07.12.2012 Views

πρωτοβάθμια - ελεγεια

πρωτοβάθμια - ελεγεια

πρωτοβάθμια - ελεγεια

SHOW MORE
SHOW LESS

You also want an ePaper? Increase the reach of your titles

YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΥΓΕΙΑΣ – Primary Health Care Τόμος 18, Τεύχος 3, Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2006<br />

ΚΩΔ. 3855<br />

ΠΛΗΡΩΜΕΝΟ<br />

ΤΕΛΟΣ<br />

ΚΕΜΠ.ΑΘ.<br />

Αριθμός Άδειας<br />

451/91<br />

Παπαδιαμαντοπούλου 4, 115 28 ΑΘΗΝΑ<br />

<strong>πρωτοβάθμια</strong><br />

φροντίδα<br />

υγείας<br />

Primary Health Care<br />

Τριμηνιαία Έκδοση της Ελληνικής Εταιρείας Γενικής Ιατρικής<br />

Quarterly edited by the Greek Association of General Practitioners<br />

Τόμος 18, Τεύχος 3, Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2006, Volume 18, Number 3, July - September 2006<br />

Της σύνταξης<br />

110 Ν. Αντωνάκης, Κ. Μακρή: Η έρευνα στο χώρο της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας<br />

στην Ελλάδα αρχίζει να βρίσκει το δρόμο της<br />

112 Α.Δ. Μαριόλης: 18 0 Πανελλήνιο Συνέδριο Γενικής Ιατρικής. Η Γενική Ιατρική<br />

κυκλοφορεί αναζητώντας τις επικοινωνίες<br />

Ερευνητικές εργασίες<br />

113 Β. Σαπουνά, A. H. Schene, Β. Δαφέρμος, Π. Θεοδωράκης, Μ. Χατζηαρσένης,<br />

Χ. Λιονής: Επιβάρυνση μελών οικογενειών και άλλων ατόμων που φροντίζουν ασθενείς<br />

με μείζονες ψυχικές διαταραχές στην Κρήτη: Ένα καινούργιο πεδίο για τη Γενική<br />

Ιατρική στην Ελλάδα<br />

125 Π. Θεοδωράκης, Γ. Μαντζαβίνης: Ανισότητες στην κατανομή του ιατρικού δυναμικού<br />

<strong>πρωτοβάθμια</strong>ς φροντίδας υγείας σε δύο γειτονικούς νομούς της Ελλάδας και<br />

Αλβανίας<br />

131 Α. Βήτας, Ε. Νεραντζάκη, Α. Καρτερίδου, Α. Βήτας, Χ. Σεμερτζίδης, Κ. Ζαγορίδης: Η<br />

σημασία του τύπου της σωματικής άσκησης στη διαμόρφωση του κνημοβραχιονίου<br />

δείκτη των υγειών ενηλίκων<br />

142 Δ. Γιαννόπουλος, Α. Αρβανίτης, Σ. Βουλιώτη, Μ. Χρονοπούλου, Α. Σκαρπέλος,<br />

Ν. Ραζής και ομάδα εργασίας του Τμήματος Γενικής Ιατρικής Γ.Ν. Πατρών «Ο<br />

Άγιος Ανδρέας»: Κάπνισμα: Εξάρτηση και Βαθμός Ενημέρωσης σε Μαθητές Μέσης<br />

Εκπαίδευσης και τους Γονείς τους<br />

149 Κ. Μίχας, Γ. Τούντας, Α. Αλεβίζος, Β. Γκιζλής, Ε. Κωνσταντίνου, Δ. Παναγιωτάκος,<br />

Μ. Παπαθανασίου, Π. Δασκαλάκης, Κ. Μαραγιάννης, Στ. Αργυριάδου, Κ.<br />

Κιντζογλανάκης, Χ. Σπέντζος, Ι. Λέντζας, Ελ. Μπουρνουσούζης, Α. Μαριόλης:<br />

Επιδημιολογικά στοιχεία της παχυσαρκίας σε εφήβους αστικής περιοχής.<br />

Αποτελέσματα από τη μελέτη VYRONAS<br />

Νέα<br />

158 Νέα από την Ακαδημία Γενικής Ιατρικής - Η λειτουργία του Κέντρου Τεκμηρίωσης<br />

160 Το Παγκόσμιο Συνέδριο Εναλλακτικής Ιατρικής<br />

ISSN 1105-7432<br />

Cited in Index Copernicus<br />

Recognised by the Greek Ministry of Health and Welfare


ΕΛΠΕΝ / PENRAZOL<br />

2η ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ


ΕΛΠΕΝ / ENTACT<br />

3η ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ


WYETH / EFEXOR<br />

4η ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ


ΕΚΔΟΤΗΣ:<br />

Μποδοσάκης-Πρόδρομος Μερκούρης<br />

Μ. Χουρμούζη 28 Κ. Τούμπα<br />

544 53 Θεσσαλονίκη<br />

Τηλ. (2310) 910342<br />

Διοικητικό Συμβούλιο<br />

της Ελληνικής Εταιρείας<br />

Γενικής Ιατρικής<br />

Πρόεδρος<br />

Μποδοσάκης-Πρόδρομος<br />

Μερκούρης<br />

Αντιπρόεδρος Α<br />

Δημήτριος Έλληνας<br />

Αντιπρόεδρος Β<br />

Στέλλα Αργυριάδου<br />

Γενικός Γραμματέας-Ταμίας<br />

Αθανάσιος Συμεωνίδης<br />

Ειδικός Γραμματέας<br />

Ανάργυρος Μαριόλης<br />

Μέλη<br />

Αντώνης Μπατίκας<br />

Νικόλαος Παπανικολάου<br />

Executive Board<br />

of the Greek Association<br />

of General Practitioners<br />

President<br />

Bodosakis-Prodromos<br />

Merkouris<br />

Vice-President A<br />

Dimitrios Ellinas<br />

Vice-President B<br />

Stella Argiriadou<br />

General Secretary<br />

Treasurer<br />

Athanasios Symeonidis<br />

Special Secretary<br />

Antonis Batikas<br />

Members<br />

Anargiros Mariolis<br />

Nikolaos Papanikolaou<br />

Γραμματεία Σύνταξης:<br />

Αναστασία Ρωμανίδου<br />

Τηλ.: (2810) 394615, (28310) 25833<br />

e-mail: tasrom@yahoo.co.uk<br />

Εκτύπωση:<br />

ΤΕΧΝΟΓΡΑΜΜΑ<br />

Μ. Αυγέρη 12, 15343 Αγ. Παρασκευή<br />

Τηλ.: 210.60.00.643, Fax: 210.6002295<br />

E-mail: techn@hol.gr<br />

<strong>πρωτοβάθμια</strong><br />

φροντίδα<br />

υγείας<br />

Primary Health Care<br />

Διευθυντής Σύνταξης<br />

Χρήστος Λιονής, Aναπληρωτής Καθηγητής<br />

Τμήμα Ιατρικής, Πανεπιστήμιο Κρήτης<br />

Τ.Θ. 2208, Ηράκλειο<br />

Τηλ. (2810) 394621, Fax. (2810) 394606<br />

E-mail: lionis@galinos.med.uoc.gr<br />

Αναπληρωτές Δ/ντές Σύνταξης<br />

Νίκος Αντωνάκης (Ηράκλειο)<br />

Ελευθέριος Θηραίος (Αθήνα)<br />

Επίκουροι Δ/ντές Σύνταξης<br />

Παύλος Θεοδωράκης (Ιωάννινα)<br />

Κορνηλία Μακρή (Ηράκλειο)<br />

Ανάργυρoς Μαριόλης (Αθήνα)<br />

Μέλη Συντακτικής Επιτροπής<br />

Θωμάς Αγγελόπουλος (Θάσος)<br />

Άλκης Αλεβίζος (Αθήνα)<br />

Ελένη Γεωργακίλα (Αθήνα)<br />

Νίκη Γλύστρα (Ζαγκλιβέρι)<br />

Αικατερίνη Κάβουρα (Scotlant)<br />

Ρένα Οικονομίδου (Διαβατά)<br />

Νίκος Παπανικολάου (Καρπενήσι)<br />

Βαγγέλης Πετροβίτσος (Θεσσαλονίκη)<br />

Νίκος Ρουσάκης (Λιτόχωρο)<br />

Κική Στεφανίδου (Σκύδρα)<br />

Γιώργος Τζανίδης (Πάρος)<br />

Ειρήνη Χατζοπούλου (Θεσσαλονίκη)<br />

Αναστασία Χριστοφέλη (Αλίαρτος)<br />

Ανταποκριτές Σύνταξης<br />

Έλενα Ευαγγελάκη (Κύπρος)<br />

Θεοδώρα Ζαχαριάδου (Κύπρος)<br />

Llukan Rrumbullaku (Αλβανία)<br />

Συμβουλευτική Επιτροπή<br />

Π. Βάρδας,<br />

Καθηγητής Καρδιολογίας Παν/μίου Κρήτης<br />

Μ. Γείτονα,<br />

Επικ. Καθηγήτρια Διοίκησης Υπηρ. Υγείας Παν/μίου Θεσσαλίας<br />

Ε. Γελαστοπούλου,<br />

Επίκ. Καθηγήτρια Υγιεινής Παν/μίου Πατρών<br />

Δ. Γλάρος,<br />

Καθηγητής Ιατρικής Φυσικής Παν/μίου Ιωαννίνων<br />

Α. Καφάτος,<br />

Καθηγητής Προληπτικής Ιατρικής & Διατροφής Παν/μίου Κρήτης<br />

Ι. Κυριόπουλος,<br />

Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας Εθνικής Σχ. Δημόσιας Υγείας<br />

Θ. Κωνσταντινίδης,<br />

Επικ. Καθηγητής Υγιεινής, Πανεπιστήμιο Θράκης<br />

Β. Μαυρέας,<br />

Καθηγητής Ψυχιατρικής Παν/μίου Ιωαννίνων<br />

M. Σγάντζος,<br />

Λέκτορας Ανατομίας Παν/μίου Θεσσαλίας<br />

K. Σιαμόπουλος,<br />

Καθηγητής Νεφρολογίας Παν/μίου Ιωαννίνων<br />

Ν. Σιαφάκας,<br />

Καθηγητής Πνευμονολογίας Παν/μίου Κρήτης<br />

K. Σουλιώτης,<br />

Διδάκτωρ Οικονομικών και Πολιτικής Υγείας<br />

Λ. Σπάρος,<br />

Ομότιμος Καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής Παν/μίου Αθηνών<br />

T. Φιλαλήθης,<br />

Αναπλ. Καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής Παν/μίου Κρήτης<br />

Γ. Χριστοδούλου,<br />

Καθηγητής Ψυχιατρικής Παν/μίου Αθηνών<br />

Editor-in-Chief<br />

Christos Lionis, Αssociate Professor<br />

Faculty of Medicine, University of Crete<br />

P.O. Box 2208, Heraklio<br />

Tel.: +30 2810394621, Fax: +30 2810394606<br />

E-mail: lionis@galinos.med.uoc.gr<br />

Associate Editors<br />

Nick Antonakis (Heraklio)<br />

Εleftherios Thireos (Athens)<br />

ISSN 1105-7432<br />

Assistant Editors<br />

Pavlos Theodorakis (Ioannina)<br />

Kornilia Makri (Heraklio)<br />

Anargiros Mariolis (Athens)<br />

Members of Editorial Board<br />

Thomas Aggelopoulos (Thessaloniki)<br />

Alkis Alevizos (Athens)<br />

Eleni Georgalika (Athens)<br />

Niki Glistra (Zagliveri)<br />

Ekaterini Kavoura (Scotlant)<br />

Rena Ikonomidou (Diavata)<br />

Nikos Papanikolau (Karpenisi)<br />

Vaggelis Petrovitsos (Thessaloniki)<br />

Nikos Rousakis (Litochoro)<br />

Kiki Stefanidou (Skidra)<br />

Giorgos Tzanidis (Paros)<br />

Irini Chatzopoulou (Thessaloniki)<br />

Anastasia Christofeli (Aliartos)<br />

Corresponding Editors<br />

Elena Evaggelaki (Cyprus)<br />

Theodora Zaxariadou (Cyprus)<br />

Llukan Rrumbullaku (Αlbania)<br />

Advisory Board<br />

P. Vardas,<br />

Professor of Cardiology, University of Crete<br />

M. Geitona,<br />

Assistant Professor, University of Thessalia<br />

E. Gelastopoulou,<br />

Assistant Professor of Hygiene, University of Patras<br />

D. Glaros,<br />

Professor of Medical Physics, University of Ioannina<br />

A. Kafatos,<br />

Professor of Health Promotion and Nutrition, University of Crete<br />

Τh. Konstantinides,<br />

Assistant Professor of Hygiene, University of Thrace<br />

J. Kyriopoulos,<br />

Professor of Health Economics, National School of Public Health<br />

V. Mavreas,<br />

Professor of Psychiatry, University of Ioannina<br />

M. Sgantzos,<br />

Lecturer of Anatomy in University of Thessalia<br />

K. Siamopoulos,<br />

Professor of Nephrology, University of Ioannina<br />

N. Siafakas,<br />

Professor of Lung and Thorax, University of Crete<br />

K. Souliotis,<br />

PhD, Health Policy and Economics<br />

L. Sparos,<br />

Εmeritus Professor of Social Medicine, University of Athens<br />

A. Philalithis,<br />

Associate Professor of Social Medicine, University of Crete<br />

G. Christodoulou,<br />

Professor of Psychiatry, University of Athens


<strong>πρωτοβάθμια</strong><br />

φροντίδα<br />

υγείας<br />

Primary Health Care<br />

Τριμηνιαία Έκδοση της Ελληνικής Εταιρείας Γενικής Ιατρικής<br />

Quarterly edited by the Greek Association of General Practitioners<br />

Τόμος 18, Τεύχος 3, Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2006, Volume 18, Number 3, July - September 2006<br />

Της Σύνταξης<br />

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ<br />

Ν. Αντωνάκης, Κ. Μακρή: Η έρευνα στο χώρο της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας στην Ελλάδα αρχίζει<br />

να βρίσκει το δρόμο της .............................................................................................................................................................110<br />

Α.Δ. Μαριόλης :18 0 Πανελλήνιο Συνέδριο Γενικής Ιατρικής. Η Γενική Ιατρική κυκλοφορεί αναζητώντας τις επικοινωνίες ...112<br />

Ερευνητικές εργασίες<br />

Β. Σαπουνά, A. H. Schene, Β. Δαφέρμος, Π. Θεοδωράκης, Μ. Χατζηαρσένης, Χ. Λιονής: Επιβάρυνση μελών οικογενειών<br />

και άλλων ατόμων που φροντίζουν ασθενείς με μείζονες ψυχικές διαταραχές στην Κρήτη: Ένα καινούργιο πεδίο για τη<br />

Γενική Ιατρική στην Ελλάδα ........................................................................................................................................................112<br />

Π. Θεοδωράκης, Γ. Μαντζαβίνης: Ανισότητες στην κατανομή του ιατρικού δυναμικού <strong>πρωτοβάθμια</strong>ς φροντίδας<br />

υγείας σε δύο γειτονικούς νομούς της Ελλάδας και Αλβανίας ............................................................................................... 124<br />

Α. Βήτας, Ε. Νεραντζάκη, Α. Καρτερίδου, Α. Βήτας, Χ. Σεμερτζίδης, Κ. Ζαγορίδης: Η σημασία του τύπου<br />

της σωματικής άσκησης στη διαμόρφωση του κνημοβραχιονίου δείκτη των υγειών ενηλίκων ............................................. 130<br />

Δ. Γιαννόπουλος, Α. Αρβανίτης, Σ. Βουλιώτη, Μ. Χρονοπούλου, Α. Σκαρπέλος, Ν. Ραζής και ομάδα εργασίας<br />

του Τμήματος Γενικής Ιατρικής Γ.Ν. Πατρών «Ο Άγιος Ανδρέας»: Κάπνισμα: Εξάρτηση και Βαθμός Ενημέρωσης<br />

σε Μαθητές Μέσης Εκπαίδευσης και τους Γονείς τους ........................................................................................................... 141<br />

Κ. Μίχας, Γ. Τούντας, Α. Αλεβίζος, Β. Γκιζλής, Ε. Κωνσταντίνου, Δ. Παναγιωτάκος, Μ. Παπαθανασίου, Π. Δασκαλάκης,<br />

Κ. Μαραγιάννης, Στ. Αργυριάδου, Κ. Κιντζογλανάκης, Χ. Σπέντζος, Ι. Λέντζας, Ελ. Μπουρνουσούζης, Α. Μαριόλης:<br />

Επιδημιολογικά στοιχεία της παχυσαρκίας σε εφήβους αστικής περιοχής. Αποτελέσματα από τη μελέτη VYRONAS ...... 148<br />

Νέα<br />

Νέα από την Ακαδημία Γενικής Ιατρικής - Η λειτουργία του Κέντρου Τεκμηρίωσης ............................................................. 157<br />

Το Παγκόσμιο Συνέδριο Εναλλακτικής Ιατρικής .......................................................................................................................159<br />

Editorial<br />

CONTENTS<br />

N. Antonakis, K. Makri: The Research in General Practice in Greece finds its way ................................................................110<br />

Α.D. Μariolis:18 th Hellenic Congress in General Practice. General Practice κυκλοφορεί αναζητώντας τις επικοινωνίες ......112<br />

Original Papers<br />

V. Sapouna, A. H. Schene, V. Dafermos, P. Theodorakis, Μ. Chatziarsenis, C. Lionis: Burden for family members<br />

and other individuals who care for patients with mental disorders in Crete ...............................................................................113<br />

P.N. Theodorakis, G.D. Mantzavinis: Inequalities in the distribution of rural primary care physicians<br />

in two remote neighboring prefectures of Greece and Albania...................................................................................................125<br />

A.G. Vitas, E.I. Nerantzaki, A.B. Karteridou, A.G. Vitas, C.L. Semertzidis, K.N. Zagoridis: The Significance<br />

of the Type of Physical Exercise in Conformation of Ankle-Brachial Index in Adults .................................................................131<br />

D. Giannopoulos, A. Arvanitis, S. Voulioti, M. Chronopoulou, A. Skarpelos, N. Razis and General Practice Department<br />

work-team of “St. Andrew” General Hospital of Patra: Smoking: Dependence and degree of briefing in students<br />

of medium education and their parents ......................................................................................................................................142<br />

C. Mihas, Y. Tountas, A. Alevizos, V. Gizlis, E. Konstantinou, M. Papathanassiou, D.B. Panagiotakos, P. Daskalakis,<br />

K. Marayiannis, J. Lentzas, St. Argyriadou, E. Filippoupolitou, E. Bournousouzis, A. Mariolis: Epidemiologic study<br />

of obesity in adolescents of an urban area. Results of the VYRONAS STUDY ...........................................................................149<br />

News<br />

News from the General Practice Academy - Operation of the Documentation Center ............................................................158<br />

Worldwide Congress of Alternative Medicine ............................................................................................................................160


Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Ν. Αντωνάκης και Κ. Μακρή<br />

Primary Heatlh Care, Volume 18, Number 3, 110-111, 2006<br />

Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, Τόμος 18, Τεύχος 3, 110-111, 2006<br />

Η έρευνα στο χώρο της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας<br />

στην Ελλάδα αρχίζει να βρίσκει το δρόμο της<br />

Η παραγωγή ερευνητικών εργασιών με αντικείμενα<br />

που σχετίζονται με την Πρωτοβάθμια<br />

Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) έχει αυξηθεί θεαματικά<br />

τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Η ποιότητα<br />

των εργασιών αυτών μπορεί να μην ακολούθησε<br />

τη θεαματική αύξηση του αριθμού τους, αλλά σίγουρα<br />

βελτιώνεται σταθερά χρόνο με το χρόνο.<br />

Το περιοδικό μας, αλλά και το ετήσιο Πανελλήνιο<br />

Συνέδριο Γενικής Ιατρικής, είναι ο καθρέπτης και<br />

ο αδιάψευστος μάρτυρας της βελτίωσης αυτής 1 .<br />

Μελετώντας τις εργασίες που βραβεύτηκαν<br />

φέτος, στο 18 ο Πανελλήνιο Συνέδριο Γενικής Ιατρικής<br />

και δημοσιεύονται στο τεύχος αυτό και στο<br />

επόμενο, αισθανθήκαμε ότι η έρευνα στην ΠΦΥ<br />

αρχίζει να βρίσκει το δρόμο της. Τα θέματα ήταν<br />

προσεκτικά διαλεγμένα, τα ερευνητικά ερωτήματα<br />

σαφή, η μεθοδολογία καλά διατυπωμένη, η<br />

στατιστική ανάλυση καλλίτερη σε σχέση με προηγούμενες<br />

χρονιές και η συζήτηση περισσότερο<br />

συγκροτημένη. Ορισμένες μελέτες έγιναν με τη<br />

συνεργασία ξένων πανεπιστημίων και η χρονική<br />

διάρκεια τους ήταν μεγάλη.<br />

Το αντικείμενο του ιατρικού φακέλου, η επιβάρυνση<br />

των ατόμων που φροντίζουν άτομα με<br />

ψυχικές διαταραχές, η σύγκριση της κατανομής<br />

του ιατρικού δυναμικού σε Ελλάδα και Αλβανία,<br />

η παχυσαρκία και το κάπνισμα ήταν μερικά από<br />

τα αντικείμενα των εργασιών που βραβεύτηκαν.<br />

Φαίνεται καθαρά η στροφή από τις απλές<br />

περιγραφικές μελέτες προηγουμένων ετών, σε<br />

μελέτες πιο πολύπλοκες με ουσιαστικότερα και<br />

πιο χρήσιμα συμπεράσματα. Η στατιστική ανάλυση<br />

δεν θυμίζει σε τίποτα την απογοητευτική<br />

εικόνα ανάλογων εργασιών του παρελθόντος 2 .<br />

110<br />

ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ<br />

EDITORIAL<br />

Η περιγραφική, αλλά και η συμπερασματολογική<br />

βιοστατιστική επιστρατεύτηκαν σωστά για την<br />

ανάλυση των δεδομένων.<br />

Η βελτίωση αυτή, που τη θεωρούμε αναμφισβήτητη,<br />

δε σημαίνει ότι σήμερα η έρευνα στην<br />

ΠΦΥ της χώρας μας έχει φτάσει στα επίπεδα που<br />

όλοι οραματιζόμαστε. Αν ανατρέξουμε στην παγκόσμια<br />

βιβλιογραφία θα δούμε ότι μεγάλα επιτεύγματα<br />

της σύγχρονης ιατρικής ξεκίνησαν από<br />

παρατηρήσεις και ερευνητικές εργασίες μεγάλων<br />

ομάδων Ιατρών Γενικής Ιατρικής 3-5 . Κανένα ερευνητικό<br />

εργαστήριο και καμιά ερευνητική ομάδα<br />

δεν μπορεί να σχεδιάσει σωστά ένα ερευνητικό<br />

πρόγραμμα, αν δεν υπάρχουν προηγούμενες<br />

επιδημιολογικές παρατηρήσεις και μελέτες για<br />

να στηριχθεί πάνω σε αυτές. Πολύ συχνά οι παρατηρήσεις<br />

και οι μελέτες που προαναφέραμε<br />

προέρχονται από μεγάλες βάσεις δεδομένων που<br />

δημιουργούνται από Ιατρούς Γενικής Ιατρικής.<br />

Σαν παραδείγματα αναφέρουμε τις παγκοσμίως<br />

γνωστές βάσεις δεδομένων των Βρετανών Ιατρών<br />

Γενικής Ιατρικής: GPRD και QOF 3-5 .<br />

Σήμερα αυτό που οραματιζόμαστε είναι η<br />

ανάπτυξη τέτοιων βάσεων δεδομένων και στην<br />

Ελλάδα. Οραματιζόμαστε την εξαγωγή συμπερασμάτων<br />

και μελετών από τις βάσεις αυτές, που<br />

θα καταξιώνουν τον Ιατρό Γενικής Ιατρικής στη<br />

χώρα μας αλλά και έξω από αυτήν. Θα είναι εφικτό<br />

να υποστηριχθούν μελέτες που θα σχετίζονται<br />

με την εφαρμοσμένη ιατρική έρευνα, που τόσο<br />

έχει ανάγκη η χώρα μας 6 , αλλά και μελέτες που<br />

ενδιαφέρουν τη διεθνή επιστημονική κοινότητα.<br />

Επειδή όμως πάντα πρέπει να διδασκόμαστε από<br />

την εμπειρία των άλλων, αναφέρουμε τη θέση των


Ν. Αντωνάκης και Κ. Μακρή Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />

Βρετανών Ιατρών Γενικής Ιατρικής που υποστηρίζουν<br />

ότι η ανάπτυξη ενιαίων και σωστών βάσεων<br />

δεδομένων στην ΠΦΥ εξαρτάται και από την<br />

πολιτική βούληση των εκάστοτε κρατούντων 3 .<br />

Αντωνάκης Νίκος<br />

Αναπληρωτής Διευθυντής Σύνταξης<br />

Μακρή Κορνηλία<br />

Επίκουρη Διευθύντρια Σύνταξης<br />

Βιβλιογραφία<br />

1. Θηραίος Ε, Μερκούρης ΜΠ, Αντωνάκης Ν, Μακρή<br />

Κ, Αγγελόπουλος Α, Μαριόλης Α, Λιονής Χ.<br />

“ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΥΓΕΙΑΣ” Μια<br />

εικόνα του περιοδικού της Ελληνικής Εταιρείας<br />

Γενικής Ιατρικής. 15ο Πανελλήνιο Συνέδριο Γενικής<br />

Ιατρικής. Porto Carras, Χαλκιδική, 30/4/2003<br />

- 4/5/2003<br />

2. Φλουρής Γ, Ανδρεαδάκης Μ, Κιαγιαδάκη Χ,<br />

Ρηγάτος Θ, Καπάνταης Ι, Αντωνάκης Ν. Στατιστική<br />

ανάλυση: Το αδύνατο σημείο της έρευνας<br />

στην ελληνική Π.Φ.Υ. 18ο Πανελλήνιο Συνέδριο<br />

Γενικής Ιατρικής, Κέρκυρα 26/4/2006-30/4/2006.<br />

3. General Practice Research Database (GPRD).<br />

Διαθέσιμο στο: http://www.gprd.com<br />

4. QOF database. Διαθέσιμο στο: http://www.<br />

gpcontract.co.uk/map.html<br />

5. Soriano JB, Maier WC, Egger P, Visick G, Thakrar<br />

B, Sykes J, Pride NB. Recent trends in physician<br />

diagnosed COPD in women and men in the UK.<br />

Thorax, 55:789-794, 2000.<br />

6. Αντωνάκης Ν. Πρόταση μοντέλου Ηλεκτρονικής<br />

Συνταγογραφίας για την Ελληνική Πρωτοβάθμια<br />

Φροντίδα Υγείας: Φαρμακοεπιδημιολογική<br />

προσέγγιση. Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας,<br />

17:38-45, 2005.<br />

111


Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Ν. Αντωνάκης και Κ. Μακρή<br />

Primary Heatlh Care, Volume 18, Number 3, 112, 2006<br />

Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, Τόμος 18, Τεύχος 3, 112, 2006<br />

112<br />

ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ<br />

EDITORIAL<br />

18 ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΓΕΝΙΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ<br />

Η Γενική Ιατρική κυκλοφορεί αναζητώντας τις επικοινωνίες<br />

Το άρθρο σύνταξης μπορεί να γράφεται στα<br />

μέσα του φθινοπώρου όταν στις αυλές των σπιτιών<br />

συσσωρεύονται κίτρινα φύλλα ή κιτρινισμένα αισθήματα,<br />

αδύναμα, μερικές φορές, να αντέξουν<br />

τη λάμψη μια αισιοδοξίας λόγω της αβεβαιότητας<br />

του σύγχρονου κόσμου στον οποίο ζούμε.<br />

Αλλά τα ελπιδοφόρα μηνύματα της άνοιξης<br />

που κόμισε το 18 ο ετήσιο συνέδριο Γενικής Ιατρικής<br />

που πραγματοποιήθηκε στην Κέρκυρα, δείχνουν<br />

ότι στη σύγχρονη και τεκμηριωμένη Γενική<br />

Ιατρική, οι εποχές δεν θα διαδέχονται πλέον η μία<br />

την άλλη κατά κανονική ακολουθία.<br />

Πιο συγκεκριμένα, μέσα από την πληθώρα<br />

νέων ιδεών, διαδικασιών και καινοτόμων αλλαγών<br />

που πραγματοποιήθηκαν και παρουσιάστηκαν<br />

στο συνέδριο, σίγουρα ξεχώρισαν οι εξής:<br />

� Η οργάνωση κλινικών φροντιστηρίων, στρογγυλών<br />

τραπεζών και διαλέξεων με μεγάλο<br />

αριθμό συμμετεχόντων, που επέκτειναν τις<br />

επιλογές για εκπαίδευση των συνέδρων και<br />

τα οποία εμπλουτίστηκαν για πρώτη φορά με<br />

θέματα τα οποία άπτονταν περισσότερο της<br />

κατευθυνόμενης προς και από τον ασθενή<br />

(patient-oriented) κλινικής πράξης. Η παραπάνω<br />

επιτυχία ουσιαστικά επιβράβευσε<br />

όλες τις εκπαιδευτικές συναντήσεις που έγιναν<br />

κατά τη διάρκεια του έτους σε όλες τις<br />

υγειονομικές περιφέρειες τις χώρας από την<br />

Ελληνική Εταιρία Γενικής Ιατρικής.<br />

� Παράλληλα, πραγματοποιήθηκαν με μεγάλη<br />

συμμετοχή οι εκλογές της ΕΛΕΓΕΙΑ καθώς<br />

και της Επαγγελματικής Ένωσης, οι οποίες<br />

και είχαν ως αποτέλεσμα την εκλογή των<br />

νέων διοικητικών συμβουλίων με αρκετά νέα<br />

μέλη στη σύνθεσή τους. Επιπλέον στις γόνιμες<br />

συζητήσεις που προηγήθηκαν, τέθηκαν νέοι<br />

προβληματισμοί για το μέλλον της Γενικής<br />

Ιατρικής στη χώρα μας.<br />

� Η οργανωτική επιτροπή του συνεδρίου όρισε<br />

ως υπεύθυνη για τη βράβευση των εργασιών<br />

μια εξειδικευμένη ομάδα συσταθείσα από<br />

μέλη από όλες τις επιτροπές της ΕΛΕΓΕΙΑ<br />

και από εκπροσώπους από την Ακαδημία<br />

Γενικής Ιατρικής και την Επαγγελματική<br />

Ένωση. Αξίζει να σημειωθεί πως οι περισσότερες<br />

από τις ερευνητικές εργασίες που<br />

κατατέθηκαν ως υποψήφιες για βράβευση<br />

ήταν υψηλού επιπέδου όπως τεκμηριώθηκε<br />

από την ιδιαίτερα υψηλή βαθμολόγησή που<br />

απέσπασαν κατά την διαδικασία αξιολόγησής<br />

τους (critical appraisal).<br />

Τα παραπάνω καθώς και η γενική εικόνα<br />

που παρουσίασε το συνέδριο, μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε<br />

