνιστής συνεχίζει το κάπνισμα είναι η διατήρηση<br />
του επιπέδου της νικοτίνης στο αίμα 7,8 .<br />
Το κάπνισμα, ως φαινόμενο (και τρόπος<br />
ζωής), κάνει την εμφάνιση του, δυστυχώς, στις<br />
πρώτες νεανικές ηλικίες. Στην ηλικία των 14 έως<br />
15 ετών τα ποσοστά των συστηματικών ή ευκαιριακών<br />
καπνιστών κάνουν για πρώτη φορά δειλά<br />
την εμφάνιση τους.<br />
Η έρευνα αυτή αποτελεί τμήμα ευρύτερης<br />
προσπάθειας να αποτυπωθεί η εικόνα υγείας των<br />
κατοίκων της ευρύτερης περιοχής ευθύνης των<br />
Κέντρων Υγείας των Νομών Αχαΐας και Ηλείας<br />
και να εκτιμηθεί η ανάγκη σχεδιασμού παρεμβάσεων,<br />
έχοντας στόχο τη βελτίωση της υγείας<br />
του πληθυσμού και της ποιότητας ζωής, με βάση<br />
τις σύγχρονες αντιλήψεις που επικρατούν για τη<br />
Δημόσια Υγεία (New Public Health), όπως προωθούνται<br />
από το πρόγραμμα “Υγιείς Πόλεις” της<br />
Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (WHO Healthy<br />
Cities project). Ο αντικειμενικός σκοπός αυτής<br />
της έρευνας ήταν να εστιάσει στην εκτίμηση του<br />
φαινόμενου «κάπνισμα» ως προς συγκεκριμένα<br />
χαρακτηριστικά (έναρξη, συστηματικότητα, είδος,<br />
ημερήσια κατανάλωση, παρακίνηση από το<br />
οικείο περιβάλλον κ.ά.) και την επιβάρυνση που<br />
προκαλεί στο επίπεδο και την ποιότητα ζωής του<br />
πληθυσμού. Από την ανάλυση των απαντήσεων των<br />
πολιτών (μαθητών και γονέων) που συμμετείχαν<br />
144<br />
μελετήθηκαν οι τρόποι ζωής και συμπεριφοράς (life<br />
styles) για την υγεία και την ποιότητα ζωής που υιοθετεί<br />
ο πληθυσμός απέναντι σε ένα συγκεκριμένο<br />
παράγοντα κινδύνου, το κάπνισμα.<br />
Πληθυσμός μελέτης και μέθοδος<br />
Ξεκινήσαμε με τη λήψη των καταλλήλων<br />
αδειών από τη Περιφερειακή Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας<br />
& Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Δυτικής<br />
Ελλάδας, για τη νόμιμη διεξαγωγή της έρευνάς<br />
μας. Απευθυνθήκαμε σε 640 συνολικά μαθητές<br />
(298 αγόρια και 342 κορίτσια) ηλικίας 11-15 ετών<br />
(Μέσος Όρος Ηλικίας: 12,8 ετών), 5 Γυμνασίων<br />
(Ερυμάνθειας, Καμαρών, Οβρυάς και Βάρδας).<br />
Στους μαθητές μοιράστηκαν δύο ανώνυμα ερωτηματολόγια,<br />
ένα για να απαντηθεί από τους<br />
ίδιους και ένα για να απαντηθεί από έναν εκ των<br />
γονέων τους (τυχαία επιλογή από τους μαθητές).<br />
Το ερωτηματολόγιο που χρησιμοποιήθηκε στην<br />
παρούσα μελέτη για το γονέα περιλάμβανε ερωτήσεις<br />
σχετικές με την καταγραφή των ακόλουθων<br />
παραμέτρων:<br />
1. την ηλικιακή και κατά φύλο αναλογία καπνιστών<br />
2. τον αριθμό των μελών της οικογένειας<br />
3. αν είναι καπνιστής και το είδος του καπνίσματος<br />
4. την ημερήσια ποσότητα κατανάλωσης καπνού<br />
5. την κατανομή του καπνίσματος στη διάρκεια<br />
της ημέρας<br />
6. τις τοποθεσίες που καπνίζει (δουλειά - σπίτι)<br />
7. τα δωμάτια καπνίσματος εντός της οικίας<br />
του<br />
8. τις καπνιστικές συνήθειες του/της συζύγου<br />
του<br />
9. τις καπνιστικές συνήθειες των παιδιών του<br />
10. τις καπνιστικές συνήθειες των στενών του<br />
φίλων<br />
11. τις συνέπειες του καπνίσματος (αναφέραμε<br />
κάποιες από αυτές και σημείωνε ποιες του/της<br />
ήταν γνωστές)<br />
12. αν κάνει χρήση αλκοόλ – και παράλληλα<br />
καπνίσματος<br />
Αντίστοιχα το ερωτηματολόγιο που χρησιμοποιήθηκε<br />
για το μαθητή περιλάμβανε ερωτήσεις<br />
σχετικές με την καταγραφή των ακόλουθων παραμέτρων:
Δ. Γιαννόπουλος και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />
1. την ηλικιακή και κατά φύλο αναλογία καπνιστών<br />
2. τον αριθμό των μελών της οικογένειας<br />
3. αν είναι καπνιστής και το είδος του καπνίσματος<br />
4. αν έχει δοκιμάσει ποτέ να καπνίσει<br />
5. την ημερήσια ποσότητα κατανάλωσης καπνού<br />
6. την κατανομή του καπνίσματος στη διάρκεια<br />
της ημέρας<br />
7. τις τοποθεσίες που καπνίζει (σχολείο - σπίτι<br />
- δρόμο - καφετέρια - φροντιστήριο)<br />
8. αν κατά τη διάρκεια του καπνίσματος τσιγάρου,<br />
εισπνέει τον καπνό<br />
9. αν καπνίζουν άλλα μέλη της οικογένειας του,<br />
πόσα και ποια είναι αυτά<br />
10. τις καπνιστικές συνήθειες των στενών του<br />
φίλων<br />
11. αν γνωρίζουν οι γονείς του το ότι καπνίζει<br />
12. αν καπνίζει μπροστά στους γονείς του ή σε<br />
άλλους συγγενείς και ποιους<br />
13. τις συνέπειες του καπνίσματος (αναφέραμε<br />
κάποιες από αυτές και σημείωνε ποιες του/της<br />
ήταν γνωστές).<br />
Τα ερωτηματολόγια μαθητή – γονέα παρέμειναν<br />
σε αντιστοιχία.<br />
Για τη στατιστική ανάλυση χρησιμοποιήθηκε<br />
το χ 2 test (confidence interval 95%).<br />
Αποτελέσματα<br />
Από τους 640 μαθητές που ερωτήθηκαν ανέφεραν<br />
ότι καπνίζουν οι 224 (35%), με υπεροχή<br />
των αγοριών (P
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Δ. Γιαννόπουλος και συν.<br />
Σε ποσοστό 40,6 % οι μαθητές αναφέρουν<br />
ότι καπνίζουν οι στενοί τους φίλοι. Μόλις το 7,1%<br />
των μαθητών δηλώνει πως γνωρίζουν οι γονείς<br />
τους ότι είναι καπνιστές. Ιδιαίτερη σημασία έχει<br />
η αναφορά τους ότι σε συντριπτική πλειοψηφία<br />
το γνωρίζει η μητέρα τους μόνο και όχι ο πατέρας<br />
τους. 88 μαθητές δηλώνουν ότι καπνίζουν μπροστά<br />
στα αδέρφια τους (με στατιστικά ασήμαντη διαφορά<br />
σε ηλικίες αδερφών – μεγαλύτερη ή μικρότερη,<br />