πως όλα όσα είχαμε τολμήσει<br />

να διεκδικήσουμε ήταν πλέον πιο κοντά στην<br />

πραγματικότητα παρά μακριά της.<br />

Το πρόσφατο Πανελλήνιο Συνέδριο Γενικής<br />

Ιατρικής έδειξε το δρόμο προκειμένου η επόμενη<br />

συνάντηση να είναι βελτιωμένη, με μεγαλύτερη<br />

διάρκεια και σαφέστερους στόχους.<br />

Τα οράματα της ανεξουσίαστης μηπω-τοπίας,<br />

ενδεχομένως και ξάστερης ουτοπίας για μιαν άλλη<br />

προσδοκία στη Γενική Ιατρική δεν πρέπει να μείνουν<br />

ανυπεράσπιστα. Δεν θα εγκαταλείψουμε την<br />

αναζήτηση για νέες γέφυρες επικοινωνίας μεταξύ<br />

μας για την περαιτέρω ανάπτυξη της ειδικότητας<br />

Γενικής Ιατρικής στην Ελλάδα.<br />

Είναι η νοσταλγία του μέλλοντος<br />

Dr. Ανάργυρος Δ. Μαριόλης<br />

Ειδικός Γραμματέας ΕΛΕΓΕΙΑ<br />

Επιστημονικός Υπεύθυνος<br />

Κέντρο Υγείας Βύρωνα


Β. Σαπουνά και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />

Primary Heatlh Care, Volume 18, Number 3, 113-124, 2006<br />

Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, Τόμος 18, Τεύχος 3, 113-124, 2006<br />

Επιβάρυνση μελών οικογενειών και άλλων ατόμων<br />

που φροντίζουν ασθενείς με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />

στην Κρήτη: Ένα καινούργιο πεδίο για τη Γενική Ιατρική<br />

στην Ελλάδα<br />

Β. Σαπουνά 1 , A.H. Schene 2 , Β. Δαφέρμος 3 , Π. Θεοδωράκης 1,4 , Μ. Χατζηαρσένης 1,5 , Χ. Λιονής 1<br />

Περίληψη<br />

Σκοπός: Η επιβάρυνση των φροντιστών ασθενών με ψυχικές διαταραχές είναι<br />

υψηλή. Σκοπός της μελέτης είναι η εκτίμηση των συνεπειών από την φροντίδα<br />

ασθενών με μείζονες ψυχικές διαταραχές σε μέλη οικογενειών και άλλα άτομα<br />

στην Κρήτη. Πληθυσμός μελέτης και Μέθοδος: Τον πληθυσμό μελέτης μας<br />

αποτέλεσαν οι φροντιστές ασθενών με μείζονες ψυχικές διαταραχές (ICD-10:<br />

χρόνιες ψυχωσικές διαταραχές - F 20#, διπολική διαταραχή - F 31, κατάθλιψη - F<br />

32#), από τους τέσσερις νομούς της Κρήτης και οι οποίοι ήσαν καταγεγραμμένοι<br />

στο αρχείο του Θεραπευτηρίου Ψυχικών Παθήσεων Χανίων το έτος 1999 (Ν=230).<br />

Στη μελέτη μας περιλήφθησαν τελικά 65 φροντιστές (ποσοστό συμμετοχής 61%).<br />

Χρησιμοποιήθηκε, μετά από άδεια, το Ερωτηματολόγιο Αξιολόγησης Συμμετοχής<br />

(IEQ) για την εκτίμηση της επιβάρυνσης και το ερωτηματολόγιο Επισκόπησης<br />

Υγείας του Nottingham (NHP) για τη μέτρηση της ποιότητας ζωής των φροντιστών.<br />

Αποτελέσματα: Η πλειονότητα των φροντιστών ήταν γυναίκες (54, 83,1%),<br />

κυρίως μητέρες, με μέση ηλικία τα 62,6 (S.D. 10,9) έτη. Οι περισσότεροι ασθενείς<br />

με μείζονες ψυχικές διαταραχές (52, 80%) έμεναν με τις οικογένειες τους και η<br />

πλειοψηφία των φροντιστών (54, 83,1%) είχαν περισσότερες από 32 ώρες προσωπικής<br />

επικοινωνίας την εβδομάδα με τον ασθενή. Οι πιο κοινές ανησυχίες των<br />

συγγενών (μέση τιμή 3,74, S.D. 1,96, 95% C.l. 3,25-4,22) αφορούσαν την υγεία<br />

του ασθενή (55, 84,6%), το μέλλον (62, 95,4%), την ασφάλεια (58, 89,2%) και την<br />

οικονομική τους κατάσταση (59, 90,8%). Στατιστική σημαντική συσχέτιση μεταξύ<br />

επιβάρυνσης (συνολική βαθμολογία) και ποιότητας ζωής βρέθηκε στον πόνο<br />

(t=2,952, P=0,005). Οι γυναίκες-φροντιστές ανέφεραν περισσότερα προβλήματα<br />

υγείας σε σχέση με τους άνδρες με μια τάση αύξησης της επίδοσης με την ηλικία,<br />

ενώ βρέθηκε ότι οι συγγενείς-φροντιστές δεν προσέφευγαν σε υψηλό ποσοστό<br />

(54, 83,1%) στις υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Συμπεράσματα:<br />

Οι συγγενείς-φροντιστές στην Κρήτη βιώνουν συνέπειες από την ενασχόληση<br />

τους με τη φροντίδα ασθενών με μείζονες ψυχικές διαταραχές και μάλιστα σε<br />

μεγαλύτερο βαθμό από αυτό που ανέφεραν Ευρωπαϊκές μελέτες. Η εμπλοκή της<br />

Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και της Γενικής Ιατρικής στην υποστήριξη των<br />

φροντιστών υπογραμμίζεται ως ιδιαίτερα σημαντική.<br />

1 Κλινική Κοινωνικής και Οικογενειακής Ιατρικής, Τμήμα Ιατρικής, Πανεπιστημίου Κρήτης,<br />

2 Department of Psychiatry Academic Medical Center Amsterdam, The Netherlands, 3 Τμήμα<br />

Πολιτικών Επιστημών Πανεπιστημίου Κρήτης, 4 Θεραπευτήριο Ψυχικών Παθήσεων Χανίων,<br />

5 Νοσοκομείο-Κέντρο Υγείας Νεάπολης Λασιθίου<br />

Εισαγωγή<br />

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ<br />

ORIGINAL PAPER<br />

Σύμφωνα με πρόσφατες αναλύσεις<br />

του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας 1 ,<br />

οι ψυχικές διαταραχές και διαταραχές<br />

της συμπεριφοράς αντιπροσωπεύουν<br />

το 12% της παγκόσμιας επιβάρυνσης<br />

της Δημόσιας Υγείας από νοσήματα.<br />

Τις επόμενες δεκαετίες η επιβάρυνση<br />

των ψυχικών διαταραχών εκτιμάται ότι<br />

θα αυξηθεί και η προβολή για το 2020<br />

δείχνει ότι θα ξεπεράσει το 15% των<br />

απολεσθέντων ετών ζωής σταθμισμένων<br />

ως προς την ανικανότητα.<br />

Η επιβάρυνση των οικογενειών<br />

που φροντίζουν ασθενείς με ψυχικές<br />

διαταραχές αποτέλεσε αντικείμενο<br />

Λέξεις κλειδιά (MeSH Hellas): oικογένεια, φροντίδα<br />

περιπατητικού αρρώστου, ψυχική διαταραχή, σχιζοφρένεια,<br />

ποιότητα ζωής<br />

Υποβλήθηκε: Η εργασία υποβλήθηκε στα πλαίσια<br />

του 18ου Πανελληνίου Συνεδρίου Γενικής Ιατρικής<br />

(Κέρκυρα 26-30 Απριλίου 2006) και έλαβε το βραβείο<br />

"Δ. Ίκκου" από την Επιτροπή Κρίσης. Δημοσιεύεται<br />

με κοινή απόφαση της Συντακτικής Επιτροπής του<br />

περιοδικού και της Οργανωτικής Επιτροπής του<br />

Συνεδρίου.<br />

Έγινε δεκτή διά δημοσίευση: 10 Ιουλίου 2006<br />

Υπεύθυνος αλληλογραφίας: Βασιλική Σαπουνά, Κοινωνική<br />

Λειτουργός, ΜΡΗ, Τομέας Κοινωνικής Ιατρικής,<br />

Τμήμα Ιατρικής Πανεπιστημίου Κρήτης, Τ.Θ. 2208, Τ.Κ.<br />

71003, Ηράκλειο Κρήτης, Τηλ. (2810) 394614, e-mail:<br />

sapouna@med.uoc.gr<br />

113


Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Β. Σαπουνά και συν.<br />

Burden for family members and other individuals who care for patients<br />

with mental disorders in Crete<br />

V. Sapouna, A. H. Schene, V. Dafermos, P. Theodorakis, Μ. Chatziarsenis, C.<br />

Lionis<br />

Summary<br />

Background: Mental disorders are an important public health problem that leaves<br />

an enormous burden on health care services in modern societies. Although the<br />

literature includes many studies on the needs of informal careers caring for patients<br />

with mental disorders, this subject seems to neglected in Greece. The aim of the<br />

present study was to explore the consequences of caring for mental disorders<br />

οn family caregivers and other individuals in the island of Crete, Greece. Study<br />

population and method: The study population consisted of caregivers of patients<br />

with major mental disorders (ICD-10: F20 Schizophrenia, F31 Bipolar affective<br />

disorder, F32 Depressive episode) who were registered in the only Hospital for<br />

Chronic Mental Illness. We looked at the available data that was operating on this<br />

island in 1999 (N = 230). A total of 65 caregivers participated (rate of attendance<br />

61%). Consequences on caregiver were measured by the Involvement Evaluation<br />

Questionnaire (IEQ) and quality of life by the Nottingham Health Profile (NHP).<br />

Results: Most of the informal careers were female (54, 83.1%), mainly mothers,<br />

with a mean age of 62.6 (SD=10.9 year). Most of them (52, 80%) lived with the<br />

mentally ill person in the same household; the 54 relatives (83.1%) had more than<br />

32 hours per week contact with the patient. Of the four domains of IEQ, worrying<br />

(mean 3.74, S.D. 1.96, 95% C.l. 3.25-4.22) was a consequence that we found to<br />

be more intense, while the main concerns were reported included the patient’s<br />

safety (58, 89.2%), general health (55, 84.6%), future (62, 95.4%), and financial<br />

situation (59, 90.8%). Significant correlation between the IEQ overall score and<br />

quality of life was also found in pain (t= 2.952, P= 0.005). The female-caregivers<br />

reported more problems in comparison with men, with a tendency of being<br />

increased with age. Informal careers to a great extend were not seeking care<br />

from the primary health care physicians. Conclusions: The informal careers of<br />

patients with major mental disorders reported an important burden that seems to<br />

be higher in comparison with other European studies. It is a new and challenging<br />

issue for the Cretan primary care physicians.<br />

Key words: family ambulatory care, caregiver, mental disorders, schizophrenia,<br />

quality of life.<br />

μελέτης τις τελευταίες δεκαετίες 2 . Ο όρος επιβάρυνση<br />

ή φορτίο (burden) περικλείει οικονομικές<br />

δυσκολίες, συναισθηματικές αντιδράσεις στην<br />

ασθένεια, το άγχος της αντιμετώπισης της διαταραγμένης<br />

συμπεριφοράς, τη διάλυση της καθημερινότητας<br />

της οικογένειας και τον περιορισμό των<br />

κοινωνικών δραστηριοτήτων 3 .<br />

Τα τελευταία χρόνια με τη μεταρρύθμιση στον<br />

τομέα της ψυχικής υγείας και την αντιμετώπιση<br />

του ατόμου με ψυχικές διαταραχές έξω από το<br />

ίδρυμα, στην κοινότητα, ο ρόλος της οικογένειας<br />

γίνεται ακόμη πιο σημαντικός μιας και αποτελεί<br />

το κύριο φυσικό υποστηρικτικό σύστημα για το<br />

άτομο με ψυχικές διαταραχές και τη βασική και<br />

πολλές φορές μοναδική πηγή φροντίδας 4,5 .<br />

Οι οικογένειες των ασθενών με ψυχικές διαταραχές<br />

αναγκάζονται σε πολλές περιπτώσεις<br />

όχι μόνο να υποστούν το οικονομικό κόστος της<br />

114<br />

φροντίδας αλλά και το κοινωνικό κόστος,<br />

όπως το συναισθηματικό βάρος,<br />

την έκπτωση της ποιότητας ζωής, τον<br />

κοινωνικό αποκλεισμό, το στίγμα και<br />

την απώλεια ευκαιριών να βελτιώσουν<br />

τη ζωή τους 6-8 .<br />

Αν και μεγάλο μέρος όλων αυτών<br />

των συνεπειών δεν δηλώνεται πουθενά<br />

και επομένως η επιβάρυνση δεν<br />

μετράται ποσοτικά, επιστημονικές<br />

εκτιμήσεις δείχνουν ότι το βάρος της<br />

φροντίδας για ένα μέλος της οικογένειας<br />

με ψυχικές διαταραχές είναι<br />

σημαντικό 9 .<br />

Στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρεται<br />

μεγάλος αριθμός μελετών σχετικά<br />

με την επιβάρυνση των οικογενειών<br />

ασθενών με μείζονες ψυχικές διαταραχές.<br />

Πολλές έρευνες έχουν δείξει ότι<br />

η επιβάρυνση των οικογενειών από τη<br />

φροντίδα ενός μέλους της με μείζονες<br />

ψυχικές διαταραχές είναι υψηλή 10 .<br />

Τα δεδομένα της μελέτης EPSI-<br />

LON 11 , τα οποία αναφέρονται σε ευρύ<br />

και αντιπροσωπευτικό δείγμα ατόμων<br />

με ψυχικές διαταραχές και μελών οικογενειών<br />

σε πέντε ευρωπαϊκές χώρες,<br />

δείχνουν πως η πιο συνηθισμένη συνέπεια<br />

της παροχής φροντίδας ήταν η<br />

ανησυχία των συγγενών για την υγεία<br />

του ασθενούς, το μέλλον, την ασφάλεια<br />

και την οικονομική κατάσταση του. Η<br />

συνολική βαθμολογία των συνεπειών της παροχής<br />

φροντίδας ήταν μεγαλύτερη στους συγγενείς που<br />

είχαν περισσότερες ώρες επαφής με τα άτομα με<br />

ψυχικές διαταραχές και όταν τα άτομα αυτά ήταν<br />

μεγαλύτερα σε ηλικία.<br />

Στην Ελλάδα η επιβάρυνση των οικογενειακών<br />

φροντιστών φαίνεται να έχει συζητηθεί ελάχιστα.<br />

Από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας<br />

προέκυψε ότι οι μελέτες ελλήνων συγγραφέων<br />

που αναφέρονται στη διερεύνηση των χαρακτηριστικών<br />

των ατόμων και των μελών των οικογενειών,<br />

των αναγκών και των επιπτώσεων από<br />

τη φροντίδα ασθενών με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />

είναι περιορισμένες 12-15 . Τέτοιες όμως<br />

μελέτες κρίνονται απαραίτητες ώστε να διερευνηθούν<br />

πιθανές αιτίες πρόκλησης επιβάρυνσης<br />

στις οικογένειες, την αναγκαιότητα υποστήριξης<br />

και εκπαίδευσης των οικογενειών και των ατόμων


Β. Σαπουνά και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />

που φροντίζουν ασθενείς με ψυχικές διαταραχές<br />

και τον επαναπροσδιορισμό των ρόλων όσων παρέχουν<br />

φροντίδα στο χώρο της ψυχικής υγείας.<br />

Έτσι εκτιμήθηκε ως σημαντικό στο πλαίσιο ενός<br />

μεταπτυχιακού προγράμματος στη Δημόσια Υγεία<br />

και στη Διοίκηση Υπηρεσιών Υγείας 16 να διεξαχθεί<br />

μία μελέτη σε άτομα που φροντίζουν ασθενείς<br />

με ψυχικές διαταραχές με σκοπό την εκτίμηση<br />

των συνεπειών που συνεπάγεται η φροντίδα<br />

ασθενών με μείζονες ψυχικές διαταραχές σε μέλη<br />

οικογενειών ή άλλα άτομα στην Κρήτη. Σκοπός<br />

της παρούσης δημοσίευσης ήταν η παρουσίαση<br />

των χαρακτηριστικών και της επιβάρυνσης τους<br />

από τη φροντίδα ασθενών με μείζονες ψυχικές<br />

διαταραχές σε μέλη οικογενειών ή άλλα άτομα<br />

στην Κρήτη, καθώς και η συζήτηση του ρόλου του<br />

γενικού ιατρού στην εκτίμηση των αναγκών και<br />

την κάλυψη τους.<br />

Πληθυσμός μελέτης και μέθοδοι<br />

Πληθυσμός μελέτης<br />

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στη γεωγραφική<br />

περιφέρεια της Κρήτης, σε αστικές και αγροτικές<br />

περιοχές των νομών Λασιθίου, Ηρακλείου,<br />

Ρεθύμνης και Χανίων, κατά το χρονικό διάστημα<br />

Ιανουαρίου– Ιουλίου του 2005. Ο πληθυσμός<br />

αναφοράς ήταν μέλη οικογενειών ή άλλα άτομα<br />

που φροντίζουν ασθενείς με μείζονες ψυχικές<br />

διαταραχές και ήταν εγγεγραμμένοι στο Αρχείο<br />

του Θεραπευτηρίου Ψυχικών Παθήσεων Χανίων<br />

(Θ.Ψ.Π.Χ.), το έτος 1999. Επιλέχθηκε το<br />

Θ.Ψ.Π.Χ, ως η μόνη κλειστή μονάδα ψυχιατρικής<br />

περίθαλψης σε επίπεδο Κρήτης με ασθενείς με<br />

τεκμηριωμένη διάγνωση και στους οποίους έχει<br />

επιβεβαιωθεί η διάγνωση ψυχικής νόσου.<br />

Σχεδιάστηκε μία συγχρονική επιδημιολογική<br />

μελέτη (cross-sectional study). Για κάθε ασθενή,<br />

με διάγνωση σύμφωνα με το ICD-10 17 : χρόνιες<br />

ψυχωσικές διαταραχές - F 20#, διπολική διαταραχή<br />

- F 31, κατάθλιψη - F 32#, που συμμετείχε<br />

στην έρευνα ορίστηκε ένας φροντιστής και ήταν<br />

το άτομο που διέθετε τον περισσότερο χρόνο για<br />

τη φροντίδα του ασθενή Τα κριτήρια επιλογής των<br />

μελών των οικογενειών και των ατόμων που φροντίζουν<br />

ασθενείς με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />

για τη μελέτη ορίστηκαν τα παρακάτω:<br />

• Mόνιμοι κάτοικοι της Κρήτης.<br />

• Συγγενείς α΄ ή β΄ βαθμού ή άλλα άτομα μη<br />

συγγενικά<br />

• Φροντίδα ασθενών με διαταραχές της ψυχικής<br />

νόσου > της 5ετίας.<br />

• Παραμονή του ασθενή με ψυχικές διαταραχές<br />

στην οικογένεια ≥ για 6 μήνες τον τελευταίο<br />

χρόνο.<br />

• Μέλη οικογενειών ηλικίας >18 ετών<br />

Το σύνολο των ατόμων με μείζονες ψυχικές<br />

διαταραχές που πληρούσαν τα κριτήρια εισόδου<br />

στη μελέτη, ήταν 230.<br />

Καθορισμός του μεγέθους του δείγματος<br />

Προκειμένου να καθορισθεί το μέγεθος του<br />

δείγματος προβήκαμε στις παρακάτω θεωρήσεις:<br />

i. Από το σύνολο των σπουδαιότερων μεταβλητών<br />

εκείνη με τη μεγαλύτερη τυπική απόκλιση<br />

ήταν αυτή που αφορούσε την ένταση (S.D.<br />

1,7).<br />

ii. Διάστημα εμπιστοσύνης 95%.<br />

iii. Αποδεκτό σφάλμα 5%<br />

iv. Πληθυσμός, όπως είπαμε και παραπάνω<br />

Ν=230.<br />

Σύμφωνα με τις παραπάνω θεωρήσεις και<br />

με τη χρήση του γνωστού τύπου, το μέγεθος του<br />

δείγματος προσδιορίστηκε σε 93 άτομα 18 .<br />

Στη μελέτη, τελικά, συμμετείχαν εξήντα πέντε<br />

(65) μέλη οικογενειών ή άλλα άτομα (ποσοστό<br />

συμμετοχής 60%). Έγινε προσπάθεια τηλεφωνικής<br />

επικοινωνίας με όλες τις οικογένειες των<br />

ατόμων αυτών. Εξαιρέθηκαν 165 άτομα για τους<br />

παρακάτω λόγους: θάνατος (15 ασθενείς), εισαγωγή<br />

σε ίδρυμα ή ξενώνα (16 ασθενείς), μη ανάγκη<br />

φροντίδας (10 ασθενείς), άρνηση (19 άτομα<br />

φροντίδας), μη απάντησης στην τηλεφωνική κλήση<br />

ή λανθασμένος τηλεφωνικός αριθμός (105 οικογένειες)<br />

(Σχήμα Ι).<br />

Ερωτηματολόγια<br />

Στη μελέτη χρησιμοποιήθηκαν δύο κύρια εργαλεία/ερωτηματολόγια.<br />

Το Ερωτηματολόγιο Αξιολόγησης<br />

Συμμετοχής (Involvement Evaluation<br />

Questionnaire – EUROPEAN VERSION/IEQ<br />

– EU) 19 , για την εκτίμηση των συνεπειών από τη<br />

φροντίδα ατόμων με μείζονες ψυχικές διαταραχές.<br />

Έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, στα<br />

115


Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Β. Σαπουνά και συν.<br />

Αγγλικά, Iταλικά, Iσπανικά, Πορτογαλικά, Γερμανικά,<br />

Γαλλικά, Φιλανδικά και Σουηδικά. Το<br />

ερωτηματολόγιο έχει χρησιμοποιηθεί στη μελέτη<br />

των πέντε ευρωπαϊκών χωρών, Ολλανδία, Δανία,<br />

Αγγλία, Ιταλία, Ισπανία, EPSILON study<br />

(European Psychiatric Services: Inputs Linked to<br />

Outcome Domains and Needs) και έχει αναφερθεί<br />

υψηλή εγκυρότητα και αξιοπιστία 20 . Για τη<br />

μετάφραση και χρήση του Ερωτηματολογίου Αξιολόγησης<br />

Συμμετοχής (Involvement Evaluation<br />

Questionnaire-EU) δόθηκε έγγραφη άδεια από<br />

τον Καθηγητή AH Schene, μέλος της ομάδας που<br />

συνέταξε το πρωτότυπο ερωτηματολόγιο στην<br />

Κλινική Κοινωνικής και Οικογενειακής Ιατρικής<br />

του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου<br />

Κρήτης για χρήση στη μελέτη αυτή. Βασική προϋπόθεση<br />

για να συμπληρωθούν όλες οι ενότητες<br />

του IEQ, είναι φροντιστής και ασθενής να έχουν<br />

τουλάχιστον μία ώρα ανά εβδομάδα προσωπική<br />

ή τηλεφωνική επικοινωνία, κατά τη διάρκεια των<br />

προηγούμενων τεσσάρων εβδομάδων. To IEQ<br />

αποτελείται από 81 ερωτήσεις που δομούνται σε<br />

έξι ενότητες: (1) κοινωνικοδημογραφικά στοιχεία<br />

του ασθενή και της οικογένειας, (2) συνέπειες<br />

για τα άτομα που φροντίζουν ασθενείς με<br />

ψυχικές διαταραχές, (3) πρόσθετες οικονομικές<br />

δαπάνες, (4) ερωτηματολόγιο Γενικής Υγείας 12<br />

(General Health Questionnaire 12), (5) επαγγελματική<br />

βοήθεια για τους συγγενείς του ασθενή, (6)<br />

συνέπειες για τα παιδιά του ασθενή με ψυχικές<br />

116<br />

Σχήμα Ι. Πληθυσμός μελέτης.<br />

διαταραχές.<br />

Οι επιπτώσεις της φροντίδας συνοψίστηκαν<br />

σε τέσσερις συνιστώσες: α)Ένταση (ερωτήσεις<br />

29-35, 42-43), β) Ανησυχία (ερωτήσεις 22-26, 29),<br />

γ) Επίβλεψη (ερωτήσεις 37-41, 43), δ) Προτροπή<br />

(ερωτήσεις 16-21, 27-28) και όλες αυτές εκτιμήθηκαν<br />

με μια συνολική βαθμολογία.<br />

Για τη μέτρηση της ποιότητας ζωής χρησιμοποιήθηκε<br />

το ερωτηματολόγιο Επισκόπηση Υγείας<br />

του Nottingham (Nottingham Health Profile<br />

Health Profile/NHP). Το NHP αξιολογεί την υποκειμενική<br />

δυσφορία από προβλήματα υγείας και<br />

τον βαθμό στον οποίο τα προβλήματα αυτά επηρεάζουν<br />

τι φυσιολογικές δραστηριότητες του ατόμου.<br />

Έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, όπως<br />

Γαλλικά, Ισπανικά, Γερμανικά, Ιταλικά, Νορβηγικά,<br />

Σουηδικά. Η εγκυρότητα και αξιοπιστία του<br />

βρέθηκαν να είναι υψηλές. Το ερωτηματολόγιο<br />

μεταφράστηκε, προσαρμόστηκε στα Ελληνικά<br />

από τους Α. Βιδάλη, Μ. Συγγελάκη 21 . Αποτελείται<br />

από δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος διερευνώνται<br />

με 38 δηλώσεις (statements) (ναι/όχι) έξι τομείς:<br />

κινητικότητα, πόνος, ύπνος, ενεργητικότητα, συναισθηματικές<br />

αντιδράσεις και κοινωνική απομόνωση.<br />

Τα αποτελέσματα σε κάθε κατηγορία<br />

εκφράζονται ως ποσοστό, μεταξύ 0 και 100. Το<br />

δεύτερο μέρος περιέχει επτά γενικές ερωτήσεις<br />

(ναι/όχι) και διερευνά περιοχές της καθημερινής<br />

ζωής, εργασία, νοικοκυριό (και συναφείς δραστηριότητες),<br />

κοινωνική ζωή, οικογενειακή ζωή,


Β. Σαπουνά και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />

σεξουαλικότητα, ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και διακοπές<br />