και ανεξαρτήτως φύλου), ενώ 102 αναφέρουν ότι<br />
καπνίζουν μπροστά σε ξαδέλφια τους.<br />
Ποσοστό γονέων που καπνίζουν: 76,1%, χωρίς<br />
σημαντική υπεροχή κάποιου φύλου. Υπήρξε<br />
αξιοσημείωτη υπεροχή των καπνιζόντων γονέων<br />
για τους καπνίζοντες μαθητές (P
Δ. Γιαννόπουλος και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />
Χαρακτηριστικό γεγονός που παρουσιάστηκε<br />
στην έρευνα είναι ότι οι νέοι αγνοούν ότι το<br />
κάπνισμα μειώνει τη σωματική τους ανάπτυξη σε<br />
αυτή την τρυφερή ηλικία που βρίσκονται. Μόλις<br />
το 10,06% του συνολικού αριθμού των αγοριών<br />
(καπνιζόντων και μη) και το 11,7% του συνολικού<br />
αριθμού των κοριτσιών φαίνεται να γνωρίζουν<br />
αυτήν τη συνέπεια του καπνίσματος. Ένα άλλο<br />
δυσάρεστο αποτέλεσμα που πρέπει να επισημανθεί<br />
είναι τα μικρά ποσοστά για τη δύσπνοια<br />
και την κόπωση που απαντήθηκαν από όλες τις<br />
ηλικιακές ομάδες, γεγονός που έχει παρατηρηθεί<br />
και σε άλλες σχετικές έρευνες 9,10 .<br />
Μια άλλη παράμετρος που πρέπει να σημειωθεί<br />
είναι και οι χώροι που βρίσκουν οι μαθητές να<br />
καπνίζουν. Η έρευνα έδειξε πως το 55% περίπου<br />
των μαθητών, βρίσκουν σαν εύκολη λύση το δρόμο<br />
και το φροντιστήριο, αφού τα θεωρούν τοποθεσίες<br />
με τον λιγότερο έλεγχο από τους γονείς τους.<br />
Είναι απαραίτητη η Αγωγή Υγείας στα σχολεία<br />
προκειμένου να βελτιωθεί η εκπαίδευση<br />
των οικογενειών για την πρόληψη του καπνίσματος.<br />
Είναι για τον λόγο αυτό επιβεβλημένος<br />
ο σχεδιασμός αντικαπνιστικών προγραμμάτων τα<br />
οποία θα απευθύνονται ειδικά στους εφήβους, με<br />
προσεκτική προσέγγιση, ψυχολογική υποστήριξη<br />
και συνεχή παρακολούθηση 11 .<br />
Σύμφωνα με μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί<br />
στο Ηνωμένο Βασίλειο, τουλάχιστον το 70%<br />
των καπνιστών επισκέπτονται κάθε χρόνο τον<br />
Οικογενειακό τους Ιατρό ενώ περισσότεροι από<br />
50% επισκέπτονται τον οδοντίατρο και πολλοί<br />
επισκέπτονται ιατρούς άλλων κλινικών ειδικοτήτων<br />
που επίσης μπορούν να παρέμβουν αποτελεσματικά<br />
στη μείωση του καπνίσματος 11,12 .<br />
Δεν πρέπει ωστόσο να λησμονούμε ότι, σύμφωνα<br />
με μελέτες, ένας σημαντικός λόγος μη ελάττωσης<br />
της συνήθειας του καπνίσματος στη χώρα<br />
μας είναι το γεγονός ότι οι γιατροί σε μεγάλη<br />
αναλογία είναι καπνιστές οι ίδιοι 13,14 .<br />
Σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια διακοπής<br />
καπνίσματος διαδραματίζει ο γιατρός και μάλιστα<br />
ο Οικογενειακός γιατρός, ο οποίος με την<br />
προσωπική επαφή με τον ασθενή και με τη συχνή<br />
διαβούλευση μπορεί να απευθύνει τις κατάλληλες<br />
συμβουλές τόσο στον ίδιο όσο και στο περιβάλλον<br />
του καπνιστή 9 . Είναι λοιπόν επιβεβλημένη<br />
η εντατικότερη και εξειδικευμένη εκπαίδευση<br />
των γενικών γιατρών και γενικότερα όλων των<br />
λειτουργών της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας<br />
τόσο σε θέματα της θεραπευτικής προσέγγισης,<br />
όσο και σε θέματα της διαδικασίας προσέγγισης<br />
του ασθενή και της ανάπτυξης και κατάστρωσης<br />
ολοκληρωμένων στρατηγικών αντιμετώπισης της<br />
νόσου που λέγεται εξάρτηση από το τσιγάρο.<br />
Ασφαλώς η εμπειρία διδάσκει ότι είναι λάθος<br />
να περιμένουμε τις ενέργειες της αδιάφορης,<br />
τουλάχιστον, Πολιτείας. Ο επιστημονικός φορέας<br />
της Γενικής Ιατρικής στην Ελλάδα, η ΕΛ.Ε.ΓΕ.<br />
ΙΑ., οφείλει να αναλάβει πρωτοβουλίες. Το τελευταίο<br />
διάστημα φαίνεται ότι αναπτύσσεται ήδη<br />
κάποια εκπαιδευτική κινητικότητα προς αυτήν την<br />
κατεύθυνση.<br />
«...Και όμως εμείς πρέπει να πάρουμε τον αγώνα<br />
στα χέρια μας, αφού η Πολιτεία και οι διάφοροι άλλοι<br />
αδιαφορούν. Ο γιατρός δεν μπορεί να μείνει μόνο θεραπευτής.<br />
Πρέπει να γίνει παιδαγωγός των αρρώστων, των<br />
υγιών, των οικογενειών, του κόσμου και ιδιαίτερα αυτών<br />
που επηρεάζουν τη ζωή, τις εξελίξεις, και διαμορφώνουν<br />
τα κοινωνικά πρότυπα...»<br />
Σ. Δοξιάδης 15<br />
Βιβλιογραφία<br />
1. WHO. Tobacco: deadly in any form or disguise.<br />
Available from: www.who.int/tobacco/wntd (accessed:<br />
5 April 2006).<br />
2. Peto R, Lopez AD. Future worldwide health effects<br />
of currentsmoking patterns. In: Koop CE, Pearson<br />
CE, Schwarz MR, eds. Critical Issues in Global<br />
Health. San Francisco, Calif: Jossey-Bass; 2001.<br />
3. Hughes JR. Four beliefs that may imbede progress<br />
in the treatment of smoking. Tob Control, 8:323-<br />
326, 1999.<br />
4. Παπανικολάου ΠΓ. Νοοτροπία και μέθοδοι δράσεως<br />
της σύγχρονης καπνοβιομηχανίας και αντιμετώπιση<br />
τους από την κοινωνία στην πράξη. Ιατρική, 63:69-72,<br />
1993.<br />
5. Δρόσος ΘΙ. Κάπνισμα και Υγεία. Ιατρική, 54 (Παράρτημα):6-7,<br />
1988.<br />
6. Φραγκίδης Χ, Μαρσέλος Μ. Κάπνισμα: Απλή συνήθεια<br />
ή φαρμακευτική εξάρτηση; Ιατρική, 54(παράρτημα):73-79,<br />
1988.<br />
7. Χριστοδούλου ΓΝ. Το κάπνισμα: ένα βιο-ψυχοκοινωνικό<br />
φαινόμενο. Ιατρική, 54(Παράρτημα):8-9,<br />
1988.<br />
8. Κοκκέβη Α, Στεφανής Κ. Το κάπνισμα και οι ψυχοκοινωνικοί<br />
συντελεστές του. Ιατρική, 54(παράρτημα):65-72,<br />
1988.<br />
9. Chatziarsenis M, Lionis C, Makri E, Sapouna<br />
K, Fioretos M, Faresjo T, Mavromanolakis M,<br />