και οι δυνατές βαθμολογίες είναι 0 ή 1.<br />

Τα δύο μέρη μπορούν να χρησιμοποιηθούν ανεξάρτητα.<br />

Συμπλήρωση ερωτηματολογίων<br />

Τα ερωτηματολόγια συμπληρώθηκαν κατά<br />

τη διάρκεια προσωπικής συνέντευξης. Οι συνεντεύξεις<br />

πραγματοποιήθηκαν στα σπίτια των<br />

συμμετεχόντων μετά από τηλεφωνική ειδοποίησή<br />

τους, διάρκειας περίπου μίας ώρας. Τα ερωτηματολόγια<br />

συμπληρώθηκαν το χρονικό διάστημα<br />

Ιανουαρίου – Ιουλίου 2005.<br />

Τήρηση κανόνων βϊοηθικής<br />

Το Επιστημονικό Συμβούλιο του Θεραπευτηρίου<br />

Ψυχικών Παθήσεων Χανίων και η Διοίκηση<br />

της Μονάδας αυτής ενέκριναν το ερευνητικό<br />

πρωτόκολλο (2/12/2004) που υποβλήθηκε. Όλα τα<br />

άτομα της μελέτης συμμετείχαν μετά από πλήρη<br />

ατομική ενημέρωση και υπογραφή συμφωνητικού<br />

αποδοχής συμμετοχής τους στη μελέτη σύμφωνα<br />

με τους υφισταμένους κανόνες έρευνας βϊοηθικής<br />

και δεοντολογίας 22 .<br />

Στατιστική ανάλυση<br />

Για τη στατιστική επεξεργασία και αξιολόγηση<br />

των αποτελεσμάτων (επίπεδο στατιστικής<br />

σημαντικότητας (P-value


Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Β. Σαπουνά και συν.<br />

Πίνακας Ι. Κοινωνικοδημογραφικά χαρακτηριστικά<br />

φροντιστών ασθενών με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />

(n= 65)<br />

n (%)<br />

Φύλο<br />

Γυναίκα 54 (83,1)<br />

Άνδρας 11 (16,9)<br />

Μέση ηλικία (έτη) 62,6 * (10,9) **<br />

Σχέση με το άτομο με ψυχικές διαταραχές<br />

Μητέρα/πατέρας 43 (62,2)<br />

Κόρη/γιος 1 (1,5)<br />

Αδερφή/ αδερφός 3 (4,6)<br />

Άλλος συγγενής 4 (6,2)<br />

Σύζυγος/σύντροφος 8 (12,3)<br />

Φίλος 3 (4,6)<br />

Γείτονας 2 (3,1)<br />

Συνάδελφος/συμφοιτητής<br />

Εκπαίδευση<br />

1 (1,5)<br />

Αναλφάβητοι 21 (32,3)<br />

Δημοτικό 34 (52,3)<br />

Γυμνάσιο 2 (3,1)<br />

Λύκειο 2 (3,1)<br />

Ανώτερες/Ανώτατες Σχολές<br />

Εισόδημα<br />

6 (9,2)<br />

>500€ μηνιαίως 18 (27,7)<br />

500-800€ μηνιαίως 25 (38,5)<br />

800-1400€ μηνιαίως 20 (30,8)<br />

1400-2400€ μηνιαίως<br />

Συγκατοίκηση με το άτομο<br />

με ψυχικές διαταραχές<br />

2 (3,1)<br />

Όχι 13 (20,0)<br />

Ναι 52 (80,0)<br />

Προσωπική ή τηλεφωνική επαφή με το άτομο<br />

με ψυχικές διαταραχές τις τέσσερις<br />

τελευταίες εβδομάδες<br />

> από 1 ώρα την εβδομάδα 1 (1,5)<br />

1-4 ώρες την εβδομάδα 6 (9,2)<br />

5-8 ώρες την εβδομάδα 1 (1,5)<br />

9-16 ώρες την εβδομάδα 3 (4,6)<br />

17-32 ώρες την εβδομάδα - -<br />

< από 32 ώρες την εβδομάδα<br />

* x<br />

54 (83,1)<br />

— , ** S.D.<br />

τρεις δεκαετίες (χρονολογία έναρξης της ψυχικής<br />

διαταραχής τη δεκαετία 1970-1980).<br />

Η επιβάρυνση στους φροντιστές ασθενών με μείζονες<br />

ψυχικές διαταραχές<br />

Η συνολική βαθμολογία της επιβάρυνσης<br />

στους συμμετέχοντες στη μελέτη έλαβε μέση τιμή<br />

9,25 (S.D. 4,8, 95% CI 8,1-10,4). Οι επιμέρους συνιστώσες<br />

της επιβάρυνσης (Διάγραμμα Ι) έλαβαν<br />

ένταση: μέση τιμή 1,8 (S.D. 1,7, 95% CI 1,4-2,2),<br />

118<br />

Διάγραμμα Ι. Επιβάρυνση στους συγγενείς, φροντιστές από τη φροντίδα<br />

ασθενών με μείζονες ψυχικές διαταραχές.<br />

επίβλεψη: μέση τιμή 0,9 (S.D. 1,3, 95% CI 0,6-1,2),<br />

ανησυχία: μέση τιμή 3,7 (S.D. 2,0, 95% CI 3,2-4,2)<br />

και προτροπή: μέση τιμή 3,6 (S.D. 2,4, 95% CI 3,0-<br />

4,2). Στους Πίνακες ΙΙ, ΙΙΙ, IV, V παρουσιάζονται<br />

αναλυτικά τα αποτελέσματα στις τέσσερις συνιστώσες<br />

της επιβάρυνσης ως συνέπειες της φροντίδας<br />

που προσέφεραν οι συγγενείς, φροντιστές<br />

στους ασθενείς με μείζονες ψυχικές διαταραχές.<br />

Όσον αφορά τη συσχέτιση της επιβάρυνσης<br />

με τη χρονική διάρκεια της ψυχικής διαταραχής<br />

του ασθενή βρέθηκε στατιστικώς σημαντική συσχέτιση<br />

μεταξύ συνολικής επιβάρυνσης και χρονικής<br />

διάρκειας (F=8,588, P=0,005). Μεταξύ επίβλεψης<br />

και χρονικής διάρκειας της ψυχικής διαταραχής<br />

βρέθηκε σημαντική συσχέτιση (F= 6,911,<br />

P= 0,011), επίσης βρέθηκε σημαντική συσχέτιση<br />

μεταξύ προτροπής και χρονικής διάρκειας της<br />

ψυχικής διαταραχής του ασθενή (F=4,477, P=<br />

0,038). Βρέθηκε στατιστικώς σημαντική συσχέτιση<br />

μεταξύ ανησυχίας και ηλικίας φροντιστή (Pearson<br />

r= 0,383, P=0,002). Όσον αφορά τις διαφορές<br />

ανάμεσα στα δύο φύλα σημαντική διαφορά βρέθηκε<br />

να υπάρχει στη μέση τιμή μεταξύ γυναικών<br />

4,2 (S.D. 1,8) και ανδρών 1,6 (S.D. 1,1) αναφορικά<br />

με την ανησυχία (t=4,427, df=63, P=0,005). Δεν<br />

βρέθηκε σημαντική συσχέτιση μεταξύ ανησυχίας<br />

και των κατηγοριών γονείς, παιδιά, αδέλφια,<br />

άλλοι συγγενείς, σύζυγοι, φίλοι, γείτονες, συνάδελφοι<br />

(F= 0,780, P=0,606), ενώ βρέθηκε σημαντική<br />

διαφορά μόνο στο ζευγάρι γονείς-σύζυγοι<br />

(P=0,038). Βρέθηκε επίσης σημαντική διαφορά<br />

αναφορικά με την προτροπή στα ζευγάρια συγγενείς<br />

(μέση τιμή=7,5)-γονείς (μέση τιμή=3,6),<br />

(P=0,039) και συγγενείς (μέση τιμή=7,5)-σύζυγοι<br />

(μέση τιμή= 2,7), (P=0,032).


Β. Σαπουνά και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />

Πίνακας ΙΙ. Ένταση από τη φροντίδα ασθενών με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />

Προβλήματα συμπεριφοράς Συγγενείς/Φροντιστές (n= 65)<br />

ατόμου με μείζονες ψυχικές Ποτέ Μερικές Φορές Τακτικά Συχνά Πάντα<br />

διαταραχές n (%) n (%) n (%) n (%) n (%)<br />

Ενόχληση κατά τη διάρκεια<br />

του ύπνου εξαιτίας του ατόμου<br />

με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />

42 (64,6%) 11 (16,9%) 7 (10,8%) 5 (7,7%) -<br />

Τεταμένη ατμόσφαιρα 26 (40,0%) 33 (50,8%) 2 (3,1%) 3 (4,6%) 1 (1,5%)<br />

Καυγάδες που προξένησε<br />

το άτομο με μείζονες<br />

ψυχικές διαταραχές<br />

29 (44,6%) 31 (47,7%) - 4 (6,2%) 1 (1,5%)<br />

Ενόχληση του συγγενή από<br />

τη συμπεριφορά του ατόμου<br />

με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />

25 (38,5%) 29 (44,6%) 2 (3,1%) 4 (6,2%) 5 (7,7%)<br />

Ενόχληση άλλων από<br />

τη συμπεριφορά του ατόμου<br />

με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />

42 (64,6%) 20 (30,8%) - 3 (4,6%) -<br />

Αίσθηση πως απειλείται<br />

από το άτομο με μείζονες<br />

ψυχικές διαταραχές<br />

52 (80,0%) 9 (13,8%) - 4 (6,2%) -<br />

Σκέψη να μετακομίσει 44 (67,7%) 18 (27,7%) - 3 (4,6%) -<br />

Ανησυχία από τους συγγενείς<br />

για το δικό τους μέλλον<br />

6 (9,2%) 27 (41,5%) 8 (12,3%) 15 (23,1%) 9 (13,8%)<br />

Φορτίο Κανένα Φορτίο Ελαφρύ Αρκετά Μεγάλο Μεγάλο Πολύ Μεγάλο<br />

16 (24,6%) 9 (13,8%0 16 (24,6%) 12 (18,5%) 12 (18,5%)<br />

Πίνακας ΙΙΙ. Επίβλεψη των ασθενών με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />

Προβλήματα συμπεριφοράς ατόμου Συγγενείς/Φροντιστές (n= 65)<br />

με μείζονες ψυχικές διαταραχές Ποτέ Μερικές φορές Τακτικά Συχνά Πάντα<br />

n (%) n (%) n (%) n (%) n (%)<br />

Προφύλαξη από το να διαπράξει<br />

επικίνδυνες πράξεις (να βάλει<br />

φωτιά, αναμμένο τσιγάρο)<br />

45 (69,2%) 10 (15,4%) 2 (3,1%) 5 (7,7%) 3 (4,6%)<br />

Προφύλαξη από αυτοτραυματισμό 53 (81,5%) 5 (7,7%) 2 (3,1%) 4 (6,2%) 1 (1,5%)<br />

Εξασφάλιση επαρκούς ύπνου στο άτομο<br />

με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />

35 (53,8%) 12 (18,5%) 8 (12,3%) 6 (9,2%) 4 (6,2%)<br />

Προφύλαξη από κατανάλωση αλκοόλ 50 (76,9%) 4 (6,2%) 1 (1,5%) 6 (9,2%) 4 (6,2%)<br />

Προφύλαξη από χρήση ναρκωτικών 59 (90,8%) 5 (7,7%) - 1 (1,5%) -<br />

Ενόχληση των συγγενών, φροντιστών<br />

από τα άτομα με μείζονες διαταραχές<br />

κατά τη διάρκεια του ύπνου τους<br />

42 (64,6%) 11 (16,9%) 7 (10,8%) 5 (7,7%) -<br />

Αποτελέσματα πολλαπλής παλίνδρομης ανάλυσης<br />

με εξαρτημένη μεταβλητή τη συνολική επιβάρυνση<br />

Διενεργήθηκε πολλαπλή παλινδρομική ανάλυση<br />

με εξαρτημένη μεταβλητή τη συνολική επιβάρυνση<br />

και ανεξάρτητες μεταβλητές, βοήθεια<br />

από τον γενικό οικογενειακό γιατρό, βοήθεια<br />

από κοινωνικό λειτουργό, ψυχολόγο, ψυχίατρο,<br />

φαρμακευτική αγωγή για τυχόν προβλήματα που<br />

δημιουργήθηκαν από τη φροντίδα των ασθενών με<br />

μείζονες ψυχικές διαταραχές, χρονική διάρκεια<br />

της ψυχικής διαταραχής του ασθενή και συγκατοίκηση<br />

του συγγενή, φροντιστή με τον ασθενή.<br />

Διαπιστώθηκε ότι υπάρχει σημαντική συσχέτιση<br />

μεταξύ χρονικής διάρκειας της ψυχικής διαταραχής<br />

(έτους εμφάνισης της νόσου) και συνολικής<br />

επιβάρυνσης (t= -2,590, P=0,012), καθώς και μεταξύ<br />

της μεταβλητής βοήθεια από τον γενικό οικο-<br />

119


Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Β. Σαπουνά και συν.<br />

Πίνακας ΙV. Ανησυχία από τη φροντίδα ασθενών με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />

Συγγενείς/Φροντιστές (n= 65)<br />

Τομείς φροντίδας Ποτέ Μερικές φορές Τακτικά Συχνά Πάντα<br />

n (%) n (%) n (%) n (%) n (%)<br />

Ανησυχία για την ασφάλεια του ατόμου<br />

με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />

7 (10,8%) 19 (29,2%) 7 (10,8%) 15 (23,1%) 17 (26,2%)<br />

Ανησυχία για είδος της βοήθειας/<br />

θεραπείας<br />

15 (23,1%) 23 (35,4%) 11 (16,9%) 10 (15,4%) 6 (9,2%)<br />

Ανησυχία για τη γενική υγεία του ατόμου<br />

με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />

10 (15,4%) 21 (32,3%) 7 (10,8%) 21 (32,3%) 6 (9,2%)<br />

Ανησυχία για το πώς το άτομο με μείζονες<br />

ψυχικές διαταραχές θα αντεπεξέλθει<br />

οικονομικά, αν σταματήσει η βοήθεια<br />

από το συγγενή<br />

6 (9,2%) 10 (15,4%) 5 (7,7%) 16 (24,6%) 28 (43,1%)<br />

Ανησυχία για το μέλλον του ατόμου<br />

με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />

3 (4,6%) 8 (12,3%) 4 (6,2%) 16 (24,6%) 34 (52,3%)<br />

Φορτίο Κανένα Φορτίο Ελαφρύ Αρκετά Μεγάλο Μεγάλο Πολύ Μεγάλο<br />

16 (24,6%) 9 (13,8%) 16 (24,6%) 12 (18,5%) 12 (18,5%)<br />

Πίνακας V. Προτροπή του φροντιστή προς τον ασθενή με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />

Συγγενείς/Φροντιστές (n= 65)<br />

Τομείς φροντίδας Ποτέ Μερικές φορές Τακτικά Συχνά Πάντα<br />

n (%) n (%) n (%) n (%) n (%)<br />

Προτροπή στο άτομο με μείζονες ψυχικές<br />

διαταραχές να περιποιείται τον εαυτό του<br />

22 (33,8%) 9 (13,8%) 10 (15,4%) 5 (7,7%) 19 (29,2%)<br />

Βοήθεια στο άτομο με μείζονες ψυχικές<br />

διαταραχές να περιποιείται τον εαυτό του<br />

27 (41,5%) 10(15,4%) 5 (7,7%) 5 (7,7%) 18 (27,7%)<br />

Προτροπή στο άτομο με μείζονες<br />

ψυχικές διαταραχές να τρώει αρκετά<br />

42 (64,6%) 13(20,0%) 4 (6,2%) 2 (3,1%) 4 (6,2%)<br />

Προτροπή στο άτομο με μείζονες<br />

ψυχικές διαταραχές για δραστηριότητες<br />

22 (33,8%) 14(21,5%) 5 (7,7%) 3 (4,6%) 21 (32,3%)<br />

Συνοδεία του ατόμου με μείζονες ψυχικές<br />

διαταραχές σε εξωτερικές δραστηριότητες<br />

24 (36,9%) 14(21,5%) 2 (3,1%) 10(15,4%) 15 (23,1%)<br />

Εξασφάλιση δόσης απαιτούμενου<br />

φαρμάκου<br />

11 (16,9%) 5 (7,7%) 8 (12,3%) 16(24,6%) 23 (35,4%)<br />

γενειακό γιατρό και της συνολικής επιβάρυνσης<br />

(t=2,420, P=0,019). Το γεγονός ότι η προβλεπτική<br />

ικανότητα του μοντέλου είναι μικρή (R 2 = 23,1%),<br />

υποδηλώνει ότι υπάρχουν και άλλοι παράγοντες<br />

που επηρεάζουν τη συνολική επιβάρυνση και οι<br />

οποίοι δεν περιλαμβάνονται στο συγκεκριμένο<br />

120<br />

μοντέλο (Πίνακας VI).<br />

Οικονομική επιβάρυνση των συγγενών, φροντιστών<br />

Τα επιπλέον χρήματα που δαπάνησαν 29<br />

Πίνακας VI. Μοντέλο γραμμική παλινδρόμησης συνολικής επιβάρυνσης και εξειδικευμένης παροχής βοήθεια,<br />

έτους εμφάνισης της νόσου και συγκατοίκησης (Εξαρτημένη μεταβλητή: Συνολική επιβάρυνση).<br />

B S. E.* t Τιμή του P (P-value)<br />

Σταθερά 344,124 130,501 2,637 0,011<br />

Έτος εμφάνισης προβλημάτων -0,170 0,065 -2,590 0,012<br />

Γενικός Γιατρός 4,971 2,054 2,420 0,019<br />

Κοινωνικός Λειτουργός/Ψυχολόγος/Ψυχίατρος -3,121 1,820 -1,715 0,092<br />

Φαρμακευτική Αγωγή -0,668 2,110 -0,316 0,753<br />

Συγκατοίκηση 2,678 1,701 1,574 0,121


Β. Σαπουνά και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />

(44,6%) συγγενείς, φροντιστές για τους ασθενείς<br />

με μείζονες ψυχικές διαταραχές αφορούσαν: επαγγελματική<br />

βοήθεια (7, 10,8%), ζημιά (2, 3,1%),<br />

πληρωμή μεγάλων δαπανών (4, 6,2%), έξοδα ταξιδιού<br />

(10, 15,4%), φάρμακα (3, 4,6%), πληρωμή<br />

χρεών (3, 4,6%), άλλες δαπάνες (29, 44,6%).<br />

Το κατά προσέγγιση ποσό που δαπανήθηκε<br />

από τους φροντιστές για λογαριασμό του ατόμου<br />

με ψυχικές διαταραχές κυμαίνονταν για είκοσι δύο<br />

συγγενείς, φροντιστές (33,8%), σε ποσό μικρότερο<br />

των 50€. Ποσό 50 - 80€ ξόδεψαν 13 (14,3%)<br />

φροντιστές , 80 - 200€ ξόδεψαν 22 (33,8%) φροντιστές,<br />

200 - 400€ οι 5 (7,7%) φροντιστές και τέλος<br />

ποσό μεγαλύτερο των 400€ ξόδεψαν 5 φροντιστές<br />

(7,7%).<br />

Εξειδικευμένη παροχή υπηρεσιών υγείας<br />

στους συγγενείς, φροντιστές<br />

Η πλειοψηφία των συγγενών, φροντιστών<br />

(48, 73%) δεν πραγματοποίησαν επισκέψεις σε<br />

υπηρεσίες και επαγγέλματα υγείας. Έντεκα συγγενείς,<br />

φροντιστές (ποσοστό 16,9%) ανέφεραν ότι<br />

δεν επισκέφτηκαν γενικό/οικογενειακό γιατρό τις<br />

τέσσερις τελευταίες εβδομάδες, ενώ ο αντίστοιχος<br />

αριθμός για επίσκεψη σε κοινωνικό λειτουργό ή<br />

ψυχολόγο ή ψυχίατρο ήσαν: 12 συγγενείς, φροντιστές<br />

(18,5%). Λήψη φαρμακευτικής αγωγής<br />

αναφέρθηκε από 12 (18,5%) συμμετέχοντες.<br />

Συσχέτιση της επιβάρυνσης με τις επιπτώσεις<br />

στην ποιότητα ζωής των ατόμων και οικογενειών που<br />

φροντίζουν άτομα με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />

Διενεργήθηκε πολλαπλή παλινδρομική ανάλυση<br />

με εξαρτημένη μεταβλητή τη συνολική επιβάρυνση<br />

και ανεξάρτητες μεταβλητές κινητικότητα,<br />

πόνος, ύπνος, ενεργητικότητα, συναισθηματικές<br />

αντιδράσεις και κοινωνική απομόνωση. Διαπιστώθηκε<br />

ότι υπάρχει στατιστικώς σημαντική συσχέτιση<br />

μεταξύ συνολικής επιβάρυνσης από τη<br />

φροντίδα ασθενών με μείζονες ψυχικές διαταραχές<br />

και του πόνου (t=2,952, P=0,005), ενώ<br />

παρατηρήθηκε ότι όσο αυξάνεται η κινητικότητα<br />

μειώνεται η συνολική βαθμολογία των συνεπειών<br />

(t=-1,636, P=0,108) (Πίνακας VΙΙ).<br />

Συζήτηση – Συμπεράσματα<br />

Η παρούσα μελέτη εστίασε σε θέματα όπως,<br />

σχέση φροντίδας, επιβάρυνσης και χαρακτηριστικά<br />

ατόμων και μελών οικογενειών που φροντίζουν<br />

ασθενείς με μείζονες ψυχικές διαταραχές και της<br />

σχέσης τους.<br />

Ένα κύριο εύρημα της μελέτης μας ήταν η<br />

υψηλή επιβάρυνση που παρουσίασαν τα άτομα της<br />

μελέτης μας συγκριτικά με άλλους πληθυσμούς της<br />

Ευρώπης 12,26-28 . Η μεγάλη πλειοψηφία των φροντιστών<br />

(90,8%) ήταν συγγενείς και κυρίως γονείς<br />

(66,2%) των ασθενών, εύρημα το οποίο συμφωνεί<br />

με τις περισσότερες μελέτες 10,12 . Σε μεγάλο ποσοστό<br />

τη φροντίδα των ασθενών είχαν αναλάβει οι<br />

γυναίκες (83,1%), με μέσο όρο ηλικίας 62,6 έτη,<br />

ποσοστό αρκετά υψηλότερο από αυτό που αναφέρουν<br />

άλλες μελέτες 8,10,12 . Η επικράτηση του γυναικείου<br />

φύλου αναμενόταν, αφού στην παραδοσιακή<br />

ελληνική οικογένεια, η γυναίκα είναι αυτή που<br />

αναλαμβάνει την ευθύνη της φροντίδας 29 . Ακόμη<br />

στη χώρα μας είναι γνωστό 30 το δημογραφικό<br />

πρόβλημα, με ιδιαίτερη αναφορά στις αγροτικές<br />

περιοχές, γεγονός που εξηγεί τη μεγάλη ηλικία<br />

των ατόμων που φροντίζουν ασθενείς με μείζονες<br />

ψυχικές διαταραχές.<br />

Οι περισσότεροι συγγενείς, φροντιστές (80%)<br />

ζούσαν μαζί με τον ασθενή με μείζονες ψυχικές<br />

Πίνακας VII. Μοντέλο Γραμμικής Παλινδρόμησης Συνολικής Επιβάρυνσης και των επιπτώσεων της ποιότητας ζωής<br />

φροντιστών συγγενών (Εξαρτημένη μεταβλητή: Συνολική Επιβάρυνση).<br />

Β S. E.* t Τιμή του P (P-value)<br />

Σταθερά 4,534 1,129 4,016 0,000<br />

Ενέργεια 0,035 0,027 1,271 0,209<br />

Πόνος 0,073 0,025 2,952 0,005<br />

Συναισθηματικές Αντιδράσεις 0,012 0,021 0,576 0,567<br />

Ύπνος 0,007 0,024 0,314 0,755<br />

Κοινωνική Ζωή 0,016 0,026 0,629 0,532<br />

Φυσική Κινητικότητα<br />

* S.E.: standard error<br />

- 0,087 0,053 -1,636 0,108<br />

121


Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Β. Σαπουνά και συν.<br />

διαταραχές αποτέλεσμα το οποίο συμφωνεί με<br />

τα ευρήματα κυρίως μελετών στις ισπανικές και<br />

ιταλικές περιοχές 25 . Ο χρόνος που αφιερώνει<br />

ο φροντιστής στον ασθενή με μείζονες ψυχικές<br />

διαταραχές, φαίνεται να συνδέεται άμεσα με τη<br />

συγκατοίκηση, ποσοστό 83,1% (53 φροντιστές)<br />

είχαν περισσότερες από 32 ώρες την εβδομάδα<br />

προσωπική επαφή, εύρημα που επιβεβαιώνεται<br />

και από άλλη μελέτη 31 .<br />

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης<br />

μας δεν βρέθηκε η ηλικία να συσχετίζεται με τη<br />

συνολική επιβάρυνση ούτε με τις επιμέρους συνιστώσες<br />

της, με εξαίρεση την ανησυχία (P


Β. Σαπουνά και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />

συμπεριέλαβε μικρό αριθμό ατόμων και μελών οικογενειών<br />

που φροντίζουν άτομα με μείζονες ψυχικές<br />

διαταραχές, γεγονός που ίσως δεν επιτρέπει<br />

τη γενίκευση τους στον πληθυσμό της Κρήτης.<br />

Επίσης εξετάζεται το ενδεχόμενο σφάλμα<br />

επιλογής ως συνέπεια της δειγματοληψίας από<br />

το προϋπάρχον αρχείο του Θεραπευτηρίου Ψυχικών<br />

Παθήσεων Χανίων, με πιθανή επίδραση στην<br />

ερμηνεία των αποτελεσμάτων της μελέτης μας.<br />

Συμπεράσματα<br />

Η μελέτη μας παρά τα μεθοδολογικά της προβλήματα<br />

που αυτή αντιμετωπίζει έδειξε την υψηλή<br />

επιβάρυνση των συγγενών που φροντίζουν άτομα<br />

με μείζονες ψυχικές διαταραχές και μάλιστα σε<br />

υψηλότερα επίπεδα από αυτά του ανέφεραν παρόμοιες<br />

Ευρωπαϊκές μελέτες. Η επιβάρυνση αυτή<br />

αφορούσε κυρίως γυναίκες και φαίνεται να επηρεάζει<br />

την ποιότητα ζωής τους. Το γεγονός είναι<br />

ιδιαίτερα ανησυχητικό για τη χώρα μας και προσδιορίζει<br />

απαραίτητες ενέργειες που θα πρέπει ν΄<br />

αναληφθούν στα πλαίσια ενός ολοκληρωμένου<br />

συστήματος φροντίδας υγείας στην περιφέρεια,<br />

ενώ συγχρόνως αποκαλύπτουν το νέο ρόλο των<br />

γιατρών γενικής ιατρικής στην Ελλάδα.<br />

Ευχαριστίες<br />

Το προσωπικό του Θεραπευτηρίου Ψυχικών<br />

Παθήσεων Χανίων για τη συμβολή του στην υλοποίηση<br />

της παρούσης μ ελέτης, θερμά ευχαριστούμε.<br />

Βιβλιογραφία<br />

1. World Health Organization (WHO). The World<br />

Health Report 2001: Mental Health: New Understanding,<br />

New Hope. Geneva: World Health<br />

Organization, 2001.<br />

2. Κουκιά Ε, Μαδιανός Μ. Οικογενειακή επιβάρυνση<br />

και ψυχική αρρώστια: Μέθοδοι εκτίμησης.<br />

Εγκέφαλος, 41:2, 2004.<br />

3. Schene AH, Tessler RC, Gamache GM. Instruments<br />

measuring family or caregiver burden in<br />

severe mental illness. Soc Psychiatry Psychiatr<br />

Epidemiol, 24:228–240, 1994.<br />

4. Κονταξάκης Β, Χριστοδούλου Γ. Η ψυχοκοινωνική<br />

αποκατάσταση των χρόνιων ασθενών. Προλη-<br />

πτική ψυχιατρική. Εκδ. ΒΗΤΑ, Αθήνα, 2000, σελ.<br />

175-179.<br />

5. Οικονόμου M. Ο ρόλος της οικογένειας στην ψυχοκοινωνική<br />

αποκατάσταση. Προληπτική ψυχιατρική.<br />

Εκδ. ΒΗΤΑ, Αθήνα, 2000, σελ. 69-76.<br />

6. Sartorius N. Stigma: what can psychiatrists do<br />

about it? Lancet, 352:1058-1059, 1998.<br />

7. Östman M, Kjellin L. Stigma by association. Psychological<br />

factors in relatives of people with mental<br />

illness. Br J Psychiatry, 181:494-498, 2002.<br />

8. Winefield HR, Harvey EJ. Determinants of psychological<br />

distress in relatives of people with<br />

chronic schizophrenia. Schizophr Bull, 19:619–625,<br />

1994.<br />

9. Fadden G, Bebbington P, Kuipers L. The burden of<br />

care: the impact of functional psychiatric illness on<br />

the patient’ s family. Br J Psychiatry, 150:285-292,<br />

1987.<br />

10. Schene AH, van Wijngaarden B, Koeter MWJ.<br />

Family caregiving in schizophrenia: domains and<br />

distress. Schizophr Bull, 2:609-618, 1998.<br />

11. Becker T, Knapp M, Knudsen HC. The EPSILON<br />

study of schizophrenia in five European countries:<br />

design and methodology for standardizing outcome<br />

measures and comparing patterns of care and<br />

service costs. Br J Psychiatry, 175:514-521, 1999.<br />

12. Meijer K, Schene A, Koeter M, Knudsen H, Becker<br />

T, Thornicroft G, Vasquez-Barquero JL, Tansella<br />

M. Needs for care of patients with schizophrenia<br />

and the consequences for their informal caregivers.<br />

Results from the EPSILON multi center study on<br />

schizophrenia. Soc Psychiatr Epidemiol, 39:251-<br />

258, 2004.<br />

13. Bibou-Nakou I, Dikaiou M, Bairactaris C. Psychosocial<br />

dimensions of family burden among two<br />

groups of carers looking after psychiatric patients.<br />

Soc Psychiatry Psychiatr Epidemiol, 32:104-108,<br />

1997.<br />

14. Madianos M, Economou M, Dafni O, Koukia E,<br />

Palli A, Rogakou E. Family disruption, economic<br />

hardship and psychological distress in schizophrenia:<br />

can the be measured? Eur Psychiatry, 19:408-<br />

414, 2004.<br />

15. Madianos GM, Madianou D, Vlachonikolis J, Stefanis<br />

NC. Attitudes towards mental illness in the<br />

Athens area: Implications for community mental<br />

health intervention. Acta Pcychiatr Scand, 75:158-<br />

165, 1987.<br />

16. Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, Δημόσια<br />

Υγεία και Διοίκηση Υπηρεσιών Υγείας, ΕΠΕ-<br />

ΑΕΚ, Τμήμα Ιατρικής, Πανεπιστημίου Κρήτης<br />

(Επιστημονικός Υπεύθυνος: Τάσος Φιλαλήθης,<br />

Αναπληρωτής Καθηγητής). On line: http://vml.<br />

med.uoc.gr/moodle/login/index.php<br />

123


Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Β. Σαπουνά και συν.<br />

17. Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (Π.Ο.Υ.) και Ψυχιατρική<br />

Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών-Αιγινήτιο<br />

Νοσοκομείο. Οι Ψυχικές Διαταραχές στην<br />

<strong>πρωτοβάθμια</strong> φροντίδα-ICD10/Κεφάλαιο V. Γ.Ν.<br />

Χριστοδούλου, Β. Αλεβίζος και Β. Μαυρέας.<br />

Εκδόσεις ΒΗΤΑ, Αθήνα 1998.<br />

18. Δαφέρμος Β. Κοινωνική Στατιστική με το SPSS.<br />

Εκδόσεις ΖΗΤΗ, Θεσσαλονίκη 2005.<br />

19. Schene AH, van Wijngaarden B. The Involvement<br />

Evaluation Questionnaire. Department of Psychiatry,<br />

University of Amsterdam 1992, Amsterdam.<br />

In: Schene AH, Tessler RC, Gamache GM. Instruments<br />

measuring family or caregiver burden<br />

in severe mental illness. Soc Psychiatry Psychiatr<br />

Epidemiol, 29:228-240, 1994.<br />

20. Wijngaarden B, Schene A, Koeter M, Vasquez-<br />

Barquero JL, Knudsen HC, Lasalvia A, McCrone<br />

P, and the EPSILON Study Group. Caregiving in<br />

schizophrenia: development, internal consistency<br />

and reliability of the Involvement Evaluation Questionnaire<br />

– European Version. EPSILON Study 4.<br />

Br J Psychiatry, 177:21-27, 2000.<br />

21. Vidalis A, Syngelakis M, Papathanasiou M, Whalley<br />

D, Mc Kenna SP. The Greek version of the<br />

Nottingham Health Profile. Hippokratia, 1:79-82,<br />

2002.<br />

22. World Health Organization (WHO). Operational<br />

Guidelines for Ethics Committees That Review<br />

Biomedical Research. Geneva 2000.<br />

23. Stevens J. Applied Multivariate Statistics for the<br />

Social Sciences, LEA, 2002.<br />

24. Mehta CR, Patel NR. SPSS Exact Test 7.0 for<br />

Windows. SPSS INC, 1996.<br />

25. Thornicroft G, Tansella M, Becker T, Knapp M,<br />

Leese M, Sceene A, Vasquez-Barquero JL. The<br />

EPSILON Study Group. Τhe personal impact of<br />

schizophrenia in Europe. Schizophr Res 69:125-<br />

132, 2004.<br />

26. Samele C, Manning N. Level of caregiver burden<br />

among relatives of the mentally ill in South Verona.<br />

124<br />

Eur Psychiatry, 15:196-204, 2000.<br />

27. Magliano L, Fadden G, Economou M, Held T,<br />

Xavier M, Guarneri M, Malangone C, Maj M.<br />

Family burden and coping strategies in schizophrenia:<br />

1 year follow-up data from the BIOMED<br />

1 study. Soc. Psychiatry Psychiatr Epidemiol,<br />

35:109–115, 2000.<br />

28. McCrone P, Leese M, Thornicroft G, Schene A,<br />

Knudsen HC, Vasquez-Barquero JL, Tansella<br />

M, Becker T, for the EPSILON Study Group. A<br />

comparison of needs of patients in five European<br />

countries: the EPSILON Study. Acta Psychiatr<br />

Scand, 103:370-379, 2001.<br />

29. Κατάκη Χ. Οι τρεις ταυτότητες της ελληνικής<br />

οικογένειας. Ψυχοκοινωνικές διεργασίες. Σειρά:<br />

Ανθρώπινα Συστήματα. Εκδόσεις Ελληνικά<br />

Γράμματα, 1998.<br />

30. Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος 2004. Απογραφή<br />

Ελληνικού Πληθυσμού 2001. Διαθέσιμο<br />

στο: http://www.statistics.<br />

31. Harvey K, Burns T, Fiander M, Huxley P, Manley<br />

C, Fahy T. The effect of intensive case management<br />

on the relatives of patients with severe mental<br />

illness. Psychiatr Serv, 53:1580-1585, 2002.<br />

32. Greenberg JS. The other side of caring: adult children<br />

with mental illness as supports to their mothers<br />

in later life. Soc Work, 40:414-423, 1995.<br />

33. Stefansson C-G, Hansson L. Mental health care<br />

reform in Sweden, 1995. Acta Psychiatr Scand,<br />

104:82-88, 2001.<br />

34. Shibre T, Kebede D, Alem A, Negash A, Deyassa<br />

N, Fekadu A, Fekadu A, Jacobsson L, Kullgren G.<br />

Schizophrenia: illness impact on family members<br />

in a traditional society – rural Ethiopia. Soc Psychiatry<br />

Psychiatr Epidemiol, 38:27–34, 2003.<br />

35. Foldemo A, Gullberg M, Ek A-C, Bogren L.<br />

Quality of life and burden in parents of outpatients<br />

with schizophrenia. Soc Psychiatr Epidemiol,<br />

40:133-138, 2005.


Π.Ν. Θεοδωράκης και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />

Primary Heatlh Care, Volume 18, Number 3, 125-130, 2006<br />

Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, Τόμος 18, Τεύχος 3, 125-130, 2006<br />

Ανισότητες στην κατανομή του ιατρικού δυναμικού<br />

<strong>πρωτοβάθμια</strong>ς φροντίδας υγείας σε δύο γειτονικούς<br />

νομούς της Ελλάδας και της Αλβανίας<br />

Π.Ν. Θεοδωράκης 1 , Γ.Δ. Μαντζαβίνης 2<br />

Περίληψη<br />

Σκοπός της μελέτης: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η αξιολόγηση και<br />

σύγκριση του βαθμού ανισοκατανομής του ιατρικού δυναμικού <strong>πρωτοβάθμια</strong>ς<br />

φροντίδας υγείας (ΠΦΥ) σε δύο γειτονικούς αγροτικούς και απομακρυσμένους<br />

νομούς της Ελλάδας και Αλβανίας. Υλικό και μέθοδος: Μελετήθηκαν οι νομοί Ιωαννίνων<br />

(Ελλάδα) και Αργυροκάστρου (Αλβανία) κατά το έτος 2001. Υπολογίστηκε<br />

η αναλογία γιατρών ΠΦΥ ανά πληθυσμό ευθύνης. Οι γιατροί ΠΦΥ περιελάμβαναν<br />

τους γενικούς γιατρούς, ειδικευόμενους και γιατρούς υπηρεσίας υπαίθρου. Για<br />

τον υπολογισμό της ανισοκατανομής χρησιμοποιήθηκαν δύο δείκτες σχετικής<br />

ανισοκατανομής. Σχεδιάστηκαν οι καμπύλες Lorenz και υπολογίστηκαν οι δείκτες<br />

Gini. Η σύγκριση της ανισοκατανομής έγινε με τον υπολογισμό της διαφοράς<br />

των δύο δεικτών Gini με διαστήματα εμπιστοσύνης 95%. Αποτελέσματα: Για<br />

το νομό Ιωαννίνων αντιστοιχούσαν 1222 κάτοικοι ανά γιατρό, με ελάχιστο 205<br />

(που αντιστοιχεί σε καλύτερη παροχή γιατρών) και μέγιστο 8166. Στο νομό<br />

Αργυροκάστρου αντιστοιχούσαν 2376, με ελάχιστο 1323 και μέγιστο 4546 κατοίκους<br />

ανά γιατρό. Ο δείκτης Gini για το νομό Ιωαννίνων ήταν 0,489 (SD=0,045),<br />

ενώ για το νομό Αργυροκάστρου 0,186 (SD=0,034). Η διαφορά ήταν 0,303<br />

(P


Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Π.Ν. Θεοδωράκης και συν.<br />

Inequalities in the distribution of rural primary care physicians in two<br />

remote neighboring prefectures of Greece and Albania<br />

P.N. Theodorakis, G.D. Mantzavinis<br />

Summary<br />

Objectives: To evaluate and compare the degree of inequality in the provision of<br />

primary care physicians in two neighboring prefectures of Greece and Albania.<br />

Material and Methods: We studied the cases of Ioannina, Greece and Gjirokaster,<br />

Albania during 2001. We used the total number of physicians providing primary care<br />

in rural areas. This includes GPs, internal medicine specialists, non-specialised<br />

graduate physicians. We calculated the population per physician ratio (PPR)<br />

in each prefecture. For the comparison of the inequality we used two relative<br />

inequality measures. We plotted the Lorenz curves and calculated the Gini<br />

coefficients. The P values for the comparison were calculated for 95% confidence<br />

levels. Results: The PPR for the whole prefecture of Ioannina, Greece was 1222;<br />

the lowest PPR, which corresponds to higher supply of human resources, was<br />

205, while the highest was 8166. In the case of Gjirokaster the PPR was 2376<br />

for the whole prefecture; the lowest PPR was 1323, while the highest was 4546<br />

inhabitants per physician. The Gini coefficient for the distribution of primary care<br />

physicians in Ioannina was 0.489 (SD = 0.045), while that of the Gjirokaster district<br />

was 0.186 (SD = 0.034). The difference between the two Gini indices was 0.303<br />

(P


Π.Ν. Θεοδωράκης και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />

Κάθε γιατρός παρέχει υπηρεσίες σε συγκεκριμένο<br />

αριθμό χωριών με καθορισμένο πληθυσμό<br />

ευθύνης. Για το λόγο αυτό στην παρούσα μελέτη<br />

δεν χρησιμοποιήθηκαν γεωγραφικές περιοχές,<br />

αλλά κάθε αγροτική δομή <strong>πρωτοβάθμια</strong>ς φροντίδας<br />

υγείας χρησιμοποιήθηκε ως μονάδα για τον<br />

υπολογισμό των δεικτών ανισοκατανομής.<br />

Η καμπύλη Lorenz εκφράζει την ποσοτική<br />

σχέση μεταξύ του αθροιστικού ποσοστού του<br />

πληθυσμού και του αθροιστικού ποσοστού της<br />

υπό μελέτη μεταβλητής κατά τη διάρκεια κάποιας<br />

χρονικής περιόδου. Όσο η καμπύλη πλησιάζει<br />

την διαγώνιο της πλήρους ισοκατανομής<br />

τόσο πιο δίκαιη είναι η κατανομή της μεταβλητής<br />

(εδώ του ανθρώπινου δυναμικού) στον πληθυσμό.<br />

Αντίθετα, όσο αυτή απομακρύνεται από τη διαγώνιο,<br />

τόσο μεγαλύτερη είναι η ανισοκατανομή<br />

(διάγραμμα Ι) 6 .<br />

Ο συντελεστής Gini συνδέεται με την καμπύλη<br />

Lorenz και η τιμή του εξάγεται και γεωμετρικά<br />

από αυτήν (διάγραμμα Ι). Ο δείκτης Gini διατυπώθηκε<br />

από τον Ιταλό οικονομολόγο Gini το 1912<br />

για την ποσοτικοποίηση της ανισοκατανομής του<br />

εισοδήματος σε μία ομάδα πληθυσμού για κάποια<br />

συγκεκριμένη χρονική στιγμή 3,7-12 . Γεωμετρικά η<br />

τιμή του ορίζεται ως το πηλίκο του εμβαδού της<br />

περιοχής που περικλείεται μεταξύ της καμπύλης<br />

ανισοκατανομής Lorenz και της διαγωνίου ισοκατανομής<br />

(διάγραμμα Ι, περιοχή Α) δια του συνολικού<br />

εμβαδού της περιοχής κάτω από τη διαγώνιο<br />

(διάγραμμα Ι, περιοχή Α+Β) 7 .<br />

Για τον αλγεβρικό προσδιορισμό του δείκτη<br />

Gini έχουν χρησιμοποιηθεί από ερευνητές διάφο-<br />

G= A/A+B όπου Α: εμβαδόν μεταξύ της διαγωνίου ισοκατανομής και<br />

της καμπύλης ανισοκατανομής (Lorenz) και B: Εμβαδόν μεταξύ της<br />

καμπύλης ανισοκατανομής (Lorenz) και του οριζόντιου άξονα τιμών<br />

Διάγραμμα I. Δείκτες σχετικής ανισοκατανομής: Καμπύλη Lorenz και<br />

συντελεστής Gini (G).<br />

ροι μαθηματικοί τύποι. Στην παρούσα μελέτη ο<br />

υπολογισμός έγινε με τη χρήση του μαθηματικού<br />

τύπου που δίνεται από τον Μ. Brown8 :<br />

G �1<br />

�<br />

� � k 1<br />

i�0<br />

( Y<br />

i�1<br />

�Y<br />

)( X<br />

i<br />

i�1<br />

� X )<br />

G: ο δείκτης Gini, Yi: η αθροιστική αναλογία<br />

της υπό μελέτη μεταβλητής στις k περιοχές, Xi:<br />

το αθροιστική αναλογία του πληθυσμού που απολαμβάνει<br />

τη συγκεκριμένη μεταβλητή στις k περιοχές.<br />

Στην παρούσα μελέτη οι καμπύλες Lorenz<br />

σχεδιάστηκαν με τη βοήθεια του Microsoft Excel<br />

2000 για Windows. Για τον υπολογισμό των<br />

συντελεστών Gini στους δύο υπό μελέτη νομούς<br />

χρησιμοποιήθηκε το λογισμικό “DAD 4.2” 13 . Το<br />

ίδιο λογισμικό χρησιμοποιήθηκε για τη σύγκριση<br />

των τιμών Gini μεταξύ των δύο Νομών. Οι τιμές<br />

P ήταν δίπλευρες και υπολογίστηκαν για διαστήματα<br />

εμπιστοσύνης 95%.<br />

Αποτελέσματα<br />

Στις αγροτικές περιοχές του Νομού Ιωαννίνων<br />

οι υπηρεσίες <strong>πρωτοβάθμια</strong>ς φροντίδας υγείας<br />

παρέχονται από 6 κέντρα υγείας: Βουτσαρά,<br />

Δελβινακίου, Δερβιζιάνων, Κόνιτσας, Μετσόβου,<br />

Πραμάντων. Συνολικά 85 γιατροί <strong>πρωτοβάθμια</strong>ς<br />

φροντίδας υγείας παρέχουν υπηρεσίες υγείας<br />

στις αγροτικές περιοχές του Νομού Ιωαννίνων.<br />

Ο πληθυσμός των αγροτικών περιοχών του Νομού<br />

υπολογίστηκε σε 103.876 κατοίκους. Η αναλογία<br />

ΚΑΓ για το σύνολο του νομού ήταν 1.222. Η χαμηλότερη<br />

αναλογία ήταν 205, ενώ η υψηλότερη<br />

ήταν 8.166 (Πίνακας Ι).<br />

Στο Νομό Αργυροκάστρου υπάρχουν 11 κέντρα<br />

υγείας αγροτικού τύπου, στα οποία υπηρετούν<br />

18 γιατροί, προσφέροντας υπηρεσίες <strong>πρωτοβάθμια</strong>ς<br />

φροντίδας υγείας σε 42.777 κατοίκους.<br />

Η αναλογία ΚΑΓ στο σύνολο των αγροτικών<br />

περιοχών του Νομού ήταν 2.376. Η χαμηλότερη<br />

αναλογία ήταν 1.323, ενώ η υψηλότερη ήταν 4.546<br />

(Πίνακας ΙΙ).<br />

Οι καμπύλες Lorenz που αποτυπώνουν την<br />

κατανομή των γιατρών <strong>πρωτοβάθμια</strong>ς φροντίδας<br />

υγείας στους δύο γειτονικούς Νομούς φαίνονται<br />

στο διάγραμμα ΙΙ. Όπως φαίνεται από τις καμπύλες,<br />

οι γιατροί <strong>πρωτοβάθμια</strong>ς φροντίδας υγείας<br />

στο Νομό Ιωαννίνων είναι πιο άνισα κατανεμημένοι<br />

σε σχέση με τους γιατρούς του Νομού<br />

i<br />

127


Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Π.Ν. Θεοδωράκης και συν.<br />

Πίνακας I. Αναλογία κατοίκων ανά γιατρό σε κάθε<br />

κέντρο υγείας και περιφερειακό ιατρείο του νομού<br />

Ιωαννίνων για το έτος 2001<br />

Κέντρα Υγείας<br />

128<br />

Δελβινάκι<br />

Βουτσαρά<br />

Πράμαντα<br />

Κόνιτσα<br />

Δερβίζιανα<br />

Μέτσοβο<br />

205 257 220 235 297 612<br />

207 548 308 490 844 618<br />

254 704 377 615 1179 693<br />

371 1048 786 747 1496 787<br />

571 1207 837 752 1727 1108<br />

674 1294 913 825 1778 1178<br />

769 1564 1086 863 1904 1254<br />

1073 3583 1181 904 2862 1268<br />

1090 6486 3050 1171<br />

1162 6654 3828<br />

1165 6912<br />

1196 8166<br />

1406<br />

1576<br />

2007<br />

Πίνακας II. Αναλογία κατοίκων ανά γιατρό σε κάθε<br />

κέντρο υγείας του Νομού Αργυροκάστρου για το έτος<br />

2001<br />

Κέντρα Υγείας Αναλογία κατοίκων ανά γιατρό<br />

Σοφράτικα 2810 2014 1819 1673<br />

Καρντίκι 2360 2304<br />

Λουντζέρια 2478 2315<br />

Βρυσερά 4546 4369<br />

Λαζαράτι 1752 1752<br />

Λιμπόχοβο 2895<br />

Πικάρι 2599<br />

Πωγώνι 2562<br />

Αντιγονέα 1677<br />

Όντριε 1529<br />

Ζαγορία 1323<br />

Διάγραμμα II. Καμπύλες Lorenz της κατανομής των γιατρών <strong>πρωτοβάθμια</strong>ς<br />

φροντίδας υγείας στο νομό Ιωαννίνων και Αργυροκάστρου για<br />

το έτος 2001.<br />

Αργυροκάστρου. Η σύγκριση αυτή είναι δυνατό<br />

να γίνει με βεβαιότητα από τη στιγμή που οι<br />

καμπύλες αυτές δεν τέμνονται μεταξύ τους 6 . Τα<br />

ίδια αποτελέσματα προκύπτουν με τη σύγκριση<br />

των συντελεστών Gini. Ο συντελεστής Gini για<br />

την κατανομή των γιατρών <strong>πρωτοβάθμια</strong>ς φροντίδας<br />

υγείας στο Νομό Ιωαννίνων ήταν 0,489<br />

(SD= 0,045, 95% ΔΕ= 0,401-0,578), ενώ για την<br />

κατανομή των γιατρών <strong>πρωτοβάθμια</strong>ς φροντίδας<br />

υγείας στο Νομό Αργυροκάστρου ο συντελεστής<br />

Gini ήταν 0,186 (SD= 0,034, 95% ΔΕ= 0,119-<br />

0,254) Η διαφορά των δύο τιμών Gini ήταν 0,303<br />

(P


Π.Ν. Θεοδωράκης και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />

πλασιαστεί ο αριθμός των γενικών/οικογενειακών<br />

γιατρών οι δείκτες σχετικής ανισοκατανομής θα<br />

παραμείνουν αμετάβλητοι ενώ η τυπική απόκλιση<br />

θα διπλασιαστεί. Αντιστρόφως, αυξάνοντας τους<br />

γενικούς/ οικογενειακούς γιατρούς κατά τον ίδιο<br />

αριθμό σε κάθε μονάδα <strong>πρωτοβάθμια</strong>ς φροντίδας<br />

υγείας έτσι ώστε οι απόλυτες διαφορές μεταξύ<br />

των μονάδων να παραμείνουν σταθερές η τυπική<br />

απόκλιση θα παραμείνει αμετάβλητη ενώ η σχετική<br />

διαφορά μεταξύ των υποεξυπηρετούμενων<br />

και υπερεξυπηρετούμενων μονάδων που εκφράζεται<br />

με τους δείκτες σχετικής ανισοκατανομής<br />

θα μειωθεί. Ο συνηθέστερος λόγος για τον οποίο<br />

χρησιμοποιούνται στις μελέτες οι δείκτες σχετικής<br />

ανισοκατανομής είναι για να φανεί η τάση<br />

της ανισοκατανομής στο χρόνο, η διαφορά των<br />

ανισοκατανομών σε σύγκριση μεταξύ χωρών,<br />

αλλά και η σχέση των ανισοκατανομών διαφόρων<br />

μεταβλητών (ιατρικό δυναμικό, νοσηλευτικό<br />

δυναμικό, εισόδημα, κ.λπ.). Στην παρούσα έρευνα<br />

επιχειρήθηκε να δοθεί μία “στιγμιαία” εικόνα των<br />

συνθηκών που επικρατούσαν στην κατανομή του<br />

πρωτοβάθμιου ιατρικού δυναμικού των υπό μελέτη<br />

νομών κατά τη διάρκεια του 2001 καθώς και η<br />

μεταξύ τους σύγκριση.<br />

Ένα επιπλέον ζήτημα αποτελεί το γεγονός<br />

ότι στην παρούσα μελέτη η στάθμιση του δείκτη<br />

έγινε μόνο με τον εξυπηρετούμενο πληθυσμό.<br />

Αυτός ο δείκτης αποτελεί έναν από τους πλέον<br />

χρησιμοποιούμενους στην μελέτη υπηρεσιών υγείας<br />

4,9,11,12 . Μία πιο ακριβής μέθοδος μέτρησης της<br />

παροχής υπηρεσιών ΠΦΥ θα δινόταν με την στάθμιση<br />

με έναν δείκτη ανάγκης πληθυσμού 3 . Τέτοιοι<br />

δείκτες θα μπορούσαν να είναι η θνησιμότητα, η<br />

μακροχρόνια περιοριστική νόσος και η νοσηρότητα<br />

3,14 . Η μελέτη της ανισοκατανομής θα ήταν<br />

επίσης δυνατό να βοηθηθεί από άλλες επιστήμες,<br />

για παράδειγμα με τη χρήση Γεωγραφικών Πληροφοριακών<br />

Συστημάτων (GIS) 15 , δίνοντας μία<br />

πιο ξεκάθαρη εικόνα για την κατάσταση της παροχής<br />

υπηρεσιών ΠΦΥ σε γεωγραφικές περιοχές<br />

αυτού του τύπου.<br />

Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης είναι<br />

δυνατό να χρησιμοποιηθούν από ερευνητές στο<br />

χώρο της πολιτικής υγείας. Φαίνεται ότι η μελέτη<br />

της κατανομής του ανθρώπινου δυναμικού είναι<br />

σημαντικός δείκτης για τη μελέτη των υπηρεσιών<br />

υγείας, ειδικά σε αγροτικές και απομακρυσμένες<br />

περιοχές. Επιπλέον, όσοι εφαρμόζουν πολιτική<br />

υγείας θα πρέπει να επικεντρωθούν στην ανακα-<br />

τανομή του ιατρικού δυναμικού με δικαιότερο τρόπο<br />

και εφαρμογή πολιτικών που θα προσελκύσουν<br />

δυναμικό σε υποστελεχωμένες περιοχές. Πέραν<br />

αυτού, η συνεχής καταγραφή των διακρατικών διαφορών<br />

θα βοηθήσει στη διακρατική συνεργασία<br />

και ανταλλαγή γνώσεων με στόχο την ισότητα και<br />

την ποιότητα στην παροχή υπηρεσιών υγείας.<br />

Σχόλια<br />

H παρούσα μελέτη έχει δημοσιευθεί στο<br />

ηλεκτρονικής πρόσβασης αγγλόφωνο περιοδικό<br />

Rural and Remote Health: PN Theodorakis, GD<br />

Mantzavinis. Inequalities in the distribution of rural<br />

primary care physicians in two remote neighboring<br />

prefectures of Greece and Albania. Rural<br />

Remote Health. 2005 Jul-Sep;5(3):457. Epub 2005<br />

Aug 30. Δημοσιεύεται στο περιοδικό Πρωτοβάθμια<br />

Φροντίδα Υγείας μετά από έγγραφη άδεια<br />

του παραπάνω περιοδικού.<br />

Βιβλιογραφία<br />

1. European Observatory on Health Care Systems.<br />

Health care systems in transition: Albania. (http//<br />

www.observatory.dk). Accessed on June 10, 2005.<br />

2. European Observatory on Health Care Systems.<br />

Health care systems in transition: Greece. (http//<br />

www.observatory.dk). Accessed on June 10, 2005.<br />

3. Gravelle H, Sutton M. Inequality in the geographical<br />

distribution of general practitioners in England<br />

and Wales 1974-1995. J Health Serv Res Policy,<br />

6:6-13, 2001.<br />

4. Wilkinson D. Inequitable distribution of general<br />

practitioners in australia: analysis by state and<br />

territory using census data. Aust J Rural Health,<br />

8:87–93, 2000.<br />

5. General Secretariat of National Statistical Service of<br />

Greece. Actual population of Greece, 2001 census.<br />

(http://www.statistics.gr). Accessed on August 5,<br />

2003.<br />

6. Torado MP. Growth, Poverty and Income<br />

Distribution. In: Economic Development. 6 ed.<br />

Essex: Addison Wesley Longman Ltd, 1997, pp:137-<br />

188.<br />

7. Pan American Health Organization (PAHO).<br />

Measuring Health Inequalities: Gini Coefficient<br />

and Concentration Index. (http://www.paho.org).<br />

Accessed on April 10, 2001.<br />

8. Brown M. Using Gini-style indices to evaluate the<br />

129


Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Π.Ν. Θεοδωράκης και συν.<br />

spatial patterns of health practitioners: theoretical<br />

considerations and an application based on Alberta<br />

data. Soc Sci Med, 38:1243-1256, 1994.<br />

9. Kobayashi Y, Takaki H. Geographic distribution<br />

of physicians in Japan. Lancet, 340:1391-1393,<br />

1992.<br />

10. Gravelle H, Sutton M. Trends in geographical<br />

inequalities in provision of general practitioners<br />

in England and Wales. Lancet, 352:1910, 1998.<br />

11. Chang R-KR, Halfon N. Geographic Distribution<br />

of Pediatricians in the United States: An Analysis<br />

of the Fifty States and Washington, DC. Pediatrics,<br />

100:172-179, 1997.<br />

12. Mantzavinis G, Theodorakis PN, Lionis C, Trell<br />

E. Geographical inequalities in the distribution of<br />

130<br />

general practitioners in Sweden. Lakartidningen,<br />

100:4294-4297, 2003.<br />

13. Duclos J-Y, Araar A, Forten C. DAD: A software<br />

for Distributive Analysis/Analyse Distributive.<br />

MIMAP programme, International Development<br />

Research Centre, Government of Canada and<br />

CIRPΙE, Universite Laval.<br />

14. Mantzavinis GD, Theodorakis PN, Dimoliatis I.<br />

Robin Hood Index under discussion. Aust N Z J<br />

Public, 26:79-80, 2002.<br />

15. Kohli S, Sahlen K, Lofman O, Sivertun A, Foldevi<br />

M, Trell E, Wigertz O. Individuals living in areas<br />

with high background radon: a GIS method to<br />

identify populations at risk. Comput Methods<br />

Programs Biomed, 53:105-112, 1997.