Vlachonikolis J, Trell E. Neapolis Hospital and<br />
Health Centre, Crete, Greece: Bringing commu-<br />
147
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Δ. Γιαννόπουλος και συν.<br />
nity involvement into a Cretan primary/hospital<br />
care center: an evaluation of population habits and<br />
attitudes toward health care. J Med Syst, 23:123-<br />
131, 1999.<br />
10. Mazokopakis EE, Vlachonikolis IG, Lionis CD:<br />
Smoking behavior of Greek warship personnel.<br />
Mil Med, 168:929-933, 2003.<br />
11. Centers for Disease Control and Prevention. Physician<br />
and other health – care professional counseling<br />
of smokers to quit – United States, MMWR<br />
Morb Mortal Wkly Rep, 42:854-857, 1993.<br />
12. Hayward RA, Meetz HK, Shapiro MF, Freeman<br />
HE. Utilization of dental services: J Public Health<br />
148<br />
Dent, 49:147-152, 1989.<br />
13. Ρηγάτος Γ. Συχνότητα καπνίσματος και καπνιστικές<br />
συνήθειες μεταξύ των γιατρών των Αθηνών.<br />
Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής 27:89-93, 1985.<br />
14. Γιαννόπουλος Δ, Βουλιώτη Σ, Κουμαρέλας Β,<br />
Μιχάλης Δ, Καλοειδάς Μ. Παθητικό κάπνισμα.<br />
Στάση και συμπεριφορά του ιατρικού και παραϊατρικού<br />
προσωπικού σε σχέση με άλλες κατηγορίες<br />
εργαζομένων. Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας,<br />
13:24-28, 2001.<br />
15. Δοξιάδης Σ. Κάπνισμα: ευθύνες όλων. Ιατρική,<br />
54(Παράρτημα):5, 1988.
K. Μίχας και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />
Primary Heatlh Care, Volume 18, Number 3, 149-157, 2006<br />
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, Τόμος 18, Τεύχος 3, 149-157, 2006<br />
Επιδημιολογικά στοιχεία της παχυσαρκίας σε εφήβους<br />
αστικής περιοχής. Αποτελέσματα από τη μελέτη VYRONAS<br />
Κ. Μίχας 1 , Γ. Τούντας 2 , Α. Αλεβίζος 1 , Β. Γκιζλής 1 , Ε. Κωνσταντίνου 1 , Δ.Β. Παναγιωτάκος 3 ,<br />
Μ. Παπαθανασίου 1 , Π. Δασκαλάκης 1 , Κ. Μαραγιάννης 1 , Στ. Αργυριάδου 4 , Κ. Κιντζογλανάκης 1 ,<br />
Χ. Σπέντζος 1 , Ι. Λέντζας 1 , Ελ. Μπουρνουσούζης 6 , Α. Μαριόλης 1<br />
Περίληψη<br />
Σκοπός: Το πρόβλημα της παχυσαρκίας επεκτείνεται και σε μικρότερες από<br />
τις αναμενόμενες ηλικίες. Ήδη, διεθνείς δημοσιεύσεις έχουν υπογραμμίσει την<br />
επέκταση του φαινόμενου στην εφηβική ηλικία. Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε<br />
να αποτελεί εξαίρεση. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η επιδημιολογική<br />
περιγραφή δεδομένων από νέους αστικής περιοχής, όπως αυτά αντλούνται από<br />
τη μελέτη VYRONAS, η οποία υλοποιήθηκε από το κέντρο Υγείας Βύρωνα, το<br />
1 ο κέντρο υγείας αστικού τύπου στη χώρα. Πληθυσμός μελέτης και μέθοδος:<br />
Το δείγμα της μελέτης αποτέλεσαν 2153 έφηβοι, μαθητές των Γυμνασίων και<br />
Λυκείων του Δήμου Βύρωνα Αττικής (Εύρος ηλικίας 12-18 έτη, 50,5% αγόρια,<br />
49,5% κορίτσια). Χρησιμοποιήθηκε πιστοποιημένο ερωτηματολόγιο για θέματα<br />
σχετικά με δημογραφικά, οικογενειακά και συμπεριφορικά χαρακτηριστικά. Το<br />
ποσοστό απόκρισης ήταν 92,3%. Πραγματοποιήθηκαν μονοπαραγοντικές και<br />
πολυπαραγοντικές στατιστικές αναλύσεις. Αποτελέσματα: Το γυναικείο φύλο, η<br />
αύξηση της ηλικίας, η άθληση ≥5 ώρες εβδομαδιαίως είχαν ευεργετική επίδραση<br />
όσον αφορά στη μη ανάπτυξη παχυσαρκίας (OR: 0,5, 0,8, 0,7 αντίστοιχα),<br />
ενώ η παχυσαρκία πατέρα, μητέρας, το κάπνισμα και η καθιστική ζωή για ≥2<br />
ώρες ημερησίως είχαν επιβαρυντική δράση (OR: 2,3, 2,5, 2,00, 1,3 αντίστοιχα).<br />
Όλες οι επιδράσεις ήταν στατιστικά σημαντικές (P
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας K. Μίχας και συν.<br />
Epidemiologic study of obesity in adolescents of an urban area. Results of<br />
the VYRONAS STUDY<br />
C. Mihas, Y. Tountas, A. Alevizos, V. Gizlis, E. Konstantinou, M. Papathanassiou,<br />
D.B. Panagiotakos, P. Daskalakis, K. Marayiannis, J. Lentzas, St. Argyriadou, E.<br />
Filippoupolitou, E. Bournousouzis, A. Mariolis<br />
Summary<br />
Background/Aim: The obesity problem seems to plague western societies.<br />
International studies have underlined the extension of the phenomenon in<br />
adolescence. Greece could not be an extent. The aim of this study is to describe<br />
and evaluate data regarding obesity in adolescents of an urban area of Greece<br />
as they have been recorded during the VYRONAS study which was carried out<br />
by the Health Center of Vyronas, the 1 st Urban Health Center in Greece. Study<br />
population and Methods: The sample of our study consisted of 2153 adolescents,<br />
all students of Vyronas High Schools (Age range 12-18 years, 50.5% boys, 49.5%<br />
girls). A validated questionnaire was used recording various demographic, family<br />
and lifestyle variables. The response ratio was 92.33%. Various univariate and<br />
multivariate statistical analyses were performed. Results: Female, age, and physical<br />
activity for ≥5 hours/week had a beneficial effect on healthy weight (OR: 0.5,<br />
0.8, 0.7 respectively) whereas obese father and mother, smoking and a sedentary<br />
lifestyle had an obesity promoting effect (OR: 2.3, 2.5, 2.00, 1.3 respectively).<br />
All effects were statistically significant (P
K. Μίχας και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />
συμμετοχής (92,3%). Οι γονείς των μαθητών είχαν<br />
ενημερωθεί και συνυπογράψει με τους μαθητές<br />
έντυπο ενημερωτικό υλικό για τους στόχους και<br />
τη διαδικασία της μελέτης. Ζητήθηκε από όλους<br />
τους συμμετέχοντες να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο<br />
93 κλειστών ερωτήσεων πολλαπλής<br />
επιλογής. Το ερωτηματολόγιο δόθηκε εντός των<br />
σχολικών αιθουσών την τελευταία ώρα της σχολικής<br />
ημέρας ύστερα από συνεννόηση με τους καθηγητές<br />
των σχολείων και ήταν σχεδιασμένο ώστε<br />
να μπορεί να συμπληρωθεί εντός 40 λεπτών. Την<br />
όλη διαδικασία επέβλεπαν και συντόνιζαν ιατροί<br />
Γενικής Ιατρικής και επισκέπτες υγείας από την<br />
ομάδα αγωγής υγείας του κέντρου υγείας Βύρωνα.<br />
Οι παραπάνω είχαν εκπαιδευθεί στο κέντρο<br />
υγείας προκειμένου να υπάρχει κοινή γραμμή για<br />
διευκρινιστικά σχόλια επί του ερωτηματολογίου<br />
που ήθελε προκύψουν από τους μαθητές.<br />
Η ανάλυση ισχύος που πραγματοποιήθηκε<br />
έδειξε πως ο αριθμός των συμμετεχόντων ήταν<br />
αρκετός για να καταδείξει διαφορές σε μεταβλητές<br />
μεταξύ των υποομάδων του δείγματος σε<br />
ποσοστό μεγαλύτερο του 3,5% επιτυγχάνοντας<br />
στατιστική ισχύ μεγαλύτερη του 90% σε επίπεδο<br />
σημαντικότητας P
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας K. Μίχας και συν.<br />
υπάρχουν και άλλες συνήθειες, -πιο σπάνιες στους<br />
νέους- σχετιζόμενες με καθιστικό τρόπο ζωής-,<br />
δεν ήταν δυνατό να καταγραφεί ο πλήρης χρόνος<br />
καθιστικής ζωής την εβδομάδα.<br />
Στατιστική ανάλυση<br />
Οι συνεχείς μεταβλητές παρουσιάζονται<br />
ως μέσες τιμές και τυπικές αποκλίσεις, ενώ οι<br />
κατηγορικές μεταβλητές με τη μορφή απόλυτων<br />
και σχετικών συχνοτήτων. Οι διαφορές μεταξύ<br />
συνεχών μεταβλητών ανά φύλο ελέγχθηκαν με το<br />
Student’s t-test αφού προηγήθηκε γραφικός και<br />
στατιστικός κατά Shapiro-Wilk έλεγχος κανονικότητας<br />
των υπό εξέταση μεταβλητών και έλεγχος<br />
ισότητας διασπορών, ενώ για την ίδια σύγκριση<br />
μεταξύ των ποιοτικών χαρακτηριστικών χρησιμοποιήθηκε<br />
το στατιστικό κριτήριο Pearson x 2 . Για<br />
τον έλεγχο της κατανομής των ατόμων σε νορμοβαρή,<br />
υπέρβαρα και παχύσαρκα ανά τις ηλικιακές<br />
ομάδες, χρησιμοποιήθηκε η κατά Cuzick (1985)<br />
επέκταση του κριτηρίου Wilxocon-rank sum για<br />
έλεγχο τάσης. Χρησιμοποίηθηκε λογαριθμιστική<br />
μονοπαραγοντική παλινδρόμηση (logistic regression)<br />
προκειμένου να εξετασθεί η συσχέτιση μεταξύ<br />
των υποψήφιων ανεξάρτητων μεταβλητών ως<br />
προς τη δίτιμη εξαρτημένη μεταβλητή που κατασκευάστηκε<br />
βάσει του ΔΜΣ ανά ηλικία και φύλο<br />
με τιμές τα νορμοβαρή και τα υπέρβαρα-παχύσαρκα<br />
άτομα. Κατασκευάστηκαν ψευδομεταβλητές<br />
προκειμένου να υπολογιστούν λόγοι σχετικών<br />
πιθανοτήτων (Odds Ratio, OR) για τις διάφορες<br />
μεταβλητές. Οι συνεχείς μεταβλητές, όπως ο ΔΜΣ<br />
γονέων κατηγοριοποιήθηκε σε
K. Μίχας και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />
Πίνακας Ι. Δημογραφικά κ ενδεικτικά τρόπου ζωής χαρακτηριστικά και σύγκριση ανά φύλο<br />
Φύλο Σύνολο<br />
Αγόρια Κορίτσια<br />
Mean SD Mean SD P-value Mean SD<br />
Ηλικία 14,4 1,7 14,5 1,6 0,2 14,5 1,6<br />
Ύψος 1,7 ,11 1,6 ,07
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας K. Μίχας και συν.<br />
Διάγραμμα I. Θηκόγραμμα κατανομής ΔΜΣ ανά ηλικιακές ομάδες.<br />
καταγράφεται η ευεργετική δράση της αυξημένης<br />
φυσικής άσκησης, κάτι το οποίο ταυτίζεται με τα<br />
διεθνή δεδομένα 41 .<br />
Σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα διεθνών<br />
μελετών τα οποία προτείνουν φυσική άσκηση τουλάχιστον<br />
1 ώρα για 5 ήμερες την εβδομάδα 42-45 και<br />
τα αποτελέσματα τα οποία δείχνουν ισότιμη αλλά<br />
Πίνακας III. Αποτελέσματα μονοπαραγοντικής λογαριθμιστικής ανάλυσης για όλα τα υπό εξέταση χαρακτηριστικά<br />
Μεταβλητή OR z P-value 95% Διάστημα εμπιστοσύνης<br />
Φύλο 0,58 -4,80
K. Μίχας και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />
μέρωσης.<br />
Τα χαρακτηριστικά με τη μεγαλύτερη επίδραση<br />
στην εμφάνιση παχυσαρκίας ήταν η ύπαρξη<br />
παχύσαρκου πατέρα και μητέρας. Είναι γνωστή<br />
εξάλλου η αλληλεπίδραση γονέων – παιδιών όσον<br />
αφορά στην παχυσαρκία. Σε συνδυασμό με το<br />
εύρημα της επίδρασης της παρακολούθησης τηλεόρασης<br />
στην εμφάνιση παχυσαρκίας, διαφαίνεται<br />
η αλλαγή στην οικογενειακή ζωή, καθώς τα παιδιά<br />
τρώνε περισσότερα γεύματα εκτός, τα οποία είναι<br />
και πιο πλούσια ενεργειακά αν και μειωμένης<br />
θερμιδικής αξίας 47 . Η τηλεόραση στην κρεβατοκάμαρα<br />
και όχι στο σαλόνι αυξάνει την τηλεθέαση<br />
κατά 38 λεπτά ημερησίως 48 . Επιπλέον, η λήψη του<br />
γεύματος κατ’ οίκον αποτελεί σημαντικό παράγοντα<br />
για κατανάλωση καλύτερης ποιότητας τροφής,<br />
ειδικά σε μία μεσογειακή χώρα.<br />
Η θετική συσχέτιση του καπνίσματος σε σχέση<br />
με την εμφάνιση παχυσαρκίας αποτελεί ένα<br />
πολύ ανησυχητικό σημείο για την μετέπειτα υγεία<br />
αυτών των εφήβων αφού ο συνδυασμός καπνίσματος<br />
και παχυσαρκίας αποτελεί έναν εξαιρετικά<br />
επιβλαβή παράγοντα, ιδιαίτερα όταν η δράση του<br />
ξεκινά από την εφηβική ηλικία 49 .<br />
Η εργασία είχε κάποιους περιορισμούς: Τα<br />
βάρη και τα ύψη και ως εκ τούτου ο υπολογισθείς<br />