Α.Γ. Βήτας και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />

Primary Heatlh Care, Volume 18, Number 3, 131-141, 2006<br />

Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, Τόμος 18, Τεύχος 3, 131-141, 2006<br />

Η σημασία του τύπου της σωματικής άσκησης στη διαμόρφωση<br />

του κνημοβραχιονίου δείκτη των υγειών ενηλίκων<br />

Α.Γ. Βήτας 1 , Ε.Ι. Νεραντζάκη 1 , Α.Β. Καρτερίδου 2 , Α.Γ. Βήτας 2 , Χ.Λ. Σεμερτζίδης 3 , Κ.Ν. Ζαγορίδης 4<br />

Περίληψη<br />

Στην παρούσα προοπτική εργασία, αναζητήθηκε ο επωφελέστερος τύπος σωματικής<br />

άσκησης (αερόβια ή αναερόβια), προκειμένου να επιτευχθεί η βέλτιστη<br />

ελάττωση του καρδιαγγειακού κινδύνου (ΚΚ) των ενηλίκων, αξιολογώντας τις<br />

ανακύπτουσες τιμές του κνημοβραχιονίου δείκτη (ΚΒΔ). Για το σκοπό αυτό<br />

58 ενήλικες υποβλήθηκαν σε ένα συστηματικό πρόγραμμα επιβλεπόμενης<br />

σωματικής άσκησης, συνολικής διάρκειας έξι μηνών. Διενεργήθηκε εναρμονισμός<br />

του δείγματος σε δύο ομάδες, οι δοκιμαζόμενοι της πρώτης ομάδας (Α)<br />

ακολούθησαν συγκεκριμένο πρόγραμμα αναερόβιας κυκλικής προπόνησης με<br />

βάρη, ενώ της δεύτερης (Β) ένα άλλο πρόγραμμα αερόβιας άσκησης. Από την<br />

ανάλυση των διαθέσιμων δεδομένων φάνηκε ότι οι ενήλικες που εκτέλεσαν το<br />

6μηνο πρόγραμμα συστηματικής αεροβικής άσκησης (ομάδα Β), παρουσίασαν<br />

μια αξιόλογη σταθερή βελτίωση του ΚΒΔ, κάτι ανάλογο δε συνέβη σε όσους<br />

ασκήθηκαν με βάρη. Η μέση σταθερή βελτίωση του ΚΒΔ στο τέλος της εργασίας<br />

βρέθηκε σχεδόν παρόμοια ανάμεσα στους ασκούμενους της κάθε ομάδας,<br />

ανεξάρτητα από τις τιμές που είχαν καταγραφεί κατά την έναρξη της μελέτης.<br />

Γεγονός που υπαινίσσεται ότι η διαμόρφωση του δείκτη οφείλεται στον τύπο της<br />

άσκησης χωρίς να επηρεάζεται από τους μη τροποποιήσιμους παράγοντες ΚΚ.<br />

Τέλος, η αναερόβια άσκηση φάνηκε ασφαλέστερη της αερόβιας, όσον αφορά<br />

τις επιπλοκές ρυθμού από την καρδιά.<br />

1 Ειδικός Γενικός Ιατρός - Επιμελητής Β΄- Ε.Σ.Υ., 2 Ιατρός, 3 Ειδικός Παθολόγος - Επιμελητής<br />

Β΄- Ε.Σ.Υ., 4 Ειδικός Καρδιολόγος, Περιφερειακό Ιατρείο Δοξάτου/Κέντρο Υγείας<br />

Προσοτσάνης/Κέντρο Υγείας Κάτω Νευροκοπίου/Γενικό Νοσοκομείο Δράμας<br />

Εισαγωγή<br />

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ<br />

ORIGINAL PAPER<br />

Η αρτηριακή πίεση (ΑΠ) που<br />

αποτελεί την κινητήριο δύναμη ροής<br />

του αίματος στα αγγεία, καθορίζεται<br />

ως το γινόμενο της καρδιακής παροχής<br />

επί (Χ) τις ολικές περιφερικές αντιστάσεις.<br />

Η καρδιακή παροχή εξαρτάται<br />

βασικά από τη λειτουργικότητα της<br />

αριστεράς κοιλίας της καρδιάς, ενώ<br />

οι περιφερικές αντιστάσεις καθορίζονται<br />

κυρίως από τον τόνο των λείων<br />

μυϊκών ινών των αρτηριολίων και από<br />

την ελαστικότητα του τοιχώματος των<br />

μεγάλων αγγείων 1 .<br />

Ο παράγοντας που επηρεάζει<br />

σε σημαντικό βαθμό τις περιφερικές<br />

αντιστάσεις είναι η αρτηριοσκλήρωση,<br />

περιλαμβάνει μια ομάδα διαταραχών<br />

(αθηροσκλήρυνση, αγγειίτιδα Monckeberg,<br />

αρτηριοσκλήρυνση) οι οποίες<br />

έχουν κοινό χαρακτηριστικό τους την<br />

πάχυνση και την απώλεια της ελαστι­<br />

Λέξεις κλειδιά (MeSH Hellas): Καρδιά, άσκηση,<br />

καρδιαγγειακός κίνδυνος<br />

Υποβλήθηκε: Η εργασία υποβλήθηκε ως ελεύθερη<br />

ανακοίνωση στα πλαίσια του 18ου Πανελληνίου<br />

Συνεδρίου Γενικής Ιατρικής (Κέρκυρα 26-30 Απριλίου<br />

2006) και έλαβε έπαινο από την Επιτροπή Κρίσης.<br />

Δημοσιεύεται με κοινή απόφαση της Συντακτικής<br />

Επιτροπής του περιοδικού και της Οργανωτικής<br />

Επιτροπής του Συνεδρίου.<br />

Έγινε δεκτή δια δημοσίευση: 10 Ιουλίου 2006<br />

Υπεύθυνος αλληλογραφίας: Αθανάσιος Γ. Βήτας, Ειδικός<br />

Γενικός Ιατρός, Επ. Β’ ΕΣΥ, Δοξάτο Δράμας, Τηλ.<br />

(25210) 66666, e-mail: athanasiosgvitas@yahoo.gr<br />

131


Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Α.Γ. Βήτας και συν.<br />

The Significance of the Type of Physical Exercise in Conformation of<br />

Ankle-Brachial Index in Adults<br />

A.G. Vitas, E.I. Nerantzaki, A.B. Karteridou, A.G. Vitas, C.L. Semertzidis, K.N.<br />

Zagoridis<br />

Summary<br />

In the present study examined which is the more advantageous type of physical<br />

exercise (aerobic or anaerobic), in order to achieve the most optimal alleviation of<br />

cardiovascular risk (CR) in adults, evaluating the measurements of the ankle-brachial<br />

index (ABI). For this aim 58 adults were submitted in a program of systematic<br />

physical exercise. The study’s duration was six continues months. Matching and<br />

sample classification were held creating two groups. The trainees of the first group<br />

(A) followed a concrete program of circular anaerobic exercises with weights, while<br />

the second (B) attended another program of aerobic training. From the available<br />

data analysis appeared that the adults who attended the semester program of<br />

systematic isotonic exercise (group B), presented an appreciable improvement<br />

of ABI. Something that did not happen in those that practised with weights. The<br />

mean standard ABI improvement in the end of study was found almost similar in<br />

all adults of each team, independent from the values that had been registered in<br />

the beginning of the study. This means that the modulation of index has to do with<br />

the type of exercise, without being influenced by the non modification factors of<br />

CR. Finally, the isometric exercise appeared to be more secure than the isotonic,<br />

concerning rhythm complications from the heart.<br />

Key words: Heart, exertion, cardiovascular agents.<br />

κότητας του αρτηριακού τοιχώματος 2 .<br />

Οι παραπάνω παράμετροι διαμορφώνουν<br />

κατά μείζωνα λόγο τη συστηματική ΑΠ και κατά<br />

συνέπεια και τον κνημοβραχιόνιο δείκτη (ΚΒΔ).<br />

Ο ΚΒΔ είναι η συγκριτική αναλογία της συστολικής<br />

(Σ) πίεσης του σφυρού προς τη Σ πίεση<br />

του βραχίονα. Σε ένα φυσιολογικό άτομο είναι<br />

≥1,0 και δεν ελαττώνεται σημαντικά ύστερα από<br />

άσκηση (προσδιοριζόμενος μετά την πάροδο 60<br />

sec). Η τιμή του είναι αντιστρόφως ανάλογη της<br />

βαρύτητας των στενωτικών βλαβών 3 .<br />

Αρκετές, πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι<br />

τιμές του ΚΒΔ 45%, λειτουργική ικανότητα<br />

>7 METς, απουσία υποτασικής ή υπερτασικής<br />

Πίνακας Ι. Τροποποιήσιμοι Παράγοντες Καρδιαγγειακού<br />

Κινδύνου<br />

• Δυσλιπιδαιμία<br />

• Κάπνισμα<br />

• Αρτηριακή Υπέρταση<br />

• Σακχαρώδης Διαβήτης<br />

• Παχυσαρκία<br />

• Ψυχοκοινωνικοί Παράγοντες (προσωπικότητα τύπου<br />

Α – stress)<br />

• Καθιστική Ζωή (φυσική αδράνεια)<br />

• Λήψη Αντισυλληπτικών


Α.Γ. Βήτας και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />

απάντησης στην κόπωση, έλλειψη τηθαγχικών<br />

συμπτωμάτων κατά την άσκηση, καθώς και απουσία<br />

βαρείας προγνώσεως κοιλιακών αρρυθμιών<br />

ή άλλων αξιόλογων διαταραχών του καρδιακού<br />

ρυθμού.<br />

Ακολούθησε εναρμονισμός (matching) του<br />

πληθυσμού με βάση τους μη τροποποιήσιμους<br />

παράγοντες κινδύνου ΚΝ (φύλο, ηλικία, θετικό<br />

οικογενειακό ιστορικό ΚΝ) και το δείκτη μάζας<br />

σώματος (ΒΜΙ), σε δύο ισάριθμες ομάδες (Α και<br />

Β). Στη συνέχεια, όλοι οι δοκιμαζόμενοι υποβλήθηκαν<br />

σε ένα συστηματικό πρόγραμμα επιβλεπόμενης<br />

σωματικής άσκησης συνολικής διάρκειας<br />

έξι (6) συνεχόμενων μηνών.<br />

Οι ενήλικες της πρώτης ομάδας (Α) ακολούθησαν<br />

συγκεκριμένο πρόγραμμα αναερόβιας<br />

κυκλικής προπόνησης (circuit weight training) με<br />

βάρη, ενώ της δεύτερης (Β) ένα άλλο πρόγραμμα<br />

αερόβιας άσκησης. Η επιτέλεση των παραπάνω<br />

προγραμμάτων λάμβανε χώρα μόνο το απόγευμα<br />

(19:00μ.μ. – 21:00μ.μ.) και πάντοτε τουλάχιστον 4<br />

ώρες μετά από το τελευταίο γεύμα.<br />

Εξαιρέθηκαν, κατά τη διάρκεια της εργασίας<br />

13 άτομα (17,5%) που δεν προσήλθαν σε περισσότερες<br />

από μία συνεδρίες (χωρίς να αναπληρώσουν<br />

την απουσία τους εντός της ίδιας εβδομάδας).<br />

Επίσης, εξαιρέθηκαν άλλοι δύο (2,7% – της Β<br />

ομάδας) επειδή εμφάνισαν εκτακτοσυστολική<br />

κοιλιακή αρρυθμία και ένας (1,3%) με ήπια έως<br />

μετρίου βαθμού στένωση της αορτικής βαλβίδας,<br />

χωρίς ωστόσο να διαταραχθεί η αναλογική σχέση<br />

της διαξονικής ταξινόμησης (2 way classification)<br />

από το εναπομείναν δείγμα, (n=58).<br />

Αποτελεί κοινή γνώση ότι οι μέσες τιμές<br />

της καρδιακής συχνότητας κατά την καταβολή<br />

μέγιστης προσπάθειας στην κυκλική προπόνηση<br />

με βάρη, αναλογούν στο 50–65% των αντίστοιχων<br />

τιμών που καταγράφονται κατά τη μέγιστη<br />

αερόβια άσκηση. Έτσι, για την ακριβή εξομοίωση<br />

του τύπου άσκησης μεταξύ των ομάδων, δεν<br />

επιλέχθηκε ο προσδιορισμός της έντασης (από<br />

την καταγραφή των μεταβολών της καρδιακής<br />

συχνότητας), ούτε και οι εργομετρικές μέθοδοι<br />

υπολογισμού του καταναλισκομένου οξυγόνου<br />

(VO 2 ) από τις μετρήσεις ανταλλαγής των αερίων.<br />

Υπολογίστηκε αδρά το καταναλισκόμενο έργο,<br />

υπό τη μορφή χιλιοθερμίδων (kcal) 8 .<br />

Η επιλογή των ασκήσεων έγινε κατά τέτοιο<br />

τρόπο ώστε να προσπίπτουν ακριβώς οι ίδιες γυμναζόμενες<br />

μυϊκές περιοχές – ζώνες, προκειμένου<br />

να είναι πανομοιότυπες στους ασκούμενους και<br />

των δύο ομάδων.<br />

Πριν την έναρξη του καθημερινού προγράμματος,<br />

όλοι πραγματοποιούσαν μια ομότροπη πεντάλεπτη<br />

προθέρμανση που περιλάμβανε χαλαρό<br />

joking, στατικές διατάσεις, στροφές κορμού 30<br />

μοιρών, οριζόντιες και εγκάρσιες απαγωγές 135<br />

και 180 μοιρών 9 .<br />

Οι ενήλικες της Α ομάδας (n=29) εκτελούσαν<br />

οκτώ ασκήσεις με κυκλική μορφή οργάνωσης και<br />

την ακόλουθη σειρά: προβολές (σκελών) με αλτήρες,<br />

εκτάσεις γόνατος, κάμψεις γόνατος, σκουότ<br />

με μπάρα, άρσεις κνημών με αλτήρες (όρθια<br />

θέση), άρσεις δακτύλων (ποδών) με προσαρμοζόμενο<br />

βάρος (καθιστή θέση), ασκήσεις κοιλιακών<br />

(κάμψεις του άνω ημιμορίου του σώματος<br />

με προσαρμοσμένες καρπιαίες αντιστάσεις) και<br />

ασκήσεις ραχιαίων (έκταση του άνω ημιμορίου<br />

του σώματος με προσαρμοσμένη τραχηλικό βάρος<br />

­ “good day” με μπάρα). Σε κάθε άσκηση καταβαλλόταν<br />

η μέγιστη φυσική ικανότητα του ατόμου και<br />

αποπερατωνόταν χωρίς βοήθεια. Ο μέσος χρόνος<br />

διεκπεραίωσης κάθε άσκησης ήταν 103,1±33,9<br />

sec και γινόταν συνολικά τρία set. Οι αντιστάσεις<br />

προσαρμοζόταν ανάλογα με την ικανότητα του<br />

κάθε ασκούμενου (2 μεσοδιαστήματα ανάπαυλας<br />

1min μεταξύ των set και 2 1 /2 min σε κάθε αλλαγή<br />

άσκησης), σε τέσσερις συγκεκριμένες συνεδρίες<br />

κάθε εβδομάδα (103,1 sec Χ 8 ασκήσεις = 824,8<br />

sec Χ 3 set = 2,474 sec ή 41,2 min αναερόβιας<br />

σωματικής άσκησης ≥41,2 min X 7,8 kcal, δαπάνη<br />

321,6 kcal/συνεδρία).<br />

Στη Β ομάδα (n=29) ακολουθήθηκε ένα πρόγραμμα<br />

που απαρτιζόταν από γρήγορο βάδισμα<br />

(2,7 – 4,7 km/ώρα) έως χαλαρό τρέξιμο (6,7 – 8,7<br />

km/ώρα) σε ισόπεδο κυλιόμενο τάπητα ή στατικό<br />

ποδήλατο. Η μέση ταχύτητα (Km/h) διεξαγωγής<br />

της κάθε άσκησης ήταν 5,8±2,1 Km/ώρα. Σε κάθε<br />

set καταβαλλόταν η μέγιστη φυσική ικανότητα. Οι<br />

ασκούμενοι εκτελούσαν τρία set των 15 min έκαστο,<br />

με ένταση προσαρμοσμένη στην ικανότητα<br />

του κάθε ατόμου (2 μεσοδιαστήματα ανάπαυλας<br />

των 2 1 /2 min), σε τέσσερις συνεδρίες κάθε εβδομάδα<br />

(15min X 3 set = 45min αερόβιας σωματικής<br />

άσκησης με μέση ταχύτητα 5,8±2,1 Km/ώρα ≥45<br />

min X 7,15 kcal, δαπάνη 321,7 kcal/συνεδρία) 9 .<br />

Γινόταν αιμοδυναμικός έλεγχος με φορητό<br />

monitor παρακολούθησης της καρδιακής συχνότητας<br />

(τριών απαγωγών) και αυτόματη – έμμεση<br />

(ψηφιακή) καταγραφή των τιμών της ΣΑΠ<br />

133


Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Α.Γ. Βήτας και συν.<br />

(Συστολικής Αρτηριακής Πίεσης) των άκρων σε<br />

όλους τους ενήλικες, καθ’ όλη τη διάρκεια, αλλά<br />

και για 15 min μετά τη διεκπεραίωση του κάθε<br />

προγράμματος άσκησης (monitoring).<br />

Όλες οι μετρήσεις γινόταν πάντοτε από τους<br />

ίδιους εξεταστές και αφορούσαν την καταγραφή<br />

του ΚΒΔ πριν την έναρξη του προγράμματος εν<br />

ηρεμία, 1 min μετά την τελευταία άσκηση του<br />

προγράμματος και στο τέλος του προγράμματος,<br />

επίσης εν ηρεμία. Ο προσδιορισμός της ΣΑΠ των<br />

κάτω άκρων πραγματοποιόταν αυστηρά σε κατακεκλιμένη<br />

θέση, με συσκευή υπερήχων Doppler<br />

(H.J. – Bi­directional – S­8 MHz), με ψηφιακό<br />

μανόμετρο και θερμοκρασία περιβάλλοντος 20 ο C<br />

– 23 ο C. Ο ΚΒΔ τόσο του αριστερού όσο και του<br />

δεξιού ημιμορίου του σώματος, ανέκυπτε από την<br />

αριθμητική τιμή ενός κλάσματος. Η μέση τιμή της<br />

ΣΑΠ από τις μετρήσεις στην οπίσθια κνημιαία<br />

και την πρόσθια ραχιαία του ποδός αρτηρία,<br />

αποτελούσε τον αριθμητή του κλάσματος. Παρανομαστής<br />

ήταν η τιμή της ΣΑΠ που ανευρισκόταν<br />

στη σύστοιχο βραχιόνιο αρτηρία 10 .<br />

Στατιστική Ανάλυση<br />

Για τον εναρμονισμό (matching) των ενηλίκων<br />

σε ομάδες και τη μετέπειτα διάρθρωση των<br />

υποομάδων (ταξινόμηση δύο διευθύνσεων), χρησιμοποιήθηκε<br />

η σχεσιακή βάση δεδομένων MS<br />

Access 2003. Οι συνεχείς (continuous) παράμετροι<br />

εκφράσθηκαν ως μέσες τιμές (mean values), με<br />

μια σταθερή απόκλιση (±1SD).<br />

Η στατιστική ανάλυση των ποιοτικών παρατηρήσεων<br />

έγινε με το Chi Square test, (χ 2 ). Για<br />

τη διαπίστωση των διαφορών στις εξαρτημένες<br />

μεταβλητές μεταξύ των δύο ομάδων (Α και Β)<br />

χρησιμοποιήθηκε η ανάλυση διακύμανσης δύο<br />

παραγόντων (two way ANOVA). Οι στατιστικά<br />

σημαντικές διαφορές εντοπίστηκαν με τη βοήθεια<br />

του Post Hot of Tukey test.<br />

Ιδιαίτερη ανάλυση (Multivariate Regression<br />

Analysis), χρησιμοποιήθηκε για την εκτίμηση<br />

των σχέσεων μεταξύ των τιμών του ΚΒΔ και των<br />

επιβαρυμένων ενηλίκων με μη τροποποιήσιμους<br />

παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου.<br />

Όριο στατιστικής σημαντικότητας ορίστηκε<br />

το επίπεδο 5% (p≤0,05), κάθε άλλη πιθανότητα<br />

(P) >5% (P>0,05), θεωρήθηκε μη σημαντική<br />

στατιστικά (NS).<br />

134<br />

Αποτελέσματα<br />

Οι μέσες τιμές των ανθρωπομετρικών μετρήσεων<br />

της ομάδας Α (17 άνδρες – 12 γυναίκες),<br />

ήταν: ηλικία= 29,7±8 έτη, ΒΜΙ= 23,2±3. Οι<br />

αντίστοιχες τιμές της Β ομάδας (17 άνδρες – 12<br />

γυναίκες) ήταν: 29,5±7 έτη (P: NS) και BMI=<br />

22,9±4 (P: NS).<br />

Η μέση τιμή του ΚΒΔ, στο δείγμα που μελετήθηκε<br />

ήταν αρχικά 1,1±0,06. Στους νεώτερους<br />

ηλικιακά 18 – 30 ετών (1 η υποομάδα), παρατηρήθηκαν<br />

οι υψηλότερες τιμές: 1,3±0,1 (μέση τιμή).<br />

Στους από 31 – 40 ετών (2 η υποομάδα), η μέση<br />

τιμή ήταν: 1,1±0,03 και σ’ αυτούς ≥41 ετών (3 η<br />

υποομάδα): 1,02±0,04.<br />

Οι χαμηλότερες τιμές: 0,99±0,01 ανήκαν σε<br />

έναν ενήλικα της 1 ης υποομάδας, σε τρεις της 2 ης<br />

και σε πέντε της 3 ης (συνολικά 7 άρρενες – 2 γυναίκες),<br />

απ’ αυτούς μόνο οι τρεις ήταν επιβαρυμένοι<br />

με θετικό οικογενειακό ιστορικό ΚΝ. Σε κάθε<br />

ηλικιακή υποομάδα, οι γυναίκες είχαν ελαφρά πιο<br />

αυξημένες τιμές ΚΒΔ, χωρίς όμως να σημειώνονται<br />

με στατιστικά σημαντικές διαφορές.<br />

Η μέση ΣΑΠ των άνω άκρων (ΑΑ), των<br />

ενηλίκων της ομάδας Α, πριν την έναρξη του<br />

προγράμματος άσκησης (ΠΑ), εν ηρεμία ήταν:<br />

129±12,2 για το δεξί (ΔΕ) και 130,1±12,2 για το<br />

αριστερό (ΑΡ). Οι αντίστοιχες τιμές στη Β ομάδα,<br />

επίσης ΠΑ εν ηρεμία ήταν: 124,8±12,2 ΔΕ (P:<br />

NS) και 125,1±12,3 ΑΡ (P: NS). Η μέση ΣΑΠ<br />

των κάτω άκρων (ΚΑ) ΠΑ για τους ενήλικες της<br />

ομάδας Α ήταν: 139,9±18,7 ΔΕ, 136,6±17,4 ΑΡ,<br />

ενώ ο ΚΒΔ ΔΕ ήταν 1,08±0,06, ΑΡ 1,04±0,08<br />

και ο μέσος (Μ) ΚΒΔ 1,06±0,06. Οι αντίστοιχες<br />

τιμές της ΣΑΠ για τη Β ομάδα ήταν: 137,9±10,5<br />

ΔΕ (P: NS), 135,1±10,5 ΑΡ (P: NS), ο ΚΒΔ ΔΕ<br />

1,1±0,08 (P: NS), ΑΡ 1,07±0,09 (P: NS) και ο Μ<br />

ΚΒΔ 1,085±0,06 (P: NS).<br />

Η μέση καρδιακή συχνότητα (ΚΣ) ΠΑ ήταν<br />

76,5±10,3/min και 73,5±7,8/min (P: NS) σε κάθε<br />

ομάδα, αντίστοιχα.<br />

Οι μέσες τιμές των προαναφερθέντων παραμέτρων,<br />

όπως αυτές ανέκυψαν από τις μετρήσεις<br />

μετά τη διεκπεραίωση των προγραμμάτων άσκησης<br />

(μια μέρα μετά το τέλος του έκτου μήνα) εν<br />

ηρεμία, παρατίθενται στον πίνακα ΙΙ.<br />

Όλες οι μέσες τιμές πριν και μετά την άσκηση<br />

(ΜΑ) καθώς και οι συγκρίσεις που διενεργήθηκαν<br />

μεταξύ τους, απεικονίζονται στο διάγραμμα Ι.<br />

Οι μέσες τιμές της ΚΣ μετά τη λήξη της μελέ­


Α.Γ. Βήτας και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />

Πίνακας ΙΙ. Οι μέσες τιμές των υπό μελέτη παραμέτρων μετά το τέλος του προγράμματος<br />

(n=58) ΣΑΠ ΑΑ ΔΕ ΣΑΠ ΑΑ ΑΡ ΣΑΠ ΚΑ ΔΕ ΣΑΠ ΚΑ ΑΡ ΚΒΔ ΔΕ ΚΒΔ ΑΡ Μ ΚΒΔ ΚΣ<br />

Ομάδα Α 128,5 129,4 141,2 138,1 1,1 1,1 1,1 68<br />

Ομάδα Β 122,1 122,9 153,1 152,4 1,2 1,2 1,2 70<br />

της, εν ηρεμία, βρέθηκαν κατά 10,5% μειωμένες<br />

στους ενήλικες της Α ομάδας και κατά 4,1% σ’<br />

αυτούς της Β (P: NS).<br />

Κατά την έναρξη της μελέτης μας και πριν<br />

από τη διεξαγωγή του εναρκτήριου προγράμματος<br />

άσκησης, εν ηρεμία, η μέση τιμή του ΚΒΔ<br />

στους ενήλικες της Α ομάδας βρέθηκε 1,06 και<br />

1,1 σ’ αυτούς της Β, (διαφορά 0,02 – P: NS). Έξι<br />

μήνες μετά, οι μέσες τιμές του ΚΒΔ, επίσης σε<br />

κατάσταση ηρεμίας, διαμορφώθηκαν σε 1,1 και<br />

1,2, αντίστοιχα, P=0,05 (διαφορά 0,2).<br />

Η μέση σταθερή βελτίωση του ΚΒΔ, μετά<br />

έξι συνεχόμενους μήνες συστηματικής άσκησης,<br />

ήταν 0,01 (P: NS) για όσους γυμνάστηκαν με βάρη<br />

και 0,16 (P=0,05) γι’ αυτούς που εκτελούσαν το<br />

πρόγραμμα των αερόβιων ασκήσεων.<br />

Κάτι ακόμη που θα πρέπει να αναφερθεί<br />

Διάγραμμα Ι. Όλες οι μέσες τιμές πριν και μετά την άσκηση και οι<br />

συγκρίσεις που διενεργήθηκαν μεταξύ τους.<br />

είναι οι μεταβολές των τιμών του ΚΒΔ ακριβώς<br />

ένα min μετά από τη διεκπεραίωση της τελευταίας<br />

άσκησης του προγράμματος. Οι μέσες τιμές από<br />

τις μετρήσεις 60 sec μετά τη διεκπεραίωση της<br />

άσκησης, στην αρχή του πρώτου μήνα, παρατίθενται<br />

στον πίνακα ΙΙΙ.<br />

Οι μέσες τιμές από τις μετρήσεις 60 sec μετά<br />

τη διεκπεραίωση της τελευταίας άσκησης του<br />

προγράμματος, κατά τον τελευταίο μήνα, παρατίθενται<br />

στον πίνακα IV.<br />

Από την ανάλυση των μετρήσεων που διενεργήθηκαν<br />

μετά το πρώτο λεπτό από την αποπεράτωση<br />

της τελευταίας άσκησης του προγράμματος,<br />

φάνηκε ότι ενώ ο Μ ΚΒΔ τον πρώτο μήνα ήταν<br />

σχεδόν παρόμοιος στους δοκιμαζόμενους των δύο<br />

ομάδων (P:NS), τον τελευταίο μήνα παρουσίασε<br />

μια αξιόλογη βελτίωση σε όλους τους ενήλικες,<br />

στατιστικά σημαντική μάλιστα σε αυτούς της Β<br />

ομάδας, P


Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Α.Γ. Βήτας και συν.<br />

ένας της Α (οι οποίοι κατάφεραν να ολοκληρώσουν<br />

το 6μηνο πρόγραμμα), εκδήλωσαν κάποιες<br />

σποραδικές έκτακτες κοιλιακές συστολές κατά τη<br />

διάρκεια της άσκησης, χωρίς όμως να διακοπή η<br />

διεξαγωγή της (δείκτης πρωιμότητας 60sec), οι συστολικές πιέσεις των κάτω άκρων<br />

σε φυσιολογικές αρτηρίες μένουν σταθερές ή<br />

μειώνονται ελαφρά, αντίθετα ελαττώνονται σημαντικά<br />

(±30mmHg) σε αρτηρίες με στενωτικές<br />

βλάβες. Η μείωση των συστολικών πιέσεων είναι<br />

ανάλογη της βαρύτητας των στενώσεων. Πολλές,<br />

διεθνούς κύρους μελέτες, συσχετίζουν θετικά τις<br />

παθολογικές τιμές του ΚΒΔ αγγειακών ασθενών,<br />

με την έκταση ή/και τη βαρύτητα των αθηρωματικών<br />

βλαβών του στεφανιαίου αγγειακού<br />

δικτύου 14,15 .<br />

Σύμφωνα με τον Wiecek και τους συνεργάτες<br />

του οι κυριότεροι παράγοντες που διαμορφώνουν<br />

την αξιοπιστία των τιμών από τη ΣΑΠ των δοκιμαζόμενων,<br />

είναι η χρονική στιγμή της μέτρησης<br />

(στο τέλος αυτής) και η εμπειρία του εξεταστή.<br />

Αποτελεί κλασική γνώση ότι η ΑΠ αμέσως μετά το<br />

τέλος της έντονης άσκησης παρουσιάζει βραχείας<br />

διάρκειας πτώση (ιδιαίτερα σε νεαρά άτομα),<br />

επανερχόμενη συνήθως στα φυσιολογικά επίπεδα<br />

εντός 45 – 55 sec. Έτσι, αποτελεί θεμελιώδη<br />

αναγκαιότητα όλες οι μετρήσεις (όπως εξάλλου<br />

και στη δική μας μελέτη), να γίνονται από τους<br />

ίδιους εξεταστές αμέσως μετά τα πρώτα 56 – 60 sec<br />

από τον τερματισμό της κάθε δοκιμασίας. Όταν<br />

ανευρίσκονται σε επανειλημμένες μετρήσεις μετά<br />

~1 min από οποιοδήποτε είδος άσκησης, ελαττωμένες<br />

συστολικές πιέσεις των κάτω άκρων κατά<br />

≥30mmHg από αυτές που είχαν καταγραφεί ΠΑ<br />

εν ηρεμία, τότε συνήθως είναι δηλωτικές περιφερικής<br />

αγγειακής νόσου και συνοδεύονται από<br />

ανάλογα κλινικά συμπτώματα 16 . Στον πληθυσμό<br />

της δικής μας εργασίας η μεγαλύτερη διαφορά<br />

ΣΑΠ που καταγράφηκε μεταξύ της ΠΑ εν ηρεμία<br />

και 1 min μετά την άσκηση, ήταν 25,8mmHg<br />

αφορούσε τα κάτω άκρα και δεν συνοδευόταν<br />

από κανένα κλινικό σύμπτωμα.<br />

Έναρξη των μετρήσεων αμέσως μετά το<br />

πρώτο λεπτό (από τη διεκπεραίωση της τελευταίας<br />

άσκησης του προγράμματος) προτείνει και ο Desvaux<br />

για κάθε υποψήφιο αθλούμενο άτομο, επισημαίνοντας<br />

ότι «ο ΚΒΔ μειώνεται αμέσως μετά<br />

την άσκηση σε υγιείς ενήλικες λόγω διαταραχών<br />

– μεταβολών εξαιτίας του πολύ υψηλού επιπέδου<br />

ροής (turbulences at high flow levels) και όχι λόγω<br />

μετακίνησης του δραστικού κυκλοφορούντος<br />

όγκου αίματος προς τους ασκούμενους μύες» 17 .<br />

Στον πληθυσμό της εργασίας μας, η μέση τιμή<br />

του ΚΒΔ κατά την έναρξή της βρέθηκε 1,11±0,06,<br />

η τιμή αυτή συμφωνεί μ’ αυτές του συνόλου


Α.Γ. Βήτας και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />

των ανακοινωμένων μελετών της παγκόσμιας<br />

βιβλιογραφίας, που αφορούν ανάλογους υγιείς<br />

ενήλικες 18,19 .<br />

Δυστυχώς όμως, δε βρέθηκαν ανάλογες<br />

εργασίες, τόσο από την ελληνική όσο και τη σύγχρονη<br />

διεθνή βιβλιογραφία, που να εξετάζουν τις<br />

μεταβολές του ΚΒΔ μετά από ένα συγκεκριμένο<br />

χρονικό διάστημα αντίστοιχης μεθοδολογικά,<br />

επιβλεπόμενης σωματικής άσκησης, σε υγιείς<br />

ενήλικες χωρίς τροποποιήσιμους παράγοντες<br />

αθηροσκλήρωσης. Εντοπίστηκαν δυο ενδιαφέρουσες<br />

παραθετικές τοποθετήσεις, η πρώτη από<br />

τον Gardner και τους συνεργάτες του: «…δεν<br />

είναι γνωστό εάν κατά πόσο μια στρατηγική στερεότυπης<br />

δοκιμασίας – άσκησης σε επιλεγμένους<br />

ασθενείς με τεκμηριωμένη περιφερική αποφρακτική<br />

αρτηριοπάθεια, θα μείωνε τον κίνδυνο<br />

της πρόωρης θνητότητας ή/και της (στατιστικά)<br />

σημαντικής καρδιαγγειακής νοσηρότητας». Η<br />

δεύτερη, προσομοιότερη και πιο πρόσφατη, από<br />

τον Lauer και τους συνεργάτες του, οι οποίοι<br />

σε τυχαίο δείγμα ασυμπτωματικών ενηλίκων,<br />

επιβαρυμένων όμως με διάφορους παράγοντες<br />

καρδιαγγειακού κινδύνου και με ποικίλη φυσική<br />

δραστηριότητα, εφάρμοσαν ορισμένα «πρωτοποριακά»<br />

προγράμματα άσκησης. Συμπερασματικά<br />

λοιπόν αναφέρεται ότι: «…η απάντηση του ΚΒΔ<br />

στους διαφόρους τύπους άσκησης δεν φαίνεται να<br />

είναι αρκετά σαφής…». Ακολούθως, αμφότεροι<br />

αινίττονται ορισμένα καινοτομικά αποτελέσματα,<br />

συγκριτικά με αυτά των μέχρι σήμερα παρεμφερών<br />

ανακοινωμένων μελετών, ενώ παράλληλα<br />

αφήνουν και σαφείς αιχμές ελλόγιμης βιβλιογραφικής<br />

ένδειας 20,21 . Εντοπίστηκαν ακόμη αρκετές<br />

εργασίες που μελέτησαν τις μεταβολές του ΚΒΔ<br />

μετά από μέγιστη φυσική άσκηση σε νέους και ηλικιωμένους,<br />

σε αθλητές και ανάσκητους, ακόμη και<br />

σε ποδηλάτες 22­24 . Σε καμία παρεμφερή μελέτη δεν<br />

ανεβρέθηκε συνταύτιση των ασκήσεων, εξομοίωση<br />

του τύπου της άσκησης, ή των εκγυμναζόμενων<br />

μυϊκών ομάδων, μ’ αυτή της δικής μας εργασίας.<br />

Ακόμη, τα δείγματα του πληθυσμού των μελετών<br />

που εντοπίστηκαν δεν αφορούσαν ποτέ μόνο υγιείς<br />

ενήλικες δίχως παράγοντες καρδιαγγειακού<br />

κινδύνου.<br />

Συνεπώς, τα αποτελέσματα της μελέτης μας<br />

στερούνται συγκριτικής βιβλιογραφικής ανάλυσης.<br />

Χωρίς λοιπόν αντίλογο, και λαμβάνοντας<br />

υπόψη τις προαναφερθέντες τοποθετήσεις, τα<br />

απαρχής δεδομένα από μόνα τους εμπεριείχαν<br />

μια πρόκληση, να περιληφθεί όλη η απαραίτητη<br />

συντείνουσα Ιατρική γνώση πάνω σε ένα εξειδικευμένο<br />

πλαίσιο μιας πρωτότυπης επιστημονικής<br />

μελέτης, με άσειστη μεθοδολογικά διάρθρωση,<br />

ώστε να τα αποτελέσματά της αφ’ ενός να στερούνται<br />

αμφισβητήσεων και αφ’ ετέρου να αποτελέσουν<br />

ακαταφρόνητη βιβλιογραφική ειδημοσύνη.<br />

Ξεκινώντας λοιπόν, από την εποχή που άρχισαν<br />

να ακούγονται παγκοσμίως τα πρώτα συμπεράσματα<br />

για τα οφέλη της σωματικής άσκησης με<br />

αντιστάσεις. Σταχυολογούμε το σημασιολογικό<br />

έτος 1972, όταν ο Siegel και οι συνεργάτες του<br />

είχαν καταλήξει ότι η προπόνηση με βάρη δεν<br />

είναι ασφαλές μέσο άσκησης και παρουσιάζει<br />

αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης δυσάρεστων επιπλοκών<br />