ΔΜΣ βασίστηκαν στις μαρτυρίες των συμμετεχόντων<br />
και όχι σε αντικειμενικές μετρήσεις. Παρόλο<br />
που αυτό το δεδομένο μπορεί να επηρεάζει την<br />
ακρίβεια της μελέτης και την εφαρμογή των ορίων<br />
για την κατάταξη σε υπέρβαρους και παχύσαρκους,<br />
έχει διαπιστωθεί στη διεθνή βιβλιογραφία<br />
πως οι αναφερόμενες τιμές είναι αξιόπιστες και<br />
αρκετά κοντά στις πραγματικές τιμές 50,51 . Ο άλλος<br />
περιορισμός της μελέτης συνίσταται στο σχεδιασμό<br />
της. Εφόσον πρόκειται για μια διασκοπική<br />
μελέτη επιπολασμού, δεν είναι εύκολο να προκύψουν<br />
αιτιολογικές συσχετίσεις αλλά τάσεις<br />
και ενδείξεις.<br />
Τα ισχυρά σημεία της μελέτης αποτελούν η<br />
μεγάλη στατιστική ισχύς της η οποία πηγάζει και<br />
από το μεγάλο και ομοιογενές δείγμα στις μείζονες<br />
υποκατηγορίες, η συμφωνία των αποτελεσμάτων<br />
με μεγάλες διεθνείς μελέτες, η έλλειψη εργασίας<br />
τέτοιου μεγέθους στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στο<br />
χώρο της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.<br />
Τα παραπάνω ανησυχητικά συμπεράσματα<br />
για την υγεία των νέων μιας αστικής περιοχής<br />
πρέπει να αφυπνίσουν τους σχετιζόμενους με την<br />
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και ειδικά τους<br />
ιατρούς Γενικής Ιατρικής. Η μελέτη VYRONAS<br />
δεν τελειώνει με την παράθεση των επιδημιολογικών<br />
δεδομένων. Η εφαρμογή παρέμβασης με<br />
τη μορφή προγράμματος αγωγής υγείας και η<br />
αξιολόγηση της θα ολοκληρώσουν τη μελέτη. Τα<br />
παραπάνω αποτελέσματα αποτελούν μια αρχική<br />
αδρή καταγραφή της επίδρασης των δημογραφικών<br />
και συμπεριφορικών χαρακτηριστικών<br />
στην εμφάνιση παχυσαρκίας σε εφήβους αστικής<br />
περιοχής. Παραμένουν αδιευκρίνιστες οι<br />
συσχετίσεις μεταξύ των χαρακτηριστικών αυτών<br />
ώστε να διαμορφωθεί πληρέστερα η αιτιολογική<br />
συσχέτιση. Πιστεύουμε πως η διαδοχική ανάλυση<br />
και αξιολόγηση των μελλοντικών αποτελεσμάτων<br />
από τη μελέτη VYRONAS θα οδηγήσει προς αυτή<br />
την κατεύθυνση.<br />
Ευχαριστίες<br />
Οι συγγραφείς θα ήθελαν να ευχαριστήσουν<br />
για τη συμμετοχή τους στην υλοποίηση και επεξεργασία<br />
της μελέτης τους: (με αλφαβητική σειρά) Π.<br />
Αλογογιάννη, Λ. Αθανασιάδου, Δ. Βασιλείου, Ε.<br />
Βεκρή, Ε. Γλαβά, Β. Ζαρειφόπουλο, Κ. Κιντζογλανάκη,<br />
Λ. Κωνσταντίνου, Χ. Ληξουριώτη, Π.<br />
Πίκουλα, Χ. Σπέντζο, Δ. Στραβοπόδη, Α. Τσεκούρα,<br />
Ε. Φιλιππουπολίτου, Π. Φρούντζου, ιατρούς<br />
Γενικής Ιατρικής, τις: Ν. Κυρίτση, Αικ. Φουτσιτζή,<br />
νοσηλεύτριες, τις: Δ. Λίτινα, Β. Νικολοπούλου,<br />
επισκέπτριες υγείας και την: Α. Αραπάκη, μαθηματικό-βιοστατιστικό,<br />
χωρίς τη βοήθεια των<br />
οποίων δεν θα ήταν δυνατή η ολοκλήρωση της<br />
μελέτης.<br />
Βιβλιογραφία<br />
1. World Health Organization. Obesity: Preventing<br />
and Managing the Global Epidemic. Report of a<br />
WHO Consultation on Obesity. WHO: Geneva,<br />
1998.<br />
2. Chinn S, Rona RJ. Prevalence and trends in<br />
overweight and obesity in three cross sectional<br />
studies of British Children, 1974–1994. BMJ,<br />
322:24–26, 2001.<br />
3. Strauss RS, Pollack HA. Epidemic increase in<br />
childhood overweight, 1986–1998. JAMA, 286:<br />
2845–2848, 2001.<br />
4. Tremblay MS, Katzmarzyk PT, Willms JD.<br />
Temporal trends in overweight and obesity in<br />
155
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας K. Μίχας και συν.<br />
Canada, 1981–1996. Int J Obes Relat Metab<br />
Disord, 26:538–543, 2002.<br />
5. Booth ML, Chey T, Wake M, Norton K, Hesketh<br />
K, Dollman J, Robertson I. Change in the<br />
prevalence of overweight and obesity among young<br />
Australians, 1969–1997. Am J Clin Nutr, 77:29–36,<br />
2003.<br />
6. Rasmussen F, Johansson M, Hansen HO. Trends<br />
in overweight and obesity among 18-year-old males<br />
in Sweden between 1971 and 1995. Acta Paediatr<br />
88:431–437, 1999.<br />
7. Rivera JA, Barquera S, Campirano F, Campos<br />
I, Safdie M, Tovar V. Epidemiological and<br />
nutritional transition in Mexico: rapid increase of<br />
non-communicable chronic diseases and obesity.<br />
Public Health Nutr, 5:113–122, 2002.<br />
8. Kalies H, Lenz J, von Kries R. Prevalence of<br />
overweight and obesity and trends in body mass<br />
index in German pre-school children, 1982–1997.<br />
Int J Obes Relat Metab Disord, 26:1211–1217,<br />
2002.<br />
9. de Onis M, Blossner M. Prevalence and trends of<br />
overweight among preschool children in developing<br />
countries. Am J Clin Nutr, 72:1032–1039, 2000.<br />
10. Kautiainen S, Rimpela A, Vikat A, Virtanen SM.<br />
Secular trends in overweight and obesity among<br />
Finnish adolescents in 1977–1999. Int J Obes Relat<br />
Metab Disord, 26:544–552, 2002.<br />
11. Lobstein T, Frelut ML. Prevalence of overweight<br />
among children in Europe. Obes Rev, 4:195–200,<br />
2003.<br />
12. Lissau I, Overpeck MD, Ruan WJ, Due P, Holstein<br />
BE, Hediger ML. Body mass index and overweight<br />
in adolescents in 13 European countries, Israel,<br />
and the United States. Arch Pediatr Adolesc Med,<br />
158:27–33, 2004.<br />
13. Ogden CL, Flegal KM, Carroll MD, Johnson<br />
CL. Prevalence and trends in overweight among<br />
US children and adolescents, 1999–2000. JAMA,<br />
288:1728–1732, 2002.<br />
14. Currie C, Samdal O, Boyce W, Smith B. Health<br />
Behaviour in School-Aged Children: A World<br />
Health Organization Cross- National Study.<br />
Research Protocol for the 2001/02 Survey. Child<br />
and Adolescent Health Research Unit, University<br />
of Edinburgh: Edinburgh, Scotland, 2001.<br />
15. Cole TJ, Bellizzi MC, Flegal KM, Dietz WH.<br />
Establishing a standard definition for child overweight<br />
and obesity worldwide: international survey.<br />
BMJ, 320:1240–1243, 2000.<br />
16. Biro G, Hulshof KF, Ovesen L, Amorim Cruz JA.<br />
Selection of methodology to assess food intake.<br />
Eur J Clin Nutr, 56(suppl. 2):S25–S32, 2002.<br />
17. Prochaska JJ, Sallis JF, Long B. A physical activity<br />
156<br />
screening measure for use with adolescents in<br />
primary care. Arch Pediatr Adolesc Med, 155:554–<br />
559, 2001.<br />
18. WHO. Young People’s Health in Context. Health<br />
Behaviour in School-aged Children (HBSC) study:<br />
international report from the 2001/2002 Survey.<br />
World Health Organization: Denmark, 2004.<br />
19. French SA, Story M, Jeffery RW. Environmental<br />
influences on eating and physical activity. Annu<br />
Rev Public Health, 22:309–335, 2001.<br />
20. Magarey AM, Daniels LA, Boulton TJC. Prevalence<br />
of overweight and obesity in Australian children<br />
and adolescents: reassessment of 1985 and 1995<br />
data against new standard international definitions.<br />
Med J Aust, 174:561-564, 2001.<br />
21. Bener A. Prevalence of obesity, overweight, and<br />
underweight in Qatari adolescents. Food Nutr Bull,<br />
27:39-45, 2006.<br />
22. Krassas GE, Tsametis C, Baleki V et al. Prevalence<br />
of overweight and obesity among children and<br />
adolescents in Thessaloniki-Greece and Kayseri-<br />
Turkey. Pediatr Endocrinol Rev, Suppl 3:460-464,<br />
2004.<br />
23. Janssen I, Katzmarzyk PT, Boyce WF et al. Comparison<br />
of overweight and obesity prevalence in<br />
school-aged youth from 34 countries and their<br />
relationships with physical activity and dietary<br />
patterns. Obes Rev, 6:123-132, 2005.<br />
24. Lustig RH. The neuroendocrinology of childhood<br />
obesity. Pediatr Clin North Am, 48:909–930, 2001.<br />
25. Farooqi IS, O’Rahilly S. Recent advances in<br />
the genetics of severe obesity. Arch Dis Child,<br />
83:31–34, 2000.<br />
26. Gillman MW, Rifas-Shiman SL, Camargo CA,<br />
et al. Risk of overweight among adolescents who<br />
were breastfed as infants. JAMA, 285:2461–2467,<br />
2001.<br />
27. vonKries R, Koletzko B, Sauerwald T, et al. Breast<br />
feeding and obesity: cross sectional study. BMJ,<br />
319:147–150, 1999.<br />
28. Rolland-Cachera M-F, Deheeger M, Bellisle<br />
F, Sempe M, Guillound-Bataille M, Patois E.<br />
Adiposity rebound in children: a simple indicator<br />
for predicting obesity. Am J Clin Nutr, 39:129–135,<br />
1984.<br />
29. Whitaker RC, Pepe MS, Wright JA, Seidel KD,<br />
Dietz WH. Early adiposity rebound and the risk<br />
of adult obesity. Pediatrics, 101:e5, 1998.<br />
30. Trost SG, Kerr LM, Ward DS, Pate RR. Physical<br />
activity and determinants of physical activity in<br />
obese and non-obese children. Int J Obes Relat<br />
Metab Disord, 25:822-829, 2001.<br />
31. Andersen RE, Crespo CJ, Bartlett SJ, Cheskin<br />
LJ, Pratt M. Relationship of physical activity and
K. Μίχας και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />
television watching with body weight and level of<br />
fatness among children: results from the Third<br />
National Health and Nutrition Examination<br />
Survey. JAMA, 279:938–942, 1998.<br />
32. French SA, Story M, Neumark-Sztainer D, Fulkerson<br />
JA, Hannan P. Fast food restaurant use<br />
among adolescents: associations with nutrient<br />
intake, food choices and behavioral and psychosocial<br />
variables. Int J Obesity, 25:1823–1833, 2001.<br />
33. Zoumas-Morse C, Rock CL, Sobo EJ, Neuhouser<br />
ML. Children’s patterns of macronutrient intake<br />
and associations with restaurant and home eating.<br />
J Am Diet Assoc, 101:923–925, 2001.<br />
34. Salmon J, Campbell KJ, Crawford DA. Television<br />
viewing habits associated with obesity risk factors:<br />
a survey of Melbourne schoolchildren. Med J Aust,<br />
184:64-67, 2006.<br />
35. Flodmark C-E, Ohlsson T, Ryden O, Sveger T.<br />
Prevention and progression to severe obesity in a<br />
group of obese schoolchildren treated with family<br />
therapy. Pediatrics, 91:880–884, 1993.<br />
36. Israel AC, Guile CA, Baker JE, Silverman WK.<br />
An evaluation of enhanced self-regulation training<br />
in the treatment of childhood obesity. J Pediatr<br />
Psychol, 19:737–749, 1994.<br />
37. Braet C, VanWinckel M. Long-term follow-up of a<br />
cognitive behavioral treatment program for obese<br />
children. Behav Ther, 31:55–74, 2000.<br />
38. Levin S, Martin MW, Riner WF. TV viewing habits<br />
and body mass index among South Carolina Head<br />
Start children. Ethn Dis, 14:336-339, 2004.<br />
39. Vandewater EA, Huang X. Parental weight status<br />
as a moderator of the relationship between<br />