(αρρυθμίες, δυσλειτουργία αριστερής<br />

κοιλίας). Ένα χρόνο αργότερα, ο Mullins και οι<br />

συνεργάτες του τονίζανε ότι ενδεχόμενη αύξηση<br />

του διπλού γινομένου, απότοκος της ισομετρικής<br />

(αναερόβιας) άσκησης, θα είχε ως δυσάρεστη<br />

συνέπεια την αιφνίδια αύξηση των αναγκών του<br />

μυοκαρδίου σε οξυγόνο, με άμεσο κίνδυνο πρόκλησης<br />

ισχαιμικών συμπτωμάτων σε ασθενείς με<br />

υποκλινική στεφανιαία νόσο, ενώ σε ασθενείς με<br />

φτωχή λειτουργία της αριστερής κοιλίας (μικρό<br />

κλάσμα εξώθησης), υπήρχε κίνδυνος εμφάνισης<br />

σοβαρών αρρυθμιών 25,26 .<br />

Τη δεκαετία του ’80 στα περισσότερα μέλη<br />

της Ιατρικής κοινότητας ανά τον κόσμο επικρατούσε<br />

έντονος σκεπτικισμός για το όφελος αυτού<br />

του είδους άσκησης, ενώ και η αντίστοιχη βιβλιογραφία<br />

ήταν φειδωλή. Τα προγράμματα των<br />

ισοτονικών (αερόβιων) ασκήσεων μονοπωλούσαν<br />

το είδος της συνιστώμενης άσκησης στους υγιείς<br />

αλλά και τους ασθενείς με ΚΝ.<br />

Νεότερες όμως ερευνητικές εργασίες, άρχισαν<br />

να αποδεικνύουν περίτρανα ότι η προπόνηση<br />

με βάρη είναι ασφαλής και από αιμοδυναμικής<br />

άποψης. Οι καλά σχεδιασμένες, ελεγχόμενες<br />

μελέτες, άρχισαν να πληθαίνουν και η πρώτη<br />

επίσημη ανατοποθέτηση ήρθε μαζί με τις οδηγίες<br />

της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας: «η<br />

άσκηση με αντιστάσεις εκτός ότι είναι ασφαλής<br />

ακόμη και στην πλειοψηφία των στεφανιαίων<br />

ασθενών, επιφέρει στους ασκούμενους πολλαπλά<br />

φυσιολογικά αλλά και ψυχολογικά οφέλη» 27 .<br />

Ένας δραστήριος ερευνητής της δεκαετίας<br />

του ’80, ο Kelemen, παρατήρησε ότι κατά τη διάρκεια<br />

της κυκλικής προπόνησης με αντιστάσεις, οι<br />

μέσες τιμές της ΚΣ ήταν σημαντικά χαμηλότερες<br />

137


Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Α.Γ. Βήτας και συν.<br />

συγκριτικά με τις τιμές των ιδίων ασκούμενων,<br />

όταν αυτοί εκτελούσαν (παρόμοιας έντασης)<br />

αερόβια άσκηση 28 .<br />

Αργότερα, πλήθος μελετών συμπλήρωνε ότι<br />

κατά την άσκηση με βάρη οι μέγιστες τιμές της<br />

ΑΠ των ασκούμενων είναι πολύ σημαντικά χαμηλότερες<br />

από τις αντίστοιχες όσων ακολουθούσαν<br />

προγράμματα αερόβιας άσκησης 29 . Όλες αυτές οι<br />

αντιλήψεις συμφωνούν απόλυτα με τα αποτελέσματα<br />

της δικής μας μελέτης.<br />

Τελευταία όμως, γίνεται λόγος για τη δυνατότητα<br />

υποστροφής της αθηρωμάτωσης δια μέσου<br />

της συστηματικής σωματικής άσκησης, ενώ και<br />

τα αποτελέσματα από τις σχετικές μελέτες είναι<br />

εντυπωσιακά. Ο Niebauer και οι συνεργάτες, έδειξαν<br />

ότι η συστηματική σε βάθος χρόνου άσκηση,<br />

επέφερε μείωση της εξέλιξης (59% έναντι 74%<br />

της ομάδας ελέγχου) και σε ποσοστό 19% των<br />

ασθενών συνετέλεσε στη σημαντική υποστροφή<br />

της αθηρωματικής βλάβης, ενώ κάτι αντίστοιχο<br />

δεν παρατηρήθηκε και στην ομάδα ελέγχου 30 .<br />

Σε μια άλλη συναφή εργασία αποδείχτηκε ότι<br />

απαιτείται κατανάλωση 1.533kcal/εβδομάδα μέσω<br />

της άσκησης για τη μείωση του ρυθμού εξέλιξης<br />

και 2.200kcal/εβδομάδα για την υποστροφή της<br />

αθηρωμάτωσης, σε ασθενείς με αγγειογραφικά<br />

διαπιστούμενες αθηρωματικές βλάβες 31 .<br />

Η δική μας μελέτη έδειξε ότι η δαπάνη 1.286<br />

kcal/εβδομάδα μέσω τακτικής αεροβικής άσκησης,<br />

μετά από 6 συνεχόμενους μήνες, προάγει τη<br />

σταθερή βελτίωση του ΚΒΔ κατά 0,16 (μέση τιμή),<br />

σε υγιείς ενήλικες δίχως τροποποιήσιμους παράγοντες<br />

καρδιαγγειακού κινδύνου, οι οποίοι δεν<br />

ασκήθηκαν ποτέ συστηματικά στο παρελθόν.<br />

Από την ανάλυση των αντιπαραθέσιμων<br />

δεδομένων μεταξύ των ομάδων, διαπιστώθηκε<br />

ότι μολονότι ο αρχικά Μ ΚΒΔ ΠΑ στην Α ομάδα<br />

ήταν σχεδόν ίσος (1,06) μ’ αυτόν στην ομάδα Β<br />

(1,08), μετά το τέλος της μελέτης ο Μ ΚΒΔ ΠΑ<br />

της πρώτης ομάδας παρέμεινε σχεδόν ο ίδιος<br />

(1,07 – μέση σταθερή βελτίωση του δείκτη: 0,01),<br />

ενώ της δεύτερης αυξήθηκε αρκετά (1,24 – μέση<br />

σταθερή βελτίωση του δείκτη: 0,16 – P=0,05).<br />

Αυτά τα δεδομένα αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον<br />

όταν συγκριθούν με τα αποτελέσματα<br />

προσφάτως ανακοινωμένων μελετών που κατέγραψαν<br />

αδιακρίτως τον ΚΒΔ εννέα (9) χιλιάδων<br />

ενηλίκων (screening tests), διαφόρων γεωγραφικών<br />

περιοχών, παρόμοιας φυλετικής μορφολογίας<br />

με αυτή του πληθυσμού της εργασίας μας και που<br />

138<br />

παρακολούθησαν (στη συνέχεια) την επίπτωση<br />

της καρδιαγγειακής νοσηρότητας και θνητότητας,<br />

για περισσότερα από επτά (7) συνεχόμενα έτη,<br />

κάνοντας στο τέλος αδρή διαστρωμάτωση του<br />

σχετικού κινδύνου. Αυτές οι μελέτες εκτιμούν<br />

ότι στατιστικά σημαντική αύξηση της επιβίωσης,<br />

με ταυτόχρονη σημαντική μείωση του σχετικού<br />

κινδύνου εκδήλωσης καρδιοαγγειακών συμβαμάτων<br />

(relative risk reduction 2,4 και 4,6 αντίστοιχα),<br />

επιτυγχάνεται με κάθε 0,1 αύξηση του<br />

ΚΒΔ (ανεξαρτήτως των επιμέρους παραγόντων<br />

κινδύνου ΚΝ) 32,33 .<br />

Πολυπαραγοντική στατιστική ανάλυση έδειξε<br />

ότι η μέση σταθερή βελτίωση του ΚΒΔ ανά ομάδα,<br />

μετά από έξι μήνες συστηματικής άσκησης, δεν<br />

παρουσίαζε αξιοσημείωτες διαφορές ανάμεσα<br />

στα δύο φύλα, τις ηλικιακές υποομάδες ή μεταξύ<br />

των απογόνων ασθενών με ΚΝ και των υπολοίπων<br />

ενηλίκων της εργασίας μας.<br />

Επίσης, ένα ακόμη σημαντικό εύρημα της<br />

μελέτης μας, αποτελεί η ελάττωση της διαφοράς<br />

του ΚΒΔ ανάμεσα στο δεξί και αριστερό ημιμόριο<br />

του σώματος στους ενήλικες της Β ομάδας (μέση<br />

διαφορά ΚΒΔ πριν την έναρξη της εργασίας 0,03<br />

και μέση διαφορά ΚΒΔ στο τέλος 0,01 – P=0,005),<br />

χωρίς να συμβεί κάτι ανάλογο και σ’ αυτούς της Α<br />

ομάδας. Μια ευρέως αποδεκτή, συμπερασματική<br />

διατύπωση, των Taylor και George: «…διαφορά<br />

του ΚΒΔ της τάξης του 0,18 μεταξύ των ημιμορίων<br />

του σώματος, σε ασυμπτωματικούς ενήλικες, αποτελεί<br />

ένα νέο – πρόσθετο διαγνωστικό κριτήριο<br />

για την περιφερική αρτηριακή αποφρακτική<br />

νόσο…», μας κάνει να κατανοήσουμε καλύτερα<br />

τη σπουδαιότητα των δικών μας ευρημάτων 34 .<br />

Σ’ αυτό το σημείο ανακύπτουν τρία εύλογα<br />

ερωτήματα:<br />

� Πώς θα διαμορφωνόταν οι τιμές του ΚΒΔ,<br />

εάν παρόμοια πρωτόκολλα άσκησης εκτελούνταν<br />

και από άτομα επιβαρυμένα με<br />

διάφορους τροποποιήσιμους παράγοντες<br />

καρδιαγγειακού κινδύνου; (outcome).<br />

� Η διαφορά της ΣΑΠ των κάτω άκρων που<br />

προέκυπτε από τις μετρήσεις ΠΑ εν ηρεμία<br />

και 1 min μετά την τελευταία άσκηση θα<br />

μπορούσε να αποτελέσει πρώιμο προγνωστικό<br />

δείκτη για τη διαμόρφωση του ΚΒΔ<br />

στους συγκεκριμένους τύπους άσκησης που<br />

μελετήθηκαν; (outcome).<br />

� Η πιθανή αύξηση τόσο στη διάρκεια όσο και<br />

τη συχνότητα της αεροβικής άσκησης, θα


Α.Γ. Βήτας και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />

επιτύχαινε περαιτέρω αύξηση του ΚΒΔ; Εάν<br />

ναι, πόσο; (outcome).<br />

Κύρια, αντιξοότητα, πριν το σχεδιασμό ενός<br />

τέτοιου πιθανού μελλοντικού πρωτοκόλλου, όπου<br />

θα ζητηθεί αύξηση της διάρκειας, της έντασης,<br />

αλλά και της συχνότητας άσκησης, είναι ο αιφνίδιος<br />

καρδιακός θάνατος κατά τη διάρκεια της<br />

άθλησης. Αυτός ο κίνδυνος μας είχε απασχολήσει<br />

έντονα τόσο πριν όσο και κατά το χρόνο εκπόνησης<br />

της μελέτης, αφού τέσσερις στους πέντε<br />

αιφνίδιους καρδιακούς θανάτους που συμβαίνουν<br />

κατά τη διάρκεια της άθλησης (άσκησης) αφορούν<br />

ασυμπτωματικά άτομα, άνω των 35 ετών 35 .<br />

Ένα απρόσμενο τέλος, που απειλεί ζωές,<br />

συνειδήσεις, υπολήψεις και σταδιοδρομίες. Η<br />

παρούσα μελέτη ποδηγετεί συνάμα την περαιτέρω<br />

έρευνα, καλπάζοντας παράλληλα και συναγωνιστικά<br />

προς τις δαμόκλειες σπάθες, που πάντα θα<br />

επικρέμονται στις κονίστρες, σε πείσμα επίπονων<br />

πρωτοκόλλων, μετρήσεων, αλγορίθμων, κόπων<br />

και αφιέρωσης.<br />

Συμπεράσματα<br />

Στον πληθυσμό της μελέτης μας, ο ΚΒΔ<br />

παρουσίασε μια μικρή, αλλά σταθερή ηλικιωεξαρτώμενη<br />

ελάττωση, από τις μικρότερες προς<br />

τις μεγαλύτερες ηλικίες (δηλ. οι τιμές του ήταν<br />

αντιστρόφως ανάλογες των ηλικιών του δείγματος<br />

που εξετάστηκε).<br />

Οι ενήλικες που εκτέλεσαν το 6μηνο πρόγραμμα<br />

συστηματικής αεροβικής άσκησης, παρουσίασαν<br />

στη λήξη της μελέτης μια σημαντική<br />

σταθερή βελτίωση του ΚΒΔ, χωρίς να συμβεί<br />

κάτι ανάλογο και σε εκείνους που ασκήθηκαν με<br />

βάρη. Πιο συγκεκριμένα, φάνηκε ότι η δαπάνη<br />

1.286kcal/εβδομάδα, για 6 συνεχόμενους μήνες,<br />

δια μέσου της τακτικής αεροβικής άσκησης,<br />

προκάλεσε σημαντική βελτίωση του ΚΒΔ των<br />

εν λόγω ασκούμενων. Αντίθετα, η ίδια δαπάνη<br />

kcal/εβδομάδα για το ίδιο χρονικό διάστημα, σε<br />

εξομοιωμένο δείγμα πληθυσμού, κατάφερε να<br />

βελτιώσει, χωρίς όμως στατιστική σημαντικότητα,<br />

τον ΚΒΔ των δοκιμαζόμενων της ομάδας Α.<br />

Η μέση σταθερή βελτίωση του ΚΒΔ στο τέλος<br />

της μελέτης, βρέθηκε σχεδόν παρόμοια (χωρίς<br />

στατιστική σημαντικότητα) μεταξύ των ενηλίκων<br />

σε κάθε ομάδα ξεχωριστά, ανεξάρτητα από τις<br />

τιμές που είχαν καταγραφεί κατά την έναρξη της<br />

εργασίας. Αυτό φανερώνει ότι η διαμόρφωση του<br />

δείκτη οφείλεται κατά μείζονα λόγο από τύπο<br />

της άσκησης και δεν επηρεάζεται από τους μη<br />

τροποποιήσιμους παράγοντες καρδιαγγειακού<br />

κινδύνου.<br />

Η συστηματική αεροβική άσκηση επιτελούμενη<br />

σε βάθος χρόνου (6 μήνες), έδειξε ότι μπορεί<br />

να ελαττώσει σημαντικά τη σταθερή διαφορά<br />

του ΚΒΔ ανάμεσα στα ημιμόρια του σώματος<br />

των ασκούμενων, μειώνοντας παράλληλα και<br />

τον κίνδυνο εμφάνισης περιφερικής αρτηριακής<br />

νόσου. Κάτι ανάλογο δε συνέβη και σε όσους<br />

γυμνάστηκαν με αντιστάσεις.<br />

Στο δείγμα πληθυσμού που μελετήθηκε, η<br />

αναερόβια άσκηση φάνηκε ασφαλέστερη της<br />

αερόβιας, όσον αφορά τις επιπλοκές ρυθμού από<br />

την καρδιά.<br />

Ίσως, χρειάζονται κι άλλες, μεγαλύτερες μελέτες,<br />

προκειμένου να εδραιωθούν τα παραπάνω<br />

συμπεράσματα. Όμως, έστω και οι υπάρχουσες<br />

ενδείξεις, καθιστούν αναγκαία την ανεπιτήδευτη<br />

υπόδειξη τόσο του τύπου όσο και της μεθόδου<br />

ασφαλούς διεξαγωγής σωματικής άσκησης, που<br />

συνάδει σε υγιείς (ασυμπτωματικούς) ενήλικες οι<br />

οποίοι επιθυμούν να μειώσουν τον καρδιαγγειακό<br />

τους κίνδυνο.<br />

Ευχαριστίες<br />

• Ευχαριστούμε θερμά όλους τους εθελοντές<br />

συμμετέχοντες, που αποτέλεσαν τον πληθυσμό<br />

της εργασίας, για το σεβασμό την εμπιστοσύνη<br />

αλλά και τη συνέπεια που έδειξαν.<br />

Χωρίς τη συμβολή τους η πραγματοποίηση<br />

της μελέτης μας θα ήταν αδύνατη.<br />

• Ευχαριστούμε θερμά τη διεύθυνση και το<br />

προσωπικό από το γυμναστήριο INTESIO,<br />

Προύσης 32 ­ Δράμα, για την πολύτιμη βοήθειά<br />

τους στη διεξαγωγή και διεκπεραίωση<br />

της μελέτης.<br />

• Ευχαριστούμε θερμά τη διεύθυνση και το<br />

προσωπικό από το γυμναστήριο KINISIS<br />

– Health and Fitness Center, Αθηνάς 2 ­<br />

Δράμα, για την πολύτιμη βοήθειά τους στη<br />

διεξαγωγή και διεκπεραίωση της μελέτης.<br />

• Ευχαριστούμε θερμά τη διεύθυνση και το<br />

προσωπικό από το γυμναστήριο SPORT<br />

FITNESS CLUB, Ελευθερίου Βενιζέλου 125<br />

­ Δράμα, για την πολύτιμη βοήθειά τους στη<br />

139


Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Α.Γ. Βήτας και συν.<br />

140<br />

διεξαγωγή και διεκπεραίωση της μελέτης.<br />

Βιβλιογραφία<br />

1. Παπαδημητρίου Μ. Εσωτερική Παθολογία. Αρτηριακή<br />

Υπέρταση. 2ος Τόμος 7. University Studio<br />

Press Θεσσαλονίκη, 1998, σελ:895­897.<br />

2. Cotran R. Pathologic Basis of Disease. 5th Vol.<br />

Philadelphia Sauders, 1994, pp:467­516.<br />

3. Jeanette Mladenovic MD. Primary Care Secrets.<br />

2nd Vol. HALEY Philadelphia, pp:531­541,<br />

2001.<br />

4. Raman PG. Ankle Brachial Index as a Predictor<br />

of Generalized Atherosclerosis. J Assoc Physicians<br />

India, 49:1074­1077, 2001.<br />

5. Leng GC. Use of Ankle Brachial Pressure Index<br />

to Predict Cardiovascular Events and Death: A<br />

Cohort Study, BMJ, 70:1440­1444, 1999.<br />

6. Vander LB. Acute Cardiovascular Responses to<br />

Nautilus Exercise: implications. Ann Sports Med,<br />

2:165­169, 1987.<br />

7. Βόλακλης Κ. Επίδραση Ενός Εξειδικευμένου<br />

Προγράμματος Συνδυασμού Άσκησης με Βάρη<br />

και Αερόβιας Άσκησης στα Επίπεδα Λιπιδίων και<br />

Λιποπρωτεϊνών σε Ασθενείς με Στεφανιαία Νόσο.<br />

Ελληνική Καρδιολογική Επιθεώρηση, 5:424­431,<br />

2001.<br />

8. Hurley B. Resistive Training cans Reduce Coronary<br />

Risk Factors without Altering VO2max or<br />

Percent Body Fat. Med Sci Sports Exerc, 20:150­<br />

154, 1988.<br />

9. Αδαμόπουλος Π. Η Παθολογία στην Ιατρική<br />

Πράξη. Πρόληψη. 1ος Τόμος. Α΄ Μέρος 3ο. Αθήνα,<br />

1998, σελ:120­122.<br />

10. AbuRahma AF. Overview of Noninvasive Vascular<br />

Techniques in PAD. Bergan JJ (Eds), pp:203­212,<br />

2000.<br />

11. Κόκκινος Φ. Παχυσαρκία και Καρδιοαγγειακή<br />

Νόσος: ο Ρόλος της Δίαιτας και Άσκησης. Καρδιά<br />

& Αγγεία, 4:306­316, 2003.<br />

12. Τούτουζας Π. Άσκηση και Καρδιαγγειακές Παθήσεις.<br />

Καρδιά και Αγγεία, 11:36­48, 2006.<br />

13. Κολιόπουλος Χ. Σύγχρονη Διάγνωση των Αγγειακών<br />

Παθήσεων. Αναίμακτοι Τρόποι Εξέτασης<br />

των Αρτηριοπαθών. Αθήνα, 1988, σελ:57­651.<br />

14. Papamichael C. Ankle­brachial Index as a Predictor<br />

of the Extent of Coronary Atherosclerosis and<br />

Cardiovascular Events in Patients with Coronary<br />

Artery Disease. Am J Cardiol, 86:615­618, 2000.<br />

15. Loponen P. Peripheral Vascular Disease as Predictor<br />

of Outcome after Coronary Artery Bypass<br />

Grafting. Scand J Surg, 2:160­165, 2002.<br />

16. Wiecek E. Comparison of Direct and Indirect<br />

Measures of Systemic Arterial Pressure during<br />

Weightlifting in CAD. Am J Cardiol, 66:1065­1069,<br />

1990.<br />

17. Desvaux B, Abraham P, Colin D, Leftheriotis G,<br />

Saumet J. Ankle to Arm Index Response to Exercise<br />

and Heart Stress in Healthy Subjects. Clin<br />

Physiol, 16:1­7, 1996.<br />

18. Ziegler R. Physiologic Assessment of PAD. Vascular<br />

Surgery. Vol. I. 5th Ed. Philadelphia, 2000,<br />

pp:140­165.<br />

19. Dormancy G. Intermittent Claudication: A Condition<br />

with Underrated Risks. Semin Vasc Surg<br />

12:96­108, 1999.<br />

20. Gardner A, Skinner J, Vaughan N, Bryant C, Smith<br />

L. Comparison of Treadmill Walking and Stair<br />

Climbing over a Range of Exercise Intensities in<br />

Peripheral Vascular Occlusive Disease. Angiology,<br />

44:353­360, 1993.<br />

21. Lauer M, Froelicher E, Williams M, Kligfield P.<br />

Exercise Testing in Asymptomatic Adults: a Statement<br />

for Professionals from the American Heart<br />

Association Council on Clinical Cardiology, S<br />

ubcommittee on Exercise, Cardiac Rehabilitation<br />

and Prevention. Circulation. Epub, 112:771­776,<br />

2005.<br />

22. Le Faucheur A, Desvaux BN, Bouye P, Jaquinandi<br />

V, Saumet JL, Abraham P. The Physiological<br />

Response of Ankle Systolic Blood Pressure and<br />

Ankle to Brachial Index After Maximal Exercise in<br />

Athletes is Dependent on Age. Eur J Appl Physiol,<br />

96:505­510, 2006.<br />

23. Desvaux B, Abraham P, Colin D, Leftheriotis G,<br />

Saumet JL. Ankle to Arm Index Following Maximal<br />

Exercise in Normal Subjects and Athletes.<br />

Med Sci Sports Exerc, 28:836­839, 1996.<br />

24. Abraham P, Desvaux B, Saumet JL. Ankle­Brachial<br />

Index After Maximum Exercise in Treadmill<br />

and Cycle Ergometers in Athletes. Clin Physiol,<br />

18:321­326, 1998.<br />

25. Siegel W. Use Isometric Hand­grip for the Indirect<br />

Assessment of Left Ventricular Function. Am J<br />

Cardiol, 30:48­54, 1972.<br />

26. Mullins C. Isometric Exercise and the Cardiac<br />

Patient. Texas Med, 69:53­58, 1973.<br />

27. Fletcher. Exercise Standards: A Statement for<br />

Health Care Professionals from the American<br />

Heart Association. Circulation, 91:580­615, 1999.<br />

28. Kelemen M. Circuit Weight Training in Cardiac<br />

Patients. J Am Coll. Cardiol, 7:38­42, 1986.<br />

29. Ghilarducci E. Effects of High Resistance Training<br />

in CAD. Am J Cardiol, 64:866­870, 1989.<br />

30. Niebauer J, Hambrecht R, Velich T, Hauer K,<br />

Marbuger C, Weiss C, Hodenberg E, Schlierf G,<br />

Schuler G, Zimmermann R, Kuebler W. Attenu­


Α.Γ. Βήτας και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />

ated Progression of Coronary Artery Disease After<br />

Six Years of Multifactorial Risk Intervention: Role<br />

of Physical Exercise. Circulation, 96:2534­2541,<br />

1997.<br />

31. Hambrecht R, Niebauer J, Marbuger C, Crunze<br />

M, Kaelberer B, Hauer K, Schlierf G, Kuebler<br />

W, Schuler G. Various Intensities of Leisure time<br />

Physical Activity in Patients with Coronary Artery<br />

Disease: Effects on Cardiorespiratory Fitness and<br />

Progression of Coronary Atherosclerotic Lesions.<br />

Journal of American Cardiology, 22:468­477,<br />

1993.<br />

32. Newman B. Ankle­Arm Index as a Predictor<br />

of Cardiovascular Disease and Mortality in the<br />

Cardiovascular Health Study. Arteriosclerosis<br />

Thrombus Vascular Biologic, 3:538­545, 2002.<br />

33. Hooie J. Peripheral Arterial Occlusive Disease:<br />

Prognostic Value of Signs, Symptoms, and the<br />

Ankle­brachial Pressure Index. Med Decis Making,<br />

2:99­107, 2002.<br />

34. Taylor A, George K. Ankle to Brachial Pressure<br />

Index in Normal Subjects and Trained Cyclists<br />

with Exercise­Induced Leg Pain. Med Sci Sports<br />

Exercise, 33:1862­1867, 2001.<br />

35. Κυρατζόγλου Θ. Αθλητική Δραστηριότητα. Συνοψίζοντας,<br />

τι Πρέπει να Γνωρίζει ο Καρδιολόγος<br />

της Πρώτης Γραμμής. Καρδιά & Αγγεία, 7:152­<br />

155, 2002.<br />

141


Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Δ. Γιαννόπουλος και συν.<br />

Primary Heatlh Care, Volume 18, Number 3, 142-148, 2006<br />

Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, Τόμος 18, Τεύχος 3, 142-148, 2006<br />

Κάπνισμα: Εξάρτηση και Βαθμός Ενημέρωσης<br />

σε Μαθητές Μέσης Εκπαίδευσης και τους γονείς τους<br />

Δ. Γιαννόπουλος 1 , Α. Αρβανίτης 2 , Σ. Βουλιώτη 1 , Μ. Χρονοπούλου 2 , Α. Σκαρπέλος 3 , Ν. Ραζής 4<br />

και ομάδα εργασίας του Τμήματος Γενικής Ιατρικής Γ.Ν. Πατρών «Ο Άγιος Ανδρέας»<br />

Περίληψη<br />

Σκοπός: Παρ’ όλη την εντατική αντικαπνιστική εκστρατεία των τελευταίων ετών,<br />

το πρόβλημα του καπνίσματος στον ελληνικό πληθυσμό και ειδικότερα στους<br />

εφήβους παραμένει έντονο. Σκοπός της μελέτης είναι η εκτίμηση του μεγέθους<br />

του προβλήματος σε μαθητές Γυμνασίου και στους γονείς τους. Πληθυσμός μελέτης<br />

και μέθοδος: Μετά τη λήψη των καταλλήλων αδειών από τη Περιφερειακή<br />

Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας & Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Δυτικής Ελλάδας,<br />

απευθυνθήκαμε σε 640 συνολικά μαθητές (ηλικία: 11-15 ετών) 5 Γυμνασίων.<br />

Στους μαθητές μοιράστηκαν δύο ανώνυμα ερωτηματολόγια, ένα για να απαντηθεί<br />

από τους ίδιους και ένα για να απαντηθεί από έναν εκ των γονέων τους (τυχαία<br />

επιλογή από τους μαθητές). Τα ερωτηματολόγια μαθητή – γονέα παρέμειναν σε<br />

αντιστοιχία. Οι ερωτήσεις αφορούσαν στις καπνιστικές συνήθειες μαθητών και<br />

γονέων, στην ενημερότητα των γονέων για το εάν καπνίζουν τα παιδιά τους και,<br />

τέλος, στη γνώση των συνεπειών του καπνίσματος. Αποτελέσματα: 35% των<br />

μαθητών καπνίζουν, με υπεροχή των αγοριών (P


Δ. Γιαννόπουλος και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />

Smoking: Dependence and degree of briefing in students of medium<br />

education and their parents<br />

D. Giannopoulos, A. Arvanitis, S. Voulioti, M. Chronopoulou, A. Skarpelos, N.<br />

Razis and General Practice Department work-team of “St. Andrew” General<br />

Hospital of Patra<br />

Summary<br />

Aim: In spite of the intensive anti-smoking expedition of the last years, the problem<br />

of smoking in the Greek population and more specifically in adolescents remains<br />

intense. The aim of the study is to estimate the size of the problem in High School<br />

students and their parents. Study population and method: Having obtained<br />

suitable authorization, we addressed 640 students (age: 11-15 years) from 5<br />

High Schools. We gave them two anonymous questionnaires to be answered<br />

by themselves and also by their parents. The questionnaires of each student<br />

and his/her parent were kept in correspondence. The questions concerned the<br />

smoking habits of students and their, parents, the knowledge of parents as to<br />

whether their children smoke, and the consequences of smoking. Results: 35%<br />

(224) of students smoke with a predominance of boys (P


Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Δ. Γιαννόπουλος και συν.<br />

προπαγάνδας, η μέση ετήσια αύξηση κατανάλωσης<br />

ανήλθε πάλι στο 5% 4,5 .<br />

Βέβαια σαν αντίδραση στα μέτρα περιορισμού<br />

του καπνίσματος σε παγκόσμια κλίμακα,<br />

η καπνοβιομηχανία εισήγαγε τα λεγόμενα “ελαφρά”<br />

τσιγάρα τα οποία περιέχουν λιγότερη ποσότητα<br />

πίσσας και νικοτίνης, “επιτρέπουν” όμως σε<br />

πολλούς καπνιστές να καπνίζουν περισσότερο.<br />

Η νικοτίνη είναι μία εθιστική ουσία όσο και<br />

η ηρωίνη. Τα δύο πιο γνωστά συστήματα ταξινόμησης<br />

των ψυχικών νόσων (ICD-10 και DSM-IV)<br />

εντάσσουν το κάπνισμα στις ψυχικές διαταραχές.<br />

Και στη χώρα μας παλαιότερες εργασίες, όπως<br />

των Χ. Φραγκίδη και Μ. Μαρσέλου από το Εργαστήριο<br />

Φαρμακολογίας του Πανεπιστημίου των<br />

Ιωαννίνων 6 υποστηρίζουν ότι το κάπνισμα είναι<br />

μια γνήσια φαρμακευτική εξάρτηση και ότι η<br />

κεντρική δράση της νικοτίνης είναι ένας ισχυρός<br />

πρωταρχικός ενισχυτής εξαρτημένης συμπεριφοράς.<br />

Σε αρκετές μελέτες επίσης όπως του Γ.Ν.<br />

Χριστοδούλου καθώς και των Α. Κοκκέβη και Κ.<br />

Στεφανή τονίζεται ότι ένας από τους λόγους που<br />

ο καπνιστής συνεχίζει το κάπνισμα είναι η διατήρηση<br />

του επιπέδου της νικοτίνης στο αίμα 7,8 .<br />

Το κάπνισμα, ως φαινόμενο (και τρόπος<br />

ζωής), κάνει την εμφάνιση του, δυστυχώς, στις<br />

πρώτες νεανικές ηλικίες. Στην ηλικία των 14 έως<br />

15 ετών τα ποσοστά των συστηματικών ή ευκαιριακών<br />

καπνιστών κάνουν για πρώτη φορά δειλά<br />

την εμφάνιση τους.<br />

Η έρευνα αυτή αποτελεί τμήμα ευρύτερης<br />

προσπάθειας να αποτυπωθεί η εικόνα υγείας των<br />

κατοίκων της ευρύτερης περιοχής ευθύνης των<br />

Κέντρων Υγείας των Νομών Αχαΐας και Ηλείας<br />

και να εκτιμηθεί η ανάγκη σχεδιασμού παρεμβάσεων,<br />

έχοντας στόχο τη βελτίωση της υγείας<br />

του πληθυσμού και της ποιότητας ζωής, με βάση<br />

τις σύγχρονες αντιλήψεις που επικρατούν για τη<br />

Δημόσια Υγεία (New Public Health), όπως προωθούνται<br />

από το πρόγραμμα “Υγιείς Πόλεις” της<br />

Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (WHO Healthy<br />

Cities project). Ο αντικειμενικός σκοπός αυτής<br />

της έρευνας ήταν να εστιάσει στην εκτίμηση του<br />

φαινόμενου «κάπνισμα» ως προς συγκεκριμένα<br />

χαρακτηριστικά (έναρξη, συστηματικότητα, είδος,<br />

ημερήσια κατανάλωση, παρακίνηση από το<br />

οικείο περιβάλλον κ.ά.) και την επιβάρυνση που<br />

προκαλεί στο επίπεδο και την ποιότητα ζωής του<br />

πληθυσμού. Από την ανάλυση των απαντήσεων των<br />

πολιτών (μαθητών και γονέων) που συμμετείχαν<br />

144<br />

μελετήθηκαν οι τρόποι ζωής και συμπεριφοράς (life<br />

styles) για την υγεία και την ποιότητα ζωής που υιοθετεί<br />

ο πληθυσμός απέναντι σε ένα συγκεκριμένο<br />

παράγοντα κινδύνου, το κάπνισμα.<br />

Πληθυσμός μελέτης και μέθοδος<br />

Ξεκινήσαμε με τη λήψη των καταλλήλων<br />

αδειών από τη Περιφερειακή Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας<br />

& Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Δυτικής<br />

Ελλάδας, για τη νόμιμη διεξαγωγή της έρευνάς<br />

μας. Απευθυνθήκαμε σε 640 συνολικά μαθητές<br />

(298 αγόρια και 342 κορίτσια) ηλικίας 11-15 ετών<br />

(Μέσος Όρος Ηλικίας: 12,8 ετών), 5 Γυμνασίων<br />

(Ερυμάνθειας, Καμαρών, Οβρυάς και Βάρδας).<br />

Στους μαθητές μοιράστηκαν δύο ανώνυμα ερωτηματολόγια,<br />

ένα για να απαντηθεί από τους<br />

ίδιους και ένα για να απαντηθεί από έναν εκ των<br />

γονέων τους (τυχαία επιλογή από τους μαθητές).<br />

Το ερωτηματολόγιο που χρησιμοποιήθηκε στην<br />

παρούσα μελέτη για το γονέα περιλάμβανε ερωτήσεις<br />

σχετικές με την καταγραφή των ακόλουθων<br />

παραμέτρων:<br />

1. την ηλικιακή και κατά φύλο αναλογία καπνιστών<br />

2. τον αριθμό των μελών της οικογένειας<br />

3. αν είναι καπνιστής και το είδος του καπνίσματος<br />

4. την ημερήσια ποσότητα κατανάλωσης καπνού<br />

5. την κατανομή του καπνίσματος στη διάρκεια<br />

της ημέρας<br />

6. τις τοποθεσίες που καπνίζει (δουλειά - σπίτι)<br />

7. τα δωμάτια καπνίσματος εντός της οικίας<br />

του<br />

8. τις καπνιστικές συνήθειες του/της συζύγου<br />

του<br />

9. τις καπνιστικές συνήθειες των παιδιών του<br />

10. τις καπνιστικές συνήθειες των στενών του<br />

φίλων<br />

11. τις συνέπειες του καπνίσματος (αναφέραμε<br />

κάποιες από αυτές και σημείωνε ποιες του/της<br />

ήταν γνωστές)<br />

12. αν κάνει χρήση αλκοόλ – και παράλληλα<br />

καπνίσματος<br />

Αντίστοιχα το ερωτηματολόγιο που χρησιμοποιήθηκε<br />

για το μαθητή περιλάμβανε ερωτήσεις<br />

σχετικές με την καταγραφή των ακόλουθων παραμέτρων:


Δ. Γιαννόπουλος και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />

1. την ηλικιακή και κατά φύλο αναλογία καπνιστών<br />

2. τον αριθμό των μελών της οικογένειας<br />

3. αν είναι καπνιστής και το είδος του καπνίσματος<br />

4. αν έχει δοκιμάσει ποτέ να καπνίσει<br />

5. την ημερήσια ποσότητα κατανάλωσης καπνού<br />

6. την κατανομή του καπνίσματος στη διάρκεια<br />

της ημέρας<br />

7. τις τοποθεσίες που καπνίζει (σχολείο - σπίτι<br />

- δρόμο - καφετέρια - φροντιστήριο)<br />

8. αν κατά τη διάρκεια του καπνίσματος τσιγάρου,<br />

εισπνέει τον καπνό<br />

9. αν καπνίζουν άλλα μέλη της οικογένειας του,<br />

πόσα και ποια είναι αυτά<br />

10. τις καπνιστικές συνήθειες των στενών του<br />

φίλων<br />

11. αν γνωρίζουν οι γονείς του το ότι καπνίζει<br />

12. αν καπνίζει μπροστά στους γονείς του ή σε<br />

άλλους συγγενείς και ποιους<br />

13. τις συνέπειες του καπνίσματος (αναφέραμε<br />

κάποιες από αυτές και σημείωνε ποιες του/της<br />

ήταν γνωστές).<br />

Τα ερωτηματολόγια μαθητή – γονέα παρέμειναν<br />

σε αντιστοιχία.<br />

Για τη στατιστική ανάλυση χρησιμοποιήθηκε<br />

το χ 2 test (confidence interval 95%).<br />

Αποτελέσματα<br />

Από τους 640 μαθητές που ερωτήθηκαν ανέφεραν<br />

ότι καπνίζουν οι 224 (35%), με υπεροχή<br />

των αγοριών (P


Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Δ. Γιαννόπουλος και συν.<br />

Σε ποσοστό 40,6 % οι μαθητές αναφέρουν<br />

ότι καπνίζουν οι στενοί τους φίλοι. Μόλις το 7,1%<br />

των μαθητών δηλώνει πως γνωρίζουν οι γονείς<br />

τους ότι είναι καπνιστές. Ιδιαίτερη σημασία έχει<br />

η αναφορά τους ότι σε συντριπτική πλειοψηφία<br />

το γνωρίζει η μητέρα τους μόνο και όχι ο πατέρας<br />

τους. 88 μαθητές δηλώνουν ότι καπνίζουν μπροστά<br />

στα αδέρφια τους (με στατιστικά ασήμαντη διαφορά<br />

σε ηλικίες αδερφών – μεγαλύτερη ή μικρότερη,<br />

και ανεξαρτήτως φύλου), ενώ 102 αναφέρουν ότι<br />

καπνίζουν μπροστά σε ξαδέλφια τους.<br />

Ποσοστό γονέων που καπνίζουν: 76,1%, χωρίς<br />

σημαντική υπεροχή κάποιου φύλου. Υπήρξε<br />

αξιοσημείωτη υπεροχή των καπνιζόντων γονέων<br />

για τους καπνίζοντες μαθητές (P


Δ. Γιαννόπουλος και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />

Χαρακτηριστικό γεγονός που παρουσιάστηκε<br />

στην έρευνα είναι ότι οι νέοι αγνοούν ότι το<br />

κάπνισμα μειώνει τη σωματική τους ανάπτυξη σε<br />

αυτή την τρυφερή ηλικία που βρίσκονται. Μόλις<br />

το 10,06% του συνολικού αριθμού των αγοριών<br />

(καπνιζόντων και μη) και το 11,7% του συνολικού<br />

αριθμού των κοριτσιών φαίνεται να γνωρίζουν<br />

αυτήν τη συνέπεια του καπνίσματος. Ένα άλλο<br />

δυσάρεστο αποτέλεσμα που πρέπει να επισημανθεί<br />

είναι τα μικρά ποσοστά για τη δύσπνοια<br />

και την κόπωση που απαντήθηκαν από όλες τις<br />

ηλικιακές ομάδες, γεγονός που έχει παρατηρηθεί<br />

και σε άλλες σχετικές έρευνες 9,10 .<br />

Μια άλλη παράμετρος που πρέπει να σημειωθεί<br />

είναι και οι χώροι που βρίσκουν οι μαθητές να<br />

καπνίζουν. Η έρευνα έδειξε πως το 55% περίπου<br />

των μαθητών, βρίσκουν σαν εύκολη λύση το δρόμο<br />

και το φροντιστήριο, αφού τα θεωρούν τοποθεσίες<br />

με τον λιγότερο έλεγχο από τους γονείς τους.<br />

Είναι απαραίτητη η Αγωγή Υγείας στα σχολεία<br />

προκειμένου να βελτιωθεί η εκπαίδευση<br />

των οικογενειών για την πρόληψη του καπνίσματος.<br />

Είναι για τον λόγο αυτό επιβεβλημένος<br />

ο σχεδιασμός αντικαπνιστικών προγραμμάτων τα<br />

οποία θα απευθύνονται ειδικά στους εφήβους, με<br />

προσεκτική προσέγγιση, ψυχολογική υποστήριξη<br />

και συνεχή παρακολούθηση 11 .<br />

Σύμφωνα με μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί<br />

στο Ηνωμένο Βασίλειο, τουλάχιστον το 70%<br />

των καπνιστών επισκέπτονται κάθε χρόνο τον<br />

Οικογενειακό τους Ιατρό ενώ περισσότεροι από<br />

50% επισκέπτονται τον οδοντίατρο και πολλοί<br />

επισκέπτονται ιατρούς άλλων κλινικών ειδικοτήτων<br />

που επίσης μπορούν να παρέμβουν αποτελεσματικά<br />

στη μείωση του καπνίσματος 11,12 .<br />

Δεν πρέπει ωστόσο να λησμονούμε ότι, σύμφωνα<br />

με μελέτες, ένας σημαντικός λόγος μη ελάττωσης<br />

της συνήθειας του καπνίσματος στη χώρα<br />

μας είναι το γεγονός ότι οι γιατροί σε μεγάλη<br />

αναλογία είναι καπνιστές οι ίδιοι 13,14 .<br />

Σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια διακοπής<br />

καπνίσματος διαδραματίζει ο γιατρός και μάλιστα<br />

ο Οικογενειακός γιατρός, ο οποίος με την<br />

προσωπική επαφή με τον ασθενή και με τη συχνή<br />

διαβούλευση μπορεί να απευθύνει τις κατάλληλες<br />

συμβουλές τόσο στον ίδιο όσο και στο περιβάλλον<br />

του καπνιστή 9 . Είναι λοιπόν επιβεβλημένη<br />

η εντατικότερη και εξειδικευμένη εκπαίδευση<br />

των γενικών γιατρών και γενικότερα όλων των<br />

λειτουργών της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας<br />

τόσο σε θέματα της θεραπευτικής προσέγγισης,<br />

όσο και σε θέματα της διαδικασίας προσέγγισης<br />

του ασθενή και της ανάπτυξης και κατάστρωσης<br />

ολοκληρωμένων στρατηγικών αντιμετώπισης της<br />

νόσου που λέγεται εξάρτηση από το τσιγάρο.<br />

Ασφαλώς η εμπειρία διδάσκει ότι είναι λάθος<br />

να περιμένουμε τις ενέργειες της αδιάφορης,<br />

τουλάχιστον, Πολιτείας. Ο επιστημονικός φορέας<br />

της Γενικής Ιατρικής στην Ελλάδα, η ΕΛ.Ε.ΓΕ.<br />

ΙΑ., οφείλει να αναλάβει πρωτοβουλίες. Το τελευταίο<br />

διάστημα φαίνεται ότι αναπτύσσεται ήδη<br />

κάποια εκπαιδευτική κινητικότητα προς αυτήν την<br />

κατεύθυνση.<br />

«...Και όμως εμείς πρέπει να πάρουμε τον αγώνα<br />

στα χέρια μας, αφού η Πολιτεία και οι διάφοροι άλλοι<br />

αδιαφορούν. Ο γιατρός δεν μπορεί να μείνει μόνο θεραπευτής.<br />

Πρέπει να γίνει παιδαγωγός των αρρώστων, των<br />

υγιών, των οικογενειών, του κόσμου και ιδιαίτερα αυτών<br />

που επηρεάζουν τη ζωή, τις εξελίξεις, και διαμορφώνουν<br />

τα κοινωνικά πρότυπα...»<br />

Σ. Δοξιάδης 15<br />

Βιβλιογραφία<br />

1. WHO. Tobacco: deadly in any form or disguise.<br />

Available from: www.who.int/tobacco/wntd (accessed:<br />

5 April 2006).<br />

2. Peto R, Lopez AD. Future worldwide health effects<br />

of currentsmoking patterns. In: Koop CE, Pearson<br />

CE, Schwarz MR, eds. Critical Issues in Global<br />

Health. San Francisco, Calif: Jossey-Bass; 2001.<br />

3. Hughes JR. Four beliefs that may imbede progress<br />

in the treatment of smoking. Tob Control, 8:323-<br />

326, 1999.<br />

4. Παπανικολάου ΠΓ. Νοοτροπία και μέθοδοι δράσεως<br />

της σύγχρονης καπνοβιομηχανίας και αντιμετώπιση<br />

τους από την κοινωνία στην πράξη. Ιατρική, 63:69-72,<br />

1993.<br />

5. Δρόσος ΘΙ. Κάπνισμα και Υγεία. Ιατρική, 54 (Παράρτημα):6-7,<br />

1988.<br />

6. Φραγκίδης Χ, Μαρσέλος Μ. Κάπνισμα: Απλή συνήθεια<br />

ή φαρμακευτική εξάρτηση; Ιατρική, 54(παράρτημα):73-79,<br />

1988.<br />

7. Χριστοδούλου ΓΝ. Το κάπνισμα: ένα βιο-ψυχοκοινωνικό<br />

φαινόμενο. Ιατρική, 54(Παράρτημα):8-9,<br />

1988.<br />

8. Κοκκέβη Α, Στεφανής Κ. Το κάπνισμα και οι ψυχοκοινωνικοί<br />

συντελεστές του. Ιατρική, 54(παράρτημα):65-72,<br />

1988.<br />

9. Chatziarsenis M, Lionis C, Makri E, Sapouna<br />

K, Fioretos M, Faresjo T, Mavromanolakis M,<br />

Vlachonikolis J, Trell E. Neapolis Hospital and<br />

Health Centre, Crete, Greece: Bringing commu-<br />

147


Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Δ. Γιαννόπουλος και συν.<br />

nity involvement into a Cretan primary/hospital<br />

care center: an evaluation of population habits and<br />

attitudes toward health care. J Med Syst, 23:123-<br />

131, 1999.<br />

10. Mazokopakis EE, Vlachonikolis IG, Lionis CD:<br />

Smoking behavior of Greek warship personnel.<br />

Mil Med, 168:929-933, 2003.<br />

11. Centers for Disease Control and Prevention. Physician<br />

and other health – care professional counseling<br />

of smokers to quit – United States, MMWR<br />

Morb Mortal Wkly Rep, 42:854-857, 1993.<br />

12. Hayward RA, Meetz HK, Shapiro MF, Freeman<br />

HE. Utilization of dental services: J Public Health<br />

148<br />

Dent, 49:147-152, 1989.<br />

13. Ρηγάτος Γ. Συχνότητα καπνίσματος και καπνιστικές<br />

συνήθειες μεταξύ των γιατρών των Αθηνών.<br />

Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής 27:89-93, 1985.<br />

14. Γιαννόπουλος Δ, Βουλιώτη Σ, Κουμαρέλας Β,<br />

Μιχάλης Δ, Καλοειδάς Μ. Παθητικό κάπνισμα.<br />

Στάση και συμπεριφορά του ιατρικού και παραϊατρικού<br />

προσωπικού σε σχέση με άλλες κατηγορίες<br />

εργαζομένων. Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας,<br />

13:24-28, 2001.<br />

15. Δοξιάδης Σ. Κάπνισμα: ευθύνες όλων. Ιατρική,<br />

54(Παράρτημα):5, 1988.


K. Μίχας και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />

Primary Heatlh Care, Volume 18, Number 3, 149-157, 2006<br />

Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, Τόμος 18, Τεύχος 3, 149-157, 2006<br />

Επιδημιολογικά στοιχεία της παχυσαρκίας σε εφήβους<br />

αστικής περιοχής. Αποτελέσματα από τη μελέτη VYRONAS<br />

Κ. Μίχας 1 , Γ. Τούντας 2 , Α. Αλεβίζος 1 , Β. Γκιζλής 1 , Ε. Κωνσταντίνου 1 , Δ.Β. Παναγιωτάκος 3 ,<br />

Μ. Παπαθανασίου 1 , Π. Δασκαλάκης 1 , Κ. Μαραγιάννης 1 , Στ. Αργυριάδου 4 , Κ. Κιντζογλανάκης 1 ,<br />

Χ. Σπέντζος 1 , Ι. Λέντζας 1 , Ελ. Μπουρνουσούζης 6 , Α. Μαριόλης 1<br />

Περίληψη<br />

Σκοπός: Το πρόβλημα της παχυσαρκίας επεκτείνεται και σε μικρότερες από<br />

τις αναμενόμενες ηλικίες. Ήδη, διεθνείς δημοσιεύσεις έχουν υπογραμμίσει την<br />

επέκταση του φαινόμενου στην εφηβική ηλικία. Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε<br />

να αποτελεί εξαίρεση. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η επιδημιολογική<br />

περιγραφή δεδομένων από νέους αστικής περιοχής, όπως αυτά αντλούνται από<br />

τη μελέτη VYRONAS, η οποία υλοποιήθηκε από το κέντρο Υγείας Βύρωνα, το<br />

1 ο κέντρο υγείας αστικού τύπου στη χώρα. Πληθυσμός μελέτης και μέθοδος:<br />

Το δείγμα της μελέτης αποτέλεσαν 2153 έφηβοι, μαθητές των Γυμνασίων και<br />

Λυκείων του Δήμου Βύρωνα Αττικής (Εύρος ηλικίας 12-18 έτη, 50,5% αγόρια,<br />

49,5% κορίτσια). Χρησιμοποιήθηκε πιστοποιημένο ερωτηματολόγιο για θέματα<br />

σχετικά με δημογραφικά, οικογενειακά και συμπεριφορικά χαρακτηριστικά. Το<br />

ποσοστό απόκρισης ήταν 92,3%. Πραγματοποιήθηκαν μονοπαραγοντικές και<br />

πολυπαραγοντικές στατιστικές αναλύσεις. Αποτελέσματα: Το γυναικείο φύλο, η<br />

αύξηση της ηλικίας, η άθληση ≥5 ώρες εβδομαδιαίως είχαν ευεργετική επίδραση<br />

όσον αφορά στη μη ανάπτυξη παχυσαρκίας (OR: 0,5, 0,8, 0,7 αντίστοιχα),<br />

ενώ η παχυσαρκία πατέρα, μητέρας, το κάπνισμα και η καθιστική ζωή για ≥2<br />

ώρες ημερησίως είχαν επιβαρυντική δράση (OR: 2,3, 2,5, 2,00, 1,3 αντίστοιχα).<br />

Όλες οι επιδράσεις ήταν στατιστικά σημαντικές (P


Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας K. Μίχας και συν.<br />

Epidemiologic study of obesity in adolescents of an urban area. Results of<br />

the VYRONAS STUDY<br />

C. Mihas, Y. Tountas, A. Alevizos, V. Gizlis, E. Konstantinou, M. Papathanassiou,<br />

D.B. Panagiotakos, P. Daskalakis, K. Marayiannis, J. Lentzas, St. Argyriadou, E.<br />

Filippoupolitou, E. Bournousouzis, A. Mariolis<br />

Summary<br />

Background/Aim: The obesity problem seems to plague western societies.<br />

International studies have underlined the extension of the phenomenon in<br />

adolescence. Greece could not be an extent. The aim of this study is to describe<br />

and evaluate data regarding obesity in adolescents of an urban area of Greece<br />

as they have been recorded during the VYRONAS study which was carried out<br />

by the Health Center of Vyronas, the 1 st Urban Health Center in Greece. Study<br />

population and Methods: The sample of our study consisted of 2153 adolescents,<br />

all students of Vyronas High Schools (Age range 12-18 years, 50.5% boys, 49.5%<br />

girls). A validated questionnaire was used recording various demographic, family<br />

and lifestyle variables. The response ratio was 92.33%. Various univariate and<br />

multivariate statistical analyses were performed. Results: Female, age, and physical<br />

activity for ≥5 hours/week had a beneficial effect on healthy weight (OR: 0.5,<br />

0.8, 0.7 respectively) whereas obese father and mother, smoking and a sedentary<br />

lifestyle had an obesity promoting effect (OR: 2.3, 2.5, 2.00, 1.3 respectively).<br />

All effects were statistically significant (P


K. Μίχας και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />

συμμετοχής (92,3%). Οι γονείς των μαθητών είχαν<br />

ενημερωθεί και συνυπογράψει με τους μαθητές<br />

έντυπο ενημερωτικό υλικό για τους στόχους και<br />

τη διαδικασία της μελέτης. Ζητήθηκε από όλους<br />

τους συμμετέχοντες να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο<br />

93 κλειστών ερωτήσεων πολλαπλής<br />

επιλογής. Το ερωτηματολόγιο δόθηκε εντός των<br />

σχολικών αιθουσών την τελευταία ώρα της σχολικής<br />

ημέρας ύστερα από συνεννόηση με τους καθηγητές<br />

των σχολείων και ήταν σχεδιασμένο ώστε<br />

να μπορεί να συμπληρωθεί εντός 40 λεπτών. Την<br />

όλη διαδικασία επέβλεπαν και συντόνιζαν ιατροί<br />

Γενικής Ιατρικής και επισκέπτες υγείας από την<br />

ομάδα αγωγής υγείας του κέντρου υγείας Βύρωνα.<br />

Οι παραπάνω είχαν εκπαιδευθεί στο κέντρο<br />

υγείας προκειμένου να υπάρχει κοινή γραμμή για<br />

διευκρινιστικά σχόλια επί του ερωτηματολογίου<br />

που ήθελε προκύψουν από τους μαθητές.<br />

Η ανάλυση ισχύος που πραγματοποιήθηκε<br />

έδειξε πως ο αριθμός των συμμετεχόντων ήταν<br />

αρκετός για να καταδείξει διαφορές σε μεταβλητές<br />

μεταξύ των υποομάδων του δείγματος σε<br />

ποσοστό μεγαλύτερο του 3,5% επιτυγχάνοντας<br />

στατιστική ισχύ μεγαλύτερη του 90% σε επίπεδο<br />

σημαντικότητας P


Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας K. Μίχας και συν.<br />

υπάρχουν και άλλες συνήθειες, -πιο σπάνιες στους<br />

νέους- σχετιζόμενες με καθιστικό τρόπο ζωής-,<br />

δεν ήταν δυνατό να καταγραφεί ο πλήρης χρόνος<br />

καθιστικής ζωής την εβδομάδα.<br />

Στατιστική ανάλυση<br />

Οι συνεχείς μεταβλητές παρουσιάζονται<br />

ως μέσες τιμές και τυπικές αποκλίσεις, ενώ οι<br />

κατηγορικές μεταβλητές με τη μορφή απόλυτων<br />

και σχετικών συχνοτήτων. Οι διαφορές μεταξύ<br />

συνεχών μεταβλητών ανά φύλο ελέγχθηκαν με το<br />

Student’s t-test αφού προηγήθηκε γραφικός και<br />

στατιστικός κατά Shapiro-Wilk έλεγχος κανονικότητας<br />

των υπό εξέταση μεταβλητών και έλεγχος<br />

ισότητας διασπορών, ενώ για την ίδια σύγκριση<br />

μεταξύ των ποιοτικών χαρακτηριστικών χρησιμοποιήθηκε<br />

το στατιστικό κριτήριο Pearson x 2 . Για<br />

τον έλεγχο της κατανομής των ατόμων σε νορμοβαρή,<br />

υπέρβαρα και παχύσαρκα ανά τις ηλικιακές<br />

ομάδες, χρησιμοποιήθηκε η κατά Cuzick (1985)<br />

επέκταση του κριτηρίου Wilxocon-rank sum για<br />

έλεγχο τάσης. Χρησιμοποίηθηκε λογαριθμιστική<br />

μονοπαραγοντική παλινδρόμηση (logistic regression)<br />

προκειμένου να εξετασθεί η συσχέτιση μεταξύ<br />

των υποψήφιων ανεξάρτητων μεταβλητών ως<br />

προς τη δίτιμη εξαρτημένη μεταβλητή που κατασκευάστηκε<br />

βάσει του ΔΜΣ ανά ηλικία και φύλο<br />

με τιμές τα νορμοβαρή και τα υπέρβαρα-παχύσαρκα<br />

άτομα. Κατασκευάστηκαν ψευδομεταβλητές<br />

προκειμένου να υπολογιστούν λόγοι σχετικών<br />

πιθανοτήτων (Odds Ratio, OR) για τις διάφορες<br />

μεταβλητές. Οι συνεχείς μεταβλητές, όπως ο ΔΜΣ<br />

γονέων κατηγοριοποιήθηκε σε


K. Μίχας και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />

Πίνακας Ι. Δημογραφικά κ ενδεικτικά τρόπου ζωής χαρακτηριστικά και σύγκριση ανά φύλο<br />