television viewing and childhood overweight. Arch<br />
Pediatr Adolesc Med, 160:425-431, 2006.<br />
40. Oken E, Huh SY, Taveras EM, Rich-Edwards JW,<br />
Gillman MW. Associations of maternal prenatal<br />
smoking with child adiposity and blood pressure.<br />
Obes Res, 13:2021-2028, 2005.<br />
41. Berkey CS, Rockett HRH, Field AE, et al. Activity,<br />
dietary intake, and weight changes in a longitudinal<br />
study of preadolescent and adolescent boys and<br />
girls. Pediatrics, 105: e56, 2000.<br />
42. Corbin CB, Pangrazi RP. Physical Activity for<br />
Children: A Statement of Guidelines. National<br />
Academy for Sport and Physical Education:<br />
Reston, VA, 1998.<br />
43. U.S. Department of Health and Human Services.<br />
Physical Activity and Health: A Report of the<br />
Surgeon General. Department of Health and<br />
Human Services, Centers for Disease Control and<br />
Prevention, National Center for Chronic Disease<br />
Prevention and Health Promotion: Atlanta, GA,<br />
1996.<br />
44. Biddle S, Sallis J, Cavill N. Policy Framework for<br />
Young People and Health-Enhancing Physical<br />
Activity. In: Biddle S, Sallis J, Cavill N (eds). Young<br />
and Active? Young People and Health-Enhancing<br />
Physical Activity: Evidence and Implications.<br />
Health Education Authority: London, 1998,<br />
pp:3–16.<br />
45. Health Canada. Canada’s Physical Activity Guide<br />
to Healthy Active Living: Family guide to Physical<br />
Activity for Youth 10–14 Years of Age. Minister<br />
of Health: Ottawa, ON, 2002.<br />
46. Mccarthy HD, Ashwell M. A study of central<br />
fatness using waist-to-height ratios in UK children<br />
and adolescents over two decades supports the<br />
simple message - ‘keep your waist circumference to<br />
less than half your height’. Int J Obes, 30:988-992,<br />
2006.<br />
47. Hill JO, Peters JC. Environmental contributors<br />
to the obesity epidemic. Science, 280:1371–1374,<br />
1998.<br />
48. Wiecha JL, Sobol AM, Peterson KE, Gortmaker<br />
SL. Household television access: associations with<br />
screen time, reading, and homework among youth.<br />
Ambulatory Pediatr, 1:244–251, 2001.<br />
49. Pitsavos C, Panagiotakos DB, Chryssohoou C,<br />
Stefanadis C. Epidemiology of cardiovascular<br />
risk factors in Greece: aims, design and baseline<br />
characteristics of the ATTICA study. BMC Public<br />
Health, 3:32, 2003.<br />
50. Strauss RS. Comparison of measured and selfreported<br />
weight and height in a cross-sectional<br />
sample of young adolescents. Int J Obes Relat<br />
Metab Disord, 23:904–908, 1999.<br />
51. Brener ND, McManus T, Galuska DA, Lowry<br />
R, Wechsler H. Reliability and validity of selfreported<br />
height and weight among high school<br />
students. J Adolesc Health, 32:281–287, 2003.<br />
157
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Νέα<br />
Primary Heatlh Care, Volume 18, Number 3, 159-159, 2006<br />
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, Τόμος 18, Τεύχος 3, 159-159, 2006<br />
Νέα από την Ακαδημία Γενικής Ιατρικής –<br />
Η λειτουργία του Κέντρου Τεκμηρίωσης<br />
Σημαντική συζήτηση γίνεται τα τελευταία<br />
χρόνια για την αποτελεσματικότητα της Γενικής<br />
Ιατρικής αλλά και τις υποδομές (capacity) που<br />
πάνω της το ακαδημαϊκό και κλινικό αντικείμενο<br />
αναπτύσσεται και εδραιώνεται. Σε πρόσφατο άρθρο<br />
σύνταξης του Family Practice αναγνωρίζεται<br />
η καθυστέρηση της ανάπτυξης της ακαδημαϊκής<br />
ιατρικής αλλά και των υποδομών εκείνων που θα<br />
στήριζαν την προοπτική και την ακαδημαϊκή εξέλιξη<br />
των ιατρών Γενικής Ιατρικής.<br />
Στο πλαίσιο της συζήτησης αυτής, η Ελληνική<br />
Εταιρεία Γενικής Ιατρικής αποφάσισε τη σύσταση<br />
μιας σημαντικής υποδομής με το όνομα Ακαδημία<br />
Γενικής Ιατρικής, η οποία ανάμεσα στους στόχους<br />
της θα περιλαμβάνει: την περαιτέρω ανάπτυξη<br />
της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας στη χώρα<br />
μας, την επιστημονική υποστήριξη των νέων συναδέλφων,<br />
καθώς και την περαιτέρω εξέλιξη του<br />
κλάδου της Γενικής Ιατρικής σε συνεργασία με<br />
άλλους επιστημονικούς και ακαδημαϊκούς οργανισμούς.<br />
158<br />
ΝΕΑ<br />
ΝΕWS<br />
Μετά την ανακοίνωση των στόχων αυτών και<br />
της πρώτης λειτουργίας της, στον αρχικό σχεδιασμό<br />
των δραστηριοτήτων της περιλήφθησαν:<br />
α) η συστηματική αναζήτηση και κριτική αποτίμηση<br />
δημοσιεύσεων σε ηλεκτρονικά ή μη<br />
περιοδικά, συναφή με τη Γενική Ιατρική<br />
και η σύνταξη ενός ενημερωτικού δελτίου<br />
(newsletter)<br />
β) η σύνταξη ενός ενημερωτικού δελτίου (newsletter)<br />
που μαζί με την ιστοσελίδα που πρόκειται<br />
να αναπτυχθεί θα αποτελέσουν τα μέσα<br />
διανομής της πληροφορίας για όλους τους<br />
ιατρούς Γενικής Ιατρικής στη χώρα μας.<br />
Για την υλοποίηση αυτής της δραστηριότητας<br />
συγκροτήθηκε η Ομάδα Τεκμηρίωσης της Ακαδημίας,<br />
που θ’ αναζητά και θα εντοπίζει μέσα από τη<br />
διαθέσιμη διεθνή βιβλιογραφία τις πληροφορίες<br />
εκείνες, που μετά από αξιολόγηση της ποιότητας<br />
και συνάφειάς της με το έργο και τις ανάγκες του<br />
Γενικού Ιατρού στη χώρα μας θα καταχωρούνται<br />
στο ενημερωτικό δελτίο.
Νέα Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />
Η επιλογή των άρθρων που θα παρουσιάζονται<br />
σε κάθε ενημερωτικό δελτίο θα γίνεται με<br />
βάση έναν αριθμό κριτηρίων. Επιλέχθηκαν τέσσερα<br />
κριτήρια μετά από ανασκόπηση της βιβλιογραφίας<br />
και επίτευξη ομοφωνίας μεταξύ των μελών<br />
της ομάδας τεκμηρίωσης.<br />
Τα κριτήρια αυτά θα είναι:<br />
α) η συνάφεια με τη Γενική Ιατρική (αντιστοιχία<br />
με τον ορισμό της Γενικής Ιατρικής της<br />
WONCA Europe),<br />
β) η χρησιμότητα στην καθημερινή ιατρική πρακτική,<br />
στη χώρα μας,<br />
γ) η χρησιμότητα για τον ειδικευόμενο ιατρό<br />
Γενικής Ιατρικής,<br />
δ) η συνεισφορά σε ιδέες στην ανάπτυξη έρευνας<br />
στο ιατρείο του γενικού ιατρού.<br />
Υπογραμμίζεται ότι στόχος της δραστηριότητας<br />
αυτής δεν αποτελεί η επαναξιολόγηση της<br />
ποιότητας των άρθρων που παρουσιάζονται στα<br />
συγκεκριμένα έγκριτα διεθνή περιοδικά, αλλά η<br />
επιλογή άρθρων που έχουν άμεση συνάφεια με τη<br />
Γενική Ιατρική και κρίνεται ότι έχουν δυνητικά<br />
εφαρμογή στην καθημέρα πράξη, στην εκπαίδευση<br />
και στην ερευνά στη Γενική Ιατρική και στην<br />
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας στην χώρα μας.<br />
Τα 12 διεθνή περιοδικά και βάσεις δεδομέ-<br />
νων τα οποία είναι διαθέσιμα αυτή τη στιγμή στην<br />
Ακαδημία Γενικής Ιατρικής φαίνονται στους Πίνακες<br />
Ι και ΙΙ.<br />
Η πρόσβαση στην Cochrane Library (http://<br />
www.cochrane.org) είναι δυνατή στην Ακαδημία<br />
Γενικής Ιατρικής.<br />
Το ενημερωτικό δελτίο θα εκδίδεται ανά<br />
τρίμηνο και θα διανέμεται με το περιοδικό Πρωτοβάθμια<br />
Φροντίδα Υγείας, σε όλα τα μέλη της<br />
ΕΛΕΓΕΙΑ, ενώ θα είναι διαθέσιμο και στο site<br />
της Ακαδημίας.<br />
Την Ομάδα Τεκμηρίωσης απαρτίζουν οι:<br />
Χρήστος Λιονής (Συντονιστής), Ανάργυρος<br />
Μαριόλης (Αναπληρωτής Συντονιστής) και οι:<br />
Αλεβίζος Αλεβίζος, Οδυσσέας Βέρρας, Σταύρος<br />
Καλπαδάκης, Ιωάννης Κομνηνός, Αλέξανδρος<br />
Λιβέρης, Δάφνη Μιρκοπούλου, Κωνσταντίνος<br />
Μίχας, Νικόλαος Ρουσάκης, Ζωή Τσίμτσιου.<br />
Για επικοινωνία με τη Ακαδημία Γενικής Ιατρικής:<br />
Ώρες λειτουργίας: 16.00-20.00<br />
Διεύθυνση: Ριζάρη 13<br />
Τηλ.: 2107240421<br />
Fax: 2107240420<br />
Iστοσελίδα: www.gp-academy.gr<br />
e-mail: academy-gp@ath.forthnet.gr<br />
Πίνακας Ι. Περιοδικά σε έντυπη μορφή<br />
1 American Family Physician www.aafp.org<br />
2 Annals of Family Medicine www.annfammed.org<br />
3 South African Family Practice www.medpharm.co.za/safp/index.html<br />
4 Family Practice intl-fampra.oxfordjournals.org<br />
5 European Journal of Family Practice www.ejgp.com<br />
6 The Journal of Family Practice www.jfponline.com<br />
7 The British Journal of General Practice www.rcgp.org.uk<br />
8 Primary Care Respiratory Journal intl.elsevierhealth.com/journals/pcrj<br />
9 Clinical Evidence www.clinicalevidence.com<br />
10 Τhe Hong Kong Practitioner www.hkcfp.org.hk<br />
11 Maltese Family Doctor www.mcfd.org.mt<br />
12 Australian Family Physician www.racgp.org.au/publications/afp_online.asp<br />
Πίνακας ΙΙ. Περιοδικά σε ηλεκτρονική μορφή<br />
1 American Family Physician www.aafp.org<br />
2 Annals of Family Medicine www.annfammed.org<br />
3 Family Practice intl-fampra.oxfordjournals.org<br />
4 European Journal of Family Practice(abstracts only) www.ejgp.com<br />
5 The Journal of Family Practice www.jfponline.com<br />
6 The British Journal of General Practice www.rcgp.org.uk<br />
7 Primary Care Respiratory Journal intl.elsevierhealth.com/journals/pcrj<br />
8 Clinical Evidence www.clinicalevidence.com<br />
9 Rural and Remote Health rrh.deakin.edu.au/home/defaultnew.asp<br />
10 Τhe Hong Kong Practitioner www.hkcfp.org.hk<br />
159
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Νέα<br />
Primary Heatlh Care, Volume 18, number 3, 160, 2006<br />
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, Τόμος 18, Τεύχος 3, 160, 2006<br />
Από 18/5/2006 έως 21/5/2006 έγινε στη Μόσχα<br />
το Παγκόσμιο Συνέδριο Εναλλακτικής Ιατρικής.<br />
Από ελληνικής πλευράς έλαβαν μέρος τρεις ιατροί<br />
Γενικής Ιατρικής μέλη της ΕΛΕΓΕΙΑ, με εργασίες<br />
που διακρίθηκαν για την επιστημονική τους ακρίβεια,<br />
την αξιοπιστία και την επιστημονική εγκυρότητα<br />
και σαφήνεια. Το προεδρείο και τα μέλη της<br />
οργανωτικής επιτροπής επεσήμαναν την επιτυχία<br />
των συγγραφέων και τη σημαντική παρουσία τους<br />
στο συνέδριο, που ήταν επετειακό για τα 50 χρόνια<br />
της εναλλακτικής ιατρικής παγκοσμίως.<br />
160<br />
Nεα<br />
news<br />
Οι συνάδελφοι που διακρίθηκαν είναι:<br />
1. Παρούση Αμαλία, Γενικός Ιατρός – Βελονίστρια.<br />
2. Αρχιμανδρίτης Σάπικας Δανιήλ, Γενικός<br />
Ιατρός.<br />
3. Θεοδωράτου Κωνσταντίνα, Γενικός Ιατρός<br />
– Βελονίστρια.<br />
Είναι φανερή η πολυμέρεια των γενικών<br />
ιατρών σε διάφορους τομείς, που φανερώνουν<br />
την σφαιρικότητα των γνώσεων τους και τις ικανότητές<br />
τους.<br />
Από το παγκόσμιο συνέδριο εναλλακτικής ιατρικής στη Μόσχα τον περασμένο Μάιο.