Φύλο Σύνολο<br />

Αγόρια Κορίτσια<br />

Mean SD Mean SD P-value Mean SD<br />

Ηλικία 14,4 1,7 14,5 1,6 0,2 14,5 1,6<br />

Ύψος 1,7 ,11 1,6 ,07


Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας K. Μίχας και συν.<br />

Διάγραμμα I. Θηκόγραμμα κατανομής ΔΜΣ ανά ηλικιακές ομάδες.<br />

καταγράφεται η ευεργετική δράση της αυξημένης<br />

φυσικής άσκησης, κάτι το οποίο ταυτίζεται με τα<br />

διεθνή δεδομένα 41 .<br />

Σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα διεθνών<br />

μελετών τα οποία προτείνουν φυσική άσκηση τουλάχιστον<br />

1 ώρα για 5 ήμερες την εβδομάδα 42-45 και<br />

τα αποτελέσματα τα οποία δείχνουν ισότιμη αλλά<br />

Πίνακας III. Αποτελέσματα μονοπαραγοντικής λογαριθμιστικής ανάλυσης για όλα τα υπό εξέταση χαρακτηριστικά<br />

Μεταβλητή OR z P-value 95% Διάστημα εμπιστοσύνης<br />

Φύλο 0,58 -4,80


K. Μίχας και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />

μέρωσης.<br />

Τα χαρακτηριστικά με τη μεγαλύτερη επίδραση<br />

στην εμφάνιση παχυσαρκίας ήταν η ύπαρξη<br />

παχύσαρκου πατέρα και μητέρας. Είναι γνωστή<br />

εξάλλου η αλληλεπίδραση γονέων – παιδιών όσον<br />

αφορά στην παχυσαρκία. Σε συνδυασμό με το<br />

εύρημα της επίδρασης της παρακολούθησης τηλεόρασης<br />

στην εμφάνιση παχυσαρκίας, διαφαίνεται<br />

η αλλαγή στην οικογενειακή ζωή, καθώς τα παιδιά<br />

τρώνε περισσότερα γεύματα εκτός, τα οποία είναι<br />

και πιο πλούσια ενεργειακά αν και μειωμένης<br />

θερμιδικής αξίας 47 . Η τηλεόραση στην κρεβατοκάμαρα<br />

και όχι στο σαλόνι αυξάνει την τηλεθέαση<br />

κατά 38 λεπτά ημερησίως 48 . Επιπλέον, η λήψη του<br />

γεύματος κατ’ οίκον αποτελεί σημαντικό παράγοντα<br />

για κατανάλωση καλύτερης ποιότητας τροφής,<br />

ειδικά σε μία μεσογειακή χώρα.<br />

Η θετική συσχέτιση του καπνίσματος σε σχέση<br />

με την εμφάνιση παχυσαρκίας αποτελεί ένα<br />

πολύ ανησυχητικό σημείο για την μετέπειτα υγεία<br />

αυτών των εφήβων αφού ο συνδυασμός καπνίσματος<br />

και παχυσαρκίας αποτελεί έναν εξαιρετικά<br />

επιβλαβή παράγοντα, ιδιαίτερα όταν η δράση του<br />

ξεκινά από την εφηβική ηλικία 49 .<br />

Η εργασία είχε κάποιους περιορισμούς: Τα<br />

βάρη και τα ύψη και ως εκ τούτου ο υπολογισθείς<br />

ΔΜΣ βασίστηκαν στις μαρτυρίες των συμμετεχόντων<br />

και όχι σε αντικειμενικές μετρήσεις. Παρόλο<br />

που αυτό το δεδομένο μπορεί να επηρεάζει την<br />

ακρίβεια της μελέτης και την εφαρμογή των ορίων<br />

για την κατάταξη σε υπέρβαρους και παχύσαρκους,<br />

έχει διαπιστωθεί στη διεθνή βιβλιογραφία<br />

πως οι αναφερόμενες τιμές είναι αξιόπιστες και<br />

αρκετά κοντά στις πραγματικές τιμές 50,51 . Ο άλλος<br />

περιορισμός της μελέτης συνίσταται στο σχεδιασμό<br />

της. Εφόσον πρόκειται για μια διασκοπική<br />

μελέτη επιπολασμού, δεν είναι εύκολο να προκύψουν<br />

αιτιολογικές συσχετίσεις αλλά τάσεις<br />

και ενδείξεις.<br />

Τα ισχυρά σημεία της μελέτης αποτελούν η<br />

μεγάλη στατιστική ισχύς της η οποία πηγάζει και<br />

από το μεγάλο και ομοιογενές δείγμα στις μείζονες<br />

υποκατηγορίες, η συμφωνία των αποτελεσμάτων<br />

με μεγάλες διεθνείς μελέτες, η έλλειψη εργασίας<br />

τέτοιου μεγέθους στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στο<br />

χώρο της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.<br />

Τα παραπάνω ανησυχητικά συμπεράσματα<br />

για την υγεία των νέων μιας αστικής περιοχής<br />

πρέπει να αφυπνίσουν τους σχετιζόμενους με την<br />

Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και ειδικά τους<br />

ιατρούς Γενικής Ιατρικής. Η μελέτη VYRONAS<br />

δεν τελειώνει με την παράθεση των επιδημιολογικών<br />

δεδομένων. Η εφαρμογή παρέμβασης με<br />

τη μορφή προγράμματος αγωγής υγείας και η<br />

αξιολόγηση της θα ολοκληρώσουν τη μελέτη. Τα<br />

παραπάνω αποτελέσματα αποτελούν μια αρχική<br />

αδρή καταγραφή της επίδρασης των δημογραφικών<br />

και συμπεριφορικών χαρακτηριστικών<br />

στην εμφάνιση παχυσαρκίας σε εφήβους αστικής<br />

περιοχής. Παραμένουν αδιευκρίνιστες οι<br />

συσχετίσεις μεταξύ των χαρακτηριστικών αυτών<br />

ώστε να διαμορφωθεί πληρέστερα η αιτιολογική<br />

συσχέτιση. Πιστεύουμε πως η διαδοχική ανάλυση<br />

και αξιολόγηση των μελλοντικών αποτελεσμάτων<br />

από τη μελέτη VYRONAS θα οδηγήσει προς αυτή<br />

την κατεύθυνση.<br />

Ευχαριστίες<br />

Οι συγγραφείς θα ήθελαν να ευχαριστήσουν<br />

για τη συμμετοχή τους στην υλοποίηση και επεξεργασία<br />

της μελέτης τους: (με αλφαβητική σειρά) Π.<br />

Αλογογιάννη, Λ. Αθανασιάδου, Δ. Βασιλείου, Ε.<br />

Βεκρή, Ε. Γλαβά, Β. Ζαρειφόπουλο, Κ. Κιντζογλανάκη,<br />

Λ. Κωνσταντίνου, Χ. Ληξουριώτη, Π.<br />

Πίκουλα, Χ. Σπέντζο, Δ. Στραβοπόδη, Α. Τσεκούρα,<br />

Ε. Φιλιππουπολίτου, Π. Φρούντζου, ιατρούς<br />

Γενικής Ιατρικής, τις: Ν. Κυρίτση, Αικ. Φουτσιτζή,<br />

νοσηλεύτριες, τις: Δ. Λίτινα, Β. Νικολοπούλου,<br />

επισκέπτριες υγείας και την: Α. Αραπάκη, μαθηματικό-βιοστατιστικό,<br />

χωρίς τη βοήθεια των<br />

οποίων δεν θα ήταν δυνατή η ολοκλήρωση της<br />

μελέτης.<br />

Βιβλιογραφία<br />

1. World Health Organization. Obesity: Preventing<br />

and Managing the Global Epidemic. Report of a<br />

WHO Consultation on Obesity. WHO: Geneva,<br />

1998.<br />

2. Chinn S, Rona RJ. Prevalence and trends in<br />

overweight and obesity in three cross sectional<br />

studies of British Children, 1974–1994. BMJ,<br />

322:24–26, 2001.<br />

3. Strauss RS, Pollack HA. Epidemic increase in<br />

childhood overweight, 1986–1998. JAMA, 286:<br />

2845–2848, 2001.<br />

4. Tremblay MS, Katzmarzyk PT, Willms JD.<br />

Temporal trends in overweight and obesity in<br />

155


Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας K. Μίχας και συν.<br />

Canada, 1981–1996. Int J Obes Relat Metab<br />

Disord, 26:538–543, 2002.<br />

5. Booth ML, Chey T, Wake M, Norton K, Hesketh<br />

K, Dollman J, Robertson I. Change in the<br />

prevalence of overweight and obesity among young<br />

Australians, 1969–1997. Am J Clin Nutr, 77:29–36,<br />

2003.<br />

6. Rasmussen F, Johansson M, Hansen HO. Trends<br />

in overweight and obesity among 18-year-old males<br />

in Sweden between 1971 and 1995. Acta Paediatr<br />

88:431–437, 1999.<br />

7. Rivera JA, Barquera S, Campirano F, Campos<br />

I, Safdie M, Tovar V. Epidemiological and<br />

nutritional transition in Mexico: rapid increase of<br />

non-communicable chronic diseases and obesity.<br />

Public Health Nutr, 5:113–122, 2002.<br />

8. Kalies H, Lenz J, von Kries R. Prevalence of<br />

overweight and obesity and trends in body mass<br />

index in German pre-school children, 1982–1997.<br />

Int J Obes Relat Metab Disord, 26:1211–1217,<br />

2002.<br />

9. de Onis M, Blossner M. Prevalence and trends of<br />

overweight among preschool children in developing<br />

countries. Am J Clin Nutr, 72:1032–1039, 2000.<br />

10. Kautiainen S, Rimpela A, Vikat A, Virtanen SM.<br />

Secular trends in overweight and obesity among<br />

Finnish adolescents in 1977–1999. Int J Obes Relat<br />

Metab Disord, 26:544–552, 2002.<br />

11. Lobstein T, Frelut ML. Prevalence of overweight<br />

among children in Europe. Obes Rev, 4:195–200,<br />

2003.<br />

12. Lissau I, Overpeck MD, Ruan WJ, Due P, Holstein<br />

BE, Hediger ML. Body mass index and overweight<br />

in adolescents in 13 European countries, Israel,<br />

and the United States. Arch Pediatr Adolesc Med,<br />

158:27–33, 2004.<br />

13. Ogden CL, Flegal KM, Carroll MD, Johnson<br />

CL. Prevalence and trends in overweight among<br />

US children and adolescents, 1999–2000. JAMA,<br />

288:1728–1732, 2002.<br />

14. Currie C, Samdal O, Boyce W, Smith B. Health<br />

Behaviour in School-Aged Children: A World<br />

Health Organization Cross- National Study.<br />

Research Protocol for the 2001/02 Survey. Child<br />

and Adolescent Health Research Unit, University<br />

of Edinburgh: Edinburgh, Scotland, 2001.<br />

15. Cole TJ, Bellizzi MC, Flegal KM, Dietz WH.<br />

Establishing a standard definition for child overweight<br />

and obesity worldwide: international survey.<br />

BMJ, 320:1240–1243, 2000.<br />

16. Biro G, Hulshof KF, Ovesen L, Amorim Cruz JA.<br />

Selection of methodology to assess food intake.<br />

Eur J Clin Nutr, 56(suppl. 2):S25–S32, 2002.<br />

17. Prochaska JJ, Sallis JF, Long B. A physical activity<br />

156<br />

screening measure for use with adolescents in<br />

primary care. Arch Pediatr Adolesc Med, 155:554–<br />

559, 2001.<br />

18. WHO. Young People’s Health in Context. Health<br />

Behaviour in School-aged Children (HBSC) study:<br />

international report from the 2001/2002 Survey.<br />

World Health Organization: Denmark, 2004.<br />

19. French SA, Story M, Jeffery RW. Environmental<br />

influences on eating and physical activity. Annu<br />

Rev Public Health, 22:309–335, 2001.<br />

20. Magarey AM, Daniels LA, Boulton TJC. Prevalence<br />

of overweight and obesity in Australian children<br />

and adolescents: reassessment of 1985 and 1995<br />

data against new standard international definitions.<br />

Med J Aust, 174:561-564, 2001.<br />

21. Bener A. Prevalence of obesity, overweight, and<br />

underweight in Qatari adolescents. Food Nutr Bull,<br />

27:39-45, 2006.<br />

22. Krassas GE, Tsametis C, Baleki V et al. Prevalence<br />

of overweight and obesity among children and<br />

adolescents in Thessaloniki-Greece and Kayseri-<br />

Turkey. Pediatr Endocrinol Rev, Suppl 3:460-464,<br />

2004.<br />

23. Janssen I, Katzmarzyk PT, Boyce WF et al. Comparison<br />

of overweight and obesity prevalence in<br />

school-aged youth from 34 countries and their<br />

relationships with physical activity and dietary<br />

patterns. Obes Rev, 6:123-132, 2005.<br />

24. Lustig RH. The neuroendocrinology of childhood<br />

obesity. Pediatr Clin North Am, 48:909–930, 2001.<br />

25. Farooqi IS, O’Rahilly S. Recent advances in<br />

the genetics of severe obesity. Arch Dis Child,<br />

83:31–34, 2000.<br />

26. Gillman MW, Rifas-Shiman SL, Camargo CA,<br />

et al. Risk of overweight among adolescents who<br />

were breastfed as infants. JAMA, 285:2461–2467,<br />

2001.<br />

27. vonKries R, Koletzko B, Sauerwald T, et al. Breast<br />

feeding and obesity: cross sectional study. BMJ,<br />

319:147–150, 1999.<br />

28. Rolland-Cachera M-F, Deheeger M, Bellisle<br />

F, Sempe M, Guillound-Bataille M, Patois E.<br />

Adiposity rebound in children: a simple indicator<br />

for predicting obesity. Am J Clin Nutr, 39:129–135,<br />

1984.<br />

29. Whitaker RC, Pepe MS, Wright JA, Seidel KD,<br />

Dietz WH. Early adiposity rebound and the risk<br />

of adult obesity. Pediatrics, 101:e5, 1998.<br />

30. Trost SG, Kerr LM, Ward DS, Pate RR. Physical<br />

activity and determinants of physical activity in<br />

obese and non-obese children. Int J Obes Relat<br />

Metab Disord, 25:822-829, 2001.<br />

31. Andersen RE, Crespo CJ, Bartlett SJ, Cheskin<br />

LJ, Pratt M. Relationship of physical activity and


K. Μίχας και συν. Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />

television watching with body weight and level of<br />

fatness among children: results from the Third<br />

National Health and Nutrition Examination<br />

Survey. JAMA, 279:938–942, 1998.<br />

32. French SA, Story M, Neumark-Sztainer D, Fulkerson<br />

JA, Hannan P. Fast food restaurant use<br />

among adolescents: associations with nutrient<br />

intake, food choices and behavioral and psychosocial<br />

variables. Int J Obesity, 25:1823–1833, 2001.<br />

33. Zoumas-Morse C, Rock CL, Sobo EJ, Neuhouser<br />

ML. Children’s patterns of macronutrient intake<br />

and associations with restaurant and home eating.<br />

J Am Diet Assoc, 101:923–925, 2001.<br />

34. Salmon J, Campbell KJ, Crawford DA. Television<br />

viewing habits associated with obesity risk factors:<br />

a survey of Melbourne schoolchildren. Med J Aust,<br />

184:64-67, 2006.<br />

35. Flodmark C-E, Ohlsson T, Ryden O, Sveger T.<br />

Prevention and progression to severe obesity in a<br />

group of obese schoolchildren treated with family<br />

therapy. Pediatrics, 91:880–884, 1993.<br />

36. Israel AC, Guile CA, Baker JE, Silverman WK.<br />

An evaluation of enhanced self-regulation training<br />

in the treatment of childhood obesity. J Pediatr<br />

Psychol, 19:737–749, 1994.<br />

37. Braet C, VanWinckel M. Long-term follow-up of a<br />

cognitive behavioral treatment program for obese<br />

children. Behav Ther, 31:55–74, 2000.<br />

38. Levin S, Martin MW, Riner WF. TV viewing habits<br />

and body mass index among South Carolina Head<br />

Start children. Ethn Dis, 14:336-339, 2004.<br />

39. Vandewater EA, Huang X. Parental weight status<br />

as a moderator of the relationship between<br />

television viewing and childhood overweight. Arch<br />

Pediatr Adolesc Med, 160:425-431, 2006.<br />

40. Oken E, Huh SY, Taveras EM, Rich-Edwards JW,<br />

Gillman MW. Associations of maternal prenatal<br />

smoking with child adiposity and blood pressure.<br />

Obes Res, 13:2021-2028, 2005.<br />

41. Berkey CS, Rockett HRH, Field AE, et al. Activity,<br />

dietary intake, and weight changes in a longitudinal<br />

study of preadolescent and adolescent boys and<br />

girls. Pediatrics, 105: e56, 2000.<br />

42. Corbin CB, Pangrazi RP. Physical Activity for<br />

Children: A Statement of Guidelines. National<br />

Academy for Sport and Physical Education:<br />

Reston, VA, 1998.<br />

43. U.S. Department of Health and Human Services.<br />

Physical Activity and Health: A Report of the<br />

Surgeon General. Department of Health and<br />

Human Services, Centers for Disease Control and<br />

Prevention, National Center for Chronic Disease<br />

Prevention and Health Promotion: Atlanta, GA,<br />

1996.<br />

44. Biddle S, Sallis J, Cavill N. Policy Framework for<br />

Young People and Health-Enhancing Physical<br />

Activity. In: Biddle S, Sallis J, Cavill N (eds). Young<br />

and Active? Young People and Health-Enhancing<br />

Physical Activity: Evidence and Implications.<br />

Health Education Authority: London, 1998,<br />

pp:3–16.<br />

45. Health Canada. Canada’s Physical Activity Guide<br />

to Healthy Active Living: Family guide to Physical<br />

Activity for Youth 10–14 Years of Age. Minister<br />

of Health: Ottawa, ON, 2002.<br />

46. Mccarthy HD, Ashwell M. A study of central<br />

fatness using waist-to-height ratios in UK children<br />

and adolescents over two decades supports the<br />

simple message - ‘keep your waist circumference to<br />

less than half your height’. Int J Obes, 30:988-992,<br />

2006.<br />

47. Hill JO, Peters JC. Environmental contributors<br />

to the obesity epidemic. Science, 280:1371–1374,<br />

1998.<br />

48. Wiecha JL, Sobol AM, Peterson KE, Gortmaker<br />

SL. Household television access: associations with<br />

screen time, reading, and homework among youth.<br />

Ambulatory Pediatr, 1:244–251, 2001.<br />

49. Pitsavos C, Panagiotakos DB, Chryssohoou C,<br />

Stefanadis C. Epidemiology of cardiovascular<br />

risk factors in Greece: aims, design and baseline<br />

characteristics of the ATTICA study. BMC Public<br />

Health, 3:32, 2003.<br />

50. Strauss RS. Comparison of measured and selfreported<br />

weight and height in a cross-sectional<br />

sample of young adolescents. Int J Obes Relat<br />

Metab Disord, 23:904–908, 1999.<br />

51. Brener ND, McManus T, Galuska DA, Lowry<br />

R, Wechsler H. Reliability and validity of selfreported<br />

height and weight among high school<br />

students. J Adolesc Health, 32:281–287, 2003.<br />

157


Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Νέα<br />

Primary Heatlh Care, Volume 18, Number 3, 159-159, 2006<br />

Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, Τόμος 18, Τεύχος 3, 159-159, 2006<br />

Νέα από την Ακαδημία Γενικής Ιατρικής –<br />

Η λειτουργία του Κέντρου Τεκμηρίωσης<br />

Σημαντική συζήτηση γίνεται τα τελευταία<br />

χρόνια για την αποτελεσματικότητα της Γενικής<br />

Ιατρικής αλλά και τις υποδομές (capacity) που<br />

πάνω της το ακαδημαϊκό και κλινικό αντικείμενο<br />

αναπτύσσεται και εδραιώνεται. Σε πρόσφατο άρθρο<br />

σύνταξης του Family Practice αναγνωρίζεται<br />

η καθυστέρηση της ανάπτυξης της ακαδημαϊκής<br />

ιατρικής αλλά και των υποδομών εκείνων που θα<br />

στήριζαν την προοπτική και την ακαδημαϊκή εξέλιξη<br />

των ιατρών Γενικής Ιατρικής.<br />

Στο πλαίσιο της συζήτησης αυτής, η Ελληνική<br />

Εταιρεία Γενικής Ιατρικής αποφάσισε τη σύσταση<br />

μιας σημαντικής υποδομής με το όνομα Ακαδημία<br />

Γενικής Ιατρικής, η οποία ανάμεσα στους στόχους<br />

της θα περιλαμβάνει: την περαιτέρω ανάπτυξη<br />

της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας στη χώρα<br />

μας, την επιστημονική υποστήριξη των νέων συναδέλφων,<br />

καθώς και την περαιτέρω εξέλιξη του<br />

κλάδου της Γενικής Ιατρικής σε συνεργασία με<br />

άλλους επιστημονικούς και ακαδημαϊκούς οργανισμούς.<br />

158<br />

ΝΕΑ<br />

ΝΕWS<br />

Μετά την ανακοίνωση των στόχων αυτών και<br />

της πρώτης λειτουργίας της, στον αρχικό σχεδιασμό<br />

των δραστηριοτήτων της περιλήφθησαν:<br />

α) η συστηματική αναζήτηση και κριτική αποτίμηση<br />

δημοσιεύσεων σε ηλεκτρονικά ή μη<br />

περιοδικά, συναφή με τη Γενική Ιατρική<br />

και η σύνταξη ενός ενημερωτικού δελτίου<br />

(newsletter)<br />

β) η σύνταξη ενός ενημερωτικού δελτίου (newsletter)<br />

που μαζί με την ιστοσελίδα που πρόκειται<br />

να αναπτυχθεί θα αποτελέσουν τα μέσα<br />

διανομής της πληροφορίας για όλους τους<br />

ιατρούς Γενικής Ιατρικής στη χώρα μας.<br />

Για την υλοποίηση αυτής της δραστηριότητας<br />

συγκροτήθηκε η Ομάδα Τεκμηρίωσης της Ακαδημίας,<br />

που θ’ αναζητά και θα εντοπίζει μέσα από τη<br />

διαθέσιμη διεθνή βιβλιογραφία τις πληροφορίες<br />

εκείνες, που μετά από αξιολόγηση της ποιότητας<br />

και συνάφειάς της με το έργο και τις ανάγκες του<br />

Γενικού Ιατρού στη χώρα μας θα καταχωρούνται<br />

στο ενημερωτικό δελτίο.


Νέα Τόμος 18, Τεύχος 3, 2006<br />

Η επιλογή των άρθρων που θα παρουσιάζονται<br />

σε κάθε ενημερωτικό δελτίο θα γίνεται με<br />

βάση έναν αριθμό κριτηρίων. Επιλέχθηκαν τέσσερα<br />

κριτήρια μετά από ανασκόπηση της βιβλιογραφίας<br />

και επίτευξη ομοφωνίας μεταξύ των μελών<br />

της ομάδας τεκμηρίωσης.<br />

Τα κριτήρια αυτά θα είναι:<br />

α) η συνάφεια με τη Γενική Ιατρική (αντιστοιχία<br />

με τον ορισμό της Γενικής Ιατρικής της<br />

WONCA Europe),<br />

β) η χρησιμότητα στην καθημερινή ιατρική πρακτική,<br />

στη χώρα μας,<br />

γ) η χρησιμότητα για τον ειδικευόμενο ιατρό<br />

Γενικής Ιατρικής,<br />

δ) η συνεισφορά σε ιδέες στην ανάπτυξη έρευνας<br />

στο ιατρείο του γενικού ιατρού.<br />

Υπογραμμίζεται ότι στόχος της δραστηριότητας<br />

αυτής δεν αποτελεί η επαναξιολόγηση της<br />

ποιότητας των άρθρων που παρουσιάζονται στα<br />

συγκεκριμένα έγκριτα διεθνή περιοδικά, αλλά η<br />

επιλογή άρθρων που έχουν άμεση συνάφεια με τη<br />

Γενική Ιατρική και κρίνεται ότι έχουν δυνητικά<br />

εφαρμογή στην καθημέρα πράξη, στην εκπαίδευση<br />

και στην ερευνά στη Γενική Ιατρική και στην<br />

Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας στην χώρα μας.<br />

Τα 12 διεθνή περιοδικά και βάσεις δεδομέ-<br />

νων τα οποία είναι διαθέσιμα αυτή τη στιγμή στην<br />

Ακαδημία Γενικής Ιατρικής φαίνονται στους Πίνακες<br />

Ι και ΙΙ.<br />

Η πρόσβαση στην Cochrane Library (http://<br />

www.cochrane.org) είναι δυνατή στην Ακαδημία<br />

Γενικής Ιατρικής.<br />

Το ενημερωτικό δελτίο θα εκδίδεται ανά<br />

τρίμηνο και θα διανέμεται με το περιοδικό Πρωτοβάθμια<br />

Φροντίδα Υγείας, σε όλα τα μέλη της<br />

ΕΛΕΓΕΙΑ, ενώ θα είναι διαθέσιμο και στο site<br />

της Ακαδημίας.<br />

Την Ομάδα Τεκμηρίωσης απαρτίζουν οι:<br />

Χρήστος Λιονής (Συντονιστής), Ανάργυρος<br />

Μαριόλης (Αναπληρωτής Συντονιστής) και οι:<br />

Αλεβίζος Αλεβίζος, Οδυσσέας Βέρρας, Σταύρος<br />

Καλπαδάκης, Ιωάννης Κομνηνός, Αλέξανδρος<br />

Λιβέρης, Δάφνη Μιρκοπούλου, Κωνσταντίνος<br />

Μίχας, Νικόλαος Ρουσάκης, Ζωή Τσίμτσιου.<br />

Για επικοινωνία με τη Ακαδημία Γενικής Ιατρικής:<br />

Ώρες λειτουργίας: 16.00-20.00<br />

Διεύθυνση: Ριζάρη 13<br />

Τηλ.: 2107240421<br />

Fax: 2107240420<br />

Iστοσελίδα: www.gp-academy.gr<br />

e-mail: academy-gp@ath.forthnet.gr<br />

Πίνακας Ι. Περιοδικά σε έντυπη μορφή<br />

1 American Family Physician www.aafp.org<br />

2 Annals of Family Medicine www.annfammed.org<br />

3 South African Family Practice www.medpharm.co.za/safp/index.html<br />

4 Family Practice intl-fampra.oxfordjournals.org<br />

5 European Journal of Family Practice www.ejgp.com<br />

6 The Journal of Family Practice www.jfponline.com<br />

7 The British Journal of General Practice www.rcgp.org.uk<br />

8 Primary Care Respiratory Journal intl.elsevierhealth.com/journals/pcrj<br />

9 Clinical Evidence www.clinicalevidence.com<br />

10 Τhe Hong Kong Practitioner www.hkcfp.org.hk<br />

11 Maltese Family Doctor www.mcfd.org.mt<br />

12 Australian Family Physician www.racgp.org.au/publications/afp_online.asp<br />

Πίνακας ΙΙ. Περιοδικά σε ηλεκτρονική μορφή<br />

1 American Family Physician www.aafp.org<br />

2 Annals of Family Medicine www.annfammed.org<br />

3 Family Practice intl-fampra.oxfordjournals.org<br />

4 European Journal of Family Practice(abstracts only) www.ejgp.com<br />

5 The Journal of Family Practice www.jfponline.com<br />

6 The British Journal of General Practice www.rcgp.org.uk<br />

7 Primary Care Respiratory Journal intl.elsevierhealth.com/journals/pcrj<br />

8 Clinical Evidence www.clinicalevidence.com<br />

9 Rural and Remote Health rrh.deakin.edu.au/home/defaultnew.asp<br />

10 Τhe Hong Kong Practitioner www.hkcfp.org.hk<br />

159


Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας Νέα<br />

Primary Heatlh Care, Volume 18, number 3, 160, 2006<br />

Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, Τόμος 18, Τεύχος 3, 160, 2006<br />

Από 18/5/2006 έως 21/5/2006 έγινε στη Μόσχα<br />

το Παγκόσμιο Συνέδριο Εναλλακτικής Ιατρικής.<br />

Από ελληνικής πλευράς έλαβαν μέρος τρεις ιατροί<br />

Γενικής Ιατρικής μέλη της ΕΛΕΓΕΙΑ, με εργασίες<br />

που διακρίθηκαν για την επιστημονική τους ακρίβεια,<br />

την αξιοπιστία και την επιστημονική εγκυρότητα<br />

και σαφήνεια. Το προεδρείο και τα μέλη της<br />

οργανωτικής επιτροπής επεσήμαναν την επιτυχία<br />

των συγγραφέων και τη σημαντική παρουσία τους<br />

στο συνέδριο, που ήταν επετειακό για τα 50 χρόνια<br />

της εναλλακτικής ιατρικής παγκοσμίως.<br />

160<br />

Nεα<br />

news<br />

Οι συνάδελφοι που διακρίθηκαν είναι:<br />

1. Παρούση Αμαλία, Γενικός Ιατρός – Βελονίστρια.<br />

2. Αρχιμανδρίτης Σάπικας Δανιήλ, Γενικός<br />

Ιατρός.<br />

3. Θεοδωράτου Κωνσταντίνα, Γενικός Ιατρός<br />

– Βελονίστρια.<br />

Είναι φανερή η πολυμέρεια των γενικών<br />

ιατρών σε διάφορους τομείς, που φανερώνουν<br />

την σφαιρικότητα των γνώσεων τους και τις ικανότητές<br />

τους.<br />

Από το παγκόσμιο συνέδριο εναλλακτικής ιατρικής στη Μόσχα τον περασμένο Μάιο.

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!